Βόλτα στο ιστολογοφόρο με μουσική του Μάουρο Τζουλιάνι
ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΦΙΛΩΝ
LIBRI RECENTI DI AMICI
Κυκλοφόρησε το νέο βιβλίο του Τηλέμαχου Χυτήρη ¨Ημερολόγιο μιας επιστροφής¨ από τις εκδόσεις ¨Μελάνι¨
.
¨Απριλίου ξανθίσματα¨.
Κυκλοφόρησε η νέα ποιητική συλλογή του Νίκου Μοσχοβάκου, από τις εκδόσεις Μελάνι.
Αισθάνθηκε μια δαγκωνιά
στη μνήμη.
Ήταν το παρελθόν
που σαν αδέσποτο σκυλί
είχε επιτεθεί στο είναι του.
Οι σταγόνες αίμα που έσταξαν
κοκκίνισαν τις εικόνες.
***
Η νέα ποιητική συλλογή του Νίκου Μυλόπουλου ¨Τέλος της Περιπλάνησης¨. Από τις εκδόσεις ¨Γαβριηλίδης¨
***
Κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ¨Μελάνι¨ η νέα ποιητική συλλογή του Νίκου Μοσχοβάκου
¨Αιφνίδια και διαρκή¨
Ο Θηβαίος στρατηγός Επαμεινώνδας
οξυδερκής καθώς ήταν
αλλά και θαρραλέος
επινόησε πως έπρεπε
να διορθώσει την ιστορία
χωρίς αναβολές.
Ασυμβίβαστος εκστράτευσε
κατά της Σπάρτης
με τον δαίμονα της υπερβολής κάτι σαν σαράκι
να τρώει τα σωθικά του
κι επέτυχε ν’ αλλάξει
τον ρου τ’ αρχαίου κόσμου.
Το πλήρωσε βέβαια
στην Μαντίνεια πανάκριβα
με τη ζωή του
όμως διόρθωσε έστω για μια στιγμή
την ανιαρή ιστορία.
Δεν ήταν δα και λίγο αυτό.
*****
Γράφει η Βούλα Δαμιανάκου
*****
Γράφει ο Ηλίας Κουτσούκος
*****
Γραφει ο Gianfranco Bettin
*****
Γράφει ο Νίκος Μοσχοβάκος
Η ΕΚΔΙΚΗΣΗ
Τώρα που τάπαν όλα οι ποιητές
εσύ τι θα γράψεις ;
μου αντέτεινε
η άπτερος Νίκη της Σαμοθράκης.
Κι εγώ την αποκεφάλισα.
[Από τις ¨Ζωγραφιές μου¨ - Πορτρέτο του Νίκου - Λάδι]
Η ΣΥΜΒΟΥΛΗ
Πάντοτε μούδιναν την συμβουλή
να γίνω τέλειος.
Έτσι μίσησα την τελειότητα
κι επιδόθηκα στην λατρεία των ατελειών.
Έχω λοιπόν πολλά να κάνω
αναζητώντας μέσα από ελλείψεις
τον εαυτό μου σε πείσμα των τελειομανών
που επαναπαύονται στον μοναδικό δρόμο τους
με την σιγουριά του αλάθητου.
Εγώ πορεύομαι μες τις αμφιβολίες
και τον κίνδυνο του ατελέσφορου στόχου
ποτέ παροπλισμένος αφού πάντα μάχομαι.
*****
[Από τις ¨Ζωγραφιές μου¨ - Λάδι σε χαρτόνι - Γενάρης 2015]
Tα πνευματικά δικαιώματα όλων των εικόνων και των μουσικών που αναδημοσιεύονται εδώ ανήκουν αποκλειστικά και μόνο στους δημιουργούς τους.
Κοινωνία, επικοινωνία, εξουσία: Από τον Βωμό και τον Άμβωνα στην οθόνη. Η περίοδος της προφορικότητας και οι επικοινωνητές της. Μια κοινωνιολογική προσέγγιση στην ιστορία της επικοινωνίας και των μέσων. Εκδότης: Ι. Σιδέρης. Συγγραφέας: Βασίλης Νόττας. Σειρά: Δημοσιογραφία και ΜΜΕ. Έτος έκδοσης: 2009 . ISBN: 960-08-0468-0. Τόπος Έκδοσης: Αθήνα Αριθμός Σελίδων: 302 Διαστάσεις: 24χ17 Πρόλογος: Κώστας Βεργόπουλος. Αποσπάσματα στο Ιστολογοφόρο: κλίκ στην εικόνα
Συλλογή κειμένων: ΜΜΕ, κοινωνία και πολιτική. Ρόλος και λειτουργία στη σύγχρονη Ελλάδα. Επιμέλεια: Χ. Φραγκονικολόπουλος Εκδόσεις Ι. Σιδέρης, 2005 Αριθμός σελίδων 846. ISBN 960-08-0353-6, Κείμενο Β. Νόττας: ¨Επικοινωνιακή και πολιτική εξουσία τον καιρό της επέλασης των ιδιωτών¨ (σελ. 49). Κείμενο στο Ιστολογοφόρο: κλικ στην εικόνα.
Β΄Έκδοση Εκδόσεις Ι Σιδέρης NovelBooks Έτος έκδοσης: 2012 Αριθμός σελίδων: 610 Κωδικός ISBN: 9609989640 Αποσπάσματα στο Ιστολογοφόρο: κλικ στην εικόνα του εξώφυλλου
Vivere pericolosamente Ανθολογία διηγημάτων: 26 ιστορίες από την Ιταλία. Εκδόσεις: Αντίκτυπος. Αθήνα: 2005 Σελίδες: 342. Κείμενο Β. Νόττας: ¨Το διαβατήριο¨. Ανάρτηση στο Ιστολογοφόρο: Κλικ στην εικόνα του εξώφυλλου
Εκδότης: Αρχέτυπο. Συγγραφέας: ΒΑΣΙΛΗΣ ΝΟΤΤΑΣ. Κατηγορίες: Φανταστική Λογοτεχνία. ISBN 978-960-7928-83-2. Ημερομηνία έκδοσης: 01/01/2002. Αριθμός σελίδων: 512. Αναρτήσεις στο Ιστολογοφορο: κλίκ στην εικόνα του εξώφυλλου.
Η «κατασκευή» της πραγματικότητας και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Αθήνα 1998. Πρακτικά διεθνούς συνεδρίου που οργανώθηκε από το Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών. Συλλογικό έργο. Έκδοσεις: Αλεξάνδρεια. Διαστάσεις: 24Χ17. Σελίδες: 634. Κείμενο Β. Νόττας: Κοινωνιολογικες παρατηρησεις πανω στην οπτικοακουστικη αναπαρασταση της συγχρονης ελληνικης πραγματικοτητας. Κείμενο στο Ιστολογοφόρο: κλικ στην εικόνα
Ενα κείμενο στο βιβλίο του Κώστα Μπλιάτκα ¨Εισαγωγή στο τηλεοπτικό ρεπορτάζ" . Εκδόσεις ¨Ιανός¨ με τίτλο ¨Αξιοπιστία και οπτικό ρεπορτάζ¨
Περιοδικό ¨Εξώπολις¨ Τεύχος 12-13. Κείμενο με τίτλο ¨Το ραδιόφωνο των ονείρων. Ένα δοκίμιο περί ήχων φτιαγμένο με επτά εικόνες¨. Στο Ιστολογοφόρο: κλικ στην εικόνα.
Συμμετοχή σε λογοτεχνικό παιχνίδι σχετικό με τον (υποτιθέμενο) συγγραφέα Άρθουρ Τζοφ Άρενς. Δημοσιευμένο στο περιοδικό ¨Απαγορευμένος πλανήτης" τεύχος 6 (εκδόσεις ¨Παραπέντε¨). Για το πλήρες κείμενο κλικ στην εικόνα.
¨Το Δεντρο¨ Τεύχος: 17-18 . Βασίλης Νοττας: Συζήτηση για τον κοινωνικό χώρο της Θεσσαλονίκης.
