Μέρος 8ο Κεφάλαιο έκτο. Η απαγωγή
Ο Ήλιος είχε πάρει να γέρνει προς τον θαλάσσιο δυτικό ορίζοντα, όταν στο βάθος αριστερά μας, κολλητά στην ακτή, φάνηκε το νησάκι που φιλοξενεί την πόλη της Τύρου, και, όχι πολύ αργότερα, διαγράφηκε ο τειχισμένος λιμενοβραχίονας και οι πύργοι που προστατεύουν τον βόρειο λιμένα της ασιατικής ναυτικής πόλης.
Στους ιστούς του σκάφους που βρισκόταν επικεφαλής της νηοπομπής αναρτήθηκαν τα κατάλληλα υφασμάτινα εμβλήματα που δήλωναν ποιοι ήμασταν και ζητούσαν την άδεια να καταπλεύσουμε στο λιμάνι. Η απάντηση, καταγραμμένη σε ένα είδος χρωματιστά λάβαρα που ανυψώθηκαν στον πύργο της εισόδου, ήταν καταφατική∙ έτσι προτού ο ήλιος βυθιστεί στο πέλαγος (τώρα είχε μόνο κάπως μεγαλώσει και πάρει το γνωστό, όμορφο χρώμα του κερασιού) τα πλοία, το ένα πίσω από το άλλο, μπήκαν στα προστατευμένα νερά και αγκυροβόλησαν στις θέσεις που τους υποδείχτηκαν.
Τα μάτια μας ήταν καρφωμένα στον κεντρικό ιστό του επικεφαλής πλοίου, περιμένοντας να αναρτηθεί εκεί το σήμα ότι οι λεπτομέρειες της άφιξης είχαν διευθετηθεί και ότι είχε δοθεί η άδεια αποβίβασης.
Όμως η ώρα περνούσε, ο ήλιος έδυσε, αλλά το σήμα δεν έλεγε να φανεί. Αντί γι αυτό, στην προκυμαία, μέσα στο εσπερινό λυκόφως, φάνηκε ένα έφιππο στρατιωτικό άγημα που, κρίνοντας από τις στολές, απαρτιζόταν από καμιά δεκαριά ένοπλους ντόπιους και συνοδευόταν από δύο έλληνες αξιωματικούς. Το άγημα κατευθύνθηκε προς το πλοίο μας, ακολουθούμενο από μία κλειστή μόνιππη άμαξα.
Πράγματι οι ένοπλοι έρχονταν σε εμάς και σκοπός τους, όπως ανάφερε στον πλοίαρχο ο επικεφαλής, ήταν το να συλλάβουν εμένα και τους συνοδούς μου, γιατί σε βάρος μας υπήρχε καταγγελία για συνωμοτικές δραστηριότητες. Εμείς θα έπρεπε να τους ακολουθήσουμε αμέσως, ενώ οι αποσκευές μας θα ψάχνονταν επί τόπου και, σε περίπτωση που η έρευνα δεν αποδώσει, θα έπρεπε να διερευνηθεί εξαντλητικά ολόκληρο το πλοίο.
Ο Αθηναίος πλοίαρχος δήλωσε ότι ο ίδιος δεν γνωρίζει τίποτα για οποιαδήποτε συνωμοσία, εμένα με ξέρει ως αξιωματούχο της προελαύνουσας στρατιάς που βρισκόταν σε αποστολή στην Αθήνα, άρα με θεωρεί υπεράνω κάθε υποψίας, αλλά, βέβαια, ο ίδιος δεν έχει τίποτα να κρύψει, ούτε έχει αντίρρηση για τη διεξαγωγή έρευνας στο σκάφος. Εάν μάλιστα του έλεγαν τι ακριβώς ψάχνουν, ίσως να μπορούσε να τους βοηθήσει να το βρουν.
Ο αξιωματικός του απάντησε ότι αυτή είναι μια απόρρητη πληροφορία και κατά συνέπεια αδυνατεί να του την κοινοποιήσει. Συμπλήρωσε δε πως εμείς οι τρεις θα έπρεπε να ακολουθήσουμε τον έτερο έλληνα αξιωματικό και τμήμα του αγήματος που θα μας συνόδευαν ως στα κτίρια της διοίκησης, ενώ ο ίδιος με ορισμένους από τους οπλίτες θα έμεναν στο σκάφος προκειμένου να διεξαγάγουν ενδελεχή έρευνα. Ο πλοίαρχος δεν μπορούσε να κάνει άλλο παρά να συμφωνήσει.
