Βασίλης Νόττας: Το Ιστολογοφόρο

Κοινωνία, Επικοινωνία, Φαντασία και άλλα

Posts Tagged ‘Μυθιστόρημα υπό εκπόνηση’

Κύλικες και δόρατα. Μέρος Η΄. Κεφάλαιο δέκατο πέμπτο: Ώρα για αποφάσεις (και τεχνάσματα)

Posted by vnottas στο 8 Αυγούστου, 2018

Κεφάλαιο δέκατο πέμπτο (τελευταίο):

Ώρα για αποφάσεις και τεχνάσματα

(αφηγείται ο Εύελπις) 

images (32)

«Λοιπόν; Τι κάνουμε;», ρωτάει ο Ευρυμέδοντας.

«Εσείς οι τέσσερις θα μείνετε εδώ. Για όσο χρειαστεί», λέω στους νεοαφιχθέντες. «Χωρίς να κάνετε την παραμικρή φασαρία. Προσέξτε αυτή την πόρτα. Κρατήστε την αμπαρωμένη. Εάν από την άλλη μεριά προκύψουν φρουροί, για να την ρίξουν θα χρειαστούν κάποιο χρόνο. Ειδοποιείστε με αμέσως. Ένας από σας, ο πιο αετομάτης να παρακολουθεί από το παράθυρο τι γίνεται έξω. Δεν είναι πολύ πιθανό, αλλά δεν αποκλείεται να εμφανιστούν φρουροί και από εκεί. Εγώ κι ο Καλλισθένης επιστρέφουμε στο δωμάτιό του. Έχουμε να πούμε ακόμη μερικά πράγματα. Λίγα. Εσύ Οινοκράτη έλα μαζί μας. Φέρε και ό, τι απόμεινε από τον Δυσαρεστημένο. Κάνθαρε, δώσ’ του ένα χέρι».

Ο Οινοκράτης ξέρει πότε πρέπει να δρα άμεσα και πότε τον παίρνει να ξεφουρνίζει τις συνηθισμένες του αντιρρήσεις. Αυτήν τη φορά αρπάζει τη σορό από τις μασχάλες,  χωρίς σχόλια, και με τη βοήθεια του Τεράστιου την μεταφέρουν πίσω στον χώρο απομόνωσης του Καλλισθένη.image002

Ο Καλλισθένης είναι σκεφτικός. Κοιτάζει επίμονα το απλανές βλέμμα του Μακαρίτη, ο οποίος έχει τοποθετηθεί ύπτια πάνω στο κρεβάτι. Σκύβει και του κλείνει τα μάτια.

«Λοιπόν;» μου λέει χωρίς να με κοιτάζει.

«Έχω μια τελευταία πρόταση, Δάσκαλε. Δεν ξέρω ποιος, θεός ή δαίμονας, μου την ενέπνευσε μόλις τώρα! Στην λέω με λίγα λόγια γιατί αν καθυστερήσουμε κι άλλο, σε λίγο θα πάψουμε να έχουμε οποιαδήποτε εναλλακτική λύση.

Σε ρωτώ λοιπόν ευθέως: τι θα έλεγες αν εσύ μεν βρισκόσουν σε έναν τόπο φιλόξενο, γεμάτο σοφούς και καλοπροαίρετους ανθρώπους, ναι αυτόν που σου περιέγραψα πριν, ενώ για όλους τους υπόλοιπους θα είσαι νεκρός; Και επειδή θα είσαι νεκρός δεν θα σε ψάχνουν ούτε θα σε κυνηγάνε; Ίσως συνεχίσουν να σε κατηγορούν, είναι πιθανό γιατί είναι οι ιδέες σου που ενοχλούν, αλλά εσύ θα μπορείς ακόμη να παράγεις και νεοτερισμούς και ιδέες. Και, ίσως, έμμεσα, να μπορείς και να απαντάς.

Βέβαια για το πώς και γιατί πέθανες θα κυκλοφορήσει κάποια επίσημη εκδοχή. Αλλά μπορεί να υπάρξει και ένα δικό σου χειρόγραφο σημείωμα όπου να περιγράφεις τη δική σου άποψη, για το τι πρέπει και τι μπορεί να κάνει όποιος κατηγορείται άδικα από αυτούς που υπηρετεί και θαυμάζει».

Με κοιτάζει χωρίς να μιλάει.

«Δάσκαλε σε παρακαλώ να βιαστείς. Αν επιστρέψουν οι περιπολίες ο Χάροντας θα πρέπει να ψάξει μεγάλη βάρκα για να μας πάει όλους μαζί στο βασίλειο του Άδη».

Είμαι σίγουρος ότι τον πλημμυρίζουν συναισθήματα. Αντιφατικά. Ίσως, ο νεκρός στο κρεβάτι, του κάνει νόημα να πάει μαζί του και ίσως αυτή η έκκληση δεν είναι πια και τόσο ελκυστική. Αυτό θέλω να ελπίζω. Ωστόσο το πρόσωπό του μοιάζει ανέκφραστο, αλλά εγώ που τον ξέρω καλά δε ξεγελιέμαι. Περιμένω.

Εν τέλει, το γνέψιμο της κεφαλής του είναι καταφατικό.

Ο αναστεναγμός μου είναι βαθύς, αλλά δεν αφήνω την ανακούφιση να με απασχολήσει πάνω από μία στιγμή. «Έχε μου εμπιστοσύνη, Δάσκαλε» λέω μόνον.

.Oineus_Staatliche_Antikensammlungen_1905

«Δάσκαλε γδύσου. Εσύ Οινοκράτη φώναξε τον φίλο σου τον Χοντρόη και γύρνα αμέσως εδώ. Μετά απάλλαξε τον Μεταστάντα από όλα του τα ρούχα».

Ο Χοντρόης καταφτάνει τρέχοντας (για να μη πω ¨κυλιόμενος¨, όπως θα έλεγε ο Οινοκράτης).

«Μάζεψε όσους φανούς και πυρσούς, αναμμένους ή σβηστούς, βρεις στους διαδρόμους εδώ γύρω. Φέρε τους εδώ. Αν τυχόν δεις κανέναν αμφορέα με λάδι ή με αυτή την βρωμούσα ουσία που καίνε σ’ αυτά τα μέρη, φερ’ τον κι αυτόν.   Πρόσεξε όμως. Οι φρουροί μάλλον είναι όλοι μαζεμένοι στην άλλη πλευρά του κτιρίου, αλλά μπορεί κάποιος να έχει απομείνει στα πέριξ. Α, και κάτι άλλο: αν βρεις κανένα πυρίμαχο δοχείο, από εκείνα όπου βράζουν τις σούπες φέρ’ το. Θα το χρειαστούμε.

«Θεώρει ήδη άπαν τούτο πεπεπεπραγμένον!» λέει και εξαφανίζεται.ν

Ο Οινοκράτης έχει απαλλάξει τον Αποδημήσαντα από τη στολή του. Την δίνω στον Καλλισθένη και παίρνω τα δικά του ιμάτια. Τα περνάω στον Σικελό και του κάνω νόημα να τα φορέσει στον τεθνηκότα.  Ίσως αυτός  είναι λίγο πιο σωματώδης από τον προϊστάμενό μου, αλλά νομίζω ότι (στην τωρινή του κατάσταση) δεν θα διαμαρτυρηθεί για το στένεμα!  

Έχω ξεχάσει τίποτα; Α, ναι. Και είναι σημαντικό! Γυρίζω προς τον Καλλισθένη και τον παρακαλώ να μου δώσει το δαχτυλίδι του. Μου το δίνει χωρίς να πει λέξη. Το στριμώχνω στο χοντρό δάχτυλο του πτώματος αφού πρώτα το απαλλάξω από μερικά φτηνά μπιχλιμπίδια που προσπαθούσαν να το διακοσμήσουν. Όταν ο Οινοκράτης τελειώνει το ντύσιμο και ο τέως υπαξιωματικός της φρουράς έχει επιτέλους μεταμφιεστεί σε (κακάσχημο) λόγιο, του λέω να μου δώσει το ¨ύδωρ της Στυγός¨.  Με κοιτάζει ερωτηματικά.

«Φερ’ το» του λέω. «Θέλω να δω τι πραγματικά καταφέρνει». Βάζει με προσοχή το χέρι στο δισάκι του, βγάζει ένα δέμα τυλιγμένο με πανί και μου το δίνει.

Πριν το ξετυλίξω, βλέπω ότι Καλλισθένης έχει πια αποκτήσει την εμφάνιση παλιάς καραβάνας του πεζικού που μόλις επέστρεψε από αιματηρή μάχη. Του λέω: «Δύο πράγματα απομένουν Δάσκαλε: Το ένα είναι πως, εάν θέλεις, μπορείς να γράψεις δυο λόγια που να αφήνουν να εννοηθεί πως αυτοκτονείς. Το δεύτερο, να διαλέξεις ποιες από  τις γραφές σου θέλεις να πάρουμε μαζί μας. Υποθέτω κυρίως τη σύνοψη των ιδεών που έφτιαξες πρόσφατα, αλλά εάν κρίνεις πως εδώ υπάρχουν και άλλα κείμενα που θα τα χρειαστείς, παρ’ τα κι αυτά.

Γνέφει καταφατικά και κάθεται στο τραπέζι.

images (14)

Εγώ ξεδιπλώνω το πανί και φέρνω στην επιφάνεια την οπλή με το καταραμένο δηλητήριο. Με τη βοήθεια του υφάσματος καταφέρνω να την ξεταπώσω, χωρίς να αγγίξω την τραχιά της επιφάνεια. Απλώνω το χέρι κρατώντας το σώμα μου μακριά από το πτώμα. Κάνω νόημα στον Οινοκράτη να απομακρυνθεί κι αυτός. Ρίχνω μερικές σταγόνες πάνω στα ιμάτια του Καλλισθένη που τώρα καλύπτουν τον δεσμοφύλακά του.

Συμβαίνουν τα εξής. Με τη σειρά. Ένα: από το σημείο όπου έπεσαν οι σταγόνες ανεβαίνει ένας πηκτός λευκός ατμός. Δύο: μια απαίσια μυρωδιά απλώνεται στο δωμάτιο.  Τρία: στο σημείο όπου οι σταγόνες ήρθαν σε επαφή με τα ρούχα, υπάρχει μια τρύπα ήδη μεγάλη σαν γροθιά, που εξακολουθεί να μεγαλώνει. Σε βάθος, έχει διαπεράσει το ύφασμα, τη σορό και το κρεβάτι. Δε μπορώ να δω παρακάτω, αλλά υποθέτω ότι στο πέτρινο πάτωμα υπάρχει τώρα μια λακκούβα.  

Γυρίζω προς τον Οινοκράτη και του δίνω την οπλή: «Όπως κατάλαβες, θα βάλουμε φωτιά και ό, τι απομείνει από αυτόν εδώ, πρέπει να θυμίζει Καλλισθένη. Επειδή όμως δεν θα είμαστε πια εδωπέρα -ελπίζω- για να ελέγξουμε τα αποτελέσματα της καύσης, χρησιμοποίησε αυτό φριχτό υγρό και σιγουρέψου ότι, τουλάχιστον, δεν θα μείνει τίποτα που να θυμίζει ποιος ήταν πραγματικά αυτός εδώ ο φουκαράς. Πρόσεξε μονάχα να μην αλλοιωθεί το δαχτυλίδι.

Είναι απαίσια δουλειά. Θα τα καταφέρεις;»

Με κοιτάζει παραξενεμένος. Έχει δίκιο – η απάντησή του είναι γνωστή: «Εννοείται» μου λέει.

Εν τω μεταξύ στην είσοδο του δώματος έχει εμφανιστεί ο Χοντρόης. Φορτωμένος. Κουβαλάει φανάρια, δαυλούς ένα αγγείο με λάδι που κρίνοντας απ τη μυρωδιά είν’ απ’ εκείνα που δεν τρώγονται, αλλά σίγουρα καίγονται,  καθώς και ένα σκεύος με καπάκι που ασφαλώς είναι το πυρίμαχο που του ζήτησα. Παίρνω από τα χέρια του αυτό το τελευταίο και του λέω να ακουμπήσει τα υπόλοιπα χάμω και να πάει να ειδοποιήσει τους υπόλοιπους ότι φεύγουμε.

Πλησιάζω τον Καλλισθένη. Τον ρωτάω αν συνέταξε το αποχαιρετιστήριο μήνυμα. Μου λέει όχι, δεν έχει έμπνευση αυτή τη στιγμή. Όχι, για να γράψει κάτι τόσο καλό, όσο θα ήθελε, ή όσο απαιτούν οι περιστάσεις. Όμως έχει ετοιμάσει τα συγγράμματα που θα πάρει μαζί του. Να ‘τα! Έτοιμα, συσκευασμένα και δεμένα με χοντρό σπάγκο.

«Προσπάθησε δάσκαλε», τον ικετεύω.

Έρχονται οι υπόλοιποι. Πρώτος μπαίνει ο Κάνθαρος ο οποίος βλέποντας έναν φρουρό να κάθεται στο τραπέζι, τραβάει το ξίφος του. Του κάνω νεύμα ότι όλα πάνε καλά. Και οι άλλοι, βλέποντας καλύτερα το σκηνικό, καταλαβαίνουν ότι ο Καλλισθένης θα έρθει τελικά μαζί μας και χαμογελάνε ικανοποιημένοι,

«Βάζουμε φωτιά και φεύγουμε», τους λέω με χαμηλή, αλλά έντονη φωνή. «Επιδίωξή μας να καεί καλά αυτός εδώ ο χώρος. Δεν μας ενδιαφέρει το υπόλοιπο κτίριο και δεν έχουμε κάτι ενάντια στους φρουρούς.  Βγάλτε έξω αυτόν εδώ τον πάκο με τα συγγράμματα, θα τον πάρουμε μαζί μας  φεύγοντας».

Απ’ ό, τι φαίνεται εκείνος που ξέρει καλύτερα από εμπρησμούς είναι ο Σωσίβιος- Αυτιάς, ο οποίος και δίνει οδηγίες στους άλλους.

Εγώ πλησιάζω και πάλι τον προϊστάμενο και Δάσκαλό μου.

«Δυο λόγια… μονάχα», του λέω.

«Αφού επιμένεις, εντάξει», μου απαντάει αυτή τη φορά.

Στέκομαι από πάνω του και παρατηρώ την γραφή που σχηματίζεται πάνω στον κιτρινωπό πάπυρο…

Λέει:

Οι Ιρανοί ισχυρίζονται πως το πυρ επιφέρει τον εξαγνισμό και την κάθαρση. Γι αυτό το λατρεύουν. Για εμάς τους Έλληνες το πυρ είναι ένα επίζηλο δώρο των Τιτάνων απαραίτητο για τη Δημιουργία. Για εκείνο δηλαδή που έχουμε, έστω κατ ελάχιστον, κοινό με τους Θεούς. Για αυτό και το σεβόμαστε. Για εμένα το πυρ είναι ένα υστερόγραφο, που λέει: ¨Κοιτάξτε τα κείμενα. Ο Καλλισθένης έχει μιλήσει εκεί. Με προβληματισμό, αλλά χωρίς πίεση και εξαναγκασμό. Με αισιοδοξία και χωρίς υστερόβουλες σκέψεις. Με ειλικρίνεια και θα έλεγα με αγάπη¨. Πριν με κρίνετε κοιτάξτε τα κείμενα…

«Είναι μια χαρά Δάσκαλε» του λέω.

Τυλίγω τον πάπυρο και τον τοποθετώ στο πυρίμαχο αγγείο. Θα το αφήσω στην έξοδο για να γλιτώσει από τη μεγάλη φωτιά που σε λίγο θα έχει φουντώσει εδώ μέσα.

dioniso

 

[Τέλος του μυθιστορήματος. Προσεχώς: ο Επίλογος]

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , , , , | Leave a Comment »

Κύλικες και δόρατα. Μέρος Η΄. Κεφάλαιο δέκατο τρίτο: Επιχείρηση Καλλισθένης

Posted by vnottas στο 6 Αυγούστου, 2018

Κεφάλαιο δέκατο τρίτο: Επιχείρηση Καλλισθένης

(αφηγείται ο Εύελπις)

 043fe-image010

Η μέρα είναι συννεφιασμένη και σκοτεινή απ’ το πρωί. Ευτυχώς ως τα τώρα -προχωρημένο απομεσήμερο- δεν έχει αρχίσει να βρέχει. Μια ξαφνική καλοκαιρινή μπόρα θα μπορούσε να μας δημιουργήσει προβλήματα, γιατί σ’ αυτή την περίπτωση οι φρουροί δεν θα ήταν απίθανο να τροποποιήσουν τις συνηθισμένες τους περιπόλους και να παραμείνουν μέσα στο κτίριο περισσότεροι του συνήθους. Ενώ εμείς τους προτιμούμε λίγους.

Είμαι στη γνωστή βακτριανή ταβέρνα που μένει ανοιχτή από την αυγή έως μετά τη δύση του ήλιου, καθισμένος στο ίδιο απομονωμένο τραπέζι στο βάθος. Έχω ζητήσει από τους συνεργάτες μου να περάσουν από εδώ και να με ενημερώσουν για τις δουλειές που ανέλαβαν. Πράγματι έχουν ήδη φτάσει ο Κάνθαρος, ο Αυτιάς και ο Χοντρόης∙ λείπουν ο Ευρυμέδοντας και ο Οινοκράτης. Η αλήθεια είναι ότι σ’ αυτούς έχω αναθέσει μια απομακρυσμένη εξερεύνηση. Γι αυτό έχουν ξεκινήσει νωρίς, νύχτα ακόμη. Ο Θεσσαλός με διαβεβαίωσε πως θα τα κατάφερναν να επιστρέψουν ίσαμε το απόγευμα. Αν όλα πάνε καλά θα έχω ένα ακόμη καλό επιχείρημα για να πείσω τον Καλλισθένη να ζήσει.

Σηκώνομαι αφήνοντας τους παρόντες να ξεκοκαλίζουν έναν καλοψημένο κάπρο, για να στυλωθούν, και βγαίνω έξω, στην πλατεία. Κοιτάζω προς τις κορυφές των ψηλών βουνών που περιτριγυρίζουν το πλάτωμα των Βάκτρων. Τα πιο βαριά μαύρα νέφη κρέμονται στα βορειοανατολικά.  Ίσως εκεί βρέχει ήδη.

 Αν δεν φτάσουν έγκαιρα, θα προχωρήσω το ίδιο, σκέφτομαι. Απ’ ό, τι μου είπε ο Αυτιάς, ο στρυφνός υπαξιωματικός έχει ήδη δωροδοκηθεί κι επομένως τέσσερις θα είμαστε αρκετοί.

Ούτως ή άλλως δεν υπάρχουν περιθώρια για υπαναχωρήσεις. Σήμερα το πρωί επισκέφτηκα τόσο τον Ευμένη όσο και την Θαΐδα και τους ενημέρωσα. Από τον Καρδιανό χρειαζόμουν και μερικά πράγματα που θα μπορούσε να μου τα προμηθεύσει χωρίς να εμπλακεί άμεσα σε αυτή την ιστορία. Δεν είχε αντίρρηση ούτε τώρα. Από τη Θαίδα ήθελα να ακούσω, ακόμη μια φορά, ότι οι ελπίδες για ομαλές εξελίξεις στην περίπτωση του Καλλισθένη έχουν εξαντληθεί και έτσι  να καταπνίξω οποιεσδήποτε αμφιβολίες για το αν πράττω σωστά ή όχι παρεμβαίνοντας.

Εκείνη χαμογέλασε κάπως θλιμμένα και μου είπε: «Ναι, πράττεις σωστά. Ο Πτολεμαίος μου λέει την αλήθεια. Είτε όταν τα λεγόμενά του αφορούν τον Αλέξανδρο είτε όταν αφορούν τον ίδιο και εμένα. Πάντα!»

Την κοίταξα παραξενεμένος.

«Θέλεις να μου πεις κάτι Θαίδα;» την ρώτησα.

«Όπως και να πάνε τα πράγματα με αυτή την υπόθεση, δεν πρέπει να έχεις αμφιβολίες και αναστολές. Αν δεν τα καταφέρεις ο Καλλισθένης θα έχει την τύχη των στρατηγών που θεωρήθηκε πως πρόδωσαν. Και αυτό θα συμβεί όχι γιατί ο Βασιλιάς τον αντιπαθεί προσωπικά, αλλά γιατί τον έχουν πείσει πως πρέπει να περιορίσει το ρυάκι της δυσαρέσκειας πριν γίνει ποτάμι. Από αυτά που μου είπες συμπεραίνω πως αυτό το  ξέρει κι ο Ολύνθιος ο ίδιος».

Την κοίταξα παρατεταμένα. «Αυτό μόνο Θαΐδα; »

«Εάν πάλι προβληματίζεσαι γιατί μετά από αυτή σου την προσπάθειά το πιθανότερο είναι να μην ξαναδείς ούτε εμένα», συνέχισε εκείνη,  «θέλω να σου πω ότι κι αυτό θα συμβεί έτσι ή αλλιώς».

Δεν κατάλαβα αμέσως τι ήθελε να μου πει. Το κατάλαβα αμέσως μετά και φαίνεται πως φάνηκε στο πρόσωπό μου.

«Ναι», μου λέει εκείνη. «Ο Πτολεμαίος, πριν φύγει γι αυτή την τελευταία αποστολή, μου ζήτησε να γίνω νόμιμη γυναίκα του. Στην επιστολή του μου το ζητάει ξανά. Όχι, δεν θα είναι σαν τους γάμους που διοργανώνει ο Αλέξανδρος για πολιτικούς λόγους, ανάμεσα σε Μακεδόνες και Περσίδες. Θα είναι κάτι τελείως διαφορετικό…»

Ίσως μου είπε και άλλα. Δεν τα άκουσα. Κατάπια τον κόμπο που μου έκατσε στο λαιμό και δεν έκανα σχόλια.ΑΡΓΩ 1948

Χοντρές ψιχάλες αρχίζουν να πέφτουν εδώ κι εκεί, πάνω στο αμμώδες χώμα. Κάνω να γυρίσω προς την ταβέρνα, αλλά μαντεύω περισσότερο παρά βλέπω μεσ’ τη μαυρίλα, τους δύο καβαλάρηδες να καταφτάνουν βιαστικοί και λασπωμένοι. Μου κάνουν νόημα ότι εντάξει, όλα καλά.

.

Όπως έχουμε συμφωνήσει, παίρνω μαζί μου τον Οινοκράτη και ξεκινάω πρώτος για το κτίριο της φρουράς των βορίων Βάκτρων. Ο ήλιος, αν δεν ήταν κρυμμένος, θα φώτιζε ακόμη επαρκώς. Σύμφωνα με το σχέδιο, οι υπόλοιποι τέσσερις θα καταφτάσουν καλά οπλισμένοι μόλις σκοτεινιάσει εντελώς. Μέχρι τότε έχω καιρό να πείσω τον Καλλισθένη να μας ακολουθήσει. Ή να με πείσει εκείνος να τον βοηθήσω, όπως άλλωστε του έχω υποσχεθεί, να πεθάνει ¨αξιοπρεπώς¨.

Αν και ο ζόρικος επικεφαλής της φρουράς είναι μιλημένος, για κάθε απρόβλεπτη περίπτωση έχω μαζί μου τα χαρτιά που πιστοποιούν ότι ο ¨φέρων δύναται να συναντηθεί με τον δεσμώτη Καλλισθένη¨. Δεν θα μου χρειαστούν. Αυτήν τη φορά ο ¨στριμμένος¨ παραείναι εξυπηρετικός. Μας υποδέχεται μόνος, χωρίς να είναι ορατοί άλλοι φρουροί και μας οδηγεί στο δωμάτιο του Καλλισθένη. Δίνω εντολή στον Οινοκράτη να μείνει μαζί με τον υπαξιωματικό και να μην τον χάσει από τα μάτια του. Μπαίνω στο μικρό διαμέρισμα μόνος μου.  

Είναι όρθιος. Μάλλον βημάτιζε πέρα δώθε όταν μπήκα. Φοράει τον καλό του χιτώνα και είναι καλοχτενισμένος. Ωστόσο γύρω από τα μάτια του υπάρχει σκοτεινιά. Κάτι μου λέει ότι από την προηγούμενη συνάντησή μας μέχρι τώρα, δεν έχει κλείσει μάτι.

«Λοιπόν βλέπω ότι δεν χρειάστηκε πολύς χρόνος για να πειστείς πως βρισκόμαστε σε αδιέξοδο», μου λέει. «Ούτε κι εγώ για να ολοκληρώσω τη σύνοψη. Θα ήθελα σίγουρα να είμαι πιο σαφής, αλλά κι αυτά που ήδη σημείωσα, και θα σου τα δώσω, θέλω να ελπίζω ότι θα βοηθήσουν τους επιγόνους των ιδεών μας. Έφερες αυτό που σου ζήτησα;»

Δεν του απαντώ αμέσως. Το μυαλό μου αρνιέται προς στιγμήν να δεχτεί πως είμαι φορέας θανάτου. Πάντως, συνέρχομαι και του λέω πως το φαρμάκι το έχει ο Οινοκράτης στο δισάκι του. Φτάνει να τον φωνάξουμε.  Όμως του ζητώ πρώτα να με ακούσει. Έστω για τελευταία φορά.

Χαμογελάει με πικρή ευθυμία. «Για να δούμε αξιότιμε μαθητή του μεγάλου δάσκαλου ρητορικής, του Ισοκράτη. Πόσο πειστικός μπορεί να γίνεις».

«Θα είμαι σύντομος», του λέω. «Διερεύνησα. Όντως, όπως έχουν τα πράγματα αυτή τη στιγμή, η ποινή θα είναι θάνατος. Προς παραδειγματισμό. Σύντομα. Όμως, κανένας δεν κερδίζει από αυτό το ενδεχόμενο. Ούτε καν ο Αλέξανδρος, ούτε βέβαια ο Ελληνισμός, όπως εμείς τον θεωρούμε και τον θέλουμε. Μόνον εκείνοι που μας θεωρούν εχθρούς.

Πώς μπορούμε να αποτρέψουμε αυτή την εξέλιξη;

Εσύ λες: ¨φεύγοντας οικειοθελώς¨   που πάει να πει αυτοκτονώντας. Όμως καλέ μου δάσκαλε, εσύ ξέρεις καλά -και εγώ από εσένα έμαθα, ότι εκείνο που θα διαδοθεί τελικά, εκείνο που θα ανακοινωθεί επισήμως, εκείνο που θα φτάσει στον πολύ κόσμο, δεν θα είναι κατ’ ανάγκην αυτό που θα συμβεί. Δεν θα είναι η ευγενής διαμαρτυρία μιας αυτοκτονίας. ¨Η αλήθεια δυστυχώς έχει ανάγκη από βοήθεια για να μεταδοθεί και να ριζώσει¨, είναι λόγια δικά σου, που τα έχω ακούσει πολλές φορές. Η αυτοκτονία για χάρη των ιδανικών είναι μια  γενναία πράξη, αλλά εάν τη γνωρίζουμε μόνον εγώ, ο Αριστοτέλης και κάποιοι αθηναίοι έτοιμοι να πιστέψουν οτιδήποτε που να δικαιώνει τον αντιμακεδόνα Δημοσθένη, δεν είναι αρκετή για να βοηθήσει στην αλλαγή της ροής των πραγμάτων.

Εγώ λέω: Έλα μαζί μας. Έχω φροντίσει για οτιδήποτε μπορεί να προβλεφτεί: Ο Ευμένης είναι ενήμερος και δεν διαφωνεί.  Μόνο που πρέπει να δράσουμε αμέσως. Απόψε. Αύριο θα είναι αργά!»

Έχει αντίρρηση. Όχι εφ’ όλης της ύλης, αλλά αυτή τη φορά επί του συγκεκριμένου κι αυτό το βρίσκω ευοίωνο.

«Καλά, την φρουρά δεν την είδες; Ο δύσθυμος υπαξιωματικός που τη διοικεί δεν νομίζω ότι με απεχθάνεται μόνον επειδή είμαι λόγιος. Το πιθανότερο είναι να τον έχουν πλησιάσει οι Άλλοι. Πριν από εσάς.  Είναι φυσικό να θέλουν να έχουν έναν άνθρωπό τους εδώ. Ιδιαίτερα αφού έμαθαν ότι επέστρεψες».

«Τον τύπο τον δωροδοκήσαμε, αλλά  και θα τον επιτηρούμε μέχρι την τελευταία στιγμή».

«Καλά. Πες ότι φεύγουμε… Για να πάμε πού; καλέ μου Εύελπι. Αν βρισκόμασταν στα Σούσα, ακόμη και στη μητρόπολη Βαβυλώνα, θα έλεγα ότι εντάξει, εκεί η υπηρεσία μας διαθέτει καταλύματα μυστικά και προστατευμένα έναντι οιουδήποτε, ακόμη και απέναντι στην κεντρική διοίκηση. Όπως ξέρεις τα φτιάξαμε έτσι ώστε να έχουμε σταθερά καταφύγια και να μπορούμε να αντιδράσουμε σε περίπτωση που εκδηλωθεί ανταρσία κατά του Αλέξανδρου από μέσα… και από ¨ψηλά¨. Εδώ όμως δεν είναι τα Σούσα. Είναι τα Βάκτρα, ο τόπος του Βήσσου. Εδώ φτάσαμε πρόσφατα. Και εγώ βρέθηκα σχεδόν αμέσως σε δυσμένεια. Η υπηρεσία δεν έχει προλάβει να ¨εγκατασταθεί¨».

Χαμογελώ αισιόδοξα. «Σχετικά με αυτό έχω να σου πω κάτι ευχάριστο. Λέω ¨ευχάριστο¨, επειδή θέλω να ευελπιστώ ότι σε ξέρω αρκετά καλά, Δάσκαλε. Υπάρχει τόπος όπου μπορείς να φιλοξενηθείς, άνετα θα έλεγα, μέχρις ότου η φασαρία καταλαγιάσει… Οπότε θα μπορέσεις είτε να διεκδικήσεις ξανά τη θέση σου στη στρατιά είτε να κατευθυνθούμε όλοι πίσω στη Δύση, αρχίζοντας από την Αθήνα. Και αυτός ο τόπος θα σου αρέσει».  

Με κοιτάζει με κάπως ειρωνική απορία.

«Θα σου εξηγήσω εν συντομία»,  συνεχίζω, «γιατί δεν έχουμε πολύ χρόνο. Τον Ευρυμέδοντα τον Θεσσαλό τον ξέρεις. Είναι εκείνος που μετέφερε στα Σούσα τα βιβλία που έσωσε ο Ευμένης στην Περσέπολη. Τελευταία ήταν σε αναγνωριστική αποστολή στα γειτονικά ινδικά βασίλεια, σταλμένος από την υπηρεσία. Πρέπει να το ξέρεις κι αυτό. Επέστρεψε πρόσφατα, συναντήθηκε τυχαία με τον δικό μου τον Οινοκράτη και απόψε θα είναι εδώ, μαζί μας, γιατί σε αγαπάει και σε εκτιμάει όσο και εγώ.

 Άκου λοιπόν: Όχι μακριά από τα Βάκτρα, πάνω στα βουνά, υπάρχει ένα μεγάλο κτίσμα όπου μένουν ανατολίτες ιερωμένοι ενός λίγο-πολύ άγνωστου θεού. Βοήθησαν και φιλοξένησαν τον Ευρυμέδοντα όταν είχε χαθεί στα απέραντα και δυσπρόσιτα όρη της βορειοανατολικής πλευράς. Σήμερα το πρωί ο Θεσσαλός μαζί με τον Οινοκράτη επισκέφτηκαν εσπευσμένα και πάλι αυτόν τον θρησκευτικό οίκο. Αν και σε μέρος δύσβατο και δυσπρόσιτο, εάν κανείς ξέρει τα μονοπάτια και τα περάσματα, δεν είναι πολύ μακριά από ‘δω. Τα κατάφεραν και επέστρεψαν έγκαιρα φέρνοντας την απάντηση στο αίτημα που μετέφεραν στους ιερείς: Να φιλοξενήσουν για ένα διάστημα έναν Έλληνα μελετητή, γνώστη του ρεύματος που η Ελλάδα ονομάζει ¨φιλοσοφία¨ -τους είχε μιλήσει γι αυτό ο Ευρυμέδοντας, αλλά δεν τους είναι εντελώς άγνωστο- ο  οποίος ενδιαφέρεται επίσης για τις μορφές που παίρνουν οι Θεοί στους διάφορους τόπους και για τις ποικίλες οργανώσεις που τους εκπροσωπούν. Εσένα. Η Απάντηση είναι καταφατική. Δέχονται!»

Νομίζω ότι είναι το καλύτερό μου επιχείρημα.

«Λοιπόν, εσύ δέχεσαι; »

«Όχι», μου απαντάει ευθέως. «Δεν προτίθεμαι να αποδράσω. Όχι από στενοκέφαλη προσωπική δήθεν αξιοπρέπεια. Αλλά επειδή είμαι σίγουρος πως η απόδραση ως γεγονός θα κάνει κακό στη διάδοση των ιδεών που πρεσβεύω. Σε κάθε περίπτωση περισσότερο από την αυτοκτονία. Ακόμη και αν την δυσφημίσουν».

Αρχίζει να συμμαζεύει τις σημειώσεις του για να μου τις παραδώσει. Παράλληλα μου κάνει νόημα ότι μπορώ να φωνάξω τον Οινοκράτη. Διστάζω.

Όμως, ξαφνικά εκείνη τη στιγμή, απ’ έξω φτάνουν ως τα εδώ ήχοι από κλαγγές όπλων και ανθρώπινα βογγητά.

GreekStudy

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , | Leave a Comment »

Κύλικες και δόρατα. Μέρος Η΄. Κεφάλαιο ενδέκατο: Όπου ο Εύελπις ξανασυναντά τον Καλλισθένη.

Posted by vnottas στο 28 Ιουλίου, 2018

Μέρος 8ο

Κεφάλαιο 11ο: Ο Εύελπις συναντά τον Καλλισθένη

(αφηγείται ο Εύελπις)

imagesα (6)

Ο Αλέξανδρος αυτή την περίοδο δεν βρίσκεται στα Βάκτρα. Μαζί με τον Ηφαιστίωνα, τον Περδίκα, τον Πτολεμαίο και άλλους ηγετικούς εταίρους περιοδεύει στο ανατολικό τμήμα της πρόσφατα κατακτημένης περιοχής, επαληθεύοντας προσωπικά όσα οι υπηρεσίες έχουν ήδη επισημάνει και υποβάλει στην προσοχή του. Ενόψει της εξόρμησης προς τα ινδικά βασίλεια, εξετάζει τα ποτάμια που πρέπει να γεφυρωθούν, τις χαράδρες που ίσως χρειαστεί να μπαζωθούν, τα σημεία όπου οι συγκρούσεις θα πρέπει να αποφευχθούν και εκείνα που, αντίθετα, είναι κατάλληλα για τη διεξαγωγή νικητήριας μάχης.

Απ’ ό, τι μου λέει ο Ευμένης, ένας τόπος που κρίθηκε καίριος για την επιτυχία της εξόρμησης προς την Ινδία έχει ήδη εντοπιστεί. Είναι ένα καλά οχυρωμένο οροπέδιο σε ύψος πάνω από 11 στάδια, αύταρκες σε νερό και με καλλιεργήσιμο έδαφος. Λέγεται ότι ούτε όρνις[1] δεν πετάει πάνω απ’ το δυσπρόσιτο αυτό μέρος και έτσι εμείς το αποκαλέσαμε Άορνο Πέτρα, ενώ οι Ινδοί το ονομάζουν Αβάρνα που στη γλώσσα τους σημαίνει ¨φρούριο¨. Αυτός θα είναι -πιθανότατα- ο αμέσως προσεχής στόχος της στρατιάς.

Ευτυχώς ο Ευμένης έχει παραμείνει εδώ, στα Βάκτρα και έτσι χάρη στη μεγάλη επιρροή που ασκεί σε όλες τις υπηρεσίες και το ευμενές κλίμα που υπάρχει για τον Καλλισθένη ανάμεσα στους στρατηγούς, κατάφερα και είδα τον προϊστάμενό μου δύο φορές. Εδώ παρακάτω περιγράφω την πρώτη συνάντηση μαζί του.

.images (11)

Το κτίσμα όπου τον κρατούν είναι ένα επιταγμένο παλιό κτίριο κοντά στα  βόρεια  τείχη∙ εκεί τώρα στεγάζεται ένα τμήμα της φρουράς της πόλης. Δείχνω στον στρυφνό υπαξιωματικό που επιτηρεί τον χώρο την γραπτή άδεια που μου έχει εξασφαλίσει ο Καρδιανός και εκείνος με οδηγεί με καταφανή δυσαρέσκεια -προφανώς είναι ένας από τους στρατιωτικούς που αντιπαθούν τους λόγιους- προς τον μικρό χώρο όπου έχουν περιορίσει τον Καλλισθένη.

Εκτός από το  κρεβάτι εκστρατείας, βλέπω ένα τραπέζι πάνω στο οποίο βρίσκονται εργαλεία γραφής, δύο καθίσματα και ένα έπιπλο με ράφια και παπύρους. Αυτό είναι καλό σημάδι, σκέφτομαι. Του επιτρέπουν να διαβάζει και να γράφει.

Εκείνος βρίσκεται στην άλλη άκρη του χώρου και μου έχει γυρισμένη την πλάτη. «Βλέπω ότι δεν άκουσες τη συμβουλή μου», λέει χωρίς να γυρίσει προς το μέρος μου.

«Δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς…» απαντώ ψιθυριστά, καθώς, συγκινημένος όπως είμαι, δεν μπορώ να ελέγξω τη φωνή μου.

Γυρίζει προς το μέρος μου ανοίγοντας τα χέρια. Σπεύδω να τον αγκαλιάσω.

Μου χτυπάει προστατευτικά την πλάτη και κάνει ένα βήμα πίσω για να με δει καλύτερα.

«Εντάξει» λέει. «Μεγαλώνουμε και ωριμάζουμε».

Τον κοιτάζω. Προσεκτικότερα τώρα. Οι λίγες άσπρες τρίχες που είχε ήδη στα μαλλιά και στο γένι του  έχουν πολλαπλασιαστεί. Εάν το πρόσωπό του, σε αντίθεση με την συνηθισμένη ήρεμη έκφραση, δεν ήταν κάπως τεντωμένο, δε θα έβρισκα άλλες αξιοσημείωτες διαφορές. Εκ πρώτης όψεως τουλάχιστον.

Καθόμαστε αντικριστά  στο τραπέζι. Σκυφτοί ο ένας προς τον άλλο, μιλάμε σιγανά γιατί δε ξέρουμε αν ο στρυφνός έχει στήσει αυτί έξω από το παραπέτασμα του δωματίου.

«Οι πληγές σου γιατρεύτηκαν εντελώς; Πονάς ακόμη; Τα γράμματά μου τα έλαβες;»

Χαμογελάει. «Ένα-ένα νεαρέ Μεγαρέα. Η σωματική μου υγεία αποκαταστάθηκε. Ό, τι μου λάχει να αντιμετωπίσω στο άμεσο μέλλον, θα το αντιμετωπίσω υγιής. Μην ανησυχείς λοιπόν. Όσο για τα γράμματά σου, τα έλαβα. Τις γραμμές επικοινωνίας τις έχουμε στήσει καλά και ήταν για μένα ανοιχτές μέχρι την τελευταία στιγμή. Δηλαδή μέχρι τη σύλληψή μου. Για να σου απαντήσω όμως, θα έπρεπε να κάνω πρώτα τις απαραίτητες επαληθεύσεις. Δεν πρόλαβα.

Μου έγραφες ότι προσπαθούν να ενοχοποιήσουν τον Αριστοτέλη. Το γεγονός δεν με εξέπληξε. Για κάποιο λόγο που δεν κατανοώ πλήρως, οι Άλλοι τον θεωρούν αποφασιστικό παράγοντα επιρροής πάνω στον Αλέξανδρο, αλλά και στενά συνδεμένο με την αθηναϊκή πολιτική. Επομένως άκρως επικίνδυνο για τα παγκόσμια αυτοκρατορικά τους σχέδια. Ίσως να φταίει η επιστολή που είχε στείλει ο Βασιλέας προς τους Αθηναίους κατά την έναρξη της εξόρμησης. Εκείνη όπου τους συνιστούσε να εξακολουθήσουν να ενδιαφέρονται για τις εξελίξεις στον ελλαδικό χώρο, γιατί αν κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του συνέβαινε κάτι δυσάρεστο, θα ήσαν οι Αθηναίοι αυτοί που θα έπρεπε να αναλάβουν την ηγεσία των Ελλήνων[2]».

«Δεν νομίζω πως ο Αριστοτέλης ταυτίζεται με την αθηναϊκή πολιτική», παρατήρησα εγώ. «Κάθε άλλο. Όπως σου έγραφα μάλιστα, τον τελευταίο καιρό είναι πάλι στα πάνω του ο Δημοσθένης και ο Δάσκαλος ανησυχεί για το Λύκειο. Η γνώμη μου είναι πως τον Σταγειρίτη τον ενδιαφέρει, βέβαια, το ασυνήθιστο πολίτευμά των Αθηναίων, αν και το θεωρεί ανέφικτο για μεγάλους πληθυσμούς και αχανείς εκτάσεις. Θεωρεί ότι οι Πέρσες, ας πούμε, θα δυσκολεύονταν πολύ αν μια μέρα υποχρεώνονταν να καλέσουν σε συνέλευση τους πολυάριθμους και διασπαρμένους υπηκόους τους προκειμένου να αποφασίσουν από κοινού οτιδήποτε!

Πάντως, θεωρεί ότι εκείνο που διακρίνει και ευνοεί εμάς τους Έλληνες είναι η ικανότητά μας να αναζητούμε ¨νομοθέτες¨ και να ψάχνουμε κάθε φορά νέους τρόπους οργάνωσης και διοίκησης, όταν οι παλιοί δεν καταφέρνουν να επιλύσουν τα προβλήματα. Ο ίδιος μελετάει ένα πλήθος πολιτευμάτων αναζητώντας τα καλύτερα για την κατάσταση που διαμορφώνεται στον Ελληνισμό σήμερα. Και αυτό για να συμβάλει στη διαμόρφωση των νέων πολιτικών, όπως εμείς του ζητήσαμε».

 «Έλαβα μια εκτενή επιστολή του», λέει ο Καλλισθένης. «Με πληροφορεί πως στέλνει και μία στον Αλέξανδρο. Το γράμμα του πάντως αφορά στην περίοδο της ¨δυσμένειας¨ και όχι στη σύλληψή μου για την υπόθεση των ¨παίδων¨».

«Έμαθα από την Θαΐδα ότι η επιστολή αυτή ελήφθη και ότι ο Αλέξανδρος έχει ήδη απαντήσει εξιστορώντας τη δική του εκδοχή για τα γεγονότα, όπου συμπεριλαμβάνει και την απόπειρα δολοφονίας του από τους νεαρούς ακόλουθους. Τώρα περιμένει την απάντηση του Αριστοτέλη».

«Φοβάμαι ότι το κακό που ήταν να γίνει, έγινε, αγαπητέ μου Μεγαρέα. Δεν μένουν πολλά να ειπωθούν. Ούτε καν από τον μέγιστο Αριστοτέλη. Γιατί η σύλληψή μου, έχει σχετικά μικρή σημασία.  Αποτελεί ίσως μόνο μια ακόμη ένδειξη ότι κάτι ευρύτερο και σημαντικότερο μας διαφεύγει.

Γιατί, βλέπεις, δεν προλάβαμε να κατανοήσουμε τις βαθύτερες αιτίες των όσων συμβαίνουν, έτσι ώστε να μπορέσουμε να επηρεάσουμε αποφασιστικά και δημιουργικά τις μελλοντικές εξελίξεις. Αυτό δεν είναι, άραγε, το καθήκον μας ως σκεπτόμενων ανθρώπων μέσα σε μια πολεμική αναστάτωση που απ’ τη φύση της είναι θυμική και δυσκολεύει την ορθή σκέψη;

Αλλά, ακόμη και  εάν διαισθανθήκαμε τις αφανείς κινητήριες δυνάμεις, έκθαμβοι μπροστά την επιτυχία των αλλεπάλληλων μαχών, σίγουρα δεν καταφέραμε να ενσωματώσουμε τις δυνάμεις αυτές σε ένα πρόγραμμα συγκεκριμένων παρεμβάσεων. Έτσι δώσαμε χώρο και περιθώρια ελιγμών σε εκείνους που βλέπουν τα πράγματα με μόνο κριτήριο τα άμεσα και ιδιοτελή κέρδη».

«Δάσκαλε», του είπα -ξέρω πως του αρέσει να τον αποκαλώ Δάσκαλο- «δεν χάθηκαν όλα. Όχι ακόμη. Εσύ είσαι ζωντανός και εγώ είμαι σίγουρος πως θα καταφέρουμε να εξομαλύνουμε την κατάσταση. Ο Αλέξανδρος σίγουρα θα αλλάξει άποψη. Η αναμενόμενη επιστολή του Αριστοτέλη θα συμβάλει σ’ αυτό. Πρέπει μονάχα να κερδίσουμε λίγο χρόνο».

Μισό χαμόγελο σχηματίζεται στα χείλη του. Θα έλεγα αυτοσαρκαστικό. Μετά προσπαθεί να ανασκοπήσει τα γεγονότα.


image002(2763)

«…Με κατηγορούν ότι θέλησα να τον δολοφονήσω. Εάν διάβαζαν προσεκτικότερα τα κείμενά μου θα ήξεραν ότι κατά βάθος τον θαυμάζω. Ίσως περισσότερο από ό, τι θα έπρεπε. Αλλά εάν για το καλό της εκστρατείας χρειάστηκε να καταγράφω στις ¨βασιλικές εφημερίδες¨  την πιο αισιόδοξη, -έστω, την πιο ωραιοποιημένη εκδοχή- ήταν εξ ίσου αναγκαίο, όταν μιλούσα απευθείας μαζί του να είμαι ωμά ειλικρινής.  Να του λέω ότι η ιδέα της ¨θεοποίησης¨ απομακρύνει από κοντά του  εκείνους που τον λατρεύουν, όχι επειδή τον θεωρούν γιο του Άμμωνα, αλλά επειδή μάχεται δίπλα τους, επειδή πληγώνεται μαζί τους, επειδή είναι άξιος να τους οδηγεί σε νίκες, επειδή γιορτάζει και χαίρεται με τον ίδιο τρόπο με τον καθένα από τους οπλίτες. Να του λέω ότι η ιδέα της ενοποίησης των λαών είναι μια καλή ιδέα, αρκεί να γίνεται ανάμεσα σε ανθρώπους  που φιλοδοξούν να είναι ελεύθεροι και αξιοπρεπείς και όχι δουλικοί απέναντι σε οποιονδήποτε. Να του λέω επίσης ότι αυτοί που τον ακολουθούν, από την Ελλάδα ίσαμε εδώ, δεν είναι ανεξάντλητα δαιμόνια αλλά ανθρώπινα όντα που κουράζονται και που νοσταλγούν την πατρίδα. Να του λέω -και έχω τύψεις που δεν του το είπα εγκαίρως και με αρκετή ένταση- ότι τους πιστούς στρατηγούς σαν τον Παρμενίωνα και τον Κλείτο τους κρατάς δίπλα σου και δεν τους θυσιάζεις για χάρη κανενός κόλακα. Αλλιώς το  μετανιώνεις. Όπως ξέρω ότι μετάνιωσε.

Αυτά τα απλά πράγματα θα ήθελα να τα καταλαβαίνει ο Αλέξανδρος, χωρίς να χρειαστεί η παρέμβαση κανενός. Ούτε του Αριστοτέλη.

Αλλά, πέρα από αυτά, υπάρχουν και τα άλλα. Εκείνα που εμείς Εύελπι, έχουμε πολλές φορές συζητήσει: Αυτή εδώ δεν είναι μια οποιαδήποτε στρατιωτική εξόρμηση.  Είναι γέννημα των βαθιών διεργασιών που έγιναν στον ελληνικό χώρο τους τελευταίους αιώνες. Των διδαγμάτων από εξελίξεις θετικές και από εμπειρίες αρνητικές».

Για μια στιγμή ο Καλλισθένης αποκτά και πάλι την ακτινοβολία που γνωρίζω και θαυμάζω.

 «Γιατί μόνον σε εμάς ο κάτοικος της πόλης έγινε ¨πολίτης¨. Γιατί μόνον εμείς αναγνωρίσαμε στον πολίτη το δικαίωμα να θέλει να είναι ευτυχής. Γιατί εμείς διαπιστώσαμε, πιο μπροστά από οποιονδήποτε άλλο, ότι η γνώση παράγει θετικούς νεοτερισμούς μόνον όταν κοινοποιείται και όχι όταν κρύβεται ιδιοτελώς.  Αυτά και άλλα συνέβαιναν ενώ η σπάθα της Ασιατικής Αυτοκρατορίας -διαρκής απειλή- δεν έπαψε να κρέμεται πάνω από τα κεφάλια μας. Και ενώ παράλληλα, για δεκαετίες, καταναλώναμε την ικμάδα και την ενέργειά μας σε εμφύλιες διενέξεις και πολέμους που άλλοτε ήταν το αποτέλεσμα του στραβού μας κεφαλιού και άλλοτε της διαιρετικής πολιτικής που εφάρμοσε πάνω μας η Αυτοκρατορία.

Και τώρα, τώρα που επιτέλους, πρώτη ίσως φορά  μετά τα ομηρικά έπη -ίσως και τελευταία- ξεκινήσαμε όλοι μαζί και με επικεφαλής τον γιο του Φίλιππου διαλύουμε την Αυτοκρατορία, τώρα θα πρέπει να βοηθήσουμε έτσι ώστε αυτές οι Αρχές -για την πανανθρώπινη ωφέλεια των οποίων είμαστε πια σίγουροι- να εξαπλωθούν και όσα υπήρξαν αιτίες ολέθρων και συμφορών, να εξαφανιστούν».

Ο Καλλισθένης συννέφιασε πάλι.

«Κι όμως υπάρχουν και εκείνοι που, σε αυτά που συμβαίνουν δεν βλέπουν άλλο παρά μια αφορμή γρήγορου πλουτισμού. Και ο εγκλεισμός μου αποδεικνύει ότι αυτοί οι άλλοι, έχουν πια το πάνω χέρι. Και ότι εμείς, από ιστορική άποψη υπήρξαμε πρόωροι! Πρώιμοι αν προτιμάς. Και πως η Ιστορία θα πρέπει να κάνει ακόμη πολλή υπομονή, προκειμένου να μιλήσει για την εμπιστοσύνη στον άνθρωπο, για τη δύναμη της γνώσης, για το δικαίωμα όλων στην ευτυχία.

Ας είναι. Οι νέες ιδέες φαίνεται πως έχουν χρεία ομολογητών και μαρτύρων. Είχα το χρόνο να το σκεφτώ Εύελπι και ξέρεις που κατέληξα; Ότι δεν έχω αντίρρηση να ¨ομολογήσω¨.

Όχι, όχι βέβαια την ανύπαρκτη συμμετοχή μου σε απόπειρα δολοφονίας του Αλέξανδρου, αλλά φανερά και ξάστερα όλα εκείνα στα οποία πιστεύω για την εκστρατεία και για τον νέο κόσμο που θα πρέπει να προκύψει απ’ αυτήν.  Γι αυτό, έστω έγκλειστος,  -χάρη και στον Ευμένη που μου παρέχει τη δυνατότητα και το υλικό- έχω αρχίσει να καταγράφω τις απόψεις που έχουμε συχνά συζητήσει. Θέλω να εξακολουθήσουν να υπάρχουν διατυπωμένες ρητά.

Γιατί η διαμάχη θα συνεχιστεί και θέλω τα όσα εμείς υποστηρίξαμε, τα οποία δεν έχουν τίποτα να κάνουν με συνωμοσίες και ύπουλες ενέργειες, αλλά μοναχά με καλοπροαίρετες ελπίδες,  να είναι καταγραμμένα με σαφήνεια. Διότι, Εύελπι, δεν έχουμε να κάνουμε μόνο με τις κάπως απλοϊκές απόψεις των αυτοκρατορικών. Μαζί τους ταυτίστηκαν  και τους τροφοδοτούν με είδωλα επιχειρημάτων, τα υπόλοιπα των παλιών σοφιστών, οι οποίοι ανέκαθεν αρνήθηκαν την πραγματικότητα -κυρίως όταν δεν τους βόλευε-. Αυτοί, πολύ πιο επικίνδυνοι από τους αυτοκρατορικούς, επικαλούνται έναν επιφανειακά χρησιμοθηρικό ¨ηθικό σχετικισμό¨ και δεν έχεις από πού να τους πιάσεις.  

Ελπίζω να μπορέσω να εκφραστώ με ακρίβεια και προπαντός εύχομαι να προλάβω. Τα βασικά τα έχω ήδη καταγράψει. Μένει να κάνω μνεία σε μερικές συνεπαγόμενες ιδέες και σε ορισμένες προεκτάσεις που αφορούν στο μέλλον. Ύστερα θα μπορέσω να αποχωρήσω χωρίς απελπισία». 

images (11)

Διαφωνούσα. Είχα ήδη σηκώσει το χέρι μου για να τον διακόψω. Μου έκανε νόημα ότι ήθελε να ολοκληρώσει. Είχε να μου ζητήσει κάτι: «Ξέρω πως ήρθες για να βοηθήσεις. Ξέρω ότι αυτό είναι επικίνδυνο. Δεν ήθελα να υποστείς ούτε τους κινδύνους ούτε τις απογοητεύσεις αυτού του ταξιδιού. Αφού όμως ήρθες θα σου ζητήσω δύο πράγματα:  

Το πρώτο αφορά αυτές ακριβώς τις γραφές. Αυτήν τη σύνοψη που συντάσσω τώρα. Προφύλαξέ τες. Φτιάξε τουλάχιστον δύο αντίγραφα. Το ένα για σένα. Το άλλο φρόντισε να φτάσει στον Αριστοτέλη και τους δικούς του. ¨Περιπατητικούς¨ δε μου έγραψες πως τους αποκαλούν τώρα στην Αθήνα; Σ’ αυτούς. Θα καταλάβουν εύκολα για ποια πράγματα μιλάω και τι λέω γι αυτά. Θα σου δώσω και ένα γραπτό μήνυμα  προσωπικά για τον Αριστοτέλη. Θα του λέω πως αυτή είναι η στερνή συμβολή μου. Και πως λυπάμαι που δεν την εκθέτω με ευθύ προφορικό λόγο. Εκείνο που θέλω να ελπίζω είναι πως ¨η σκυτάλη¨ θα φτάσει πίσω σε αυτούς. Και ότι θα βοηθήσει, όταν οι καιροί θα είναι πρόσφοροι… ή ότι θα συμβάλει στην δημιουργία πρόσφορων καιρών.

