Βασίλης Νόττας: Το Ιστολογοφόρο

Κοινωνία, Επικοινωνία, Φαντασία και άλλα

Posts Tagged ‘Θεατρικό κείμενο’

Μπλουζ σε 16 (Η μπαλάντα της πόλης που πονάει). Μέρος δεύτερο. Μονόλογος οκτώ: Ο Πατέρας

Posted by vnottas στο 18 Ιουνίου, 2017

Προσπάθεια απόδοσης στα ελληνικά του ¨Μπλουζ σε δεκάξι¨ (Στέφανο Μπέννι). Δεύτερο μέρος, όγδοος μονόλογος: Ο Πατέρας. [Τελευταίο- ολόκληρο το θεατρικό κείμενο (8+8 μονόλογοι ) του Benni στη δεξια στήλη κάτω από τον τίτλο ¨Μεταφράσεις ποιημάτων και σχεδιάσματα κειμένων¨].

 

biker_bici_50x80

Ο ΠΑΤΕΡΑΣ

Τραγούδησέ μου το ζεστό τίναγμα του οξέως

τον μόλυβδο στους πνεύμονες

του ποδηλάτου τη σκιά

στου ποταμού την πέρα όχθη.

Τραγούδησέ μου για τη μπάλα που πετάει

ανάμεσα σε ‘μένα και του γιου μου το χαμόγελο

τραγούδησέ μου για τα άρρωστα τ’ αστέρια

που απ’ το παράθυρο κοιτούσα.

.

Γιατί εγώ δεν ήξερα.

Εγώ αγνοούσα πόσα πράγματα συνέβαιναν 

και νόμιζα πως ήταν υποσχέσεις

για κάτι πιο μεγάλο

για κάτι πιο αληθινό

μα τώρα ξέρω

πως ήταν όλα αυτά η Ιστορία μου

Μπορώ να πω μονάχα τώρα

πως ήτανε μοναδικό σε όλη τη ζωή μου

εκείνο το απόγευμα.

Εκείνη η πληγή

θα παραμείνει πάνω μου η πιο βαθιά ουλή

Εκείνη υπήρξε η μοναδική μου αγάπη

κι οι φίλοι που χαιρέτισα εκείνη την ημέρα

για πάντα έφυγαν στ’ αλήθεια.

Ήμουν ευτυχισμένος

αν και αμφέβαλα

εκείνες οι σελίδες ήταν το βιβλίο μου.

Αφού υπήρξα κάτι περισσότερο

απ’ ο, τι είμαι τώρα ή ποτέ θα γίνω.

ΤΕΛΟΣ

didier2

13 αΠατέρας

13 βΠατέρας

Posted in ΘΕΑΤΡΙΚΑ, ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , , | Leave a Comment »

Blues in sedici – Η μπαλάντα της πόλης που πονάει. Μέρος δεύτερο, Μονόλογος ένα: ο Μάντης

Posted by vnottas στο 28 Απριλίου, 2017

Σήμερα αναρτώ την απόδοση στα ελληνικά του πρώτου μονόλογου του δεύτερου μέρους (secondo movimento) του Blues in sediciΗ μπαλάντα της πόλης που πονάει του Στέφανου Μπέννι.[1] 

Πρόκειται για ακόμη οκτώ ποιητικά κείμενα με τους ίδιους ήρωες του πρώτου μέρους. Αυτή τη φορά μονολογούν με διαφορετική σειρά: προηγείται πάντα ο τυφλός Μάντης και ακολουθούν η Πόλη (οι εποχές), ο Γιος, η Λίζα, η Νεκροκεφαλή, ο Κίλερ, η Μητέρα και, τελευταίος, ο Πατέρας.

Κατά τη μεταφορά στην ελληνική γλώσσα συνάντησα κάποιες δυσκολίες. Τα κείμενα κάνουν δέουσα χρήση της ¨ποιητικής άδειας¨ και συχνά απογειώνονται σε νοηματικές σφαίρες των οποίων οι σημασίες και οι συμβολισμοί είναι γνωστοί μόνο στον συγγραφέα. Για να λύσω το πρόβλημα ακολούθησα το πιο απλό δρόμο: απευθύνθηκα στον ίδιο (διατηρεί έναν ενδιαφέροντα ιστότοπο,  εδώκαι είχα μια ευγενική και κατατοπιστική απάντηση μέσα σε λίγες μέρες (από τη συνεργάτιδά του Viviana Dominici την οποία και ευχαριστώ).

Οι σύνδεσμοι για τους μονολόγους του πρώτου μέρους είναι οι εξής:

 Μπλουζ 1 (Ο τυφλός μάντης), Μπλουζ 2 (Ο Πατέρας), Μπλουζ 3 (Η Μητέρα), Μπλουζ 4 (Ο Γιος), Μπλουζ 5 (Η Λίζα), Μπλουζ 6, (Η Πόλη), Μπλουζ 7 (Ο Κίλερ), Μπλουζ 8(Η Νεκροκεφαλή)

………………………..

[1] Ο ίδιος γράφει το επίθετό του με δύο ¨ν¨ και δεδομένου ότι οι ιταλοί τα διπλά σύμφωνα τα προφέρουν, αποφάσισα να το μεταγράψω κι εγώ στα ελληνικά με δύο ¨ν¨ -αποφεύγοντας έτσι τη σύγχυση με το γελοιογραφικό ¨Μπένυ¨ που κυκλοφορεί τελευταία.

…………………………

images (46)

ΜΠΛΟΥΖ σε Δεκάξι

Δεύτερη Κίνηση

Ο ΜΑΝΤΗΣ

Τις πολλαπλές φωνές εγώ δεν τις φοβάμαι

γιατί έχω μάθει ανάμεσά τους να διακρίνω

εκείνη που μου μοιάζει

κι εκείνη που φωνάζει τ’ όνομά μου.

Εγώ δεν είναι πως την πόλη την φοβάμαι

μα ξέρω πως μπορεί ν’ αλλάξει σχήμα

σπηλιά να γίνει ή και δάσος μαύρο

και ξέρω ότι θα με κυνηγήσει

ανήλεη και γοργή

σαν λαίλαπα.

Εγώ τα όνειρα δεν τα φοβάμαι

είναι εκείνα όμως

που με προκαλούνε.

*

Είδα στον ύπνο μου

τράπεζες αδειανές και φωτισμένες

όπου, τη νύχτα, κάποιοι παρελαύνουν∙

φέρετρα ξεφορτώνουν πλαστικά

γεμάτα κόκαλα.

Χώρο δεν έχει πια στα κοιμητήρια

και έτσι οι πεθαμένοι

πρέπει να βολευτούν με κάποιο τρόπο

κάτω απ’ το πράσινο χαλί των μοκετών.

Έτσι κάθε πρωί θα περπατάμε

πάνω στα κόκαλα των σκελετών.

Έτσι τα σπόρια βλέπω να πετάγονται

από τα έγκλειστα φυτά

στις εσοχές των τοίχων.

Έτσι θ’ αποκοιμιούνται τα παιδάκια

γεμάτα μ’ ακατάβλητη, τυραννισμένη, ελπίδα.

.

Και κάπως έτσι θα ‘λεγα πως φθείρεται

-και αναπαύεται-

η πόλη αυτή που ενίοτε

λέω πως ειν’ δική μου

αφού ο καθένας απ’ τους άλλους

-κακόβουλα μιλώντας-

την κατηγορεί

έκπληκτος με των άλλων την κακία

ο κάθε πάσχων προσπαθώντας να διαγνώσει

τον πυρετό στων αλλονών τα μάτια.

*

Εγώ γέρος, τυφλός κι αναμενόμενος

βλέπω πάνω στη γέφυρα

δυο αγκαλιασμένους νέους

δεν καθρεφτίζει την εικόνα το νερό

-είν’ μαύρο-

μα ξέρω εγώ πόσο βαθιά είναι τα όνειρά τους

και πόσο πόνο ένα φιλί σε μια στιγμή γιατρεύει.

*

Βλέπω έναν άντρα να  μοντάρει ένα πιστόλι

σιγά σιγά, με ιερή ευλάβεια

κάποιος δεν πλήρωσε και πρέπει να πληρώσει

και είναι αυτό το μόνο πάθος

π’ ακόμα μας ανάβει.

Κρυμμένον βλέπω εκείνον που φοβάται.

*

Βλέπω έναν άντρα να προβάλλει τρέχοντας

πάει προς το βασίλειο του Raiden

κι είναι μια προφητεία που τον κυνηγά

δε θα ‘χει τις αμφιβολίες τ’ Αβραάμ

όμως το αίμα του

θα το υπερασπιστεί.

Ούτε ευτυχία υπάρχει

ούτε αυτοθυσία

θα υπάρξει όμως κάτι που τους μοιάζει.

Κάποιος θα πρέπει να το κάνει, γιε μου

τις προσβολές χρόνων πολλών

για να ξεπλύνει.

Γρήγορα τρέξε ω μικρό μου χέρι

των ημερών τράβηξε την αυλαία

ως τη σκηνή όπου εγώ δε βλέπω

μα εμένα με θωρούν οι άλλοι όλοι.

αρχείο λήψης2

1 Μάντης α χ

2 Μάντης β χ

2 Μάντης β χ β

Posted in ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , , , , | Leave a Comment »

Η μπαλάντα της πόλης που πονάει. Μονόλογος οκτώ: Η νεκροκεφαλή

Posted by vnottas στο 18 Μαρτίου, 2017

αρχείο λήψης (2)

Η ΝΕΚΡΟΚΕΦΑΛΗ

Άναψε την κονσόλα, νεαρέ

και μάθε πώς να σέρνεσαι

αν θέλεις κάποτε να γίνεις

φίδι χωρίς σκιά και ξύπνιο

σαν κι εμένα.

Εγώ είμαι το ψάρι το μικρό

 το πιο ιοβόλο.

Εγώ εγκαίρως έμαθα

πώς στο σκοτάδι να δαγκώνω.

Στις τσέπες μου δεν κουβαλάω πια 

φωτογραφίες

βρισιές δε γράφω πια στους τοίχους

ούτ’ ερωτόλογα.

Μ’ αρέσουνε οι νικητές

και οι ανοιχτοχέρηδες.

Μ’ αρέσει η Αποκάλυψη

αλλά με φωτισμό σωστό

και με σινιέ κουστούμια.

Να διακινώ μ’ αρέσει

και να καταναλώνω.

Μ’ αρέσει -αν μου επιτρέπετε

έτσι να εκφραστώ-

αυτό που σ’ όλους σήμερα

¨του θανατά¨ αρέσει.

images

Αγόρασε το πράμα μου

παρ’ το, είτ’ είσαι γέρος

είτε ακόμη είσαι νιος

είτε πατέρας είτε γιος,

αυτή είναι η μόνη μουσική

ολομερής που παίζει

σ’ οθόνες και ραδιόφωνα.

Και πες μου, τι νομίζεις πως

τα βιβλία θα μπορούσαν  να βοηθήσουν  

όταν θα είσαι πάνω στην καρέκλα

την ηλεκτρική;

images (79)

Οι έσχατοι ουκ έσονται οι πρώτοι

παρά ψοφάνε απ’ το κρύο ξαπλωμένοι

πάνω στις μαντεμένιες σχάρες

των υπονόμων

κι η νύχτα απ’ το τοπίο τους διαγράφει

σα να ‘ταν βάρκες που φουντάρανε στον πάτο.

Μη δίνεις βάση στις κραυγές

κι έλα να σε κεράσω.

Ξέρω μια Πολωνέζα που μπορεί

να σου ρουφήξει την καρδιά.

Και ξέρω κι ένα χάπι

που τα μυαλά στα ψήνει

έτσι μετά, μπορείς και να τα φας.

O Raiden μπορεί να καθαρίσει

πάνω από εκατό εχθρούς

πατώντας τα σωστά κουμπιά.

Κάτω, στο σκοτεινό σοκάκι

έχω αμάξι αεροδυναμικό

βγαλμένο από τα κόμικς,

χρώμα πράσινος δράκος

που ανέμελος φουμάρει ένα πούρο.

Έλα, σε περιμένω στο ημίφως.

Το σβήσιμο είναι

η υψηλή μου τέχνη.

αρχείο λήψης (4)

Θα ‘θελα να πεθάνω ακόμη νέος

μα για να γίνει αυτό, θα πρέπει πρώτα

να ξανανιώσω

γι αυτό με υπομονή θα περιμένω

η έσχατη κραυγή να ακουστεί

και θα ‘ναι η δική μου, όχι του κόσμου.

αρχείο λήψης (3)

[Με τον μονόλογο της Νεκροκεφαλής ολοκληρώνεται το πρώτο μέρος -primo movimento το λέει ο Στέφανο Μπένι- του ¨Μπλουζ σε 16¨.  Όπως είδατε, γοητεύτηκα, κόλλησα και μετέφρασα περισσότερους μονόλογους από όσους είχα προαναγγείλει. Υπάρχει ωστόσο άλλο τόσο ¨μπλουζ¨, όπου οι ήρωες ξαναμονολογούν. Ίσως τους δούμε μαζί στο προσεχές μέλλον. Τώρα λέω να επιστρέψω στους (παραμελημένους) ήρωες του ιστορικού μυθιστορήματος].

Κρανίο 1

Κρανίο2

Posted in ΘΕΑΤΡΙΚΑ, ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , | Leave a Comment »

Η μπαλάντα της πόλης που πονάει. Μονόλογος επτά: Ο Κίλερ

Posted by vnottas στο 17 Μαρτίου, 2017

(Εδώ παρακάτω η μετάφραση-απόδοση του έβδομου μονόλογου από το ¨Μπλουζ σε 16¨του Στέφανου Μπένι)

images (74)

 

Ο ΚΙΛΕΡ

Η μυρουδιά από δέρμα

που αναδύεται

απ’ των αυτοκινήτων τα καθίσματα

κι από των όπλων τα θηκάρια

το ξαφνιασμένο τρόμαγμα στα μάτια

αυτών που με φοβούνται.

Μ’ αρέσει βιαστικός να προσπερνάω

όπως οι τίτλοι κι οι επιγραφές

στο κάτω μέρος της οθόνης

χωρίς τίποτα πριν και τίποτα μετά.

Δεν λέω, είναι καλύτερα στα φιλμ 

όταν τινάζονται όλα στον αέρα

το αίμα τρέχει και λαμποκοπά

γελάει ο κόσμος και χειροκροτεί

και οι κακοί ανασταίνονται

για να ξανασκοτώσουν.

Μα έχω εγώ υπομονή: μια μέρα

όλοι τους θα με σέβονται

όπως τον δήμιο που του παίρνουνε συνέντευξη

-απ’ τις πλάτες-

στην αίθουσα επισήμων του Ιδρύματος.

Κι η φάτσα μου θ’ απεικονίζεται

σε κάρτες που οι συλλέκτες θ’ ανταλλάσσουν

κι ύστερα θα κολλάν -με ικανοποίηση-

στο Άλμπουμ των Μεγάλων Δολοφόνων.

*

Μη με ρωτάς ποιος είμαι

με ξέρει η καρδιά σου

μη με ρωτάς τι ειν’ αυτό που σου πουλάω

θα ‘ρθει η μέρα που θα τ’ αγοράσεις.

Έχω χαράξει -τατουάζ- ένα κρανίο

που θα ‘ναι το πορτρέτο σου μια μέρα.

Ξέρω εγώ τι θα επιθυμούσες

και τα εγκλήματα που στ’ όνειρό σου βλέπεις.

Ξέρω εγώ τι εσκεμμένα κρύβεις

πίσω από το θολό σου βλέμμα

πίσω απ’ την θωρακισμένη πόρτα σου

πίσω απ’ το αιμοχαρές σκυλί σου

πίσω απ’ τις ξυλιές που δίνεις στα παιδιά σου.

Ξέρω τι θα ‘θελες να πεις

τη νύχτα στο τηλέφωνο.

*

Μη με ρωτάς γιατί γυαλίζω το ντουφέκι

εγώ άλλο δεν κάνω, παρά ακούω

όσα μου ψιθυρίζεις.

images (73)

Κίλερ 1

Κίλερ 2

 

Posted in ΘΕΑΤΡΙΚΑ, ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , | Leave a Comment »

Η μπαλάντα της πόλης που πονάει. Μονόλογος έξι: Η πόλη (ως βιντεοπαιχνίδι)

Posted by vnottas στο 16 Μαρτίου, 2017

(Συνεχίζουμε την προσπάθεια απόδοσης στα ελληνικά των μονολόγων των ηρώων του ¨Μπλουζ σε 16¨ του Στέφανου Μπένι)

p24_7 copy

Η ΠΟΛΗ (ως ΑΙΘΟΥΣΑ ΒΙΝΤΕΟΠΑΙΧΝΙΔΙΩΝ)

Είδα το φως.

Εκεί όπου η πόλη σκύβει και προσεύχεται

και ύστερα γκρεμίζεται στον καταρράχτη

της άβυσσου που ‘χει τα μάτια μύγας.

Ονείρου οθόνες,

χρώματα νέα, που κανείς δεν είδε ως τα τώρα

τον cyber Kabuki γοητεύουν.

images (43).

Είδε ο γεροζωγράφος ο Yomiuri  

στην κορυφή ενός ουρανοξύστη

μία ροδακινιά

και απ’ αυτήν εσκάρωσε φανέλα

του NBA

κι ύστερα ένα παιχνίδι βίντεο σχεδίασε

που ‘χει να κάνει με το μέλλον

της οικουμένης σύμπασας.

images (47)

Ρέει το αίμα, τα τέρατα ψοφάνε.

Γυμνές δονούμενες γυναίκες

με δέρμα από πίξελ

μας σαγηνεύουν.

Εκεί ‘μαστε κι εμείς

μελλοντικό μουσείο από κερί

διαφωτισμένοι και νεκροί.

Πολεμιστές που μ’ ένα κέρμα παίρνουν μπρος

πωλούνται σε τιμή του σκοτωμού

σε δέσμες ανά δέκα.

Γυμνά κρανία, τρυπημένες μύτες  

φυλή που απ’ τις πολλές τις κατακτήσεις

έχει πεθάνει.

Χωρίς να υπολογίσεις

την έκφραση που έχουμε εμείς

καθώς την Queen Alien εκτελούμε

και την απόχρωση που παίρνουνε τα μάτια

-εκείνη τη στιγμή-

της Φλόγας της Συνθετικής.

images (45)

Raiden με λένε

τα όπλα  μου εκπέμπουν φως και θα σε προστατέψω.

Κι αυτόν που βλέπεις από ‘δω τον λεν’ Κρανίο

ή Νεκροκεφαλή

Έχει απ’ όλα κι όλα τα πουλάει.

Σκάφη που φτάσαν από χώρες μακρινές

με καπετάνιους κάτι πλούσιους, δικούς μας,

λίγο βαριεστημένους,

φέρανε κόκα άφθονη

για το Νεκρό Κεφάλι.

Είμαι ψάρι μικρό γεμάτο αγκάθια

περήφανα δηλώνω, είμαι φασίστας

αλλά και το αντίθετο

μία χαρά μου πάει.

Τσίνα το λένε το κορίτσι μου

πούτσες και παγωτά γι αυτήν κάνει το ίδιο.

Ενδυμιόνη θα τη φώναζα, αν το ήθελε.

Πάρ’ τηνα, παίξε την,

χρησιμοποίησέ την

δε σε ζαλίζει, είναι καλή,  μπόνους ζωής σου δίνει

μάζεψ’ το  απ’ το δέντρο και πιο μακριά θα φτάσεις.

κούνα το Joystick,

κέρδισε πόντους, χώρο,

πήγαινε ως την έσχατη την Πύλη

εκεί θα βρεις τον Μπος

ή μια φτηνή Νιρβάνα

ή απ’ το Kyoto ένα γκονγκ

ή χάρτινες κορδέλες

μ’ επιθυμίες πάνω τους γραμμένες

από εκείνες που συλλέγουν οι γκουρού

για του MTV τα βίντεο.

images (48)

Άναψε τώρα το Μαντείο

 και ρώτησέ το

για μια δεκάρα από ψεύτικο χρυσάφι

όλα θα σου τα πει για την Wall Street

μία χλωμή Κασσάνδρα

images (44)

Και από ‘δω, το τζάκι μας, εδώ η θαλπωρή μας

εδώ το φρέον καίγεται κι οι οπτικές οι ίνες

τελειώσανε τα αστέρια εδώ

κι οι απορροφητήρες.

Ρίξε μου, σπρώξε, χόρεψε, σκότωσε, κάν’ τον μάγκα

μάσα την τσίχλα, φίλα με,

σκότωσε τη βασίλισσα

και πρόσεξέ με, είμαι εδώ, ο ουρανός δεν είναι.

d2b5c15e2574ee4b7d8c6a1421b18abb30371f7d_hq

Είναι δεκατριών χρονών. Ιζότα τ’ όνομά της

να παντρευτεί ένα τέρας είναι το ριζικό της.

Σωσ’ την.

Μα τι μπορώ να κάνω, αφού είναι όλα τέρατα

και το παιχνίδι τα ξερνά, μυριάδες μεσ’ το δρόμο;

Εμπιστέψου με

Είμαι της Πύλης ο Φρουρός

Αγόρασέ την, δοκίμασέ τηνε, θα δεις, κάνει καλό

προέρχεται από τόσο μακριά

όσο κι οι εξωγήινοι.

Θυμίαμα για τον  Rimbaud, (τον ποιητή)

έκσταση για τον Ryu, (τον γιαπωνέζο manga)

εκατομμύρια πόντοι

τριγράμματο έχω όνομα, μα είναι και το πρώτο

(οι μάγισσες γελάσανε με τούτον το χρησμό μου).

Μάζεψα από χάμω

το νέο υπερόπλο

μα ο σφυγμός μου αδύναμος κι έφευγε η ζωή μου

και η ανάσα μου βαριά, σαν μπάρα αναλογική

Έπεσα κάτω, μα…

Καινούργιο κέρμα  στη σχισμή

και νά’σου π’ ανασταίνομαι

πολλές φορές εμείς εδώ μπορεί ν’ αναστηθούμε

εδώ είδα το αίμα μου

σταγόνα τη σταγόνα

στις φλέβες να επιστρέφει

εδώ εγώ είδα το φως, καθώς

ερεθισμένες έτρεμαν οι φλέβες του λαιμού μου.

Εγώ θα είμαι ο νικητής

εγώ θα σε γλιτώσω

για μένα άλλος τόπος δεν υπάρχει.

Κι έξω είναι νύχτα.

images (1)

Η πόλη 1

Πόλη 2

Πόλη 3

 

images (42)

Posted in ΘΕΑΤΡΙΚΑ, ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , | Leave a Comment »

Η μπαλάντα της πόλης που πονάει. Μονόλογος πέντε: Λίζα

Posted by vnottas στο 14 Μαρτίου, 2017

(Μονόλογοι από το ¨Μπλουζ σε 16¨ του Στέφανου Μπένι. Η απόδοση στα ελληνικά που σας έφτιαξα)

ΛΙΖΑ

Εγώ με τα μάτια κλειστά περπατώ

και ονειρεύομαι την ακροθαλασσιά

τι λένε οι άλλοι δεν ακούω

-αν για το σώμα μου μιλάνε 

ή για το πεπρωμένο που επίκειται.

Έχω εγώ πόδια μικρά να δραπετέψω  

κι έχω έναν κώλο που θαυμάζω

όπως η κυρά-αλεπού θαυμάζει την ουρά της

-με ματαιοδοξία.

Θα ‘θελα να με σέβονται, όπως εγώ

σέβομαι τη βελανιδιά του κήπου

που πίνει τις σταγόνες του αίματός μας

όταν κρύβει τον ήλιο

κι όταν την οροφή ενός ονείρου 

μεσ’ στο σκοτάδι υποδείχνει.

Γελάω εγώ και σβήνω το κραγιόν μου

και ύστερα το ξανα-ματα-βάζω

να πω γιατί, δε θα ‘ξερα.

Θα ‘θελα, εγώ, ν’ αλλάζω κάθε ώρα

-μα άστατη μη με πείτε.

Χρειάζομαι αέρα καθαρό, καπνό κι ομίχλη

να φεύγω και να μένω

ν’ ανασηκώνομαι ψηλά, μετά να πέφτω χάμω,

-τρελή να μη με πείτε.

*

Θέλω μια πόλη, εγώ, που να μην είναι

μόνο ταμπέλες φωτεινές

εγώ αγαπώ τη σιωπή ανάμεσα στις λέξεις

κι όχι ό, τι έρχεται μετά

τους σμπάρους, τις σειρήνες.

Εγώ ακούω των σκύλων τους κλαυθμούς

απ’ τη φωλιά τους.

Στ’ αρώματα δουλεύω εγώ, στα σαμπουάν

κι όμως αισθάνομαι τη βρώμα της ανάσας

των κροκοδείλων.

Εγώ κλαίω σκυφτή

μπρος στο βωμό

του ραδιοφώνου ενός αυτοκινήτου

κλωτσάω εγώ και γρατζουνώ.

Εγώ δε θα ‘θελα ποτέ να γεννηθώ

και θα ‘θελα γριά να είμαι τώρα

όπως είναι φθαρμένο, γέρικο, σαθρό

ό, τι έμαθα ως τα τώρα απ’ τον κόσμο.

Θέλω στα μπράτσα σου να κοιμηθώ

και με τις ώρες να σ’ ακούω να μιλάς

για τον Γονιό σου

αλλά και να σ’ αφήσω μοναχό

κι η μηχανή να φλέγεται στη χαραγμένη άσφαλτο.

Θέλω

με το μικρό το δάχτυλο

το αίμα σου να γλύψω

και να σου τον ρουφήξω

και έπειτα ψυχρή σαν ντίβα σε ταινία

να τον δείξω

στις φίλες μου

και θα ‘θελα για μένανε να γράψεις

σ’ όλους τους τοίχους.

*

Ένα ψαλίδι έχωσα εγώ στο μπράτσο ενός τύπου

που πάνω μου σαλιάριζε

εγώ αιχμάλωτη στο δάσος

στα αποτρίχια των σκυλιών ανάμεσα

δαγκώνω κι υποφέρω.

Εγώ είμαι η βασίλισσα, η δούλα

εγώ δεν ξέρω απόψε που να πάω

ούτε και ξέρω, απόψε, στο σκοτάδι

πού θα σε βρω.

βββ

Λίζα

Λίζα2

Λίζα α3

Posted in ΘΕΑΤΡΙΚΑ, ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , | Leave a Comment »

Η μπαλάντα της πόλης που πονάει. Μονόλογος τέσσερα: Ο Γιος

Posted by vnottas στο 13 Μαρτίου, 2017

Απόδοση στα Ελληνικά του ¨Μπλουζ σε 16¨ του Στέφανου Μπένι.16

Ο ΓΙΟΣ

Σε είδα από την πόρτα της κουζίνας

είχες τον άσπρο αυχένα ενός γέρου

και είχε πάρει του κενού σου το σουλούπι

το πανωφόρι που στην είσοδο κρεμόταν.

Γύρω παλιές φωτογραφίες

κι ημερολόγια ετών που δεν υπάρχουν

-ναι, ζούμε μερικές φορές

σε χρόνια που ολότελα έχουν λήξει.

Σκυμμένος στο τραπέζι της κουζίνας

τα μπράτσα σου κλειστά και σταυρωμένα

σα να ‘θελες  την οικουμένη όλη

σφιχτά να την κρατήσεις να μη φύγει.

Μετρώντας τις σχισμές στο μουσαμά.

Ξεροκέφαλε

Πατέρα.

*

Θα ήθελα να μη μετρώ ορόφους

καθώς βυθίζεται αργά ο ανελκυστήρας

στα ισόγεια βάθη

αυτού του άσχημου κτιρίου

Ούτε να ανασαίνω μ’ ανακούφιση

καθώς αφήνω πίσω πια

αυτούς τους ξεφτισμένους τοίχους

Να ’μαι κοντά σου θα ‘θελα.

Μα δεν μπορώ.

*

Τα κύματα με παίρνουν και με πάνε

-έξω- σ’ ωκεανό κατάφωτο.

Εκεί όπου βροντάνε καταρρέοντας  

οι καταρράχτες

σε αίθουσες με βιντεοπαιχνίδια

πάλλονται κινητήρες, φτάνουνε αχοί από μακριά

Japan Redondo Seattle

λάμψεις, αστέρια, μπόνους, νέα όπλα,

σενάρια Mortal Kombat

όπως δεν έχεις δει ποτέ, ούτε στα όνειρά σου.

*

Το βλέμμα της

έρχεται και μ’ αρπάζει

μέσα απ’ αρώματα και διαφημίσεις ψεύτρες.

Η αντανάκλασή της στην βιτρίνα

τα χέρια της καθώς κινούνται

φτιάχνοντας τα πακέτα

να συσκευάζουν λακ για εύθυμους φασίστες

για τα δαιμόνια τζελ,

σπρέι για τις νεράιδες

και μυρωδιές που έρχονται από ‘κεί όπου γιορτάζουν

βαλσαμωμένοι πεζοναύτες

Μπάρμπι σε αποσύνθεση

αρτίστες τους κακούς που προσποιούνται 

τενόροι που το παίζουν ευεργέτες

σε μία πολυθρόνα πεθαμένοι

εδώ κι αιώνες

στου Motel Bates

το τελευταίο πάνω πάτωμα.

*

Όμως αποτελούμε, εγώ κι εκείνη

σύννεφο δίδυμο

κι αχτύπητο της κίνησης ζευγάρι.

Κάτω από ήλιο κίτρινο, φτιαγμένο από νέον

που κατακαίει τους δρόμους.

Εκεί όπου ο έμπορας αρέσκεται 

να σε φωνάζει ¨αδελφό¨

χάπια, αμφεταμίνες, πρόζακ, ξίφη,

εκεί δίνω τις μάχες μου εγώ και τραγουδώ

μπορείς πατέρα να μ’ ακούσεις;

*

Εσύ που με προστάτεψες βρυχώμενος

όταν πρωτοφοβήθηκα το θάνατο

και δίπλα μου ξαγρύπνησες στον πυρετό μου.

Εσύ που έξω απ’ το σχολείο δίσταζες

να μπεις μέσα μαζί μου ή όχι

κι από του φράχτη τις τσουκνίδες μ’ έβλεπες

να παίζω μπάλα

στ’ αρύ χορτάρι μίας μέτριας μάχης.

Εσύ π’ ακόμη ψάχνεις για ψωμί και γάλα

γέρος, χωρίς δουλειά

σκυφτός, τραυματισμένος, ακτήμονας, ατζέκος

πώς θα μπορέσω να σου πω ότι μεθάω

μ’ αυτό που ίσως εσένα σε σκοτώνει

την πόλη και τα ερπετά της

τον γίγαντα του Φεγγαριού που απόψε

θα κάψει όλες τις στέγες

και λέει, αύριο θα την δεις την πιο ωραία

εκείνη που την ομορφιά της περιφέρει

σαν κάτι που το λαχταράς,

σαν ένα όνομα,

σαν κάτι τι

που είναι αναγκαίο.

