Δεκαετία του ’80. Νύχτα. Ένας πατέρας, άνεργος εργάτης, νιώθει κακό προαίσθημα και παίρνει τους δρόμους. Καταλήγει σε μια αίθουσα βιντεοπαιχνιδιών την ώρα που γίνεται ξεκαθάρισμα λογαριασμών ανάμεσα σ’ έναν μπράβο-κίλερ και μια ομάδα μικροκακοποιών. Ο κίλερ πυροβολεί στα στραβά και ο πατέρας, που μπαίνει ανάμεσα για να προφυλάξει το γιό του, πεθαίνει.
Ο Στέφανο Μπένι (κατά την γνώμη μου ένας από τους πιο ενδιαφέροντες συγγραφείς της γειτονικής Ιταλίας) διαβάζει στις εφημερίδες τη (μικρή) είδηση για το επεισόδιο, εμπνέεται και αποφασίζει να το καταγράψει σε στίχους. Προκύπτει έτσι το Μπλουζ σε Δεκάξι (στροφές).
*
Χτες το βράδυ δεν κλείναν τα μάτια μου. Παίρνω ένα βιβλίο (Η καθημερινή ζωή στην ελληνιστική Αλεξάνδρεια) από εκείνα που έχω σωρεύσει για την τεκμηρίωση του (γνωστού στους επισκέπτες του Ιστολογοφόρου) ιστορικού μυθιστορήματος και προσπαθώ να το διαβάσω (αποκοιμιστικά), αλλά δε τα καταφέρνω γιατί (δε ξέρω αν φταίει η συγγραφέας ή η μετάφραση, μάλλον και τα δύο) είναι τόσο κακογραμμένο που μου ανεβάζει την αδρεναλίνη.
Σηκώνομαι και ψάχνω κάτι άλλο. Βρίσκω το μικρό τευχάκι με το ¨Μπλούζ¨. Το έχω φέρει επιστρέφοντας από την Ιταλία, δε θυμάμαι πότε, αλλά έχει τρυπώσει ανάμεσα σε άλλα ευτραφέστερα βιβλία και μου έχει διαφύγει.
Αρχίζω να το διαβάζω και κολλάω. Ο Μπένι γράφει ποίηση χωρίς μεγαλόσχημες λέξεις. Ποίηση συναρπαστική και (μου φαίνεται) μεταφράσιμη. Λέω να αποπειραθώ την απόδοση στα ελληνικά καναδυό στροφών. Ξενυχτάω χωρίς παράπονα και γκρίνιες.
Το Μπλούζ έχει οκτώ χαρακτήρες που μονολογούν δυο φορές ο καθένας: ο τυφλός Μάντης, ο Πατέρας, η Μάνα, ο Γιος, η Λίζα, η Πόλη (αίθουσα βιντεοπαιχνιδιών), ο Κίλερ και η Νεκροκεφαλή.
(Πρώτη κίνηση)
Ο ΤΥΦΛΟΣ ΜΑΝΤΗΣ
Δε ξέρω με ποιο θαύμα και με ποιο σχέδιο βάση
κλαδί – κλαδί το δέντρο μεγαλώνει
παίρνοντας ουρανό
ούτε ξέρω γιατί
τα παιδικά μου μάτια σας κοιτάζουν τώρα
μέσα από το πρόσωπο ενός γέρου.
Ίσως να ξέρω πότε ο κόσμος θα τελειώσει
και πότε ήταν ο παλμός του ο πρώτος.
Μα δε γνωρίζω
τον Γιό με τον Πατέρα τι ενώνει,
και τι τον Γιό με το Κορίτσι
των Αρωμάτων
και τι εκείνη με το Δολοφόνο,
με τη Νεκροκεφαλή
και με τον Raiden τον Φωτεινό
και τι μετέωρους στο σύρμα τους κρατάει όλους
ανάμεσα στην πρώτη και την τελευταία μέρα
ετούτης της πολύτιμης ζωής τους.
*
Μπορώ να ξέρω πότε θα πεθάνω:
θα ’ναι μία μέρα σαν όλες τις άλλες,
αλλά γιατί να νιώθω τέτοια λύπη
για κάθε αλλουνού το τέλος, δεν το ξέρω.
Γιατί -δεν ξέρω- ένα παιδάκι σα κι εμένα
στα δέντρα της αυλής χαρίζει ονόματα
και με φανταστικούς μιλάει φίλους
ενώ στρατιές ολόκληρες κινάνε
και τους νεκρούς φασκιώνουν με σεντόνια.
Αυτό δεν το γνωρίζω και ματώνω.
*
Εγώ δεν είναι πως την πόλη τη φοβάμαι
ούτε τις χίλιες δυο φωνές της,
γιατί έχω μάθει ανάμεσα τους να διακρίνω
εκείνη που φωνάζει τ’ όνομά μου.
Εγώ τα μάτια δε μπορώ να κλείνω
για νά ‘ρθουν οι ιστορίες μοναχές τους
να μ’ ανταμώσουν σαν αρώματα του κήπου
ή όπως του δέντρου το κλωνάρι
από μακριά τραβάει πίσωθέ του το ποτάμι.
Βάτραχοι, γρύλοι, και καπνοί από καμινάδες
μαζί με παλιοσίδερα βρεγμένα απ’ το φεγγάρι
πλήθη που φίσκα γέμισαν τους δρόμους
κι έπειτα κοιμηθήκαν μοναχά τους
τυφλότητα που τα όνειρα ανάβει
ανυπεράσπιστη η καρδιά, το μυστικό ανθίζει.
*
Εγώ που νέους νόμους δεν γυρεύω
που, όμως, την ψυχή μου την ακούω.
Εγώ βλέπω
-έναν άντρα, έτοιμος καθώς είναι να σκοτώσει,
-έναν που ψάχνει για δουλειά,
-έναν ερωτευμένο,
-ένα κορίτσι αγέρωχο
-μια μαριονέτα από φως πάνω σε μια οθόνη
-κι απάνω σ’ ένα μπράτσο χαραγμένη
μια νεκροκεφαλή,
-και, ακόμη, μια γυναίκα
στην όχθη μίας θάλασσας,
διάφανης τόσο, που κανείς
στα ίσια να κοιτάξει δεν αντέχει.
*
Εγώ, τυφλός και γέρος, βλέπω
τα πεπρωμένα γύρω να σαλεύουν
κι αισθάνομαι σα φύλλο π’ αιωρείται
καθώς το σύμπαν ένα-ένα καταρρέει
μέσ’ στο τρεμάμενό μου το ποτήρι.
Γρήγορα τρέξε ω μικρό μου χέρι
των ημερών τράβηξε την αυλαία
ως τη σκηνή όπου εγώ δεν βλέπω
κι όπου εμένα με θωρούν οι άλλοι όλοι.
*
Έρωτα που στο στόμα μέσα έχεις
πικρό σημάδι πάλης
προλέγω εγώ πως η ελπίδα αγγίζει
ζωές που πάλι πάλλονται
δονούνται, ξαναζούνε,
όπως το ψάρι που ξανά
στη θάλασσα επιστρέφει.
***