Εγώ, μετά τα χθεσινά συμβάντα, μια τέτοια εξέλιξη την θεωρούσα ενδεχόμενη και δεν αιφνιδιάστηκα ιδιαιτέρα. Έλπιζα όμως ότι θα εκδηλωθεί κάπως αργότερα. Έτσι θα είχα το χρόνο να διοργανώσω καλύτερα την άμυνα και την δέουσα απάντηση προς τους πραγματικούς συνωμότες. Προφανώς σε αυτό έκανα λάθος. Αφού μας ¨εφοδίασαν¨ με το ενοχοποιητικό υλικό, ήταν αναμενόμενο να ακολουθήσει τάχιστα η καταγγελία και η σύλληψή μας. Έτσι, το μόνο προληπτικό μέτρο απέναντι στις δυσδιάκριτες εξελίξεις που πρόλαβα να πάρω εκείνο το πρωί ήταν να πω στον Οινοκράτη πως, τόσο ο ίδιος, όσο και ο ευτραφής φίλος του, καλό θα ήταν αυτές τις μέρες να είναι ¨αφανώς¨ οπλισμένοι.
Σκεφτόμουν ότι, μπορεί μεν ο πυρήνας των ¨Άλλων¨ να βρίσκεται στην μετακινούμενη Αυλή στην άλλη άκρη του κόσμου, αλλά εδώ στη Τύρο πρέπει να έχει εγκατασταθεί ένα τοπικό κλιμάκιο συνωμοτών σε θέση να υλοποιεί με αυτονομία τμήματα του σχεδίου και ειδικότερα εκείνα που μας αφορούν. Εδώ λοιπόν εμείς θα έπρεπε να συλληφθούμε, ενώ η ενοχή μας θα επιβεβαιωνόταν από την ανεύρεση του δηλητήριου στις αποσκευές μας. Δεν ξέρω αν θα επιδίωκαν και την πλήρη ή μερική ομολογία μας ύστερα από βασανιστήρια, αλλά δεν το αποκλείω. Εάν κατάφερναν έστω και έναν από μας να ομολογήσει συμμετοχή σε κίνημα, αυτό θα έδινε στην πλεκτάνη τους μια κάποια αληθοφανή υπόσταση.
Επίσης, ένα σημαντικό πράγμα που ακόμη δεν ήξερα είναι το κατά πόσο οι τοπικές αρχές ήταν ανακατεμένες στην όλη δολοπλοκία, αν και, έχοντας γνωρίσει τον Ύπαρχο Μένη και ξέροντας ότι έχει διατελέσει σωματοφύλακας του Άνακτα, αλλά και μέλος της ομάδας που μαθήτευσε παρά τον Αριστοτέλη, θεωρούσα τελείως απίθανο να είναι ενεργό μέλος της κλίκας που μας έχει στοχοποιήσει.
Κοίταξα με νόημα τον Οινοκράτη και εκείνος μου χαμογέλασε καθησυχαστικά. Μετά στράφηκα προς τον αξιωματικό και τον ρώτησα ήρεμα.
«Από πού κατάγεσαι συνέλληνα;»
«Από την Μίλητο», μου απάντησε.
«Και ο συνάδελφός σου που θα μας συνοδέψει στη Διοίκηση;»
«Από τα Άβδηρα».
«Και ποιος είναι αυτός που μας κατηγορεί ότι συνωμοτούμε;»
«Δεν τον γνωρίζω. Εγώ εκτελώ διαταγές».
«Που προέρχονται;»
«Από τη Διοίκηση».
Τον κοίταξα επίμονα στα μάτια: «Άκουσέ με τώρα προσεκτικά στρατιώτη», του είπα. «Δεν έχω κατά νου να αντισταθώ και θα έρθω οικειοθελώς μαζί σου, αλλά έχω ένα θεμιτό αίτημα. Αν δεν το ικανοποιήσεις σε διαβεβαιώ ότι θα θεωρήσω εσένα προσωπικά μπλεγμένο σε οργανωμένο ανθελληνικό και αντιβασιλικό κίνημα και να είσαι σίγουρος πως θα υποστείς τις συνέπειες. Γιατί, δυστυχώς, ένα τέτοιο κίνημα είναι όντως υπαρκτό».
Έδειξε, προς στιγμήν, να το σκέφτεται.
«Σε ακούω», μου είπε εν τέλει.
«Θέλω να με οδηγήσεις κατ’ ευθείαν στον Ύπαρχο, τον Μένη τον Πελλαίο».
Τη στιγμή εκείνη ο άλλος αξιωματικός, ο Αβδηρίτης, πλησίασε τον Μιλήσιο και του ψιθύρισε, με ένταση, κάτι στο αυτί.