 Το δεύτερο αίτημά μου θα ήθελα πρώτα απ’ όλα να το καταλάβεις. Δεν είναι ένδειξη ούτε ξαφνικής παραφροσύνης ούτε επώδυνου πανικού. Και έχει ένδοξα προηγούμενα. Πείθομαι κάθε μέρα και περισσότερο ότι δεν υπάρχουν άλλες αποδεκτές λύσεις. Ήρθε ο καιρός να φεύγω, Εύελπι. Όχι επειδή δεν μπορώ να κάνω αλλιώς, ούτε γιατί με διώχνουνε, αλλά γιατί κρίνω πως έτσι είναι το πιο σωστό.

Όχι αγαπημένε μου συνεργάτη. Δεν μιλάω για την απόδραση που σίγουρα σχεδιάζεις. Δε θέλω η ανάμνησή μου να ταυτιστεί με κάποιον που το βάζει στα πόδια Δε μιλάω ούτε για την ατιμωτική θανάτωση που επιδιώκουν οι Άλλοι. Για να είμαι απόλυτα ειλικρινής -και μαζί σου μπορώ να είμαι- δεν θέλω ο Αλέξανδρος να χρεωθεί και τον δικό μου θάνατο. Μιλάω για την οικειοθελή αποχώρηση με την οποία θέλω να υπογράψω τα κείμενα που τώρα συγγράφω. Κι επειδή θέλω να φύγω όχι ως ήρωας αλλά, σίγουρα, ως λάτρης του ορθού λόγου, εκείνο που επιθυμώ από σένα είναι ένα γρήγορο και κατά συνέπεια όχι πολύ επώδυνο δηλητήριο. Όχι κώνειο, αν και η έμμεση αναφορά στον αείμνηστο Σωκράτη θα ήταν τιμητική για μένα. Το κώνειο, απ’ ότι  μου έχουν πει, είναι αρκετά επώδυνο. Εδώ στην ανατολή ασφαλώς θα βρεις κάτι καλύτερο…»

.krit4

Από ένα σημείο και μετά έχω πάψει να τον παρακολουθώ. Τα λόγια του, με το που τα συνειδητοποιώ, με συγκλονίζουν. Η αυτοκτονία του δεν είναι μια εξέλιξη που θα μπορούσα ποτέ να διανοηθώ. Δεν έχω ετοιμάσει επιχειρηματολογία εναντίον της. Ξέρω πως η αγάπη για τη ζωή είναι βασικό συστατικό των γενικότερων απόψεων του Καλλισθένη. Είμαι σίγουρος πως παρά τις απανωτές απογοητεύσεις ο προϊστάμενος μου δεν αγαπά τον θάνατο. Ούτε εγώ. Και έχει δίκιο: πρόθεσή μου είναι πλέον το να οργανώσω την απόδρασή του. Σε κάθε περίπτωση, να την έχω έτοιμη και να την υλοποιήσουμε εάν δούμε ότι η -χωρίς δίκη- ¨καταδίκη¨ του είναι αναπόφευκτη. Είχα σκεφτεί πως, πριν προχωρήσω, χρειάζομαι τη συγκατάθεσή του. Όμως τώρα βλέπω ότι εκείνος έχει καταλήξει σε άλλες ¨λύσεις¨.

«Το πρώτο σου αίτημα -δε χωράει καμία συζήτηση- θα το πραγματοποιήσω οπωσδήποτε και με χαρά» του απαντώ. «Η χαρά μου πάντως θα είναι μεγαλύτερη αν καταφέρουμε να επιστρέψουμε στην Αθήνα μαζί. Όσο για το δεύτερο, επίτρεψέ μου, πριν σου υποσχεθώ οτιδήποτε, να σου ζητήσω κι εγώ μια χάρη: Δώσε μου λίγο χρόνο… λίγες μόνο μέρες, για να αναζητήσω μια εναλλακτική λύση. Εάν δεν τα καταφέρω θα είμαι πάλι εδώ με ένα αγγείο που θα περιέχει  αυτό που μου ζήτησες. Μέχρι τότε το μόνο που σου ζητώ είναι το να κρατηθείς γερός και -αν αυτό είναι εφικτό- αισιόδοξος».

Δε μπορώ να πω πόσο πικρό είναι, πάντως στα χείλη του σχηματίζεται ένα χαμόγελο. 

Όμως δεν προλαβαίνει να πει κάτι, γιατί από το διάδρομο ακούγεται μια όλο και πιο έντονη μουρμούρα, έως ότου στην πόρτα του δωματίου εμφανίζεται πάλι ο στρυφνός υπαξιωματικός, ο οποίος προσπαθεί τώρα να πουλήσει ειρωνεία: «Όλοι το ξέρουν πως οι λόγιοι είναι λογάδες, αλλά εσείς οι δύο το παρακάνατε». Δείχνει εμένα: «Εσύ να του δίνεις, και ο άλλος να κουρνιάσει στη γωνία του. Ξεπεράσατε τα όρια». Γυρνάει προς τον Καλλισθένη. «Εσύ, δε βλέπω να παίρνεις άλλη άδεια για επισκέψεις».

Οργίζομαι. Έχω πει ότι καλό είναι η παρουσία μου στα Βάκτρα να είναι διακριτική και να μην πηγαίνω γυρεύοντας. Παρά ταύτα ο θρασύς υπαξιωματικός μου τη δίνει. Τραβάω από το θυλάκιο το περιβραχιόνιο που σηματοδοτεί την ιδιότητα μου ως ανώτερο στέλεχος των υπηρεσιών και το κολλάω στο χοντροκομμένο του πρόσωπο. «Προσοχή!» του κραυγάζω. Αυτομάτως στήνεται μπροστά μου  ως όρθιος αυλός. «Εάν δε θέλεις να σε στείλω αυθωρί στον ποταμό Ώξο, για να δεις πως τοξεύουν οι Σκύθες, πρόσεχε τον τρόπο που μιλάς και σε ποιον σηκώνεις τον τόνο της φωνής σου». Αλλάζει διάφορα χρώματα. «Εξαφανίσου», του λέω και όντως εξαφανίζεται πριν ολοκληρώσω τη φράση.

Ο Καλλισθένης χαμογελάει ξανά∙ αυθόρμητα αυτήν τη φορά.

«Και τώρα που είπαμε τα αμέσου ενδιαφέροντος» λέει -και στη φωνή του υπάρχουν ίχνη μιας παράξενης ευθυμίας- «για πες μου λίγο περισσότερα για τα υπόλοιπα: Πώς έχουν τα πράγματα στην Ελλάδα, ποια είναι η κατάσταση στην Αθήνα μετά την περίφημη δίκη, τι λέγεται εκεί για τον Αλέξανδρο και για την εκστρατεία και τι για τον Αντίπατρο και την Ολυμπιάδα; Πως πήγε το ταξίδι σου προς και από την Αθήνα;»

Έχω, προς στιγμήν την εντύπωση ότι επέστρεψε ο παλιός ωραίος  Καλλισθένης.

«Θα σου τα πω όλα»,  λέω και κάθομαι ξανά στον κλισμό μπροστά στο τραπέζι.

…….

[1] Όρνις: Πτηνό, πουλί.

[2] Η σχετική πρόθεση του Αλέξανδρου αναφέρεται από τον Πλούταρχο:  Αθηναίοις δε διηλλάγη, (…)   Αλλ᾽ εἴτε μεστὸς ὢν ἤδη τὸν θυμὸν ὥσπερ οἱ λέοντες, εἴτ᾽ ἐπιεικὲς ἔργον ὠμοτάτω και σκυθρωποτάτω παραβαλειν βουλόμενος, ου μόνον αφήκεν αιτίας πάσης, αλλά και προσέχειν εκέλευσε τοις πράγμασι τον νουν την πόλιν, ως ει τι συμβαίη περί αυτόν, άρξουσαν της Ελλάδος. ¨Πλουτάρχου Αλέξανδρος¨ [13.1-13.2]

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , | Leave a Comment »

Κύλικες και δόρατα. Μέρος Η΄Κεφάλαιο δέκατο: Εξομολογήσεις

Posted by vnottas στο 13 Ιουλίου, 2018

Μέρος 8ο Κεφάλαιο δέκατο: Ο Οινοκράτης, ο Ευρυμέδοντας και το Πουλχερίδιον. Εξομολογήσεις.

(αφηγείται ο Οινοκράτης)

αρχείο λήψης

Μαζί με όλη τη συντροφιά του ταξιδιού, πλην του Εύελπι, πάω για άλογα. Ο προϊστάμενός μου είπε ότι ο Άρχοντας Ευμένης έχει ειδοποιήσει επειγόντως το κεντρικό ιπποφορβείο της στρατιάς (λίγο έξω από την πόλη, εκεί όπου σταβλίζονται τα καλύτερα  δημόσια άλογα) να μου παραδώσουν, χωρίς ιδιαίτερες διατυπώσεις και δίχως τη συνηθισμένη διοικητική περιέργεια, ό, τι ζητήσω σε ίππους και ιπποσκευές.  Αρκεί να πω πως έρχομαι εκ μέρους του.

Τους παραδίδω λοιπόν τα ξεθεωμένα άτια που χρησιμοποιήσαμε στο τελευταίο τμήμα της διαδρομής ως τα Βάκτρα και τους ζητάω: το καλύτερο άλογο που διαθέτουν για τον προϊστάμενό μου, δύο γοργά και υπάκουα για εμένα και τον Αυτιά, που μάλλον θα τρέξουμε πολύ τις επόμενες μέρες και έναν ιδιαίτερα εύσωμο ίππο σε θέση να σηκώσει αδιαμαρτύρητα τον σχεδόν γιγαντιαίο Κάνθαρο. Είπα να κάνω λίγη πλάκα στον φίλο μου, τον Χοντρόη, και φώναξα να μου φέρουν και έναν ευτραφή ονίσκο, αλλά μόλις είδα τα μάτια του να στρογγυλεύουν ακόμη περισσότερο του συνήθους από έκπληξη και απογοήτευση, έκοψα τα αστεία και του παράγγειλα μια εξαιρετική φορβαδίτσα που, μόλις την είδε όχι μόνο συνήλθε αμέσως, αλλά και -θα έλεγα- χλιμίντρησε από τη χαρά του σε άπταιστη ιπ-ιπ- ιπ-ποελληνική.

Καβαλικεύουμε και κατευθυνόμαστε προς την έξοδο του ιπποφορβείου και από εκεί πίσω προς το κέντρο των Βάκτρων. Δεν ξέρω πώς είναι αυτή η πόλη όταν ζει καιρούς ήρεμους και περιστάσεις ομαλές, όμως σήμερα πρέπει να έχει μάλλον ασυνήθιστη όψη. Στρατεύματα. Παντού. Όχι μόνο τα δικά μας, αλλά και άλλα, προερχόμενα από διάφορα σημεία των κατακτημένων περιοχών που καταφτάνουν για να ενισχύσουν την νέα εξόρμηση. Με περίεργες εξωτικές στολές, με αλλιώτικο οπλισμό, ακόμη και με διαφορετικό βηματισμό, διασταυρώνονται ανταλλάσσοντας τους τελετουργικούς χαιρετισμούς αναγνώρισης που μόλις αποστήθισαν. Ανάμεσά τους καλπάζουν οι παντός είδους αγγελιοφόροι και περιφέρονται οι γηγενείς κάτοικοι παρατηρώντας με δικαιολογημένο ενδιαφέρον τις μετακινήσεις. Οι ντόπιοι, ανταλλάσσουν χαμηλόφωνα εικασίες για το τι μπορεί τελικά να προκύψει από όλη αυτή την αναμπουμπούλα.

Σε μια πλατεία βλέπω Έλληνες στρατιώτες καθισμένους περιμετρικά να παρακολουθούν έναν αξιωματικό που τους δείχνει και τους περιγράφει ένα τεράστιο άλλα μάλλον ήρεμο κτήνος που στέκεται υπομονετικά εκεί δίπλα επιβλεπόμενο από μια ομάδα ιθαγενών: Ένας ελέφαντας. Πλησιάζουμε για να δούμε καλύτερα το περίφημο ζώο-όπλο των Ινδών. Μεγαλύτερος και πιο υπάκουος από εκείνους που είχαμε ήδη συναντήσει στην Αίγυπτο, λέγεται πως έτσι και κατευθυνθούμε προς την Ινδία, θα έχουμε να κάνουμε μαζί του. Λέγεται επίσης ότι ο Ελέφαντας είναι θεός -τουλάχιστον για τους Ινδούς.

Θεός ή μη έχει τα αδύναμα σημεία του και αυτά προσπαθεί να περιγράψει ο έμπειρος αξιωματικός στους στρατιώτες. Αυτή τη στιγμή έχει διατάξει δύο οπλίτες να συγκρούουν τις ασπίδες τους προκαλώντας ηχηρό σαματά. Το ζώο τρομάζει, αναπηδάει και οι ανατολίτες που το  επιβλέπουν κινδυνεύουν να χάσουν τον έλεγχο.

Ο αξιωματικός δίνει αμέσως εντολή  στους ασπιδοφόρους να σταματήσουν τη φασαρία. Το ζώο ηρεμεί. Το ακροατήριο καλμάρει επίσης και ακούγονται κάποια σχόλια που προξενούν γέλια.

ξκλ

Λέω ότι μπορούμε να συνεχίσουμε την πορεία μας και οι φίλοι μου συγκατανεύουν και με ακολουθούν, όταν αντιλαμβάνομαι ότι εκεί δίπλα προσπερνάει κατευθυνόμενος προς το ιπποφορβείο ένας καβαλάρης που τον γνωρίζω. Και εκείνος επίσης. Λέω να του φωνάξω, αλλά δαγκώνομαι. Ο Εύελπις είπε πως, για την ώρα, η παρουσία μας στα Βάκτρα πρέπει να είναι διακριτική. Όμως εκείνος, ένα βήμα παρακάτω, τραβάει τα χαλινάρια και στρίβει προς τα πίσω για να με δει καλύτερα.

«Οινοκράτη;!» φωνάζει.

Κάνω τον έκπληκτο. «Ευρυμέδοντα;!»

Κατεβαίνουμε από τα άλογα και αγκαλιαζόμαστε.

«Είναι κι ο Εύελπις εδώ; Πότε φτάσατε;»

«Δεν είναι πολύ. Τώρα μόλις άλλαξα τα άλογα του ταξιδιού. Εσύ;»

«Ήμουν σε αναγνωριστικό ταξίδι. Δε μπορώ να σου πω τίποτα άλλο. Μπορώ όμως να σε κεράσω μια φιάλη κεκραμένο. Είσαι;»

«Δεν είμαι μόνος μου και έχω να παραδώσω μερικά πράγματα. Όμως μπορούμε να τα πούμε το απομεσήμερο. Εντάξει;»

«Εντάξει».

«Πού; Διάλεξε εσύ που ξέρεις καλύτερα τα κατατόπια».

«Απέναντι από τον ναό της Αναίτιδας στο κέντρο, φαντάζομαι πως τον ξέρεις, υπάρχει ένα μικρό κυλικείο με εδέσματα και ροφήματα∙ τοπικά μεν αλλά εκλεκτά. 

«Έγινε. Συνάντηση λοιπόν μόλις οι σκιές εγκαταλείψουν την κατακόρυφο».

.images (22)

Είχα σκοπό να πάω να βρω το Πουλχερίδιον. Δεν της έχω γράψει ότι έρχομαι και εάν η Θαΐδα δεν την έχει ήδη πληροφορήσει σχετικά, λέω να της κάνω έκπληξη. Και να την ανακρίνω. Με την καλή έννοια, βέβαια. Δεν νομίζω πως ξέρει ενδιαφέροντα γεωπολιτικά μυστικά, αλλά ελπίζω να ξέρει τι αισθάνεται για μένα.

Ας το πω αλλιώς: Επειδή έτυχε, όπως ακριβώς και ο Εύελπις, να προσβληθώ κι εγώ  από την  σαγήνη μιας γυναίκας που ο δρόμος της δεν διασταυρώνεται αυτόματα με το δικό μου, αλλά που για να την κερδίσω θα πρέπει να πάρω αποφασιστικές πρωτοβουλίες, λέω πως είναι καιρός να δράσω. Αλλά πρώτα πρέπει να ξέρω. Τα βασικά. Την τελευταία φορά που την είδα ήτανε σίγουρα ερωτοχτυπημένη με τον Ευρυμέδοντα. Τον νεαρό Θεσσαλό ιππέα με τον οποίο συνταξίδεψε από την Περσέπολη ως τα Σούσα. (Ή μήπως έτσι μου φάνηκε, ή μήπως το ενδιαφέρον που διαπίστωνα ανάμεσά τους ήταν αντανάκλαση από εκείνο που εγώ άρχιζα τότε να αισθάνομαι γι αυτήν;) 

Έλεγα λοιπόν να πάω να τη βρω σήμερα, αμέσως μετά την παράδοση του αλόγου στον Εύελπι. Να όμως που η Ειμαρμένη μου έβαλε τρικλοποδιά και ο δρόμος μου διασταυρώθηκε αναπάντεχα με εκείνον του Θεσσαλού. Έστω. Ας δω πρώτα τον Ευρυμέδοντα. Αλλά ας είμαι προετοιμασμένος κατάλληλα. Γι αυτό, αφού παρέδωσα το άλογο στον Εύελπι, πριν ξεκινήσω για την πλατεία του ιερού ναού της Αναίτιδας (μια τοπική εκδοχή της Αφροδίτης, με ολίγη από Αρτέμιδα) πέρασα από το πανδοχείο όπου είχαμε προσωρινά καταλύσει και πήρα μαζί μου τα μυστικά μου όπλα.  

.ΘΥΣΙΕΣ

«Αδελφέ μου, δε ξέρω τίποτα για τα ζουμιά που καταναλώνουν οι πότες σε αυτή τη γωνιά του κόσμου. Όμως ο υποφαινόμενος Οινοκράτης είναι φημισμένος για την προνοητικότητά του. Γι αυτό έχω πάντα -σχεδόν πάντα- μαζί μου ένα φλασκί με χειροποίητο βελτιωτικό. Λίγες σταγόνες του αρκούν για να μετατρέψουν οποιοδήποτε ξύδι σε Νέκταρ. Ας πούμε ¨σχεδόν νέκταρ¨ για να μην προκαλέσουμε την οργή κανενός από τους δικούς μας θεούς, που είναι και λίγο παρεξηγιάρηδες», είπα και έβγαλα με προσοχή από τον δισάκο μου το δοχείο με τη Χαχόμα υπ’ αριθμόν δύο (τη ¨χειροποίητη¨ ή ¨αιρετική¨). Δεν ήταν μια εύκολη κίνηση γιατί μέσα στο σάκο, εκτός από τις δύο χαχόμες, είχα και το επικίνδυνο ¨δοχείο-οπλή¨, αφημένο εκεί μέχρις ότου βρω τον καλύτερο δυνατό κρυψώνα, εδώ στα Βάκτρα. Ήταν ένα τεκμήριο της συνωμοσίας των Άλλων που θα μπορούσε να μας χρειαστεί.

Εν τούτοις ο Ευρυμέδων δε χρειαζόταν πολλές- πολλές εξηγήσεις. Ήταν ευτυχής που βρήκε έναν παλιό γνώριμο, στον οποίο είχε εμπιστοσύνη και με τον οποίο δεν θα χρειαζόταν να υποκριθεί οτιδήποτε. Γιατί τα τελευταία χρόνια, πάνω κάτω από τότε που είχαμε να ειδωθούμε, ο Ευρυμέδοντας είχε εξελιχθεί σε έναν ικανό μυστικό διερευνητή.  Επομένως ήταν υποχρεωμένος να αλλάζει ταυτότητες και ιδιότητες. Ήξερα ήδη ότι, μετά τις ανακαλύψεις που είχαμε κάνει εμείς στα Σούσα, του είχε ανατεθεί η διείσδυση στο περιβάλλον των περσών πριγκίπων. Έτσι είχε  υποδυθεί τον δυσαρεστημένο μακεδόνα εταίρο, τους είχε προσεγγίσει και είχε εξασφαλίσει σημαντικές πληροφορίες που βοήθησαν τους χειρισμούς της ηγεσίας απέναντί τους. Μετά του ανατέθηκαν και άλλες ανάλογες αποστολές, που για την επιτυχή διεκπεραίωσή τους χρειάστηκε να γίνει: πλούσιος Ίωνας έμπορος, μοναχικός κυνηγός θηρίων στη παραμεθόριο σκυθοκρατούμενη ζώνη, ως και -τελευταία-  φιλομαθής δυτικός λόγιος εξερευνητής στη χώρα των Ινδών.

Έτσι ο Θεσσαλός είχε, ούτως ή άλλως, την καλή διάθεση, τόσο να πιει, όσο και να αφηγηθεί. Για τις όποιες θεμιτές αναστολές του φρόντισε η χειροποίητη αιρετική χαχόμα που, όπως έλεγα παραπάνω, έβγαλα από τον διπλό μου σάκο, ξεβούλωσα με προσοχή και έσταξα μερικές σταγόνες στο ρυζοποτό που μας είχε φέρει ένας ντόπιος σαρικοφόρος. Φυσικά ήπια και εγώ και, φυσικά επίσης, ξέχασα τα πάντα έως ότου, αργότερα, βρήκα στη τσέπη μου ένα πρόχειρο σημείωμα με τον γραφικό μου χαρακτήρα, που έλεγε: ¨Πιες λίγη Χαχόμα και θυμήσου: πιθανώς υπάρχουν νεότερα¨

.αρχείο λήψης (2)

«… Λοιπόν που λες, πίσω από το βουνό στα ανατολικά, υπάρχουν οι χώρες του ποταμού Ινδού. Το ποτάμι, αφού δεχθεί κάμποσους παραπόταμους που φέρνουν νερό από τα βουνά, κατευθύνεται προς το Νότο, στη θάλασσα των Περσών και, από κάποιο σημείο και μετά, είναι πλωτό. Τουλάχιστον σε μεγάλα τμήματά του. Στα νότια ρέει ανάμεσα σε ερημικές περιοχές, πράγμα που αν αληθεύει σημαίνει ότι η διείσδυση στην Ινδία από εκεί πρέπει να είναι δύσκολη. Αν είναι να γίνει η εισβολή, συμφέρει να την επιχειρήσουμε εδώ, αμέσως μετά τους βόρειους ορεινούς όγκους.

Τα βουνά εδώ γύρω είναι δύσβατα και πανύψηλα. Δυσκολεύτηκα πολύ να τα διερευνήσω. Σε μια φάση μάλιστα χάθηκα ανάμεσα τους.  Ήξερα πως έπρεπε να κατευθυνθώ δυτικά για να επιστρέψω εδώ, όμως τα μονοπάτια κατέληγαν σε απύθμενους γκρεμούς και σε αδιέξοδα. Δε ξέρω αν θα τα κατάφερνα να επιβιώσω, εάν ο καιρός δεν ήταν κάπως μειλίχιος και εάν δε συναντούσα κάτι καλόβολα ανθρωπάκια, τυλιγμένα σε μακριές ρόμπες, που με βοήθησαν και με φιλοξένησαν για κάποιο διάστημα. Ανακάλυψα έτσι ότι πρόκειται για ένα είδος ερημίτες-ιερείς που λατρεύουν έναν μακρινό βουνίσιο θεό, διαφορετικό από εκείνους των βραχμάνων Ινδών, αλλά και από τους θεούς που επικαλείται ο Πέρσης  προφήτης Ζωροάστρης. Τον λένε Βούδα ή κάπως έτσι. Οι ιερείς του ζουν, πολλοί μαζί, σε ένα μεγάλο οίκημα που κρέμεται στον βράχο σαν αετοφωλιά. Ως υπέρτατο αγαθό αναζητούν κάτι που μοιάζει με -¨ολύμπια¨ θα λέγαμε εμείς- ηρεμία! Είναι, κατά κάποιο τρόπο, μια θρησκεία που φιλοσοφεί.  Σκέφτηκα πως το θέμα θα ενδιέφερε τον Καλλισθένη…  Αλήθεια τι συμβαίνει με τον Ολύνθιο; Πριν φύγω είχα μάθει πως έχει προβλήματα, τώρα μου λένε πως έχει συλληφθεί…»  

Πρέπει να του τα είπα. Όλα. Για τον Καλλισθένη και τη συνωμοσία των Άλλων, για την κατάσταση στην Αθήνα, για την ιστορία με τα αγάλματα των Τυραννοκτόνων και τη χειραφέτησή μου, για τις περιπέτειες του ταξιδιού προς και από την Αθήνα. Πιθανότατα τώρα θα τα έχει κιόλας ξεχάσει. Όμως εκείνο που μετράει είναι πως όταν τα πρωτάκουσε έδειξε ειλικρινές και συμπάσχον ενδιαφέρον. Με ρώτησε μάλιστα τι πρέπει να κάνει για να βοηθήσει. Του είπα να περιμένει. Αν τον χρειαστούμε θα τον ειδοποιήσουμε έγκαιρα.

Τώρα ήταν η σειρά μου να ρωτήσω. Αλλάζοντας θέμα.

«Εκείνο το ωραίο κορίτσι με το οποίο είχατε φτάσει μαζί στα Σούσα τι κάνει; Ναι, εκείνη που έφερνε την επιστολή της Θαίδας για την Φρύνη».

«Μάλλον λες για τη μικρή Πουλχερία. Έχεις δίκιο. Ήταν ένα ωραίο κορίτσι».

«Γιατί, τώρα δεν είναι; Της συνέβη κάτι;»

«Δεν ξέρω. Ελπίζω όχι, θα ήταν κρίμα. Μόνο που έχω καιρό να την δω. Με όλα αυτά τα ταξίδια που χρειάστηκε να κάνω τελευταία δεν είχα πολύ διαθέσιμο χρόνο»

Πρέπει να πήρα μια βαθειά ανάσα ανακούφισης.

Αλεξικ411

Ο ήλιος είχε ήδη κρυφτεί πίσω από τα δυτικά βουνά όταν φύγαμε από το κυλικείο της πλατείας της Αναίτιδας. Και οι δύο τελούσαμε σε κατάσταση όχι πλήρως ελεγχόμενης ευθυμίας. Μέσα μας η πίεση για εξομολογήσεις πρέπει να καταλάγιαζε κάπως, αλλά δεν είχαμε πάψει -και οι δύο, ταυτοχρόνως – ανάμεσα στα αλλεπάλληλα κύματα νύστας που μας πλημμύριζαν, να λέμε κι άλλα από τα σώψυχά μας ο ένας στον άλλο… Μετά αποχαιρετιστήκαμε με έναν αλληλέγγυο εναγκαλισμό και είπαμε να ξανασυναντηθούμε το συντομότερο για να πούμε κι άλλα.  Ο Ευρυμέδοντας απομακρύνθηκε γερτός πάνω στο άλογό. Ελπίζω το ζώο να ήξερε το δρόμο για το κατάλυμά του. Το δικό μου μάλλον δεν ήξερε και περίμενε σαφείς εντολές. Δεν το καβαλίκεψα, παρά πήρα τα χαλινάρια πεζός και το τράβηξα μαζί μου.

Νύσταζα. Πολύ. Όμως ήξερα πως η αιτία ήταν μια γνωστή παρενέργεια της Χαχόμας και αυτό με έκανε αισιόδοξο. Μα και βέβαια, θα μπορούσα να την ελέγξω την νύστα. Και ασφαλώς θα μπορούσα να κάνω απόψε εκείνο που θα ήταν συνετότερο να κάνω αύριο. Δηλαδή να επισκεφτώ το Πουλχερίδιο. Έτσι κι αλλιώς τα παραπατήματά μου με οδηγούσαν εκεί κοντά, προς το κτίριο όπου, όπως είχα έγκαιρα φροντίσει να μάθω,  ήταν εγκατεστημένη η Θαίδα και η ακολουθία της.

Παρέκαμψα την πολυτελή κεντρική είσοδο, έδεσα το άλογο σε έναν δημόσιο δετήρα και βρήκα μια ανώνυμη μικρή πόρτα στην πίσω μεριά. Την έσπρωξα. Δεν ήταν αμπαρωμένη από τα μέσα. Υποχώρησε και βρέθηκα σε ένα είδος μαγειρείου. Πάλι. Όπως και στην Αθήνα, στο Πρυτανείο, όταν παρακολουθούσα την Ιππαρχία.

«Εεεπ! Στάσου. Πού πας εσύ;» άκουσα μια λεπτή φωνούλα με έντονη ασιατική προφορά. Προερχόταν από έναν εύσωμο μάγειρα-ευνούχο, ο οποίος κάτι ανακάτευε μέσα σε ένα μεγάλο καζάνι.

Έπνιξα ένα ξεχειλωμένο χασμουρητό, το μετέτρεψα με το ζόρι σε συμπαθητικό χαμόγελο και του είπα: «Γλυκύτατε Μάγειρα. Μπορεί να μη με γνωρίζεις, αλλά δεν είμαι ξένος, αντίθετα είμαι πολύ καλός φίλος των κυριών που διαμένουν σε αυτό το κτίριο. Θα σου ήμουν λοιπόν ευγνώμων  εάν ειδοποιούσες την νεαρή κυρία Πουλχερία πως ένας φίλος της την περιμένει εδώ».

Ο μάγειρας εξακολούθησε το ανακάτωμα με τη μεγάλη κουτάλα του. «Και ποιο είναι το όνομα του φίλου της μικρής κυρίας Πουλχερίας;» με ρώτησε.

«Αυτό ας μην της το πούμε για την ώρα, έτσι ώστε να της κάνουμε μια μικρή έκπληξη», είπα και του ενεχείρησα μια χούφτα μικρά ντόπια νομίσματα, με τα οποία, λίγο πριν, είχα επιχειρήσει  να κεράσω τα ποτά και τους μεζέδες που καταναλώσαμε με τον Ευρυμέδοντα.  (Ανεπιτυχώς! -ο Θεσσαλός ισχυριζόταν  σθεναρά ότι ήταν η σειρά του).

«Άϊντε, καλά», είπε ο μάγειρας και μου παράδωσε την κουτάλα. «Δυνατά για να μην κόψει», μου παράγγειλε επιτακτικά.

ξθυ

Εμφανίστηκε πρώτα ο ευνούχος που ήρθε κατ’ ευθείαν σε μένα και ξαναπήρε αποφασιστικά την κουτάλα του. Πίσω του, το Πουλχερίδιον, ή μάλλον η μικρή κυρία Πουλχερία, έμεινε μια στιγμή ακίνητη κάτω απ’ την κάσα της εσωτερικής πόρτας. Μετά πέταξε ένα καμπανιστό ηχηρό γελάκι. «Ώστε η κυρία Θαΐδα δεν με κορόιδευε. Είναι αλήθεια. Επιστρέψατε!» Μετά έτρεξε και με αγκάλιασε σφιχτά.

Δεν είχε αλλάξει πολύ. Ήταν μόνο λίγο πιο όμορφη, μια ιδέα πιο μεστή, μία στάλα πιο τροφαντή από τότε. Με τράβηξε προς μια γυριστή εσωτερική σκάλα και ανεβήκαμε ως μια μικρή αίθουσα υποδοχής, άδεια εκείνη τη στιγμή. Καθίσαμε δίπλα δίπλα σ’ ένα ανάκλινδρο.

Η επαφή μαζί της έδιωξε κάπως τα κύματα της νύστας που μου επιτίθονταν. Όχι όμως και την άμεση επιθυμία για εξομολόγηση. Μόνο που αυτή τη φορά η εξομολόγησή μου θα είχε χρώμα ρόδινο και άρωμα έρωτα. 

Όμως αυτή τη στιγμή μιλούσε εκείνη: «Σ’ ευχαριστώ για τις επιστολές. Χάρη σ’ αυτές μπόρεσα να ταξιδέψω μαζί σου. Να βρεθώ σε αυτή την αξιοθαύμαστη Αθήνα που την ήξερα μόνο από τις νοσταλγικές ιστορίες της κυράς μου. Να ζήσω τις αρμυρές ναυτικές σου περιπέτειες. Αχ, υποσχέσου μου πως θα συνεχίσεις να μου γράφεις… ακόμη και εάν, όπως ελπίζω, τώρα θα τα λέμε κι από κοντά».

«Θα σου γράφω όσο θες, για ό, τι θες. Όποτε θέλεις». Έπνιξα ένα προδοτικό χασμουρητό και ξερόβηξα. «Η αλήθεια είναι πως δεν ήξερα ότι οι γραφές μου σου αρέσουν τόσο. Αν το ήξερα θα σου είχα ετοιμάσει μία σημερινή επιστολή. Αντί να στα πω, θα στα έγραφα».

«Εντάξει», γέλασε εκείνη. «Για σήμερα δεν πειράζει. Αν έχεις κάτι επείγον να μου πεις σε ακούω με όλη μου την προσοχή»

«Άκουσέ με λοιπόν μικρό μου Πουλχερίδιο. Μου άρεσες παλιά και μου αρέσεις και τώρα. Πολύ. Σού έγραψα για αυτά που συνέβησαν στην Αθήνα, – έστω, για τα περισσότερα∙ έχω υλικό και για άλλες γραπτές αφηγήσεις-  και έτσι ξέρεις ότι χειραφετήθηκα και ότι τώρα πια είμαι ελεύθερος κάτοικος της Αθήνας. Αλλάζω ζωή μικρό μου Πουλχερίδιο. Επομένως σε ρωτάω: θα ήθελες να με συντροφέψεις στη νέα μου αυτή ζωή; Θέλεις να γίνεις η γυναίκα μου;»

Χαμογέλασε. Γλυκά. «Τι περιμένεις να σου απαντήσω», μου είπε με μια δόση από το γνωστό της νάζι.

«Ελπίζω να μου πεις ναι. Φοβάμαι ότι θα μου πεις όχι. Τρέμω μήπως με αφήσεις χωρίς απάντηση», της απάντησα με όλη την χαχομική μου ειλικρίνεια.

«Δε θα το κάνω αυτό. Και θα είμαι και εγώ ευθεία και ανυπόκριτη μαζί σου. Περίμενα ότι κάτι θα μου ζητούσες. Υπέθετα ότι θα ήταν κάτι απλούστερο. Ας πούμε μια νύχτα μαζί μου. Δεν ξέρω τι θα σου απαντούσα τότε, αλλά τώρα χαίρομαι που δεν ήταν αυτό. Γιατί το αίτημά σου είναι ευγενέστερο και με τιμά. Έστω κι αν αυτό που μου ζητάς δεν εξαρτιέται  από μένα. Το ξέρεις πως εγώ δεν είμαι ελεύθερη. Ανήκω στη κυρά μου, τη Θαίδα. Χωρίς τη συγκατάθεσή της  δεν μπορώ να απομακρυνθώ δάκτυλο από κοντά της».

Την κοίταξα παραξενεμένος. Η γυναίκα που είχα απέναντί μου ήταν διαφορετική από το εύθυμο, πνευματώδες και ναζιάρικο κοράσιο που ήξερα. Είχε αλλάξει. Προς το καλύτερο. Τώρα ήταν μια γυναίκα που διάβαζε και που μπορούσε να εκφραστεί με άνεση. Μια γυναίκα με σύνεση, θα τολμούσα να πω.

Έπιασα και τα δυο της χέρια και τα έσφιξα

«Το θέμα της Θαίδας άφησέ το σε μένα, της είπα. Πες μου μονάχα τι επιθυμείς εσύ».

Την ένοιωσα να χαλαρώνει. Την είδα να χαμογελάει… καταφατικά! Ένα χαμόγελο που δεν πρόκειται να ξεχάσω.

Ούτε το αγκάλιασμά της, αμέσως μετά, θα ξεχάσω.

Ο μισός από εμένα απογειώθηκε σε σφαίρες ανώτερες και  ευδαιμονικές, ο άλλος μισός δέχτηκε πάλι ένα κύμα αδυσώπητης νύστας. Φοβήθηκα μήπως γίνω τελικά ρεζίλι. Προσπάθησα να συγκεντρωθώ και να αυτοελεγχθώ. Η Χαχόμα μου επέβαλε να είμαι ειλικρινής και επίσης να κοιμηθώ κατεπειγόντως.

«Όμορφή μου», της είπα και σηκώθηκα όρθιος παραπατώντας ελαφρά. «Δε ξέρω αν είμαι μαγεμένος από την παρουσία σου ή αν φταίνε τα μάγια που έκανα εγώ στον εαυτό μου προκειμένου να βρω το κουράγιο να σου μιλήσω. Όμως τώρα θα φύγω. Θα σε δω αύριο και θα πούμε πολλά.

Δε νομίζω ότι περίμενε να φύγω έτσι γρήγορα. Ωστόσο δεν παραπονέθηκε. Ίσως χρειαζόταν και εκείνη λίγο χρόνο με τον εαυτό της για να εσωτερικεύσει αυτά που συνέβαιναν. Περισσότερο μου ένευσε παρά μου είπε ¨ναι εντάξε黨. Άγγιξα τα χείλη της με τα δικά μου, έκανα μεταβολή σχεδόν σα να ήμουν νηφάλιος και έτρεξα προς την πίσω έξοδο. Το καινούργιο μου άλογο ήταν εκεί όπου το είχα αφήσει. Το πρόβλημα που απέμενε τώρα ήταν να καταφέρουμε να φτάσουμε πίσω, στο πανδοχείο.

images (1)

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , , | Leave a Comment »

Κύλικες και Δόρατα. Μέρος όγδοο: Η τελική σύγκρουση. Κεφάλαιο δεύτερο: Αντιδρώντας στα άσχημα νέα.

Posted by vnottas στο 9 Απριλίου, 2018

Κεφάλαιο δεύτερο: Αντιδρώντας στα άσχημα νέα.

(αφηγείται ο Εύελπις)

συρμένο-ά-ογο-χεριών-43913400

Η επιστολή της με τάραξε. Με το που την έλαβα. Προτού την διαβάσω. Δεν περίμενα να μου γράψει, αν και δε μπορώ να πω γιατί. Ίσως γιατί η Θαίδα δεν ήταν για μένα η καλή μου φίλη… Ήταν κάτι παραπάνω. Κάτι που αγαπούσα και φοβόμουν ταυτόχρονα. Κάτι που με είχε δεχτεί και με είχε απορρίψει. Κάτι που μου προξενούσε αισθήματα που δεν έλεγχα. Αισθήματα που η απόσταση μεταξύ μας και το πέπλο της πολύβουης πόλης των Αθηνών που με κάλυπτε, δεν κατάφερναν να καταπνίξουν εντελώς και που όλο σιγανο-σπινθήριζαν στο βάθος της ψυχής μου.

Αυτά τα σχεδόν δυόμισι χρόνια που βρισκόμουν στο ¨κλεινόν άστυ¨ είχα προσπαθήσει να βρω μια ισορροπία ανάμεσα στις κρυφές μου επιθυμίες και τα όσα φαίνονταν εφικτά. Εκείνη δεν είχε πάψει να υπάρχει ανάμεσα στις μύχιες σκέψεις μου, αλλά η απόσταση και η ένταση των καθηκόντων που θα έπρεπε να εκπληρώσω  εδώ, με βοηθούσαν να μην αιχμαλωτιστώ στο έλος των αδιέξοδων συναισθημάτων μου. 

Και ξαφνικά εκείνη μου γράφει… Όπως και στην πρώτη της επιστολή, τότε στα Σούσα, για να μου θυμίσει ότι παρά τις ειλημμένες αποφάσεις της και τις αντιξοότητες που παιδεύουν τη σχέση της μαζί μου, με προσέχει, με εποπτεύει, με σκέφτεται, με υπερασπίζεται. 

Αλλά αυτά τα διαπίστωσα μετά. Όταν διάβασα με προσοχή και συγκίνηση το γράμμα της.

ξξ

«Ναι δάσκαλε, δεν είναι η πρώτη φορά που ο ¨Ευδαιμονικός¨ και οι δικοί του βυσσοδομούν εις βάρος μας, αλλά είναι η πρώτη που ακούω να αναφέρουν το όνομά σου. Μέχρι στιγμής δεν τόλμησαν κάτι τέτοιο. Για κάποιο λόγο, που δεν είναι δύσκολο να τον μαντέψει κανείς -εσύ είσαι μακριά, εκείνοι είναι εκεί, κολακεύουν και μηχανορραφούν- πιστεύουν ότι τώρα είναι ισχυρότεροι από ό, τι άλλοτε. Πως η επιρροή τους στον Βασιλέα υπερτερεί της αφοσίωσης εκείνου προς εσένα. Όμως ομολογώ πως μου φάνηκε υπερβολικό, αν και όχι απίστευτο -τους έχω ικανούς για οτιδήποτε- να σε κατηγορούν ότι σχεδιάζεις να τον δολοφονήσεις. Πρέπει να εκτιμούν πως, όσο ο βασιλιάς σε αγαπάει, ο Καλλισθένης πρέπει να θεωρείται άτρωτος. Ακόμη και οι διενέξεις ανάμεσα στον Αλέξανδρο και μερικούς από τους πιο γνωστούς παλιούς στρατηγούς, των οποίων τις ανησυχίες ο Καλλισθένης έδειχνε να κατανοεί, παρά την τραγική τους κατάληξη  δεν άρκεσαν για να μειώσουν αποφασιστικά το κύρος του.

Για να τον εξουδετερώσουν πρέπει να απαλλαγούν πρώτα από σένα, τον δάσκαλο Αριστοτέλη…»

Ο Αριστοτέλης με κοιτάζει σκεφτικός.

«Και θέλεις να φύγεις; Να επιστρέψεις στην Ασία;» με ρωτάει.

«Αυτό αργά ή γρήγορα θα συνέβαινε. Ίσως έχω παραμείνει εδώ περισσότερο από όσο θα έπρεπε, αλλά αυτές ήταν μέχρι στιγμής οι εντολές του Καλλισθένη».

«Τον ενημέρωσες γι αυτά που έμαθες;»

«Ναι και περιμένω με αγωνία την απάντησή του».

«Και του ζητάς να σου επιτρέψει να επιστρέψεις, υποθέτω».

«Ναι. Πιστεύω ότι ένα μέρος της  αποστολής μου εδώ έχει ολοκληρωθεί. Δε θα έλεγα βέβαια ότι η κατάσταση είναι ευνοϊκότερη από πριν. Μετά την καταδίκη του Αισχύνη και την αναχώρησή του, οι σχέσεις ανάμεσα στους Αθηναίους και τους Μακεδόνες έχουν επιδεινωθεί, έστω κι αν δεν έχουν φτάσει σε ανοιχτή ρήξη. Έτσι όπως ήρθαν τα πράγματα, αυτή η αποφυγή της ρήξης είναι ίσως το μόνο θετικό. Αν λάβει κανείς υπ’ όψιν τις μεγάλες δυσκολίες επισιτισμού που αντιμετωπίζει τα δύο τελευταία χρόνια η Αθήνα, θα έλεγα ¨πάλι καλά¨ που δεν είχαμε κάποιο επεισόδιο που θα οδηγούσε σε νέα ανοιχτή σύγκρουση».  

«Συμφωνώ», μου είπε ο δάσκαλος. «Προς στιγμήν μάλιστα φοβήθηκα ότι θα υπάρξουν επιπτώσεις και για το Λύκειο. Όσο κι αν αγαπώ την Αθήνα, έχω συνείδηση του γεγονότος ότι είμαι κι εγώ μέτοικος και όπως όλοι οι μέτοικοι πρέπει να είμαι έτοιμος ανά πάσα στιγμή για αναχώρηση. Έστω και αν εδώ το έδαφος αποδείχτηκε εύφορο για το Λύκειο, το οποίο, θέλω να πιστεύω πως έχει αποκτήσει  γερές αθηναϊκές ρίζες».

«Αναμφίβολα δάσκαλε. Πάντως προς το παρόν η κατάσταση είναι μάλλον ήρεμη. Η ηγεσία δείχνει να εκτιμά το γεγονός πως οι Αθηναίοι πολίτες καλούνται από τους πρώτους να δηλώσουν αν ενδιαφέρονται να αποικήσουν τις νέες πόλεις, καθώς και οι πολεμιστές εάν επιθυμούν να συμμετάσχουν με καλή αμοιβή στην στρατιά».

Το γκρίζο βλέμμα του Αριστοτέλη με κοιτάζει πάλι ερωτηματικά.

«Μίλησες για την ολοκλήρωση μέρους της αποστολής σου… Δηλαδή; Τι άλλο…»

«Ένα άλλο μέρος δάσκαλε αφορά σε ‘σένα, το ξέρεις. Έπρεπε να θέσω στη διάθεσή σου κάθε πληροφορία που θα σε διευκόλυνε στο να έχεις μια ολοκληρωμένη άποψη για τα όσα συμβαίνουν στην εκστρατεία, έτσι ώστε να μπορείς να εκφέρεις τη γνώμη σου για το μελλοντικό ¨δέον γενέσθαι¨. Ο Καλλισθένης πιστεύει ότι, αρχίζοντας από εσένα, όλοι οι διανοητές θα πρέπει να πάρουν θέση για το τι θα συμβεί όταν οι στρατιωτικοί δεν θα είναι πλέον αναγκαίοι κι όταν η πρώτη γραμμή θα είναι εκείνη της αντιμετώπισης των ανθρώπινων αναγκών∙ όταν νέες πολιτείες θα πρέπει να οργανωθούν και  όταν παλιές και νέες ανάγκες ευτυχίας θα πρέπει να ικανοποιηθούν».

Χαμογελάει χωρίς να πάψει να δείχνει σκεφτικός. Μετά συνεχίζει εκείνος, σε πρώτο πρόσωπο…

«Κι εγώ, που δεν αρκούμαι σε ρητορικές διακηρύξεις, αλλά εμπιστεύομαι τον ορθό, συστηματικό λόγο, προσάρμοσα τις έρευνές μου στην αναζήτηση της πολιτικής ευνομίας και της κοινωνικής ανάπτυξης, όπως αυτές έχουν μέχρι τώρα εφαρμοστεί στις κυριότερες ελληνικές πόλεις και όχι μόνο. Έτσι κάθε τυχόν πρόταση για το αύριο θα βασιστεί στην διεξοδική και τεκμηριωμένη γνώση του παρελθόντος».

Σταματάει για λίγο και, καθώς εγώ δε σχολιάζω, συνεχίζει.

«Ξέρω πως ο Καλλισθένης, όπως και εσύ άλλωστε, θα θέλατε κάτι παραπάνω. Ξέρω πως επιθυμείτε να αλλάξετε τα πράγματα προς το καλύτερο και, όπως οι στρατηγοί πριν από τη μάχη ζητούν από τους ιερείς να εγγυηθούν, αν όχι την βοήθεια τουλάχιστον την καλή προδιάθεση των θεών, έτσι κι εσείς θα θέλατε να σας δώσουν οι διανοητές την έγκριση του Ορθού Λόγου. Μόνο που αυτός ο τελευταίος είναι πιο δύσκολος και σίγουρα πιο δυσπρόσιτος από τους παλιούς θεούς, που πολλές φορές ανακατεύονται στα ανθρώπινα από μόνοι τους, χωρίς καν να τους το ζητήσει κανείς».

Ο Αριστοτέλης άφησε μια βαθιά εκπνοή που έμοιαζε με αναστεναγμό.

«Ξέρω επίσης πως εδώ είμαστε στην πατρίδα του δάσκαλου Πλάτωνα, ο οποίος πρώτος προσπάθησε να αποδώσει στους φιλοσόφους τις πολιτικές τους ευθύνες. Και δεν κρύβω πως και εγώ ο ίδιος, άξιος μαθητής του δασκάλου μου, όπως ήθελα να είμαι, προσπάθησα νεότερος να ανακατευτώ στην άμεση πολιτική δράση. Όμως ούτε εκείνος στις Συρακούσες, ούτε εγώ στην Άσσο είχαμε εν τέλει ιδιαίτερα ενθαρρυντικά αποτελέσματα».

Η φωνή μου πρέπει να ακούστηκε κάπως απογοητευμένη:

«Όμως δάσκαλε, αν όσα μου γράφει η Θαίδα είναι αληθή, ο Καλλισθένης κινδυνεύει άμεσα. Τη Θαίδα δεν πρόλαβες να τη γνωρίσεις γιατί όταν έφυγε για την εκστρατεία εσύ μόλις είχες έρθει στην Αθήνα, όμως μπορώ να σε βεβαιώσω πως είναι αξιόπιστη…»

Η δική του φωνή αυτή τη φορά ακούστηκε κάπως αινιγματική:

«Δεν είπα πως δεν θα κάνουμε τίποτα. Άλλωστε αυτά που μάθαμε για τον Παρμενίωνα και τον γιο του μαζί με το τραγικό τέλος του Κλείτου αρκούν για να σημάνει ο συναγερμός. Εγώ θα γράψω αμέσως στον Αλέξανδρο. Και εσύ πριν φύγεις για το μέτωπο, θα έρθεις μαζί μου σε μια σημαντική συνάντηση. Θα δούμε, έχω ήδη συνεννοηθεί, έναν διανοητή από εκείνους που ανακατεύονται ενεργά, αλλά προτιμούν να το κρύβουν. Θα δεις, από αυτόν θα μάθουμε περισσότερα για αρκετούς τομείς που αφορούν στην σημερινή συγκυρία. Πρόκειται για έναν Πυθαγόρειο. Όχι, εγώ δεν ανήκω στους κύκλους τους, ούτε εκτελώ τα τελετουργικά τους που μου φαίνονται αστεία. Όμως γνωρίζω ότι, όπως ακριβώς και τον δάσκαλο Πλάτωνα, με σέβονται και με εκτιμούν. Εκείνον τον είχαν βοηθήσει πάνω από μια φορά. Ας δούμε λοιπόν τι μπορούν να κάνουν για εμάς σήμερα».

images (23)

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , | Leave a Comment »

Μυθιστόρημα υπό εκπόνηση. Ιντερμέδιο ΣΤ. Μια επιστολή ταξιδεύει…

Posted by vnottas στο 9 Σεπτεμβρίου, 2017

Ιντερμέδιο VI: Μια επιστολή που ταξιδεύει από τα Εκβάτανα προς την Αθήνα

 

Ο Εύελπις κατάφερε να ολοκληρώσει έγκαιρα τις αναγκαίες παρεμβάσεις έτσι ώστε το δίκτυο αλληλογραφίας ανάμεσα στα μετόπισθεν και το μέτωπο να γίνει ταχύτερο και ασφαλέστερο. Κατόρθωσε επίσης να ανανεώσει την ειδική γραμμή για τα μηνύματα που απαιτούν προτεραιότητα και εμπιστευτικότητα εισάγοντας νέα έμπιστα στελέχη  καθώς και νέους κώδικες κρυπτογράφησης βασισμένους στην στενογραφία του Ξενοφώντα. Για να τα καταφέρει εφάρμοσε τις υποδείξεις έγκυρων Ελλήνων τεχνικών και χρησιμοποίησε την βοήθεια των ημεροδρομικών υπηρεσιών των κομβικών ενδιάμεσων πόλεων. Έλαβε επίσης υπ’ όψιν στοιχεία από τα επικοινωνιακά συστήματα που είχαν αποδειχτεί αποτελεσματικά στην Αίγυπτο και την Περσία.

Η ακόλουθη επιστολή ταξιδεύει από τα Εκβάτανα προς την Αθήνα. Απευθύνεται στον Εύελπι τον Μεγαρέα και την έχει συντάξει ο προϊστάμενος του ο Καλλισθένης ο Ολύνθιος

 skytali

Αγαπητέ Εύελπι σε χαιρετώ.

Σπεύδω να σε διαβεβαιώσω ότι είμαι καλά και ότι βρίσκομαι στα Εκβάτανα, πλάι αν όχι ακριβώς πάνω στην πρώτη γραμμή της εκστρατείας. Έμαθα για την αίσια κατάληξη του ταξιδιού σου και για την άφιξη της αποστολής στην Αθήνα. Έλαβα ήδη την επιστολή όπου μου περιγράφεις το κλίμα που επικρατεί εκεί καθώς και τις πρώτες σου επαφές. Έλαβα επίσης μια επιστολή από τον Αριστοτέλη, όπου ανάμεσα στα άλλα μου γράφει καλά λόγια για σένα. Φαίνεται ότι του έκανες καλή εντύπωση και νομίζω ότι πρέπει να σε συγχαρώ γι αυτό. Δεν είναι μικρό πράγμα να μιλάει για κάποιον επαινετικά ο Δάσκαλος.

Αλλά υπάρχουν και εδώ νεώτερα στα οποία θέλω να σε κάνω κοινωνό. Τα περισσότερα είναι ευχάριστα και τόσο καθοριστικά που είναι πιθανό ο απόηχός τους να έχει ήδη φτάσει στην Αθήνα, πριν από την παρούσα επιστολή.

Αλλά ας τα πω από την αρχή.

Ήμουν ακόμη στα Σούσα όταν ήρθε να με βρει ο στρατηγός Κλείτος. Ήταν κι αυτός ασθενής και είχε παραμείνει στις φροντίδες του Ακαρνάνα γιατρού για ένα διάστημα. Μου είπε ότι αποθεραπεύθηκε  και ότι θα επέστρεφε στο μέτωπο.

«Ο Αλέξανδρος», μου διευκρίνισε, «έχει δώσει εντολή στον γέρο-Παρμενίωνα να μεταφέρει τον υπόλοιπο θησαυρό της Περσέπολης στα Εκβάτανα, αμέσως μόλις η πόλη πέσει στα χέρια μας. Ο Παρμενίων βρίσκεται ήδη στη Περσέπολη, προετοιμάζει τη μεταφορά, και περιμένει την είδηση ότι η πρωτεύουσα της Μηδίας έπεσε, για να ξεκινήσει. Ζήτησε ήδη από την φρουρά των Σούσων να του στείλει όσα υποζύγια μπορεί να βρεθούν εδώ, γιατί στη Περσέπολη δεν υπάρχουν πλέον αρκετά, και ρωτάει εάν τόσο εγώ, όσο κι εσύ, επιθυμούμε να ταξιδέψουμε μαζί του προς βορράν».

image832

Η ιδέα ήταν καλή. Αυτή την εποχή, σε αυτά τα μέρη, είναι πολύ καλύτερα να ταξιδεύει κανείς ομαδικά παρά μόνος του.  Έτσι ξεκινήσαμε συνοδευμένοι από ένα τμήμα της φρουράς και αρκετά ζώα που συλλέχθηκαν άμεσα απ’ την πόλη και την γύρω ύπαιθρο. Χωρίς να συναντήσουμε καθ’ οδόν δυσκολίες, φτάσαμε στην Περσέπολη (ή μάλλον σε ό, τι έχει απομείνει απ’ αυτήν) και συναντήσαμε τον Παρμενίωνα.  Ο παλαίμαχος στρατηγός δεν μου φάνηκε ευτυχής για τη συγκεκριμένη αποστολή που του ανατέθηκε. Είναι γνωστό ότι ο Παρμενίωνας δεν εκτιμά γενικώς τα πλούτη και είναι φανερό ότι θα προτιμούσε αντί να ασχολείται με τη μεταφορά του θησαυρού, να είχε παραμείνει στο μέτωπο και να συμμετέχει στις επιχειρήσεις που διεξάγονται εκεί.

