Βασίλης Νόττας: Το Ιστολογοφόρο

Κοινωνία, Επικοινωνία, Φαντασία και άλλα

Posts Tagged ‘Μαρδούκ’

Μυθιστόρημα υπό εκπόνηση. Μέρος Γ΄, Κεφάλαιο ενδέκατο. Υπόγεια διαδρομή

Posted by vnottas στο 22 Ιανουαρίου, 2016

Κεφάλαιο ενδέκατο: Όπου το δίδυμο των ερασιτεχνών ανιχνευτών καταλήγει στο υποχθόνιο τμήμα των Σούσων

138.256

Ο Οινοκράτης και ο Χοντρόης, μασουλώντας με βουλιμία φανατικού πιστού το ευλογημένο άρτυμα που προμηθεύτηκαν από τους μικροπωλητές στο προαύλιο (κάτι σαν μαλακό τυρί αλειμμένο σε μια άζυμη πίτα), ανηφορίζουν την εξωτερική μνημειακή κλίμακα και εισέρχονται στο ψηλοτάβανο πρώτο πάτωμα του πολυώροφου Ναού του Μαρδούκ.

Ο Οινοκράτης θέλει να μαζέψει κι άλλες πληροφορίες γι αυτό το παράξενο συγκρότημα κτιρίων όπου -είναι πλέον πεισμένος- εξυφαίνεται κάτι σκοτεινό και συνωμοτικό. Θέλει να εξακριβώσει με ποιο τρόπο ο ναός επικοινωνεί εσωτερικά με τα υπόλοιπα κτίσματα, σε κάποιο από τα οποία πρέπει να έχουν μαζευτεί εκείνοι που τρύπωσαν μέσα από την παράπλευρη ελεγχόμενη είσοδο: ο Άρπαλος και οι σωματοφύλακές του, ο γραμματικός του Ανάξαρχου, καθώς και άλλοι που ίσως, εξ αιτίας της σκοτεινιάς του δειλινού και του πλήθους των επισκεπτών του παρακείμενου ναού, δεν κατάφερε να αναγνωρίσει. Και, σε κάθε περίπτωση, θέλει η αποψινή αναφορά του στον Εύελπι να διανθίζεται με τα κατάλληλα στοιχεία που θα κάνουν τις περιγραφές του πιο ακριβείς, ζωντανές και ενδιαφέρουσες.

 Φαίνεται ότι οι πιστοί των θεοτήτων της Βαβυλώνας στα Σούσα είναι πολλοί, γιατί ο πρώτος όροφος του ναού, παρά το μεγάλο του μέγεθος, έχει ήδη αρχίσει να γεμίζει. Στο κέντρο της αίθουσας, πάνω από τα κεφάλια των πιστών (που δεν έχουν πάψει να ψέλνουν, άλλοι μουρμουριστά, άλλοι μασουλώντας και άλλοι με μεράκι επαγγελματία αοιδού) υψώνεται το άγαλμα του γενειοφόρου, ροπαλοφόρου και φτερωτού Μαρδούκ, απεικονισμένου ύστερα από κάποια δύσκολη μάχη,  ενώ τριγύρω τού κάνουν παρέα οι απεικονίσεις άλλων θεών, προφανώς από το ίδιο θεϊκό βαβυλωνιακό σόι. Στο βάθος διακρίνονται οι σκάλες που, προερχόμενες από τα έγκατα του κτίσματος, οδηγούν στους πιο πάνω ορόφους (και αντιστρόφως).

Σε μια στιγμή, το πλήθος παύει τον ψαλμό, καθώς στην υπερυψωμένη εξέδρα που έχει στηθεί κάτω από το άγαλμα του Μαρδούκ ανεβαίνουν τρεις ρασοφόροι ιερωμένοι, ο ένας απ’ τους οποίους, εκείνος που κρατάει μια γκλίτσα ψηλότερη απ’ το μπόι του, ανοίγει διάπλατα τα χέρια και αρχίζει να απαγγέλει δυνατούς ακατανόητους ήχους, που επαναλαμβάνουν πρώτα οι συνοδοί του και μετά όλο μαζί το εκκλησίασμα. Οι δύο λαθραίοι πιστοί τους μιμούνται ανοιγοκλείνοντας τα στόματά τους όσο μπορούν πιο πειστικά, ενώ παράλληλα προωθούνται στο εσωτερικό του κτίσματος παρατηρώντας  δεξιά κι αριστερά τον χώρο.

clp_assyrian2

«Αυτές οι πλαϊνές πύλες βγάζουν σίγουρα στο εσωτερικό του συγκροτήματος, αλλά εάν βγούμε από εκεί θα μας εντοπίσουν σίγουρα», λέει στο αυτί του Χοντρόη ο Οινοκράτης. «Ίσως εκείνες οι σκάλες στο βάθος να οδηγούν σε κάποιο πιο ασφαλές υπόγειο πέρασμα. Πάμε να ρίξουμε μια ματιά. Σιγά σιγά…»  

Κάνουν να προχωρήσουν προς το βάθος της αίθουσας, αλλά δεν έχουν διανύσει παρά ένα μικρό τμήμα της απόστασης που τους χωρίζει από τις σκάλες, όταν ο Μαγκουροφόρος ιερέας βγάζει μια οξεία παρατεταμένη κραυγή, που τους τρομάζει και τους ακινητοποιεί.