Διδακτορική Διατριβή ¨Δημόσια μέσα μαζικής επικοινωνίας και συμμετοχική Πολεοδομία¨. Σελίδες:788. Ψηφιοποιημένη στη βιβλιοθήκη του Παντείου
Συγγραφικά φίλων
Ποιήματα και ποιητικά κείμενα του Νίκου Μοσχοβάκου (κλικ στην εικόνα)
Ποιήματα και ποιητικά κείμενα του Ηλία Κουτσούκου (κλικ στην εικόνα)
Μοτο-ταξιδιωτικά από τον Βασίλη Μεταλλινό (κλικ στην εικόνα)
Κάποιες απόψεις και άρθρα…
Η γυναίκα τανάλια * Όταν ο Χάρι Πότερ συνάντησε τα λόμπι * Ο μικρός ήρωας * Πώς έκοψα το κάπνισμα και άλλα
Σημείωση: Βρήκα αυτούς τους στίχους στα Ιταλικά στο διαδίκτυο, χωρίς άλλες αναφορές και υποθέτω ότι ανήκουν σε κάποιο ευρύτερο κείμενο του Stefano Benni, μια που εκτός από τον ¨ήρωα¨ που μονολογεί, υπάρχει ¨εκείνη¨ που την λένε Λιού και ο ¨κακός¨ που τον λένε Scandellari. Στην προσαρμογή στα Ελληνικά τους αφαίρεσα προκειμένου να γίνει το πόνημα ¨αυτοτελές¨. Το αρχικό κείμενο έχει ως εξής:
Dormi, Liù
Dorme la corriera dorme la farfalla dormono le mucche nella stalla
il cane nel canile il bimbo nel bimbile il fuco nel fucile e nella notte nera dorme la pula dentro la pantera
dormono i rappresentanti nei motel dell’Esso dormono negli Hilton i cantanti di successo dorme il barbone dorme il vagone dorme il contino nel baldacchino dorme a Betlemme Gesù bambino un po’ di paglia come cuscino dorme Pilato tutto agitato
dorme il bufalo nella savana e dorme il verme nella banana dorme il rondone nel campanile russa la seppia sul’arenile dorme il maiale all’Hotel Nazionale e sull’amaca sta la lumaca addormentata
dorme la mamma dorme il figlio dorme la lepre dorme il coniglio e sotto i camion nelle autostazioni dormono stretti i copertoni
dormono i monti dormono i mari dorme quel porco di Scandellari che m’ha rubato la mia Liù per cui io solo porcamadonna non dormo più.
Καμιά φορά κολλάς. Λες: θα σταματήσω εδώ για λίγο (ας πούμε στη δουλειά ενός συγγραφέα ή τραγουδοποιού που -καταρχάς- σου αρέσει) θα του αλλάξω λίγο τον κώδικα έκφρασης, όσο χρειάζεται για να τον κάνω πιο προσιτό στους -εξ ορισμού- φίλους του Ιστολογοφόρου και θα αναρτήσω ένα δείγμα, άντε δύο. Αλλά κολλάς. Και επανέρχεσαι. Άλλοτε δριμύτερος κι άλλοτε έτσι κι έτσι.
Κάτι τέτοιο μου συνέβη και παλιότερα με τον Μπρασένς, που μου άρεσε από τότε που ήμουν πιτσιρικάς -αν και τότε δεν καταλάβαινα γρι τι έλεγε- και άρεσε και στο γιό μου όταν ήταν πιτσιρίκος, αλλά έμενε ως επί το πλείστον αμετάφραστος, άρα δυσπρόσιτος. Είπα να προσαρμόσω καναδυό τραγούδια στα ελληνικά και τελικά κόλλησα κι έφτασα τα σαράντα και. Τώρα η ιστορία αυτή επαναλαμβάνεται με τον Μπένι τον ιταλό συγγραφέα κυρίως διηγημάτων ή και ευρύτερων έργων που μοιάζουν με συναρμολογήσεις μικρών αφηγήσεων. Ποιήματα λίγα. Πάντως ευχαριστώ όσους μου έστειλαν την ευαρέσκειά τους για την επιλογή (λόγια ή like). Κάνει καλό.
Το κείμενο που ακολουθεί σήμερα θα έλεγα πως είναι ¨χύμα σκέψεις¨, δηλαδή εδώ αλλάζει κάπως το είδος και το ύφος της γραφής. Είναι πιο αποφθεγματικό. Ο Στέφανο Μπένι πάνω σε ένα θέμα δύσκολο: Ψυχή
(Στέφανο Μπένι, από τη συλλογή: Αργά ή γρήγορα η Αγάπη καταφτάνει)
[Να μιλάς για τον καιρό
είναι σαν να μη μιλάς καθόλου
όμως πρέπει να πω
ότι κάνει πραγματικά ζέστη!]
.
Καθώς ο Αύγουστος θα σβήνει
πολιτική και πειθαρχία
καθώς ως και με έναν υπουργό
θα πήγαινες στην παραλία…
.
Μια επιθυμία πορφυρή
παρ’ όλα αυτά αντιστέκεται
γερά μες το λιοπύρι
και σε φιλούν οι σύντροφοι
με κόκκινα τα χείλη
και η δροσιά σου η ζουμερή
τώρα τους περιλούζει
κι είναι για εσέ το πάθος
ω φέτα από καρπούζι
κόκκινη πασιονάρια
σημαία προλετάρια.
.
Τι κι αν το κίτρινο πεπόνι
με το προσιούτο ζευγαρώνει
κι ως καιροσκόπος μπουρζουάς
πάει και με εσάς πάει και με μας
εσύ μονάχη αντέχεις
κι ανάγκη δεν το έχεις
Σε εσέ μονάχα φτάνει
η δίψα και τα χέρια μας
και τότε μας χαμογελάς
σελήνη που αυξάνει
χυμός που περιλούζει.
Σε σένα υποκλινόμαστε
ω φέτα από καρπούζι
κόκκινη πασιονάρια
σημαία προλετάρια.
Quando l’agosto spegne politica e disciplina quando anche con Bisaglia andresti in piscina un rosso desiderio eppur resiste saldi nel solleone i compagni ti baciano con devota passione tu, rossa passionaria o anguria bandiera proletaria
Se il borghese melone gran qualunquista sta con i fichi e il prosciutto fa alleanza con tutto, tu da sola rimani e bisogno non hai che della nostra sete e delle nostre mani nel ricurvo sorriso del tuo quarto di luna ci chiniam riverenti sprofondando il viso dolce come nessuna o rossa passionaria o anguria bandiera proletaria.
(Κι άλλοι γάτοι κι άλλος Μπένι κι άλλη μετάφραση…)
Ωδή στη γάτα
Ω βασίλισσα του κήπου
ω τίγρις του κιμά
ω αστραπή που ξεκοιλιάζει
και την πιο γοργοπόδαρη
κρεατοκονσέρβα
Υψηλόφρων ακόμα και όταν
μασουλάτε μία ψείρα
Ω γκουρού
που τα γουργουρίσματά σας
συνοδεύουν τριζοβολώντας
τη Νιρβάνα
που με την ουρά σας απομακρύνετε
τις φιλοφρονήσεις των πληβείων
προς τη γούνα σας για την οποία
ουδείς εραστής πλήρωσε
προς την ομορφιά σας για την οποία
δεκάδες γάτοι
με φρικτές σερενάτες
προσγειώνουν τη σελήνη
.
Ω υπναλέα κυρίαρχε
ω γάτα Νεφέλη
που ποτέ δεν γερνάει
A una gatta
O regina del giardino
tigre del ragù
lampo che sbrana
la più veloce carne in scatola
altera anche quando
mordicchia una piattola
o guru crepitante
di fusa nel nirvana
con la coda allontani
i complimenti plebei
Nella tua pelliccia, per cui
nessun amante pagò
nella tua bellezza, per cui
gatti a decine
di orrende serenate
atterriscono la luna
o sonnacchiosa sovrana
o Nuvola, gatta
che non invecchia mai
Ακόμη στίχοι του Stefano Benni, ακόμη μία από τις (σχετικά) άπιστες μεταφράσεις που σας φτιάχνω
Για μια γάτα
Τ’ αμάξια
τ’ αυτοκίνητα
τρέχουν πολύ γρήγορα
για τους γάτους
τους γάτους
που θέλουν
να διασχίσουν το δρόμο
για να αναζητήσουν
μιαν αγάπη
μιαν αγάπη
που μένει στου δρόμου την απέναντι μεριά
(ναι, είναι γνωστό ότι ο έρως θέλει ρίσκο)
.
Και οι γάτοι
οι ψιψίνοι
είναι πολύ ανεξάρτητοι
για τις κυρίες
που θέλουν να τους χαϊδέψουν
για να μιμηθούν
μιαν αγάπη
μιαν αγάπη
όταν στο γύρο δεν έχει καμιά
(ούτε που να την πληρώσεις)
.
