Παρατηρήσεις πάνω στο λάιφ στάιλ και τα βάσανα των εκάστοτε ισχυρών (VIPs) τραγουδισμένες από ένα χορό αγροτών, όπως τις κατέγραψε ο Ντάριο Φο και τις τραγούδησε ο Έντζο Γιαννάτσι. Εδώ και μία χειροποίητη απόδοση στα ελληνικά που σας έφτιαξα.
ΕΙΔΑ ΕΝΑ ΒΑΣΙΛΙΑ!
-Καλά… αϊντέ… καλά…
-Για πες… Τι ’δες; Για πες…
-Είδα ’να βασιλιά
-Τι είδες είπες;
-Ένα βασιλιά!
–Καλά, αϊντέ, καλά…
– Ήταν καβάλα
στη σέλα πάνω,
κι έριχνε κι ένα κλάμα…
που μέχρι τ’ άλογό του…
–Ήτανε τι;
Ήταν καταμουσκεμένο!
-Α τον καημένο!
– Καημένο και το ζώο!
-Καλά… αϊντέ… καλά…
-Φταίει ο Αυτοκράτωρ, που πίσω του είχε πάρει
Ένα καστέλο
-Α το τομάρι!
– Όμως του μέ-νου-ν τριά-ντα δυο!
-Α τον καημένο!
– Καημένο και το πουλάρι…
-Καλά… αϊντέ… καλά…
-Για πες… Τι ’δες; Για πες…
-Είδα ’να ’Πισκ…
-Τι είδες είπες;
-Είδα να ’Πίσκοπο.
-Καλά… άιντέ… καλά…
-Κι αυτός, κι αυτός επίσης, έριχνε μαύρο κλάμα
κι ως και το χέρι, εδάγκωνε με άχτι
-Το χερ’ ποιανού;
-Το χερ’ του καντηλανάφτη!
-Καημένε ’Πίσ-κοπέ…
-Καημένος και ο ’ανάφτης
-Καλά… αϊντέ… καλά…
-Φταίει ο Καρδινάλιος, που του είχε βουτήξει:
’να μοναστήρι
-Του κακομοίρη!
– Όμως του μέ-νουν τριάντα δυο…
-Καημένος Πίσκ-οπός
-Καημένος κι ο ’ανάφτης
-Καλά… άϊντέ… καλά…
-Για πες… Τι ’δες; Για πες…
-Ειίδα ένα πλούς…
-Τι είδες είπ’ς;
-Είδα ένα πλούσιο, έναν λεφτά…
-Καλά.., άιντέ… καλά…
-Ο κακομοίρης, μαύρο δάκρυ,
Έριχνε στάλα στάλα…
Μες τη μπουκάλα
-Μες το κρασί τ’;
– …και το ξενέρωνε στα γερά.
-Φτωχέ λεφτά!
-Φτωχό και το κρασί του!
-Καλά,.. άιντέ… καλά…
– Ο Βασιλιάς, ο ’Πισκοπος, ο Αυτοκράτωρ,
Τον μισοκαταστρέψαν
Τρία σπίτια του κλέψαν.
Μαζί τον αχυρώνα
Όμως του μείναν τριάντα δυο.
-Φτωχέ λεφτά!
-Φτωχό και το κρασί του!
-Καλά,.. άιντέ… καλά…
-Για πες… Τι ’δες; Για πες…
-Είδα ένα χωριάτη
-Τι είδες είπς;
-Έναν χωρικό
-Καλά,.. άιντέ… καλά…
-Ο ’Πίσκοπος, ο Βασιλιάς, ο Πλούσιος,
ο Αυτοκράτωρ
Ως και ο Καρδινάλιος,
τον μισοκαταστρέψαν!
Με μια χεριά του κλέψαν:
Το σπίτι
Τον αχερώνα
Την αγελάδα
Το κλαρίνο
Το τάβλι
Το τρανζιστοράκι
Τους δίσκους με τα τσάμικα
Τη γυναίκα τ’…
-Τι άλλου;
-Το γιο του στους φαντάρους
Του σφάξαν και τους χοίρους
-Φτωχά γουρούνια!
-Φτωχός κι ο ζωντοχήρους
-Καλά,.. άιντέ… καλά…
-Μα εκείνος όχι,
Όχι, δεν έκλαιγε καθόλου.