***

2850-old_toys_590_b

Γιος 1

Γιος βββ2

Γιος γ3

Posted in ΘΕΑΤΡΙΚΑ, ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , | Leave a Comment »

Η μπαλάντα της πόλης που πονάει. Μονόλογος τρία: Η μητέρα

Posted by vnottas στο 11 Μαρτίου, 2017

Εδώ παρακάτω, η απόπειρα απόδοσης στα ελληνικά του τρίτου μονόλογου από το ¨Μπλουζ σε 16¨ του Στέφανου Μπένι. Εδώ μιλάει η Μάνα και απευθύνεται σε μας τους άλλους και στον Πατέρα.

ceaccf84ceb9cf84cebbcebf2

Η ΜΗΤΕΡΑ

Εκεί που τώρα ζω

μοιάζει με αμμουδιά ερημωμένη

μ’ αμμόλοφους και μ’ άγρια χορτάρια

ορίζοντα τα κύματα δεν έχουν

κι αλλάζουν ολοένα φως και χρώμα

όπως υπαγορεύουνε τα νέφη.

Δεν έχουμε, εμείς οι πεθαμένοι

ούτε σκοτάδι μήτε φως μηδέ Ημέρες

*

Συχνά μπορώ από ‘δω να σας διακρίνω

πέρα, απ’ της θάλασσας την άλλη όχθη

προσμένω μια σκιά, μία φωνή

τις φράσεις και τα γράμματά σας

τα κατασκοπεύω

και σαν ένα κερί ή ένας γάτος

με ένα φύσημα σας δείχνω την αράδα

που λέει για μένα.

*

Αλλά εδώ είναι ο τόπος μου ο νέος

και δεν μου επιτρέπεται ένα νεύμα

να σας γιατρέψω.

Μόνο κείνο το φύσημα

τ’ ανάλαφρο

σαν μια φωνή ερωτευμένη

σαν ένα κάλεσμα πίσω απ’ τον τοίχο

ή πέρα από το φράχτη με τα ρόδα

ενός πουλιού μυστήριο τραγούδι.

*

Περίμενα έξω απ’ το μπαρ

δε μ’ είδες

με δύναμη και με οργή μιλούσες

γι αγώνες και για δίκιο.

Με είδες και μου γέλασες

Άργησα, δεν κατάλαβαν  μου είπες.

Δεν πειράζει.

Στο λόφο πήγαινέ με ν’ ανασάνω.

Να πηδηχτούμε.

Να δούμε από ψηλά

τον τόπο της ζωής μας.

*

Κει κάτω, σταυρωμένος στην κουζίνα

είσαι ακόμη όπως σ’ αγαπούσα

αήττητος, περήφανος, δικός μου

ν’ ακούσεις δε μπορείς, μα στο φωνάζω.

16

*

LA MADRE

μάναα1

Μάνα α2

Posted in ΘΕΑΤΡΙΚΑ, ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ, ΤΑ ΤΡΕΧΟΝΤΑ | Με ετικέτα: , , , , , , | Leave a Comment »

Η μπαλάντα της πόλης που πονάει. Μονόλογος δύο: Ο Πατέρας

Posted by vnottas στο 10 Μαρτίου, 2017

(Από το ¨Μπλουζ σε δεκάξι¨ του Στέφανου Μπένι. Πρώτη κίνηση. Η απόδοση του δεύτερου μονόλογου)

16

Ο ΠΑΤΕΡΑΣ

Έτσι στέκομαι εγώ: εσταυρωμένος

πάνω σ’ απόγευμα καθημερνό

όρθιος μπροστά στην άβυσσο

του τραπεζιού της κουζίνας με τ’ άπλυτα πιάτα

-έχουν κι αυτά δροσοσταλίδες-

να σκέφτομαι πως άλλο πια δεν πάει

ορθός να στέκω απέναντι στον άνεμο του πόνου

*

Τραγούδησέ μου το ζεστό τίναγμα του οξέως

τον μόλυβδο στους πνεύμονες

το λιγδερό γαλάκτωμα  που ρέει απ’ το ταβάνι

τον βρόντο, τη θερμότητα που ‘ρχεται απ’ τις πρέσες

τραγούδα μου το Κόκκινο,

του Αδέκαστου το Πράσινο

σακατεμένους σύντροφους

ομάδα περιφρούρησης στο χιόνι

και τις γροθιές που φάγαμε και δώσαμε

τραγούδα μου το φάκελο που γράφει

πως απ’ αυτό είσαι ελεύθερος

και πως για αυτό είσαι γέρος.

*

Τραγούδα μου τις μέρες

χωρίς αρχή, χωρίς σκοπό

και πες μου ποιο είναι τ’ Όνομα

που πρέπει να επικαλεστώ;

Έτυχε άραγε ο Θεός να μπει σε σουπερμάρκετ;

να ‘χει τα μάτια χαμηλά και κέρματα στη τσέπη

να ψάχνει γάλα -το φτηνό-

για τον μοναδικό του γιο, τον πεινασμένο;

Ξέρει ο Θεός το ντοματάκι σε κονσέρβα πόσο κάνει;

Έμεινε άραγε άνεργος για χρόνια;

Ξέρει ο Θεός τα κέρματα στη τσέπη να μετράει

σα να ξανάγινε παιδί;

Όχι αυτό δεν το επιτρέπει ο Θεός,

το θέλει μόνο

μέσα στην Ιερή την Κούρασή του.

*

Έτσι τον συναντάμε επιτέλους τον Πατέρα

στο πέρασμα με το ετοιμοθάνατο χαμόγελο

που ‘ χει στο στόμα το κορίτσι του ταμείου 

ύστερα από δεκάωρη εργασία.

Πένθιμα φώτα από νέον, στην ουρά,

διαλέγοντας απορρυπαντικά, να πλύνει στον Αιώνα

αυτά που θα λερώσουμε και θα ξαναφορέσουμε

νύφης φορέματα,  στολές  δολοφόνων

τα παλαιά πουκάμισα, τα ένδοξα μανικέτια

και μια φανέλα αθλητική, πράσινη, της θαλάσσης.

Αμίλητος με κοίταζε ο γιος μου

τη μακρινή εκείνη μέρα

στ’ αρύ χορτάρι μίας μέτριας μάχης

για τον πατέρα του περήφανος.

Τον ίδιο τον πατέρα του που τώρα

θέλει ο Θεός να σέρνεται

στου σουπερμάρκετ την ουρά

δίπλα στους γέρους με τα χαρτιά υγείας

και παραδίπλα, μια κυρία, ανήσυχη, ν’ ακούει το σκυλάκι

που δέσμιο σ’ ένα στύλο κλαψουρίζει

-υιός βουβός και ευσεβής που πάντα ίδιος μένει.

Ανάμεσα σε νέους που φιλιούνται

και ξεβουλώνουν μπύρες

και μία άλλη, αναποφάσιστη, κυρία

που έχει πολύ κρέας στο καρότσι  :

φαρμακερές γελάδες / κοτόπουλα απ’ τους πόλους / κόκαλα βροντοσαύρου.

*

Εγώ,

που το στερνό κουδούνισμα γνωρίζω του ταμείου

καθώς το βράδυ πέφτει χάφτοντας πεπρωμένα

Σου αγόρασα το γάλα που ξέρω πως σ’ αρέσει

μια πλάκα σοκολάτα μ’ ένα δωράκι μέσα

made in China.

Για τα τσιγάρα, κέρματα δεν περισσέψαν

μα δεν πειράζει λέω, δεν πειράζει.

*

Κι ενώ  ο Θεός κοιμάται πάνω σε νέφη μολυσμένα

κι ενώ στο έρμο γήπεδο μια μπάλα αναπηδάει

σελήνη μόνη και ηχηρή, φτιαγμένη από κουρέλια,

στου σουπερμάρκετ την αυλή ξεχύνεται ένα βόδι

σε εφιάλτη είδε ότι το σφάζουν

κι ο φόβος που το τυραννά, είναι που με ξυπνάει.

1

IL PADRE

Π12

Π2

Πας1

Posted in ΘΕΑΤΡΙΚΑ, ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , , | 2 Σχόλια »

Η μπαλάντα της πόλης που πονάει

Posted by vnottas στο 8 Μαρτίου, 2017

Δεκαετία του ’80. Νύχτα. Ένας πατέρας, άνεργος εργάτης, νιώθει κακό προαίσθημα και παίρνει τους δρόμους. Καταλήγει σε μια αίθουσα βιντεοπαιχνιδιών την ώρα που γίνεται ξεκαθάρισμα λογαριασμών ανάμεσα σ’ έναν μπράβο-κίλερ και μια ομάδα μικροκακοποιών. Ο κίλερ πυροβολεί στα στραβά και ο πατέρας, που μπαίνει ανάμεσα για να προφυλάξει το γιό του, πεθαίνει.

Ο Στέφανο Μπένι (κατά την γνώμη μου ένας από τους πιο ενδιαφέροντες συγγραφείς της γειτονικής Ιταλίας) διαβάζει στις εφημερίδες τη (μικρή) είδηση για το επεισόδιο, εμπνέεται και αποφασίζει να το καταγράψει σε στίχους. Προκύπτει έτσι το Μπλουζ σε Δεκάξι (στροφές).

*

Χτες το βράδυ δεν κλείναν τα μάτια μου. Παίρνω ένα βιβλίο (Η καθημερινή ζωή στην ελληνιστική Αλεξάνδρεια) από εκείνα που έχω σωρεύσει για την τεκμηρίωση του (γνωστού στους επισκέπτες του Ιστολογοφόρου) ιστορικού μυθιστορήματος και προσπαθώ να το διαβάσω (αποκοιμιστικά), αλλά δε τα καταφέρνω γιατί (δε ξέρω αν φταίει η συγγραφέας ή η μετάφραση, μάλλον και τα δύο) είναι τόσο κακογραμμένο που μου ανεβάζει την αδρεναλίνη.

Σηκώνομαι και ψάχνω κάτι άλλο. Βρίσκω το μικρό τευχάκι με το ¨Μπλούζ¨. Το έχω φέρει επιστρέφοντας από την Ιταλία, δε θυμάμαι πότε, αλλά έχει τρυπώσει ανάμεσα σε άλλα ευτραφέστερα βιβλία και μου έχει διαφύγει.

Αρχίζω να το διαβάζω και κολλάω. Ο Μπένι γράφει ποίηση χωρίς μεγαλόσχημες λέξεις. Ποίηση συναρπαστική και (μου φαίνεται) μεταφράσιμη. Λέω να αποπειραθώ την απόδοση στα ελληνικά καναδυό στροφών. Ξενυχτάω χωρίς παράπονα και γκρίνιες.

Το Μπλούζ έχει οκτώ χαρακτήρες που μονολογούν δυο φορές ο καθένας: ο τυφλός Μάντης, ο Πατέρας, η Μάνα, ο Γιος, η Λίζα, η Πόλη (αίθουσα βιντεοπαιχνιδιών), ο Κίλερ και η Νεκροκεφαλή.

16

(Πρώτη κίνηση)

Ο ΤΥΦΛΟΣ ΜΑΝΤΗΣ

Δε ξέρω με ποιο θαύμα και με ποιο σχέδιο βάση 

κλαδί – κλαδί το δέντρο μεγαλώνει

παίρνοντας ουρανό

ούτε ξέρω γιατί

τα παιδικά μου μάτια σας κοιτάζουν τώρα

μέσα από το πρόσωπο ενός γέρου.

Ίσως να ξέρω πότε ο κόσμος θα τελειώσει

και πότε ήταν ο παλμός του ο πρώτος.

Μα δε γνωρίζω

τον Γιό με τον Πατέρα τι ενώνει,

και τι τον Γιό με το Κορίτσι

των Αρωμάτων

και τι εκείνη με το Δολοφόνο,

με τη Νεκροκεφαλή

και με τον Raiden τον Φωτεινό

και τι μετέωρους στο σύρμα τους κρατάει όλους

ανάμεσα στην πρώτη και την τελευταία μέρα

ετούτης της πολύτιμης ζωής τους.

*

Μπορώ να ξέρω πότε θα πεθάνω:

θα ’ναι μία μέρα σαν όλες τις άλλες,

αλλά γιατί να νιώθω τέτοια λύπη

για κάθε αλλουνού το τέλος, δεν το ξέρω.

Γιατί -δεν ξέρω- ένα παιδάκι σα κι εμένα

στα δέντρα της αυλής χαρίζει ονόματα

και με φανταστικούς μιλάει φίλους

ενώ στρατιές ολόκληρες κινάνε

και τους νεκρούς φασκιώνουν με σεντόνια.

Αυτό δεν το γνωρίζω και ματώνω.

*

Εγώ δεν είναι πως την πόλη τη φοβάμαι

ούτε τις χίλιες δυο φωνές της,

γιατί έχω μάθει ανάμεσα τους να διακρίνω

εκείνη που φωνάζει τ’ όνομά μου.

Εγώ τα μάτια δε μπορώ να κλείνω

για νά ‘ρθουν οι ιστορίες μοναχές τους

να μ’ ανταμώσουν σαν αρώματα του κήπου

ή όπως του δέντρου το κλωνάρι

από μακριά τραβάει πίσωθέ του το ποτάμι.

Βάτραχοι, γρύλοι, και καπνοί από καμινάδες

μαζί με παλιοσίδερα βρεγμένα απ’ το φεγγάρι

πλήθη που φίσκα γέμισαν τους δρόμους

κι έπειτα κοιμηθήκαν μοναχά τους

τυφλότητα που τα όνειρα ανάβει

ανυπεράσπιστη η καρδιά, το μυστικό ανθίζει.

*

Εγώ που νέους νόμους δεν γυρεύω

που, όμως, την ψυχή μου την ακούω.

Εγώ βλέπω

-έναν άντρα, έτοιμος καθώς είναι να σκοτώσει,

-έναν που ψάχνει για δουλειά,

-έναν ερωτευμένο, 

-ένα κορίτσι αγέρωχο

-μια μαριονέτα από φως πάνω σε μια οθόνη 

-κι απάνω σ’ ένα μπράτσο χαραγμένη

μια νεκροκεφαλή,

-και, ακόμη, μια γυναίκα

στην όχθη μίας θάλασσας,

διάφανης τόσο, που κανείς

στα ίσια να κοιτάξει δεν αντέχει.

*

Εγώ, τυφλός και γέρος, βλέπω

τα πεπρωμένα γύρω να σαλεύουν

κι αισθάνομαι σα φύλλο  π’ αιωρείται

καθώς το σύμπαν ένα-ένα καταρρέει

μέσ’ στο τρεμάμενό μου το ποτήρι.

Γρήγορα τρέξε ω μικρό μου χέρι

των ημερών τράβηξε την αυλαία

ως τη σκηνή όπου εγώ δεν βλέπω

κι όπου εμένα με θωρούν οι άλλοι όλοι.

*

Έρωτα που στο στόμα μέσα έχεις

πικρό σημάδι πάλης

προλέγω εγώ πως η ελπίδα αγγίζει

ζωές που πάλι πάλλονται 

δονούνται, ξαναζούνε,

όπως το ψάρι που ξανά

στη θάλασσα επιστρέφει.

***

Μπένι α 1

Μπένι α 2

Μπένι β 2

STEFANO-BENNI

 

Posted in ΘΕΑΤΡΙΚΑ, ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ, ΤΑ ΤΡΕΧΟΝΤΑ | Με ετικέτα: , , , , , , , | Leave a Comment »

Σέρλοκ Μπάρμαν – Τραγωδία σε Μπαρ

Posted by vnottas στο 2 Ιουνίου, 2014

images (48)

Ο Στέφανο Μπένι είναι ένας σύγχρονος ιταλός συγγραφέας, κατά τη γνώμη μου: από τους καλλίτερους. Στην ιστοσελίδα του (και συγκεκριμένα εδώ) βρήκα ένα μικρό κείμενο, υποθέτω από τα πρώτα θεατρικά του,  γραμμένο τη δεκαετία του ’90. Άρχισα να το μεταφράζω, έτσι για  πλάκα, αλλά μια που ήταν μάλλον απλό και σύντομο το μετέφρασα όλο. Ο αρχικός τίτλος ήταν: ¨Η ελευθερία της Μοίρας¨, εν τέλει τιτλοφορήθηκε: ¨Σέρλοκ Μπάρμαν – Τραγωδία σε Μπαρ¨. Δείτε το σαν άσκηση γραφής θεατρικού λόγου.

Νάτο:

images (52)

Σέρλοκ Μπάρμαν

Τραγωδία σε Μπαρ

[ ‘Ένα μπαρ, νυχτερινός χαμηλός φωτισμός]

 

Μπάρμαν: Θα πιείτε κάτι κύριε;

Πελάτης:  Βάλε μου κάτι δυνατό, πολύ δυνατό.

Μπάρμαν:  Έχετε ανάγκη να πάρετε κουράγιο κύριε;

Πελάτης: Ναι, θα ’λεγα ναι.

Μπάρμαν:  Ένα Μπλόντι Μαίρη πάει καλά;

Πελάτης: [αναστενάζει] Ε, ναι.

Μπάρμαν:  Ερωτική απογοήτευση;

Πελάτης: Πώς το κατάλαβες;

Μπάρμαν:  Από τον αναστεναγμό, κύριε.

Πελάτης: Απ’ τον αναστεναγμό;

Μπάρμαν:  Ακριβώς. Ο αναστεναγμός από ερωτική απογοήτευση είναι αρκετά διαφορετικός από εκείνον της πτώχευσης ή απ’ εκείνον της απλής κατάθλιψης. Είμαι τριάντα χρόνια μπάρμαν και δε δυσκολεύομαι να τον αναγνωρίσω. Εσείς παρουσιάζετε όλα τα συμπτώματα ενός φρεσκο- εγκαταλειμμένου

Πελάτης: Δεν πρέπει να ζορίστηκες πολύ. Αρκεί να δει κανείς την φάτσα μου.

Μπάρμαν:  Ακριβώς.

Ψηλή, ξανθιά, έτσι δεν είναι;

Πελάτης: Αυτό πώς το κατάλαβες;

Μπάρμαν:  Α, Πρόκειται για επαγγελματική παρατηρητικότητα ενός μπάρμαν.  Έχετε μια ξανθή τρίχα στον ώμο και ένα πρόσφατο σημάδι από κοκκινάδι, στο μέτωπο. Και μια που είστε μάλλον ψηλός, μόνο μια ψηλή κοπέλα, ας πούμε τουλάχιστον ένα κι εβδομήντα, μπορεί να αφήσει ένα τέτοιο σημάδι.

Πελάτης: Απίθανο! Και τι άλλο θα είχες να προσθέσεις αγαπητέ μου Σέρλοκ Μπάρμαν;

Μπάρμαν:  Την κοπέλα την λένε Μαρία, είναι αεροσυνοδός, της αρέσουν τα ζώα και να πηγαίνει στο Λούνα Παρκ.

Πελάτης: Πράγματι! Μα τι στην ευχή είσαι; Μέντιουμ, μάγος, Πυθία;

Μπάρμαν:  Σας επαναλαμβάνω, είναι απλά το παρατηρητικό πνεύμα ενός μπάρμαν. Είδα ότι ταραχτήκατε όταν είπα το όνομα του κοκτέιλ Μπλόντι Μαίρη, άρα Μαρία, άντε το πολύ Μαρίνα, πρέπει να είναι το όνομα της γυναίκας που σας αναστατώνει. Εξάλλου αφήσατε εδώ στον πάγκο ένα πακέτο τσιγάρα χωρίς τη φορολογική ταινία. Αφού όμως δεν πρόκειται για μια μάρκα που την βρίσκει κανείς στο λαθρεμπόριο, συμπεραίνω ότι σας τα αγοράζει εκείνη στο αεροπλάνο ή στα αφορολόγητα του αεροδρομίου. Α, και η γραβάτα σας. Είναι ένα μοντέλο από εκείνα που πωλούνται στις μπουτίκ των αφορολογήτων στα αεροδρόμια. Επί πλέον αυτός ο αναπτήρας με το κόκερ μάλλον δε σας ταιριάζει. Είναι ένα δώρο της Μαρίας, έτσι δεν είναι; Τι άλλο; Α, αυτό εκεί δίπλα στον αναπτήρα δεν είναι ένα απόκομμα εισιτηρίου σε Λούνα Παρκ; Στα συγκρουόμενα, αν δεν κάνω λάθος.

Πελάτης: Όλα σωστά. Αλλά τότε μπορείς να μου πεις και γιατί η Μαρία με άφησε;

Μπάρμαν:  Χμμμ. Πρώτα απ’ όλα εξ αιτίας της αρρωστημένης ζήλιας σας για εκείνον τον πιλότο.

Πελάτης: Κι αυτό σωστό. Μα πώς τα καταφέρνεις…

Μπάρμαν:  Στοιχειώδες, εάν είστε ερωτευμένος με μια συνοδό, δεν μπορεί παρά να ζηλεύετε έναν πιλότο, έτσι δεν είναι; Έπειτα, βλέπω ότι φοράτε μπλε σακάκι και σκούρα γυαλιά, αυτό σημαίνει ότι ασυνείδητα έχετε την τάση να ντύνεστε σαν πιλότος για να ανταγωνιστείτε με το φάντασμα του αντίζηλού σας.

Πελάτης: Εν τάξει, εντάξει Σέρλοκ Μπάρμαν. Τώρα μη μου πεις ότι ξέρεις και γιατί μαλώσαμε.

Μπάρμαν:  Τα πιάτα, κύριε;

Πελάτης: Μα το θεό είναι αλήθεια! Το βρήκες κατά τύχη;

Μπάρμαν:  Όχι. Θα σας πω πως το συμπέρανα.  Η Μαρία γυρίζει σπίτι κουρασμένη, ωστόσο δέχεται να μαγειρέψει για σας. Αυτός ο λεκές από φρέσκη ντομάτα στο κουστούμι σας το επιβεβαιώνει, και,- φαίνεται – προέρχεται από σπιτικό τηγάνι, όχι από τραπέζι εστιατορίου. Μετά η Μαρία σας ζητάει να πλύνετε τουλάχιστον τα πιάτα. Εσείς μουρμουρίζετε μεν, αλλά αρχίζετε να τα πλένετε, όμως χωρίς όρεξη, και χωρίς προσοχή, όπως επιβεβαιώνει και η μυρουδιά από απορρυπαντικό που προέρχεται από το μανίκι του πουκάμισού σας. Αλλά ύστερα σπάτε ένα πιάτο και γρατζουνάτε το δείκτη του δεξιού σας χεριού, ακριβώς εκεί…

Πελάτης: Μα…

Μπάρμαν:  Μη με διακόπτετε, η Μαρία θυμώνει και φωνάζει ¨είσαι ένας ανίκανος¨, εσείς την πιάνετε από τους καρπούς, γι αυτό το βραχιόλι της άφησε σημάδι στην παλάμη σας, η Μαρία σας γρατζουνάει στο λαιμό, αγκαλιάζεστε και, όπως συμβαίνει συχνά σ’ αυτές τις περιπτώσεις, ερεθίζεστε και είστε έτοιμοι να κάνετε έρωτα.

Πελάτης: Αυτό πώς το ξέρεις;

Μπάρμαν:  Πουκάμισο ξεκούμπωτο, πανταλόνι στραβοκουμπωμένο,  μια διαχεόμενη μυρωδιά υγρών που ακόμη εκπέμπετε. Όμως μετά η Μαρία δυσανασχετεί γιατί εσείς θέλετε να την πάρετε από πίσω και σας ρίχνει μια κλωτσιά στο καλάμι, να εκεί βρίσκεται το σημάδι, και μετά σας ρίχνει και μια γερή σφαλιάρα στον λαιμό. Ξεσπάει καυγάς με εκτόξευση πιάτων, σπάτε ντουζίνες, βλέπω ότι στο ρεβέρ του παντελονιού σας υπάρχουν ακόμη θραύσματα από πορσελάνη. Η Μαρία τραβάει το κολιέ που της είχατε χαρίσει ουρλιάζοντας ¨δε θέλω τίποτα δικό σου¨ και βγαίνει χτυπώντας δυνατά την πόρτα. Εσείς μαζεύετε μηχανικά κάποια από τα μαργαριτάρια και τα βάζετε στο τσεπάκι του σακακιού, νάτα εκεί, μετά τρέχετε από πίσω της αλλά στο πλατύσκαλο γλιστράτε πάνω στις πέρλες και πέφτετε, πράγματι μπήκατε εδώ μέσα κουτσαίνοντας και κρατώντας την πλάτη σας.

Πελάτης: Μου προξενείς φόβο!

Μπάρμαν:  Έπειτα βγαίνετε τρέχοντας στον δρόμο, χωρίς καν να βάλετε το παλτό σας, αλλά δεν βρίσκετε την Μαρία. Και τώρα βρίσκεστε εδώ μπροστά μου, απελπισμένος.

images (50)

Πελάτης: Αφού τα ξέρεις όλα, θα μου πεις πώς τελειώνει αυτή η ιστορία;

Μπάρμαν:  Μπορώ να δοκιμάσω. Η Μαρία έχει οργιστεί. Οι αεροσυνοδοί πάσχουν συχνά από νευρικές ανισορροπίες εξ αιτίας της αλλαγής του ωραρίου. Η, με συγχωρείτε, πρώην γυναίκα σας σπεύδει να παρηγορηθεί από τον πιλότο της στο μπαρ Ρούντι, το στέκι των πιλότων όπου μαζεύονται όλοι τέτοια ώρα. Αλλά σήμερα είναι Δευτέρα και τον Μπαρ Ρούντι είναι κλειστό. Πάει λοιπόν λίγα βήματα παρακάτω και να που τον βρίσκει στο Μπαρ Πάολο, αλλά η Μαρία λέει στον πιλότο ¨σε παρακαλώ ας μη μείνουμε σ’ αυτό το μέρος. Γιατί ¨Πάολο¨ είναι το όνομά σας κύριε, είναι γραμμένο στο μενταγιόν που φοράτε στο λαιμό και η Μαρία έξαλλη όπως είναι δε θέλει τίποτα που να σας θυμίζει.

Πελάτης: Εντάξει. Αλλά τότε τι κάνουν;

Μα, επειδή εδώ και πέντε λεπτά βρέχει. καταφεύγουν στο πιο κοντινό μπαρ.

Πελάτης: Δηλαδή;

Μπάρμαν:  Αυτό εδώ κύριε. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς μου θα πρέπει να μπουν σε… ένα λεπτό.

Πελάτης: Και τότε… τι θα συμβεί;

Μπάρμαν:  Νομίζω ότι εσείς κύριε θα εκραγείτε γιατί δε θα αντέξετε το θέαμα των δυο τους αγκαλιασμένων, μια που τίποτα δεν φέρνει πιο κοντά τη σάρκα και το συναίσθημα μιας αεροσυνοδού και ενός πιλότου, όσο η βροχή. Εκτός αυτού, επειδή η Μαρία σας είναι χαρακτήρας μάλλον ζόρικος, νομίζω ότι θα σας προκαλέσει.

Πελάτης: Και τότε;

Τότε εσείς θα βγάλετε το πιστόλι που τυχαία είδα κάτω από το σακάκι σας. Αλλά θα είναι ένα σοβαρό λάθος. Γιατί εκεί, σε εκείνο το τραπέζι είναι ένας αστυνομικός με πολιτικά, τον αναγνωρίζω από το κούρεμα και από τα παπούτσια. Ο αστυνομικός θα βγάλει το περίστροφο υπηρεσίας που έχει περασμένο στη ζώνη του, βλέπετε εκεί το φούσκωμα, και θα σας αφήσει ξερό σε λιγότερο από μια στιγμή.

Πελάτης: Είναι γελοίο. Εξάλλου πέρασε ήδη ένα λεπτό και δεν φάνηκε ακόμη κανείς.

Μπάρμαν:  Σωστά. Ξέχασα ότι εδώ παρακάτω έχει ένα κατάστημα οικιακών ειδών. Η Μαρία δε θα αντισταθεί στον πειρασμό να δει εάν υπάρχει ένα σερβίτσιο πιάτων για να αντικαταστήσει εκείνο που καταστράφηκε στον καυγά.

Πελάτης: Επομένως;

Μπάρμαν:  Επομένως υπάρχει μια μικρή καθυστέρηση. Αλλά να, όπως προβλέψαμε, νάτοι!

[Μπαίνουν ένας άνδρας και μία γυναίκα]

Πελάτης: Ώ θεέ μου, όχι!

Μπάρμαν: Μείνετε ψύχραιμος κύριε!

Μαρία: Α, εδώ είσαι Πάολο. Ακόμη όρθιος. Μα δεν είχες πει ότι θα αυτοκτονήσεις;

Πελάτης: Μαρία μη με προκαλείς.

Μαρία: Ποιος θέλει να σε προκαλέσει. Να σου παρουσιάσω τον κυβερνήτη Σεριόλι, τον πιλότο του αεροπλάνου μου.

Ο Κυβερνήτης: Χαίρω πολύ.

Πελάτης: Χαίρομαι σκατά! Βιάστηκες να με αντικαταστήσεις ε, πουτάνα;

Μαρία: Πάολο είσαι ο συνηθισμένος αγροίκος

Ο Κυβερνήτης: Σου απαγορεύω να βρίζεις τη δεσποινίδα

Πελάτης: Α ναι; Γιατί τι θα κάνεις μορφονιέ; Νομίζεις ότι σε φοβάμαι;

Μαρία: Πάολο, τρελάθηκες; Κατέβασε αυτό το πιστόλι!

Πελάτης: Όχι, θα μου το πληρώσεις πουτάνα, και συ μπάσταρδε, ποιος ξέρει πόσα χρόνια με κοροϊδεύατε εσείς οι δύο, αλλά θα μου το πληρώσετε!

Αστυνομικός: Ακίνητοι! Αστυνομία! Βάλε κάτω το όπλο ή πυροβολώ!

Πελάτης: Βρωμιάρα θα σε σκοτώσω!

 

1. πυροβολισμός

2. κραυγή

3. ήχος πτώσης

[φωνές στο μισοσκόταδο]

– Ώ θεέ μου, τον σκοτώσατε

– Έπρεπε να τον σταματήσω κυρία μου, αυτός ο τρελός ήταν έτοιμος να πυροβολήσει

– Βοήθεια, πεθαίνω…

– Φωνάξτε ένα ασθενοφόρο.

– Χάνει πολύ αίμα, δε θα τα καταφέρει

– Τι συνέβη;

– Έπεσαν πυροβολισμοί. Ένας αστυνομικός πυροβόλησε έναν άνδρα, μα αυτός έσκυψε και η σφαίρα χτύπησε θανάσιμα τον μπάρμαν.

images (51)

Posted in ΘΕΑΤΡΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , | Leave a Comment »

Η έβδομη (και τελευταία) σκηνή του Λυσίστρατου

Posted by vnottas στο 16 Μαρτίου, 2012

Σκηνή έβδομη

 [ η σκηνή φωτίζεται και ο προβολέας επικεντρώνεται στον Δία, που έχει πάρει κεντρική ανυψωμένη θέση]

Δίας

[γυρισμένος στο πλάι, ελαφρά εκνευρισμένος και  μιλώντας στον εαυτό του]

Τώρα, τα ’πε όλα ετούτος, του τρανού του συγγραφέα

ο ειδικός μαντατοφόρος, κι αυτό είναι ζαβολιά,

κόλπο και μπαγαποντιά.

Μου ’κλεψε λίγο το ρόλο, αλλά όπως και να έχει,

έχω πράγματα να κάνω, και ο λόγος μου προέχει…

[γυρίζει από την άλλη πλευρά και απευθύνεται στους Αθηναίους]

Άκουσα τι λένε οι μοίρες, κι όπως είναι φυσικό

ξέρω και το μυστικό.

