Βασίλης Νόττας: Το Ιστολογοφόρο

Κοινωνία, Επικοινωνία, Φαντασία και άλλα

Posts Tagged ‘Παλαμήδης’

Κύλικες και Δόρατα. Μέρος Ζ΄, Κεφάλαιο δέκατο τρίτο: Οι κόμποι στο χτένι

Posted by vnottas στο 10 Φεβρουαρίου, 2018

Κεφάλαιο δέκατο τρίτο. Όπου ορισμένοι κόμποι λύνονται και άλλοι φτάνουν στο χτένι

(αφηγείται ο Εύελπις)

μ

Είμαι αναστατωμένος γι αυτό λέω, αν τα καταφέρω, να τα σημειώσω όλα επιγραμματικά. Και με τη σειρά. Ένα-ένα. Αλλιώς, έτσι ανακατεμένα που είναι όλα αυτή τη στιγμή μέσα στο κεφάλι μου, φοβάμαι ότι δε θα καταφέρω να γίνω κατανοητός ούτε στους άλλους ούτε σε εμένα τον ίδιο.

Ένα, λοιπόν:

Όταν έφτασαν τα συγκλονιστικά νέα στην Αθήνα, τα πράγματα έμοιαζαν να εξελίσσονται, αν όχι πλήρως ομαλά, τουλάχιστον κάτω από ικανοποιητικό έλεγχο.

Τα μεγάλα αθηναϊκά πανηγύρια είχαν ολοκληρωθεί. Η Εορταστική Πομπή είχε διανύσει την οδό των Παναθηναίων με μεγάλη επιτυχία. Οι κόρες ήταν πανέμορφες, οι γέροντες καλοστεκούμενοι και τα Ευάνδρια τα είχε κερδίσει η Λεοντίδα φυλή με αποτέλεσμα ο βετεράνος πολεμιστής Παλαμήδης να έχει απογειωθεί και να υπερίπταται ευτυχισμένος: ανάμεσα στους βραβευθέντες ήταν κι ο πρωτότοκος γιος του. Ένας άλλος καταφανώς ικανοποιημένος  από τις γιορτές ήταν ο ρήτορας Δημάδης. Τα άλογά του είχαν νικήσει στους δώδεκα γύρους του ιπποδρομίου με τέθριππο άρμα: Τώρα, μου είπε, θα αρχίσει να τα προπονεί για τους επόμενους, εκατοστούς δέκατους τρίτους Πανελλήνιους Ολυμπιακούς Αγώνες.

Δύο:

 Ο φίλτατος συνεργάτης μου, ο Οινοκράτης, είχε αποκτήσει επιτέλους την αθηναϊκή υπηκοότητα με την ιδιότητα του απελεύθερου μέτοικου με ιδιαίτερα προνόμια, με πρώτο εκείνο της ¨ισοτέλειας¨. Ό Οινοκράτης, όπως έμαθα, στην πατρίδα του είχε και ένα παρανόμι με πολλά ¨τσ¨, άρα όχι εύηχο στα ελληνικά, που εγώ δεν μπορώ καν να το προφέρω, οπότε, λέω, καλά έκανε και για τη νέα φάση της ζωής του διατήρησε το ¨Οινοκράτης¨ ως το κύριο επίσημο όνομά του. Σε μια σεμνή τελετή στο Πρυτανείο, όπου ανάδοχος και εγγυητής ήταν ο Παλαμήδης, υπό τις ιαχές και τα χειροκροτήματα των μελών των οικογενειών του Ευρύνου, του Παλαμήδη, αλλά και αρκετών προσωπικών του φίλων,  ο Συρακούσιος ανακηρύχτηκε επισήμως χειραφετημένος κάτοικος Αθηνών. Ως ¨ισοτελής¨, η φορολόγησή του δεν θα είναι μεγαλύτερη από εκείνη των αθηναίων πολιτών (όπως συμβαίνει στους κοινούς μέτοικους),  ενώ  θα του επιτραπεί, εάν το επιθυμεί, να εξακολουθήσει να συμμετέχει στην ασιατική εκστρατεία.  Σύμφωνα με τα όσα τον διαβεβαίωσε ο ¨εφημερεύων¨ βουλευτής, -ο οποίος είχε διευθύνει την τελετή μιλώντας κολακευτικά για το ρόλο του τιμώμενου στην ανεύρεση των κλαπέντων αγαλμάτων των τυραννοκτόνων- αν όλα πάνε κατ’ ευχήν, τίποτα δεν αποκλείει το επόμενο βήμα να είναι η απόδοση στον Οινοκράτη της πλήρους ιδιότητας του Αθηναίου πολίτη.Eikona_1-1

Τρία.

