Βασίλης Νόττας: Το Ιστολογοφόρο

Κοινωνία, Επικοινωνία, Φαντασία και άλλα

Posts Tagged ‘Διογένης’

Κύλικες και Δόρατα. Μέρος Ζ΄, Κεφάλαιο δέκατο τρίτο: Οι κόμποι στο χτένι

Posted by vnottas στο 10 Φεβρουαρίου, 2018

Κεφάλαιο δέκατο τρίτο. Όπου ορισμένοι κόμποι λύνονται και άλλοι φτάνουν στο χτένι

(αφηγείται ο Εύελπις)

μ

Είμαι αναστατωμένος γι αυτό λέω, αν τα καταφέρω, να τα σημειώσω όλα επιγραμματικά. Και με τη σειρά. Ένα-ένα. Αλλιώς, έτσι ανακατεμένα που είναι όλα αυτή τη στιγμή μέσα στο κεφάλι μου, φοβάμαι ότι δε θα καταφέρω να γίνω κατανοητός ούτε στους άλλους ούτε σε εμένα τον ίδιο.

Ένα, λοιπόν:

Όταν έφτασαν τα συγκλονιστικά νέα στην Αθήνα, τα πράγματα έμοιαζαν να εξελίσσονται, αν όχι πλήρως ομαλά, τουλάχιστον κάτω από ικανοποιητικό έλεγχο.

Τα μεγάλα αθηναϊκά πανηγύρια είχαν ολοκληρωθεί. Η Εορταστική Πομπή είχε διανύσει την οδό των Παναθηναίων με μεγάλη επιτυχία. Οι κόρες ήταν πανέμορφες, οι γέροντες καλοστεκούμενοι και τα Ευάνδρια τα είχε κερδίσει η Λεοντίδα φυλή με αποτέλεσμα ο βετεράνος πολεμιστής Παλαμήδης να έχει απογειωθεί και να υπερίπταται ευτυχισμένος: ανάμεσα στους βραβευθέντες ήταν κι ο πρωτότοκος γιος του. Ένας άλλος καταφανώς ικανοποιημένος  από τις γιορτές ήταν ο ρήτορας Δημάδης. Τα άλογά του είχαν νικήσει στους δώδεκα γύρους του ιπποδρομίου με τέθριππο άρμα: Τώρα, μου είπε, θα αρχίσει να τα προπονεί για τους επόμενους, εκατοστούς δέκατους τρίτους Πανελλήνιους Ολυμπιακούς Αγώνες.

Δύο:

 Ο φίλτατος συνεργάτης μου, ο Οινοκράτης, είχε αποκτήσει επιτέλους την αθηναϊκή υπηκοότητα με την ιδιότητα του απελεύθερου μέτοικου με ιδιαίτερα προνόμια, με πρώτο εκείνο της ¨ισοτέλειας¨. Ό Οινοκράτης, όπως έμαθα, στην πατρίδα του είχε και ένα παρανόμι με πολλά ¨τσ¨, άρα όχι εύηχο στα ελληνικά, που εγώ δεν μπορώ καν να το προφέρω, οπότε, λέω, καλά έκανε και για τη νέα φάση της ζωής του διατήρησε το ¨Οινοκράτης¨ ως το κύριο επίσημο όνομά του. Σε μια σεμνή τελετή στο Πρυτανείο, όπου ανάδοχος και εγγυητής ήταν ο Παλαμήδης, υπό τις ιαχές και τα χειροκροτήματα των μελών των οικογενειών του Ευρύνου, του Παλαμήδη, αλλά και αρκετών προσωπικών του φίλων,  ο Συρακούσιος ανακηρύχτηκε επισήμως χειραφετημένος κάτοικος Αθηνών. Ως ¨ισοτελής¨, η φορολόγησή του δεν θα είναι μεγαλύτερη από εκείνη των αθηναίων πολιτών (όπως συμβαίνει στους κοινούς μέτοικους),  ενώ  θα του επιτραπεί, εάν το επιθυμεί, να εξακολουθήσει να συμμετέχει στην ασιατική εκστρατεία.  Σύμφωνα με τα όσα τον διαβεβαίωσε ο ¨εφημερεύων¨ βουλευτής, -ο οποίος είχε διευθύνει την τελετή μιλώντας κολακευτικά για το ρόλο του τιμώμενου στην ανεύρεση των κλαπέντων αγαλμάτων των τυραννοκτόνων- αν όλα πάνε κατ’ ευχήν, τίποτα δεν αποκλείει το επόμενο βήμα να είναι η απόδοση στον Οινοκράτη της πλήρους ιδιότητας του Αθηναίου πολίτη.Eikona_1-1

Τρία.

Ο Οινοκράτης είχε και έναν άλλο λόγο να είναι σχετικά ευχαριστημένος. Η έρευνά του για το θέμα της πατρότητας είχε ολοκληρωθεί. Το αποτέλεσμα δεν ήταν τελεσίδικο και αδιαμφισβήτητο, αλλά μάλλον μια  αναπάντεχη ¨επικρατέστερη εκδοχή¨, η οποία όμως είχε τη στήριξη ενός σπουδαίου και πλήρως αξιόπιστου προσώπου. Μένω ευχαρίστως για λίγο σε αυτό το θέμα -πριν αναφερθώ στα νέα και την αναστάτωση που προκάλεσαν- γιατί έχει γούστο.

Ό Οινοκράτης λοιπόν, είχε φτάσει σε τέτοιο σημείο εμμονής στην υπόθεση της αναζήτησης της ταυτότητας του πατέρα του, που είχε ταξιδέψει ως την Κόρινθο και είχε καταφέρει να συναντηθεί έως και με τον διάσημο Διογένη, ο οποίος μπορεί να κυκλοφορεί γυμνός και να καγχάζει τους πάντες, αλλά, απ’ ό, τι λένε, δεν είναι καθόλου εύκολο να έχει κανείς μαζί του μια  ολοκληρωμένη αποκλειστική συζήτηση και, πολύ περισσότερο, να εκμαιεύσει τις απαντήσεις του σε θέματα που δεν έχουν τις άμεσες φιλοσοφικές ή ηθικές προεκτάσεις που του αρέσουν.

Ο Οινοκράτης, ποιος ξέρει πώς, τα κατάφερε. Ο γέρο-Διογένης του μίλησε. Όμως ούτε αυτός ο ταξιδεμένος (και στις Συρακούσες) φιλόσοφος μπόρεσε να του δώσει μια συγκεκριμένη απάντηση στα ερωτήματά του. Αντίθετα, αν κατάλαβα καλά από τα όσα μου είπε επιστρέφοντας στην Αθήνα, ο Διογένης υποστήριξε πως, ίσως, αυτή η προσπάθεια αναζήτησης της πατρότητας δεν αξίζει καν τον κόπο. Οι γονείς δεν είναι πάντα τόσο χρήσιμοι, φαίνεται ότι του είπε.

Αισθάνθηκα λοιπόν κάπως ένοχος γιατί δεν είχα ακόμη υλοποιήσει την υπόσχεση που είχα δώσει στον Οινοκράτη, δηλαδή να ρωτήσω σχετικά με το πρόβλημά του τον Αριστοτέλη, παρά το γεγονός ότι τον τελευταίο καιρό συναντούσα συχνά τον δάσκαλο και είχα μαζί του μακρές συνομιλίες, στις οποίες θα αναφερθώ εκτενέστερα παρακάτω. Για να επανορθώσω ζήτησα από τον Οινοκράτη να μου δώσει το κληρονομημένο δαχτυλίδι και στην επόμενη επίσκεψή μου στο Λύκειο, επωφελήθηκα από μια στιγμή ανάπαυλας και μίλησα στον Αριστοτέλη για το θέμα που απασχολεί τον παλιό πιστό μου συνεργάτη και φίλο, ο οποίος μάλιστα, τότε, επρόκειτο όπου να ‘ναι να χειραφετηθεί. 

image008   Ο Αριστοτέλης παρακολούθησε με προσοχή την σύντομη αφήγησή μου κουνώντας που και που το γενειοφόρο κεφάλι του. Πρώτα του περιέγραψα τον ίδιο τον Συρακούσιο και μερικά από τα ανδραγαθήματά του και, ύστερα, την πρόσφατη μανία να εξακριβώσει ποιος θα μπορούσε να είναι ο πατέρας του.

«Για να ‘δω», μου είπε, προτείνοντας την παλάμη του.

Έβγαλα το δαχτυλίδι από το θυλάκιό μου και  του το έδωσα.

Το εξέτασε με προσοχή και στα χείλη του εμφανίστηκε ένα, όλο και πιο πλατύ, χαμόγελο.

Σκέφτηκα: …έχει γούστο! Έχει γούστο να είναι δικό του το δαχτυλίδι. Όλη αυτή η ιστορία μοιάζει πια με το παιχνίδι που παίζουν οι μπόμπιρες στις αλάνες του άστεως. Ποιανού είναι όμως τελικά το δαχτυλίδι; Του Μεγάλου  Περιπατητή;

«Για φαντάσου!», μουρμουρίζει. Και μετά μου λέει: «Το αναγνωρίζω…»

Το πρόσωπό μου παίρνει μια τέτοια έκφραση που, αργότερα, όταν θα επινοηθούν τα σημεία στίξης του γραπτού λόγου, θα μπορούσε να αποτελέσει το σκίτσο-σήμα-σύμβολο της (απεγνωσμένης)  ερωτηματικής πρότασης.

Ο Αριστοτέλης το φοράει. Του ταιριάζει. Απομακρύνει τα ανοικτά του δάχτυλα για να το θαυμάσει καλύτερα.

«Άρα;», αποτολμώ εγώ την συνεπαγόμενη ερώτηση.

«Α», κάνει, «το είχα μάλιστα  πρωτοδεί όταν είχα φτάσει στην Αθήνα ως προβληματισμένος νεαρός. Τότε που όλα τα πρόσεχα και όλα μου έκαναν εντύπωση».  