«Ο ύπαρχος Μένης μόλις σήμερα επέστρεψε από την Βακτριανή και δεν νομίζω ότι άρχισε να δέχεται οποιονδήποτε», είπε εκείνος μετά.
Ο Μένης ήταν πίσω, στο μέτωπο; Αυτό με παραξένεψε κάπως.
«Εμένα θα με δεχτεί, να είσαι σίγουρος», τον διαβεβαίωσα.
.
Τελικά ο Μιλήσιος αξιωματικός έδειξε να πείθεται πως δεν είχε τίποτα να χάσει με το να μου υποσχεθεί ότι θα οδηγηθώ μπροστά στον υπεύθυνο για την Φοινίκη, τη Συρία και την Κιλικία. Πράγματι, είπε στον συνάδελφό του να με πάει κατ’ ευθείαν στο ανάκτορο όπου έχει καταλύσει ο Μένης, το οποίο άλλωστε, από ό, τι θυμόμουν, ήταν δίπλα στο διοικητικό μέγαρο. Ο Αβδηρίτης ζήτησε το ξίφος μου, εγώ του το έδωσα, και στη συνέχεια βγήκαμε από το πλοίο, μας ανέβασαν στην άμαξα που περίμενε στην προκυμαία, αμπάρωσαν τις πόρτες από την έξω πλευρά και περικυκλωμένοι από τέσσερεις ντόπιους ιππείς ξεκινήσαμε…
.
Μέσα στο όχημα επικρατούσε σκοτάδι μόλις χαραγμένο απ’ τις ανταύγειες των φαναριών του λιμανιού που εισχωρούσαν από ένα φραγμένο μικρό παράθυρο, ψηλά, στο πίσω μέρος της άμαξας.
«Όλα εν τάξει;» ρώτησα τον Οινοκράτη.
«Απολύτως» μου ψιθυρίζει όσο δυνατά χρειάζεται για να τον ακούσω πάνω από τον θόρυβο που προκαλεί ο καλπασμός των αλόγων και η ίδια η άμαξα. «Το αντικείμενο κατεδύθη και, κάτω από τον ιματισμό μας, τόσο εγώ, όσο και ο Χοντρόης έχουμε κάποιο στοιχειώδη οπλισμό. Εγώ ένα μικρό εγχειρίδιο και εκείνος, τυλιγμένη γύρω από την ευρεία του περιφέρεια, μια σφενδόνη, που απ ό, τι ξέρω τη χειρίζεται με επιδεξιότητα». Ο ευτραφής Πέρσης μου απεύθυνε ένα χαμόγελο συνενοχής και μου έδειξε με το παχουλό του δάχτυλο την περιοχή της μέσης του.
«Το αντικείμενο… κατεδύθη;»
«Το έδεσα με γερό νήμα που βρήκα στη αποθήκη του πλοίου και το κρέμασα μέσα στο νερό της θάλασσας με τρόπο που να μην φαίνεται από πουθενά. Όταν επιστρέψουμε για να πάρουμε τα πράγματά μας θα το ανασύρω στο άψε σβήσε και δεν θα με πάρει χαμπάρι κανείς».
Ξαφνικά η άμαξα τραντάχτηκε απότομα και συνέχισε να τραντάζεται σαν να μπήκε σε δρόμο χωρίς λιθόστρωση. Ο Οινοκράτης σηκώθηκε και, από το μικρό πίσω παράθυρο, προσπάθησε να διακρίνει τι συμβαίνει έξω. Ένα μισογεμάτο φεγγάρι τον βοήθησε.
«Δεν…», είπε.
«Τι δεν;»
«Δεν κατευθυνόμαστε στο Διοικητήριο. Ούτε, βέβαια, στο ανάκτορο του Ύπαρχου Μένη. Μάλλον απομακρυνόμαστε απ’ το κέντρο της πόλης και ανηφορίζουμε το ύψωμα που την περιβάλλει».
Τα λόγια του με έβαλαν σε συναγερμό. Σκέφτηκα πως ο επικεφαλής του αγήματος που ήρθε να μας συλλάβει, ο Μιλήσιος, μπορεί και να μην ήταν μυημένο μέλος της κλίκας των Άλλων, όμως ο Αβδηρίτης αξιωματικός σίγουρα ήταν. Επομένως δεν είχε κανένα λόγο να μας οδηγήσει στον Μένη, που απ’ ό, τι φαίνεται είναι αμέτοχος στη σύλληψή μας. Αντίθετα είχε κάθε λόγο ή να μας αναγκάσει να ομολογήσουμε (οτιδήποτε) πριν μας παραδώσει ή, ακόμη χειρότερα, να μας εξαφανίσει και να ισχυριστεί μετά ότι δραπετεύσαμε. Θα μπορούσε ακόμη και να μας εκτελέσει και να πει ότι προβάλαμε αντίσταση και αναγκάστηκε να μας σκοτώσει αμυνόμενος.