Αντίθετα χασκογελούσε: Χα χα χα
-Τρελάθ’κε;
-Όχι.
Η αλήθεια είναι
πως εμείς οι χωριάτες…
– Εμείς οι χωριάτες…
Να μαστε πρέπει πάντα κεφάτοι
Γιατί οι κλάψες μας τους ενοχλούν
Χούι το έχουν οι πρωτοκλασάτοι:
Στις στεναχώριες να μελαγχολούν
Κεφάτοι πάντοτε οι κερατάδες
Οι στεναχώριες μας τους ενοχλούν
Γιατί οι πλούσιοι κι οι βασιλιάδες
Πάντα στις κλάψες μας μελαγχολούν
Σε ήχο: Οι στίχοι του Ντάριο Φο από τον Έντζο Γιαννάτσι
Εδώ γύρω από ένα τραπέζι με ένα μπουκάλι Μπαρμπέρα στη μέση, τραγουδάνε παρέα οι Ντάριο Φο, Αντριάνο Τσελεντάνο, Τζόρτζιο Γκάμπερ, Αλμπανέζε, ενώ τραγουδάει και παίζει κιθάρα ο Γιαννάτσι.
Εδώ η ανάγνωση της απόπειρας για μια απόδοση στα Ελληνικά
Ho visto un re
-Dai dai, conta su…ah be, sì be….
– Ho visto un re.
– Sa l’ha vist cus’e‘?
– Ha visto un re!
– Ah, beh; si‘, beh.
– Un re che piangeva
seduto sulla sella
piangeva tante lacrime,
ma tante che
bagnava anche il cavallo!
– Povero re!
– E povero anche il cavallo!
– Ah, beh; si‘, beh.
– è l’imperatore che gli ha portato via
un bel castello…
– Ohi che baloss!
– …di trentadue che lui ne ha.
– Povero re!
– E povero anche il cavallo!
– Ah, beh; sì, beh.
– Ho visto un vesc…
– Sa l’ha vist cus’e‘?
– Ha visto un vescovo!
– Ah, beh; si‘, beh.
– Anche lui, lui, piangeva, faceva
un gran baccano, mordeva anche una mano.
– La mano di chi?
– La mano del sacrestano!
– Povero vescovo!
– E povero anche il sacrista!
– Ah, beh; si‘, beh.
– e‘ il cardinale che gli ha portato via
un’abbazia…
– Oh poer crist!
– …di trentadue che lui ce ne ha.
– Povero vescovo!
– E povero anche il sacrista!
– Ah, beh; si‘, beh.
– Ho visto un ric…
– Sa l’ha vist cus’e‘?
– Ha visto un ricco! Un sciur!
– S’…Ah, beh; si‘, beh.
– Il tapino lacrimava su un calice di vino
ed ogni go, ed ogni goccia andava…
– Deren’t al vin?
– Si‘, che tutto l’annacquava!
– Pover tapin!
– E povero anche il vin!
– Ah, beh; si‘, beh.
– Il vescovo, il re, l’imperatore
l’han mezzo rovinato
gli han portato via
tre case e un caseggiato
di trentadue che lui ce ne ha.
– Pover tapin!
– E povero anche il vin!
– Ah, beh; si‘, beh.
– Ho vist un villan.
– Sa l’ha vist cus’e‘?
– Un contadino!
– Ah, beh; si‘, beh.
– Il vescovo, il re, il ricco, l’imperatore,
persino il cardinale, l’han mezzo rovinato
gli han portato via:
la casa
il cascinale
la mucca
il violino
la scatola di kaki
la radio a transistor
i dischi di Little Tony
la moglie!
– E po‘, cus’e‘?
– Un figlio militare
gli hanno ammazzato anche il maiale…
– Pover purscel!
– Nel senso del maiale…
– Ah, beh; si‘, beh.
– Ma lui no, lui non piangeva, anzi: ridacchiava!
Ah! Ah! Ah!
– Ma sa l’e‘, matt?
– No!
– Il fatto e‘ che noi villan…
Noi villan…
E sempre allegri bisogna stare
che il nostro piangere fa male al re
fa male al ricco e al cardinale
diventan tristi se noi piangiam,
e sempre allegri bisogna stare
che il nostro piangere fa male al re
fa male al ricco e al cardinale
diventan tristi se noi piangiam!