Η είδηση για την επικείμενη παράδοση των Εκβατάνων ήρθε μαζί με την εντολή να  ξεκινήσουμε. Μπόρεσα έτσι να δω από κοντά τη δύσβατη ορεινή διαδρομή που διήνυσε ο κύριος όγκος του στρατεύματος και μάλιστα χωρίς να έχει ήδη αρχίσει για τα καλά το θέρος, όπως τώρα. Απόρησα για την ταχύτητα που κατάφεραν  να αναπτύξουν κάτω από τέτοιες συνθήκες και έδωσα νοερά συγχαρητήρια στον Ευμένη για την οργάνωση της επιμελητείας και του ανεφοδιασμού.

Λάβε υπ’ όψιν ότι το πέρασμα Ντεχ Μπιντ στις ράχες του Ζάγκρου βρίσκεται σε ύψος δύο χιλιάδων επτακοσίων μέτρων.

Να σου πω επίσης ότι, όπως έμαθα από τον Παρμενίωνα, στη χώρα των Παραιτακών (ανάμεσα στο πέρασμα Ντεχ Μπιντ και τη Μηδία), έναν τόπο φημισμένο για τον δριμύ του χειμώνα, ο Αλέξανδρος άφησε ως σατράπη τον Οξοάρθη, γιο του γνωστού μας Σατράπη της Σουσιανής, του Αβουλίτη. 

Φτάσαμε στα Εκβάτανα λίγες μέρες μετά την είσοδο των στρατευμάτων μας στην όμορφη αυτή πόλη της Μηδίας, όπου βρίσκονται τα θερινά ανάκτορα των Αχαιμενιδών. Χτισμένη στα υψώματα ενός βουνού,  περιβάλλεται από επάλληλα κυκλικά τείχη που, βαμμένα με διαφορετικά χρώματα, εντυπωσιάζουν όποιον τα πλησιάζει από την πλευρά της πεδιάδας.

Ξέρεις ότι έχω ένα επιστημονικό ενδιαφέρον για τα φαινόμενα που προκαλούν εντυπωσιασμό. Σε διαβεβαιώνω ότι αυτή η πόλη, ιδιαίτερα όταν την βλέπεις από μακριά, σε αφήνει έκπληκτο αν όχι ενεό. Δεν χρειάστηκε να πολιορκηθεί γιατί ο Δαρείος, ο οποίος πέρασε τον χειμώνα εδώ, έσπευσε να απομακρυνθεί με όσα στρατεύματα του είχαν απομείνει (περίπου έξι χιλιάδες πεζούς και τρεις χιλιάδες ιππείς, από ό, τι μάθαμε) αμέσως μόλις πληροφορήθηκε ότι η στρατιά μας πλησιάζει.

Προφανώς σκόπευε, όπως σχολίασε ο Παρμενίωνας, να καταστρέψει οτιδήποτε θα διευκόλυνε τον ανεφοδιασμό του στρατεύματός μας σε τρόφιμα, και να κερδίσει το χρόνο που θεωρούσε αναγκαίο για να ισχυροποιηθεί κάπως, πριν αποφασίσει αν θα διαπραγματευτεί τελεσίδικα  ή όχι. Δηλαδή η συνήθης μέχρι στιγμής τακτική του. Αντίθετα, από τους θησαυρούς που είναι αποθηκευμένοι στα Εκβάτανα ¨σήκωσε¨ μόνο ένα μέρος. Δεν ξέρω πως ακριβώς μπορεί να ερμηνευτεί αυτή του η ¨παράλειψη¨. Βιαζόταν ή ήθελε με τον τρόπο αυτό να εξευμενίσει κάπως τον διώκτη του;

 

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να σου θυμίσω πως, μετά τα όσα συνέβησαν στα Σούσα με τις κλοπές των κειμηλίων, ο φίλος Ευμένης ο Καρδιανός έχει φροντίσει να διεισδύσει στο περιβάλλον των Περσών Πριγκίπων,  χρησιμοποιώντας κυρίως τον Ευρυμέδοντα (τον δικό μας, τον Θεσσαλό ιππέα) επικεφαλής μια ομάδας από περσομαθείς Ίωνες. Η προσπάθεια αυτή πέτυχε, με αποτέλεσμα να μάθουμε αρκετά πράγματα για τις προθέσεις ορισμένων από αυτούς, αλλά και να έρθουμε σε άμεση επαφή με τον Βισθάνη, τον γιο του προηγούμενου Μεγάλου Βασιλέα, του Αρταξέρξη του Ώχου, μετά τη δολοφονία του οποίου είχε ανεβεί στο θρόνο ο Δαρείος.

Ο εν λόγω Βισθάνης περίμενε τον Αλέξανδρο δυο, τρεις σταθμούς πριν από τις πύλες της πόλης για να δηλώσει την υποταγή του και να τον πληροφορήσει για τη φυγή του Δαρείου. Έδωσε μάλιστα και κάποιες πληροφορίες για τις κρυφές κινήσεις των στασιαστών πριγκίπων, που επαύξησαν την ανησυχία και τη βιασύνη του δικού μας βασιλιά.images (21)

Ο Αλέξανδρος ήρθε να δει τους δύο πρώην ασθενείς συνεργάτες του πριν προλάβουμε να ζητήσουμε εμείς να τον χαιρετίσουμε. Ήταν παρών και ο γέρο-Παρμενίωνας. Αφού μας αγκάλιασε και μας ευχήθηκε ¨σιδερένιοι¨, μας καλωσόρισε πίσω στην εκστρατεία και μας είπε ότι δεν θα έμενε πολύ στα Εκβάτανα, γιατί βιαζόταν να προφτάσει τον Δαρείο, ξέροντας πλέον ότι ο τελευταίος των Αχαιμενιδών βασιλέων κινδύνευε τώρα κυρίως από τους δικούς του.

Έτσι, μέσα στις επόμενες ημέρες, ο ίδιος με ένα τμήμα του στρατεύματος (βασικά το εταιρικό ιππικό και τη μακεδονική φάλαγγα) θα συνέχιζε την καταδίωξη ακολουθώντας τους πιο σύντομους δρόμους, ακόμη και αν ήταν δύσβατοι. Ο Κλείτος επικεφαλής ενός άλλου τμήματος θα έπρεπε να προελάσει προς την χώρα των Πάρθων, ενώ ο Παρμενίωνας θα κατευθυνόταν προς την Υρκανία (την χώρα των Λύκων). Όσον αφορά σ’ εμένα, μου έδωσε εντολή να παραμείνω στα Εκβάτανα και εκτός από τη εποπτεία της συγγραφής των Βασίλειων Εφημερίδων που θα αναλάμβανα ξανά, αφού  ο Ευμένης θα τον ακολουθούσε στην εξόρμηση,  θα έπρεπε να επιβλέψω την παράδοση του θησαυρού της Περσέπολης.  Ξέρεις σε ποιον; Ναι, και ξέρεις!

Στον Άρπαλο του Μαχάτα!

Αυτός είναι και πάλι υπεύθυνος για τα οικονομικά της εκστρατείας και προς το παρόν έχει εγκατασταθεί κι αυτός στα Εκβάτανα. Λίγα λέω. Η αλήθεια είναι ότι του έχει ανατεθεί η ευθύνη για την πόλη και του έχουν αφεθεί έξι χιλιάδες μακεδόνες οπλίτες, μερικοί ιππείς και κάμποσοι ψιλοί.

Ειλικρινά εύχομαι να δικαιωθεί αυτή τη φορά ο Αλέξανδρος για την επιλογή του. Ωστόσο πρέπει να πω ότι η διαίσθησή μου λέει άλλα πράγματα, όχι τόσο ευοίωνα, και τα έχω πει στον Αλέξανδρο. Ξέρω ότι τον δυσαρεστώ, αλλά νομίζω ότι έτσι κάνω το καθήκον μου. Τέλος πάντων.

Να σου εκμυστηρευτώ και κάτι άλλο. Ο Αλέξανδρος, πριν μας αφήσει, μας είπε μισοαστεία-μισοσοβαρά και, σε κάθε περίπτωση, γελώντας: ¨Εσείς οι τρεις ελπίζω ότι δε με κακολογούσατε όταν τα λέγατε μεταξύ σας στο ταξίδι¨. Του είπα -αμέσως, για να προλάβω κάποια έκρηξη διαμαρτυρίας είτε από τον ευέξαπτο Κλείτο είτε από τον εύθικτο βετεράνο Παρμενίωνα- ότι εμείς οι τρεις ό, τι έχουμε να πούμε του το λέμε πάντα κατά πρόσωπο, γι αυτό και μας αγαπάει. Έφυγε χαμογελώντας αλλά εγώ άρχισα και πάλι να σκέφτομαι τι σόι διαβολές μπορεί να έχει σκαρώσει τους τελευταίους μήνες ο Ανάξαρχος ο Αβδηρίτης και η παρέα του.

img_d6afa4be6833

Ο Αλέξανδρος ξεκίνησε την επόμενη κιόλας μέρα και κατευθύνθηκε σε εξαιρετική ταχύτητα προς τα ανατολικά ακολουθώντας τα χνάρια του Δαρείου. Ο Ευμένης, που είναι μαζί του και μου στέλνει στοιχεία για τη συγγραφή της ¨Βασιλείου ¨Εφημερίδος¨, ισχυρίζεται ότι αυτή η προέλαση ξεπέρασε σε ταχύτητα οποιαδήποτε επίδοση οργανωμένου στρατεύματος, οποτεδήποτε στο παρελθόν.

Μετά από ένα δεκαήμερο εξαντλητικής προέλασης σταμάτησαν για ανεφοδιασμό και σύντομη ξεκούραση στις Ράγες, μια πόλη μεγαλύτερη από τα Εκβάτανα, αν και λιγότερο γνωστή, κοντά στη διάβαση των Κασπίων Πυλών.

Ύστερα προσπέρασε τις Πύλες και προχώρησε ως το τέλος της κατοικημένης περιοχής. Επειδή παραπέρα υπήρχε έρημος θέλησε να προμηθευτεί τα απαραίτητα τρόφιμα για το πέρασμα, αλλά πριν προλάβει να ολοκληρώσει τον ανεφοδιασμό, έφτασαν δύο ακόμη αυτόμολοι από το στράτευμα του Δαρείου (ο Βαβυλώνιος Βαγιστάνης και ο Αντίβηλος, ο γιος του Μαζαίου που μας παρέδωσε αμαχητί την Βαβυλώνα) και τον πληροφόρησαν ότι ορισμένοι πέρσες ευγενείς οργάνωσαν πραξικόπημα και συνέλαβαν τον Δαρείο. Επικεφαλής των στασιαστών, όπως ορθά είχε προβλέψει η υπηρεσία μας, είναι ο Βήσσος, ο σατράπης των Βακτρίων. Ο Αλέξανδρος διέκοψε τον ανεφοδιασμό και επικεφαλής των ταχύτερων αλλά και πιο ανθεκτικών ανδρών του, παίρνοντας μαζί του τρόφιμα και νερό μόνο για δύο μέρες, συνέχισε αμέσως την καταδίωξη.

Πράγματι μετά από δύο μέρες έφτασε στον τόπο όπου είχαν στρατοπεδεύσει οι Πέρσες, αλλά εκεί πληροφορήθηκε ότι ο Βήσσος και οι πραξικοπηματίες ευγενείς, με τον αιχμάλωτο Δαρείο έγκλειστο σε μια αρμάμαξα, συνέχιζαν τη φυγή προς τα ανατολικά, ενώ οι πέρσες που διαφώνησαν με τους στασιαστές και οι έλληνες μισθοφόροι τους είχαν εγκαταλείψει και είχαν καταφύγει στα γύρω βουνά.

images (19)

Ο Ευμένης κατάφερε να πληροφορηθεί από τους ντόπιους την ύπαρξη ενός συντομότερου μονοπατιού προς την ίδια κατεύθυνση με εκείνη του Βήσσου και ο Αλέξανδρος αποφάσισε να το ακολουθήσει. Διέταξε τα άλογα πεντακοσίων ιππέων να δοθούν σε ελαφρότερα οπλισμένους πεζούς και μπαίνοντας επικεφαλής αυτού του ταχύτερου αυτοσχέδιου σώματος ¨έφιππων πεζών¨, πήρε το συντομότερο μονοπάτι. Οι υπόλοιποι εξακολούθησαν την πορεία πάνω στο δρόμο στον οποίο προηγείτο ο Βήσσος, μπροστά οι ελαφρότερα και πίσω οι βαρύτερα οπλισμένοι.

Ο Αλέξανδρος κατόρθωσε να καλύψει μια απόσταση τετρακοσίων σταδίων[1] και να προλάβει τους πέρσες αντάρτες τα ξημερώματα της επόμενης μέρας. Ήταν διασκορπισμένοι και, προκειμένου να μετακινούνται ταχύτερα, οι περισσότεροι είχαν πετάξει ως και τις ασπίδες τους. Ελάχιστοι δοκίμασαν να αντισταθούν. Οι περισσότεροι παραδόθηκαν ή το έβαλαν στα πόδια.  Ανάμεσα σε εκείνους που διέφυγαν ήταν και ο Βήσσος με εξακόσιους περίπου ιππείς. Μέσα στην αρμάμαξα που ήταν εγκαταλειμμένη στη μέση του κακοτράχαλου δρόμου βρέθηκε ο Δαρείος ετοιμοθάνατος. Πρέπει να ξεψύχησε λίγο αργότερα.  Αυτό που φοβόταν ο Αλέξανδρος τελικά συνέβη. Απ’ ό, τι εκ των υστέρων μάθαμε, οι στασιαστές πρίγκιπες θέλησαν να τον πάρουν μαζί τους έφιππο, αλλά όταν εκείνος αρνήθηκε να εγκαταλείψει την αρμάμαξα, τον τραυμάτισαν θανάσιμα. Ίσως ο Δαρείος ήθελε -επιτέλους- να συναντήσει τον Αλέξανδρο, αλλά αυτό ήταν εκείνο που οι πρίγκιπες ήθελαν να αποφύγουν πάση θυσία. Γι αυτό τον εκτέλεσαν.  Άσχετα με το τι θα γράψουμε στις ¨Βασίλειους Εφημερίδες¨, η αλήθεια είναι ότι  δεν έχω ιδέα εάν μίλησε ή όχι με τον Αλέξανδρο πριν πεθάνει.

Αυτό ήταν αγαπητέ Εύελπι το τέλος ενός Μεγάλου Βασιλέα, το τέλος μιας ισχυρής Δυναστείας και, όπως όλα δείχνουν, το τέλος μιας κάποτε κραταιάς αυτοκρατορίας. Είναι δύσκολο να κρίνουμε εμείς τον Δαρείο, γιατί εμείς δεν είμαστε παρά οι ¨νικητές¨, άρα η άποψή μας βασίζεται σε άλλα κριτήρια και εξυπηρετεί άλλες ανάγκες. Ωστόσο, θέλω να ελπίζω ότι θα υπάρξει για όλους μας, και μια Ιστορία πιο αποστασιοποιημένη, που θα δώσει μελλοντικά μια αυθεντικότερη κρίση.images (23)

Αγαπητέ Εύελπι, μετά το θάνατο του Δαρείου ο Αλέξανδρος προχώρησε προς την Υρκανία και έμεινε για λίγο στο ανάκτορο της πρωτεύουσας  Ζαρδάκατα. Μάθαμε ότι ο Βήσσος έσπευσε να αυτοανακηρυχθεί βασιλεύς των Περσών με το όνομα Αρταξέρξης ο Τέταρτος, φορώντας μάλιστα και επιδεικνύοντας την τιάρα και  το ξίφος που κατάφερε να ανακτήσει από το θησαυροφυλάκιο των Σούσων. Όμως, όπως καταλαβαίνεις, παρά το ότι ο Αλέξανδρος σκοπεύει να κυνηγήσει και να τιμωρήσει τους αντάρτες πρίγκιπες πριν προλάβουν να γίνουν πραγματικά επικίνδυνοι, με το θάνατό του Δαρείου  ολοκληρώνεται η επίτευξη των στόχων της πανελλήνιας εκστρατείας, όπως αυτοί είχαν διατυπωθεί στο Συνέδριο της Κορίνθου. 

Γι αυτό διοργανώθηκαν γιορτές ¨λήξης¨ και δόθηκε η ευκαιρία σε όσους οπλίτες των σύμμαχων πόλεων το επιθυμούν, να επιστρέψουν στην Ελλάδα. Έτσι, ένας μεγάλος αριθμός από αυτούς θα λάβουν πλουσιοπάροχη αμοιβή, και όπου να ‘ναι θα πάρουν το δρόμο της επιστροφής. Όσοι πάλι το επιθυμούν θα παραμείνουν ως μισθοφόροι. Όσον αφορά στις απώτερες προθέσεις του Αλέξανδρου, είναι φανερό ότι δεν έχει σκοπό να σταματήσει την προέλαση, τουλάχιστον μέχρις ότου κατακτήσει το σύνολο της αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών.

Ωστόσο στο μακεδονικό στράτευμα υπάρχουν αντιρρήσεις. Όλα δείχνουν ότι μετά από πέντε χρόνια (αν συμπεριλάβουμε και τις επιχειρήσεις κατά των φυλών του βορρά πριν την έναρξη της ασιατικής εκστρατείας) συνεχούς πολέμου, οι στρατιώτες επιθυμούν μια εκτεταμένη ανάπαυλα, αν όχι την επιστροφή στην πατρίδα. Ο Αλέξανδρος είχε ήδη αντιληφθεί πολλά σημάδια σχετικά με τη διάδοση αυτών των απόψεων, τις οποίες άλλωστε συμμερίζονται και αρκετοί από τους κορυφαίους μακεδόνες στρατηγούς. Εάν λάβουμε υπ’ όψιν ότι το μέγιστο όργανο της μακεδονικής διοίκησης εξακολουθεί να είναι το ¨Κοινόν των Μακεδόνων¨, δηλαδή η συνέλευση των μακεδόνων στρατιωτών, είναι κατανοητό γιατί ο βασιλιάς θέλησε να μάθει τις σκέψεις των μαχητών, από πρώτο χέρι, διεξάγοντας μια ειδική έρευνα.

Όπως σου έχω ήδη αναφέρει ο Αλέξανδρος ζήτησε προτάσεις και από την υπηρεσία μας για τον τρόπο που θα έπρεπε να διεξαχθεί μια τέτοια διερεύνηση του ηθικού του στρατεύματος. Δυστυχώς οι προτάσεις που υποβάλαμε δεν έγιναν αποδεκτές. Αντίθετα έγινε δεκτή η ύπουλη μεθοδολογία που πρότεινε η παρέα του Ανάξαρχου. Είπαν στους στρατιώτες ότι ολοκληρώθηκε η νέα γραμμή επικοινωνίας με την Ελλάδα και εγκαινιάζοντάς την θα μετέφεραν δωρεάν τις πρώτες επιστολές των οπλιτών προς τους οικείους τους.

Έγραψαν πολλοί. Τα γράμματα όμως προτού προωθηθούν διαβάστηκαν και αναλύθηκαν από μια ομάδα σοφιστών που πρότεινε ο Αβδηρίτης. Η διατύπωση του αποτελέσματος  της έρευνας ήταν ολίγον του τύπου ¨ήξεις – αφήξεις¨, αλλά δεν μπορούσε να κρύψει πως οι οπλίτες είναι ταλαιπωρημένοι και νοσταλγούν σφόδρα την πατρίδα.  Φάνηκε επίσης, αλλά παρουσιάζεται στα πορίσματα με τρόπο αρκετά καλυμμένο, ότι υπάρχει όντως το πρόβλημα που μου ανέφερες σχετικά με τα κυκλώματα μεσαζόντων και τοκογλύφων που απομυζούν τους πιο εύπιστους οπλίτες. Είχες δίκιο: εάν δεν παρέμβουμε έγκαιρα ίσως θα υπάρξουν προβλήματα  χρεωμένων οπλιτών στο προσεχές μέλλον.

Ο βασιλιάς είδε το βασικό πόρισμα της έρευνας και αποφάσισε να μιλήσει απ’ ευθείας στους στρατιώτες και να τους πείσει να παραμείνουν και να τον ακολουθήσουν στις προσεχείς του εξορμήσεις. Και τα κατάφερε.

saloni1

Ο Αλέξανδρος απευθύνθηκε στους στρατιώτες του διαθέτοντας δύο τουλάχιστον τρανταχτά επιχειρήματα: Πρώτον ότι, μέχρι τώρα, τους έχει οδηγήσει μόνο σε νίκες. Δεύτερον, ότι πολεμάει μαζί τους στη πρώτη γραμμή και έχει ήδη στο κορμί του περισσότερες ουλές τραυμάτων από εκείνες του μέσου μαχόμενου οπλίτη. Μπορεί όμως και να ισχυριστεί ότι εάν οι πέρσες αντιληφθούν ότι οι έλληνες άρχισαν να υποχωρούν και να επιστρέφουν μαζικά προς τη Δύση, δεν αποκλείεται να συσπειρωθούν ξανά και να τους κυνηγήσουν μέχρι τη Μέση Θάλασσα.

Αν στην παραπάνω επιχειρηματολογία συνυπολογίσει κανείς και τη δυνατότητα γενναιόδωρων ανταμοιβών που εξασφαλίζονται από τους ευτραφείς θησαυρούς που πέρασαν πρόσφατα στην κατοχή του Μακεδόνα, γίνεται κατανοητό γιατί οι περισσότεροι στρατιώτες πείστηκαν.

Όμως δεν συμβαίνει το ίδιο με τους μακεδόνες στρατηγούς. Όχι όλους, αλλά μερικούς σημαντικούς όπως για παράδειγμα ο γηραιός, αλλά ακμαίος Παρμενίωνας ή ο στενός φίλος του βασιλιά, ο Κλείτος, οι οποίοι (όπως και εγώ άλλωστε, τ’ ομολογώ) εκφράζουν ανοιχτά τις διαφωνίες τους, δίνοντας έτσι όπλα στους συνήθεις διαβολείς.

Η αλήθεια είναι ότι στρατηγοί και εταίροι έχουν και κάποιους άλλους λόγους να είναι δυσαρεστημένοι. Όπως ότι ο Αλέξανδρος δεν έχει λύσει ακόμη το θέμα της διαδοχής, όπως θα έπρεπε να έχει κάνει ήδη πριν από την εκκίνηση της εκστρατείας, φτιάχνοντας νόμιμους απογόνους με κάποια ελληνίδα πριγκίπισσα. Έπειτα γιατί διαπιστώνουν ότι ο ηγεμόνας τους επηρεάζεται όλο και πιο έντονα από τα περίπλοκα και φανταχτερά τελετουργικά  της περσικής αυλής και έχει αρχίσει να υιοθετεί κάποια στοιχεία της περσικής βασιλικής ενδυμασίας. Άσε που προωθεί όλο και συχνότερα πέρσες, αλλά και άλλους γηγενείς, στις ανώτερες θέσεις των κατακτημένων περιοχών.

.images (22)

Να σου μεταφέρω και ένα άλλο νέο που αφορά στους Έλληνες μισθοφόρους του Δαρείου (περίπου χίλιοι πεντακόσιοι) οι οποίοι απέδρασαν μετά το πραξικόπημα των ευγενών, και εν τέλει παραδόθηκαν σε εμάς. Σίγουρα θα σε ρωτήσουν σχετικά στην Αθήνα και πρέπει να ξέρεις πώς ακριβώς χειρίστηκε το  θέμα ο Αλέξανδρος. Όσοι λοιπόν από τους μισθοφόρους είχαν προσληφθεί πριν από το Συνέδριο της Κορίνθου, όπου κηρύχτηκε επισήμως ο πόλεμος κατά των Περσών, τους άφησε ελεύθερους, όσους προσλήφθηκαν μετά, τους ενέταξε υποχρεωτικά στο στράτευμά του με το μισθό που τους έδινε ο Δαρείος. Όσον αφορά στην έκκληση του Φωκίωνα υπέρ των μισθοφόρων που αιχμαλωτίστηκαν στις προηγούμενες μάχες, μπορείς να μεταφέρεις στον αθηναίο ηγέτη ότι η έκκλησή του για καλή μεταχείριση, θα εισακουστεί.

Στην περίπτωση των πρέσβεων των ελληνικών πόλεων που ήταν διαπιστευμένοι στην αυλή του Δαρείου, η απόφασή του ήταν κάπως διαφορετική.

Εκείνοι που προέρχονταν από πόλεις κράτη που ήταν εξαρτημένα από τους Πέρσες, (Σινώπη, Καλχηδόνα) θεώρησε αποδεκτό το να εκπροσωπούν τις πόλεις τους στην Αυλή των Περσών, δεδομένου ότι δεν θα μπορούσαν να κάνουν αλλιώς. Εκείνοι, αντίθετα, των οποίων οι πόλεις είχαν υπογράψει τις αποφάσεις του Συνεδρίου της Κορίνθου (δηλαδή τους πρέσβεις των Σπαρτιατών, καθώς και τον Αθηναίο πρέσβη Δρωπίδη) τους φυλάκισε.

.

Όλα αυτά που σου διηγούμαι, αγαπητέ Μεγαρέα, συνέβησαν μετά την έναρξη του νέου έτους, μέσα στον τρέχοντα ακόμη, τη στιγμή που σου γράφω, εναρκτήριο μήνα Εκατομβαιώνα. Όλα δείχνουν ότι και η νέα χρονιά θα είναι πυκνή σε γεγονότα. Ελπίζω και εύχομαι οι τυχόν εκπλήξεις που μας επιφυλάσσει η Ειμαρμένη να είναι θετικές και εκείνες που δεν θα είναι, να μπορέσουμε να τις αντιμετωπίσουμε με τη βοήθεια του Υπέρτατου Λόγου.

Προς το παρόν συνέχισε τη δραστηριότητά σου στην Αθήνα όπως έχουμε συμφωνήσει. Αν χρειαστεί να διαφοροποιήσουμε τη πολιτική μας, θα σε ειδοποιήσω. Περιμένω νεώτερα και για τη δίκη που απ’ ότι μου γράφεις συγκλονίζει αυτή τη στιγμή την Αθήνα. Θα έχει πιθανότατα λιγότερο εντυπωσιακές επιπτώσεις από αυτά που συμβαίνουν εδώ, αλλά δε σου κρύβω ότι, αυτού του είδους, η αθηναϊκή αναστάτωση (που όπως και να το κάνουμε, πρέπει να ακολουθεί κάποιους πάγιους κανόνες) μου  δημιουργεί -περιέργως, το παραδέχομαι- μια αίσθηση ηρεμίας και κανονικότητας. 

Ας είσαι γερός και ευτυχής

Ο Εξ Ολύνθου Καλλισθένης

images (25)

[1] Τετρακόσια στάδια: περίπου εβδομήντα τέσσερα χιλιόμετρα

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , , , , , , , | Leave a Comment »

Ιστορικό μυθιστόρημα υπό εκπόνηση. Ιντερμέδιο Ε-ΣΤ. Η Αθήνα του φαίνεσθαι

Posted by vnottas στο 6 Σεπτεμβρίου, 2017

Σημείωση: Όπως πιθανόν παρατήρησαν οι φίλοι του Ιστολογοφόρου που παρακολουθούν το ¨υπό εκπόνηση ιστορικό μυθιστόρημα¨, ανάμεσα στο πέμπτο και το έκτο μέρος δεν μεσολάβησε το σύνηθες ¨Ιντερμέδιο¨.  Ο λόγος είναι ότι δεν είχα (αφηγηματικό) περιθώριο για να παραθέσω κάποια ακόμη επιστολή των ηρώων μου (είχα ήδη βάλει κάμποσες – και θα βάλω κι άλλες) και έτσι  έψαχνα ένα κατάλληλο μικρό αυθεντικό κείμενο που να τεκμηριώνει κάπως το κλίμα της Αθήνας του τέλους του 4ου π.Χ αιώνα.  Τελικά νομίζω ότι το βρήκα, στους ¨Χαρακτήρες¨ του Θεόφραστου, από όπου πήρα και σας παραθέτω σε (μάλλον, αλλά όχι πολύ) ελεύθερη μετάφραση, δύο απ’ αυτούς: Τον¨μικροφιλότιμο¨ και τον ¨αλαζόνα¨.  

Teofrasto_Orto_botanico_head

Ιντερμέδιο Ε-ΣΤ

 Η Αθήνα του φαίνεσθαι (από έγκυρες πρωτογενείς πηγές)

Οι συγγραφείς της Νέας κωμωδίας που αρχίζουν αυτή την περίοδο να γίνονται δημοφιλείς στην Αθήνα, έχουν στη διάθεσή τους μερικές εύστοχες παρατηρήσεις για το ¨κλίμα¨ και τους ανθρώπους της εποχής καταγραμμένες σε ορισμένα κείμενα ενός σύγχρονού τους καλού παρατηρητή (και περιπατητή): του Θεόφραστου.

Ιδού ένας-δυο από τους χαρακτήρες που περιέγραψε (μάλλον διασκεδάζοντας) στο κείμενό του ¨Χαρακτήρες¨ ο διάδοχος του Αριστοτέλη στο Λύκειο.

(Σε ελεύθερη απόδοση)

*

Αυτός που του αρέσει (σώνει και καλά) να ¨φαίνεται¨, ήτοι να διακρίνεται και να τον τιμούν:

Ο μικροφιλότιμος

Μικροφιλοτιμία είναι η χαμερπής επιθυμία για τιμή και για δόξα. Έστω στην μικρή κλίμακα της καθημερινής ζωής. Ιδού πως θα μπορέσετε να εντοπίσετε τον Μικροφιλότιμο:

* Εάν τον προσκαλέσουν σε γιορτή προσπαθεί να πάρει (την θεωρούμενη ως τιμητική) θέση κοντά στον Οικοδεσπότη.

* Όταν ο γιος του φτάσει στην εφηβεία, δεν του αρκεί οποιοσδήποτε ναός για να τον κουρέψει κατά το έθιμο και να αφιερώσει στο θεό τα μαλλιά του, αλλά πρέπει να τον πάει οπωσδήποτε στους Δελφούς που έχουν μεγαλύτερη αίγλη και να τα αφιερώσει στον Απόλλωνα.

* Φροντίζει ο δούλος που τον ακολουθεί στα σεργιάνια να είναι μαύρος, γιατί είναι ένα ασυνήθιστο είδος δούλου και προκαλεί την προσοχή.

* Εάν, ας πούμε, του δανείσετε μία Μνα, θα σας την επιστρέψει σε τσίλικα ασημένια νομίσματα, που κάνουν καλύτερη εντύπωση!

* Για την κάργα που τρέφει σπίτι του είναι ικανός να φτιάξει μικρό ομοίωμα σκάλας και μικρή χάλκινη ασπίδα. Έτσι φοράει την ασπίδα στο πουλί και αυτό μπορεί να ανεβοκατεβαίνει (θριαμβευτικά) την (υπό κλίμακα) κλίμακα!

Όταν θυσιάζει βόδι, κρεμάει το κεφάλι με τα κέρατα σε περίοπτο σημείο, αφού πρώτα το στεφανώσει για να φαίνεται καλύτερα και να μπορούν όλοι να δουν ότι όντως θυσίασε βόδι.

* Όταν συμβεί να παρελάσει με τους ιππείς, μετά την πομπή φορτώνει όλο τον εξοπλισμό στο δούλο του για να τον μεταφέρει πίσω στο σπίτι, εκτός απ’ τα σπιρούνια. Αυτά τα κρατάει στα πόδια του, αν και τώρα φοράει πολιτικά και περιφέρεται κάνοντας φιγούρα στην αγορά!

* Αν πεθάνει το σκυλάκι του, που πρέπει απαραιτήτως να είναι ράτσας, ας πούμε από τη Μάλτα, του κατασκευάζει μνήμα και του στήνει επιτάφια στήλη όπου αναγράφει: ¨Εδώ κείται σκύλος και μάλιστα από την Μάλτα¨.

* Αν τυχόν κάνει τάμα και αφιερώσει, ας πούμε, ένα  χάλκινο δάχτυλο στο ναό του Ασκληπιού, δεν παραλείπει να το επισκέπτεται καθημερινά και να το τρίβει, να το ανθοστολίζει και να το αρωματίζει, έτσι ώστε το δικό του αφιέρωμα να φαίνεται σημαντικότερο από τ’ άλλα.

* Αλλά η καλύτερή του είναι όταν η φυλή του πρυτανεύει (άρα είναι πρύτανης μαζί με πενήντα ομόφυλούς του) και του αναθέτουν να αναγγείλει το αποτέλεσμα της θυσίας. Τότε, αφού φορέσει εντυπωσιακή φορεσιά και, φυσικά, στεφάνι, παρουσιάζεται στο δήμο και λέει: ¨Πολίτες Αθηναίοι, θυσιάσαμε εμείς οι πρυτάνεις στην Ρέα τη μητέρα των θεών τα ¨Γαλάξια¨ και η θυσία ήταν καλή. Είθε και εσείς να απολαύσετε τα αγαθά¨ και αφού τα απαγγείλει όλα αυτά με στόμφο, επιστρέφει σπίτι του και εξομολογείται στη γυναίκα του ότι αισθάνεται υπερβολικά ευτυχής.

* Κόβει συχνά τα μαλλιά του, έχει δόντια λευκά, αλλάζει συχνά φορεσιές και αλείφεται με μύρα ακόμη και όταν είναι καλά στην υγεία του.

* Στην αγορά του αρέσει να συχνάζει κοντά στους τραπεζίτες, στα γυμνάσια πηγαίνει εκεί όπου γυμνάζονται οι έφηβοι, και στις θεατρικές παραστάσεις επιδιώκει να κάθεται κοντά στους στρατηγούς.

* Για τον εαυτό του δεν αγοράζει τίποτα, όμως από τους μακρινούς φίλους του (ως φιλόξενος) δέχεται παραγγελίες και στέλνει αγάλματα στο Βυζάντιο, λακωνικούς σκύλους στην Κύζικο και μέλι Υμηττού στη Ρόδο. Και, φυσικά, όλα αυτά τα διηγείται διεξοδικά σε όλη την πόλη.

* Είναι ικανός και πίθηκο να τρέφει, και από εκείνες τις μαϊμούδες με τη μακριά ουρά -τους τίτυρους- να έχει, και σικελικά περιστέρια, και αστραγάλους (πολύτιμους) ελαφιών για το ομώνυμο παιχνίδι, και ελαιοδοχεία από τους Θούριους, και μαγκούρα με στρογγυλή λαβή από την Λακεδαίμονα, και παραπετάσματα με υφασμένες εικόνες απ‘ την Περσία, ως και μικρή παλαίστρα με άμμο και σφαιριστήριο.

* Αυτή δε την παλαίστρα την παραχωρεί σε σοφιστές και οπλομάχους και μουσικούς, για να κάνουν εκεί τις επιδείξεις τους και αυτός να μπαίνει μέσα τελευταίος, όταν ο χώρος είναι πλέον γεμάτος θεατές, έτσι ώστε κάποιος απ’ αυτούς να πει με θαυμασμό: ιδού ο ιδιοκτήτης αυτής εδώ της παλαίστρας!

***

writing-quill-with-ink-blot_small

Ο Αλαζόνας

Η Αλαζονεία είναι κι αυτή μια προσποίηση. Εκδηλώνεται όταν κάποιος προσποιείται ότι κατέχει αυτά που στην πραγματικότητα στερείται. Ιδού τι σόι άνθρωπος είναι ο αλαζών.

* Στέκεται στην προκυμαία του Πειραιά και διηγείται στους ξένους πως έχει τάχα δώσει πολλά χρήματα σε θαλασσοδάνεια. Περιγράφει λεπτομερώς πώς έγινε η επιχείρηση, πόσα κέρδισε και πόσα έχασε. Ενώ καυχιέται για όλα αυτά στέλνει επιδεικτικά τον δούλο του στην τράπεζα, αν και δεν έχει ούτε μιας δραχμής κατάθεση.

* Είναι ικανός να κοροϊδέψει τους συνταξιδιώτες του λέγοντάς τους ότι εκστράτευσε μαζί με τον Αλέξανδρο, πώς του συμπεριφερόταν εκείνος, πόσα λιθοκόλλητα ποτήρια έφερε από την εκστρατεία και, βέβαια, ότι οι τεχνίτες της Ασίας είναι καλύτεροι από τους τεχνίτες της Ευρώπης! Και τα λέει όλα αυτά χωρίς να έχει ταξιδέψει ποτέ έξω απ’ την πόλη.

* Ισχυρίζεται ότι έλαβε, ούτε μία ούτε δύο, παρά τρεις επιστολές απ’ τον Αντίπατρο, με τις οποίες τον προσκαλούσε να πάει στη Μακεδονία, και παρά ότι θα του επέτρεπε να εξαγάγει ξυλεία χωρίς δασμό, δεν δέχθηκε, για να μη τον συκοφαντήσει κανείς ότι παραείναι φίλος των Μακεδόνων.

* Κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης και της σιτοδείας, λέει ότι ξόδεψε πάνω από πέντε τάλαντα για να βοηθήσει τους φτωχούς πολίτες, γιατί -ισχυρίζεται- ότι του είναι αδύνατο, σε τέτοιες περιπτώσεις, να πει όχι.

* Όταν τύχει να βρεθεί ανάμεσα σε πρόσωπα που δεν τον γνωρίζουν, βάζει έναν από αυτούς, χρησιμοποιώντας άβακα και ψηφίδες ομαδοποιημένες ανά εξακόσιες δραχμές και ανά μνα, να υπολογίσει το άθροισμα των χρημάτων που (υποτίθεται) ότι έχει δώσει σε εράνους. Καταφέρνει δε το άθροισμα να προκύπτει περί τα δέκα τάλαντα.  Για να γίνει πιο πιστευτός προσθέτει σε κάθε ποσό και τα ονόματα των οφειλετών. Και εκτός απ’ αυτά, λέει, θα πρέπει να συνυπολογίσει κανείς και τις τριηραρχίες και τις άλλες δημόσιες λειτουργίες που ανέλαβε.

* Στην αγορά των αλόγων πλησιάζει εκείνους που πουλάνε τα καλύτερα άτια και προσποιείται ότι θέλει να τα αγοράσει.

* Πηγαίνει στα καταστήματα που πουλάνε κρεβάτια και τα συναφή και ζητάει κλινοσκεπάσματα αξίας δύο ταλάντων.  Μετά βρίζει τον δούλο του γιατί δεν έφερε μαζί του τα αναγκαία χρήματα!

* Ενώ κατοικεί σε σπίτι όπου πληρώνει ενοίκιο, σε όποιον δεν τον ξέρει λέει πως είναι το πατρικό του και πως σκοπεύει να το πουλήσει γιατί είναι κάπως μικρό σε σχέση με τους (πολλούς) ξένους που φιλοξενεί.

sagittarius_hev2

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , | Leave a Comment »

Ιστορικό μυθιστόρημα υπό εκπόνηση. Μέρος ΣΤ΄ Κεφάλαιο ενδέκατο: Κουβεντιάζοντας με τον Δάσκαλο

Posted by vnottas στο 4 Σεπτεμβρίου, 2017

Κεφάλαιο ενδέκατο: Κουβεντιάζοντας με τον Αριστοτέλη

30fe7-6a0168e53be7ff970c01a511bd202b970c-pi

Στην είσοδο του κεντρικού κτιρίου του Λυκείου με υποδέχεται ένας σχετικά νέος άνδρας που μου συστήνεται ως Τύρταμος γιος του Μέλαντα από την Ερεσό της Λέσβου, αλλά, μου λέει, να μη παραξενευτώ αν ακούσω να τον φωνάζουν Θεόφραστο, γιατί αυτό είναι το παρανόμι που του έχει δώσει ο Δάσκαλος. «Μου φάνηκε μάλλον κολακευτικό και το κράτησα», προσθέτει χαμογελώντας.

Του λέω ποιος είμαι και μου απαντά ότι ναι, το ξέρει, και πως ο Δάσκαλος του έχει ζητήσει να με υποδεχτεί και να μου κάνει συντροφιά μέχρις ότου ο ίδιος τελειώσει την αποψινή του διάλεξη.

«Σε λίγο θα είναι εδώ. Θα σου πω τι συμβαίνει: Ο Δάσκαλος αγαπά και παροτρύνει τις τυχόν ενστάσεις και τα αιτήματα για διευκρινίσεις των φοιτητών. Μπορώ να πω ότι χαίρεται να τους ακούει να ενίστανται, αν και οι νέοι, ιδιαίτερα στην αρχή των σπουδών, αισθάνονται πολύ δέος  και διστάζουν να πουν ανοιχτά τη γνώμη τους. Σήμερα φάνηκαν κάποιοι αντιρρησίες ανάμεσα στους προχωρημένους και αυτό ενθουσίασε τον Αριστοτέλη. Δε θέλει ούτε να ξεκόψει τη συζήτηση  ούτε να τους απογοητεύσει με γενικόλογες περιληπτικές απαντήσεις. Γι αυτό η μικρή αυτή καθυστέρηση».

72_XXVI

Λίγο αργότερα, όταν ο Αριστοτέλης έρχεται να μας συναντήσει στη στοά της βιβλιοθήκης, έχω προλάβει να ενημερωθώ για τα επιστημονικά ενδιαφέροντα του Θεόφραστου. Όχι λίγα. Αρχίζουν από την μελέτη των φυτών (αυτός είναι που ταξινομεί και περιποιείται τα εξωτικά φυτά που στέλνουμε τακτικά στον Αριστοτέλη από την εκστρατεία) και φτάνουν μέχρι τους κοινούς ανθρώπους, όλους αυτούς που κυκλοφορούν γύρω μας,  που και αυτοί, κατά τη γνώμη του, μπορούν να καταχωρηθούν σε βασικές κατηγορίες-τύπους.

Όταν ο Δάσκαλος έφτασε, ο Θεόφραστος μας αποχαιρέτησε και αποσύρθηκε.

Ο Αριστοτέλης μου φάνηκε ελάχιστα αλλαγμένος από την τελευταία φορά που τον είδα, πριν τέσσερα χρόνια. Ίσως να μου φαίνεται ακμαιότερος τώρα. Η ίδρυση της Σχολής και το κλίμα της Αττικής πρέπει να του κάνουν καλό. Δεν ξέρω αν η συγγένειά του με τον Καλλισθένη είναι εξ αίματος ή εξ αγχιστείας, αλλά μου δημιουργήθηκε η εντύπωση πως μοιάζουν κάπως μεταξύ τους: μέσου αναστήματος, λεπτοί, ευθυτενείς, με βλέμμα οξυδερκές και ερευνητικό.

Εκείνος, ευδιάθετος, μου λέει ότι με βρίσκει πιο ώριμο στην όψη από τότε, και πως είναι σίγουρος ότι αυτό ισχύει και για τον χαρακτήρα, πράγμα φυσικό και αναμενόμενο, λέει, για κάποιον που είναι παρών στη θυελλώδη και πυκνή σε γεγονότα προέλαση των Ελλήνων στην Ασία.

Του παρέδωσα τον βαρύ κύλινδρο με την αναλυτική επιστολή που μου είχε δώσει γι αυτόν ο Καλλισθένης. «Δάσκαλε, ο προϊστάμενός μου, απ’ ό, τι μου είπε, σου περιγράφει καταστάσεις και προβλήματα και μου ζήτησε να σου δώσω προφορικά οποιεσδήποτε διευκρινίσεις και συμπληρωματικές πληροφορίες χρειάζονται. Είμαι λοιπόν στη διάθεσή σου. Το μόνο που θα ήθελα να προσθέσω, από την πλευρά μου, είναι ότι ο Καλλισθένης θεωρεί την άποψή σου απαραίτητη και θεμελιώδη, τόσο για  να εκτιμηθούν οι τρέχουσες εξελίξεις, όσο και για να επιδιωχθούν όσα χρειάζονται προκειμένου η εκστρατεία να αποβεί λυσιτελής και επωφελής για ολόκληρο τον Ελληνισμό».

Ο Αριστοτέλης με ρώτησε πώς ήταν ο Καλλισθένης όταν τον άφησα, και εγώ τον διαβεβαίωσα ότι τότε ήταν στον δρόμο της ανάρρωσης και τώρα είναι πιθανό να είναι εντελώς καλά και να έχει ήδη αναχωρήσει από τα Σούσα για το μέτωπο της εκστρατείας. Οι εμπροσθοφυλακές μας πρέπει να βρίσκονται πλέον κοντά ή και να έχουν φτάσει κιόλας στα Εκβάτανα, την παλιά πρωτεύουσα των Μήδων. Εκεί υπάρχει  βάσιμη ελπίδα να βρεθεί και να αντιμετωπιστεί οριστικά ο Δαρείος.

Δείχνει να τον χαροποιούν τα καλά νέα για τον ανιψιό και μαθητή του. Ύστερα με  ρώτησε πόσο θα μείνω στην Αθήνα. Του απάντησα ότι αυτό δεν είναι ακόμη γνωστό, ότι έχω κάποια συμπληρωματικά καθήκοντα να εκπληρώσω πριν την αναχώρησή μου και ότι η εντολή για την επιστροφή θα έρθει από την υπηρεσία, άρα από τον Καλλισθένη. Του είπα επίσης ότι όσον αφορά τη δική του αλληλογραφία με τον Ολύνθιο, μπορεί, εάν το κρίνει σκόπιμο, να χρησιμοποιήσει το ασφαλές δίκτυο που έχω σκοπό να διοργανώσω με άμεση προτεραιότητα, ανάμεσα στην Αθήνα και το επιτελείο της υπηρεσίας των Λογίων, στην εκστρατεία. Είναι και αυτό μια εντολή του προϊσταμένου  μου.

Ο Αριστοτέλης λέει ότι πιθανώς θα χρειαστεί τις διευκρινίσεις μου πάνω στα όσα του γράφει ο Καλλισθένης και γι αυτό θα πρέπει να συναντηθούμε και πάλι σύντομα. Όμως δεν θέλει να χάσει την ευκαιρία να ακούσει απόψε, από πρώτο χέρι, νεότερα για την εκστρατεία. Γι αυτό με προσκαλεί να δειπνήσω μαζί του. Συγκατανεύω και εκείνος δίνει εντολή να στρώσουν τραπέζι στον κήπο, έξω από το εστιατόριο των φοιτητών. Ένα πλήθος από αρωματικά φυτά σπαρμένα εκεί γύρω, γεμίζουν τον βραδινό αέρα με τη μυρωδιά τους ενώ, από ότι λέγεται, καταφέρνουν ταυτόχρονα να δυσαρεστούν και να  διώχνουν μακριά τους ενοχλητικούς κώνωπες.

images-4

Καθίσαμε εκεί έξω.

«Πες μου λοιπόν νεαρέ Μεγαρέα γιατί, κατά τη γνώμη σου, η μεγάλη και κραταιά αυτοκρατορία των Περσών κατακρημνίζεται τόσο εύκολα;»

Σκέφτομαι ότι μου βάζει δύσκολα, και μάλιστα πριν προλάβω να πάρω μια ανάσα και να προσαρμοστώ στο περιβάλλον. Πιθανόν θέλει να αξιολογήσει την κρίση μου. Ωστόσο δεν ενίσταμαι, όσο και αν, όπως  μόλις έμαθα, οι ενστάσεις του αρέσουν.

«Δάσκαλε νομίζω ότι μπορώ να κάνω μερικές υποθέσεις και να σου τις αναφέρω χωρίς να είμαι σε θέση να πω ποια είναι επικρατέστερη. Η πρώτη αιτία παρακμής θεωρώ ότι οφείλεται στο μέγεθος. Ο Καλλισθένης λέει ότι η ανθρωπότητα δεν είχε ξαναδεί τόσο μεγάλη έκταση κάτω από ενιαία διοίκηση, όσο η αυτοκρατορία των Αχαιμενιδών. Όμως, είναι πιθανό να υπάρχει ένα όριο στη σχέση ανάμεσα σε ικανότητα διακυβέρνησης και την έκταση του εδάφους που πρέπει να ελέγχεται. Στην περίπτωση της αχανούς αυτοκρατορίας, όσο και εάν η διοίκηση στηρίζεται σε ένα επαρκές οδικό σύστημα  -η βασιλική οδός είναι πράγματι ένα επίμηκες οριζόντιο θαύμα- και σε μια αποτελεσματική ταχυδρομική υπηρεσία, δεν είναι δυνατό να στηρίξει μια ενιαία κεντρική εξουσία για πολύ καιρό. Δεν είναι όπως, για παράδειγμα, η Αίγυπτος, όπου ο κυριότερος παράγοντας συνοχής είναι η πλατιά, βατή λεωφόρος του Νείλου.  

Οι Πέρσες σατράπες που αντικαθιστούν την βασιλική εξουσία σε τοπικό επίπεδο, όσο κι αν έχει στηθεί ένα παράλληλο σύστημα με το οποίο η Αυλή προσπαθεί να τους ελέγξει,  ήταν και είναι πάντα επιρρεπείς στο να ανεξαρτητοποιηθούν ή και να ταχθούν με οποιονδήποτε  εισβολέα κρίνουν ότι τους συμφέρει.

Έπειτα, ένας άλλος λόγος αδυναμίας των Περσών  είναι η ετερογένειά των εθνών που βρίσκονται κάτω από την επικυριαρχία τους. Ανάμεσα στο μωσαϊκό των λαών που απαρτίζουν την αυτοκρατορία δεν υπάρχει ούτε κοινή γλώσσα ούτε κοινή θρησκεία, ούτε κοινά ήθη και έθιμα.  Τίποτα, που να μπορεί να τους κρατήσει ενωμένους πέρα από αυτή την εσκεμμένα μυθική μορφή του ΥπερΒασιλέα. Αυτός είναι όντως χρήσιμος όταν και εάν εξασφαλίζει ειρήνη, όμως η επιβεβαίωση της υπεροχής του και κατά συνέπεια η διατήρηση της θέσης του εξασφαλίζεται μόνον όταν επιχειρεί πολέμους. Είναι επωφελές (για την άνοδο) να ανακηρύσσεται κανείς Βασιλεύς των Βασιλέων ή και Θεός ακόμη, αλλά για να διατηρηθεί στην κορυφή πρέπει όχι μόνο να πολεμά συνέχεια αλλά και να νικάει.  Φαίνεται ότι έφτασε η στιγμή οι Πέρσες να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες αυτού του φαύλου κύκλου.

Υπάρχουν βέβαια και άλλοι ορατοί λόγοι…» λέω, αλλά αντιλαμβάνομαι ότι μιλάω πολύ και σταματάω.

image17

Ο Αριστοτέλης περιμένει ώσπου να τοποθετήσει ο νεαρός σερβιτόρος τους δίσκους στο τραπέζι. Αν δεν με απατά η όραση και κυρίως η όσφρησή μου, πρόκειται για έναν τεμαχισμένο κόνικλο, καλοψημένο και συνοδευμένο από διάφορα κηπευτικά, ελιές, ζεστό ψωμί και ντόπιο αθηναϊκό κρασί, ήδη αραιωμένο.

 «Είναι ενδιαφέροντα αυτά που μου λες Μεγαρέα» λέει μετά, «και μπορώ να πω ότι αποτελούν αντικείμενο και του δικού μας προβληματισμού, εδώ στο Λύκειο. Αλλά  η μαρτυρία ενός αυτόπτη είναι πάντοτε σημαντική. Για πες μου όμως, πώς βλέπεις να διαμορφώνονται τα πράγματα μετά την ελληνική παρέμβαση;»

Ειλικρινά δεν πίστευα ότι απόψε θα έπρεπε να είμαι εγώ εκείνος που θα κάνει διάλεξη. Και μάλιστα σε τόσο απρόσμενο ακροατήριο. Απρόσμενο και εκλεκτό, λέω μέσα μου για να πάρω κουράγιο. Περίμενα να ακούσω και έλπιζα να μάθω. Αλλά εδώ στην Αθήνα, λέω στον εαυτό μου, υπάρχει μακρά παράδοση οι δάσκαλοι να αρέσκονται στο να θέτουν ερωτήματα και να διδάσκουν ερωτώντας και εκμαιεύοντας. Καταλήγω λοιπόν ότι, έστω, εντάξει, ας πω τη γνώμη μου.

«Σκέφτομαι ότι πρέπει να υπάρχουν τουλάχιστον τρία οριακά ενδεχόμενα, Δάσκαλε. Στο πρώτο ο Αλέξανδρος και η Ηγεσία εντυπωσιάζονται από τα μεγέθη της Αυτοκρατορίας και κυρίως από τον σωρευμένο πλούτο και αποφασίζουν να προχωρήσουν, εντέλει, μόνο σε αλλαγή δυναστείας. Αυτό σημαίνει να ενσωματωθούν στο υπάρχον σύστημα  οι Έλληνες (και κυρίως οι Μακεδόνες) ως κυρίαρχη ομάδα και ως διάδοχοι των Περσών (οι οποίοι, άλλωστε, είχαν με τη σειρά τους διαδεχθεί στο ρόλο αυτόν τους πρώην κυρίαρχους Μήδους). Δηλαδή, εκτός από την επιβολή μια νέας κυρίαρχης εθνότητας, το πολύ να προστεθεί στις τρεις υπάρχουσες επίσημες γλώσσες της Αυτοκρατορίας η ελληνική και να πλαισιωθεί το ιρανικό και βαβυλωνιακό πάνθεον με μερικές ελληνικές θεότητες. Η αυτοκρατορία, πάντως, παραμένει αυτοκρατορία. Λίγο πολύ όπως την ξέρουμε.

Στη δεύτερη περίπτωση  τα νέα εδάφη ενσωματώνονται σε ένα νέο υπερεθνικό σχήμα και αρχίζουν προοδευτικά να εξελληνίζονται. Επιβάλλονται αλλαγές που αφορούν στην γλώσσα, στην επίσημη θρησκεία, στο δίκαιο, και επιδιώκεται η δημιουργία ενός νέου ενιαίου συνόλου. Βέβαια, σε αυτή την περίπτωση οι αντιδράσεις των γηγενών θα είναι εντονότερες. Επίσης, θα πρέπει να ληφθεί υπ’ όψιν ότι στο κέντρο αυτού του ¨ελληνιστικού¨ (αν μου επιτρέπεις να χρησιμοποιήσω αυτόν τον νεολογισμό) συνόλου δεν θα είναι τα ελληνικά εδάφη -τα οποία εκ των πραγμάτων θα βρεθούν στην περιφέρεια της νέας δομής- αλλά θα μετατοπιστεί μοιραία κάπου προς τη Μεσοποταμία. Το ίδιο θα συμβεί και με τις άλλες βασικές δραστηριότητες: την παραγωγή των αγαθών και το εμπόριο.