«Ναι, αλλά στο χέρι ποιανού;»

kst2-pic3

«Μα του δάσκαλού μου, του Πλάτωνα. Θυμάμαι ότι το φορούσε τον πρώτο καιρό στις διαλέξεις του. Μετά όχι. Αλλά ξέρεις πώς είναι όλοι οι νεοφώτιστοι σπουδαστές, όλοι εμείς δηλαδή, όταν πρωτοσυναντάμε κάποιον που τον θεωρούμε Μεγάλο. Τα προσέχουμε και τα θυμόμαστε όλα όσα τον αφορούν!»

«Εντάξει, αλλά το Άλφα;» ξαναρωτάω.

Με κοιτάζει περίεργα.

«Καλά», λέει. «Αν σε άκουγε ο γερο Πλάτωνας μπορεί να στεναχωριόταν που στους απογόνους έχει φτάσει μόνο το παρανόμι του. Αλλά δε φταίμε εμείς. Του άρεσε. Ήταν ασυνήθιστο και το προτιμούσε από το Αριστοκλής που είναι αρκετά κοινό όνομα».

«Αριστοκλή τον λέγανε τον Πλάτωνα;»

«Έτσι είχε ορίσει ο πατέρας του ο γερο-Αρίστων. Τον θυμάμαι κι αυτόν. Ήταν πολύ ηλικιωμένος, αλλά ζούσε ακόμη όταν έφτασα στην Αθήνα. Αλλά και ο Πλάτωνας ήταν αρκετά μεγάλος όταν έκανε τα τελευταία ταξίδια του στην Σικελία».

Μένει για λίγο σιωπηλός υπολογίζοντας τα χρόνια. «Είπες ότι ο δικός σου κοντεύει τα σαράντα. Επομένως αν υποθέσουμε ότι η μάνα του όντως διασταυρώθηκε με τον Πλάτωνα, αυτό πρέπει να συνέβη στο δεύτερο ταξίδι του στις Συρακούσες. Ναι, στέκει. Τότε ο Πλάτωνας ήταν εξήντα χρονών και είχε προσκληθεί στην αυλή των Συρακουσών από τον διάδοχο του Διονύσιου του πρώτου, τον Διονύση τον Δεύτερο. Το επόμενο τρίτο και τελευταίο ταξίδι το έκανε έξι-επτά χρόνια αργότερα. Αν ο συνεργάτης σου έχει μια, έστω θολή, ανάμνηση από τον Πλάτωνα -αν υποθέσουμε βέβαια ότι αυτός είναι ο βιολογικός του πατέρας- είναι από αυτό το τρίτο και τελευταίο του ταξίδι εκεί».

Ο Δάσκαλος στρέφεται προς εμένα. «Φαντάζομαι ότι στη σχολή του Ισοκράτη θα σας έχουν μιλήσει για τα γεγονότα της εποχής εκείνης στις Συρακούσες, έτσι δεν είναι;»

«Μέσες άκρες», του απαντάω με ειλικρίνεια.

Πηγαίνει ως τα ράφια της βιβλιοθήκης και κατεβάζει έναν-δυο κυλίνδρους.

images

«Θα σου τα επαναλάβω περιληπτικά», λέει.

«Ο Πλάτωνας πίστευε πως οι θεωρίες είναι πολύ χρήσιμες, αλλά από μόνες τους δεν αρκούν για να αλλάξουν, προς το καλύτερο, τη ζωή των ανθρώπων. Ο Φιλόσοφος πρέπει να προσπαθεί να δοκιμάσει τις ιδέες του στην πράξη. Εάν όμως είναι δύσκολο, σχεδόν αδύνατο, να αποκτήσει και να ασκήσει από μόνος του την απαραίτητη εξουσία για να τις εφαρμόσει, σκέφτηκε πως ορισμένες μετριοπαθέστερες παραλλαγές είναι εφικτές. Όπως για παράδειγμα να επηρεάσει τη συμπεριφορά ενός ηγεμόνα με την ιδιότητα του σύμβουλου ή, ακόμη καλύτερα, να συμβάλλει στην εκπαίδευση και τη διαμόρφωση ενός διαδόχου, δηλαδή ενός μελλοντικού ηγεμόνα. Όταν ο Διονύσιος ο πρώτος τον πρωτοκάλεσε στις Συρακούσες -ο Πλάτωνας ήταν τότε μόνο σαράντα χρονών-  σκέφτηκε ότι θα μπορούσε να τα κάνει και τα δύο».  

Ο Δάσκαλος ανοίγει έναν πάπυρο, «Εδώ έχω αντίγραφα από επιστολές του Πλάτωνα», λέει.

Ψάχνει, βρίσκει και μου δείχνει ένα εδάφιο. Διαβάζει: «¨Εκείνο που σκέφτηκα ήταν ότι, εάν επρόκειτο να επιχειρήσω την  εφαρμογή όσων είχα σκεφτεί για τους νόμους και την πολιτεία, την δοκιμή έπρεπε να την επιχειρήσω τώρᨻ . Και παρακάτω: «¨Ξεκίνησα λοιπόν αυτό το ταξίδι, βασικά γιατί ντρεπόμουν τον ίδιο μου τον εαυτό, μήπως φανεί ότι δεν είμαι άξιος παρά μόνο για σκέτη θεωρία και ότι διστάζω να καταπιαστώ με συγκεκριμένες  πράξεις¨.

Αυτά είχε στο μυαλό του τότε ο Πλάτωνας.

Για να σου πω την αλήθεια, περίπου αυτά σκεπτόμουν και εγώ, τόσο όταν πήγα στην Άσσο, όσο κι όταν δέχτηκα τη πρόταση του Φίλιππου και ανέλαβα την διαπαιδαγώγηση του Αλέξανδρου». Έκλεισε προσεκτικά τον κύλινδρο. «Αυτή η γεμάτη καλές προθέσεις πρώτη απόπειρα του Πλάτωνα δυστυχώς απέτυχε παταγωδώς. Ο Διονύσιος ήταν ένας ικανός αλλά και περπατημένος τύραννος που είχε πρακτικές γνώσεις και απόψεις περί εξουσίας για τις οποίες δε σήκωνε κουβέντα. Ο φιλόσοφός μας λοιπόν εγκατέλειψε τη Σικελία άρον-άρον και παραλίγο να καταλήξει δούλος στην Αίγινα. Όμως κατάφερε τελικά να φτάσει στην Αθήνα και να ιδρύσει την Ακαδημία του.

Είκοσι χρόνια αργότερα τον Διονύσιο διαδέχτηκε ο γιος του, ο Βήτα. Ο νεαρός και ο θείος του, ο Δίωνας, στενός φίλος του Πλάτωνα από το προηγούμενο ταξίδι, προσκάλεσαν και πάλι τον φιλόσοφο στη Σικελία. Εκείνος αυτή τη φορά ήταν δικαιολογημένα δύσπιστος.  Ωστόσο τελικά πήγε. Η υποδοχή που του επιφύλαξαν πρέπει να ήταν ιδιαίτερα θερμή. Άλλωστε θα έπρεπε να ξεπεραστούν και να ξεχαστούν τα δυσάρεστα γεγονότα του παρελθόντος. Δεν αποκλείω καθόλου να προσφέρθηκαν στον Πλάτωνα, μεταξύ άλλων,  οι υπηρεσίες των καλύτερων εταιρών της αυλής.  Μάλλον το θεωρώ σίγουρο. Εκείνο που δεν είμαι σε θέση να ξέρω με σιγουριά είναι εάν ο Πλάτωνας αποδέχτηκε αυτές τις προσφορές. Και πολύ περισσότερο εάν υπήρξε κάποιος καρπός από αυτές τις συνευρέσεις».

1127px-Venus_de_Milo_Louvre_Ma399_n6

«Πώς ήταν η σχέση του με τις γυναίκες;» ρώτησα εγώ με δικαιολογημένη, θα έλεγα, περιέργεια.

«Υπάρχουν δύο τομείς, αγαπητέ Εύελπι. Το συγγραφικό έργο και η καθημερινότητα. Η θεωρία και η πράξη. Επειδή θεωρώ τον εαυτό μου καλό γνώστη του έργου του Δασκάλου μου, μπορώ να σου πω πως στα συγγράμματά του αντιμετωπίζει τις γυναίκες αρκετά θετικά. Περισσότερο θετικά από πολλούς από εμάς. Στην ιδεώδη ¨πολιτεία¨ του τα θήλεα μορφώνονται και διοικούν εξ ίσου με τους άνδρες. Μη με ρωτήσεις εάν συμφωνώ μαζί του. Είναι ένα θέμα που ακόμη το διερευνώ. Μη ξεχνάς ότι εγώ είμαι νυμφευμένος άρα είναι δυσκολότερο να αποστασιοποιηθώ και να γενικεύσω.

Τώρα, όσον αφορά στην πράξη, είναι γνωστό πως στην Ακαδημία αποδεχόταν τη συμμετοχή των γυναικών. Έστω εν μέρει. Λίγες. Το ίδιο κάνουν ακόμη και σήμερα οι διάδοχοί του και, όπως ξέρεις, στην Αθήνα, αν εξαιρέσουμε την κάπως κωμική παρέα του Κυνοσάργους, είναι οι μόνοι. Ό ίδιος, νεώτερος, ήταν ένας γεροδεμένος ψηλός άνδρας από εκείνους που στις γυναίκες αρέσουν. Θα μπορούσε να έχει μεγάλη επιτυχία μαζί τους.  Μεταξύ ημών και των  περισσότερων Αθηναίων,  είναι γνωστό ότι δεν τις κυνηγούσε. Αυτό δεν σημαίνει ότι τις  απέρριπτε ασυζητητί. Όπως ήδη σου είπα, ο Πλάτωνας, όσο θεωρητικός κι αν ήταν, ήθελε πάντα βάζει τις ιδέες του κάτω από πρακτική, ή βιωματική αν προτιμάς, δοκιμασία».