Πάει να πει ότι μπορώ, δίχως να καθυστερώ

να ερμηνέψω το χρησμό, κι αυτό κάνω τώρα αμέσως:

Κείνη που ήταν, μα δεν είναι, και την έχετε ανάγκη,

σεις ω άντρες Αθηναίοι, της Παλλάδας οπαδοί,

είναι η έρμη η Ουτοπία, όνειρο κι ιδανικό σας

και μυστήρια ελπίδα.

Που χωρίς σταλιά χαμπάρι, να το πάρετε κορόϊδα,

σας την βούτηξε ο Ερμής, κι είναι τώρα κλειδωμένη,

χειροπόδαρα δεμένη.

Και στη θέση της με κόλπο, σας πασάρει εικονικές

ονειροκαταληψίες, και αιώνιες αυταπάτες,

εκσυγχρονισμένες πλέον και εικονογραφημένες:

πότε τάχα σε παιχνίδια, παραμύθια και ειδήσεις,

μελανές διαφημίσεις και ατελείωτες σειρές,

τέλεια ανακατωμένα, να μην έχεις πια ιδέα

τι να πάρεις, τι να αφήσεις.

 

Μα όλα αυτά δεν είναι ελπίδα,

έστω αχνή, έστω στο βάθος,

παρά μόνο μια παγίδα, που γυρνάει στριφογυρνάει,

μα κουράγιο δε γεννάει, παρά μαύρη απελπισία

και βαθιά σε μαύρη τρύπα, κατευθείαν σε τραβάει

 

Που πάει να πει: καταλαβαίνω: Και για να σας κάνω χάρη

λέω να τη λευτερώσω, την χλωμή την Ουτοπία,

κι εδώ δα να την καλέσω, ο χρησμός να εκπληρωθεί.

[χτυπάει τα δάχτυλα και φωτίζεται η Ουτοπία. Μοιάζει ξόανο, αλλά σε λίγο θα ζωντανέψει…]

Όμως, σα θεός που είμαι, κι έτσι που μ’ έχετε φτιάξει,

μ’ όλα τα δικά σας πάθη, και με των θνητών τα βίτσια,

τελικά δίκιο δεν δίνω, σε κανέναν απ’ τους δύο

Μήτε άντρες μήτε γυναίκες:

Ούτε στον Παρά τον τρύπιο, ούτε και στην Ουτοπία

(πού όνειρο και ευτυχία, πως σας δίνουνε θαρρείτε,

 και ο ένας και η μία!)

 

Κι αφού εγώ είμαι ο Δίας, κι αφού κάνω ό, τι θέλω…

[γυρίζει από την πλευρά των συλλογισμών, χάνει τον ειρμό, αναλογίζεται και μονολογεί:]

 

(ή τουλάχιστον νομίζουν,  κάτι τέτοιο οι θνητοί,

γιατί έχω και την Ήρα, με την κρεβατομουρμούρα,

και να αντιμετωπίσω, θεϊκές συνομωσίες,

σκοτεινές δολοπλοκίες…

Τα ηνία να κρατήσω, κι όλες τις ισορροπίες 

που έχει ανάγκη η εξουσία.

Κι όλο μία από τα ίδια…

κι όλα αυτά μ’ έχουνε σκάσει

και μου σπάσανε τ’ αρχίδια!)

[επανέρχεται σοβαρός προς τους Αθηναίους]

Επαναλαμβάνω:

…Και αφού είμαι ο Ζευς,

λέω και αποφασίζω:

πως την πρόκληση αυγατίζω, και τ’ αναποδογυρίζω

όσα θα ’πρεπε να κάνω:

δεν σας ανασκολοπίζω, -θα ’τανε το πιο σωστό –

παρά σας αναβαθμίζω.

Έτσι, να ‘χετε ευθύνη, σαν θα δείτε τι θα γίνει!

 

Λέω λοιπόν:

Σεις ω άντρες Αθηναίοι, αλλά και εσείς Ατθίδες

Που σας έχουν καλομάθει

οι θεοί

και δικαίωμα σας δίνουν, να ’χετε άποψη και λόγο

-αλλά είσαστε κι ατσίδες-

(όπως χρόνια πριν, ας πούμε, τότε που ο Ποσειδώνας

-το μικρό μου τ’ αδελφάκι –

για να γίνει πολιούχος, υποσχέθηκε νερό

-για να λέμε την αλήθεια, βγήκε λίγο αρμυρό-

Αλλά εσείς είχατε γνώμη, του το βγάλατε ξινό,

και εδώσατε την ψήφο στο δεντράκι της ελιάς,

προσφορά της Αθηνάς…)

 

Ε λοιπόν το ξανακάνω!

Πλειοδοσία προκηρύττω!

Και ας έλθει ο Παράς, να σας πει και να σας τάξει.

Τι θα κάνει, τι θα πράξει, τι καλούδια θα σας δώσει

αν αυτόν εμπιστευτείτε.

[χτυπάει τα δάχτυλα και φωτίζεται ο ευτραφής Παράς, ως ξόανο αρχικά κι αυτός]

Αλλά πριν, το λόγο ας πάρει, -οι κυρίες προηγούνται –

(μα τι λέω! ο Μεγάλος!)

Η αιθέρια Ουτοπία, πού ήτανε αποδιωγμένη

και στα σίδερα κλεισμένη, με την Ιστορία αντάμα

ακινη-τοποι-ημένη

Κι έχει χρόνια να μιλήσει, ας σας πει κι αυτή τι δίνει.

 

Κι ύστερα εσείς ψηφίστε, όπως είστε μαθημένοι.

Και εγώ μα τους Ολύμπιους, και τους δώδεκα μαζί,

ό, τι κι αν αποφασίστε, ίσως να το επιτρέψω.

Με μονάχα έναν όρο: Πως πιστοί σ’ εμέ θα είστε,

όποιος απ’ αυτούς [απ’ τους δυο]  κερδίσει.

 

Θέλω:

Τάματα κι αφιερώσεις, με τις τακτικές τους δόσεις.

Επικλήσεις, λιτανείες, σταθερές τελετουργίες.

Θησαυρούς στα ιερά μου, και τα σφάγια δικά μου!

Να με αποκαλείτε πάντα, Παντοδύναμο Αφέντη

και Ουράνιο Αστραποβρόντη!

Και στις ιερές γιορτές μου, θέλω τις πομπές με ουρές,

και παιάνες και παρθένες, όμορφες και δροσερές.

 

Και να έχετε στο νου σας: Θεός είμαι όμοιός σας.

Δε με φτιάξατε, το ξέρω, για να ’ρθω και να υποφέρω,

σα σωτήρας να ξεπλένω, τις δικές σας αμαρτίες…

 

Ήρθα για να κάνω λάθη. Όπως κάνετε και εσείς.

Και να έχω τα ίδια πάθη!

Στα ουράνια να βολτάρω, και να κάνω ό, τι γουστάρω

Όπως μόνο στα όνειρά σας, θα τολμούσατε ποτέ

Γιατί με θελήσατε έτσι, κι έτσι χρησιμεύω κάτι!

[κάνει γκριμάτσα σα να είπε πολλά, και μετά κάνει νόημα προς την Ουτοπία η οποία «ζωντανεύει» και αρχίσει να μιλάει]


 

Ουτοπία

Έχω χρόνια να μιλήσω, συγχωρήστε με αδέλφια

και για σας να ζωγραφίσω, όνειρα υπερβατικά!

Όλα όσα ξεπερνάνε την ανθρώπινη μιζέρια,

απ’ την ύλη ξεκινάνε, όμως φτάνουνε στα αστέρια!

κι έτσι λίγο από το Θείο, τ’ άγ-ι-ο το ιερό

το ουράνιο στοιχείο

-με απλό ενθουσιασμό –

μεσ’ τον άνθρωπο μπολιάζουν.

 


Με της ποίησης τα λόγια, κέρδιζα την αφθαρσία
Μόνο εγώ για αθανασία σας μιλούσα
Μόνον εγώ τιθάσευα την σαρκοβόρα τύψη
και στη μνήμη σας κεντούσα,
με του έρωτα τα βέλη
ξόρκια ενάντια στη θλίψη.

 

Με χορό και με τραγούδια και με της ζωής το πάθος

ήξερα να απογειώνω,

τα μελλούμενα να πλάθω και τα τωρινά να εμπνέω

την χαρά να ανακυκλώνω και το άγχος να μειώνω.

 

Για ξανά-αναλογιστείτε τις καλές τις εποχές,

κλασικές, ηρωικές, που ’ζησε η ανθρωπότης

και να! δείτε!, θα με δείτε: πάντα ήμουνα παρούσα

και βασίλισσα οδηγούσα των καλλιτεχνών εμπνεύσεις:

Και ποιητών, μα και ζωγράφων, συγγραφέων, τροβαδούρων

και ηθοποιών, και όλων, των ευαίσθητων ανθρώπων.

 

Και μετά: Νόμος και Δίκιο

Που απ’ τα ζωντανά της πλάσης, ειν’ προνόμιο και καθήκον

όσων θέλουνε να λένε, πως διαθέτουν λογική:

Και αυτά, χάρη σε εμένα, μπόρεσαν να σχεδιαστούνε

κι έστω κι αν δεν τα τηρούνε, παραμένουνε πυξίδες

για να ξέρουν οι ανθρώποι, που πατάν και που τραβούνε.

 

Της υπέρβασης βλαστάρι, μόνη ορατή ελπίδα,

με όνειρο και λογική, δίνω νόημα στον κόσμο

Δίνω γεύση στη ζωή

Και με το Αιώνιο Σύμπαν, μόνο εγώ έχω επαφή!

 

Μα κι εσείς άνδρες / γυναίκες, ευτυχία που ζητάτε

στην πραγματική αγάπη, που είναι πάνω απ’ τα εγκόσμια

τα φτηνά τα ταπεινά…

ξαναφέρτε με στην πλάση και να δείτε πως  με εμένα

θάβρετε την αρμονία, την υπέρτατη, τη σπάν-ι-α,

του φθαρτού και του αιώνιου,

όταν δένουνε μαζί.

 

Παράς [που ενώ μιλούσε η Ουτοπία έκανε (ως ξόανο) μόνο γκριμάτσες κοροϊδευτικές και αποδοκιμασίας, τώρα ζωντανεύει κι αυτός]

Μα τι λες αλλοπαρμένο;!

Αιθεροβαμόνων βάρκα!

Που δεν ξέρεις τι στην πράξη είναι εκείνο που μετράει!

 

Ουτοπία

Μη μου πεις ¨ό, τι πουλάει¨…

 

Παράς

Μα και βέβαια μουρλέγκω, δίκιο έχει, ό, τι πουλάει

κι ό, τι ευτυχία δίνει σ’ όποιον έχει να αγοράσει!

 

Για δες πόσα προϊόντα, με εμένα θα αποκτήσεις!

Πέρνα κόσμε να τα δεις! Όχι λόγια του αέρα,

όπως ήταν τα δικά σου.

 

Δες κουζινοσυσκευές. Δες ηλεκτρικά καλούδια,

δες  κονσόλες, χειριστήρια, δες για κινητά, τραγούδια.

δες και μόνιτορ, οθόνες, δες δισκάκια με εικόνες,

δες και τις ταινίες όλες και τρισδιάστατα παιχνίδια!

 

Κι από περιττό ό, τι θέλεις: Να αγοράζεις να πετάς,

να θριαμβεύει ο Παράς

 

Ό, τι να ΄ναι πλαστικό, το διαθέτω μόνο εγώ

Πλαστικά άμα θέλεις πιάτα, και κανάτες και καριέρες

και μπουκάλια και αγάπες,

Τα πουλάω πέρα ως πέρα, στης υδρόγειου την άκρη!

Και χειρούργους πλαστικούς, έχω αν θέλεις κι απ’ αυτούς!

 

Έχω βίντεο ¨τραβηγμένα¨, έχω τράπεζες εμβρύων

και γονίδια παγωμένα!

 

Έχω σνομπ, έχω εστέτ, και για όλους έχω όπλα

Έχω κλώνους και κλωνάρια, έχω και μεταλλαγμένα

Για να φάνε κι οι φτωχοί, προσφορά από εμένα.

 

Τελευταία έχω πάλι, βάλει στην κυκλοφορία

Μία νέα μου πατέντα:

Δούλους που έρχονται μονάχοι και ζητάνε να δουλέψουν

τρώγοντας τα αποφάγια!

Τι μυαλό! Και τι ιδέες!

 

Μα τι λέτε Αθηναίοι και ωραίες μου Αθηναίες

Είναι να το συζητάμε;

Εγώ θα ’μαι ο σπόνσοράς σας, χορηγός, νουνός, κουμπάρος…

 

Ουτοπία [κοροϊδευτικά]

Κι όποιον θέλει ας πάρει ο χάρος…

 

Παράς [δε δίνει σημασία]

Α, ναι.

Μια που πήρε το αφτί μου κάτι για προβληματάκια

Που ανάμεσα στα φύλα παρουσιάστηκαν προσφάτως,

προσοχή! μη γελαστείτε, πέσετε σε ουτοπίες

και του σεξ τις λειτουργίες

-τις καινούργιες εννοώ-

προπαντός μην αρνηθείτε:

 

Μόνο εγώ μπορώ να φτιάξω, όλες τις δια-σταυρώσεις,

ζευγαρώματα καινούργια, και γεμάτα φαντασία,

όλα στη σωστή τιμή!

Και τα παραδοσιακά;

Άφθονα έχω κι απ’ αυτά:

Άμα θέλεις δονητές, ή και κούκλες φουσκωτές

εγώ μόνο τα διαθέτω, σ’ όλες τους τις ποικιλίες

Κι όχι εκείνη η τρελή.

 

Αφηγητής

Αυτά είπαν, κι είπαν κι άλλα, η αιθέρια Ουτοπία

κι ο πραγματιστής Παράς.

Κι αν οι Αθηναίοι πολίτες, κατά βάθος μπερδευτήκαν,

η αλήθεια είναι ότι, δεν το μάθαμε ποτέ,

κι αυτό γιατί όταν ο Δίας -άρχων της πλειοδοσίας,

έκρινε πως όλα τούτα, εκρατήσανε πολύ,

κι ότι παν να μας ζαλίσουν,

διέταξε να σταματήσουν, των θεών οι προσφορές,

και οι ψήφοι να αρχινήσουν.

 

Και πώς έγινε ακριβώς;

Μα με τρόπο θεϊκό. Χωρίς ένσταση καμία,

μα και δίχως αντιρρήσεις.

Οι θεοί αποφασίσαν κι αναθέσανε σε μένα,

που το παίζω στο απέξω -τάχα αντικειμενικός-

να μετρήσω προτιμήσεις.

 

Αλλά!

[γκονγκ]

Ω!

Μια ανατροπή καινούργια, που το νήμα περιπλέκει

και το δίδαγμα μπερδεύει, αναφαίνεται και πάλι:

 

Πρέπει να εξομολογηθώ,

πως εγώ δεν είμαι εγώ!

Τώρα μόλις κάτι μού ’ρθε! Μού ’γινε μια εισβολή

ένδο-εσω-τερική!

Κάτι μούρθε σαν ταμπλάς!   Κάτι άλλαξε εντός μου

και δεν είμαι ο εαυτός μου

πια!!!

 

Που σημαίνει πως δεν είμαι, πλέον ο αφηγητής

του τρανού του συγγραφέα, πληρεξούσιος κριτής

Αλλά είμαι….

Ο Κεκλιμένος

Δόκτωρ εκσυγχρονισμένος!

[Βγάζει την τήβεννο και μετατρέπεται στον γνωστό δόκτορα του προοιμίου]

Τώρα πρέπει να επέμβω και νέο-επιστημονική

να εφαρμόσω εκδοχή!

 

[γκονγκ]

Κεκλιμένος

Δώστε φως και δώστε ήχο!

Τώρα να σας αναγγείλω, τ’ αποτέλεσμα απ’ την ψήφο

[γκούχου γκούχου]

[γκονγκ]

[Ειρωνικά, περιπαικτικά]

Μα τι βλέπω εδώ πέρα;

Η διαφορά δεν είν’ μεγάλη. Μ’ αν μετρώ, ξαναμετράω,

πάλι έρχονται μπροστά, οι υποσχέσεις του Παρά!

[Περιπαικτικά]

Η κακόμοιρη Ουτοπία, νάτη που ξανά χλομιάζει

Ενώ, δείτε πως ξανάβει, και ευτυχισμένος κλάνει [ακούγεται η εκτόνωση)

ο δημοφιλής Παράς!

 

Να λοιπόν που επιτέλους, φτάσαμε κι εμείς στο τέλος

του πειράματος  [διορθώνει ειρωνικά] –συγγνώμη-

της αρχαίας παροδίας, στις παρόδους που συμβαίνει

της Μεγάλης Ιστορίας

 

Να που ο Δίας σκεφτικός, τα μαζεύει για να φύγει…

Να που κι ο Παράς κηρύττει, το μεγάλο πανηγύρι!

Τον μεγάλο το χορό!

Ας πιαστούμε χέρι χέρι…

[πιάνονται όλοι χέρι χέρι, ο δόκτωρ τελευταίος, εκτός από τρεις αρσενικούς  που θα είναι οι φιλόσοφοι.

Καθώς χορεύουν, μετατρέπονται και πάλι σε εργαζόμενους και, καθώς φτάνουν στην άκρη της σκηνής, ο πρώτος πηδάει κάτω, και ο χορευτικός γύρος επαναλαμβάνεται με τους υπόλοιπους]

 

[μουσική]

Χορός

Έχετε γεια βρυσούλες,

μόνον εμφιαλωμένο

Θα είναι πλέον το νερό, σε μπουκάλι πλαστικό!

 

Στη στεριά δεν ζουν τα ψάρια, αλλά ούτε στα νερά…

Αμμουδιά πια δεν υπάρχει, μόνο πίσσα και σκουριά.

 

Έχετε γεια ραχούλες: δεν υπάρχει γιατρικό

Το τοπίο τώρα θα είναι, μόνο βιομηχανικό! 

 

Γεια σας λόγγοι και βουνά

και παραμυθένια δάση, που τελειώσατε και τώρα

πάει, ο κόσμος έχει σκάσει!

 

Η πλαστικοποιημένη επανάσταση αρχίζει,

μα προθέσεων καλών και πολιτικώς ορθία.

Γαμώ την ατυχία μου, γαμώ την αβλεψία

θνητών, δαιμόνων και θεών!

 

Έχετε γεια Αθηνιώτισσες, μη ξανακαμωμένες

Με τις ρυτίδες ζωντανές, και όχι τσιτωμένες

που από  γενιές των γενεών

ήσασταν λατρεμένες!

 

Ελάτε να χορέψουμε χορό ευδαιμονίας

κι ας πάει και το παλιάμπελο και η ξανθιά ρετσίνα!

Στης νέας κοινωνίας, τους δρόμους ταξιδεύουμε

με άλλα, νέα εθιστικά, κι όχι τσιγάρα και κρασιά

Και ζήτω ζήτω στον Παρά: Αφέντη στην Αθήνα!

 

Αφηγητής /Κεκλιμένος [αφήνει το χορό, του α-λόγου – που συνεχίζεται,

καθώς ακούγονται οι πτώσεις με πάταγο των συμμετεχόντων  και στρέφεται πονηρά προς το κοινό:]

Προτού να φύγουμε από ’δω, ας ρίξουμε ένα βλέφαρο,

να δούμε οι χαμένοι, πως πήρανε την ήττα.

[Ο Φωτισμός εστιάζει στο σημείο όπου βρίσκονται οι 3 φιλόσοφοι]

Για κοιτάξτε εκεί στο πλάι  –στο ιγκόγνιτο νομίζω…-

Τους αναγνωρίζω: είναι

τρεις φιλόσοφοι που υπήρξαν, εραστές της Ουτοπίας

Πού ’φτασαν από παρόδους, χωριστές της ιστορίας

Για να μάθουνε το τέλος, τούτης εδώ της παροδίας.

Ένας είναι της εκκλησίας, και την ¨Πόλη του Θεού¨

είχε για ιδανικό του!

Ο άλλος σοσιαλιστής που τις τάξεις καταργούσε!

Και ο τρίτος, απ’ τους πρώτους, εραστές της Ουτοπίας

είναι ο Πλάτων ο μεγάλος, που είχε φτιάξει Πολιτεία

άψογη (μες το μυαλό του!)

Για να δούμε, πώς σχολιάζουν τ’ αποτέλεσμα της ψήφου…

 

Ρασοφόρος

Έλα τώρα φίλε Πλάτων και κατάκαρδα μην παίρνεις

της πλατείας τα τερτίπια, και του όχλου τις βουλές.

Άλλωστε εσύ δεν είπες, ότι μόνον οι σοφοί

γνώμες έχουνε ορθές κι όλα τ’ άλλα είναι σκιές;

[γκουπ, πτώση από τη σκηνή]

Πλάτωνας

Έχεις δίκιο ρασοφόρε λίγο να με αποπαίρνεις.

Να σου πω όμως κι εγώ: Η δική σου ουτοπία

είναι εύκολη στα λόγια,

γιατί παίρνεις το Θεό, σαν εγγυητή για όλα.

Αλλά μήτε στον Θεό τους  

τούτοι εδώ πια δεν πιστεύουν…

[γκουπ, πτώση από τη σκηνή]

Σοσιαλιστής

Τι να πω κι εγώ,  ω φίλοι, αιώνιοι συνοδοιπόροι!

Που ως τα χτες ήμουν στ’ απάνω, και σχεδόν χειροπιαστή

πρότεινα την Ουτοπία.

Κι όμως, έχω καταρρεύσει, έχω ιδρώσει κι έχω ρέψει…

[γκουπ, πτώση από τη σκηνή]

Πλάτωνας

Περπατήστε ω αδέλφια

Και αντάμα ας σκεφτούμε

Για μια ουτοπία νέα

Στους καιρούς ανθεκτική

Και ας πέσει η αυλαία!

 

[ Αυλαία]

 

Posted in ΘΕΑΤΡΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , , , , , , | Leave a Comment »

Όπου στην Πνύκα αρχίζει η συνέλευση (Λυσίστρατος – σκηνή έκτη)

Posted by vnottas στο 10 Μαρτίου, 2012

Σκηνή Έκτη

[κάτω από την Ακρόπολη, έξω από το σπίτι του Κλεόβουλου] 

Συνοδευτική μουσική: D. Scarlatti – Fandango in modo dorico

Αφηγητής

Αφού πήρατε μια ιδέα, τι συμβαίνει εκεί πάνω,

στα ανάκτορα του Δία, που απόλυτη έχουν θέα

στων ανθρώπων τα τοπία,

στην Αθήνα ας πάμε πάλι, για να δούμε τι θα γίνει,

τώρα που θα μάθουν όλοι, η αποστολή πως πήγε

και τι βγάλαν τούτοι οι δύο από το μακρύ ταξίδι

στης Βοιωτίας το μαντείο.

Τώρα, που θα μαζευτούνε, κει, στο ίσιωμα της Πνύκας,

αποφάσεις για να πάρουν, όπως στις δημοκρατίες

είναι ταιριαστό και πρέπον:

με συζήτηση και κόντρες, φασαρίες και συγκρούσεις

έριδες, συμβιβασμούς, «χτύπησέ με, μα άκουσέ με»

που ’λεγε ο Θεμιστοκλής,

κι άλλα τέτοια λαϊκά, μα και δημοκρατικά.

 (Γιατί αυτός είναι ο δρόμος, για την εξουσία του Δήμου

Έστω κι αν θα ’ναι παρόντες, αρσενικοί μόνο πολίτες,

όπως ήταν τότε νόμος).

[γκονγκΦωνή σιδηροδρομικού σταθμού [από χωνί]: Ειδοποιούνται οι κυρίες και κύριοι θεατές ότι τώρα επί σκηνής θα τελεστεί μικροπαράβαση  -γκονγκ]

 Αφηγητής

Θαρρώ πως έφτασε η ώρα

-και δείξτε συγκατάβαση –

για μια μικροπαράβαση.

Όπως έκαναν οι αρχαίοι, που όταν τους τη βάραγε,

εγκατέλειπαν το νήμα, της πλοκής που αφηγούνταν

-κι όλα τα παραπανίσια –

και με το κοινό μιλούσαν, απ’ ευθείας και στα ίσια:

Εδώ που τα λέμε, τώρα,

-απροπό και μεταξύ μας –

τα ’χουμε ανακατέψει στην αφήγηση ετούτη,

λιγουλάκι, μια ιδέα, τα αρχαία με τα νέα.

Αλλά, τι τα θέλεις φίλε, οι καιροί τι κι αν αλλάζουν

κι αν αλλάζει η ιστορία;

Μία είναι η ουσία :

των θνητών τα πάθη, οι πόθοι, οι βαθιοί κι αληθινοί

δεν αλλάζουνε ταχέως, όπως οι τεχνολογίες

κι οι εφήμερες οι μόδες,

αλλά πάνε μπρος και πίσω, μέσα σε αργή πορεία.

Κι έτσι βάσανα κι πάθη των ηρώων των αρχαίων,

επικά ή ελεεινά, όταν είναι εκ βαθέων,

ενδιαφέρουνε ακόμη, σαν να είναι σημερινά!

Κι ενώ νομίζετε εσείς ότι μπροστά  πηγαίνετε,

κι ορκίζεστε στην Πρόοδο και στην αέναη αλλαγή,

με του Ηρακλή τα βάσανα

(Μα και του Οδυσσέα, του Μάκβεθ, του Οιδίποδα,

του ωραίου Δον Κιχώτη),

ακόμα ασχολείστε και με αυτά παθιάζεστε.

Γιατί μπορεί να είστε, θνητοί τετελεσμένοι,

όμως με πάθη αιώνια, είστε συνυφασμένοι,

όπως κι εγώ εξ άλλου!

Χα!

[γκονγκ

Φωνή: Τέλος της παραβάσεως –τις ζώνες ξεμπλοκάρετε -γυρίζουμε στο θέμα μας γκονγκ] 

Αφηγητής

Πού ήμουνα; Τι έλεγα; Α, ναι!

 Και να που τώρα φτάσαμε στη μέρα την επόμενη

-από το πισωγύρισμα  των δύο απεσταλμένων

(που ’γινε μεσ’ τη νύχτα).

Και όπως έλεγα και πριν, απ’ το πρωί, πολύ νωρίς,

όλοι εκεί στο πλάτωμα,  πιο κάτω απ’ τα Προπύλαια

μαζεύτηκαν και πάλι. 

Κι όλοι θέλουν ν’ ακούσουνε τι είπε ο Τειρεσίας

κι αν της θυσίας οι καπνοί καινούργια δείξανε τροπή.

Όμως, ας τους αφήσουμε, εκεί πάνω να συμπλέκονται,

να συζητούν, να αρπάζονται και να μην συμμαζεύονται

κι ας πάμε εδώ πιο κάτω, στο σπίτι του Κλεόβουλου,

όπου  ο συνοδοιπόρος, του τελευταίου ταξιδιού

τώρα φιλοξενείται.

 Γιατί…

…Μ’ όλα όσα συνέβησαν  στην πόλη αυτήν τη μέρα,

τον φίλο τον περιηγητή,  ο Στράτος και ο Βούλης,

λίγο παραμελήσανε.

Και μια που οι ξένοι δεν μπορούν στην Πνύκα να παρίστανται

μόνο του τον αφήσανε.

Καθώς όμως βραδιάζει…

Βραδιάζει;

Ναι βραδιάζει!

Ποιητική αδεία!.  Tη μέρα την εφάγαμε

για να τ’ αφηγηθούμε, όλα μαζί όσα έγιναν

-κι αυτό το κόλπο είναι παλιό και καταχωρημένο,

τη δράση ξεμπλοκάρει και τις σκηνές τις δύσκολες, 

με πλήθη και με σκηνικά, εύκολα σκαπουλάρει-

Ας είναι!

[επαναλαμβάνει]

Όμως καθώς βραδιάζει,

κι ο ήλιος έριξε βουτιά,  πίσω απ’ το Φαληράκι,

να που ο Κλεόβουλος γυρνά, πίσω στο σπιτικό του.

 Κλεόβουλος

Ώ φίλε οδοιπόρε,

συγγνώμη που σ’ αφήσαμε μονάχο όλη μέρα.

 Οδοιπόρος

Μη νοιάζεσαι δικέ μου.

Το ήξερα, μου το ’πατε, πως πρέπει στη συνέλευση

αναφορά να δώσετε.

Τώρα μονάχα πες μου: Πώς ’πήγανε τα πράγματα;

 Κλεόβουλος

Θα σου τα πω, θα σου τα πω.

Έτσι, αν τυχόν συμπέσει κι ανάλογα προβλήματα

παρουσιαστούν στον τόπο σου, να έχεις μια ιδέα

εδώ τι μέτρα πήραμε (αν τελικά τα πάρουμε)

για να αντιμετωπίσουμε τα γυναικεία καμώματα.

 Οδοιπόρος

Για πες λοιπόν τι έγινε;

Κλεόβουλος

Θα σου τ’ αρχίσω απ’ την αρχή:

Μεγάλη κοσμοσυρροή! Απ’ όλη την Αθήνα!

Ως κι απ’ την Ελευσίνα, το Λαύριο, κι άλλες μεριές

μαζεύτηκαν πολίτες.

Οι φαλοψάχτες στήθηκαν

στην είσοδο,

στο έμπα της πλατείας.

Χούφτωναν κι αποφαίνονταν αν είναι όλοι άντρες

εκείνοι που προσέρχονταν, γιατί πολλά παθήματα

τραβήξαμε στο παρελθόν  -μας γίνηκαν μαθήματα-

και Πραξαγόρες άλλες, στ’ αλήθεια δεν γουστάρουμε

να μπαίνουνε στη ζούλα κι όλα να τα’ ανατρέπουνε

στην εκκλησία του Δήμου.

Μετά το λόγο δώσανε, πρώτα σε εμάς τους δύο,

που όλα τ’ αφηγηθήκαμε.

Και τέλος, αναγνώσαμε του Τειρεσία το χρησμό

που έδωσε η Τειρεζίνα. 

Οδοιπόρος

Και τελικά τι έγραφε;

Ποια είναι η οδηγία, που στην Αθήνα θα ’φερνε 

πάλι την ευτυχία;

Κλεόβουλος

Δεν είναι πλέον μυστικό. Τον είπαμε δημόσια

Μπορώ και σένα να τον πω, του Τειρεσία τον χρησμό

Τον θες με λόγια λό-γι-α

και εξεζητημένα;

Άκου τον:

«Κομίζειν ουκ έτι ούσαν»

Στη λαϊκή τη γλώσσα, ο Τειρεσίας παράγγειλε:

«Φέρτε αυτή που ειν’ άφαντη, που πλέον δεν υπάρχει.

Κι έτσι θα ευτυχίσετε!»

Κι όπως καταλαβαίνεις,

κανένας δεν κατάλαβε, ποια είν’ ακριβώς ετούτη

και πού θε να την ψάξουμε, και πού θε να τη βρούμε

και πώς θα μας βοηθήσει…

Αφού,

το μόνο που διευκρίνισε, του Τειρεσία   ο χρησμός,

είναι πως η λεγάμενη και η αναζητούμενη

μπορεί και να υπήρχε, μα τώρα δεν υπάρχει!