Όμως δεν πρόκειται παρά για μια συνθηματική ιαχή, εγκεκριμένη και συμφωνημένη με τον εν λόγω θεό, γιατί και σ’ αυτόν, όπως και σε πολλούς άλλους θεούς αρέσουν τα συνθήματα, τα παρασυνθήματα, καθώς και τα νεύματα (σημεία) αλληλο- αναγνώρισης.  Πράγματι στο άκουσμα της κραυγής, όλοι οι εκκλησιαζόμενοι ομού και χωρίς εξαιρέσεις κάνουν την εξής χαρακτηριστική κίνηση, ο συμβολισμός της οποίας είναι προφανής. Ανασηκώνουν το αριστερό χέρι ως το ύψος της μύτης τους και εισπνέουν βαθειά, γιατί μόνον έτσι μπορούν να έχουν επαφή με την οσμή της πλάσης και να δηλώσουν (αλληγορικά) ότι όχι μόνο την ανέχονται και την εγκρίνουν, αλλά και ότι τους αρέσει σφόδρα. Μετά κατεβάζουν (το χέρι) ως το κέντρο της κοιλιακής χώρας την οποία και πιέζουν με τον δείκτη. Αυτή η κίνηση συμβολίζει ότι ο θεός τους μπορεί μεν να είναι γενειοφόρος και εκ πρώτης όψεως αρσενικός, αλλά επειδή ακριβώς είναι θεός μπορεί να δημιουργεί, να φτιάχνει και να γονιμοποιεί από μόνος του, χάρη στη Θεία Κοιλιά του (ένα απλούστερο ομοίωμα της οποίας είχε την καλοσύνη να χαρίσει και στα θηλυκά θνητά δημιουργήματά του).

 Μετά το χέρι κατεβαίνει προς το υπογάστριο, και ενώ τα δάκτυλα και η παλάμη σχηματίζουν μία δράκα (χούφτα), το ανασηκώνουν ελαφρά και συμβολικά (το υπογάστριο μαζί με ό, τι βρουν εκεί). Αυτή είναι η πιο μυστηριακή από τις φάσεις της Συμβολικής Κίνησης, για την ερμηνεία της οποίας ερίζουν διάφορες ερμηνευτικές ιερατικές σχολές. Υπάρχουν οι καθησυχαστικές και οι αποκαλυπτικές εκδοχές, καθώς και μία εσωτεριστική που απαγορεύει κάθε ανάλυση της τελικής φάσης του καθ-ιερωμένου νεύματος, για λόγους που, ακριβώς επειδή είναι μυστικιστικοί, δεν μπορούν να αποκαλυφθούν παρά σε μυημένους υψηλής πιστότητας και κατοχυρωμένης προέλευσης.

Το νεοϊδρυθέν δίδυμο της παραλλαγμένης εξερευνητικής δράσης καταλαμβάνεται εξαπίνης. Η συλλογική χορογραφική κίνηση του εκκλησιάσματος είναι τόσο αυθόρμητη, αλλά και τόσο άρτια συντονισμένη, που δεν προλαβαίνουν να σκαρώσουν παρά μια ανεπιτυχή προσομοίωσή της, με αποτέλεσμα οι διπλανοί να τους ρίξουν βλέμματα ερωτηματικά έως δυσαρεστημένα  του τύπου : Αχ αυτοί οι νεόφυτοι! Δεν θα έπρεπε να τους επιτρέπουν τη συμμετοχή στις τελετές πριν μάθουν καλά το τελετουργικό.  

images (2)

Δεν έχουν άδικο. Οι δύο δεν κατανόησαν αρκετά το προσωπικό ομολογητικό περιεχόμενο του Νεύματος και έτσι, αντί να το εφαρμόσουν σε πρώτο (νοηματικό) πρόσωπο, δηλαδή στον εαυτό τους, πήγαν να το εφαρμόσουν ο ένας στον άλλο. Έτσι, ο μεν άτσαλος Χοντρόης παραλίγο να βγάλει το μάτι του Οινοκράτη, μια που δεν κατάφερε να βρει τη μύτη του με την πρώτη, ενώ αυτός ο τελευταίος κατά τη διάρκεια της προσομοίωσης της τρίτης φάσης του νεύματος προκάλεσε στον Χοντρόη οξύτατο πόνο στις κάτω κοιλιακές χώρες, με αποτέλεσμα ο Ασιάτης να κοκκινίσει ως βρασμένο τεύτλο και να χοροπηδήσει ως (παχουλό) ερίφιο σε κατηφόρα ορεινής περιοχής.

Ευτυχώς ο αρχιερέας εκπέμπει την κραυγή που σημαίνει ¨τέρμα τα νεύματα¨ και το πλήθος ηρεμεί, ενώ οι δύο καταφέρνουν να προωθηθούν ακόμη λίγο προς τα ενδότερα. Πριν προλάβουν όμως να πάρουν μια ανάσα, ο ένας από τους συνοδούς του ραβδούχου ιερέα θέλει να πει κι αυτός κάτι, δικό του, και το λέει με μια κοφτή λαρυγγώδη φράση. Σε απάντηση το εκκλησίασμα βγάζει από τα θυλάκιά του ένα είδος μαύρης κονκάρδας και καθένας την στερεώνει στο στήθος του.

Ο Οινοκράτης προσπαθεί να καταλάβει τι ακριβώς είναι αυτό το μαύρο πράγμα και, παρατηρώντας καλλίτερα τους πλαϊνούς του, αναγκάζεται (όχι χωρίς έκπληξη) να παραδεχτεί ότι πρόκειται για μια κεραμική καρφίτσα που αναπαριστά ένα είδος μαύρης κατσαρίδας.  Μερικοί μάλιστα (με πιο φανατική φάτσα) έχουν αναρτήσει στο στήθος τους μια πραγματική μεγάλη μαύρη αποξηραμένη κατσαρίδα. Ο Οινοκράτης φυσικά αγνοεί το πραγματικό νόημα του συμβόλου, και για αυτό, αφού πρώτα προσπαθεί να σκεφτεί πού θα μπορούσε να βρει κάτι το μαύρο για να το βάλουν στο στήθος τους και αφού πειστεί ότι κάτι τέτοιο είναι αδύνατο, κάνει νόημα στον Χοντρόη ότι το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι να εγκαταλείψουν αμέσως την αίθουσα. (Για την πληρότητα της παρούσας αφήγησης, ας σημειώσουμε ότι η ανάρτηση στο στήθος ενός είδους μαύρης κανθαρίδας, είχε να κάνει με το προφητικό μέρος της εν λόγω λατρείας και υποδήλωνε ότι οι πιστοί δεν θα αλλαξοπίστηζαν, αλλά  θα παράμεναν αφοσιωμένοι στον θεό τους, ακόμη και εάν εκείνος στην επόμενη απόπειρα δημιουργίας διάλεγε ως εκλεκτό και προνομιούχο πλάσμα το συμπαθές αυτό οικόσιτο έντομο).