«Επομένως…;»

Ο Αριστοτέλης μοιάζει να το διασκεδάζει. Θα έλεγα ότι χαμογελάει πονηρά,

«Επομένως νομίζω πως δεν μπορούμε να αποκλείσουμε το ενδεχόμενο ο συνεργάτης σου να είναι απόγονος, έστω ευκαιριακός, του Μεγάλου Δάσκαλου. Οι χρόνοι μάλλον συμπίπτουν και η ευκαιρίες υπήρξαν». Ύστερα με ρωτάει ευθέως: «Πώς είναι;  Έχει κάτι που να θυμίζει τον αείμνηστο;»

«Δεν είναι σωματώδης όπως λέγεται πως υπήρξε ο Πλάτωνας, …ίσως να πήρε από τη μάνα του. Το μυαλό του όμως είναι κοφτερό, του αρέσει να ψάχνει κάτω από την επιφάνεια των πραγμάτων… και του αρέσει να τον φωνάζουμε με το παρανόμι του».

Εδώ ο Σταγειρήτης έχει κάποια ένσταση στα λεγόμενά μου.

«Ξέρεις κάτι νεαρέ μου Μεγαρέα», λέει. «Εγώ πιστεύω ότι οι γυναίκες είναι αγωγοί μεταβίβασης των κληρονομικών ιδιοτήτων, αλλά δεν μεταβιβάζουν τα δικά τους χαρακτηριστικά. Και αυτό γιατί στη γενετήσια πράξη έχουν παθητικό ρόλο. Οι άνδρες είναι πιο ενεργητικοί γιατί ακριβώς πρέπει να προωθήσουν τα χαρακτηριστικά αυτά στους μεταγενέστερους. Μπορεί πάντως ο δικός σου -εάν θεωρήσουμε την υπόθεσή μας αληθή- να πήρε από τον Παππού του. Ο γερο-Αριστίωνας, απ’ όσο θυμάμαι δεν ήταν τεράστιος».

«Αυτό, σχετικά με τη μεταφορά των κληρονομικών ομοιοτήτων, δεν το είχα σκεφτεί», ομολογώ. Και μετά του ζητάω να μου πει πώς τελείωσε η σικελική περιπέτεια του Πλάτωνα.   

dionysius_i_of_syracuse (1)

«Η αρχική, ειδυλλιακή φάση του δεύτερου ταξιδιού δεν κράτησε πολύ. Ο νεαρός και μάλλον ανασφαλής τύραννος συγκρούστηκε με τον Δίωνα και τον εξόρισε. Αυτός κατέφυγε εδώ στην Αθήνα. Ο Πλάτωνας απογοητευμένος από την αδυναμία να επηρεάσει τις εξελίξεις θέλησε να επιστρέψει κι αυτός στην πατρίδα του, αλλά του το αρνήθηκαν. Εν τέλει τα κατάφερε χάρη σε παρέμβαση των Πυθαγορείων, οι οποίοι είναι οι μόνοι φιλοσοφούντες που διαθέτουν παράλληλα μια κάποια παρεμβατική (αλλά και εν μέρει μυστική) οργάνωση.

Ο Δάσκαλος επέστρεψε και πάλι στις Συρακούσες έξι-επτά χρόνια αργότερα. Δεν νομίζω ότι  έλπιζε ακόμη να επηρεάσει πολιτικά τον νεαρό τύραννο. Περισσότερο ενδιαφερόταν να μεσολαβήσει υπέρ του φίλου του, του Δίωνα. Ίσως  πάλι, αν η υπόθεση που κάναμε για την καταγωγή του δικού σου… πώς τον είπαμε; Οινοκράτη; αυτουνού, …είναι σωστή, ίσως να ήθελε και κάτι άλλο… Ποιος μπορεί να ξέρει… Ίσως να επιθυμούσε να δει τον μικρό που, σύμφωνα με αυτά που μου είπες, ήδη κάποιος φρόντιζε από μακριά. Δεν μπορούμε να ξέρουμε αν όντως αυτό συνέβη. Εάν ναι, τότε πράγματι, ο άνδρας με την αθηναϊκή φορεσιά που θυμάται ο συνεργάτης σου να ήταν ο μεγάλος Πλάτωνας.

Εκείνο που σίγουρα ξέρουμε είναι πως η μεσολάβηση υπέρ του Δίωνα απέτυχε και ότι ο Φιλόσοφος βρέθηκε σχεδόν φυλακισμένος στην Ακρόπολη των Συρακουσών. Κοίτα τι γράφει ο ίδιος εδώ:» Ανοίγει τον άλλο πάπυρο και μου διαβάζει: ¨’Εκείνη την περίοδο η ζωή η δική μου και του Διονυσίου ήταν, εγώ μεν να κοιτάζω έξω σαν  πουλί που θέλει να ξεφύγει απ’ το κλουβί του, αυτός δε να συλλογίζεται με ποιο τρόπο θα με φοβίσει, χωρίς να επιστρέψει τίποτε από εκείνα που ανήκουν στον  Δίωνα. Κι όμως σε όλη τη Σικελία λέγαμε ότι είμαστε φίλοι.’’

Dione_figlio_di_Ipparino

Έτσι,  και πάλι, η αποχώρηση από τις Συρακούσες υπήρξε προβληματική και περιπετειώδης. Χρειάστηκε να παρέμβουν ξανά οι Πυθαγόρειοι. Με τη βοήθειά τους ο Πλάτωνας μπόρεσε να επιστρέψει στην Αθήνα. Οριστικά αυτή τη φορά».  

Με κοίταξε με σκεπτικό ύφος.

«Πάντως το δακτυλίδι το αναγνωρίζω. Είναι δικό του. Έχω και εγώ ένα ανάλογο. Μου το χάρισε λίγο καιρό πριν πεθάνει».

 

Τέσσερα

Ας μιλήσω τώρα για σημαντικότερα πράγματα. Δηλαδή για την πρόοδο της αποστολής που μου έχει αναθέσει ο προϊστάμενος μου, ο Καλλισθένης ο Ολύνθιος: να μεταφέρω στον δάσκαλο Αριστοτέλη όλες τις απαραίτητες πληροφορίες, συμπληρωματικές στα όσα του έχουν ήδη αποσταλεί γραπτά, έτσι ώστε να είναι σε θέση να εκφράσει τις πολύτιμες απόψεις του για το δέον γενέσθαι.

Αυτή την περίοδο συναντήθηκα με τον Δάσκαλο πολλές φορές.

Ο Αριστοτέλης με ρωτάει και εγώ απαντώ. Του λέω αυτά που ξέρω, χωρίς ενδοιασμούς και, όταν μου το ζητήσει ρητά, του λέω και την προσωπική μου άποψη.

Θέλει να μάθει περισσότερα για πολλά θέματα που αφορούν, όχι μόνο στην διεξαγωγή της εκστρατείας, αλλά και στους τόπους και τους ανθρώπους που περνούν σιγά σιγά κάτω από τον έλεγχο των ελληνικών δυνάμεων που προελαύνουν.

Δεν πρόκειται πια για τη γνωστή επιστημονική φιλομάθεια του Σταγειρήτη. Αυτή την φορά πρόκειται για την προσπάθεια να βρεθούν απαντήσεις σε υπαρκτά και επείγοντα προβλήματα σχεδιασμού και προσδιορισμού στόχων. Το μεγάλο παγκόσμιο καζάνι βράζει. Διαφορετικές παραδόσεις, νοοτροπίες και πρακτικές αναμιγνύονται καθημερινά, με τρόπο ραγδαίο.  Τι θα βγει τελικά από αυτήν τη μίξη; Κάτι το θαυμαστά καινούργιο ή μια θανατερή έκρηξη που θα παρασύρει τα πάντα, αφού πρώτα καταστρέψει τα όνειρα και τις ελπίδες για τη δημιουργία ενός καλύτερου κόσμου, δηλαδή εκείνα που θα έπρεπε να είναι οι τροφοδότες και η κινητήρια δύναμη της εκστρατείας; 

6892200

Αυτή είναι η αγωνία του Καλλισθένη και άλλων σκεπτόμενων ανθρώπων, τόσο στο μέτωπο όσο και στα μετόπισθεν. Είναι παράλληλα μια ανησυχία που, με γενικότερους όρους, διαπερνά το σύνολο των προβληματισμών και της διδασκαλίας του Αριστοτέλη. Ο Καλλισθένης ο Ολύνθιος έχει καταλάβει ότι η διανόηση δε μπορεί και δεν πρέπει, να σιωπήσει και να αφήσει τις εξελίξεις μόνο στις ενέργειες των -αναμφίβολα γενναίων και ικανών- στρατιωτικών που αναδεικνύουν οι μάχες ή,  ακόμη πιο ριψοκίνδυνα, σε μια  ομάδα αυλοκολάκων που -τον τελευταίο καιρό- παρεμβαίνει όλο και εντονότερα στους ηγετικούς κύκλους. Απευθύνεται λοιπόν στον Αριστοτέλη, τον άνθρωπο που γνωρίζει τον Αλέξανδρο καλύτερα και από παιδί του, αλλά και που τον αγαπάει σαν παιδί του, και ζητάει συμβουλές περί του πρακτέου.