Άπλωσα το χέρι μου προς την πλησιέστερη πόρτα της άμαξας και προσπάθησα να δω εάν θα υποχωρούσε σε δυνατό σπρώξιμο. Όχι. Και οι δύο εκατέρωθεν πόρτες ήταν καλο-αμπαρωμένες με γερά μαδέρια, από την έξω μεριά. Και δεν υπήρχε καν ο απαιτούμενος χώρος για να πάρει κανείς φόρα πριν σπρώξει. Μετά, με όση όραση μου επέτρεπε ο λιγοστός φωτισμός και την απαραίτητη βοήθεια της αφής, διαπίστωσα πως στο μπροστινό μέρος του αμαξώματος υπήρχε ένα φραγμένο άνοιγμα που προφανώς ένωνε τον θάλαμο των επιβατών με την κάπως ανυψωμένη υπαίθρια θέση του ηνίοχου. Έσπρωξα αυτό το φράγμα και κατάλαβα (από την μικρή και κάπως ελαστική αντίσταση που παρουσίαζε) ότι ήταν κλεισμένο, απ’ έξω κι αυτό, αλλά με σκοινί. Έκανα νόημα στον Οινοκράτη και εκείνος κατάλαβε αμέσως. Έβγαλε το κρυμμένο εγχειρίδιο και περνώντας τη λάμα ανάμεσα στα σανίδια που έφραζαν το άνοιγμα, κατάφερε ύστερα από λίγο να κόψει το σκοινί της άλλης πλευράς. Το ξύλινο φράγμα αποσπάστηκε και έπεσε στο δάπεδο, ενώ εμείς οι δύο καταφέραμε, στριμωχτά αλλά αθόρυβα, να περάσουμε έξω, μια ανάσα απόσταση από την πλάτη του ασιάτη που οδηγούσε την άμαξα.
Έκανα νόημα πίσω, στον Χοντρόη και εκείνος με εξαιρετική, για τον όγκο του, ταχύτητα ανέσυρε από τα εσώτερα στρώματα της κυκλικής του ύπαρξής την σφενδόνη, μου την έδωσε και άρχισε να βγάζει μικρές στρογγυλεμένες πέτρες από διάφορα μυστηριώδη σημεία της ασιατικής του αμφίεσης. Του έγνεψα ότι τα βλήματα προς το παρόν δεν μου χρειάζονται. Έκανα επίσης νόημα στον Οινοκράτη δείχνοντάς του ένα εξαιρετικό εύρημα ακουμπισμένο χάμω, δίπλα στα πόδια του ηνίοχου: Ένα μικρό ασιατικό τόξο και, παραδίπλα, μια γεμάτη φαρέτρα.
Σήκωσα το δεξί χέρι με τα τρία μεσαία δάχτυλα ανοιχτά. Μετά έκλεισα την παλάμη και άρχισα να αριθμώ άηχα, ανοίγοντας αυτά τα δάχτυλα ένα ένα. Στο τρίτο κινηθήκαμε μαζί. Εγώ πέρασα το σκοινί της σφενδόνης πάνω από το κεφάλι του αμαξά και τον τράβηξα απότομα και δυνατά προς το μέρος μου, όπου και τον υποδέχτηκα με μια γερή κουτουλιά, ικανή να τον στείλει με μιας στη χώρα των χαμένων αισθήσεων. Ταυτόχρονα ο Οινοκράτης οικειοποιούταν το τόξο και τα βέλη.
Πήρα το ασιατικό κάλυμμα της κεφαλής του ηνίοχου και το φόρεσα∙ μετά πήρα τη θέση του, άρπαξα τα ηνία και κοίταξα τριγύρω. Καθώς το έδαφος ήταν ανηφορικό η άμαξα επιβράδυνε και οι ιππείς είχαν περάσει μπροστά εκτός από έναν, αλλά και αυτός που ακολουθούσε δεν έμοιαζε να έχει αντιληφθεί την αλλαγή στη θέση του αμαξά. Έριξα μια ερευνητική ματιά μπροστά και στο φως της μισόγιομης σελήνης είδα ότι, λίγο παρακάτω, υπήρχε ένα άνοιγμα όπου ο χωματόδρομος πάνω στον οποίο τρέχαμε, διασταυρωνόταν χιαστί με έναν πλακοστρωμένο δρόμο που πιθανότατα προερχόταν από το κέντρο της πόλης και τραβούσε προς τα τείχη. Τράβηξα τα γκέμια επιβραδύνοντας ακόμη περισσότερο το όχημα.