Και εάν τη νύχτα μου ‘ρχεται να τηλεφωνήσω
από τους δημόσιους θαλάμους ή από κανένα φτηνό μπαρ
ακούω τα κέρματα που πέφτουν
σαν τους παλμούς
της καρδιάς μου της μισοαθώας
και εσύ απαντάς βαριεστημένη
ενοχλημένη
κοιμισμένη
στις τρεις τη νύχτα τι άλλο να ήσουν
και σε ρωτάω αν είσαι μόνη και φυσικά τσαντίζεσαι
θέλεις να κοιμηθείς, θέλεις να μου το κλείσεις
και δεν καταλαβαίνεις πως…
‘
Τα τηλέφωνα
τα τηλέφωνα
είναι πολύ άβολα
για τα νυχωμένα δάχτυλα των γάτων
των γάτων
που θέλουν να καλέσουν
μιαν αγάπη
μιαν αγάπη
που μένει σ’ άλλη γειτονιά
(και ποιος ξέρει αν θα ‘ρθει ξανά)
.
Και τη νύχτα
τη νύχτα
παραείναι πολλά τ’ αστέρια
πολλά τ’ αυτοκίνητα
και στους γάτους τους έρχεται να ξαπλώσουν
εκεί, ακριβώς τη μέση
του δρόμου
να κοιτάξουν ολόγυρα και να περιμένουν
μπας και κάποιος τους αγγίξει ευγενικά τον ώμο και τους πει
ο κόσμος τελείωσε, κύριε
μπορείτε να πηγαίνετε
.
Και εάν τη νύχτα σου ‘ρθει η επιθυμία
τηλεφώνησέ μου
από το σπίτι σου το ήσυχο
ή από παραλιακό ξενοδοχείο
ακούω τα κουδουνίσματα που με ξυπνάνε
σα να ‘ναι παλμοί
της καρδιάς σου της μισοαθώας
και σου απαντώ ενοχλημένος βαριεστημένος κοιμισμένος
στις τρεις τη νύχτα τι άλλο να κάνω
κι αν με ρωτάς αν είμαι μόνος λέω είμαι μόνος
είμαι μόνος είμαι μόνος πώς να στο εξηγήσω
.
Τα κέρματα τελείωσαν κύριε
είναι ώρα να πηγαίνετε
μα γιατί δεν καταλαβαίνετε πως…
Stefano Benni, A una gatta
Le macchine le macchine sono troppo veloci per i gatti i gatti che vogliono attraversar per cercare un amore un amore che dall’altra parte della strada sta (si sa, bisogna rischiar)
E i gatti i gatti sono troppo indipendenti per le donne le donne che li voglion carezzar per mimare un amore un amore quando proprio in giro non ce n’è (neanche a pagar)
E se di notte mi vien voglia ti telefono dalle cabine in autostrada da qualche squallido bar sento i gettoni che cadono come battiti del mio cuore ingenuo a metà e tu rispondi annoiata scocciata addormentata alle tre di notte cos’altro potresti far e io ti chiedo sei sola e tu naturalmente ti incazzi vorresti dormire vorresti riattaccar e non capisci che…
I telefoni i telefoni sono troppo scomodi per le zampe dei gatti dei gatti che voglion telefonar per chiamare un amore un amore che abita in un’altra città (chissà se un giorno tornerà)
E la notte la notte ci sono troppe stelle troppe macchine e ai gatti viene voglia di sdraiarsi proprio in mezzo alla strada e guardare e aspettar che qualcuno gentile ti tocchi la spalla e dica il mondo è finito, signore se ne può andar
E se di notte ti vien voglia mi telefoni dalla tua casa tranquilla o da un albergo sul mar sento gli squilli che mi svegliano come battiti del tuo cuore ingenuo a metà e ti rispondo scocciato annoiato addormentato alle tre di notte cos’altro potrei far e se mi chiedi se sono solo dico son solo sono solo solo solo come posso spiegar i gettoni son finiti signore è ora di andar ma perché non capite che…
…κι αυτό είναι ένα ποίημα του Stefano Benni ή τουλάχιστον μια προσπάθεια απόδοσής του στα Ελληνικά που σας έφτιαξα
Ο Ποιητής
Ο ποιητής είναι πουλί
που τις λέξεις ραμφίζει
κάτω από της καθημερινότητας το χιόνι
…που έρχεται στο πρεβάζι
κι αν πας να το πιάσεις
φτερουγίζει φοβισμένο.
Ο ποιητής είναι θηλυκό
μη χειραφετημένο.
Ο ποιητής είναι γερός και υγιής
μα στη ματιά του έχει κάτι τι
και εσύ θα πεις :
είναι ποιητής!
Είναι αναλφάβητος συχνά
έτσι όμως είναι πιο καλά
—όλατα λέει πιο απλά.
Ο ποιητής είναι ασθενής
πάσχει από άσθμα, έχει συκώτι, κρίσεις χολής
και είναι αντιπαθητικός,
είναι γκρινιάρης ακραιφνής,
και σκοτεινός:
αλίμονό σου αν τον φωνάξεις ¨ποιητή¨
Είμαι κομήτης, θα σου πει,
που αναγγέλλει ένα Σύμπαν Νέο.
Ανώφελος ολοσχερώς
είναι χαμένος διαρκώς,
δεν είναι άλλος
μονάχα ένας ενταγμένος παπαγάλος
κι αισθάνεται οργανικός
ή μάλλον
είναι φτιαγμένος απ’ αέρα
κι η πένα του εκφράζει πέρα ως πέρα
της γης των κολασμένων την οργή.
Βρίσκεται πέρα από κάθε επιταγή
πάνω απ’ την πολιτική
πιο πάνω από της γης τη σφαίρα.
Είναι ξανθός, ο ποιητής, και φθισικός
πάντοτε αυτοκτονικός, ο ποιητής,
μα πονηρός
μια πρόκληση στου κόσμου την κοινοτοπία
είναι απολύτως και ολότελα ομαλός.
Ο ποιητής είναι ομοφυλόφιλος
Ο ποιητής είναι ένας άγιος
Ο ποιητής είναι ένας κατάσκοπος
Μετά, στα ξαφνικά, γίνεται άφαντος
και πάει σε νησάκι μακρινό
ή -ίσως- σε μπουρδέλο κοντινό
κι αφήνει πίσω του μεγάλο το κενό
στην ποίηση
–τη δική τουφυσικά εννοώ.
.
Ο ποιητής είναι ο τίτλος
του ποιήματος αυτού εδώ
που έγραψα εγώ.
Il poeta
Il poeta è un uccello che becca le parole sotto la neve del normale viene sul davanzale e scappa, impaurito se lo vuoi catturare Il poeta è femmina Il poeta è gagliardo ha qualcosa, nello sguardo che tu dici: è un poeta Spesso è analfabeta ma è meglio è piú immediato il poeta è un ammalato colitico, fegatoso, asmatico il poeta è antipatico, scontroso ombroso: guai chiamarlo poeta è una cometa che annuncia un mondo nuovo è assolutamente inutile è un fallito è un pappagallo di partito è organico, no, è fatto d’aria ha nella penna tutta intera la rabbia proletaria è sopra la politica è sopra il mondo il poeta è tisico e biondo il poeta è sempre suicida il poeta è un furbone il poeta è una sfida alle banalità del mondo il poeta è assolutamente del tutto normale il poeta è omosessuale il poeta è un santo il poeta è una spia poi un giorno va via in un isola lontana o anche a puttana e lascia un gran vuoto nella poesia la sua il poeta è il titolo di questa mia.
Απόδοση στα ελληνικά ενός ποιήματος του Stefano Benni
Μην περιφρονείς το λίγο
Να μην περιφρονείς το λίγο,
Το λιγότερο, το όχι αρκετό
Το ταπεινό, τ’ αόρατο, το αχνό, το σιωπηλό
Γιατί όταν οι έρωτες και οι μεγάλες μάχες
Θα ‘χουνε πια περάσει
Κι όταν μονάχος περπατάς στο έρημο δωμάτιο
Δεν θα σου κάνει συντροφιά
Η φλόγα η υψιπετής, του θρίαμβου η φανφάρα
Αλλά μονάχα στάχτες ή -μπορεί- ένα μικρό ρυάκι
Ή μία νότα
Ή ο ψίθυρος μιας λέξης
Το λίγο, το λιγότερο, το όχι αρκετό
Non disprezzare il poco
Non disprezzare il poco, il meno, il non abbastanza
L’umile, il non visto, il fioco, il silenzioso
Perché quando saranno passati amori e battaglie
Nell’ultimo camminare, nella spoglia stanza
Non resteranno il fuoco e il sublime, il trionfo e la fanfara
Ma braci, un sorso d’acqua, una parola sussurrata, una nota
Il poco, il meno il non abbastanza.