Γνωρίζω ότι πολλοί -μάλλον κακόβουλοι- ακούγοντας τα παραπάνω, δε θα δίσταζαν να μιλήσουν για ανταρσίες και συνομωσίες

Ας διευκρινίσω λοιπόν και κάτι άλλο. Στόχος δεν είναι ο Αλέξανδρος. Ο νεαρός ηγέτης των Μακεδόνων, μέχρι στιγμής, εκφράζει πράγματα απολύτως θετικά. Ηγείται πολεμώντας στο πλευρό των οπλιτών, πείθοντας και προπαντός νικώντας,  Επίσης έχει την αίσθηση του ¨ελληνικού μέτρου¨ και δείχνει ότι τιμάει τα πολλά και σπουδαία που έχουν δώσει ισχύ και κλέος στις πόλεις του ελληνικού κόσμου. 

Στόχος είναι η εξόχως διαπεραστική και επικίνδυνη ασιατική σαγήνη. Δεν πρόκειται για κίνδυνο αμελητέο. Υπήρξαν πολλοί έλληνες που κυριεύτηκαν απ’ αυτήν. Ανάμεσά τους ηγέτες, μέχρι τότε ένδοξοι.  Οι έλληνες δεν αγνοούν, επίσης, τι σημαίνει ¨αυτοκρατορία¨, το έχουν αισθανθεί στη ράχη τους.  Επομένως πρέπει να έχουν μια άλλη, δική τους πρόταση για το μέλλον. Και αυτή η πρόταση για να είναι αποτελεσματική πρέπει να είναι καλοδιατυπωμένη και πειστική.  

Για να φτιαχτεί λοιπόν μια τέτοια πρόταση ο Σταγειρήτης Δάσκαλος έχει αφιερωθεί τον τελευταίο καιρό σε μια ενδελεχή μελέτη των πολιτευμάτων που βρίσκονται σε ισχύ σήμερα. Κυρίως εκείνων που αφορούν στις ελληνικές πόλεις, αλλά όχι μόνον αυτών.  Καταγράφει τα πολιτεύματα ένα προς ένα σημειώνοντας τις επιτυχίες και τις αποτυχίες τους. Πιστεύει ότι η αποτελεσματικότητά τους εξαρτάται από την προσαρμογή των κανόνων που επιβάλουν, στις ιδιαίτερες συνθήκες που επικρατούν κάθε φορά στον κάθε τόπο.  Είναι αισιόδοξος. Εγώ, από την πλευρά μου, έχω εντολή να επιμένω στην επίσπευση της καταγραφής ενός ολοκληρωμένου προγράμματος.  

.images (23)

Για τα θέματα αυτά συζητούσαμε σχεδόν  καθημερινά με τον Δάσκαλο, όταν έφτασαν τα πρώτα αναπάντεχα νέα από την εκστρατεία, που μας αναστάτωσαν και μας αποπροσανατόλισαν. Πηγή ήταν η πρόσφατα αναδιοργανωμένη  ημεροδρομική μας υπηρεσία και, αρχικά, επρόκειτο για μια δική μας υποκλοπή σε οπτικά μηνύματα που κυκλοφόρησαν με φρυκτωρίες ανάμεσα σε ημιαυτόνομες πόλεις της Μικράς Ασίας. Δεν τα πιστέψαμε, και ζήτησα εσπευσμένα επιβεβαίωση. Και αυτή έφτασε με ένα επείγον εμπιστευτικό μήνυμα από τον Καλλισθένη.  Στο μέτωπο είχε εκδηλωθεί απόπειρα εξέγερσης ενάντια στον βασιλέα Αλέξανδρο. Και όχι μόνον. Ο ιππάρχης των εταίρων Φιλώτας, γιος του στρατηγού Παρμενίωνα, είχε δικαστεί και καταδικαστεί σε θάνατο, ενώ ήταν άγνωστη προς το παρόν η αντίδραση του πατέρα του.

Ζήτησα επειγόντως συμπληρωματική ενημέρωση και, λίγο αργότερα, έφτασε νεότερο μήνυμα από την υπηρεσία. Ο βετεράνος στρατηγός Παρμενίωνας, για τον οποίο είχε πρόσφατα κυκλοφορήσει η φήμη ότι θα αντικαθιστούσε τον Αντίπατρο στην αντιβασιλεία της Μακεδονίας, ήταν κι αυτός νεκρός.

Τέλος, έλαβα ένα εκτενέστερο μήνυμα από τον Καλλισθένη. Μου περιέγραφε αναλυτικά τι είχε συμβεί και απαντώντας στο ερώτημα που του είχα στείλει, εάν θα έπρεπε να επιστρέψω αμέσως στο μέτωπο,  με συμβούλευε να παραμείνω στη θέση μου μέχρις ότου, εκείνος, μου δώσει διαφορετική εντολή.

300px-Plato_Silanion_Musei_Capitolini_MC1377

(Τέλος Έβδομου Μέρους)

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , , , , | Leave a Comment »

Κύλικες και Δόρατα. Μέρος Ζ΄, Κεφάλαιο δωδέκατο: Πάμε Κόρινθο;

Posted by vnottas στο 3 Φεβρουαρίου, 2018

Κεφάλαιο δωδέκατο: Όπου ο Οινοκράτης, παρέα με μια εξελληνισμένη Χαχόμα, ξαναγράφει στο Πουλχερίδιον

(Αποσπάσματα από την επιστολή του Οινοκράτη)

cebcceb7cf87ceb1cebdceae-cf84cebfcf85-cf87cf81cf8ccebdcebfcf85-cf83cebaceb1cebdceb4ceb1cebbcf8eceb4ceb7-ceadcf81ceb3ceb1-cf83cf84ceb7-4

…Έτσι που λες, αγαπητό μου Πουλχερίδιον, εκείνο το βραδάκι βρέθηκα, μαζί με τον παλιόφιλο τον Φιλήμονα, στην αριστερή όχθη του Ιλισού κοντά στην πηγή της Καλλιρρόης, όπου πρέπει να σου πω πως  ήταν πολύ όμορφα, κι έπνεε μια αύρα δροσερή, και τα τζιτζίκια τζιτζίριζαν, αλλά μετά, όταν σκοτείνιασε και φάνηκαν τ’ αστέρια, αυτά σταμάτησαν, και τη μουσική επιμέλεια ανέλαβε μια χορωδία γρύλων, πολύ καλοί κι αυτοί,  και σε σκεπτόμουνα, και έλεγα: καλός ο Φιλήμονας, αλλά εάν ήταν εδώ το Πουλχεριδάκι, θα ήταν καλύτερα.

Είχε και ένα ανισόρροπο χρυσαφί φεγγάρι που κάποια στιγμή ξεπρόβαλε μισόγιομο από τη μεριά του Υμηττού (είναι γνωστό στην Αθήνα πως αυτό το βουνό δεν είναι εντελώς στα καλά του και σου ξεφουρνίζει κάθε φορά ό, τι θέλει, από περιεργόσχημα σύννεφα, έως τρελά χρυσαφιά μισοφέγγαρα!)  κι εγώ είχα πάρει μαζί μου ένα φλασκί χαχόμα, από εκείνη που είχαμε φτιάξει μαζί με τον Χοντρόη στην Ασία, για να κεράσω, άμα λάχει, τις νέες μου αποψινές γνωριμίες. Να σου πω την αλήθεια, την έχω δίπλα μου αυτή τη στιγμή την Χαχομίτσα∙ μόνον που την έχω αραιώσει κάπως με ρετσίνα για να φτουρήσει λίγο παραπάνω,  και μου κρατάει συντροφιά καθώς σου γράφω, και μου λείπεις, και σε σκέπτομαι!

Εσύ είσαι μικρή ακόμη, αγαπητή μου Πουλχεριδίνα και ίσως δεν μπορείς ούτε καν να φανταστείς τι μεγάλη ποικιλία ανθρώπων υπάρχει στο γύρο. Κι αυτοί εκεί που συχνάζουν στα πέριξ του  τρίτου γυμνάσιου, αυτοί που αυτοαποκαλούνται ¨σκύλοι¨, ενώ οι υπόλοιποι αθηναίοι τους θεωρούν ξέχωρη φιλοσοφική τάση και έχουν αρχίσει να τους ονομάζουν ¨κυνικούς¨, είναι αρκετά αλλιώτικοι από εκείνους που συναντάς κάθε μέρα… Ακόμη και σε μια πολύπλοκη και πολυποίκιλη και απρόβλεπτη πόλη σαν την Αθήνα. 

Πάρε, ας πούμε, έναν τύπο που τον λένε Κράτη… Όχι Οινοκράτη σαν τον υπογράφοντα (αυτός, όπως ξέρεις είναι ένας και μοναδικός και σου είναι αφοσιωμένος), αλλά Κράτη σκέτο. Τι κρατάει και σε τι είναι κραταιός αυτός ο τύπος; Άγνωστο. Είναι άτσαλος, στραβοχυμένος και μάλλον ασχημομούρης. Άμα όμως ανοίξει το στόμα και αρχίσει να μιλάει, ακόμη κι εγώ, που έχω πνεύμα κριτικό και δε γοητεύομαι εύκολα, λέω: Τι απίθανος τύπος! Όχι επειδή τα λέει καλά, δεν είναι δα κανένας χρυσόστομος ρήτορας. Αλλά γιατί αυτά που λέει έχουν ενδιαφέρον. Κι ας μην έχουν μεγάλη σχέση με αυτά που πιστεύουν οι περισσότεροι. Λέει, ας πούμε, πως σημασία στη ζωή έχουν τα απλά, τα ουσιαστικά  πράγματα και πως οι τυπολάτρες και οι ¨καθώς πρέπει¨ δεν κάνουν άλλο παρά βασανίζονται από μόνοι τους και μάλιστα χωρίς λόγο.