«Εδώ θα στρίψουμε», είπα στους συντρόφους μου. «Θα προσπαθήσω να πάρω την κατηφόρα προς το κέντρο. Εσύ Οινοκράτη ανέβα εδώ δίπλα μου. Εάν μας πλησιάσουν χρησιμοποίησε το τόξο. Εσύ Χοντρόη έβγα απ’ το κουβούκλιο, πάρε τη σφενδόνη σου από χάμω και, καθώς θα στρίβουμε, απάλλαξέ μας από τον ασιάτη. Μετά μπορείς να χρησιμοποιήσεις τις πέτρες σου ενάντια σε αυτόν που μας ακολουθεί από πίσω».
.
Εάν τα άλογα ήσαν περισσότερα από ένα, ίσως η αιφνίδια αλλαγή πορείας να αποτύγχανε και η άμαξα να ανατρεπόταν. Όμως, καθώς το άλογο ήταν μόνο ένα και είχα ήδη λιγοστέψει την ταχύτητα, με την στροφή προς τα αριστερά μόνον οι δεξιοί τροχοί σηκώθηκαν στον αέρα, αλλά μετά ξανακάθισαν στη θέση τους. Τα καταφέραμε. Καθώς στρίβαμε, ο Χοντρόης, ξεφωνίζοντας ¨Ύπαγε εις το πι-πι-πυρ της καθάρσεως¨ έδωσε μια γερή σπρωξιά στον αναίσθητο (τέως) οδηγό του οχήματος και τον πέταξε έξω. Ο καβαλάρης που μας ακολουθούσε, μόλις μετά βίας κατάφερε να αποφύγει τις συνέπειες που θα είχε, τόσο για τον ίδιο όσο και για τον πεπτωκότα, το να πέσει απάνω του. Μετά, καθώς εμείς απομακρυνόμασταν στην κατηφόρα, έμεινε για λίγο αναποφάσιστος εάν θα έπρεπε να μας ακολουθήσει μόνος του η εάν θα ήταν καλύτερα να σπεύσει να ειδοποιήσει τους προπορευόμενους που δεν είχαν ακόμη καταλάβει ότι τα (τρία) πουλάκια είχαν κάνει φτερά, μαζί με το κλουβί τους. Τελικά προτίμησε το δεύτερο δίνοντάς μας έτσι το χρόνο να πάρουμε μια ανάσα πριν ξαναφανούν, όλοι μαζί στο κατόπι μας.
Τι να πω για την κυριολεκτικά ξέφρενη πορεία μας προς το Μέγαρο του Ύπαρχου; Ας πω μόνο πως ήταν τυχεροί όσοι δεν νυχτοπερπατούσαν εκείνη την ώρα κι έτσι δεν βρέθηκαν στο δρόμο μας, γιατί δεν υπήρχε τρόπος να γίνει οποιοσδήποτε ελιγμός της άμαξας. Μας είχε πάρει η κατηφόρα και μόνον όταν φτάσαμε στο ίσωμα του κέντρου κατάφερα να ελέγξω κάπως το ξαναμμένο άλογο. Τυχεροί ήμασταν και εμείς που οι διώκτες μας δεν διέθεταν εκήβολα όπλα. Εάν ήσαν τοξότες, όπως ας πούμε οι Σκύθες που αστυνομεύουν το αθηναϊκό Άστυ, ίσως και να μην τα καταφέρναμε να φτάσουμε ως το Μέγαρο. Όσο αφορά στα δόρατά τους, εκτοξευμένα από ιππείς που καλπάζουν δεν είχαν πολλές δυνατότητες ευστοχίας: εκτός από ένα που καρφώθηκε στο ξύλο του κουβούκλιου της άμαξας, τα υπόλοιπα διασπάρθηκαν άπραγα καθ’ οδόν. Αντίθετα, εκείνοι σύντομα ανακάλυψαν ότι εμείς είχαμε όπλα ικανά να δράσουν από μακριά, καθώς και καλούς χειριστές. Έτσι δεν κατάφεραν να μας πλησιάσουν και να χρησιμοποιήσουν τα ξίφη τους και, όταν φτάσαμε αρκετά κοντά στην έδρα του Ύπαρχου, έκαναν μεταβολή και εξαφανίστηκαν..
Λίγο αργότερα ο Ύπαρχος Μένης από την Πέλλα με υποδεχόταν με τις αγκάλες ανοιχτές και ένα πλατύ χαμόγελο να φωτίζει το νεανικό του πρόσωπο. «Λόγιε Εύελπι, χαίρομαι που σε ξαναβλέπω. Μου είπαν το όνομά σου και δε το πίστευα πως είσαι πάλι εδώ. Είχα μάθει πως η υπηρεσία σου σε ήθελε στην Αθήνα και νόμιζα πως έχεις εγκατασταθεί εκεί τα τελευταία χρόνια».