Όμως οι εξελίξεις εμποδίζουν ακόμη μια φορά τους ελιγμούς του Οινοκράτη. Δηλαδή, συμβαίνουν δύο πράγματα: Από την αριστερή (μπαίνοντας) παράπλευρη πύλη αρχίζει να εισέρχεται στο ναό μια πομπή αποτελούμενη από (κι άλλους!) ιερείς, (κάποιους) κουκουλοφόρους και (καλοθρεμμένα) τετράποδα μηρυκαστικά -προφανώς ετοιμάζεται κάποια θυσία-, ενώ ταυτόχρονα όλες οι άλλες πύλες κλείνουν και μπροστά τους παρατάσσονται σωματώδεις ένοπλοι.

«Στις σκάλες», σφυρίζει ο Οινοκράτης στον Χοντρόη και, κρατώντας τα χέρια χιαστί μπροστά στο στήθος τους ώστε να μην είναι άμεσα ορατή η έλλειψη του μαύρου εμβλήματος, προχωρούν προς το κλιμακοστάσιο, το φτάνουν, και βλέπουν με ανακούφιση ότι δεν υπάρχει εκεί κάποιος φρουρός που να εμποδίζει την κάθοδο (αυτή τους ενδιαφέρει, άλλωστε η μόνη εναλλακτική κατεύθυνση, η άνοδος, όπως θα μάθει αργότερα ο Οινοκράτης, είναι παγιδευμένη και τα κλειδιά που εξουδετερώνουν τις παγίδες είναι γνωστά μόνο στους μυημένους βαθμού ανάλογου με το ύψος του ορόφου. Εκείνοι που μπορούν να φτάσουν στην τελευταία εσοχή του κλιμακωτού τεμένους είναι ελάχιστοι).

Καθώς λοιπόν οι πιστοί είναι προσηλωμένοι στην εισερχόμενη πομπή, οι δύο κατεβαίνουν, όσο πιο αδιάφορα αλλά και σβέλτα μπορούν, τα πέτρινα σκαλοπάτια.

assyrians

Φτάνουν στο επόμενο πλατύσκαλο και βρίσκονται σε έναν επίπεδο χώρο όπου διασταυρώνονται δύο υπόγειοι διάδρομοι, ενώ η σκάλα συνεχίζει απτόητη την κάθετη πορεία της προς τα μυστηριωδέστερα  βάθη του τεμένους. Η αίσθηση του προσανατολισμού που δεν λείπει από τον Οινοκράτη, του υπαγορεύει να ακολουθήσει τον διάδρομο προς τα αριστερά, γιατί προς τα ‘κει πρέπει να βρίσκεται η πύλη απ’ την οποία έχουν μπει στο συγκρότημα ο Άρπαλος και οι άλλοι. Προχωρούν λοιπόν αριστερά.

Το τμήμα της υπόγειας σήραγγας όπου θα βρεθούν τώρα δεν είναι, όπως θα περίμενε κανείς, χαμηλοτάβανο, υγρό και  σκοτεινό.  Κάθε άλλο. Είναι μια καλοφωτισμένη υπόγεια στοά που ενώνει τον ναό με κάποιο άλλο επίσης σημαντικό σημείο του συγκροτήματος. Επομένως είναι πολύ πιθανόν να κυκλοφορεί κόσμος εκεί κάτω και ως εκ τούτου, οι δύο ερασιτέχνες ανιχνευτές είναι υποχρεωμένοι να εγκαταλείψουν το κλεφτό γρήγορο βάδισμά τους και να προσποιηθούν την πιο αργή και σίγουρη κίνηση κάποιου που ανήκει στο περιβάλλον και ξέρει που πάει.

Φαίνεται ότι τα καταφέρνουν αρκετά καλά, γιατί αυτό το άνετο ύφος δεν θα αργήσει να αποδώσει όταν,  ύστερα από λίγο, βρίσκονται στη ρίζα μιας άλλης σκάλας και, πριν προλάβουν να αντιδράσουν, βλέπουν  να την κατεβαίνει διστακτικά ένας νεαρός υπηρέτης με ένα δίσκο στο χέρι. Πράγματι, αυτός ο τελευταίος τους απευθύνει το λόγο με ύφος παρακλητικό και σε μια περσική που ακόμη και ο Οινοκράτης καταλαβαίνει ότι δεν είναι η μητρική του γλώσσα.

«Τι λέει;» ρωτάει ανάμεσα στα δόντια του τον Χοντρόη.

Επίσης σφυριχτά, ο Πέρσης τον πληροφορεί ότι ο υπηρέτης θέλει να μάθει αν έχουν την καλοσύνη να του πουν πού ακριβώς είναι η συγκέντρωση, γιατί του ο αφέντης του παράγγειλε κάτι, αλλά αυτός εδώ χάθηκε.

 Ο Οινοκράτης κορδώνεται: «Παίξε το σκληρός και ρώτα τον ποιος είναι ο αφέντης του».

Ο Χοντρόης προσπαθεί να κάνει την φωνή του πιο ζόρικη και καταφέρνει να την κάνει πιο τσιριχτή. Ο υπηρέτης απαντά, χωρίς αντιρρήσεις, ότι είναι στην υπηρεσία του Βαβυλώνιου ιερέα και λογίου Μαρτούκη, ή κάπως έτσι.

«Ρώτα τον αν ο αφέντης του είναι στη συγκέντρωση της Ιερής Εποπτικής Επιτροπής ή στην άλλη»

«Δε ξέρω τίποτα για Ιερή Επιτροπή, σίγουρα είναι στην άλλη. Στην άλλη!», απαντά ο υπηρέτης. «Σε εκείνη που συμμετέχουν Βαβυλώνιοι και Έλληνες», συμπληρώνει εξυπηρετικός.

Ο Χοντρόης μεταφράζει το κατά δύναμιν και στο πρόσωπο του Οινοκράτη απλώνεται ένα χαμόγελο ικανοποίησης

«Στείλε τον τώρα να κάνει μια μεγάλη βόλτα στα επάνω, όχι, καλύτερα στα κάτω-κάτω πατώματα!»