Αλλά μου προκύπτει ακόμη πιο απίθανος όταν μαθαίνω δυο τρία πράγματα γι αυτόν. Λοιπόν άκου: Λένε ότι στην πατρίδα του, τη Θήβα, ήταν πλούσιος. Από κληρονομιά.  Τα μοίρασε όμως όλα στους φτωχούς και ήρθε στην Αθήνα, για να μαθητεύσει στη σχολή που είχε ιδρύσει ο Αντισθένης, και στην οποία, εκείνη την περίοδο, κυριαρχούσε ο Διογένης από τη Σινώπη. Εδώ ζει φτωχικά, αλλά οι Αθηναίοι τον αγαπάνε. Όλες οι πόρτες είναι ανοιχτές γι αυτόν. (Αλλά κι όσες δεν είναι, λένε,  τις ανοίγει μόνος του, γι αυτό μερικοί τον αποκαλούν¨ θυρεπανοίκτη¨, άρα ίσως να ‘ναι και ολίγον τι της ¨προσκολλήσεως¨).

Μετά την αποχώρηση του Διογένη από την Αθήνα, ανάμεσα στους ¨κύνες¨ είναι κάπως σαν αρχηγός και κάπως σαν δάσκαλος. Όμως ξέρεις ποιο είναι το πιο παράδοξο απ’ όλα, αγαπημένο μου Πουλχερίδιο; Υπάρχει μια όμορφη και πλούσια και έξυπνη ξανθιά που όχι μόνο τον λατρεύει και το παραδέχεται δημόσια, αλλά που τον έχει παντρευτεί κιόλας. Ε, ναι. Αυτός ο Κράτης έχει όλα τα χαρακτηριστικά που θα μπορούσαν να τον αναδείξουν σε  ένα είδος ήρωα των σημερινών -παράξενων- καιρών! 

Αλλά άκου να σου πω πώς γνωρίστηκαν με την όμορφη ξανθιά που την λένε Ιππαρχία. Έχει γούστο!

Εκείνη είχε καταφτάσει με την οικογένειά της από τη Θράκη. Οι γονείς της ήταν πλούσιοι άποικοι στην Μαρώνεια, οι οποίοι κατάφεραν να μεταφέρουν την περιουσία τους στην Αθήνα, προτού η πόλη τους περάσει κάτω απ’ τον πλήρη έλεγχο του Φίλιππου. Η Ιππαρχία έχει έναν αδελφό -τον λένε Μητροκλή, που ενδιαφέρεται κι αυτός για τη φιλοσοφία∙  εντάχθηκε λοιπόν στους Περιπατητικούς του Αριστοτέλη. Όμως, όπως λένε και οι ¨σκύλοι¨: και οι φιλόσοφοι δεν είναι παρά άνθρωποι! Ακόμη και εκείνοι της εκλεκτής περιπατητικής σχολής!

Έτσι λοιπόν μια μέρα που ο Μητροκλής αγόρευε προς τους συμφοιτητές του στα πλαίσια μιας ρητορικής άσκησης, του συνέβη κάτι το κατ’ εξοχήν ανθρώπινο. Του ξέφυγε μία. Πορδή. Απ’ τις ηχηρές. Εκείνοι δεν συγκράτησαν τα γέλια τους. Και αυτό ανθρώπινο, εδώ που τα λέμε. Από τη μια οι υψηλόφρονες ρητορικοί λόγοι, κι απ’ την άλλη η πομπώδης μεν, αλλά τελείως φυσική υπόκρουση∙ ξεκαρδίστηκαν!

Αυτοί γέλασαν, αλλά ο Μητροκλής κλείστηκε σπίτι του με βαριά κατάθλιψη. Και ίσως να εγκατέλειπε για πάντα και την ρητορική και την φιλοσοφία, αν δεν κατέφθανε αρωγός στη δυστυχία του, αισιόδοξος και πειστικός ο Κράτης. Του εξήγησε ότι σε όλο αυτό το επεισόδιο, το φυσικό, το φυσιολογικό, το ανθρώπινο, υπήρξε η πορδή.   Το αφύσικο ήταν τα τεχνητά ρητορικά σχήματα που αυτός εκφωνούσε όταν, εκείνη, θεώρησε καλό να παρέμβει. Και αυτό, είπε, του το λέει με πλήρη αίσθηση ευθύνης, όχι ένας οποιοσδήποτε  υποκριτής, αλλά ένας γνωστός λάτρης της φακής!

Έτσι ο Μητροκλής είδε να ανοίγεται μπροστά του μια νέα, αλλιώτικη θέαση των πραγμάτων της ζωής. Και έγινε, όχι μόνο ακόλουθος στα φιλοσοφικά, αλλά και φίλος του Κράτη. Στενός. Τόσο που τον παρουσίασε και στην αδελφή του, η οποία τον ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα.

Αυτά τα ωραία συμβαίνουν εν Αθήναις γοητευτικό μου Πουλχερικάκι!

gr0063

Τι άλλο να σου πω για εκείνη τη βραδιά… Θα σου πω, αφού πρώτα πιω στην υγειά σου ολίγη Χαχορετσίνα ακόμη… πως όταν φτάσαμε, η συντροφιά των κυνικών συζητούσε για το θέατρο. Με το που μπήκαμε τα αυτιά του Φιλήμονα σηκώθηκαν αυτομάτως όρθια, γιατί το θέμα τον ενδιαφέρει εξόχως και έχει άποψη για όλα τα θεατρικά ζητήματα. Συγκεκριμένα μιλούσαν για το νέο νόμο που πέρασε πρόσφατα στη βουλή ο Λυκούργος και είχαν διαιρεθεί στα δύο, άλλοι υπέρ και άλλοι κατά. Ποιος νόμος; Θα σου εξηγήσω.

Στα αθηναϊκά θέατρα, όπως σίγουρα θα έχεις ακουστά, ανεβαίνουν κάθε χρόνο πολλές -και ως επί το πλείστον καλές, θα έλεγα- θεατρικές παραστάσεις. (Άμα θα έρθεις στην Αθήνα, σίγουρα θα σε πάω να δεις μερικές. Τί μερικές, όλες θα έλεγα). Αρκετές από αυτές αφορούν σε καινούργια έργα που παίρνουν μέρος σε διάφορους θεατρικούς διαγωνισμούς, ενώ άλλες είναι επαναλήψεις παλιότερων, συνήθως κλασικών έργων του προηγούμενου αιώνα. Είναι σχετικά με αυτές, τις τελευταίες, που έχει προκύψει πρόβλημα. Δηλαδή, συχνά, οι υπεύθυνοι για την διδασκαλία των παλιών καλών έργων, τα ¨εκσυγχρονίζουν¨, αλλάζοντας τα κείμενα των παλιών συγγραφέων και παρεμβάλλοντας δικά τους. Ο νόμος του Λυκούργου λοιπόν, απαγορεύει αυτές τις παρεμβάσεις, γιατί, όπως αναφέρει το σχετικό ψήφισμα, υπάρχει κίνδυνος να ξεχαστούν τα γνήσια αρχικά κείμενα των μεγάλων συγγραφέων του παρελθόντος.

¨Και ποια είναι τα αρχικά  κείμενα;¨ αναρωτήθηκαν μερικοί. ¨Υπάρχουν ακόμη;¨ Οπότε ο Λυκούργος πρόσθεσε στον νόμο τη δημιουργία μιας επιτροπής από ειδικούς που θα αποφανθεί για τη γνησιότητα και θα καθορίσει την τελική μορφή των κειμένων που θα καταχωρηθούν ως εγκεκριμένα και θα μπορούν να ανεβαίνουν στα αθηναϊκά θέατρα. 

Ο Φιλήμονας, υποθέτω επειδή δεν θέλει να αγγίξει κανένας τα δικά του έργα, ούτε τώρα ούτε στο απροσδιόριστο μέλλον, τάχθηκε αναφανδόν υπέρ του νέου νόμου. Εμένα πάλι μου έκανε εντύπωση πώς ένας αμούστακος πιτσιρικάς που τον έλεγαν νομίζω Μένανδρο, ήταν από τους πιο πειστικούς και ένθερμους υποστηρικτές των ¨δημιουργικών παρεμβάσεων¨. Νεωτεριστής ο μικρός και απ’ ό, τι έμαθα, γράφει κιόλας. Μου φάνηκε ήδη περίεργο που του έδωσαν το λόγο, όμως τελικά κατάλαβα ότι εδώ υπάρχουν αλλιώτικες προτεραιότητες απ’ ό, τι αλλού και πως οι ταλαντούχοι πιτσιρικάδες έχουν ειδική μεταχείριση.

images (10)

Στην υγειά σου και πάλι αξιολάτρευτο Πουλχεράκιο∙ πρέπει να σου εξομολογηθώ πως, δε ξέρω τι με έπιασε, αλλά νοιώθω μια επιθυμία απόψε να σου τα εξομολογηθώ όλα. Όλα όσα σκέπτομαι… αυτά που με παρηγορούν και αυτά που με τυραννάνε.

Λοιπόν, στο είπα; Ή δεν στο είπα; Δεν θυμάμαι αυτή τη στιγμή, αλλά θα σου το πω τώρα: Ανάμεσα σε όλα τα άλλα, ο φίλος σου ο Οινοκράτης βάλθηκε τον τελευταίο καιρό να ψάχνει τον πατέρα του! 

Δεν ξέρω πώς είσαι εσύ από άποψη πατρότητας, δηλαδή αν τον ξέρεις ή όχι εκείνον που έβαλε ένα χέρι στη μεταφορά σου σε αυτόν εδώ τον αλλόκοτο κόσμο, εγώ όμως έλαχε να μην τον γνωρίσω αυτόν τον τύπο, τον δικό μου, και μερικές φορές με πιάνει μια έντονη περιέργεια και θα ‘θελα να ξέρω ποιος θα μπορούσε να είναι.  Έχω λοιπόν αρχίσει να ρωτάω. Εσύ, βέβαια, θα μου πεις πως, αφού με σκάρωσαν στις Συρακούσες, τι στην ευχή τα σκαλίζω όλα αυτά εδώ στην Αθήνα; Αχ, Πουλχεριδάκο μου, ρωτάς γιατί δεν μπορείς να φανταστείς τι μπορεί να ανακαλύψει κανείς εδώ  πέρα. Τα πάντα. Άσε που έχω και μερικές – αδύναμες, εντάξει – ενδείξεις πως ο εν λόγω τύπος έχει κάποια σχέση με την Αθήνα.