Το τρίτο ενδεχόμενο έχει αποτελέσει θέμα μακρών συζητήσεων ανάμεσα σε ορισμένα στελέχη της υπηρεσίας των λογίων, της οποίας ηγείται ο Καλλισθένης, συχνά με την συνεργασία του Ευμένη από την Καρδία της Θράκης, και στην οποία έχω τη τιμή να συμμετέχω και εγώ. Πρέπει να σου πω ότι πρόκειται περισσότερο για μια ευχή παρά για μια πρόβλεψη. Και πρέπει επίσης να σου εξομολογηθώ ότι σε αυτές τις συζητήσεις ακούγεται συχνά η φράση: ¨Τι θα έλεγε άραγε γι αυτό ο Αριστοτέλης;¨»

Σταματάω  και τον κοιτάζω. Παραμένει απαθής και δεν κάνει σχόλια.

«Βασικός άξονας του προβληματισμού μας» συνεχίζω, «είναι η πεποίθηση ότι στην Ελλάδα παρά τους καταστρεπτικούς εμφύλιους πολέμους και τις μιζέριες που εκδηλώνονται πάντα μαζί με τις αδελφοκτόνες συγκρούσεις, έχουν συμβεί κατά τους τελευταίους αιώνες θαυμαστά πράγματα. Για παράδειγμα, πάψαμε να φοβόμαστε τη γνώση και να πιστεύουμε ότι αυτή μπορεί να αποδώσει καρπούς μόνο όταν καλλιεργείται έγκλειστη και επιτηρούμενη σε παλάτια και ναούς. Επιτρέψαμε στους ανθρώπους της γνώσης να πάρουν το λόγο δημόσια και να ανταλλάξουν απόψεις μεταξύ τους, πράγμα που ευνόησε την έρευνα και το πέρασμα νέων τομέων από το άγνωστο στο οικείο.

Αποδεχτήκαμε σε ορισμένες πόλεις τη δημιουργία νέων κατηγοριών πολιτών, με νέες δραστηριότητες και τους δώσαμε τη δυνατότητα συμμετοχής στα κοινά που παλιότερα δεν είχαν, ενώ σε άλλες πόλεις πειραματιστήκαμε μορφές κοινωνικής ισότητας -αν όχι για όλους τους πολίτες, (που ως και αυτό έγινε στα Αιόλια νησιά της Σικελίας[1]) τουλάχιστον ανάμεσα στην κυρίαρχη ομάδα πολιτών, όπως στη Σπάρτη. Σε άλλες πάλι πόλεις έγιναν αναδασμοί και ανακατανομή του πλούτου, όταν υπήρχε φανερός κίνδυνος η οικονομική ανισότητα να επιφέρει τη διάλυση. Δεν αρνηθήκαμε στις πόλεις την ελευθερία να ψάξουν για το καθεστώς που τους ταιριάζει καλύτερα και έτσι μπορεί να βρει κανείς στην Αθήνα πολίτες -αλλά και άρχοντες- που θαυμάζουν την πολιτεία των Λακεδαιμονίων, ή την μοναρχία των Μακεδόνων, ενώ από την άλλη πλευρά δεν είναι κρυφό ότι πολλοί Μακεδόνες θαυμάζουν την Αθήνα και, επιπλέον, να που -με την ευκαιρία των χθεσινών γεγονότων που υποθέτω ότι θα τα πληροφορήθηκες Δάσκαλε- θυμηθήκαμε όλοι ότι ως και οι Σπαρτιάτες  του Κλεομένη (όταν τους βόλευε, δε λέω) όσο κι αν φαίνεται εκ πρώτης όψεως παράδοξο, βοήθησαν στο στερέωμα της Δημοκρατίας στην Αθήνα».

Sxedio_04

Έκανα μια παύση για να τον διευκολύνω, αν θέλει, να με διακόψει. Πράγματι ακούγοντας την αναφορά στα χθεσινά γεγονότα χαμογέλασε και μου είπε: «Αγαπητέ Μεγαρέα υπάρχουν δύο λογιών μύθοι. Κατ’ αρχήν αυτοί που πλάθονται από τους λαούς στη προσπάθειά τους να εξηγήσουν το ανεξήγητο ή να παρηγορηθούν για την αναπόφευκτη θνητότητά τους. Αυτούς τους μύθους τους σέβομαι γιατί κατά βάθος κρύβουν αλήθειες και πραγματικές αιτίες και κίνητρα που τους δικαιολογούν. Αν τους αναλύσεις έρχονται στην επιφάνεια χρήσιμα πράγματα.  Υπάρχουν όμως και μύθοι που φτιάχνονται επί τούτου για να υποστηριχτούν πολιτικές και συμφέροντα. Αυτοί είναι υποκριτικοί μύθοι και, καμιά φορά, με εξοργίζουν. Δυστυχώς το πέρασμα της Σοφιστικής από την Αθήνα, αλλά και την Ελλάδα  ολόκληρη θα έλεγα, έχει δημιουργήσει πολλούς τέτοιους ¨επιχειρησιακούς μύθους¨.

Σύμφωνα με τις πηγές μου οι ερωτοχτυπημένοι ¨τυραννοκτόνοι¨ για ένα μεγάλο διάστημα θεωρήθηκαν αυτό που ήσαν. Δύο άτομα που για τους δικούς τους λόγους σκότωσαν τον ένα από τους δύο τυράννους -και μάλιστα τον λιγότερο αυταρχικό και επικίνδυνο- και πλήρωσαν γι αυτό με τη ζωή τους. Μόνο αργότερα, μετά τους μηδικούς πολέμους και την έλευση των Σοφιστών, η ιστορία τους αναδιαμορφώθηκε σε ¨διδακτικό-συνωμοσιολογικό¨ μύθο.

Προσωπικά δεν έχω αντίρρηση για κάποιο εξωραϊσμό της πραγματικότητας, όταν βασίζεται και προωθεί την Αλήθεια. Αλλά εάν οι δημοκρατικοί θέλουν τον Δήμο άρχοντα και κύριο του μέλλοντός του, δεν επιτρέπεται να τον υποτιμούν προσφέροντάς του ιστορίες γεμάτες υπερβολές και διαστρεβλώσεις. Εγώ προσωπικά δε το ανέχομαι, όπως δεν θα ανεχόμουν, για παράδειγμα, την ανακήρυξη του Αλέξανδρου σε Θεό. Γι αυτό, αν και με είχαν καλέσει, δεν παραβρέθηκα χτες στις τελετές. 

Το μόνο καλό Μεγαρέα είναι ότι κάτι τέτοια δεν περνάνε και δε πείθουν πλέον τόσο εύκολα το Δήμο -ιδιαίτερα τους νέους.  Οι νέοι συλλαμβάνουν εύκολα τις αντιφάσεις και καμιά φορά έχουν και το κουράγιο και το κέφι να τις σατιρίσουν.  Πίστεψέ με ζω καθημερινά ανάμεσα τους και ξέρω τι σου λέω…

Αλλά συγγνώμη που σε διέκοψα. Μου μιλούσες για το τρίτο ενδεχόμενο όσο αφορά στη κατάσταση που θα διαμορφωθεί μετά την επιτυχή λήξη της εκστρατείας. Αν κατάλαβα καλά πρόκειται για την ιδεώδη, άρα δύσκολη, περίπτωση και γι αυτό σας προβληματίζει». 

«Ναι Δάσκαλε. Καταλήγουμε ότι η Πόλη είναι η βασική πολιτική οντότητα πάνω στην οποία βασίστηκαν όλα εκείνα που μας κάνουν υπερήφανους. Στις επιστήμες, στις τέχνες, στα γράμματα και γενικότερα στη δημιουργία ενεργών και ευτυχισμένων πολιτών. Στη θεμιτή ένσταση ότι η μαχητική δύναμη μιας πόλης είναι μικρή για να τα βγάλει πέρα με τα ισχυρά στρατεύματα των μεγάλων βασιλείων και των αυτοκρατοριών που ενδεχόμενα θα την επιβουλευθούν, την απάντηση την έδωσε η ίδια η Ιστορία. Μπροστά στην εξωτερική απειλή οι πόλεις μας συσπειρώθηκαν και νίκησαν. Το ίδιο κάνουν συσπειρωμένες και τώρα: νικούν. Αντίθετα αποδυναμωθήκαμε και παρακμάσαμε όταν τα βάλαμε ο ένας εναντίον του άλλου.

Επομένως, τώρα περισσότερο από ποτέ,  πρέπει να ενισχυθούν οι θεσμοί που ενοποιούν τον ελληνικό κόσμο. Από την Αμφικτιονία ως τους αθλητικούς αγώνες και τις γιορτές θεάτρου. Είναι στην ενότητα που πρέπει να επικεντρωθούν οι προσπάθειές μας, ιδιαίτερα αν αναλάβουμε το δύσκολο έργο να επεκτείνουμε τις πολιτικές μας προς νέα εδάφη και νέους λαούς. Εάν καταφέρουμε κατ’ αρχήν να αυξήσουμε τη συνοχή διατηρώντας παράλληλα τις ιδιαιτερότητές μας, θα μπορέσουμε προοδευτικά να εντάξουμε και τους νέους λαούς στις νέες αντιλήψεις. Δε θα ήθελα να μιλήσω με συνθήματα Δάσκαλε, αλλά για την υλοποίηση της τρίτης περίπτωσης, εκείνο που ακούγεται στις συζητήσεις μας μιλάει για μια Ελλάδα των Πόλεων, από τη Σικελία έως εκεί όπου, όπου να ‘ναι, θα φτάσουμε.  Κάτω από την επίβλεψη ενός συλλογικού οργάνου ανάλογο με την Αμφικτιονία, αλλά ισχυρότερο και στελεχωμένο περισσότερο με φιλοσόφους παρά με ιερείς».

Χαμογέλασε πάλι.

«Αχ αυτοί οι νέοι!» είπε. Και πρόσθεσε:

«Μια που ανάφερες τους ιερείς, για πες για αυτούς που συνάντησες εκεί. Σε τι μοιάζουν και σε τι διαφέρουν κατά τη γνώμη σου από τους δικούς μας;»

Άφησα κάτω τη μπουκιά με το νόστιμο κουνέλι που προσπαθούσα να προωθήσω  στη γαστέρα μου και ετοιμάστηκα για νέο λόγο, αλλά ευτυχώς ο Δάσκαλος αντιλήφθηκε ότι με έχει προσκαλέσει σε δείπνο και όχι σε επίδειξη ρητορικής ικανότητας και άλλαξε γνώμη. «Αλλά ας αφήσουμε τις κουβέντες για αργότερα» είπε, «και ας τιμήσουμε αυτό εδώ το λαγοειδές. Εις υγείαν!»

«Στην υγειά σου Δάσκαλε» είπα και κατέβασα επιτέλους τη μπουκιά με το κουνέλι, βοηθώντας την με μια γερή γουλιά λευκού κρασιού αρωματισμένου με ρετσίνι.

images (13)

Τέλος του Έκτου Μέρους

(συνεχίζεται…)

[1] Ο Εύελπις αναφέρεται στα μικρά ηφαιστιογενή νησιά στην βόρεια ακτή της Σικελίας που αποικήθηκαν το 580 π.Χ. από εξόριστους προερχόμενους από την Ρόδο και την Κνίδο. Στα νησιά αυτά και ιδιαίτερα στην Μελιγουνίδα  (Λίπαρι)  εφαρμόστηκε για ένα διάστημα καθεστώς κοινοκτημοσύνης.

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , | Leave a Comment »

Ιστορικό μυθιστόρημα υπό εκπόνηση. Μέρος ΣΤ΄ Κεφάλαιο δέκατο: Όπου ο Οινοκράτης ζητά να δει τον Αριστοτέλη

Posted by vnottas στο 30 Αυγούστου, 2017

[Προσωρινός τίτλος: Κύλικες και δόρατα.

Προσωρινός υπότιτλος: Ημέρες και έργα του Εύελπι του Μεγαρέα, λόγιου στην ακολουθία του Αλέξανδρου του Γ΄ του Μακεδόνα, κατά την μεγάλη ασιατική εκστρατεία].

289_d

Κεφάλαιο δέκατο: Όπου ο Οινοκράτης θέλει να δει τον Δάσκαλο

 

Το σπίτι που νοικιάζει ο Αριστοτέλης βρίσκεται κι αυτό όπως και το δικό μας στους πρόποδες του Λυκαβηττού, όμως ο δάσκαλος με περιμένει απόψε στο Λύκειο, εδώ λίγο παρακάτω, πάντα έξω από τα τείχη της Πόλης, στο ύψος των πυλών του Διοχάρη.  Η απόσταση είναι μικρή και λέω να περπατήσω ως εκεί.

Μου είπαν ότι η Ακαδημία του Πλάτωνα (που τώρα διευθύνει ο Ξενοκράτης) έχει όλο και πιο πολλούς σπουδαστές και μοιάζει πια με μια μικρή πόλη κατοικημένη από νέους ανθρώπους, έξω από το περιτειχισμένο Άστυ, στον βόρειο ελαιώνα. Μια πόλη με πολλούς ελληνόφωνους νεαρούς άνδρες, όχι μόνο γηγενείς, αλλά και προερχόμενους από άλλες πόλεις και  πολύ λιγότερες νεαρές γυναίκες ντόπιες, συνήθως κόρες πλούσιων και αριστοκρατικών οικογενειών. Το Λύκειο του Αριστοτέλη δεν έχει φτάσει ακόμη σε τέτοιες ποσότητες, ωστόσο μοιάζει κι αυτό με μια μικρή ¨αστική¨ νησίδα μέσα στην ειδυλλιακή ύπαιθρο που περιβάλλει την Αθήνα.

Το  κτίριο της σχολής είναι μια ανακαινισμένη παλιά πέτρινη κατασκευή, κοντά στον αρχαίο ναό του Λυκείου Απόλλωνα, που λειτούργησε ως δημόσιο γυμνάσιο ήδη από την εποχή του Πεισίστρατου. Λέγεται ότι εδώ ερχόταν συχνά ο Σωκράτης, ενώ παλιότερα στο γύρω πλάτωμα γυμνάζονταν οι οπλίτες και οι ιππείς του Αθηναϊκού στρατού. Ο Δάσκαλος το νοίκιασε κι αυτό, αφού όντας μέτοικος δεν μπορεί να αγοράσει ακίνητα.  Το οίκημα, εκτός από τις αίθουσες διδασκαλίας, περιλαμβάνει πλέον δύο στοές με πλούσια βιβλιοθήκη, ιερό των Μουσών, εργαστήρια, καθώς  και κοιτώνες και χώρους σίτισης για τους οικότροφους σπουδαστές.

Ο Σταγειρήτης μαθαίνω ότι βρίσκεται ολημερίς στους χώρους του Λυκείου, αν και είναι γνωστό ότι συχνά προτιμά να διδάσκει έξω, στην ύπαιθρο, σεργιανίζοντας με τους σπουδαστές στο άλσος που περιβάλει τη σχολή.

Λέγεται ότι το περιεχόμενο των μαθημάτων του δεν μοιάζει ούτε μ’ εκείνο του μακαρίτη του Ισοκράτη (που εστιαζόταν εν τέλει σε θέματα ρητορικής και διοίκησης)  ούτε μ’ εκείνο της Ακαδημίας (όπου κυριαρχεί η καλλιέργεια της Νόησης, η οποία θεωρείται ο μόνος δρόμος προς την Γνώση, που  με τη σειρά της οδηγεί στην Αρετή, η οποία αποτελεί τη βασική προϋπόθεση για την Ευτυχία). Ούτε βέβαια έχει καμία σχέση με τους ακροβατισμούς ανάμεσα σε Αυτάρκεια, Εγκράτεια και Ηδονισμό που χαρακτηρίζει τελευταία το Κυνόσαργες. Στο Λύκειο, απ’ ότι φαίνεται, δεν επαφίενται όλα στην Νόηση, αλλά οι πληροφορίες που συλλέγονται από των αισθητό Σύμπαν θεωρούνται πολύτιμες και πρέπει να αναλύονται, να ανασυντίθενται και να ¨τακτοποιούνται¨ έτσι ώστε να μεταβάλλονται σε γνώσεις με απτές επιπτώσεις, ικανές να βελτιώσουν τον υπαρκτό Κόσμο.

Η διδακτική δραστηριότητα στη σχολή του Αριστοτέλη ασκείται  και από τους συνεργάτες, ακόλουθους και πρώην μαθητές του Δάσκαλου. Και επί πλέον υπάρχουν οι ¨Αναγνώστες¨ που αποδίδουν και επεξηγούν προφορικά τα κείμενα των συγγραμμάτων, αλλά και παρακολουθούν από κοντά τις επιδόσεις των φοιτητών. Ο ίδιος ο Αριστοτέλης υπήρξε ένας από τους ¨Αναγνώστες¨ της Ακαδημίας του Πλάτωνα και λέγεται μάλιστα   ότι ως εξεταστής της προόδου των σπουδαστών,  ήταν δεόντως αυστηρός.

Ο ίδιος ο Δάσκαλος αφιερώνει τις πρωινές του ομιλίες σε εισαγωγικά ή γενικά θέματα που για να γίνουν κατανοητά δεν απαιτούν μεγάλη εξειδίκευση και μπορούν να τα παρακολουθήσουν όλοι οι ενδιαφερόμενοι, ενώ οι απογευματινές του διαλέξεις (που πρέπει να έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον και που -μεταξύ μας- θα έδινα πολλά για να μπορέσω να παρακολουθήσω) αφορούν στα θέματα που ο ίδιος αποκαλεί ¨ακροαματικά¨ ή ¨εσωτερικά¨ και απευθύνονται αποκλειστικά προς επιλεγμένους, προχωρημένους φοιτητές.  

Υποθέτω ότι απόψε θα με δεχτεί μετά τη λήξη μιας τέτοιας  ¨ακροαματικής¨ διάλεξης.

kynos

Ο Οινοκράτης μου ζήτησε να τον πάρω μαζί μου απόψε. Τον ρώτησα πώς έτσι και μου απάντησε ότι θέλει να γνωρίσει τον μεγάλο σοφό.

Τον ρώτησα γιατί και μου είπε πως μια από αυτές τις μέρες, όταν θα μειωθεί η πίεση από τα άμεσα καθήκοντά μου, θέλει να μιλήσουμε και θα μου εξηγήσει.

Του είπα εντάξει, όποτε θέλει, αλλά  πως, ακόμη κι αν τον πάρω μαζί μου απόψε, τον ίδιο τον Αριστοτέλη μάλλον δεν θα τον δει. Θυμάμαι ότι κι εγώ την πρώτη φορά, πριν την αναχώρηση, είχα δυσκολευτεί να τον δω προσωπικά. Ο Δάσκαλος, σίγουρα, δεν είναι εύκολα προσιτός.

Βέβαια, τώρα δεν είναι ακριβώς όπως τότε. Εγώ έχω τώρα άλλη ιδιότητα και έχω επίσης συγκεκριμένα μηνύματα από υψηλούς αποστολείς γι αυτόν.

Αλλά κι εσύ, Οινοκράτη, του είπα, νομίζω ότι ήρθε η στιγμή να χειραφετηθείς και τυπικά. Μάλιστα ύστερα από το χθεσινό σου επίτευγμα, νομίζω ότι, εάν το επιθυμείς, μπορείς να επιδιώξεις -να επιδιώξουμε όλοι μαζί- να πάρεις την αθηναϊκή υπηκοότητα. Εγώ θα σε υποστηρίξω αμέριστα.

Θυμάμαι βέβαια τους ενδοιασμούς και τους φόβους που μου είχες εκφράσει στα Σούσα, αλλά θέλω να σε διαβεβαιώσω ότι, κατά τα άλλα, η ζωή σου δεν θα αλλάξει δραστικά, εκτός εάν το επιθυμήσεις  εσύ. Μπορείς να παραμείνεις κοντά μου, αλλά όχι πλέον όχι ως δούλος, έστω εξειδικευμένος, αλλά ως ελεύθερος συνεργάτης.  Θα αμείβεσαι κανονικά από εμένα και την υπηρεσία και δε θα χρειάζεσαι την άδεια κανενός όταν θελήσεις, για παράδειγμα, να κάνεις οικογένεια.   Βέβαια, εάν προτιμάς να γίνεις ένας ελεύθερος υπήκοος της νέας μεγάλης πολιτικής οντότητας που θα προκύψει από την οριστική, τελική νίκη του Αλέξανδρου, αυτό είναι ακόμη πιο εύκολο.

Όσον αφορά στον Αριστοτέλη, τον οποίο σίγουρα θα επισκεφτώ ξανά και μάλιστα σύντομα, σου υπόσχομαι ότι θα προετοιμάσω το έδαφος έτσι ώστε την προσεχή φορά να με συνοδέψεις κι εσύ. Και, εν τω μεταξύ, θα  έχουμε τον χρόνο να τα πούμε διεξοδικά. Λοιπόν; τι λες;

Εντάξει, μου απάντησε ο Συρακούσιος, εντάξει σε όλα.

(συνεχίζεται…)

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , , | Leave a Comment »

Ιστορικό μυθιστόρημα υπό εκπόνηση. Μέρος ΣΤ΄ Κεφάλαιο ένατο: Η επίσκεψη του Δημάδη

Posted by vnottas στο 21 Αυγούστου, 2017

[Προσωρινός τίτλος: Κύλικες και δόρατα.

Προσωρινός υπότιτλος: Ημέρες και έργα του Εύελπι του Μεγαρέα, λόγιου στην ακολουθία του Αλέξανδρου του Γ΄ του Μακεδόνα, κατά την μεγάλη ασιατική εκστρατεία].

9219588129_d8da90ff9a_b

Κεφάλαιο ένατο: Η επίσκεψη του Δημάδη

Ξύπνησα νωρίς. Ήθελα να προετοιμαστώ κάπως γιατί όπου να ‘ναι θα κατέφθανε ο Δημάδης.

Τίμησα το πρωινό ¨άριστον¨ που μου ετοίμασε η κυρά Άνθεμη, η οποία βρισκόταν ήδη στο πόδι ακόμη πιο νωρίς από μένα και της είπα πόσο μου έχει λείψει αυτά τα τελευταία χρόνια, τόσο η ίδια όσο και το πρωινό που μόνο εκείνη ξέρει να φτιάχνει. Κέρδισα ένα πλατύ της χαμόγελο. Μετά αποσύρθηκα στη αίθουσα των κειμένων. Υπήρχαν εκεί περγαμηνές και πάπυροι  συλλεγμένοι από τον Ευρύνου, αλλά και κάμποσα συγγράμματα δικά μου, τόσο από εκείνα που χρησιμοποίησα στις σπουδές, όσο  και διάφορα άλλα.

Η χθεσινή συζήτηση με τον πατέρα μου σχετικά με την αντιδικία Δημοσθένη-Αισχίνη και η αναφορά του στην επικείμενη δίκη ανάμεσά τους, είχε τραβήξει την προσοχή μου στο γεγονός που, σύμφωνα με τον Ευρύνου, θα κυριαρχήσει στην πολιτική ζωή  της Αθήνας τούτο το καλοκαίρι.  Ο πατέρας έχει δίκιο. Οι δίκες στην Αθήνα έχουν σχεδόν πάντα πολιτικές προεκτάσεις. Οι δικαστές είναι ένορκοι πολίτες, πολλοί στον αριθμό, και οι αποφάσεις τους εκφράζουν έγκυρα το κλίμα που επικρατεί κάθε φορά στην Πόλη.

Σκοπεύω να παρακολουθήσω αυτή τη δίκη. Με τρόπο διακριτικό, γιατί δε θέλουν πολύ οι ποικίλοι ¨ενάντιοι¨ να με κατηγορήσουν για εμπλοκή και ανάμιξη εκεί όπου δεν είμαι σπαρμένος. Η Αθήνα είναι ευαίσθητη όσον αφορά στην ανεξαρτησία της και καλά κάνει. Η πολύτιμη ενδο-ελληνική ειρήνη, για να φτουρήσει, πρέπει να είναι μια έντιμη ειρήνη. Επομένως, το ξαναλέω: προσοχή!

images (19)

Δεδομένου ότι οι σπουδές μου δεν ήταν επικεντρωμένες στα νομικά, αλλά κυρίως, θα έλεγα, στα ιστορικά θέματα (ακριβέστερα στην μετατροπή του παρόντος σε Ιστορία), θέλησα να ενημερωθώ διεξοδικότερα για τα ισχύοντα στην αθηναϊκή νομολογία και δικονομία. Άνοιξα λοιπόν τις συγγραφές. Πέρα από τους νόμους και τους κανόνες, βρήκα αρκετούς από τους λόγους των δύο μονομάχων, καθώς και άλλα ενδιαφέροντα τεκμήρια.

Μέχρις ότου ακουστεί ο θόρυβος του αμαξιού με το οποίο κατέφτασε ο Δημάδης, είχα προλάβει να αποκτήσω μια πρώτη εικόνα, όχι μόνον  του νομικού πλαίσιου, αλλά και (εδώ με βοήθησαν οι δικές μου -πριν απ’ την αναχώρηση- σημειώσεις) του ιστορικού της διένεξης ανάμεσα στους δύο επιφανείς Αθηναίους ρήτορες-πολιτικούς.

Με λίγα λόγια…

τοξοτης

Ο ένας, ο Δημοσθένης, ήταν γεννημένος εύπορος. Ο πατέρας του είχε μια βιοτεχνία που έφτιαχνε κλίνες και μια άλλη όπου σκάρωνε μαχαίρια για πολεμική και ειρηνική χρήση. Πέθανε όταν ο γιος του ήταν μόνο εφτά χρονών. Του άφησε μια αξιόλογη περιουσία και τρεις ανίκανους και ιδιοτελείς κηδεμόνες. Όσο κι αν η χήρα-μάνα ανησυχούσε και διαμαρτυρόταν, οι κηδεμόνες κατασπατάλησαν την κληρονομιά.

Ο μικρός Δημοσθένης πείσμωσε! Ή θα γινόταν καλός στα όπλα και θα τους έσφαζε ή θα γινόταν δικανικός ρήτορας και θα τους έσερνε στα δικαστήρια μέχρι να τους αναγκάσει να επανορθώσουν.

Αν ζούσε αλλού θα είχε μόνον την πρώτη επιλογή. Αλλά ζούσε στην Αθήνα. Μια πόλη όπου γίνονταν παρανομίες, όπως παντού, αλλά ταυτόχρονα μια πόλη ικανή να αισθανθεί έως και συλλογικό άγος όταν καταπατιόταν το κοινό αίσθημα περί δικαίου. Όποιος κι αν ήταν ο φταίχτης! Ακόμη κι αν έφταιγε η Πόλη η ίδια!

Έτσι ο μικρός αντί να ασκηθεί στην παλαίστρα βάλθηκε να ασκείται και να μαθαίνει την τέχνη του δικανικού ρήτορα. Κι ας ήταν ψευδός!

 Δημοσθένης

Ό άλλος, ο Αισχίνης, από τον περιφερειακό δήμο των Κοθωκιδών[1],  γεννήθηκε τέσσερα, πέντε  χρόνια πρωτύτερα, γιος ενός εγγράμματου δούλου που τον έλεγαν Τρόμη.  Ο Τρόμης πολέμησε για την Αθήνα, και εναντιώθηκε στους τριάντα τύραννους με αποτέλεσμα, μετά την αποκατάσταση της Δημοκρατίας, να χειραφετηθεί και να αλλάξει όνομα: ήταν πλέον ο Ατρόμητος. Ο Αισχίνης μπόρεσε έτσι να αποκτήσει ευρύτερη μόρφωση, ενώ τα πρώτα του γράμματα τα έμαθε στο δημοδιδασκαλείο του πατέρα του. Πάντως, απ’ ό, τι φαίνεται, βασικά  ήθελε να γίνει ηθοποιός.

 Εν τω μεταξύ, οι αντιπαραθέσεις – κατάλοιπα της παλιάς μεγάλης σύγκρουσης μεταξύ Αθηναίων και Σπαρτιατών είχαν υποχωρήσει και είχαν αντικατασταθεί με τους προβληματισμούς για την ανάδυση  μιας νέας ισχυρής δύναμης στο βορρά, των Μακεδόνων. Η ενδιάμεση εμφάνιση στο πανελλήνιο προσκήνιο των Θηβαίων, ήταν εμφάνιση διαττόντων αστέρων.

 Ο Δημοσθένης καταφέρνει να διώξει ποινικά τους εκμεταλλευτές – τέως κηδεμόνες του, αλλά όχι και να αποζημιωθεί επαρκώς. Παραμένει συνήγορος-λογογράφος, και μάλιστα πολύ επιτυχημένος, αλλά παράλληλα αποφασίζει να χρησιμοποιήσει τις νέο-αποκτημένες ρητορικές του ικανότητες στον πολιτικό στίβο. Παρουσιάζεται ως  ένθερμος αντιμακεδόνας. Το κλίμα είναι πρόσφορο. Οι επιδρομές του Φίλιππου κατά των πόλεων που τελούν υπό αθηναϊκή προστασία και επιρροή (στην Θράκη και στα στενά της εισόδου στον Εύξεινο Πόντο) δημιουργούν στην Αθήνα δυσκολίες στον ανεφοδιασμό και φόβους για ουσιαστική απώλεια ισχύος στο άμεσο μέλλον.

Ο Αισχίνης πάλι, καταλαβαίνει από τις αντιδράσεις του κοινού ότι ως ηθοποιός δεν πρόκειται να διαπρέψει και το γυρνά και αυτός στην πολιτική. Εντάσσεται στην κυρίαρχη τότε αντιμακεδονική μερίδα. Μετά την πτώση της Ολύνθου παίρνει μέρος στην αποστολή που προσπαθεί να πείσει τις ελληνικές πόλεις του νότου να συσπειρωθούν κατά των Μακεδόνων. Η αποστολή αποτυγχάνει και ο Αισχίνης απογοητεύεται και αλλάζει στρατόπεδο. Από αυτό το σημείο και μετά υποστηρίζει τον Φίλιππο και στη συνέχεια τον Αλέξανδρο. Aeschines_bust

Η Αθήνα προσπαθεί να περιορίσει τις απώλειες (και να κερδίσει χρόνο) με διαπραγματεύσεις. Ο Αισχίνης και ο Δημοσθένης παίρνουν μέρος στις διπλωματικές αποστολές προς τον Φίλιππο, με επικεφαλής τον Εύβουλο, έναν πολιτικό που περισσότερο από φιλομακεδόνας είναι υπέρμαχος μιας ¨ήρεμης¨, μη παρεμβατικής πολιτικής των Αθηνών. Οι διαπραγματεύσεις καταλήγουν με τη σύναψη ειρήνης, για την οποία οι όρκοι δόθηκαν τελικά  στις Φερές της Θεσσαλίας και πήρε το όνομα ενός άλλου φιλομακεδόνα, ο οποίος επίσης συμμετείχε στην αποστολή, του Φιλοκράτη.

Η ατελείωτη σειρά των διενέξεων ανάμεσα στους δύο ρήτορες αρχίζει ακριβώς εκείνη την εποχή, πριν από περίπου δεκάξι χρόνια. Δηλαδή όταν ακόμη δεν είχε δοθεί η αποφασιστικής σημασίας μάχη στη Χαιρώνεια (οκτώ χρόνια πριν) και δεν είχε ακόμη καταστραφεί η Θήβα (πριν πέντε χρόνια).  

 Ο Δημοσθένης κατηγορεί τον Αισχίνη ότι χρηματίστηκε από τον Φίλιππο. Την κατηγορία δεν την υποβάλλει αυτοπροσώπως, αλλά μέσω ενός πλούσιου φίλου του, του Τίμαρχου.

Ο Αισχίνης απαντά ισχυριζόμενος ότι σύμφωνα με τους ισχύοντες νόμους, ένας γνωστός φαύλος και (στα νιάτα του) εκπορνευόμενος όπως ο Τίμαρχος δεν δικαιούται να κατηγορήσει κανέναν. Πολύ περισσότερο έναν αθηναίο ευπατρίδη.

Οι ένορκοι δικαστές εγκρίνουν την ένσταση του Αισχίνη και απορρίπτουν την κατηγορία για τυπικούς λόγους. Ο Τίμαρχος χάνει τα πολιτικά του δικαιώματα και αυτοκτονεί.

Ο Δημοσθένης επιμένει∙  αυτή τη φορά παρεμβαίνει προσωπικά και απαριθμεί τα επιχειρήματά του στον περίφημο λόγο ¨περί παραπρεσβείας¨

Σύμφωνα με αυτήν τη αγόρευση, οι βασικές πράξεις και παραλείψεις του Αισχίνη που έβλαψαν την Αθήνα και για τις οποίες θα πρέπει να κριθεί ένοχος προδοσίας, είναι οι εξής:

Πρώτα απ’ όλα γιατί παρενέβη ενάντια στην έγκαιρη -και εκ των υστέρων δικαιωμένη- εισήγηση του Δημοσθένη να κλείσουν οι Αθηναίοι τα στενά των Θερμοπυλών και να εμποδίσουν την κάθοδο των Μακεδόνων στο νότο.

Δεύτερο, γιατί με τη συνηγορία του Φιλοκράτη, δέχτηκε η τελική συμφωνία να υπογραφεί στις Φερές, όπου ο Φίλιππος επικεφαλής ισχυρών δυνάμεων απειλούσε τους σύμμαχους Φωκείς,  αλλά και την ίδια την Αθήνα.

Τρίτο,  γιατί στο τελικό κείμενο της συνθήκης ο Αισχίνης δέχτηκε να μπει η διατύπωση ¨το κάθε μέρος κρατάει όσα (αυτή τη στιγμή) έχει¨ και όχι, όπως θα προτιμούσε η Αθήνα ¨το κάθε μέρος κρατάει τα δικά του¨.

Τέταρτο, όταν η δεύτερη αποστολή διαπραγματεύσεων έφτασε στην Πέλλα, ο Φίλιππος δεν ήταν εκεί αλλά εξαπέλυε πολεμικές επιδρομές στη Θράκη. Αντί να σηκωθούν και να φύγουν (προσβεβλημένοι) αμέσως, τα μέλη της επιτροπής, με εισήγηση του Αισχίνη και του Φιλοκράτη, παρέμειναν περιμένοντάς τον ένα ολόκληρο μήνα.

Πέμπτο, γιατί σύμφωνα με τη μαρτυρία του αθηναίου πρέσβη Δέρκυλου, τον είδαν να βγαίνει νύχτα από τη σκηνή του Φίλιππου. Άσε που έμεινε στις Φερές μια μέρα παραπάνω από τους άλλους πρέσβεις.

Τέλος ο Δημοσθένης κατηγορεί τον Αισχίνη ότι γιόρτασε μαζί με τον Φίλιππο στο μαντείο των Δελφών τη νίκη του Μακεδόνα κατά των (συμμάχων των Αθηναίων) Φωκέων.

Ο Αισχίνης απαντά  άμεσα και διαψεύδει τις κατηγορίες με έναν λόγο (που τον έχω κι αυτόν αντιγραμμένο στα κείμενά μου) με την επικεφαλίδα ¨Περί της ψευδούς Παραπρεσβείας¨. Παρά το γεγονός ότι οι φίλοι των μακεδόνων είναι ακόμη λίγοι, ο Αισχίνης αθωώνεται, αν και με μικρή διαφορά ψήφων.

Όλη αυτή η δικαστική διένεξη κράτησε δυο-τρία χρόνια. Ας σημειωθεί ότι παράλληλα κατηγορήθηκε για προδοσία και ο Φιλοκράτης, ο οποίος πρόλαβε να δραπετεύσει από την Αθήνα πριν την εκδίκαση της καταγγελίας (κατήγορος σε αυτή τη δίκη ήταν ο ρήτορας Υπερείδης). Ο Φιλοκράτης καταδικάστηκε ερήμην σε Θάνατο. αρχείο λήψης (4)

  Πέρα από τις διαρκείς ενδιάμεσες μικρο-αντιδικίες, η δεύτερη πράξη της σύγκρουσης Αισχίνη – Δημοσθένη διαδραματίστηκε πριν έξι χρόνια. Εγώ ήμουν ακόμη στην Αθήνα και την αρχική φάση αυτής της ιστορίας την θυμάμαι αρκετά καλά.

Έχει μεσολαβήσει η ήττα των συσπειρωμένων αντιμακεδόνων στη Χαιρώνεια, με αποτέλεσμα εκείνοι που υποστηρίζουν ότι η Αθήνα πρέπει να τα βρει με τον Φίλιππο να είναι πλέον μια υπαρκτή συνιστώσα της πολιτικής ζωής, η οποία ενίοτε (αν και όχι συχνά) καταφέρνει να πλειοψηφεί.  Ο Κτησιφώντας, ένας φίλος του Δημοσθένη και, φυσικά,  ενάντιος στους Μακεδόνες, έχει την έμπνευση (ή του υποβάλλεται, ποιος ξέρει από ποιόν!) να προτείνει στον Δήμο την απονομή τιμών στον Παιανέα Ρήτορα. Και αυτό γιατί ως Άρχοντας ¨Τειχοποιός¨,  δηλαδή επιφορτισμένος με την επανόρθωση ενός τμήματος του αθηναϊκού τείχους, όχι μόνο είχε κάνει καλή δουλειά, αλλά είχε βάλει και λεφτά από τη τσέπη του για την ολοκλήρωση του έργου. Θα έπρεπε λοιπόν να αποδοθεί στον Δημοσθένη χρυσό στεφάνι, και μάλιστα σε ειδική τελετή στο θέατρο του Διονύσου.

Ο Αισχίνης δεν καθυστερεί. Υποβάλλει αμέσως ¨γραφή παρανόμων¨ (ένσταση κατά νόμον γραπτή, επειδή το θέμα αφορά στη δημόσια ζωή της Πόλης και όχι την ιδιωτική ζωή των πολιτών) όπου ισχυρίζεται ότι:

Ένα. Ο Δημοσθένης δεν έχει ακόμη ολοκληρώσει τη θητεία του ως τειχοποιός, άρα δεν μπορεί ακόμη να γίνει καμία αποτίμηση του έργου του.

Δύο. Σε κάθε περίπτωση, η απονομή τιμών σε οποιονδήποτε δεν μπορεί να γίνει σε Θέατρο. Αυτό είναι πρωτάκουστο και ενάντια στις παραδόσεις της Πόλης.  

Τρίτο (φαρμακερό και ουσιαστικότερο): Οι δραστηριότητες του Δημοσθένη στο σύνολό τους όχι μόνο δεν ωφέλησαν, αλλά, αντίθετα, έβλαψαν την πόλη.

 images (22)

Λίγο μετά την έναρξη των προκαταρκτικών διαδικασιών για την δίκη, συμβαίνει κάτι απρόβλεπτο που ανατρέπει τις ασταθείς αθηναϊκές πολιτικές ισορροπίες: ο Φίλιππος δολοφονείται και οι Αθηναίοι, προς στιγμήν θεωρούν ότι ο βόρειος κίνδυνος εξέλειπε. Το ρεύμα που υποστηρίζει ότι η Αθήνα θα πρέπει να ακολουθήσει και πάλι ηγεμονική πολιτική παίρνει τ’ απάνω του.

Ο Αισχίνης σκέφτεται ότι δεν τον συμφέρει η άμεση εκδίκαση της ¨γραφής¨ και (όσο μπορεί) χρονοτριβεί. Όντως καταφέρνει να αναβάλει την δίκη. Περιμένει να ξεκαθαρίσουν τα πράγματα και η κατάσταση (νοούμενη ως συσχετισμός των πολιτικών δυνάμεων) να γίνει πιο ευνοϊκή.

Πράγματι, ο Αλέξανδρος δεν ¨τρώει τα μούτρα του¨ στην Ασία, όπως περίμεναν και προανήγγελλαν πολλές Κασσάνδρες, αλλά, αντίθετα, αποδεικνύεται ικανός και αποτελεσματικός στρατηλάτης. Νίκες κατά των Περσών, καλή συμπεριφορά απέναντι στην Αθήνα -παρά τους ακκισμούς της πολιτικής της, δώρα αφιερωμένα στην Αθηνά την Παλλάδα, επιβολή πάνω στους προαιώνιους νταήδες της Πελοποννήσου, και τελευταίο αλλά όχι λιγότερο σημαντικό ιδού και η επιστροφή των ¨τυραννοκτόνων¨… τι άλλο καλύτερο θα μπορούσε να συμβεί;

Ο Αισχίνης αναθαρρεύει και, απ’ ότι φαίνεται, έχει ήδη βάλει ξανά μπρος τη δικαστική σύγκρουση. Δεν ξέρω ακόμη, αλλά θα μάθω, αν οι πρωτοβουλίες είναι αποκλειστικά  δικές του ή του συνόλου των φιλομακεδόνων. images (21)

Ακούω τ’ αμάξι του Δημάδη που καταφτάνει και συμμαζεύω κάπως τους παπύρους. Μετά από λίγο, καλοντυμένος,  πληθωρικός, ενθουσιώδης χωρίς να ζορίζεται, να σου ο περίφημος Δημάδης: ο τύπος που όντας αιχμάλωτος των Μακεδόνων μετά τη μάχη της Χαιρώνειας τόλμησε να τη μπει στον Φίλιππο. Ο τύπος που επειδή, παρ’ όλα αυτά, είχε γοητεύσει τον Μακεδόνα, όταν του ζητήθηκε από την Πόλη να διαπραγματευτεί τους όρους της ήττας, απάντησε ¨Εντάξει,  αλλά πρώτα θα με απαλλάξετε από τα χρέη μου¨! Ο τύπος που ανάμεσα σε ένα καλαμπούρι και ένα άλλο έπεισε τον Αλέξανδρο μετά τη καταστροφή της Θήβας να συγχωρήσει τους αθηναίους αντιμακεδόνες ρήτορες και λέγεται ότι εισέπραξε για αυτό πέντε τάλαντα από τον Δημοσθένη και τους λοιπούς.

Εάν κάτι έχει αλλάξει στην Αθήνα μετά την ηρωική εποχή των μηδικών πολέμων, είναι ότι τύποι σαν τον Δημάδη όχι μόνον είναι πλέον ανεκτοί,  αλλά και ασκούν γοητεία και επιρροή. Νέοι καιροί, νέα ήθη!

demades

Χαίρε νεαρέ Μεγαρέα

Πώς σου φάνηκε η χθεσινή υποδοχή; Δε φαντάζομαι να έπληξες, ε;

Ούτε να σου την είχαμε ετοιμάσει επί τούτου αυτή την ¨εορτή μετά θεαμάτων¨, προκειμένου να σε απαλλάξουμε από τη βαρεμάρα των επισήμων τελετών. Αστειεύομαι φυσικά. Ευτυχώς ο υπηρέτης σου μας ξελάσπωσε όλους. Όλους εμάς τους υπεύθυνους για τη διοργάνωση της παραλαβής, εννοώ. Ικανότατος. Μπράβο του. Πώς τον είπαμε; Οινοκράτη;  Τον πουλάς; Φυσικά και αστειεύομαι, αγαπητέ.

Όμως να μιλάει ο Δημοσθένης περί Δημοκρατίας και τα λοιπά και να τον διακόψουν ¨αποκαλύπτοντας¨ ποιον; τον Κλεομένη! Χα! Εκείνον που σύμφωνα με τους ντόπιους αριστοκράτες συνέβαλε όσο λίγοι στην εγκαθίδρυση της Δημοκρατίας!!! Σιγά τους τυραννοκτόνους, λένε! Και ποιον άλλο; Τον Λεωνίδα, τον μόνο Σπαρτιάτη που είναι διαχρονικά και αδιαφιλονίκητα δημοφιλής σε όλη την Ελλάδα! Χα! Πάντως εδώ κάποιος μας δουλεύει όλους. Και θα έλεγα ότι αυτός ο κάποιος αποδεικνύεται αρκετά πνευματώδης! (γελάει). Ενώ οι ρήτορές μας παραείναι σοβαροφανείς, δεν βρίσκεις;

Ζήτησα να μιλήσουμε για να τις τρέχουσες εξελίξεις, αλλά θέλω και να σε συγχαρώ για την χθεσινή σου ομιλία. Γιατί; Πρώτα απ’ όλα γιατί ήταν σύντομη. Βέβαια και δεν το εννοώ: άλας- Αττικόν Άλας. Πάντως ήταν όντως σύντομη και ουσιώδης. Τα είπες καλά και είναι σημαντικό που, όπως υπογράμμισες, ο απεσταλμένος από το μέτωπο της εκστρατείας, εσύ, είσαι ένας κάτοικος της Αθήνας.  Έτσι δε χρειάζεται να βρούμε γλώσσα αμοιβαίας κατανόησης. Την έχουμε ήδη.

Και επειδή έχουμε κοινή γλώσσα ήρθα να μιλήσουμε. Εμείς, οι φίλοι των Μακεδόνων και της πανελλήνιας συσπείρωσης, σε όποια πολιτεία κι αν ανήκουμε, ίσως πρέπει να μιλάμε πιο συχνά μεταξύ μας. Δε λέω να ζητάμε την άδεια του Αλέξανδρου για καταστάσεις που εκείνος αγνοεί, αλλά που εμείς γνωρίζουμε καλά, ή για πράγματα που η προελαύνουσα ηγεσία των Ελλήνων απλώς δεν ξέρει. Λέω ότι, για να βοηθήσουμε στην υλοποίηση των κοινών επιδιώξεων, πιστεύω ότι πρέπει να γίνεται γνωστή και να λαμβάνεται υπ’ όψιν και η δική μας εκδοχή. Εμείς βλέπουμε καλύτερα τους υφάλους που απειλούν την πορεία του Ελληνισμού προς μια ωριμότερη εποχή. Δεν λέω πως δεν κάνουμε λάθη. Το αντίθετο. Έχουμε κι εμείς τις ατυχείς στιγμές μας. Γι αυτό ο συντονισμός είναι χρήσιμος. Θέλεις ένα παράδειγμα; Θα στο δώσω.

Θα έχεις μάθει υποθέτω για τις πρωτοβουλίες του Αισχίνη. Ξαναέβαλε μπροστά τις δικαστικές διαδικασίες κατά της παρέας του Δημοσθένη. Πρόκειται για τη γνωστή υπόθεση περί ¨στεφάνου¨. Θα τα θυμάσαι όλα αυτά υποθέτω, ήσουν ακόμη εδώ όταν ξεκίνησε αυτή η ιστορία. Υπέβαλε λοιπόν ¨γραφή παρανόμων¨ κατά της πρότασης του Κτησιφώντα να στεφανωθεί ο Δημοσθένης, του οποίου, όπως όλοι ξέρουν, ο Κτησιφώντας δεν είναι παρά ένας από τους αχυράνθρωπους. Φυσικά, ο Αισχίνης τον Κτησιφώντα τον έχει χεσμένο. Ο στόχος του είναι πάντα ο Παιανέας -παρεμπιπτόντως: είμαι κι εγώ από την Παιανία ξέρεις, αλλά από την Άνω, την “Καθύπερθεν Παιανία”, ο άλλος είναι από την Κάτω, την  “Υπένερθεν ”∙ αυτό για να μη γίνονται άτυχες συγχύσεις. Σου έλεγα λοιπόν ότι μπορεί να έχει τα δίκια του ο Αισχίνης, μπορεί να ήταν ο Δημοσθένης που ήρξατο χειρών αδίκων. Όμως αυτή η υπόθεση φαίνεται να έχει μεγαλύτερη απήχηση στο Δήμο, από ό, τι οι συνήθεις διαξιφισμοί ανάμεσα στους δύο. Φοβάμαι, αγαπητέ Μεγαρέα, πως ο αντίκτυπος της υπόθεσης θα είναι μεγαλύτερος είτε κερδίσει ο δικός μας,  είτε ο άλλος. Φοβάμαι επίσης ότι αν νικήσει ο Δημοσθένης (πράγμα που δε πρέπει να αποκλείουμε δεδομένου ότι στην Αθήνα αυτόν τον καιρό πνέουν ισχυροί υπόγειοι άνεμοι) οι ισορροπίες θα αλλοιωθούν εις βάρος μας.

Με λίγα λόγια, αν μπορείς, συγκράτησε τον Αισχίνη.  Η μανία του κατά του Δημοσθένη μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα∙ και σε εμάς και στον ίδιο.

Και κάτι άλλο. Καλό είναι να ξέρει ο Αλέξανδρος ότι η δουλειά υπέρ του κοινού μέλλοντος στοιχίζει. Ιδιαίτερα στα μετόπισθεν. Αλλά νομίζω ότι το ξέρει. Περιμένω να δω μόνο πόσο το ξέρει…

Τώρα που εξαπέλυσα και αυτό το σαφές υπονοούμενο, νομίζω ότι ήρθε η ώρα να σε αφήσω. Σου εύχομαι καλή παραμονή και καλή έκβαση των επιδιώξεών σου Μεγαρέα. Εμείς -αυτός είναι ένας πληθυντικός μεγαλοπρέπειας…, αστειεύομαι- θα είμαστε πλάι σου. Αν χρειαστεί σφύριξε.

homepage

[1] Ο Δήμος των Κοθωκιδών, πιθανώς έξι χιλιόμετρα βορειοανατολικά της Ελευσίνας, ανήκε στην Οινηίδα   φυλή και ήταν ένας ¨Παραλιακός Δήμος¨ Συμμετείχε στη Βουλή των πεντακοσίων με δύο βουλευτές.

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , , , | Leave a Comment »

Ιστορικό μυθιστόρημα υπό εκπόνηση. Μέρος ΣΤ΄Κεφάλαιο Έβδομο και Όγδοο : Περί των εξαφανισμένων χάλκινων ηρώων

Posted by vnottas στο 17 Αυγούστου, 2017

[Προσωρινός τίτλος: Κύλικες και δόρατα.

Προσωρινός υπότιτλος: Ημέρες και έργα του Εύελπι του Μεγαρέα, λόγιου στην ακολουθία του Αλέξανδρου του Γ΄ του Μακεδόνα, κατά την μεγάλη ασιατική εκστρατεία].

01_ceb1cf81cf87ceb1ceafceb1-ceb1ceb8ceaecebdceb1

Κεφάλαιο έβδομο: Τελετή με εκπλήξεις ΙΙ

(Διηγείται ο Εύελπις)

Όταν άρχισε ο σαματάς, εγώ δεν είχα μιλήσει ακόμη. Όπως είχαμε συμφωνήσει θα έπαιρνα το λόγο τελευταίος, μετά τον Φωκίωνα και τον Δημοσθένη. Ο Φωκίωνας υπήρξε ολιγόλογος, ο δε Δημοσθένης, και να ήθελε να είναι σχοινοτενής, δεν πρόλαβε. Όταν άρχισε η φασαρία ήταν στην αρχή της ομιλίας του.

Εγώ τον παρακολουθούσα προσεκτικά ώστε να μπορέσω να καταλάβω, πέρα από τα ωραία ρητορικά του σχήματα, πού ακριβώς το πάει, αλλά όταν συνέβησαν τα απρόοπτα γεγονότα δεν είχε πει ακόμη αρκετά και, σε κάθε περίπτωση, δεν είχε πει κάτι που να με εκπλήξει. Ήταν ο Δημοσθένης που περίμενα, με τη γνωστή του πολιτική και τη γνωστή λεκτική του δεινότητα.

Όμως, ξαφνικά τον είδα να σταματά και να κοιτάζει διερευνητικά το πλήθος. Θεώρησα ότι ήταν μια ηθελημένη σιγή που θα τραβούσε το ενδιαφέρον του κοινού στα όσα θα έλεγε αμέσως μετά. Ωστόσο, η σιγή του ρήτορα παρατάθηκε και εκείνο που άρχισε να ακούγεται ήταν φωνές από το πλάτωμα όπου ήταν συγκεντρωμένος ο κόσμος.

Είδα τον Δημοσθένη να εγκαταλείπει το βήμα και να κατεβαίνει κάτω. Κάτι δεν πήγαινε καλά. Σίγουρα.

Κοιτάζω προσεκτικότερα και βλέπω ότι η προσοχή του κόσμου έχει συγκεντρωθεί στα αγάλματα. Κάποιος έχει τραβήξει το σκοινί. Τα αγάλματα είναι τώρα ξεσκέπαστα. Ο Πανόπτης Ήλιος έχει βουτήξει για τα καλά στα νερά του Σαρωνικού, αλλά η ορατότητα είναι ακόμη καλή. Μου φάνηκε ότι η μία προτομή ξασπρίζει κάπως ανώμαλα, ενώ και η άλλη επίσης γυαλίζει περίεργα.

Μα τα κατάμαυρα δαιμόνια των Μεσοποτάμιων, αυτοί εδώ δεν είναι οι ¨τυραννοκτόνοι¨! Όχι τουλάχιστον αυτοί που παραδώσαμε εμείς χτες. Είναι άλλοι! Κάποιος έχει αποφασίσει να χλευάσει και εμάς και τις αρχές της Αθήνας αντικαθιστώντας τις γνήσιες προτομές με αυτές εδώ.

¨Πρόκειται μόνον γι αυτό;¨ αναρωτιέμαι, ¨ή απόψε οι ¨τυραννοκτόνοι¨ θα προσθέσουν στα παλιά και νέα θύματα;»

Ακούγονται δυνατοί διθυραμβικοί ήχοι. Τύμπανα; Κύμβαλα; Μάλλον κι απ’ τα δυο. Ανάμεσα στο πλήθος εμφανίζονται μεγάλες αγριωπές μάσκες πάνω σε σώματα που, παρά τη ζέστη, φορούν δέρματα ζώων. Τα όντα αρχίζουν να κινούνται ρυθμικά, μαγνητίζοντας τα βλέμματα  του πλήθους.

111258

Σκέφτομαι ότι, εκτός από μένα, θα πρέπει να έχουν μπει σε συναγερμό κι οι άλλοι πάνω στην εξέδρα των επισήμων. Εκείνοι άλλωστε έχουν τον πρώτο λόγο στην αντιμετώπιση του επεισοδίου. Στρέφω λοιπόν την προσοχή μου σ’ αυτούς.

Ο πρώτος που συνέρχεται απ’ την έκπληξη είναι ο Λυκούργος. Ανταλλάσσει μόνον μια ματιά με τον γηραιό άρχοντα Φωκίωνα και μετά, με μία  αποφασιστική κίνηση βγάζει το ιερατικό άμφιο αποκτώντας έτσι και πάλι τη γνωστή δυναμική εικόνα του στρατηγού. Κάνει νόημα στον επικεφαλής της φρουράς, κι εκείνος πλησίαζει.