Ο Οινοκράτης είχε και έναν άλλο λόγο να είναι σχετικά ευχαριστημένος. Η έρευνά του για το θέμα της πατρότητας είχε ολοκληρωθεί. Το αποτέλεσμα δεν ήταν τελεσίδικο και αδιαμφισβήτητο, αλλά μάλλον μια  αναπάντεχη ¨επικρατέστερη εκδοχή¨, η οποία όμως είχε τη στήριξη ενός σπουδαίου και πλήρως αξιόπιστου προσώπου. Μένω ευχαρίστως για λίγο σε αυτό το θέμα -πριν αναφερθώ στα νέα και την αναστάτωση που προκάλεσαν- γιατί έχει γούστο.

Ό Οινοκράτης λοιπόν, είχε φτάσει σε τέτοιο σημείο εμμονής στην υπόθεση της αναζήτησης της ταυτότητας του πατέρα του, που είχε ταξιδέψει ως την Κόρινθο και είχε καταφέρει να συναντηθεί έως και με τον διάσημο Διογένη, ο οποίος μπορεί να κυκλοφορεί γυμνός και να καγχάζει τους πάντες, αλλά, απ’ ό, τι λένε, δεν είναι καθόλου εύκολο να έχει κανείς μαζί του μια  ολοκληρωμένη αποκλειστική συζήτηση και, πολύ περισσότερο, να εκμαιεύσει τις απαντήσεις του σε θέματα που δεν έχουν τις άμεσες φιλοσοφικές ή ηθικές προεκτάσεις που του αρέσουν.

Ο Οινοκράτης, ποιος ξέρει πώς, τα κατάφερε. Ο γέρο-Διογένης του μίλησε. Όμως ούτε αυτός ο ταξιδεμένος (και στις Συρακούσες) φιλόσοφος μπόρεσε να του δώσει μια συγκεκριμένη απάντηση στα ερωτήματά του. Αντίθετα, αν κατάλαβα καλά από τα όσα μου είπε επιστρέφοντας στην Αθήνα, ο Διογένης υποστήριξε πως, ίσως, αυτή η προσπάθεια αναζήτησης της πατρότητας δεν αξίζει καν τον κόπο. Οι γονείς δεν είναι πάντα τόσο χρήσιμοι, φαίνεται ότι του είπε.

Αισθάνθηκα λοιπόν κάπως ένοχος γιατί δεν είχα ακόμη υλοποιήσει την υπόσχεση που είχα δώσει στον Οινοκράτη, δηλαδή να ρωτήσω σχετικά με το πρόβλημά του τον Αριστοτέλη, παρά το γεγονός ότι τον τελευταίο καιρό συναντούσα συχνά τον δάσκαλο και είχα μαζί του μακρές συνομιλίες, στις οποίες θα αναφερθώ εκτενέστερα παρακάτω. Για να επανορθώσω ζήτησα από τον Οινοκράτη να μου δώσει το κληρονομημένο δαχτυλίδι και στην επόμενη επίσκεψή μου στο Λύκειο, επωφελήθηκα από μια στιγμή ανάπαυλας και μίλησα στον Αριστοτέλη για το θέμα που απασχολεί τον παλιό πιστό μου συνεργάτη και φίλο, ο οποίος μάλιστα, τότε, επρόκειτο όπου να ‘ναι να χειραφετηθεί. 

image008   Ο Αριστοτέλης παρακολούθησε με προσοχή την σύντομη αφήγησή μου κουνώντας που και που το γενειοφόρο κεφάλι του. Πρώτα του περιέγραψα τον ίδιο τον Συρακούσιο και μερικά από τα ανδραγαθήματά του και, ύστερα, την πρόσφατη μανία να εξακριβώσει ποιος θα μπορούσε να είναι ο πατέρας του.

«Για να ‘δω», μου είπε, προτείνοντας την παλάμη του.

Έβγαλα το δαχτυλίδι από το θυλάκιό μου και  του το έδωσα.

Το εξέτασε με προσοχή και στα χείλη του εμφανίστηκε ένα, όλο και πιο πλατύ, χαμόγελο.

Σκέφτηκα: …έχει γούστο! Έχει γούστο να είναι δικό του το δαχτυλίδι. Όλη αυτή η ιστορία μοιάζει πια με το παιχνίδι που παίζουν οι μπόμπιρες στις αλάνες του άστεως. Ποιανού είναι όμως τελικά το δαχτυλίδι; Του Μεγάλου  Περιπατητή;

«Για φαντάσου!», μουρμουρίζει. Και μετά μου λέει: «Το αναγνωρίζω…»

Το πρόσωπό μου παίρνει μια τέτοια έκφραση που, αργότερα, όταν θα επινοηθούν τα σημεία στίξης του γραπτού λόγου, θα μπορούσε να αποτελέσει το σκίτσο-σήμα-σύμβολο της (απεγνωσμένης)  ερωτηματικής πρότασης.

Ο Αριστοτέλης το φοράει. Του ταιριάζει. Απομακρύνει τα ανοικτά του δάχτυλα για να το θαυμάσει καλύτερα.