 Οδοιπόρος

Χ α χά! Χα χά! Μα τι μου λες!;

Κλεόβουλος

Να μη γελάς.

Μ’ αυτό το χούι που ’χουνε, οι μάντισσες κι οι μάντεις,

-να μας τα λένε δύσκολα –

απένταροι θα  μείνουνε και δίχως πελατεία

(και απορώ πως τούτο δα / μόνοι τους δε μαντέψανε).

 Οδοιπόρος

Για λέγε παρακάτω…

Κλεόβουλος

Ας είναι…

Αφού οι συμπολίτες μου, είδανε πως με το χρησμό

απόφαση δεν βγαίνει, άρχισαν να προτείνουνε

καθένας άλλη λύση.

Άλλοι είπαν να γυρίσουμε  πίσω στο ζοριλίκι

και ο πάτερ ο φαμίλιας, να ’ναι ξανά ο αφέντης.

Όμως αυτό δεν πάει πια, γιατί κι εμείς αλλάξαμε

όπως κι η κοινωνία

Κι έπειτα…

Όλες αυτές οι ευθύνες, στους ώμους μας που φέρναμε

όταν το παίζαμε αρχηγοί,  αφέντες και σατράπες…

Τώρα μας φαίνονται βαριές.

 Οδοιπόρος

Και ύστερα; Τι έγινε;

 Κλεόβουλος

Μετά βγήκε ο Κλεάνθης, ο ταρακουνημένος

κι είπε ότι τα φύλα πια,  μας έχουν ξεπεράσει.

Διότι άνδρες και γυναίκες, είναι φαινόμενα του Τότε!

Τώρα έχει νέα φύλα: τρίτο, τέταρτο και πέμπτο

έκτο, έβδομο και βάλε…

(Κι ο χορός καλά κρατεί)

Που φυτρώνουν και ξεπέφτουν, όπως όλοι οι συρμοί.

Οδοιπόρος

Και τι έγινε στο τέλος,  με το λόγο του Κλεάνθη

πού είναι και πολύ προχώ;

 Κλεόβουλος

Τον σφυρίξανε λιγάκι, για να σου τα λέω όλα,

και γυρίσανε και πάλι στην παλιά καλή διχόνοια!

Οδοιπόρος

Ξανά άνδρες ή γυναίκες…;

Κλεόβουλος

Άλλοι πάλι προτείνανε, ξανά να δοκιμάσουμε

με εκείνο που οι γυναίκες, παλιά μας απειλούσανε…

 Οδοιπόρος

Δηλαδή;

Κλεόβουλος

Την απεργία στον έρωτα. Το όχι στο κρεβάτι,

Αλλά αντιστραμμένο: οι απεργοί θα ’μαστε εμείς

 Οδοιπόρος

Ποιος το ’πε; Πώς το είπε;

Κλεόβουλος

Εγώ ξέρω, πως ο Στράτος αγαπάει την Κινησία,

μα θαρρώ αυτός το είπε.

Και αμέσως ήταν κι άλλοι,  που για να υποστηρίξουν

του έρωτα την απεργία, πήρανε τον λόγο κι είπαν :

[χορός ανδρών που έχει σιγά σιγά μαζευτεί πίσω από τους συνομιλητές:]

Άμα είναι οι γυναίκες  να το παίζουν τσαμπουκάδες

και να θες να τις πηδήσεις, είναι δύσκολο πολύ!

Εκτός κι αν είσαι φύσει θύμα, με τον βούρδουλα αν την βρίσκεις

και τον πόνο τον γουστάρεις.

[ένας:]

Αλλιώς ένα θα μου μείνει

Κλεόβουλος

-λέει ένας ακολούθως –

[ένας]

Μα την πίστη μου τον κόβω  και στην τράπεζα τον βάνω

Μπας και ξαναχρειαστεί, αν αλλάξουν οι καιροί!

Κλεόβουλος

Κι ύστερα όλοι μαζί, βάλθηκαν να ξεφωνίζουν:

[χορός:]

Τώρα δα κάνουμε τάμα, μα τον Δία τον μεγάλο

να τον κόψουμε τελείως, γιατί πια δε πάει άλλο

και με μάρτυρα τον Δία:  Απεργία! Απεργία!

Απεργία στο κρεβάτι  μέχρι να τους βγει το μάτι!

Γιατί άμα να πηδήξω,  πρέπει έναν βεληγκέκα

(άντε κι έναν καρατέκα –με βυζιά), είναι μαράζι!

τότε στρίβω προς αλλού,  και πηδάω τη φτερού

πού ’χει κούνημα και νάζι.

Από την Παναγιώταινα

τη ζόρικη την γκόμενα

καλύτερα ολότελα

Ολότελα, ολότελα

Κλεόβουλος

Εφωνάζανε με πάθος  από το κοινό καμπόσοι

 Οδοιπόρος

Όλα αυτά,  αν και στο βάθος, τις γυναίκες αγαπούν

είπες, αν δεν κάνω λάθος;

Κλεόβουλος

Έτσι είναι οδοιπόρε,  και εάν όλα όσα είπε

το παράξενο δαιμόνιο, ο τρελός ο Παπαράσιος,

κι εμείς όντας καυλωμένοι, τα νομίζαμε παπάρες

άρες μάρες κουκουνάρες

είναι αλήθειες…

Μα τον Δία!

Τότε άλλο ειν’ το παιχνίδι, που μας θέλει χωρισμένους

Χώρια νέοι, χώρια γέροι

Χώρια απ’τις γυναίκες οι άντρες

Κι είμαστε όλοι κυκλωμένοι, από του Παρά τα κόλπα,

του Ερμή την πανουργία 

 Οδοιπόρος

Και στο τέλος τι συνέβη;

Κλεόβουλος

Προς το τέλος ήταν χάος. Φασαρία  και αγωνία!

Ο Λυσίστρατος σαν είδε, πως το πράγμα αγριεύει

είπε: πριν την απεργία, τις γυναίκες να καλέσουν

τελευταία ευκαιρία, να τους δώσουμε άλλη μία.

Έτσι στείλαμε μαντάτο  και το απογευματάκι

καταφτάσαν οι γυναίκες.

Κι έγινε το έλα να δεις!

Ήτανε κι αυτές σε ομάδες  χωρισμένες –άλλα αντ’ άλλων

Διαφορετικές παρέες: 

Άλλες πιο φανατισμένες, άλλες πιο διαλλακτικές,

μα αποτέλεσμα κανένα…

Κι οι θεοί αν δεν βάλουν χέρι…

Μα για κοίτα, να κι ο Στράτος

Καταφτάνει. Να κι οι άλλοι.

Φαίνεται πως τη διαλύσαν την συνέλευση εκεί πάνω

(πλησιάζουν ο Λυσίστρατος κι η Κινησία )

 Λυσίστρατος

Γεια χαρά σου οδοιπόρε

Θα τα έμαθες τα νέα.

Οι χρησμοί δεν εφτουρήσαν κι είμαστε στο ίδιο πάντα,

το σημείο.

 Οδοιπόρος

Μην το λες, ω φίλε Στράτο. 

Μόνο πες μου, το κορίτσι, που κρατάς από το χέρι,

σαν τι λέει για όλα ετούτα;

 Κινησία

Κι εγώ είμαι λυπημένη. Οι καιροί είναι μπερδεμένοι.

Χειραφέτηση ζητήσαν, οι γυναίκες και την παίρνουν

κι όλοι πρέπει να ’ναι ίσοι.

Όμως όλα αυτά αξίζουν, μοναχά αν αγαπημένοι

ενωμένοι, ερωτευμένοι, θα τραβήξουμε το δρόμο

Κι όχι

ο καθένας μοναχός του κι ο καθείς κατά των πάντων

όπως πάει να γίνει τώρα.

Οδοιπόρος

Κι ο Λυσίστρατος τι λέει

 Λυσίστρατος

Ναι, βεβαίως συμφωνώ. Κι αν ο ρόλος μου  τελειώνει

όπως βλέπω, κάπου εδώ,

το διαισθάνομαι το ξέρω, πως υπάρχουν κι άλλοι δρόμοι,

για να βρούμε την ειρήνη στις καρδιές και στις ψυχές μας,

κι αν το θέλει η ειμαρμένη,

ύστερα, σε άλλους στόχους, πιο σημαντικούς κι ωραίους,

να στραφούμε ενωμένοι.

Οδοιπόρος

Θα σας πώ ότι με πείσατε…

Και ήρθε η ώρα να μιλήσω και να σας ανακοινώσω:

Ξέρω του χρησμού τη λύση

-που από μόνη της δεν φτάνει-

μα έχω κι άλλα να προτείνω.

Όμως πριν ανοίξω στόμα, την εισαγωγή ας κάνει

ο εκπρόσωπος της μοίρας, αλλά και του συγγραφέα

η φωνή: ο αφηγητής.

 Αφηγητής

Να λοιπόν που ο οδοιπόρος ξαφνικά αλλάζει χρώμα

Παίρνει να φεγγοβολάει…

Να υψώνει, να φουσκώνει, σα θεριό να μεγαλώνει…

[ο οδοιπόρος φοράει ψηλά υποδήματα και ανεβαίνει σε ένα αυτοσχέδιο βάθρο – η φωνή του από ηχείο, την δοκιμάζει με ¨ένα¨, ¨δύο¨ ¨γκούχου¨]

Κι η φωνή του πια δε μοιάζει, με εκείνη που ’χε πρώτα

Αλλά είναι βροντερή!

Γιατί σε αυτήν τη φάση  της αρχαίας παρωδίας

έχουμε ανατροπή:

Άνευ μηχανής θεό!

Που για να υπάρξει λύση, πρέπει πρώτα να μιλήσει

κι ύστερα τάξη να βάλει, με τις υπερφυσικές δυνάμεις

που μονάχα αυτός κατέχει.

Και θνητός να μην τολμήσει, δαχτυλάκι να κουνήσει

κόντρα στου Θεού τη χάρη!

Κι όπως έχει καταλάβει,  κάθε ξύπνιος θεατής,

ο οδοιπόρος δεν είν’ άλλος, παρά μόνο αυτοπροσώπως

ο μεγάλος Αρχηγός, των θεών και των ανθρώπων

Των απάντων βασιλέας,

που ως μέγας προβολέας, είπε να ’ρθει και να ρίξει

φως στις σκοτεινές πτυχές, πού έστησε ο γιος της Μαίας

ο Ερμής ο πονηρός.

Κι αφού άκουσε και είδε, πως εισπράττουν οι ανθρώποι,

των θεών τους τα καπρίτσια,

τώρα θα αποκαλυφτεί!

Για να δούμε: θα μπορέσει, πλήρως το θεό να παίξει;

Ή οι μοίρες έχουν πάρει αποφάσεις ολικές

που μονάχα αυτές γεννάνε, 

και μαζί θεούς κι ανθρώπους  προς το άγνωστο τραβάνε;!

[Εμφαντική μουσική και χαμηλά έως σβηστά φώτα, καθώς ο οδοιπόρος μεταμορφώνεται στο Δία]

(τέλος έκτης σκηνής – συνεχίζεται)

Posted in ΘΕΑΤΡΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , , , , , | Leave a Comment »

Όπου οι θεοί συνεδριάζουν εκτάκτως (η πέμπτη σκηνή του Λυσίστρατου)

Posted by vnottas στο 4 Μαρτίου, 2012

Σκηνή Πέμπτη 

[Στον Όλυμπο, στα ¨γραφεία¨ του Δία]

Μουσικούλα (Ντανιέλε Σέπε)

 

Αφηγητής

Μα πρέπει εδώ να κάνουμε, αστραπιαίως όπισθεν

(¨Φλάς μπακ¨ που λέν’ κι οι βάρβαροι, στης  Αλβιώνας το νησί).

Γιατί, αφού ξεκίνησαν, οι δύο Αθηναίοι,

να πάν’ πίσω στον τόπο τους, είχαμε εξελίξεις

κι εκεί, ψηλά,

στου Όλυμπου τα θεϊκά παλάτια.

Διότι, απ’ ό,τι φαίνεται, των Ολυμπίων ο αρχηγός

άρχισε να ψυλλιάζεται:

Κάτι καλά δε πάει, κάτι δεν του κολλάει,

και η ευδαιμονία του άρχισε να χαλάει.

Δεν ξέρουμε αν άκουσε τι είπε ο Παπαράσιος…

ή πάλι από μόνος του αν συνειδη-το-ποίησε,

πως όλα παν να αλλάξουν

με τρόπο μη αναστρέψιμο…

Ότι κι ο ίδιος ρίσκαρε το θρόνο του να χάσει

αν δεν ενε-ργο-ποι-ηθεί, και αν δεν λάβει μέτρα…

Για αυτό και αποφάσισε να συγκαλέσει σύσκεψη

και μερικούς πιο έμπιστους, έστειλε να φωνάξουνε

[εμπιστευτικά στο κοινό]

Να λέμε την αλήθεια, Είναι όλοι συγγενείς του:

Τα αδέλφια του, η γιαγιά του, και ή Ήρα η γυναίκα του.

Αλλά κι οι άλλοι θα μου πεις, ίδιο δεν είναι σόι;

Χέστα.

Έχει πολύ νεποτισμό στον Όλυμπο απάνω!

Και έτσι νάτοι, όλοι εδώ στην αίθουσα του θρόνου

είναι συγκεντρωμένοι.

Δεν τους αναγνωρίζετε;

Η μαύρη αλήθεια είναι, ότι έχουνε τα χάλια τους

τον τελευταίο τον καιρό.

Μα εγώ θα σας βοηθήσω:

και θα σας λέω τ’ όνομα, όποιου τον λόγο παίρνει

Ιδού, η Γαία είναι αυτή, που πρώτη θα μιλήσει…

  Γαία

Ακόμη και οι δαίμονες, πλέον το καταλάβανε,

που πνεύματα κατώτερα είναι του μέσου όρου,

τι αρρώστια με  βρήκε!

Μ’ είδαν και με λυπήθηκαν, πως έχω καταντήσει

κι αν ως τα τώρα φώναζα κι όλο παραπονιόμουν,

κανένας δε με άκουγε, ούτε κι εσύ ω Δία!

Που με άλλα ασχολιόσουνα, κι ας είσαι εγγονός μου.

 Δίας

Καλά, ω γραία Γαία!

 Γαία

Γραία;!

Γραία να πεις τη μάνα σου!

Εγώ ήμουν ωραία! Ως τη στιγμή που άρχισαν

να με δηλητηριάζουν,

τα δέντρα να μου κόβουνε, τα δάση να μου καίνε,

στο όνομα της Ανάπτυξης, της Παραγωγικότητας,

του Εκσυγχρονισμού…

 Κατάρα!

Ποιοι είναι τούτοι;

Νέοι θεοί στην πιάτσα;

Και από πού ξεφύτρωσαν; Πότε ήρθανε; Από πού ήρθανε;

Που να με ψήσουν ζωντανή

πάνε

Και να με φάνε;

 Δίας

Μ’ όλο το σεβασμό, στ’ αλήθεια που σου πρέπει

ω Γαία (ας πούμε νέα)

ας δούμε την κατάσταση πιο ολοκληρωμένα

κι οι άλλοι ας μιλήσουνε

κι ας πούνε αν τα πράγματα, είναι όντως τόσο τραγικά,

ως άκουσα να λένε,

ή τα παραφουσκώνουνε, να με κατηγορήσουνε.

 Αφηγητής

Ετούτος που σηκώνεται, το λόγο για να πάρει

Είναι ο….

δεν είναι δυνατόν!

Κρατάει ψαροτούφεκο ο μέγας Ποσειδώνας;

 Ποσειδώνας

Μα βλέπεις: το πετάω, τ’ άτιμο ψαροτούφεκο

Και πια δε την πατάω.

Θέλω ξανά την τρίαινα,

αλλά την έχω χάσει.

Πυρηνικά απόβλητα την έχουνε σκεπάσει.

Κι άσε που με γλυκό νερό, από λιωμένους πάγους

έχουνε πλημμυρίσει απέραντους ωκεανούς

κι έφτασα στο σημείο, εγώ, θεός του υγρού στοιχείου

να τρέμω και να αναρριγώ, να βήχω να φτερνίζομαι

και ν’ ανεβάζω πυρετό!

Άργησα μα κατάλαβα, τα ψάρια μου ψοφάνε

κι εγώ έπαθα τυμπανισμό, φουσκώνουν τα νερά μου

και τη γριά τη Γαία μας, σπρώχνω όλο προς τα πίσω

 Γαία

Α να σου πω!

Γριά να πας να πεις κι εσύ, τη μάνα σου τη Ρέα.

Μα και την Αμφιτρίτη, την δόλια τη γυναίκα σου!

(στο Δία)

Κι ο Κρόνος μου παράγγειλε, πως αν δεν κάνεις κάτι

μονάχος του θα ξεθαφτεί και όλους θα μας καταπιεί

χωρίς να μας μασήσει!

Δίας  [στον Ποσειδώνα]

Ησύχασε αδέλφι.

[στη Γαία]

Και συ να μη πετάγεσαι,  ω γαία (τέως νέα).

[στην Ήρα]

Κι έλα εσύ γυναίκα,

επίσημα να μας τα πεις, κι όχι όπως σ’ αρέσει

(με κρεβατομουρμούρα).

 Αφηγητής

Αυτή εδώ που βλέπετε, είναι η Ήρα, η άνασσα.

Ήρα

Τη γλώσσα μου εγάτσιασα, καιρό να σου τα λέω

και να στα ξαναλέω…

Τα ήθη παν’ χαλάσανε!

Κι η δόλια η Εστία, που συντροφιά μου έκανε

στο σπιτικό το βίο,

που τα τσουκάλια στη φωτιά

 επέβλεπε ,

καθώς εγώ εφρόντιζα των σύζυγων το στρώμα,

και την κρεβατοκάμαρα…

Πάει έπεσε σε κώμα!

Ακόμη και η Άρτεμη, σαν είδε κι αποείδε

τα δάση πως τελειώνουνε, όπως και τ’ άγρια ζώα,

μπήκε σε μοναστήρι!

Η Δήμητρα μονάχα, ακόμα δεν κατάλαβε

αν τα μεταλλαγμένα, αξίζουν να ’χουνε Θεά,

για να τα προστατεύει,

ή θα ’τανε καλύτερα,

παρά να τα αποδεχτεί και τα καταχωρήσει,

να πάει να αυτοκτονήσει!

Η Αθηνά η καψερή,

με λίγους ορθολογιστές που έχουν απομείνει

κάνει κι αυτή ό, τι μπορεί.

Κι ας την κατηγορούνε ότι είν’ παλιομοδίτισσα 

κι όχι μεταμοντέρνα, ξεσκολισμένη αρκετά!

Κι η λάγνα η Αφροδίτη, στο πάνδημο το σπίτι

με τον παμπόνηρο Ερμή

τα βρήκε

κι είναι απασχολημένη, να σκαρώνει νέα ράτσα

γονίδια βάζοντας μαζί, λαγνείας και πονηράδας!

Δίας

Κι ο άλλος μου αδελφός; Ο Πλούτωνας τι λέει;

 Αφηγητής

Αυτός είναι ο Πλούτωνας.

Μη σας γελάει το όνομα, με τον επίγειο Πλούτο

σχέση καμιά δεν έχει.

Συνήθως ζει στου Άδη τα σκοτεινά τα σπήλαια.

Μυστικιστής λιγάκι;

Ναι!

Αλλά χαζός δεν είναι. Κάθε άλλο.

Αντίθετα,

από κάθε μακαρίτη, πληροφορίες παίρνει

και για τα πάντα όλα, είναι διαρκώς ενήμερος

 Πλούτων

 Κοίτα: Να δεις πως βλέπω τα πράγματα εγώ,

με το δικό μου μάτι.

Σε λίγο μετακόμιση θα γίνει απ’ το παλάτι

-Του Όλυμπου-

 Και όλοι σας θα ’ρθείτε, σε εμέ μουσαφιραίοι

Διότι…

Κοίτα να δεις, το βλέπω:

Του Ήφαιστου οι φάμπρικες δουλεύουν νύχτα μέρα

και ο κουτσός με έπαρση, νέες τεχνολογίες

όλο κι επεξεργάζεται, ολέθρου και θανάτου.

Κι εάν ο Άρης ευνουχίστηκε κι είν’ εξουδετερωμένος

πρόσκαιρα – ο καημένος-

τα δυο παιδιά του τ’ άμυαλα, ο Δείμος και ο Φόβος,

είναι ξαμολημένα.

Δέος και τρόμο σπέρνουνε, στα ακραία τα βασίλεια

με ζήλο υπερβάλλοντα

γιατί άμαθοι είναι μάγοι!

Κι αφού και ο Απόλλων, δεν αντιδρά,

αλλά βαράει τη λύρα του

σε συναυλίες μαζικές, αλλά κι από-χαυνω-τικές

Και σύ ω Δία τίποτα, δεν κάνεις ως τα τώρα…

Σε λίγο

κανείς δε θα υπάρχει  θυσία να προσφέρει

σε όλους εμάς

-μονάχα οι μακαρίτες, ίσως ψελλίζουν που και που

τα έρμα ονόματά μας.

Κι έτσι σε μένα τελικά, θε να κουβαληθείτε

όλοι σας!

Στα βάθη τα απύθμενα  των σκοτεινών Ταρτάρων

θεοί μα και ανθρώποι!

Γι αυτό

καινούργιες επεκτάσεις, πρέπει να κάνω σύντομα

νέα να χτίσω σπίτια, και πτέρυγες καινούργιες

όλοι μας να χωρέσουμε, στου Άδη το βασίλειο.

Γιατί εκεί κάτω, μόνο εγώ,

διευθύνω κι αρχηγεύω.

 Δίας

Μη γλείφεσαι ω Πλούτωνα, κι αρχηγιλίκια  θέλεις.

Ακόμη υπάρχει χρόνος.

Μπορεί οι υπηρεσίες μου, να ’χουν σκουριάσει λίγο

κι όλα να μην τα έμαθα, εγκαίρως κι όπως πρέπει,

πάντως μέτρα θα πάρω!

Θα μείνω δε θα φύγω!

Κι οι φονταμενταλιστές θεοί, που βγήκαν στην ανατολή

-αν αληθεύουν όσα, μου έλεγε ο άλλος

-ο θεομπαίχτης ο Ερμής-

που  όλο καραδοκούνε

και αποκλειστικότητα απ’ τους πιστούς ζητούνε,

πολύ θα περιμένουνε,

αιώνες των αιώνων,

προτού χέρι να βάλουνε στου Όλυμπου το θρόνο.

Τώρα!

Καμία συμβουλή έχετε να μου δώσετε;

Ω συνεργάτες μου πιστοί;

 Γαία

Εμένα άκουσε μικρέ:

Εκείνοι που αμφισβητούν τους φυσικούς τους νόμους

όσο κι αν είν’ παράδοξο, είναι οι άνθρωποι οι θνητοί

που όσο στραβοί κι αόμματοι

κι αν είναι,

θέλουν να επεμβαίνουνε

στης πλάσης την εξέλιξη

μαζί και στη δικιά μου

-ίσως να είναι ακριβώς, αυτή η στραβομάρα τους

στο βάθος η αιτία.

Γι αυτό και μα τον Δία (Μα, δηλαδή, εσένανε)

όλα τα ανακατεύουνε, δεν ξέρουν τι γυρεύουνε

και ανικανοποίητοι, στου παραδόπιστου Ερμή

τα χέρια όλο ξεπέφτουν.

 Ποσειδώνας

Καλά τα λέει η γραία.

 Γαία

Σκασμός !

[στο Δία]

Γι αυτό κατέβα στων θνητών, τον κόσμο τον επίγειο

ίχνη ελπίδας ψάξε.

Κι αν όλα δεν τελειώσανε, κι αν η απογοήτευση

δεν στέγνωσε όλες τις ψυχές, ένα σε συμβουλεύω:

Πάρε ένα ζευγάρι: αρσενικό και θηλυκό

-αιώνια αντίθεση-

(αυτό το κόλπο είναι παλιό, μα πάντοτε λειτούργησε)

Παρ’ τους και ένωσέ τους.

Και φτιάξε νέα σύνθεση

Μετά επένδυσε σ’ αυτούς

(«επένδυσε;»

τη γλώσσα μας πως χάλασε, ο Ερμής ο κατεργάρης

ο νεωτεριστής, ο φραγγοπουλημένος!)

Ας είναι: ενδιαφέρσου!

Μπορεί και να δουλέψει!

Μια νέα αρχή να γίνει, κι όλα να μπούνε τώρα

σ’ ένα σύμπαν παράλληλο, μα πιο ευτυχισμένο.

Δίας

Θα το σκεφτώ ω Γαία,

(που αν τα καταφέρουμε, θα γίνεις πάλι νέα

και δροσερή κι αφράτη…)

[σκέφτεται]

Ίσως και άλλη λύση μπορεί και να υπάρχει…

Για να μην ξαναρχίσουμε πάλι από το Άλφα,

άσε να δω…

Και τώρα φέρτε νέκταρ!

 Αφηγητής

Αυτά είπε ο Δίας.

Τι είπες;

Στον ύπνο μου τα είδα;

Λες;

Ό ,τι ο Δίας ξύπνησε, ενώ εγώ κοιμόμουν;

Θα δούμε!

Και όπως έλεγαν συχνά και οι παλιοί οι αριστεροί

-οι γνήσιοι – και όχι τα κοσμικά κακέκτυπα-

Ο χρόνος θ’ αποδείξει, ότι το δίκιο υπάρχει

κι ότι αργά ή γρήγορα, στον κόσμο θριαμβεύει.

[μικρή παύση]

Ακόμα κι αν θα χρειαστεί, σ’ άλλο σύμπαν να πάμε

παράλληλο, αλλιώτικο, και προπαντός καλύτερο!

(τέλος πέμπτης σκηνής – συνεχίζεται)

Posted in ΘΕΑΤΡΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , , , , , , | Leave a Comment »

Όπου ο Λυσίστρατος και ο Κλεόβουλος επιστρέφουν στην Αθήνα (Λυσίστρατος σκηνή τέταρτη)

Posted by vnottas στο 1 Μαρτίου, 2012

Σκηνή τέταρτη

[στον δρόμο προς την Αθήνα, μια ελιά, πουλάκια που κελαηδούν,  ο ήχος από ένα ποταμάκι]

 

Αφηγητής

Ο Λυσίστρατος ή Στράτος κι ο Κλεόβουλος ή Βούλης

είδανε τον Τειρεσία, που ’ναι μάντης με ουσία

-θηλυκιά κι αρσενικιά-

και αφού τους τα ’πε όλα, πήρανε το δρόμο πάλι

να γυρίσουν στην Αθήνα, τη καργιόλα τη μαργιόλα,

λύση να βρουν εν τω άμα, ’ρσενικοί,  μικροί μεγάλοι

μπας και δώσουν οι θεοί, της πατρίδας αυθωρί

να διορθώσουνε το χάλι.

 

Κι ενώ γυρίζαν πίσω, όσα είπε ο Παπαράσιος,

τα σκεφτόντουσαν και πάλι.

Eσκέφτονταν και έφριτταν, μα και καταλαβαίνανε

καλύτερα τι τρέχει.

Γιατί ο ποδαρόδρομος κάνει καλό στη σκέψη.

Το ’παν οι Περιπατητές, φιλόσοφοι μεγάλοι!

Που όλο βόλτες κόβανε  [σκέφτεται λίγο πώς μπορεί να γίνεται κάτι τέτοιο και καταλήγει:]

Μετράγανε τα βήματα

και ’λύναν τα προβλήματα!

[Ο Λυσίστρατος κρατάει δόρυ και φοράει περικεφαλαία, ενώ ο Κλεόβουλος κουβαλάει τις αποσκευές –δισάκι στον ώμο, δεμένο στην άκρη ενός μπαστουνιού]

 Λυσίστρατος

Βούλη τα πόδια κούνα

είδες, πως ειν’ τα πράγματα κι αν θέλουμε να αλλάξουν,

πίσω στο άστυ γρήγορα, πρέπει να επιστρέψουμε,

στους άντρες να μιλήσουμε, απόφαση να πάρουμε

την πόλη να γιατρέψουμε.

 Κλεόβουλος

Το ξέρω ότι βιαζόμαστε.

Μα μαραθωνοδρόμος, ποτέ μου δεν διατέλεσα

κι οι κάλοι με πονάνε, και πιάστηκε κι ο ώμος μου

απ’ το βαρύ δισάκι

-και άσε που πεινάω-

Γι αυτό λέω καλύτερα να πάρουμε μια ανάσα.

Στο σταυροδρόμι εκεί δα, βλέπω μια γέρικη ελιά,

με πλούσιο τον ίσκιο και δίπλα της μια ρεματιά,

με δροσερό νεράκι.

Ας κάτσουμε λιγάκι…

 Λυσίστρατος

Μα, αν δε κάνω λάθος, στον ίσκιο της γερο- ελιάς

και άλλος ξαποσταίνει…

Κι είναι οδοιπόρος σα και μας, αν κρίνω από τις μπότες

Που ναι φθαρμένες…

 Οδοιπόρος

Χαίρετε, Έλληνες πατριώτες!

 Λυσίστρατος

Γεια και χαρά σου φίλτατε.

Πηγαίνεις για Αθήνα;

Όπως και μεις;

 Οδοιπόρος
Στην Λακωνία πάω, μα η Αθήνα είναι στο δρόμο μου

και λέγω να περάσω, να δω τι γίνεται κι εκεί

κι απέ θα συνεχίσω, στου Πέλοπα τη νήσο.

 Λυσίστρατος

Μη σε παρεξηγήσω… Μα αν κατάλαβα καλά,

δε μοιάζεις να ανήκεις, σε Λακεδαίμονα γενιά

Οδοιπόρος

Και πού ’θε το κατάλαβες; 

 Λυσίστρατος

Απ’ τη λαλιά, που δωρική δεν είναι.

Κι είσαι και ευπροσήγορος, όχι σα τους Σπαρτιάτες,

που λέξη λένε μοναχά μία …

 Κλεόβουλος

…Την εβδομάδα

 Οδοιπόρος

Είμαι από τόπο μακρινό      

 -βουνήσιο –                          

κι ήρθα να περιηγηθώ τις πόλεις της Ελλάδας.

Μα ελάτε, ο ίσκιος της ελιάς, άπαντες  μάς χωράει.

Θέλω να σας τρατάρω.

Και έχω εδώ τυρί χλωρό και κρέας  ξεραμένο.

 Κλεόβουλος

(κάθεται και ανοίγει το δισάκι του)

Πολύ ευχαρίστως. Να κι εγώ προσφέρω κρεμμυδάκι

που απ’ του μαντείου τον μπαξέ, ξερίζωσα λιγάκι.

Και το βαρύ δισάκι μου καιρός να ξαλαφρώνω

Γι αυτό, ιδού ένα φλασκί, που τώρα ξεβουλώνω.

Ιδού και κάλυκες σωστοί να βάλουμε τον οίνο.

(Μοιράζει τσίγκινα ποτήρια)

Στων οδοιπόρων τους θεούς,

ξανθό κρασάκι πίνω (τσουγκρίζουν).

Οδιπόρος :

Ευοί!

Λυσίστρατος:

Ευάν !

Κλεόβουλος

Γιαχαραντάν ![στο κοινό:] Το λέω για τη ρίμα.