Πράγματι ο Στρουμπουλός με μια επίδειξη μιμικής και γλωσσικής πειστικότητας καταφέρνει να στείλει τον υπηρέτη στη σκάλα που είχαν οι ίδιοι κατεβεί πριν λίγο, αυτή που κατεβαίνει ακόμα πιο κάτω, προς τα μυστηριώδη βάθη του ναού.  

images (37)

Το χαμόγελο στο πρόσωπο του πολυμήχανου Οινοκράτη καθώς παρακολουθεί τον νεαρό να απομακρύνεται στην υπόγεια στοά δεν έχει ακόμη σβήσει, και στο μυαλό του έχει ήδη αρχίσει να σχηματίζεται το σκαρίφημα των αμέσως προσεχών τους ενεργειών. Με δυο λόγια πρέπει: να βρουν και να πλησιάσουν  την αίθουσα αυτής της επιβεβαιωμένης πλέον ¨συγκέντρωσης¨, να δουν ό, τι είναι να δουν, ν’ ακούσουν ό, τι είναι να ακούσουν και μετά να την κάνουν για το σπίτι με τον γαλατικό τρόπο, δηλαδή στη ζούλα και χωρίς να τους πάρει χαμπάρι κανένας .

Πρώτα όμως πρέπει να επιλέξει αν θα μείνουν στα υπόγεια ή αν θα πρέπει να ανεβούν τη σκάλα απ’ όπου κατέβηκε ο νεαρός υπηρέτης. Καταλήγει ότι, όσο συνωμοτική κι αν είναι αυτή  η ¨συγκέντρωση¨ μάλλον δεν θα την έχουν θάψει εδώ κάτω και ότι, ούτως η άλλως, καλό είναι να μη παγιδευτούν στην υποχθόνια περιοχή, αλλά να πλησιάσουν την επιφάνεια και την ενδεχόμενη έξοδο. Κάνει λοιπόν νόημα στον Χοντρόη δείχνοντάς του με το δείκτη προς τα πάνω. Ωστόσο, πριν αυτός προλάβει να ανταποκριθεί, βαριά ρυθμικά βήματα ακούγονται από τον πάνω όροφο.

«Ώχ!» κάνει ο Οινοκράτης και αλλάζοντας κατεύθυνση, εγκαταλείπει τη σκάλα και, τραβώντας τον Χοντρόη από την άκρη της ρόμπας του, κατευθύνεται όσο πιο γρήγορα μπορεί προς την άλλη, την τελείως  άγνωστη και, από ένα σημείο και μετά, σκοτεινή άκρη του διαδρόμου.

«Τι εισ’ εσύ, εκεί κατ’» φωνάζει σε παραφθαρμένη περσική ένας ψηλός ένοπλος, που μαζί με άλλους τρεις εμφανίζεται στην κορυφή της σκάλας. Οι δύο παρείσακτοι βρίσκονται λίγα μέτρα πριν από το σκοτεινό τμήμα της στοάς, και επιταχύνουν, ωστόσο ο εξοικειωμένος πλέον μεταφραστής Χοντρόης δεν παραλείπει να απαντήσει στο ίδιον ιδίωμα: «Έκτακτον Προσωπιπικόν! Δια τας ανάγκας της συγκεντρώσεως!»

images (8)

Φτεροπόδαροι σαν τον Ερμή, οι δύο τρέχουν. Για ένα διάστημα ο διάδρομος φωτίζεται αμυδρά από σποραδικούς πυρσούς, αλλά οι δύο φυγάδες, καθώς πίσω τους αντηχούν τα τρεχαλητά των διωκτών τους, προτιμούν ενστικτωδώς το σκοτάδι. Ευτυχώς, ακόμα και στο σκοτεινό τμήμα η σήραγγα διακλαδώνεται, άρα η διαδρομή γίνεται πραγματικός λαβύρινθος όπου υπάρχει η πιθανότητα να ξεφύγουν. Πράγματι, μετά μερικά στάδια αδιάκοπου τρεχαλητού, οι ήχοι πίσω τους εξασθενούν και εξαφανίζονται.

«Σταμάτα να πάρουμε μια ανάσα», λέει ο (πάντα προνοητικός) Οινοκράτης και αφού βγάλει και πετάξει τη ντόπια χλαμύδα, ψάχνει στα θυλάκια του ιδρωμένου ιμάτιού του, απ’ όπου βγάζει έναν μικρό πυρόλιθο. Με την βοήθεια της πυρογόνου πέτρας ανάβει έναν  δαυλό που αποσπά από τον τοίχο του διαδρόμου. «Το θέμα είναι τώρα να βρούμε μια έξοδο στην επιφάνεια. Πρέπει πλέον να έχουμε απομακρυνθεί αρκετά από τον περίβολο του συγκροτήματος».

«Άνω διέξοδον ουκ είδον. Μηδέ ετέραν», παρατηρεί ο Χοντρόης.

«Ωστόσο, η στοά είναι ανηφορική, αυτό θα το κατάλαβες υποθέτω. Όπου να ‘ναι πρέπει να μας βγάλει έξω. Πέτα τη χλαμύδα που αγοράσαμε για να μη σε δυσκολεύει και ξεκινάμε».

Ξαναξεκίνούν. Πράγματι ο υπόγειος διάδρομος έχει γίνει αισθητά ανηφορικός∙ και όχι μόνο. Σε λίγο συνάντούν σκάλες… και έπειτα κι άλλες σκάλες…

«Τούτο δυσνόητον εστί. Εν τοιάυτη ανόδω ευρισκόμενοι,  εν τη πιπιφανεία καταφθάσαντες προ πολλού δει εσόμενοι!», παρατηρεί αγκομαχώντας έντονα ο Κυκλικός Δρομέας.

Ο Οινοκράτης σταματάει προς στιγμήν και, κουνώντας το σγουρόμαλλο καταϊδρωμένο κεφάλι του, αποφαίνεται: «Εκτός… Μα ναι! Ξέρεις που βρισκόμαστε τώρα Χοντρόη; Στα έγκατα της υπερυψωμένης Ακρόπολης. Πιθανότατα κάτω από τα περσικά ανάκτορα. Πες στους θεούς σου να βάλουν κι αυτοί ένα χέρι να βρούμε διέξοδο, και μάλιστα βγαίνοντας να αντικρύσουμε φιλικά πρόσωπα που να μη μας θεωρήσουν εισβολείς και μας επιτεθούν».