«Άρα;», αποτολμώ εγώ την συνεπαγόμενη ερώτηση.

«Α», κάνει, «το είχα μάλιστα  πρωτοδεί όταν είχα φτάσει στην Αθήνα ως προβληματισμένος νεαρός. Τότε που όλα τα πρόσεχα και όλα μου έκαναν εντύπωση».  

«Ναι, αλλά στο χέρι ποιανού;»

kst2-pic3

«Μα του δάσκαλού μου, του Πλάτωνα. Θυμάμαι ότι το φορούσε τον πρώτο καιρό στις διαλέξεις του. Μετά όχι. Αλλά ξέρεις πώς είναι όλοι οι νεοφώτιστοι σπουδαστές, όλοι εμείς δηλαδή, όταν πρωτοσυναντάμε κάποιον που τον θεωρούμε Μεγάλο. Τα προσέχουμε και τα θυμόμαστε όλα όσα τον αφορούν!»

«Εντάξει, αλλά το Άλφα;» ξαναρωτάω.

Με κοιτάζει περίεργα.

«Καλά», λέει. «Αν σε άκουγε ο γερο Πλάτωνας μπορεί να στεναχωριόταν που στους απογόνους έχει φτάσει μόνο το παρανόμι του. Αλλά δε φταίμε εμείς. Του άρεσε. Ήταν ασυνήθιστο και το προτιμούσε από το Αριστοκλής που είναι αρκετά κοινό όνομα».

«Αριστοκλή τον λέγανε τον Πλάτωνα;»

«Έτσι είχε ορίσει ο πατέρας του ο γερο-Αρίστων. Τον θυμάμαι κι αυτόν. Ήταν πολύ ηλικιωμένος, αλλά ζούσε ακόμη όταν έφτασα στην Αθήνα. Αλλά και ο Πλάτωνας ήταν αρκετά μεγάλος όταν έκανε τα τελευταία ταξίδια του στην Σικελία».

Μένει για λίγο σιωπηλός υπολογίζοντας τα χρόνια. «Είπες ότι ο δικός σου κοντεύει τα σαράντα. Επομένως αν υποθέσουμε ότι η μάνα του όντως διασταυρώθηκε με τον Πλάτωνα, αυτό πρέπει να συνέβη στο δεύτερο ταξίδι του στις Συρακούσες. Ναι, στέκει. Τότε ο Πλάτωνας ήταν εξήντα χρονών και είχε προσκληθεί στην αυλή των Συρακουσών από τον διάδοχο του Διονύσιου του πρώτου, τον Διονύση τον Δεύτερο. Το επόμενο τρίτο και τελευταίο ταξίδι το έκανε έξι-επτά χρόνια αργότερα. Αν ο συνεργάτης σου έχει μια, έστω θολή, ανάμνηση από τον Πλάτωνα -αν υποθέσουμε βέβαια ότι αυτός είναι ο βιολογικός του πατέρας- είναι από αυτό το τρίτο και τελευταίο του ταξίδι εκεί».

Ο Δάσκαλος στρέφεται προς εμένα. «Φαντάζομαι ότι στη σχολή του Ισοκράτη θα σας έχουν μιλήσει για τα γεγονότα της εποχής εκείνης στις Συρακούσες, έτσι δεν είναι;»

«Μέσες άκρες», του απαντάω με ειλικρίνεια.

Πηγαίνει ως τα ράφια της βιβλιοθήκης και κατεβάζει έναν-δυο κυλίνδρους.

images

«Θα σου τα επαναλάβω περιληπτικά», λέει.

«Ο Πλάτωνας πίστευε πως οι θεωρίες είναι πολύ χρήσιμες, αλλά από μόνες τους δεν αρκούν για να αλλάξουν, προς το καλύτερο, τη ζωή των ανθρώπων. Ο Φιλόσοφος πρέπει να προσπαθεί να δοκιμάσει τις ιδέες του στην πράξη. Εάν όμως είναι δύσκολο, σχεδόν αδύνατο, να αποκτήσει και να ασκήσει από μόνος του την απαραίτητη εξουσία για να τις εφαρμόσει, σκέφτηκε πως ορισμένες μετριοπαθέστερες παραλλαγές είναι εφικτές. Όπως για παράδειγμα να επηρεάσει τη συμπεριφορά ενός ηγεμόνα με την ιδιότητα του σύμβουλου ή, ακόμη καλύτερα, να συμβάλλει στην εκπαίδευση και τη διαμόρφωση ενός διαδόχου, δηλαδή ενός μελλοντικού ηγεμόνα. Όταν ο Διονύσιος ο πρώτος τον πρωτοκάλεσε στις Συρακούσες -ο Πλάτωνας ήταν τότε μόνο σαράντα χρονών-  σκέφτηκε ότι θα μπορούσε να τα κάνει και τα δύο».  

