Έπεσα πάνω σε ένα τραγούδι που μιλάει για τη νεανική εξέγερση του ’68. Τυχαία -η πεντηκονταετία από τα γεγονότα συμπληρώθηκε πέρυσι και με την ευκαιρία ειπώθηκαν ήδη πολλά.
Αυτή τη φορά όμως οι έμμετρες σκέψεις ήταν τραγουδισμένες από τον Γάλλο τροβαδούρο στον οποίο το παρόν Ιστολογοφόρο έχει μια κάποια αδυναμία. Να λοιπόν που γυρίζουμε πίσω στη μουσική και τους στίχους του George Brassens.
Πρόκειται για τη ¨Λεωφόρο του καιρού που περνάει¨ (Boulevard du temps qui passe) και περιλαμβάνεται στο άλμπουμ Δον Ζουάν το οποίο κυκλοφόρησε το 1976. Το εκ πρώτης όψεως παράδοξο είναι πως ο Βrassens δεν είχε μέχρι τότε εκφραστεί με σαφήνεια υπέρ ή κατά της νεανικής εξέγερσης (όπως άλλωστε και ο Βrel -ο οποίος όμως είχε ήδη ξεκαθαρίσει την ευρύτερη θέση του από το ‘61. Τους χαρακτηριστικούς στίχους του Brel για τους μπουρζουάδες και τους γόνους τους θα βρείτε εδώ ). Όπως θα δείτε, ανάλογος σκεπτικισμός επικρατεί και στο Boulevard du temps qui passe.
Στις πρώτες έξι στροφές ο τροβαδούρος χρησιμοποιεί, με ύφος εξομολογητικό, το πρώτο πληθυντικό πρόσωπο: εμείς. Εμείς οι νέοι, οι ωραίοι, οι επαναστάτες. Στην έβδομη στροφή μιλάει για ¨αυτούς¨ και δε διστάζει να τους παρομοιάσει με ¨ασβεστωμένους τάφους¨ με αναφορά σε ένα απόσπασμα από το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο (XXIII 27) όπου ο Χριστός λέει: Οὐαὶ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί, ὅτι παρομοιάζετε τάφοις κεκονιαμένοις, οἵτινες ἔξωθεν μὲν φαίνονται ὡραῖοι, ἔσωθεν δὲ γέμουσιν ὀστέων νεκρῶν καὶ πάσης ἀκαθαρσίας
Σημείωση: Μια που τον καιρό εκείνο ξεκινώντας από τη Φλωρεντία είχα επισκεφτεί (με οτοστόπ) το Παρίσι, έχω κάποιες προσωπικές εντυπώσεις, που ίσως συμπεριλάβω σε προσεχή ανάρτηση στο Ιστολογοφόρο.
Ακολουθούν:
*Το τραγούδι (ηχητικό)
* Μια απόδοση στα ελληνικά που σας έφτιαξα με τη (συνήθη) προσπάθεια οι στίχοι να ¨χωράνε¨ στη μουσική, έστω με λίγο ζόρι, έτσι ώστε το τραγούδι να αποκτήσει μια εκδοχή στην ελληνική γλώσσα.
* Μια πιο ¨ελεύθερη¨ απόδοση, εκτός μουσικής, δηλαδή απαλλαγμένη από το άγχος που δημιουργούν οι πολυσύλλαβες ελληνικές λέξεις όταν πρέπει να στριμωχτούν σε μια δοσμένη μελωδία.
* Το κείμενο στα γαλλικά
Το τραγούδι
Η ΛΕΩΦΟΡΟΣ ΤΟΥ ΚΑΙΡΟΥ ΠΟΥ ΠΕΡΝΑΕΙ
Πλέον χωρίς το μπιμπερό
είπαμε ας πάμε έξω από ‘δω
όπου οι καιροί μας προσπερνάνε
την ¨ξαστεριά¨ γυρεύοντας
γέρους κι οκνούς στοχεύοντας
που δεν τα παρατάνε
*
Κοίταξε, ήτανε μόλις χτες
στους δρόμους, μ’ όψεις γελαστές
-ποιοι τάχα θα μας υποτάξουν;-
Πατήσαμε φράχτες κι αυλές
κι ανάψαμε χαράς φωτιές
οι μπουρζουάδες να τρομάξουν.
*
Ψηλά τα λάβαρα ξανά
κι όρκος στο επτά -οκτώ -εννιά:
Να ξαναπέσει η Βαστίλη!
και αγκαλιάσαμε με ορμή
όσες δεν άγγιζαν πια αυτοί
Έρως-Θεός μας είχε στείλει
*
Σε βάλτο μ’ έντυπα παπιά
εμείς τα γελαστά παιδιά
Πέτρες πετάξαμε απ’ το δρόμο
Τίποτα πια δεν μένει ορθό:
ταμπού ή πίστη σε θεό,
σε νόμο ή σε τρόμο
*
Σαν ήχησε ¨παύσατε πυρ¨,
άλλος κρανίο του Βλαδιμίρ
κι άλλος γκριζάδα και ρυτίδες
και διαπιστώσαμε εκεί δα
πόσο στην άνοιξη κοντά
είν’ οι αλκυονίδες
*
Γυρνάμε τότε: βήμα αργό!