Ανταπέδωσα το χαμόγελο και είπα στον Μακεδόνα αξιωματούχο πως επιστρέφω στη στρατιά για να δώσω συνολική αναφορά για τα όσα συνέβησαν και συμβαίνουν τον τελευταίο καιρό στην Αθήνα, αλλά και γιατί έμαθα ότι ο άμεσος προϊστάμενός μου ο Καλλισθένης, ήταν θύμα κακόβουλης επίθεσης και θεώρησα χρέος μου να επιστρέψω για να του συμπαρασταθώ.
Έπαψε να χαμογελά. «Ναι ξέρω μερικά πράγματα γι αυτό», μου είπε. «Ήμουν στα Βάκτρα για τον γάμο του Αλέξανδρου αλλά και για να δώσω τη δική μου αναφορά για τις χώρες που μου ανατέθηκε να επιβλέπω. Επέστρεψα μόλις σήμερα. Το θέμα της δυσμένειας του Καλλισθένη συζητιέται ανάμεσα στους εταίρους αυτόν τον καιρό και μπορώ να σου πω ότι οι περισσότεροι παλαίμαχοι στρατηγοί είναι με το μέρος του. Αλλά θα μιλήσουμε διεξοδικά για όλα αυτά».
Ύστερα παρατήρησε κάτι που τον έκανε να αλλάξει θέμα: «Αλλά για πες μου, γιατί κυκλοφορείς άοπλος; Εντάξει, δε λέω, μετά την προσπάθεια των Καρχηδόνιων να ανακαταλάβουν την μητρόπολή τους, προσπάθεια που απέτυχε χάρη και στη δική σας συμβολή πριν σχεδόν τρία χρόνια, έχουμε λάβει όλα τα μέτρα ώστε στη πόλη να επικρατεί ειρήνη και ασφάλεια. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι ενδείκνυται να κυκλοφορούμε άοπλοι».
«Το ξίφος μου βρίσκεται στα χέρια ενός Αβδηρίτη αξιωματικού της φρουράς, ο οποίος απήγαγε, εμένα και τους δύο συνοδούς μου, πριν ακόμη αποβιβαστούμε από το πλοίο και από τον οποίο μόλις τώρα καταφέραμε να ξεφύγουμε. Ένας άλλος αξιωματικός της φρουράς διενεργεί έρευνα στο πλοίο που μας μετέφερε ως εδώ απ’ την Αθήνα, ψάχνοντας στοιχεία που υποτίθεται ότι μας ενοχοποιούν».
Μια έκφραση απορίας απλώθηκε στο πρόσωπό του. «Δεν έχω ιδέα» μονολόγησε. «Και αυτό είναι σοβαρό. Για τι πράγμα σας κατηγορούν;»
«Υποτίθεται ότι υπήρξε εναντίον μας κατηγορία για συνωμοσία ενάντια στον Βασιλέα».
«Τόσο σοβαρό; Χωρίς εγώ να μάθω τίποτα;»
Ο Μένης έδωσε εντολή να φωνάξουν τον υπασπιστή του. Εκείνος παρουσιάστηκε σχεδόν αμέσως. Ο Ύπαρχος τον διέταξε να πάει πάραυτα, μαζί με ένα ισχυρό απόσπασμα οπλιτών και έναν από τους δικούς μου (που περίμεναν στον προθάλαμο) στο πλοίο μας, στο λιμάνι και να φέρει αμέσως εδώ τον αξιωματικό, τους ντόπιους φρουρούς καθώς και τα τυχόν ευρήματά τους..