Πρέπει να πω ότι γύρω μας υπήρχαν διαφορετικά είδη ένοπλων ομάδων: το εφημερεύον τμήμα της Φρουράς της Πόλεως, μία ομάδα τοξοτών από τη Θράκη που αστυνόμευαν τον συνολικό χώρο της Αγοράς και το ειδικό άγημα με στολή τελετής για την απόδοση τιμών στους επισκέπτες και τ’ αγάλματα. Αν ήταν επαρκείς ή λίγοι θα εξαρτιόταν από τον αριθμό και την ποιότητα των τυχόν επιτιθέμενων, προς το παρόν άγνωστα και τα δύο.

Να πω επίσης, ότι με την ιδιότητα του τιμούμενων, είχαν παραταχθεί στη βάση της εξέδρας και τα μέλη της δικής μας ομάδας, εκείνης που είχε την ευθύνη για την ασφάλεια των αγαλμάτων, απ’ την αναχώρηση απ’ τα Σούσα έως την παράδοσή τους, χτες το βράδυ,  στους Αθηναίους. Αυτοί είχαν αρχίσει να κινούν κάπως νευρικά τις όρθιες σάρισές τους, να επιδιώκουν την προσοχή μου και να με κοιτούν ερωτηματικά. Τους έκανα νεύμα να κάτσουν, προς το παρόν, στα αυγά τους.

images (7)

Ο επικεφαλής της φρουράς άκουγε τον Λυκούργο και κουνούσε καταφατικά το κεφάλι του. Μιλούσαν με τις κοφτές φράσεις που απαιτούν οι έκτακτες περιστάσεις. Αν κατάλαβα καλά ο στρατηγός του είπε να επέμβει αμέσως και να συλλάβει τους ταραξίες, χωρίς όμως αιματοχυσία. Εκτός κι αν κάτω από τα δέρματα κρύβουν όπλα και επιτεθούν.

Ύστερα ο  αξιωματικός απομακρύνθηκε και άρχισε να μοιράζει εντολές στη φρουρά, στους Σκύθες χωροφύλακες, ακόμη και στο τιμητικό άγημα. Είδα τους βόρειους ξανθούς αστυνομικούς να εναποθέτουν τα τόξα τους στο φορτηγό όχημα ανεφοδιασμού (την περίφημη ¨σαύρα¨) που τους συνοδεύει πάντοτε και να προμηθεύονται από εκεί κοντές ξύλινες ράβδους.

Ο Δημοσθένης επέστρεψε στην εξέδρα. Ήταν ασυνήθιστα χλωμός και λαχανιασμένος. «Τα αγάλματα αναπαριστούν  Λακεδαιμόνιους βασιλείς, αλλά ποιος  είναι ο δάκτυλος που κινεί αυτούς τους δαίμονες εκεί κάτω, δεν μπορώ να πω».  Στράφηκε προς τον Φωκίωνα: «Πρέπει να μάθουμε, στρατηγέ! Σε κάθε περίπτωση διακυβεύεται το κύρος της Πόλης μας!»

Ο Φωκίωνας δείχνει ήρεμος∙ προφανώς κρίνει επαρκείς τις πρωτοβουλίες του Λυκούργου.

Ο Αισχίνης, αντίθετα,  μοιάζει πιο ανήσυχος απ’ όλους. «Να που οδηγεί η ¨ηπιότητα!¨» μασουλάει ανάμεσα στα δόντια του. Μου φάνηκε ότι τα έχει βάλει με τον Λυκούργο. «Φρόντισε ώστε να καλυφτεί η εξέδρα με ισχυρό κλοιό οπλιτών», του λέει. «Μπορεί να υπάρχουν κι άλλοι μασκοφόροι στασιαστές και να μας επιτεθούν όταν θεωρήσουν τη στιγμή κατάλληλη. Αν πρόκειται για Σπαρτιάτες, απελπισμένους μετά την πρόσφατη ήττα τους στη Μεγαλόπολη, θα δοθεί σίγουρα μάχη.  Ίσως θελήσουν να ξεμπερδεύουν μαζί μας μια και καλή. Πού θα ξαναβρούν ομού συγκεντρωμένη όλη την αθηναϊκή ηγεσία;». Κάνει μια μικρή παύση, αλλά στη φαρέτρα του έχει ακόμα ένα χτύπημα ουράς: «Αλλά δεν αποκλείω υπεύθυνοι να είναι οι δικοί μας, οι ¨αντιμακεδόνες¨, που θέλουν να χλευάσουν και να  υπονομεύσουν μια εκδήλωση φιλίας με τεράστια συμβολική σημασία∙ ή να πρόκειται ακόμη και για πράκτορες των Περσών!».

Ο Λυκούργος τον κοιτάζει, αλλά μάλλον έχει το νου του αλλού, προφανώς στους οπλίτες που παίρνουν θέση για να υλοποιήσουν τις εντολές του.

Όμως, φαίνεται ότι κάτι πήρε τ’ αυτί του Δημοσθένη εκεί παραδίπλα. Μάλλον τη λέξη ¨αντιμακεδόνες¨, οπότε  καταλαβαίνει τους υπαινιγμούς του Αισχύνη για υποτιθέμενες ευθύνες της δικής του παράταξης και, για μια στιγμή, χάνει τη ψυχραιμία του.  «Ας σοβαρευτούν οι ρητορίσκοι», λέει οργισμένος.  «Ποιος Αθηναίος, αντάξιος αυτής της ιδιότητας, θα βεβήλωνε μια εκδήλωση προς τιμήν των ηρώων Τυραννοκτόνων;»

Προφανώς η ερώτησή του κρίθηκε ως ρητορική, γι αυτό κανείς δεν του απάντησε.

21519-123

Ο Οινοκράτης, όταν κατάλαβε ότι κάτι το ανώμαλο συμβαίνει και ότι η τελετή έχει διακοπεί, αντέδρασε ενστικτωδώς. Εγκατέλειψε τα σκαλοπάτια της Ποικίλης Στοάς και έτρεξε προς την εξέδρα προσπαθώντας να καταλάβει αν ο αφέντης του κινδυνεύει ή όχι. Όταν έφτασε κοντά και είδε ότι ήμουν σώος κούνησε εύχαρις και τα δύο του χέρια προς το μέρος μου.  Τον είδα, τον φώναξα, και πλησίασε στη βάση της εξέδρας.

«Αν οι τύποι που χοροπηδάνε είναι ένοπλοι θα έχουμε σύγκρουση κι αν πρόκειται για κλιμάκιο Σπαρτιατών ίσως και σφαγή, αλλά δεν το νομίζω», του είπα.  «Εάν όμως στο τέλος το βάλουν στα πόδια, έχω οδηγίες για σένα: Επίλεξε έναν από τους μασκοφόρους και παρακολούθησέ τον. Βρες που θα καταλήξει. Θυμήσου ότι ψάχνουμε για τα αγάλματα, τα γνήσια, αυτά εκεί είναι πλαστά. Πάρε ένα άλογο από τους δικούς μας, μπορεί να σου χρειαστεί. Μόλις βρεις οτιδήποτε χρήσιμο έλα αμέσως να με βρεις. Είτε εδώ είτε στο κυλικείο του Πρυτανείου ή όπου αλλού∙ ψάξε με».

Ο Οινοκράτης μου κλείνει ¨συνωμοτικά¨ το μάτι, χαμογελάει και απομακρύνεται βιαστικός.

images (8)*

Είναι ενδιαφέρον  να παρακολουθεί κανείς πως αντιδρά η υψηλή ηγεσία της Αθήνας, όταν (πράγμα όχι σύνηθες) βρίσκεται σε απαρτία, συμπολίτευση και αντιπολίτευση μαζί, απέναντι σε μια απρόβλεπτη κατάσταση που εγκυμονεί, ενδεχομένως, σοβαρούς κινδύνους. Και επιπλέον, με το λαό αποκάτω, να μη ξέρει κανείς με σιγουριά με ποιον ενδέχεται να συμπαραταχθεί!  Περισσότερο ενδιαφέρον από οποιαδήποτε σχετική μελέτη και διατριβή. Ενδιαφέρον και ως απλό θέαμα-ακρόαμα.

Εκ των υστέρων, μπορώ να πω πως το απόλαυσα!

Πάντως -ευτυχώς για την αθηναϊκή ομόνοια- η φάση της μεγάλης έντασης δεν κράτησε πολύ ακόμη. Καθώς οι άνδρες της φρουράς συμπτύχθηκαν προτάσσοντας τις ασπίδες τους και κραδαίνοντας τις σπάθες (από την πλατιά και όχι την κοφτερή μεριά) και καθώς οι Σκύθες παρατάχθηκαν εκατέρωθεν και περίμεναν το σύνθημα της επίθεσης (χτυπώντας το ξύλινο ρόπαλο στη χούφτα του αριστερού χεριού), οι αγριωποί χορευτές κινούμενοι λες άπαντες από τα ίδια αόρατα νήματα, πέταξαν ταυτοχρόνως τα αυτοσχέδια κρουστά, έβγαλαν τα δέρματα που κάλυπταν τα σώματά τους, αλλά όχι τις μάσκες και, βάζοντας φτερά στα ποδάρια, άρχισαν να τρέχουν προς κάθε κατεύθυνση.

images (5)

Εν τω μεταξύ οι θεατές, μετά την απροσδόκητη και μάλλον ¨ονειρική¨ εμφάνιση των χορευτών, έμοιαζαν να έχουν ξεπεράσει το αρχικό δέος που προκάλεσε η ¨ιερόσυλη εξαφάνιση των τυραννοκτόνων¨ και η αντικατάστασή τους. Τώρα θα έλεγα ότι είχαν αρχίσει να εισπράττουν το ενδόμυχα ¨τραγελαφικό¨ νόημα (ή μη-νόημα) της σκηνής. Έτσι δεν με παραξένεψε που, τελικά, δεν εμπόδισαν τους χοροπηδητές στη φυγή τους.

Η οποία φυγή δεν ήταν και τόσο τυχαία όπως είχε φανεί αρχικά, αλλά ήταν σοφά προσχεδιασμένη και βασισμένη σε πολύ καλή γνώση του εδάφους.  Ο κάθε φυγάς κατευθύνθηκε σε συγκεκριμένο σκοτεινό σημείο της Αγοράς, όπου βρήκε συνένοχους που τον βοήθησαν να εξαφανιστεί. Δεν κατάλαβα αν τους προμήθεψαν αλλιώτικα ρούχα, για να αναμειχθούν έτσι δήθεν ανέμελοι με τους θεατές, ή αν τους έδωσαν γρήγορα άτια  με τα οποία έγιναν καπνός στο σούρουπο. Το γεγονός είναι ότι λίγο αργότερα, αν εξαιρέσεις τους ¨τυραννοκτόνους¨ που εξακολουθούσαν να απουσιάζουν, κατά τα άλλα, ούτε γάτα ούτε ζημιά!

images (17)

Η υψηλή εξέδρα παρακολούθησε τα γεγονότα με λιγότερο κέφι και περισσότερη αμηχανία από ό, τι ο κόσμος στο πλάτωμα. Αρχικά, βέβαια, η ανακούφιση υπήρξε το κυρίαρχο συναίσθημα. Βρέθηκε χρόνος να μου παρουσιάσουν επισήμως τον Δημοσθένη, με τον οποίο αντάλλαξα μια τυπική χειραψία. Κατέφτασε -καθυστερημένος- και ο ευτραφής ρήτορας Υπερείδης, ο οποίος άρχισε να ρωτάει ανήσυχος στο γύρο, ¨τι γίνεται παίδες; Έχουμε κίνημα;¨.  Πάντως το ερώτημα που έπρεπε (εκ των πραγμάτων) να απαντηθεί ήταν: Και τώρα τι κάνουμε;

Σαφώς έπρεπε να περιμένουμε το αποτέλεσμα της εξόρμησης της φρουράς. Αν μπορούσαμε να ανακρίνουμε έστω και έναν από αυτούς τους περίεργους αμφισβητίες θα μαθαίναμε ασφαλώς ενδιαφέροντα πράγματα .

Όμως πήρε να σκοτεινιάζει και ουδείς συλληφθείς κατέφτανε στην εξέδρα.

Επί πλέον ο μαζεμένος κόσμος δεν έλεγε να διαλυθεί, παρά περίμενε να δει τι θα γίνει.

Ο Φωκίωνας ζήτησε τη γνώμη των παρόντων. Ο Δημοσθένης ήθελε να μετακινηθούμε -όχι όλοι, μόνο η αθηναϊκή ηγεσία- στους πάγιους χώρους αντιμετώπισης κρίσεων, στον Άρειο Πάγο. Εγώ, που έτυχε να βρίσκομαι πλάι του και ρωτήθηκα αμέσως μετά, είπα να αποτολμήσω να εκφέρω γνώμη, αν και  θα έλεγε κανείς ότι κάτι τέτοιο δεν είναι η διπλωματικότερη κίνηση.

Είπα ότι θα έπρεπε να μείνουμε εδώ, περιμένοντας να δούμε τι θα καταφέρει η φρουρά. Εν τω μεταξύ, χωρίς να μεγαλοποιούμε τα γεγονότα με πρόωρους λόγους προς το κοινό, θα μπορούσαμε να διανείμουμε τα καλοψημένα πλέον σφάγια της θυσίας στον κόσμο.

Ο Δημάδης υπερθεμάτισε, ο Λυκούργος έδειξε μάλλον να συμφωνεί και ο Φωκίωνας κίνησε καταφατικά το δασύ λευκό του κεφάλι. Τα ψητά άρχισαν να μοιράζονται, και όσο για μας, οι υπηρέτες έφεραν αναψυκτικά και μεζέδες, ενώ οι μάγειροι του Πρυτανείου ειδοποιήθηκαν πως το δείπνο θα γινόταν μεν απόψε, αλλά με κάποια καθυστέρηση.

f2783012efaefa49f61bc6d7dfab9471--holidays-halloween-diy-halloween*

Ο Οινοκράτης δεν είχε καταλήξει ποιον θα παρακολουθούσε εν τέλει, μέχρι τη στιγμή που οι χοροπηδητές πέταξαν τις προβιές και τα άλλα δέρματα από πάνω τους. Τότε, με μία μόνη ματιά έκανε την επιλογή του. Δεν ήταν βέβαια τυχαίο πως η επιλογή αυτή διέθετε δύο εσπεριδοειδή στήθη και εξ ίσου ενδιαφέροντες γλουτούς. Το γεγονός ότι η κεφαλή της περιβαλλόταν από φίδια, μια και απεικόνιζε την Μέδουσα, ποσώς επηρέασε την απόφασή του.

Η ¨Μέδουσα¨ εκινείτο με εξαιρετική ταχύτητα, αλλά και χάρη. Χώθηκε στον δρόμο της Αγοράς στο οποίο έβλεπαν πολλά δημόσια κτίρια και τρύπωσε ανάμεσα στο παλιό και το νέο Βουλευτήριο. Στο πρώτο σκοτεινό σημείο που συνάντησε πέταξε το προσωπείο της Οφιούσας, το οποίο ο Οινοκράτης θεώρησε σωστό να περιμαζέψει ως ενθύμιο. Σε ένα άλλο σκοτεινό σημείο προμηθεύτηκε (ως δια μαγείας) ένα πέπλο με το οποίο έκρυψε την κόμη της. Πρέπει να είναι ξανθιά, κατέληξε ο Οινοκράτης από ό, τι πρόλαβε να δει.

Είχαν φτάσει στο ύψος του Πρυτανείου δηλαδή του κτιρίου όπου στεγάζονται οι πρυτάνεις (οι πενήντα βουλευτές της φυλής που κάθε φορά  -για τριάντα πέντε περίπου μέρες- ασχολούνται όχι με τη ψήφιση των νόμων αλλά με την εφαρμογή τους και τη διοίκηση). Το κτίριο ονομάζεται και Θόλος εξ αιτίας του κυκλικού του σχήματος, ή (η) Σκιάς γιατί μοιάζει με κυκλικό σκίαστρο ή και με μεγάλο ψάθινο καπέλο. Εκεί ο Συρακούσιος έχασε την πεπλοφόρο ξανθή νέα.

Ο Οινοκράτης ανέβηκε στο άλογο που μέχρι τότε το έσερνε απ’ τα χαλινάρια και άρχισε να γυρίζει γύρω από το κυλινδρικό κτίριο. Ήταν μόνο χάρη σε μια ευτυχή συγκυρία που, σε μια στιγμή, το μάτι του περισσότερο διαισθάνθηκε παρά είδε, ότι μια μικρή σιδερένια πόρτα είχε μόλις ανοιγοκλείσει.  Η πόρτα αυτή δεν βρισκόταν πάνω στον καμπύλο τοίχο της Θόλου, αλλά σε ένα μικρότερο παράπλευρο χαμηλό κτίσμα προσαρτημένο στο Πρυτανείο.

αρχείο λήψης

Ο Οινοκράτης το ήξερε καλά αυτό το κτίσμα. Κάποιοι παλιοί του φίλοι που έτυχε να είναι ταυτόχρονα και πολύ καλοί μάγειροι, είχαν περάσει και θητεύσει εδώ. Γιατί εδώ βρίσκεται το περίφημο Μαγειρείο του Πρυτανείου. Η Πολιτεία των Αθηνών παρέχει εγγυημένα καλή τροφή στους πενήντα πρυτανεύοντες βουλευτές. Είναι κι αυτό ένα θέμα αρχής και κύρους. Εδώ διοργανώνονται και τα δημόσια γεύματα που η Πόλη προσφέρει σε επιφανείς φιλοξενούμενους.

Ο Οινοκράτης αφίππευσε και πήρε μια βαθειά εισπνοή… Ψάρι…! Η χαρακτηριστική οσμή τον πληροφόρησε ότι κάπου εδώ ετοιμάζεται, εκτός των άλλων,  μια υπέροχη λεμονάτη ψαρόσουπα. Ο Οινοκράτης ξεροκατάπιε, έδεσε τ’ άλογο σ’ ένα κάγκελο και έσπρωξε απαλά τη σιδερένια πόρτα. Αυτή έκανε πίσω χωρίς διαμαρτυρίες και τριξίματα.

images (14)

***

Κεφάλαιο όγδοο: Τελετή με εκπλήξεις ΙΙΙ

(Διηγείται ο Εύελπις)

F7
*

Εμείς, στην εξέδρα, περιμέναμε. Αν και οι περισσότεροι παρόντες είχαν κάπως χαλαρώσει και αντάλλασσαν μεταξύ τους υποθέσεις και ευφυολογήματα σχετικά με τα πρόσφατα γεγονότα, με θορυβοδέστερο -ποιον άλλο;- τον Δημάδη, παρατήρησα ότι ο Δημοσθένης και ο Αισχίνης δεν μιλιόντουσαν καν και, όταν δεν αντάλλασσαν ματιές μίσους, αγνοούσαν επιδεικτικά ο ένας τον άλλον.

«Τι τρέχει με αυτούς του δύο;» ρώτησα τον πατέρα Ευρύνου, που δεν είχε πτοηθεί από τα συμβάντα  και έδειχνε ευδιάθετος, «πρόκειται για τη γνωστή αμοιβαία αντιπάθεια ή έχει προκύψει κάτι καινούργιο;»

Γέλασε. «Πρόκειται για τη δίκη», μου είπε. «Ή μάλλον για την ατελείωτη σειρά δικανικών διαξιφισμών και συγκρούσεων στους οποίους έχουν εμπλακεί με πάθος οι δύο τους και στην οποία δε διστάζουν να αναμίξουν και τρίτους. Έτσι καταφέρνουν να φθείρουν εαυτούς, αλλήλους, και κυρίως την πόλη. Την πόλη που, κατά τα άλλα, παρακολουθεί τη σύγκρουση με νοσηρή περιέργεια».

«Υπάρχει ακόμη εκκρεμούσα δίκη; Πώς και δεν άκουσα τίποτα σχετικά;»

«Άκουσες. Και μάλιστα κάμποσα. Πριν φύγεις για την εκστρατεία».

«Πριν φύγω!; Για ποιο πράγμα μιλάμε; Λες για την μήνυση του Δημοσθένη κατά του Αισχίνη. Πως δωροδοκήθηκε από τον Φίλιππο;»

«Βλέπω ότι, παρά το ότι ήσουν-δεν ήσουν τότε δέκα χρονών, παρακολουθούσες ήδη τα πολιτικά συμβάντα. Όμως όχι, δε μιλάω για εκείνην τη δίκη, την περίφημη δίκη ¨περί παραπρεσβείας¨, που με υποκίνηση του Δημοσθένη προκάλεσε η καταγγελία κατά του Αισχίνη κάποιου Τίμαρχου. Μιλάω για την μεταγενέστερη καταγγελία, του Αισχίνη αυτήν τη φορά, ενάντια σε έναν κολλητό του Δημοσθένη, τον Κτησιφώντα».

«Τώρα θυμάμαι! Ο Κτησιφώντας ζήτησε να τιμήσει ο Δήμος τον Δημοσθένη γιατί είχε κάνει καλά τη  δουλειά που του ανατέθηκε. Μιλάμε, αν δεν κάνω λάθος, για τα οχυρωματικά έργα  κατά του Φίλιππου. Αλλά, φυσικά, ο Αισχίνης είχε αντιρρήσεις. Μα καλά, μη μου πεις ότι αυτή η ιστορία εκκρεμεί ακόμη!»

«Ναι αγόρι μου, εκκρεμεί. ‘Η μάλλον επιστρέφει στις αίθουσες των δικαστηρίων αυτές τις μέρες. Και έτσι όπως έχει διαμορφωθεί η πολιτική κατάσταση στην Αθήνα, η έκβασή της δεν αποκλείεται να έχει σοβαρές επιπτώσεις. Τόσο σοβαρές που μπροστά τους η κλοπή των ¨τυραννοκτόνων¨ και τα χοροπηδήματα των αποψινών  μασκοφόρων θα μοιάζουν απλώς παιδιαρίσματα!»

Δίπλα μου κατέπλευσε ο πληθωρικός Δημάδης. Ο Ευρύνους πρόλαβε μόνο να προσθέσει στα όσα μου έλεγε πριν, τη φράση: «Να προσέχεις!»

Ο Δημάδης ήθελε να με ρωτήσει… για τον Βουκεφάλα! Ήθελε να μάθει τι κάνει αυτό το μυθικό πλέον άτι. Ή μάλλον ήθελε να μου πει ότι αγαπάει τα άλογα, ότι εκτρέφει και εκπαιδεύει ταχύτατους  τετράποδους δρομείς και  ότι, εάν προλάβει, σκοπεύει να πάρει μέρος στις αρματοδρομίες στα φετινά  Μεγάλα Παναθήναια. Εάν δεν προλάβει, θα λάβει σίγουρα μέρος στους Ολυμπιακούς, του χρόνου, στην εκατοστή δέκατη τρίτη Ολυμπιάδα.

images (16)

Παρατήρησε ότι τον κοίταζα κάπως αφηρημένα και επιτέλους ήρθε στην ουσία: Ήθελε να επιβεβαιώσει εάν θα συναντηθούμε αύριο και πού. Του είπα ότι το απόγευμα θα επισκεπτόμουν τον Αριστοτέλη, αλλά θα μπορούσε να με επισκεφτεί στο σπίτι του Λυκαβηττού το πρωί, όχι πολύ νωρίς, ας πούμε γύρω στη δεύτερη πρωινή ώρα. Είπε εντάξει, μου έριξε ένα πλατύ χαμόγελο και απομακρύνθηκε.

images (4)

Ο Οινοκράτης ξέρει τα κατατόπια. Καθώς προχωρεί προς το εσωτερικό του προσαρτημένου στη Θόλο οικήματος, αναρωτιέται εάν κάποιος από τους παλιούς του φίλους εργάζεται ακόμη εδώ. Για να το μάθει, δεν έχει παρά να ρωτήσει. Αποφασίζει: είναι εδώ γιατί ψάχνει έναν παλιό του φίλο. Βρήκε ανοιχτή τη πόρτα και μπήκε.

Υιοθετεί λοιπόν ύφος ανέμελο και προχωρεί προς τον κεντρικό χώρο των μαγειρικών εγκαταστάσεων, όπου μια πλειάδα ανδρών ποικίλης ηλικίας πλαισιωμένοι και από νεαρούς χειρώνακτες, ασκούν με εκφραστική, σχεδόν χορευτική αρμονία κινήσεων τη γαστρονομική τέχνη:  Ανακατεύουν, ψιλοκόβουν, τηγανίζουν, βράζουν, ψήνουν, ζυμώνουν πλάθουν, πλένουν, τεμαχίζουν, ξεπουπουλίζουν, μυρίζουν, δοκιμάζουν, επιδοκιμάζουν (τις δημιουργίες τους), αποδοκιμάζουν (των αλλονών), αλατίζουν, αρωματίζουν, φυσάνε (ό, τι καίει πολύ), ξεφυσάνε (όταν ζορίζονται).

«Συγγνώμη κύριοι», λέει ο Σικελός. «Θα μπορούσατε να μου πείτε εάν ο Πολύκαρπος από τη Γέλα βρίσκεται ακόμη εδώ γύρω;» Οι μάγειροι τον προσέχουν και, όχι χωρίς κάποια ενόχληση, μερικοί κουνάνε το κεφάλι τους αρνητικά.  Όχι δε ξέρουν κανέναν τέτοιο.

«Δούλευε εδώ πριν τέσσερα χρόνια», επιμένει ο Οινοκράτης.

Εκείνοι εξακολουθούν να κουνάνε τα κεφάλια τους πέρα δώθε, ώσπου ένας πετιέται και λέει: «Ρε παιδιά, μήπως λέει τον Κάρπο; Νομίζω πώς καταγόταν από τη Σικελία. Εσύ ρε Φιλήμονα, που είσαι από εκείνα τα μέρη, δεν τον θυμάσαι; »

Ο εν λόγω Φιλήμονας ανασηκώνει ένα κεφάλι πλαισιωμένο με σγουρά μαύρα μαλλιά. «Δεν ήμουνα  εδώ πριν τέσσερα χρόνια. Δε είχα έρθει ακόμη». λέει. «Αλλά ναι, τον θυμάμαι τον Κάρπο, ήταν εδώ όταν ήρθα, αλλά έμεινε λίγο. Εκτός από μάγειρας, ήξερε και τα ναυτικά. Αυτό τον έκαψε. Ο αφέντης του τον πούλησε σε καλή τιμή σ’ έναν πλοιοκτήτη».

images

Ύστερα το βλέμμα του μελαχρινού τριαντάρη Φιλήμονα, συναντάει εκείνο του Οινοκράτη και σκαλώνει εκεί. Αλλά και ο Οινοκράτης μένει μια στιγμή ακίνητος προσπαθώντας να συνδυάσει εικόνες και λοιπές μνήμες από το απώτατο παρελθόν. Η αναγνώριση είναι αμοιβαία και ταυτόχρονη:

«Φιλήμονα;»

«Τσίτσο;»

Ο Οινοκράτης ανατριχιάζει. Δεν ξέρει αν φταίει το παλιό του παρατσούκλι, -έτσι τον φώναζε κι η μακαρίτισσα η μάνα του σε στιγμές μητρικής τρυφερότητας- ή η ξαφνική ανεύρεση, όχι αυτουνού που περίμενε, αλλά ενός άλλου φίλου απ’ τον παλιό καλό καιρό των Συρακουσών.

Αγκαλιάζονται.

«Σε αιχμαλώτισαν κι εσένα πειρατές;» ρωτάει ο Οινοκράτης.

«Όχι, ήρθα εθελοντικά. Σκέφτηκα πως αυτή η πόλη δε μπορεί παρά να ανέχεται καλύτερα την αγαπημένη μου τέχνη».

Ο Οινοκράτης χαμογελάει. Ξέρει ποια είναι η αγαπημένη τέχνη του Φιλήμονα.

Δεν είναι ο εμπνευσμένος συνδυασμός γεύσεων. Είναι το ευφυές ανακάτεμα των ιδεών, έτσι ώστε να αναδεικνύεται καλύτερα ο εγγενής παραλογισμός της κάθε τάχα ¨γειωμένης¨ πραγματικότητας (τι είπα!). Με άλλα λόγια η κωμική ποίηση. Του δίνει δίκιο που ήρθε εδώ, στην Αθήνα. Η συγγραφή κωμωδιών δεν φτουράει ούτε στις  βασιλικές αυλές ούτε και σε εκείνες των τυράννων, ακόμη κι αν αυτοί οι τελευταίοι παρουσιάζονται μερικές φορές ¨φωτισμένοι¨ όσον αφορά σε άλλα είδη τέχνης. Η κωμωδία είναι εύθραυστο είδος που δεν σηκώνει πιέσεις. Άρα χρειάζεται την ανεκτικότητα των Αθηναίων. Το αττικόν άλας της κάνει καλό…

«Και πώς βρέθηκες στο Πρυτανείο;»

«Έχω προσληφθεί. Με μικρό μισθό, αλλά πες πως τα βγάζω πέρα. Ας είναι καλά οι ιταλικές συνταγές που είναι του συρμού στην Αθήνα, και εγώ που είμαι καλός στα ζυμαρικά όσο και στα άζυμα».

αρχείο λήψης (2)

Ο Οινοκράτης – Τσίτσος  σκέφτεται ότι η ώρα περνάει. Και ότι έχει μια αποστολή να εκτελέσει.

«Θα τα πούμε. Όλα. Και είναι πολλά…»,  λέει, «αλλά τώρα θέλω να μου κάνεις μια χάρη».

«Ναι. Πες μου».

«Πριν από μένα πρέπει να μπήκε εδώ μέσα μια ξανθούλα. Την είδες;»

«Ασφαλώς λες για τη μικρή Ιππαρχία. Πρέπει να πέρασε για να πάρει τον αδελφό της τον Μητροκλή. Δουλεύει κι αυτός εδώ. Είναι πρόσφυγες από εκείνους που κατάφυγαν στην Αθήνα μετά τις καταστροφές που έκανε ο Φίλιππος στο Βορρά. Κανονικά θα έπρεπε να μπει από την κύρια είσοδο, αλλά σήμερα φαίνεται να υπάρχει πανικός στο μαγαζί και ίσως την εμπόδισαν. Όχι μόνο είχαμε εδώ αυτά τα άσχημα αγάλματα που ήρθαν από την Ανατολή, αλλά ετοιμάζουμε και ένα τσιμπούσι για τους μεταφορείς. Ευτυχώς προς ώρας αναβλήθηκε, γι αυτό και έχω την ευχέρεια να σου μιλάω τώρα, αλλά δυστυχώς δεν ματαιώθηκε».

«Τι ακριβώς κάνει ο αυτός ο Μητροκλής στο πρυτανείο;»

«Δουλεύει στη γραμματεία που βοηθά τους πρυτανεύοντες βουλευτές στο διοικητικό τους έργο».

«Άρα δουλεύει απάνω, στο κυρίως κτίσμα, στη Θόλο;»

«Ναι».

«Άρα η μικρή πήγε προς τα εκεί».

«Μάλλον».

«Άντε, πάμε να τη βρούμε».

«Τι έγινε; Τόσο σου γυάλισε η νεαρά; Δε λέω, είναι ομορφούλα, αλλά δυστυχώς είναι δεσμευμένη. Με έναν Θηβαίο, απ’ όσο ξέρω».

«Δε μ’ ενδιαφέρει ο Θηβαίος, δείξε μου από πού θα ανεβώ πάνω».

«Δεν θα σου το συμβούλευα. Απάνω υπάρχει φρουρά και ο επικεφαλής λοχαγός μου φάνηκε σήμερα ιδιαίτερα ευέξαπτος. Αλλά θα δεις πόσο νευρικός θα γίνει εάν ανακαλύψει ότι μπαινοβγαίνει κόσμος στο πρυτανείο χρησιμοποιώντας τις πόρτες του μαγειρείου».

«Πώς τον λένε το λοχαγό;»

«Τον λένε Φώκο και δεν είναι όποιος κι όποιος. Είναι γιος του γέρο Φωκίωνα».

Στο κούτελο του Οινοκράτη εμφανίζονται οριζόντιες γραμμές.

«Είναι πάντα νευρικός αυτός ο Φώκος;»

«Όχι, είναι καλό και πράο παιδί. Αυτές τις τελευταίες μέρες μόνο είναι κάπως! Και ιδιαίτερα σήμερα. Κατά τη γνώμη μου φταίνε αυτά τα κακομούτσουνα αγάλματα που μας έφεραν εδώ».

«Ξέρεις πού ακριβώς φιλοξενούσατε τα αγάλματα;»

«Όχι».

«Ξέρεις πού θα μπορούσε να κρύψει κανείς εδώ μέσα κάτι σε μέγεθος προτομής; Δύο προτομών σε φυσικό μέγεθος, για να είμαι ακριβέστερος».

«Υποθέτω στην αποθήκη ξερών τροφίμων ή στο σκευοφυλάκιο».

«Πάμε».

«Τον βλέπεις εκείνον με τις γαλατικές μουστάκες; Εκείνον εκεί τον τεράστιο, με τον μπαλτά, λέω. Εάν δεν μου τον έχει πετάξει ακόμη κατακέφαλα που έπιασα κουβέντα μαζί σου, είναι επειδή η ομάδα βρίσκεται τρόπον τινά σε αναμονή. Μόλις έρθει η εντολή ξαναβάζουμε μπροστά τις φωτιές, γιατί όπως λέμε και στην πατρίδα, το καλό φαί πρέπει να είναι απολύτως ζεστό. Και εγώ στις φωτιές είμαι ειδικός».

«Μη φοβάσαι Φιλήμονα. Αναλαμβάνω κάθε ευθύνη. Έχε μου εμπιστοσύνη. Έλα!»

αρχείο λήψης (3)

Στην αποθήκη ξηρών τροφίμων δε βρήκαν τίποτα. Στο δωμάτιο με τα σκεύη ούτε. Εκεί όμως υπήρχε μια χαμηλή πόρτα. Ο Φιλήμονας είπε πως εκεί πίσω βάζουν τα χαλασμένα σκεύη πριν τα παραδώσουν στους τεχνίτες για επισκευή. Καζάνια ξεγάνωτα και άλλα τέτοια. Ο Οινοκράτης παίρνει μαζί του μια κουτάλα και μπαίνουν σκυφτοί. Η κουτάλα χρησιμεύει για μια αυτοσχέδια δοκιμή ήχου. Το αποτέλεσμα είναι αμέσως θετικό. Ο ήχος λέει ότι κάτω από τα αναποδογυρισμένα καζάνια υπάρχει πράγμα!

Όντως κάτω από το πρώτο καζάνι εμφανίζεται ο γενειοφόρος και κάτω από το διπλανό ο αμούστακος. Οι «τυραννοκτόνοι¨ έχουν επιστρέψει. Ο Οινοκράτης παίρνει μια βαθειά ανάσα ανακούφισης και δίνει μια επιβραβευτική κατραπακιά στη πλάτη του Φιλήμονα, που δεν πολυκαταλαβαίνει περί τίνος πρόκειται.

«Έχω ένα άλογο έξω. Βοήθησέ με να τους βάλουμε σε δύο σάκους και να τους φορτώσουμε».

«Θα κλέψουμε τα αγάλματα; Είσαι καλά;»

«Όχι δα. Δεν τα κουβαλήσαμε από την Ασία για να τα κλέψουμε. Απλώς θα τα ξανα-παραδώσουμε στους ιδιοκτήτες. Έλα μαζί μου Φιλήμονα και να δεις πως θα σου βγει σε καλό. Τι θα έλεγες, ας πούμε, για μία διάκριση στον διαγωνισμό κωμωδίας στα προσεχή Λήναια; Ή προτιμάς τα ¨Διονύσια¨; Εντάξει!  Τί διάκριση… Ένα πρώτο βραβείο θα έλεγα!»

140

*

Στην εξέδρα ανεβαίνει ένας της Φρουράς και κατευθύνεται προς τον Λυκούργο. Η προσοχή όλων συγκεντρώνεται πάνω τους. Ο φρουρός κάτι λέει ψιθυριστά στον Άρχοντα κι εκείνος αρχίζει να περιφέρει το βλέμμα στους παρευρισκόμενους. Προφανώς κάποιον ψάχνει. Το βλέμμα του σταματάει πάνω μου. Μου κάνει νόημα να τον πλησιάσω.

«Ένας που ισχυρίζεται πως είναι υπηρέτης σου, σε ζητάει επειγόντως» μου λέει.

«Ο Οινοκράτης!», λέω και στρέφω τη προσοχή μου στην άκρη του ευρύχωρου κλοιού που οι φρουροί έχουν σχηματίσει γύρω από την εξέδρα.

Ο φρουρός καταφάσκει. «Ναι, έτσι είπε ότι τον λένε».

Δεν έχει πια πολύ φως στο πλάτωμα, έχει σχεδόν νυχτώσει, αλλά τον βλέπω. Με το ένα χέρι υψωμένο προσπαθεί να τραβήξει την προσοχή μου, ενώ με το άλλο κρατάει σφικτά τα χαλινάρια ενός γκρίζου αλόγου. «Είναι όντως ο υπηρέτης μου», λέω. «Κατεβαίνω».

Αφήνω τους υπόλοιπους, μάλλον δυσαρεστημένους που δεν πρόκειται για την αναμενόμενη σύλληψη κάποιου ταραξία και κατευθύνομαι προς τον δαιμόνιο Συρακούσιο. Πλησιάζοντας βλέπω ότι χαμογελάει από το ένα αυτί ως το άλλο. Είναι παραπάνω από προφανές ότι έχει καλά νέα.

Ευτυχώς προσπαθεί να είναι περιεκτικός και σύντομος. Με τον τρόπο του!

«Ξέρεις τι έχω εδώ μέσα;» μου λέει και μου δείχνει δύο μεγάλους σάκους που κρέμονται εκατέρωθεν της πλάτης του ζωντανού.

Για να μη χάνουμε χρόνο του δίνω τη πρώτη απάντηση που μου έρχεται στο νου.

«Βρήκες τα προσωπεία των άγριων διαδηλωτών», του λέω. «Μπράβο Οινοκράτη, είναι κι αυτό κάτι. Μήπως κατάφερες να δεις και τα πρόσωπά τους;»

 «Χα!» κάνει ενώ ταυτόχρονα λύνει το ένα σακί, το τοποθετεί στο έδαφος και το ανοίγει. Παίρνω έναν πυρσό από έναν οπλίτη εκεί δίπλα και τον πλησιάζω στο σκούρο όγκο που ήρθε στην επιφάνεια. Κοιτάζω προσεκτικά. Εάν δεν πρόκειται για αντικατοπτρισμό ή οφθαλμαπάτη, αυτός εδώ είναι ο ¨Αρμόδιος¨.

«Πού;» τον ρωτάω

«Στο Πρυτανείο. Συγκεκριμένα στα μαγειρεία. Εκεί με οδήγησε αυτός που παρακολούθησα. Πολύ κοντά στο σημείο όπου παραδώσαμε τα αγάλματα στους Αθηναίους».

«Ποιος;»

«Δεν ξέρω ακόμα, αλλά έχω κάποιες ιδέες που ίσως μας βοηθήσουν στην έρευνα».

«Έλα μαζί μου» του λέω, «αλλά μίλα μόνο αν σου δώσω το λόγο εγώ και πες μόνο όσα μου είπες ως τώρα. Για τις ιδέες σου θα μιλήσουμε διεξοδικά οι δυο μας. Αργότερα».

«Εννοείται», μου απαντάει. «Α, και κάτι άλλο, αυτός εκεί είναι ο παλιός μου φίλος ο Φιλήμονας, μελλοντικός διάσημος κωμικός ποιητής. Με βοήθησε στην ανάκτηση των αγαλμάτων και του εγγυήθηκα πλήρη κάλυψη απέναντι στα αφεντικά του. Δουλεύει εκεί, στο μαγειρείο της Θόλου».

Φωνάζω τους φρουρούς και έρχονται να βοηθήσουν.

Έτσι, μπροστά εγώ, πίσω μου οι προτομές στην αγκαλιά τεσσάρων γεροδεμένων οπλιτών, πιο πίσω περήφανος ο Οινοκράτης και ο -πως τον είπαμε; Φιλήμονας;-  να τα έχει κομμάτι χαμένα, και, ακόμη παρά πίσω, το γκρίζο άλογο που κανείς δε φρόντισε να δέσει κάπου, κατευθυνόμαστε, όλοι μαζί, προς την εξέδρα.

Ανεβαίνω στην εξέδρα μαζί με τον Οινοκράτη και τον φίλο του. Οι χάλκινες προτομές, οι φρουροί και το άλογο μένουν στο έδαφος. Όπως είναι φυσικό, αισθάνομαι τώρα περισσότερη αισιοδοξία και το μυαλό μου είναι σαφώς πιο ξεκάθαρο. Μαζεύονται όλοι γύρω μου. Εάν υπήρχε μία ιαχή ανακούφισης θεωρώ ότι θα μπορούσε να αναδυθεί τώρα. Επειδή δεν (νομίζω ότι) υπάρχει, ακούω μόνο μια αυξημένη διάχυτη βαβούρα. Επωφελούμαι από την έκπληξή τους και παίρνω αμέσως το λόγο. Τους εξηγώ τι συνέβη:

Ο υπηρέτης μου ακολούθησε έγκαιρα έναν από τους μεταμφιεσμένους, Δεν μπόρεσε να τον συλλάβει, δεν είχε άλλωστε την σχετική αρμοδιότητα. Τον είδε να κατευθύνεται στη Θόλο, αλλά εκεί έχασε τα ίχνη του. Επειδή είχε από παλιά κάποιους φίλους ανάμεσα στους μαγείρους, κατάφερε να μπει στο παράπλευρο κτίσμα, στο μαγειρείο, και να κάνει μια μικρή αλλά αποτελεσματική έρευνα. Σε μια δευτερεύουσα  αποθήκη, σκεπασμένες με παλιά καζάνια, βρήκε τις προτομές. Νάτες!» Τους δείχνω τα σκούρα χάλκινα αγάλματα που φωτίζονται τώρα από τους πυρσούς των φρουρών. «Είμαι σίγουρος ότι σήμερα ή αύριο η φρουρά θα καταφέρει να εντοπίσει όλους τους υπεύθυνους για την απαγωγή και τα λοιπά αποψινά συμβάντα».

αρχείο λήψης

Δεν δείχνουν όλοι το ίδιο ενθουσιασμένοι με τις εξηγήσεις μου. Ο Δημοσθένης για παράδειγμα εξακολουθεί να είναι συνοφρυωμένος και στριφνός, αν και δεν ακούω με ακρίβεια όλα όσα λέει κάτω από τα μουστάκια του. Ο Δημάδης πάλι δείχνει πασίχαρης και δε σταματά τα φιλικά και επιβραβευτικά χτυπήματα στις πλάτες του Οινοκράτη και του Φιλήμονα. Ο κύριος λόγος -εικάζω- για τον οποίο ο Αισχίνης δεν γκρινιάζει αυτή τη στιγμή, είναι για να μη φανεί ότι συμφωνεί σε οτιδήποτε με τον Δημοσθένη.

Εμφανώς πιο αναπτερωμένος είναι πια κι ο γέρο -Φωκίωνας, ο οποίος και αναλαμβάνει ξανά τα ηνία. Αφού συνεννοηθεί  για λίγο με τον Λυκούργο, απευθύνεται στην ομήγυρη.

«Μετά από αυτή την αίσια εξέλιξη, θα πρέπει να επιστρέψουμε το γρηγορότερο στην ομαλότητα», λέει. «Οι προτομές μπαίνουν ήδη στη θέση τους και θα φρουρούνται για όσο χρειαστεί».

Κάνει μια παύση για να εξασφαλίσει μεγαλύτερη προσοχή και συνεχίζει: «Τα αποψινά γεγονότα δε πρέπει να μεγαλοποιηθούν, γιατί κάτι τέτοιο θα εξυπηρετούσε τις σκοπιμότητες αυτών που τα προκάλεσαν, όποιοι κι αν είναι αυτοί. Θεωρώ ότι πρέπει να ολοκληρώσουμε, έστω με συνοπτικές διαδικασίες, την αποψινή τελετή. Άλλωστε οι ¨τυραννοκτόνοι¨ επέστρεψαν. Και όπως βλέπετε, ο λαός είναι ακόμη εδώ και, χάρη στα ψητά και τον οίνο που ευφραίνει γενικώς,  μου φαίνεται μάλλον ευτυχέστερος και πιο καλοπροαίρετος  από ό, τι πριν λίγο».

Στρέφεται προς τον Παιανέα: «Εάν ο ευπροσήγορος Δημοσθένης θέλει, νομίζω ότι θα μπορούσε να ολοκληρώσει, έστω και τώρα, την ομιλία που αναγκάστηκε να διακόψει προηγουμένως», και κοιτώντας έναν γύρο τους άλλους, προσθέτει: «Το επιβάλλουν οι αρχές της ισηγορίας που ισχύουν στην πόλη μας».

Ο Δημοσθένης όμως δεν θέλει. Διαφωνεί. Υποστηρίζει ότι οι πληροφορίες που τους έδωσα, ή μάλλον αυτές που μας προμήθεψε ο υπηρέτης μου και ο φίλος του, δεν είναι αρκετές για να δικαιολογήσουν τα γεγονότα. Όχι. Εκείνος θα μιλήσει την κατάλληλη ώρα. Όταν θα μάθει τι ακριβώς έχει συμβεί και γιατί.

«Εντάξει», λέει ο Φωκίωνας, χωρίς να δείξει ότι τον λυπεί ιδιαίτερα η άρνηση του ρήτορα. Ύστερα απευθύνεται σε εμένα:

«Αγαπητέ Εύελπι, είσαι όχι μόνο το τιμώμενο πρόσωπο αλλά και εκείνος που συνετέλεσε στη επίλυση μιας δυσάρεστης -ας τη πούμε έτσι- κατάστασης. Νομίζω ότι δε θα αρνηθείς να πεις λίγα λόγια στον κόσμο, σύμφωνα πάντα με το αρχικό πρόγραμμα της εκδήλωσης, και να κλείσεις έτσι την τελετή».

Του έκανα νεύμα κουνώντας καταφατικά την κεφαλή, ότι δεν είχα αντίρρηση.

«Ωραία. Ας ηχήσει λοιπόν η σάλπιγγα και ας σε αναγγείλει ο κήρυκας. Αμέσως μετά, θα πάμε όλοι μαζί στο Πρυτανείο για το καθιερωμένο σε αυτές τις περιπτώσεις δείπνο. Εκεί θα μπορέσουμε να τα πούμε μεταξύ μας με μεγαλύτερη άνεση. Γιατί, μπορεί μεν να είμαι εγώ ο πρεσβύτερος και εκείνος που διαθέτει πολυθρόνα, αλλά καταλαβαίνω ότι κι εσείς, οι νεότεροι, πρέπει να έχετε πιαστεί καθισμένοι τόση ώρα σ’ αυτά τα άβολα έδρανα».

Έτσι η εκδήλωση ολοκληρώθηκε  με μια μικρή δική μου παρέμβαση, όπως είχε αρχικά συμφωνηθεί. Είπα λίγα. Τα αυτονόητα. Είπα δηλαδή ότι έρχομαι από το μέτωπο της εκστρατείας για να μεταφέρω την εκτίμηση του βασιλιά των Μακεδόνων στην πόλη της Παρθένου Αθηνάς και μαζί τα κειμήλια που έκλεψε παλιότερα ο Ξέρξης. Όμως δεν είμαι άγνωστος στους Αθηναίους, όπως δεν μου είναι άγνωστοι και εκείνοι. Ότι για πολλά χρόνια η οικογένειά μου ζει εδώ, μαζί τους, κάτω από τον ίδιο διαφανή αττικό ουρανό. Ότι η οικογένειά μου μετοίκησε εδώ γιατί πίστευε ανέκαθεν στην ανάγκη οι Έλληνες να είναι ενωμένοι και ισχυροί, αλλά μόνον εδώ μπόρεσε να εκφράσει ελεύθερα αυτές τις απόψεις. Η Αθήνα μας δέχτηκε χωρίς περιορισμούς και όρους και  πως, προσωπικά, αισθάνομαι ευγνώμων γι αυτό.

Όσο αφορά στην αποψινή τελετή, τους είπα χαμογελώντας πως νομίζω ότι εν τέλει, οι θεοί, έχουν τρόπους για να δείχνουν τη θέλησή τους, έστω κι αν συνηθίζουν -και μάλλον τους αρέσει- να μας  υποβάλουν σε λογής λογής δοκιμασίες. Σήμερα, κάποιοι θέλησαν να μας διασκεδάσουν χοροπηδώντας μπροστά μας και εξαφανίζοντας (μόνο για λίγο) τις τιμώμενες εικόνες. Τώρα όμως οι προτομές είναι στη θέση τους, οι θεοί πρέπει να μας ατενίζουν με ευαρέσκεια, και εγώ απευθύνω στους Αθηναίους τις βαθιές και από καρδιάς ευχαριστίες μου για την υποδοχή.

Αυτά τους είπα.

Μετά πήγαμε όλοι μαζί στο Πρυτανείο. Ζήτησα την άδεια να κρατήσω κοντά μου τον Οινοκράτη και τον φίλο του. Μου δόθηκε ευχαρίστως. Και κάτι άλλο. Η ψαρόσουπα μου φάνηκε εξαιρετική!

images (13)

(συνεχίζεται)

 

 

 

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , , , , , , , , , , , | Leave a Comment »

Μυθιστόρημα υπό εκπόνηση. Μέρος ΣΤ΄, Κεφάλαιο δεύτερο: Η Κυρά Φρύνη απορεί…

Posted by vnottas στο 3 Ιουλίου, 2017

 

[Προσωρινός τίτλος: Κύλικες και δόρατα.

Προσωρινός υπότιτλος: Ημέρες και έργα του Εύελπι του Μεγαρέα, λόγιου στην ακολουθία του Αλέξανδρου του Γ΄ του Μακεδόνα, κατά την μεγάλη ασιατική εκστρατεία.]

agora market

Μέρος ΣΤ΄Κεφάλαιο δεύτερο: Οινοκράτης προς Πουλχερίδιον (Η κυρά Φρύνη απορεί…)

Αγαπητό Πουλχερίδιο, αυτή τη φορά δεν έχω να σου διηγηθώ περιπετειώδεις και εναγώνιες ιστορίες. Ωστόσο κάτι μου λέει ότι, τόσο εσύ, όσο και η κυρά σου η Θαίδα που κατάγεται από αυτά εδώ τα μέρη, θα πρέπει να βρείτε ενδιαφέροντα τα παρακάτω νέα από τη καθημερινή, ¨ανθρώπινη¨ ζωή σε αυτή τη τόσο ζωντανή μεγάλη πόλη όπου μόλις επιστρέψαμε.

Ας αρχίσω λοιπόν αξιέραστο Πουλχερίδιο,   λέγοντάς σου ότι για την επιστροφή μας είχε οργανωθεί μεγάλο γλέντι στον οίκο του αφέντη Ευρύνου.  

Όπως ευχόμουνα από καρδιάς, η οικογένεια είναι καλά και, μάλιστα, έχει αυξηθεί. Η Δανάη, η κόρη του πρεσβύτερου αφέντη -μικρό κοριτσάκι μου φαινόταν όταν ξεκινήσαμε για την εκστρατεία- είναι πια μια όμορφη μικροπαντρεμένη κυρά.  Ένα παλικάρι ονόματι Αθηνογένης, παλιός παιδικός φίλος του κυρίου μου του Εύελπι -μολονότι ακραιφνής αθηναίος,  την είχε ζητήσει σε γάμο πέρυσι. Ο Ευρύνους, κατά βάθος ξέρω ότι θα προτιμούσε να κάνει γαμπρό έναν Δωριέα, αλλά, έχοντας ανέκαθεν πάρει θέση ενάντια σε αυτού του είδους τις διακρίσεις ανάμεσα σε Έλληνες και λαμβάνοντας υπ’ όψιν και τη ζωηρή επιθυμία της μοναχοκόρης του, είχε συναινέσει. Εμείς, στην Ασία (εγώ κι ο κύριος Εύελπις) τα είχαμε, βέβαια, μάθει όλα αυτά κι είχαμε χαρεί, αλλά άλλο είναι να συμμετέχεις σε μια τέτοια χαρά από μακριά και άλλο να την ζεις μαζί με τους πρωταγωνιστές της.

Επειδή ο Αθηνογένης είναι ορφανός από μητέρα, το νεαρό ζευγάρι θα παραμείνει μέχρι τον τοκετό και την περίοδο της λοχείας σε εμάς, κάτω από τις φροντίδες της κυράς Άνθεμης της συμβίας και μητέρας των νόμιμων κληρονόμων του Ευρύνου, που διοικεί με ικανότητα και αρχοντιά τον οίκο των Μεγαρέων στην Αθήνα.

Φαντάζεσαι λοιπόν σε τι πελάγη ευτυχίας πλέει τώρα ο γέρο Ευρύνους και η κυρά  Άνθεμη: Επιστροφή του μοναχογιού και έλευση ενός επιγόνου!

Αγαπητό Πουλχερίδιο, ξέρω πως κατάγεσαι από την Ιωνία, αλλά δεν ξέρω αν έχεις επισκεφτεί την Αθήνα κι αν γνωρίζεις τα κατατόπια. Εγώ, που όπως ξέρεις κατάγομαι από τις Συρακούσες, μια αδιαμφισβήτητα όμορφη πόλη της Δύσης, δεν διστάζω να αναγνωρίσω ότι η Αθήνα με γοητεύει. Και μπορώ να πω ότι αυτήν την έλξη της πόλης πάνω μου τη συνειδητοποίησα σαφέστερα τώρα που επέστρεψα εδώ ύστερα από μακρόχρονη απουσία.

Θα σου πω λοιπόν ότι ένιωσα ανυπόκριτη χαρά διασχίζοντας και πάλι το άστυ χθες, πρώτη μέρα της επιστροφής, έστω κι αν ο αττικός ουρανός είχε πάρει να σκουραίνει και δεν διέκρινα πολλά πράγματα. Όταν φτάσαμε στο σπίτι του Ευρύνου είχε βραδιάσει για τα καλά. Η ευρύχωρη έπαυλη που του έχει παραχωρηθεί και που βρίσκεται λίγο έξω από τα τείχη του άστεως, στους πρόποδες του κωνικού δασωμένου λόφου που  ονομάζεται Λυκαβηττός, έλαμπε από δεκάδες φανούς, δαυλούς και κεριά. Γείτονες και φίλοι είχαν φτάσει από νωρίς και μας περίμεναν στη δροσιά του κήπου.