Σήμερα σας έχω φτιάξει ακόμη μία μετάφραση στίχων του Stefano Benni. Όπως θα διαπιστώσουν οι ιταλομαθείς αντιπαραθέτοντας με το πρωτογενές κείμενο εδώ παρακάτω, πρόκειται για μια μετάφραση θα έλεγα απροκατάληπτη, για να μη πω κάπως άπιστη. Πάντως νομίζω πως παραμένει κοντά στο (τρυφερά σκωπτικό) πνεύμα του συγγραφέα.
Οι αγελάδες
Κοιμούνται οι αγελάδες
μέσα στο στάβλο
κοιμούνται και η ανάσα τους σκαρώνει συννεφάκια
κοιμούνται και ονειρεύονται
πράσινα χορταράκια
ή μοσχαράκια παχουλά
και έναν ουρανό ψηλά -γαλάζιο
κι όμως ντυμένο στα λευκά
σαν γάλα
κι εκεί απογειώνονται, φτυστές σαν πεταλούδες
κι εκεί πετάνε,
μακριά απ’ όλα τ’ άλλα
ίδιες ελπίδες (φρούδες).
.
Οι αγελάδες ίπτανται απ’ τα σύννεφα πιο πάνω
η κάθε μια τους στρουμπουλό
ανεμοπλάνο
κι έπειτα στρέφουν τα όπλα τους
τα βιολογικά
και βομβαρδίζουν σωρηδόν, διαρροϊκά,
σφαγεία και χασάπικα
και άλλα καταστήματα αντιβουκολικά.
.
Μα ύστερα ξυπνάνε, είναι ήδη πρωί,
η μέρα η επομένη.
Οι μύγες τριγυρνάνε
βουίζουν και τσιμπάνε
κι οι αγελάδες σκέφτονται πόσο η Ειμαρμένη
δεν έχει λογική.
Τι είναι εν τέλει η ζωή;
Σήμερα είμαστε εδώ, ευτυχισμένες όλες
και αύριο μπριζόλες.
Le mucche
Le mucche dormono dentro la stalla stanno insieme strette e con il fiato fan le nuvolette e sognano le mucche sognano un cielo azzurro bianco come il latte in cui decollano come farfallette e volano le mucche volano sopra le nuvole dall’alto puntano le naturali loro artiglierie e poi bombardano le macellerie ma poi si svegliano le mosche ronzano è già mattino e le mucche pensano le mucche pensano al loro destino cos’è la vita infine? oggi siamo qui, domani scaloppine.
Ο Στέφανο Μπένι είναι ένας σύγχρονος ιταλός συγγραφέας γνωστός κυρίως για τα διηγήματα και τις νουβέλες του. Παλιότερα είχα αναρτήσει στο Ιστολογοφόρο την απόδοση στα ελληνικά ενός μικρού θεατρικού κειμένου με τίτλο Σέρλοκ Μπάρμαν καθώς και τη μετάφραση μιας σειράς θεατρικών μονολόγων με τίτλο Μπλουζ σε 16 Η μπαλάντα της πόλης που πονάει. Σήμερα σας έχω την απόδοση κάποιων στίχων που δημοσιεύτηκαν το 1991 (συλλογή: Ballate, εκδόσεις: Feltrinelli).
Stefano Benni
Εγώ σε αγαπώ
Εγώ σε αγαπώ
κι αν δεν σου φτάνει
θα κλέψω απ’ τον ουρανό τ’ αστέρια
για να σου φτιάξω ένα γιορντάνι
κι ο άδειος ουρανός
δε πρόκειται να λυπηθεί γι αυτό που θα ‘χει χάσει
γιατί και μόνο η ομορφιά σου
φτάνει για να γεμίσει όλη την πλάση.
.
Εγώ σε αγαπώ
κι αν δεν σου φτάνει
τη θάλασσα θα αδειάσω
και τα μαργαριτάρια όλα
θα φέρω στην ποδιά σου
κι η θάλασσα δεν πρόκειται να κλάψει
για την αποκοτιά μου αυτή
γιατί
μήτε τα κύματα, οι σειρήνες ή τ’ αρχαία αγγεία
δεν έχουν την μαγεία
που έχει μια ματιά σου.
.
Εγώ σε αγαπώ
κι αν δεν σου φτάνει
τα ηφαίστεια θα κάνω να κοχλάσουν
και τη φωτιά στα χέρια σου θα βάλω
κι εκεί θα γίνει πάγος
του πάθους μου την κάψα να γλυκάνει.
.
Εγώ σε αγαπώ
κι αν δεν σου φτάνει
όταν οι ζέστες του καλοκαιριού σε ενοχλήσουν
έως και σύννεφα θα βρω τιθασευμένα
σταλαγματιές βροχής για να χαρίσουν
μόνο σε εσένα
κι αν ούτε και αυτό σου φτάνει
το χρόνο λέω να σταματήσω
και ύστερα με δέος θα ζωγραφίσω
επάνω στους πλανήτες τη μορφή σου
κι αν δε σου φτάνει
Άντε γαμήσου.
Υστερόγραφο. Κουβεντιάζαμε με τον αδελφό μου για το παραπάνω πόνημα και μου λέει: ¨Το θυμάσαι το ποιηματάκι;¨
¨Ποιο ποιηματάκι;¨
¨Ένα από εκείνα τα κωμικά που πολύ μικροί μαθαίναμε απέξω, μας έβαζαν και τα απαγγέλαμε και εσκάγανε όλοι στα γέλια.¨
¨Ποιο απ’ όλα;¨
¨Το ‘Σ’ αγάπησα τρελά στ’ αλήθεια’¨
Λίγο ο ένας λίγο ο άλλος συναρμολογήσαμε δύο στροφές. Μετά έψαξα στο διαδίκτυο μπας και βρω κι άλλες, αλλά δεν. Εν πάση περιπτώσει ό,τι μαζέψαμε έχει ως εξής:
Σ’ αγάπησα τρελά στ’ αλήθεια
σταλαγματιά καρδιάς δε μου ‘μεινε στα στήθια
Το τι δεν έκανα για σε στοχάσου
Γι αυτή την άπονη σκληρή καρδιά σου
.
Εγώ να ξαναγείρω στο πλευρό σου;
Εγώ να ξαναπάρω πια φιλί δικό σου;
Εγώ να ξανακλάψω να πονέσω;
Να σε χέσω!
Io ti amo
Io ti amo
e se non ti basta
ruberò le stelle al cielo
per farne ghirlanda
e il cielo vuoto
non si lamenterà di ciò che ha perso
che la tua bellezza sola
riempirà l’universo
.
Io ti amo
e se non ti basta
vuoterò il mare
e tutte le perle verrò a portare
davanti a te
e il mare non piangerà
di questo sgarbo
che onde a mille, e sirene
non hanno l’incanto
di un solo tuo sguardo
.
Io ti amo
e se non ti basta
solleverò i vulcani
e il loro fuoco metterò
nelle tue mani, e sarà ghiaccio
per il bruciare delle mie passioni
.
Io ti amo
e se non ti basta
anche le nuvole catturerò
e te le porterò domate
e su te piover dovranno
quando d’estate
per il caldo non dormi
E se non ti basta
perché il tempo si fermi
fermerò i pianeti in volo
e se non ti basta
vaffanculo.
Toi l’épouse modèle, Le grillon du foyer; Toi qui n’a point d’accrocs Dans ta robe de mariée; Toi l’intraitable Pénélope En suivant ton petit Bonhomme de bonheur, Ne berces-tu jamais En tout bien tout honneur De jolies pensées interlopes? De jolies pensées interlopes…
.
Derrière tes rideaux, Dans ton juste milieu, En attendant l’retour D’un Ulysse de banlieue; Penchée sur tes travaux de toile, Les soirs de vague a l’âme Et de mélancolie N’as tu jamais en rêve Au ciel d’un autre lit Compté de nouvelles étoiles? Compter de nouvelles étoiles…
.
N’as-tu jamais encore Appelé de tes vœux L’amourette qui passe, Qui vous prend aux cheveux? Qui vous compte des bagatelles, Qui met la marguerite Au jardin potager, La pomme défendue Aux branches du verger, Et le désordre a vos dentelles? Et le désordre a vos dentelles…
.
N’as-tu jamais souhaite De revoir en chemin Cet ange, ce démon, Qui son arc a la main Décoche des flèches malignes? Qui rend leur chair de femme Aux plus froides statues, Les bascul’ de leur socle, Bouscule leur vertu, Arrache leur feuille de vigne… Arrache leur feuille de vigne…
.
