Βασίλης Νόττας: Το Ιστολογοφόρο

Κοινωνία, Επικοινωνία, Φαντασία και άλλα

Posts Tagged ‘Ζωή’

Βιογραφικός χάρτης εκτός εμπορίου

Posted by vnottas στο 11 Μαρτίου, 2015

Γράφει ο Ηλίας Κουτσούκος

anthologia

Αν τύχαινε να γεννηθείτε στην Αθήνα το 50 από πατέρα αστυνομικό πως φαντάζεστε τα πρώτα παιδικά χρονάκια σας. Σαν μούδιασμα είναι όσο κι αν παίζετε με τους συμμαθητές σας γιατί ξέρουν ποιος είναι ο πατέρας σου και δεν έχουν περάσει ούτε δέκα χρόνια που γινόταν της πουτάνας απ τον Εμφύλιο…

Νέα Φιλαδέλφεια, νοικιασμένη προσφυγική κατοικία με δυο δωμάτια, τουαλέτα έξω σε μια μικρή πίσω αυλή, γενικά μιζέρια και σχεδόν κάθε βράδυ όταν επέστρεφε ο πατέρας με μια ελάχιστη αφορμή έριχνε μερικά χαστούκια στη μάνα μου πότε γιατί δεν του άρεσε το φαγητό, πότε γιατί το πουκάμισο της μαλακισμένης πράσινης στολής του δεν ήταν καλά σιδερωμένο..

Δεν ήξερα καλά τα εκτός Αθήνας και στο χάρτη, μου φάνταζε τεράστια η χώρα και μακριά  τα σύνορα που ήταν όλο κινδύνους-όπως άκουγα-γύρω-γύρω κομουνιστές και στην ανατολή οι αιώνιοι εχθροί Τούρκοι.

image7

Καπάκι μ αυτούς τους φόβους ο πατέρας μου-ποτέ δεν έμαθα γιατί-παίρνει μια μετάθεση για τον Έβρο κι έτσι βρισκόμαστε σ ένα κωλοχώρι έξω απ την Ορεστιάδα που όλοι μιλούσαν τούρκικα και το λέγαν ‘ορτάκιογι’ οι ντόπιοι  και οι εκτός ‘Λεπτή’ ..φυσικά δεν είχε ηλεκτρικό κι είχε μόνο λασπουριά κακοντυμένους χωρικούς και βέβαια οι συμμαθητές μου, δεν ήθελαν να με κάνουν παρέα γιατί ήμουν ο γιος του Αστυνόμου.

Πέρασα τρία χρόνια φριχτά και πήγαινα στο γυμνάσιο μ ένα σαράβαλο ποδήλατο όπως έκαναν όλα τα παιδιά τότε 15 χιλιόμετρα πήγαινε-έλα.Μισούσα τον πατέρα μου που συνέχιζε το χόμπι του ξυλοφορτώματος στη μάνα μου  και σε όσους κατά την άποψη της Χωροφυλακής ήταν αριστεροί  και φυσικά μισούσα το βραδινό αλκοολίκι του. Μισούσα τους καθηγητές μου, φουκαράδες τύραννοι της γαμημένης επαρχίας και δεν ξέρω αλήθεια πως έγινα τόσο νευρικός και σκληρός που το μόνο πράγμα που ψιθύριζα όλη μέρα κι όλη νύχτα μέσα μου ήταν ‘θα φύγω, θα φύγω, θα φύγω’.

Ξαφνικά ένα καλοκαίρι ο πατέρας μου πήρε μετάθεση για την Αλεξανδρούπολη και ένιωσα ευτυχισμένος πρώτη φορά που βρέθηκα σε πόλη με ηλεκτρισμό κι όμορφα σπίτια στη παραλία. Εκεί όμως ένιωσα επίσης φοβερή απέχθεια για τους λίγους πλούσιους που είχαν αυτοκίνητα κι επειδή ήμουν κοντός ένιωθα μίσος για τους ψηλούς κι έγινα πολύ σκληρός με όλους όσους ήταν καλύτεροι από μένα κι είχαν τις πρώτες τους φιλενάδες απ το σχολείο κι εγώ τίποτα. Τότε-θυμάμαι- αρρώστησα με ψηλό πυρετό κι έφερε ο πατέρας μου στο σπίτι να με δει ένας επίατρος ο οποίος αφού τον έβγαλε έξω απ το δωμάτιο με ρώτησε αν ήθελα να πάω με γυναίκα και του είπα ‘βεβαίως θέλω’.

Ο πατέρας μου-οφείλω να πω-όταν έφυγε ο πυρετός μ έστειλε σ ένα μπουρδέλο μ έναν ασφαλίτη χωροφύλακα που μόλις τέλειωσα με μια φουκαριάρα πουτάνα πιο μεγάλη σε ηλικία απ τη μάνα μου και με ρώτησε ‘ποιος θα με πληρώσει αγόρι μου’ εγώ απάντησα ‘ο κύριος έξω’ κι αυτή όταν του ζήτησε τα χρήματα-το θυμάμαι σαν νάναι τώρα-της απάντησε ‘δεν φτάνει που σε γαμήσαμε γαμώ το Χριστό σου θέλεις και λεφτά,μη σου σπάσω τα μούτρα..’ και με πήρε και φύγαμε κι αυτή τη ντροπή δεν θα τη βγάλω από πάνω μου μέχρι να βγει η ψυχή μου.

Παρ όλα αυτά αγάπησα τις πουτάνες που προσφέρουν το σώμα τους έναντι αμοιβής σε κάθε λογής ανθρώπους, το βρίσκω ιεραποστολικό και πάντα τις λάτρευα διότι πάνε με κοντούς, κακομούτσουνους, χοντρούς, βρωμιάρηδες αρκεί να υπάρχει παραδάκι. Μετά κατάλαβα πως υπάρχουν πουτάνες που πάνε μόνο και μόνο με άνδρες για να τους  τα παίρνουν κανονικά κι αυτοί νομίζουν πως γαμάνε τζάμπα οι ηλίθιοι γιατί τις έκαναν γυναίκες τους ή γκόμενες τους…

images

Επειδή λοιπόν εγώ γαμούσα ενώ οι συμμαθητές μου είχαν τρελαθεί στη μαλακία, έκανα παρέα με μεγαλύτερους από μένα που μου έμαθαν ένα σωρό κόλπα και μου δάνειζαν βιβλία εξωσχολικά κι έτσι αγάπησα πολύ τους κυρίους Τολστόι, Ντοστογιέβσκι, Μαγιακόβσκι, Γκόρκι κι αργότερα τον κύριο Χεμινγουέη,τον κύριο Στάιμπεκ,τον κύριο Μαξ Νορντάου και τον κύριο Τσβάιχ..

Όταν ήμουν στα 16 έχωσα μια γροθιά στο γυμνασιάρχη μαθηματικό που με άφησε εξεταστέο και τότε συνεδρίασε το συμβούλιο του Γυμνασίου και με απέβαλαν απ όλα τα σχολεία της Θράκης. Εγώ έφυγα απ το σπίτι και κοιμόμουν για μέρες σε κάτι χαμόσπιτα ακατοίκητα κι όταν γύρισα στο σπίτι δεν με χτύπησε ο πατέρας μου αλλά μου είπε πως φεύγουμε απ την Αλεξανδρούπολη για τη Θεσσαλονίκη αφού βεβαίως μου τόνισε πως κατέστρεψα τον ίδιο και τον εαυτό μου και πως στο μέτωπο μου θα υπάρχει πάντα  εγχάρακτη η λέξη ‘αλήτης΄

Στη Θεσσαλονίκη μ έστειλε στο ελληνικό κολέγιο-γιατί δεν πλήρωνε επειδή ο ιδιοκτήτης του ήταν απ το χωριό του, αλλά έζησα μόνος μου σ ένα απίθανο υπόγειο της Μαρτίου μ έναν μεγαλύτερο μου φίλο σπουδαστή της Αρχιτεκτονικής κι αυτό το δέχθηκε ο πατέρας μου γιατί ο πατέρας του φίλου μου ήταν αξιωματικός και γιατί ήθελε να με ξεφορτωθεί απ το σπίτι μη τύχει και με σκοτώσει απ τα νεύρα του, και το αλκοολίκι του.

Η μητέρα μου δεν είχε άποψη για όλα αυτά επειδή συνέχιζε να τρώει ξύλο σχεδόν μέχρι τα γεράματα της.

Στο υπόγειο της Μαρτίου τη πέρασα ζάχαρη για δυό χρόνια επειδή ανήκε στην Αποστολική Διακονία κι έρχονταν μέρα-παραμέρα κάποιες μαλακισμένες  θεούσες και μας έφερναν και του πουλιού το γάλα επειδή ήμασταν έφηβοι μακριά δήθεν απ την οικογένεια κι αυτές το παίζαν ‘προστασία εκ Θεού’ κι εμείς παίζαμε εκπληκτική επιτυχία, το θεατρικό ‘φτωχά παιδιά και απροστάτευτα’.

Εφυγα στρατιώτης και δεν τους είπα ούτε ‘γεια’ [πατέρα-μητέρα]και ενώ ήταν δικτατορία καθόλου δεν με ένοιαζε ο Στρατός της Ελλάδας φρουρός γιατί δεν είχα μία και απολάμβανα να με κερνούν τσιγάρα οι έχοντες στους οποίους το έπαιζα και διανοούμενος τόσα βιβλία που είχα διαβάσει…Έβλεπα την όλη ιστορία σαν μια κατάσταση ημιαπελευθέρωσης σε μια μεγαλύτερη φυλακή, είχα καθαρίσει μ αυτό που λέγεται Οικογένεια, διάβαζα κι έγραφα και να σκεφτεί κάποιος πως είχα στα 20 μου πάρει 4 πανελλήνια βραβεία Ποίησης με χρήματα παρακαλώ, τα οποία κατέθετα στις λατρεμένες πουτάνες μου.

Όταν απολύθηκα, πείνασα για κάπου 4 μήνες αλλά μετά βρήκα περιστασιακές δουλειές και κατέληξα στο εργοστάσιο Λιπασμάτων και στα 24 μου ήμουν αντιπρόεδρος της Ομοσπονδίας.

Παντρεύτηκα σαν βλάκας και χώρισα μετά 17 χρόνια. Δούλεψα στη τηλεόραση, στο ραδιόφωνο, στις εφημερίδες κι έγραψα 10 βιβλία.

Δεν έχω σπίτι, πάντα νοικιάζω σε διαφορετικές περιοχές της πόλης κατά καιρούς.

Εχω όμως μια μηχανή μεγάλου κυβισμού γιατί θεωρώ πως είναι ύψιστο αγαθό να καβαλάς ένα σιδερένιο δίκυκλο που σου χαρίζει 148 άλογα κάτω απ τα αρχίδια σου και σε πηγαίνει μια εκδρομή κοντά στη θάλασσα όπου ακούς απ το mp3 όπερες και καπνίζεις, καπνίζεις, καπνίζεις…

Αυτό  θαρρώ πως είναι  το πραγματικό βιογραφικό μου, πέρα απ το γαμήσι, τα τσίπουρα-ανευ και τα μεταξωτά πουκάμισα που μου αρέσουν πολύ  καθώς και τα ψυχοαναληπτικά που τα παίρνω κατά καιρούς για μη σκοτώσω κάποιον που δεν μου αρέσει…

images (3)

 

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ ΦΙΛΩΝ | Με ετικέτα: , , , , , | Leave a Comment »

Επανεκκίνηση

Posted by vnottas στο 22 Μαΐου, 2014

Είναι καιρός που δε γράφω, το ξέρω, κι ακόμη κι οι βόλτες μου στο διαδίκτυο ήταν τον τελευταίο καιρό λιγοστές. Τώρα, είπα να ξαναπάρω μπρος, να ξαναχτυπήσω το πληκτρολόγιο και να ξανασκαρφαλώσω στο  σύννεφο με τα ¨διάφορα¨ που απασχολούν το Ιστολογοφόρο: φίλοι που δημιουργούν, στίχοι που επιζούν, κάποιες μουσικές και κάποιες σκόρπιες σκέψεις. Προς στιγμήν όμως, λέω να αντιγράψω και να αναδημοσιεύσω εκτάκτως και επειγόντως ένα εξαιρετικό κείμενο του Αντώνη Αντωνάκου, που μόλις ανακάλυψα, αν και έχει δημοσιευτεί πριν ένα μήνα στον ¨Αδέσποτο Σκύλο¨. Νομίζω πως ταιριάζει στις μέρες που διανύουμε. Να το:

 

Ας αφήσουμε τους συμπολίτες στην ησυχία τους

 

aw

Ας αφήσουμε τους συμπολίτες στην ησυχία τους.

Ας αφήσουμε τους χριστιανούς στα ευχέλαια
και τους νυμφομανείς στις παρελάσεις.
Ας αφήσουμε τα κηρύγματα και τα ποιήματα
και τα δόλια γραπτά.
Ας αφήσουμε τον κοσμάκη στην κοσμάρα του
και τον κόσμο στα βιβλία.
Ας αφήσουμε τις νοικοκυρές στη μαγειρική τους
και τα μαθηματικά στους πονηρούς.
Ας αφήσουμε το χάος στη θέση του
και τα μουνάκια στα βρακιά τους.
Ας αφήσουμε τα χαράτσια στο κράτος
και τους πεινασμένους στην εκκλησία.
Ας αφήσουμε το λήθαργο των συμπολιτών μας στην ιστορία
και το φεγγαράκι πίσω απ’ τα σύννεφα.
Ας αφήσουμε το φίδι στον κόρφο της ομορφιάς
και την ομορφιά στα χέρια του διαφημιστή.
Ας αφήσουμε να μιλήσουν οι πέτρες.
Ας αφήσουμε να γίνουν θαύματα.
Ας αφήσουμε το Χριστό και το Βούδα
να γίνουν πρόεδροι των κρατών.
Ας αφήσουμε τη ζωή μας στα χέρια των σοφών.
Ας αφήσουμε τα στομάχια μας στη χημεία
και το θάνατο στην εταιρία λογοτεχνών.
Ας αφήσουμε την αδιαφορία να κυβερνήσει
και το αγγλικό δίκαιο να δικαιώσει τα μαύρα λεφτά.
Ας αφήσουμε τους νέους ποιητές στον ερμητισμό
και τους παλαιούς στα κρατικά βραβεία.
Ας αφήσουμε τους μετανάστες να πνίγονται
και τις νοικοκυρές να δακρύζουν.
Ας αφήσουμε τους πλούσιους στα πλούτη τους
και τους φτωχούς στη φτώχεια τους.
Ας αφήσουμε τον έρωτα στο σινεμά
και τα πάθη στα μουσεία.
Ας αφήσουμε τους επώνυμους να κυβερνούν
και τους ανώνυμους να λυσσάνε.
Ας αφήσουμε την επανάσταση
κι ας πιάσουμε το τηλεκοντρόλ.
Ας αφήσουμε τις αγκαλιές κι ας πιάσουμε τ’ αρχίδια μας.
Ας αφήσουμε τη γκρίνια να κυβερνά
και το Άγιο Πάσχα να περιστρέφεται.
Ας αφήσουμε τους Πακιστανούς στα θερμοκήπια
και τους Βούλγαρους στις αποθήκες.
Ας αφήσουμε το θεό να ρυθμίσει το χρέος
και τις ορμόνες να ρυθμίσουν το θεό.
Ας αφήσουμε το στρατό να κάνει το χρέος του
και το διάολο να κοιτάζει μπροστά.
Ας αφήσουμε τον κόσμο χειρότερο
και τον χειρότερο κόσμο στη θέση του.
Ας αφήσουμε την υποτέλεια όπως τη βρήκαμε.
Ας αφήσουμε την τέχνη στα ψώνια.
Ας αφήσουμε στους βιομήχανους τον αέρα
και το νερό στους εφοπλιστές.
Ας αφήσουμε την καλοζωία στους εισοδηματίες
και το έγκλημα στους δυνατούς.
Ας αφήσουμε την καύλα μας στα σφαγεία
και τη νιότη μας στα σχολειά.
Ας αφήσουμε τις ωοθήκες μας στην εταιρία
και τη ζωή μας στο Μαμωνά.
Ας αφήσουμε το Ισραήλ να κάνει το χρέος του
και τον πολύτεκνο να σπέρνει παιδιά.
Ας αφήσουμε τους ειδικούς να μιλήσουν για μας.
Ας αφήσουμε τη δημοκρατία μας στο βάθρο της
και τους δοσίλογους να την παίρνουν αγκαλιά.
Ας αφήσουμε το κεφάλαιο να βγάζει λεφτά.
Ας αφήσουμε στους ατσίδες τα κοινά.
Ας αφήσουμε τους συμπολίτες στην ησυχία τους πια.

Posted in ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ ΦΙΛΩΝ | Με ετικέτα: , , | Leave a Comment »

Περπατώντας στην παραλία

Posted by vnottas στο 6 Φεβρουαρίου, 2014

 κερί

Ηλίας Κουτσούκος Λεωφόρος baypass….

Ο Ηλίας πήγε στην παραλία, είδε τους περιπατητές κι έγραψε ένα ποίημα γι αυτούς. Σε τρίτο πληθυντικό πρόσωπο. Εγώ είδα το ποίημα και μου ’ρθε να το διαβάσω σε πρώτο ενικό. Έτσι, για να δω αν τ’ αντέχω! Ο Ηλίας είμαι σίγουρος πως θα μου συγχωρέσει την μετατροπή…

images (4)

Περπατώ  βιαστικά κοιτώντας μπροστά,

δίπλα στο νερό μ’ ένα ρυθμό περίεργο, του στυλ

ούτε βολτάρω ούτε θα συναντήσω κάποιον,

αλλά πηγαίνω τα χιλιόμετρα μου, όπως μου  είπε ο γιατρός.

Έτσι βαδίζω βιαστικά

Οι σκέψεις είναι σε απαγόρευση και το κεφάλι άδειο

ούτε οι όμορφες που ήθελαν  και φύγαν

ούτε οι μέτριες που μείναν να με  γονατίσουν

ούτε ο βλάκας πάνω μου στη δουλειά

ούτε κυρίως πως καλύτερα θα ήταν, να ήμουν άλλος…

Όλες οι ήττες σε απαγόρευση

παρά μονάχα η επιθυμία

να κάψω  κι άλλες ώρες ζωντανός

σ’  αυτό το playstation της ζωής εν γένει

είμαι ο packman

που τους τρώει όλους.

Κι όλο βαδίζω

από το Μέγαρο της Μουσικής ίσα με το λιμάνι

κι όταν γυρίζω σπίτι ακούγεται μια φράση

που δεν απαντιέται ‘καλέ μου γύρισες…’

Όμως το ξέρω καλά

πως είναι ο γυρισμός μου

εντελώς αναίτιος πλην όμως απαραίτητος

μέχρι την τελευταία βάρδια  του βηματοδότη

μέχρι εκεί που την κατάσταση ελέγχει  πια η Αρρυθμία

κι οι βόλτες θα συνεχιστούν στα πάρκα του επέκεινα

και σ’  άλλες παραλίες…

ή  σε κοιλάδες σκοτεινές χωρίς το πρόβλημα

πώς να διαχειριστώ το είναι μου, στο βάδην της απώλειας

και πως το τίποτά μου  σε θερμίδες θα μετρήσω….

Posted in ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ ΦΙΛΩΝ | Με ετικέτα: , , , , | Leave a Comment »

Μα πού πήγαν οι κηδείες οι παλιές;

Posted by vnottas στο 9 Ιανουαρίου, 2014

dia_de_los_muertos_esqueleto-28440


Είμαι της
άποψης που υποστηρίζει ότι γελάμε με ό,τι κατά βάθος φοβόμαστε: σε συλλογικό επίπεδο, για παράδειγμα, με τους τρελούς, τους γιατρούς, τις κακές πεθερές, τους βλάκες, και με τις κάθε λογής εξουσίες. Σε ατομικό επίπεδο τίποτα δεν εξορκίζει καλύτερα τον πόνο και το θάνατο, όσο το γέλιο. Αλλά και σε στοιχειωδέστερες καθημερινές καταστάσεις ισχύει το ίδιο: Ας πούμε πως βλέπεις κάποιον να σκουντουφλάει και να πέφτει. Το ¨μήνυμα¨ θα περάσει άμεσα από τους περίφημους νευρώνες ¨καθρέφτες¨ (εκείνους που αποτελούν τη βιολογική βάση της ταύτισης με τους άλλους, άρα και κάθε αλτρουισμού και κάθε κοινωνικής ή αισθητικής ¨συμμετοχής¨) που θα σε ταυτίσουν μαζί του και θα σε βάλουν αυτόματα σε κατάσταση στιγμιαίου συναγερμού (η γλίστρα μπορεί να απειλεί κι εσένα). Αλλά αμέσως μετά, όταν ο υπόλοιπος εγκέφαλος σε ειδοποιήσει ότι δεν κινδυνεύεις,  τότε το  γέλιο εκδηλώνεται ανακουφιστικά ιαματικό, βοηθώντας στην αποκατάσταση της ψυχραιμίας. Ίσως έτσι μπορέσεις να συντρέξεις αποτελεσματικότερα αυτόν που έπεσε.. Καταλήγω: το γέλιο κάνει καλό και το μαύρο είναι το πιο ιαματικό χιούμορ.

Ωραία. Τώρα, μετά απ’ αυτή την μικρή θεωρητική παρένθεση,  ας δούμε τι λέει ο Μπρασένς για τις κηδείες του παλιού καλού καιρού.

Σημείωση: Την ¨μακαρία¨ ομολογώ ότι δεν την ήξερα. Την βρήκα στο λεξικό. Υπάρχει, ως επιθανάτιο γεύμα (ρίξτε μια ματιά στον Μπαμπινιώτη).

[Μετά την απόδοση στα ελληνικά που σας έφτιαξα, ακολουθούν τα βίντεο με τον Μπρασένς, με τον  Le Père Valdu (παπάς στην ενορία Notre Dame de Montcuq) το πρωτότυπο κείμενο στα γαλλικά και, για να μείνουμε στο πνεύμα, Θεοδωράκης και Μποστ από  Χιώτη και Μπιθικώτση: Η Νήσος των Αζορών]

441745

Μα πού πήγαν οι κηδείες οι παλιές;

Παλιά  οι συγγενείς του κάθε τυχόν μακαρίτη

τους φίλους καλούσαν να κλάψουν παρέα στο σπίτι

«Αν θέλετε αντίο να πείτε στον πεθαμένο,

στη μνήμη του θα ‘χουμε απόψε τραπέζι στρωμένο».

Μα χάσανε πια οι ζωντανοί τη γενναιοδωρία

κι οι νεκροί του ξεπροβοδίσματος την ευκαιρία

Εδώ που τα λέμε αυτή βασικά ειν’ η αιτία

που για καιρό δεν πάτε / σε μια καθώς πρέπει κηδεία

και που δεν φάγατε εσχάτως  / καμία καλή ¨μακαρία¨

 *

Μα πού ‘ναι οι κηδείες οι παλιές;

Με (τις καρο- τις καρό-) τις καροτσες τους τις στολισμένες,

που ‘χαν λούσα, που ‘χαν μουσικές

και (μακαρί-) μακαρίτες με φάτσες ροζέ και θρεμμένες.

Με τους κληρονόμους να κερνάν:

τεθλιμμένους, παπάδες,  σκαφτιάδες,  ακόμη και τα κοράκια…

Πια δεν υπάρχουν, παν’,

πια ξεπεράστηκαν,

τελετές με πομπές, μ’ εμβατήρια και παπαδάκια…

Φύγαν για τα καλά,

δε θα γυρίσουν πια,

της νιότης τα μυστήρια

τα θεα-μα-τικά!

