Βασίλης Νόττας: Το Ιστολογοφόρο

Κοινωνία, Επικοινωνία, Φαντασία και άλλα

Posts Tagged ‘Η μπαλάντα της πόλης που πονάει’

Μπλουζ σε 16 (Η μπαλάντα της πόλης που πονάει). Μέρος δεύτερο. Μονόλογος οκτώ: Ο Πατέρας

Posted by vnottas στο 18 Ιουνίου, 2017

Προσπάθεια απόδοσης στα ελληνικά του ¨Μπλουζ σε δεκάξι¨ (Στέφανο Μπέννι). Δεύτερο μέρος, όγδοος μονόλογος: Ο Πατέρας. [Τελευταίο- ολόκληρο το θεατρικό κείμενο (8+8 μονόλογοι ) του Benni στη δεξια στήλη κάτω από τον τίτλο ¨Μεταφράσεις ποιημάτων και σχεδιάσματα κειμένων¨].

 

biker_bici_50x80

Ο ΠΑΤΕΡΑΣ

Τραγούδησέ μου το ζεστό τίναγμα του οξέως

τον μόλυβδο στους πνεύμονες

του ποδηλάτου τη σκιά

στου ποταμού την πέρα όχθη.

Τραγούδησέ μου για τη μπάλα που πετάει

ανάμεσα σε ‘μένα και του γιου μου το χαμόγελο

τραγούδησέ μου για τα άρρωστα τ’ αστέρια

που απ’ το παράθυρο κοιτούσα.

.

Γιατί εγώ δεν ήξερα.

Εγώ αγνοούσα πόσα πράγματα συνέβαιναν 

και νόμιζα πως ήταν υποσχέσεις

για κάτι πιο μεγάλο

για κάτι πιο αληθινό

μα τώρα ξέρω

πως ήταν όλα αυτά η Ιστορία μου

Μπορώ να πω μονάχα τώρα

πως ήτανε μοναδικό σε όλη τη ζωή μου

εκείνο το απόγευμα.

Εκείνη η πληγή

θα παραμείνει πάνω μου η πιο βαθιά ουλή

Εκείνη υπήρξε η μοναδική μου αγάπη

κι οι φίλοι που χαιρέτισα εκείνη την ημέρα

για πάντα έφυγαν στ’ αλήθεια.

Ήμουν ευτυχισμένος

αν και αμφέβαλα

εκείνες οι σελίδες ήταν το βιβλίο μου.

Αφού υπήρξα κάτι περισσότερο

απ’ ο, τι είμαι τώρα ή ποτέ θα γίνω.

ΤΕΛΟΣ

didier2

13 αΠατέρας

13 βΠατέρας

Posted in ΘΕΑΤΡΙΚΑ, ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , , | Leave a Comment »

Μπλουζ σε 16 (Η μπαλάντα της πόλης που πονάει). Μέρος δεύτερο. Μονόλογος επτά: Η μητέρα

Posted by vnottas στο 16 Ιουνίου, 2017

Προσπάθεια απόδοσης στα ελληνικά του ¨Μπλουζ σε δεκάξι¨ (Στέφανο Μπέννι). Δεύτερο μέρος, έβδομος μονόλογος (προτελευταίος).

.

Η ΜΗΤΕΡΑ

Τι κάνει ένας γέρος

μέσα σε έναν κόσμο από κρύσταλλα

ανάμεσα σε φλόγες και σ’ αστέρια

π’ ανάβουνε με κέρμα;

Θα υπάρξει άραγε ποτέ κανένας ήρωας

που να χαμογελάει φαφούτης;

Άντρα μου, δε μπορώ να σε φωνάξω

καθώς ορμάς προς τη φωτιά και τρέχεις.

Δεν ειν’ για σένα γέρο μου

αυτός ο σφάχτης μεσ’ το στήθος

και αγνοούνε τα κλειστά σου μάτια

αν είναι αυτός ο τελευταίος πόνος

ή το συνηθισμένο το λαχάνιασμα.

*

Ούτε για σένα ήτανε

όλος εκείνος ο παλιός καημός.

Η φάμπρικα σφιχτά αγκαλιασμένη

απ’ τη σκουριά και από τον κισσό

κοιμούνται οι δράκοι και δεν σκούζουν πια

λέβητες, φούρνοι και περιστροφείς

έχουνε την τραχιά ανάσα τους σβηστή.

Στον κάμπο τα πουλιά χοροπηδάνε

μεσ’ σε ξεθωριασμένους χωροδείκτες

και σε εξέδρες που δεν έχουνε κοινό.

Θα έχεις δίπλα σου το γιο σου

στ’ αρύ χορτάρι μίας μέτριας μάχης

θα σου κρατάει την κεφαλή ψηλά

όταν θα πέσεις νικητής

όταν ο γιος εσύ θα έχεις γίνει.

*

Ξύπνησε, πλυν’ τα πιάτα

ψάξε ακόμη για δουλειά

ή εάν προτιμάς

σκαρφάλωσε στα μολυσμένα σύννεφα

που απ’ το παράθυρο κοιτάζεις.

Εμένα θα με βρεις κοντά στο φως

π’ έλουζε το ποτάμι κάποιες νύχτες

εκεί θα είμαστε μαζί

χωρίς καν να βλεπόμαστε

από τον ήλιο τυφλωμένοι

χρυσάφι

απ’ τ’ ανακλώμενου νερού το φως.

Σαν τον καιρό που με ποδήλατα

κόβαμε βόλτες

στου ποταμιού την όχθη.

*

Εκεί θα σε προσμένω αύριο.

Εάν μ’ αναγνωρίσεις

θα είμαι ακόμη είκοσι χρονών.

 

70x50cm-12305

 

12 Μητέραα

12 Μητέραβ

Posted in ΘΕΑΤΡΙΚΑ, ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , , | Leave a Comment »

Μπλουζ σε 16 (Η μπαλάντα της πόλης που πονάει). Μέρος δεύτερο. Μονόλογος έξι: Ο Κίλερ

Posted by vnottas στο 8 Ιουνίου, 2017

Προσπάθεια απόδοσης στα ελληνικά του ¨Μπλουζ σε δεκάξι¨ (Στέφανο Μπέννι). Δεύτερο μέρος, έκτος μονόλογος.

Y2K 2

Ο ΚΙΛΕΡ

Τραγούδαγε απόψε η τηλεόραση

για χώρες μακρινές

όπου κυκλώνουν τα χωριά στον ύπνο

κι όπου χωρίς να κάνουνε διακρίσεις (θετικές)

σφάζουν γυναίκες και παιδιά

καθώς πηγαινοέρχονται τ’ όνειρο αιμορραγεί

το σπίτι πλημμυρίζοντας.

Αποκοιμήθηκε η πόλη ζωντανή

και ξύπνησε με το λαιμό κομμένο

θα ήθελα κι εγώ να κατορθώσω

τέτοια ωραία πράγματα

αλλά είστε πολλοί

και τους μισούς να εξόντωνα

θα μου ‘βαραίναν την καρδιά οι υπόλοιποι.

*

Ντύθηκα στα γαλάζια και έχωσα στη μπότα

στιλέτο ασημένιο

το Wesson έχω μέσα στο θηκάρι

και μια Beretta έβαλα στην τσέπη

το ένα σιωπηλό και γρήγορο

σαν ιδιαιτέρα γραμματεύς

η άλλη πάλι είναι μικρή και φλύαρη

φτυστή υστερική μετρέσα.

Κατέβηκα τη σκάλα και χαιρέτισα

πολλούς ανθρώπους -όλοι καθώς πρέπει.

Χάιδεψα ένα σκύλο,

χαμογέλασα

σε μία πιτσιρίκα φοβισμένη

όλο βυζιά και ματογυάλια

βγήκα στο δρόμο.

Ο αέρας στο περίπτερο

τα είχε βάλει με τον Τύπο

και τις εφημερίδες πάνω κάτω τίναζε

σα να ‘τανε κλωνάρια ενός δάσους

φύλλα ξερά και φύλλα τυπωμένα

πετούσανε αντάμα και χορεύανε.

Βροχή και μπόρα στης τιμής μου τον ορίζοντα

κι έκρυψε ο ουρανός το γαλανό του

στα ανατολικά

κι έβαλε μαύρα.

Τ’ άθλιο παρακαλετό

των πεινασμένων γλάρων αντηχούσε

το μίασμα τ’ αψύ του αποτεφρωτή

δάγκωνε την ατμόσφαιρα.

Δε θα μπορούσα ειλικρινά να φανταστώ

σκηνογραφία καλύτερη.

*

¨Βιντεοπαιχνίδια¨

έγραφε η ταμπέλα από νέον

κι έχυνε χρώμιο και διαμάντια

πάνω στις μηχανές που πέρναγαν

φέρνοντας στο μυαλό γιγαντιαία έντομα.

κι εγώ φαντάστηκα, πυροβολώντας,

όλα αυτά μαζί

να τα εξαφανίσω.

Περίμενα παίζοντας φλίπερ

Ήμουν ο λόρδος Raiden ενάντια στον Λυκάνθρωπο

δύο φορές ενίκησα δυο έχασα.