Αφού διανύσουν ένα ακόμη απροσδιόριστο τμήμα της στοάς και αφού σκαρφαλώσουν λαχανιασμένοι ακόμη μερικές ανοδικές κλίμακες, ο Οινοκράτης ξαφνικά σταματά και σβήνει τον δαυλό που  ακόμη φέγγει ασθενικά. «Ναι δεν έκανα λάθος, σε εκείνο το σημείο απέναντι υπάρχει αχνό φως», αποφαίνεται.

Πλησιάζουν το σημείο όπου, από κάποια αδιόρατη πηγή, εκπέμπονται οι ασταθείς ανταύγειες μιας φλόγας. Πλησιάζουν και, περισσότερο μέσω της αφής παρά οπτικά, διαπιστώνουν ότι εκεί υπάρχει ένα  πρόσφατο ρήγμα στον τοίχο. Πιθανόν μια παλιά εντοιχισμένη πόρτα που πρόσφατα γκρεμίστηκε και, πίσω από το άνοιγμα, αντηχούν κάποιοι δυσδιάκριτοι ήχοι.

Οπότε ο Χοντρόης θα είναι ο πρώτος που θα ανακράξει:

«Φωναί! Αι φωναί ελληνικαί ομοιάζουν. Πιπιθανότατον της των θεών ευνοίας τυγχάνομεν, ω Οίνον -Εκράτα!»

zoroastrian-creation-myth

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , | 1 Comment »

Μυθιστόρημα υπό εκπόνηση Μέρος Γ΄κεφάλαιο τρίτο και τέταρτο. Στο ναό του Μαρδούκ – Σισύγαμβρις

Posted by vnottas στο 13 Νοεμβρίου, 2015

Μέρος Γ Κεφάλαιο τρίτο.

Πρωί. Στο ναό του Μαρδούκ, στα Σούσα

 

images (1)

Ο Άρπαλος σηκώνει το κεφάλι και περιεργάζεται τις τρομακτικές φιγούρες που μοιάζουν να κρέμονται από την οροφή και να τον απειλούν: Δαιμόνισσες και  δαίμονες σκαλισμένοι σε σκούρες σκληρές πέτρες, με πρόσωπα εξωτικά, σώματα παραμορφωμένα και μέλη δανεισμένα από οξύνυχα αιμοβόρα ζώα. Μετά, κατεβάζει το βλέμμα πιο χαμηλά, όπου κυκλοφορούν μεταλλικοί δράκοι με κέρατα και φολιδωτά κορμιά, Εδώ κι εκεί είναι τοποθετημένα σκυθρωπά αγάλματα θεοτήτων και στο κέντρο κυριαρχεί ένας ογκωδέστερος εξανθρωπισμένος γενειοφόρος Θεός, όμοιος με έναν άλλο, φτερωτό, που απεικονίζεται στο βάθος, σε ένα μεγάλο επιτοιχισμένο ανάγλυφο. Μια βαριά δυσάρεστη μυρωδιά αιωρείται στη σκοτεινή αίθουσα μαζί με τις αναθυμιάσεις των λιγοστών αναμμένων κεριών. «Δε διάλεξα το καλύτερο μέρος για να φιλοξενηθώ», σκέφτεται ο Μακεδόνας.

Ο τέως γενικός θησαυροφύλακας και τέως φυγάς βρίσκεται σ’ ένα κτιριακό συγκρότημα που ανήκει στους ιερείς του θεού Μαρδούκ, του αρχαίου αλλά ακόμη ισχυρού πολιούχου θεού της Βαβυλώνας. Η ισχύς του Μαρδούκ επαληθεύεται και από το ότι, παρά τη φανερή δυσαρέσκεια, τόσο του παλιού ορθόδοξου ιερατείου του Πέρση θεού Αχούρα Μάσδα, όσο και των οπαδών του ανακαινιστή Ζωροάστρη, διαθέτει ακόμη ναούς και σε κάποιες άλλες μεγάλες πόλεις, πλην της Βαβυλώνας, κυρίως στα Νότια και τα Δυτικά της Περσικής Αυτοκρατορίας. Όπως αυτός εδώ, που λειτουργεί στα Σούσα, όχι μόνο ως σημείο αναφοράς για τους πιστούς της παλιάς μεσοποτάμιας θρησκείας, αλλά και σαν βάση εξόρμησης και τραπεζιτικό παράρτημα για τους Βαβυλώνιους που εμπορεύονται στην Σουσιανή επαρχία.   

tiamar

Η αλήθεια είναι ότι ο Μαρδούκ, όπως άλλωστε και ο φοινικικής προέλευσης Βάαλ και άλλοι ελάσσονες θεοί που λατρεύονται από τους ¨Μάγους[1]¨ του βαβυλωνιακού ιερατείου, πάει καιρός που δεν τα πάνε και τόσο καλά με την Ιρανική διοίκηση. Όχι μόνο γιατί αντιμετωπίζουν τον ανταγωνισμό των Ζωροαστρών, αλλά και γιατί η δυναστεία των Αχαιμενιδών έχει αρχίσει, ήδη από την εποχή του Ξέρξη, να βάζει χέρι στους θησαυρούς των πλούσιων ναών, μειώνοντας τα αποθεματικά και το κύρος των παλιών Μεσοποτάμιων θεών. Όπως είναι επίσης αλήθεια -σκέφτεται ο Άρπαλος- ότι τώρα τελευταία προσπαθούν να εκμεταλλευτούν τις νέες ισορροπίες που δημιούργησε η προέλαση των Ελλήνων, για να επανακτήσουν ισχύ και κέρδη.