Οδοιπόρος

Και τώρα που φροντίσαμε την άτιμη τη πείνα

-την όρεξη που αυξάνεται σε κάθε ταξιδιώτη-

για πείτε μου πουθ’ έρχεστε;

Άκουσα για μαντείο;

Γιατί κι εγώ πριν από δω, επέρασα απ’ τους Δελφούς

του Χρυσοστόμου Απόλλωνα, να ακούσω τους χρησμούς.

 Κλεόβουλος

Όχι, εμείς ερχόμαστε από του Τειρεσία,

για το δικό μας πρόβλημα, δεν κάνει η Πυθία.

Οδοιπόρος

Και ποιο είναι το πρόβλημα, εάν δεν είμαι αδιάκριτος;

 Κλεόβουλος

 Προβλήματα έχουμε πολλά. Τι να σου πρωτοπούμε!

Ποιο θα ’πρεπε απ’ όλα αυτά, να βάλουμε επί τάπητος

πρώτο, δε το γνωρίζω.

 Λυσίστρατος

Να, στην αρχή νομίζαμε πως είναι το γαμήσι

Πως φταίνε οι γυναίκες μας…

 Κλεόβουλος

– Μας έχουνε πηδήσει…! –

 Λυσίστρατος

Που έχουνε αλλάξει, και ανικανοποίητες

μας έχουν ξεπετάξει.

Και τα ηνία θέλουνε σε όλα να κρατούνε

κι ό, τι σε μας προσάπτανε (βία και ζοριλίκι),

τώρα το κάνουνε αυτές.

 

Οδοιπόρος

Τι λες δικέ μου; Τι μας λες!

 Λυσίστρατος

Μα τώρα ο Τειρεσίας και το δαιμόνιό του…

Οδοιπόρος

Ο Παπαράσιος;

 Λυσίστρατος

Ναι αυτός !

Που ξέρει πόρτες σφαλιστές, να ανοίγει δίχως βία

και που της κλειδαρότρυπας είναι ο εφευρέτης

 Κλεόβουλος

Κι ο εραστής!

 Λυσίστρατος

Μας είπε για τις διαπλοκή και τη δολοπλοκία

Στου Ολύμπου τα παλάτια

Οδοιπόρος

Συν-ωμο-σιό-λο-γί-α;

Λυσίστρατος

Κι εγώ έτσι τ’ ονόμαζα, προτού νοήσω ότι

έτσι το λένε σήμερα, οι  άλλοι, οι μεγάλοι,

σα θέλουνε να κρύψουνε πράγματα που από μόνα τους

σου βγάζουνε το μάτι

-πιο φανερά δε γίνεται-

μα αν πας να τα πιστέψεις, αμέσως κρώζουν: «κίνδυνος»

και «λόγια του αέρα»,

που συνωμότες τρομεροί τα βάζουνε στο γύρο

για να πλανέψουν του λαού την εύστοχη τη κρίση.

 Οδοιπόρος

Για πέσ’ τα όλα φίλε μου.

Αν τελικά δεν ήτανε τ’ άτιμο το γαμήσι

το βασικό το πρόβλημα, τότε τι άλλο ήτανε ;

Γιατί στις αποικίες, «πυρ και γυνή και θάλασσα»

λένε οι παροιμίες,

πως είν’ τα τρία τα κακά, του βάσανου οι αιτίες!

 Λυσίστρατος

Δεν ήτανε μονάχα αυτό κι αν θέλεις πίστεψέ το!

Στη μέση είναι τα τάλαντα, το χρήμα, ο Παράς,

που ο Ερμής κατάφερε με πονηριά κι απάτη

Θεό να ανακηρύξει.

Στη ζούλα!

Και εκεί ψηλα, στου Ολύμπου τις κορφάδες,

ναούς έφτιαξε νέους: Φαντασμαγορικούς!

Με τζόγο εθιστικό!

Κι όλοι οι θεοί εμάθανε να παίζουν με τους κύβους!

Και ένα άλλο παίγνιο –στρογγυλό- με ένα μπαλάκι απάνω.

Και των θνητών τα ριζικά, μονά ζυγά τζογάρουνε,

και τα αποτιμάνε

μόνο σε χρήμα…

Οδοιπόρος

Ω μεγα Ζευ, Θεούλη μου, τι λάθος και τι κρίμα!

 Λυσίστρατος

Ενώ εδώ, στον κόσμο των θνητών,

να αποδομήσει προσπαθεί κάθε ανδρεία κι αρετή

μ’ όπλο τους σοφιστάδες,

που χρη-ματο-δοτεί

Και όχι μόνο αυτό…

Οδοιπόρος

Και άλλο τι;

 Κλεόβουλος

Ο Ερμής κάνει απορρύθμιση, κι αλλάζει ερμηνεία

σε λέξεις που πιστεύαμε πως είχαν μόνο μία

παντοτινή και σίγουρη και καίρια σημασία.

 Οδοιπόρος:

Τι δηλαδή σας άλλαξε και τι σας αναδόμησε;

 Λυσίστρατος

Πρώτα απ’ όλα η ευτυχία με τα λεφτά ταυτίστηκε  

όσο ποτέ πρωτύτερα …

μα κι η Δημοκρατία, έπαψε να (εί)ναι των πολλών

ο λόγος,

παρά το δήμο άρχισαν στη ζούλα να ρωτάνε

του μπαγαπόντη του Ερμή οι νέοι υπαλληλίσκοι

-οι δημοσκόποι-

και μ’ ερωτήσεις πονηρές, στραβοδιατυπωμένες,

το δίκιο πάντα δίνουνε σε κάθε ανθρωπάκι

τα προϊόντα του Ερμή, όπου καταναλώνει.

Οδοιπόρος

Κατάλαβα!

Κι η όρεξη των πολιτών όλο να μεγαλώνει,

η αγορά να ανοίγει, το χρήμα να κυκλοφορεί,

κι αφού φέρει μια βόλτα,

στις τσέπες του κερδώου Ερμή, πίσω να καταλήγει!

 Κλεόβουλος

Μα κι οι σοφοί λιγόστεψαν, στην πιάτσα βγήκαν άλλοι

-ιδιωτικοί –

Που τη σοφία δίνουνε μόνο σ’ όποιον πληρώνει

Κι άλλοι ακόμη, ρήτορες  – και κεφαλές ασώματες –

Πού ξέρουνε την τέχνη, το μαύρο, άσπρο να κάνουνε

Χωρίς βαφή –με λόγια.

 Λυσίστρατος

Κι όλα πως είναι σχετικά, τούτοι υποστηρίζουνε.

Οι αρχές δε μας χρειάζονται ούτε οι φιλοσοφίες…

Κι οι νόμοι μόνον είναι, να τους παραβιάζουμε.

Αν έχουμε τα μέσα!

 Οδοιπόρος

Πω! Πω! τι λέτε βρε παιδιά!

 Λυσίστρατος

Και των αντρών η μπέσα, σίγουρα δε χρειάζεται

για τις κρυφές κομπίνες, τα αόρατα τα ομόλογα

και τις δοσοληψίες.

Γι αυτό και ετοιμάσανε, μας το ’πε ο Τειρεσίας,

άλλα στελέχη κι αρχηγούς, να πάρουν τα ηνία.

Με το μυαλό πιο θηλυκό.

με οίστρο και μανία

νέα πόλη να φτιάξουνε παγκό-σμίο-ποιημένη,

για αυτό και ’μεις ω φίλτατε, την έχουμε βαμμένη…

 Κλεόβουλος

Και πεσμένη.

 Λυσίστρατος

Έτσι μας είπε ο ιερεύς, μάντης, οιωνοσκόπος

που πτερωτά πετούμενα, στον ουρανό ατενίζει…

 Κλεόβουλος (μασουλώντας)

Αλλά και σπλάχνα νόστιμα: πρώτα τα τηγανίζει,

με λάδι και κρομμύδι  

και του καπνού τους τη τροχιά, ύστερα μελετάει.

Αλλά και φύλα πράσινα και κίτρινα μασάει

κι ύστερα δαίμονες καλεί

-όπως ο Παπαράσιος –

κι αυτοί του μολογάνε, ποιες οι αιτίες του κακού

κι οι Μοίρες πού μας πάνε.

 Οδοιπόρος

Α,

πρέπει να το παραδεχτώ:  Κι ’μένα μου αρέσουνε

της θυσίας οι μεζέδες, των μαντείων οι λιχουδιές

και οι τσίκνες οι ιερές, οι καλοψημένες πέτσες

οι αχτύπητες μπριζόλες,  τα κοψίδια, τα παΐδια

τ’ αμελέτητα τα ίδια,

γιατί μια καλή θυσία

θέλγει ανθρώπους και θεούς!

Κλεόβουλος

Ας παραδεχτούμε πάντως, ότι τα μαντεία έχουν

ψήστες εξειδικευμένους.

Που στο μέλλον θα διαπρέψουν  και να μου το θυμηθείτε:

όταν οι απόγονοί τους, είμαι σίγουρος αδέλφια,

στο απώτερο το μέλλον, ψήνουν χοιρινά σουβλάκια

-οβελίδια δηλαδή-,

στης Ελλάδας τα σοκάκια,

θα έρχονται απ’ τον κόσμο όλο, πλήθος περιηγητές

τα οβελίδια να γευτούνε  και ξανθό κρασί να πιούνε

με άρωμα από ρετσίνι,

την ζωή αλλιώς να δούνε και να το ευχαριστηθούνε!

 

Αφηγητής

Αυτά και άλλα λέγανε, καθώς αφήναν της ελιάς

το δροσερό τον ίσκιο,

και δρόμο πάλι παίρνανε, προς το κλεινόν το Άστυ,

οι δύο Αθηναίοι.

Μαζί  κι ο οδοιπόρος, ο νέος τους ο φίλος

που όλο για όλα ρώταγε, φιλομαθής, περίεργος

και καλλιεργημένος.

Τον συμπαθήσανε πολύ κι είπανε να τον πάρουνε

μαζί τους στο ταξίδι, να τον φιλοξενήσουνε,

και τα αξιοθέατα της όμορφης Αθήνας,

μαζί να τριγυρίσουνε.

Να πάνε να θαυμάσουνε τα έργα του Φειδία

του Καλλικράτη το ναό, τους κίονες του Ικτίνου

καθώς κι ενός καινούργιου, από την Ιβηρία:

τον λενε Καλατράβιο,

και με σκοινιά και σύρματα, να στήνει έχει μανία

καμπύλες και υπερβολές που έχουνε και πλάκα

Κι ύστερα από τις βόλτες,

ρετσίνα και μαρίδα στο Φάληρο ή στην Πλάκα,

τους έταξε ο Κλεόβουλος, ότι θα τους κεράσει

Αλλά, -είπε ο Λυσίστρατος: Καλές είναι οι τσάρκες,

μα πρώτα, όμως, έπρεπε, να λύσουν τα σπουδαία…

Αυτά και άλλα τέτοια, λέγαν καθώς προχώραγαν,

περνώντας κάμπους και βουνά, ρυάκια και ποτάμια,

στο δρόμο -ισια κάτω:

ξανάπαν για γυναίκες, είπανε για πολιτική

οικονομία, αθλητικά…

Τις τέχνες και τα γράμματα, δεν άφησαν απ’ έξω

και προπαντός το θέατρο,

η ώρα να περνάει, μαζί και τα χιλιόμετρα,

μαζί κι οι παρασάγγες.

Κι έτσι καθώς ενύχτωνε κι έβγαινε το φεγγάρι

απ’ τον τρελό τον Υμηττό,

Έφτασαν επιτέλους

στα τείχη της Αθήνας

Κι εδώ θαρρώ πώς πρέπει, να κάνουμε ένα διάλειμμα.

Να πάρουμε μια ανάσα!

Γιατί όπου να ’ν, σε λίγο, με του ποιητή την άδεια

και του τρελού το θράσος,

σε μέρη πιο απίθανα μαζί μου θα σας πάρω

Αγάντα  και υπομονή.

Να δούμε τι θα γίνει…

(τέλος τέταρτης σκηνής – συνεχίζεται)

Posted in ΘΕΑΤΡΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , , , , , , | Leave a Comment »

Ο Παπαράσιος λέει κι άλλα… (Λυσίστρατος, σκηνή τρίτη, β’)

Posted by vnottas στο 26 Φεβρουαρίου, 2012

[Είμαστε εδώ: Λέει ο Τειρεσίας ο Νεώτερος στον Παπαράσιο, να βιαστεί να πει ό, τι έχει να πει, γιατί εγκυμονούνται εξελίξεις και αλλαγές (φύλου). Ο Λυσίστρατος και ο Κλεόβουλος συμφωνούν.  Έτσι ο φλύαρος Παπαράσιος, αφού τους τυραννίσει ακόμη λίγο, θα τους πει τι τρέχει με τους άντρες και τις γυναίκες την εποχή της Ερμοποίησης]
Συνοδευτική μουσική ragtime
Λυσίστρατος

Σίγουρα να μας πηδήσει…

Κλεόβουλος

Θα θελήσει.

Σκηνή τρίτη (δύο-η υπόλοιπη)

Παπαράσιος

Ναι τα ξέρω όλα ετούτα, αλλά για να καταλάβεις

τι συμβαίνει στα παλάτια και στα στέκια τ’ ουρανού,

πρέπει να σου περιγράψω με δυο λόγια παραπάνω,

τον διεκδικητή του θρόνου, τον πανούργο τον Ερμή,

που ίσως να τα καταφέρει

κι αύριο είναι ο Αρχηγός των θεών και των ανθρώπων,

 και μαζί με τον Παρά, κυβερνάει την πλάση όλη.

 Τειρεσίας

Άιντε πεθ το μας κι αυτό, γρήγορα παρακαλώ

 Παπαράθιε κουτθομπόλη 

και καργιόλη

Παπαράσιος

Σαν θεός ήτανε νέος,

στην αρχή,  

ήταν ενδιαφέρων τύπος, λίαν περιπετειώδης,

που όλο αρμάτωνε καράβια και για μακρινά ταξίδια

ξεκινούσε δίχως φόβο.

Έφτανε σε νέα μέρη, νέους γνώριζε ανθρώπους,

το μυαλό του; Ανοιχτό!

Ήθελε όλα να τα ζήσει, ήθελε όλα να τα ξέρει

και οι οπαδοί του ήταν

άνθρωποι εύθυμοι κι ωραίοι

πού ’καναν ανταλλαγές:  ίσα παίρνω, ίσα δίνω,

της ανάγκης τη μιζέρια καταφέρνω και τη σβήνω.

Όμως ύστερα, σαν είδε ότι οι περιπέτειές του

έφτιαχναν νέο παρά   [λέμε: χρήμα με ουρά]

κι ο παράς είναι εξουσία και η εξουσία νοιάζει

και πονάει και κεντρίζει  και ανθρώπους και θεούς

ήρθε κι άλλαξε μυαλά.

Με το μαζεμένο χρήμα, έστησε βιοτεχνίες

εργοστάσια, κομπανίες,  για να φτιάχνει προϊόντα

που ζητάει η αγορά.

Κι άλλαξε στο χαρακτήρα. Πήγε κι έγινε τσιγκούνης

χρήμα, να σωρεύσει κι άλλο και να κάνει επενδύσεις

τώρα πια σε μηχανές,

που στην προγιαγιά τη Γαία χάραζαν βαθιές πληγές

κι άρχισε η κακομοίρα, να αρρωσταίνει, να ασθμαίνει,

να βογκάει και να σκούζει.

 Τειρεθίας

Α, τον μπαγάθα…!  Α, τον γρουθούδη!!

Παπαράσιος

Κι επειδή η βιομηχανία θέλει καταναλωτές,

νάτος πάλι να αλλάζει, με τη φύση να τα βάζει

-μάνα ανθρώπων και θεών-.

Ύλες πρώτες να αρμέγει, να παράγει καυσαέρια,

πλαστικά να επινοεί

και λογιών λογιών σκουπίδια

Τειρεσίας

Ναι! μαθ δάλιθε τα αρχίδια!

Παπαράσιος

Μα δεν έμειν’ ουτ’ εκεί.

Τώρα άλλαξε και πάλι:  τον Παρά τον κολλητό του

ανακήρυξε θεό  και βοηθούς επήρε νέους:

τον Χρημαμυστήριο,  δαίμονα πλυντήριο

για τα κέρδη του Παρά,

τον Μουμουεδόνιο, δαίμονα των τελάληδων,

των πανηγυριτζήδων  κι όλων των αμετροεπών,

και τον Καταλώνιο με τον Λάιφστάλιο,

που πάνε πάντοτε μαζί, ως Δάμων και Φυντίας

[ή ως δαίμων και ως φιδίας κολοβός]

Στήσανε παντού Εταιρίες,  εν τω άμα και τω θάμα

με καινούργιες συμφωνίες,  νέα καταστατικά

νέα συμβόλαια, νέες συμβάσεις,

κι από τους θνητούς ζητάνε,

με ψιλόγραμμένες ρήτρες  κι  ασφαλιστικές παγίδες,

να δουλεύουνε στο τζάμπα.

Και τους νέους τους δαιμόνους, διόλου δε τους ενδιαφέρουν

οι πραγματικές ανάγκες  των ανθρώπων,

παρά μόνον οι σκιές κι οι πλασματικές εικόνες,

που ευρήκαν νέους τρόπους, ψεύτικους κι εικονικούς

στα κεφάλια να φυτεύουν,

 Τειρεσίας

Μη μου πειθ! Αυτό μ’ αρέθει!

 Παπαράσιος

Κι όλους  να τους διαφεντεύουν!

Τειρεσίας

Μα Καλά Κι ο γέρο Δίαθ;

Δε τα κθ(ξ)έρει όλα αυτά;

 Παπαράσιος

Όχι, γιατί με σνομπάρει και ποτέ δεν με ρωτάει

να τα πω όλα στην αράδα, να τα βγάλω και στα φόρα

τι σκαρώνουν και τι τρέχει, απ’ τη μύτη του από κάτω,

ο Ερμής κι οι νέοι δαιμόνοι…

Κλεόβουλος [διακόπτει]

Τειρεσία πάρε θέση!

 Λυσίστρατος

Καλές είναι οι ιστορίες, κι οι συνω-μοσιο-λογίες

που αυτός μας  περιγράφει.

Ναι, δε λέω, κάτι τρέχει, κάτι αλλάζει στο κουρμπέτι…

Κάτι πήραμε χαμπάρι!

Αλλά εδώ ήρθαμε γι άλλο, κι εσύ είπες πως τον ξέρεις

τον καημό μας τον μεγάλο, το μεγάλο μας το ντέρτι.

Τειρεσίας [δείχνει κατανόηση]

Τι έγινε με τις γυναίκεθ των θνητών ω Παπαρέθιε ;

Τι συνέβη κι όλα αλλάκθαν κι αντί απ’ τις αλλαγέθ

νάναι ευχαριστημένεθ,

 που εβγήκαν απ τα θπίτια και εμπήκαν στις δουλειές,

όλο σκούδουν και γκρινιάδουν;

[ο Τειρεσίας αρχίζει σιγά σιγά να αλλάζει: του πέφτει το γένι, του φουσκώνουν τα βυζιά, κουνιέται πιο πολύ πέρα δώθε και η φωνή του αρχίζει να γίνεται πιο ναζιάρα του συνήθους]

Παπαράσιος

Θα στα πω με δύο λόγια,  έτσι, να μην υποφέρεις

κι ύστερα…. θα μου επιτρέψεις, λίγο να στα αναλύσω…

 Λυσίστρατος

Όχι !


Κλεόβουλος

Φτάνει ! Κόψ’ το! Κάνε πίσω!

 Τειρεσίας/ινα

Και μένανε με έπιαθε μια ανυπομονηθία

κάτι θαν κάπθ(ψ)α εδώδα!

Για έλα θτην ουθία !

Μη θε γαμήθω  (τι είπα η άτιμη;)

Παπαράσιος [στον Τειρεσία]

Λιγουλάκι; Μια σταλίτσα;

Όχι; Τίποτα; Καλά!

Τότε θα τ’ απαριθμήσω: με το ένα, δύο, τρία.

 Τειρεσίας

Άντε μπράβο

Παπαράσιος

Έχουμε λοιπόν και λέμε:

Ένα: Ο Ερμής κι οι δαίμονες,  σ’ όλες τις εταιρείες,

Την ηγεσία άλλαξαν  και τα μεσαία στελέχη.

Δύο: Στη θέση των αρσενικών, που είχαν αποτύχει

να φέρουν Νέα Εποχή, να στήσουν Νέα Τάξη,

βάλανε τις γυναίκες.

Τειρεσίας /ζίνα

Γιατί καλέ; Δεν είχε  τόοοθα στελέχη άκθια;

Τόοοθους φτασθμένους (Γ)Ιάπειθ; Απ’ την προηγούμενη γενιά;

Παπαράσιος

Δεν ξέραν από φούσκες  – όχι αρκετά – όχι όσο χρειάζεται

σε εποχές ανατροπών,  χρόνους απορρυθμίσεων…

Κι έπειτα, χούγια αρσενικά, κρύβανε από κάτω

απ΄ τα μισά χαμόγελα, τα δημο-σιό-σχετίστικα

Τειρεζίνα

Κι αυτό τι τονε πείρα(ζ)δε, εμένανε μ’ αρέθουν,

τ’ αντράκια τα πολύ βαριά, σαν Τειρεδίνα γίνομαι

τα πάω δίχωθ άλλο!

Παπαράσιος

Όσο κι αν προσπαθούσανε  να εκσυγχρονιστούνε

παιδιά του Άρη μένανε και τσαμπουκά πουλάγανε

Όμως τι να το κάνεις;!

Άλλο το ξεσυνέρισμα, τα ψευτονταηλίκια,

οι ανδρικοί οι πόλεμοι, και το ιπποτηλίκι

κι άλλο η επιθετικότητα  η εκσυγχρονισμένη

με ζόρικες πολιτικές, πωλήσεις με το ζόρι

και ζόρικες εξαγορές…

 Τειρεζίνα

Εντάκθει. Έχει και τρίτο;

 Παπαράσιος

Τρία: Τον αντρικό τον τσαμπουκά,  (και την τεστοτερόνη

-ό, τι είχε απομείνει-)

Τον πολεμήσαν ύπουλα,  Με οιστρογόνα χημικά

που βάλανε στα πλαστικά, όπου πίναν οι άντρες.

-Μια εφεύρεσή τους νέα, που επιτυχία είχε τρανή!

Έστω και εάν τη Γαία,  σφόδρα την ενοχλούσανε

και βόγκαγε η καψερή, και αναταραζότανε.

Μα και  τα νέα θηλυκα, τα στε-λεχο-ποιημένα,

με τα παλιά, τα ατελή, τα απαρχαιωμένα,

δεν έπρεπε να μοιάζουν.

Γι αυτό τους κόψαν ριζικά  τα αγαπητηλίκια,

και τους πολλούς αλτρουϊσμούς

-Πού άλλωστε ήταν άχρηστοι-.

Έτσι κι αλλιώς δε θα ’πρεπε  μανάδες να το παίξουν,

παρά στελέχη ζόρικα, του ιδιωτικού τομέα.

Για να τις κολακέψουνε και να μην αντιδράσουνε

την αλαφράδα τη δροσερή, που από πάντα διέθεταν

οι όμορφες γυναίκες, πρώτα την θεσμοποίησαν

την έντα-τίκο-ποίησαν

κι ως υψηλή κουλτούρα,  την εξεπούλησαν παντού

σε όλο τον πλανήτη!

 Λυσίστρατος

Ποια; Την Αλαφράδα;

Παπαράσιος

Μα το Δία! Να μη σώσω, αν σας λέγω κουταμάρα!

Κλεόβουλος

Μας το ’κλεισαν το σπίτι.

Αλί σε μας!

Λυσίστρατος

Μη τον διακόπτεις Βούλη.

Τώρα που μόλις άρχισε να εξηγεί τι τρέχει…

[στον Παπαράσιο]

Ω δαίμονα ενήμερε, μα και δικτυωμένε,

το στόμα σου τ’ απύθμενο, ας το ανοιχτό ακόμη

για λίγο, να νοήσουμε, ποιος φταίει κατά βάση

εμείς, εκείνες ή ο Ερμής κι οι νεο-δαίμο-νές του,

που μας ετάραξαν το νου  και πια δεν λειτουργούμε;

 Τειρεσίας /Τειρεζίνα

Αχ όχι! Παπαράθιε!

Εδώ κάνε ένα διάλειμμά,

να πάρουμε μια ανάθα, γιατί όλα αυτά με κθ(ξ)άναπθ(ψ)αν…

Και θειθ ω ομορφόπαιδα, λιγάκι χαλαρώθτε

και μια που κάνει ζέθτη, βγάλτε κανα ιμάτιο

να βάλουμε και μουθική, να παίκθει η καραμού(ζ)δα

κι αθ έρθουν και τα ού(ζ)δα

μπας τελικά μια απίθανη  σκαρώθουμε παρτού(ζ)δα

Κλεόβουλος

Ωιμέ! Ετούτος μεταλλάχθηκε κι εγίνηκε ετούτη!

Λυσίστρατος [στον Κλεόβουλο]

Εγώ λέω να την κάνουμε,

τα πράγματα αγριεύουν…

Κλεόβουλος

Δεν είναι κι ασχημούλα!

Λυσίστρατος

Έλα σου λέω, πάμε…

 Παπαράσιος

Μα τι βλέπω; Εδώ έχει δράση

Α! αυτή είναι ωραία φάση!

Να τη καταγράψω πρέπει,

στους αιώνες (των αιώνων)

να περάσει!

[βάζει μπρος τα καταγραφικά του μηχανήματα]

Τερεζίνα  [τους τραβάει από τα ιμάτια]

Βρέ, Καθήθτε ακόμη λίγο, τι βία έχει, κρατηθείτε

και το δώρο μου δεχτείτε.

 Κλεόβουλος

Δώρο;

 Τερεζίνα 

Ναι! δελτίο θα θας βγάλω,  μετεώ-ρολό-γικό

για να κθέρετε εγκαίρωθ, κατά την επιθτροφή σας,

αν θα βρέχει συνεχώθ  ή απ τον ήλιο θα καείτε.

Κλεόβουλος

Ε Λυσίστρατε, τι λές; Παραμένουμε λιγάκι

στης Τειρεζίνας το κονάκι ;

 Λυσίστρατος [του δείχνει τον Παπαράσιο που καταγράφει τη σκηνή]

Για δες τονα εκείνον:  γράφει.

Κι αύριο οι τελάληδες, σ’ όλα τα πανηγύρια 

για σένανε θα ιστορούν.

Το  μόνο που δε ξέρω,  είναι εάν θα λένε πως εσύ

την Τειρεζίνα πήδηξες

ή πως ο Τειρεσίας  σε έκανε σουβλάκι…

 Κλεόβουλος

Μα δεν τα μάθαμε όλα, για τις γυναίκες και για μας…

 Λυσίστρατος

Μας είπανε τα βασικά.

 Κλεόβουλος

Τότε καλά, ας πηγαίνουμε…

Λυσίστρατος [στην Τειρεζίνα]

Μη μας τραβολογάς  ωραία Τειρεζίνα.

Εμείς τώρα σ’ αφήνουμε, πρέπει να ηρεμήσουμε

και να ξανασκεφτούμε πάνω σ αυτά που μάθαμε,

και πάλι θα επιστρέψουμε,  εάν έχουμε απορίες,

να μας τις διευκρινίσεις.

Κλεόβουλος

Πολύ σε ευχαριστούμε -ως γκόμενα είσαι πρώτη,

γεμάτη συγκινήσεις.

Λυσίστρατος

Και ακόμη να σου πούμε,

ότι καλύτερός σου, δεν είναι ο Τειρεσίας

που (ει)ν και σπαγκοραμμένος

κι ότι σε προτιμούμε.

Γι αυτό την άλλη τη φορά, σε σένανε  θα έρθουμε

ίσια  και απ’ ευθείας, πεζοί ή Καβαλαραίοι

Τειρεζίνα: [τους αφήνει]

Ωοοο

Γεά θαθ και ώρα σαθ καλή, ωραίοι μου Αθηναίοι  

Ααααααχ! Βαααααχ!

Ωθτόθο μην κθεχάθετε  να πάρετε ετούτο.

Λυσίστρατος

Ετούτο τι;

Τειρεζίνα:

Μα, τον χρηθμό, βεβαίωθ!

Λυσίστρατος

Μα πώς; Από τα πριν τον έφτιαξες;

Τειρεζίνα:

Είναι εδώ μέθα, θτο κουτί,  γραμμένοθ θε περγαμηνή

πολύ προτού να ρθείτε.

Και να μην απορείτε:

Εδώ ήμεθα  Μάντειθ και όπωθ λέει το ρητόν:

[εμφατικά σε ρυθμό διαφημιστικό]

« Το ημέτερον μαντείον

είναι εκ των καλυτέρων.

Στους χρηθμούς δε καταλήγει

αθφαλώθ εκ των προτέρων

Και εν μέθω φαινομένων

θκοτεινών και παραταίρων

την αλήθ-ει-α διακρίνει

σε χρηθμό την καταγράφει

κι έγκαιρα την παραδίνει».

(τέλος τρίτης σκηνής  – συνεχίζεται)

Posted in ΘΕΑΤΡΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , , , , , , | Leave a Comment »

Όπου εμφανίζεται ο επικοινωνιακός δαίμων Παπαράσιος (η τρίτη σκηνή του Λυσίστρατου)

Posted by vnottas στο 25 Φεβρουαρίου, 2012

 (Στη σκηνή αυτή  εμφανίζονται θεοί και τετρακέρατοι δαίμονες, και επειδή είναι λίγο μεγαλούτσικη λέω να σας την αναρτήσω σε δύο μέρη)

Σκηνή τρίτη (ένα)

[Μέσα από τους ατμούς ξεπροβάλλει δαίμονας. Ο προβολέας επικεντρώνεται στο προϊόν της μαγικής επίκλησης του Τειρεσία junior: τον επικοινωνιακό δαίμονα Παπαράσιο!]

Παπαράσιος

Είμαι ο Παπαράσιος!

Τειρεσίας [τινάζει το γιακά του]

Είναι ο Παπαράθιοθ !!!

Παπαράσιος [ενοχλημένος επαναλαμβάνει]

 Είμαι ο Παπαράσιος!

Ο Δαίμονας ο αδιάκριτος. Ο Μυθοπλαστικός.

Δε μου ξεφεύγει  τίποτα

-μέλλον ή παρελθόν-

και διασυνδέσεις έχω, και είμαι πάντα άξιος

και πανταχού παρών!

Ποιος μπήκε στης Ελένης την κρεβατοκάμαρα;

Εγώ!

Ποιος πήρε τον Ορφέα από πίσω ως τα Τάρταρα

Εγώ!

Ποιος του Οιδiπόδου τ’ άπλυτα κατάφερε να μάθει

Εγώ!

Ποιανού δε του ξεφεύγουνε οι πόθοι και τα πάθη

θεών, θνητών κι ημίθεων;

Μα φυσικά Εμένα!

Άλλα τα πιάνω με το αφτί.

Άλλα τα βλέπω στα κρυφά.

Μα έχω κι ένα χούι:

δεν τα κρατάω μυστικά!