Δύσκολο να σου περιγράψω τη χαρά, τη συγκίνηση, τις αγκαλιές, τα δάκρια, τα ενθουσιώδη λογύδρια, τις πανηγυρικές φωνές, το ελαφρό, αρωματικό, ρετσινάτο κρασί, τη μουσική και τα τραγούδια από τους κιθαρωδούς που πλαισίωναν αυτή τη ξεχωριστή βραδιά. Να σου πω μόνο ότι το προσωπικό του Οίκου, είχε ζητήσει την άδεια να ετοιμάσει ξεχωριστή γιορτή για μένα, μια άλλη μέρα, αλλά η κυρά Άνθεμη τους είχε εξηγήσει ότι η γιορτή που η ίδια προετοίμασε θα είναι εξ ίσου αφιερωμένη στο γιό της τον Εύελπι και στον πιστό και αφοσιωμένο Οινοκράτη.  Αλλά πρέπει να προσθέσω ότι, πέρα από τον Εύελπι και μένα που ήμασταν οι τιμώμενοι και ούτως ή άλλως κάπως συνεπαρμένοι απ’ τη συγκίνηση του νόστου, εκείνος που έμοιαζε κατ’ εξοχήν να  χαίρεται και να απολαμβάνει τη γιορτή, μιλώντας μάλιστα ακατάσχετα (και ανενδοίαστα) τα ιδιότυπα ελληνικά του, ήταν ο φίλτατος Χονδρόης, που όλα αυτά του φαίνονταν συμπαθητικά, αξιοπερίεργα και, βεβαίως, κάπως εξωτικά.

Όταν η γιορτή τέλειωσε και οι προσκεκλημένοι αποχώρησαν, ζήτησα από τους φίλους μου του υπηρετικού προσωπικού να μου στρώσουν για απόψε έξω, σε μια γωνιά του πίσω κήπου. Ήθελα πριν αποκοιμηθώ να κοιτάξω τα σπινθηροβόλα αστέρια και να ξανακούσω το τραγούδι των γρύλων των Αττικών.

.

Την επόμενη μέρα, πέρασα σχεδόν όλο το πρωί απαντώντας στις ασταμάτητες ερωτήσεις της κυράς Άνθεμης και της μικρής κυρίας Δανάης σχετικά με τα γεγονότα και τη ζωή στην εκστρατεία∙ ύστερα, όταν ο αφέντης Εύελπις ξύπνησε, μου υπενθύμισε ότι έπρεπε να περάσω από τον οίκο του Παλαμήδη στη συνοικία του Κεραμικού και να τον συνοδέψω στην επίσκεψή του στη κυρά Φρύνη που το μέγαρό της βρίσκεται κοντά στην Οδό των Τριπόδων κάτω από την Ακρόπολη. Να μη ξεχάσω επίσης να της υποβάλω τα σέβη του Εύελπι, τους χαιρετισμούς που μέσω εκείνου της στέλνει η Θαϊδα και να προσθέσω ότι θα την επισκεφτεί και ο ίδιος μια από τις επόμενες μέρες, μόλις ξεμπερδέψει με τα επείγοντα καθήκοντά του.  

Στο σπίτι του Παλαμήδη, αγαπητό Πουλχερίδιο, επικρατούσε ανάλογη κατάσταση με το δικό μας, δηλαδή μεθεόρτια. Αν και η σύζυγος και τα παιδιά του βετεράνου βρίσκονταν χτες στη Ζέα και είχαν λάβει μέρος όλοι μαζί στην ευχαριστήρια θυσία και τις χοές που είχε τελέσει αυτοπροσώπως ο Άρχων Βασιλέας Λυκούργος, επιστρέφοντας πίσω στον Κεραμικό, βρήκαν μια ακόμη εορταστική υποδοχή από συγγενείς, γείτονες και φίλους.  Επομένως η νύχτα υπήρξε μακρά, αλλά ο αγουροξυπνημένος Παλαμήδης ήταν ευδιάθετος ή μάλλον ευτυχής και αφού με κέρασε τα δέοντα, διαφημίζοντάς τα ως εξαιρετικές μαγειρικές δημιουργίες της συζύγου και των θυγατέρων του, έδωσε εντολή να ετοιμάσουν το υποζύγιο και το όχημα με το οποίο ξεκινήσαμε για το κέντρο της πόλης.

Ξέρω πως το να συναντήσεις την Κυρά Φρύνη δεν είναι εύκολο πράγμα και ότι απαιτεί υπομονή, καθώς ο κατάλογος των επίδοξων επισκεπτών της είναι μακρύς και γεμάτος ονόματα διάσημων και εύπορων Αθηναίων. Ωστόσο, όταν αναγγείλαμε ότι είμαστε φορείς μιας επιστολής της Θαΐδας, (πες το αυτό στην κυρά σου, θα χαρεί) η αναμονή υπήρξε ελάχιστη και σύντομα βρεθήκαμε μπροστά σε αυτό το αρχοντικό προϊόν της πιο εύχαρης ονειροφαντασίας των θεών, στο οποίο, απ’ ό, τι φαίνεται, μόνο για να αποφευχθεί  κάθε κίνδυνος αθέλητης βασκανίας, δόθηκε το όνομα ενός βάτραχου[1].

Τον βετεράνο πολεμιστή Παλαμήδη, είχα την ευκαιρία να τον γνωρίσω αρκετά καλά κατά τη διάρκεια του ταξιδιού. Ξέρω ότι παθιάζεται εύκολα με τα παιχνίδια της τύχης και της συγκυρίας, αλλά, κατά τα άλλα, είναι ένας πιστός και αφοσιωμένος οικογενειάρχης. Δε πίστευα λοιπόν ότι θα έμενε με το στόμα ανοιχτό να παρατηρεί ενεός τις αεράτες κινήσεις του πανέμορφου κορμιού της Κυράς, κάτω από το λεπτό πολύπτυχο φόρεμά της, καθώς μας υποδεχόταν χαμογελαστή.

Τέλος πάντων, μόλις ξεπεράσαμε την πρώτη αθέλητη ταραχή, ο Παλαμήδης έβγαλε από το δισάκι του τον κύλινδρο που περιείχε το γράμμα της Θαΐδας και τον παρέδωσε στην Φρύνη. Εκείνη τον ευχαρίστησε αλλά δεν άνοιξε τη συσκευασία, παρά την τοποθέτησε στο ανάκλινδρο δίπλα της, προφανώς για να διαβάσει την επιστολή αργότερα, με την ησυχία της. Ύστερα, αφού μας ρώτησε τα τυπικά για το ταξίδι και τα αυτονόητα για την πορεία των μαχών στην μακρινή Ασία (και εμείς την διαβεβαιώσαμε ότι οι μάχες εξακολουθούν να είναι για εμάς νικηφόρες και μόνο νικηφόρες!)  έδειξε ότι υπήρχε ένα θέμα που την απασχολούσε κάπως ιδιαίτερα και για το οποίο θα ήθελε περισσότερες πληροφορίες.

«Δεν ξέρω αν μου γράφει σχετικά η Θαίδα, αλλά εάν η επιστολή της καθυστέρησε στα Σούσα και στην Τύρο, όπως μου είπατε, μάλλον τα γεγονότα συνέβησαν μετά… και δε θα πρόλαβε να τα σχολιάσει…»

Την κοιτάξαμε και οι δύο ερωτηματικά.

«Λέω για την πυρπόληση της Περσέπολης, για την οποία τα νέα έφτασαν εδώ πρόσφατα, με αποτέλεσμα να κυκλοφορούν πολλές και αντιφατικές φήμες. Εσείς μάλλον θα ξέρετε καλύτερα τι συνέβη».

Και εδώ τα ίδια, σκέφτηκα. Ύστερα μέσα μου ξύπνησε ξαφνικά και πάλι ο διερευνητικός, ανιχνευτικός και φιλομαθής Οινοκράτης και έτσι, αντί να απαντήσω, όπως θα ήταν κόσμιο, ότι ούτε εγώ ούτε ο Παλαμήδης ήμασταν στην Περσέπολη όταν έγινε το κακό, την ρώτησα με τη σειρά μου:

«Τι ακριβώς λένε οι φήμες;»

«Εξαρτάται. κυκλοφορούν όπως σας είπα πολλών λογιών σχόλια.  Εσείς λείπετε τέσσερα χρόνια, αλλά η κατάσταση εδώ, δυστυχώς, δεν έχει αλλάξει ιδιαίτερα. Κυριαρχεί πάντοτε η διένεξη ανάμεσα στους φίλους των Μακεδόνων και τους ενάντιους. Το περίεργο είναι ότι και μέσα σ’ αυτά τα δύο ¨στρατόπεδα¨ για το θέμα της φωτιάς στην Περσέπολη κυκλοφορούν  διαφορετικές εκδοχές. Μερικοί φιλομακεδόνες υποστηρίζουν ότι η Περσέπολη κάηκε -και ¨καλά τους κάνανε¨ – από τον Αλέξανδρο, ο οποίος δεν μπορεί να είναι επιεικής απέναντι στην Περσική αυτοκρατορία, τουλάχιστον όσο ο Δαρείος είναι  ζωντανός και αντιστέκεται. Άλλοι πάλι, από το ίδιο πολιτικό ρεύμα, λένε πως ο Αλέξανδρος σκοπεύει να ενσωματώσει Πέρσες και Μακεδόνες σε μια νέα μικτή αυτοκρατορία και ότι η Θαίδα, ενεργώντας κάτω από εντολές αθηναϊκής προέλευσης παρακίνησε τους Μακεδόνες να κάψουν την πρωτεύουσα πόλη των Περσών, για να υπονομευτεί μια τέτοια πολιτική. Αλλά αυτή η ενέργεια, λένε, μπορεί να αποδειχτεί πολύ επικίνδυνη, αν όχι ολέθρια, και μπορεί, το λιγότερο, να στοιχίσει στην Αθήνα τις τωρινές καλές σχέσεις με τον βασιλέα».

Σταμάτησε για να πάρει μια ανάσα. Τώρα και οι δύο την κοιτούσαμε, όχι μόνον ερωτηματικά, αλλά και με θαυμασμό που δεν οφειλόταν πια στο τέλειο παρουσιαστικό, ούτε στη βαθειά μουσικότητα της φωνής της, αλλά στην ευχέρεια με την οποία συνέθετε και παρουσίαζε την περιπλεγμένη πολιτική ζωή των Αθηναίων.  Η Φρύνη μας κοίταξε κι αυτή για λίγο με τα ελκυστικά γαλάζια μάτια της. Ήταν φανερό ότι της άρεσε να μιλάει για τα πολιτικά και ότι ήξερε, θα έλεγα, περισσότερα από όσα εκ πρώτης όψεως θα νόμιζε κανείς ότι ξέρει.

«Αλλά και οι ενάντιοι στην μακεδονική επιρροή, οι κλασικοί αθηναίοι πατριώτες, δεν έχουν μια ενιαία εκδοχή για τα γεγονότα της Περσέπολης», συνέχισε η Φρύνη. «Μερικοί, οι πιο φανατικοί ας πούμε, είδαν μόνο την ευκαιρία να αναδείξουν μια ακόμη ηρωίδα των καιρών. Την Θαίδα που εκδικείται! Οι Μακεδόνες δεν μετράνε σ’ αυτή την εκδοχή. Η παρτίδα παίχτηκε ανάμεσα στους Πέρσες και την Ελληνοπούλα! Εκείνη γκρέμισε τα παλάτια τους και, ασφαλώς, ¨καλά τους έκανε¨. Οι Αθηναίοι είναι εξαιρετικά καλοί στο να φτιάχνουν ήρωες όταν τους χρειάζονται». Χαμογέλασε πάλι, σα να ζητούσε την κατανόησή μας. «Άλλοι αθηνοκεντρικοί πάλι, λένε ότι η πυρπόληση και η καταστροφή για λόγους εφήμερης σκοπιμότητας δεν  ανήκει στις Αρχές και τις Αξίες της Αθηναϊκής Δημοκρατίας. Η Ιστορία, λένε, μας έχει δώσει τα μαθήματά της και όλοι αισθανόμαστε ακόμη το άγος της Μήλου. Επομένως κανένας αθηναίος δημοκράτης δεν θα διανοείτο ποτέ να προξενήσει μιαρές καταστάσεις, έστω έμμεσα και έστω κι αν μιλάμε για απομακρυσμένες περιοχές της υφηλίου. Εσείς που ήσασταν εκεί, στην εκστρατεία, πείτε μου: ποιοι έχουν περισσότερο δικιο;»

Πήρα το λόγο πρώτος για να αποτρέψω ενδεχόμενες υποκειμενικές εξομολογήσεις του Παλαμήδη.

«Θελκτική και αγαπημένη των Αθηναίων Φρύνη, δυστυχώς όταν συνέβη ο εμπρησμός ούτε ο ευπατρίδης Παλαμήδης από ‘δω, ούτε ο υποφαινόμενος δούλος σου Οινοκράτης βρισκόταν στην Περσέπολη. Ήμασταν και οι δύο στα Σούσα, όπου τα όσα κυκλοφόρησαν για τα γεγονότα της Περσέπολης είναι εξ ίσου ποικίλα με εκείνα που μόλις ανέφερες. Όμως ήταν εκεί ο κύριός μου ο Εύελπις του Ευρύνου. Θεωρώ  ότι όταν -μια από τις επόμενες μέρες- θα σε επισκεφτεί, θα μπορέσει ίσως να σε διαφωτίσει σχετικά. Τώρα θα θέλαμε να μας επιτρέψεις να αναχωρήσουμε γιατί σε λίγο, στην Αγορά, θα γίνει τελετή για την επανεγκατάσταση των αγαλμάτων των τυραννοκτόνων και ο Παλαμήδης από δω έχει το καθήκον να είναι παρόν.

«Είναι τελετή ή συνεδρίαση που θα εκδώσει ψήφισμα; Θέλω να πω είναι για όλο το λαό ή μόνο για τους άρρενες;»

«Απ’ ότι ξέρω, είναι παλλαϊκή γιορτή».

«Εντάξει μπορείτε να πηγαίνετε. ίσως αργότερα περάσω κι εγώ από εκεί»

Θυμήθηκα ότι είχα μάθει και κάτι άλλο που την αφορά.

«Α, και κάτι άλλο, ωραιότατη Φρύνη. Παραλίγο να το ξεχάσω. Από ό, τι έμαθα κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, από φίλους μου της ημεροδρομικής υπηρεσίας, ανάμεσα στα δέματα που μετέφεραν τα πλοία, υπάρχει και ένα για σένα. Αποστολέας είναι και σ’ αυτό η κυρά Θαΐδα. Υποθέτω ότι όπου να ‘ναι θα σε ειδοποιήσουν σχετικά».

«Σε ευχαριστώ αγαπητέ Οινοκράτη και εσένα αγαπητέ Παλαμήδη, μας χαμογέλασε η Ωραία και εγώ σκέφτηκα ότι είναι όμορφο να ακούς το όνομά σου -έστω το παρατσούκλι σου, από ένα τέτοιο στόμα..

  .

«Πόσων χρονών την κάνεις;» με ρώτησε ο Παλαμήδης, καθώς κατεβαίναμε την μαρμάρινη εξωτερική σκάλα του μεγάρου.

«Δεν την κάνω. Ξέρω πόσων χρονών είναι ακριβώς!»

«Πώς έτσι, σου εκμυστηρεύτηκε την ηλικία της η ίδια;»

«Ας πούμε ότι έχω πρόσβαση σε κάποιες παραπανίσιες πληροφορίες που δεν είναι για όλους».

«Ε, λοιπόν πόσο είναι;»

«Επειδή κρίνω ότι δεν διακυβεύεται τίποτα το εξαιρετικά σημαντικό για τη δημόσια ασφάλεια», γέλασα, «θα σου πω».

«Λοιπόν;»

«Το ισοδύναμο δέκα ολυμπιάδων συν ένα. Με άλλα λόγια ετών τεσσαράκοντα ένα».

«Μα τους αρχιδαιμόνους αυτή είναι μεγαλύτερη απ’ τη γυναίκα μου!»

«Είναι ο Κρόνος Χρόνος που παίζει τα παιχνίδια του», τον παρηγόρησα.

«Λες; Είναι κι αυτό θέμα τύχης;»

«Έτσι φαίνεται, αλλά και θέμα καλλυντικών ουσιών. Το πεσκέσι που στέλνει η Θαίδα, απ’ όσο ξέρω, περιέχει τέτοιες ουσίες. Εσύ έφερες ανάλογα δώρα στη συμβία σου;»

«Γαμώτο, όχι».

«Τότε μη παραπονιέσαι και κοίτα να επανορθώσεις».

.

Πήραμε την  Οδό των Τριπόδων, ύστερα την κεντρική λαοφόρο οδό των Παναθηναίων και μαζί με δεκάδες πολιτών που έκαναν την ίδια διαδρομή, κατηφορίσαμε προς τον Ηριδανό ή, πιο συγκεκριμένα, προς το σημείο εκείνο όπου ο παραπόταμος του Ιλισού έχει υπογειοποιηθεί από τον καιρό του Πεισίστρατου, για να περάσει από πάνω η οδός της τελετουργικής παρέλασης. Εκεί ο δρόμος των  Παναθηναίων διασταυρώνεται με την οδό της Αγοράς σχηματίζοντας οξεία γωνία και, εκτός από τα αγάλματα των δώδεκα θεών, υπάρχει το Λεωκόρειο, δηλαδή ο ναΐσκος προς τιμή του αρχαίου βασιλιά Λεώ, που είχε θυσιάσει τις κόρες του για το καλό της πόλης (κάτι τέτοια τα συνήθιζαν οι βασιλιάδες άλλοτε). Στο σημείο αυτό οι τυραννοκτόνοι είχαν καθαρίσει τον Ίππαρχο και εκεί βρίσκονταν τα γνήσια χάλκινα ομοιώματά τους πριν τα αρπάξει ο Ξέρξης.  

Πρέπει να πω ότι καταλαβαίνω την περιέργεια των αθηναίων που θέλουν να δουν πώς είχαν απεικονιστεί οι περίφημοι τυραννοκτόνοι, από εκείνους που τους είχαν δει ζωντανούς, γιατί όλοι ξέρουν ότι τα όμορφα αγάλματα που έχουν αντικαταστήσει τα πρωτότυπα στην αγορά, είναι εκδοχές δεόντως εξωραϊσμένες.

.

Ο ήλιος έπλεε προς τα δυτικά (όπως το συνηθίζει) και η περίεργη ξερή, αρωματισμένη αττική δροσιά απλωνόταν στο γύρο. Όπου να ‘ναι η τελετή η αφιερωμένη στην ανάκτηση των χάλκινων ¨φονέων των τυράννων¨ θα άρχιζε.

Ο Παλαμήδης, πολίτης νομιμόφρων  και τυπικός στις υποχρεώσεις του απέναντι στη Δημοκρατία με άφησε για να πλησιάσει τους φίλους της φυλής του (ανήκει στη Λεοντίδα φυλή, με επώνυμο ήρωα τον Λεώ που λέγαμε παραπάνω).

Εγώ βρήκα έναν αναπαυτικό πάγκο σε ένα γειτονικό περιστύλιο, και περιμένω γιατί θέλω ν’ ακούσω το χαιρετισμό που θα απευθύνει στον Αθηναϊκό λαό ο Εύελπις. Μέχρι να ‘ρθει αυτή η στιγμή, και ενώ άρχισαν να αγορεύουν οι λοιποί επίσημοι, ο νους μου ταξιδεύει σ’ σένα αγαπητό Πουλχερίδιο. Έβγαλα λοιπόν απ’ το δισάκι μου ένα λεπτό λεύκωμα[1] και με το καρβουνάκι μου άρχισα να ορνιθοσκαλίζω τις σκέψεις μου προς εσένα. Αύριο κιόλας θα σου τις στείλω. Α, ναι, να θυμηθώ να βάλω και ένα υστερόγραφο: Θα σου γράψω:

ΥΓ Θέλω να ελπίζω αγαπητό μου Πουλχερίδιο ότι η επιστολή μου θα φτάσει ως εσένα σε χρόνο ελάχιστο. Και αυτό όχι μόνο γιατί έχω επικαλεστεί σχετικά (και πλουσιοπάροχα) τον αγγελιοφόρο Ερμή, και τη μικρή θεά Ίριδα, αλλά και επειδή κάποιες υπηρεσίες μου εκτιμήθηκαν δεόντως τελευταία, και μου αποδόθηκαν μερικά προνόμια. Ανάμεσά τους και κάποια προτεραιότητα στην υπηρεσία των Ημεροδρόμων.

Ο εσαεί πιστός θαυμαστής σου, Οινοκράτης.

300px-cottabos_player_louvre_ca1585

[1] Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, η Μνησαρέτη από τις Θεσπιές αποκλήθηκε Φρύνη επειδή το δέρμα της ήταν λείο και διάφανο όπως του ομώνυμου βάτραχου (φρύνος).

[2] Λεύκωμα: ξύλινη, κατά κανόνα, επιφάνεια, βαμμένη λευκή όπου μπορούσε κανείς να γράψει με διάφορα μέσα.

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , , , , , | Leave a Comment »

Μυθιστόρημα υπό εκπόνηση. Μέρος ΣΤ΄, Κεφάλαιο πρώτο: Στη Ζέα

Posted by vnottas στο 26 Ιουνίου, 2017

ηγ

[Προσωρινός τίτλος: Κύλικες και δόρατα.

Προσωρινός υπότιτλος: Ημέρες και έργα του Εύελπι του Μεγαρέα, λόγιου στην ακολουθία του Αλέξανδρου του Γ΄ του Μακεδόνα, κατά την μεγάλη ασιατική εκστρατεία.]

Μέρος ΣΤ΄

Η αλυσίδα ανάμεσα στους δυο λιθόχτιστους πύργους που επιβλέπουν την είσοδο στο λιμάνι της Ζέας είναι κατεβασμένη αφήνοντάς μας το πέρασμα των εκατό μέτρων της εισόδου ελεύθερο. Η ακτή εκατέρωθεν είναι προστατευμένη από ισχυρό τείχος.  Μπαίνουμε στον κυκλικό ναύσταθμο, το ένα σκάφος μετά το άλλο, με τα πανιά κατεβασμένα και με χρωματιστές ταινίες να κυματίζουν ψηλά στους ιστούς.

Εμψυχωμένοι από τη χαρά της πετυχημένης επιστροφής και παρά την αδιαμφισβήτητη κούραση, οι ερέτες κωπηλατούν με επιδεξιότητα ακολουθώντας τις χαρακτηριστικές κατευθυντήριες κραυγές των κελευστών. Σύντομα δένουμε στους χώρους που έχουν προβλεφτεί για μας, στο κεντρικό τμήμα του πέταλου ανάμεσα στους δύο φυσικούς βραχίονες του λιμανιού. Πρώτα τα στρογγυλά φορτηγά και μετά τα πολεμικά -με τα καλυμμένα από ορείχαλκο έμβολά τους να γυαλίζουν στον απογευματινό ήλιο.  

Το δικό μας ημιφορτηγό σκάφος που μεταφέρει τους ¨τυραννοκτόνους¨ και την  ομάδα που τους συνοδεύει,  θα προσδεθεί ακριβώς στο κέντρο της προκυμαίας. Δίπλα μας δένει το μακρύ, αιχμηρό σκαρί της τριήρους η οποία ηγείται της μοίρας των πολεμικών πλοίων που προστάτευσαν το ταξίδι μας από την ασιατική ακτή ίσαμε εδώ.

Ο ναύσταθμος της Ζέας είναι ένα από τα μέρη που βοηθούν στο να καταλάβει κανείς γιατί η Αθήνα εξακολουθεί να είναι μια αξιοσέβαστη δύναμη. Εδώ είναι ορατές οι υποδομές της ναυτικής ισχύος της πόλης της Παλλάδος: πλήρη ναυπηγεία, πολλές δεκάδες νεώσοικοι ικανοί να στεγάσουν εργασίες συντήρησης και επιδιόρθωσης παντός είδους πλοίων, αποθήκες, σκευοθήκες και, βέβαια, πλήθος από βιοτεχνικά εργαστήρια και καταστήματα εξειδικευμένα για κάθε ναυτική ανάγκη.

Επί πλέον υπάρχει ικανή επίβλεψη των χώρων του πολεμικού λιμανιού της Ζέας, όπως και του γειτονικού λιμανιού  της Μουνιχίας, από στρατιωτικά τμήματα που εδρεύουν στον υπερκείμενο ομώνυμο ¨Λόφο της Μουνιχίας ¨[1]. Στη νοτιοδυτική πλαγιά αυτού του λόφου βρίσκονται οι κατοικίες των εργαζόμενων στα λιμάνια, οι λέσχες των πληρωμάτων των πλοίων[2], καθώς και το απαραίτητο θέατρο για την ψυχαγωγία των πειραιωτών και των φιλοξενουμένων τους.

Δεν ξέρω ακριβώς αν το νέο της άφιξής μας έφτασε από τις φρυκτωρίες ή με άλλο τρόπο, γεγονός πάντως είναι ότι στην προκυμαία υπάρχει μεγάλο πλήθος που μας περιμένει και μας επευφημεί. Σίγουρα πρόκειται για τους συγγενείς των επαναπατρισμένων πολεμιστών και των πληρωμάτων,  όμως ακούω και θριαμβευτικές κραυγές και συνθήματα που αναφέρονται στην επιστροφή των ¨τυραννοκτόνων¨.

Σκέφτομαι πόσο δίκιο έχει ο Καλλισθένης όταν υποστηρίζει ότι τα σύμβολα είναι πολύτιμος συνδετικός κρίκος για κάθε ομάδα ή κοινότητα: τόσο για τους συνωμότες πέρσες ευγενείς που ανασύρουν παλιά, αλλά εμβληματικά στέμματα και ξίφη προκειμένου να αμφισβητήσουν και να κατηγορήσουν για ενδοτικότητα τον Δαρείο, όσο και για  τους πολλούς αθηναίους δημοκρατικούς που πανηγυρίζουν γιατί τα αγάλματα των τυραννοκτόνων (κυρίως επειδή συμβολίζουν το κακό τέλος των τυράννων και τον τελικό θρίαμβο της δημοκρατίας) θα πάρουν και πάλι τη θέση τους στην Αγορά.

Καθώς τα πλοία ακινητοποιούνται οι ερέτες εγείρονται, σηκώνουν τα κουπιά όρθια δίπλα τους, τα σείουν σαν να ήτανε δόρατα και, μαζί με το υπόλοιπο πλήρωμα, κραυγάζουν συγχρονισμένα τα δικά τους, ναυτικά, συνθήματα αντιχαιρετισμού. Μετά τοποθετούν τα κουπιά στις εσωτερικές θήκες και αρχίζουν, κουνώντας  με ενθουσιασμό τα χέρια, να χαιρετάν τους γνωστούς και τους άγνωστους της παραλίας. Ωστόσο παραμένουν στα πλοία. Το σήμα της αποβίβασης δεν έχει ακόμη αναρτηθεί στον κεντρικό ιστό της μοιραρχίδας.

Απέναντι από το δικό μας καράβι, στην κορυφή του κυκλικού λιμανιού, έχει στηθεί ένα πρόχειρο σκίαστρο για τους επίσημους που περιμένουν.  Ανάμεσα στο πλήθος ξεχωρίζουν τα έντονα χρώματα των ενδυμασιών των μελών της επιτροπής υποδοχής και γυαλίζουν οι περικεφαλαίες και οι αιχμές των ακοντίων της τιμητικής φρουράς που την συνοδεύει.

Ακούγονται μερικές κοφτές διαταγές και οι φρουροί καταφέρνουν με λίγες συντονισμένες κινήσεις να ανοίξουν ανάμεσα στο πλήθος έναν διάδρομο που οδηγεί από το σημείο όπου είναι συγκεντρωμένοι οι εκπρόσωποι της Πόλης, έως το πλευρισμένο πλοίο μας.

Το τιμητικό άγημα παρατάσσεται στις πλευρές του διαδρόμου και η επιτροπή ανεβαίνει στο κατάστρωμα και χαιρετά με σφίξιμο των καρπών και εναγκαλισμούς τον Μοίραρχο (που έχει στο μεταξύ περάσει μαζί με τους δύο ύπαρχους από την μοιραρχίδα στο δικό μας πλοίο), τον πλοίαρχο της ημιολκάδος που μας μετέφερε, τους πρέσβεις και, βέβαια, τον υποφαινόμενο, όχι ως γιο του ισοτελούς Ευρύνου από τα Μέγαρα, κάτοικου των Αθηνών, αλλά  ως ¨εκπρόσωπο της στρατιάς που με εντολή του Συνέδριου της Κορίνθου και κάτω από την ηγεσία του Αλέξανδρου του Γ΄ του Μακεδόνα, δίνει αυτήν τη στιγμή τις δέουσες απαντήσεις των Ελλήνων στην υπεροψία και τις παρελθούσες προκλήσεις της Ασιατικής Αυτοκρατορίας¨.

Ο επικεφαλής δεν είναι κανένας τυχαίος, παρά, όπως υποδεικνύει η ιερατική ράβδος που κρατάει, και το τελετουργικό αρχοντικό του κράνος, ο ίδιος ο εκλεγμένος ¨άρχοντας βασιλέας¨, του οποίου οι αρμοδιότητες, όπως είναι γνωστό, αφορούν κυρίως την επικοινωνία με τις θεότητες για το τρέχον έτος. Προφανώς, θα επακολουθήσει κάποια θρησκευτική τελετή. Ωραία, σκέφτομαι, έτσι θα ικανοποιηθούν και τα πιο θρησκευόμενα μέλη του πληρώματος τα οποία το πήραν κάπως βαριά που η νηοπομπή δεν σταμάτησε, ως είθισται, στο ναό του Σουνίου για να ευχαριστήσει το Μεγάλο Κύριο των Κυμάτων. 

Μετά ο άρχων βασιλέας βγάζει την εθιμοτυπική περικεφαλαία. Παρά το ότι η κώμη του είναι πλέον περισσότερο λευκή παρά γκρίζα, τον αναγνωρίζω αμέσως. Πρόκειται για τον ρήτορα Λυκούργο το γιο του Λυκόφρονα, της ιερατικής γενιάς των Βουτάδων, παλιό μαθητή του Πλάτωνα και, αργότερα, του δάσκαλου Ισοκράτη. Είναι επίσης, απ’ όσο ξέρω, ένας μάλλον μετριοπαθής αντιμακεδόνας, που ωστόσο θεωρείται το δεξί χέρι  του στρατηγού Φωκίωνα ο οποίος ¨αρχηγεύει¨ αυτή την περίοδο στην Αθήνα με την έμμεση συναίνεση των Μακεδόνων.

Τον θυμάμαι καλά.  Είχε πάντα τη φήμη του δίκαιου και του αδέκαστου άρχοντα. Μεταξύ μας, ίσως σε κάποιες περιπτώσεις να το έχει παρακάνει σε αυστηρότητα, γιατί μερικοί τον παρουσιάζουν ως άτεγκτο. Πάντως οι αθηναίοι είχαν αρνηθεί να τον παραδώσουν στον Αλέξανδρο, όταν εκείνος μετά την καταστροφή των Θηβών ζήτησε να του δοθούν ορισμένοι στρατηγοί ως όμηροι. Στη συνέχεια, ήδη πριν την αναχώρησή μου, η Πόλη του είχε συχνά εμπιστευτεί την διαχείριση των ταμείων της και εκείνος είχε καταφέρει να αυξήσει τα έσοδα και να υλοποιήσει αρκετά σημαντικά δημόσια έργα, όπως τον εκσυγχρονισμό των λιμανιών, την ανακαίνιση του θεάτρου του αφιερωμένου στον Διόνυσο στους πρόποδες της Ακρόπολης, και άλλα. Οι πρέσβεις ισχυρίζονται ότι οι γυμνικοί αγώνες των φετινών Μεγάλων Παναθηναίων θα διεξαχθούν στο χώρο ανάμεσα στους λόφους του Άγρα και του Άρδηττου, εκεί όπου μέχρι τώρα γίνονταν μόνο οι ιπποδρομίες και όπου, χάρη στον Λυκούργο, υπάρχει τώρα ένα μεγάλο ¨Παναθηναϊκό¨ στάδιο με έδρανα από καλά επεξεργασμένο λίθο του Υμηττού. Σκέφτομαι ότι είναι ένας από τους αθηναίους ηγέτες με τους οποίους, αργά ή γρήγορα, θα πρέπει να έχω μια ιδιαίτερη συνομιλία.

Ο Λυκούργος μας πληροφορεί ότι για την επίσημη παραλαβή από τον Δήμο των δύο αγαλμάτων  και την εκ νέου τοποθέτησή τους στο παλιό περίβλεπτο σημείο  της Αγοράς, έχει προβλεφτεί ειδική τελετή που θα γίνει αύριο, επί τόπου, με την παρουσία του Δήμου και όλης της πολιτικής ηγεσίας της Πόλης.  Τα αγάλματα θα μεταφερθούν στην Αθήνα (με το ειδικό φρουρούμενο όχημα που περιμένει να τα παραλάβει) και θα διανυκτερεύσουν στο Θολωτό Κτίριο της Αγοράς πολύ κοντά στο σημείο όπου θα τοποθετηθούν αύριο.

Σήμερα όμως, στο Θέατρο του λόφου της Μουνιχίας θα γίνει μία πρώτη τελετή υποδοχής προς τιμήν των απόμαχων που επέστρεψαν και στην μνήμη εκείνων  που έπεσαν ένδοξα στην Ασία. Θα υπάρξει ευχαριστήρια θυσία σφαγείων προς τους θεούς καθώς και χοές. Εμείς μπορούμε, αν το επιθυμούμε να παρακολουθήσουμε την τελετή ή να κατευθυνθούμε άμεσα προς το Άστυ των Αθηνών. Απευθύνεται σε εμένα: «Εσένα Μεγαρέα σε περιμένει στην προκυμαία ο πατέρας σου ο Ευρύνους» μου λέει κάπως εμπιστευτικά.

Ήμουν σίγουρος ότι ο Ευρύνους θα είναι εδώ. Προς στιγμήν απορώ που ο Λυκούργος δεν τον ανέβασε μαζί του στο πλοίο. Μετά σκέφτομαι τη μανία ορισμένων Αθηναίων για την τήρηση των πρωτοκόλλων που αφορούν τα προνόμια των γνήσιων πολιτών σε σχέση με τους μέτοικους, ισοτελείς ή όχι.  Ή μήπως η συμπεριφορά του άρχοντα θέλει να μου αποστείλει κάποιο πρώτο (προειδοποιητικό;) μήνυμα ότι οι αντιμακεδόνες είναι πάλι στα πάνω τους στην Αθήνα;

Ύστερα από λίγο, ο ήλιος έχει γείρει αποφασιστικά από την άλλη μεριά των απέναντι υψωμάτων (όπου βρίσκεται το μεγάλο εμπορικό λιμάνι του Πειραιά, ο Κάνθαρος, απ’ όπου είχα ξεκινήσει για την εκστρατεία), οι τυπικότητες έχουν ολοκληρωθεί, το πλήθος (ανάμεσά του πολλές ομάδες πολεμιστών αγκαλιασμένων με τους συγγενείς και τους φίλους τους) ανηφορίζει προς το θέατρο της Μουνιχίας, τα πλοία οδηγημένα από τον ελάχιστο απαιτούμενο αριθμό ανδρών ελευθερώνουν τα αγκυροβόλια και κατευθύνονται προς τους νεώσοικους για επιθεώρηση και εγώ αγκαλιάζω επιτέλους τον πατέρα Ευρύνου.

Τον βρίσκω καθισμένο κάτω από το σκίαστρο της επιτροπής υποδοχής, με ένα χαμόγελο δακρυσμένης χαράς να υγραίνει τα γένια του. Δίπλα του καθισμένος ανακούρκουδα και ευτυχισμένος, τουλάχιστον όσο ο σκύλος Άργος όταν ξαναείδε τον Οδυσσέα, βρίσκεται ο Οινοκράτης, ο οποίος, χωρίς να γίνει αντιληπτός, είχε ήδη εγκαταλείψει το πλοίο για να δώσει την είδηση ότι ναι, επιτέλους φτάσαμε και να πάρει τα συγχαρίκια από το πρεσβύτερο αφεντικό του.

***

γγγ

[1] Λόφος της Μουνιχίας. Σύμφωνα με την επικρατέστερη εκδοχή ¨Μοναχικός Λόφος¨. Μούνος(ιωνική), Μώνος (δωρική) =Μόνος. Ο λόφος αργότερα θα ονομαστεί Καστέλι ή Καστέλα.

[2] Λέσχες πληρωμάτων. Ήταν σύνηθες στον αρχαίο αθηναϊκό στόλο τα μέλη των πληρωμάτων να ανήκουν σε λέσχες, ένα είδος συλλόγων με ποικίλες δραστηριότητες και με έδρες στο ευρύτερο λιμάνι του Πειραιά.

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , | Leave a Comment »

Μυθιστόρημα υπό εκπόνηση. Μέρος Ε΄, Κεφάλαιο όγδοο: Επιστροφή (και μια σημείωση)

Posted by vnottas στο 1 Ιουνίου, 2017

Σημείωση για τους φίλους που παρακολουθούν τις αναρτήσεις με το (υπό εκπόνηση) ιστορικό μυθιστόρημα

images (2)

Λέω να κάνω κάποιες αλλαγές στη δομή του (υπό διαδικασία συγγραφής) ιστορικού μυθιστορήματος και θα ήθελα να ενημερώσω σχετικά όσους παρακολουθούν αυτό το συγγραφικό παιχνίδι.

α. Το Πέμπτο Μέρος είχα πρόθεση να το αφιερώσω στις περιπέτειες των ηρώων κατά την παραμονή τους στην Αθήνα του 330 πΧ, όμως η εξιστόρηση, όπως είδατε, σκάλωσε κάπως στην Τύρο, με αποτέλεσμα να είμαστε ήδη στο ένατο κεφάλαιο και μόλις που έχουμε αντικρύσει, στο βάθος, τους Αθηναϊκούς λόφους.  Επομένως μου φαίνεται σωστό να αυτονομήσω αυτά τα εννιά κεφάλαια ως πέμπτο (ταξιδιωτικό) μέρος, και να ανοίξω ένα αυτοτελές έκτο με τα (πάντοτε υπό επινόηση/συγγραφή) αθηναϊκά δρώμενα.

β. Από τα εννέα κεφάλαια του ταξιδιού της επιστροφής στην Αθήνα των ηρώων (και των χάλκινων τυραννοκτόνων),  σας έχω ήδη κοινοποιήσει τα οκτώ και σήμερα δημοσιεύω το ένατο. Όμως προτίθεμαι στη τελική εκδοχή το ένατο να αλλάξει θέση με το όγδοο και επομένως το τρέχον Ε΄ μέρος να καταλήγει με τα σχόλια και τις επεξηγήσεις του Οινοκράτη καθώς ενημερώνει περί των Αθηνών τον Χονδρόη. Μόνο που χρειάστηκε να προσθέσω μια μικρή παράγραφο στο (νυν όγδοο και από δω και μπρος ένατο και τελευταίο) κεφάλαιο του Ε΄ μέρους, όπου ο Οινοκράτης προειδοποιεί τον φίλο του πώς στην Αθήνα θα προσπαθήσουν να λύσουν πολλά μυστήρια, μερικά από τα οποία τον αφορούν (τον Οινοκράτη) προσωπικά.

γ. Το κεφάλαιο που αναρτώ σήμερα (θα μπει στη θέση του νυν όγδοου ως το προτελευταίο του Ε΄μέρους), αφηγείται τις σκέψεις του Εύελπι καθώς η νηοπομπή πλησιάζει στον Πειραιά,. Εδώ γίνεται μια προσπάθεια να ενημερωθεί κάπως ο αναγνώστης σχετικά με το (κυρίως πολιτικό) σκηνικό που θα βρουν οι ήρωές μας με το που θα (ξανά) πατήσουν το πόδι τους στην Αττική.

*

[Προσωρινός τίτλος: Κύλικες και δόρατα.

Προσωρινός υπότιτλος: Ημέρες και έργα του Εύελπι του Μεγαρέα, λόγιου στην ακολουθία του Αλέξανδρου του Γ΄ του Μακεδόνα, κατά την μεγάλη ασιατική εκστρατεία.]

  images (7)

 Κεφάλαιο όγδοο: Επιστροφή. (Οι προβληματισμοί του Εύελπι…)

 Περίεργα, αλλόκοτα συναισθήματα με διαπερνούν. Επιστρέφω. Άγνωστο για πόσο, αλλά σε λίγο θα είμαι πάλι στην Αθήνα. Ήδη μου φαίνεται πως νιώθω τις μυρουδιές της. Είναι αξιοθαύμαστο πώς διαδίδονται οι μυρουδιές στην Αττική! Και πώς μαζί τους κουβαλάνε, όσο τίποτα άλλο, δονήσεις και αισθήματα απ’ το παρελθόν.

Πόσο μακριά βρίσκεται αυτό το παρελθόν; Δεν ξέρω. Οι χρονογραφές των ιερέων καταγράφουν τέσσερα μόλις χρόνια από τότε που ξεκίνησα, άμαθος και γεμάτος αισιοδοξία από το λιμάνι του Πειραιά, αλλά για μένα τα όσα συνέβησαν από τότε θα μπορούσαν να έχουν διαρκέσει πολύ περισσότερο. Εκεί που βρισκόμουν εγώ αυτά τα χρόνια, ο κόσμος άλλαζε κι εξακολουθεί να αλλάζει καταιγιστικά και τώρα σκέφτομαι – όχι χωρίς κάποια ανησυχία: άραγε έχει αλλάξει εξ ίσου και η Αθήνα;

Εγώ ναι, έχω αλλάξει αρκετά. Υποθέτω ότι τώρα είμαι πιο σοφός, υποθέτω ότι τώρα καταλαβαίνω καλύτερα τα κίνητρα των ανθρώπων και διακρίνω διαυγέστερα τα νήματα που πλέκουν τις ιστορίες τους. Αλλά η ωρίμανση, η σοφία, η επίγνωση, μήπως μου έχουν μειώσει την ικανότητα να ευτυχώ με  τα απλά πράγματα που με συγκινούσαν και με ενθουσίαζαν άλλοτε;

Θέλοντας και μη οι σκέψεις μου γυρνούν για μια στιγμή στην εκστρατεία και τα όσα εξακολουθούν να ρέουν και να διαμορφώνονται εκεί. Το καταπονημένο αλλά ήρεμο πρόσωπο του Καλλισθένη, η αποφασιστική νευρώδης φιγούρα του Ευμένη, τα ανδραγαθήματα, οι πολιτικοί ελιγμοί, οι σκευωρίες, όλα όσα διακυβεύονται στην αχανή Ασία, ενώ οι πολεμιστές επελαύνουν και καθώς νέοι τρόποι σκέψης και  νέοι τρόποι διοίκησης αναδύονται από το καζάνι όπου οι παλιοί ανακατεύονται, κοχλάζουν και ανασυντίθενται.   

Όμως δε θα ήμουν ειλικρινής με εμένα τον ίδιο, αν δεν παραδεχόμουν ότι πίσω από όλα αυτά στο νου μου κυριαρχεί μια άλλη μορφή. Όμορφη όσο ποτέ κι όμως με κάνει να μελαγχολώ. Προς τι να το κρύψω όταν ακόμη και ο Οινοκράτης το έχει καταλάβει και ανησυχεί; 

Είναι η μορφή εκείνης-που-εξακολουθεί-να-με-παιδεύει. Εκείνη, η προικισμένη με όλες τις χάρες, εκείνη που ξαφνικά και εκεί που δεν το περίμενα, έγινε προσιτή… και αμέσως ύστερα και πάλι απρόσιτη. Εγώ έπρεπε να φύγω, είχε αποφασιστεί. Δεν είχα το χρόνο να αντιδράσω στην άρνησή της να με ακολουθήσει.

Μαζί της πίσω στην Αθήνα θα ήταν σαν να μου είχαν προσφέρει ένα δώρο οι θεοί. Δεν μου παραχωρήθηκε. Μαζί της οπουδήποτε θα ήταν μια ανέλπιστη ευτυχία. Όμως ούτε κι αυτό προβλεπόταν για μένα. Τώρα ταξιδεύω ανάμεσα σε γλυκόπικρες σκέψεις, χωρίς αυτήν… κι όμως σχεδόν κάθε στιγμή, θελημένα ή άθελα, μαζί της.

images (24)

Από τα άλλα πλοία της νηοπομπής φτάνουν ως τα εδώ οι φωνές των απόμαχων πολεμιστών, ανακατεμένες με τα τριξίματα των κουπιών, τα πλαταγίσματα των πανιών και τα κρωξίματα απ’ τα θαλασσοπούλια. Οι ερέτες κωπηλατούν και τραγουδούν συγκινητικά παλιά αθηναϊκά άσματα του νόστου. Όπως αυτοί έτσι κι εγώ χαίρομαι που, όπου να ‘ναι, θα δω τους δικούς μου και χαίρομαι, ακόμα, με τη χαρά που θα πάρουν κι εκείνοι βλέποντάς με.  

Ως και οι πρέσβεις, δείχνουν ευχαριστημένοι και έχουν πάψει να μουρμουρίζουν διατυπώνοντας τις γνωστές, συνήθεις αν όχι πάγιες ¨διπλωματικές¨  επιφυλάξεις τους. Όταν δεν προσπαθούν να εκμαιεύσουν τις προθέσεις μου για το τι ακριβώς θα κάνω στην Αθήνα (πράγμα, όπως και να το κάνουμε, συμβατό με τα διπλωματικά τους καθήκοντα) ή να με κολακέψουν ως ¨σχεδόν Αθηναίο¨ που έχει τη σπάνια ευκαιρία να συμβάλει στην απονομή ιστορικής δικαιοσύνης προς την πόλη της Παλλάδας, αφιερώνονται σε ανώδυνους υπολογισμούς και προβλέψεις.

Υπολογίζουν ότι είμαστε στο μήνα  Σκιροφοριώνα κι ότι, ακόμα κι αν χάσουν τους ιππικούς αγώνες που γίνονται κάθε τέτοιο μήνα και είναι αφιερωμένοι στον Δία, σίγουρα θα βρισκόμαστε στο Άστυ καθώς θα μπαίνει ο Εκατομβαιώνας και μαζί του το νέο έτος. Επομένως έχουμε μπροστά μας Παναθήναια και μάλιστα τα Μεγάλα, τα ανά τετραετία, που πάει να πει  Παναθηναϊκούς αγώνες, ανοιχτούς σε αθλητές, καλλιτέχνες  και επισκέπτες από όλη την Ελλάδα. Με ρωτούν αν συμφωνώ, και εγώ τους λέω ότι έτσι είναι, έχουν δίκιο, τίποτα δεν είναι σαν τα αθηναϊκό καλοκαίρι, ιδίως όταν, κάθε τέσσερα χρόνια,  περιλαμβάνει τις γιορτές των Μεγάλων Παναθηναίων. Δεν αναφέρω καθόλου τις ανταγωνιστικές Ολυμπιακές γιορτές (οι τελευταίοι πανελλήνιοι Ολυμπιακοί αγώνες ήταν πριν τρία χρόνια) κι έτσι δε τους χαλάω τον ενθουσιασμό.

images (9)

Ο Παλαμήδης, ο βετεράνος πολεμιστής που, ύστερα από θερμή παράκληση του Οινοκράτη, ταξιδεύει στο ίδιο πλοίο με μας, είναι καλή παρέα.

Διαπίστωσα ότι έχει άποψη για ό, τι συμβαίνει στην εκστρατεία και πέρασα πολλές ώρες του ταξιδιού συζητώντας μαζί του για όσα διακυβεύονται στην Ασία.  Μου μίλησε και για κάποια προβλήματα των πολεμιστών, που απ’ ότι φαίνεται δεν είναι επαρκώς γνωστά στην ηγεσία. Πολλοί οπλίτες, ικανοί και άξιοι στο πεδίο της μάχης, είναι αντίθετα άμαθοι και αφελείς σε ό, τι έχει να κάνει με το χρήμα και τις συναλλαγές. Κάποιοι επιτήδειοι (συνακολουθούντες ή και ντόπιοι ασιάτες) εκμεταλλεύονται αυτήν την απειρία και απομυζούν σκοτεινά κέρδη -νομίσματα και λάφυρα- φτιάχνοντας μεγάλες αν και αφανείς περιουσίες. Θυμήθηκα ότι κάτι μου είχε αναφέρει σχετικά ο Οινοκράτης (ή μήπως ήταν ο Ευρυμέδοντας;)  πριν την αναχώρηση, αλλά μέσα στην αναμπουμπούλα της προετοιμασίας δεν είχα δώσει επαρκή σημασία. Τώρα βλέπω ότι ο Παλαμήδης ενδέχεται να έχει δίκιο και καλό θα είναι να αντιμετωπίσουμε τη κατάσταση προτού πολλοί οπλίτες βρεθούν ξαφνικά καταχρεωμένοι.

Τα λόγια του βετεράνου με έκαναν να θυμηθώ τα όσα μου είπε ο Ευμένης για την επιθυμία του Αλέξανδρου να μάθει τις σκέψεις και τις προσδοκίες του στρατεύματος, προκειμένου να πάρει οριστικές αποφάσεις για τη συνέχιση ή όχι της προέλασης  (μετά την -προβλεπόμενη- εξουδετέρωση του Δαρείου).  Σκέφτομαι ότι αν επιχειρηθεί μια τέτοια διερεύνηση είναι πιθανό να έρθουν στην επιφάνεια πολλές απρόβλεπτες πτυχές της κατάστασης που επικρατεί στη βάση της στρατιάς. Αποφασίζω ότι θα είναι καλό να αναφέρω τις διαπιστώσεις του απόμαχου στον Καλλισθένη στην επόμενη επιστολή μου.

Με τον Παλαμήδη μιλάμε και για ο Άστυ των Αθηνών. Λείπει κι αυτός από κει πάνω-κάτω όσο κι εγώ. Όπως κι εγώ, προσπαθεί να ξαναμπεί κάπως στο κλίμα της πόλης για να μη φανεί απληροφόρητος κι αποξενωμένος όταν ξεμπαρκάρει. Γι αυτό, κάθε τόσο, ζητάει από τους πρέσβεις πληροφορίες για τα όσα έχουν συμβεί στην Αθήνα τα τελευταία χρόνια.

Οι πρέσβεις δεν ξανοίγονται ιδιαίτερα και τηρούν την διπλωματική τους επιφυλακτικότητα, προπαντός όταν η κουβέντα αφορά στις πολύπλοκες πολιτικές ισορροπίες της Αττικής και όταν οι ίδιοι βρίσκονται σε πλήρη νηφαλιότητα. Που πάει να πει ότι  γίνονται κάπως πιο ομιλητικοί σε δυο περιπτώσεις: Όταν τυχαίνει η συζήτηση να συνοδεύεται από υγρά κατασκευάσματα βακχικής προέλευσης και Οινοκρατικής παρασκευής και, βέβαια,  όταν τα θέματα αφορούν στα καλλιτεχνικά και τα αθλητικά δρώμενα…

Από αυτά που ήδη ξέρω, λόγω της μακρόχρονης παραμονής μου στην πόλη της Παλλάδας, αλλά και έχοντας ενημερωθεί όσο γίνεται πιο αναλυτικά από τους προϊστάμενούς μου και τις υπηρεσίες, πριν την αναχώρηση, καθώς και από αυτά που συμπεραίνω  από τα υπαινικτικά σχόλια που ξεφεύγουν από τους πρέσβεις, η κατάσταση που, κατά πάσα πιθανότητα, θα βρω στην Αθήνα άμα τη αφίξει, σε γενικές γραμμές, έχει ως εξής:

Πρώτα η γενική πολιτική κατάσταση.

Η εξουσία στην Αττική, βέβαια, εξακολουθεί να ασκείται με βάση την αθηναϊκή επινόηση του ¨αρχηγεύοντος Δήμου¨ που αποκαλείται ¨Δημοκρατία¨ και  που αποτελεί βασική συνιστώσα του πανελλήνιου γοήτρου  των Αθηνών, ενώ κάποιες παραλλαγές της εφαρμόζονται και στις πόλεις που τελούν κάτω από την Αθηναϊκή επιρροή.

Στο κυρίαρχο όργανο αυτού του πολιτεύματος, τη Συνέλευση των Πολιτών, (ή Εκκλησία του Δήμου, όπως την αποκαλούν οι Αθηναίοι) οι συσπειρώσεις, εδώ και καιρό, δεν είναι πια εκείνες του παρελθόντος. Δεν είναι πια διακριτοί, όσο άλλοτε, οι ¨ολιγαρχικοί¨ σε αντιπαράθεση με τους ¨δημοκρατικούς¨, ή, ας πούμε, οι ¨παράλιοι (ναυτικοί, έμποροι)¨ κόντρα στους ¨μεσόγειους¨ (κτηματίες), ή τους ¨ορεινούς¨ (φτωχοί αγρότες και κτηνοτρόφοι)  ή τους κατοίκους του κεντρικού άστεως, τους επιλεγόμενους και ¨αστούς¨ (όπου συγχρωτίζονται οι διοικητικοί με τους βιοτέχνες, τους καλλιτέχνες  και αδιευκρίνιστους άλλους).  Εδώ και πάνω από μια δεκαετία, -σημεία των καιρών- στη Συνέλευση έχουν σχηματιστεί δύο κυρίαρχες ομάδες: από τη μια μεριά οι φίλοι των Μακεδόνων και από την άλλη οι κεντρομόλοι Αθηνοκεντρικοί. Δίπλα σε αυτά τα δύο ¨κόμματα¨υπάρχουν (αν και -εκ των πραγμάτων- σε  κρίση), οι μικρότερες ομάδες των κρυπτο-λακωνιζόντων και, πιθανώς να επιβιώνουν ακόμη και κάποιοι κρυπτο-μυδίζοντες.

Πολλούς από όλους αυτούς τους γνωρίζω από παλιά. Ίσως όμως την τελευταία τετραετία να αναδείχτηκαν στη δημόσια ζωή της πολιτείας και άλλα, νέα πρόσωπα,  που να μην τα ξέρω και τα οποία  έχουν διαφύγει της προσοχής των υπηρεσιών  που παρακολουθούν τις εξελίξεις απ’ τους μακρινούς σταθμούς της ασιατικής εκστρατείας

Παρεμπιπτόντως σκέφτομαι ότι, εδώ που τα λέμε, στην πολιτική ζωή, -της κατά τα άλλα καινοτόμου Αθήνας- κυριαρχούν οι γηραιοί (εξηντάρηδες και βάλε), ενώ η ηγεσία της εκστρατείας αποτελείται ως επί το πλείστον από νέους κάτω των τριάντα ετών. Πάντως τίποτα δεν αποκλείει οι ¨παλιοί¨ των Αθηνών να έχουν αναπροσαρμόσει τις απόψεις τους,  γιατί αυτή η τελευταία τετραετία έχει φέρει τα πάνω κάτω σε ολόκληρη την υφήλιο.

Σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει έγκυρα να διαπιστώσω πόσο ειλικρινής είναι φιλία εκείνων που αναγνωρίζουν τον κυρίαρχο ρόλο του Αλέξανδρου στην ελληνική επέκταση (και τους νέους συσχετισμούς που προκύπτουν από αυτήν) και εάν εκείνοι που εκπροσωπούν αυτή την τάση είναι πρόσωπα αξιόλογα και αξιοσέβαστα ή αν έχουν παρεισφρήσει στις τάξεις τους οι συνήθεις αφερέγγυοι καιροσκόποι.  Δηλαδή θα πρέπει να εξακριβώσω ποιοι ακολουθούν τους Μακεδόνες επειδή θεωρούν πως είναι οι μόνοι που θα μπορούσαν να υλοποιήσουν τα όσα είχε οραματιστεί για τους Έλληνες ο δάσκαλος Ισοκράτης και ποιοι, αντίθετα, τους υποστηρίζουν απλά και μόνο επειδή επωφελούνται από το να είναι με τους ισχυρότερους, είτε αυτοί είναι Μακεδόνες, είτε Λακεδαιμόνιοι είτε Πέρσες.

Πριν την θριαμβευτική εξόρμηση του Αλέξανδρου προς ανατολάς, οι κύριοι εκπρόσωποι των φιλικά διακείμενων προς τους μακεδόνες βασιλείς στην Αθήνα, πέρα από τον ειρηνιστή Εύβουλο που όντας πλέον πάνω από εβδομήντα πέντε ετών,  έχει αποσυρθεί από τα κοινά, και τον Φιλοκράτη (εκείνον της ομώνυμης ¨ειρήνης¨, που βρίσκεται ακόμη αυτοεξόριστος με μια θανατική ποινή που δεν έχει ακόμα αρθεί, να επικρέμεται στην κεφαλή του), ήταν -και απ’ ό, τι φαίνεται εξακολουθούν να είναι- ο Αισχίνης από το δήμο των Κοθωκιδών και ο Δημάδης από την Παιανία.

Οι δυο τους διαφέρουν στην ηλικία κατά μία δεκαετία, (πάνω κάτω εξηντάρης σήμερα ο Αισχίνης, πενηντάρης ο Δημάδης) και κατάγονται και οι δύο από τα φτωχά στρώματα του Αθηναϊκού πληθυσμού. Ο πατέρας του Αισχύνη ήταν εγγράμματος δούλος που χειραφετήθηκε πολεμώντας για την Αθηναϊκή Δημοκρατία, ενώ του Δημάδη ήταν βαρκάρης. Μοιάζουν επίσης στο ότι και οι δυο, στην αρχή της πολιτικής τους ζωής, αντιμετώπισαν την μακεδονική επέκταση ως κίνδυνο για την Αθήνα, όμως αργότερα άλλαξαν γνώμη, διαφοροποιήθηκαν από τον πολυπράγμονα, αλλά συνεπή αντιμακεδόνα Δημοσθένη και ηγήθηκαν της παράταξης των φιλομακεδόνων. Κατά τα άλλα μπορεί να πει κανείς ότι πρόκειται για δύο εντελώς διαφορετικούς χαρακτήρες. Ο Αισχύνης, μοιάζει συνεπής στις αρχές που τώρα διακηρύσσει, ενώ τον Δημάδη οι περισσότεροι τον θεωρούν καιροσκόπο και θηρευτή πολιτικών (και οικονομικών) ευκαιριών.

όπλα

Όμως, πιο σημαντική από την τη διερεύνηση των προσκείμενων, είναι η ανάλυση της επιρροής των ενάντιων, δηλαδή εκείνων που εξακολουθούν να πιστεύουν ότι η Αθήνα, παρά τις ήττες και τις απώλειες των πρόσφατων χρόνων, μπορεί ακόμη να αποτελέσει την ηγέτιδα δύναμη των ελλήνων.

Εγώ που επιστρέφω από μια εκστρατεία που ανατρέπει και εξαρθρώνει βασίλεια και αυτοκρατορίες, αν δεν γνώριζα από κοντά τις αθηναϊκές ιδιομορφίες, θα απορούσα με την ανθεκτικότητα και την επιμονή με την οποία η Αθήνα εξακολουθεί να διεκδικεί όχι μόνο αυτονομία αλλά και ηγετικό ρόλο στις τρέχουσες εξελίξεις. Εγώ όμως ξέρω ότι οι Αθηναίοι είναι μαθημένοι όχι μόνο να συμμετέχουν στη διοίκηση της πόλης τους, αλλά και η πόλη τους να παίζει αποφασιστικό ρόλο στις διεθνείς εξελίξεις. Επομένως πολύ δύσκολα θα ανεχθούν μία παγκόσμια τάξη στην οποία οι αποφάσεις θα παίρνονται σε κάποιο απομακρυσμένο αυτοκρατορικό  κέντρο. Ξέρω, επίσης ότι ανάμεσα στους αντιμακεδόνες υπάρχουν ορισμένα σπινθηροβόλα πνεύματα.

Επικεφαλής τους βρίσκεται ο πασίγνωστος πλέον ρήτορας Δημοσθένης, που πρέπει να είναι πλέον περίπου πενήντα τεσσάρων ή πενήντα πέντε ετών. Μαζί του ο γηραιότερος (πρέπει να ‘χει πατήσει τα εξήντα), ευπατρίδης   Λυκούργος, από την ιερατική γενιά των Βουτάδων, ικανός διαχειριστής των οικονομικών που, παρά ταύτα, δεν έχει χάσει την φήμη του ¨υπεράνω χρημάτων¨. Στην ίδια περίπου ηλικία και ο παλιός μαθητής του Ισοκράτη, ο πλούσιος και καλοζωισμένος ρήτορας Υπερίδης. Ίσως, κατα τη διάρκεια της απουσίας μου από την Αθήνα να έχουν αναδειχτεί και ανάμεσα στους αντιμακεδόνες, άλλα, νεότερα στελέχη.

Πάντως, από ότι φαίνεται, ο κυριότερος, από τους αθηναίους ηγέτες αυτή τη στιγμή είναι ο ικανός τηρητής ισορροπιών, (γηραιός κι αυτός, πάνω από εβδομήντα) στρατηγός Φωκίωνας, που συνδυάζει τις εξής αντιφατικές ιδιότητες: Αφενός (όντας παλιός ολιγαρχικός και φιλολάκων) μοιάζει να είναι ένας από τους λιγότερο δημοφιλείς πολιτικούς της Δημοκρατίας, ο οποίος όμως, παρά την αντιδημοτικότητά του, εξακολουθεί να εκλέγεται αδιάκοπα σε καίριες θέσεις και να επηρεάζει αποφασιστικά τα τεκταινόμενα. Αφετέρου, όλοι συμφωνούν ότι πρόκειται για ένα σπάνιο δείγμα (τουλάχιστο για τη σημερινή αθηναϊκή δημοκρατία) αδιάφθορου και ανυστερόβουλου πολιτικού ηγέτη. Ο Αλέξανδρος τον εκτιμά ιδιαίτερα και η υπηρεσία μού έχει αναθέσει ειδική μεταχείριση σε ό, τι τον αφορά.

Παράλληλα με την αξιολόγηση των καταστάσεων και των χαρακτήρων που επικρατούν στην πολιτική ζωή της πόλης της Παλλάδος, θα πρέπει να διερευνήσω, με άκρα διακριτικότητα, πώς εξελίσσονται οι σχέσεις της Αθήνας με τον αντιβασιλέα Αντίπατρο. Είναι αναμενόμενο ότι ο Μακεδόνας στρατηγός, μόλις συνέλθει από την επώδυνη νίκη του επί των Σπαρτιατών στη Μεγαλόπολη, θα ασχοληθεί ειδικότερα με τους Αθηναίους. Μέχρι στιγμής δεν έχει ενημερώσει την ηγεσία για τις ακριβείς προθέσεις του, και πιθανώς θεωρεί πλεοναστικό ή και περιττό να ζητήσει κατευθυντήριες γραμμές από το επιτελείο της εκστρατείας, αλλά είναι εξ ίσου πιθανό να έχει κατ’ ευθείαν επαφή με τον Αλέξανδρο. Σε κάθε περίπτωση, φαίνεται ότι ο Βασιλιάς επιθυμεί συμπληρωματική πληροφόρηση για τη δράση του αντιβασιλέα. Ο Ευμένης θεωρεί ότι οι ανησυχίες του Αλέξανδρου για τη συμπεριφορά του Αντίπατρου οφείλονται σε καταγγελίες της βασιλομήτορος Ολυμπιάδας, η οποία είναι γνωστό ότι αντιπαθεί τον στρατηγό που αντικαθιστά το γιο της στο βασίλειο της  Μακεδονίας.

Ο Ευμένης ήταν αρκετά σαφής σχετικά με αυτό το θέμα. Θα πρέπει να εξακριβώσω εάν ο Αντίπατρος έχει ήδη διεισδύσει ¨αυτόνομα¨ στους κύκλους της Αθηναϊκής ηγεσίας ή όχι, καθώς επίσης πώς τον αντιμετωπίζουν γενικότερα οι έλληνες του νότου.

5greca

Όμως δεν ξεχνώ ότι ο βασικός λόγος που είμαι εδώ, ο λόγος για τον οποίο ο Καλλισθένης με πρότεινε για αυτήν την αποστολή, είναι η αποκατάσταση της επαφής της ομάδας μας με τον δάσκαλο Αριστοτέλη. Η κρισιμότητα των καιρών που διανύουμε, η αναγκαιότητα να ληφθούν οσονούπω αποφάσεις που θα επηρεάσουν τον απώτερο βίο των Ελλήνων και παράλληλα η ανάπτυξη στην αυλή του Αλέξανδρου οργανωμένων ανταγωνιστικών ομάδων με απρόβλεπτη επιρροή, καθιστούν αναγκαία και επείγουσα μια διαβούλευση εκείνων που δρουν στο μέτωπο της Εξόρμησης με τους Σοφούς που μπορούν να συμβάλουν έστω από τα μετόπισθεν. Δηλαδή (επί της ουσίας) με τον εγκυρότερο σημερινό φιλόσοφο: τον Αριστοτέλη.  Επί πλέον η αλληλογραφία με τους σοφούς των μετόπισθεν θα πρέπει να επανα-κωδικοποιηθεί έτσι ώστε να  προφυλαχτεί από τις παρεμβάσεις και τις υποκλοπές των -όλο και πιο επικίνδυνων- ¨άλλων¨

Ο Σταγειρήτης όχι μόνο έχει άποψη για την εκστρατεία, αλλά και ξέρει καλά πρόσωπα και πράγματα. Πέρα από τον ίδιο τον Αλέξανδρο, που τρέφει για τον ¨πνευματικό του πατέρα¨ ιδιαίτερη εκτίμηση αν όχι αγάπη, τον υπολογίζουν και τον σέβονται πολλοί από τους νεαρούς μακεδόνες στρατηγούς που υπήρξαν κι αυτοί μαθητές του.  Εάν αυτήν τη στιγμή είναι καθοριστικής σημασίας κάποιος να συμβουλέψει τον βασιλιά, έτσι ώστε το Μεγάλο Επίτευγμα να μην συρρικνωθεί σε μια σειρά αιματηρών συγκρούσεων προς άγραν χρυσού και επιβολής, δεν υπάρχει ιδεωδέστερος από τον Αριστοτέλη.

Ο Καλλισθένης θα επιθυμούσε να μιλήσει ο ίδιος με τον Δάσκαλο, όμως ο τραυματισμός του απέκλεισε ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Έτσι σκέφτηκε ότι θα μπορούσα να αναλάβω εγώ έναν μεσολαβητικό ρόλο.

Immagine19

Να ‘μαι λοιπόν να πλέω με την πλώρη στραμμένη προς τα λιμάνια του Πειραιά και να αναλογίζομαι πως θα καταφέρω να τα βγάλω πέρα.

Και… δεν είναι μόνο αυτά… (χαμογελάω). Είναι και η εκδούλευση που έχω υποσχεθεί στον Άρπαλο, καθώς και οι χαιρετισμοί που πρέπει να μεταφέρω από την Θαϊδα στη κυρά – Φρύνη.

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , , , , , , | Leave a Comment »

Μυθιστόρημα υπό εκπόνηση. Μέρος Ε΄, Κεφάλαιο ένατο. Στο βάθος: αι Αθήναι

Posted by vnottas στο 17 Απριλίου, 2017

[Προσωρινός τίτλος: Κύλικες και δόρατα.

Προσωρινός υπότιτλος: Ημέρες και έργα του Εύελπι του Μεγαρέα, λόγιου στην ακολουθία του Αλέξανδρου του Γ΄ του Μακεδόνα, κατά την μεγάλη ασιατική εκστρατεία.]

212643

Κεφάλαιο όγδοο: Στο βάθος Αθήναι

Είναι μια όμορφη καλοκαιρινή μέρα, πρωί. Η νηοπομπή έχει πάρει το τριγωνικό σχήμα της αιχμής του βέλους και στοχεύει τη στεριά που έχει φανεί στο βάθος, βορειοδυτικά. Το άσπρο σημάδι πάνω στη κορυφή των βράχων δε μπορεί παρά να είναι ο ναός του Ποσειδώνα στο Σούνιο. Η εμφάνισή του σημαίνει ότι ο Ιχθυόφιλος Τριαινοφόρος τους έχει συμπαρασταθεί ως το τέλος και ότι, όπου να ‘ναι, το ταξίδι ολοκληρώνεται αισίως.

Η πρώτη επιτροπή υποδοχής που συναντούν μπαίνοντας στον Σαρωνικό κόλπο είναι μια παρέα γλάροι, ασυντόνιστοι και ατομικιστές, που παίρνουν να στριφογυρίζουν  ανάμεσα στους ιστούς και τα, στραβοφουσκωμένα απ’ το βορειοδυτικό αεράκι,  ιστία. Οι κρωγμοί τους καλύπτουν  για μια στιγμή τους παφλασμούς των κυμάτων πάνω στα σκάφη και το ρυθμικό ήχο των κουπιών που βυθίζονται στα γαλάζια νερά για να βοηθήσουν κι αυτά την πλεύση. Τα κρωξίματα συναγωνίζονται για λίγο, με τρόπο χλευαστικό θα ‘λεγε κανείς, τους ήχους των τυμπανιστών που παροτρύνουν και συντονίζουν τους κωπηλάτες και μετά, οι γλάροι, ο ένας μετά τον άλλο, απομακρύνονται ακολουθώντας ένα κοπάδι σαρδέλες που κατευθύνεται προς τις ακτές της Αίγινας.

Ύστερα από λίγο στρίβουν και τα πλοία για να πάρουν πορεία παράλληλη με την νοτιοδυτική ακτή της Αττικής χερσονήσου.

δ

Ο Οινοκράτης είναι καθισμένος πάνω σε μια κουλούρα καραβίσιο σκοινί και επιθεωρεί την ακτή που παρελαύνει.

«Δεν φαίνεται από εδώ», λέει στον Χοντρόη, «αλλά πίσω από το ναό του Ποσειδώνα βρίσκεται ο τόπος στον οποίο οι Αθηναίοι οφείλουν πολλά, και κυρίως τον στόλο τους».

Ο Πέρσης είναι ακουμπισμένος στην κουπαστή και ατενίζει κι αυτός τη στεριά. «Εστί ουν εκεί δάσος πιπυκνόν και δένδρα υψηλόκορμα;» ρωτάει με θαυμασμό. «Αρέσκομαι των δασών, προποτιμητέα των ερημικών εκτάσεων ταύτα εισίν!»

«Όχι, δεν έχει δάσος. Την ξυλεία για την κατασκευή των σκαφών την παίρνουν  από τα δασωμένα βουνά της Αττικής ή την εισάγουν από αλλού∙ εκεί πίσω έχει κάτι πολυτιμότερο. Εκεί, σε μικρή απόσταση από το ναό, βρίσκονται τα περίφημα δημόσια μεταλλεία του Λαυρίου. Ασήμι και μόλυβδος! Από εκεί προέρχονται οι δημοφιλείς αθηναϊκές δραχμές και από εκεί χρηματοδοτούνται σε μεγάλο βαθμό οι ναυπηγήσεις των πλοίων της Δημοκρατίας.

«Τι ουν εστί ¨δημόσια¨ μεταλλεία;» ξαναρωτάει ο ασιάτης.

«Το ¨δημόσια¨ σε μπερδεύει; Καταλαβαίνω, εσείς δεν έχετε τέτοια. Σε σας τα πάντα ανήκουν σε κάποιον και ο, τι περισσεύει ανήκει στο Μεγάλο Βασιλέα, έτσι δεν είναι; Ή μάλλον δεν το είπα καλά, διορθώνω: Όλα ανήκουν στο Μεγάλο Βασιλέα και αυτός ό, τι του περισσεύει μπορεί να το παραχωρεί στους ιδιώτες». Ο Οινοκράτης χαμογελάει. «Εδώ δεν είναι ακριβώς έτσι. Εδώ ό, τι δεν ανήκει στους ιδιώτες ανήκει σε όλους. Όταν λέμε ¨όλοι¨ εννοούμε βεβαίως τους ελεύθερους πολίτες, οι οποίοι αποτελούν το Δήμο. Ό, τι ανήκει στο Δήμο είναι Δημόσιο. Τα μεταλλεία του Λαυρίου, εκεί πίσω είναι ένα καλό παράδειγμα».

«Και οίτινες εκεί εργάζονται τι θέλει εισίν;» απορεί ο Χοντρόης.

«Στα λατομεία έχει απ’ όλα. Από φτωχούς αλλά ελεύθερους πολίτες που εργάζονται με μισθό, κυρίως ως επόπτες, έως ανελεύθερους που δουλεύουν στις στοές. Από αυτούς τους τελευταίους άλλοι ανήκουν στο δημόσιο και άλλοι σε ιδιώτες που έχουν αναλάβει συγκεκριμένα έργα σε σύμβαση με την πολιτεία. Και οι μεν και οι δε είναι οι πιο τυραννισμένοι δούλοι. Περισσότερο και από τους ερέτες και τους υπ’ ερέτες  στα εμπορικά πλοία, οι οποίοι υποφέρουν μεν αλυσοδεμένοι, αλλά μπορούν τουλάχιστον να χαρούν το φώς της ημέρας».

«Άρα ουκ επ’ αγαθώ τω δημοσίω ανήκειν;».

«Εξαρτάται. Υπάρχουν περιπτώσεις που είναι πολύ καλύτερα να ανήκεις στην κοινότητα παρά σε έναν οποιονδήποτε ιδιώτη. Για παράδειγμα πάρε τους τοξότες -θα τους γνωρίσεις σύντομα, είναι κάτι θεόρατοι ξανθοί Θράκες- που οι Αθηναίοι χρησιμοποιούν για την επιτήρηση της εφαρμογής των νόμων και των κανόνων στο κέντρο της πόλης. Αυτοί, ανάμεσα στα άλλα προνόμια που έχουν, οπλοφορούν κιόλας (με αυτά τα ¨δόλια όπλα¨, όπως αποκαλούν τα τόξα οι Δωριείς κύριοί μου). Πρέπει να ξέρεις ότι η οπλοφορία είναι απαγορευμένη, όχι μόνο στους δούλους αλλά και στους απελεύθερους και, συχνά, ακόμη και στους μέτοικους, οι οποίοι μπορούν μερικές φορές να φέρουν όπλα, αλλά μόνον κατ’ εξαίρεση και με ειδική άδεια. Βέβαια σε περίπτωση που η πόλη βρίσκεται σε θανάσιμη απειλή, όπως όταν είχαν εισβάλει οι δικοί σας, τότε τα όπλα δίνονται σε όλους».

minoan_410_310_8

Ο Χοντρόης έχει ένα σωρό απορίες,  και ο Οινοκράτης ανασύρει από το παρελθόν τις γνώσεις και τις εμπειρίες του από τη γη των Αθηναίων και του απαντάει ευχαρίστως.

«Αι λευκαί εν ταις παπαραλίαις γραμμαί τινί τρόπω γεγόνασιν;»

«Τι στην ευχή, δενς έχεις ξαναδεί αλυκές; Αλλά έχεις δίκιο, εσείς το αλάτι το βγάζετε από τη γή, ως ορυκτό, και μετά το πουλάτε πανάκριβο. Ποιο ακριβό κι από τα ινδικά καρυκεύματα… Εμείς εδώ το βγάζουμε από τη θάλασσα. Όμως, αν μείνουμε αρκετά εδώ, θα έχεις την ευκαιρία να διαπιστώσεις ότι το ¨αττικόν άλας¨ δεν είναι μόνο ευχάριστο στη γεύση, αλλά κάνει καλό και στο πνεύμα…»

Ο Χοντρόης τον κοιτάζει ερωτηματικά.

«Άσε» λέει ο Οινοκράτης «κάθε πράγμα στην ώρα του». Ύστερα συνεχίζει τη ξενάγηση: «Οι δύο πύργοι που βλέπεις πίσω από τις αλυκές ανήκουν στο ναό του Απόλλωνα Ζωστήρα,  σε λίγο θα δούμε και το μεγάλο άγαλμα του Απόλλωνα που είναι στημένο ανάμεσά τους. Τώρα που τους κοιτάμε, σίγουρα μας παρατηρούν κι αυτοί, δηλαδή οι ιερείς που εδρεύουν εκεί, γιατί εκτός των άλλων, δουλειά τους είναι να επιτηρούν τη κίνηση στο Σαρωνικό.

Τις ξέρες μπροστά από ναό τις βλέπεις; Ξέρεις τι λένε οι Αθηναίοι γι αυτές; Λένε ότι ο στόλος του Μεγάλου Βασιλιά σας, ύστερα από την ήττα στη Σαλαμίνα, είχε τέτοιο φόβο που νόμιζε ότι τα βράχια ήταν αθηναϊκά πλοία που τους κυνηγούσαν…»

scan0033

Έχει μεσημεριάσει, τα πλοία πλέουν ανεμπόδιστα και οι κωπηλάτες με τη βοήθεια του αυλητή έχουν  πιάσει ένα παλιό θαλασσινό τραγούδι.

Ο Οινοκράτης δείχνει τα στρογγυλά υψώματα στο βάθος, «Αυτό το καταπράσινο βουνό που άρχισε να υψώνεται στα δεξιά μας το λένε Υμηττό. Όταν θα είμαστε στο Άστυ, θα βλέπουμε τον ήλιο να ανατέλλει από την κορυφή του. Εκείνο εκεί το κτίσμα που ξεχωρίζει στην ακτή είναι ένα από τα πιο παλιά θέατρα της Αττικής. Είναι αφιερωμένο στον Διόνυσο και ανήκει στο δήμο του Ευωνύμου. Ξέρεις τι είναι τα θέατρα, έτσι δεν είναι;»

«Ο ημέτερος τέως κύριος, ο εξ Ελλάδος, ο παπάσχων το άλγος του νόστου, σφόδρα τα επεπεθύμει»

«Το πιστεύω και τον κατανοώ. Τέλος πάντων, αφού φτάσαμε ως εδώ σημαίνει ότι όπου να ‘ναι θα είμαστε στο Φάληρο, τον παλιό λιμάνι της Αθήνας. Αλλά απ’ ότι ξέρω δε θα αποβιβαστούμε εκεί. Οι Αθηναίοι έχουν ειδοποιηθεί για την άφιξή μας και μια επιτροπή θα μας περιμένει στο λιμάνι της Ζέας, ένα από τα λιμάνια του Πειραιά.  Αλλά για κοίταξε προς τα εκεί…»

Ο Οινοκράτης δείχνει προς τα βορειοδυτικά. «Τα βλέπεις τα υψώματα που διαγράφονται στο βάθος; Ε, ναι, το τριγωνικό είναι ο λόφος του Λυκαβηττού,  το άλλο, πιο αριστερά, είναι ο Λόφος των Μουσών, αλλά οι λάμψεις που βλέπεις στη κορυφή του προέρχονται από τον Παρθενώνα που βρίσκεται πάνω στην Ακρόπολη, ακριβώς από πίσω.

Ο Χοντρόης γυρίζει προς τα κει και προσπαθεί να διακρίνει τον περίφημο ναό της παρθένου Αθηνάς.

«Καλά, μη ξελαιμιαστείς κιόλας», του λέει ο Οινοκράτης «Μια απ’ αυτές τις μέρες θα σε πάω να τον δεις από κοντά».

Το σκέφτεται για λίγο και μετά προσθέτει:

 «Και όχι μόνον εκεί. Θα τα εξερευνήσουμε για τα καλά τα αθηναϊκά πεδία οι δυο μας Χοντρόη. Έχουμε να διαλευκάνουμε πολλών λογιών μυστήρια: εκείνα που θα μας αναθέσουν και άλλα, που μας τα φόρτωσε η ζωή. Μη με κοιτάς με ανησυχία όταν λέω ¨μας¨, εμένα εννοώ, αλλά να είσαι σίγουρος ότι όλα τα κουβάρια θα τα ξεμπλέξουμε.  Εσύ αρκεί να είσαι εν τάξει με τον φίλο σου τον Οινοκράτη κι όλα θα πάνε κατ’ ευχή. Να δεις που τελικά η Αθήνα θα σου αρέσει. Ε, τι λες αείκυκλε και πεπεριστρεφόμενε;» ρωτάει ο Οινοκράτης και γελάει. «Συμφωνείς;»

«Μετ’ επιπιτάσεως!», συμφωνεί ο Χοντρόης… και ανησυχεί: «Εξεφράσθην ορθώς;»

«Η ¨επίταση[1]¨ πάει μια χαρά, και η ¨πρόταση¨ και η ¨κατάστασ稻, απαντά ο Οινοκράτης καθώς ο νους του σκαλώνει στους όρους ανάλυσης της θεατρικού δράματος με την οποία είχε ασχοληθεί για κάποιο διάστημα κατά το απώτερο νεανικό συρακούσιο παρελθόν του. «Αρκεί, ευτραφέστατε, να αποφύγουμε την ¨καταστροφή¨».

****

[1] επίτασις: ένα από τα πέντε μέρη στα οποία αναλύεται η πλοκή του κλασσικού αρχαίου δράματος: Πρόλογος, πρόταση, επίταση, κατάσταση, καταστροφή ή λύση. Οι Συρακούσες θεωρούνται πόλη πρωταρχικού ενδιαφέροντος για όποιον ασχολείται με την ιστορία του Θεάτρου αλλά και της Ρητορικής

88dd190597615cb4264c0b8a76a336b1

 

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , | Leave a Comment »

Μυθιστόρημα υπό εκπόνηση. Μέρος Ε΄, Κεφάλαιο έβδομο: Και να που ο Οινοκράτης γράφει κι αυτός!  

Posted by vnottas στο 8 Απριλίου, 2017

 

[Προσωρινός τίτλος: Κύλικες και δόρατα.

Προσωρινός υπότιτλος: Ημέρες και έργα του Εύελπι του Μεγαρέα, λόγιου στην ακολουθία του Αλέξανδρου του Γ΄ του Μακεδόνα, κατά την μεγάλη ασιατική εκστρατεία.]

images (2)

Κεφάλαιο έβδομο. Και να που ο Οινοκράτης γράφει κι αυτός

Ο Οινοκράτης αντιμετωπίζει αυτό το ταξίδι με την συνήθη ¨φιλοσοφική¨ του διάθεση. Ωστόσο η ζωή του έχει μπει τον τελευταίο καιρό σε νέα καλούπια, καθώς η ανέλπιστη προοπτική χειραφέτησης έχει φανεί στον ορίζοντα. Κατά συνέπεια μέσα του έχουν αρχίσει κάποιες διεργασίες που, όσο κι αν δεν τις συνειδητοποιεί πλήρως, παράγουν νέες σκέψεις και νέες συμπεριφορές. Για παράδειγμα, νοιώθει την ανάγκη να αλληλογραφήσει κι αυτός με κάποιον -κάτι που δεν του είχε συμβεί ποτέ στο παρελθόν- και έτσι να έχει την ευκαιρία να αφηγηθεί (και στον εαυτό του τον ίδιο)  τα όσα γίνονται γύρω και μέσα του. Καταγραμμένη σε μια επιστολή, η πραγματικότητα, θα μπορούσε να γίνει περισσότερο οικεία, ερμηνεύσιμη, και αποδεκτή. Η καταγραφή είναι σίγουρος ότι θα τον βοηθήσει να βάλει κάποια πράγματα στη θέση τους.

Για την επιλογή του αποδέκτη των επιστολών του δεν δυσκολεύτηκε ιδιαίτερα.  Υπάρχει ένα πρόσωπο για το οποίο νοιώθει ήδη μια διαπιστωμένη έλξη και το οποίο βρίσκεται αλλού: Το μικρό γοητευτικό Πουλχερίδιο.

Ή μήπως όλα τα παραπάνω (τα περί φιλοσοφίας της Ζωής, τα περί επανατοποθέτησής του απέναντι στον Κόσμο και τα επιχειρήματα υπέρ των θεραπευτικών ιδιοτήτων της Γραφής) δεν είναι τίποτα άλλο παρά η αναζήτηση μιας αφορμής, προκειμένου να υλοποιήσει την επιθυμία του να έρθει σε επαφή με τη μικρή εκπαιδευόμενη εταίρα που τον έχει καταφανώς γοητεύσει; Δε ξέρουμε. Θα δείξει.

Εκείνο που ξέρουμε είναι ότι ο Οινοκράτης έχει ήδη δημιουργήσει μια σχέση   ¨δι’ αλληλογραφίας¨    και εδώ παρακάτω υπάρχει το κείμενο της δεύτερης επιστολής του προς  το Πουλχερίδιον.

sagittarius_hev2

Αγαπητό Πουλχερίδιο χαίρε

Όπου να ‘ναι αποπλέουμε από το νησί της Τύρου με προορισμό την πατρώες χώρες των Ελλήνων και πριν αφεθούμε και πάλι στις βουλές του Ποσειδώνα σου στέλνω αυτή τη γραφή για να σου αφηγηθώ, όπως σου υποσχέθηκα, τις πιο πρόσφατες περιπέτειες του ταξιδιού.

Βλέπεις, δεν έχω ξεχάσει αυτό που μου εξομολογήθηκες, ότι δηλαδή από τότε που η κυρά σου, η Θαίδα, φρόντισε ώστε να γίνεις κάτοχος της τέχνης της ανάγνωσης και της γραφής, έχεις λατρέψει τη χαρά που μπορούν να προσφέρουν τα αφηγήματα. Για χάρη σου λοιπόν μετατρέπομαι σε αυτοσχέδιο συγγραφέα και σου στέλνω την παρούσα δεύτερη επιστολή με τα νεότερα απ’ όσα συμβαίνουν σ’ αυτή τη διαδρομή επιστροφής στην πατρίδα.

Αυτή τη φορά δεν έχω να σου περιγράψω ερήμους, οάσεις, εξωτικά παζάρια, αλλόκοτες ενδυμασίες και επιβλητικά μνημεία, όπως στην πρώτη γραφή που σου έστειλα, αλλά δυσκολίες και κινδύνους που παραλίγο να ανατρέψουν την πορεία μας, με απρόβλεπτα αποτελέσματα.

Αυτά συνέβησαν όταν φτάσαμε στο νησί της Τύρου, όπου οι Αρχές μας υποδέχτηκαν με ευγένεια και γενναιοδωρία,  αλλά όπου τα πλοία που θα κατέφταναν από την Κύπρο και με τα οποία θα διασχίζαμε την εσωτερική θάλασσα, όχι μόνο δεν ήταν ήδη εδώ, αλλά και καθυστερούσαν αδικαιολόγητα να καταπλεύσουν.

Και όχι μόνο: και η τελευταία νηοπομπή που ξεκίνησε από το νησί προκειμένου να μεταφέρει απόστρατους και τραυματίες πίσω στις ελληνικές πολιτείες, προτού προλάβει να απομακρυνθεί από τις ασιατικές ακτές, είχε πέσει σε πειρατική ενέδρα και είχε υποχρεωθεί να επιστρέψει άρον άρον στην ασφάλεια του λιμένα του νησιού. Όπως κι εμείς, περίμεναν τώρα και οι απόστρατοι να καταφτάσουν τα πλοία που θα τους ενίσχυαν ώστε να ξαναπάρουν το δρόμο του επαναπατρισμού.

Εμένα προσωπικά, αξιαγάπητο Πουλχερίδιο, δεν είναι ότι με χάλαγε ιδιαίτερα αυτή η καθυστέρηση, όμως ο κύριός μου, ο Εύελπις, είχε κάπως δυσαρεστηθεί γιατί ήθελε να εκτελέσει τις εντολές του  μέσα στα προκαθορισμένα χρονικά όρια, άσε δε που οι Αθηναίοι πρέσβεις είχαν αρχίσει να γκρινιάζουν γιατί επιθυμούσαν να είναι εγκαίρως παρόντες στις μεγάλες θερινές αθηναϊκές γιορτές. Όσον αφορά τον κύριό μου θα πρέπει ίσως να σου πω ότι έτσι κι αλλιώς είναι κάπως τεντωμένος και παράξενος. Προφανώς κάτι του λείπει αυτή την περίοδο και το ταξίδι δεν αρκεί για να τον αποσπάσει από τις μελαγχολικές σκέψεις που φαίνεται πως τον πολιορκούν.

Τέλος πάντων, ενώ η ανησυχία για τη συνέχιση του ταξιδιού εντεινόταν, για μια στιγμή φάνηκε ότι θα μπορούσε να υπάρξει κάποια λύση, τουλάχιστο σχετικά με την προώθηση της δικής μας αποστολής προς την Αθήνα: Εδώ και λίγες μέρες είχε καταφτάσει στο λιμάνι μια εμπορική αποστολή από την μακρινή πόλη της Απώτερης Δύσης, την Καρχηδόνα, που όπως ίσως ξέρεις έχει χτιστεί από αποίκους της Τύρου, έτσι όπως κι εμείς οι Συρακούσιοι είμαστε απόγονοι αποίκων από την Κόρινθο. Οι έμποροι λοιπόν, οι οποίοι διέθεταν δύο φορτηγά και τρία συνοδευτικά πλοία, δηλαδή επαρκή χώρο και για εμάς, προσφέρθηκαν να μας πάρουν μαζί τους μέχρι τον Πειραιά.

Αυτή την πρόταση συζητούσαν στο Διοικητήριο, μόλις προχθές το απόγευμα, ο κύριός μου ο Εύελπις και οι  Αθηναίοι πρέσβεις που είχαν κληθεί να πουν τη γνώμη τους, ενώ ήταν επίσης παρών και ο Μένης ο Πελλαίος, ο νεοδιορισμένος Ύπαρχος για όλες τις χώρες εδώ γύρω. Και, αγαπητό μου Πουλχερίδιο, δεν μπορούμε να αποκλείσουμε την υπόθεση ότι θα αποφάσιζαν να αποδεχτούν την πρόταση των εμπόρων, εάν εκεί που συνεδρίαζαν προβληματισμένοι, δεν κατέφταναν ασθμαίνοντας απ’ το τρέξιμο τρία άτομα, τα οποία έφερναν νέες πληροφορίες που ανέτρεπαν την όλη κατάσταση.

Αυτά τα τρία πρόσωπα δεν σου είναι άγνωστα ω αξιαγάπητο Πουλχερίδιον. Το ένα είναι ένας φίλος της κυράς σου, εκείνος που έχει αναλάβει να μεταφέρει της επιστολή της στην κυρά Φρύνη των Αθηνών, ο Αθηναίος Παλαμήδης. Θα τον θυμάσαι υποθέτω, τον είχαμε συναντήσει στα Σούσα και του παράδωσες την επιστολή της Θαίδας όταν βρισκόσουν εκεί. Και το δεύτερο πρόσωπο πρέπει να το θυμάσαι γιατί κι αυτό το γνώρισες όταν επισκέφτηκες τα Σούσα: είναι ο αποκαλούμενος Χοντρόης, εκείνος ο ολοστρόγγυλος Πέρσης με την αξιοπερίεργη προφορά. Το τρίτο πρόσωπο άλλο δεν ήταν παρά ο υπογράφων φίλος και θαυμαστής σου: ο αποκαλούμενος και Οινοκράτης.

Σου εξηγώ τι είχε συμβεί: Προχτές το πρωί, ενώ σεργιάνιζα μαζί με τον Χοντρόη στα στενά του λιμανιού, χρειάστηκε να βοηθήσουμε έναν άνδρα στον οποίο είχαν επιτεθεί τρεις ντόπιοι μαχαιροβγάλτες. Ύστερα από μια επική συμπλοκή κατά την οποία στη σπάθα του  αμυνόμενου προστέθηκαν τα αυτοσχέδια όπλα (βαριά κατσαρολικά) που χρησιμοποιήσαμε με επιδεξιότητα και επιτυχία εγώ και ο παχουλός μου φίλος, οι ντόπιοι το έβαλαν στα πόδια. Ύστερα, με αρκετή έκπληξη ανακάλυψα ότι ο άνδρας που βοηθήσαμε δεν ήταν άλλος από τον Αθηναίο ευπατρίδη, τον Παλαμήδη.

Απ’ ό, τι μας είπε είχε χάσει την προηγούμενη, προτελευταία, αποστολή απόμαχων πίσω στην Ελλάδα  γιατί απ’ ό, τι φαίνεται κάπου είχε μπλέξει -αν κατάλαβα καλά πρέπει να έκοβε βόλτες στη γειτονιά με τους οίκους των τυχερών παιχνιδιών- αλλά είχε προλάβει την τελευταία. Ήταν λοιπόν παρών στη ναυμαχία με τους πειρατές, όμως κατά τη σύγκρουση είχε καταλήξει στη θάλασσα. Κολυμπώντας είχε καταφέρει να φτάσει στην ασιατική ακτή  και ενώ προσπαθούσε να προσανατολιστεί, είχε ανακαλύψει κρυμμένο σε έναν παρακείμενο όρμο έναν ολόκληρο στόλο από εχθρικά σκάφη.

Προχτές το πρωί λοιπόν, ύστερα από περιπετειώδη διαδρομή ημερών, καβάλα σε έναν ημίονο που προμηθεύτηκε από τους ψαράδες ενός παράκτιου χωριού, κατάφερε να επιστρέψει στην Τύρο. Όταν τον συναντήσαμε ετοιμαζόταν να παρουσιαστεί στις αρχές και να αναφέρει την ύπαρξη αυτών των περίεργων πλοίων που δεν είχαν αναρτημένα σημάδια που να καταδείχνουν την προέλευσή τους, αλλά που είχαν ήδη δείξει τις εχθρικές τους προθέσεις. Όμως η επίθεση των νεαρών ίσως και να ‘χε μοιραία αποτελέσματα για τον γενναίο αθηναίο, αν δεν βρισκόμαστε κι εμείς οι δύο εκεί, εντελώς τυχαία.

Λίγο αργότερα, καθώς βαδίζαμε όλοι μαζί  κατά μήκος της προκυμαίας κατευθυνόμενοι προς το διοικητήριο, ό Παλαμήδης πρόσεξε ακόμη κάτι το σημαντικό: ένα από τα πλοία των Καρχηδόνιων ¨εμπόρων¨ που ήταν δεμένο εκεί, ανήκε -το αναγνώρισε αμέσως- στον περίεργο στόλο που είχε εντοπίσει!

01

Κατάλαβες λοιπόν αγαπητό μου Πουλχερίδιο; Εάν ο φίλος και θαυμαστής σου, ο υποφαινόμενος Οινοκράτης και, βεβαίως, ας μη τον ξεχνάμε κι αυτόν: ο παχουλός πλην όμως γενναίος Χοντρόης, δεν είχαν ¨ανακαλύψει¨ και βοηθήσει τον επίσης γενναίο Αθηναίο ευπατρίδη, ίσως αυτή την ώρα θα ήμασταν, εμείς και ολόκληρη η ¨αποστολή των ¨τυραννοκτόνων¨ -έτσι μας αποκαλούν εδώ και ομολογώ ότι μ’ αρέσει η προσωνυμία-  το λιγότερο αιχμάλωτοι των Καρχηδονίων και σήμερα, αντί για την Αθήνα, θα ταξιδεύαμε ως λάφυρα προς τη μακρινή αφρικανική τυρινή αποικία που, απ’ ό, τι ξέρω, τον τελευταίο καιρό μεγαλοπιάνεται.

Άσε που -μεταξύ μας- μπορεί και ο Αθηναίος που πάλευε μεν με γενναιότητα αλλά μόνο με το ευώνυμο χέρι, όντας τραυματισμένος στο δεξί, να μη τα κατάφερνε να εξουδετερώσει από μόνος του τους τρεις νεαρούς μαχαιροβγάλτες και να μας άφηνε χρόνους προτού προλάβει να ειδοποιήσει τις Αρχές και έτσι η πόλη-νησί να έπεφτε απροετοίμαστη στα χέρια του ακατονόμαστου τάχα πειρατικού  στόλου και του δήθεν ¨εμπορικού¨ του δούρειου ίππου.

Χάρη όμως στην παρέμβασή μας, αλλά και στα μέτρα που έλαβε αμέσως ο Μένης ο Ύπαρχος, όλα αυτά αποσοβήθηκαν. Μια ομάδα από ικανούς και καλο-οπλισμένους άνδρες, οι οποίοι υποτίθεται ότι ήταν μέλη της στρατιωτικής συνοδείας των ¨τυραννοκτόνων¨, δηλώνοντας ότι πρέπει να επιθεωρήσει τους χώρους πριν την επιβίβαση, μπήκε με άνεση στο πλοίο του αρχηγού των εμπόρων και συνέλαβε τον καπετάνιο και το πλήρωμα χωρίς να χυθεί αίμα, τουλάχιστον όχι πολύ. Την ίδια τύχη είχαν και τα πληρώματα των άλλων πλοίων της ¨εμπορικής¨ αποστολής.

Παράλληλα ο Μένης έδωσε εντολή τα τραβήξουν την χοντρή αλυσίδα που έκλεινε και ασφάλιζε το λιμάνι, έτσι ώστε να εμποδιστεί τυχόν αιφνιδιαστική επίθεση του ξένου στόλου. Δε χρειάστηκε όμως να συμβεί κάτι τέτοιο, γιατί εκείνη την ώρα στο βάθος στα νοτιοδυτικά φάνηκαν επιτέλους τα ελληνικά πλοία που περιμέναμε. 

Κανένας βέβαια δεν περίμενε να φανούν από αυτή την κατεύθυνση, κανονικά έπρεπε να φτάσουν παραπλέοντας τις ασιατικές ακτές από τα βόρια, οπότε και θα είχαν αναπόφευκτα συναντηθεί με τα εχθρικά σκάφη που καραδοκούσαν εκεί. Προφανώς τα πλοία που ανακάλυψε ο Παλαμήδης γνώριζαν ότι περιμένουμε ενισχύσεις από τους ναυστάθμους της Κύπρου και είχαν στήσει ενέδρα για να τις εξουδετερώσουν και μετά να επιτεθούν ανενόχλητοι στη πόλη-νησί.

 Όμως φέτος οι πρόδρομοι ετήσιοι θερινοί βόρειοι άνεμοι ήταν πολύ ισχυροί και τα πλοία μας είχαν αναγκαστεί να παρεκκλίνουν από τη συνήθη διαδρομή. Οι άνεμοι τα παράσυραν προς τα νότια σχεδόν ως την Αίγυπτο, και χρειάστηκε να περιμένουν να αποδυναμωθεί η ισχύς τους για να μπορέσουν να ξαναβρούν  την παράκτια πορεία, αυτή τη φορά από τα νότια, προς την Τύρο.

Όταν τα πλοία των ενισχύσεων έδεσαν στο λιμάνι έπεφτε ήδη η νύχτα. Μία και μόνη νύχτα για να ξεκουραστούν τα πληρώματα και να ανεφοδιαστούν τα σκάφη. Και αυτό γιατί η ηγεσία, ύστερα από νυχτερινή σύσκεψη, αποφάσισε ότι καμιά αποστολή δεν μπορούσε να ξεκινήσει από το νησί προς την Ελλάδα, πριν εξουδετερωθούν τα πλοία που εντόπισε ο Παλαμήδης. Έτσι λοιπόν χτες το πρωί, ένα ισχυρό ναυτικό σώμα, απαρτιζόμενο από τα καλύτερα απ’ τα αφιχθέντα πλοία και ενισχυμένο με σκάφη και πεζοναύτες από τις τοπικές δυνάμεις, ξεκίνησε προς τα βόρεια για να ξετρυπώσει και να διαλύσει τον εχθρικό στόλο. Παράλληλα, ένα σώμα ιππικού ξεκινούσε προς το σημείο που υπέδειξε στους χάρτες ο Αθηναίος, προκειμένου να καλύψει τη ναυτική σύγκρουση από τη μεριά της στεριάς και να αποτρέψει οποιαδήποτε αποβίβαση των εχθρών στις ακτές.

Αυτά, αγαπητό Πουλχερίδιο, συνέβησαν χτες, αλλά τα νέα για την έκβαση των επιχειρήσεων έφτασαν μόλις σήμερα. Τα νέα δεν είναι άσχημα, άλλα ούτε τόσο καλά όσο ελπίζαμε. Από ό, τι φαίνεται οι Καρχηδόνιοι είχαν άμεση πληροφόρηση για το τι συμβαίνει στο νησί.  Γι αυτό, όταν έμαθαν ότι δεν μπορούσαν πλέον να αιφνιδιάσουν κανένα, ότι η καλυμμένη εμπροσθοφυλακή των ¨εμπόρων¨ είχε αποκαλυφτεί και ότι εναντίον τους κινιόταν ισχυρή ναυτική δύναμη μαζί με  τμήματα του ιππικού, προτίμησαν να αποπλεύσουν επειγόντως. Ο επικεφαλής ναύαρχος των δικών μας πλοίων ζήτησε την έγκριση να τους καταδιώξει, αλλά ο Μένης προτίμησε να δώσει εντολή να επιστρέψουν. Έτσι η μεν Ιστορία έχασε την ευκαιρία να καταγράψει μια ακόμη μεγάλη θαλασσινή σύγκρουση, εμείς όμως ¨η αποστολή των τυραννοκτόνων¨, καθώς και οι απόστρατοι με τους οποίους θα συνταξιδέψουμε, αποκτήσαμε μια αξιόλογη συνοδεία ικανή να αποτρέψει οποιοδήποτε κίνδυνο. 

Τα πλοία αναμένεται να επιστρέψουν το απομεσήμερο και η αναχώρησή μας προβλέπεται για αύριο το πρωί. Έτσι βρήκα τον απαραίτητο χρόνο για να σου γράψω αυτές τις αράδες που ελπίζω και εύχομαι να σε βρουν υγιή και ευτυχισμένη. Όπως εύχομαι ολόκαρδα να βρεις και εσύ το χρόνο και τον τρόπο να μου στείλεις λίγες γραμμές για το τι κάνεις και τι σκέφτεσαι αυτόν τον καιρό. Δε σου κρύβω ότι όλα όσα σε αφορούν με ενδιαφέρουν

Ο αφοσιωμένος σου φίλος, ο και Οινοκράτης αποκαλούμενος.

*

Υστερόγραφο. Μπορείς να καθησυχάσεις την κυρία σου. Ο Παλαμήδης ανέκτησε όλες του τις αποσκευές, συμπεριλαμβανόμενης της επιστολής της προς την Φρύνη. Θα υπάρξει, εκ των πραγμάτων, μια κάποια καθυστέρηση, αλλά η επιστολή θα παραδοθεί αμέσως μόλις φτάσουμε στην Πόλη των Αθηνών.   

15

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , , | Leave a Comment »

Μυθιστόρημα υπό εκπόνηση. Μέρος Ε΄, Κεφάλαιο έκτο: Λίγο παρακάτω…

Posted by vnottas στο 7 Μαρτίου, 2017

[Προσωρινός τίτλος: Κύλικες και δόρατα.

Προσωρινός υπότιτλος: Ημέρες και έργα του Εύελπι του Μεγαρέα, λόγιου στην ακολουθία του Αλέξανδρου του Γ΄ του Μακεδόνα, κατά την μεγάλη ασιατική εκστρατεία.]

Triremi

6. Λίγο παρακάτω…

Στην κεντρική προκυμαία του λιμανιού, λίγο παρακάτω από το σημείο όπου ο Παλαμήδης, ο Οινοκράτης και ο Χοντρόης τα λένε καταναλώνοντας αρακομεζέδες, τα πράγματα εξελίσσονται ως εξής: Ο Μένης και ο Εύελπις, χωρίς τους εθιμοτυπικούς πλεονασμούς που απαιτεί το αξίωμα του πρώτου και συνοδευμένοι μόνον από δύο φρουρούς, έχουν φτάσει στα πλοία των Καρχηδονίων εμπόρων και έχουν ζητήσει να μιλήσουν με τον επικεφαλής.

Οι ναύτες τους οδηγούν σε ένα μικρό αλλά καλοεξοπλισμένο σκάφος, από εκείνα που συνοδεύουν τα στρογγυλά φορτηγά πλοία, -το οποίο, απ’ ό, τι φαίνεται, είναι η έδρα του αρχηγού της αποστολής- αλλά, ¨θα πρέπει να έχουν την καλοσύνη να περιμένουν λίγο¨, γιατί ο επικεφαλής ¨βρίσκεται αυτή τη στιγμή στις αποθήκες του λιμανιού και επιβλέπει την αγορά των τελευταίων προμηθειών για το επικείμενο  ταξίδι επιστροφής¨. Στέλνουν να τον ειδοποιήσουν  και εκείνος, ένας βραχύσωμος αλλά γεροδεμένος  άνδρας με σκαμμένο πρόσωπο, καταφτάνει λίγο αργότερα μαζί μ’ έναν ντόπιο προύχοντα, έναν απ’ εκείνους που είχαν επισκεφτεί χτες τον Μένη.

Ο Καρχηδόνιος και ο Τύριος υποκλίνονται με τον βαθύ ανατολίτικο τρόπο και εκφράζουν τη χαρά τους για την επίσκεψη. Ο γηγενής διευκρινίζει ότι βοηθούσε τον Καρχηδόνιο στις αγορές των εφοδίων και ότι τον συνόδεψε ως εδώ προκειμένου να χρησιμέψει ως μεταφραστής.

Ο Εύελπις ρωτάει απ’ ευθείας: προς τι αυτό το ενδιαφέρον; Προσπαθεί να καταλάβει τι μπορεί να κρύβεται πίσω από την προσφορά βοήθειας που του φαίνεται τόσο απροσδόκητη όσο και περίεργη.

«Τίποτα το παράξενο», απαντά ο επικεφαλής των εμπόρων και ένα είδος χαμόγελου χαράζει το κάτω μέρος του προσώπου του, «δεν είναι για μας κάτι το δύσκολο: η Αθήνα βρίσκεται στη ρότα μας κι έτσι κι αλλιώς θα προσεγγίσουμε το λιμάνι του Πειραιά, όπου  σκοπεύουμε να ανταλλάξουμε ορισμένα απ’ τα εμπορεύματα που φορτώσαμε εδώ, με άλλα, καταλληλότερα για την αγορά της Καρχηδόνας. Χώρος για λίγες δεκάδες επιβάτες υπάρχει στα πλοία, μόνο που, εάν συμφωνήσουμε, θα πρέπει να φροντίσετε για τα επιπλέον τρόφιμα που θα χρειαστούν».

Ο Εύελπις θέλει επίσης να μάθει τα ανταλλάγματα που θα πρέπει να καταβάλει η ελληνική διοίκηση για αυτή την εξυπηρέτηση. Ο Καρχηδόνιος γίνεται πιο διπλωματικός και προσπαθεί να εξηγήσει  ότι, για την πόλη του, η εξακολούθηση των εμπορικών ανταλλαγών με την μητρόπολη Τύρο είναι σημαντική, και ελπίζει πως μια χειρονομία καλής θέλησης από μέρους τους θα συμβάλει στη δημιουργία καλύτερων σχέσεων με τη νέα διοίκηση της πόλης. Επί πλέον, τα λογικά κόμιστρα που ζητούν, σίγουρα θα αποσβέσουν μέρος των εξόδων αυτού του εμπορικού ταξιδιού.

Ο Μένης και ο Εύελπις ανταλλάσσουν βλέμματα που δείχνουν ότι δεν έχουν πλήρως πεισθεί για την σκοπιμότητα της προσφοράς και μετά ο Μεγαρέας λέει στον επικεφαλής ότι θα έχει μια απάντηση μέχρι τη δύση του ήλιου. Εκείνος ξαναυποκλείνεται και παρακαλεί ταπεινοφρόνως να μην υπάρξει καθυστέρηση, γιατί από τη μεριά τους είναι έτοιμοι για τον απόπλου και οι οιωνοί προβλέπουν ότι οι ευνοϊκοί άνεμοι δεν πρόκειται να κρατήσουν πολύ.

images (19)

*

Πάντα στην προκυμαία της Τύρου, λίγο παραπάνω αυτή τη φορά, ο Παλαμήδης σηκώνεται όρθιος απότομα.

«Μα τα κακομούτσουνα δαιμόνια, ξεχάστηκα», λέει. «Όμως τώρα αισθάνομαι πολύ καλύτερα. Δε μένει παρά να προμηθευτώ καναδυό πιο ευπαρουσίαστα ιμάτια. Πρέπει να παρουσιαστώ στις Αρχές και να αναφέρω τα όσα συνέβησαν». Κάνει νόημα στον σερβιτόρο να ‘ρθει να πληρωθεί. Ο Οινοκράτης για μια στιγμή σκέφτεται να προτείνει να πληρώσει εκείνος, αφού ο Παλαμήδης διαθέτει μόνο ό, τι του απέφερε το κρυμμένο δακτυλίδι κι έχει να κάνει και ψώνια,  αλλά επειδή γνωρίζει πια αρκετά καλά τους ηπειρωτικούς Έλληνες, δεν το διακινδυνεύει. Ξέρει ότι ο Αθηναίος ευπατρίδης σίγουρα θα προσβληθεί∙ τον βοήθησαν ανυστερόβουλα και γι αυτό τα πίνει τώρα μαζί τους και τους εξομολογείται τις περιπέτειές του, αλλά όχι και να τον κεράσουν αυτοί. Αυτό σηκώνει έως και χειροδικία!

Αυτά σκέφτεται ο Σικελός και δε λέει τίποτα, παρά μόνο δείχνει προς τα παραλιακά καταστήματα, ανάμεσα στα οποία υπάρχουν κάμποσα που ξεχωρίζουν από τα χρωματιστά υφαντά, ρουχισμό και στρωσίδια, που κρέμονται μπροστά από τους πάγκους τους.

Έτσι, λίγο αργότερα οι τρεις τους, ο βετεράνος πολεμιστής περιβεβλημένος από μια αστραφτερή καινούργια πορφυρή χλαμύδα και εκατέρωθεν οι δύο επικουρικοί, περπατούν και πάλι με βήμα ταχύ και αισιόδοξο στην πλακόστρωτη προκυμαία, με κατεύθυνση, αυτή τη φορά, προς το κεντρικό της τμήμα, εκεί όπου καταλήγει κάθετα η κεντρική οδός με τα κυβερνητικά κτίρια.

images (18)

Ξαφνικά ο Παλαμήδης ακινητοποιείται.