Ο Άρπαλος έχει φροντίσει να πληροφορηθεί για τις διαπραγματεύσεις που προηγήθηκαν της αναίμακτης παράδοσης της Βαβυλώνας. Ξέρει για τις υποσχέσεις των Βαβυλωνίων ¨Μάγων¨ προς τους Μακεδόνες, χάρη στις οποίες ο Αλέξανδρος έχει επιτρέψει την εκ νέου οικοδόμηση των καταστραμμένων ναών και την επαναλειτουργία πολλών άλλων που οι Πέρσες είχαν σφραγίσει εδώ και δεκαετίες. Ξέρει επίσης ότι οι ¨Μάγοι¨ κάθε άλλο παρά έχουν αποσυρθεί οικειοθελώς από τα παιγνίδια του πλούτου και της εξουσίας μόνο και μόνο επειδή ο Δαρείος χάνει, προς το παρόν, ορισμένες μάχες απ’ το παιδαρέλι από το βόρειο Γιουνάν.

Έτσι ο Άρπαλος δεν εξεπλάγη ιδιαίτερα που ο Ανάξαρχος, στο επείγον μήνυμα που του έστειλε με προσωπικό αγγελιοφόρο από την Περσέπολη,  τον συμβούλευσε να διανυκτερεύσει, κατά την παραμονή του στην Πόλη των Κρίνων, στο κτίσμα των βαβυλωνίων ιερέων. Ο Άρπαλος ακολούθησε τη συμβουλή, αν και η βαριά, σκοτεινή ατμόσφαιρα των διαμερισμάτων όπου διανυκτέρευσε και του πρώτου από τους πολλούς ορόφους του ναού όπου τον ξεναγεί τώρα ένας σκυφτός ξερακιανός ιερέας, τον ψυχοπλακώνει και τον δυσαρεστεί.

1411302621_112445_1411321976_noticia_grande

Ο Ανάξαρχος ο Αβδηρίτης, επαγγελματίας σοφιστής και επίδοξο μέλος των στενών αυλικών κύκλων, στο μήνυμά του, αφού πρώτα χαιρέτιζε θερμά την επιστροφή του Άρπαλου πίσω στην προελαύνουσα εκστρατεία, αφού  αφιέρωνε αρκετές αράδες εξυμνώντας τις αρετές του γιου του Μαχάτα, (τις οποίες εννοείται ότι ο ίδιος  είχε αμέσως αντιληφθεί, αν και προφανώς είχαν παρεξηγηθεί από τους άλλους) και αφού έκανε ορισμένες νύξεις σχετικά με το θετικό ρόλο που προσωπικά έπαιξε στην απόφαση του Αλέξανδρου να συγχωρήσει τον παιδικό του φίλο, του ζητούσε να συναντηθούν ¨για να αντιμετωπίσουν από κοινού και προς αμοιβαίο όφελος τις ευκαιρίες και τα προβλήματα που καθημερινά παρουσιάζονται¨.  Ευκαιρίες και προβλήματα που έχουν πάρει πλέον επείγοντα χαρακτήρα και που απαιτούν άμεση συσπείρωση των ¨εχεφρόνων¨ Εκείνο που τώρα χρειάζεται είναι μια άμεση παρέμβαση, δεδομένου ότι η εκστρατεία έχει φτάσει πλέον σε κρίσιμη φάση.

Υπάρχει μια ενδιαφέρουσα πρόταση που θα πρέπει να ληφθεί υπ’ όψιν -έγραφε χωρίς να διευκρινίζει περισσότερα. Υπογράμμιζε όμως ότι οι αποφάσεις που θα παρθούν τώρα, θα επηρεάσουν την μελλοντική διαμόρφωση της οικουμένης (- αυτό ήταν ένα επιχείρημα που ο Άρπαλος έχει βαρεθεί να ακούει και, εδώ που τα λέμε, τον ενδιαφέρει ελάχιστα).

Εφόσον ο ίδιος βρισκόταν στην Περσέπολη και ο Άρπαλος στην Βαβυλώνα, ο Ανάξαρχος πρότεινε να μοιραστούν την απόσταση και να συναντηθούν στην -ενδιάμεση- πόλη των Σούσων. Εάν δε ο Άρπαλος δεν έχει αντίρρηση, θα μπορούσε να οργανωθεί στα Σούσα μια άτυπη και, φυσικά, άκρως μυστική σύσκεψη που θα συμπεριλαμβάνει και άλλους παράγοντες που συμμερίζονται τις ανησυχίες για την κρισιμότητα της στιγμής.

Ο Άρπαλος απάντησε με τον ίδιο αγγελιοφόρο ότι δεν είχε αντίρρηση, και ότι θα βρισκόταν στα Σούσα την προτεινόμενη ημερομηνία.

foin

Τελικά ο επιστρέψας τέως φυγάς και ο ξερακιανός ιερέας βγαίνουν από τον ναό περνώντας μια αψιδωτή πλευρική πύλη, κατεβαίνουν την εξωτερική σκάλα και βρίσκονται σε ένα αίθριο που το λούζει ο πρωινός ήλιος. Κάπου κοντά πρέπει να ρέει ο ποταμός Χοάσπης, όχι τόσο ορμητικά ώστε να εμποδίζει τα πλεούμενα να τον ανεβαίνουν μεταφέροντας εμπορεύματα από την πεδιάδα και την ακτή, άλλα ούτε και τόσο ήρεμα ώστε να μην ακούγεται  ως εδώ η υποβλητική βουή των νερών που ρέουν. Στον υπαίθριο αυτόν χώρο βλέπουν επίσης οι αποθήκες και οι στάβλοι του συγκροτήματος. Ο Κάνθαρος και ο Σωσίβιος περιμένουν εκεί έξω τον Άρπαλο.

Ο Μακεδόνας, βγαίνοντας, παίρνει μια βαθιά  ανάσα ανακούφισης και ρωτάει τον σκυφτό συνοδό του αν υπάρχει κίνδυνος η επικείμενη συγκέντρωση των επιφανών καλεσμένων να τραβήξει την προσοχή των αρχών και των περιπόλων που ελέγχουν την κατεχόμενη πόλη. Εκείνος του απαντά ότι οι αποψινοί επισκέπτες έχουν οδηγίες να καταφτάσουν διακριτικά, χωρίς τα εμβλήματα της όποιας εξουσίας τους και να αναμειχτούν με τους προσκυνητές που προβλέπεται ότι θα έρθουν απόψε στο τέμενος κατά εκατοντάδες, από ολόκληρη τη Σουσιανή, για να συμμετάσχουν σε μια μεγάλη και σημαντική τελετή: την επέτειο της νίκης του Μαρδούκ κατά του Χάους. 