…Και άμα πέσουν οβολοί,

μνες και δραχμές και τάλαντα

σας λέω

ως και τα κάλαντα

Εγώ ξέρω ποιος πήδησε,

ποια πήδησε

κι αν τελικά τη γκάστρωσε…

Εγώ ξέρω

ποιος τα ’ριξε σε ποια

και ξέρω και ποιος χώρισε,

ποιαν χώρισε…

Κι όχι μόνο αυτά.

Εγώ ακόμη ξέρω:

ποιος έκλασε,

πως μύριζε,

και το βρακί της Άρτεμης

αν έχει καμιά τρύπα.

Του Απόλλωνα τις ρίμες

πρώτος εγώ θα σας τις πω.

Και του Ήφαιστου τα κόλπα,

που με την τεχνολογία

φοβερή έχει μανία

και που σίδερα όλο λιώνει

και κολλάει και διορθώνει

τις μυστήριες μηχανές

μέσ’ στο εργαστήριό του,

μόνο εγώ ξέρω σε βάθος

τι σκαρώνει!

[συνοδευτική μουσικούλα ragtime]

Τειρεσίας

Άθε τις θάλτθες δαίμονα. Και έμπα θτην ουθία.

Τι το καινούργιο έγινε  θτη θεία κοινωνία

των αθανάτων;

Παπαράσιος

Τι  έγινε εκεί ψηλά

-στην κορυφή του Ολύμπου –

και γιατί άλλαξαν πολλά, αναφανδόν  και ξαφνικά;

Μόνον εγώ το ξέρω.

Μα μια και με καλέσατε και σίγουρα τυγχάνω

Δαιμόνιος Ερευνητής και επαγγελματίας,

με νι, σίγμα, και ύψιλον, τις φάσεις των πραγμάτων

-λιανά θα σας τις κάνω –

Τειρεσίας

Έλεκθε (έλεγξε) όμωθ τη γλώθθα σου κι άθε τις φλυαρίεθ.

Παπαράσιος [παίρνει βαθειά ανάσα]

Πετούσε μια φορά που λες,

με τα χρυσά σανδάλια του, που  ’χουν απάνω τους φτερά,

ο ταξιδιάρης ο Ερμής: Μέγας κομπιναδόρος,

αγγελιοφόρος του Διός!

Θεός αντάμα των κλεφτών, μα και του εμπορίου.

Πετούσε και σκεφτότανε: Πως άλλαξε ο κόσμος!

Και μήπως είναι πια καιρός κι ο Όλυμπος ν’ αλλάξει…

Τειρεσίας

Και πούθε  τα κθέρεις όλα αυτά,  αδιάκριτο δαιμόνιο;

Παπαράσιος

Μα από πίσω του έτρεχα, για να τα καταγράψω,

όλα όσα σκεφτότανε, στο ειδικό κατάστιχο

που πάντα κουβαλάω.

Γιατί δουλειά μου είναι,  σ’ αυτό  να σημειώνω

όλα όσα συμβαίνουνε, και πράξεις, μα και σκέψεις.

[Μικρή παύση]

Και ψέματα αν λέω, -μα το Δία, –

να μη σώσω,

μία μέρα να εκδώσω

Βιογραφίες των θεών,  εικό-νογρά-φη-μέ-νες.

Τειρεσίας

Άντε τώρα, προχώρα.

Παπαράσιος

Αν θέλεις όλα να στα πω, μη με ξανά-διακόψεις.

Ο Ερμής λοιπόν… [βρίσκει τη ροή του λόγου]

Πετούσε και σκεφτότανε:  Πως πέρασαν τα χρόνια!

Αλλά ο Δίας έμενε ατράνταχτος στη θέση του

εκεί, ο ίδιος πάντα: Όμοιος και απαράλλαχτος!

Να παίζει με τους κεραυνούς  και τ’ αστραπόβροντά του

και να πηδάει που και που καμιά θνητή στη ζούλα

ντυμένος αγριόχοιρος  ή κύκνος ή βουβάλι!

Και βολεμένος έτσι δα  στο θρόνο του απάνω,

ν’ αρνιέται κάθε αλλαγή στα θεία και στα εγκόσμια.

Τειρεσίας

Ετθι είναι; Κατά λέκθ(ξ)η;

Παπαράσιος

Να ανοίξω το μηχάνημα –τον έχω καταγράψει-

να πάρετε λίγες φλασιές,  απ’ του Ερμή την σκέψη.

[εμφανίζεται ο Ερμής- επί σκηνής ή επί της οθόνης]

Ερμής

Εδώ θέλει ανανέωση,  κι αν όχι εγώ, ποιος άλλος

διαθέτει πιότερο νιονιό  -διαρκώς αερισμένο

απ’ τα πολλά ταξίδια μου, στο πέρα και στο δώθε; –

Ποιος ο καταλληλότερος  τα πράγματα ν’ αλλάξει

και στον ντουνιά που γέρασε,  να βάλει νέα τάξη;

[προβληματίζεται]

Όμως, μονάχος δε μπορώ  τον Δία να εκθρονίσω

χρειάζομαι βοήθεια  και οπαδούς καμπόσους…

Κι ακόμη ειν’ απαραίτητη  μια νέα θεωρία

α-πο-δο-μη-τι-κή!

για να τους πείσω όλους αυτούς, το Δία να αρνηθούνε

και δίχως τζιριτζάντζουλες, με μένανε να ρθούνε.

[σκέφτεται]

Μια νέα θεωρία! Λές;

[σκέφτεται]

Καλά θα ’τανε να ’βγαινα  και να ’λεγα σε όλους,

ότι πολύ εκράτησε η απολυταρχία

του Δία

(γαμώ την ατυχία μου!)

Καιρός και ’δω να στήσουμε  μία Δημοκρατία

μαζί να αποφασίζουμε και όταν θα διαφωνούμε

τις ψήφους να μετρούμε!

Τειρεσίας

Μα τι ακούω; Τι έγινε;

με τα καμώματά τουθ και τιθ δημοκρατίεθ τουθ

ακόμη και τον Ουρανό  χαλάθαν οι Αθηναίοι;

Ερμής [συνεχίζει]

Ωστόσο αυτό δεν γίνεται, για δύο καίριους λόγους.

Τειρεσίας

Α!!!δεν γίνεται;  Ευτυχώθ! Ηθυχάθα! 

Ερμής

Πρώτον: Ο Δίας σίγουρα  δε θα καθυστερούσε

και κεραυνό θα έριχνε  στο δόλιο μου κεφάλι!

Το κράνος μου θα έλιωνε  και πίτα θα γινόταν

και ’γω για τρία τέρμινα, ’δώ ’κεί θα γυροβόλαγα

σαν αποσβολωμένος!

Δεύτερον: Διόλου δεν είμαι σίγουρος

πως η Δημοκρατία στα μέτρα μου ταιριάζει…

Τειρεσίας

Α! καθηθυχάθτηκα μωρέ!  Δεν ταιριάδει!

Ερμής [συνεχίζει]

…κι ότι εμένα γι αρχηγό / θα ψήφιζαν οι άλλοι

[αναλογίζεται]

Την Αθηνά; Ίσως, μπορεί να την εκλέγανε…

Ίσως τον Ποσειδώνα.

Ακόμη κι ο Απόλλωνας  μπορεί να τους τραβήξει

με τα χαζά τραγούδια του, που παίζει με την λύρα

εγώ που του τη χάρισα

και τους αποκοιμίζει κάνοντας συναυλίες…

Άρα;

Άκυρον, λέω, άκυρον! Κάτι άλλο πρέπει νά ’βρω. 

Τειρεσίας

Μπράβο Παιδί μου, μπράβο!

Ερμής

Έχω μια ιδέα!

Τειρεσίας

Αυτόθ έχει μια ιδέα!

Έρμης

Κι αν πάλι επι-κα-λεστώ,  αντί την ψήφο των πολλών

σαν μέτρο εξουσίας

Πόσο μεγάλη επιρροή  καθένας από μας ασκεί

στον κόσμο των ανθρώπων;

Ας το σκεφτώ κι αυτό καλά, να ’δώ αν με συμφέρει.

[Παίρνει πόζα σκεπτόμενου]

Έχουμε και λέμε:

[μίμος/ακόλουθος του Ερμή παρωδεί με κωμικές κινήσεις και μορφασμούς την αφήγηση του Ερμή- ο Ερμής ενδεχομένως τον διορθώνει μόνο με κινήσεις]

Τον Δία λατρεύουν οι αρχηγοί, οι ηγέτες, οι αφεντάδες,

γιατί μ’ αυτόν ταυτίζονται  και θέλουν να του μοιάζουν.

[στρέφεται προς το κοινό] Λίγοι!

Και τον κομψό Απόλλωνα / θέλουν οι καλλιτέχνες

[στο κοινό] Δεν είν’ πολλοί.

Την Άρτεμη οι κυνηγοί, λίγοι και τούτοι είναι

και μερικές παρθένες.

Αυτές κι αν είναι λίγες την σήμερον ημέρα!

Ο Πλούτων έχει τους νεκρούς στου Άδη το βασίλειο.

Είναι πολλοί, πάρα πολλοί, μα δεν ανακατεύονται,

γιατί μαζί με τη ζωή, στερήθηκαν τα κίνητρα

ενέργεια που δίνουνε

στην πράξη την πολιτική.

Στο όνομα της Δήμητρας ορκίζονται οι γεωργοί

-είναι πολλοί μα αδύναμοι –

για αυτό, στο μοίρασμα της γης, είναι ο Άρης ο νταής

που κάνει το παιχνίδι.

Μα ο Άρης είναι μπουνταλάς, κι έτσι τον θέλουν μόνο

καραβανάδες της σειράς,  π’ άλλο μέσο δεν έχουνε

παρά διαρκείς πολέμους,  καριέρα για να κάνουνε

(και όχι για το κέρδος, να αλληλοσκοτώνονται,

που κίνητρο είναι μια χαρά, κι αξίζει και τον κόπο! )

[στο κοινό] Λίγοι και τούτοι / ευτυχώς!

Η Αθηνά έχει τους σοφούς και τους δια-νο-ουμέ-νους

-πολλοί ποτέ δεν ήτανε-

και σήμερα λιγότεροι  από ποτέ απομείνανε

Από -δεκά -τιστή –κανε από της Νέας Εποχής

την οργιώδη έλευση: Το ρίξαν στη διαφήμιση,

σε χορηγών προγράμματα

και… [καταλήγει]

Κοίτα τι φέρνουν οι καιροί! Μάλλον εμένα προτιμούν,

παρά την κουκουβάγια…!

Την Αφροδίτη πάλι, την καμπυλογραμμούσα,

οι αρσενικοί την θέλουνε, άδικο δε τους δίνω.

Και εγώ θα τη γαμούσα!

Μα εκείνη ένα θέλει,  -ετούτο εδώ- κι όταν το βρει

στα σκέλια της ανάμεσα, γι άλλο δεν ενδιαφέρεται.

Κι όσο για την πολιτική, τις νίκες και τις ήττες της

τις έχει γράψει η Άφρω, πάνω στις ωοθήκες της!

Ο τεχνολόγος Ήφαιστος έχει τους σιδεράδες

-συμπάθεια του έχουνε και κάτι κερατάδες-

και τεχνουργούς, μηχανουργούς  μετράει στους οπαδούς του

Καλά παιδιά – μέλλον λαμπρό-  αλλά ακόμη είναι νωρίς

ρόλο να παίξουν σοβαρό  σε θέματα εξουσίας…

Αργότερα ίσως.  Θα το δω!

Την Ήρα οι νοικοκυρές λατρεύουνε στο σπίτι, μαζί με την Εστία

είναι πολλές , μα δε μετρούν, στης εξουσίας τις πλοκές

καθώς η απιστία  κυρίως τις απασχολεί:

τον άντρα τους να ελέγξουνε, να μη τις απατήσει,

σαν δεν τον απατούν αυτές.

[στο κοινό] Είναι πολλές μα άχρηστες

[συμπερασματικά]

Έτσι έχει η κατάσταση μ’ όλους τους συναδέλφους

Εξέχασα κανένα;

Τειρεσίας

Τον Διόνυθθο και εθένα

Ερμής

Ο φουκαράς ο Διόνυσος, έμεινε στην απέξω,

μέσα στη λέσχη την κλειστή  των δώδεκα δε μπήκε.

Μα τι να πεις για δαύτονε; Που σουρωμένος τριγυρνά

από το βράδι ως το πρωί κι απ’ το πρωί ως το βράδι;

Αστον! [το ξανασκέπτεται]

Όμως αργότερα θα ’δώ, αν σώσει κι εκσυγχρονιστεί

κι αντι τ’ αρχαίο το κρασί, διαδώσει τίποτ’ άλλο,

πιο δραστικό, θα το σκεφτώ στο κόλπο να τον βάλω…

Τειρεσίας

Κι εθύ;

Ερμής

Τώρα για μένανε να πω,  τι δύναμη διαθέτω.

Ψύχραιμα να αναλογιστώ, πόσους θνητούς χειραγωγώ

πόσους επηρεάζω:

Είπαμε: κλέφτες, έμπορους, κανένα ταχυδρόμο…

Παλιά δε μέτραγαν πολύ, για να τα λέμε όλα.

Όμως…

Τον τελευταίο τον καιρό, τα πράγματα αλλάζουν…

Η εμπορευματοποίηση, άρχισε να περνάει!

Μαζί το λάιφ στάιλ (τι είπα ο δόλιος;

τι βαρβαρισμούς έμαθα τελευταίως

στα μακρινά ταξίδια μου στη γηραιά Αλβιώνα;)

Μα επιτέλους: ευτυχώς ! Οι κόποι μου ανταμείβονται!

Τον κόσμο επηρεάζω!

Καιρός κι εδώ να επιβληθώ/

και ΌΛΑ

αφού τα απορυθμίσω,  και τα αποδομήσω

την γενική Ερ’μοποίηση στον κόσμο θα κηρύξω!

Κι όλα θα τα γαμη…θα τα αλλάξω!

[γκονγκ]

Παπαράσιος

Και να που κατακέφαλα  η έμπνευση του ήρθε!

[γκονγκ]

Ερμής

Και να που κατακέφαλα η έμπνευση μου ήρθε!

Αφού δεν έχω σύμμαχο, καιρός είναι να φτιάξω

κανέναν από μόνος μου, κάποιον να μου ταιριάζει.

Κι αφού από τους έντεκα, πιστός δεν είν’ κανένας,

μα ούτε αρκετά ισχυρός,

στον Δία θα εισηγηθώ  -αφού τον καλοπιάσω –

ακόμη ένα νέο θεό, να μπάσουμε στον Όλυμπο.

Έτσι λέω να αρχίσω,  την νέα μου πορεία.

Λυσίστρατος

Έλα βρε Τειρεσία, το δαιμόνιο νομίζω

άλλες ιστορίες λέει  

κι όχι εκείνες που ενδιαφέρουν

της Αθήνας τους πολίτες, δηλαδή εμάς τους δύο!

Τειρεσίας

Θκάθε [σκάσε] νέε Αθηναίε

 [και]

πέραθέ μου κάνα φύλλο,  γιατί πάλι θα κθυπνήθω

και θα εκ-θαφά-νιθτεί  ο δικτυωμένοθ δαίμων…

Κλεόβουλος

Δος του για να μη ξυπνήσει και είτε αλήθεια είτε ψέμα,

κάτι θα μας ξεφουρνίσει, ο δαιμόνιος Παπαράσιος.

[Ο Λυσίστρατος δίνει στον Τειρεσία νέο σακουλάκι με φύλλα]

Τειρεσίας

Είπεθ άκθιε Παπαράθιε, πωθ αυτή είναι η αρχή.

Πεθ μαθ όμωθ παρακάτω, τι μα την ευχή θυμβαίνει; 

Ο καπάτθος ο Ερμής τον κατάφερε τον  Δία

νέο θεό να ειθαγάγει θτου Ολύμπου τα παλάτια

κι εκεί δώδεκα που ήταν, να γινούνε δέκα τρειθ;

Παπαράσιος

Εν τω άμα κι επί τόπου,  την απόφαση σαν πήρε,

και το σχέδιο στο μυαλό του  άρχισε μορφή να παίρνει,

πάει και βρίσκει τον Μεγάλο, και με επιτήδειο τρόπο

να του ψιθυρίζει αρχίζει, ότι όλο και πιο λίγοι

-από τους πρωτοκλασάτους-  στο βουνό ψηλά συχνάζουν

και αυτό πολλούς κινδύνους, για τη ράτσα των Ολύμπιων

σίγουρα εγκυμονεί!

Ότι ο Ποσειδώνας λείπει, όλο πιο συχνά στα βάθη,

της απύθμενης θαλάσσης.

Και ο Πλούτων, απ’ την άλλη, πια ποδάρι δε πατάει

αλλά μοναχά του Αδη  τα σκοτάδια προτιμάει.

Αλλά και πως όλοι οι άλλοι, μία στη μέσα, μία στην έξω.

 Ερμής

Ω μέγιστε Ζευ,

Παπαράσιος

του λέει

Ερμής

ακόμη και εγώ ο ίδιος

-μόνος δικαιολογημένος –

σε αποστολές πηγαίνω  κι όλο λείπω από εδώ.

Και με αυτήν την ευκαιρία, να σου πω:

Πέρα πίσω από την Τροία, στη βαθειά Ανατολή

νέοι γεννηθήκαν θεοί, ζόρικοι, απειλητικοί,

κι όλο προς δυσμάς κοιτάζουν, κι όλο θέλουν να μας φάνε

κι άμα δεν οργανωθούμε και σε νούμερο αυξηθούμε,

θα μας κάνουν μια χαψιά,

όπου να ’ναι!

Δίας

Μα τι θέλεις επιτέλους; 

Παπαράσιος

λέει ο Δίας

Δίας

Όλο το συγκενολόι, από ήρωες κι ημιθέους

εδώ πέρα έχω μαζέψει, θέλεις να μαζέψω κι άλλους;

Ερμής

Όχι.

Παπαράσιος

λέει ο Ερμής.

Ερμής

Πρέπει να προσλάβεις έναν,  πλήρους απασχόλησης

και με ειδικά προσόντα

και να πάρει μετοχές,  απ’ του Ολύμπου τις κορφές.

Δίας

Έχεις κάποιον να προτείνεις;

Ερμής

Έχω.

Δίας

Και πώς τονε λένε;

Ερμής

Κοίτα,

Μπορεί και να μη τον ξέρεις, γιατί εσύ αν θέλεις κάτι

δε ζορίζεσαι καθόλου, μόνο σκύβεις και το παίρνεις.

Μα στον κόσμο των θνητών, έχει πέραση μεγάλη

και τον αγαπάνε όλοι,

γιατί μοναχά μ’ αυτόν, αγαθά μπορείς να έχεις.

Δίας

Τι μου λες; Στα σοβαρά;

Ερμής

Σοβαρά! Τον λεν’ Παρά!

Και τον έχω για βοηθό μου  και για εμπιστευτικό μου,

και μπορώ να εγγυηθώ, πως όπου πατάει πόδι

βασιλεύει η Αφθονία.

Δίας

Μα εσύ δεν είχες φτιάξει, έναν άλλο… πώς τον λένε;

Που κι αυτός για Αφθονία  τσαμπουνούσε συνεχώς…

Πώς τον λέγαν; … Θαρρώ Πλούτο!

Ερμής

Ναι.

Αλλά αυτόν μου τον στραβώσαν  και γυρίζει με μπαστούνι

μη προσά-νατό-λισμένος

τους ανθρώπους τους μπερδεύει, τους θεούς δεν ξεχωρίζει

κάνει λάθη απανωτά…

και δε μοιάζει του Παρά, που στην Αγορά θερίζει…

Παπαράσιος

Απ’ την μια κι από την άλλη,  τον κατάφερε τον Δία

τον Παρά να τον προσλάβει και να τον ανακηρύξει

ως θεό πλήρους ισχύος –με αριθμό το δέκα τρία –

Κι έπειτα Παράς κι Ερμής, στήσανε μια εταιρεία

νέα, πολυεθνική και γεμάτη παρακλάδια

που εζώσανε τη Γαία, απ’ την μια άκρη ως την άλλη.

Τειρεσίας

Κι οι άλλοι οι Ολύμπιοι;

Πώς αντέδραθαν θαν είδαν

νέους θεούθ,  νέα ιθχύ,  νέες θχέθεις εκ(ξ)θουθίας;

Παπαράσιος

Ο καθένας το βιολί του,  ζουν στον κόσμο τους αυτοί!

Κι άσε που στο άψε σβήσε, ο Παράς ο θεομπαίχτης,

τους οργάνωσε καζίνα.

Κι από τότε με τα ζάρια, γίνονται μαλλιά κουβάρια

κάθε βράδι.

Μόνο ο Ήφαιστος τα βρήκε  με τη Νέα Κομπανία

και πατέντες καινοτόμες, για κομπίνες κερδοφόρες

άρχισε να αναλαμβάνει.

Κι όσο για το φουκαρά τον Άρη, είναι στο νοσοκομείο

-των θεών –

και στη πάπια κατουράει!

Γιατί του πλασάραν όπλα, τάχα με καινούργια κόλπα,

με εμβέλεια μεγάλη  και βαρύ θανατικό.

Πήγε να τα δοκιμάσει, σε μια έρημο εκεί κάτω

κάπου στην ανατολή,  μα αποδείχτηκαν μπιντόνια

και απλοί τσουτσουνοκόφτες,

ελειτούργησαν στραβά, και τον βγάλαν εκτός μάχης!

Κλεόβουλος [ανυπόμονος]

Τι θα γίνει δε θα φτάσει μέχρι το δικό μας θέμα;

Τειρεσίας

Κοίτα, λέγε τα με βιάθη, γιατί έχει πια βραδιάθει

κι άλλη μέρα πάει να αρχίθει, κι η τρελή η Τειρεδίνα

έτοιμη να εφορμίθει

είναι,

και δεν εγκυόμαι τι μπερδέματα θα στείθει

[μασουλάει μια χούφτα φύλα]

Μάλιθτα αν είν φτιαγμένη,  από το (ζ)δαλιθτικό ετούτο

που μαθ ήρθε από τη Δύθη, και βαράει θτο κεφάλι…

Λυσίστρατος

Σίγουρα να μας πηδήσει…

Κλεόβουλος

Θα θελήσει.

(Συνεχίζεται)

Posted in ΘΕΑΤΡΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , , , , , , | Leave a Comment »

Ο Λυσίστρατος στο Βαφοπούλειο (στιγμιότυπα)

Posted by vnottas στο 23 Φεβρουαρίου, 2012

Βαφοπούλειο 20 Φεβρουαρίου 2012 ώρα 20:00

Οι φίλοι αρχίζουν να μαζεύονται…

Εδώ ο Κώστας με την Πέννυ και την Πέγκυ μιλάνε στη τοπική δημοτική τηλεόραση

Ο χαιρετισμός της κας Λειψιστινού

Αρχίζει η ανάγνωση. Οι φίλοι ηθοποιοί τα δίνουν όλα…

Ο Κώστας Χαλκιάς, που είχε την καλλιτεχνική επιμέλεια

Ο Νίκος Κολοβός

Ο Βαγγέλης Χαλκιαδάκης

Η Πέννυ Γραικού

Ο Αγγελος Ρούσσος

Η Πέγκυ Ασλιχανίδου

Όλοι μαζί

Ο συγγραφέας ευχαριστεί τους συντελεστές και το κοινό.

Posted in ΘΕΑΤΡΙΚΑ, ΤΑ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΑ | Με ετικέτα: , , , | Leave a Comment »

Ο Λυσίστρατος, σκηνή δεύτερη (στο Τροφώνιο μαντείο)

Posted by vnottas στο 21 Φεβρουαρίου, 2012

Χτες το βράδυ, φίλοι πολλοί, ήρθαν στο θεατράκι του Βαφοπούλειου και γνώρισαν από κοντά τον Λυσίστρατο, διαβασμένο με θεατρική επιδεξιότητα απ’  τον Κώστα, τον Νίκο, τον Βαγγέλη, τον Αγγελο την Πέννυ και την Πέγκυ. Τους ευχαριστώ θερμά όλους,

Σήμερα σας έχω το κείμενο της δεύτερης σκηνής.  Την πρώτη σκηνή και το προοίμιο θα τα βρείτε εδώ παρακάτω.

Σκηνή δεύτερη

[Το εσωτερικό του Τροφώνειου Μαντείου. Ατμόσφαιρα σκοτεινή και μυστηριώδης. Ο βωμός όπου θυσιάζει ο Τειρεσίας, ο θρόνος από τον οποίο εκφέρει τους χρησμούς ]

 

Αφηγητής

Μακρύ δρόμο επήρανε, μακρύ δρόμο αφήσανε

-ο Στράτος και ο Βούλης-

τα σύνορα περάσανε, στη Βοιωτία φτάσανε

κι εκεί κοντά στης Λειβαδιάς το Άλσος,

του Αγαμίδη βρήκανε, τον γαμημένο λάκκο.

Οπού ’πεσε  ο Τροφώνιος, τ’ αδέλφι του Αγαμίδη

και ζωντανός ρουφήχτηκε, στα άδυτα του Άδη

και δεν ξανα-εφάνηκε!

Κι όπου μαντείο στήσανε -οι Βοιωτοί-

στη μνήμη του Τροφώνιου

του εξαφανισμένου.

 

Εκεί ’χαν πληροφορηθεί πώς έχει καταφύγει

τους τελευταίους τους καιρούς

ο νέος Τειρεσίας,

ο μάντης ο περίφημος!

Ο τελευταίος γόνος

του γένους των Τειρεσιδών!

Που όπως όλοι ξέρουν, από τα χρόνια τα παλιά

φύλο μπορούν να αλλάζουνε

-μια άντρες, μια γυναίκες –

και έτσι καλά γνωρίζουνε, τα μυστικά αμφοτέρων.

 

Σκεφτήκανε λοιπόν, αυτός,

ο νέος Τειρεσίας,

θα ναι ο πιο κατάλληλος για την περίπτωσή τους.

Μα να προσέξουν έπρεπε, την ημερομηνία,

να τον πετύχουν δηλαδή τη μέρα τη κατάλληλη,

που διέθετε αρχίδια,

και των αντρών το πρόβλημα,  θα το κατανοούσε

καλύτερα,

κι όχι τις μέρες που ’τανε φτιαγμένος Τειρεζίνα.

 

Τώρα θα πρέπει να σας πω, ότι τα βρήκαν σκούρα

σα φτάσαν στου Τροφώνειου το σκοτεινό μαντείο.

Γιατί προτού αντικρίσουνε το διάσημο το μάντη,

δοκιμασίες τρομαχτικές έπρεπε να περάσουνε:

Φίδια να αγκαλιάσουνε,

σκουλήκια να μασήσουνε,

και να ακροβατήσουνε πάνω από μαύρη τρύπα,

απύθμενη,

(κι άλλα πολύ φρικιαστικά, χειρότερα ακόμη

που φέρνουν αναγούλα, αλλά δε πρέπει να τα πω

γιατί ο νόμος του ιερού, ρητά τ’ απαγορεύει!)

Και όταν τα κατάφεραν

– άντρες ήταν γενναίοι –

Η τελευταία έκπληξη:

Τα τιμολόγια του ναού, στα ύψη είχαν ανέβη,

γιατί όπως ανάφερε και μία πινακίδα,

τον τελευταίο τον καιρό, έχει η ζωή ακριβύνει

και οι μισθοί και τα αγαθά, πτερόεντα έχουν γίνει.

Και είπαν οι δύο φίλοι:

μπας

οι πονηροί οι Βοιωτοί, επίτηδες το κάνουν

τους Αθηναίους γείτονες για να περιγελάσουν,

γιατί έχουν άχτι ιστορικό, επάνω τους να βγάλουν;

 

Το θέμα είναι ότι,

δώσε από δω, δώσε από κει,

ως και τον Πριαπάκη – τον Πάκη, το γαϊδούρι–

ενέχυρο τον άφησαν  για να τα βγάλουν πέρα

κι ως τις πηγές να φτάσουν.

 

Κι έτσι –μην τα πολυλογώ, 

της Μνημοσύνης το νερό

αφού ήπιαν, και της Λήθης,

στο τέλος τα κατάφεραν,  τον ένδοξο το μάντη

να δουν αυτοπροσώπως.

 

Ήτανε επιβλητικός!

Δαιμονικός!  Διεισδυτικός! Είχε πολλή σαγήνη!

 Ήταν ψηλός τα μάλα

-και ψεύδιζε μια στάλα.

Μα ήταν σαφής απ’ την αρχή:

 

Τειρεσίας

[Μακρύς χιτώνας και μακρύ μπαστούνι στο μπόι του-πίσω του ένας θρόνος- μπροστά του ο βωμός των θυσιών. Προφέρει το σ=θ και το ζ=δ]

Για να πιάθω επαφέθ, με του Ολύμπου τιθ κορφέθ,

βγάλτε έ(ξ)κθω τα βαλάντια, για να θτήθουμε θυθία.

Και δε θέλω οβολούθ, θκουριαθμένουθ και βαριούθ.

Οι θεοί και οι δαιμόνοι, δεν γουθτάρουν τθιγκουνιέθ.

 

Γι αυτό των Ελλήνων παίδεθ, για να έχετε αποκρίθειθ,

κι όλα να μην πάνε θτράφι,

βάλτε αθήμι και χρυθάφι εδώ πάνω θτην εθτία

και δε θέλω αντιρρήθειθ!

 

Λυσίστρατος

Θα σου δώσουμε ό, τι θέλεις,

δηλαδή ό, τι έχει μείνει στων θυλακίων μας τον πάτο,

μα την πίστη την αγία, φτάνει να τα καταφέρεις

να μας δώσεις απαντήσεις, παραινέσεις, συμβουλές.

Συ που διερευνάς και ξέρεις, των Ολύμπιων τις βουλές

και τι τρέχει αυτές τις μέρες, στις ουράνιες τις σφαίρες.

Όμως πρέπει να σου πούμε:

Τα ’χουμε δοσμένα  όλα,

όσα ως τώρα μας ζητήσαν  του μαντείου οι ανθρώποι,

πού πολύ μας βασανίσαν, μέρες τώρα αναμονή…

 

Κλεόβουλος

Και μελόπητες αφράτες

Και αρνάκι για θυσία

Και μοσχάρι και κριάρι

που αγοράσαμε βαρβατο

και πληρώσαμε αλμηρό

στο παζάρι εδώ πιο κάτω!

 

Λυσίστρατος 

-Αμέ!

 

Τειρεσίας

Ήταν προκαταρκτικά, όλα τούτα που μου λέτε,

για να δούμε αν οι θεοί, δέχονται να θαθ μιλήθουν

Μα αφήθτε τα αυτά -αν τελειώθαν τα λεφτά

Κατεβάδ(ζ)ω τα ρολά!

Τέλειωθε κι βίδ(ζ)ιτά θαθ!

 

Λυσίστρατος

Τειρεσία κάνε κάτι.

Δέξου αύριο να ρθούμε,

μα το Δία, τον παντογνώστη

 

Κλεόβουλος

Κάτι θε να σοφιστούμε…

Κι άλλους παράδες,

-ικανούς-

μα τη πίστη μου θα βρούμε.

 

Τειρεσίας

Αύριο θα ’μαι γυναίκα… Και θα μείνω με φουθτάνια

ένα μήνα πάνω κάτω, να ολοκληρωθεί ο κύκλοθ.