*

Όλες οι νεκροφόρες διαθέτουνε πια μηχανές

και τους μακαρίτες μπορούν να τους παν όπου θες,

αυτοί όμως τώρα δε βλέπουν, δεν χασκογελούν

με τους κληρονόμους στις λάσπες να παραπατούν…

Πατώντας τέρμα το γκάζι προχτές κάτι τύποι,

αντί τον δικό τους να παν στο στερνό του το σπίτι,

με φόρα στη θάλασσα βούτηξαν απ’ την προκυμαία

και στα θυμαράκια πήγαν / όλοι μαζί παρέα

και στα θυμαράκια έτσι / κατάληξαν όλοι παρέα

*

Μα πού ‘ναι οι κηδείες οι παλιές;

Με (τις καρο- τις καρό-) τις καροτσες τους τις στολισμένες,

που ‘χαν λούσα, που ‘χαν μουσικές

και (μακαρί-) μακαρίτες με φάτσες ροζέ και θρεμμένες.

Με τους κληρονόμους να κερνάν:

τεθλιμμένους, παπάδες,  σκαφτιάδες, μ’ ακόμη και τα κοράκια…

Πια δεν υπάρχουν, παν’,

πια ξεπεράστηκαν,

τελετές με πομπές, μ’ εμβατήρια και με παπαδάκια…

Φύγαν για τα καλά,

δε θα γυρίσουν πια,

της νιότης τα μυστήρια

τα θεα-μα-τικά!

*

Αν είναι να με ξαποστείλουν χωρίς τσιριμόνιες

και χωρίς τελετές να βρεθώ στις μονές τις αιώνιες

τότε δεν ξέρω και τη ταφή, μου, τι να την κάνω

ας πνιγώ, ας καώ, ή, άμα λάχει, ας μην πεθάνω…

Ω, ας γυρίζανε οι καιροί των καλοπεθαμένων

των μακαρίων και των κατά-ευχαριστημένων

τότε που σκέπτονταν όλοι «αν είν’ εδώ να πεθάνω»

τουλάχιστον ας πάω / κάπου παραπάνω

τουλάχιστον ας πάω / κάπου από εδώ παραπάνω

*

Μα πού ‘ναι οι κηδείες οι παλιές;

Με (τις καρο- τις καρό-) τις καροτσες τους τις στολισμένες,

που ‘χαν λούσα, που ‘χαν μουσικές

και (μακαρί-) μακαρίτες με φάτσες ροζέ και θρεμμένες.

Με τους κληρονόμους να κερνάν:

τεθλιμμένους, παπάδες,  σκαφτιάδες, μ΄ ακόμη και τα κοράκια…

Πια δεν υπάρχουν, παν’,

πια ξεπεράστηκαν,

τελετές με πομπές, μ’ εμβατήρια και με παπαδάκια…

Φύγαν για τα καλά,

δε θα γυρίσουν πια,

της νιότης τα μυστήρια

τα θεα-μα-τικά!

funerale-t64791

Georges Brassens – Les funérailles d’antan

Le Père Valdu – Les funérailles d’antan

Les funérailles d’antan

Jadis, les parents des morts vous mettaient dans le bain,

De bonne grâce ils en faisaient profiter les copains:

«Y a un mort à la maison, si le cœur vous en dit,

Venez le pleurer avec nous sur le coup de midi…»

Mais les vivants d’aujourd’hui ne sont plus si généreux,

Quand ils possèdent un mort ils le gardent pour eux.

C’est la raison pour laquelle, depuis quelques années,

Des tas d’enterrements vous passent sous le nez.

Des tas d’enterrements vous passent sous le nez.

*

Mais où sont les funérailles d’antan?

Les petits corbillards, corbillards, corbillards, corbillards,

De nos grands-pères,

qui suivaient la route en cahotant,

Les petits macchabées, macchabées, macchabées, macchabées,

Ronds et prospères…

Quand les héritiers étaient contents,

Au fossoyeur, au croque-mort, au curé, aux chevaux même,

Ils payaient un verre.

Elles sont révolues,

elles ont fait leur temps,

Les belles pom, pom, pom, pom, pom, pompes funèbres,

On ne les reverra plus,

et c’est bien attristant,

Les belles pompes funèbres de nos vingt ans.

*

Maintenant les corbillards à tombeau grand ouvert

Emportent les trépassés jusqu’au diable Vauvert,

Les malheureux n’ont même plus le plaisir enfantin

De voir leurs héritiers marron marcher dans le crottin.

L’autre semaine, des salauds, à cent quarante à l’heure,

Vers un cimetière minable emportaient un des leurs…

Quand sur un arbre en bois dur, ils se sont aplatis

On s’aperçut que le mort avait fait des petits.

On s’aperçut que le mort avait fait des petits.

*

Plutôt que d’avoir des obsèques manquant de fioritures,

J’aimerais mieux, tout compte fait, me passer de sépulture,

J’aimerais mieux mourir dans l’eau, dans le feu, n’importe où,

Et même à la grande rigueur, ne pas mourir du tout.

O, que renaisse le temps des morts bouffis d’orgueil,

L’époque des mas-tu-vu-dans-mon-joli-cercueil,

Où, quitte à tout dépenser jusqu’au dernier écu,

Les gens avaient le cœur de mourir plus haut que leur cul.

858534000

Posted in Μπρασένς στα ελληνικά ΙV | Με ετικέτα: , , , , , , , , , | Leave a Comment »

Όταν μου λείπει η Έμπνευση Δεν ξέρω τι να κάνω…

Posted by vnottas στο 1 Σεπτεμβρίου, 2013

Ωραίος, πρόσφατος Ηλίας Κουτσούκος

Pioggia_thumb1

Όταν μου λείπει η Εμπνευση Δεν ξέρω τι να κάνω…

Τώρα είναι που Δεν ξέρω τι να κάνω

Κάθομαι και καπνίζω σαν αράπης

δυο λεύγες παραπέρα από μένα…

Κοιτάζω δήθεν σιτοχώραφα ανύπαρκτα με μπόλικη σοδειά

Πιάνει να βρέχει όπως πρέπει ασταμάτητα

με αστραπές βροντές και φωτορυθμικά

λες κι έχει ο Χριστός γενέθλια σε ντίσκο…

Θα πιούμε του σκασμού

μπορεί και ν’ απαγγείλω Πούσκιν στο πρωτότυπο

που να γουστάρουν σαν τρελές οι γκόμενες-ελίτ

να κλείνουν λιγωμένες τα ματόκλαδά τους

κι ύστερα να τις παρατάω στα κρύα του λουτρού – έτσι μου έλεγε

η μανούλα μου πως χύνω πάντα τη καρδάρα με το γάλα –

Φτιάχνω θεατρικά των δυο λεπτών

Τουτέστιν, αίφνης μπαίνει στο σκηνικό Βαλκάνιος αλήτης

στο λόμπι του Astoria και λέει με στεντόρεια φωνή

‘μουνάκια Αμερικάνοι θα πεθάνετε…’

Όμως στο τέλος δεν τραβώ πιστόλι, παρά τους λέω

‘πλάκα σας έκανα και άντε γεια κωλόφλωροι’…

Όταν μου λείπει  η Εμπνευση Δεν ξέρω τι να κάνω..

 

images (1)

… και μια (παρορμητική) ανάγνωση

Posted in ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΤΑ ΤΡΕΧΟΝΤΑ | Με ετικέτα: , , , | Leave a Comment »

Η βροχή και το ψιλόβροχο

Posted by vnottas στο 7 Ιουλίου, 2013

DSCN0997

Στην προηγούμενη ανάρτηση χρησιμοποίησα ως μουσική υπόκρουση για τo ¨τραγούδι της Σιγκουάπα¨, ένα όμορφο πορτογαλικό τραγούδι με τίτλο Chuva (Βροχή)

Τώρα λέω να σας το αναρτήσω  (μέσω παραπομπής στο youtube), τραγουδισμένο τόσο από τον συνθέτη και στιχουργό  Jorge Fernando, όσο και από την εκπληκτική Mariza. Επίσης, ψάχνοντας, ανακάλυψα όχι μόνο τους στίχους, αλλά και μια μετάφραση στην ιταλική γλώσσα την οποία σας παραθέτω πιο κάτω μαζί με μια απόπειρα προσαρμογής στα ελληνικά (ως συνήθως). Τέλος, μαζί με την πορτογαλική ¨Βροχή¨ σας θυμίζω ένα από τα πιο όμορφα τραγούδια του Μητσάκη που μιλάει επίσης για  βροχή (Ψιλοβρέχει).

O Jorge Fernando

Jorge_Fernando

Η προσαρμογή στα ελληνικά

Βροχή

Περνούν της ζωής οι ιστορίες / χωρίς ίχνη να αφήνουν

παρά μόνον αυτές που χαράξανε / πόνο ή κάποια χαρά

Ναι, υπάρχουν  εκείνοι που, εν τέλει, / στις ιστορίες θα μείνουν

μα κι άλλοι που μηδέ τ’ όνομά τους / θα ακούσεις ξανά

*

Υπάρχουν καημοί που ζωή / στη ζωή ξαναδίνουν

το νόστο που κρύβω ξυπνούν / και με εσένα με σμίγουν, σαν χτες

Ναι, μέρες υπάρχουνε  που / τη ψυχή μας σφραγίζουν

κι εκείνη που με άφησες μόνο / ήταν μια απ’ αυτές

*

Στους δρόμους της πόλης γυρνώ / έρμoς  κι απελπισμένoς

την όψη μου τώρα χαράζει / η βροχή του Νοτιά

Στην πόλη με δάκρυα φωνάζω / η βροχή πως θα σβήσει

όση του έρωτά μου έχει πια / απομείνει φωτιά

¨

…μ’ ακούει η βροχή, και στην πόλη

το μυστικό μου δεν λέει,

μόνο να, που στα τζάμια χτυπά

νότες νοσταλγικές…

Chuva

As coisas vulgares que há na vida

Não deixam saudade
Só as lembranças que doem
Ou fazem sorrir

Há gente que fica na história
Da história da gente
E outras de quem nem o nome
Lembramos ouvir

São emoções que dão vida
À saudade que trago
Aquelas que tive contigo
E acabei por perder

Há dias que marcam a alma
E a vida da gente
E aquele em que tu me deixaste
Não posso esquecer

A chuva molhava – me o rosto
Gelado e cansado
As ruas que a cidade tinha
Já eu percorrera
Ai, meu choro de moça perdida
Gritava à cidade
Que o fogo do amor sob a chuva
Há instantes morrera

A chuva ouviu e calou
Meu segredo à cidade e eis que ela bate no vidro
Trazendo a saudade

rio_de_janeiro_com_chuva[1]

H μετάφραση στα Ιταλικά εδώ

Pioggia

Le cose ordinarie della vita
non ti lasciano la nostalgia
solo i ricordi che fanno male
o quelli che fanno sorridere

C’è gente che resta nella storia
della nostra storia
e altri di cui neanche il nome
ricordiamo di aver sentito

Sono le emozioni che danno vita
alla nostalgia che sento
quelle che ho vissute con te
e che alla fine ho perduto

Ci sono giorni che segnano l’anima
e la nostra vita
e quello in cui tu mi hai lasciato
non posso dimenticarlo

La pioggia inzuppava il mio viso
infreddolito e stanco
e tutte le strade della città
avevo già percorso

Ahi…il mio pianto di ragazza sperduta
gridava alla città
che il fuoco d’amore sotto la pioggia
si era spento solo un attimo fa

La pioggia ascoltò e tacque
il mio segreto alla città
ed ecco ora batte sul vetro
e mi riporta la nostalgia

images (20)

Ψιλοβρέχει

Στίχοι και μουσική Γιώργος Μητσάκης. Εδώ με τον Μπάμπη Τσέρτο

Απόψε άρχισε και ψιλοβρέχει
κι ο νους μου πάλι σε σένα τρέχει
στην αγκαλιά του, αχ, ποιος να σ’ έχει
αυτό το βράδυ που ψιλοβρέχει;

Η νύχτα σκέπασε όλη τη χώρα.
Σε συλλογιέμαι, πού να ’σαι τώρα
Ποιος σ’ αγκαλιάζει αυτή την ώρα
που ψιλοβρέχει σ’ όλη τη χώρα;

Στο δρόμο δεν περνά διαβάτης άλλος
κι η μοναξιά μου καημός μεγάλος
κι η μοναξιά μου καημός μεγάλος.
Εγώ πονάω, κανένας άλλος.

Αυτό το βράδυ που ψιλοβρέχει
στην αγκαλιά του, αχ, ποιος να σ’ έχει;

IMG_1358

Posted in Fados στα ελληνικά, ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ - ΣΤΙΧΟΙ | Με ετικέτα: , , , , , , , , , , | Leave a Comment »

Σιγκουάπα ή ένα σχεδόν αυτοτελές απόσπασμα με τα όλα του…

Posted by vnottas στο 4 Ιουλίου, 2013

images (11)

Να μια μικρή, σχεδόν αυτοτελής, ιστορία, παρμένη κι αυτή από το ΜΠΑ!!!, πέμπτο μέρος (¨Διακόπτουμε για αποδομήσεις, απορυθμίσεις, αποσυνθέσεις και αποσαρθρώσεις¨), δηλαδή εκεί που οι δύο δαιμονικές κλίκες, οι Νεοδαίμονες και οι Παλαιοδαίμονες, χωρίς να αμελήσουν τις μεταξύ τους τρικλοποδιές, (αν έγραφα σήμερα το ΜΠΑ!!! μάλλον θα τους έβαζα να στήσουν συγκυβέρνηση), αγωνίζονται να επιφέρουν, επιτέλους, το Τέλος. 

Συγκεκριμένα βρισκόμαστε στο 6ο κεφάλαιο του 5ου μέρους, όπου ο πράκτορας Σος Μορς  επισκέπτεται την αποσυρμένη δαιμόνισσα Σιγκουάπα και επιχειρεί να την πείσει να ενταχθεί με το μέρος των Νεοδαιμόνων (μεταξύ των οποίων έχει διαπιστωθεί έλλειψη επαρκούς πάθους).

Εδώ μια απόπειρα ανάγνωσης μετά μουσικής και ήχων
Στην υπόκρουση χρησιμοποίησα, μεταξύ άλλων, το Φάντο Chuva τραγουδισμένο από τη Mariza

και το Frenetico-tango-argentino

Porto-01

Μέρη μαγικά, καταραμένα

Στη Μπαία ντε Λος Σερπέντες στη νότια άκρη του μεγάλου εμπορικού λιμα­νιού σουρουπώνει.

Η ένταση του τροπικού ήλιου έχει ήδη μειωθεί στο ελάχιστο και ο όρμος με το νεκροταφείο των πλοίων σταμάτησε να φλέγεται.

Τώρα, ο ουράνιος προβολέας, τεράστιος, βυσσινής και ανώδυνος κατρακυ­λάει προς του χαμηλούς δασωμένους λόφους στα δυ­τικά.

Οι οδοντωτές στέγες των Φαβέλας  γύρω από τον όρμο μπαίνουν σιγά σιγά στη ζώνη της σκιάς και το ξυσμένο μίνιο στα πλευρά των παροπλισμένων καραβιών αποκτά, για μια φευγαλέα στιγμή, την ευκαιρία να λάμψει με την τελευταία κοκκινωπή ανταύγεια της μέρας.

Απέναντι, στον ουρανό της Ανατολής, μια παράξενη σκοτεινιά με κίτρινες και ερυθρές ραβδώσεις παίρνει να φουσκώνει και ετοιμάζεται να απλωθεί πάνω απ’ τη θάλασσα.

Σηκώνεται αέρας.

Ένας αέρας άλλοτε αδύναμος και παραχωρητικός κι άλλοτε απειλητικός και ζόρικος που αρχίζει να στριφογυρίζει ταρακουνώντας τα ξάρτια και τις σπασμένες αντένες των πλοίων.

Μεταλλικά σφυρίγματα, ραπίσματα χαλαρών σχοινιών και ντενεκεδένιοι ήχοι ανακατεύονται με αποσπάσματα από καθημερινές κραυγές που ο άνεμος αρπάζει από τη λιμανίσια φτωχογειτονιά -ίσως και απ’ το τροπικό δάσος πάρα έξω- φτιάχνοντας μηνύματα παράξενα, σε κώδικες εξωτικούς και δυσεπίλυτους.

Ένα ουρλιαχτό παρατεταμένο, αγωνιώδες,  υψώνεται για λίγο πάνω από τις στέγες με τις λαμαρίνες και ύστερα εξαερώνεται και εξαφανίζεται χωρίς να τραβήξει την προσοχή κανενός. Οι ναύτες και οι καταβροχθιστές δασών που κατηφορίζουν ως εδώ από το γειτονικό εμπο­ρικό λιμάνι και από τη ζούγκλα ψάχνουν για φτηνό ποτό και γι ανήλικα ευκαιρίας (που και τα δυο παράγονται άφθονα στις γύρω παράγκες) και δεν ενδιαφέρονται  για  τα αδέσποτα ουρλιαχτά.

Ούτε οι πόρνες που παίρνουν σιγά σιγά τη θέση τους μπροστά στις πόρτες με τις χρωματιστές κουρτίνες και με τις σήτες για τα κουνούπια, ενδιαφέρονται.

DSCN0716

Ύστερα από λίγο, σε ένα από τα παραπήγματα που είναι αραδιασμένα στην προκυμαία, ανοίγει μια παράπλευρη πόρτα.  Ένα ζευγάρι μικρόσωμων όντων -παιδιά, ίσως νάνοι-, βγαίνει κουβαλώντας έναν τεράστιο σακί. Δυσκολεύονται καθώς προσπαθούν να το μετακινήσουν σέρνοντάς το στο στενό χωμάτινο πέρασμα ανάμεσα στην «Ταβέρνα της Μεθυσμένης Γοργόνας» από όπου βγήκαν και το διπλανό υπόστεγο όπου, εδώ και καιρό, ένα μεγάλο κομμάτι βαπόρι αποσυναρμολογείται σε σιδερένια τεμάχια ανεξακρίβωτης χρησιμότητας και άγνωστου προορισμού.

Οι δύο μικρούληδες κατευθύνονται αγκομαχώντας προς τη θάλασσα, περνούν τον παράλιο τσιμεντένιο δρόμο και  κατεβαίνουν στην αποβάθρα. Τραβώντας και σπρώχνοντας καταφέρνουν να ρίξουν το τσουβάλι σε μια μικρή μαύρη βάρκα που λικνίζεται εκεί μπροστά.

Ύστερα, το ένα από τα δύο  μικροκαμωμένα όντα ψάχνει λίγο τριγύρω και βρίσκει μια μαυριδερή αλυσίδα. Ο άλλος κοντούλης ξετρυπώνει έναν τσιμεντόλιθο.

Τα ρίχνουν κι αυτά στη βάρκα και αποπλέουν γλιστρώντας στη ταραγμένη επιφάνεια των νερών προς την έξοδο του όρμου και τον Ωκεανό.

images (7)

Καθώς προσπερνούν το φάρο που έχει κιόλας αρχίσει τον νυκτερινό του λόξυγκα, ένα άλλο πλεούμενο διαγράφεται απέναντί τους με φόντο την κίτρινο­κόκκινη σκοτεινιά της ανατολής και μεγαλώνει ραγδαία καθώς έρχεται γοργά προς το μέρος τους. Είναι ένα κομψό, μικρό σκάφος που τους φτάνει γρήγορα και τους προσπερνά αγέρωχα κάνοντας τη βαρκούλα να τρικλίσει και σχεδόν να μπατάρει.

Οι δύο μικρούληδες προλαβαίνουν να δουν στο τιμόνι του σκάφους έναν ψηλό άνδρα. Δεν μπορούν, βέβαια, στο ημίφως του δειλινού να προσέξουν ούτε το άψογο βραδινό του κουστούμι που δεν έχει τίποτα το ναυτικό, ούτε το παράξενο κοροϊδευτικό χαμόγελο που κρέμεται από τα λεπτά, σχεδόν ανύπαρκτα χείλη του, ούτε το παράξενα χλωμό του δέρμα, ούτε τα μάτια του που έτσι κι αλλιώς κρύβονται πίσω από ένα ζευγάρι μαύρα γυαλιά.

Την ώρα που οι δυο κοντοί πετούν τον σάκο στη θάλασσα, αφού πρώτα τον δέσουν γερά με την αλυσίδα στον τσιμεντόλιθο, έχει πια σκοτεινιάσει για τα καλά και ο άνδρας με το μαύρο γυαλιστερό κουστούμι, το δαντελωτό πουκάμισο και τα μαύρα γυαλιά έχει ήδη αποβιβαστεί στην κεντρική αποβάθρα του Όρμου.

Η παρουσία του καλοντυμένου τύπου κάτω από τα βρώμικα  φανάρια της προκυμαίας δεν φαίνεται να παραξενεύει κανέναν. Στη Μπαία ντε Λος Σερπέντες έρχονται συχνά  πλούσιοι σικάτοι  τύποι κυνηγώντας απολαύσεις που να είναι ακόμα απαγορευμένες (πράγμα αρκετά δύσκολο την εποχή εκείνη).

Οπωσδήποτε, το να σου τύχει ένα τέ­τοιο φρούτο για ξεζούμισμα είναι μάννα εξ ουρανού για τους προξενητές της Μπαία. Γι αυτό καμιά ντουζίνα απ’ αυτούς τον περιτριγυρίζουν  αμέσως, προσφέροντάς του υποσχέσεις που θα ικανοποιούσαν και τους πιο εξεζητημένους διδάκτορες Περιπεπλεγμένης Διαστροφι­κής. Ο ψηλός όμως τους παραμερίζει και κατευθύνεται με σιγουριά προς τη ¨Μεθυσμένη Γοργόνα¨.

Οι προξενητές δεν επιμένουν. Τον τελευταίο καιρό στην πιάτσα του λιμανιού έχει βγει βρώμα ότι στη «Γοργόνα» συμβαίνουν πράγματα καινούργια, πρωτότυπα, ακατονόμαστα. Λεπτομέρειες δεν κυκλοφόρησαν ακόμη, όμως τα σαΐνια του λιμανιού κάτι ξέρουν. Και αυτό το κάτι είναι ότι ένα πανέμορφο σούπερ θηλυκό πολλών οκτανίων, έχει εγκατασταθεί στο μαγαζί  της προκυμαίας. Και μια έλξη που σχεδόν την μυρίζεις τρα­βάει όλους τους αρσενικούς προς τα ‘κει.

Η γκόμενα όμως φαίνεται πως ξέρει απέξω κι ανακατωτά όλα τα μυστικά και τ’ απόκρυφα της γοητείας και δε δίνεται ούτε με τη πρώτη ούτε σ’ όποιον κι όποιον. Ούτε καν βγαίνει ποτέ από το παράπηγμα της Ταβέρνας.

Το αποτέλεσμα είναι ότι όλοι οι άντρες της Ακτής έχουνε τρελαθεί μαζί της, αλλά κανένας δεν έχει ακόμη μπορέσει να διηγηθεί στη πιάτσα λεπτομέρειες για τις μυστικές χάρες της Όμορφης. Και τώρα -ήτανε να το περιμένουνε οι μάγκες της Προκυμαίας- να που άρχισαν να ενδιαφέρονται και οι Απέξω.

Mauritania2005FOTON.21

Μια ριπή τ’ ανέμου ταρακουνάει το καλώδιο και τα πολύχρωμα λαμπάκια που κρέμονται γύρω από την είσοδο της «Γοργόνας» αναβοσβήνουν για μια στιγμή σπινθηρίζοντας. Ο  άνδρας περ­νάει κάτω από τη χρωματιστή ηλεκτρική γιρλάντα και σπρώχνει το πορτόφυλλο της ταβέρνας.

Μέσα, οι λιγοστοί λαμπτήρες που φωτίζουν την αίθουσα κρέμονται μελαγχολικά από το ταβάνι, γύρω από τον πάγκο του μπαρ. Από τους πελάτες του μαγαζιού διακρίνονται μόνο τα σκοτεινά  περιγράμματα ανάμεσα στους πηχτούς καπνούς που αναβλύζουν από τα τραπέζια και που μαρτυρούν το κάψιμο λογής λογής ουσιών.

Μόνο στο βάθος, πίσω από έναν τραβηγμένο μπερντέ, ένας ασθενικός προβολέας φωτίζει τρεις μουσικούς που με κιθάρες διαφορετικού μεγέθους, μια κανονική μια τεράστια και μια τόση δα μικρούτσικη, παίζουν ένα νοσταλγικό φάντο.