Doom, Σαράγιεβο, Βαγδάτη,

Αλγέρι, Κίγκαλι κι η γειτονιά σου

διάλεξε όπλο

διάλεξε εχθρό

έλα μικρέ μαζί μου

εγώ ειμ’ ένα λέιζερ καθαρό

μαχαίρι ακονισμένο

είμαι ο Σατανάς του Σαματά

είμαι η Τάξις και το Ένα

είμαι αυτός που όλα

τα ξεχωρίζει και τ’ απαριθμεί.

Μπορώ να κάνω φόνο για χρυσάφι

ή για ψιλά

όταν το φέγγος μου θ’ αντιληφθείς  

να αποδράσεις θα ‘ναι ανώφελο.

*

Τη Λίζα θα σκοτώσω ή το Γιο

ή τον τυφλό το Μάντη

ή το παιδί που μοιάζει μ’ Ινδιάνο

και κλαίει σιωπηλό σε μια γωνία

ή εκείνον το Χοντρό, το μελαγχολικό

με το πορνό στην τσέπη

ή την θλιμμένη γκόμενα που κάποιον περιμένει

καπνίζοντας.

Νεαροί καημοί σε αναμονή,

καλό είναι να μη βιάζεστε

ούτε να επιμένετε

θα σας χαρίσω την ειρήνη κάποια μέρα.

Η έσχατη χημεία είμαι εγώ

ο κλώνος που τη θέση σας θα πάρει

το δέντρο το άδικα κομμένο

και το 

κατασπαταλημένο 

το νερό

η πείνα, η παγωνιά, η εγκατάλειψη

εγώ είμαι το άρθρο το εξάστηλο

εγώ το άψυχο βιβλίο

εγώ του μίσους ο κρωγμός που εκπέμπεται

απ’ οποιοδήποτε κανάλι

εγώ είμαι το δίκιο και το κάτεργο

εγώ του καθενός

ο μέσος όρος.

*

Σ’ είδα να μπαίνεις Νεκροκεφαλή

κάτω από το τατουάζ, καρδιά

εάν στα κουτουρού πυροβολήσω

είτε εσύ θα είσαι είτε άλλος

κάνει το ίδιο.

Κάποιος δεν πλήρωσε, ε και;

Ήρθε μαντάμ η Ώρα, έτσι δεν είναι;

*

Μα, με ξαφνιάζει ένα  πρόσωπο

που τρέχει καταπάνω μου κραυγάζοντας

πρόσωπο γκρίζο, γέρικο

όπως θα είναι το δικό μου

σ’ είκοσι χρόνια.

.

Τα μάτια μου αν κλείσω ονειρεύομαι

του πυροβολισμού τη λάμψη και το βρόντο.

Σαν καταρράχτης πέφτει η νύχτα

πάνω στου νέον τις επιγραφές

καθώς το στρίβω στα σοκάκια

 με κοιτάζει.

Βρέχει. Τα ίχνη θα σβηστούν, ελπίζω.

Ήταν μονάχα ένας  γέρος.

Άλλο δεν έκανα παρά ν’ ακούσω

τα λόγια που μου είπατε.

Minolta DSC

 

10 Κίλερ α1.jpeg

10 Κίλερ α2.jpeg

11 Κίλερ γ

11 Κίλερ δ

images (16)

Posted in ΘΕΑΤΡΙΚΑ, ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , , | Leave a Comment »

Μπλουζ σε 16 (Η μπαλάντα της πόλης που πονάει). Μέρος δεύτερο. Μονόλογος πέντε: Η νεκροκεφαλή

Posted by vnottas στο 20 Μαΐου, 2017

αρχείο λήψης (3)

Προσπάθεια απόδοσης στα ελληνικά του ¨Μπλουζ σε δεκάξι¨ (Στέφανο Μπέννι). Δεύτερο μέρος, πέμπτος μονόλογος.

Η ΝΕΚΡΟΚΕΦΑΛΗ

Κάτω από το τατουάζ υπάρχει η αμμουδιά

απ’ το εξώφυλλο μην κρίνεις το βιβλίο

ίσως τη μέρα να μην κάνω τόση εντύπωση

τη νύχτα όμως είμαι

Μπάσταρδος της Κολάσεως.

Κάποιος δε πλήρωσε; Και τι έγινε;

Είστε μήπως Μαντάμ απ’ την αστυνομία;

*

Παιδιά ελάτε εδώ, εδώ ειν’ η Παράγκα

όλα τα τέρατα εδώ

είναι σε προσφορά

υπάρχει εκείνος που τον πρόσβαλαν

υπάρχει εκείνη που την πρόδωσαν

και το μωρό το πεινασμένο

και ο γεροπαράλυτος

και ο μαροκινός

και ο ανθρωποφάγος

και ο τουφεκισμένος, ο κρεμασμένος,  ο στραγγαλισμένος

και ο φανατικός με το μαχαίρι του στο χέρι

όλοι αντάμα μεσ’ το ίδιο το κλουβί.

Πάνω στου λιονταριού το σώμα

πάτα το πόδι

πέτα τα πτώματα στο σκάμμα

την αγωνία και τον ρόγχο φωτογράφισε

κι έπειτα, με τη λίστα, γύρνα σπίτι.

*

Ήπια πολύ. Απ’ όλα καταβρόχθισα.

κι έχω τις τσέπες με λεφτά γεμάτες

Εγώ είναι που δεν πλήρωσα; Και τι έγινε;

Είστε μήπως Μαντάμ απ’ την αστυνομία;

Όταν θα φτάσει ο Κίλερ

θ’ ακούσω το τραγούδι του

μικρά και υγρά τα βήματα

σταγόνες από αίμα στο μαχαίρι

θα πάρω δρόμο,

θα σκαρφαλώσω σ’ ένα τρένο

θα πάω να γίνω χρυσοθήρας

στο Χόλυγουντ θα έχω μια πισίνα

ή ένα κότερο αραγμένο στη μαρίνα

ή θα με βρείτε πεθαμένο σε σουίτα

ή σε κανενός σταθμού

τ’ αποχωρητήρια.

Άθλιος, φουκαράς και βρώμικος

ή Αστραφτερός, Πολυτελής και Μέγας,

ό, τι το αίμα αγγίζει

θα μένει πάντα λερωμένο από αίμα.

*

Μικρή πλακέτα έχω στο λαιμό μου

ασημωμένη

γράφει πότε γεννήθηκα

μα έχει κι άλλο χώρο.

Θέλεις εσύ, μικρέ, να συμπληρώσεις τη γραφή;

Ο Φάντης Κούπα, ο πιτσιρικάς, ειν’ χαραγμένος

 απάνω στη λαβή του μαχαιριού μου

είμαι έτοιμος και μην κοιτάς

που μοιάζει παιδικό το πρόσωπό μου.

Κάτω από το τατουάζ υπάρχει η αμμουδιά

μην κρίνεις το βιβλίο απ’ το εξώφυλλο

ίσως τη μέρα να μην κάνω τόση εντύπωση

τη νύχτα όμως είμαι

Μπάσταρδος της Κολάσεως

*

Πράγμα γυρεύεις; Μια μονάχα στάλα;

Τι τα θες,

δουλειές να κάνεις είναι ωραίο πριν τον θάνατό σου.

Παίρνει μαζί του ο Ραμσής δολάρια στον τάφο

θάβει μαζί του ο εμίρης

νύφες καταψυγμένες

και η μοτοσικλέτα μου στο χώμα θα χωθεί

θα πάει ίσια κάτω ως τον πάτο

με πέρλες στολισμένη

για να πουλήσει ηρωίνη στους διαβόλους

ή

για να διαφθείρει τους αγγέλους

ή

τον κώλο της για να ‘χει να σκουπίσει.

Κρυμμένος είναι πάντα ο ουρανός μου

μαύρα γυαλιά φοράει

και να που τώρα ακούω

να πλησιάζουν βήματα

κι αν κάποιου έφτασε η σειρά

δε θα ‘θελα να είμαι εγώ Θεέ μου.

Θεέ, με τον παρά μου ας μπορούσα

τουλάχιστον το φόβο ν’ αγοράσω.

Εγώ είμαι που δεν πλήρωσα ε, και;

Είστε μήπως Μαντάμ

ο θάνατος;

images (2)

Κρανίο1

Κρανίο2

Κρανίο3

Posted in ΘΕΑΤΡΙΚΑ, ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , , , | Leave a Comment »

Μπλουζ σε 16 (Η μπαλάντα της πόλης που πονάει). Μέρος δεύτερο. Μονόλογος Τέσσερα: Λίζα

Posted by vnottas στο 13 Μαΐου, 2017

TheSovietMayanPlayingCards33

Η ΛΙΖΑ

Είχε, που λέτε, το χορό της

η Πολυπλοκότητα

κι ήταν παρών κι ο βασιλιάς

ο Χωρίς Σχήμα

κι ήτανε εκεί επίσης κι η βασίλισσα

η Αυτού Μεγαλειότης η Ασυνέπεια.

Τότε κάποιος εκμεταλλεύτηκε το Χάος

και σκότωσε την Διαφορά.

Χωρίς λοιπόν τη Διαφορά και τη Διευκρίνιση

θέλησε να μας κάνει να πιστέψουμε

ότι η Βία

άλλο δεν είναι παρά θέμα Αισθητικής

και πως ένα νεύμα Αγάπης

με ένα μινουέτο εξισούται

ή με μια ρεβερέντζα.