«Αυτό το πλοίο!» λέει.

«Ποιο;» ρωτάει ο Οινοκράτης που βρίσκεται ήδη δυο βήματα μπροστά και σταματάει κι αυτός.

«Πιποίον;» ρωτάει και ο Χοντρόης, γιατί θέλει να είναι μέσα στη συζήτηση.

«Αυτό», δείχνει ο Παλαμήδης

«Α, αυτό, είναι ένα από τα συνοδευτικά πλοία μιας καρχηδονικής εμπορικής αποστολής. Και το διπλανό επίσης, καθώς και εκείνα τα δύο στο βάθος, τα στρογγυλά, που μεταφέρουν τα εμπορεύματα», εξηγεί ο ενημερωμένος Οινοκράτης.

«Όχι». λέει κοφτά ο Πολεμιστής. «Αυτό το πλοίο είναι εκείνο από το οποίο ξέφυγα τις προάλλες. Το αναγνωρίζω από το στράβωμα της κουπαστής. Σε αυτή την κόγχη είχα ακινητοποιηθεί προτού βουτήξω στη θάλασσα. Σκεφτόμουν ότι η ζωή μου μπορεί και να τελείωνε εκείνη τη στιγμή, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι δεν έβλεπα τι υπήρχε γύρω μου. Κοιτούσα με μεγάλη προσοχή. Έψαχνα τριγύρω προσπαθώντας να βρω κάτι τι που θα με βοηθούσε να ανατρέψω την κατάσταση».  

Σκέφτεται για μια στιγμή και προσθέτει κτυπώντας τον μέσο δάκτυλο πάνω στη βάση του αντίχειρα σε ένδειξη ξαφνικής κατανόησης: «Είναι μαζί με τα δύο εμπορικά είπες; Επομένως είναι ένα από τα πέντε πλοία: τα δύο φορτηγά και τα τρία συνοδευτικά που είδα, από τον λόφο, να αφήνουν τον άγνωστο στόλο και να κατευθύνονται νότια».

Οι επόμενες (και παρεπόμενες) εικασίες καταφτάνουν -αλυσιδωτές- αμέσως μετά:

«Άρα έχουν έρθει για να δουν τι κατάσταση επικρατεί στην πόλη», λέει το Παλαμήδης.

«Για ανίχνευση, δηλαδή για κατασκοπία», διαπιστώνει και ο ειδήμων πλέον Οινοκράτης.

«Και προσποιούνται ότι είναι έμποροι!»

«Ενώ οι υπόλοιποι ετοιμάζονται για εισβολή!»

«Προφανώς συνεννοημένοι με κάποιους από τους ντόπιους».

«Μα βέβαια η Τύρος είναι η μητρόπολη των Καρχηδονίων και η Καρχηδόνα έχει γίνει πια μεγάλη δύναμη. Κάτι ξέρουμε και εμείς οι Συρακούσιοι γι αυτό», λέει ο Οινοκράτης. Και συμπληρώνει: «Απ’ ότι άκουσα, αυτοί εδώ έχουν δηλώσει ότι φεύγουν αύριο. Άρα, αν αποτελούν το Δούρειο ίππο του στόλου που είδες, το συμπέρασμα είναι ότι η εισβολή θα γίνει…»

«Κατά την σήμερον εσπεπεπέραν ή εν τη προποσεχή νυκτί!»  αποφαίνεται και ο Χοντρόης γιατί, όπως είπαμε, θέλει να είναι μέσα στη συζήτηση.

«Στο Αρχηγείο λοιπόν! Φτερά στα ποδάρια μας», εισηγείται ο Οινοκράτης, ωθώντας την  πλάτη του Παλαμήδη και τραβώντας ταυτόχρονα πίσω του τον κυκλικό Πέρση.

navigare il mediterraneo

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , | Leave a Comment »

Μυθιστόρημα υπό εκπόνηση. Κύλικες και δόρατα. Μέρος Ε’. Κεφάλαιο πέμπτο. Ο Παλαμήδης αφηγείται τις περιπέτειές του

Posted by vnottas στο 5 Φεβρουαρίου, 2017

Μέρος Ε’. Κεφάλαιο πέμπτο

Όπου ο Παλαμήδης αφηγείται τις περιπέτειές του

 hqdefault

Ο ήλιος έχει ξεσκαλώσει από τις κορυφές των βουνών κι έχει ανεβεί ψηλά πάνω από το λιμάνι της Τύρου. Το φως του αντανακλάται τώρα έντονο πάνω στην ανατολική πλευρά των άσπρων κτισμάτων του νησιού. Στη δυτική τους πλευρά οι σκιές έχουν πια κοντύνει, αλλά υπάρχουν τριγύρω δέντρα και χρωματιστές τέντες που  φτιάχνουν σκιερά καταφύγια. Σε αυτές τις δροσερές νησίδες οι κυλικειούχοι και οι εστιάτορες της παραλίας έχουν τοποθετήσει πάγκους και τραπέζια για τους μεσημεριανούς τους πελάτες. 

Σε ένα από αυτά τα τραπέζια, στο κέντρο της προκυμαίας, απέναντι στα αραγμένα πλοία και την έντονα κυανή θάλασσα, είναι τώρα καθισμένος ο βετεράνος πολεμιστής Παλαμήδης, πλαισιωμένος από τον Οινοκράτη και τον Χοντρόη. Στο κέντρο της τάβλας, μία  λήκυθος με άρακ (αφού το κρασί που διαθέτει το μαγαζί μοιάζει περισσότερο με ξύδι) και μία  με νερό για το αραίωμα, προμηθεύουν τις κύλικες των συμποτών που κάνουν τις πρώτες ευχητήριες σπονδές περιμένοντας τους θαλασσινούς μεζέδες που έχουν ήδη παραγγείλει.

«Όπως σας είπα, το ξεκίνημά μας ήταν ομαλό», λέει ο Παλαμήδης που απ’ ό, τι φαίνεται η επίθεση που υπέστη δεν του έχει κόψει τη διάθεση να αφηγηθεί τις περιπέτειές του. «Η χερσαία κάθοδος από τα Σούσα ίσαμε την εσωτερική θάλασσα δεν έκρυβε παγίδες και βρισκόμασταν όλοι, αυτοί που είχαν συμπληρώσει τη θητεία τους και οι τραυματίες σαν κι εμένα, σε μια κατάσταση ευχάριστης διέγερσης. Μια διέγερση φτιαγμένη από το άλγος του νόστου ανακατεμένο με το όραμα της επανόδου στην πατρίδα, που δε θα αργούσε να υλοποιηθεί. Το είχαμε πάρει πια απόφαση ότι για μας η εκστρατεία τελείωσε και χαιρόμασταν που ήμασταν ζωντανοί και νικητές.

mom-aggeio

Μερικοί από εμάς, είχαν ρευστοποιήσει τα λάφυρα που τους αντιστοιχούσαν και το αντίτιμο, μαζί με τους εξοικονομημένους μισθούς, τα είχαν δώσει σε έγκριτους εκπροσώπους των μεγάλων ιερών ταμείων, προσθέτοντας και μια γενναιόδωρη προσφορά  προς τις  προστάτιδες θεότητες. Έτσι δεν χρειαζόταν να μεταφέρουν παρά το έγγραφο, υπογραμμένο από αξιόπιστους μάρτυρες, το οποίο πιστοποιούσε την κατάθεση και θα εξασφάλιζε την ανάληψη αντίστοιχου ποσού νομισμάτων στους Δελφούς ή στη Δήλο ή στην Ολυμπία… Μαζί τους είχαν μόνον τον οπλισμό και τα απολύτως απαραίτητα για το ταξίδι.

Ακόμη κι εγώ, παρά το ότι αντιπαθώ τους αργυραμοιβούς και τους τραπεζίτες, άφησα τελικά ένα τμήμα της αμοιβής μου στον εκπρόσωπο του ταμείου του Ιερού Παρθενώνα -τον εμπιστεύτηκα γιατί τον ήξερα από παλιά, ήταν ένας παιδικός μου φίλος από το Φάληρο. Ύστερα αγόρασα έναν ημίονο και έναν γεροδεμένο αχθοφόρο για να διευκολύνουν την μεταφορά των υπόλοιπων πραγμάτων μου. Και οι δυο τα κατάφεραν μια χαρά στη στεριανή διαδρομή. 

Όλα λοιπόν πήγαν καλά μέχρι την Τύρο.

Αλλά κι εδώ δεν συναντήσαμε ιδιαίτερες δυσκολίες: η μοίρα του στόλου που θα μας οδηγούσε πίσω στην πατρίδα ήταν ήδη παρούσα στον λιμένα και η ιδέα του θαλάσσιου ταξιδιού κάθε άλλο παρά μας τρόμαζε. Η θάλασσα, να το ξέρετε, τρομάζει ελάχιστους Έλληνες, κι αυτούς συνήθως απ’ εκείνους που κατάγονται από τις μεσόγειες περιοχές».

Ο Οινοκράτης έδειξε ότι συμφωνεί κουνώντας καταφατικά το κεφάλι του.

images-32

«Πρώτος ενδιάμεσος σταθμός μας θα ήταν η Μεγαλόνησος της Αφροδίτης», συνέχισε ο Παλαμήδης. «Ξέραμε ότι εκεί είχαν καταπλεύσει και άλλοι οπλίτες που επιστρέφουν από την ασιατική εκστρατεία. Από εκεί, με ενισχυμένη ναυτική συνοδεία, θα διασχίζαμε διαγώνια το Πέλαγος του Αιγαία,  ως την Αττική Γη.

Όμως κάναμε λάθος, ίσως εξ αιτίας της  παραπανίσιας αισιοδοξίας μας.

Ήταν το πρωί της τρίτης μόλις μέρας του ταξιδιού και παραπλέαμε την ασιατική ακτή με πρόθεση να στρίψουμε προς τα  δυτικά μόλις θα φτάναμε στο σημείο όπου το ακροδάκτυλο της Κύπρου απέχει το λιγότερο από την Ασία, όταν μας επιτέθηκαν.

Τη προηγούμενη νύχτα είχαμε δειπνήσει και διανυκτερεύσει σε ένα παραθαλάσσιο φυλάκιο ναυτικής στήριξης και ανεφοδιασμού, φτιαγμένο πάνω στις εγκαταστάσεις ενός παλιότερου ελληνικού ¨εμπορίου¨[1] και ίσως και να είχαμε λίγο υπερβάλει σε ευθυμία και σε σπονδές. Βλέπετε, ο αυλητής της μοιραρχίδας δεν ήταν μόνο καλός στο να δίνει ρυθμό στους ερέτες, ήταν καλός και στα νοσταλγικά τραγούδια… Άσε που μαζί με τους  τυμπανιστές των άλλων πλοίων κατάφερνε να παίξει μουσικούς ρυθμούς που σου γαργαλούσαν τις πατούσες.

Όμως, αυτό το -μετά χορών και ασμάτων- αυτοσχέδιο γλέντι εκείνης της νύχτας, δεν εμπόδισε τον Μοίραρχο να βάλει τις σάλπιγγες να μας ξυπνήσουν τ’ άγρια χαράματα για την επανεπιβίβαση. Ξεκινήσαμε, αλλά καταλαβαίνετε ότι δεν είμαστε και εντελώς ξύπνιοι, όταν, μέσα στο ημίφως της πρωινής ομίχλης, πίσω από ένα γειτονικό ακρωτήρι ξεπρόβαλαν ξαφνικά τα πειρατικά.  

images-37

Με άλλα λόγια, στην αρχή τουλάχιστον, μας αιφνιδίασαν.  Και μην πάει ο νους σας σε τίποτα μικρές ακάτους με ερασιτέχνες πειρατές από τις γύρω παραλίες, όχι, αυτά που ξεπρόβαλαν μέσα απ’ την ομίχλη ήταν -σας το λέει κάποιος που ξέρει από θάλασσα- κάτι παράξενα στην όψη, αλλά καλοεξοπλισμένα πλοία με ύπουλα έμβολα και ναύτες έμπειρους στις μανούβρες.

Εγώ βρισκόμουν σε ένα από τα σκάφη που έπλεαν στα πρόσω της νηοπομπής, που πάει να πει στο πρώτο που προσπάθησαν να εμβολίσουν οι πειρατές. Ο εμβολισμός απέτυχε, αλλά το πειρατικό πλοίο κατάφερε να πλευρίσει το δικό μας και οι ναύτες του έριξαν γάντζους και επιχείρησαν ρεσάλτο βγάζοντας ακατανόητες κραυγές και βρυχηθμούς.

Ωστόσο, πλήρωμα και επιβάτες, παρά τον αιφνιδιασμό, καταφέραμε να συνταχθούμε και αντισταθήκαμε γενναία. Ίσως και λίγο παραπάνω απ’ ό, τι έπρεπε.

Αυτό το λέω κάνοντας κριτική στον εαυτό μου, γιατί ήμουν εκείνος που έχοντας εξουδετερώσει έναν θηριώδη μαυριδερό που πήδησε πάνω μου κραδαίνοντας μια κυρτή σπάθα, θεώρησα καλό να εμπιστευτώ τα κουρασμένα μου κόκαλα και να πηδήσω με τη σειρά μου πάνω στο κατάστρωμα του πειρατικού. Λάθος μου. Γιατί στο μεταξύ ένα κύμα ή ένα σπρώξιμο από τα συγκρουόμενα σκάφη ώθησε το πλοίο των πειρατών προς τα πίσω χωρίζοντάς το από το δικό μας.

Εν τω μεταξύ, τα αθηναϊκά σκάφη που ακολουθούσαν, συσπειρώθηκαν για να αντιμετωπίσουν την επίθεση και όλα έδειχναν ότι θα ακολουθήσει μακελειό.

images-36

Παρακαλούσα τους Ουράνιους και τους Ενάλιους θεούς, ό, τι είναι να γίνει να γίνει γρήγορα, γιατί από μόνος μου, καθώς ήμουν στριμωγμένος με τη πλάτη στη κουπαστή του ξένου πλοίου και με τους μαυριδερούς να με τριγυρίζουν απειλητικά, είχα ελάχιστες έως μηδαμινές πιθανότητες να τη βγάλω καθαρή.

Και οι θεοί με άκουσαν!

Τώρα θα πρέπει να σας πω ότι εάν δεν συνέβαιναν όλα αυτά που συνέβαιναν, θα έπρεπε να είχα ήδη απορήσει που δεν έλεγε να ξημερώσει. Πράγματι, αντί η γκριζάδα να διαλυθεί και να πάρει να φωτίζει, το σκοτάδι είχε γίνει βαθύτερο. Η αιτία ήταν κάτι χοντρά νέφη – μελανίες που κατέβηκαν και πήραν τη θέση της ομίχλης. Ακολούθησαν αστροπελέκια και βροντές και, καθώς κάποιος από τους ασκούς του Αιόλου λύθηκε ξαφνικά εκεί κοντά, ένα ανατρεπτικό ρεύμα βροχής και αέρα πήρε να μαστιγώνει και να ταρακουνάει τα ανισόρροπα πλοία.

images-39

Δεν μου έμεναν πολλές επιλογές. Κατέβασα τη σπάθα με την οποία κρατούσα τους πειρατές σε μια κάποια απόσταση, την έφερα στα πλευρά μου και κατάφερα με μία μόνη κίνηση να κόψω τα λουριά με τα οποία, λίγο πριν την συμπλοκή, είχα προλάβει να δέσω πάνω μου έναν βαρύ ορειχάλκινο θώρακά. Ύστερα λύγισα λίγο τα γόνατά και μετά τα τέντωσα με όλη μου τη δύναμη. Αυτά, ως εκ θαύματος, ανταποκρίθηκαν! Έτσι πέτυχα να τιναχτώ πάνω από τη κουπαστή και, γέρνοντας το σώμα μου προς τα πίσω όσο μπορούσα, έκανα μια ανάποδη βουτιά, κατευθείαν στη φουσκωμένη θάλασσα.

Στο φώς των αστραπών είδα τα πλοία μας να απομακρύνονται.  Δεν ήμουν σε θέση να καταλάβω τι ακριβώς γινόταν. Ήταν ο ξαφνικός ανεμοστρόβιλος που τα έσπρωχνε ή προτίμησαν να υποχωρήσουν κρίνοντας ότι ο εχθρός προς το παρόν υπερτερούσε; Περίμενα μια νέα δέσμη κεραυνών για να εντοπίσω από ποια πλευρά μου βρισκόταν η στεριά και κολύμπησα προς τα ‘κει.

«Και ύστερα;» ρώτησε ο Οινοκράτης, συνεπαρμένος από την αφήγηση, ενώ ταυτόχρονα το αριστερό του χέρι έσπρωχνε το σαγόνι του Χοντρόη, έτσι ώστε να το στόμα του να πάψει να χάσκει ορθάνοιχτο.

%ce%b5%cf%84%ce%bf%ce%b9%ce%bc%ce%b1%cf%83%ce%b9%ce%b1-%cf%84%ce%bf%cf%85-%ce%b1%cf%81%ce%bc%ce%b1%cf%84%ce%bf%cf%83-%cf%84%ce%bf%cf%85-%cf%80%cf%81%ce%b9%ce%b1%ce%bc%ce%bf%cf%85

«Ήμουν εξαντλημένος όταν έφτασα στην ακτή. Ευτυχώς αυτή η -όπως και να το κάνουμε, σωτήρια- καταιγίδα τέλειωσε σύντομα, ο ουρανός ξαστέρωσε και ο ήλιος με ζέστανε και με στέγνωσε. Πριν να φτάσει για τα καλά το μεσημέρι, συνήλθα.

Πλοία δεν φαίνονταν πια στον ορίζοντα. Έριξα μια ματιά γύρω μου και είδα, όχι πολύ μακριά απ’ το σημείο που βρισκόμουν, έναν παραθαλάσσιο λόφο που θα μπορούσε να μου δώσει καλύτερη οπτική. Κατευθύνθηκα προς τα ‘κει, και σκαρφάλωσα ως την κορυφή του. Είδα δυο τουλάχιστον σημαντικά πράγματα …»

Ο Παλαμήδης σταμάτησε την αφήγηση, αφενός για να πάρει μια βαθειά ανάσα και αφετέρου γιατί έκρινε ότι η παύση θα όξυνε κι άλλο το ενδιαφέρον των ακροατών του, που έτσι κι αλλιώς τον παρακολουθούσαν συνεπαρμένοι. 

«Τι;» ρώτησε ο Οινοκράτης.

«Οια η εκείθεν θεωρία;» αναρωτήθηκε κι  ο Χοντρόης, ξανανοίγοντας τα σαγόνια του.

images-24

Ο Παλαμήδης κατάπιε μια γερή γουλιά άρακ. «Πρώτα απ’ όλα, κοιτάζοντας προς τα νότια έψαξα για το μικρό ναύσταθμο όπου είχαμε αγκυροβολήσει την προηγούμενη νύχτα, αλλά δεν τον είδα. Πρέπει να είχαμε απομακρυνθεί περισσότερο από όσο νόμιζα. Ωστόσο, λίγο παρακάτω. είδα κάτι που θα μπορούσε να βοηθήσει στη λύση των πιο άμεσων προβλημάτων μου. Δηλαδή, έναν μικρό οικισμό ψαράδων, όπου θα μπορούσα να ζητήσω βοήθεια στο όνομα του Ξένιου Δία, που ήμουν σίγουρος ότι θα πρέπει να ‘χει περάσει από εδώ και ότι οι παραινέσεις του θα είναι γνωστές στους περίοικους…»

«Ήταν;»

«Όχι και τόσο. Αλλά μη βιάζεσαι Σικελέ, περίμενε να σου τα πω με τη σειρά. Γιατί το άλλο που είδα από ψηλά ήταν σημαντικότερο από το ψαροχώρι».

«Δηλαδή;»

«Πίσω από το λόφο, σε έναν μικρό όρμο που σχηματιζόταν εκεί, ήταν στριμωγμένος ένας ολόκληρος στόλος. Ήταν τα παράξενα πλοία που μας επιτέθηκαν χτες. Δεν είχαν αναρτημένα εμβλήματα και δε μπορώ να πω με σιγουριά σε ποια εθνότητα ανήκαν. Το σίγουρο είναι πως δεν ήταν πειρατές, όπως νόμιζα μέχρι τότε. Ήταν πολλοί και πολύ οργανωμένοι για να είναι ληστές της θάλασσας».

«Λοιπόν;»

«Δεν έμεινα πολύ στο λόφο γιατί είδα ότι είχαν τοποθετήσει σκοπιές στα ψηλά σημεία γύρω από τον όρμο, ίσως και στο ύψωμα όπου ήμουν σκαρφαλωμένος, και ήταν πιθανότατο να με εντοπίσουν απ’ τη μια στιγμή στην άλλη. Πριν υποχωρήσω προσεκτικά προς τις καλαμιές της ακτής πρόλαβα να δω μια μικρή ομάδα πλοίων να αποσπάται από την αγκυροβολημένη αρμάδα και να κατευθύνεται νότια. Μου έκανε εντύπωση ότι δύο τουλάχιστον από αυτά έμοιαζαν κοντόχοντρα εμπορικά σκάφη».

«Είδον σε; Ουκ είδον σε;» ανησύχησε ο Χοντρόης.

«Δε με είδαν. Κρυμμένος ανάμεσα στα καλάμια ακολούθησα μια ρεματιά που κατευθυνόταν προς το χωριό.  Δεν ήμουν σίγουρος ότι ήταν μια καλή ιδέα, γιατί δεν ήταν διόλου απίθανο οι ψαράδες να είναι ενημερωμένοι για την άφιξη του παράξενου στόλου εκεί κοντά, ακόμη και να είναι υποστηρικτές ή σύμμαχοι των δήθεν πειρατών. Όμως δε πρόλαβα να το καλοσκεφτώ, γιατί με ανακάλυψαν κάτι πιτσιρικάδες, που τριγύριζαν στο ρέμα παίζοντας πόλεμο, οπλισμένοι με τόξα και ψευτο-βέλη από καλάμι. Τους άφησα λοιπόν να με πιάσουν τάχα ¨αιχμάλωτο¨ και να με οδηγήσουν στο χωριό.

images-30

Οι ντόπιοι, παράτησαν τα δίχτυα που διόρθωναν και μαζεύτηκαν γύρω μου. Ευτυχώς δεν φαίνεται να είχαν επαφές με τους ¨πειρατές¨ ή να γνώριζαν την παρουσία τους στην ακτή. Αν αυτό αληθεύει, σημαίνει ότι οι τάχα πειρατές είχαν φτάσει εκεί πολύ πρόσφατα… ίσως μόλις τη χθεσινή νύχτα.

Οι ψαράδες, μιλούσαν μια ντόπια διάλεκτο γεμάτη με δασέα φωνήεντα, αλλά μερικοί μασούσαν και λίγα ελληνικά. Στην αρχή με πέρασαν για άμαθο ναυαγό, προϊόν της χθεσινής καταιγίδας και άρχισαν να παζαρεύουν τη βοήθειά που τους ζήτησα. Είχαν σκοπό να με βάλουν να τους κάνω διάφορα θελήματα πριν μου δώσουν τα απαραίτητα. Όταν όμως κατάλαβαν ότι ήμουν ¨Γιουνάν¨ και ότι ήξερα πως κάπου παρακάτω υπάρχει ελληνικό ναυτικό φυλάκιο, έγιναν ιδιαίτερα, ίσως υπερβολικά, εξυπηρετικοί. Εγώ πάλι, βιαζόμουν να φτάσω στον μικρό ναύσταθμο και από εκεί εδώ στη Τύρο και δεν έδωσα πολλή σημασία  στη συμπεριφορά τους.

Για να μη σας τα πολυλογώ, μου έδωσαν το ένα από τα δύο μουλάρια που διέθετε ο οικισμός τους, καθώς και δύο πεζούς συνοδούς για να με οδηγήσουν ως τις ελληνικές εγκαταστάσεις. Όμως…»

Έφτασε ένας ντόπιος σερβιτόρος κρατώντας με ακροβατική επιδεξιότητα άφθονα μικρά πινάκια με θαλασσομεζέδες και τα άπλωσε πάνω στην τάβλα.

%ce%b1%cf%81%cf%87%ce%b5%ce%af%ce%bf-%ce%bb%ce%ae%cf%88%ce%b7%cf%82

«Εν τούτοις;» ρώτησε ο Χοντρόης.

«Όμως, λίγο πριν φτάσουμε στο φυλάκιο που είχε ήδη φανεί στην ακτή στα δεξιά μας, κατέφτασαν καβάλα  πάνω σε έναν ασθμαίνοντα ημίονο (προφανώς τον δεύτερο που διέθετε το χωριό) δύο ακόμη νεαροί, οπλισμένοι με μακριά αιχμηρά κοντάρια. Οι δύο τύποι, αφού μας προσπέρασαν, μας έκοψαν το δρόμο και πήραν παράμερα τους συνοδούς μου. Άρχισαν λοιπόν, που λέτε, να τους μιλάνε έντονα στην περίεργη χασματική γλώσσα τους .

Ψυλλιάστηκα ότι κάτι δεν πάει καλά. Προφανώς οι ψαράδες είχαν αλλάξει γνώμη. Για να επιβεβαιώσω εγκαίρως αυτή μου την υποψία υπήρχε μόνον ένας τρόπος.

«Σας ευχαριστώ και να υγιαίνετε», τους είπα, χτύπησα με τα πόδια μου τα πλευρά του μουλαριού μου  και  τράβηξα τα ηνία προς τα αριστερά, ώστε να αλλάξει κατεύθυνση και να αρχίσει να τρέχει. Καθώς το μουλάρι μου έστριβε, πλησίασε στο μουλάρι των ψαράδων κι έτσι επωφελήθηκα και του έδωσα ένα γερό λάκτισμα στα καπούλια. Έτσι, ενώ εγώ έτρεχα προς τη μία μεριά (δυστυχώς τη λανθασμένη γιατί απομακρυνόμουν από το φυλάκιο), άρχισε κι αυτό να τρέχει προς την άλλη κατεύθυνση παίρνοντας μαζί του και τον έναν από τους δύο νεοφερμένους ψαράδες, που ήταν ακόμα καβάλα απάνω του».

«Λοιπόν τους ξέφυγες τελικά, έτσι δεν είναι;»

«Ναι, αλλά μου είχαν κόψει το δρόμο προς τον μικρό ναύσταθμο …και αισθανόμουν ότι δεν είχαν εγκαταλείψει το κυνήγι. Έτσι δε μου έμενε άλλο παρά να συνεχίσω την πορεία προς το νότο, εγκαταλείποντας όμως τον κύριο δρόμο που οδηγεί από την Σιδώνα προς την Τύρο και ακολουθώντας μικρά και άβολα παράπλευρα μονοπάτια που με δυσκόλευαν και με καθυστερούσαν.

Κατάφερα να φτάσω στην παλιά Τύρο σήμερα το πρωί. Αισθάνθηκα ανακούφιση όταν διαπίστωσα ότι υπήρχε ηρεμία και ότι ο στόλος-φάντασμα δεν είχε επιτεθεί στις εγκαταστάσεις της ηπειρωτικής ακτής ούτε απέναντι, στη Νέα Τύρο. Λίγο αργότερα, μια μικρή βάρκα με μετέφερε εδώ, στο νησί».

«Και στα εσωτερικά σοκάκια όπου σε συναντήσαμε, πώς βρέθηκες;» απόρησε ο Οινοκράτης

myth_adis

Ο Παλαμήδης τράβηξε το σκαμνί του προς τα πίσω και σηκώθηκε όρθιος. Ύστερα, με μια εμφαντική κίνηση των γεροδεμένων του χεριών, τού έδειξε τα σκισμένα και σκονισμένα του ρούχα.

«Εσύ που, αν θυμάμαι καλά, έχεις ζήσει στην Αθήνα και δε μπορεί παρά  να ξέρεις τα στοιχειώδη από κοσμιότητα, για πες μου: πιστεύεις ότι ένας αθηναίος ευπατρίδης, ακόμη κι αν είναι δημοκρατικών φρονημάτων όπως εγώ, μπορεί να παρουσιαστεί σε αυτήν την κατάσταση μπροστά στους τοπικούς άρχοντες; Όχι βεβαίως!

Πρέπει οπωσδήποτε να δω τις αρχές και να τις ενημερώσω για όσα συνέβησαν, αλλά πριν συμβεί αυτό, θεώρησα καλό να ανακτήσω, όχι μόνο τις στοιχειώδεις δυνάμεις μου, αλλά και την προσωπική μου αξιοπρεπή εμφάνιση.  Βέβαια δεν είχα πια απάνω μου τίποτα εκτός από ένα δαχτυλίδι, κρυμμένο -για κάθε ενδεχόμενο- μέσα σ’ αυτήν εδώ την πλατιά δερμάτινη ζώνη  κι έτσι, μόλις έφτασα στο νησί έψαξα να βρω κάποιον ενεχυροδανειστή. Βρήκα έναν εκεί ακριβώς που με βρήκατε. Πήρα μερικά χρήματα, μόνο που δεν πρόλαβα να προμηθευτώ τον κατάλληλο ιματισμό, γιατί μου επιτέθηκαν τα ζόρικα παλικάρια που είδατε…»

¨Αχ, αυτοί οι αθηναίοι και η μανία τους για το φαίνεσθαι… αλλά και για την κοσμιότητα…¨,  σκέφτηκε ο Οινοκράτης με μια μικρή δόση νοσταλγίας για την εξεζητημένη ατμόσφαιρα της Πόλης των Αθηνών.

images-26

……

[1] Εμπόρια, δηλαδή εγκαταστάσεις για την εξυπηρέτηση των ανταλλαγών των ελλήνων ¨εμπόρων¨ με τους γηγενείς κατοίκους, υπήρχαν κατά μήκος των ακτών σε όλη τη Μεσόγειο θάλασσα και τον Εύξεινο πόντο, ήδη αιώνες πριν από τους χρόνους κατά τους οποίους διαδραματίζεται η αφήγησή μας.

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , , , | Leave a Comment »

Κύλικες και Δόρατα. Μυθιστόρημα υπό εκπόνηση. Οι ήρωές μου γκρινιάζουν…

Posted by vnottas στο 27 Ιανουαρίου, 2017

 

img16_1

…Καθώς τους έχω αφήσει (για καναδυό μήνες) ακινητοποιημένους και μετέωρους, είναι στεναχωρημένοι, και με το δίκιο τους. Και διαμαρτύρονται. Τους έκοψα πάνω στο τσακ, ενώ όλα έδειχναν ότι επέκειντο (μυθιστορηματικές) εξελίξεις που (φυσικά) τους αφορούσαν άμεσα και ασχολήθηκα με άλλα.

Εντάξει, δεν είχα πρόθεση ούτε να τους υποτιμήσω ούτε, πολύ περισσότερο, να τους διαγράψω εντελώς. Αλλά, κάτι οι γιορτές, κάτι το μικρό υπέροχο πλασματάκι που αναφάνηκε σαγηνευτικό και διεκδικητικό στον οικογενειακό ορίζοντα, ο χρόνος και η διάθεσή μου αναπροσανατολίστηκαν.

Τώρα που επανασυνδέομαι με τα παλαιότερα, έχω την εντύπωση πως μου κρατάνε μούτρα.  Έχουν εσπευσμένη ανάγκη από δράση, πλοκή, ψυχολογική εμβάθυνση, αληθοφανή κοινωνική ένταξη, χώρια η πάγια απαίτηση των τύπων αυτού του είδους για ιστορική τεκμηρίωση.

Επομένως τους καθησυχάζω: η περιπέτεια συγγραφής ξαναρχίζει από εκεί ακριβώς που σταμάτησε. Αν δε κάνω λάθος (τρόπος του λέγειν – δεν κάνω) είμαστε στο σημείο που ο νεαρός λόγιος Εύελπις από τα Μέγαρα, επικεφαλής της ομάδας που συνοδεύει  τα αγάλματα των τυραννοκτόνων πίσω στην Αθήνα, βρίσκεται προς το παρόν μπλοκαρισμένος στην Τύρο, γιατί τα πλοία με τα οποία θα συνεχίσει το ταξίδι προς την ισχυρότερη πόλη των Ιώνων, καθυστερούν.

Όπου να ‘ναι θα τον ξεμπλοκάρω. Πρέπει να φτάσει έγκαιρα  στον προορισμό του γιατί εκεί τον περιμένουν σημαντικές συναντήσεις με επιφανή πρόσωπα, καθώς και μια άκρως ενδιαφέρουσα δίκη με πολιτικές προεκτάσεις και γεωπολιτικές επιπτώσεις. Ο Εύελπις σε αυτή τη φάση δρα προσπαθώντας να ξεπεράσει τον (όχι πλέον πλατωνικό) έρωτά του για την (επιτηρούμενη από τους Μακεδόνες) αθηναία εταίρα Θαίδα. Μαζί του ο πιστός Οινοκράτης και ο Χοντρόης, ο παχουλός Πέρσης με τα ιδιόμορφα ελληνικά.

Όλα αυτά ενώ μπαίνει το καλοκαίρι του 330 πΧ, μιας χρονιάς που θα αποδειχτεί αποφασιστική για το μέλλον της εκστρατείας και για τη μορφή που θα πάρει η μελλοντική αυτοκρατορία, πράγμα που οι ήρωές μου αγνοούν ή, το πολύ, οι πιο ενορατικοί από αυτούς απλώς διαισθάνονται.

images-74

 

 

Posted in ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ, ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ, ΤΑ ΤΡΕΧΟΝΤΑ | Με ετικέτα: , , , | Leave a Comment »

Μυθιστόρημα υπό εκπόνηση. Μέρος Ε΄, Κεφάλαιο τέταρτο. Στο λιμάνι της Τύρου

Posted by vnottas στο 27 Ιανουαρίου, 2017

%ce%b1%cf%81%cf%87%ce%b5%ce%af%ce%bf-%ce%bb%ce%ae%cf%88%ce%b7%cf%82-3

Μέρος Ε΄ Κεφάλαιο τέταρτο

Στο λιμάνι της Τύρου

Ο Οινοκράτης είναι πολύ ευχαριστημένος που ο Εύελπις του επέτρεψε να πάρει μαζί του στο ταξίδι τον Χοντρόη. Ο πολυπράγμονας σικελός και ο  ολοστρόγγυλος γλωσσομαθής (;) πέρσης έχουν πλέον ¨δέσει¨ μεταξύ τους. Κατά τη διάρκεια μάλιστα του ταξιδιού κυκλοφορούν αχώριστοι, όπου πάει ο ένας πάει κι ο άλλος. Έτσι και σήμερα κόβουν μαζί βόλτες, κάτω από τον πρωινό ζεστό ήλιο, στην προκυμαία του μεγάλου λιμανιού της Τύρου, εκείνου που ¨βλέπει προς την Σιδώνα¨.  

Περπατούν ή κοντοστέκονται σχολιάζοντας τις εξωτικές ενδυμασίες των εμπόρων και των ναυτικών που κυκλοφορούν εκεί, χαζεύουν τα παράξενα σκαριά των πλοίων των νότιων εσωτερικών θαλασσών και -κυρίως- αγναντεύουν την είσοδο του λιμανιού, όπου θα πρέπει -αργά ή γρήγορα- να φανούν επιτέλους τα αθηναϊκά πλοία με τα οποία θα συνεχιστεί το ταξίδι τους  προς την Πόλη της Παλλάδας.

Αυτά τα πλοία έχουν καθυστερήσει αδικαιολόγητα και ο Εύελπις, οι πρέσβεις και η υπόλοιπη ομάδα των ταξιδιωτών ανησυχεί. Ο Οινοκράτης όχι τόσο. Μετά τις αρχικές του επιφυλάξεις, έχει τελικά αποφασίσει να απολαύσει το ταξίδι χωρίς να επιτρέψει σε αναποδιές, δυσθυμίες και πλεοναστικές ανησυχίες να χαλάσουν αυτή την ¨αποφασισμένη¨ καλή του διάθεση. Πολύ περισσότερο που, κατά τη διάρκεια της παρατεταμένης παραμονής στην Τύρο, οι φιλοξενία που τους επιφυλάσσει η τοπική διοίκηση είναι άψογη και μάλιστα η περιποίηση αφορά σε όλα τα μέλη της αποστολής, ακόμη και τα επικουρικά, προσφέροντάς τους έτσι κάποιον ανέλπιστο ελεύθερο χρόνο για βόλτες και περιηγήσεις.

images-25

Ο Οινοκράτης εισπνέει μια γερή δόση θαλασσινού αέρα, πράγμα που ενισχύει την πρωινή αισιοδοξία του.

«Εν τάξει», λέει, «έχουνε γούστο όλοι αυτοί οι παράταιροι εδώ πέρα». Ύστερα αλλάζει θέμα: «Είναι περίεργο, αλλά η ατμόσφαιρα μου θυμίζει κάπως, όχι τόσο τον Πειραιά, όσο μάλλον την βαβούρα του λιμανιού των Συρακουσών. Ξέρεις Χοντρόη πως η πόλη που γεννήθηκα είναι κι αυτή χτισμένη πάνω σε ένα νησάκι, δίπλα στη στεριά όπως αυτό εδώ;…» Κοντοστέκεται… «Όμως, πριν συνεχίσουμε τον περίπατο, τι θα έλεγες να δοκιμάσουμε τι τρώνε για πρωινό οι ντόπιοι;… Απ’ ό, τι θυμάμαι έχει πολλά εστιατόρια στα στενά πίσω απ’ την προκυμαία».

Ο Χοντρόης ανασηκώνει τον αφράτο κύλινδρο που χρησιμοποιεί ως δεξί χέρι και δείχνει προς τα δυτικά, εκεί όπου η ευδιάκριτη οριζόντια γραμμή ξεχωρίζει τη θάλασσα από τον πρωινό ουρανό.

«Όρα ω Οίνον Εκράτα… Στίγματα τινά εν τω ορίζοντι ενεφάνησαν. Νήες δε ταύτα έσονται ει απαπαπατώμαι ουκ. Δοκείς ταύτα έσοιντο οιτινα ημείς αναμένομεν;

«Χοντρόη, μου φαίνεται ότι δε ξέρεις τίποτα από μεγάλα λιμάνια. Στα μεγάλα λιμάνια μπαινοβγαίνουν συνεχώς πλοία. Μικρά και μεγάλα. Πάντως αυτά που μου δείχνεις είναι πολύ μακριά. Μπορεί να στρίψουν προς τα εδώ, μπορεί και να συνεχίσουν για παρακάτω. Θα δούμε. Αλλά μέχρι να γίνει αντιληπτή η πορεία τους έχουμε καιρό… Προλαβαίνουμε να κάνουμε έναν γύρο στα πέριξ. Άντε πάμε», αποφασίζει ο Συρακούσιος και στρίβει εγκαταλείποντας την προκυμαία και παρασύροντας μαζί του τον Πέρση προς τα ενδότερα.

21010707-antica-nave-da-guerra-romana-archivio-fotografico

Στα εσωτερικά σοκάκια υπάρχουν πολυποίκιλα εμπορικά καταστήματα, εργαστήρια και βέβαια πολυάριθμοι χώροι εστίασης όπου οι γηγενείς και οι διερχόμενοι μπορούν να βρουν ό, τι χρειάζεται για να καταλαγιάσουν την πείνα και την δίψα τους.

Τα στενά, δεν είναι ακόμη φίσκα γεμάτα κόσμο, πράγμα που θα συμβεί σίγουρα λίγο αργότερα, όταν η ημέρα θα ωριμάσει, αλλά είναι ήδη γεμάτα από γαργαλιστικές μυρουδιές, καθώς τα εστιατόρια αρχίζουν την παρασκευή των μεσημεριανών εδεσμάτων.

Οι οσμές αυτές ασκούν ισχυρή έλξη στους δύο περιηγητές, οι οποίοι προτού επιλέξουν που θα καθίσουν, θέλουν να επιθεωρήσουν τις πολυάριθμες προσφορές κι έτσι, προχωρώντας από τσίκνα (τηγανιτή) σε τσίκνα (ψητή), απομακρύνονται βαθμηδόν από τα πιο πολυσύχναστα εξωτερικά δρομάκια, σε άλλα, πιο απομακρυσμένα, πιο εξωτικά και εδώ που τα λέμε πιο επικίνδυνα μέρη του λιμανιού.

Έχουν μόλις μπει σε ένα περίεργο στενό, σκοτεινό, καλυμμένο με υφασμάτινο στέγαστρο, από όπου αναδύεται έντονη μυρουδιά ανατολίτικων καρυκευμάτων, όταν ο Οινοκράτης σταματάει απότομα και αρπάζοντας το μανίκι του Χοντρόη  τον εμποδίζει κι αυτόν να προχωρήσει. Και καθώς μια  ερωτηματική έκφραση απλώνεται στο πρόσωπο του Ασιάτη, ο Οινοκράτης του κάνει νόημα να  μην κάνει θόρυβο, αλλά να προσέξει την αντήχηση από τους μεταλλικούς ήχους που προέρχονται από το βάθος του σκιερού στενού. Ο Χοντρόης απαντάει στην νοηματική την οποία κατέχει εξ ίσου καλά με την γλώσσα των Δαναών, ότι εντάξει, κατάλαβε ότι οι ήχοι συμπεριλαμβάνουν τις κλαγγές διασταυρούμενων (αγρίως) σπαθιών.

Και καθώς η έμφυτη περιέργεια (εξ ίσου καλά εγκατεστημένη και στους δύο), υπερτερεί της απαιτούμενης σωφροσύνης, οι δύο φίλοι προχωρούν προσεκτικά στο εσωτερικό του σκιερού στενού για να δουν τι τρέχει και προς τι αυτός ο σαματάς. Μια δυο στροφές παρακάτω θα χρειαστεί να σκύψουν για να αποφύγουν μερικά ιπτάμενα αντικείμενα που, αμέσως μετά, βλέπουν πως εκτοξεύονται από έναν αμυνόμενο άνδρα, ο οποίος στριμωγμένος δίπλα στον πάγκο ενός ¨τραπεζίτη¨ (προφανώς ειδικευμένου σε ¨σκοτεινές συναλλαγές¨ μια που έχει εγκατασταθεί ακριβώς στο βάθος του σκιερού στενού), προσπαθεί να αποκρούσει μια ομάδα από τρεις – τέσσερεις μικρόσωμους, πλην όμως γεροδεμένους νεαρούς, οπλισμένους με μαχαίρια και κοντά σπαθιά. Ό ίδιος χειρίζεται με επιδεξιότητα ένα επίσης κοντό ξίφος, ενώ παράλληλα προσπαθεί να αποκρούσει τους επιτιθέμενους πετώντας εναντίον τους ό, τι μπορεί από τις πλάκες αργίλου και τα αγαλματίδια που βρίσκονται πάνω στον πάγκο. Ο ιδιοκτήτης του τραπεζιού δεν είναι ορατός αυτή τη στιγμή, αλλά μάλλον είναι αυτός που ακούγεται να στριγγλίζει απελπισμένα κρυμμένος κάπου ανάμεσα στα υφασμάτινα παραπετάσματα του καταστήματος.

polyeres

Ο Οινοκράτης δε μπορεί να διακρίνει τα χαρακτηριστικά του αμυνόμενου, αλλά αντιλαμβάνεται ότι υπάρχει κάτι το μη συνηθισμένο στον τρόπο που κινείται. Το εντοπίζει. Τίποτα το εξαιρετικά ανακόλουθο: ο αμυνόμενος είναι αριστερόχειρας. Όμως αυτή η παρατήρηση βάζει σε κίνηση μια σειρά συνειρμούς που οδηγούν τον οξυδερκή Σικελό σε μια άμεση (παρεμβατική) απόφαση.  Κάνει νόημα στον Πέρση, δείχνοντάς του μια σειρά από μεγάλα τηγάνια που τυχαίνει να είναι κρεμασμένα (προς πώληση) ακριβώς πάνω από τα κεφάλια τους. Εκείνος αντιλαμβάνεται και (ευτυχώς) αποφεύγει να σχολιάσει την υπονοούμενη παρότρυνση.

Παίρνουν λοιπόν ανά χείρας από ένα βαρύ σιδηρούν τηγάνι έκαστος.

Εκείνο που θα αλλάξει την πορεία της σύγκρουσης στο απομακρυσμένο σκιερό στενό, δεν είναι βέβαια το ότι στην πλευρά του αμυνόμενου αριστερόχειρα προστέθηκαν δύο τηγανοφόροι, όσο το ότι αυτό συνέβη αρκούντως ξαφνικά και απροσδόκητα και κυρίως στο ότι η μη αναμενόμενη εμπλοκή τους προέρχεται από τις πλάτες των επιτιθέμενων.    Και έτσι (τοιουτοτρόπως) μερικές καλοζυγιασμένες τηγανιές αρκούν για να αποτραπεί η επίθεση των νεαρών, όσοι από τους οποίους δεν βυθίζονται άμεσα σε καρουμπαλοφόρα κώματα, αποχωρούν επισπευσμένα  προς άγνωστους προορισμούς.

«Εσάς κάπου σας έχω ξαναδεί…» είναι τα πρώτα λόγια του διασωθέντος προς τους αναπάντεχους, αν όχι σωτήρες, τουλάχιστον ενισχυτές και απρόσμενους συμπαραστάτες του.

«Ημείς παπαρομοίως»,  επιβεβαιώνει ο Χοντρόης.

«Μόνο που δε περιμέναμε να σε συναντήσουμε εδώ», συμπληρώνει ο Οινοκράτης.

«Μάλλον εν ταις Αθήναις, το πιπιθανότερον…» διευκρινίζει ο κυκλικός Ανατολίτης

Ο αριστερόχειρας πολεμιστής τους κοιτάζει προσεκτικότερα, από κοντά.

«Μα ναι, μα ναι, οι απεσταλμένοι της Θαίδας στα Σούσα», θυμάται ξαφνικά.

«Όχι ακριβώς αυτοί, αλλά εκείνοι που τους συνόδευαν. Και εσύ επομένως -είχα δίκιο- είσαι ο τραυματίας πολεμιστής, ο Παλαμήδης ο Αθηναίος. Δε σε αναγνώρισα αμέσως, αλλά θυμόμουν ότι είχες τραυματιστεί σοβαρά στο δεξί χέρι και αυτό ήταν η βασική αιτία που επέστρεφες στην Ελλάδα. Μου ήρθε στο νου καθώς παρατηρούσα τον τρόπο που αντιμετώπιζες τους ληστές. Το εξάσκησες βλέπω μια χαρά το ευώνυμο… Μα καλά, δε θα έπρεπε να είσαι ήδη στην Αθήνα…;»

«Πάμε να σας προσφέρω από μια κύλικα οίνο κεκραμένο, και θα σας αφηγηθώ τις περιπέτειες του ταξιδιού μου ως εδώ. Μόνο ας πάμε προς ένα πιο πολυσύχναστο μέρος γιατί εδώ μέσα είναι πολύ σκοτεινά και δε ξέρει κανείς από πού πρέπει να φυλαχτεί…» είπε ο πολεμιστής μαζεύοντας τα όπλα και τον ταξιδιωτικό του σάκο.

images-23

Εν τω μεταξύ, το ίδιο εκείνο πρωί, στο βαρύρρυθμο διοικητικό Μέγαρο που κυριαρχεί στην πλατεία του Αγηνορείου, ο Ύπαρχος Μένης από την Πέλλα και ο λόγιος Εύελπις ο Μεγαρεύς, συζητούν προσπαθώντας να βρουν μια λύση που θα επιτρέψει τη συνέχιση του ταξιδιού των κειμηλίων και της ομάδας που τα συνοδεύει προς την πατρίδα τους: το περίφημο, αλλά ακόμη μακρινό Ένδοξο (κλεινόν) Άστυ των Αθηνών. Τα πλοία που θα μεταφέρουν τους χάλκινους ¨τυραννοκτόνους¨ και την συνοδεία τους, αν και θα έπρεπε να είναι ήδη εδώ, ακόμη καθυστερούν με τρόπο ανεξήγητο και δυσοίωνο.

«Όχι, δεν υπάρχουν ακόμη νέα από τη έκτακτη Μοίρα του στόλου που περιμένουμε», επαναλαμβάνει ο Μένης θωπεύοντας αφηρημένα το κοντό κοκκινωπό του γένι.   «Εκείνο που είναι γνωστό είναι ότι αποτελείται από τέσσερα αθηναϊκά  πλοία που απέπλευσαν από την Κύπρο αμέσως μόλις έλαβαν το μήνυμά μας. Ξέρω επίσης ότι τα πληρώματα είναι έμπειρα και ο μοίραρχος ένας ικανός πειραιώτης ναυτικός. Έφτασαν βέβαια νέα ότι τις τελευταίες μέρες εμφανίστηκαν καταιγίδες στην νότια εσωτερική θάλασσα. Ελπίζω η κακοθυμία του Ποσειδώνα απλά να τους καθυστερεί κι όπου να ΄ναι να καταπλεύσουν στον λιμένα. Αν δεν είχε προηγηθεί η πειρατική επίθεση για την οποία σου μίλησα δεν θα ανησυχούσα καθόλου, αλλά και πάλι είμαι αισιόδοξος».

«Εάν όμως η αισιοδοξία σου, για οποιοδήποτε λόγο, δεν επαληθευτεί;» ρωτάει στα ίσια ο Εύελπις. «Ξέρεις  ότι το ταξίδι μας πρέπει να ακολουθήσει ένα χρονοδιάγραμμα που δεν έχει πολλά περιθώρια υπέρβασης».  

«Μην ανησυχείς. Αν τα πλοία δεν φτάσουν έγκαιρα, η διοίκηση της Τύρου θα αναλάβει την πλήρη οργάνωση του υπόλοιπου ταξιδιού σας ως την Αθήνα. Όμως θα προτιμούσα να σας συνοδεύσουν τα αθηναϊκά πλοία, γιατί έχω φτάσει πρόσφατα εδώ και δεν είμαι σε θέση να ξέρω με απόλυτη σιγουριά σε ποιον μπορώ να έχω εμπιστοσύνη και σε ποιον όχι. Πάντως εξετάζω και το ενδεχόμενο να χρησιμοποιήσουμε τα ντόπια πλοία».

images-22

Ο Μένης έστειλε το βλέμμα του στο μεγάλο παράθυρο κι από εκεί στον μακρινό δυτικό ορίζοντα. Έπειτα στράφηκε πάλι προς τον Μεγαρέα. «Επί τη ευκαιρία ήθελα να σε ενημερώσω ότι χτες το βράδυ είχα μια απρόσμενη πρόταση σχετική με το θέμα μας…»

«Δηλαδή;» απόρησε ο Εύελπις.

«Με επισκέφτηκε μια αντιπροσωπεία από γηγενείς. Ήταν ενήμεροι για το ταξίδι σας, πράγμα άλλωστε που δεν κρατήσαμε κρυφό, μια που η επιστροφή των κειμηλίων είναι μια πράξη δικαιοσύνης και αυτό είναι κάτι που πρέπει να γίνεται γνωστό σε όλους. Παρατήρησαν, μου είπαν, ότι αντιμετωπίζουμε πρόβλημα με τη συνέχιση του ταξιδιού και προσφέρθηκαν να βοηθήσουν…»

«Με ποιο τρόπο;»

«Έφτασε πρόσφατα στο λιμάνι μια εμπορική νηοπομπή  από την Καρχηδόνα, ξέρεις, την ισχυρή δυτική αποικία της Τύρου με την οποία συγκρούονται συχνά οι έλληνες της Σικελίας. Σε δείγμα καλής θέλησης και εν όψει μιας ενδεχόμενης συνεργασίας μαζί μας, προσφέρονται επιστρέφοντας στην πατρίδα τους, να σας μεταφέρουν εκείνοι στον Πειραιά, έναντι βέβαια μιας συμβολικής αμοιβής. Τι λές;»

«Πότε αναχωρούν;»

«Σήμερα ολοκληρώνουν την φόρτωση, μου είπαν. Από αύριο μπορούν να αποπλεύσουν».

«Εσύ τι λες;»

«Σου είπα ήδη ότι δεν γνωρίζω ακόμη καλά πόσο αξιόπιστοι είναι οι ντόπιοι. Ακόμη και οι πληροφοριοδότες μας είναι επιφυλακτικοί. Από την άλλη μεριά οι Καρχηδόνιοι είναι γνωστοί για την εμπορική τους πολυπραγμοσύνη, αλλά δρουν στην άπω Δύση και δεν είχαμε ως τώρα την ευκαιρία να διερευνήσουμε άμεσα τις προθέσεις τους».

  «Πόσα πλοία;»

Δύο φορτηγά και τρία συνοδευτικά, μικρότερα και ευέλικτα, ανάλογα με τις δικές μας τριήρεις. Υπάρχει χώρος, μου είπαν, γιατί ο όγκος των εμπορευμάτων με τα οποία επιστρέφουν είναι μικρότερος από τον όγκο εκείνων που μετέφεραν στην Τύρο από την Καρχηδόνα.

«Είναι αραγμένοι εδώ ή στο νότιο λιμένα, τον ¨Προς την Αίγυπτο¨;»

«Εδώ. Αν πας ως το παράθυρο θα διακρίνεις τα χοντρά φορτηγά στην πρώτη προκυμαία».

«Νομίζω ότι είναι καλύτερα να κάνω μια βόλτα ως τα εκεί», απάντησε ο Εύελπις και σηκώθηκε.

«Περίμενε, θα έρθω μαζί σου», τον πρόλαβε ο Μένης, ενώ παράλληλα έκανε νόημα στους δύο φρουρούς που έστεκαν στην είσοδο της αίθουσας να τους ακολουθήσουν.

images-20

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ, ΤΑ ΤΡΕΧΟΝΤΑ | Με ετικέτα: , , , , , , | Leave a Comment »

Μυθιστόρημα υπό εκπόνηση. Μέρος Ε΄, κεφάλαιο τρίτο: Καθ’ οδόν…

Posted by vnottas στο 4 Νοεμβρίου, 2016

Αποσπάσματα από τα ανευρεθέντα κείμενα που αποδίδονται στον Ευέλπιδα τον Μεγαρέα, ιστορικό, στην υπηρεσία του Αλεξάνδρου του Γ΄ του Μακεδόνα (μετάφραση ευανάγνωστων τμήματων)

images%ce%b1-6

[…]  Τα χάλκινα αγάλματα των τυραννοκτόνων συσκευάστηκαν και μεταφέρθηκαν στην ειδικά μεταποιημένη αρμάμαξα, ύστερα από μια σύντομη τελετή που έγινε στο προαύλιο του θησαυροφυλακίου των Σούσων.

Στην τελετή αυτή, εκτός από τους δύο αθηναίους πρέσβεις -τον Ηλιόδωρο το γιο του Κίμωνα και τον Αθήναιο του Φωκίωνα, που κατέφτασαν επειγόντως στα Σούσα για να συμμετάσχουν στην αποστολή- παρέστη, υποβοηθούμεν