Ο καλοντυμένος άντρας πλησιάζει το πάγκο. Ένα ξυρισμένο κεφάλι με σκουλαρίκι, που προφανώς ανήκει στον μπάρμαν, τέλεια καμουφλαρισμένο ανάμεσα στα μισοάδεια μπουκάλια, αποκτά ξαφνικά αυτοτέλεια και τον ρωτά τι επιθυμεί.

Ο μαυροφορεμένος (για να μη χαλάσει την ατμόσφαιρα) θέλει ρούμι. Ύστερα σκύβει και κάτι λέει στ’ αυτί του γλόμπου.

Τι άλλο θέλει; Δεν είναι μυστήριο. Αυτό που θέλουν όλοι αυτή τη στιγμή στη Μπαία ντε Λος Σερπέντες και πάρα πέρα σ’ όλη την Ακτή.

Ένα πρασινωπό χαρτονόμισμα μετακομίζει από το κροταλίσιο πορτοφόλι του ψηλού, στην κωλότσεπη του ξυρισμένου.

Ο μπάρμαν απαντάει κι αυτός ψιθυριστά. Ναι, η Γόησσα, αυτή για την οποία όλοι μιλάνε, είναι εδώ. Σε λίγο θα τραγουδήσει. Ναι, είναι καλύτερη από οποιαδήποτε περιγραφή.  Όμως, εκείνος δε μπορεί να υποσχεθεί τίποτα, η Όμορφη αποφασίζει από μόνη της.

Έπειτα, βγαίνει από το κουβούκλιό του και οδηγεί τον ασπριδερό Ψηλό σ’ ένα τραπέζι φυλαγ­μένο για τα δυνατά πουρμπουάρ.

FADO_baixa

Η ώρα ήρθε. Ο μπερντές που το παίζει αυλαία τραβιέται ξανά και από πίσω δε βρίσκονται τώρα μόνο οι τρεις μουζικάντηδες με τις ανισομεγέθεις κιθάρες, αλλά και ένας μικρός μαύρος μ’ ένα τουμπελέκι, καθώς και μια άλλη φιγούρα, ακίνητη, που σιγά σιγά φωτίζεται, καθώς ο προβολέας λες και καρδάμωσε ξαφνικά.

Μια γυναίκα.

Η γυναίκα!

Μέσα στην αίθουσα απλώνεται ξαφνική σιγή.

Ακόμα και οι γυμνόστηθες μελαψές κοπέλες που τριγυρνάν από τραπέζι σε τραπέζι παύουν να φλυαρούν και προσηλώνονται στο πάλκο μαζί με τους αρσενικούς.

Το ταμπούρλο δίνει το ρυθμό και η γυναίκα τραγουδάει. Δίχως να κινείται πολύ, στηριγμένη σε μια ψάθινη καρέκλα, με το κόκκινο φόρεμά της να φτάνει ως κάτω, στο σανίδι της εξέδρας, με τα σκούρα κόκκινα μαλλιά της να κυματίζουν απαλά σε κάθε της κίνηση.

Πίσω απ’ τη βαθιά, ίσως λίγο τραχιά φωνή της οι κιθάρες απλώνουν ένα χαλί  πλεγμένο με αισθησιακές ηδυπαθείς αρμονίες. Και μετά η φωνή εκείνης, παίρνει  τις μουσικές φράσεις και πότε τις πλέκει σε συνδυασμούς γεμάτους υπαινιγμούς άφατων ηδονών, πότε τις ανεβάζει σε ορμητικά, άγρια κρεσέντο που μαγεύουν και φοβίζουν.

Ωστόσο τα τσακάλια της Ακτής που μαζεύτηκαν απόψε στη «Γοργόνα» δεν είναι από τη φωνή της Ωραίας που ακινητοποιούνται και χαζεύουν.

Είναι η εικόνα της που ξυπνάει μέσα τους ό, τι το πιο άγιο και πιο αμαρτωλό. Η εικόνα της, που για τον καθένα είναι διαφορετική.

Οι πιο απίθανες επιθυμίες τους αγκιστρώνονται πάνω της.

Πάθη που ζητούν κορεσμό, ενοχές που θέλουν εξιλέωση, μοναξιές που θέλουν απάντηση. Οι πιο απίθανες φαντασιώσεις θέλουν τη Γυναίκα της ¨Γοργόνας¨ για ηρωίδα τους.

Ο μαυροφορεμένος είναι κι αυτός ακινητοποιημένος ή έτσι θα νόμιζε κανείς βλέποντας το πρόσωπό του, χλωμό στις αντανακλάσεις του προβολέα, με τα σκούρα γυαλιά και τα ίχνη απ’ το ειρωνικό χαμόγελο να εξακολουθεί να κρέμεται απ’ τα σχεδόν ανύπαρκτα χείλη του.

Η γυναίκα τραγουδώντας μετακινείται αργά προς το μέρος των θαμώνων. Η κίνησή της έχει κάτι το παράξενο, σαν κάτι να την τραβάει προς τη γη (άραγε μια μικρή γυναικεία αδυναμία ώστε να γίνει τέλεια η έλξη της πάνω στους αρσενικούς του λιμανιού; άραγε μια κρυφή σύνδεση με τη γυναικεία υπόσταση της μάνας Γαίας;), αλλά αυτή αντιστέκεται σ’ αυτό το κάτι, το ελέγχει  και, γλιστρώντας περισσότερο παρά περπατώντας, φτάνει στο κέντρο της αίθουσας.

Εκεί το τραγούδι της τελειώνει και πίσω του σβήνουν οι κτύποι του ταμπούρλου και το άρπισμα των χορδών.

Οι μάγκες του λιμανιού μένουν για λίγο άφωνοι, αλλά μετά σηκώνονται όρθιοι, χειροκροτούν, επευφημούν, παραδέχονται, ουρλιάζουν, συναινούν, εγκρίνουν επικροτούν, ποδοκροτούν, καθομολογούν, λένε καλά λόγια, μετανοούν (για ότι κακό έχουν πει μέχρι τότε για τις γυναίκες), επιδοκιμάζουν, δοξάζουν, θέλουν κι άλλο, τα θέλουν όλα, θέλουν εκείνη!

Εκείνη χαμογελάει, αλλά δεν υποκλίνεται, παρά μόνο κάνει να υποχωρήσει, πάντα με το συρτό της βήμα, σα ρωσίδα Πριγκίπισσα- Χορεύτρια, προς το βάθος της αίθουσας. Δεν προλαβαίνει. Καθώς βρίσκεται κοντά στον μαυροφορεμένο, αυτός με μια φιδίσια κίνηση την αρπάζει απ’ το λευκό μπράτσο και την τραβάει προς το μέρος του.

ciguapa (1)

Η Ωραία βρίσκεται τώρα στα γόνατά του.

Τα μάτια της αστράφτουν με μια στιγμιαία λάμψη θανάσιμης έχθρας.

Τα κόκκινα νύχια της στοχεύουν το χλωμό του πρόσωπο, αλλά εκείνος, πιο γρήγορος, την ακινητοποιεί.

Ανάμεσά τους λαμπυρίζουν αστραπές έντασης.

Αλλά αυτό δεν είναι τίποτα μπροστά στην ένταση που γιγαντώνεται στην αίθουσα.

Ο ξένος είναι απαράδεκτος, εγκληματίας, ιερόσυλος!

Οι θαμώνες θυμώνουν.

Βγάζουν χατζάρια, μασέτες, γιαταγάνια, μαχαίρια, στιλέτα, ο μπάρμαν βγάζει από τα έγκατα του πάγκου του ένα μπαλτά και ο μάγειρας εμφανίζεται στην πόρτα της κουζίνας μ’ ένα εγχειρίδιο (μαγειρικής).

Ο χλωμός άνδρας δεν δείχνει  να πτοείται.

Ανασηκώνεται κρατώντας με το ένα χέρι σφικτά στην αγκαλιά του τη γυναίκα.

Εκείνη σπαρταράει, αλλά αυτός πιέζει το πρόσωπό της στρίβοντάς το προς το στήθος του, έτσι ώστε να μη μπορεί να δει τι θα συμβεί στην αίθουσα.

Μετά κάνει μια κίνηση πολύ απλή, αλλά και άκρως αποτελεσματική -όπως θα αποδειχθεί αμέσως τώρα. Σηκώνει το άλλο ασπριδερό χέρι και βγάζει τα σκούρα γυαλιά.

Οι μάγκες της Μπαία ντε Λος Σερ­πέντες δεν συνηθίζουν να κοιτούν τα μελλοντικά τους θύματα στα μάτια. Τώρα όμως δεν μπορούν να το αποφύγουν.

Το βλέμμα τους μοιραία, αναπόφευκτα, μαγνητίζεται από αυτό που βρίσκεται κάτω από τα μαύρα κρύσταλλα του μαυροφορεμένου τύπου: δυο άδειες κόγχες  που εκπέμπουν κιτρινοκόκκινες γλώσσες φωτιάς.

Από κάποιον στο βάθος, πολύ μεθυσμένο για να καταλάβει τι ακριβώς γίνεται, ξεφεύγει μια κραυγή: «Φάτε τον το Μούργο», αλλά ξαφνικά βρίσκεται να κρατάει στο χέρι, αντί για το σπασμένο μπουκάλι που κράδαινε μια στιγμή πριν, το κεφάλι του, ενώ στην παραδοσιακή θέση του κεφαλιού του βρίσκεται τώρα ένα φιάσκο κρασιού και μάλιστα άδειο.

Ένας άλλος, που από κεκτημένη ταχύτητα ξαπόστελνε στον Χλωμό ένα μαχαίρι, αντιλαμβάνεται ξαφνικά ότι τόσο το μαχαίρι όσο και το χέρι του έχουν μεταβληθεί σε μια πρασινωπή οχιά που τώρα τον κοιτάζει με ύφος όχι και τόσο φιλικό.

Οι θαμώνες ξεθυμώνουν και κατακάθονται στα τραπέζια τους.

"fado"-playing a tradicional portuguese guitar

Ο δαίμονας χαλαρώνει τη λαβή και η γυναίκα γυρίζει προς την αίθουσα για να διαπιστώσει ότι το πλήθος έχει δαμαστεί, έστω κι αν δεν καταλαβαίνει πως ακριβώς έγινε αυτό.

Χαλαρώνει κι αυτή. Χώνει το γό­νατό της ανάμεσα στα σκέλια του μαυροντυμένου και  σφίγγεται πάνω του.

Μετά τον παρασέρνει μαζί της σε μια μικρή πόρτα, στο πίσω μέρος του μαγαζιού.

Στην Ταβέρνα της Γοργόνας φαίνεται ότι οι δαίμονες είτε ξορκίζονται γρήγορα και πάνε γι άλλα αλλού, είτε γίνονται αποδεκτοί κι ενσωματώνονται στον ανθρώπινο παραλογισμό του τόπου.

Το γεγονός είναι πάντως ότι στην αίθουσα όλα μοιάζουν να ‘χουν καταλαγιάσει.

Τα κορίτσια κυκλοφορούν και πάλι ανάμεσα στους μάγκες, δυο τρία παράταιρα σώματα που περίσσεψαν από το επεισόδιο με τον Χλωμό Δαίμονα έχουν ήδη σταλεί να κάνουν παρέα στα μεταλλαγμένα ψάρια του ωκεανού  και, στο πάλκο, οι κιθάρες συνοδεύουν τώρα έναν μυστακοφόρο δεξιοτέχνη ακορντεονίστα που επιδίδεται στην εκτέλεση ενός παθιασμένου ταγκό.

Στο μικρό δωματιάκι στο βάθος, οι ήχοι του ταγκό φτάνουν ανακατεμένοι με το βουητό του ανέμου που έχει σηκωθεί και πάλι σφοδρός και σαρώνει τα μαγαζιά της αποβάθρας.

Αλλά ούτε η γυναίκα ούτε ο δαίμονας προσέχουν τον άνεμο.

Η γυναίκα έχει πια διαλέξει και τώρα έχει πάρει την πρωτοβουλία της συνάντησης. Έχει τραβήξει το κορδόνι που σβήνει τη λάμπα και το δωματιάκι φωτίζεται ελάχιστα από τις χαραμάδες της πόρτας. Το κόκκινο φόρεμα βρίσκεται στο πάτωμα μαζί με τα δαντελένια εσώρουχα και εκείνη στέκεται τώρα γυμνή, όρθια, ακουμπισμένη στην σαραβαλιασμένη πολυθρόνα απέναντι από το κρεβάτι.

Ξέρει τη δύναμή της και ξέρει τη μοίρα της.

Ξέρει ακόμη τη μοίρα αυτού του άνδρα που τόλμησε να την προσβάλει, αλλά συνάμα να τη διεκδικήσει και που είναι τώρα εκεί, μπροστά της, ξαπλωμένος στο κρεβάτι, ακόμη ντυμένος και με το αδιόρατο σαρκαστικό του χαμόγελο να γίνεται αισθητό παρά το ημίφως.

Η γυναίκα τον πλησιάζει και αρχίζει να τον γδύνει με αισθησιακή σοφία που θα έκανε μια βετεράνα γκέισα να αισθανθεί αδέξια γράσο-πρωτάρα (debu­tante).

Κάτω από το σκούρο κουστούμι είναι άσπρος όσο και το νταντελωτό του πουκάμισο. Είναι πιο άσπρος από οποιονδήποτε έχει γνωρίσει ως τότε, αλλά η γυναίκα δεν έχει προκαταλήψεις και ξέρει από πείρα ότι οι άνθρωποι ξεφουρνίζονται σε πλήθος ράτσες και παραλλαγές.

Τα πλευρά του ξένου είναι στενά  και παρακάτω το πέος του, στο άγγιγμά της τινάζεται και ανασηκώνεται σαν ερπετό.

Η γυναίκα για μια στιγμή σταματά έκπληκτη. Δεν της έχει ξανατύχει τέτοια αντίδραση. Το όργανο του χλωμού άντρα είναι στενό και μακρύ και παρά τη σκληράδα του ευλύγιστο.

Η έκπληξή της κρατά ένα τίποτα. Σκέφτεται: ¨Έ, και τι έγινε;¨, και το χέρι της μπαίνει κάτω από το στρώμα και ξαναβγαίνει αμέσως κρατώντας ένα μακρύ ξυράφι μπαρμπέρη.

ββ

Με μια κίνηση γρηγορότερη απ’ όσο χρειάζεται μια βρώμικη φήμη για να διαδοθεί παντού (ακόμη και χωρίς τη βοήθεια του Μουμουεδώνα) το ξυράφι επιτίθεται στο πέος και το κόβει σε δύο ισομεγέθη κομμάτια.

Ένα σιντριβάνι αίμα πλημμυρίζει το μικρό δωμάτιο.

Ή τουλάχιστον αυτή είναι η πρώτη εντύπωση, γιατί, ενώ το σιντριβάνι είναι πραγματικό, έχει δηλαδή τη συμμετρική τελειότητα μιας αναγεννησιακής φοντά­νας, το αίμα δεν είναι ακριβώς αίμα, άλλα ένα αμέτρητο πλήθος κατακόκκινες λαμπερές μύγες που αφού ολοκληρώσουν το ρόλο τους σαν σταγόνες, αρχίζουν να κάθονται παντού κατακοκκινίζοντας το μικρό χώρο.

Η γυναίκα δείχνει ξαφνικά απελπισμένη και άσχημη. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου της τραβιούνται σε μια φρικιαστική γκριμάτσα κακίας, ενώ τα νύχια της μακραίνουν και το δεξί της χέρι χώνεται στο αριστερό μέρος του άσπρου στήθους του δαίμονα.

Ψάχνει, κάτι βρίσκει, και τραβιέται ξανά έξω.

Αυτό όμως που πάλλεται στην παλάμη της δεν είναι η καρδιά του άνδρα, αλλά ένα σαραβαλιασμένο μηχανικό ξυπνητήρι που, μάλιστα, αρχίζει ξαφνικά να κουδουνίζει μ’ έναν εξοργιστικά κοροϊδευτικό ήχο.

«Πάκο, Πακίτα», φωνάζει υστερικά η γυναίκα.

Ο Δαίμονας έχει τώρα σηκωθεί και ξαναφοράει το παντελόνι του χώνοντας μέσα και το κομμάτι του πέους που περίσσεψε.

Η φωνή του είναι λεπτή, ένρινη, αλλά ήρεμη.

«Μη φωνάζεις άδικα», της λέει. «Οι δύο κοντοστούπηδες βοηθοί σου, γυρίζοντας από το θέλημα που τους έστειλες, παρασύρθηκαν από μια ριπή απροσδιοριστίας και τώρα υπολογίζω ότι πρέπει να έχουν εξοκείλει σε  κάποια βραχονησίδα στη μέση του ωκεανού».

«Πάκο, Πακίτα, θα σας γδάρω τέρατα», εξακολουθεί να ουρλιάζει η γυναίκα.

«Μη τα βάζεις μαζί τους Σιγκουάπα. Οι κοντοπίθαροι, σου είναι πάντα πιστοί. Μάλιστα, πριν τους τύχει αυτή η μικρή αναποδιά, πρόλαβαν και ξαπόστειλαν  στα βάθη του Ωκεανού το τελευταίο σου θύμα, τον καταβροχθιστή δασών από τη ζούγκλα».

Εκείνη ακινητοποιείται. Γυρίζει, τον παρατηρεί προσεκτικά. «Δεν ξέρω τι μου λες», λέει.

Ο Δαίμονας τραβάει το σκοινάκι και ο λαμπτήρας φωτίζει  και πάλι το δωμάτιο, ενώ οι κόκκινες μύγες εξαφανίζονται. Μετά την κοιτάζει από τη κορυφή ως τα νύχια.

Η γυναίκα είναι πάντα γυμνή και είναι και πάλι εκπληκτικά όμορφη.

Ο λαιμός της, τα στήθη της, η κοιλιά της, οι μηροί της, οι γάμπες της  δεν είναι απλά τέλειες. Τέλειες ανατομίες μπορείς να βρεις κάθε μέρα, σε κάθε φτηνό περιοδικό γεμάτο μοντελάκια των τρεις κι εξήντα.

Είναι κάτι παραπάνω: είναι ελκυστικές κι αυτό είναι που μετράει, για όλους, ακόμα και για το δαίμονα που την παρατηρεί με θαυμασμό.

Μετά τα μάτια του καρφώνονται στα πόδια της.

Εδώ υπάρχει το Σημάδι.

Της το δείχνει για να την κάνει να καταλάβει ότι αυτός ξέρει και ότι οι διαμαρτυρίες της είναι περιττές.

Η Όμορφη έχει δύο πόδια αριστερά, άρα η Όμορφη είναι η Σιγκουάπα.

Η Σιγκουάπα, η Δαιμόνισα που εκδικήθηκε για αιώνες τη θρασύτητα των ανδρών, η ακαταμάχητη Λάμια που μπορούσε να πάρει την όψη και τον ξεχωριστό χαρακτήρα της γυναίκας που ο κάθε άνδρας ονειρεύεται, πριν τον μακελέψει.

Η εκδικήτρα που όμως, μόλις πήραν το πάνω χέρι οι μοντέρνες μάγισσες, εκείνες που πάλευαν τους άντρες με τα δικά τους αρσενικά μέσα, αποσύρθηκε πεισμωμένη στα δάση του Αμαζόνιου.

Όμως δεν στέριωσε ούτε εκεί η Σι­γκουάπα. Πρόσφατα έφτασαν και στα τελευταία παρθένα δάση οι καταβροχθι­στές δασών με τις αδηφάγες μπουλντόζες τους.

Και η Σιγκουάπα κατηφόρισε στη παραλία πιο απελπισμένη κι οργισμένη από πριν.

Αυτήν αναζητούσε ο Σος Μορς, μεταμφιεσμένος σε κοσμοπολίτη μεγαλομέτοχο για να μην τον εντοπίσουν οι παλαι­οδαίμονες.

φγ

Η αποστολή του είναι να της εξηγή­σει την σοβαρότητα της κατάστασης, να  την προσηλυτίσει και να την πείσει να περάσει στο νεοδαιμονικό στρατόπεδο.

Στο γενικό επιτελείο των Νεοδαιμό­νων είχαν καταλήξει ότι οι τελευταίες επιχειρήσεις δεν πήγαιναν και τόσο καλά επειδή, όντως, από τους νεωτεριστές  έλειπε μια επαρκής δόση πάθους. Μετά έψαξαν στα αρχεία για να δουν αν υπήρχε κανένας παθιασμένος δαίμονας που να μην είχε ήδη προσχωρήσει στους αντίπαλους. Εκεί ο Μανατζέριους και ο Ελεκτρόνικους ανακάλυψαν τη Σι­γκου­άπα με τα δυο αριστερά πόδια.

Υπήρξαν βέβαια μερικές μουστακο­φόρες νεοδαιμόνισες, σπονσόρισες του τέταρτου και του πέμπτου φύλου, που είχαν κάποιες αντιρρήσεις και που δήλωσαν ότι θεωρούν τη Σιγκουάπα ξεπερασμένη, αν όχι κάπως ύποπτη για μανι­χαϊκό σεξιστικό αυθορμητισμό. Όμως οι ενστάσεις αυτές τελικά ξεπεράστηκαν, ο Μουμουεδώνας έδωσε τη συγκατάθεσή του, και ο Σος Μορς ξεκίνησε για το νότιο ημισφαίριο.

Νάτος λοιπόν τώρα που (ύστερα από ένα συνηθισμένο δαιμονικό σκέρτσο από εκείνα που συνηθίζονται ανάμεσα στα ξωτικά γιατί τα διασκεδάζουν και τους επιτρέπουν να αλληλοαναγνωρίζονται πέρα από κάθε αμφιβολία), προσπαθεί να εξιστορήσει στη Σιγκουάπα τις τελευταίες εξελίξεις, (σύμφωνα πάντα με τη νεοδαιμονική εκ­δοχή) και να της εξηγήσει γιατί θα έπρεπε να μπει στον αγώνα με το μέρος των Νεωτεριστών.

Ο Μορς επιμένει ιδιαίτερα στα νεώτερα στοιχεία, σύμφωνα με τα οποία η Ιστορική Πτώση και το κατρακύλισμα των δαιμόνων στα κάτω πατώματα, δεν οφειλόταν ακριβώς στην περίφημη Μεγάλη Παλαιά Ανταρσία! (ΜΠΑ!), αλλά ήταν το αποτέλεσμα της παρενόχλησης των θνητών γυναικών από τους ερωτύλους παλαιοδαίμονες.

Η κουβέντα ανάμεσα στην Σι­γκουάπα και τον Σος Μορς κράτησε μια ολόκληρη μακριά νύχτα, κατά τη διάρ­κεια της οποίας ο κιτρινοκόκκινος τυφώνας της Ανατολής έφτασε μέχρι την Μπαία και σάρωσε πέρα ως πέρα την Ακτή, μη αφήνοντας τίποτα όρθιο εκτός από το δωματιάκι όπου γινόταν η συνομιλία.

Το πρωί, η Σιγκουάπα ακολού­θησε τον Σος Μορς στις προστατευμένες περιοχές.

Νύχτα έκτη

… Τη νύχτα εκείνη όλες οι δευτερότοκες χελώνες καρέτα- καρέτα βγήκαν από τα αυγά τους και άρχισαν να κολυμπούν σε πελάγη ευτυχίας με το καύκαλό τους διακοσμημένο με φωτεινές διαφημιστικές επιγραφές σε ακατανόητη διάλεκτο…

Ίσως γι αυτό κανένας δεν έδωσε την απαιτούμενη προσοχή.

Την ίδια νύχτα, όσοι λέο­ντες επιζούσαν ακόμη, απέκτη­σαν χαίτη με χωρίστρα στη μέση και λαμέ μες, ενώ, χωρίς κανέ­νας να το προσέξει, οι χαμαι­λέοντες ανακηρύχτηκαν βασιλείς της ζούγκλας.

 

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , , | Leave a Comment »

Γενέθλια (με μικρή καθυστέρηση)

Posted by vnottas στο 23 Ιουνίου, 2013

ηα

Δεν είναι ότι δεν το πρόσεξα, αλλά είχα άλλα στο κεφάλι μου κι έτσι δεν έκανα εγκαίρως τις συνήθεις επετειακές αναρτήσεις. Πρόκειται περί των γενεθλίων του Ιστολογοφόρου, που συμβαίνουν, τακτικά και ως είθισται, στο τέλος (εικοσιπέντε) του μήνα Μάη, φέτος για έκτη φορά.