Από μακριά οι φωτογράφοι

τραβούσαν πόζες τολμηρές

σε πριγκιπέσσες και σε πρίγκιπες

που ‘καναν τάχα πως δεν τους αρέσει.

Το λόγο έπαιρναν

από τους Δούκες της Κουλτούρας

οι χειρότεροι

γιατί τους περισσότερο καλούς

τους είχαν πάρει από φόβο.

*

Δεν πρέπει να πεθαίνει πια κανείς

χωρίς μια σοβαρή συζήτηση

ακατασχέτως μιλώντας για τα θύματα

εμείς θα ξανανιώνουμε.

Νέες απαιτήσεις θα ‘χουνε τα σώματα

νέες θα ζητούν φροντίδες

καθώς  θ’ αποσαθρώνεται η ψυχή

τον κομμωτή σου να τον στήνεις, δεν αρμόζει.

.

Δε μου ταιριάζουν τα κακά τα συναισθήματα

ούτε και τα καλά

τα σκέτα συναισθήματα μ’ αρέσουν

τ’ αληθινά

εκείνα που δεν λέγονται.

Εγώ, π’ ακόμη σ’ όλα αυτά πιστεύω

είμαι η βασίλισσα κι η δούλα

που στα τραπέζια ανάμεσα πορεύεται

και σας πουλάει αρώματα

και μέσα από τα χέρια σας περνάει

χωρίς να λερωθεί.

Εγώ είμαι το πλάσμα

που λείπει από τον άθλιο κατάλογο

των τηλε-προγραμμάτων

κι όχι η μπριζόλα που χορεύει

εκείνη που λατρεύουν οι Αμερικάνοι

ούτε του Μπος η κούκλα

εγώ είμαι εκείνη που ερωτεύεται

και από μακριά ακτινοβολεί.

.

Είμαστε μόνοι και είμαστε τρελοί

λύκοι είμαστε στο δόκανο πιασμένοι

που όμως συνεχίζουν την τρεχάλα.

Γέροι με ένα μόνον πόδι

με τα ποδήλατα ερωτοχτυπημένοι

όλα τα κόλπα ξέρουμε

που δίδαξε ο Δράκος ο Μικρός.

 Ο Flannery μας φωνάζει στη βεράντα

και ηχεί του επιλοχία

η φιλαρμονική.

.

Προύχοντες όλοι εσείς των Οθονών

που επιμένετε ν’ αποκαλείτε ¨όνειρα¨

αυτά που ήδη αρχίσατε να χάνετε

αυτά που δε μπορείτε πια να δείτε

κι ό, τι έχει απομείνει από τον κόσμο.

Εγώ ζω

μόνη μου στον πυθμένα του ηφαίστειου

πέτα μου ένα σκοινί ν’ ανέβω

γυμνή θα βγω να σε αποτρελάνω.

Εγώ είμαι η δίψα

εγώ είμαι το νερό

εγώ είμαι ο Άγγελος κι ο Ευαγγελισμός

εγώ με τα μάτια κλειστά περπατώ

και ονειρεύομαι την ακροθαλασσιά

κι εκεί, στην ακροθαλασσιά, ξυπνώ

γιατί εγώ ξέρω να πετάω στο σκοτάδι.

και θα ‘θελα

σ’ όλους τους τοίχους

να γράψεις τ’ όνομά μου.

Σχεδίασα λοιπόν το πρόσωπό σου

στο μέρος που περισσότερο απ’ όλα

με τρομάζει

κι είναι εκεί που επιστρέφω κάθε νύχτα.

*

Κάτω απ’ την πόλη καίει ένα ηφαίστειο

κάτω απ’ το τατουάζ έχει μια αμμουδιά

πίσω απ’ τον κακότροπο τον άνθρωπο

είναι τα λόγια μας

και πέρα από κάθε αυτοθυσία βρίσκεται

μια σκοτεινή, τυφλή αναμονή

 αυτό μην το ξεχάσεις όταν

στους πρόποδες θα είσαι στου Μνημείου.

Εδώ μπορείτε να αγοράσετε τα κάδρα του Βαν Γκογκ

όσο εκείνος είναι ζωντανός

όταν πεθάνει αφήστε στους εμπόρους

κάθε αποστεωμένο μεγαλείο.

Μην αγαπάτε μόνον τους νεκρούς

τους ζωντανούς σ’ ένα χορό καλέστε.

.

Εγώ είμαι της πόλης το κορίτσι

αλλάζω κέφια κάθε τόσο

αλλά μη με φοβάστε ούτε εμένα

ούτε τις χίλιες δυο φωνές μου.

Άκου με, τραγουδάω, κι ανάμεσα στις νότες

είναι και τ’ όνομά σου.

χαρτί 8

6 Λίζα α τμήμα

7 Λίζα β τμήμα

7 Λίζα γ τμήμα

8 Λιζα δ τμήμα

Posted in ΘΕΑΤΡΙΚΑ, ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , , | Leave a Comment »

Μπλουζ σε 16 (Η μπαλάντα της πόλης που πονάει). Μέρος δεύτερο. Μονόλογος Τρία: Ο Γιος

Posted by vnottas στο 7 Μαΐου, 2017

images (39)

Ο ΓΙΟΣ

Άκουσε, άκουσε το μπλουζ του φλίπερ

όλοι εκτοξεύτηκαν, μαγεύτηκαν, πετάνε

συγκρούονται, σκουντιούνται

και πάλι ξαναρχίζουν

από το ένα φως μέχρι το άλλο

χωρίς ποτέ να σταματάνε

κι ουρλιάζει η πόλη από τη χαρά της.

Άκουσε, άκουσε τις γλώσσες της Βαβέλ.

.

Το τσίρκο μεσ’ το φλίπερ έχει ανάψει

– πυρκαγιά –

ακούς μουγκρίσματα, σαλπίσματα, κραυγές

και γρατζουνίσματα ηλεκτρικής κιθάρας.

Ωσάν συγχρονισμένες χορωδοί

ανοίγουν οι αλιγάτορες το στόμα

έλα μικρή μου στη σκοποβολή

κάποια ψυχή θα πιάσουμε

έλα μικρέ μαζί μας

και στη πισίνα θα σε πάμε των σειρήνων. 

Είναι αλήθεια, ο κόσμος ειν’ κακός

κι ότι ο κόσμος ειν’ κακός, είναι αλήθεια

μα όχι δα και τόσο πιο πολύ

απ’ ό, τι εμείς.

.

Τι είναι που σου λέει ο μεθυσμένος;

 ότι αντάμωσε έναν κομήτη, λέει,

και πως στον κώλο έχει μια πληγή

από τ’ αστέρια τα πολλά  

που έχει καβαλήσει ως τα τώρα.

Έχει στο μπαρ μία καρέκλα αδειανή

πέθανε ο ποιητής

μα είναι εδώ οι γόπες, το καπέλο, 

και στο ποτήρι πάνω

σημάδι από το σάλιο του.

untitled

Με έναν ύμνο από τη βίβλο την παλαιά

τον άνθρωπο-ποντίκι να τιμήσετε

που απ’ τους οχετούς

κατάφερε να φτιάξει μία θάλασσα

και π’ όλες της ερήμου τις οφθαλμαπάτες

τις ξεδιάλυνε

κι εγώ σου λέω γεια, μικρή γραφίδα.

Sweeney Pompeo, κένταυρε ποιητή

Τσέχε ζυθοποιέ αντίο

αντίο και σε εσέ μικρή απ’ τη Σαρδηνία

όλους σας έχω στην καρδιά μου

μα είν’ το φλίπερ που με σπρώχνει μακριά

μ’ ένα χλευαστικό κουδούνισμα.

Γεια σου Ινδιάνε, γεια σου Lee φαρμακερέ

Κι αν πέθανε ο Δάσκαλος

δεν πρόκειται να ξεχαστεί.

Sweeney_Agonistes

Μαύρα κοράκια παίζουν μουσική,

ο Βασιλιάς Μελάνης κλαίει

κοντά σε μία νέγρα ηλεκτρική

την drag queen την πιο γοητευτική

την πάπια Ντέζη, τη Λολίτα

εμείς οι ερωτευμένοι καθισμένοι

πετάμε απ’ το ‘να διάστημα στο άλλο

και γελάμε

κι ύστερα χάμω ξαναπέφτουμε

πιότερο ερωτευμένοι από πριν.

.

Έλα Λίζα,

του ερημωμένου μου βασίλειου άνασσα

μια βόλτα στα χορτάρια θα σε πάω

που ανάμεσα στις ράγες ξεφυτρώνουν,

στις σκονισμένους βάτους που

τα τρένα   χαστουκίζουν

εκεί θα σου χαρίσω έναν κρίνο

με πέπλο καλυμμένο

από σκιά και απ’ αιθαλομίχλη.

Ψηλά απ’ τις σιδερένιες γέφυρες

θα βλέπουμε αποκάτω στο κανάλι

ξεράσματα αφρού, κίτρινα απόνερα

και Οφηλίες πλαστικές

από εκεί θα φτάσουμε στη θάλασσα.

.