Έτσι, εκείνο το βράδυ, αφού η κουβέντα περί θεάτρου εξαντλήθηκε χωρίς οι συζητητές να συμφωνήσουν, ούτε να πάρουν κάποια κοινή απόφαση, βρεθήκαμε, εγώ κι ο Φιλήμονας, σε μια μικρότερη συντροφιά, όπου βρισκόταν και ο Κράτης που σου έλεγα παραπάνω, μαζί με την ωραία ξανθιά Ιππαρχία (που φαίνεται πως δεν τον αφήνει  ν’ απομακρυνθεί δάκτυλο μακριά της), τον Μητροκλή, τον Φώκο (τον γιο του άρχοντα Φωκίωνα) και δυο τρεις από τους εξήκοντα καλαμπουριτζήδες του Κυνοσάργους. Ο Φιλήμονας έκανε τις οφειλόμενες συστάσεις και μετά είπαμε διάφορα, σιγοπίνοντας  αραιωμένο κρασάκι και αναψυκτικά που προμηθευτήκαμε από τους περιφερόμενους οινοχόους μικροπωλητές.

Εάν τυχόν μας άκουγες καθώς τα λέγαμε, εσύ Πουλχερινάκι μου,  που έχεις μυαλό ξυράφι, θα καταλάβαινες σίγουρα ότι αυτοί μου κάνανε έμμεσες ερωτήσεις προσπαθώντας να αποσαφηνίσουν τι θέλει άραγε αυτός ο περίεργος τύπος (εγώ) από την παρέα τους. Εγώ από την άλλη τους ρωτούσα διάφορα σχετικά με  τη φιλοσοφία των κυνών, προσπαθώντας να προβλέψω έως που θα μπορούσαν να φτάσουν όταν θα προσπαθήσουν, την επόμενη φορά, να περάσουν από τις θεωρίες (και τις κλοπές αγαλμάτων) σε πράξεις πιο ανυπότακτες.

Η συζήτηση είχε κάπως μπουκώσει, όταν ο Φιλήμονας μου θύμισε το φλασκί που, παρατηρητικός όπως είναι, με είχε δει να βάζω στο σακίδιό μου, πριν ξεκινήσουμε για εδώ. Ρώτησα λοιπόν ευγενικά τους υπόλοιπους αν θα μου επέτρεπαν να αναμίξω στο κρασί μου λίγο από αυτό το φανταστικό ανατολίτικο πρόσθετο, που είχα φέρει από την Ασία. Αυτοί, της Ιππαρχίας μη εξαιρουμένης, επέδειξαν φιλομάθεια και ενθουσιασμό για το εξωτικό ποτό και με ρώτησαν για την προέλευση και τις ιδιότητες της Χαχόμας. Τους είπα λίγο πολύ την αλήθεια. Δηλαδή πως πρόκειται για μια προσπάθεια ιδιόχειρης αναπαραγωγής ενός ιερού ιρανικού ποτού. Τους διαβεβαίωσα επίσης ότι το είχα ήδη δοκιμάσει και είχα διαπιστώσει ότι πέρα από μια έντονη ευεξία και μια ενίσχυση της ομιλητικής διάθεσης, δεν έχει δείξει μέχρι στιγμής επικίνδυνες παρενέργειες. Μου επέτρεψαν λοιπόν να πιώ, και εγώ το έκανα στην υγειά τους.

Αφού με παρατήρησαν για λίγο, ο πρώτος που μου ζήτησε να δοκιμάσει κι αυτός, ήταν ο αδελφός της Ωραίας, ο Μητροκλής.  Μετά τον μιμήθηκαν και οι άλλοι. Εγώ, φυσικά, δεν είχα αντίρρηση, παράγγειλα αμέσως μια οινοχόη αραιωμένο οίνο και αφού πρόσθεσα μια πολύ μικρή ποσότητα χαχόμας, τους είπα ότι μπορούν να γευτούν το μείγμα και να μου πουν τη γνώμη τους.  

αρχείο λήψης (5)

Δεν μπορώ να πω, αγαπητό μου Πουλχεριάκι, ότι θυμάμαι με ενάργεια όλα όσα συνέβησαν από το σημείο εκείνο και πέρα. Γιατί αυτή τη φορά, (σε αντίθεση με την πρώτη φορά, στην Ασία, σε μια ταβέρνα των Σούσων)  ήπια και εγώ. Και μετά ξέχασα!

Μου έμειναν πάντως κάποιες ασαφείς εντυπώσεις και, ξανακουβεντιάζοντας με τον Φιλήμονα την άλλη μέρα, αφού διασταυρώσαμε όσα θυμόμαστε από την προηγούμενη, κατέληξα σε μία δύο σιγουριές.  

Πρώτο: η χαχόμα κάθε άλλο παρά έχει ξεθυμάνει. Λειτουργεί μια χαρά. Όχι βέβαια  με τα ίδια αποτελέσματα με τη γνήσια, δηλαδή εκείνη που ανακαλύψαμε με τον Χοντρόη στην υπόγεια περσική κάβα,  η οποία προκαλεί  μόνο κάτι περίεργα όνειρα… (έχω φέρει και απ’ αυτήν ένα μικρό παγούρι στην Αθήνα). Το αντίγραφο που φτιάξαμε εγώ κι ο Χοντρόης, ακόμη και σε ελάχιστη ποσότητα, εξακολουθεί να δημιουργεί στους συμπότες μια ευχάριστη αίσθηση  αμοιβαίας εμπιστοσύνης, μια εξομολογητική απενοχοποιητική διάθεση και, τέλος, έναν μάλλον ληθαργώδη ύπνο. (Άραγε γι αυτό μου φαίνεται ότι τώρα άρχισα λίγο να νυστάζω;) Από εκεί και πέρα επέρχεται το κενό! Η λησμονιά! Από ό, τι συνέβη μετά την λήψη δε θυμάσαι σχεδόν τίποτα.

Δεύτερο: Το μόνο που είναι αναγκαίο, εάν θέλει κανείς να χρησιμοποιήσει ¨επιχειρησιακά¨ την προσαρμοσμένη χαχόμα, δηλαδή για να μάθει πράγματα, είναι το να υπάρχει ένας νηφάλιος παρατηρητής σε θέση να παρακολουθήσει με ψυχραιμία τα τεκταινόμενα μετά την κατάποσή της από τους άλλους και να βγάλει τα αναζητούμενα συμπεράσματα. Αν ένας τέτοιος παρατηρητής δεν υπάρχει, εάν δηλαδή πιουν όλοι οι παρόντες, όπως συνέβη εκείνο το βράδυ, απομένει μόνο αυτό που κάναμε με τον Φιλήμονα: ήτοι η διασταύρωση των λίγων υπολειμμάτων μνήμης που απομένουν στους συμμετέχοντες. Αλλά και πάλι, αυτά που έρχονται στην επιφάνεια είναι συγκεχυμένα…

Εκτός και…

Εκτός και αν υπάρχει και ένα τρίτο χρήσιμο συμπέρασμα που το συνειδητοποιώ… μόλις τώρα!  

Μα ναι, μα ναι!

Υπάρχει ένας τρόπος να θυμηθεί κανείς τι συνέβη, όταν ακόμη και ο ίδιος βρισκόταν υπό την επιρροή αυτού του μυστήριου εξωτικού υγρού…

Να το ξαναπιεί!!!

Γιατί, βλέπεις Πουλχεριδέλι μου… Τώρα θυμάμαι!

Έχεις αντίρρηση; Μα ναι, έχεις δίκιο. Όποιος θα ξαναπιεί, λες, μπορεί προς στιγμήν να ξαναθυμηθεί, αλλά εν τέλει, μοιραία,  μόλις συνέλθει, θα ξαναξεχάσει!

Εκτός κι αν… λέω εγώ, όσα θυμηθεί, τα καταγράψει.

Έπεα πτερόεντα, αλλά τα γραπτά μένουν!

Γι αυτό σου λέω, ή μάλλον σου γράφω, Πουλχεριδόνι μου, τώρα αμέσως κι επί τόπου… αυτά που επιτέλους θυμάμαι.

images (28)

¨Ωραία είναι απόψε! Να επαναληφθεί!¨, είπε κάποιος.

¨Ναι, να ξαναβρεθούμε και να τα ξαναπιούμε¨, είπε κάποιος άλλος.

¨Αυτές τις μέρες. Αύριο ή μεθαύριο¨, ζήτησε κάποιος βιαστικός.

¨Δεν μπορώ¨, είπε ο Φώκος. ¨Ο Πατέρας μου, μου ανάθεσε μια επείγουσα διπλωματική αποστολή και αύριο φεύγω¨.

¨Για πού;¨

¨Για την Κόρινθο¨.

¨Για την Κόρινθο… Ωραία. Θα καλοπεράσεις. Εξάλλου έχουμε πολλούς οπαδούς εκεί!¨

¨Βέβαια. Χάρη στον μεγάλο Διογένη¨.

¨Ναι, είναι πολύ μεγάλος, σχεδόν αιωνόβιος!¨

¨Μη στεναχωριέσαι Ιππαρχία, ο παππούς είναι αειθαλής¨.

¨Δε ξέρω αν θα προλάβω να τον ‘δω. Έχω να συναντήσω μια αποστολή Λακεδαιμονίων¨ λέει ο Φώκος.

¨Όσο δαιμόνιοι κι αν είναι οι Λακεδαιμόνιοι, είναι αναπόφευκτα λακωνικοί. Δε θα σου φάνε πολύ χρόνο¨.

¨Εξαρτάται¨.