Τώρα τα πράγματα ξαναμπαίνουν λίγο πολύ στ’ αυλάκι κι έτσι, έστω με καθυστέρηση, ανακηρύσσω επισήμως το Ιστολογοφόρο έξι ετών (κι ενός μηνός -πάνω κάτω), ενώ ψάχνω να βρω κάτι να πω επ’ αυτού.

Οι κοινοί τόποι, όπως και να το κάνουμε είναι οι πιο δοκιμασμένοι: Να είμαστε καλά, να έχουμε το χρειαζούμενο κουράγιο, οι αποδράσεις μας να μην είναι αυτοχειριακές, αλλά να ξε-φεύγουμε μόνο όσο χρειάζεται για να αντλήσουμε ελπίδα, και να δούμε τα προβλήματα από λίγο πιο μακριά. Λέω τώρα…

Χωρίς ιδιαίτερες μελλοντολογικές απαιτήσεις, μπορώ να σας προϊδεάσω για κάποιες αλλαγές στην πορεία του σκάφους, που είναι ήδη ορατές. Ετούτη τη χρονιά το Ιστολογοφόρο θα απομακρυνθεί από τα διδακτικά- εκπαιδευτικά πελάγη, στο βαθμό που ο καραβοκύρης δεν θα είναι πια ενεργό μέλος του διδακτικού σώματος και δε θα χρειάζεται να ειδοποιεί για εξετάσεις, να επεξηγεί ασκήσεις και εργασίες και να ανταλλάσσει σχετικά μηνύματα με τους φοιτητές.

Θα στρίψουμε, αν και ακόμη δε ξέρω να σας πω ακριβώς προς τα που.

Ίσως να έχουμε λίγο περισσότερη εικονογράφηση, σε ειδικές σελίδες, ίσως θα έχουμε περισσότερη μουσική. Σίγουρα πάντως, το ιστολογοφόρο θα κινείται κυρίως από τα λόγια που θα πνέουν στα ιστία του.
ηβ

Posted in ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ | Με ετικέτα: , , , | Leave a Comment »

Αντώνης Κακαράς ¨Η Νιέλλα που δεν τρώει τα χόρτα¨

Posted by vnottas στο 22 Μαΐου, 2013

Τον Αντώνη Κακαρά δεν τον γνωρίζω προσωπικά. Ανακάλυψε το Ιστολογοφόρο ψάχνοντας για ποιητικό έργο του κοινού φίλου Νίκου Μοσχοβάκου και μου έστειλε το κείμενο που αναδημοσιεύω παρακάτω μαζί με καλά λόγια για τη Θεσσαλονίκη.

Ο Αντώνης Κακαράς είναι πρώην Αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού που γράφει: κείμενα ιστορικά, επικεντρωμένα στην περίοδο της δικτατορίας και την αντιστασιακή δράση του ναυτικού, αλλά όχι μόνο. Στο παγκόσμιο χωριό του διαδίκτυου  έχει δικό του επώνυμο στέκι,  ενώ αφηγήματά του έχουν εκδοθεί από τον Παπαζήση

(Περισσότερα βιογραφικά στοιχεία εδώ)

 Με χαρά αναρτώ ένα από τα λογοτεχνικά του κείμενα.

61784

Η Νιέλλα που δεν τρώει τα χόρτα

Είναι δεν είναι σαράντα κιλά, μάτια σκούρα, όλο θαμπάδα, μυωπικά, γλυκά, πίσω από κάτι φακούς που τα γιγαντώνουν κι έτσι σαν σε κοιτάζει κατ’ ευθείαν (πάντα ευθεία σε κοιτάζει η Νιέλλα),  οπότε τα χάνεις, πόδια χέρια τσάκνα, βυζιά ανύπαρκτα, κάτι ρογίτσες μόλις ραμφίζουν τη μπλούζα ορίζοντας απλά τις θέσεις τους.

Φάε Νιέλλα να μεγαλώσουν τα βυζιά σου, Όκι, Γιατί Νιέλλα όκι, Ντεν τέλει, τι να κάνω τα μπυζιά, να τα τραβάει ο κατένας, Φάε Νιέλλα τη μπριτζόλα γαμώ το κέρατό μου γαμώ, θα τα βάλει με μένα η μάνα σου, Όκι, Φάε τυρί, Ντεν τέλει τυρί, Φάε γαμώ την κοινωνία μου ότι θες, ορίστε φάε αρνάκι, χορτάρια, Όκι κορτάρια όκι αρνάκι, Δεν έχετε Νιέλλα στη Βουλγαρία χορτάρια, γιατί δεν τα τρως, Έκουμε απ’ όλα και φέντα καλύντερη από την ντική σας και αυτό το αρνί είναι μπουλγάρικο, όλα είναι μπουλγάρικα, εσείς ντεν μποσκάτε πια, Θα είσαι άρρωστη, άκου η βουλγάρικη φέτα καλύτερη απ’ την ελληνική, δε σφάξανε Νιέλλα , Ναι καλύτερη και σφάξανε όλο μπουλγάρικα, το λένε οι ντικές σας ειντήσεις, Τι κάνεις στην μπριτζόλα Νιέλλα , γιατί κόβεις όλα αυτά τα κομμάτια γαμώ το κέρατό σου, Όλο κέρατα γκαμάς, αν έκεις κέρατο  ντεν μπορείς να το γκαμήσεις και στο πιάτο μου κάνω εγκώ κουμάντο και μη με μπρήζεις, ντεν τα ξανάρτω…

Ρε κορίτσι μου εγώ στα λέω αυτά για να κάνεις κάποια πιασίματα επιτέλους, κορίτσι παντρειάς που ‘σαι, να στρογγυλέψει λιγάκι ο κώλος σου ρε Νιέλλα που ‘ναι πιο επίπεδος κι απ’ τον δικό μου που μου πέφτουν τα παντελόνια, Εμένα ντεν μου πέφτουν τα παντελόνια κι ο γκώλος μου είναι και πολύ ωραίος και στη ντέση του, και άκου, εγκώ ντεν είμαι κορίτσι μπαντρειάς, είμαι απλά γκορίτσι, Μα πώς θα βρεις έστω γκόμενο, Γκόμενο είχα και μου τράμπαγε τα μπυζιά μου να μεγκαλώσουν ο ντρόμπας, μαγείρευα, έπλενα, σκούπιζα και συνέκεια κρεμπάτι, έ Νιέλλα αρέσει έρωτας αλλά ντεν μπορεί συνέκεια κρεμπάτι, μαγείρεμα, πλύσιμο και αφέντη να κάνει παραντηρήσεις, Νιέλλα ντεν τέλει άλλο μαλάκα γκόμενο, ντεν τέλει χόρτα, ούτε αρνί, ούτε άλλο γκώλο τέλει, όκι ξύγκια στην μπριτζόλα ούτε στον γκώλο, μ’ έμπρηξες κατάλαμπες;

Η Βουλγάρα είχε πλήρη επίγνωση του ηθικού βάρους της δυσανάλογου με το αντίστοιχο σε κιλά του ισχνού σώματός της, έτσι δεν ξεμυτούσε στο δρόμο αν τυχόν ο αέρας δεν ήταν συγκεκριμένης έντασης και κάτω, καθόσον σε κάποια περίπτωση την είχε σηκώσει κυριολεκτικά και την έμπλασε – ευτυχώς με τρυφερότητα – λίγα μέτρα πιο πέρα στη βιτρίνα παρακείμενου καταστήματος ξηρών καρπών. Είδαν κι έπαθαν να την ξεχωρίσουν μέσα από σωρούς πασατέμπο, φιστικιών Αιγίνης και παρομοίων εν πάσει περιπτώσει ειδών, που ζεύτηκε να τακτοποιήσει δουλεύοντας με τις ώρες και χάνοντας το μεροκάματο. Εκεί γνώρισε και το μαλάκα που τελικά και σύντομα πέταξε απ’ το κρεβάτι της, προτιμώντας να υπηρετεί μόνο τον εαυτό της.

Το κορίτσι είχε έρθει από την Πατρίδα του και αρχικά εκπαιδεύτηκε από την απαράμιλλη μάνα της, μια γυναίκα μ’ όλα τα θετικά του κόσμου πάνω της και μια ερμηνεύσιμη αντιπάθεια για κείνους από τους Έλληνες ρασοφόρους που αυθωρεί ξεχώριζε ως υποκριτές. Τους συγκεκριμένους δεν τους πήγαινε, δεν τους πήγαινε να πούμε αφού το πρώτο της ρόγιασμα κάπου στην Πελοπόννησο, καθώς η ίδια αφηγείται, ήταν στο σπίτι ιερέα χωριού του οποίου η παπαδιά γνώριζε να μαγειρεύει εβδομαδιαίως φακές και τίποτ’ άλλο, επιμένοντας μάλιστα να το κάνει η ίδια καθόσον, Εσείς εκεί πάνω αποκλείεται να γνωρίζετε να μαγειρεύετε!

Έτσι, η μάνα της Νιέλλας δεν ξαναπάτησε σε ελληνική εκκλησία, σε σπίτι ιερωμένου Έλληνα (ούτε στων Βούλγαρων έμπαινε αλλά αυτό δεν μας αφορά) και σε καμία απολύτως τελετή όπου παρίστατο ρασοφορεμένος τις. Προτιμούσε να διαβάζει ένα ελληνοβουλγάρικο λεξικό, ακριβώς αυτό έκανε τους πρώτους μήνες, πιστέψτε με παρακαλώ, ύστερα ανακαλύπτοντας μια καταχωνιασμένη σειρά του πεθερού μου από ρούσικη λογοτεχνία στο πρωτότυπο, την ξεκοκάλισε ώσπου να πεις κύμινο, μάλιστα κύριε!

Αφού λοιπόν δασκάλεψε καλά τη Νιέλλα  στα καθήκοντα της εξωτερικής οικιακής βοηθού, τη συνόδευσε από μια φορά  σ’ όλους τους δικούς της πελάτες, που αμέσως αγκάλιασαν την σαραντάκιλη νέα με μη κρυπτόμενη επιθυμία να την παχύνουν, πλην φευ. Η ελληνική περί την φιλοξενία αποφασιστικότητα σκόνταψε στο πείσμα βουλγάρικου βερνικωμένου κέρατου, όπως αποδείχτηκε η εν λόγω ντεσποινίδα.

Πάντως το κορίτσι βολεύτηκε σ’ ένα διαμέρισμα, του οποίου οι ιδιοκτήτες απουσίαζαν αορίστως άγνωστο πού, με μόνη υποχρέωση να το προσέχει, να το καθαρίζει και να πληρώνει το ρεύμα, το νερό και τα κοινόχρηστα. Τα τελευταία δεν απαιτήθηκε ποτέ να καταβληθούν αφού στην πολυκατοικία όπου κατοικούσαν μόνον οικονομικοί μετανάστες, όπως αποδείχτηκε συντόμως, το ασανσέρ δεν λειτουργούσε διότι δεν πληρώθηκαν τα έξοδα συντήρησής του, το ρεύμα στις σκάλες κόπηκε διότι δεν πληρώθηκε ο λογαριασμός ΔΕΗ του κτηρίου, η κεντρική θέρμανση αγνοείτο διότι πετρέλαιο δεν αγοραζόταν. Με λίγα λόγια, ζούσαν όλοι σε αγαστή σύμπνοια ηρέμως και ισόρροπα στο φιλόξενο οίκημα το πολυεθνικό, όπου η μέση ηλικία των κατοίκων του δεν ήταν άνω των τριάντα πέντε, όπως επ΄πεμεινε η δικιά μας που αρέσκεται στα στατιστικά.

Μόνο οι από πάνω μου κάνανε τόρυβο, ειντικά σαν κάποιος έσερνε την Γκινεζούλα από τα μαλλιά έξω από την πόρντα, Ποιος έσερνε ποιον ρε Νιέλλα από τα μαλλιά, Η συγκάτοικος Γκινεζούλα την έσερνε και παίζανε ξύλο αλλά μεντά όλα καλά, Πόσες φορές έγινε αυτό Νιέλλα, Γκίνεται κάτε Κυριακή μπράντυ, μένουνε μαζί, μετάνε και παίζουν ξύλο, μετά αγκαπάνε, Πόσοι μένουν στο διαμέρισμα αυτό είπες, Ντεν είπα αλλά στο ένα ντομάτιο οι ντύο φίλες και στο άλλο επτά αλλά ντεν κάνουν τόρυβο, Ρε Νιέλλα με βγάζεις απ’ τα ρούχα μου, πες καθαρά το θήτα και το δέλτα, Καταρά το λέω τήτα και ντέλτα, ορίστε να το πώ πάλι, τήτα …

Καλά, καλά μ’ έπεισες, για λέγε στην υπόλοιπη πολυκατοικία πόσοι μένουν, Ντεν ξέρει γκανείς, πάνω από εγκαντό μεντανάστες μένουν, μάμπροι, γκαντάμαμπροι, μισογκίντρινοι, γκαφέ, περίπου είγκοσι σε κάτε όροφο γκενικά ήσυγκοι, όμως μόνο ένας μπλάγκας Μπούλγκαρος ολομόνακος στο ντίπλα από πάνω ντιαμέρισμα, Και γιατί τον λες έτσι κούκλα μου, πες μου μένα, Ντιότι με γκερνάει καφέ, μου σέρμπιρε και το ντραπέζι, Έ και λοιπόν, καλά έκανε, μήπως σου ‘βαλε χέρι, Όκι ντεν μου έμπαλε γκέρι ο Μπούλγκαρος, αφού είπα πως είναι μπλάγκας, Νιέλλα  είσαι ερωτευμένη, Εγώ ντεν είμαι ερωντευμένη και ντεν σου ξαναμιλάω και αυντός είναι μαλάγκας, μαλάγκας είναι, και ντεν τέλω να γκάνω μπυζιά και γκώλο, τόνισε το κορίτσι από τη Βουλγαρία που δεν τρώγει τα χόρτα και κοίταζε στα ίσια με τα πελώρια κείνα τα μάτια δακρυσμένα!

 

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ ΦΙΛΩΝ | Με ετικέτα: , , , | Leave a Comment »

Χαρατσώματα

Posted by vnottas στο 6 Απριλίου, 2013

_n

Δεν πληρώνω το χαράτσι

Πρωί πρωί που κάπνιζα με τον καφέ μια γόπα

στο στήθος μου εφούντωσε μια φλόγα μια φωτιά

και μου ‘φυγε μία κραυγή λες και πατούσα πρόκα

τι είπες τώρα…τι είπες τώρα…τι είπες τώρα ρε Αυτιά;

Δεν πληρώνω το χαράτσι…..που μου βαλαν οι παλιάτσοι

δεν πληρώνω το χαράτσι…..πάρτε αυτά @@ κι είμαστε πάτσι (**)

*

Το σπίτι της γυναίκας μου που άφησε ο παππούς της

παλιό μικρό και φτωχικό γεμάτο ζεστασιά

και έρχεται στα μουλωχτά να μας το πάρει ο πούστης

τι είπες τώρα …τι είπες τώρα…τι είπες τώρα ρε Αυτιά;

Δεν πληρώνω το χαράτσι…που μου βαλαν οι παλιάτσοι

δεν πληρώνω το χαράτσι…..πάρτε αυτά @@ κι είμαστε πάτσι (**)

(Μια παρέα στην Κρήτη)

Στίχοι – μουσική – ενορχήστρωση : Νίκος Κοκαράκης

Τραγούδι: Βαγγελης Βέλλος και οι Γιάννης Ταμπάκης, Μπάμπης Κτιστάκης

(**) Κόπηκε…

bici

Posted in ΤΑ ΤΡΕΧΟΝΤΑ, ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ - ΣΤΙΧΟΙ | Με ετικέτα: , , , , , | Leave a Comment »

Στα απρόβλεπτα μονοπάτια του έρωτα…

Posted by vnottas στο 5 Μαρτίου, 2013

 παρ122

 Και να που απρόοπτα τίθεται επί τάπητος θέμα: Στα απρόβλεπτα μονοπάτια του έρωτα τι είναι χειρότερο να σου συμβεί; Μια αγάπη ανολοκλήρωτη ή μια αγάπη χωρίς ανταπόκριση; Χειρότερη είναι μια αγάπη χωρίς ανταπόκριση, τείνω να υποστηρίξω εγώ. Άρνηση, απόρριψη: κακές κουβέντες, πληγώνουν ανεπανόρθωτα. Ενώ μια αγάπη που δεν μπορεί να ολοκληρωθεί επειδή το περιβάλλον ή η μοίρα το αρνιέται πεισματικά, διαθέτει ακέραιες έγχρωμες ελπίδες και ονειρικές προβολές στο έτσι κι αλλιώς άδηλο και αδιερεύνητο ¨παραπέρα¨. Κι ο Ηλίας, κυνικός στην πανοπλία και τρυφερά ρομαντικός από κάτω μάλλον έχει κατά βάθος την ίδια άποψη (λέω εγώ τώρα, -και ο Νίκος που ήταν εδώ αυτές τις μέρες, συμφωνεί μαζί μου). Απόδειξη το ποίημά του που σας παραθέτω παρακάτω, όπου ο Έρωτας, ομολογημένα παρών, έχει εμπόδια: όχι ταξικά (όπως στις παλιές ελληνικές ταινίες), όχι κάστας (όπως στον Ρωμαίο και την Ιουλιέτα), όχι απόστασης και εκδίκησης (όπως εκείνος του  Έντμοντ Νταντές και της Μερσέντες του στον Κόμη Μοντεκρίστο), αλλά άλλα, γενετικά θα έλεγα, όμως αυτό δεν εμποδίζει το ποίημα να απογειώνεται και να τελειώνει με μια διαπίστωση ανταπόκρισης, άρα μια μικρή υπόσχεση υπέρβασης και απόδρασης  (στον κατ’ εξοχήν ερωτικό χώρο της μαγείας και της φαντασίας) Δείτε το: 

*

Μαύρο  χαβιάρι… στα Ηνωμένα Βουστάσια

Ηλίας Κουτσούκος 

*

Δουλεύω χρόνια στα Ηνωμένα Βουστάσια

ταΐζω, καθαρίζω, προσέχω

μοσχάρια, γελάδες, γουρούνια ,

βάζω σανό, ρίχνω πίτουρα, φτυαρίζω κοπριές

γενικά, σκατά καθαρίζω και συνέχεια ακούω

‘Δημητράκη κι από δω, Δημητράκη κι από κεί

κι άλλες καρπουζόφλουδες  Δημητράκη..’

Όμως εμένα το μυαλό μου είναι απέναντι,

εκεί που συνορεύει ετούτο το βουστάσιο

μ’ ένα ιπποφορβείο και κάθε απόγευμα αργά

βγαίνει για βόλτα

μια φοράδα μαύρη

που την φωνάζουν ‘black kaviar’.

Στο φράχτη κάθομαι και τη κοιτάω

έτσι περήφανη που ανεμίζει η χαίτη

γύρω απ το μακρύ λαιμό της

και πως σηκώνεται στα μπροστινά της πόδια

βγάζοντας στον αέρα χνώτο δυνατό

σαν αναστεναγμό  του ανέμου επάνω από χωράφια του Απρίλη…

Με βλέπει που τη βλέπω και σκέφτομαι πως σκέφτεται

‘νάτος ο Δημητράκης από δίπλα που καθαρίζει τα σκατά..’

και τότε μούρχεται να κλάψω

γιατί μονάχα

τις δικές της κοπριές θάθελα να καθάριζα….

και κείνη το καταλαβαίνει.

Έρχεται προς το μέρος μου

τα γόνατά μου λύνονται

καθώς κοιτάζω τη μαύρη θάλασσα πούχει το βλέμμα της

καθώς το χέρι μου απλώνω πάνω απ’ το φράχτη

και τη χαιδεύω ανάμεσα στα δυό της μάτια…

Σκύβει εκείνη το κεφάλι της

και το αριστερό της πόδι ξύνει με δύναμη το χώμα

κι ύστερα μ’ ένα δυνατό χλιμίντρισμα σαν ‘γεια σου’

γυρνάει πίσω και καλπάζει

Το χώμα που έξυσε κοιτάζω

και σαν να βλέπω το όνομά μου ‘Δημητράκης’

πως έχει χαραγμένο….


images (18)

Posted in ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΤΑ ΖΩΤΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , | 2 Σχόλια »

Η Θεσσαλονίκη, οι νέοι, η ζωή

Posted by vnottas στο 3 Μαρτίου, 2013

Το περιοδικό ¨Θεσσαλονικέων Πόλις¨  ζήτησε από νέους Θεσσαλονικείς -γεννημένους μετά την μεταπολίτευση- να γράψουν για τη ¨βιωματική¨ σχέση τους με την πόλη. Τα κείμενα δημοσιεύονται στο τελευταίο τεύχος που ήδη κυκλοφορεί.

COVER-43

Το κείμενο  που ακολουθεί είναι του Θάνου Νόττα (η φωτογραφία είναι επίσης δική του).

 

Δυο σκέψεις απ’ αλλού

 Η Σαλονίκη πάντα είχε για μένα την αίσθηση του ορίου· σαν να ισορροπούσε με κόπο μεταξύ λίβα και βαρδάρη, ανατολής και δύσης, ελληνορθόδοξου αυτισμού και κοσμοπολίτικης παρακμής, συντηρητικού επαρχιωτισμού και αιχμηρού αντεργκράουντ· μεταξύ του υψίσυχνου κυνισμού της δεκαετίας του ’90 και της ζεστής μακρόσυρτης φωνής του σαλεπτζή.

 Ίσως αυτό να συμβολίζει κι εκείνος ο αμοιβαίος δισταγμός στη σχέση της πόλης με τη θάλασσα. Σαν τσακωμένο ζευγάρι, στέκουν από πάντα δίπλα-δίπλα, με σεβασμό στην αυστηρή μαρμαρένια γραμμή που τις χωρίζει — ένα σύνορο που το παραβιάζουν με θράσος μόνο τα καλάμια των ψαράδων και οι μηροί των εφήβων εραστών που μπλέκονται τεταμένοι στον αέρα, στοχεύοντας τα τάνκερ και την κορφή του Ολύμπου. Αν κάποτε αυτή η θάλασσα ένωνε δεν μπορώ να πω ότι το ξέρω. Για μένα, ο Θερμαϊκός ήταν από πάντα μια οθόνη, μια απροσπέλαστη αναπαράσταση με την οποία οι κάτοικοι της πόλης ημερεύουμε υπνωτισμένοι, σαν από παιδικό βιουμάστερ. Αυτή η οθόνη είναι άλλοτε διαυγής, σαν γρανίτα, με την κορυφογραμμή να κόβει τα βαθιά χρώματα στη μέση, άλλοτε πάλι είναι θολή, με τη θάλασσα από ρευστό ατσάλι και τον ορίζοντα να μην χολοσκάει και πολύ για τη διάκριση ουρανού και γης.

 Πόσο μου έχει λείψει αυτό στην Αθήνα. Εκεί τον ορίζοντα πρέπει να τον αναζητάς κάθε φορά απ’ την αρχή.