Καθώς σε έβλεπα να ξεπροβάλεις

μέσα από μια ομίχλης χορωδία 

με το κοντό σου το παλτό

μου κόπηκε η ανάσα.

Τα χείλη σου θα ‘θελα να δαγκώσω

να πιω απ’ την γωνία του ματιού σου

να κλέψω τα μαλλιά σου

ενώ όλα τριγύρω θα εκρήγνυνται

σε μια γιορτή κουδουνιστών θορύβων

από φλίπερ.

Έρωτα που στο στόμα μέσα έχεις

πικρό σημάδι πάλης

να που οι δρόμοι οι σκοτεινοί

μας υποδέχονται

και τα παράθυρα τα σφαλιστά

ανάβουνε

ενώ εμείς θα περπατάμε χέρι χέρι.

Είμαστε εμείς  η Πόλη και ο Κόσμος

εμείς μικρά φωτάκια

στου φλίπερ το πολύχρωμο κατάστρωμα.

.

Εσύ που ακονίζεις το μαχαίρι

πρόσεξε

δεν έχω μόνο μια καρδιά, αλλά πολλές

Άκουσε τα τύμπανα και τρέμε

Κατάρα μαύρη σ’ όποιον

τους εραστές χωρίζει.

images (2)

4 Πόλη β Γιος α τμημα

5 Γιος β

5 Γιος βν τμήμα

6 Γιος γ Λίζα α τμήμα γ

Posted in ΘΕΑΤΡΙΚΑ, ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , , | Leave a Comment »

Μπλουζ 16. Μέρος δεύτερο. Μονόλογος Δύο: Η Πόλη

Posted by vnottas στο 1 Μαΐου, 2017

Η Μπαλάντα της πόλης που πονάει: Μονόλογος δεύτερος

images (5)

.

Η ΠΟΛΗ (ΟΙ ΕΠΟΧΕΣ)

Να μη φοβάσαι τις πολλές φωνές μου

ανάμεσά τους είναι μια που σε φωνάζει

κόλαση μην τον λες αυτόν τον τόπο

κανένας δε δικάζεται εδωπέρα

είναι η κόλαση που τρέφεται

με ετυμηγορίες

εδώ έχουν άλλα πράγματα, καλύτερα,

να κάνουν οι διαβόλοι.

.

Είμαι μια άλλη πόλη εγώ

η πόλη που ονειρεύομαι

το μαγαζάκι με τα ντεμοντέ κουμπιά 

και στη βιτρίνα

το σκύλο τον φιλόσοφο.

Σ’ ένα παγκάκι καθισμένοι κάτι γέροι 

κατασκοπεύουνε των γυναικών τα χείλη

μέσα στα  λεωφορεία που περνάνε,

μα και τον Χάρο

που τους κόβει το εισιτήριο

¨νέους¨ να τους αποκαλεί και να γελάει.

.

Η κίνηση φρενήρης στο Υπερμάρκετ

αντιλαλούν καρδιές και καροτσάκια

βραδάκι, δείπνου μυρουδιές και φεγγαρόφως

και η μελαγχολία

μιας νεκροφόρας μαύρης

που στο νεκροτομείο μπαινοβγαίνει 

και τ’ άλλα τα αμάξια την σνομπάρουν.

.

Κορίτσια που σχολνούν απ’ το σχολείο

γελώντας, μοναχά ή σε παρέες

τα μάτια τους παραβαμμένα ίσως

και τονισμένοι οι αναστεναγμοί τους

δεν πάει πολύ που πρωτοερωτευτήκαν

και πάει μόλις λίγο

που τα  αφήσαν μοναχά. 

Τα αγόρια τις κοιτάζουν

άγγελοι τάχα άτονοι, πεσμένοι

γιατί ακόμη αρκετά δεν έχουν ζήσει

πραγματικά για να ‘ναι κουρασμένοι.

Νέοι ονειροπόλοι;

ή μήπως μαριονέτες

απ’ τους fashion καθοδηγητές υπογραμμένες;

Νέοι εξεγερμένοι;

ή μήπως γερασμένοι ηθοποιοί;

όλοι για μια στιγμή ελπίζουν το καλύτερο

κι εγώ μαζί τους.

.

Είμαι μια άλλη πόλη εγώ

η πιτσαρία η χλωμή της νύχτας

γύρω μοναχικοί κακοποιοί

κοσμο-πουτάνες

νέγρες μικρές γυμνές στο κρύο

ένας ξερνάει ακουμπισμένος σ’ ένα τοίχο

κι άλλος μασάει ξαπλωμένος καταγής.

σα να ‘τανε αρχαίος και ρωμαίος

λάμπει το πεζοδρόμιο

από φτυσιές, σκατά και πενταροδεκάρες.

Εγώ βρίσκομαι μέσα μου – εσώκλειστος

μα βλέπω και γελάω και ακούω:

έντομα μέσα σε παγίδες από φως,

στραβά πετάγματα αλλόκοτων πουλιών,

τ’ ασθενοφόρο που γκαζώνει

τις πόρτες του βροντώντας,

τα σιωπηλά τα κοιμητήρια, τ’ άθλια πάρκα,

τ’ αμάξια τα ξεκοιλιασμένα,

τους κάδους τους καμένους,

τις φλύαρες κεραίες που πιάσανε κουβέντα μεταξύ τους,

τους λάκκους,

του δρόμου τα μπαλώματα

και

δέντρα στραβωμένα,

γεράνια απελπισμένα,

μέσα στα λούκια μουσική,

βήματα σκύλων επάνω στο χαλίκι

και πάνω στους μαρμαρωμένους βασιλιάδες

σκόνη.

Είμαι μια άλλη πόλη εγώ

αφορισμένη της ασφάλτου όταν πιάνει η ζέστη

ή χιόνι βρώμικο

που καταπίνει αποτσίγαρα και ίχνη

ή μια μαργαρίτα που φυτρώνει

δίπλα στης υπονόμου το καπάκι

ή ένα τσαμπί σταφύλι

στον Μυστικό τον Κήπο.

.

Εγώ είμαι μια άλλη.

Μέσα μου, άμα λάχει, μπορείς και να χαθείς

μα σαν ξαναβρεθούμε

θα ‘ναι μια μάχη υπέροχη.

Απ’ όλες τις ψευτιές που μας δεσμεύουν

κι από τις αλυσίδες

από μονάχα μια, τουλάχιστον,

ας είσαι λεύτερος:

δεν πρέπει να ελπίζουμε,

μπορούμε,

κάθε στιγμή της μέρας.

images (4)

3 Πόλη α α

3 Πόλη α β

4 Πόλη β δ

Posted in ΘΕΑΤΡΙΚΑ, ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , , , , | 1 Comment »

Blues in sedici – Η μπαλάντα της πόλης που πονάει. Μέρος δεύτερο, Μονόλογος ένα: ο Μάντης

Posted by vnottas στο 28 Απριλίου, 2017

Σήμερα αναρτώ την απόδοση στα ελληνικά του πρώτου μονόλογου του δεύτερου μέρους (secondo movimento) του Blues in sediciΗ μπαλάντα της πόλης που πονάει του Στέφανου Μπέννι.[1] 

Πρόκειται για ακόμη οκτώ ποιητικά κείμενα με τους ίδιους ήρωες του πρώτου μέρους. Αυτή τη φορά μονολογούν με διαφορετική σειρά: προηγείται πάντα ο τυφλός Μάντης και ακολουθούν η Πόλη (οι εποχές), ο Γιος, η Λίζα, η Νεκροκεφαλή, ο Κίλερ, η Μητέρα και, τελευταίος, ο Πατέρας.

Κατά τη μεταφορά στην ελληνική γλώσσα συνάντησα κάποιες δυσκολίες. Τα κείμενα κάνουν δέουσα χρήση της ¨ποιητικής άδειας¨ και συχνά απογειώνονται σε νοηματικές σφαίρες των οποίων οι σημασίες και οι συμβολισμοί είναι γνωστοί μόνο στον συγγραφέα. Για να λύσω το πρόβλημα ακολούθησα το πιο απλό δρόμο: απευθύνθηκα στον ίδιο (διατηρεί έναν ενδιαφέροντα ιστότοπο,  εδώκαι είχα μια ευγενική και κατατοπιστική απάντηση μέσα σε λίγες μέρες (από τη συνεργάτιδά του Viviana Dominici την οποία και ευχαριστώ).

Οι σύνδεσμοι για τους μονολόγους του πρώτου μέρους είναι οι εξής:

 Μπλουζ 1 (Ο τυφλός μάντης), Μπλουζ 2 (Ο Πατέρας), Μπλουζ 3 (Η Μητέρα), Μπλουζ 4 (Ο Γιος), Μπλουζ 5 (Η Λίζα), Μπλουζ 6, (Η Πόλη), Μπλουζ 7 (Ο Κίλερ), Μπλουζ 8(Η Νεκροκεφαλή)

………………………..

[1] Ο ίδιος γράφει το επίθετό του με δύο ¨ν¨ και δεδομένου ότι οι ιταλοί τα διπλά σύμφωνα τα προφέρουν, αποφάσισα να το μεταγράψω κι εγώ στα ελληνικά με δύο ¨ν¨ -αποφεύγοντας έτσι τη σύγχυση με το γελοιογραφικό ¨Μπένυ¨ που κυκλοφορεί τελευταία.