ναι, με τον τρόπο τον παλιό,
κι όσο κι αν φαίνεται αστείο
καθώς ξεφωνίζαμε εμείς την παλιά
στη γωνιά ήταν στημένη η νέα γενιά
για να μας στείλει στο γηροκομείο
******
…Όλους, φθαρτούς και πλαδαρούς
Φαρισαίους και τάφους λευκούς
παιδιά ενός Μάη που γερνάει
τους είδαμε ξανά εχτές
να επελαύνουν νέοι και νιες
στη λεωφόρο του καιρού που
[άτεγκτος] περνάει
Η λεωφόρος των Καιρών που Περνάνε
Από τη κούνια μόλις είχαμε ξεμυτίσει
και είπαμε να κάνουμε μια βόλτα
εκεί που όλα είχαν ξεκινήσει:
Που πάει να πει ωστόσο
εκεί που οι καιροί,
ενώ κανένας δεν το περιμένει,
μοιάζουν αναγκασμένοι
το δέρμα τους να αλλάζουν κάθε τόσο
*
Ψέλναμε τα τραγούδια μας, τα επαναστατικά
ενάντια σ’ όλα τα κακά
και προπαντός
σ’ όσα κατάφερναν ακόμη οι παλιοί,
οι γερασμένοι, οι χοντροί, οι πλαδαροί
που ζουν -οχυρωμένα σκιάχτρα-
στων σκουριασμένων ιδεών τα κάστρα
*
Μας είδαν όλοι – ήταν σαν χθες.
Νέοι, και υπερήφανοι,
ποδοπατώντας τα παρτέρια των παλιών
ανάψαμε χαράς φωτιές
και λικνιστήκαμε σ’ αλλόκοτο χορό,
καθώς του φόβου το σκουλήκι
μέσα στον κάθε μπουρζουά
τρύπωνε ζοφερό.
*
Είπαμε:
εμείς θα επαναλάβουμε το επτά-οκτώ-εννέα
εμείς θα κυριεύσουμε μία Βαστίλη νέα
και από αύριο κιόλας, όλα θα ‘ ναι καινούργια
…κι ύστερα αγκαλιάσαμε λαίμαργα και με φούρια
εκείνες που δεν άγγιζαν οι μπουρζουάδες πια
και για να πάνε όλα καλά στις νέες τις ημέρες
τους γονιμοποιήσαμε κάμποσες θυγατέρες.
*
Με ευθυμία εύλογη και κοροϊδευτική
ρίχναμε τους κυβόλιθους
στον βάλτο με τις πάπιες τους.
Τι θύελλα! Τι θέαμα! Τι υπερπαραγωγή!
Τίποτα πια δεν έμεινε ορθό
καθώς κατεδαφίζαμε ο, τι είχε κάποια σχέση
με τα δικά τους τα ταμπού, αρχές ή πίστη σε θεό.
*
Όμως, σαν σήμανε η κατάπαυση πυρός
δεν αναγνωρίζαμε ούτε κι εμάς τους ίδιους
άλλος δεν ήταν πια μαλλιάς, μα φαλακρός
και άλλος τους κροτάφους είχε γκρίζους
και έτσι καταλάβαμε εν τέλει
– ο, τι κι αν υπαγόρευαν οι ελπίδες-
πόσο είναι η άνοιξη κοντά
στις λιγοστές χειμερινές αλκυονίδες.
*
Γυρνάμε τότε, αλλάζουμε, σε βήμα πιο αργό
ναι, πάνω κάτω, με τον τρόπο τον παλιό,
τον παραδοσιακό,
γιατί,
όσο κι αν φαίνεται αστείο,
καθώς ξεφωνίζαμε εμείς την παλιά,
στη γωνιά ήταν στημένη η νέα γενιά
για να μας στείλει στο γηροκομείο.
***********
…Όλους αυτούς τους φθαρτούς και φτιαγμένους
φαρισαίους και τάφους ασβεστωμένους
στο καβούκι τους μέσα που παραπαίουν
ναι τους είδαμε χτες
υπερήφανους νέους να κατηφορίζουν
στη λεωφόρο των καιρών που λακίζουν.
*
Μια ανάγνωση:
Boulevard du temps qui passe
A peine sortis du berceau,
Nous sommes allés faire un saut
Au boulevard du temps qui passe,
En scandant notre » Ça ira »
Contre les vieux, les mous, les gras,
Confinés dans leurs idées basses.
*
On nous a vus, c’était hier,
Qui descendions, jeunes et fiers,
Dans une folle sarabande,
En allumant des feux de joie,
En alarmant les gros bourgeois,
En piétinant leurs plates-bandes.
*
Jurant de tout remettre à neuf,
De refaire quatre-vingt-neuf,
De reprendre un peu la Bastille,
Nous avons embrassé, goulus,
Leurs femmes qu’ils ne touchaient plus,
Nous avons fécondé leurs filles.
*
Dans la mare de leurs canards
Nous avons lancé, goguenards,
Force pavés, quelle tempête!
Nous n’avons rien laissé debout,
Flanquant leurs credos, leurs tabous
Et leurs dieux, cul par-dessus tête.
*
Quand sonna le » cessez-le-feu »
L’un de nous perdait ses cheveux
Et l’autre avait les tempes grises.
Nous avons constaté soudain
Que l’été de la Saint-Martin
N’est pas loin du temps des cerises.
*
Alors, ralentissant le pas,
On fit la route à la papa,
Car, braillant contre les ancêtres,
La troupe fraîche des cadets
Au carrefour nous attendait
Pour nous envoyer à Bicêtre.
***
Tous ces gâteux, ces avachis,
Ces pauvres sépulcres blanchis
Chancelant dans leur carapace,
On les a vus, c’était hier,
Qui descendaient jeunes et fiers,
Le boulevard du temps qui passe.