 Ναι, ξέχασα να το πω… εδώ και λίγα χρόνια ζω πλέον στην Αθήνα. Μετά από πάνω από τρεις δεκαετίες, η Θεσσαλονίκη, μάνα στοργική κι ανεπαίσθητα φορτική, μ’ άφησε να φύγω «για λίγο» και θαρρείς τη γέλασα και δεν έχω επιστρέψει ακόμα. Όταν στην Αθήνα λες ότι έχεις έρθει από τη Σαλονίκη, συνήθως σε κοιτούν με απορία: «Μα καλά, άφησες τέτοια πόλη κι ήρθες σ’ αυτό το χάος;» Τότε αναγκάζομαι να εξηγηθώ: Μ’ αρέσει η Αθήνα. Είναι ένας άλλος τόπος που τον χειμώνα μοσχοβολάει γαζία και κάτουρο και όταν την περπατάς, το νιώθεις ότι αυτή είναι η γλυκόξινη μυρωδιά της αλήθειας· και της βίας, που σήμερα είναι το ίδιο. Είναι η ομορφιά που προκύπτει από μια άλλη, βαθιά διάκριση η οποία μοιάζει φυσική σε μια πρωτεύουσα που αυτή την εποχή γεννάει νόημα σε κάθε γωνιά του δρόμου, κάτω και πίσω από κάθε νεραντζιά. Εκεί νομίζεις ότι συμβαίνουν όλα τα κακά και όλα τα καλά, χέρι-χέρι, σαν να είναι κάτι αυτονόητο. Αυτή η αίσθηση, αυτό το νόημα κοιτάει με αγωνία εξόφθαλμα προς τα έξω. Η δική μου πόλη κοιτούσε και κοιτάει ακόμη προς τα μέσα. Ευτυχώς. Κάποιος πρέπει να το κάνει κι αυτό…

 Η Σαλονίκη μου είναι μια σιωπηλή αντίφαση και νομίζω ότι γι’ αυτό δεν την βαρέθηκα ποτέ. Ήταν πάντοτε ο πιο πρόσφορος καθρέφτης της διάθεσής μου και της γενιάς μου που αμφιταλαντευόταν επίσης μεταξύ μιας νιότης που σαν από πάντα να εκκρεμούσε και ενός πρόωρου γήρατος που περιέφερε μια αίσθηση εγγενούς χρονικότητας των πάντων, με τη μορφή μιας άκαιρης σοφίας που κανένας μας δεν ζήτησε. Ίσως για αυτό η Θεσσαλονίκη άλλοτε μου προξενεί απόγνωση επειδή φαίνεται ότι δεν αλλάζει σε τίποτα κι άλλοτε την ευγνωμονώ ακριβώς για αυτό. Σ’ αυτόν τον τόπο, αν αποφύγεις την σκλήρυνση που στην έχει στημένη από νωρίς, μαθαίνεις ότι όσο λιγότερα ορίζεις, τόσο περισσότερα γνωρίζεις. Και ότι εδώ, σχεδόν ποτέ δεν είσαι αρκετά νέος ώστε να ξέρεις τα πάντα.

 Θάνος Νόττας

θεσσ

Posted in ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ, ΤΑ ΖΩΤΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , | Leave a Comment »

Φύλλα του χαλκοπράσινου

Posted by vnottas στο 14 Φεβρουαρίου, 2013

Ήταν προχτές. Ο Ηλίας και η Μαρία με τα μαλλιά στο χρώμα του χαλκού, είχαν φορέσει τα κράνη τους, είχαν ιππεύσει τη 1200άρα στρίγκλα τους και είχαν ανηφορίσει στη πάνω Πόλη, να τα πούμε. Είχαμε τσίπουρο και κρασάκι και η Σόφη είχε σκαρώσει την μακαρονάδα των αγανακτισμένων καρβουνιάρηδων. Και τα ήπιαμε. Και ο Ηλίας έλεγε πως η νοσταλγία κατά κάποιο τρόπο δεν τον αφορά, και ρωτούσε εμένα τι κυρίως νοσταλγώ από τις χώρες του πέρα και του τότε. Και εγώ του έλεγα: τις επιθυμίες! Κι εκείνος έκανε ότι δεν καταλαβαίνει. Και οι γυναίκες κοίταγαν με τρόπο που υποδήλωνε ότι θα έπρεπε να φανεί ως κατανόηση. Και αφού είπαμε πολλά, την άλλη μέρα ο Ηλίας μου έστειλε τους (εκπληκτικούς και αδημοσίευτους) στίχους του που ακολουθούν… (πείτε μου τώρα εσείς…)

 images (15)

Φύλλα του χαλκοπράσινου μέσα μου

από δάση που περπάτησα μικρούλης

χωρίς διόλου να φοβάμαι

μέσα σε όνειρα πως ήμουν άλλος

και δήθεν έφευγα σε χώρες μαγικές

όπου φυσούσαν άνεμοι ασημένιοι και μιναρέδες είχανε

φτιαγμένους από κατακόκκινα φιλιά

 

Φύλλα πεσμένα που σας βλέπω

που προσπαθείτε με απόγνωση

στο γκρίζο μίζερων πεζοδρομίων

να δώσετε ελεημοσύνη μάταια,

αχ, νάσασταν ιπτάμενα χαλιά,

αντί να σας μαζεύουν το πρωί

εργάτριες του δήμου με φραπέ στο χέρι…

 

Πώς πέφτετε ξερά γαμώ τη τύχη μου;

ε, πώς;

 

Μου λέτε δήθεν

 να περιμένω κι άλλη άνοιξη

αφού σας το ‘χω πει χίλιες φορές:

τίποτα δεν ανοίγει μπρος μου, τόσες Άνοιξες,

κι οι άλλοι γύρω μου έχουν παραιτηθεί.

 

Περίμενε, περίμενε, περίμενε

κοντεύω να γεράσω εξήντα χρόνια τώρα

με κοντό παντελονάκι και στα γόνατα πληγές

και να το παίζω πως μεγάλωσα

 

Πότε θα ’ρθει αυτός ο άνεμος

να με σκορπίσει σαν και σας,

ε πότε;

Κρυφτό να παίξουμε, κυνηγητό,

κλέφτες και αστυνόμοι,

Πότε στους ασημένιους μιναρέδες με τα κατακόκκινα φιλιά

πότε θα φτάσω;

ας μου πείτε….

images (14)

Posted in ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ, ΠΟΙΗΜΑΤΑ | Με ετικέτα: , , , , , | Leave a Comment »

Όπου στους κάμπους της Κριμαίας μαζεύεται το Ιππικό της Ομορφιάς

Posted by vnottas στο 7 Φεβρουαρίου, 2013

(εξαιρετικός Ηλίας Κουτσούκος σε μεγάλη φόρμα)

ceb7cebbceb9ceb1cf83-cebacebfcf85cf84cf83cebfcf85cebacebfcf83

amazone_couleurs_cheval_bleu

Το Ιππικό της Ομορφιάς από τους κάμπους της Κριμαίας..

[ μικρό και υποθετικό  θα έλεγα, συμβάν]

 

Όπου στους κάμπους της Κριμαίας

μαζεύεται το Ιππικό της Ομορφιάς.

Στ’ αριστερά λεπτές με λυπημένο βλέμμα Μολδαβές,

στο κέντρο λυγερόκορμες και άγριες Ρωσίδες

και από τα δεξιά, αμετανόητες στον πόθο Ουκρανές.

Μόλις το σύνθημα φωνάζει μια Μοσχοβίτισσα θεά

ορμούν ακάθεκτες μπροστά με γυμνωμένα ξίφη

κι ως δια μαγείας   -άλλωστε πως θα ήταν ποίημα..-

βρίσκονται στη γωνία Παύλου Μελά και Τσιμισκή

και με ταχύ γκαλόπ παίρνουν κεφάλια από αστούς

που σταματήσανε μέσα στον πανικό τα αυτοκίνητα τους.

Θερίζουν απ τη μέση τα κορμιά ανέραστων ανδρών

ανοίγουνε καπό  και ελευθερώνουνε τα άλλα τα ‘άλογα’

που ενώνονται μαζί τους τρισευτυχισμένα..

Σταυροκοπιούνται γέροι και γριές

που δεν γνωρίσανε ποτέ τους οργασμό ζωής,

προσεύχονται στη Παναγιά καλόγριες,

ενώ τους φεύγει το τσερβέλο μες στα αίματα.

Είναι ακριβώς εκείνη η υπέροχη στιγμή

που λέει δήθεν ο σοφός λαός… ‘γίνεται της πουτάνας..’

Και μια ξανθιά πανέμορφη,

που  αμανάτι έχει μείνει  από διαδήλωση αναρχικών,

φωνάζει με τον τηλεβόα της μ’ όλη της τη φωνή

‘από αυτό το πατατράκ

κανείς σας δεν γλυτώνει

μπάτσοι γουρούνια δολοφόνοι..’

Και δώσ’ του τα κεφάλια να σκορπίζονται

μέχρι το Ιππικό της Ομορφιάς να φτάσει στον Βαρδάρη,

όπου και εξαφανίζεται στον γαμημένο χωροχρόνο….

Όπως ήρθε.

amazone

Posted in ΠΟΙΗΜΑΤΑ | Με ετικέτα: , , , , , , , | Leave a Comment »

Όταν θα πάρω αέρα στο κρανίο

Posted by vnottas στο 20 Δεκεμβρίου, 2012

Πατέρα που βρίσκεσαι στους ουρανούς,

μείνε εκεί.

Eμείς θα μείνουμε εδώ, στη Γη

που μερικές φορές είναι τόσο χαριτωμένη…

images (16)

Όταν θα πάρω αέρα στο κρανίο

και τα οστά μου θα χουν πρασινίσει,

αν πουν ότι χασκογελώ για κάποιο αστείο

θα’ν’ ένα ψέμα (…που

δεν θα με αναστήσει!).

images (11)

Διότι δεν θα ’ν’ εκεί

του σώματός μου η σάρκα,

που ευθύς, στο τάκα τάκα,

κάτι αχρείοι λιμασμένοι ποντικοί

θα ’χουν καταβροχθίσει.

αρχείο λήψης (1)

Κι εγώ δηλώνω πως, χωρίς, δεν κάνω:

Τα αμελέτητά μου,

τα πόδια, τα κανιά, τα γόνατά μου,

τα μπούτια μου, και βέβαια τον κώλο,

όπου καθόμουν πάνω.

Τα έντερα, τ’ αγγεία, τα μαλλιά μου

τα μάτια τα γλαρά μου

τη γλώσσα, τα σαγόνια που μασούσα

και σας περιγελούσα

images (2)

Τη μύτη μου την κομπορρημονούσα,

τη ράχη, τη καρδιά μου, το συκώτι.

Όλα φθαρτά, μα θαυμαστά!

Κι ας μην ξεχνάμε ότι

χάρη σ’ αυτά μπορούσα

να εκτιμώ δεόντως:

αρχείο λήψης (2)

Τις δούκισσες, τους δούκες,

κάτι τζιτζιφιόγκους με περούκες,

τις πάπισσες, τους πάπες, τους αβάδες, τις αγίες

και προ όλων αυτών,

ας μη ξεχνώ,

τους (συναδέλφους) επαγγελματίες

αρχείο λήψης

Κι έπειτα πια μυαλό δε θα ’χω,

ούτε σταλιά απ’ τη φαιά ουσία,

με φώσφορο επαρκή για να προβλέπω

τι μπορεί να ’χει πλέον σημασία,

καθώς τα κόκαλά μου

θα ’ν’ πια πρασινισμένα

και του κρανίου τα οστά

καλά αερισμένα…

images (36)

Αχ πως μισώ, τα γηρατειά,

να τυραγνούν κι εμένα!

Πρόκειται για ένα τραγούδι του Μπορίς Βιάν, εδώ ερμηνευμένο από τον Σερζ Ρεζιανί. Στην αρχή εν είδη προμετωπίδας ο Βιάν έχει παρεμβάλει τις πρώτες αράδες από το ποίημα του Πρεβέρ ¨

PATER NOSTER

¨ (ένα όμορφο ποίημα που θα το δούμε χώρια). Αυτή τη φορά είπα να μη ζορίσω πολύ την προσαρμογή και έτσι προέκυψαν μερικοί παραπανίσιοι στίχοι. Ελπίζω ότι το πνεύμα παραμένει, όσο το δυνατό, κοντά στο πρωτότυπο.

Εδώ το τραγούδι του Μπορίς Βιάν

Εδώ η προσαρμογή στην ελληνική γλώσσα που σας έφτιαξα

αρχείο λήψης (4)

Quand j’aurai du vent dans mon crâne

Quand j’aurai du vent dans mon crâne
Quand j’aurai du vert sur mes osses
P’tet qu’on croira que je ricane
Mais ça sera une impression fosse
Car il me manquera
Mon élément plastique
Plastique tique tique
Qu’auront bouffé les rats
Ma paire de bidules
Mes mollets mes rotules
Mes cuisses et mon cule
Sur quoi je m’asseyois
Mes cheveux mes fistules
Mes jolis yeux cérules
Mes couvre-mandibules
Dont je vous pourléchois
Mon nez considérable
Mon coeur mon foie mon râble
Tous ces riens admirables
Qui m’ont fait apprécier
Des ducs et des duchesses
Des papes des papesses
Des abbés des ânesses
Et des gens du métier

Et puis je n’aurai plus
Ce phosphore un peu mou
Cerveau qui me servit
A me prévoir sans vie
Les osses tout verts, le crâne venteux
Ah comme j’ai mal de devenir vieux.

images (18)

Posted in Μπορίς Βιάν στα ελληνικά, ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ - ΣΤΙΧΟΙ | Με ετικέτα: , , , , , , , , | Leave a Comment »

Μονόλογος

Posted by vnottas στο 15 Δεκεμβρίου, 2012

15

Γεννήθηκα σ’ ένα προάστιο.

Όχι βέβαια σαν κι αυτά που ξέρετε σήμερα. Πιο πολύ έμοιαζε με εξοχή κοντά στην πόλη. Δηλαδή ¨εξοχή¨ είναι μια κουβέντα. Ύπαιθρος, ταιριάζει καλύτερα. Ύπαιθρος που αρχίζει, αργά και βασανιστικά, να πήζει σε πόλη. Κάπως έτσι.

Από τη μια μεριά το βουνό. Αρχαίο. Στρογγυλεμένο. Με δάσος άκαφτο να κρέμεται στις βατές πλαγιές του και με προφήτη Ηλία σκαρφαλωμένο στο πρέπον υψόμετρο, να εποπτεύει όλο το χρόνο τις εξελίξεις στα πεδινά  και να πανηγυρίζει κάθε Ιούλιο.

Από την άλλη η θάλασσα. Ορατή. Σε απόσταση περίπου μια ώρα και κάτι παιδικό ποδαρόδρομο, αλλά ανήκουσα σε άλλο δήμο, παραλιακό.

Ανάμεσα στο βουνό και τη θάλασσα, στα όρια των δύο δήμων, περιώνυμη οδική αρτηρία, ασφαλτοστρωμένη αλλά όχι ιδιαίτερα φαρδιά τότε, ερχόταν από τις νοτιοανατολικές παραλίες και οδηγούσε κατ’ ευθείαν στο κέντρο της πόλης.

Κατά τα άλλα χωματόδρομοι, σπίτια από τούβλο – ένα ή δύο το πολύ πατώματα, λίγα πέτρινα εδώ κι εκεί και καμιά πλίθινη καλύβα απ τον καιρό που εδώ ήταν αγροί.

Τριγύρω άχτιστα οικόπεδα, αλάνες, χώμα στο χρώμα της ώχρας, σκόρπια δέντρα (πεύκα, κυπαρίσσια, συκιές, μουριές, καμιά αγριελιά, καμιά αυτοφυής πασχαλιά να ροδίζει) και αγριόχορτα. Την άνοιξη αγριολούλουδα, κατακόκκινες παπαρούνες και πλατώματα ολόκληρα γεμάτα με μαργαρίτες, κίτρινες και άσπρες. Χρώματα κι αρώματα.

Το καλοκαίρι τ’ αγριόχορτα ξεραίνονταν και τα καίγαμε, έτσι, για παιχνίδι, εμείς οι πιτσιρικάδες. Κανένας δεν το απαγόρευε, κανένας μεγάλος δεν ανησυχούσε που παίζαμε με τη φωτιά. Έδειχναν σα να χαίρονταν κι αυτοί, καθώς οι αραιοκατοικημένες σκοτεινές γειτονιές  άστραφταν από φιδωτές φλόγες τις ζεστές καλοκαιρινές νύχτες.

Έτσι κι αλλιώς, του Άη Γιάννη ανήμερα, 24 του Ιούνη – θερινό ηλιοστάσιο, ντάλα καλοκαίρι -, τις φωτιές τις έστηναν κι οι ίδιοι οι μεγάλοι. Ήταν ο Κλήδονας ο περίφημος, που τότε δεν τον πολυκαταλάβαινα. Έβλεπα να ενδιαφέρονται πιο πολύ γι αυτόν τα κορίτσια και μάλιστα τα πιο μεγάλα και να σιγοψιθυρίζουν και να χασκογελάνε, και δωσ ’ του πήδημα πάνω απ’ τη φωτιά, που τώρα ήταν μεγάλη και φουντωτή, καταμεσής στο δρόμο.

[Τότε τα εθνολογικά και τα παραδοσιακά δε με ενδιέφεραν ιδιαίτερα και τον Σεφέρη δεν τον ήξερα ακόμη:

Τα μονοκοτυλήδονα
και τα δικοτυλήδονα
ανθίζανε στον κάμπο
σου το ‘χαν πει στον κλήδονα
και σμίξαμε φιλήδονα
τα χείλη μας, Μαλάμω

 Ναι, Μαλάμω. Τότε τα κορίτσια τα φώναζαν ακόμη Μαλάμω, και Αστέρω, και Χάιδω βεβαίως – βεβαίως, αλλά τα αστικά υποκοριστικά είχαν ήδη αρχίσει να ξωπετάνε τα αρχαιοπρεπή και τα βουκολικά με κατάληξη σε ωμέγα. Τα αστικά χαϊδευτικά της εποχής ήταν δισύλλαβα και στρογγυλά: Βούλα, Κούλα, Μπούλα, Λούλα, Λόλα, Λέλα, Πόπη, Καίτη …

Αλλά στα κορίτσια θα επιστρέψουμε…  (αναπόφευκτα)].

 images (87)

Ας κλείνουμε όμως με  τα βασικά χαρακτηριστικά του σκηνικού: Το τοπίο των παιδικών μου χρόνων περιλάμβανε ακόμη τους πιο, ας πούμε μυστηριώδεις, από τους κοντινούς χώρους: τις ρεματιές. Ξεκίναγαν αδιαμόρφωτες στους πρόποδες του βουνού και κατέληγαν βαθιές ρωγμές με ιδιαίτερη χλωρίδα και μικρο-πανίδα, καθώς πλησίαζαν στη θάλασσα.

 Εκεί κάτω είχε πρώτες ύλες για παιχνίδια και πρώτες ύλες για φανταστικές ιστορίες και ονειροπολήσεις: άμμο, κροκάλες, φουντωτή πράσινη βλάστηση, πολλά καλάμια, καμιά αδέσποτη συκιά, κανένα βάτραχο, κανένα σκαντζόχοιρο που είχε κατηφορίσει απ’ το βουνό, μεγάλα σκουλήκια και μικρά φίδια.

Με τα γυρτά καλάμια και με χοντρό λάστιχο τετράγωνης διατομής από το ψιλικατζίδικο του κυρ Νίκου, μπορούσες να φτιάξεις υπέροχα τόξα, με τα λεπτά καλάμια και λίγο σύρμα, τυλιγμένο για βάρος στην κορυφή, είχες ωραιότατα βέλη.

Οι μανάδες φώναζαν, θα βγάλετε τα μάτια σας μ’ αυτά τα παιχνίδια, αλλά είχαν άδικο. Μόνο καμιά γρατζουνιά κι αυτή μόνο στις μάχες με την πάνω γειτονιά. Άλλωστε, άμα δεν  είχες τόξα, ήσουν καταδικασμένος να μάχεσαι μόνο με τα ξύλινα σπαθιά, ή, ακόμη χειρότερα, με σπερδούκλια που πόναγαν και πιο πολύ.

Οι ρεματιές τον χειμώνα κατέβαζαν νερό. Μερικές φορές με ορμή και με βροντώδη βουή που ακουγόταν ως μακριά. Τότε βασικά δεν μπορούσες να περάσεις απέναντι και έτσι τα όρια ανάμεσα στις γειτονιές ήταν πολύ ευδιάκριτα. Οι πέρα και οι δώθε! Απ’ το Ρέμα!

Πάντως όι κύριοι τόποι μυστηρίου, άμα ήσουν πιτσιρικάς τότε, εκεί, ήταν (φυσικά) πιο πέρα, στους άξονες τριών τουλάχιστον κατευθύνσεων: Προς το πευκοδάσος στις πλαγιές του βουνού, προς τη θάλασσα όπου κατέληγαν οι ρεματιές και, κυρίως,  προς την πόλη όπου κατέληγαν τα χοντροκομμένα λεωφορεία της εποχής.

 images (43)

(συνεχίζεται…)

Posted in ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ, ΤΑ ΝΟΣΤΑΛΓΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , | Leave a Comment »

Χωρίς σωτηρία…

Posted by vnottas στο 13 Δεκεμβρίου, 2012

αρχείο λήψης

Ένα ακόμη νέο ποιητικό κείμενο του Νίκου Μοσχοβάκου 

Η ΣΩΤΗΡΙΑ ΑΝΑΒΑΛΛΕΤΑΙ

Καθόταν στο γραφείο του σκεπτικός.  Οι εφημερίδες είχαν εκτιμήσει την τελευταία του δήλωση σαν προειδοποίηση για τις μελλοντικές του ενέργειες.  Μάλιστα σε δύο απ’αυτές δεν έμενε καμία αμφιβολία ότι σύντομα θα εξήγγειλε την δημιουργία νέου κόμματος.  Η πολιτική σήψη, το οικονομικό αδιέξοδο, οι αφόρητες έξωθεν πιέσεις επέβαλαν κάτι τέτοιο, έγραφαν.  Μειδίασε ικανοποιημένος.  Ναι είχε αυτή την ανθρώπινη μικρή φιλοδοξία.  Με κάθε τρόπο ήθελε να σώσει τον τόπο του.  Οραματίστηκε εκστασιασμένος τον εαυτό του σωτήρα – πρωθυπουργό.  Τα πλήθη να τον αποθεώνουν, οι τηλεοράσεις στα δελτία ειδήσεων να μιλούν για το εμπνευσμένο κυβερνητικό του πρόγραμμα.  Τον χάλασε λίγο το τελευταίο αφού είχε αναβάλει πολλάκις να βρει λύση, έστω και πρόχειρα, που θα έδινε ελπίδες για την έξοδο από την κρίση.  Συνοφρυώθηκε και υπερασπίστηκε μέσα του την ολιγωρία αυτή.  Εξάλλου τώρα είχε φτάσει η στιγμή να μελετήσει τα προβλήματα προσεκτικά σε βάθος και να διατυπώσει με τρόπο που να μην επιδέχεται αμφισβητήσεις τις προτάσεις του.  Ξέσφιξε λίγο την γραβάτα του, έβαλε το χέρι στο μέτωπο κι άρχισε να ονειροπολεί ξετρελαμένος με τις σκέψεις του.  Η πολιτικοί του αντίπαλοι θα ένιωθαν έντονα την παρουσία του, μα περισσότερο οι εσωκομματικοί ανταγωνιστές.  Πρέπει να καθαρίζουμε μ’αυτούς οριστικά συλλογίστηκε πεισμωμένος.  Έκλεισε τα μάτια κι άρχισε να ταξιδεύει … να ταξιδεύει στο ωραίο μέλλον της δόξας του.