…………………………

images (46)

ΜΠΛΟΥΖ σε Δεκάξι

Δεύτερη Κίνηση

Ο ΜΑΝΤΗΣ

Τις πολλαπλές φωνές εγώ δεν τις φοβάμαι

γιατί έχω μάθει ανάμεσά τους να διακρίνω

εκείνη που μου μοιάζει

κι εκείνη που φωνάζει τ’ όνομά μου.

Εγώ δεν είναι πως την πόλη την φοβάμαι

μα ξέρω πως μπορεί ν’ αλλάξει σχήμα

σπηλιά να γίνει ή και δάσος μαύρο

και ξέρω ότι θα με κυνηγήσει

ανήλεη και γοργή

σαν λαίλαπα.

Εγώ τα όνειρα δεν τα φοβάμαι

είναι εκείνα όμως

που με προκαλούνε.

*

Είδα στον ύπνο μου

τράπεζες αδειανές και φωτισμένες

όπου, τη νύχτα, κάποιοι παρελαύνουν∙

φέρετρα ξεφορτώνουν πλαστικά

γεμάτα κόκαλα.

Χώρο δεν έχει πια στα κοιμητήρια

και έτσι οι πεθαμένοι

πρέπει να βολευτούν με κάποιο τρόπο

κάτω απ’ το πράσινο χαλί των μοκετών.

Έτσι κάθε πρωί θα περπατάμε

πάνω στα κόκαλα των σκελετών.

Έτσι τα σπόρια βλέπω να πετάγονται

από τα έγκλειστα φυτά

στις εσοχές των τοίχων.

Έτσι θ’ αποκοιμιούνται τα παιδάκια

γεμάτα μ’ ακατάβλητη, τυραννισμένη, ελπίδα.

.

Και κάπως έτσι θα ‘λεγα πως φθείρεται

-και αναπαύεται-

η πόλη αυτή που ενίοτε

λέω πως ειν’ δική μου

αφού ο καθένας απ’ τους άλλους

-κακόβουλα μιλώντας-

την κατηγορεί

έκπληκτος με των άλλων την κακία

ο κάθε πάσχων προσπαθώντας να διαγνώσει

τον πυρετό στων αλλονών τα μάτια.

*

Εγώ γέρος, τυφλός κι αναμενόμενος

βλέπω πάνω στη γέφυρα

δυο αγκαλιασμένους νέους

δεν καθρεφτίζει την εικόνα το νερό

-είν’ μαύρο-

μα ξέρω εγώ πόσο βαθιά είναι τα όνειρά τους

και πόσο πόνο ένα φιλί σε μια στιγμή γιατρεύει.

*

Βλέπω έναν άντρα να  μοντάρει ένα πιστόλι

σιγά σιγά, με ιερή ευλάβεια

κάποιος δεν πλήρωσε και πρέπει να πληρώσει

και είναι αυτό το μόνο πάθος

π’ ακόμα μας ανάβει.

Κρυμμένον βλέπω εκείνον που φοβάται.

*

Βλέπω έναν άντρα να προβάλλει τρέχοντας

πάει προς το βασίλειο του Raiden

κι είναι μια προφητεία που τον κυνηγά

δε θα ‘χει τις αμφιβολίες τ’ Αβραάμ

όμως το αίμα του

θα το υπερασπιστεί.

Ούτε ευτυχία υπάρχει

ούτε αυτοθυσία

θα υπάρξει όμως κάτι που τους μοιάζει.

Κάποιος θα πρέπει να το κάνει, γιε μου

τις προσβολές χρόνων πολλών

για να ξεπλύνει.

Γρήγορα τρέξε ω μικρό μου χέρι

των ημερών τράβηξε την αυλαία

ως τη σκηνή όπου εγώ δε βλέπω

μα εμένα με θωρούν οι άλλοι όλοι.

αρχείο λήψης2

1 Μάντης α χ

2 Μάντης β χ

2 Μάντης β χ β

Posted in ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , , , , | Leave a Comment »

Η μπαλάντα της πόλης που πονάει. Μονόλογος οκτώ: Η νεκροκεφαλή

Posted by vnottas στο 18 Μαρτίου, 2017

αρχείο λήψης (2)

Η ΝΕΚΡΟΚΕΦΑΛΗ

Άναψε την κονσόλα, νεαρέ

και μάθε πώς να σέρνεσαι

αν θέλεις κάποτε να γίνεις

φίδι χωρίς σκιά και ξύπνιο

σαν κι εμένα.

Εγώ είμαι το ψάρι το μικρό

 το πιο ιοβόλο.

Εγώ εγκαίρως έμαθα

πώς στο σκοτάδι να δαγκώνω.

Στις τσέπες μου δεν κουβαλάω πια 

φωτογραφίες

βρισιές δε γράφω πια στους τοίχους

ούτ’ ερωτόλογα.

Μ’ αρέσουνε οι νικητές

και οι ανοιχτοχέρηδες.

Μ’ αρέσει η Αποκάλυψη

αλλά με φωτισμό σωστό

και με σινιέ κουστούμια.

Να διακινώ μ’ αρέσει

και να καταναλώνω.

Μ’ αρέσει -αν μου επιτρέπετε

έτσι να εκφραστώ-

αυτό που σ’ όλους σήμερα

¨του θανατά¨ αρέσει.

images

Αγόρασε το πράμα μου

παρ’ το, είτ’ είσαι γέρος

είτε ακόμη είσαι νιος

είτε πατέρας είτε γιος,

αυτή είναι η μόνη μουσική

ολομερής που παίζει

σ’ οθόνες και ραδιόφωνα.

Και πες μου, τι νομίζεις πως

τα βιβλία θα μπορούσαν  να βοηθήσουν  

όταν θα είσαι πάνω στην καρέκλα

την ηλεκτρική;

images (79)

Οι έσχατοι ουκ έσονται οι πρώτοι

παρά ψοφάνε απ’ το κρύο ξαπλωμένοι

πάνω στις μαντεμένιες σχάρες

των υπονόμων

κι η νύχτα απ’ το τοπίο τους διαγράφει

σα να ‘ταν βάρκες που φουντάρανε στον πάτο.

Μη δίνεις βάση στις κραυγές

κι έλα να σε κεράσω.

Ξέρω μια Πολωνέζα που μπορεί

να σου ρουφήξει την καρδιά.

Και ξέρω κι ένα χάπι

που τα μυαλά στα ψήνει

έτσι μετά, μπορείς και να τα φας.

O Raiden μπορεί να καθαρίσει

πάνω από εκατό εχθρούς

πατώντας τα σωστά κουμπιά.

Κάτω, στο σκοτεινό σοκάκι

έχω αμάξι αεροδυναμικό

βγαλμένο από τα κόμικς,

χρώμα πράσινος δράκος

που ανέμελος φουμάρει ένα πούρο.

Έλα, σε περιμένω στο ημίφως.

Το σβήσιμο είναι

η υψηλή μου τέχνη.

αρχείο λήψης (4)

Θα ‘θελα να πεθάνω ακόμη νέος

μα για να γίνει αυτό, θα πρέπει πρώτα

να ξανανιώσω

γι αυτό με υπομονή θα περιμένω

η έσχατη κραυγή να ακουστεί

και θα ‘ναι η δική μου, όχι του κόσμου.

αρχείο λήψης (3)

[Με τον μονόλογο της Νεκροκεφαλής ολοκληρώνεται το πρώτο μέρος -primo movimento το λέει ο Στέφανο Μπένι- του ¨Μπλουζ σε 16¨.  Όπως είδατε, γοητεύτηκα, κόλλησα και μετέφρασα περισσότερους μονόλογους από όσους είχα προαναγγείλει. Υπάρχει ωστόσο άλλο τόσο ¨μπλουζ¨, όπου οι ήρωες ξαναμονολογούν. Ίσως τους δούμε μαζί στο προσεχές μέλλον. Τώρα λέω να επιστρέψω στους (παραμελημένους) ήρωες του ιστορικού μυθιστορήματος].

Κρανίο 1

Κρανίο2

Posted in ΘΕΑΤΡΙΚΑ, ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , | Leave a Comment »

Η μπαλάντα της πόλης που πονάει. Μονόλογος επτά: Ο Κίλερ

Posted by vnottas στο 17 Μαρτίου, 2017

(Εδώ παρακάτω η μετάφραση-απόδοση του έβδομου μονόλογου από το ¨Μπλουζ σε 16¨του Στέφανου Μπένι)

images (74)

 

Ο ΚΙΛΕΡ

Η μυρουδιά από δέρμα

που αναδύεται

απ’ των αυτοκινήτων τα καθίσματα

κι από των όπλων τα θηκάρια

το ξαφνιασμένο τρόμαγμα στα μάτια

αυτών που με φοβούνται.

Μ’ αρέσει βιαστικός να προσπερνάω

όπως οι τίτλοι κι οι επιγραφές

στο κάτω μέρος της οθόνης

χωρίς τίποτα πριν και τίποτα μετά.