N’ait crainte que le ciel Ne t’en tienne rigueur, Il n’y a vraiment pas la De quoi fouetter un cœur Qui bat la campagne et galope… C’est la faute commune et le péché véniel, c’est la face cachée de la lune de miel et la rançon de Pénélope… Et la rançon de Pénélope.
Έπεσα πάνω σε ένα τραγούδι που μιλάει για τη νεανική εξέγερση του ’68. Τυχαία -η πεντηκονταετία από τα γεγονότα συμπληρώθηκε πέρυσι και με την ευκαιρία ειπώθηκαν ήδη πολλά.
Αυτή τη φορά όμως οι έμμετρες σκέψεις ήταν τραγουδισμένες από τον Γάλλο τροβαδούρο στον οποίο το παρόν Ιστολογοφόρο έχει μια κάποια αδυναμία. Να λοιπόν που γυρίζουμε πίσω στη μουσική και τους στίχους του George Brassens.
Πρόκειται για τη ¨Λεωφόρο του καιρού που περνάει¨ (Boulevard du temps qui passe) και περιλαμβάνεται στο άλμπουμ Δον Ζουάν το οποίο κυκλοφόρησε το 1976. Το εκ πρώτης όψεως παράδοξο είναι πως ο Βrassens δεν είχε μέχρι τότε εκφραστεί με σαφήνεια υπέρ ή κατά της νεανικής εξέγερσης (όπως άλλωστε και ο Βrel -ο οποίος όμως είχε ήδη ξεκαθαρίσει την ευρύτερη θέση του από το ‘61. Τους χαρακτηριστικούς στίχους του Brel για τους μπουρζουάδες και τους γόνους τους θα βρείτε εδώ ). Όπως θα δείτε, ανάλογος σκεπτικισμός επικρατεί και στο Boulevard du temps qui passe.
Στις πρώτες έξι στροφές ο τροβαδούρος χρησιμοποιεί, με ύφος εξομολογητικό, το πρώτο πληθυντικό πρόσωπο: εμείς. Εμείς οι νέοι, οι ωραίοι, οι επαναστάτες. Στην έβδομη στροφή μιλάει για ¨αυτούς¨ και δε διστάζει να τους παρομοιάσει με ¨ασβεστωμένους τάφους¨ με αναφορά σε ένα απόσπασμα από το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο (XXIII 27) όπου ο Χριστός λέει: Οὐαὶ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί, ὅτι παρομοιάζετε τάφοις κεκονιαμένοις, οἵτινες ἔξωθεν μὲν φαίνονται ὡραῖοι, ἔσωθεν δὲ γέμουσιν ὀστέων νεκρῶν καὶ πάσης ἀκαθαρσίας
Σημείωση: Μια που τον καιρό εκείνο ξεκινώντας από τη Φλωρεντία είχα επισκεφτεί (με οτοστόπ) το Παρίσι, έχω κάποιες προσωπικές εντυπώσεις, που ίσως συμπεριλάβω σε προσεχή ανάρτηση στο Ιστολογοφόρο.
Ακολουθούν:
*Το τραγούδι (ηχητικό)
* Μια απόδοση στα ελληνικά που σας έφτιαξα με τη (συνήθη) προσπάθεια οι στίχοι να ¨χωράνε¨ στη μουσική, έστω με λίγο ζόρι, έτσι ώστε το τραγούδι να αποκτήσει μια εκδοχή στην ελληνική γλώσσα.
* Μια πιο ¨ελεύθερη¨ απόδοση, εκτός μουσικής, δηλαδή απαλλαγμένη από το άγχος που δημιουργούν οι πολυσύλλαβες ελληνικές λέξεις όταν πρέπει να στριμωχτούν σε μια δοσμένη μελωδία.
* Το κείμενο στα γαλλικά
Το τραγούδι
Η ΛΕΩΦΟΡΟΣ ΤΟΥ ΚΑΙΡΟΥ ΠΟΥ ΠΕΡΝΑΕΙ
Πλέον χωρίς το μπιμπερό
είπαμε ας πάμε έξω από ‘δω
όπου οι καιροί μας προσπερνάνε
την ¨ξαστεριά¨ γυρεύοντας
γέρους κι οκνούς στοχεύοντας
που δεν τα παρατάνε
*
Κοίταξε, ήτανε μόλις χτες
στους δρόμους, μ’ όψεις γελαστές
-ποιοι τάχα θα μας υποτάξουν;-
Πατήσαμε φράχτες κι αυλές
κι ανάψαμε χαράς φωτιές
οι μπουρζουάδες να τρομάξουν.
*
Ψηλά τα λάβαρα ξανά
κι όρκος στο επτά -οκτώ -εννιά:
Να ξαναπέσει η Βαστίλη!
και αγκαλιάσαμε με ορμή
όσες δεν άγγιζαν πια αυτοί
Έρως-Θεός μας είχε στείλει
*
Σε βάλτο μ’ έντυπα παπιά
εμείς τα γελαστά παιδιά
Πέτρες πετάξαμε απ’ το δρόμο
Τίποτα πια δεν μένει ορθό:
ταμπού ή πίστη σε θεό,
σε νόμο ή σε τρόμο
*
Σαν ήχησε ¨παύσατε πυρ¨,
άλλος κρανίο του Βλαδιμίρ
κι άλλος γκριζάδα και ρυτίδες
και διαπιστώσαμε εκεί δα
πόσο στην άνοιξη κοντά
είν’ οι αλκυονίδες
*
Γυρνάμε τότε: βήμα αργό!
ναι, με τον τρόπο τον παλιό,
κι όσο κι αν φαίνεται αστείο
καθώς ξεφωνίζαμε εμείς την παλιά
στη γωνιά ήταν στημένη η νέα γενιά
για να μας στείλει στο γηροκομείο
******
…Όλους, φθαρτούς και πλαδαρούς
Φαρισαίους και τάφους λευκούς
παιδιά ενός Μάη που γερνάει
τους είδαμε ξανά εχτές
να επελαύνουν νέοι και νιες
στη λεωφόρο του καιρού που
[άτεγκτος] περνάει
Η λεωφόρος των Καιρών που Περνάνε
Από τη κούνια μόλις είχαμε ξεμυτίσει
και είπαμε να κάνουμε μια βόλτα
εκεί που όλα είχαν ξεκινήσει:
Που πάει να πει ωστόσο
εκεί που οι καιροί,
ενώ κανένας δεν το περιμένει,
μοιάζουν αναγκασμένοι
το δέρμα τους να αλλάζουν κάθε τόσο
*
Ψέλναμε τα τραγούδια μας, τα επαναστατικά
ενάντια σ’ όλα τα κακά
και προπαντός
σ’ όσα κατάφερναν ακόμη οι παλιοί,
οι γερασμένοι, οι χοντροί, οι πλαδαροί
που ζουν -οχυρωμένα σκιάχτρα-
στων σκουριασμένων ιδεών τα κάστρα
*
Μας είδαν όλοι – ήταν σαν χθες.
Νέοι, και υπερήφανοι,
ποδοπατώντας τα παρτέρια των παλιών
ανάψαμε χαράς φωτιές
και λικνιστήκαμε σ’ αλλόκοτο χορό,
καθώς του φόβου το σκουλήκι
μέσα στον κάθε μπουρζουά
τρύπωνε ζοφερό.
*
Είπαμε:
εμείς θα επαναλάβουμε το επτά-οκτώ-εννέα
εμείς θα κυριεύσουμε μία Βαστίλη νέα
και από αύριο κιόλας, όλα θα ‘ ναι καινούργια
…κι ύστερα αγκαλιάσαμε λαίμαργα και με φούρια
εκείνες που δεν άγγιζαν οι μπουρζουάδες πια
και για να πάνε όλα καλά στις νέες τις ημέρες
τους γονιμοποιήσαμε κάμποσες θυγατέρες.
*
Με ευθυμία εύλογη και κοροϊδευτική
ρίχναμε τους κυβόλιθους
στον βάλτο με τις πάπιες τους.
Τι θύελλα! Τι θέαμα! Τι υπερπαραγωγή!
Τίποτα πια δεν έμεινε ορθό
καθώς κατεδαφίζαμε ο, τι είχε κάποια σχέση
με τα δικά τους τα ταμπού, αρχές ή πίστη σε θεό.
*
Όμως, σαν σήμανε η κατάπαυση πυρός
δεν αναγνωρίζαμε ούτε κι εμάς τους ίδιους
άλλος δεν ήταν πια μαλλιάς, μα φαλακρός
και άλλος τους κροτάφους είχε γκρίζους
και έτσι καταλάβαμε εν τέλει
– ο, τι κι αν υπαγόρευαν οι ελπίδες-
πόσο είναι η άνοιξη κοντά
στις λιγοστές χειμερινές αλκυονίδες.