Τον επανέφερε όμως στην τρέχουσα στιγμή το χτύπημα του τηλεφώνου.  Το σήκωσε βαριεστημένα.  Επρόκειτο για μερικές ερωτήσεις που θα του έκανε ο αθλητικογράφος του ραδιοσταθμού των σπορ, «Νο στο ντόπινγκ» σχετικά με την ήττα της αγαπημένης του ομάδας στο κρίσιμο ευρωπαϊκό της παιχνίδι.  Έβαλε τα δυνατά του – πολύ τον είχε πειράξει αυτή η ήττα – κι άρχισε διεξοδικά, να αναλύει τις φάσεις, τα λάθη των αμυντικών, την έλλειψη συνοχής, μα κυρίως τον ατομισμό του σέντερ φορ που ήθελε για τον εαυτό του τις δάφνες του σκοραρίσματος.  Ακόμα δεν παρέλειψε με πειστικό τρόπο να σχολιάσει το σύστημα του προπονητή και την λάθος τακτική του με επιχειρήματα.  Τέλος εξέφρασε την αισιοδοξία – πάντα – για το μέλλον και διατράνωσε την πίστη του στην ομάδα.  Ευχαριστούμε πολύ για την τιμή που μας κάνατε εν μέσω τόσων ασχολιών σας κ.Υπουργέ, η συζήτησή μας ήταν άκρως ενδιαφέρουσα έκλεισε την εκπομπή του ο αθλητικογράφος.  Έβαλε το ακουστικό στην θέση του ταραγμένος.  Τι ήταν αυτός πάλι να ανακαλέσει στο μυαλό του την οδυνηρή ήττα της ομάδας ;

Εκνευρισμένος χάιδεψε το σαγόνι του, κάτι μονολόγησε και σηκώθηκε.  Ο προγραμματισμός της σωτηρίας του τόπου μπορούσε να περιμένει.  Δεν χάθηκε δα ο κόσμος για μιαν ακόμη αναβολή.  Καθώς έβγαινε από την πόρτα  είδε το ρολόι του.  Καθυστερημένα θα έφτανε πάλι στο ραντεβού του με τον κορυφαίο παράγοντα που θα στήριζε οικονομικά το εγχείρημά του για τη δημιουργία νέου κόμματος.

images (17)

Posted in ΠΟΙΗΜΑΤΑ | Με ετικέτα: , , , , | Leave a Comment »

Το τραγούδι των ναυτικών (La Marine)

Posted by vnottas στο 2 Δεκεμβρίου, 2012

images (13)

Η χαρά, η ανησυχία,

που οι αιώνιες αγάπες βιώνουν,

σε μια μέρα, σε μικρογραφία,

στα λιμάνια,  συχνά ξεφυτρώνουν. 

Ειν’ γραφτό για τον ναυτικό

να ζει έρωτα βιαστικό,

με την μικρή του ερωμένη,

αγάπη συμπυκνωμένη. 

hugo-pratt

Χαρά, θλίψη, νάζι, οργή,

όλη τ’ έρωτα η παρτιτούρα,

στο λιμάνι, είναι εκεί,

σχεδιασμένη σε μινιατούρα.

Έχει γέλια, έχει ασπασμούς,

σε ροζ ρώγες, λευκούς λαιμούς,

καταπνίγοντας  τους καημούς,

σε πάθους ωκεανούς.

hugo-pratt-acquerello

 Σε μια μέρα μαζί όλα αυτά

και ο χρόνος ας ξεχειλώνει,

τρεις φορές απανωτά,

μια σωστά, μια στραβά, μια σωστά…

Νωπή γύρω η μυρωδιά

από έρωτα κι από κατράμι, 

χαρά, πόνος μαζί στην καρδιά

κι όλα πηγαίνουν καλά.

fiorini-barche-in-porto

Για κουβέντες δεν ειν’ καιρός,

μα οι σκέψεις τρυπώνουν παντού,

τ’ αύριο ξέχνα εάν δεν θες

να σκαρώσεις καταστροφές.

Το ’χει η μοίρα των ναυτικών,

πλησιάζουν, πλευρίζουνε, δένουν,

αλλά πρέπει να ’χουν στο νου,

η Εδέμ μπορεί να ’ναι αλλού. 

images (9)

Σε μια μέρα, σε λίγο χρόνο,

στο λιμάνι να που ξεφυτρώνουν, 

χαρά, πόθος, πάθος, που μόνο

οι μεγάλες αγάπες βιώνουν.

Είμαστε έτσι, οι ναυτικοί,

είναι πάντα ο καιρός που μας φταίει,

στα λιμάνια, βιαστικοί,

κάτι μέσα μας πάντα να καίει.

images (10)

La Marine είναι ένα ποίημα του Paul Fort, από το οποίο ο Μπρασένς μελοποίησε ορισμένες στροφές. Έφτιαξα την παραπάνω προσαρμογή στα ελληνικά στριμώχνοντας, ως συνήθως, τα νοήματα στις πιο ολιγοσύλλαβες (κατά το δυνατό) ελληνικές λέξεις, έτσι ώστε η μελωδία να εξακολουθήσει να λειτουργεί.

Εδώ ο τροβαδούρος και η κιθάρα του:

Εδώ από (ναυτική) χορωδία

…και εδώ η ανάγνωση της προσαρμογής που σας έφτιαξα

images (5)

 La Marine (Poème de Paul Fort)

On les r’trouve en raccourci
Dans nos p’tits amours d’un jour
Toutes les joies, tous les soucis
Des amours qui durent toujours
C’est là l’sort de la marine
Et de toutes nos p’tites chéries
On accoste. Vite ! un bec
Pour nos baisers, l’corps avec
Et les joies et les bouderies
Les fâcheries, les bons retours
Il y a tout, en raccourci
Des grandes amours dans nos p’tits
On a ri, on s’est baisés
Sur les neunœils, les nénés
Dans les ch’veux à plein bécots
Pondus comme des œufs tout chauds
fumetto
Tout c’qu’on fait dans un seul jour!
Et comme on allonge le temps!
Plus d’trois fois, dans un seul jour
Content, pas content, content
Y a dans la chambre une odeur
D’amour tendre et de goudron
Ça vous met la joie au cœur
La peine aussi, et c’est bon

On n’est pas là pour causer
Mais on pense, même dans l’amour
On pense que d’main il fera jour
Et qu’c’est une calamité
C’est là l’sort de la marine
Et de toutes nos p’tites chéries
On s’accoste. Mais on devine
Qu’ça n’sera pas le paradis

On aura beau s’dépêcher
Faire, bon Dieu ! la pige au temps
Et l’bourrer de tous nos péchés
Ça n’sera pas ça ; et pourtant
Toutes les joies, tous les soucis
Des amours qui durent toujours !
On les r’trouve en raccourci
Dans nos p’tits amours d’un jour…

bacio-marinaio-infermiera-

Posted in Μπρασένς στα ελληνικά ΙΙΙ | Με ετικέτα: , , , , , , , , , , | Leave a Comment »

Ωδή στην ευτυχισμένη ημέρα

Posted by vnottas στο 16 Οκτωβρίου, 2012

Η Ελένη παντρεύτηκε τον Αλέξιο στο Τσερτάλντο.

Το Τσερτάλντο είναι το χωριό όπου γεννήθηκε ο Βοκκάκιος (παρεμπιπτόντως).

Ο Θάνος ήταν εξάδελφος μάρτυρας.

Ο Δήμαρχος, αντί για άλλα, απάγγειλε Πάμπλο Νερούδα.

Ο Θάνος γοητεύτηκε απ’ τους στίχους.

Ο Θάνος μου τους έστειλε μεταφρασμένους απ’ τον ίδιο, μαζί με το κείμενο στα Ιταλικά και το ισπανό-χιλιανό πρωτότυπο.

Πάμπλο Νερούδα

Ωδή στην ευτυχισμένη ημέρα 

Αυτή τη φορά, αφήστε με να ‘μαι ευτυχισμένος,

τίποτε δεν συνέβη σε κανέναν, 

δεν είμαι πουθενά συγκεκριμένα, 

συνέβη μόνο τ’ ότι είμαι ευτυχισμένος

μέχρι το πιο βαθύ μου φυλλοκάρδι.

Είτε βαδίζω, είτε κοιμάμαι, είτε γράφω,  

είμαι ευτυχισμένος, τι να κάνω;

Πιο απροσμέτρητος κι απ’ το χορτάρι στα χωράφια,

το δέρμα μου, δέρμα δέντρου, χαραγμένο

το νερό από κάτω, τα πουλιά από πάνω,

η θάλασσα δαχτυλίδι από τη μέση μου τριγύρω,

η γη από ψωμί και πέτρα

κι ο αέρας τραγουδάει σαν κιθάρα. 

Δίπλα μου εσύ, στην άμμο, είσαι άμμος

τραγουδάς κι είσαι τραγούδι,

ο κόσμος σήμερα είναι η ψυχή μου, 

τραγούδι και άμμος. 

Ο κόσμος είναι σήμερα το στόμα σου.

Αφήστε με μέσα στο στόμα σου και μεσ’ στην άμμο 

να ‘μαι ευτυχισμένος,

να ‘μαι ευτυχισμένος γιατί ναι, 

γιατί αναπνέω και γιατί αναπνέεις,

να ‘μαι ευτυχισμένος γιατί αγγίζω το γόνατό σου

κι είναι σαν ν’ αγγίζω το γαλάζιο δέρμα τ’ ουρανού

και τη δροσιά του.

Σήμερα αφήστε με να ‘μαι ευτυχισμένος

μαζί με όλους ή με κανέναν

να ‘μαι ευτυχισμένος με το χορτάρι και την άμμο

να ‘μαι ευτυχισμένος με τον αέρα και τη γη

να ‘μαι ευτυχισμένος με σένα, με το στόμα σου

να ‘μαι ευτυχισμένος.

Ode al giorno felice

Questa volta lasciate che sia felice,

non è successo nulla a nessuno,

non sono da nessuna parte,

succede solo che sono felice

fino all’ultimo profondo angolino del cuore.

Camminando, dormendo o scrivendo,

che posso farci, sono felice.

Sono più sterminato dell’erba nelle praterie,

sento la pelle come un albero raggrinzito,

e l’acqua sotto, gli uccelli in cima,

il mare come un anello intorno alla mia vita,

fatta di pane e pietra la terra

l’aria canta come una chitarra.

Tu al mio fianco sulla sabbia, sei sabbia,

tu canti e sei canto.

Il mondo è oggi la mia anima

canto e sabbia, il mondo oggi è la tua bocca,

lasciatemi sulla tua bocca e sulla sabbia

essere felice,

essere felice perché sì,

perché respiro e perché respiri,

essere felice perché tocco il tuo ginocchio

ed è come se toccassi la pelle azzurra del cielo

e la sua freschezza.

Oggi lasciate che sia felice, io e basta,

con o senza tutti, essere felice con l’erba

e la sabbia essere felice con l’aria e la terra,

essere felice con te, con la tua bocca,

essere felice.

Oda al día feliz

 ESTA vez dejadme

ser feliz,

nada ha pasado a nadie,

no estoy en parte alguna,

sucede solamente

que soy feliz

por los cuatro costados

del corazón, andando,

durmiendo o escribiendo.

Qué voy a hacerle, soy

feliz.

Soy más innumerable

que el pasto

en las praderas,

siento la piel como un árbol rugoso

y el agua abajo,

los pájaros arriba,

el mar como un anillo

en mi cintura,

hecha de pan y piedra la tierra

el aire canta como una guitarra.

Tú a mi lado en la arena

eres arena,

tú cantas y eres canto,

el mundo

es hoy mi alma,

canto y arena,

el mundo

es hoy tu boca,

dejadme

en tu boca y en la arena

ser feliz,

ser feliz porque si, porque respiro

y porque tú respiras,

ser feliz porque toco

tu rodilla

y es como si tocara

la piel azul del cielo

y su frescura.

Hoy dejadme

a mí solo

ser feliz,

con todos o sin todos,

ser feliz

con el pasto

y la arena,

ser feliz

con el aire y la tierra,

ser feliz,

contigo, con tu boca,

ser feliz.

Posted in ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ, ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΤΑ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΑ | Με ετικέτα: , , , , | Leave a Comment »

Αδέσποτος σκύλος: Μας πήραν τα ζουμιά

Posted by vnottas στο 30 Σεπτεμβρίου, 2012

Αντώνης Αντωνάκος

Μας πήραν τα ζουμιά

και μας πήραν τα χρόνια
μας πήραν στο τηλέφωνο
και μας πήραν στη δουλειά.

Η ζωή μας τρύπια
ωραία λυρική φτώχεια
σε παροξυσμό. Μας πήραν
τα ωραία λόγια, τις
ωραίες γυναίκες, τα
ωραία πρόβατα, τα
ωραία κατσίκια, τα ωραία δαμάλια.

Οι αγρότες μας εγίναν αποτρόπαιοι
μικροαστοί, οι μικροαστοί
αποτρόπαιοι αγρότες, ο λαός
αποτρόπαια ευρωπαίος
με πολλά μεταξωτά βρακιά
αλλά χωρίς επιδέξιο κώλο.

Μας πήραν απ’ τη μύτη και
μας πήραν από πίσω, μας γαμούν
οι ρήτορες, οι πρόεδροι κρατών,
μας γαμούν οι πεθαμένοι θεοί,
ο Καίσαρας, οι καταχθόνιοι
μάγειρες απ’ τα μαγεριά τους,
οι μέγαιρες, οι μάγιστροι,
τα έξυπνα πουλιά που μας πιάνουν
απ’ τη μύτη, οι αρχαίοι ημών
πρόγονοι με τις πρωινές τους
γυμναστικές και τις εφιδρώσεις
απ’ το πανσεξουαλικό τους
παρελθόν!

Μας πήραν στο στρατό και
μας πήραν στο κόμμα
μας πήραν στο πανεπιστήμιο
και μας πήραν χαμπάρι.

Γάτοι του Αχέροντα και
σκύλοι του άλλου κόσμου
γλώσσες από άλλες χώρες
χώρες από άλλες γλώσσες

ποντίκια και κοριοί
σκορπιοί και σκόρπιοι
ναύτες και ναυτίες
ναυάγια Ειρηνικοί ωκεανοί
πολεμικοί ανταποκριτές

μανούλες άπορες και
μανούλες άστεγες και
μανούλες μόνες
φαγωμένες απ’ το σκόρο
τους δεσμοφύλακες, τα κέντρα
φύλαξης, εξ ουρανού
αποδιωγμένες.

Μας πήραν φως οι φωτογραφίες
μας πήραν είδηση και μας πήραν
δώρο, μας πήραν τη θέση
στο λεωφορείο, μας πήραν τις
εκλογές, μας πήραν τα σώβρακα.

Μας πήραν την ιστορία, μας πήραν
τον ήλιο, μας πήραν το σκοτάδι,
μας πήραν τα συνδικάτα, μας
πήραν το διαφωτισμό, ότι είχαμε
και δεν είχαμε, οι αστοί μας πήραν
τη ρεβάνς.

Οι αστοί γεννοβολούν
διανοούμενα τέκνα και
τρελούς αντισοβιετικούς.
Κάνουν μνημόσυνα στα ντουβάρια.
Ανάβουν κεράκια στους σοβάδες.

Βραβεύουν, επιχορηγούν,
επιβραβεύουν, επιδοτούν
επαρχιώτες λογοτέχνες της Αθήνας
κι αυτοί γράφουν, συγγράφουν,
συνομιλούν, δηλώνουν,
ξεχερσώνουν, υποδηλώνουν,
δικάζουν, καταδικάζουν, καυτηριάζουν
και το χοντρό τους δάχτυλο κουνούν
στις μάζες που καραδοκούν.

Posted in ΠΟΙΗΜΑΤΑ | Με ετικέτα: , , , , | Leave a Comment »

Υποσημείωση εν όψει της νέας ακαδημαϊκής χρονιάς

Posted by vnottas στο 29 Αυγούστου, 2012

Μεγάλωσα. Τα μαζεύω και φεύγω. Όπου να ’ναι. Μία ακόμη εκπαιδευτική χρονιά, η φετινή, και αυτό ήταν. Διαλέξεις, εξετάσεις, συνελεύσεις γενικές, συναντήσεις άτυπες, συγκρούσεις ρητές και υπαινισσόμενες, διερευνήσεις, κρίσεις  ημέτερες και αλλότριες: τέλος. Αν ήμουν κύκνος, λέμε τώρα, θα υποκλινόμουν και θα έριχνα ένα τραγούδι, ας πούμε μια καταληκτική άρια, ένα μελαγχολικό σόλο, ένα αποχαιρετιστήριο παράπονο. Δεν είμαι ιπτάμενος μακρυλαίμης, και έτσι το μόνο που θα εκφέρω θα είναι μια σειρά σκέψεων, που θα μοιάζουν -εκ των πραγμάτων- καταληκτικές, (μα στην ουσία θα ’ναι πολύ λιγότερο εμφαντικές απ’ ό, τι υπήρξαν κάποτε), και που θα εξακολουθήσουν να αποκαλούνται ¨μαθήματα¨. Τα τελευταία.

Ανθυποσημείωση1: Θα έχω και φέτος, όπως πάντα, τις πόρτες της αίθουσας διδασκαλίας ανοιχτές για όποιον θέλει να προβληματιστεί πάνω στις σχέσεις κοινωνίας και επικοινωνίας. Τα αντικείμενα παραμένουν: στο χειμερινό εξάμηνο: ¨κοινωνιολογία της μαζικής επικοινωνίας¨ και ¨κοινωνική διάσταση του ραδιοφώνου¨, και στο εαρινό: ¨κοινωνική ιστορία των ΜΜΕ¨ και ¨κοινωνική ανάλυση αφηγήματος¨.

Ανθυποσημείωση2: Εντάξει, είναι μάλλον φυσιολογικό και προβλέψιμο: που και που, εδώ ή στα μαθήματα θα αποδρούν απολογιστικές διατυπώσεις. Υπομονή.

Posted in ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ - ΜΑΘΗΜΑΤΑ, ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ | Με ετικέτα: , , , | Leave a Comment »

Σε ρυθμό αδέσποτου σκύλου

Posted by vnottas στο 24 Αυγούστου, 2012

 

Σημείωση: Άφησα στο ιστολόγιο του Αδέσποτου Σκύλου το ακόλουθο μήνυμα: Φίλε Αδέσποτε, καθώς γιομίζει το δεύτερο φεγγάρι του Αύγουστου λέω να αναδημοσιεύσω δυο κομμάτια από τον πρόσφατό σου λόγο. (¨Μιλώ¨ και ¨Σε ξένο ρυθμό¨). Συγγνώμη για τις (γραφιστικές/στικτικές) μικροαλλοιώσεις. Να είσαι καλά. Β.Ν.

Σε ξένο ρυθμό + Μιλώ

Σε ξένο ρυθμό

 και σε φριχτά τραύματα

σε αναστεναγμούς και χαρτοσακούλες με ψώνια

 και διαμάχες

 και υποψίες

και ερωτηματικά μπόλικα για το μέλλον του κόσμου

και της ποίησης …

 

όσων απεδείχθησαν καπάτσοι

και δεν είπαν ακόμα την τελευταία τους λέξη

και τις τελευταίες κατάρες

και δεν δώσαν τα τελευταία μεθυστικά φιλιά

στο λαιμό της Μούσας

που τους πήρε

στο λαιμό της.

 

(Μιλώ με τον τρόπο αυτό

 γιατί δεν μπορώ να κάνω αλλιώς,

γιατί η κυριολεξία απέτυχε βίαια

κι οι αποδείξεις άφησαν πίσω

νεκρούς,

αμφιβολίες,

αρχαίους τραγικούς.


Μιλώ όπως μιλώ

και ταμπουρώνομαι στης γραφής τα σούρουπα

και διαπράττω εξευτελισμούς

και ταπεινώσεις,

την πόλη περικυκλώνοντας,

την κριτική ανεπάρκεια φίλων και γνωστών,

τον άκρατο δαρβινισμό της καθημερινότητας

 και τις ανόητες θεωρίες

περί μονογαμίας, περί αδυνάτου και ισχυρού, περί σοφών,

περί κώλων

και περικοκλάδων).

 

Posted in ΠΟΙΗΜΑΤΑ | Με ετικέτα: , , | Leave a Comment »

Καλοκαίρι στην πόλη

Posted by vnottas στο 27 Ιουλίου, 2012

Ο Στέφανο Μπένι είναι, κατά τη γνώμη μου,  ένας από τους πιο ενδιαφέροντες σύγχρονους Ιταλούς συγγραφείς, αρκετά έργα του οποίου έχουν  μεταφραστεί και κυκλοφορήσει στη χώρα μας. Χτες ξεφύλλιζα το Dottor New, μια παλιότερη (αμετάφραστη –αν δεν κάνω λάθος) συλλογή με σχόλια του Μπένι, τα περισσότερα σχετικά με τον εκ των άνω ισοπεδωτικό ¨εκσυγχρονισμό¨ των τελευταίων καιρών. Είπα λοιπόν να σας μεταφράσω ένα – δυο απ’ αυτά.  Σήμερα, ένα γραμμένο με καλοκαιρινή διάθεση (2001) 

  Καλοκαίρι στην πόλη

 Ζέστη, κλειστά μαγαζιά, νέφος, δεν είναι οι χειρότεροι εχθροί του καλοκαιριού στην πόλη. Παραμονεύουν κι άλλες απειλές από τις οποίες είναι δύσκολο να αμυνθεί κανείς. Ιδού μερικές απ’ αυτές.

 Ο κρυομανής.

 Πρόκειται για ένα ον εξαρτημένο από το ερκοντίσιον, τόσο που φοβάται ότι μια μόνο στιγμή αν εκτεθεί στη ζέστη, θα αποτεφρωθεί.

Στο γραφείο, υποχρεώνει τους συναδέλφους του να ζουν σε θερμοκρασίες υπό το μηδέν και να φοράνε παλτά.

 Μετά τη δουλειά πηδάει απ’ ευθείας στο αυτοκίνητό του, που μπορείτε να το αναγνωρίσετε από τους παγο-σταλακτίτες στο τιμόνι.

Μόλις μπει στο σπίτι του ανάβει μια θύελλα από κλιματιστικά, που θα καταπλάκωνε ως και τους Εσκιμώους.

Δεν πάει σε εστιατόριο αν δεν σιγουρευτεί ότι θα καθίσει ακριβώς κάτω από το σημείο όπου εκτινάσσεται ο κρύος αέρας, τρώει τη μοτσαρέλα αμέσως μόλις τη βγάλει από την κατάψυξη, κόβοντάς την με την αξίνα. Καμιά φορά μπορεί, να τον συναντήσεις κουλουριασμένο γύρω από το ψυγείο με τα παγωτά.

Τη νύχτα υποχρεώνει τη γυναίκα του να κοιμάται στον υπνόσακο, κάτω από ένα κανόνι που ρίχνει τεχνητό χιόνι. Δεν τον τσιμπάν τα κουνούπια, αλλά μερικές φορές τον ψιλοδαγκώνει καμιά φώκια.

Η αγαπημένη του φράση είναι: ¨Τι σκατοκαλόκαιρο, σαράντα βαθμοί και εγώ είμαι πάντα συναχωμένος¨.  

Ο αυτοκινητοκαθαριστής

Σωβρακοφόρος που, καταμεσής στο δρόμο, κάθε νύχτα, πλένει το αυτοκίνητό του μέσα σε μια λούμπα από αφρό και απορρυπαντικό ως και διακόσια μέτρα μήκος.

Ανώφελο να του πείτε ότι το αυτοκίνητο είναι κάτι παραπάνω από καθαρό. Θα σας αφιερώσει ένα θλιμένο χαμόγελο και θα επιστρέψει στην εμμονή του.

Εάν θέλετε να τον κάνετε ευτυχισμένο, ρίξτε του έναν γερό εμετό στο παρμπρίζ. 

Ο μπούμπουρας της νύχτας

Κατά τις τρεις τη νύχτα, πάνω που, ύστερα από πολλές προσπάθειες, καταφέρατε να κοιμηθείτε, κάτω από το παράθυρό σας περνάει αυτό το κακόβουλο ον, καβάλα σε όχημα που εκπέμπει έναν θόρυβο απαράμιλλο στην κλίμακα της οικουμενικής κακοφωνίας.

Είναι κάτι ανάμεσα στο ηλεκτρικό πριόνι, το γιγάντιο κουνούπι και τον κολικό μιας ¨φόρμουλα ένα¨.

Ο θόρυβος αρχίζει από μερικά χιλιόμετρα απόσταση και σβήνει το πρωί.

Κανείς δεν κατάφερε ποτέ να δει ποιος είναι ο τρομερός μπούμπουρας της νύχτας. Κάτι ψιθυρίζεται για ένα γεροντάκο πάνω σ’ ένα μικροσκοπικό μηχανάκι.

Μπλόκα και ενέδρες δεν έδωσαν κανένα αποτέλεσμα. 

Η επίδειξη (μόδας)

Το καλοκαίρι, η πόλη καταλαμβάνεται από πλήθος εκδηλώσεων. Στις λεωφόρους θα έχει μαραθώνιους, στην παραλία θα έχει φεστιβάλ τραγουδιού, στο αναγεννησιακό περίπτερο θα έχει μια συζήτηση για το (λογοτεχνικό) βραβείο Strega, κατά τη διάρκεια της οποίας χασμουριούνται ως και οι σαρκοφάγοι.