Ο Δάσκαλος ανοίγει έναν πάπυρο, «Εδώ έχω αντίγραφα από επιστολές του Πλάτωνα», λέει.

Ψάχνει, βρίσκει και μου δείχνει ένα εδάφιο. Διαβάζει: «¨Εκείνο που σκέφτηκα ήταν ότι, εάν επρόκειτο να επιχειρήσω την  εφαρμογή όσων είχα σκεφτεί για τους νόμους και την πολιτεία, την δοκιμή έπρεπε να την επιχειρήσω τώρᨻ . Και παρακάτω: «¨Ξεκίνησα λοιπόν αυτό το ταξίδι, βασικά γιατί ντρεπόμουν τον ίδιο μου τον εαυτό, μήπως φανεί ότι δεν είμαι άξιος παρά μόνο για σκέτη θεωρία και ότι διστάζω να καταπιαστώ με συγκεκριμένες  πράξεις¨.

Αυτά είχε στο μυαλό του τότε ο Πλάτωνας.

Για να σου πω την αλήθεια, περίπου αυτά σκεπτόμουν και εγώ, τόσο όταν πήγα στην Άσσο, όσο κι όταν δέχτηκα τη πρόταση του Φίλιππου και ανέλαβα την διαπαιδαγώγηση του Αλέξανδρου». Έκλεισε προσεκτικά τον κύλινδρο. «Αυτή η γεμάτη καλές προθέσεις πρώτη απόπειρα του Πλάτωνα δυστυχώς απέτυχε παταγωδώς. Ο Διονύσιος ήταν ένας ικανός αλλά και περπατημένος τύραννος που είχε πρακτικές γνώσεις και απόψεις περί εξουσίας για τις οποίες δε σήκωνε κουβέντα. Ο φιλόσοφός μας λοιπόν εγκατέλειψε τη Σικελία άρον-άρον και παραλίγο να καταλήξει δούλος στην Αίγινα. Όμως κατάφερε τελικά να φτάσει στην Αθήνα και να ιδρύσει την Ακαδημία του.

Είκοσι χρόνια αργότερα τον Διονύσιο διαδέχτηκε ο γιος του, ο Βήτα. Ο νεαρός και ο θείος του, ο Δίωνας, στενός φίλος του Πλάτωνα από το προηγούμενο ταξίδι, προσκάλεσαν και πάλι τον φιλόσοφο στη Σικελία. Εκείνος αυτή τη φορά ήταν δικαιολογημένα δύσπιστος.  Ωστόσο τελικά πήγε. Η υποδοχή που του επιφύλαξαν πρέπει να ήταν ιδιαίτερα θερμή. Άλλωστε θα έπρεπε να ξεπεραστούν και να ξεχαστούν τα δυσάρεστα γεγονότα του παρελθόντος. Δεν αποκλείω καθόλου να προσφέρθηκαν στον Πλάτωνα, μεταξύ άλλων,  οι υπηρεσίες των καλύτερων εταιρών της αυλής.  Μάλλον το θεωρώ σίγουρο. Εκείνο που δεν είμαι σε θέση να ξέρω με σιγουριά είναι εάν ο Πλάτωνας αποδέχτηκε αυτές τις προσφορές. Και πολύ περισσότερο εάν υπήρξε κάποιος καρπός από αυτές τις συνευρέσεις».

1127px-Venus_de_Milo_Louvre_Ma399_n6

«Πώς ήταν η σχέση του με τις γυναίκες;» ρώτησα εγώ με δικαιολογημένη, θα έλεγα, περιέργεια.

«Υπάρχουν δύο τομείς, αγαπητέ Εύελπι. Το συγγραφικό έργο και η καθημερινότητα. Η θεωρία και η πράξη. Επειδή θεωρώ τον εαυτό μου καλό γνώστη του έργου του Δασκάλου μου, μπορώ να σου πω πως στα συγγράμματά του αντιμετωπίζει τις γυναίκες αρκετά θετικά. Περισσότερο θετικά από πολλούς από εμάς. Στην ιδεώδη ¨πολιτεία¨ του τα θήλεα μορφώνονται και διοικούν εξ ίσου με τους άνδρες. Μη με ρωτήσεις εάν συμφωνώ μαζί του. Είναι ένα θέμα που ακόμη το διερευνώ. Μη ξεχνάς ότι εγώ είμαι νυμφευμένος άρα είναι δυσκολότερο να αποστασιοποιηθώ και να γενικεύσω.