«Το λιμάνι ήταν ακόμη γεμάτο κόσμο», μου αφηγήθηκε αργότερα ο Οινοκράτης, ο οποίος συνόδεψε τον Υπασπιστή ως το πλοίο, «γιατί μετά την ¨σύλληψή¨ μας, το λιμεναρχείο είχε δώσει την άδεια για την αποβίβαση και την μερική εκφόρτωση εμπορευμάτων. Τα υπόλοιπα θα τα ξεφόρτωναν με το φως της μέρας. Το μόνο σκάφος που βρισκόταν ακόμη υπό επιτήρηση ήταν το δικό μας. Όμως και εκεί το ψάξιμο είχε τελειώσει χωρίς να βρεθεί κανένα στοιχείο εις βάρος μας. Όταν φτάσαμε, ο Μιλήσιος αξιωματικός ετοιμαζόταν να αποχωρήσει άπραγος. Του φάνηκε περίεργο που θα έπρεπε να παρουσιαστεί επειγόντως στον Ύπαρχο, αλλά ακόμη πιο περίεργο πρέπει να του φάνηκε πως μαζί με τον υπασπιστή ήμουν και εγώ. Ανοιγόκλεισε πολλές φορές τα μάτια του κοιτάζοντάς με για να βεβαιωθεί ότι ήμουν όντως ένας από τους ακόλουθους του κατηγορούμενου ¨Αθηναίου¨. Δεν ξέρω πού κατάληξε, ίσως ότι όλη αυτή η ιστορία ήταν μια δοκιμασία για να ελεγχθεί η πίστη των αξιωματικών της φρουράς, ή κάτι άλλο ανάλογο∙ πάντως, γεγονός είναι ότι δεν έφερε καμία αντίρρηση και μας ακολούθησε μαζί με τους ντόπιους φρουρούς».
.
Από την πρώτη ανάκριση στην οποία υποβλήθηκε ο αξιωματικός από τη Μίλητο, προέκυψε ότι νωρίς το απόγευμα κατέφθασε στην φρουρά της πόλης ένας οπλίτης με τα διακριτικά του αγγελιοφόρου και παρέδωσε γραπτή εντολή για την σύλληψη ενός ταξιδιώτη και των δύο συνοδών του. Οι καταζητούμενοι βρίσκονταν στο πλοίο ¨Πόντος¨ που αναμενόταν να καταπλεύσει την ίδια εκείνη μέρα με την νηοπομπή που προερχόταν από τον Πειραιά της Αττικής. Όχι, την εντολή δεν την είχε παραλάβει ο ίδιος, αλλά ο εφημερεύων αξιωματικός από τα Άβδηρα. Ο ίδιος, πάντως, είχε ελέγξει το έγγραφο και είχε διαπιστώσει πως έφερε το κέρινο αποτύπωμα του δαχτυλιδιού του Ύπαρχου. Του φάνηκε γνήσιο. Μετά δεν έκανε άλλο παρά να υλοποιήσει την εντολή. Όχι, τον αξιωματικό από τα Άβδηρα δεν τον γνωρίζει από παλιά. Είναι ένας από εκείνους που μετατέθηκαν πρόσφατα στη Φρουρά της Τύρου. Πού βρίσκεται τώρα; Μα κανονικά θα έπρεπε, αφού παραδώσει τους συλληφθέντες στην προσωπική φρουρά του Ύπαρχου, να βρίσκεται στη θέση του, δηλαδή εδώ δίπλα, στο κτίριο της Διοίκησης.
Όμως ο Αβδηρίτης δεν βρέθηκε εκεί. Ούτε πουθενά αλλού, τουλάχιστον στο μικρό χρονικό διάστημα που μείναμε στην Τύρο. Όταν αναχωρούσαμε, αποχαιρετώντας με, ο Μένης με διαβεβαίωσε πως θα διαλεύκανε σύντομα αυτή την αλλόκοτη ιστορία, και θα με ενημέρωνε για τα αποτελέσματα της έρευνας.
.
Κατά τη σύντομη παραμονή μας στην πόλη -νησί, ο Πελλαίος, μου είχε επαναλάβει πόσο ευγνώμων αισθανόταν για τη συμμετοχή μας στον εντοπισμό του παραλλαγμένου στόλου και την απόκρουση της απόπειρας των Καρχηδόνιων να ανακαταλάβουν την Τύρο∙ με είχε δε επισταμένα ρωτήσει τι κάνει εκείνος ο παλαίμαχος στρατιώτης, ο Παλαμήδης, που είχε παίξει καθοριστικό ρόλο στα γεγονότα. Εμείς, τότε, είχαμε αναχωρήσει αμέσως για την Αθήνα, αλλά ο Μένης είχε στη συνέχεια την ευκαιρία να αναπροσαρμόσει όλη την τοπική του πολιτική, (προς το καλύτερο, θέλει να πιστεύει) και να στερεώσει αποτελεσματικότερα τον έλεγχό του στην περιοχή. Είχε κατανοήσει πως η απώλεια της Τύρου ήταν επώδυνη για τους Καρχηδόνιους, αλλά όταν τους παράγγειλε ότι η συνέχιση του εμπορίου μαζί τους θα εξαρτιόταν βασικά από τις τιμές των προϊόντων τους και από το εάν θα δημιουργούσαν προβλήματα στην Εσωτερική Θάλασσα, δήλωσαν πως -για το καλό του εμπορίου- είχαν πρόθεση να συνεργαστούν ειρηνικά με τη νέα διοίκηση της πόλης.