Αλλά το χειρότερο είναι να ανακαλύψετε ότι ο περίπατός σας μπλοκαρίστηκε από μία επίδειξη μόδας. Λικνιζόμενα μοντέλα και ραμπο-ειδή με βερμούδες να έχουν προχωρήσει σε  στρατιωτική κατάληψη της πλατείας, μπροστά σε ένα παρτέρι με ενθρονισμένους VIP.

Μην πλησιάσετε γιατί κινδυνεύετε να υποστείτε το άγριο ρεσάλτο των Ντόλτσιδων και των Καμπάνηδων, που είναι πιο αδιάκριτοι κι από τους πλανόδιους μικροπωλητές. Δεν τους φτάνει που έχουν καταλάβει τα τηλεοπτικά στούντιο, επιδεικνύονται τώρα σε σιδηροδρομικούς σταθμούς, μνημειακές σκάλες, ταρσανάδες, νεκροτομεία, πουλώντας την επανάληπτικότητα για Σχολή, τις ανοιχτές φούστες για παραβατικότητα,  τις ¨υπογραφές¨ σε αρώματα και αναπτήρες για δημιουργικότητα.

Καμιά γωνιά της πόλης δεν ξεφεύγει απ’ αυτούς τους περιπλανώμενους εκατομμυριούχους,  που, επί πλέον, εκπροσωπούνται εικαστικά από εφημερεύοντες τηλε-φαμφαρόνους/όνες σε ένα ακατάπαυστο δουλοπρεπές σποτ.

Πρόκειται για στρατιωτικές παρελάσεις της κοινοτοπίας ανυψωμένης στη νιοστή, ξανα-πλασαρισμένα κακέκτυπα παλιών πινάκων και εθίμων,  γουνοφορεμένες και επί-ζαχαρωμένες εκδοχές του χωριάτικου πανηγυριού και της περιφοράς του Αγίου, χωρίς όμως το θαύμα μίας έστω αυθόρμητης στιγμής, και με αισθησιακό φορτίο όσο διαθέτει και ένα πτηνοτροφείο.

Αν και η Ναομί καταβροχθίζει πιο πολλά χιλιόμετρα από ρωσίδα δρομέα, ενώ οι στιλίστες ξοδεύουν δισεκατομμύρια σε διαφήμιση και διοργανώνουν λουσάτες γιορτές για να εξασφαλίσουν νέους συνένοχους, η αποθήκη των ιδεών είναι άδεια. Αν περάσετε κοντά από μια επίδειξη μόδας, πάρτε, καλύτερα, δρόμο. 

Ο κουφός με την Τηλεόραση

Αυτός ο κύριος έχει το παράθυρο ανοιχτό και τον ήχο της τηλεόρασης σε ένταση ροκ συναυλίας. Όλη η γειτονιά ξυπνάει στις επτά το πρωί από το σήμα των χελωνονιντζακίων. Υποχρεώνει όλους τους γείτονες να βλέπουν το ίδιο δελτίο ειδήσεων, γιατί ο δικός του ήχος εκμηδενίζει τους άλλους.

Βλέπει τα πάντα, συμπεριλαμβανόμενης της εκπαιδευτικής τηλεόρασης στις τέσσερεις τη νύχτα, και εάν μένετε κοντά του μπορείτε να γίνετε υπομηχανικοί σε ένα μήνα. Μερικές φορές προσθέτει στους τηλεοπτικούς θορύβους, μουσική από δίσκους στη διαπασών. Από τα γειτονικά παράθυρα καταφτάνουν ρίψεις από κατσαρόλες,  βέλη και βλαστήμιες, αλλά χωρίς αποτέλεσμα.

Δεν μπορείτε να τηλεφωνήσετε στην αστυνομία γιατί θα σας απαντήσουν: ¨Λυπάμαι κυρία μου, αλλά αν δεν χαμηλώσετε την τηλεόραση δεν καταλαβαίνω λέξη¨. Δεν μπορείτε να του χτυπήσετε το κουδούνι ούτε να του τηλεφωνήσετε, γιατί δεν ακούει το κουδούνισμα.

Ο μόνος τρόπος για να τον σταματήσετε είναι να αναρριχηθείτε στον εξωτερικό τοίχο και να μπείτε από το παράθυρο.

Θα τον βρείτε κοιμισμένο, και θα σας εξομολογηθεί, αθώα, ότι αυτός την τηλεόραση δεν την κοιτάζει ποτέ, την έχει αναμμένη  μόνο έτσι, για να του κρατάει συντροφιά. 

Ο Καταβρέχτης

Ανώτερη οντότητα, που από μυστηριώδη ύψη ρίχνει συνεχώς ποσότητες νερού στους διερχόμενους. Μέρα νύχτα, ο θόρυβος απ’ τους καταρράκτες του αντηχεί στη σιγή του δρόμου. Είναι άγνωστο ποιο είδος τροπικού δάσους ή ακόρεστου Μπαομπάμπ πρέπει να καταβρέχει συνεχώς.

Εάν σας πετύχει το μπουγέλο, είναι ανώφελο να κοιτάξετε επάνω, ο μυστηριώδης καταβρέχτης είναι αόρατος, το πολύ να δείτε να ψιλοκουνιέται κανένα γεράνι.

Εάν του φωνάξετε να προσέχει, σταματάει για καναδυό λεπτά, και μετά η καταρροή συνεχίζεται. Εάν τον βρίσετε παίρνει να καταιονίζει ποτιστήρια, βολβούς και, σε ορισμένες περιπτώσεις κανα τόνο γλάστρες με πικροδάφνες. 

Η περιπλανώμενη σφαίρα

Συμβαίνει, όλο και πιο συχνά, όταν ανταλλάσσονται πυροβολισμοί ανάμεσα σε συμμορίες, να χτυπιέται και κανένας πολίτης. Πρόκειται για ένα εγκάρδιο far west με όλο και περισσότερους, όλο και θρασύτερους, αλλήθωρους πιστολέρος, πράγμα που επιβεβαιώνει ότι αυτές οι ομάδες επανακτούν τον έλεγχο των πόλεων.

Γι αυτό, σε όποιον επιμένει να κόβει βόλτες, με δικό του ρίσκο,, συμβουλεύουμε τις πιο ¨ιν¨ αμφιέσεις του καλοκαιριού. Για εκείνη, αλεξίσφαιρη στολή, σε στιλ πυροσβέστη, κάπως σαν την   Sigourney Weaver στο Alien. Για εκείνον, φανελάκι σε λαμαρίνα και πράσινο θωρακισμένο μπουφάν αλά Bossi, με Bluetooth για να συνεννοείται κατά τις  ψηφοφορίες με τον Silvio. Για τους νέους, T-shirt με την επιγραφή ¨I remember mafia¨, μια συναυλία σε πλατεία και τη διαβεβαίωση ότι η επιστροφή της Καμόρας εντάσσεται στο γενικότερο revival  της δεκαετίας του ΄60.

Το μόνο πραγματικό πρόβλημα είναι οι εξακόσιες χιλιάδες Καλάσνικωφ της Καμόρας. Μα καλά βρε παιδιά, γιατί άραγε αυτή η κρίση στα τουφέκια made in Italy;

Posted in ΣΧΟΛΙΑ, ΤΑ ΤΡΕΧΟΝΤΑ | Με ετικέτα: , , , , | Leave a Comment »

Η μπαλάντα των θλιμμένων αρσενικών

Posted by vnottas στο 24 Ιουλίου, 2012

Το Ιστορικό: Έψαχνα την ετυμολογία της λέξης ¨υπερφίαλος¨ και πέφτω σε ένα ιστολόγιο με την εξής πολύλεξη ονομασία: ¨πλατωνικό ΑΙΔΟΙΟ υπερφίαλος ΦΑΛΛΟΣ και μαραγκιασμένο e-ΣΠΕΡΜΑ (Στήμονες και Ύπερος και ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής)¨

και αμέσως μετά εν είδει προμετωπίδας:

¨Στο κάτω κάτω της γραφής και οι γυναίκες λέξεις είναι, αντικλείδια που ανοίγουν πόρτες κλειστές¨

Κοιτάζω παρακάτω και υπό τον τίτλο

 Θεοδόσης Βολκώφ, Η μπαλάντα των θλιμμένων αρσενικών,

εντοπίζω τους ακόλουθους στίχους, που μου άρεσαν και ως εκ τούτου αναδημοσιεύω:

Θεοδόσης Βολκώφ

Η μπαλάντα των θλιμμένων αρσενικών

Πρέπει λοιπόν κι εδώ κάποιος να εγκύψει
και αυτό να εγγραφεί και να ειπωθεί,

του αρσενικού η πλέον μύχια θλίψη

και η πνιγμένη του άντρα οιμωγή.

Στη Γλώσσα πρέπει να ’ρθει όλη η Γη,

να εντυπωθεί στον Λόγο μ’ έναν γρόθο

και στον Ρυθμό με βία να χαραχθεί.

Αρσενικά θλιμμένα μου, σας νιώθω.

Δεν είναι ο Θεός που έχει εκλείψει,
και ο Θάνατος που σας διεκδικεί,

δεν είναι η Ιστορία που έχει ενσκήψει

και που εκατόμβες πάλι απαιτεί,

μα Εκείνη και η Άλλη και Αυτή,

μορφές και σώματα από χθόνιο δνόφο,

της λάσπης κορυφώσεις εν ζωή.

Αρσενικά θλιμμένα μου, σας νιώθω.

Και λέω την πάσα αλήθεια δίχως τύψη,
– η Σάρκα είναι αυτό που στιχουργεί –

οι θηλυκές – αυτό σας έχει λείψει

και πάντα θα σας τρώει, αρσενικοί,

εκείνο που κανένας δεν μπορεί

μα που ο καθένας θέλει μες στον ζόφο –

μ’όλες τις θηλυκές να κοιμηθεί.

Αρσενικά θλιμμένα μου, σας νιώθω.

Η Σάρκα τον εαυτό της ιστορεί –
πώς δέρνεστε και γδέρνεστε απ’ τον πόθο

και πώς το ατσάλι λιώνει απ’ το κερί.

Αρσενικά θλιμμένα μου, σας νιώθω.

 (*) Δνόφος και Γνόφος=Βαθύ σκοτάδι

Posted in ΠΟΙΗΜΑΤΑ | Με ετικέτα: , , | Leave a Comment »

Μέρες που είναι… (ημερολογιακός μονόλογος)

Posted by vnottas στο 23 Μαΐου, 2012

Αυτές τις μέρες είμαι κι εγώ κολλημένος στην πλαστική διαφάνεια της τηλεόρασης και την εξ ίσου πλαστικοποιημένη διαφάνεια του ανυστερόβουλου υπολογιστή μου – ανυστερόβουλος; μάλλον πρόκειται για ευφημισμό… πιο πολύ προκύπτει πολύβουλος, εξ ου και πολύφωνος και για να τον κάνεις ζάφτι πρέπει να τον μάθεις καλά και, βέβαια, να του πάρεις τον αέρα!

Στήνομαι λοιπόν στην δέουσα απόσταση από την φωσφορίζουσα εστία και παρακολουθώ τις εξελίξεις, τις ζυμώσεις, τις δηλώσεις, τις ανακοινώσεις, τις αποσχίσεις, τις ενώσεις, τις εκκενώσεις, τα κενά, τις κινήσεις, τις μετακινήσεις (από ιδέες και ιδεολογίες), τις μετατοπίσεις (από χώρους, παρέες και κλίκες), τις μετακομίσεις (από κόμμα σε κώμα), τα ολισθήματα, τις τούμπες, τις κωλοτούμπες, τις ζαβολιές, τις αλλαξοκωλιές, τα ξέφυγ’ς, τα ντεμπά, τις αλληλοδιακοπές, τις αλληλοεπικαλύψεις,  τις ανατροπές, τα τραλαλά, τα ζαβά και τα σοβαρά που διανθίζουν την ανανεωμένη (χάρη στην λαϊκή βούληση) πολιτική σκηνή της χώρας.

Γιατί η χώρα, χρόνια τώρα γκαστρωμένη από αδηφάγους νεοφιλελευθερισμούς, στραβοχυμένους μετανεωτερισμούς, αυτοκρατορικές παγκοσμιοποιήσεις, κι όποιος βγάλει το μάτι του αλλουνού είναι κύριος, και πραγματιστής, και επαρκώς εικονολάτρης, η χώρα λοιπόν η γκαστρωμένη, σφίχτηκε, πίεσε και ξεγέννησε με οδύνη και ζόρι, νέες προδιαγραφές και οδηγίες, κι έτσι τώρα οι παλιές καραβάνες της ιδιοτελούς πολιτικής και της χειραγωγούσας δημοσιογραφίας ζορίζονται κι αυτές για να φτιάξουν καινούργια προσωπεία, αλλά δεν τα καταφέρνουν, κι έτσι εν τέλει, από μέσα, πίσω από τις μάσκες, διακρίνονται τα γνήσια σουβλερά δόντια και τα γνωστά διαβολικά (διαβάλλοντα) κεραιόσχημα κέρατα.

Είμαι λοιπόν, που λέτε, κολλημένος στις αχνογάλανες φωσφορίζουσες οθόνες και νοιώθω κάποιες ενοχές γιατί, να σας το ομολογήσω, ίσως να ’μουν καλύτερα στους δρόμους και στις πλατείες, να συμμετέχω στα τεκταινόμενα με τον παλιό καλό τρόπο, αλλά βλέπεις οι καιροί άλλαξαν, κι έτσι κι αλλιώς τώρα πρέπει (πάλι) να σκάψουμε τα χαλάσματα αναζητώντας νέους ορίζοντες κι επειδή τα παθήματα απαιτούν μαθήματα χρειαζόμαστε πιο πολύ σκέψη από τρέξιμο, κι η σκέψη για να δουλέψει και να φτιάξει γνώση έχει ανάγκη από πληροφορίες, και αφού ο παλιός άσπονδος φίλος, ο Τύπος, έχει λακίσει σχεδόν ολοσούμπιτος (συμπούρμπουλος) στην μνημειώδη μνημονιακή μονομέρεια των ¨νοικοκυραίων¨, τον έκοψα μαχαίρι, και να ’μαι τώρα να πλέω (και που και που να πνίγομαι) ανεβάζοντας ιστία σε διαδικτυακούς ιστούς και να βαράω ανηλεώς μαύρα πλήκτρα: Με ενδιαφέρον (αυτονόητο), με περιέργεια (δικαιολογημένη), με ανησυχία (αναμενόμενη, αλλά προς το παρόν ελεγχόμενη) και με ελπίδα, εκείνη που αποδημεί τελευταία κι έτσι είναι ακόμη εκεί, να σου σκάει μισό χαμόγελο…  

 ΥΓ. Να πω όμως ακόμη, ότι στις 6 του Μάη πήρα μια ανάσα, βαθειά, ζωογόνο, γιατί (πέρα από ποιος κέρδισε και ποιος έχασε στις εκλογές) η μακριά γλίστρα πάνω στην μπανανόφλουδα των τοκογλυφικών δανείων, της επίπλαστης ευημερίας και των νομιμοποιημένων εθνικών και ιδιωτικών αρπαχτών, μοιάζει να τέλειωσε. Οι κλινικές εξετάσεις δείχνουν ότι τα σύνδρομα εξάρτησης μάλλον υποχωρούν, πως οι πανικοί των δοσομανών μάλλον ξεπερνιούνται σιγά σιγά και πως η αξιοπρέπεια γίνεται και πάλι αξία με ένα ελάχιστο κοινής αναγνώρισης…

(κι εδώ βάζω αποσιωπητικά, γιατί έχει κι άλλο, η ζωή και η αφήγηση συνεχίζονται –ευτυχώς, και εάν στην κατηφόρα πιάσαμε πάτο, η ζωή, λέει ο ποιητής, ξέρει να τραβάει την ανηφόρα).

 Β. Νόττας

Posted in ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ, ΣΧΟΛΙΑ | Με ετικέτα: , , , , , | Leave a Comment »

Γράφω για σας και για σένα

Posted by vnottas στο 18 Απριλίου, 2012

Γράφω για όλους εσάς

που συναντηθήκαμε κάποτε στο λεωφορείο

ή κοιταχτήκαμε από το παράθυρο του αυτοκινήτου

όταν μας σταμάτησε το κόκκινο στο δρόμο.

Γράφω για όλους εσάς

που λησμόνησα τις φυσιογνωμίες σας

κι ας πορευτήκαμε μαζί σε διαδηλώσεις

κι ας πανηγυρίσαμε μαζί στο γήπεδο.

 

Η καταρρακτώδης στιγμιαία βροχή

αλλά κι η σιγανή, του χρόνου που πέρασε,

έσβησε με ευκολία τις λεπτομέρειες των εικόνων.

 

Γράφω ακόμα χωρίς να ξεχνώ εσένα

που για λίγο διασταυρωθήκαμε

το μακρινό εκείνο καλοκαιρινό απομεσήμερο

στην Τραφάλγκαρ Σκουέαρ

ανάμεσα στο πλήθος λευκών και μαύρων

και καθώς προσπεράσαμε

ίσα που πρόλαβα ν’ ακούσω

πως μίλαγες Ισπανικά στη διπλανή σου

κι αναρωτιόμουν από τότε αν ήσουν

από την Αλμερία ή τη Σεβίλλη.

Στο βάθος του χρόνου όμως αποφάσισα

ότι είχες κάτι από το Μπουένος Άιρες.

 

Γράφω λοιπόν και μέσα

στο αβέβαιο τοπίο του χρόνου

ανακαλώ στη μνήμη μου

χρώματα και χαραμάδες

απ’ όπου διακρίνω

όλους εσάς που υπήρξατε

η άγνωστη κοίτη του ποταμού της ζωής μου.

 

Είναι ένα ακόμη από τα πρόσφατα ποιήματα του Νίκου Μοσχοβάκου, Λάκωνα ποιητή, φίλου, κωδικοποιητή της ευαισθησίας της γενιάς μου.

Posted in ΠΟΙΗΜΑΤΑ | Με ετικέτα: , , , | 2 Σχόλια »

Η μήτρα σου

Posted by vnottas στο 8 Απριλίου, 2012

Ήταν εδώ ο Νίκος κι η Ιωάννα. Ταξίδι αστραπή με το τρένο. Ήρθαν και απολαύσαμε μαζί την Παρασκευή το βράδυ  τον Μιχάλη, τον Παντελή, τον Σπύρο να τραγουδάνε γάλλους ποιητές. Το Σάββατο έφυγαν (Ναυσικούλα να τα χιλιάσεις). Ο Νίκος μου είχε υποσχεθεί ότι θα μου φέρει νέα ποιήματά του,  η υπόσχεση τηρήθηκε και ιδού το πρώτο:

(Domenico Scarlatti, Sonata in d minor, K. 1)

Νίκος Μοσχοβάκος.

 

Η μήτρα σου

Πιστεύω στη μήτρα σου

κι ας μη εξυπηρετεί πια τη γονιμότητα.

Τις ασέληνες νύχτες του χειμώνα

όταν τα νυχτοπούλια σωπαίνουν

κι οι καμινάδες υψώνουν τους καπνούς τους

στον ουρανό, εσύ παραδομένη

στον άλλο κόσμο του ύπνου

φλυαρείς μες του ονείρου τη δίνη

μα η μήτρα σου υγρή κι αμήχανη

σωπαίνει αινιγματικά

σαν άρπα ξεχασμένη

όταν την ρωτούν για το μέλλον.

Στη μόνιμη σκιά του νόστου

αγέρωχη αποπειράται

να αντιπαρέλθει το μοιραίο

που ολοένα πλησιάζει.

Μέχρι το τέλος αντιστέκεται

τυλιγμένη στης μοναξιάς την αδιαλλαξία.

Όμως εγώ πιστεύω στη μήτρα σου

αφού ό, τι γύρω με ορίζει

είναι δικό της δημιούργημα.

ΥΓ1. Όπου ναναι θα σας πω περισσότερα για την εκδήλωση στο Βαφοπούλειο. Περιμένω τις φωτογραφίες που τράβηξε η Τιτίκα.

ΥΓ2. Έχω όμως ένα από τα τραγούδια της βραδιάς που τα παιδιά πρόλαβαν και ανέβασαν στο διαδίκτυο (η επόμενη ανάρτηση)

Posted in ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ, ΠΟΙΗΜΑΤΑ | Με ετικέτα: , , , | Leave a Comment »

Το 23 έχει τις καλύτερες!

Posted by vnottas στο 7 Ιανουαρίου, 2012

Για πείτε μου τώρα εσείς: υπάρχουν πολλά πράγματα στη ζωή που τα περιμένεις με ανυπομονησία και αυτά, τις πιο πολλές φορές, έρχονται;

Υπάρχουν πολλά πράγματα στη ζωή που εντέλει σε οδηγούν πάνω κάτω εκεί που είχες σκοπό να πας;

Είναι πολλά τα πράγματα που φέρνουν (αδυσώπητα) τους ανθρώπους κοντά –πολύ κοντά (έως ασφυκτικά κοντά) τον ένα με τον άλλο;

Απαντώ εγώ για σας: Δεν είναι πολλά, αλλά ναι υπάρχουν. Είναι μεγάλα, ελαφρώς χοντροκομμένα, έχουν χοντρά μαύρα ελαστικά και εκτελούν δημόσια δρομολόγια.

Όταν ήμουν μικρός περίμενα συστηματικά ένα τέτοιο έξω από το περίπτερο της γειτονιάς μου. Το έλεγαν (τότε) 108 και με πήγαινε από την Ηλιούπολη στη Δάφνη (για το γυμνάσιο) ή και ως την Ακαδημία για μεγαλύτερες εξερευνήσεις στον  ιστό της Πρωτεύουσας.

Η μέρα που πρωτοπλήρωσα το αντίτιμο της διαδρομής με φοιτητικό κουπόνι (τέτοια είχαμε τότε) ήταν ιδιαίτερα σημαντική στην ιστορία των μετακινήσεών μου. Εξ ίσου σημαντική με εκείνη, την ίδια περίπου εποχή,  που (πάντα μέσα στο 108, κεντρικός διάδρομος) κάποιος,  όχι όποιος κι όποιος –η αυτού προεξέχουσα φυσιογνωμία ο εισπράκτορας, αντί για ¨προχώρα μικρέ¨ μου είπε ¨προχωρήστε κύριε!¨

Βέβαια, η απώτερη επιδίωξη την εποχή εκείνη (τι επιδίωξη, όνειρο ήθελα να πω) ήταν να χειραφετηθείς από τον χοντρό πολύτροχο μεταφορέα και να αποκτήσεις μέσο μετακίνησης ιδιόκτητο και ιδιοκατευθυνόμενο, με δύο ή τέσσερεις ρόδες αδιάφορο. Εκείνο που είχε πρωταρχική σημασία ήταν να μπορεί να σε οδηγήσει, μαζί με το κορίτσι σου, σε μέρη απόμερα, σκιερά και διακριτικά.

Ένα τέτοιο μέσο φιγουράριζε συχνά στην πρώτη σελίδα των ¨Νέων¨, κάτω αριστερά, δίπλα στο χρονογράφημα του Δημήτρη Ψαθά. Μια υπέροχη Βέσπα! Αλλά μέχρις ότου αυτό το όνειρο μπορέσει να υλοποιηθεί, υπήρχε πάντα το 108 και τα περιεκτικά του αδέλφια που κούτσα κούτσα σε πήγαιναν (θεωρητικά) παντού.

Αργότερα απόκτησα λογιών λογιών οχήματα, και φρόντισα εγκαίρως να πάρω στον γιό μου μια βέσπα για τις πρώτες του αυτόνομες μετακινήσεις. (Θυμάμαι τι ωραία που περνούσαμε όταν ανεβαίναμε στο άκαφτο   ακόμη Σέιχ Σου για τα μαθήματα οδήγησης).