Τώρα, όσον αφορά στην πράξη, είναι γνωστό πως στην Ακαδημία αποδεχόταν τη συμμετοχή των γυναικών. Έστω εν μέρει. Λίγες. Το ίδιο κάνουν ακόμη και σήμερα οι διάδοχοί του και, όπως ξέρεις, στην Αθήνα, αν εξαιρέσουμε την κάπως κωμική παρέα του Κυνοσάργους, είναι οι μόνοι. Ό ίδιος, νεώτερος, ήταν ένας γεροδεμένος ψηλός άνδρας από εκείνους που στις γυναίκες αρέσουν. Θα μπορούσε να έχει μεγάλη επιτυχία μαζί τους.  Μεταξύ ημών και των  περισσότερων Αθηναίων,  είναι γνωστό ότι δεν τις κυνηγούσε. Αυτό δεν σημαίνει ότι τις  απέρριπτε ασυζητητί. Όπως ήδη σου είπα, ο Πλάτωνας, όσο θεωρητικός κι αν ήταν, ήθελε πάντα βάζει τις ιδέες του κάτω από πρακτική, ή βιωματική αν προτιμάς, δοκιμασία».

«Επομένως…;»

Ο Αριστοτέλης μοιάζει να το διασκεδάζει. Θα έλεγα ότι χαμογελάει πονηρά,

«Επομένως νομίζω πως δεν μπορούμε να αποκλείσουμε το ενδεχόμενο ο συνεργάτης σου να είναι απόγονος, έστω ευκαιριακός, του Μεγάλου Δάσκαλου. Οι χρόνοι μάλλον συμπίπτουν και η ευκαιρίες υπήρξαν». Ύστερα με ρωτάει ευθέως: «Πώς είναι;  Έχει κάτι που να θυμίζει τον αείμνηστο;»

«Δεν είναι σωματώδης όπως λέγεται πως υπήρξε ο Πλάτωνας, …ίσως να πήρε από τη μάνα του. Το μυαλό του όμως είναι κοφτερό, του αρέσει να ψάχνει κάτω από την επιφάνεια των πραγμάτων… και του αρέσει να τον φωνάζουμε με το παρανόμι του».

Εδώ ο Σταγειρήτης έχει κάποια ένσταση στα λεγόμενά μου.

«Ξέρεις κάτι νεαρέ μου Μεγαρέα», λέει. «Εγώ πιστεύω ότι οι γυναίκες είναι αγωγοί μεταβίβασης των κληρονομικών ιδιοτήτων, αλλά δεν μεταβιβάζουν τα δικά τους χαρακτηριστικά. Και αυτό γιατί στη γενετήσια πράξη έχουν παθητικό ρόλο. Οι άνδρες είναι πιο ενεργητικοί γιατί ακριβώς πρέπει να προωθήσουν τα χαρακτηριστικά αυτά στους μεταγενέστερους. Μπορεί πάντως ο δικός σου -εάν θεωρήσουμε την υπόθεσή μας αληθή- να πήρε από τον Παππού του. Ο γερο-Αριστίωνας, απ’ όσο θυμάμαι δεν ήταν τεράστιος».

«Αυτό, σχετικά με τη μεταφορά των κληρονομικών ομοιοτήτων, δεν το είχα σκεφτεί», ομολογώ. Και μετά του ζητάω να μου πει πώς τελείωσε η σικελική περιπέτεια του Πλάτωνα.   

dionysius_i_of_syracuse (1)

«Η αρχική, ειδυλλιακή φάση του δεύτερου ταξιδιού δεν κράτησε πολύ. Ο νεαρός και μάλλον ανασφαλής τύραννος συγκρούστηκε με τον Δίωνα και τον εξόρισε. Αυτός κατέφυγε εδώ στην Αθήνα. Ο Πλάτωνας απογοητευμένος από την αδυναμία να επηρεάσει τις εξελίξεις θέλησε να επιστρέψει κι αυτός στην πατρίδα του, αλλά του το αρνήθηκαν. Εν τέλει τα κατάφερε χάρη σε παρέμβαση των Πυθαγορείων, οι οποίοι είναι οι μόνοι φιλοσοφούντες που διαθέτουν παράλληλα μια κάποια παρεμβατική (αλλά και εν μέρει μυστική) οργάνωση.

Ο Δάσκαλος επέστρεψε και πάλι στις Συρακούσες έξι-επτά χρόνια αργότερα. Δεν νομίζω ότι  έλπιζε ακόμη να επηρεάσει πολιτικά τον νεαρό τύραννο. Περισσότερο ενδιαφερόταν να μεσολαβήσει υπέρ του φίλου του, του Δίωνα. Ίσως  πάλι, αν η υπόθεση που κάναμε για την καταγωγή του δικού σου… πώς τον είπαμε; Οινοκράτη; αυτουνού, …είναι σωστή, ίσως να ήθελε και κάτι άλλο… Ποιος μπορεί να ξέρει… Ίσως να επιθυμούσε να δει τον μικρό που, σύμφωνα με αυτά που μου είπες, ήδη κάποιος φρόντιζε από μακριά. Δεν μπορούμε να ξέρουμε αν όντως αυτό συνέβη. Εάν ναι, τότε πράγματι, ο άνδρας με την αθηναϊκή φορεσιά που θυμάται ο συνεργάτης σου να ήταν ο μεγάλος Πλάτωνας.