Ο Άρπαλος έχει ακόμη μία ερώτηση: πότε ακριβώς θα καταφτάσουν οι άλλοι συμμετέχοντες στην ¨συνάντηση¨. Ο ξερακιανός ιερέας του απαντά ότι ο ναός έχει ειδοποιηθεί να είναι έτοιμος να φιλοξενήσει τη σύσκεψη των ¨ανώνυμων¨ μεν, πλην όμως επιφανών παραγόντων, την ίδια εκείνη μέρα, με τη δύση του ήλιου.  

Ο Άρπαλος στρέφεται προς του δύο συνοδούς του: «Παίδες, φέρτε τα άλογα∙ έχουμε χρόνο για μια βόλτα στα αξιοθέατα των Σούσων».

priests-of-fish-god

[1] Η αλήθεια είναι ότι οι Έλληνες, κατά τη διάρκεια της εκστρατείας συνάντησαν πολλούς ¨Μάγους¨. Η ρίζα της λέξης είναι περσική (ακριβέστερα Μηδική) και αναφέρεται αρχικά σε μια από τις φυλές των Μήδων, η οποία ασκούσε ιερατικά καθήκοντα και εξακολούθησε να τα ασκεί και μετά την επικράτηση των Περσών. Πάντως η λέξη  ¨Μάγοι¨ χρησιμοποιείται συχνά από τους αρχαίους ιστορικούς για να κατονομαστεί το ιερατείο της Βαβυλώνας ή και, γενικότερα, οι Χαλδαίοι της Μεσοποταμίας.  

***

Μέρος Γ Κεφάλαιο τέταρτο.

Όπου ο Εύελπις συναντά την Συσίγαμβρη

upl555d7dd0691af

Οι διάδρομοι μέσα σ’ αυτό το τεράστιο κτίριο είναι κυριολεκτικά ατελείωτοι και λαβυρινθώδεις. Τουλάχιστον για μένα, που δεν συχνάζω σε αυτή την πτέρυγα των ανακτόρων. Ο Νικίας πλάι μου, δείχνει πιο άνετος∙ είναι που συμμετέχει στις παραδόσεις μαθημάτων ελληνικής γλώσσας προς τα μέλη της βασιλικής οικογένειας και κυκλοφορεί σε αυτήν τη διαδρομή καθημερινά. Καθώς προχωρούμε ο λόγιος με ενημερώνει για την συμπεριφορά των υψηλών μαθητών του τις τελευταίες μέρες. Δεν φαίνεται να έχει προκύψει κάτι το ιδιαίτερα αξιοσημείωτο.

Μας συνοδεύουν δύο Μακεδόνες φρουροί οι οποίοι, όταν επιτέλους φτάνουμε στην δίφυλλη πόρτα των διαμερισμάτων της βασιλομήτορος, την ανοίγουν αλλά δεν την προσπερνούν, παρά παίρνουν θέση εκατέρωθεν για να μας περιμένουν. Στην πόρτα εμφανίζεται ένας Πέρσης που αναλαμβάνει να εκφωνήσει την άφιξή μας.

Η Σισύγαμβρη δεν παύει να με εντυπωσιάζει. Σήμερα είναι καθισμένη σε μια πολυτελή πολυθρόνα, σε ένα υπερυψωμένο τμήμα του δαπέδου στο κέντρο της αίθουσας.  Φοράει έναν μαύρο χιτώνα και από πάνω έναν λευκό φαρδύ μανδύα διακοσμημένο με χρωματιστές ταινίες και πολύτιμες πέτρες. Πάνω στην περίτεχνη κόμμωσή της είναι στερεωμένη (ελαφρώς γυρτά προς τα πίσω, γιατί όρθια επιτρέπεται  να την φοράει μόνον ο Πέρσης αυτοκράτορας αυτοπροσώπως) η τιάρα, αυτή η μη πολεμική περικεφαλαία που τόσο αρέσει στους ντόπιους άρχοντες.

Άντε να της πάρεις τον αέρα, σκαρφαλωμένη όπως είναι εκεί πάνω, σκέφτομαι, καθώς γέρνω ελαφρά το κεφάλι και ανυψώνω σε χαιρετισμό το δεξί μου χέρι. Ευτυχώς η Σισύγαμβρη σηκώνεται και κατεβαίνει από την εξέδρα, χωρίς όμως να μας πλησιάσει ιδιαίτερα. Έχω ακόμα μια φορά την ευκαιρία να διαπιστώσω ότι, ακόμη και εάν δε φορούσε αυτό το πανύψηλο καπέλο, δε θα έπαυε να είναι μία ψηλόκορμη ωραία γυναίκα κάποιας απροσδιόριστης ηλικίας. Εστιάζω στο βλέμμα της: είναι ερωτηματικό ή μήπως κάπως περιπαικτικό;

«Πες της», λέω στον Νικία, «ότι δε θα την ενοχλούσαμε χωρίς να την έχουμε ειδοποιήσει πολύ πιο έγκαιρα, εάν δεν προέκυπταν απρόβλεπτα γεγονότα, σχετικά με τα οποία, πες της, υποθέτω ότι θα έχει ήδη πληροφορηθεί».

Ο Νικίας μεταφράζει και η Σισύγαμβρη συνοφρυώνεται προσπαθώντας, φαντάζομαι, να καταλάβει  το ακριβές νόημα αυτής της σειράς δυσπρόφερτων ήχων που παράγει ο διερμηνέας.   Μετά κουνάει το κεφάλι της με έναν τρόπο που, αν αποκωδικοποιώ σωστά, σημαίνει ότι δεν ξέρει ή εν πάση περιπτώσει ότι δεν ξέρει με σιγουριά τι ακριβώς έχει συμβεί.