Ωστόσο μου κάνει εντύπωση πόσο δεμένος παρέμεινε  κι αυτός με το 23, το λεωφορειάκι της Θεσσαλονίκης, όχι τεραστίων διαστάσεων, ικανό να ελίσσεται στην Πάνω Πόλη, που το χρησιμοποιούσε μαθητής για να κατεβεί ως το κέντρο –πήγαινε στο 10ο  γυμνάσιο της Ικτίνου. Ακόμη και σήμερα , αν του δείξεις καμιά ωραία στο δρόμο και έχει διαφορετική αισθητική εκτίμηση, θα σου πει: ¨Μπα, στο 23 είχε πολύ καλύτερες!¨

Θα ήθελα να είχα μια εικόνα από το 108, αλλά αυτό ανήκει σε μια Ελλάδα που δεν υπάρχει πια. Γι αυτό μια μέρα που είχα κέφια, αποθανάτισα το 23 (στάση Αναστροφή-Πλάτανος) και το κρέμασα σε ένα τοίχο του σπιτιού μου.

Λεωφορείο το 2 – Αρλέτα – Σάννυ Μπαλτζή


ΥΓ. Γράφοντας αυτό το κειμενάκι και ψάχνοντας στο διαδίκτυο για εικονογράφηση σε τι πέφτω απάνω; Σε ένα 108 να κόβει βόλτες στο Σύνταγμα, σε εποχή μάλλον πρόσφατη, ως περήφανη αντίκα! Να το!

Posted in ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ, ΤΑ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΑ, ΤΑ ΝΟΣΤΑΛΓΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , | Leave a Comment »

Αγανακτισμένο 3 (του Σεπτέμβρη)

Posted by vnottas στο 3 Σεπτεμβρίου, 2011

Δε ξέρω με ποιους συνειρμούς, αλλά η 3η του Σεπτέμβρη μου προκάλεσε και αυτές τις σκέψεις…

Ας υποθέσουμε ότι σε κάποια στιγμή του απώτερου μέλλοντος κάποιοι ερευνητές της Ιστορίας των Κοινωνιών θα ενδιαφερθούν για τα όσα βιώνουμε εμείς τώρα. Ας είμαστε αισιόδοξοι και ας πούμε ότι οι ερευνητές αυτοί δεν θα είναι ούτε προκατειλημμένοι ούτε προχειρολόγοι (μια που τις υποθέσεις τις κάνουμε εμείς, ας διαλέξουμε μια καλή εκδοχή του μέλλοντος, δε στοιχίζει τίποτα). Έτσι, ψάχνοντας για το  τι συνέβη στις αρχές του 21ου θα αναζητήσουν πηγές και τεκμήρια που θα τους επιτρέψουν να φτιάξουν μια γενική εικόνα, έτσι ώστε  να στηρίξουν πάνω της, τις ερμηνευτικές τους υποθέσεις και θεωρίες.

 Όπως είναι φυσικό, θα αρχίσουν αναζητώντας τα ισχύοντα σήμερα ποσοτικά μεγέθη και τους λυπάμαι που θα πρέπει να επιλύσουν τους γρίφους της ¨δημιουργικής¨ μας  λογιστικής (έτσι τη λέμε σήμερα, ως καθώς πρέπει πολιτικώς όρθιοι –σε στάση προσοχής –μετανεωτεριστές).

Ας ελπίσουμε ότι ως τότε θα έχουν  επινοήσει κάποια φόρμουλα που να απομονώνει το ¨εικονικό¨ από το ¨πραγματικό¨ και έτσι να μπορέσουν να βρουν κάποια άκρη.

Εκτός πια κι αν το εικονικό έχει θριαμβεύσει στην εποχή τους, αλλά σε αυτή την περίπτωση δεν θα έχουν ούτε ιστορικούς ερευνητές ούτε καν Ιστορία,  άσε που και η αρίθμηση του χρόνου θα έχει αλλάξει αφετηρία,  και θα διαιρεί πιθανόν σε Προ και Μετά Αποδόμησιν εποχή.

Στη συνέχεια, αφού καταγράψουν τα¨αντικειμενικά¨ στοιχεία, καθώς και εκθέσεις, προγραμματισμούς, δηλώσεις καλών προθέσεων, απολογισμούς και λοιπά , θα θελήσουν, υποθέτω,  να ψάξουν και την άποψη αυτής της πολυπροβεβλημένης Θεάς της Νεωτερικής και Μετανεωτερικής Εποχής που ονομάζεται ¨Κοινή Γνώμη¨

Και εδώ είναι που η λύπησή μου γίνεται οίκτος. Γιατί θα πρέπει (οι φουκαράδες) να αναλύσουν, να κατανοήσουν, να βγάλουν άκρη, κολυμπώντας στην κινούμενη άμμο (που  συχνά γίνεται  λάσπη) των έργων και των παρεμβάσεων των σημερινών καθοδηγητών, εκφραστών, αναλυτών της περίφημης περί ης ο λόγος Κοινής.

Αρχίζοντας από όσους από τους  εντεταλμένους δημοσκόπους αναλαμβάνουν την αναμόχλευση και τον χειρισμό της Κοινής Γνώμης μέσω ασαφών, κατά παραγγελίαν και προς δημοσίευση δημοσκοπήσεων, περνώντας στους  ¨έγκριτους¨ (μετανεωτερικούς, δηλαδή, για να καταλαβαινόμαστε: σχετικιστές, πραγματιστές, ατομικιστές, λάτρεις της επιφάνειας και της εικόνας, αποδομούντες κατά παραγγελία) μεγαλοδημοσιογράφους και αναλυτές των σημερινών ΜΜΕ και φτάνοντας ως την ανάλυση της αποδοχής των προϊόντων και των (κρυφών και φανερών) μηνυμάτων της πολιτισμικής βιομηχανίας. Χαμός!

Αδέλφια (ή μάλλον δισεγγόνια) κοινωνικοί ερευνητές του μέλλοντος: Έχετε την απόλυτη κατανόηση και νοερή συμπαράστασή μου. Λυπάμαι, αλλά δε μπορώ να κάνω κάτι για σας. Εάν εσείς, οι  δεόντως αποστασιοποιημένοι, μπερδεύεστε, πόσο μάλλον εμείς εδώ. Πάντως αντί για καρτ ποστάλ  σας στέλνω μερικά στιχάκια μόλις αλιευμένα στο διαδίκτυο, που όμως τραγουδιούνται ήδη στους δρόμους. Μου φαίνονται γνήσιας λαϊκής προέλευσης, βάλτε τα κάπου, έστω σε υποσημείωση, εκεί που ίσως αναφέρεστε στην δυσκολία της ανίχνευσης του συλλογικού θυμικού, ή, αλλιώς, απολαύστε σύγχρονο/παλιό μπουζούκι.

Σημείωση: Το τραγουδάκι Οι αγανακτισμένοι (η λύση) το βρήκα στο πολύ καλό ιστολόγιο Ρεμπέτικο Φόρουμ.   Οι δημιουργοί του (μπράβο παιδιά) είναι οι

Μουσική Γ. Σπηλιόπουλος
Τραγούδι: Αγγελική Λιούκα, Γ Σπηλιόπουλος και η ορχήστρα
Μπουζούκι: Γ. Σπηλιόπουλος
Κιθάρα: Π. Δουρδουμπάκης.
Μπάσο: Κ. Λιούκας
Κρουστά: Γ. Μαντρέκας

Δεν κατάφερα να τους βρω για να πάρω ρητή άδεια για την ανακαταχώρηση, (αν και επικοινώνησα με το Φόρουμ) για αυτό και αναρτώ την απαραίτητη δήλωση που βρήκα αυτούσια στο επίσης  πολύ καλό (για όποιον ενδιαφέρεται όχι μόνον για την ποίηση αλλά και για καλή, δυσεύρετη μουσική) ιστολόγιο   ¨Αλωνάκι της Ποίησης¨, την οποία συμμερίζομαι, αντιγράφω κατά λέξη και συνυπογράφω.

ΔΗΛΩΣΗ

ΓΙΑ ΟΣΑ ΚΕΙΜΕΝΑ, ΕΙΚΟΝΕΣ, ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΚΑΙ ΒΙΝΤΕΟΦΙΛΜ ΚΑΛΥΠΤΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΠΑΣΗΣ ΦΥΣΕΩΣ ΔΗΛΩΝΩ ΟΤΙ ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΑΥΤΑ ΑΝΗΚΟΥΝ ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟΝ ΣΤΟΥΣ ΚΥΡΙΟΥΣ ΤΟΥΣ ΚΑΙ ΟΧΙ ΣΤΟΝ ΜΠΛΟΓΚΑΡΧΗ. ΣΤΟ ΠΑΡΟΝ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΓΙΝΕΤΑΙ ΑΠΛΗ ΚΑΙ ΜΟΝΟΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΧΡΗΣΗ. 

Ιδού λοιπόν η μουσική

Ιδού και οι στίχοι:

Τζιτζιφιόγκοι και ντιντήδες, ψεύτες, παραμυθατζήδες,
παπατζήδες και λαμόγια, μας φλομώσανε στα λόγια.
Υπουργοί και βουλευτάδες μας αρπάξαν τους παράδες
κι ό,τι αφήσαν οι κοπρίτες μας τα τρων οι τραπεζίτες.

Όταν τέλειωσαν τα φράγκα
ήρθαν και σε βρήκαν μάγκα
και σου είπανε να δώσεις
την πατρίδα σου να σώσεις.
Μα θα στήσεις τις κρεμάλες
θα τους πάρεις τις κουτάλες
κι όταν θα ‘χεις καθαρίσει
ίσως να βρεις και τη λυση.

Πονηροί καταφερτζήδες, κλέφτες, στοιχηματατζήδες,
πόρνες και κλεφτοκοτάδες,της ζωής μας οι νταβαδες.
σύμβουλοι, πραματευτάδες μας αρπάξαν τους παράδες
κι ό,τι αφήσαν οι κοπρίτες μας τα τρων οι τραπεζίτες.

Και μια που είμαστε στο ρεμπέτικο κλίμα ιδού ακόμη μερικά στιχάκια δημοσιευμένα από το μέλος του Φόρουμ irodion

Φαγητό με το δελτίο v3 (ΑΓΑΝΑΚΤΙΣΜΕΝΟΙ)

Οι τραπεζίτες σφράγισαν, για χρέη τα σπιτάκια
Με δήθεν κυβερνήτες μας, τα κάνανε πλακάκια
Τα φάγανε και τα έκρυψαν μεγαλοκαρχαρίες
Κι όλος ο κόσμος άρχισε να κάνει λιτανείες

Φαγητό με το δελτίο
φουκαρά θ’ αρπάξεις κρύο
Το πετρέλαιο δε φτάνει
την καρδιά σου να ζεστάνει

Μας βάλανε στο ΔουΝουΤού, όλα να μας τα φάνε
Με κόλπα και στατιστικά, το αίμα μας ρουφάνε
Μας ρίχνουν στο μνημόνιο και σ άλλη θεωρία
Τα νούμερα δε βγαίνουνε γιατί είναι κοροϊδία

Αχ του Έλληνα η φάρα
δεν αντέχει μάγκα άλλα
Η ζωή μας δεν τους φτάνει
και η πατρίδα όλο χάνει

Μα ο λαός τους την φυλά και πια δεν περιμένει
πλατείες συγκεντρώνονται οι Αγανακτισμένοι
Φωνάζουν στους πολιτικούς και κάνουν φασαρία
Δεν θέλουν άλλο ψέματα ζητούν Δημοκρατία

Έλληνες και Ευρωπαίοι
νιώθουνε όλοι ωραίοι
δεν θα δίνουν στους λεφτάδες
τέρμα πια οι φουκαράδες

Posted in ΣΧΟΛΙΑ, ΤΑ ΤΡΕΧΟΝΤΑ, ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ - ΣΤΙΧΟΙ | Με ετικέτα: , , , , , , , , , , , | Leave a Comment »

Περί βλακείας κεφάλαιον δεύτερον (χρηματιστηριακόν)

Posted by vnottas στο 22 Αυγούστου, 2011

Μια που είναι ακόμη Αύγουστος, κάνει ζέστη, και το Πνεύμα των Διακοπών ως εξωτικό ξωτικό εξακολουθεί απτόητο, ανέμελο και ηλιοκαμένο να κόβει βόλτες πάνω από πόλεις και εξοχές, βγάζοντας γλώσσα στην κρίση, την ανησυχία, την αμφιβολία, το άγχος, και την (προσωρινά καταλαγιασμένη) οργή, λέω να μην αλλάξουμε θέμα και να μείνουμε (με καλή θερινή διάθεση) στα όσα (διαπιστωτικά και αυτοκριτικά) λέγαμε στο προηγούμενο δημοσίευμα.

Πολύ περισσότερο που ξετρύπωσα ακόμα ένα σχετικό τραγουδάκι του φίλου Μπρασένς. [Λέω φίλου και τον φαντάζομαι γεννημένο κανα παράλληλο πιο κάτω(*), σε κάποιο  ελληνικό νησί, να τον λένε (ας πούμε) Γιώργη Μπρασένη, να έχει τα ίδια μουστάκια, την ίδια κιθάρα (ίσως κι ένα μπουζούκι στο πλάι) και να μιλάει λίγο πολύ για τα ίδια πράγματα (τον έρωτα, τις γυναίκες, τους καλούς απλούς ανθρώπους, την ενδημική ανθρώπινη βλακεία) με το χιούμορ που μπορεί να αναπτύξει εν τέλει μόνο ο παθών (από τον έρωτα, τις γυναίκες, την ανθρώπινη βλακεία) και με την συμπάθεια που μπορεί να νοιώσει μόνον ο συμπάσχων (με τους απλούς καλούς ανθρώπους)].

Το τραγουδάκι αυτό ο Μπρασένς δεν πρόλαβε να το ηχογραφήσει, και έτσι κυκλοφόρησε τελικά, μαζί με μερικά άλλα, μετά την αναχώρησή του (προς εκείνον τον κατά τεκμήριο καλόβολο θεό, μια που ανεχόταν τις ενστάσεις, αντιρρήσεις και διαμαρτυρίες που ο ποιητής του απηύθυνε απανωτά).

Ο τίτλος του τραγουδιού είναι Quand les cons sont braves (Όταν οι βλάκες/μαλάκες είναι καλοί, ικανοί, εν τάξει) και το ερμηνεύει ο φίλος του Μπρασένς Jean Bertola. Εδώ η ανάλυση της ανθρώπινης βλακείας προχωρεί στον εντοπισμό  της πρώτης μεγάλης διχοτόμησης: τους απλούς (μέσους, κοινούς, καλούς) βλάκες και τους βλάκες που χειρίζονται εξουσία. Το συμπέρασμα της ανάλυσης, εδώ που τα λέμε, δεν εκπλήττει: οι πρώτοι (οι απλοί βλάκες) αν και πλειονότητα, είναι πολύ λιγότερο επικίνδυνοι από τους δεύτερους (τους βλάκες με την περικεφαλαία της Εξουσίας) και αξίζουν αν μη τι άλλο, ένα τραγούδι!

(*) Ο Μπρασένς γεννήθηκε στη μεσογειακή παραθαλάσσια γαλλική πόλη Cette  (Sète) από πατέρα γάλλο εργοδηγό οικοδομών και μητέρα νοτιοιταλίδα μετανάστρια.

 Σημείωση 1. Σας παραθέτω επίσης μια πρόσφατη ιταλική εκδοχή. [Είναι πολλοί οι νεαροί Ευρωπαίοι τραγουδοποιοί που τελευταία έδειξαν ενδιαφέρον (και πάλι) για τον Μπρασένς. Θα είναι που η εποχή, μπαϊλντισμένη από σλόγκαν, μότο, και λοιπές κερδοσκοπικές αερολογίες, έχει ανάγκη από απλό, ειλικρινή, ανεπιτήδευτο λόγο;]

 Σημείωση 2. Βρήκα στο διαδίκτυο ένα κολάζ από Μπρασένς τραγουδισμένο από διάφορους ετεροεθνείς τραγουδιστές. Έχει ενδιαφέρον.

Σημείωση 3. Στην απόδοση/προσαρμογή στα ελληνικά, είναι προφανές (και σχεδόν αναπόφευκτο) ότι διολίσθησε μια σταλιά  από το προσωπικό μου άχτι, λίγο πολύ σχετικό με τα τρέχοντα, που το περιιπτάμενο   Πνεύμα των Διακοπών δεν κατάφερε να εξορκίσει.

Έχουμε λοιπόν: Σε ήχο

1.     Quand les cons sont braves. Στίχοι μουσική του Μπρασένς, τραγουδάει ο  Jean Bertola.

2.     ¨I bravi coglioni¨, τραγουδάει ο Alessio Lega

3.     Ανάγνωση της απόδοσης στα ελληνικά.

4.     Κολάζ εκδοχών ¨Μπρασένς¨ από γωνιές της γης.

Και σε κείμενο

  1. Οι αρχικοί γαλλικοί στίχοι
  2. Η προσαρμογή στα ελληνικά
  3. Η προσαρμογή στα ιταλικά.

 

 

Quand les cons sont braves.  1982  Georges Brassens – Les dernières chansons inédites par Jean Bertola

Sans être tout à fait un imbécile fini,
Je n’ai rien du penseur, du phénix, du génie.
Mais je n’suis pas le mauvais bougre et j’ai bon coeur,
Et ça compense à la rigueur.

(Refrain)
Quand les cons sont braves
Comme moi,
Comme toi,
Comme nous,
Comme vous,
Ce n’est pas très grave.
Qu’ils commettent,
Se permettent
Des bêtises,
Des sottises,
Qu’ils déraisonnent,
Ils n’emmerdent personne.
Par malheur sur terre
Les trois quarts
Des tocards
Sont des gens
Très méchants,
Des crétins sectaires.
Ils s’agitent,
Ils s’excitent,
Ils s’emploient,
Ils déploient
Leur zèle à la ronde,
Ils emmerdent tout l’monde.

Si le sieur X était un lampiste ordinaire,
Il vivrait sans histoire avec ses congénères.
Mais hélas ! Il est chef de parti, l’animal :
Quand il débloque, ça fait mal !

(Refrain)

Si le sieur Z était un jobastre sans grade,
Il laisserait en paix ses pauvres camarades.
Mais il est général, va-t-en-guerre, matamore.
Dès qu’il s’en mêle, on compte les morts.

(Refrain)

Mon Dieu, pardonnez-moi si mon propos vous fâche
En mettant les connards dedans des peaux de vaches,
En mélangeant les genres, vous avez fait d’la terre
Ce qu’elle est : une pétaudière !

(Refrain)

 

Οι απλοί μαλάκες

 

Χωρίς να είμαι κι ένας βλάκας και μισός

Δεν θα έλεγα πως είμαι ο μέγιστος σοφός

Μα στην παρέα είμαι καλός κι έχω καλή καρδιά

Κι αυτό [εν μέρει] με αποκαθιστά

 

Οι απλοί μαλάκες

Σαν κι εμένα, κι εσένα, κι ετούτους, κι εκείνους

Κι όταν κάνουνε γκάφες

Κι αν φωνάζουν, ταράζουν, κουράζουν, γκρινιάζουν

Πολύ δεν πειράζει

Και κανείς δεν τους κράζει

Όμως στην οικουμένη

Στους ζαβούς ειν’ πολλοί, οι κακοί, οι μοχθηροί, οι εμπαθείς

 κι οι στριμμένοι

που παράγουν, προάγουν, αλλά κι όλα τα αποδομούν με μανία

έρημη κοινωνία

 

Εάν ο μίστερ Χι ήτανε ταξιτζής

Να αυξάνει την ταρίφα θα ‘ταν ευτυχής

Μα γούσταρε, το ζώο, για  πρωθυπουργός

Κι όταν τα χώνει γίνεται χαμός

 

Οι κοινοί μαλάκες

Σαν κι εμένα, κι εσένα, κι ετούτους, κι εκείνους

Κι αν κάνουν «πατάτες»

Κι αν φωνάζουν, γκρινιάζουν, ταράζουν, κουράζουν,

Πολύ δεν πειράζει

Και κανείς δεν τους κράζει

Όμως στην οικουμένη

Στους ζαβούς είν’ πολλοί οι κακοί, οι μοχθηροί, οι εμπαθείς

 Κι οι στριμμένοι

Που παράγουν, προάγουν, μολύνουν, διευθύνουνε και Συντονίζουν

Και σε όλους τα πρήζουν

 

Εάν ο Ψι ήταν της σειράς καραβανάς

Χωρίς βαθμούς κι αστέρια, μέσος γαλονάς

Τις γκάφες του θα τις  πληρώναν λιγοστοί

Και θα γλυτώναν άμαχοι αρκετοί

 

Οι μέσοι μαλάκες

Σαν κι εμένα, κι εσένα, κι ετούτους, κι εκείνους

(σαν δεν έχουνε πλάτες)

Κι αν φωνάζουν, ταράζουν, γκρινιάζουν, κουράζουν,

Πολύ δεν πειράζει

Και κανείς δεν τους κράζει

Όμως στην οικουμένη

Στους ζαβούς είν’ πολλοί οι κακοί, οι μοχθηροί, οι εμπαθείς

 Κι οι στριμμένοι

Που διαπλέκουν εμπλέκουν, σκευωρούν, αλλά κι απορυθμίζουν 

Και σε όλους τα πρήζουν

 

Ήμαρτον Θεέ μου για τη σκέψη μου αυτή

Μα εάν στους μαλάκες έδωσες χοντρό πετσί

Μαζί με πόστα, θώκους, πλούτη και εξουσία

Τι φταίω εγώ που χάνω την ουσία;

 

Οι καλοί μαλάκες

Σαν κι εμένα, κι εσένα, κι ετούτους, κι εκείνους

Κ αν κάνουνε γκάφες

Κι αν φωνάζουν, ταράζουν, κουράζουν, γκρινιάζουν

Πολύ δεν πειράζει

Και κανείς δεν τους κράζει

Όμως στην οικουμένη

Στους ζαβούς είν’ πολλοί οι κακοί, οι μοχθηροί, οι εμπαθείς

 Κι οι στριμμένοι

Που παράγουν, προάγουν, λανσάρουν κι όλα τα’ αποδομούν με μανία

Έρημη κοινωνία!

I BRAVI COGLIONI

Senza esser definibile
un perfetto idiota,
non sono uno scienziato, un genio,
una cometa,
ma son di buon carattere,
di compagnia
e ciò compensa tuttavia…

I bravi coglioni,
come me come te come noi come voi,
se non stanno buoni
s’arrabattano, sbattono, fanno casino, non è poi grave
fra pagliuzza e trave,
ma statisticamente
i tre quarti dei matti son capi di stato malati di mente
hanno zelo, denari, mostrine e alamari
e per questo fanno
il massimo danno.

Se il signor Tizio fosse solo un ragioniere
ragionerebbe in ogni caso col sedere,
ma è quadro di partito
è capo gabinetto
fa una cazzata
e salta tutto!

I bravi coglioni,
come me come te come noi come voi,
se non stanno buoni
s’arrabattano, sbattono, fanno casino, non è poi grave
fra pagliuzza e trave,
ma statisticamente
i tre quarti dei matti son capi di stato malati di mente
hanno zelo, denari, mostrine e alamari
e per questo fanno
il massimo danno.

Se il generale Caio non avesse gradi
un paio di stronzate avrebbero rimedi
ma è capo divisione
gioca con le bombe
lui sbaglia e accade un’ecatombe!

I bravi coglioni,
come me come te come noi come voi,
se non stanno buoni
s’arrabattano, sbattono, fanno casino, non è poi grave
fra pagliuzza e trave,
ma statisticamente
i tre quarti dei matti son capi di stato malati di mente
hanno zelo, denari, mostrine e alamari
e per questo fanno
il massimo danno.

O dio del cielo hai fatto proprio un bel casino
hai messo i ciechi alla guida del destino
se non ci fossi stato
o fossi un po’ più sveglio
non t’incazzare, ma era meglio!

I bravi coglioni,
come me come te come noi come voi,
se non stanno buoni
s’arrabattano, sbattono, fanno casino, non è poi grave
fra pagliuzza e trave,
ma statisticamente
i tre quarti dei matti son capi di stato malati di mente
hanno zelo, denari, mostrine e alamari
e per questo fanno
il massimo danno.


Posted in Μπρασένς στα ελληνικά ΙΙ | Με ετικέτα: , , , , , , , , | Leave a Comment »