Δεν λέω, είναι καλύτερα στα φιλμ 

όταν τινάζονται όλα στον αέρα

το αίμα τρέχει και λαμποκοπά

γελάει ο κόσμος και χειροκροτεί

και οι κακοί ανασταίνονται

για να ξανασκοτώσουν.

Μα έχω εγώ υπομονή: μια μέρα

όλοι τους θα με σέβονται

όπως τον δήμιο που του παίρνουνε συνέντευξη

-απ’ τις πλάτες-

στην αίθουσα επισήμων του Ιδρύματος.

Κι η φάτσα μου θ’ απεικονίζεται

σε κάρτες που οι συλλέκτες θ’ ανταλλάσσουν

κι ύστερα θα κολλάν -με ικανοποίηση-

στο Άλμπουμ των Μεγάλων Δολοφόνων.

*

Μη με ρωτάς ποιος είμαι

με ξέρει η καρδιά σου

μη με ρωτάς τι ειν’ αυτό που σου πουλάω

θα ‘ρθει η μέρα που θα τ’ αγοράσεις.

Έχω χαράξει -τατουάζ- ένα κρανίο

που θα ‘ναι το πορτρέτο σου μια μέρα.

Ξέρω εγώ τι θα επιθυμούσες

και τα εγκλήματα που στ’ όνειρό σου βλέπεις.

Ξέρω εγώ τι εσκεμμένα κρύβεις

πίσω από το θολό σου βλέμμα

πίσω απ’ την θωρακισμένη πόρτα σου

πίσω απ’ το αιμοχαρές σκυλί σου

πίσω απ’ τις ξυλιές που δίνεις στα παιδιά σου.

Ξέρω τι θα ‘θελες να πεις

τη νύχτα στο τηλέφωνο.

*

Μη με ρωτάς γιατί γυαλίζω το ντουφέκι

εγώ άλλο δεν κάνω, παρά ακούω

όσα μου ψιθυρίζεις.

images (73)

Κίλερ 1

Κίλερ 2

 

Posted in ΘΕΑΤΡΙΚΑ, ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , | Leave a Comment »

Η μπαλάντα της πόλης που πονάει. Μονόλογος έξι: Η πόλη (ως βιντεοπαιχνίδι)

Posted by vnottas στο 16 Μαρτίου, 2017

(Συνεχίζουμε την προσπάθεια απόδοσης στα ελληνικά των μονολόγων των ηρώων του ¨Μπλουζ σε 16¨ του Στέφανου Μπένι)

p24_7 copy

Η ΠΟΛΗ (ως ΑΙΘΟΥΣΑ ΒΙΝΤΕΟΠΑΙΧΝΙΔΙΩΝ)

Είδα το φως.

Εκεί όπου η πόλη σκύβει και προσεύχεται

και ύστερα γκρεμίζεται στον καταρράχτη

της άβυσσου που ‘χει τα μάτια μύγας.

Ονείρου οθόνες,

χρώματα νέα, που κανείς δεν είδε ως τα τώρα

τον cyber Kabuki γοητεύουν.

images (43).

Είδε ο γεροζωγράφος ο Yomiuri  

στην κορυφή ενός ουρανοξύστη

μία ροδακινιά

και απ’ αυτήν εσκάρωσε φανέλα

του NBA

κι ύστερα ένα παιχνίδι βίντεο σχεδίασε

που ‘χει να κάνει με το μέλλον

της οικουμένης σύμπασας.

images (47)

Ρέει το αίμα, τα τέρατα ψοφάνε.

Γυμνές δονούμενες γυναίκες

με δέρμα από πίξελ

μας σαγηνεύουν.

Εκεί ‘μαστε κι εμείς

μελλοντικό μουσείο από κερί

διαφωτισμένοι και νεκροί.

Πολεμιστές που μ’ ένα κέρμα παίρνουν μπρος

πωλούνται σε τιμή του σκοτωμού

σε δέσμες ανά δέκα.

Γυμνά κρανία, τρυπημένες μύτες  

φυλή που απ’ τις πολλές τις κατακτήσεις

έχει πεθάνει.

Χωρίς να υπολογίσεις

την έκφραση που έχουμε εμείς

καθώς την Queen Alien εκτελούμε

και την απόχρωση που παίρνουνε τα μάτια

-εκείνη τη στιγμή-

της Φλόγας της Συνθετικής.

images (45)

Raiden με λένε

τα όπλα  μου εκπέμπουν φως και θα σε προστατέψω.

Κι αυτόν που βλέπεις από ‘δω τον λεν’ Κρανίο

ή Νεκροκεφαλή

Έχει απ’ όλα κι όλα τα πουλάει.

Σκάφη που φτάσαν από χώρες μακρινές

με καπετάνιους κάτι πλούσιους, δικούς μας,

λίγο βαριεστημένους,

φέρανε κόκα άφθονη

για το Νεκρό Κεφάλι.

Είμαι ψάρι μικρό γεμάτο αγκάθια

περήφανα δηλώνω, είμαι φασίστας

αλλά και το αντίθετο

μία χαρά μου πάει.

Τσίνα το λένε το κορίτσι μου

πούτσες και παγωτά γι αυτήν κάνει το ίδιο.

Ενδυμιόνη θα τη φώναζα, αν το ήθελε.

Πάρ’ τηνα, παίξε την,

χρησιμοποίησέ την

δε σε ζαλίζει, είναι καλή,  μπόνους ζωής σου δίνει

μάζεψ’ το  απ’ το δέντρο και πιο μακριά θα φτάσεις.

κούνα το Joystick,

κέρδισε πόντους, χώρο,

πήγαινε ως την έσχατη την Πύλη

εκεί θα βρεις τον Μπος

ή μια φτηνή Νιρβάνα

ή απ’ το Kyoto ένα γκονγκ

ή χάρτινες κορδέλες

μ’ επιθυμίες πάνω τους γραμμένες

από εκείνες που συλλέγουν οι γκουρού

για του MTV τα βίντεο.

images (48)

Άναψε τώρα το Μαντείο

 και ρώτησέ το

για μια δεκάρα από ψεύτικο χρυσάφι

όλα θα σου τα πει για την Wall Street

μία χλωμή Κασσάνδρα

images (44)

Και από ‘δω, το τζάκι μας, εδώ η θαλπωρή μας

εδώ το φρέον καίγεται κι οι οπτικές οι ίνες

τελειώσανε τα αστέρια εδώ

κι οι απορροφητήρες.

Ρίξε μου, σπρώξε, χόρεψε, σκότωσε, κάν’ τον μάγκα

μάσα την τσίχλα, φίλα με,

σκότωσε τη βασίλισσα

και πρόσεξέ με, είμαι εδώ, ο ουρανός δεν είναι.

d2b5c15e2574ee4b7d8c6a1421b18abb30371f7d_hq

Είναι δεκατριών χρονών. Ιζότα τ’ όνομά της

να παντρευτεί ένα τέρας είναι το ριζικό της.

Σωσ’ την.

Μα τι μπορώ να κάνω, αφού είναι όλα τέρατα

και το παιχνίδι τα ξερνά, μυριάδες μεσ’ το δρόμο;

Εμπιστέψου με

Είμαι της Πύλης ο Φρουρός

Αγόρασέ την, δοκίμασέ τηνε, θα δεις, κάνει καλό

προέρχεται από τόσο μακριά

όσο κι οι εξωγήινοι.

Θυμίαμα για τον  Rimbaud, (τον ποιητή)

έκσταση για τον Ryu, (τον γιαπωνέζο manga)

εκατομμύρια πόντοι

τριγράμματο έχω όνομα, μα είναι και το πρώτο

(οι μάγισσες γελάσανε με τούτον το χρησμό μου).

Μάζεψα από χάμω

το νέο υπερόπλο

μα ο σφυγμός μου αδύναμος κι έφευγε η ζωή μου

και η ανάσα μου βαριά, σαν μπάρα αναλογική

Έπεσα κάτω, μα…

Καινούργιο κέρμα  στη σχισμή

και νά’σου π’ ανασταίνομαι

πολλές φορές εμείς εδώ μπορεί ν’ αναστηθούμε

εδώ είδα το αίμα μου

σταγόνα τη σταγόνα

στις φλέβες να επιστρέφει

εδώ εγώ είδα το φως, καθώς

ερεθισμένες έτρεμαν οι φλέβες του λαιμού μου.

Εγώ θα είμαι ο νικητής

εγώ θα σε γλιτώσω

για μένα άλλος τόπος δεν υπάρχει.

Κι έξω είναι νύχτα.

images (1)

Η πόλη 1

Πόλη 2

Πόλη 3

 

images (42)

Posted in ΘΕΑΤΡΙΚΑ, ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , | Leave a Comment »

Η μπαλάντα της πόλης που πονάει. Μονόλογος πέντε: Λίζα

Posted by vnottas στο 14 Μαρτίου, 2017

(Μονόλογοι από το ¨Μπλουζ σε 16¨ του Στέφανου Μπένι. Η απόδοση στα ελληνικά που σας έφτιαξα)

ΛΙΖΑ

Εγώ με τα μάτια κλειστά περπατώ

και ονειρεύομαι την ακροθαλασσιά

τι λένε οι άλλοι δεν ακούω

-αν για το σώμα μου μιλάνε 

ή για το πεπρωμένο που επίκειται.