Άμα θέλετε ελάτε,

μα θα είναι η Τειρεδίνα που θα θαθ υποδεχτεί.

Κι επείδη θαθ βλέπω λαύρουθ, ρωμαλαέουθ και βαρβάτουθ,

ίθωθ άλλη γνώμη να’χει κι ίθωθ να θαθ απαντήθει,

αν και δεν το αποκλείω

και τον κώλο να κουνήθει…

 

Κλεόβουλος

Α!, το βύθθινο… χμ… το βύσσινο ας λείπει!

 

Τειρεσίας

Τότε ω άντρεθ Αθηναίοι, θτην πατρίδα θαθ γυρίθτε.

Δίχωθ του πθητού τη τθίκνα και χωρίθ θηκωταριά

χάνω τ’ ουρανού τα ίχνη

και δεν έρχονται οι δαιμόνοι

να μαθ πουν το τι θυμβαίνει.

Γιατί εδώ, θε μαθ, δεν είναι, θαν το θτέκι της Πυθίαθ,

που το δρόμο τηθ για νάβρει και θε έκθταθη να πέθει,

φύλλα πρέπει να μαθάει, θαν να ήτανε κατθίκα!

 

Λυσίστρατος [στο κοινο]

Φύλλα; Φύλλα!

Βρήκα; Βρήκα!

Μα τι έμπνευση! Τι λύση!

Μου ’ρθε τώρα στο κεφάλι.

Φτάνει να τον καταφέρω…

[στον Τειρεσία]

Φεύγουμε μεγάλε μάντη.

Μόνο θέλω να σου πω,

πως για έκσταση αν μιλάμε, στο δισάκι μου εδώ

ξεχασμένα από παλιά, έχω φύλλα από Κοκία

που μου δώσαν κάτι ναύτες, που τους πήρε ένα μπουρίνι

και τους πήγε μακριά, ως του ωκεανού τις άκρες.

Και να ξέρεις:

Απ’ τις δάφνες που μασάει η Πυθία,

το ταξίδι με Κοκία

είναι ανώτερο πολύ!

Τειρεσίας [με ξαφνικό ζωηρό ενδιαφέρον]

Τι λέθθθθ;!

Κάτι έχω ακουθτά.

Φέρε για να δοκιμάθω, κι αν το βότανο δουλεύει

τιθ θυχνότητεθ αν πιάθω, τότεθ επωφεληθείτε

Γιατί δαίμονεθ θα δείτε, που ’ναι πληροφορημένοι

και που θα τα πούνε όλα.

 

Λυσίστρατος και Κλεόβουλος [μαζί]

Είμαστε έτοιμοι ω μάντη.

Να σου πούμε τι ζητάμε;

 

Τειρεσίας

Δε χρειάζεται, το κθέρω!

Ειδαλλιώθ τι μάντηθ θάμαι!

Τώρα άνθρωποι θιγήθτε:

Να μιλήθουν οι θεοί!

[προς τα παρασκήνια-φωναχτά:]

Ατμόθφαιρα!

[Ακολουθούν ηχητικά και φωτιστικά εφέ (τύμπανα, πιάτα, μουσική, ατμοί κλπ) που φτάχνουν ατμόσφαιρα, ο Τειρεσίας σφίγγεται, αλλάζει χρώματα,  στο τέλος επικρατεί σκότος]

(τέλος δεύτερης σκηνής -συνεχίζεται)

Posted in ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ, ΘΕΑΤΡΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , , , , , , | Leave a Comment »

Περιπέτειες συγγραφής (περί Λυσίστρατου)

Posted by vnottas στο 17 Φεβρουαρίου, 2012

(όταν έχεις φίλους ειδήμονες, μπορεί να πάρεις και καμιά -πολύτιμη-  καλή κουβέντα)

Η Χαριτωμένη Σβαλίγκου είναι συνδέλφισσα στο Τμήμα Δημοσιογραφίας του ΑΠΘ, όπου μεταξύ άλλων διδάσκει ¨Σημειωτική του Θεάματος¨, ¨Θεατρικό Λόγο και Επικοινωνία¨ και ¨Θέατρο του 20ού αιώνα¨.

 Ήταν λοιπόν φυσικό να απευθυνθώ σ’ αυτήν και να της πω: ¨Χάρις, κοίτα, έχω εδώ ένα πρωτόλειο θεατρικό, ρίξε μια ματιά και πες μου τι γίνεται. Να το ξανακάνω ή να ασχοληθώ καλύτερα με οτιδήποτε άλλο;¨

Μου είπε ¨ευχαρίστως¨, της έδωσα τον Λυσίστρατο χειρόγραφο, και ενώ περίμενα (και θα ήμουν πολύ ευχαριστημένος) ότι μετά από λίγες μέρες μου θα έλεγε, ας πούμε: ¨Άντε καλά¨ ή ¨Προσπάθησε λίγο περισσότερο¨, ή ¨καλό¨ ή ¨κακό¨ ή εν πάση περιπτώσει μια προφορική απόφανση, η Χάρις μου έκανε τη τιμή να μου στείλει  τις απόψεις της γραπτά.

Να τες:   

Το θεατρικό έργο Ο Λυσίστρατος τον καιρό της ερ’μοποίησης του Βασίλη Νόττα είναι μια παρωδία, σε διακειμενική αντιστοιχία με τις παρωδίες ή σατιρικές κωμωδίες του Αριστοφάνη.  Γραμμένο με ρίμα, ρυθμό και ομοιοκαταληξία, ανακαλεί έργα του ευρωπαϊκού και του διεθνούς ρεπερτορίου, τα οποία διαθέτουν το στοιχείο αυτό του μέτρου, που επιπλέον συνηθίζεται ιδιαίτερα συχνά στον κωμικό θεατρικό λόγο καθώς τονίζει τη χιουμοριστική χροιά και τη χλευαστική διάθεση, τα κύρια χαρακτηριστικά της κωμωδίας.

Η εν λόγω παρωδία προσδιορίζεται εν πολλοίς από το φαινόμενο «θέατρο μέσα στο θέατρο», το οποίο αποτελεί την πεμπτουσία της θεατρικής τέχνης, συνιστά δηλαδή την κατ’ εξοχήν θεατρικότητα που δομείται πάνω στην πολυφωνία των πολλαπλών σημείων και δη των αισθητικών σημείων, τα οποία με τη σειρά τους ρυθμίζουν το συνολικό φάσμα της πλοκής του έργου. Εξάλλου το μήνυμα του κειμένου είναι απότοκο των δυνάμεων που εκπροσωπούν οι ήρωες-ρόλοι και τα πρόσωπα που αλληλεπιδρούν στις βαθείες δομές της πλοκής.

Επιπλέον, στο πλαίσιο του φαινομένου αυτού τα πρόσωπα, ο χρόνος και ο χώρος χαρακτηρίζονται επίσης από τη θεατρικότητα, ιδιότητα που δηλώνει την υπερ-αλήθεια του θεατρικού λόγου και κυρίως της παραστάσεως και της δια-παραστάσεως. Έχουμε δηλαδή πάνω στη σκηνή ηθοποιούς που γίνονται θεατές των ηθοποιών μιας άλλης παραστάσεως που εκτυλίσσεται μπροστά τους, ενώ οι ηθοποιοί απευθύνονται άμεσα στους θεατές καταργώντας τη θεατρική ψευδαίσθηση, π.χ. ο Θίασος «ό,τι ήθελε προκύψει» παρουσιάζει, απευθυνόμενος στους θεατές, το έργο που θα παιχθεί. Παρατηρείται δε η εισαγωγή θεατρολογικού λεξιλογίου κατά κόρον:  «Θίασος, μονό­πρακτη παροδία», «θεατροθεραπεία» κλπ., στα εσκεμμένα ορθογραφικά λάθη των οποίων υπάρχουν επεξηγήσεις στις ντιρεκτίβες του συγγραφέα.

Αυτό το θεατρικό παιχνίδι μπορεί να συνεχιστεί στο διηνεκές. Εδώ η δράση υπογραμμίζει τη διαλεκτική σχέση της με τη θέαση και δεν εκδηλώνεται πάντα το φαινόμενο της εξέλιξης καταστάσεων, καθώς δίνεται η εντύπωση του στατικού εν σχέσει προς το χρόνο της πλοκής· τονίζεται, ωστόσο, η υπερ-πραγματικότητα κάποιων προβληματισμών και αφορισμών: «εάν αναμείξω νέα μηχανολογία με αρχαίες πρακτι­κές, θεατρο-μιμητικές», «να θεατροποιήσουμε», «το φάρμακο είναι το θέατρο». Τα πρόσωπα του έργου που ειδοποιούν την πλοκή με εξάρχοντα τον Αφηγητή, ο οποίος αποτελεί ένα είδος συνδέσμου μεταξύ των ενοτήτων και των προσώπων, εμφανίζονται το ένα μετά το άλλο, διεκδικώντας τη θέση τους στο θεατρικό σύστημα, δηλαδή στην παράσταση, προκειμένου να σηματοδοτήσουν θεματικές όπως την αντιστροφή των ρόλων των δύο φύλων και την ουτοπική θα λέγαμε βελτίωση της θέσης της γυναίκας μετά την αλλαγή αυτή.

Παράλληλα με το αδιέξοδο των γυναικών στη σύγχρονη κοινωνική σκηνή, τα πρόσωπα του θεατρικού έργου «κατασκευάζουν» με κάποιο τρόπο την πλοκή θέτοντας με γλαφυρότητα προβληματισμούς, τόσο για τον άνθρωπο σε σχέση με το παντοδύναμο καθεστώς του Πλούτου, του Παρά, της Αφθονίας, όσο και για την αλλοιωμένη και παρηκμασμένη εικόνα του κόσμου.  Στη νέα πραγματικότητα επισημαίνεται η αντικατάσταση των ανδρών ως ηγετικών στελεχών από τις γυναίκες σε επιχειρήσεις και εταιρείες και η γενικότερη ανακατάταξη του κοινωνικού πλαισίου μέσω της διαφορο­ποίησης της ηθικής και ιδεολογικής αντίληψης στο πλαίσιο της πολυ-πολιτισμικότητας.

Ο Λυσίστρατος είναι η μετωνυμία της σύγχρονης μορφής κοινωνίας, που δεικνύει τον άνδρα να παραγκωνίζεται από τη γυναίκα εντός της νέας τάξης πραγμάτων, όπου επικρατούν η δύναμη του χρήματος, η ανακατανομή της εξουσίας και, παρεπόμενα, η πλασματική εικόνα των καταστάσεων του κόσμου στην οποία παραπέμπει η συμβολική αντιστροφή της μυθολογικής Λυσιστράτης στην αρσενική, επίκαιρη σε μας έκδοσή της. Τον ίδιο προβληματισμό στοιχειοθετεί και η παρουσία του μάντη «Τειρεσία-Τειρεζίνας», παρωδιοποίηση της διπλής φυλικότητας του αρχαίου μάντη Τειρεσία, προβληματισμό που αναδύεται μέσα από τη χιουμοριστική αποδόμηση του αρχαιοελληνικού θεατρικού μύθου.

Καθ’ όλη τη διάρκεια του έργου, που περιλαμβάνει το προοίμιο και επτά σκηνές, παρακολουθούμε τον Αφηγητή – ο οποίος μπορεί να ταυτιστεί με τη φωνή του συγγραφέα – να οργανώνει τις σκηνές μεταξύ τους, τη διαπλοκή των προσώπων αλλά και τους διαφορετικούς «χρόνους» που υπεισέρχονται στο έργο.  Πρέπει να τονίσουμε εδώ ότι δεν πρόκειται για γραμμική αφήγηση γεγονότων, αλλά για εναλλαγή χρονικοτήτων, για μια χρονική και χωρο-χρονική ας πούμε «διασάλευση» της δραματικής εξέλιξης που εκφράζεται με τον μηχανισμό της παλινδρομήσεως ή ανα-λήψεως. Παρατηρούμε δηλαδή μια χωρο-χρονική αμφιδρόμηση από τη σύγχρονη εποχή στη μυθολογική αρχαιοελληνική εποχή, από την αίθουσα συγκεντρώσεως της τεχνολογικής σημερινής εταιρείας στο Τροφώνειο μαντείο χρησμών του Τειρεσία, και από τον Όλυμπο, την κατοικία των θεών στην Ακρόπολη, στην Πλάκα και στην Πνύκα. Η αμοιβαία αυτή μετατόπιση που διενεργείται εκατέρωθεν του δομικού πυρήνα του έργου, καταφάσκοντας στην παρωδιοποίηση της σύγχρονης μεσολογικής και τεχνολογικής «ερ’μοποίησης» μέσω της αναφοράς (διαμεσολάβησης) στον αρχαίο κόσμο, αποτελεί την ουσία του θεατρικού παιχνιδιού.

Επομένως, καθώς με τις πρώτες «ατάκες» και προαναγγελίες αρχίζει να τίθεται σε λειτουργία το «θέατρο μέσα στο θέατρο», όλα τα επιμέρους στοιχεία του θεατρικού λόγου μετατρέπονται σε αισθητικά σημεία, ενώ η διάβρωση που σημειώνεται στον δραματικό χρόνο μεταλλάσσεται επί σκηνής σε εστία σημασιών που απορρέουν με τη σειρά τους από τη συνάφεια, τόσο των διανοητικών, όσο και των αισθητικών-συγκινησιακών στοιχείων.

Τέλος, η παρουσίαση των προσώπων-ηθοποιών εν είδει cartoons συμβάλλει, ταυτόχρονα με τα λόγια του Ερμή, στη δημιουργία μιας πλασματικής πραγματικότητας, η οποία εντούτοις φέρει ενισχυμένο φορτίο προθετικότητας εκ μέρους του συγγραφέα, καθώς επιτυγχάνει να αποκαλύψει τη «γυμνή» αλήθεια:  τη βιομηχανοποίηση των πάντων στην εποχή μας, τον προσδιορισμό του σύγχρονου πολιτισμού από το καθεστώς του κέρδους και της εμπορευματοποίησης, τη γεωπολιτική διεύρυνση του πεδίου της είδησης, με άλλα λόγια την αποδόμηση του μύθου γενικότερα, δια της απομυθοποίησης των παραδοσιακών μορφών και αντιλήψεων.

Πρέπει να επισημάνουμε ότι η μεσολογική εποχή μας – το όνομα του δαίμονα Παπαράσιο τα λέει όλα:  το «μέσον» (μεσολογικό, που μεσολαβεί) «δαίμων» (δαιμονική ισχύς), Παπαράσιο (παπαράτσι – δημοσιογράφοι που κυνηγούν την είδηση με κάθε τρόπο) συντελεί στην απομυθοποίηση των μέχρι τούδε παραδεδεγμένων αρχών εισάγοντας καινοτομίες ρηξικέλευθες και, εν πολλοίς, ανατρεπτικές, επιβάλλοντας νέες, θεσμικές ανακατα­τάξεις σε όλους τους τομείς του κοινωνικού γίγνεσθαι.

Ποια είναι η λύση;  Εμφανίζεται η ΟΥΤΟΠΙΑ που είναι, βέβαια, μια ψευδαί­σθηση.  Τελικά την απάντηση δεν δίνει η θρησκεία, ούτε η πολιτική, ούτε η φιλοσοφία, ούτε και ο πλούτος ή η εξουσία, αλλά η Τέχνη, ειδικότερα η θεατρική τέχνη μέσω της μαγικής επενέργειας της κάθαρσης που μπορεί να αποβεί ελπιδοφόρα ανοίγοντας προοπτικές για μια διαφορετική φυσιογνωμία του πλανήτη μας.

Posted in ΘΕΑΤΡΙΚΑ, ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ, ΤΑ ΤΡΕΧΟΝΤΑ | Με ετικέτα: , , , , , , | Leave a Comment »

Ο ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΟΣ ΤΟΝ ΚΑΙΡΟ ΤΗΣ ΕΡΜΟΠΟΙΗΣΗΣ (μετά το προοίμιο, ιδού η πρώτη σκηνή)

Posted by vnottas στο 8 Φεβρουαρίου, 2012

Σκηνή πρώτη 

[Φωτίζεται το τμήμα της σκηνής όπου είναι συγκεντρωμένοι οι  εργαζόμενοι: οι γυναίκες και παραδίπλα η ομάδα των ανδρών]

Αφηγητής

Ποιανού του ήρθε έμπνευση ;

Ποιος θέλει να προτείνει,

θέμα, ζήτημα, πρόβλημα να θεατροποιήσουμε;

[Σηκώνεται μία γυναίκα, αλλά αμέσως την πλαισιώνουν κι άλλες και γίνονται κάτι σαν χορός γυναικών. Επίσης, ενώ μιλάνε, αλλάζουν ρούχα, φοράνε τα κατάλληλα σεντόνια, -πριν, απλωμένα εν είδη μπουγάδας ή σκηνικού χωρίσματος- ανασηκώνουν τα μαλλιά και μετατρέπονται σε αρχαίες]

Γυναίκα Α

Εγώ θέλω να πω κάτι,  κι ένα θέμα να προτείνω…

Γιατί ζήτημα υπάρχει, κι είναι μάλιστα επείγον!

Φωνές από κάτω:

Τι; Πες; Πές το!

Γυναίκα Α  

Ποοοού επήγανε οι άντρες; (κοιτάζει διερευνητικά)

Πού επήγαν οι ιππότες;

που σου άνοιγαν τις πόρτες, κι έκαναν στο πλάι πάντα,

να περάσει μια κυρία; [γυρνάει στις άλλες]

Μου το έλεγ’ η γιαγιά μου: «Λίγο χαμηλοβλεπούσα

με τακούνι και με τσάντα και το σύζυγο στην μπάντα!» [επιδοκιμασίες]

Γυναίκα Β

Πού πήγαν οι αρσενικοί; 

Που απλώναν τα σακάκια τους τις λάσπες να περάσεις (στις άλλες)

-Κι αυτό μου τόπε η γιαγιά: ότι στα χρόνια τα παλιά

συνήθιζαν οι άντρες, γυναίκα για να ρίξουνε…

Όλες μαζί:

Εδώ υπάρχει πρόβλημα

και πρέπει να το θίξουμε (λύσουμε)

Γυναίκα Γ

Πού επήγανε τα αγόρια;

Που για τα μισοφόρια,

μπορούσανε να τσακωθούν ;

Και στο νοσοκομείο…

(την διακόπτει μια άλλη:)

Ακόμη και στης φυλακής

τα σίδερα! (μαζί:) να μπουν;

Γυναίκα Α

Ναι, πρέπει να το πω  και να το’ μολογήσω:

Δώσαμε τους αγώνες μας και κάμποσα κερδίσαμε.

Όμως, καθώς παλεύαμε [γυρίζει προς τις άλλες που συμφωνούν

] -και δε γυρνάμε πίσω-

είχαμε στόχους νόμιμους και ξεκαθαρισμένους:

Αυτούς τους άντρες τους σκληρούς, τους κακομαθημένους

να τους αλλάξουμε μυαλά…

Αλλά… [γελάει πονηρά στις άλλες που υπερθεματίζουν]

έτσι και  είχανε και μερικά καλά,

αυτά να μη τα χάσουμε,

γιατί τι να τον κάνουμε

τον άντρα τον λαπά, τον αποτριχωμένο;


Όλες μαζί:

Ω τι κακό είναι πια να ζεις

Καιρό ξεθωριασμένο

Κι άλλους καιρούς πιο ζόρικούς

Κι όχι ξενερωμένους

Να νοσταλγείς….

Γυναίκα Δ (η πιο μικρή και ξαναμμένη σε ρυθμό ραπ)

Που είναι η βαρβαρίλα;

Και οι παλιές αξίες;

Που είν’ τα νταηλίκια;

Που πήγαν τα καμάκια ;

Πού είναι οι εφαψίες;

Κορυφαία (Γυναίκα Α) [–την τραβάει απ’ την κοτσίδα]

Μωρή κάθισε κάτω!

Και άσε τις αηδίες!

Όλες μαζί: [ολίγον υστερικά]

Θέλω  μαμά μου ένα αντρούλη

Λίγο ζορικούλη

Λίγο μασκαρά

Μία Να πληρώνει στην ταβέρνα

Άλλη Στο ταξί στο σινεμά

Άλλη Και να έχει λίγη μπέσα

Όλες Να περάσουμε καλά!

Θέλω να με προστατεύει

Όλα να τα κουβαλά…

Τις γυναίκες να αγαπάει

Να λατρεύει τα μωρά…

[Συμβαίνει κάτι σαν μπουμπουνητό, ξαφνική βροντή Φωτίζεται η τεράστια οθόνη. Εμφανίζεται η επιγραφή Χέρμες Κόμπανυς Στην οθόνη εμφανίζεται παραταγμένη σειρά επιτυχημένων στημένων γυναικών σε στιλ Γιάπα! Κωμικός χορός: κάτι ανάμεσα σε ρομπότ/παρέλαση με γόβα/πασαρέλα (εκδοχή: εκθηλυμένος και πολιτικώς ορθός αυταρχισμός)

Φωνή από μεγάφωνο: [το ρ=γ]

Εδώ Χέγμες Κόμπανυς πα(ρ)γακαλούνται τα στελέχη να αφοσιωθούν αμέσως στην αύξηση της πα(ρ)γαγωγικότητας. Σκέψεις αναπα(ρ)γαγωγής αποκλείονται. Διανομή δονητών στο διάλειμμα. Π(ρ)γόζακ με μέτ(ρ)γο και όχι σε π(ρ)γόζα στο τέλος του ωα(ρ)γίου

[Εμφανίζονται στην οθόνη, σε γκρο πλάν, εμφανώς ξαναφτιαγμένες, οι δυο γριές των ¨εκκλησιαζουσών¨ (που δε θέλουν να αλλάξει τίποτα κι είναι ευχαριστημένες από την νέα την τροπή των πραγμάτων)].

Γριά στην οθόνη

Μα τι θέλουν επιτέλους –μα την Θεία Πραξαγόρα –

τούτες οι μαλακισμένες, τώρα που οι καιροί αλλάξαν;

κι έχουμε το πάνω χέρι;

Δεύτερη γριά

Τώρα που καταφέραμε τόσα ταμπού να ρίξουμε

Τόσες προκαταλήψεις!!!

Κι αντί για όσα έγιναν, με των θεών τη χάρη

και των πλαστικών χειρούργων

το θαυματουργό νυστέρι

να ναι ευχαριστημένες…

αυτές δες,  γκρινιάζουν πάλι!

Πρώτη γριά

Τώρα που τα κωλομέρια απ’ τη θέση τους δε πέφτουν.

Τώρα που και τα βυζιά, σηκωθήκανε ψηλά,

και κοιτάζουνε τα αστέρια…

Δεύτερη γριά

Τώρα που οι ελπίδες οι κρυφές και οι ανο-μολό-γητες

βρήκανε ανταπόκριση

Ας ειν’ καλά η διαφώτιση

-μη κυβερνητική-

Κι η- λίπο-άναρ-ρό-φηση

Πρώτη γριά

Τώρα τι θέλουνε αυτές;

Να μας κάνουνε χουνέρι;

Και οι αρσενικοί ξανά,

να χουνε το πάνω χέρι;

[Και οι δύο]  Άπα-πάπα παπαπά

Δεύτερη γριά

Τώρα Που ως και η γέννα, υποχρεωτική δεν είναι

κι έτσι κι έχεις το Παρά, και δε θέλεις την ευθύνη

πας, νοικιάζεις μια κοιλιά, και γλυτώνεις μια χαρά

κι από την εγκυμοσύνη

κι από τις επιπλοκές …

Χορός γυναικών

Μία είναι η εταιρία!

Μία είναι η μητρική!

Και πολλές και πιο μικρές

είναι οι θυγατρικές.

Κι είναι όλες θηλυκές!

Και εμείς κόρες μπιστικές

του πανέξυπνου Ερμή!

[Οι δικές μας ενώ τραγουδούν, μπαίνουν στη σειρά και απομακρύνονται από το προσκήνιο με βιομηχανικό ρυθμό. -Η οθόνη με τις δύο γριές σβήνει σιγά σιγά] Αφηγητής

Κι όμως θα ’λεγε κανένας πως τα πάνε μια χαρά!

Κι είναι κι επιτυχημένες.

Μα τι θέλουν οι γυναίκες επιτέλους;

Λέτε να ’ναι αυτή εδώ

-Άραγε-

η Αρχή του Τέλους;;;

[Σηκώνεται ένας από τους Άντρες (Λυσίστρατος), και μετά άλλοι, φτιάχνοντας τον χορό των ανδρών – φορούν και αυτοί, καθώς μιλούν, ιμάτια και μεταμορφώνονται σε αρχαίους]

Άνδρας/Λυσίστρατος

Καλά τά ’παν οι γυναίκες. Όμως όλα δε τα λένε.

Γιατί αυτές που ’χουν αλλάξει

είναι εκείνες κι όχι εμείς.

Κλεόβουλος

Αδελφέ μου τι τα θες;

Γίνανε επιθετικές!

Χορός

Μα το Δία! Τι μας λες!

Λυσίστρατος

Και αντί στην Αφροδίτη, την καυτή την ερωτιάρα,

που λατρεύαν μέχρι χτες,

θυσιάζουν στου Ερμή, την πανούργα πονηράδα!

Χορός

Άς τα είναι να τα κλαις!

Λυσίστρατος

Τώρα βγήκαν απ’ τα σπίτια κι ήρθανε στην Αγορά

και ζητάνε με τερτίπια, να διευθύνουν τον παρά…

Κι όλη την οικονομία…

Κορυφαίος Χορού ή όλος ο χορός

Πού  ‘νε η γυναίκα η μάνα;

Κι η καυτή  η ερωμένη;

Κι η καλόκαρδη πουτάνα;

Κι η ναζιάρα κι η μουσίτσα;

Κι  η τρελή καμωματού;

Απαλή και ερωτιάρα;

Που να κρυφτήκανε μου λες;

Τώρα είναι του συρμού

η γυναίκα η τσιτωμένη,

ζόρικη κι εκνευρισμένη.

[όλοι μαζί]

Στο είπα: είναι να τα κλαις!

Λυσίστρατος

Γίνανε όλες τους στελέχη. Αγοράζουν και πουλάνε

και για των αντρών τις κάψες

(όλοι μαζί: Πέρα βρέχει, πέρα βρέχει…) 

Ήμασταν κι εμείς, δε λέω, και αφέντες και τσογλάνια

Το ’χαμε παρατραβήξει, το σκοινί, το παλαμάρι…

Κλεόβουλος

Παραλίγο να μας πνίξει .

Λυσίστρατος

Με πολέμους και συγκρούσεις, μ’ άρματα τρομακτικά

Του θανάτου είχαμε γίνει όργανα.

-Αλλά κι εκείνη

–η Λυσιστράτη-

άλλα είχε υποσχεθεί.

Είπε: αν σταματήσουμε πολέμους να σκαρώνουμε

κι αντί να σκοτωνόμαστε και να ξεκοιλιαζόμαστε,

σπίτια μας αν γυρίσουμε, και στη γλυκιά παστάδα…

Χορός

Άιντε, και στη μπουγάδα, αν είναι αυτό το τίμημα.

Λυσίστρατος

Τότε του έρωτα οι θεοί, αυτοί θα αναλάβουνε.

Κορυφαίος χορού

Η Λυσιστράτη το ’λεγε, μα εμείς δεν την ακούγαμε.

Τον πόλεμο τον κάναμε, και ω τι μοίρα σκοτεινή!

Τον πόλεμο τον χάσαμε!

Λυσίστρατος

Το δίδαγμα το πήραμε, -αργά ήτανε βέβαια.

Τις επιθέσεις πάψαμε, τσακώματα κι αρπάγματα.

Βίαιοι πια δεν είμαστε…

Κι αν οι γυναίκες θέλουνε τα πράγματα να αλλάξουνε,

με αγάπη και με έρωτα

-τι πράγματα ευεπίφορα! και τι ελπίδες νέες !-

την πόλη ας διοικήσουνε,

αντίρρηση δεν έχουμε…

Χορός

Είναι καλοδεχούμενες,

Είπαμε… Τότε.

Κλεόβουλος

Μέχρι και την Πραξαγόρα με τις εκκλή-σιά-ζουσές της

Που ντυθήκανε σαν άντρες, μες την εκκλησία του Δήμου

και κοτσάρανε και γένια,μα και ξύλινα τσουτσούνια

Και που νέους νόμους φτιάξαν…

Κι εμάς μας υποχρέωσαν

-δήθεν της πόλης το καλό, πως το υπαγορεύει-

γριές να καβαλήσουμε, ξερές σταφιδιασμένες…

ως κι αυτό, το ανεχτήκαμε

Αλλά….

Χορός

…τούτες εδώ δε τρώγονται, με εμάς πάλι τα βάζουνε,

Και μας κατηγορούνε…

Κορυφαίος χορού

Πρόταση έχετε καμιά;

Πώς να το ξεπεράσουμε ;


Λυσίστρατος

Να μη τα παρατήσουμε κι απ’ τους θεούς ν’ αρχίσουμε.

Να πάμε στα μαντεία που επι-κοι-νωνία

έχουν με τις Δυνάμεις.

Δε ξέρω αν με πιάνεις;

Χορός

Ναι, το είπες, είναι η λύση:

Για να γίνει το γαμήσι πάλι άπιαστη ηδονή,

πρέπει να πάμε στα μαντεία, και εκεί -καλού κακού-

θα την βρούμε την αιτία του κακού μας ριζικού.

Κορυφαίος

Τότε, τι λες για την Πυθία;

Λυσίστρατος

Σ’ αυτήν όχι.

Χορός

Γιατί όχι;

Λυσίστρατος

Πρώτα απ’ όλα είναι γυναίκα.

Άλλα κι όπως όλοι ξέρουν, άλλα αντ’ άλλων ξεφουρνίζει.

Του ξεκάθαρου του λόγου δεν κατέχει την αξία

και χρειάζεται ερμη-νείες.

Δηλαδή πάλι ο Ερμής, βάζει την ουρά του μέσα

κι ο Ερμής δεν έχει μπέσα.

Κορυφαίος

Τότε πού;

Λυσίστρατος

Έμαθα στη Βοιωτία, στου Τροφώνιου το πηγάδι

έφτασε καινούργιος μάντης.

Είναι από τρανή γενιά και με επάξια θητεία.

Εγώ λέω σε αυτόν να πάμε, διόλου μην καθυστερούμε

κι ύστερα, αφού απ’ το μάντη έγκυρα διαφώ-τιστούμε

για τα αίτια των βασάνων που μας κάτα-τύραν-νούνε,

κι αφού μάθουμε τι τρέχει, εδώ δα στην Εκκλησία

α ξαναβρεθούμε πάλι, αποφάσεις να ληφθούνε

άπο-τέλε-σμάτι-κές,

για του βίου μας το χάλι.

Μέλη Χορού

Χαλάλι!  

Συμφωνώ.  – Κι εγώ κι εγώ!

Κορυφαίος

Και ποιος λέτε να αναλάβει 

την αποστολή ετούτη;

Μέλος χορού

Λέω να ’ναι ο Λυσίστρατος.

Που ίσα με τα τώρα, τα πε καλά -και ήτανε

σωστός μα και  λαλίστατος.

Άλλο μέλος χορού

Κι έπειτα, αμερόληπτος στα σίγουρα θα είναι.