«Πες της ότι ο Καλλισθένης έπεσε θύμα δολοφονικής απόπειρας μέσα στον ευρύτερο χώρο των ανακτόρων και ότι διεξάγεται έρευνα για να εντοπιστεί η ταυτότητα και τα κίνητρα εκείνων που οργάνωσαν την επίθεση. Πες της ότι την παρακαλώ να απαντήσει σε ορισμένες ερωτήσεις που θα μας διευκολύνουν να βρούμε τους ενόχους και να αποφύγουμε τη λήψη δυσάρεστων έκτακτων μέτρων γενικότερης κλίμακας».

Ο Νικίας αποδίδει στα περσικά τα λόγια μου και η Ιρανή αυτή την φορά απαντά. Η άκαμπτη αταραξία της έχει τώρα κάπως υποχωρήσει και στη θέση της διακρίνω μια πιο ανθρώπινη αντίδραση∙ θέλει να μάθει σε τι κατάσταση βρίσκεται ο Καλλισθένης. Την καθησυχάζω.

Γίνεται κάπως πιο ομιλητική. Μου λέει ότι όντως κυκλοφόρησε ανάμεσα στο ιρανικό προσωπικό η φήμη ότι κάτι συνέβη στο θησαυροφυλάκιο και ότι από χτες το μεσημέρι υπήρξε ασυνήθιστη παρουσία ελλήνων αξιωματούχων στα ανάκτορα, αλλά ότι μόλις τώρα μαθαίνει για τον τραυματισμό του Καλλισθένη. Ρωτάει αν θα επιθυμούσαμε να χρησιμοποιήσουμε τον προσωπικό της γιατρό.

Της απαντώ ότι προς το παρόν δεν χρειάζεται κάτι τέτοιο και την ευχαριστώ εκ μέρους της ελληνικής διοίκησης για το ενδιαφέρον της. Ύστερα την ρωτάω αν γνωρίζει την ύπαρξη μυστικών διαδρόμων που να οδηγούν στο θησαυροφυλάκιο ξεκινώντας από άλλα σημεία των ανακτόρων.

Μένει για λίγο σκεπτική και μετά μου λέει ότι τα περσικά ανάκτορα των Σούσων έχουν οικοδομηθεί από τον Μεγάλο Βασιλέα Δαρείο τον πρώτο, δυο εκατοντάδες χρόνια πριν και ότι έχουν επίσης προστεθεί κατασκευές  από άλλους Αχαιμενίδες βασιλείς.  Δεν αποκλείει στα αρχεία να υπάρχουν ακόμη τα σχετικά σχεδιαγράμματα. Όμως για ¨μυστικούς υπόγειους διαδρόμους¨ τα μόνα που έχει ακούσει βρίσκονται  στους περιπετειώδεις διασκεδαστικούς μύθους που διηγούνται οι επαγγελματίες παραμυθάδες στις γιορτές. Αν τους πιστέψει κανείς, υπάρχει ολόκληρο δίκτυο από διαδρόμους στο υπέδαφος της Ακρόπολης.  Η ίδια όμως δεν έχει επισκεφτεί ποτέ κανέναν και έτσι δεν μπορεί να απαντήσει με ακρίβεια στην ερώτησή μου.

Λέω στον Νικία να την ρωτήσει ευθέως αν θεωρεί ότι ανάμεσα στους Πέρσες που ακόμη διαμένουν στα ανάκτορα, είτε ως ¨υποχρεωτικά¨ φιλοξενούμενοι, είτε επειδή διατήρησαν τις θέσεις τους χάρη στη γενναιοδωρία του Αλέξανδρου, όπως ο Σατράπης Αβουλίτης, υπάρχουν κάποιοι που θα μπορούσαν να έχουν οργανώσει ή απλώς βοηθήσει στην εκτέλεση αυτής της επίθεσης.

Η Σισύγαμβρη μένει σιωπηλή, δείχνοντας ότι η συνεργασιμότητά της έφτασε στα όρια της.

Εντάξει, δεν περίμενα να απαντήσει. Είναι γνωστό ότι επιθυμεί τον συμβιβασμό ανάμεσα στον γιο της και τον Αλέξανδρο, αλλά δε παύει να είναι μια περσίδα βασίλισσα.

Εγώ οφείλω να επιμείνω. «Ρώτησέ την τώρα Νικία αν, κατά τη γνώμη της, υπάρχει κάτι ανάμεσα στα αποθηκευμένα λάφυρα που θα ενδιέφερε τους ιρανούς που αντιστέκονται στην ελληνική επέκταση, έτσι ώστε να οργανώσουν μια επιχείρηση ανάκτησής του. Κάποιο σύμβολο, κάποιο κειμήλιο. Κάτι που ενδεχομένως θα τους ενίσχυε το ηθικό και θα τους συσπείρωνε».

Η Σισύγαμβρη παίρνει πάλι το υπεροπτικό της ύφος. «Οι Πέρσες και οι λαοί που τους ακολουθούν, όσο ζει ο Μεγάλος Βασιλέας, δεν έχουν ανάγκη από σύμβολα για να συσπειρωθούν. Αρκούν τα κελεύσματα και τα εμβλήματα του μονάρχη τους», απαντά.

«Ρώτα την αν είναι το ίδιο σίγουρη ότι δεν υπάρχουν ευγενείς που θα επιθυμούσαν να πάρουν τη θέση του Δαρείου, ίσως επειδή τον θεωρούν εξαιρετικά συμβιβαστικό, και ότι αυτοί δεν θα ήταν ικανοί να πάρουν πρωτοβουλίες, ώστε να δείξουν ότι μπορούν να τα βάλουν με τους Έλληνες».

Εκείνη μένει και πάλι σιωπηλή για λίγο.

«Αυτό δεν το αποκλείω» λέει τελικά και η φωνή της φτάνει στ’ αφτιά μου λιγότερο  σίγουρη.

«Πες της ότι θα είμαι στη διάθεση της, αν θελήσει να μου πει κάτι περισσότερο» λέω στον Νικία. «Και», συνεχίζω με χαμηλότερη φωνή, «μετά αποχαιρέτισέ την. Δεν νομίζω ότι θα εκμαιεύσουμε τίποτα άλλο εδώ. Πάμε να δούμε τον Αβουλίτη, ή μάλλον όχι, αυτόν ας τον αφήσουμε λίγο να περιμένει, πάμε στον Αζάρη».

h garden 2

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , , , , | Leave a Comment »