*
Γυρνάμε τότε, αλλάζουμε, σε βήμα πιο αργό
ναι, πάνω κάτω, με τον τρόπο τον παλιό,
τον παραδοσιακό,
γιατί,
όσο κι αν φαίνεται αστείο,
καθώς ξεφωνίζαμε εμείς την παλιά,
στη γωνιά ήταν στημένη η νέα γενιά
για να μας στείλει στο γηροκομείο.
***********
…Όλους αυτούς τους φθαρτούς και φτιαγμένους
φαρισαίους και τάφους ασβεστωμένους
στο καβούκι τους μέσα που παραπαίουν
ναι τους είδαμε χτες
υπερήφανους νέους να κατηφορίζουν
στη λεωφόρο των καιρών που λακίζουν.
*
Μια ανάγνωση:
Boulevard du temps qui passe
A peine sortis du berceau, Nous sommes allés faire un saut Au boulevard du temps qui passe, En scandant notre » Ça ira » Contre les vieux, les mous, les gras, Confinés dans leurs idées basses.
*
On nous a vus, c’était hier, Qui descendions, jeunes et fiers, Dans une folle sarabande, En allumant des feux de joie, En alarmant les gros bourgeois, En piétinant leurs plates-bandes.
*
Jurant de tout remettre à neuf, De refaire quatre-vingt-neuf, De reprendre un peu la Bastille, Nous avons embrassé, goulus, Leurs femmes qu’ils ne touchaient plus, Nous avons fécondé leurs filles.
*
Dans la mare de leurs canards Nous avons lancé, goguenards, Force pavés, quelle tempête! Nous n’avons rien laissé debout, Flanquant leurs credos, leurs tabous Et leurs dieux, cul par-dessus tête.
*
Quand sonna le » cessez-le-feu » L’un de nous perdait ses cheveux Et l’autre avait les tempes grises.
Nous avons constaté soudain Que l’été de la Saint-Martin N’est pas loin du temps des cerises.
*
Alors, ralentissant le pas, On fit la route à la papa, Car, braillant contre les ancêtres, La troupe fraîche des cadets Au carrefour nous attendait Pour nous envoyer à Bicêtre.
***
Tous ces gâteux, ces avachis, Ces pauvres sépulcres blanchis Chancelant dans leur carapace, On les a vus, c’était hier, Qui descendaient jeunes et fiers, Le boulevard du temps qui passe.
Προσπάθεια απόδοσης στα ελληνικά του ¨Μπλουζ σε δεκάξι¨ (Στέφανο Μπέννι). Δεύτερο μέρος, όγδοος μονόλογος: Ο Πατέρας. [Τελευταίο- ολόκληρο το θεατρικό κείμενο (8+8 μονόλογοι ) του Benni στη δεξια στήλη κάτω από τον τίτλο ¨Μεταφράσεις ποιημάτων και σχεδιάσματα κειμένων¨].
Προσωπικά με το Γιούρο-πανηγύρι, καμία ή, άντε καλά, πολύ μικρή σχέση. Τόσο μικρή, που μόλις και που πήρε τ’ αφτί μου ότι, ανάμεσα στο διάχυτο νταβαντούρι των ημερών, υπήρχε και ολίγον τι από Ηράκλειτο.
Φυσικά απόρησα. Όχι πολύ. Ξέρω ότι η αποκαλούμενη και ¨δημιουργική φαντασία¨ των σεφ-μαγείρων της μαζικής κουλτούρας όλα τα σφάζει όλα τα μαχαιρώνει, άρα δεν πρόκειται να αφήσει να της γλιτώσουν ούτε οι αρχαίοι φιλόσοφοι, ούτε καν ο (όπως και να το κάνουμε) στρυφνός και ζόρικος Εφέσιος. (Πολύ περισσότερο που, απ’ ό, τι μαθαίνω, παλιότερα, τον επίζηλο τίτλο του Γιουροβιζιονικού ¨σούπερ σταρ¨ είχε διεκδικήσει -χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία- και ο μέγας Σωκράτης, αυτοπροσώπως).
Αφού λοιπόν στην προκείμενη περίπτωση, το ίδιο ο Βούδας – το ίδιο ο Κούδας, το ίδιο ο Ιησούς – το ίδιο κι ο Ιούδας, γιατί να μη πάρει διακεκριμένη θέση δίπλα στην αξύριστη Κοντσίτα Βούρστελ και μια κάποια ρήση αποσταγμένη από την αρχαία φιλοσοφική αναζήτηση;
Αυτά σκεφτόμουν καθώς διέκρινα ανάμεσα στα ηλεκτρονικά τάμπα-τούμπα το γνωστό ρηθέν ¨τα πάντα ρέι¨ (με την εράσμια προφορά που χρησιμοποιούν οι δυτικοί) και ως εκ τούτου είπα να σιγουρευτώ ψάχνοντας στο διαδίκτυο για να βρω τι ακριβώς λέει το ιταλικής προέλευσης άσμα.
Το βρήκα και εξεπλάγην. Και μετά άρχισα να ψάχνω πώς και έτσι. Και εντρύφησα (όσο μπόρεσα) στα πεπραγμένα του πρόσφατου φεστιβάλ πολιτισμικού αυτοχειριασμού.
Η έκπληξή μου οφείλεται στο ότι οι στίχοι του άσματος μου φάνηκαν ψαγμένοι. Επικρατέστερη εκδοχή για αυτή την ανακολουθία (μουσική: λάιτ-ποπ, προορισμός: η ΒούρστελΒίζιον, αλλά στίχοι που μοιάζουν ψαγμένοι, προβληματισμένοι, ειρωνικά καταγγελτικοί) καταλήγω ότι δεν μπορεί να είναι άλλο, παρά ότι οι Ιταλοί θέλησαν να κάνουν λίγη πλάκα με τους περιφερόμενους Βρυξελιώτες αηδούς (με ήτα).
Και φαίνεται να έχουν τους λόγους τους. Πρώτον, διαθέτουν κι αυτοί ένα ανάλογο, δικό τους, ετήσιο πανηγύρι, που όσο κι αν έχει παρακμάσει σε σχέση με παλιότερες εποχές, εξακολουθεί να κάνει (ανταγωνιστικό) παιχνίδι στις -εξ ίσου ανουσιοποιημένες (με ου) – παγκόσμιες μουσικές αγορές. Δεύτερον, όταν πριν λίγα χρόνια είπαν να πάψουν να σνομπάρουν το φεστιβάλ της Γιούρο και έστειλαν εκεί τρεις νεαρούς τενόρους, παρά το ότι αυτοί ήρθαν πρώτοι στην προτίμηση του κοινού, τους έθαψαν οι κριτικές επιτροπές με τους εκπροσώπους (στην ουσία) των (δισκογραφικών) αγορών.
Έτσι φέτος, αφού πρώτα εξέλεξαν στο Σαν Ρέμο (με δόση αυτοειρωνίας) τον άγνωστο γελαστό χοροπηδητή και την συμπαθή του μαϊμούδα, τους απέστειλαν με μάλλον χλευαστική διάθεση στο Κίεβο.
Υποθέτω ότι ήταν εν γνώσει του ότι με τέτοιους στίχους (σας παραθέτω παρακάτω μια πρόχειρη μετάφραση) δεν είχαν καμία ελπίδα διάκρισης.
Ωστόσο οι εκπλήξεις δε τελειώνουν εδώ. Όλως περιέργως το τραγούδι που βραβεύτηκε τελικά φέτος, δεν είχε καμιά σχέση με όλα τα υπόλοιπα. Ήταν παραδόξως, ένα έντονα πορτογαλικό (όχι αγγλόφωνο/παγκοσμιοποιητικό), μελωδικό και τρυφερό τραγούδι. Όμως δε ξέρω αν θα το βράβευαν, εάν δε τους έδινε την ευκαιρία (χάρη σε μια λυπηρή συγκυρία που έχει να κάνει με την υγεία του ερμηνευτή) να ξαναπροβάλουν τον ήδη πολυδιαφημισμένο ¨μη κυβερνητικό ανθρωπισμό¨ τους. (ΑΑΑ Ζητείται Ανθρωπιά εικονική).