Έχω εγώ πόδια μικρά να δραπετέψω  

κι έχω έναν κώλο που θαυμάζω

όπως η κυρά-αλεπού θαυμάζει την ουρά της

-με ματαιοδοξία.

Θα ‘θελα να με σέβονται, όπως εγώ

σέβομαι τη βελανιδιά του κήπου

που πίνει τις σταγόνες του αίματός μας

όταν κρύβει τον ήλιο

κι όταν την οροφή ενός ονείρου 

μεσ’ στο σκοτάδι υποδείχνει.

Γελάω εγώ και σβήνω το κραγιόν μου

και ύστερα το ξανα-ματα-βάζω

να πω γιατί, δε θα ‘ξερα.

Θα ‘θελα, εγώ, ν’ αλλάζω κάθε ώρα

-μα άστατη μη με πείτε.

Χρειάζομαι αέρα καθαρό, καπνό κι ομίχλη

να φεύγω και να μένω

ν’ ανασηκώνομαι ψηλά, μετά να πέφτω χάμω,

-τρελή να μη με πείτε.

*

Θέλω μια πόλη, εγώ, που να μην είναι

μόνο ταμπέλες φωτεινές

εγώ αγαπώ τη σιωπή ανάμεσα στις λέξεις

κι όχι ό, τι έρχεται μετά

τους σμπάρους, τις σειρήνες.

Εγώ ακούω των σκύλων τους κλαυθμούς

απ’ τη φωλιά τους.

Στ’ αρώματα δουλεύω εγώ, στα σαμπουάν

κι όμως αισθάνομαι τη βρώμα της ανάσας

των κροκοδείλων.

Εγώ κλαίω σκυφτή

μπρος στο βωμό

του ραδιοφώνου ενός αυτοκινήτου

κλωτσάω εγώ και γρατζουνώ.

Εγώ δε θα ‘θελα ποτέ να γεννηθώ

και θα ‘θελα γριά να είμαι τώρα

όπως είναι φθαρμένο, γέρικο, σαθρό

ό, τι έμαθα ως τα τώρα απ’ τον κόσμο.

Θέλω στα μπράτσα σου να κοιμηθώ

και με τις ώρες να σ’ ακούω να μιλάς

για τον Γονιό σου

αλλά και να σ’ αφήσω μοναχό

κι η μηχανή να φλέγεται στη χαραγμένη άσφαλτο.

Θέλω

με το μικρό το δάχτυλο

το αίμα σου να γλύψω

και να σου τον ρουφήξω

και έπειτα ψυχρή σαν ντίβα σε ταινία

να τον δείξω

στις φίλες μου

και θα ‘θελα για μένανε να γράψεις

σ’ όλους τους τοίχους.

*

Ένα ψαλίδι έχωσα εγώ στο μπράτσο ενός τύπου

που πάνω μου σαλιάριζε

εγώ αιχμάλωτη στο δάσος

στα αποτρίχια των σκυλιών ανάμεσα

δαγκώνω κι υποφέρω.

Εγώ είμαι η βασίλισσα, η δούλα

εγώ δεν ξέρω απόψε που να πάω

ούτε και ξέρω, απόψε, στο σκοτάδι

πού θα σε βρω.

βββ

Λίζα

Λίζα2

Λίζα α3

Posted in ΘΕΑΤΡΙΚΑ, ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , | Leave a Comment »

Η μπαλάντα της πόλης που πονάει. Μονόλογος τέσσερα: Ο Γιος

Posted by vnottas στο 13 Μαρτίου, 2017

Απόδοση στα Ελληνικά του ¨Μπλουζ σε 16¨ του Στέφανου Μπένι.16

Ο ΓΙΟΣ

Σε είδα από την πόρτα της κουζίνας

είχες τον άσπρο αυχένα ενός γέρου

και είχε πάρει του κενού σου το σουλούπι

το πανωφόρι που στην είσοδο κρεμόταν.

Γύρω παλιές φωτογραφίες

κι ημερολόγια ετών που δεν υπάρχουν

-ναι, ζούμε μερικές φορές

σε χρόνια που ολότελα έχουν λήξει.

Σκυμμένος στο τραπέζι της κουζίνας

τα μπράτσα σου κλειστά και σταυρωμένα

σα να ‘θελες  την οικουμένη όλη

σφιχτά να την κρατήσεις να μη φύγει.

Μετρώντας τις σχισμές στο μουσαμά.

Ξεροκέφαλε

Πατέρα.

*

Θα ήθελα να μη μετρώ ορόφους

καθώς βυθίζεται αργά ο ανελκυστήρας

στα ισόγεια βάθη

αυτού του άσχημου κτιρίου

Ούτε να ανασαίνω μ’ ανακούφιση

καθώς αφήνω πίσω πια

αυτούς τους ξεφτισμένους τοίχους

Να ’μαι κοντά σου θα ‘θελα.

Μα δεν μπορώ.

*

Τα κύματα με παίρνουν και με πάνε

-έξω- σ’ ωκεανό κατάφωτο.

Εκεί όπου βροντάνε καταρρέοντας  

οι καταρράχτες

σε αίθουσες με βιντεοπαιχνίδια

πάλλονται κινητήρες, φτάνουνε αχοί από μακριά

Japan Redondo Seattle

λάμψεις, αστέρια, μπόνους, νέα όπλα,

σενάρια Mortal Kombat

όπως δεν έχεις δει ποτέ, ούτε στα όνειρά σου.

*

Το βλέμμα της

έρχεται και μ’ αρπάζει

μέσα απ’ αρώματα και διαφημίσεις ψεύτρες.

Η αντανάκλασή της στην βιτρίνα

τα χέρια της καθώς κινούνται

φτιάχνοντας τα πακέτα

να συσκευάζουν λακ για εύθυμους φασίστες

για τα δαιμόνια τζελ,

σπρέι για τις νεράιδες

και μυρωδιές που έρχονται από ‘κεί όπου γιορτάζουν

βαλσαμωμένοι πεζοναύτες

Μπάρμπι σε αποσύνθεση

αρτίστες τους κακούς που προσποιούνται 

τενόροι που το παίζουν ευεργέτες

σε μία πολυθρόνα πεθαμένοι

εδώ κι αιώνες

στου Motel Bates

το τελευταίο πάνω πάτωμα.

*

Όμως αποτελούμε, εγώ κι εκείνη

σύννεφο δίδυμο

κι αχτύπητο της κίνησης ζευγάρι.

Κάτω από ήλιο κίτρινο, φτιαγμένο από νέον

που κατακαίει τους δρόμους.

Εκεί όπου ο έμπορας αρέσκεται 

να σε φωνάζει ¨αδελφό¨

χάπια, αμφεταμίνες, πρόζακ, ξίφη,

εκεί δίνω τις μάχες μου εγώ και τραγουδώ

μπορείς πατέρα να μ’ ακούσεις;

*

Εσύ που με προστάτεψες βρυχώμενος

όταν πρωτοφοβήθηκα το θάνατο

και δίπλα μου ξαγρύπνησες στον πυρετό μου.

Εσύ που έξω απ’ το σχολείο δίσταζες

να μπεις μέσα μαζί μου ή όχι

κι από του φράχτη τις τσουκνίδες μ’ έβλεπες

να παίζω μπάλα

στ’ αρύ χορτάρι μίας μέτριας μάχης.

Εσύ π’ ακόμη ψάχνεις για ψωμί και γάλα

γέρος, χωρίς δουλειά

σκυφτός, τραυματισμένος, ακτήμονας, ατζέκος

πώς θα μπορέσω να σου πω ότι μεθάω

μ’ αυτό που ίσως εσένα σε σκοτώνει

την πόλη και τα ερπετά της

τον γίγαντα του Φεγγαριού που απόψε

θα κάψει όλες τις στέγες

και λέει, αύριο θα την δεις την πιο ωραία

εκείνη που την ομορφιά της περιφέρει

σαν κάτι που το λαχταράς,

σαν ένα όνομα,

σαν κάτι τι

που είναι αναγκαίο.

***

2850-old_toys_590_b

Γιος 1

Γιος βββ2

Γιος γ3

Posted in ΘΕΑΤΡΙΚΑ, ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , | Leave a Comment »

Η μπαλάντα της πόλης που πονάει. Μονόλογος τρία: Η μητέρα

Posted by vnottas στο 11 Μαρτίου, 2017

Εδώ παρακάτω, η απόπειρα απόδοσης στα ελληνικά του τρίτου μονόλογου από το ¨Μπλουζ σε 16¨ του Στέφανου Μπένι. Εδώ μιλάει η Μάνα και απευθύνεται σε μας τους άλλους και στον Πατέρα.

ceaccf84ceb9cf84cebbcebf2

Η ΜΗΤΕΡΑ

Εκεί που τώρα ζω

μοιάζει με αμμουδιά ερημωμένη

μ’ αμμόλοφους και μ’ άγρια χορτάρια

ορίζοντα τα κύματα δεν έχουν

κι αλλάζουν ολοένα φως και χρώμα

όπως υπαγορεύουνε τα νέφη.