Επί πλέον ο Μένης με ενημέρωσε για τις τελευταίες εξελίξεις στο μέτωπο.
Έμαθα έτσι ότι η νέα σύζυγος του Αλέξανδρου και άνασσα πλέον των Μακεδόνων ήταν μια ασιάτισσα σπάνιας ομορφιάς, κόρη ενός τοπικού άρχοντα της Βακτριανής -Σογδιανής. Ήταν πολύ νέα και την έλεγαν Ρωξάνη, που, στη γλώσσα της σημαίνει ¨φωτεινό αστέρι¨. Ο γάμος θα διευκολύνει την αποδοχή των νέων ισορροπιών από τους ατίθασους ντόπιους, σε αυτή την απομακρυσμένη και ανυπότακτη περιοχή της (έως τώρα) Περσικής Αυτοκρατορίας. Και, ας το σημειώσουμε κι αυτό, ο Αλέξανδρος δείχνει πάλι ευδιάθετος και μοιάζει να έχει ξεπεράσει τη θλίψη που του προκάλεσε η αιματηρή σύγκρουση με τους Μακεδόνες στρατηγούς, έστω κι αν αυτοί δεν έπαψαν να γκρινιάζουν και να μουρμουρίζουν ότι θα προτιμούσαν μια ελληνίδα για βασίλισσα, και έναν αμιγώς έλληνα για μελλοντικό γιο και διάδοχο του βασιλιά.
Αλλά, πέρα από όλα αυτά, ο Μένης μου έδωσε μερικές χρήσιμες πληροφορίες σχετικά με το θέμα που κυρίως με απασχολούσε και που ήταν η αιτία του ταξιδιού μου πίσω στην προελαύνουσα στρατιά. Ο ίδιος, βέβαια, είχε παραμείνει στην αυλή για μικρό χρονικό διάστημα -ίσα ίσα για να υποβάλει την αναφορά του στον βασιλέα και να παραστεί στους γάμους – αλλά είχε την ευκαιρία να ακούσει τα όσα λέγονταν από τους υψηλόβαθμους συναδέλφους του. Με βάση λοιπόν αυτά, ο προϊστάμενός μου, ο Καλλισθένης ο Ολύνθιος είχε περιπέσει σε φανερή δυσμένεια. Αν και δεν είχε συλληφθεί τελούσε υπό επιτήρηση και ορισμένες αρμοδιότητες του είχαν αφαιρεθεί. Αιτία γι αυτόν τον περιορισμό ήταν οι κακόβουλες φήμες που κυκλοφορούσαν εις βάρος του, αλλά και η φανερή διαφοροποίησή του από τον στενό βασιλικό κύκλο στο θέμα της ¨προσκύνησης¨. Χωρίς να του γίνει μάθημα η περίπτωση του Παρμενίωνα ή η ακόμη πιο πρόσφατη του Κλείτου του Μέλανα, είχε αντιπαρατεθεί στον Αλέξανδρο και μάλιστα προσωπικά και δημόσια. Οι στρατηγοί, -που κατά τα άλλα συμμερίζονται τις ενστάσεις του Καλλισθένη- λένε πως η ανοχή του Αλέξανδρου απέναντι στον Ολύνθιο πιθανότατα οφείλεται στην συγγένειά του με τον Αριστοτέλη.
Η είδηση ότι ο Καλλισθένης, αν και υπό επιτήρηση, δεν είχε φυλακιστεί, αλλά κυκλοφορούσε και επομένως θα μπορούσα να τον συναντήσω και να συζητήσω μαζί του για το πως θα καταφέρναμε να ανατρέψουμε αυτή την κατάσταση, αφενός με χαροποίησε και αφετέρου με έκανε να καταλάβω ότι θα έπρεπε να βιαστώ.
.
Αναχωρήσαμε από την Τύρο ιππεύοντας ξεκούραστα άλογα και με τις ταξιδιωτικές μας προμήθειες ανανεωμένες. Ο Ύπαρχος μάλιστα προσφέρθηκε να μας δώσει μια ομάδα ένοπλων συνοδών, αλλά αρνήθηκα. Έχοντας συνειδητοποιήσει πόσο αδίστακτοι και επικίνδυνοι είναι οι εχθροί μας, δεν ήθελα ο φιλότιμος Μένης να εμπλακεί περισσότερο παρέχοντάς μας ανοιχτή και επίσημη συμπαράσταση. Εκτός αυτού, θεωρούσα ότι όσο λιγότεροι ταξιδεύαμε, τόσο περισσότερο ευέλικτοι και λιγότερο εντοπίσιμοι θα ήμασταν.