Ακολουθεί μετάφραση του τραγουδιού. [Λάβετε υπόψη α) ότι στο πρωτότυπο οι σύντομοι στίχοι είναι επιγραμματικοί, χωρίς κατ’ ανάγκην συντακτική σύνδεση μεταξύ τους και, ενίοτε, με αδύναμες ομοιοκαταληξίες β) το ¨ναμαστέ¨ δεν είναι ¨να ‘μαστε¨ (καλά), αλλά σανσκριτικής (γιογκικής ) προέλευσης επιφώνημα/χαιρετισμός: namah = υποκλίνομαι, te= εσένα γ) Δεν μεταφράζω τις επαναλήψεις της επωδού].
Των Δυτικών το Κάρμα
Να ζει κανείς ή (σώνει και καλά) πρέπει να ζει;
Του Άμλετ η αμφιβολία
Σύγχρονη όσο ο άνθρωπος ο νεολιθικός
Βολέψου στο κλουβί σου, το δύο επί τρία
Διανοούμενοι σε καφενέ (και)
Διαδικτυολόγοι
Των ανωνύμων selfιστών μέλη επίλεκτα
Ειν’ η νοημοσύνη ντεμοντέ
(οι) Απαντήσεις εύκολες
(και τα) Διλήμματα ανώφελα
Α Α Α Ζητούνται (ναι, ψάξε)
Ιστορίες με τέλος θεαματικό
Ελπίζοντας (ναι, έλπιζε)
(πως) Ό, τι κι εάν συμβεί, (θα είναι για καλό)
τα πάντα ρει
And “Singing in the rain”
(και ¨χορεύοντας στη βροχή¨)
Επωδός:
Μαθήματα Νιρβάνας
Ειναι κι ο Βούδας στην ουρά
(του κυκλικού χορού)
Για όλους στο προαύλιο μια ώρα
(κι) από μια ώρα δόξας στον καθένα ,
Alé!
Το πλήθος ένα μάντρα φωνάζει
Η εξέλιξη (σκοντάφτει και) διστάζει
Γυμνή η μαϊμού χορεύει
Των Δυτικών το κάρμα
Των Δυτικών το κάρμα
Γυμνή η μαϊμού χορεύει
Των Δυτικών το κάρμα
*
Βρέχει Chanel σταγόνες
Πάνω σε σώματα αποστειρωμένα
Απ’ των ομοίων σου τις μυρουδιές, φυλάξου
Με το ιντερνέτ όλοι (κι όλες) ξερόλες
Κόκα των λαών
Όπιο των φτωχών
*
Α Α Α Ζητείται ανθρωπιά εικονική
Sex appeal
Ό,τι κι αν γίνει, εν τέλει,
Τα πάντα ρει
And “Singing in the rain”
*
Σαν η Ζωή τα χάνει
(Ζωή αφηρημένη)
Οι άνθρωποι εκπίπτουν
Των Δυτικών το Κάρμα
Των Δυτικών το Κάρμα
Η Μαϊμού το λόγο παίρνει
Ναμαστέ αλέ!
Όμμμμ!
ΟCCIDENTALI’S KARMA
Essere o dover essere
Il dubbio amletico
Contemporaneo come l’uomo del neolitico
Nella tua gabbia 2×3 mettiti comodo
Intellettuali nei caffè
Internettologi
Soci onorari al gruppo dei selfisti anonimi
L’intelligenza è démodé
Risposte facili
Dilemmi inutili
AAA cercasi storie dal gran finale,
Sperasi
Comunque vada, panta rei
And “Singing in the rain”
Lezioni di Nirvana
C’è il Buddha in fila indiana
Per tutti un’ora d’aria, di gloria (ale!)
La folla grida un mantra
L’evoluzione inciampa
La scimmia nuda balla
Occidentali’s karma
Occidentali’s karma
La scimmia nuda balla
Occidentali’s karma
Piovono gocce di Chanel
Su corpi asettici
Mettiti in salvo dall’odore dei tuoi simili
Tutti tuttologi col web
Coca dei popoli
Oppio dei poveri
AAA cercasi umanità virtuale
Sex appeal
Comunque vada, panta rei
And “Singing in the rain”
Lezioni di Nirvana
C’è il Buddha in fila indiana
Per tutti un’ora d’aria, di gloria (ale!)
La folla grida un mantra
L’evoluzione inciampa
La scimmia nuda balla
Occidentali’s karma
Occidentali’s karma
La scimmia nuda balla
Occidentali’s karma
Quando la vita si distrae
Cadono gli uomini
Occidentali’s karma
Occidentali’s karma
La scimmia si rialza
Namaste, ale!
Lezioni di Nirvana
C’è il Buddha in fila indiana
Per tutti un’ora d’aria, di gloria (ale!)
La folla grida un mantra
L’evoluzione inciampa
La scimmia nuda balla
Occidentali’s karma
Occidentali’s karma
La scimmia nuda balla
Occidentali’s karma
Om
Σήμερα αναρτώ την απόδοση στα ελληνικά του πρώτου μονόλογου του δεύτερου μέρους (secondo movimento) του Blues in sedici – Η μπαλάντα της πόλης που πονάει του Στέφανου Μπέννι.[1]
Πρόκειται για ακόμη οκτώ ποιητικά κείμενα με τους ίδιους ήρωες του πρώτου μέρους. Αυτή τη φορά μονολογούν με διαφορετική σειρά: προηγείται πάντα ο τυφλός Μάντης και ακολουθούν η Πόλη (οι εποχές), ο Γιος, η Λίζα, η Νεκροκεφαλή, ο Κίλερ, η Μητέρα και, τελευταίος, ο Πατέρας.
Κατά τη μεταφορά στην ελληνική γλώσσα συνάντησα κάποιες δυσκολίες. Τα κείμενα κάνουν δέουσα χρήση της ¨ποιητικής άδειας¨ και συχνά απογειώνονται σε νοηματικές σφαίρες των οποίων οι σημασίες και οι συμβολισμοί είναι γνωστοί μόνο στον συγγραφέα. Για να λύσω το πρόβλημα ακολούθησα το πιο απλό δρόμο: απευθύνθηκα στον ίδιο (διατηρεί έναν ενδιαφέροντα ιστότοπο, εδώ) και είχα μια ευγενική και κατατοπιστική απάντηση μέσα σε λίγες μέρες (από τη συνεργάτιδά του Viviana Dominici την οποία και ευχαριστώ).
Οι σύνδεσμοι για τους μονολόγους του πρώτου μέρους είναι οι εξής:
[1] Ο ίδιος γράφει το επίθετό του με δύο ¨ν¨ και δεδομένου ότι οι ιταλοί τα διπλά σύμφωνα τα προφέρουν, αποφάσισα να το μεταγράψω κι εγώ στα ελληνικά με δύο ¨ν¨ -αποφεύγοντας έτσι τη σύγχυση με το γελοιογραφικό ¨Μπένυ¨ που κυκλοφορεί τελευταία.
[Με τον μονόλογο της Νεκροκεφαλής ολοκληρώνεται το πρώτο μέρος -primo movimento το λέει ο Στέφανο Μπένι- του ¨Μπλουζ σε 16¨. Όπως είδατε, γοητεύτηκα, κόλλησα και μετέφρασα περισσότερους μονόλογους από όσους είχα προαναγγείλει. Υπάρχει ωστόσο άλλο τόσο ¨μπλουζ¨, όπου οι ήρωες ξαναμονολογούν. Ίσως τους δούμε μαζί στο προσεχές μέλλον. Τώρα λέω να επιστρέψω στους (παραμελημένους) ήρωες του ιστορικού μυθιστορήματος].
Εδώ παρακάτω, η απόπειρα απόδοσης στα ελληνικά του τρίτου μονόλογου από το ¨Μπλουζ σε 16¨ του Στέφανου Μπένι. Εδώ μιλάει η Μάνα και απευθύνεται σε μας τους άλλους και στον Πατέρα.
Δεκαετία του ’80. Νύχτα. Ένας πατέρας, άνεργος εργάτης, νιώθει κακό προαίσθημα και παίρνει τους δρόμους. Καταλήγει σε μια αίθουσα βιντεοπαιχνιδιών την ώρα που γίνεται ξεκαθάρισμα λογαριασμών ανάμεσα σ’ έναν μπράβο-κίλερ και μια ομάδα μικροκακοποιών. Ο κίλερ πυροβολεί στα στραβά και ο πατέρας, που μπαίνει ανάμεσα για να προφυλάξει το γιό του, πεθαίνει.
Ο Στέφανο Μπένι (κατά την γνώμη μου ένας από τους πιο ενδιαφέροντες συγγραφείς της γειτονικής Ιταλίας) διαβάζει στις εφημερίδες τη (μικρή) είδηση για το επεισόδιο, εμπνέεται και αποφασίζει να το καταγράψει σε στίχους. Προκύπτει έτσι το Μπλουζ σε Δεκάξι (στροφές).