Γιατί τις αγαπάει στο βάθος τις γυναίκες

Τουλάχιστον μιαν απ’ αυτές… [γελάνε πονηρά]

Λυσίστρατος

Εντάξει. Είμαι μέσα.

Και λέω να πάμε δύο,  

δώρα να κουβαλήσουμε στον ήρωα Τροφώνιο,

μα και στον Αγαμίδη, τον αδικοχαμένο.

Κι όσο για τους Βοιωτούς,

που μας αντί-παθούνε

κι αν μάθουνε τα χάλια μας, σίγουρα θα χαρούνε:

δώρα!: στάχτη στα μάτια…

Κορυφαίος

Ας πάει στα κομμάτια!

Και ποιον προτείνεις δεύτερο;

Λυσίστρατος

Το φίλο τον Κλεόβουλο.

Είναι λίγο χοντρούλης, μα στις πορείες αντέχει!

Κορυφαίος

Την έγκριση την έχει.

Λυσίστρατος

Τότε άντρες τι καθόμαστε και επαναπαυόμαστε

στις δάφνες τις παλιές; [στον Κλεόβουλο]

Παίρνουμε το ραβδάκι μας, μαζί και το δισάκι μας…

Κλεόβουλος

Και σε ένα γαϊδουράκι φορτώνουμε τα δώρα

Και ξεκινάμε…τώρα.

Λυσίστρατος  Άιντε, πάμε! (τέλος πρώτης σκηνής )

(συνεχίζεται)

………………………………..

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Συνειρμικές μουσικούλες

1.  Tango του 1932 σε μουσική Bobby Collazzo και στίχους Πωλ Μενεστρέλ. 

2.Mama, yo quiero un novio

3.Εγώ είμαι η νέα γυναίκα. «Παναθήναια του 1908».  Στίχοι: Γιώργος Τσοκόπουλος & Μπάμπης Άννινος Μουσική: Vincenzo Di Chiara Eκτέλεση: Κατερίνα Κούκα

4.  Αχ Βαλεντίνα Στίχοι: Γιώργος Μητσάκης Μουσική: Γιώργος Μητσάκης Πρώτη εκτέλεση: Μαρίκα Νίνου & Γιώργος Μητσάκης & Γιάννης Τατασσόπουλος ( Τερτσέτο )

ΟΙ ΣΤΙΧΟΙ

Θέλω μαμά έναν αντρούλη (1931)

Θέλω μαμά έν’ αντρούλη
λίγο νοστιμούλη
με ξανθά μαλλιά
να μην έχει ερωμένη
και να μη φορεί γυαλιά
για να είμαι ευτυχισμένη
και να μη μου αντιμιλά
να’ μαστε οι δυο μονιασμένοι
κι όλο να περνούμε με φιλιά τρελά.

Εν πρώτοις να μη καπνίζει
να πίνει μόνο νεράκι
στα κέντρα να μη γυρίζει
και να χορεύει λιγάκι.

Να έχει άκρα υγεία
στα σπορ να έχει μανία
να ξέρει και πυγμαχία
για τις δικές μας σκηνές.

Θέλω να έχει παράδες
να’ χει θείους και θειάδες
για κληρονομιά.

Απαραίτητος δε όρος
να μη μου ζητά παιδί
να μην είναι δικηγόρος,
δεν τον θέλω ποιητή.

Θέλω μαμά έν’ αντρούλη
λίγο νοστιμούλη
με ξανθά μαλλιά
να ξέρει γλώσσας πεντ-έξη
να έχει γλώσσα δεν πρέπει,
σαν του μιλώ, ούτε λέξη,
πολλές φορές να μη βλέπει.

Μετάλλια να ‘χει ανδρείας
να είν’ αβρός στας κυρίας
να μην αρνείται αγγαρείας
και να ‘ναι και τρυφερός.

Εγώ είμαι η νέα γυναίκα

Κάτω τα βέλα και τα καπέλα
και οι ουρές και τα πομ – πομ και τα φτερά
δεν θέλω φούστες, κορσέδες, σούστες
και οι καυγάδες, οι κουζίνες, τα μωρά.

Εγώ είμαι η νέα γυναίκα
που θα καπνίζω και θα σφυρίζω, [ψηφίζω]
η καθεμιά μας αξίζει για δέκα
δε δίνω γι’ άντρες έναν παρά,
η καθεμιά μας αξίζει για δέκα
δε δίνω γι’ άντρες έναν παρά.

Δεν θέλω άντρες, κουμπιά και χάντρες
και παραιτούμαι από το νοικοκυριό,
δεν θα γυρεύω να μαγειρεύω
και εις τον άντρα μου θα κάνω το θεριό.

Εγώ είμαι η νέα γυναίκα
που θα καπνίζω και θα σφυρίζω,
η καθεμιά μας αξίζει για δέκα
δε δίνω γι’ άντρες έναν παρά,
η καθεμιά μας αξίζει για δέκα
δε δίνω γι’ άντρες έναν παρά.

Αχ Βαλεντίνα

Αχ Βαλεντίνα αχ βρε τσαχπίνα
μόρτικα κομμένα τα μαλλιά σου
σαν αγοροκόριτσο η μηλιά σου
‘έχεις κούρσα και σωφάρεις
κι όπου θέλεις ρεμιζάρεις
‘έγινες και σωφερίνα
κι όπως πας σε λίγα χρόνια Ι
θα φορέσεις παντελόνια Ι
Βαλεντίνα Βαλεντίνα Ι Δις

Αχ Βαλεντίνα αχ βρε τσαχπίνα
είσαι μια μποέμισσα σπουδαία
κάνεις την πιο όμορφη παρέα
στα μπουζούκια σαν πηγαίνεις
και χασάπικο χορεύεις
ξετρελαίνεις την Αθήνα
κι όλοι οι μάγκες σ’ αγαπούνε ι
και παντού σε συζητούνε Ι
Βαλεντίνα Βαλεντίνα Ι Δις

‘Έχεις κούρσα και σωφάρεις
κι όπου θέλεις ρεμιζάρεις
‘έγινες και σωφερίνα
κι όπως πας σε λίγα χρόνια Ι
θα φορέσεις παντελόνια Ι
Βαλεντίνα Βαλεντίνα Ι Δις

Posted in ΘΕΑΤΡΙΚΑ, ΤΑ ΤΡΕΧΟΝΤΑ | Με ετικέτα: , , , , , , , , , , , | Leave a Comment »

Ο ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΟΣ ΤΟΝ ΚΑΙΡΟ ΤΗΣ ΕΡΜΟΠΟΙΗΣΗΣ (αρχίζει κάπως έτσι…)

Posted by vnottas στο 6 Φεβρουαρίου, 2012

Συνοδευτική μουσικούλα: SCOTT JOPLIN The Ragtime Dance ( γράφτηκε το 1906)



 

Προοίμιο

[Η σκηνή αναπαριστά το κεντρικό σημείο της αίθουσας συγκεντρώσεων μιας μεγάλης εταιρείας, όπου έχουν τοποθετηθεί, παράξενα μηχανήματα με πολύχρωμους δείκτες και φωτάκια.

Υπάρχει συνεργείο τηλεόρασης που ετοιμάζεται να ¨τραβήξει¨ στιγμιότυπα.

Με το άνοιγμα της αυλαίας μπαίνουν τα στελέχη Α (άνδρας) και Γ (γυναίκα).

 

Στέλεχος Α

Είναι όλα εδώ εντάξει; Γιατί όπου να ’ναι φτάνουν…

 Στέλεχος Γ

Ναι. Νομίζω ότι μπορούμε και να τους υποδεχτούμε…

 Στέλεχος Α

Καλωδιώσεις; Διασυνδέσεις;

 Στέλεχος Γ

Όλα εντάξει!

Όλα μπήκανε απ’ τους ίδιους, τους στενούς τους συνεργάτες

του διασήμου ερευνητή Μιχαλάκη Κελκλιμένου,

της ψυχής αναλυτή, διανοητή και εφευρέτη,

και της Νέας Εποχής, ήρωα διακεκριμένου.

[δείχνει τις παράξενες μηχανές τριγύρω]

Φέρανε υπολογιστές, μηχανήματα μυστήρια,

και οθόνες και κονσόλες,

πρίζες, βύσματα, καλώδια

και τις διασυνδέσεις όλες,

τις εκάναν μοναχοί τους.

 Στέλεχος Α

Α, εντάξει! [εμπιστευτικά]

Κοίτα, είναι σοβαρό!  Και πολλές είναι οι καριέρες

που απολύτως εξαρτώνται, απ’ το πείραμα αυτό.

 Στέλεχος Γ

Το καταλαβαίνω πλήρως. Είναι κατανοητό

πως μετά τη νέα κρίση και τ’ αδιέξοδα τα νέα,

είναι η τελευταία ελπίδα.

Κι αν το πείραμα αποτύχει…

 Στέλεχος Α

Όχι, μη το λες. Δεν θέλω

να ακούω εικασίες,

πρόωρους πεσιμισμούς και απαισιοδοξίες,

Παρά λέγε:

Βγήκε ανακοίνωση σ’ όλους τους εργαζόμενους;

Και κυρίως προς εκείνους, που συμπτώματα εμφανίσαν

πως την ίωση την νέα, ενδεχόμενα κολλήσαν;

 Στέλεχος Γ

Ναι, αρχίζουμε απ’ αυτούς.

Έχουν όλοι προσκληθεί, κι έχει υπογραμμιστεί,

και με bold και δια ροπάλου:

Ολονών η παρουσία, είναι υποχρεωτική!

 Στέλεχος Α

Έτσι πρέπει. [ψάχνει τις τσέπες του]

Για να δω.

Δεν τις ξέχασα, είναι εδώ…

Λέω για τις σημειώσεις, γιατί πρέπει να εκφωνήσω

επίσημο χαιρετισμό.

 Στέλεχος Γ

Ετοιμάσου,

γιατί ήρθαν οι δικοί μας. Έφτασε η πρώτη ομάδα…

[Εύθυμη αλλά εμφαντική μουσική: Μπαίνει η ομάδα των εργαζόμενων -άνδρες και γυναίκες- παραπατώντας κωμικά και σκουντουφλώντας ο ένας στον άλλον]

Η ασφάλεια τους φέρνει

σηκωτούς,

δες, κινούνται σαν χαμένοι, όλοι καταπλακωμένοι,

έρμαια της νέας αρρώστιας…

Αλλά κοίτα κι απ’ την άλλη, έφτασε κι ο Κεκλιμένος…

[Μπαίνει ο καθηγητής, κάπως σαν του Κάλκουλους (Τουρνεζόλ) του κόμικ Τεν Τέν: Μακριά επιστημονική ρόμπα, στρογγυλά γυαλιά, παπιγιόν, φαλάκρα με πέριξ αχτένιστη φουντωτή κώμη, μουστακάκι και μούσι].

 Στέλεχος Α [σπεύδει προς τον καθηγητή και του δίνει το χέρι]

Χαίρετε καθηγητά!

Είναι ομολογουμένως

ευχαρίστηση μεγάλη, η παρουσία σας εδώ.

Και προσωπικά δική μου, αλλά και της εταιρείας…

Κεκλιμένος [δίνει το χέρι του στα δύο στελέχη]

Είμαι ο δόκτωρ Κεκλιμένος,

της ψυχο-τεχνολογίας, άσος αναγνωρισμένος,

[προς το στέλεχος Γ]

κι από την υποδοχή σας ασφαλώς γοητευμένος,

έτοιμος να απαντήσω, σ’ ερωτήσεις και απορίας

ευχαρίστως και ασμένως!

Στέλεχος Γ [χαιρετάει κι αυτή τον καθηγητή]

Η συνεργασία μαζί σας και την άξια ομάδα

διαπρεπών επιστημόνων, που επάξια οδηγείτε

είναι πλέον μόνη ελπίδα…

Στέλεχος Α (την διακόπτει και βγάζει τις σημειώσεις του)

Επιτρέψατέ μου δόκτωρ, να αναφέρω εν συντομία

τα κυριότερα σημεία, που τη νέα επιδημία

αφορούν και περιγράφουν

-Μια που ήρθε κι η Τι Βι-

του πειράματος αυτού, για να γίνει αντιληπτή,

από κάθε θεατή, η μεγάλη σημασία.

 Κεκλιμένος

Παρακαλώ.

 Στέλεχος Α

Που λέτε,

απ’ εκεί που ήμασταν όλοι,

(εργοδότες, εταιρείες), κατά-ενθουσιασμένοι

που κοπήκαν οι παλιές κι αντιπαραγωγικές,

σκορποχέρες παροχές,

και που φτιάξαμε μια νέα γενεά εργαζομένων,

ημι-απασχολουμένων,

με ωράριο ελαστικό, αμοιβές συντετμημένες,

-και με τα συμφέροντά μας, και τη Νέα Εποχή,

τέλεια συγχρονισμένες-

Να σου που απρόσμενα…

εμφανίστηκε ιός!

Φοβερός και τρομερός!

Πλήττει τους εργαζομένους!

Και η παραγωγικότης πέφτει, πιο πολύ κι από παλιά.

Και η ύφεση αρχίζει, σαν θηρίο που ξυπνά,

όλα να τα απειλεί.

Και… χωρίς σήμα να δώσει και να προειδοποιήσει

ξαφνικά, η επιδημία,

γίνεται απειλητική!

Κι οι εργαζόμενοι τα χάνουν…

Πιο πολύ οι ελαστικοί, κι οι μισό-ασφαλισμένοι.

Σκουντουφλούν, παραπατάνε, σ’ έναν λόξυγκα κολλάνε

κάθε τόσο.

Κάθε αίσθηση δικαίου, κι αν την είχανε την χάνουν.

Κι αν η κρίση ωριμάσει;

Ή φουσκώνουνε και σκάνε, σαν ελαστικοί που είναι,

μ’ ένα παταγώδες ¨Μπαμ¨!

Ή εάν την προσπεράσουν, γίνονται σκληρόπετσοι

μ’ ελαστική συνείδηση, και πολύ επικίνδυνοι.

Στέλεχος Γ

Και δεν ξέρεις τι να κάνεις, μήτε και υπάρχουν λύσεις.

Δεν τους προσέλαβες ποτέ, κι έτσι τώρα δεν μπορείς,

ούτε  να τους απολύσεις…!

 Στέλεχος Α

Αγαπητέ καθηγητά.

ξέρετε κι εσείς καλά, ότι κάτι δε πηγαίνει

κι ότι η πραγματικότης, τις προβλέψεις αντιβαίνει…

 Κεκλιμένος

Ακούσατέ με αγαπητοί.

Ενεδίφησα αρκούντως, εμβριθώς, σχολαστικώς,

εις το πρόβλημα το νέον –τον ατίθασον ιόν-

που ανεφάνη απροβλέπτως, αλλά και ακαριαίως

Όμως,

Εγώ και η ομάδα μου, η επι-στημο-νική

πάντα σε συνεργασία, αμοιβαίως ωφελή,

με την Μέγιστη Εταιρεία,

πρόγραμμα εκπονήσαμε και επινοήσαμε

μία νέα θεραπεία.

 Στέλεχος Α και Γ

Μπράβο, προφεσόρε, μπράβο [χειροκροτούν]

 Κεκλιμένος

Και ελπίζω ότι τώρα, θα μπορέσω ν’ αποδείξω

Ότι εάν αναμείξω, νέα μηχανολογία,

με αρχαίες πρακτικές, θεατρο-μιμητικές,

το παιχνίδι θα κερδίσω και θα αποκαταστήσω,

την εργασιακή ηρεμία!

Δείτε τώρα τι θα γίνει:

Ένας, ένας, οι ασθενείς, το κεφάλι τους θα βάλουν

μεσ’ την κάσκα εκεί πέρα, που αχνο-φεγγοβολάει.

Έτσι, θα υποβληθούνε σε λογο-ακτινοβολία

και θα τους λυθεί η γλώσσα

–σίγουρα θα πουν καμπόσα!

Παραλλήλως, θα εισπνεύσουν, εκεί δα στον ψεκαστήρα

μια ουσία καινοτόμο,

αμιγώς χειροφτιαγμένη εις τα εργαστήριά μου

κι ένα φάρμακο θα πιούνε, που θε να τους απαλλάξει

από τις ψευδο-αναστολές.

Τότε,

μία τεχνική παλιά, κι απελεύθ-ερωτική,

σίγουρη, δοκιμασμένη σε παλιές τελετουργίες,

παραστάσεις, τελετές

-την θεατροθεραπεία-

θα τους κάνω, να μιλήσουν.

Όχι ασυνάρτητα, αλλά μέσα σ’ ένα κύκλο

νοημάτων και πλοκής.

(Και το μόνο που δεν ξέρω, αλλά σύντομα θα δείξει,

είναι τι θέμα θα διαλέξουν, αυθορμήτως, αυτομάτως,

-κι ασφαλώς ασυνειδήτως-

καί αυτό-σχεδιασμούς, γύρω του θα επιχειρήσουν).

Κι όταν φτάσουν στον πυρήνα, και να πάρουνε θελήσουν

αποφάσεις για το μέλλον,

τότε παρεμβαίνω εγώ, κι όλα τα καθοδηγώ

για της νέας κοινωνίας το πραγματικό συμφέρον

(αλλά και της Εταιρείας).

Είμαστε έτοιμοι;

Στέλεχος Α

Βεβαίως!

[οι υπόλοιποι, τηλε -συνεργείο, νεύουν καταφατικά]

 Κεκλιμένος

Ας αρχίσουμε λοιπόν!

[Μουσική: αρχίζει ο χορός της κάσκας, κατά τον οποίο οι εργαζόμενοι μπαίνουν εναλλάξ κάτω από την κάσκα (κάτι αν ανάμεσα σε κάσκα εξερευνητή και σε κάσκα κομμωτηρίου), εισπνέουν από τον ψεκαστήρα, και παίρνουν, σε πλαστικό ποτηράκι, το μαντζούνι, από έναν αυτόματο διανομέα υγρών , ψιθυρίζοντας ρυθμικά και όλο πιο δυνατά: «κάσκα, ψεκασμός, μαντζούνι –κάσκα, ψεκασμός, μαντζούνι».

Σε κάποιο σημείο, ο Κεκλιμένος τραβάει ένα μοχλό και στην οθόνη εμφανίζεται ένας μονόχειρας ληστής του οποίου περιστρέφονται οι ροδέλες: η περιστροφή σταματά σε τριπλή ζωγραφιά αρχαίας γυναίκας, ή στην επιγραφή ¨Λυσίστρατος¨ οπότε οι εργαζόμενοι αποκτούν και περιφέρουν ένα μικρό πλακάτ, όπου αναγράφεται ο ρόλος ή οι ρόλοι που θα παίξουν στο παιχνίδι. Οι υπόλοιποι κινούνται επίσης ρυθμικά.

Μετά η σκηνή σκοτεινιάζει αργά, η μουσική χαμηλώνει, και εμφανίζεται στην οθόνη η εναρκτήρια επιγραφή (–ίσως και σχετικό σκίτσο) που προβάλλεται όσο διαρκεί η μουσική, περίπου τη διάρκεια ενός μικρού διαλείμματος, όσο χρειάζεται για να διαβαστεί το κείμενο και οι υποσημειώσεις.]

Επιγραφή:

Ο Θίασος «ό, τι ήθελε προκύψει» και ο συγγραφέας

(άλλοι συντελεστές)

Παρουσιάζουν

την μονόπρακτη παροδία (*)

Ο Λυσίστρατος

τον καιρό της Ερ’μοποίησης(**)

 

Σκηνικό παιχνίδι

πολιτικώς καθήμενο και επαναπαυμένο

(στις δάφνες του)

Τόπος: Ελλάδα-Ευρώπη

Χρόνος : στο παρακάτι

 ………………………. 

(*) Προς ορθογραφικώς ορθίους:

Παροδία: αφήγηση των δρώμενων στις παρόδους και τις παραπαρόδους της Ιστορίας

(**) Κατόπιν εμβριθών μελετών:

Ερ’μοποίηση: χειροποίητος νεολογισμός, που μπορεί εδώ να νοηθεί ως προερχόμενος:

1. Όσο αφορά στο πρώτο σκέλος από:

α) το όνομα του αρχαίου θεού Ερμή

β) το επίθετο έρμος(-η) = μονάχος, κακομοίρης, φουκαράς

γ) το ουσιαστικό (η) έρημος (στην συγκεκομμένη εκδοχή ¨ερ’μος¨) = μεγάλη άγονη έκταση,

και, (με λίγο ζόρι),

δ) το επίθετο έρμαιος (α) =παρασυρμένος, χωρίς δική του βούληση, ετεροκινούμενος

2. Όσο αφορά το δεύτερο σκέλος,

από τη λέξη ¨ποίηση¨, νοούμενη ως ¨φτιάξιμο¨ 

(πρβλ τη γνωστή φράση: ¨με την ποίηση φτιάχνομαι¨ )

  

(τέλος προοιμίου- συνεχίζεται…)

Posted in ΘΕΑΤΡΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , , , , , , | Leave a Comment »

20 του Φλεβάρη, ημέρα Δευτέρα: εμφανίζεται – επιτέλους- ο Λυσίστρατος

Posted by vnottas στο 5 Φεβρουαρίου, 2012

Εδώ δίπλα, αριστερά, σας έχω μια πρόσκληση. Εδώ παρακάτω προσπαθώ να σας τα κάνω λίγο πιο λιανά.

 

Η 20η του Φλεβάρη πέφτει Δευτέρα, μια βδομάδα πριν τη καθαρή ομώνυμή της και ως εκ τούτου θα είναι ντάλα απόκριες.

Τόσο το καλύτερο.

Θα βρεθούμε στο Βαφοπούλειο κατά τις οκτώ το βράδυ, εγώ θα έχω υπό μάλης τον Λυσίστρατο και την παρέα του, δακτυλογραφημένους και φωτοτυπημένους, και μαζί μου θα είναι ο Κώστας ο Χαλκιάς (παλιός φίλος, το μόνο μου κονέ με το θεατρικό χώρο) εθελοντής για την καλλιτεχνική επιμέλεια και φιλικά προσφερθείς στο εγχείρημα. Μαζί του η Πέννυ (Γραικού) και ο Άγγελος (Ρούσσος) νεαροί και ταλαντούχοι. Στο πιάνο δήλωσε παρούσα η Θεανώ (Φιγκιώρη) Της είπα να βγάλει ό, τι νότες θέλει. Πήρε ένα αντίγραφο και είπε ότι θα το σκεφτεί.

Εσείς πάρτε μαζί λίγη καλή διάθεση και μια (μικρή) ποσότητα επιείκεια –μπορεί να χρειαστεί. Πάρτε επίσης αγκαζέ το πρόσωπο (συμβία/ο ή άλλη/ο), γιατί το θέμα της βραδιάς σηκώνει δύο,  και σκάστε μύτη στο θεατράκι της πρώην Ανθέων και Βαφοπούλου γωνία.

Με επίκληση στις φαντασιακές μας ικανότητες σκοπεύουμε να εμπλακούμε σε ένα σκηνικό παιχνίδι και να προσπαθήσουμε να βρούμε άκρη, μεταξύ άλλων, και στα ακόλουθα αδυσώπητα ερωτήματα:

* Τι σόι ιός έχει πλήξει τελευταία τους εργαζόμενους και ξαφνικά πήραν να σκουντουφλάνε, να παραπατάνε, να κουτουλάνε στο ίσωμα, με σοβαρές συνέπειες για την Αγία Παραγωγικότητα, και ποια είναι η θεραπευτική αγωγή που προτείνει ο διάσημος Δόκτωρ Κεκλιμένος;

* Γιατί ενώ οι Αθηναίοι, θέλανε δεν θέλανε, ακολούθησαν τελικά τις προτροπές της Λυσιστράτης, οι Αθηναίες εξακολουθούν να παραπονιούνται και να γκρινιάζουν;

* Ποιος ο χρησμός που έδωσε ο Μάντης Τειρεσίας/Τειρεζίνα  junior στην αποστολή των Αθηναίων που μπερδεμένοι από τις αναπάντεχες εξελίξεις ζήτησαν τη συμβουλή του;

* Είναι άραγε αλήθεια ότι ο Ερμής ετοιμάζει πραξικόπημα στον Όλυμπο ή πρόκειται για υπερβολές και συνωμοσιολογίες που διαδίδει ο τετρακέρατος επικοινωνιακός δαίμων Παπαράσιος;

* Και τι γνωρίζουν για όλα αυτά οι μυστικές υπηρεσίες του Δία;

Θα εμβαθύνουμε εμβριθώς στα παραπάνω ερωτήματα και μετά, έτσι και μας απομείνει όρεξη για θεωρία, προτού λύσουμε τους ζυγούς, μπορούμε και να στήσουμε μια ψιλή (καταληκτική ή μη) κουβεντούλα.

Για να πάρετε μια πιο συγκεκριμένη προκαταρκτική ιδέα, αρχίζω οσονούπω να σας δημοσιεύω το προοίμιο και τις πρώτες σκηνές

Posted in ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ, ΘΕΑΤΡΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , | Leave a Comment »

Περιπέτειες συγγραφής (θεατρικού κειμένου)

Posted by vnottas στο 6 Ιανουαρίου, 2012

Μικρή προαιρετική συνοδευτική μουσική: Sidney Bechet Petite Fleur Ζωντανή ηχογράφηση στο Ολυμπιά. Παρίσι 8 Δεκεμβρίου 1954

Εξομολογήσεις ενός πρωτάρη…

Όλοι, λέω όλοι, και οι παλιοί, και οι πεπειραμένοι, και οι κωλοπετσωμένοι, και οι δόκιμοι, και οι καθιερωμένοι και οι (εν τέλει) έγκριτοι, είχαν αναπόφευκτα τη Πρώτη τους Φορά!

Την είχαν βεβαίως και οι άλλοι, οι αδόκιμοι, οι ήρθα είδα έφυγα, οι ερασιτέχνες χωρίς επιμονή, οι δοκιμαστές χωρίς μεράκι, οι απαισιόδοξοι πειραματιστές ή ακόμη και εκείνοι, οι απλώς άτυχοι, που το μεράκι τους, η Πρώτη Φορά, το πετσόκοψε ή το απόκοψε οριστικά.

Γιατί η Πρώτη Φορά, όπως και να το κάνουμε, αφήνει ίχνη.

(Γι αυτό, σχετικά με  τις πολλαπλές Πρώτες Φορές που σηματοδοτούν τη ζωή μας, θα πρέπει ίσως να μιλήσουμε εκτενέστερα μια άλλη φορά).

Η πρώτη μου (και προς το παρόν τελευταία) φορά στην οποία αναφέρομαι εδώ, έχει να κάνει με εκείνο το ιδιαίτερο είδος συν-γραφικής απόπειρας, όπου οι ιστορίες που φτιάχνεις απαρτίζονται από ήρωες/χαρακτήρες που μονολογούν, διαλέγονται, συνδιαλέγονται, ενίοτε συν-άδουν και που προσπαθούν να τα πουν όλα μόνοι τους, απευθυνόμενοι ο ένας στον άλλο, χωρίς ο συγγραφέας να πολυπαρεμβαίνει για να προσδιορίσει και να σχολιάσει.

 Όχι ότι δε μπορεί να πει δυο λόγια κι αυτός, δεν απαγορεύεται δια ροπάλου, αλλά όπως και να το κάνουμε το θεατρικό κείμενο -γι αυτό μιλάμε- είναι το συγγραφικό είδος που βασίζεται κυρίως στο διάλογο.

Ο διάλογος, τώρα, έχει τη δική του ακαταμάχητη γοητεία.

Θυμάμαι όταν ήμουν πιτσιρικάς και νεόφυτος αναγνώστης αφηγημάτων, με γοήτευαν ιδιαιτέρα εκείνες οι παυλίτσες που, η μια κάτω από την άλλη στα αριστερά της σελίδας, υποδήλωναν κουβεντούλα, όσο πιο ψιλή τόσο καλύτερα! Ξεφύλλιζα το βιβλίο και ακόμη περισσότερο από το τεστ εικονογράφησης με ενδιέφερε να περάσει  το τεστ των διαλόγων. (Για να τα λέμε όλα, εκείνη την εποχή υπήρχε τέτοια πενία αφηγημάτων –πού η τύχη των σημερινών παιδιών με τα οπτικοακουστικά τους!- που τελικά καταβρόχθιζες και το πιο άχρωμο και στερημένο από εικόνες και διαλόγους ανάγνωσμα).

Όμως ο διάλογος, να τον γράψεις, ακόμη και στα μυθιστορήματα, θέλει ειδική μαστοριά. Πολύ περισσότερο αν επιχειρήσεις να φτιάξεις θέατρο!

Και δεν είναι μόνο υπόθεση καλοδιατυπωμένης διαλεκτικής, είναι και οι ήρωες- χαρακτήρες, που δεν πρέπει να φιλοτεχνηθούν για να παραμείνουν ες αεί ανάμεσα στις χάρτινες (ή άλλου είδους) σελίδες, εικονογραφημένοι μόνο από την φαντασία των αναγνωστών την οποία θα πρέπει να υποδαυλίσεις με επαρκή δεξιοτεχνία, αλλά που τους φτιάχνεις για να αποκτήσουν αργά ή γρήγορα ενσάρκωση και εικόνα, την οποία ελέγχεις ελάχιστα έως καθόλου!

Θα μου πείτε: αυτά και άλλα παρόμοια είναι λεπτομέρειες για έναν ερασιτέχνη στο θεατρικό είδος. Αν αρχίσει να μπερδεύεται με τέτοιους προβληματισμούς πριν να καθίσει να γράψει, το ’καψε το φαί!

Έχετε δίκιο.

Κι εγώ μετά άρχισα να τα σκέφτομαι όλα αυτά.

Στην πραγματικότητα, τον Ιούλιο του 2009 απλά είχα όρεξη για γράψιμο…

…και είπα: καλύτερα όχι μυθιστόρημα, κάτι πιο σύντομο… Ίσως ένα ακόμη διήγημα  από εκείνα τα βιωματικά, όπως το ¨Διαβατήριο¨, που τα έχω στο συρτάρι ως σημειώσεις και που κάποτε θα πρέπει να γραφτούν…

Αλλά όχι, δεν είχα κέφι να αναστήσω αναμνήσεις από εκείνη την περίοδο. Έτσι κι αλλιώς, αυτό το καλοκαίρι είχα σκοπό να επισκεφτώ τον φίλο μου τον Κλάουντιο και την γυναίκα του την Λεονάρντα στην Φλωρεντία  και θέλοντας και μη θα έπαιρνα μια ισχυρή δόση από ξαναζωντανεμένες παλιές γλυκόπικρες εικόνες.

Γιατί όχι ένα θεατρικό; είπα.

Ναι, αλλά τι ακριβώς; ζήτησε να μάθει  ο άλλος μου εαυτός, που συνήθως έχει σοβαρότερες αντιρρήσεις στις πρωτοβουλίες μου, αλλά αυτή τη φορά μου φάνηκε κάπως συγκαταβατικός.

Θα βρούμε, του είπα, αλλά η αλήθεια είναι πώς είχα ήδη κάτι στο μυαλό μου.

(συνεχίζεται)

Posted in ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ, ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ, ΤΑ ΤΡΕΧΟΝΤΑ | Με ετικέτα: , , , , , | Leave a Comment »