Εκείνο που σίγουρα ξέρουμε είναι πως η μεσολάβηση υπέρ του Δίωνα απέτυχε και ότι ο Φιλόσοφος βρέθηκε σχεδόν φυλακισμένος στην Ακρόπολη των Συρακουσών. Κοίτα τι γράφει ο ίδιος εδώ:» Ανοίγει τον άλλο πάπυρο και μου διαβάζει: ¨’Εκείνη την περίοδο η ζωή η δική μου και του Διονυσίου ήταν, εγώ μεν να κοιτάζω έξω σαν  πουλί που θέλει να ξεφύγει απ’ το κλουβί του, αυτός δε να συλλογίζεται με ποιο τρόπο θα με φοβίσει, χωρίς να επιστρέψει τίποτε από εκείνα που ανήκουν στον  Δίωνα. Κι όμως σε όλη τη Σικελία λέγαμε ότι είμαστε φίλοι.’’

Dione_figlio_di_Ipparino

Έτσι,  και πάλι, η αποχώρηση από τις Συρακούσες υπήρξε προβληματική και περιπετειώδης. Χρειάστηκε να παρέμβουν ξανά οι Πυθαγόρειοι. Με τη βοήθειά τους ο Πλάτωνας μπόρεσε να επιστρέψει στην Αθήνα. Οριστικά αυτή τη φορά».  

Με κοίταξε με σκεπτικό ύφος.

«Πάντως το δακτυλίδι το αναγνωρίζω. Είναι δικό του. Έχω και εγώ ένα ανάλογο. Μου το χάρισε λίγο καιρό πριν πεθάνει».

 

Τέσσερα

Ας μιλήσω τώρα για σημαντικότερα πράγματα. Δηλαδή για την πρόοδο της αποστολής που μου έχει αναθέσει ο προϊστάμενος μου, ο Καλλισθένης ο Ολύνθιος: να μεταφέρω στον δάσκαλο Αριστοτέλη όλες τις απαραίτητες πληροφορίες, συμπληρωματικές στα όσα του έχουν ήδη αποσταλεί γραπτά, έτσι ώστε να είναι σε θέση να εκφράσει τις πολύτιμες απόψεις του για το δέον γενέσθαι.

Αυτή την περίοδο συναντήθηκα με τον Δάσκαλο πολλές φορές.

Ο Αριστοτέλης με ρωτάει και εγώ απαντώ. Του λέω αυτά που ξέρω, χωρίς ενδοιασμούς και, όταν μου το ζητήσει ρητά, του λέω και την προσωπική μου άποψη.

Θέλει να μάθει περισσότερα για πολλά θέματα που αφορούν, όχι μόνο στην διεξαγωγή της εκστρατείας, αλλά και στους τόπους και τους ανθρώπους που περνούν σιγά σιγά κάτω από τον έλεγχο των ελληνικών δυνάμεων που προελαύνουν.

Δεν πρόκειται πια για τη γνωστή επιστημονική φιλομάθεια του Σταγειρήτη. Αυτή την φορά πρόκειται για την προσπάθεια να βρεθούν απαντήσεις σε υπαρκτά και επείγοντα προβλήματα σχεδιασμού και προσδιορισμού στόχων. Το μεγάλο παγκόσμιο καζάνι βράζει. Διαφορετικές παραδόσεις, νοοτροπίες και πρακτικές αναμιγνύονται καθημερινά, με τρόπο ραγδαίο.  Τι θα βγει τελικά από αυτήν τη μίξη; Κάτι το θαυμαστά καινούργιο ή μια θανατερή έκρηξη που θα παρασύρει τα πάντα, αφού πρώτα καταστρέψει τα όνειρα και τις ελπίδες για τη δημιουργία ενός καλύτερου κόσμου, δηλαδή εκείνα που θα έπρεπε να είναι οι τροφοδότες και η κινητήρια δύναμη της εκστρατείας; 

6892200

Αυτή είναι η αγωνία του Καλλισθένη και άλλων σκεπτόμενων ανθρώπων, τόσο στο μέτωπο όσο και στα μετόπισθεν. Είναι παράλληλα μια ανησυχία που, με γενικότερους όρους, διαπερνά το σύνολο των προβληματισμών και της διδασκαλίας του Αριστοτέλη. Ο Καλλισθένης ο Ολύνθιος έχει καταλάβει ότι η διανόηση δε μπορεί και δεν πρέπει, να σιωπήσει και να αφήσει τις εξελίξεις μόνο στις ενέργειες των -αναμφίβολα γενναίων και ικανών- στρατιωτικών που αναδεικνύουν οι μάχες ή,  ακόμη πιο ριψοκίνδυνα, σε μια  ομάδα αυλοκολάκων που -τον τελευταίο καιρό- παρεμβαίνει όλο και εντονότερα στους ηγετικούς κύκλους. Απευθύνεται λοιπόν στον Αριστοτέλη, τον άνθρωπο που γνωρίζει τον Αλέξανδρο καλύτερα και από παιδί του, αλλά και που τον αγαπάει σαν παιδί του, και ζητάει συμβουλές περί του πρακτέου.