*
Χτες το βράδυ δεν κλείναν τα μάτια μου. Παίρνω ένα βιβλίο (Η καθημερινή ζωή στην ελληνιστική Αλεξάνδρεια) από εκείνα που έχω σωρεύσει για την τεκμηρίωση του (γνωστού στους επισκέπτες του Ιστολογοφόρου) ιστορικού μυθιστορήματος και προσπαθώ να το διαβάσω (αποκοιμιστικά), αλλά δε τα καταφέρνω γιατί (δε ξέρω αν φταίει η συγγραφέας ή η μετάφραση, μάλλον και τα δύο) είναι τόσο κακογραμμένο που μου ανεβάζει την αδρεναλίνη.
Σηκώνομαι και ψάχνω κάτι άλλο. Βρίσκω το μικρό τευχάκι με το ¨Μπλούζ¨. Το έχω φέρει επιστρέφοντας από την Ιταλία, δε θυμάμαι πότε, αλλά έχει τρυπώσει ανάμεσα σε άλλα ευτραφέστερα βιβλία και μου έχει διαφύγει.
Αρχίζω να το διαβάζω και κολλάω. Ο Μπένι γράφει ποίηση χωρίς μεγαλόσχημες λέξεις. Ποίηση συναρπαστική και (μου φαίνεται) μεταφράσιμη. Λέω να αποπειραθώ την απόδοση στα ελληνικά καναδυό στροφών. Ξενυχτάω χωρίς παράπονα και γκρίνιες.
Το Μπλούζ έχει οκτώ χαρακτήρες που μονολογούν δυο φορές ο καθένας: ο τυφλός Μάντης, ο Πατέρας, η Μάνα, ο Γιος, η Λίζα, η Πόλη (αίθουσα βιντεοπαιχνιδιών), ο Κίλερ και η Νεκροκεφαλή.
Λίγο νωρίτερα, το μεσημέρι της ίδιας μέρας, στο κέντρο της Περσέπολης…
Η Μυώπη, σείοντας ανιχνευτικά την βακτηρία προσπαθεί να επιταχύνει το βήμα της, ενώ παράλληλα φροντίζει να μένει στην άκρη, μακριά από το κέντρο της οδού, όπου θα κινδύνευε να παρασυρθεί από τους ιππείς και τα διερχόμενα οχήματα. Που και που ακούει να την χαιρετούν και απαντά με τη γλυκιά καμπανιστή φωνή της προς την κατεύθυνση του χαιρετισμού. Που και που επίσης, ακούει κάποια σχόλια θαυμασμού που της προκαλούν ένα χαμόγελο ικανοποίησης και θλίψης μαζί.
Η Μυώπη είναι μια όμορφη σχεδόν τυφλή νεαρή γυναίκα η οποία ανήκει πλέον στην υπηρεσία της Θαίδας της Αθηναίας και που, πιο μπροστά, ήταν μία από τους ταλαιπωρημένους και σακατεμένους ¨Ερετριείς¨, αυτούς που είχαν εμφανιστεί σχεδόν από το πουθενά πριν η στρατιά μπει στην Περσέπολη. Είχαν ισχυριστεί ότι είναι απόγονοι των Ελλήνων από την Ερέτρια, οι οποίοι είχαν αιχμαλωτισθεί από τον Ξέρξη και είχαν μεταφερθεί στην Περσία, εδώ και κάμποσες γενιές, για να χρησιμέψουν ως εξειδικευμένοι δούλοι, κυρίως σε οικοδομικές εργασίες[1]. Ο Αλέξανδρος συγκινήθηκε από τα βάσανα της διαβίωσής τους στην Περσία που του αφηγήθηκαν και αφού τους χορήγησε δώρα, επέτρεψε σε όσους το επιθυμούσαν και το άντεχαν να ενταχτούν στους συνακολουθούντες την εκστρατεία.
Η Θαίδα είχε ενδιαφερθεί για την νεαρή και την είχε προσλάβει στην υπηρεσία της, χωρίς ακόμη να ξέρει ότι, πέρα από την λεπτή της ομορφιά, διέθετε ένα τουλάχιστον σημαντικό προσόν: Η Μυώπη διέθετε εξαιρετική ακοή. Και επιπλέον, εκτός από την Ιωνική, γνώριζε καλά τις γλώσσες της αυτοκρατορίας των Περσών και ήταν σε θέση να καταλάβει κάποιες τοπικές διαλέκτους. Όταν η Θαίδα πληροφορήθηκε για αυτές τις ικανότητες, φρόντισε να αξιοποιήσει την νεαρή με διαφορετικό τρόπο απ’ αυτόν που είχε αρχικά στο μυαλό της.
Έτσι, με την πρόφαση κάποιων εξειδικευμένων αγορών, η Μυώπη είτε μόνη είτε συνοδευμένη από άλλες ακολούθους της Θαίδας, περιδιαβαίνει καθημερινά το κέντρο της πόλης φροντίζοντας όχι τόσο να ψωνίζει, όσο να ακούει και στη συνέχεια να μεταφέρει στην κυρία της, ό,τι το ενδιαφέρον, το ασυνήθιστο, το διασκεδαστικό ή ανησυχητικό πέφτει στην οξεία αντίληψή της.
Σήμερα, όσα φτάνουν ως τα αφτιά της Μυώπης δηλώνουν ότι η μέρα είναι σίγουρα αλλιώτικη απ’ τις άλλες. Ακούει περισσότερα κάρα να σέρνονται στα πλακόστρωτα, περισσότερα άλογα να τριποδίζουν ανάμεσα στο πλήθος, και τους ανθρώπους να τρέχουν περισσότερο βιαστικά από τις άλλες μέρες. Μερικοί τραγουδούν εμβατήρια άσματα, άλλοι ποδοκροτούν χορεύοντας αυτοσχέδιους πολεμικούς χορούς και ξεφωνίζοντας πολεμικά συνθήματα, ενώ οι φωνές των πωλητών σκεπάζονται όλο και συχνότερα από τις συγχρονισμένες ιαχές των στρατιωτικών τμημάτων που διασταυρώνονται καθώς πορεύονται από τον ένα στρατιωτικό καταυλισμό στον άλλον.
Η φασαρία δεν εκπλήττει τη Μυώπη. Ξέρει ήδη ότι αύριο κιόλας η εμπροσθοφυλακή ξεκινάει κι ότι εδώ στην Πόλη των Περσών θα γίνουν απόψε οι τελετές της αναχώρησης. Εκείνα που της φάνηκαν αξιοπερίεργα και την κάνουν τώρα να προσπαθεί να επιταχύνει το βήμα της προκειμένου να επιστρέψει στον γυναικωνίτη μια ώρα αρχύτερα, είναι τα θραύσματα μιας συζήτησης ειπωμένης στα ελληνικά. Περίεργα, ανακατεμένα ελληνικά: κάποιοι που μιλάνε τα αιολικά των μακεδόνων, αλλά με τον λαϊκό τρόπο των συνακολουθούντων και κάποιοι που μιλάνε τα ελληνικά που η ίδια γνωρίζει καλά: ιωνικά, αλλά με την κοφτή, μη μελωδική επιρροή της περσικής: τα ιωνικά των ¨Ερετριέων αιχμαλώτων¨.
Αλλά, τέτοια γλωσσικά μείγματα, καθώς και πολλά άλλα παραπλήσια, ακούει κανείς καθημερινά στις κατακτημένες πόλεις. Εκείνο που ανησυχεί την Μυώπη είναι το περιεχόμενο της συνομιλίας που έφτασε ως αυτήν από εκείνη την ομάδα από ακαθόριστες σκιές στο βάθος της στοάς. Οι σκιές μιλούσαν σιγανά και συνωμοτικά. Και μιλούσαν για φωτιά… Για μεγάλη φωτιά που θα κάψει τα πάντα… Απόψε ή το πολύ αύριο!
Η Μυώπη μισοκλείνει τα βλέφαρα προσπαθώντας να δώσει περιγράμματα στη θολούρα που την περιβάλλει. Ευτυχώς, αυτός ο λευκός όγκος που διαγράφεται αμυδρά τώρα απέναντί της δε μπορεί παρά να είναι ο γυναικωνίτης. Σε λίγο θα μπορέσει να τα αναφέρει όλα αυτά στην κυρά Θαίδα.
[1] Υπάρχει σχετική αναφορά στο πέμπτο κεφάλαιο του πρώτου μέρος του παρόντος αφηγήματος.
(Συνεχίζεται… Στο επόμενο: Η ερωτική εξομολόγηση του Εύελπι)