¨Εξαρτάται από τι; Τι έχεις να κάνεις με τους ζόρικους του νότου;¨

¨Το ζήτημα είναι τι σκοπεύουν να κάνουν αυτοί. Αυτό ενδιαφέρει τον πατέρα Φωκίωνα. Ο Αντίπατρος μπορεί να τους νίκησε στην Μεγαλόπολη, αλλά δεν τόλμησε να μπει στην Σπάρτη. Τον γερο -Φωκίωνα οι Σπαρτιάτες τον σέβονται. Γι αυτό δέχτηκαν να μιλήσουν με ένα δικό του, τώρα που το πανελλαδικό τμήμα της Κρυπτείας τους έχει σίγουρα πληροφορήσει ότι στην Αθήνα είναι πάλι στα απάνω τους οι αντιμακεδόνες. Δεν θέλουν όμως η συνάντηση να γίνει στη Σπάρτη. Δεν θέλουν να εμφανιστούν  εκεί αθηναίοι απεσταλμένοι. Ούτε κι αν είναι τελείως ανεπίσημοι. Έτσι θα τους συναντήσω διακριτικά στην πολυάριθμη και πυκνοκατοικημένη Κόρινθο¨.

¨Εσείς, οι Συρακούσιοι, τι λέτε;¨ ρώτησε κάποιος με ευχάριστο αν και κάπως αποχαυνωμένο ύφος.

¨Εγώ; Τίποτα¨, είπε ο Φιλήμονας.

¨Εσύ Οινοκράτη -όνομα και πράγμα; Τι έχεις να πεις;¨

¨Μπορώ να κάνω μια ερώτηση;¨ είπα εγώ. ¨Έχω ένα πρόβλημα¨.

¨Βεβαίως. Γι αυτό άλλωστε είμαστε εδώ¨, μου απάντησε ο Κράτης ο Θηβαίος.

¨Ξέρετε κανέναν Αθηναίο που το όνομά του να αρχίζει από Άλφα και που να ήταν στη Σικελία πριν καμιά σαρανταριά χρόνια ή, ακριβέστερα, τριάντα πέντε με σαράντα χρόνια πριν;¨

Κανένας δεν έδειξε να ξαφνιάζεται από το ετερόκλιτο αίτημά μου.

¨Στη Σικελία καλά, αλλά πού ακριβώς;¨

¨Στις Συρακούσες φυσικά, που αλλού;¨

¨Παρά την κατραπακιά που υπέστησαν οι Αθηναίοι στις Συρακούσες κατά την πρώτη σικελική εκστρατεία, απ’ ό, τι ξέρω, πολλοί εξακολούθησαν να ταξιδεύουν ως εκεί¨, είπε ο Θηβαίος. ¨Όμως για την περίοδο που σε ενδιαφέρει θα πρέπει να απευθυνθείς σε κάποιον αρκετά μεγαλύτερο στην ηλικία από εμάς. Εν πάση περιπτώσει, τι τον θέλεις;¨

¨Υπάρχουν πιθανότητες να είναι ο πατέρας μου¨, είπα εγώ χωρίς να δαγκωθώ.

¨Έγώ ξέρω έναν¨, είπε η Ιππαρχία. ¨Έχει πάει στη Σικελία. Το όνομά του όμως αρχίζει από Δέλτα¨.

¨Ο γερο-Διογένης;¨

¨Αυτός!¨

¨Το όνομά του δεν αρχίζει από Άλφα, αλλά ίσως να μπορεί να σου δώσει πληροφορίες για εκείνη την εποχή¨, είπε ο Μητροκλής, ¨αν και, ξέρεις, το βρίσκω λίγο χλωμό∙ πολλοί είναι εκείνοι που αγνοούν τον πατέρα τους μια ζωή, κι ας έχουν πολύ περισσότερα στοιχεία από σένα¨.

¨Ευχαριστώ. Λέω να πάω να τον βρω¨, είπα.

¨Άμα θέλεις έλα μαζί μου Φεύγω για την Κόρινθο αύριο, προς το μεσημέρι¨, είπε ο Φώκος

¨Με θέλεις πραγματικά;¨ απόρησα εγώ.

¨Μα και βέβαια. Εάν κάποιος σε παρακολουθεί και ενδιαφέρεται για σένα, είναι καλύτερο να τον έχεις κοντά σου και να τον εποπτεύεις και εσύ, παρά να μη ξέρεις που βρίσκεται και τι κάνει..¨.

¨Το βρίσκω σωστό. Εντάξει θα έρθω¨, είπα εγώ… και μετά το ξέχασα.

Όπως το ξέχασε και εκείνος.

 images (26)

Χωρίς λοιπόν, Πουλχεριδόπουλό μου, να ξέρω ούτε κι εγώ καλά – καλά το γιατί, μου δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι ο κατά κάποιο τρόπο περιθωριακός, αλλά αγαπητός στους νέους και πασίγνωστος ανά το πανελλήνιο (ιδιαίτερα μετά την επίσκεψη που του έκανε ο Αλέξανδρος) γερο-Διογένης , θα είχε κάτι να μου πει για τις Συρακούσες της περιόδου που γεννήθηκα. Έτσι, μαζί με τον Χοντρόη (τον Φιλήμονα τον εμπόδισε μια έξαρση έμπνευσης και γραψίματος που του συνέβη εκείνες τις μέρες) και αφού ζήτησα την άδεια του Εύελπι, ξεκίνησα για την Κόρινθο το μεσημέρι της επόμενης μέρας. Στην Κακιά Σκάλα, ακριβώς εκεί όπου ο Θησέας είχε εξουδετερώσει τον Σκίρωνα, έπεσα πάνω στον προπορευόμενο Φώκο. Τον ρώτησα πώς από εκεί και μου είπε πως έχει κάτι αγορές να κάνει στην Κόρινθο.

¨Και εγώ¨, του είπα, ¨έχω μια παραγγελία του προϊστάμενού μου¨.

images-27

Παραπονιούνται ορισμένοι Αθηναίοι για την Αθήνα. Λένε πως οι επιτυχίες των εμπόρων μπορεί να έφεραν πλούτο, όμως έχουν χαλάσει τον χαρακτήρα τόσο των ανθρώπων όσο και της πόλης. Τι να πουν τότε οι Κορίνθιοι! Η διαφθορά εδώ είναι ορατή όσο και ο πλούτος, τουλάχιστον άμα δεν ξέρεις πως οι Κορίνθιοι έχουν βρει έναν κάποιο τρόπο για να την αντιμετωπίσουν. Όπως θα σε πληροφορήσουν οι ίδιοι, εδώ, στην προχωρημένη Κόρινθο με τα δύο λιμάνια και την Δίολκο, τον πλακοστρωμένο διάδρομο όπου τα πλοία σέρνονται από την μια θάλασσα στην άλλη, εδώ, όπου επινοήθηκε το θαλάσσιο υπερόπλο των Ελλήνων, η τριήρης,  εδώ λοιπόν οι παρανομίες δεν υπάρχουν γιατί, απλούστατα, τα περισσότερα ανθρώπινα πάθη έχουν νομιμοποιηθεί. Και βέβαια, συνήθως, αποφέρουν κέρδη.   

Αλλά τι μπορώ να πω εγώ, που είμαι προϊόν του καλλίτερου επιτεύγματος της Κορίνθου: της αποικίας των Συρακουσών;! Δε λέω λοιπόν τίποτα, παρά  κόβω βόλτες μαζί με τον φίλο μου τον Χοντρόη και παρατηρώ τη μεγάλη Μητρόπολη. Πολυκοσμία και πλούτος. Στολίδια στις φορεσιές και στα κτίρια. Α, και κάτι που μου θυμίζει την πατρίδα: Στις δημόσιες επιγραφές αντί για Κάπα, βάζουν κι εδώ Qου. Qόρινθος.  Συγκινούμαι μια στάλα. Ύστερα αφήνω τον Ευτραφή να συνεχίσει την περιήγηση μόνος του και πάω να βρω τον διάσημο Αρχικύνα.

Diogenis.2

Όμως, ο Διογένης έχει πάει στη θάλασσα για μπάνιο και εγώ καταλήγω να τον περιμένω στημένος έξω από το πιθάρι του. Κι επειδή αργεί, κάθομαι στο γρασίδι του άλσους του αφιερωμένου στην Αφροδίτη στους πρόποδες της Ακροκορίνθου,  ακουμπάω την πλάτη μου στο κορμό ενός δέντρου, και αγναντεύω, στο βάθος απέναντι, το πολυτελές μέγαρο της μακαρίτισσας της Λαίδας,  της διασημότερης εταίρας της προηγούμενης γενιάς. Είναι ένα εντυπωσιακό παλάτι. Μετά, μέσα στη κάψα του απομεσήμερου, αποκοιμιέμαι.

Και σε βλέπω στον ύπνο μου. Είσαι εδώ, όχι όμως γιατί με αγαπάς και μ’ αποθύμησες, αλλά γιατί η κυρά σου η Θαίδα αποφάσισε να ‘ρθει να δει τον Εύελπι που άργησε να επιστρέψει στην εκστρατεία και σε πήρε μαζί της. Αλλά εμένα δε με νοιάζει καθόλου ο λόγος που ήρθες, παρά μου αρκεί που είσαι εδώ. Και φαίνεται πως είμαι καλά, και μοιάζει να χασκογελάω στον ύπνο μου, γιατί ακούω μια φωνή να λέει: ¨Τι να θέλει αυτός ο χαζοβιόλης και μου έφραξε την είσοδο στο σπίτι;¨

Για ογδοντάρης σε άνοψη  στέκεται καλά και στέκεται ακριβώς από πάνω μου σκουντώντας με με το μπαστούνι του. Ο Διογένης αυτοπροσώπως!

Αποξυπνάω και προσπαθώ να σηκωθώ όρθιος.