Γνωρίζω ότι πολλοί -μάλλον κακόβουλοι- ακούγοντας τα παραπάνω, δε θα δίσταζαν να μιλήσουν για ανταρσίες και συνομωσίες

Ας διευκρινίσω λοιπόν και κάτι άλλο. Στόχος δεν είναι ο Αλέξανδρος. Ο νεαρός ηγέτης των Μακεδόνων, μέχρι στιγμής, εκφράζει πράγματα απολύτως θετικά. Ηγείται πολεμώντας στο πλευρό των οπλιτών, πείθοντας και προπαντός νικώντας,  Επίσης έχει την αίσθηση του ¨ελληνικού μέτρου¨ και δείχνει ότι τιμάει τα πολλά και σπουδαία που έχουν δώσει ισχύ και κλέος στις πόλεις του ελληνικού κόσμου. 

Στόχος είναι η εξόχως διαπεραστική και επικίνδυνη ασιατική σαγήνη. Δεν πρόκειται για κίνδυνο αμελητέο. Υπήρξαν πολλοί έλληνες που κυριεύτηκαν απ’ αυτήν. Ανάμεσά τους ηγέτες, μέχρι τότε ένδοξοι.  Οι έλληνες δεν αγνοούν, επίσης, τι σημαίνει ¨αυτοκρατορία¨, το έχουν αισθανθεί στη ράχη τους.  Επομένως πρέπει να έχουν μια άλλη, δική τους πρόταση για το μέλλον. Και αυτή η πρόταση για να είναι αποτελεσματική πρέπει να είναι καλοδιατυπωμένη και πειστική.  

Για να φτιαχτεί λοιπόν μια τέτοια πρόταση ο Σταγειρήτης Δάσκαλος έχει αφιερωθεί τον τελευταίο καιρό σε μια ενδελεχή μελέτη των πολιτευμάτων που βρίσκονται σε ισχύ σήμερα. Κυρίως εκείνων που αφορούν στις ελληνικές πόλεις, αλλά όχι μόνον αυτών.  Καταγράφει τα πολιτεύματα ένα προς ένα σημειώνοντας τις επιτυχίες και τις αποτυχίες τους. Πιστεύει ότι η αποτελεσματικότητά τους εξαρτάται από την προσαρμογή των κανόνων που επιβάλουν, στις ιδιαίτερες συνθήκες που επικρατούν κάθε φορά στον κάθε τόπο.  Είναι αισιόδοξος. Εγώ, από την πλευρά μου, έχω εντολή να επιμένω στην επίσπευση της καταγραφής ενός ολοκληρωμένου προγράμματος.  

.images (23)

Για τα θέματα αυτά συζητούσαμε σχεδόν  καθημερινά με τον Δάσκαλο, όταν έφτασαν τα πρώτα αναπάντεχα νέα από την εκστρατεία, που μας αναστάτωσαν και μας αποπροσανατόλισαν. Πηγή ήταν η πρόσφατα αναδιοργανωμένη  ημεροδρομική μας υπηρεσία και, αρχικά, επρόκειτο για μια δική μας υποκλοπή σε οπτικά μηνύματα που κυκλοφόρησαν με φρυκτωρίες ανάμεσα σε ημιαυτόνομες πόλεις της Μικράς Ασίας. Δεν τα πιστέψαμε, και ζήτησα εσπευσμένα επιβεβαίωση. Και αυτή έφτασε με ένα επείγον εμπιστευτικό μήνυμα από τον Καλλισθένη.  Στο μέτωπο είχε εκδηλωθεί απόπειρα εξέγερσης ενάντια στον βασιλέα Αλέξανδρο. Και όχι μόνον. Ο ιππάρχης των εταίρων Φιλώτας, γιος του στρατηγού Παρμενίωνα, είχε δικαστεί και καταδικαστεί σε θάνατο, ενώ ήταν άγνωστη προς το παρόν η αντίδραση του πατέρα του.

Ζήτησα επειγόντως συμπληρωματική ενημέρωση και, λίγο αργότερα, έφτασε νεότερο μήνυμα από την υπηρεσία. Ο βετεράνος στρατηγός Παρμενίωνας, για τον οποίο είχε πρόσφατα κυκλοφορήσει η φήμη ότι θα αντικαθιστούσε τον Αντίπατρο στην αντιβασιλεία της Μακεδονίας, ήταν κι αυτός νεκρός.

Τέλος, έλαβα ένα εκτενέστερο μήνυμα από τον Καλλισθένη. Μου περιέγραφε αναλυτικά τι είχε συμβεί και απαντώντας στο ερώτημα που του είχα στείλει, εάν θα έπρεπε να επιστρέψω αμέσως στο μέτωπο,  με συμβούλευε να παραμείνω στη θέση μου μέχρις ότου, εκείνος, μου δώσει διαφορετική εντολή.