Δεν έχουμε, εμείς οι πεθαμένοι

ούτε σκοτάδι μήτε φως μηδέ Ημέρες

*

Συχνά μπορώ από ‘δω να σας διακρίνω

πέρα, απ’ της θάλασσας την άλλη όχθη

προσμένω μια σκιά, μία φωνή

τις φράσεις και τα γράμματά σας

τα κατασκοπεύω

και σαν ένα κερί ή ένας γάτος

με ένα φύσημα σας δείχνω την αράδα

που λέει για μένα.

*

Αλλά εδώ είναι ο τόπος μου ο νέος

και δεν μου επιτρέπεται ένα νεύμα

να σας γιατρέψω.

Μόνο κείνο το φύσημα

τ’ ανάλαφρο

σαν μια φωνή ερωτευμένη

σαν ένα κάλεσμα πίσω απ’ τον τοίχο

ή πέρα από το φράχτη με τα ρόδα

ενός πουλιού μυστήριο τραγούδι.

*

Περίμενα έξω απ’ το μπαρ

δε μ’ είδες

με δύναμη και με οργή μιλούσες

γι αγώνες και για δίκιο.

Με είδες και μου γέλασες

Άργησα, δεν κατάλαβαν  μου είπες.

Δεν πειράζει.

Στο λόφο πήγαινέ με ν’ ανασάνω.

Να πηδηχτούμε.

Να δούμε από ψηλά

τον τόπο της ζωής μας.

*

Κει κάτω, σταυρωμένος στην κουζίνα

είσαι ακόμη όπως σ’ αγαπούσα

αήττητος, περήφανος, δικός μου

ν’ ακούσεις δε μπορείς, μα στο φωνάζω.

16

*

LA MADRE

μάναα1

Μάνα α2

Posted in ΘΕΑΤΡΙΚΑ, ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ, ΤΑ ΤΡΕΧΟΝΤΑ | Με ετικέτα: , , , , , , | Leave a Comment »

Η μπαλάντα της πόλης που πονάει

Posted by vnottas στο 8 Μαρτίου, 2017

Δεκαετία του ’80. Νύχτα. Ένας πατέρας, άνεργος εργάτης, νιώθει κακό προαίσθημα και παίρνει τους δρόμους. Καταλήγει σε μια αίθουσα βιντεοπαιχνιδιών την ώρα που γίνεται ξεκαθάρισμα λογαριασμών ανάμεσα σ’ έναν μπράβο-κίλερ και μια ομάδα μικροκακοποιών. Ο κίλερ πυροβολεί στα στραβά και ο πατέρας, που μπαίνει ανάμεσα για να προφυλάξει το γιό του, πεθαίνει.

Ο Στέφανο Μπένι (κατά την γνώμη μου ένας από τους πιο ενδιαφέροντες συγγραφείς της γειτονικής Ιταλίας) διαβάζει στις εφημερίδες τη (μικρή) είδηση για το επεισόδιο, εμπνέεται και αποφασίζει να το καταγράψει σε στίχους. Προκύπτει έτσι το Μπλουζ σε Δεκάξι (στροφές).

*

Χτες το βράδυ δεν κλείναν τα μάτια μου. Παίρνω ένα βιβλίο (Η καθημερινή ζωή στην ελληνιστική Αλεξάνδρεια) από εκείνα που έχω σωρεύσει για την τεκμηρίωση του (γνωστού στους επισκέπτες του Ιστολογοφόρου) ιστορικού μυθιστορήματος και προσπαθώ να το διαβάσω (αποκοιμιστικά), αλλά δε τα καταφέρνω γιατί (δε ξέρω αν φταίει η συγγραφέας ή η μετάφραση, μάλλον και τα δύο) είναι τόσο κακογραμμένο που μου ανεβάζει την αδρεναλίνη.

Σηκώνομαι και ψάχνω κάτι άλλο. Βρίσκω το μικρό τευχάκι με το ¨Μπλούζ¨. Το έχω φέρει επιστρέφοντας από την Ιταλία, δε θυμάμαι πότε, αλλά έχει τρυπώσει ανάμεσα σε άλλα ευτραφέστερα βιβλία και μου έχει διαφύγει.

Αρχίζω να το διαβάζω και κολλάω. Ο Μπένι γράφει ποίηση χωρίς μεγαλόσχημες λέξεις. Ποίηση συναρπαστική και (μου φαίνεται) μεταφράσιμη. Λέω να αποπειραθώ την απόδοση στα ελληνικά καναδυό στροφών. Ξενυχτάω χωρίς παράπονα και γκρίνιες.

Το Μπλούζ έχει οκτώ χαρακτήρες που μονολογούν δυο φορές ο καθένας: ο τυφλός Μάντης, ο Πατέρας, η Μάνα, ο Γιος, η Λίζα, η Πόλη (αίθουσα βιντεοπαιχνιδιών), ο Κίλερ και η Νεκροκεφαλή.

16

(Πρώτη κίνηση)

Ο ΤΥΦΛΟΣ ΜΑΝΤΗΣ

Δε ξέρω με ποιο θαύμα και με ποιο σχέδιο βάση 

κλαδί – κλαδί το δέντρο μεγαλώνει

παίρνοντας ουρανό

ούτε ξέρω γιατί

τα παιδικά μου μάτια σας κοιτάζουν τώρα

μέσα από το πρόσωπο ενός γέρου.

Ίσως να ξέρω πότε ο κόσμος θα τελειώσει

και πότε ήταν ο παλμός του ο πρώτος.

Μα δε γνωρίζω

τον Γιό με τον Πατέρα τι ενώνει,

και τι τον Γιό με το Κορίτσι

των Αρωμάτων

και τι εκείνη με το Δολοφόνο,

με τη Νεκροκεφαλή

και με τον Raiden τον Φωτεινό

και τι μετέωρους στο σύρμα τους κρατάει όλους

ανάμεσα στην πρώτη και την τελευταία μέρα

ετούτης της πολύτιμης ζωής τους.

*

Μπορώ να ξέρω πότε θα πεθάνω:

θα ’ναι μία μέρα σαν όλες τις άλλες,

αλλά γιατί να νιώθω τέτοια λύπη

για κάθε αλλουνού το τέλος, δεν το ξέρω.

Γιατί -δεν ξέρω- ένα παιδάκι σα κι εμένα

στα δέντρα της αυλής χαρίζει ονόματα

και με φανταστικούς μιλάει φίλους

ενώ στρατιές ολόκληρες κινάνε

και τους νεκρούς φασκιώνουν με σεντόνια.

Αυτό δεν το γνωρίζω και ματώνω.

*

Εγώ δεν είναι πως την πόλη τη φοβάμαι

ούτε τις χίλιες δυο φωνές της,

γιατί έχω μάθει ανάμεσα τους να διακρίνω

εκείνη που φωνάζει τ’ όνομά μου.

Εγώ τα μάτια δε μπορώ να κλείνω

για νά ‘ρθουν οι ιστορίες μοναχές τους

να μ’ ανταμώσουν σαν αρώματα του κήπου

ή όπως του δέντρου το κλωνάρι

από μακριά τραβάει πίσωθέ του το ποτάμι.

Βάτραχοι, γρύλοι, και καπνοί από καμινάδες

μαζί με παλιοσίδερα βρεγμένα απ’ το φεγγάρι

πλήθη που φίσκα γέμισαν τους δρόμους

κι έπειτα κοιμηθήκαν μοναχά τους

τυφλότητα που τα όνειρα ανάβει

ανυπεράσπιστη η καρδιά, το μυστικό ανθίζει.

*

Εγώ που νέους νόμους δεν γυρεύω

που, όμως, την ψυχή μου την ακούω.

Εγώ βλέπω

-έναν άντρα, έτοιμος καθώς είναι να σκοτώσει,

-έναν που ψάχνει για δουλειά,

-έναν ερωτευμένο, 

-ένα κορίτσι αγέρωχο

-μια μαριονέτα από φως πάνω σε μια οθόνη 

-κι απάνω σ’ ένα μπράτσο χαραγμένη

μια νεκροκεφαλή,

-και, ακόμη, μια γυναίκα

στην όχθη μίας θάλασσας,

διάφανης τόσο, που κανείς

στα ίσια να κοιτάξει δεν αντέχει.

*

Εγώ, τυφλός και γέρος, βλέπω

τα πεπρωμένα γύρω να σαλεύουν

κι αισθάνομαι σα φύλλο  π’ αιωρείται

καθώς το σύμπαν ένα-ένα καταρρέει

μέσ’ στο τρεμάμενό μου το ποτήρι.

Γρήγορα τρέξε ω μικρό μου χέρι

των ημερών τράβηξε την αυλαία

ως τη σκηνή όπου εγώ δεν βλέπω

κι όπου εμένα με θωρούν οι άλλοι όλοι.

*

Έρωτα που στο στόμα μέσα έχεις

πικρό σημάδι πάλης

προλέγω εγώ πως η ελπίδα αγγίζει

ζωές που πάλι πάλλονται 

δονούνται, ξαναζούνε,

όπως το ψάρι που ξανά

στη θάλασσα επιστρέφει.

***

Μπένι α 1

Μπένι α 2

Μπένι β 2

STEFANO-BENNI

 

Posted in ΘΕΑΤΡΙΚΑ, ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ, ΤΑ ΤΡΕΧΟΝΤΑ | Με ετικέτα: , , , , , , , | Leave a Comment »