¨Συγχώρα με Δάσκαλε¨, του λέω. ¨Σε περίμενα, αλλά με ξεγέλασε ο Μορφέας. Ήρθα να σε βρω γιατί θέλω τη συμβουλή σου¨.

¨Και πώς σου ήρθε αυτή η φαεινή ιδέα νέε;¨ λέει και μου κάνει νόημα να τον ακολουθήσω στο πιθάρι του.

¨Εκείνοι που με συμβούλεψαν να ‘ρθω είναι οι μαθητές και οι ακόλουθοί σου στην Αθήνα. Ο Κράτης και οι άλλοι¨, λέω σκύβοντας για να μπω στο πήλινο σπίτι του.

Το μεγάλο δοχείο βρίσκεται στη σκιά ενός πυκνόφυλλου δέντρου και μέσα έχει δροσιά. Τέτοια μεγάλα πιθάρια φτιάχνουν μόνον εδώ στην Κόρινθο. Έχουν ειδικό σχήμα έτσι ώστε οι βαρουλκοί  να μπορούν να τα μεταφορτώσουν εύκολα από τα κάρα στα μεγάλα κορινθιακά εμπορικά πλοία. Το ότι μπορούν να μετατραπούν σε μικρό κατοικήσιμο διαμέρισμα, άμα στο πουν και δεν το δεις με τα μάτια σου, δεν το πιστεύεις.

¨Η αλήθεια είναι πως έχω καιρό να τους δω. Τι κάνουν; Είναι καλά; Ο Κράτης είναι πάντα με εκείνη τη θεληματική Ιππαρχία από την επαρχία;¨ λέει και μου κάνει νόημα να καθίσω.

Κάθομαι σε ένα μικροσκοπικό σκαμνί. Εκείνος αφήνει τη μαγκούρα και κάθεται σε ένα μεγαλύτερο.

Υπάρχει ένα φανάρι κρεμασμένο σε καρφί στον τοίχο, αλλά είναι σβηστό. Τα μάτια μου συνηθίζουν στο ημίφως. Άλλωστε, από το στόμιο μπαίνει αρκετό απογευματινό φως, ώστε να διακρίνει ο ένας το πρόσωπο του άλλου,

¨Τους είδα πρόσφατα και ήταν σίγουρα μαζί¨.

¨Κι εσύ, από πού είσαι νέε; Δε νομίζω ότι τα καλομιλάς τα αττικά, μάλλον δωρικό χρώμα έχει η λαλιά  σου¨.

Του εξηγώ πως κατάγομαι από τις Συρακούσες, πως έχω μείνει για χρόνια στην Αθήνα και πως τον τελευταίο καιρό ήμουν στην εκστρατεία. Του λέω επίσης πως υπήρξα ελεύθερος άποικος στη Σικελία, μετά δούλος -παιδαγωγός στην Αθήνα όπου, τώρα τελευταία, ενδέχεται να αποκτήσω την ιδιότητα του μέτοικου. Μετά του λέω πως του έχω φέρει πεσκέσι μια μικρή οινοχόη με ασιατικό ποτό.

Δεν εντυπωσιάζεται βέβαια, ούτε από τη βιοπεριγραφή μου ούτε από το δώρο, αλλά δείχνει να του αρέσει που είμαι κάπως περπατημένος και όχι κανένας φλώρος από αυτούς που τον κυνηγούν γοητευμένοι από τον αντικομφορμισμό του.

¨Και τι είναι αυτό στο οποίο ο υποφαινόμενος γέρος -πλην όμως θαλερότατος- Διογένης μπορεί να σε βοηθήσει;¨

images (21)

Του εξηγώ, ελπίζοντας ότι θα θελήσει, πριν φύγω, να δοκιμάσει τη χαχόμα.

Του λέω τι ακριβώς ψάχνω.

Κάνει έναν δυσερμήνευτο μορφασμό. Μου απαντάει ότι δεν έχει αντίρρηση να μου πει ό,τι ξέρει Όμως δεν νομίζει ότι θυμάται κάτι που θα έλυνε με μιας τις απορίες μου. Εκείνη την περίοδο οι δύο Διονύσιοι των Συρακουσών, και ο πατέρας και ο γιος, είχαν ανοιχτές τις θύρες της πόλης και για εμπόρους και για διανοούμενους και για καλλιτέχνες από τον ελληνικό κορμό. Προερχόμενους από όλες τις πόλεις. Και εκείνος ο ίδιος είχε κάνει ένα ταξίδι μέχρι τη Σικελία.

Ο Αριστοτέλης; Όχι. Δε θυμάται κάτι τέτοιο. Τα ταξίδια του Αριστοτέλη ήταν προς τα ανατολικά και τα βόρεια. Ήταν μάλλον ο Πλάτωνας που πηγαινοερχόταν στη Σικελία, αλλά αυτός δεν πιάνεται. Εκτός που το όνομα δε ταιριάζει, δε ταιριάζει ούτε η ηλικία -ήταν ήδη κάμποσο μεγάλος τότε- αλλά ούτε είχε ποτέ τη φήμη μεγάλου εραστή και γυναικοκατακτητή. Μόνον πλατωνικά πράγματα…

Αλλά, σχετικά με το πρόβλημά μου, ο Διογένης είχε να κάνει μια άλλη παρατήρηση:

¨Τι να τον κάνεις παιδί μου τον πατέρα σου; Δεν κάνουν πάντα καλό οι πατεράδες στα παιδιά τους¨. Έκανε πάλι έναν μορφασμό και το χέρι του αναζήτησε, ενστικτωδώς θα έλεγα, την οινοχόη που του έφερα και που την είχε αφήσει εκεί δίπλα. Την πήρε την ξεβούλωσε και τράβηξε μια μικρή ρουφηξιά. Το μάτι του γυάλισε.

¨Πάρε για παράδειγμα τον δικό μου¨, είπε ύστερα από λίγο. ¨Τον γνώρισα. Από την καλή και την ανάποδη. Σε διαβεβαιώνω ότι δε κέρδισα πολλά. Χρήματα ίσως ναι, αλλά κίβδηλα.

Τον έλεγαν Ικεσία και ήταν τραπεζίτης στη Σινώπη. Αγαπούσε το χρήμα. Το πολύ χρήμα. Το χρήμα καθεαυτό. Τόσο που είπε να φτιάξει χρήμα από μόνος του, για λογαριασμό του. Σαν καλός γιος τον βοήθησα και εγώ. Ήμουν μικρός και άμαθος τότε.   Μας έπιασαν. Η ποινή ήταν παραδειγματική: εξορία. Οι Σινωπιείς έπρεπε να μάθουν πως οι παλιοί καιροί τελείωσαν και πως με το χρήμα δε μπορεί να παίζει πλέον κανένας.

Εξορία λοιπόν. Φύγαμε προς τα δυτικά. Παραπλεύσαμε τη βόρεια Μικρά Ασία μέχρι το Βυζάντιο. Μεγάλο λιμάνι και ισχυρή αγορά. Ο πατέρας μου είχε αποθηκεύσει εκεί κάποια σημαντικά ποσά. Φυσικά θέλησε να μείνει εκεί, ενώ εγώ έκανα την πρώτη μου επανάσταση. Συνέχισα το ταξίδι ίσαμε την Αθήνα, όπου η ζωή μου άλλαξε ριζικά.  

Ο πατέρας μου ξανάκανε περιουσία, εξαγόρασε μερικούς στην πατρίδα και κατάφερε να επιστρέψει στη Σινώπη. Αμετανόητος. Και αδιόρθωτος. Όχι πολλά χρόνια αργότερα με ειδοποίησε πως θα έπρεπε και πάλι να φύγει εσπευσμένα από την πόλη, γιατί είχε και πάλι ξεσπάσει ένα οικονομικό σκάνδαλο στο οποίο ήταν μπλεγμένος. Σκόπευε, αυτή τη φορά, να έρθει στην Αθήνα. Του έγραψα ότι όσο με αφορά μπορεί να κάτι ό, τι θέλει. Και εγκατέλειψα την Αθήνα επειγόντως. Πήγα στην πατρίδα σου τις Συρακούσες και τελικά κατέληξα εδώ, στην Κόρινθο. Εκείνος δεν πρόλαβε να έρθει στην Αθήνα γιατί στο μεταξύ πέθανε.

Έμεινε για λίγο σιωπηλός χαϊδεύοντας αφηρημένα τη γενειάδα του.

¨Τώρα εγώ είμαι ένας σκύλος!  Κυνικός και αρχικυνικός. Ίσως λοιπόν να μην είναι συνεπές να ομολογήσω αυτό που θα σου πω. Εντούτοις, θα στο πω. Ξέρεις τι; Κατά βάθος αισθάνομαι νοσταλγία. Για τη Σινώπη και τη παιδική μου ηλικία. Για την περίοδο των μύθων και της αγνότητας. Κατάλαβες; Αυτή τη στιγμή, κατά έναν περίεργο και ασυνεπή τρόπο δεν είμαι παρά ένας νοσταλγός/κυνικός. Απαράδεκτο και όμως αληθινό…¨

Τον άφησα να μουρμουρίζει, αν και τα βλέφαρά του άρχισαν να κατηφορίζουν βαριά . Σηκώθηκα και εγκατέλειψα το  φιλόξενο πιθάρι ακροπατώντας.

……images (19)

Γύρισα σπίτι και σου έγραψα τα παραπάνω. Τώρα που τελείωσα θα διπλώσω την επιστολή μου και θα σημειώσω με μεγάλα γράμματα απ’ έξω: ¨Πριν το στείλω, να το διαβάσω απαραιτήτως ξανά!!!¨. Κι επειδή μπορεί να μη καταλάβω τι εννοώ, θα συμπληρώσω: Μπορεί να περιέχει πράγματα που μου ξέφυγαν ή δεν θυμάμαι (λόγω χαχόμας).

*

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , | Leave a Comment »