300px-Plato_Silanion_Musei_Capitolini_MC1377

(Τέλος Έβδομου Μέρους)

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , , , , | Leave a Comment »

Κύλικες και δόρατα. Μέρος Ζ΄, Κεφάλαιο έκτο: Περιμένοντας τη δίκη

Posted by vnottas στο 21 Νοεμβρίου, 2017

Ιστορικό μυθιστόρημα υπό εκπόνηση: Μέρος Ζ.

Κεφάλαιο 6ο Περιμένοντας τους δικαστές

 

Agora-Athens

Κεντρική Αγορά των Αθηναίων. Χαράματα. Η μέρα προοιωνίζεται ανέφελη και ζεστή, αν και ακόμη κυριαρχεί μια ευχάριστη πρωινή δροσιά.  Ο ήλιος δεν έχει ακόμα ξεπροβάλει για τα καλά πάνω από τον Υμηττό∙ είναι η ώρα της ροδοδάκτυλης Ηούς.  

Να που καταφτάνουν οι καταστηματάρχες και  οι προμηθευτές με τα καρότσια και τα κάρα τους. Το πλάτωμα της Αγοράς βρίθει από πάγκους, μαγαζιά, αποθήκες, στοές,   ναούς, αγάλματα και μνημειακά δημόσια κτίρια. Σιγά σιγά, καθώς ο ήλιος παίρνει ν’ ανυψώνεται ροδαλός κι ελπιδοφόρος, ο τόπος ζωντανεύει.  

Στη βορεινή πλευρά υπάρχει ήδη μαζεμένος πολύς κόσμος. Εδώ βρίσκεται το Τετράγωνο Περιστύλιο, ένας μεγάλος νεόδμητος χώρος, αφιερωμένος στην Θέμιδα. Το κτίσμα είναι περίκλειστο, σχηματίζοντας τέσσερεις ανοιχτές περίπλευρες στοές που ¨βλέπουν¨ προς το εσωτερικό, όπου υπάρχει ένας μεγάλος ασκεπής χώρος συνελεύσεων. Η επικοινωνία με την εξωτερική πλατεία γίνεται μέσω δέκα πυλών. Μία για κάθε φυλή.

Σήμερα είναι μια από τις ημέρες που το ημερολόγιο επιτρέπει τη διεξαγωγή δικών[1] και, εκτός από τις συνήθεις ιδιωτικές υποθέσεις, εκδικάζεται και μια ¨γραφή παρανόμων¨, η οποία έχει ήδη προκαλέσει το έντονο ενδιαφέρον των πολιτών. Το αποτέλεσμα είναι πως πολλοί Αθηναίοι έχουν σπεύσει προκειμένου να δηλώσουν έτοιμοι να αναλάβουν το λειτούργημα των δικαστών. Υπάρχουν και άλλοι, πολίτες και μη, που ήρθαν εδώ νωρίς για να βρουν μια καλή θέση, από την οποία να μπορέσουν να παρακολουθήσουν με άνεση την προβλεπόμενη σύγκρουση ανάμεσα σε δύο από τους πιο γνωστούς και ικανούς Αθηναίους ρήτορες: τον Δημοσθένη και τον Αισχίνη.

Ανάμεσά τους ο Οινοκράτης, που έχει πάνω από έναν λόγο να ενδιαφέρεται για τις πολιτικές εξελίξεις στην Αθήνα, ο Χοντρόης ο οποίος μαθαίνει πώς λειτουργεί αυτή η αξιοπερίεργη πόλη της εξωτικής Δύσης και ο Φιλήμονας, που έχει σκοπό να κρατήσει σημειώσεις από την διεξαγωγή της δίκης, προκειμένου  να τις χρησιμοποιήσει στη συγγραφή του προσεχούς (διασκεδαστικού) θεατρικού του έργου.

Ένας από τους Αθηναίους που περιμένουν στην ουρά μπροστά σε μια από τις δέκα πύλες, (σύμφωνα με την αναρτημένη πινακίδα, προορίζεται για την Λεοντίδα φυλή) τους αναγνωρίζει και τους κάνει νεύμα από μακριά.  Τον πλησιάζουν.

«Φίλτατε Παλαμήδη, υγίαινε», του λέει ο Οινοκράτης, ενώ και οι δύο άλλοι γέρνουν μπροστά τα κεφάλια σε ένδειξη φιλικού χαιρετισμού.

«Χαίρε Οινοκράτη, χαίρε Χοντρόη…»

«Αυτός εδώ είναι ένας παλιός φίλος μου από τις Συρακούσες. Τον λένε Φιλήμονα και γράφει κωμωδίες για το θέατρο», συστήνει ο Οινοκράτης τον έτερο Συρακούσιο.

Ο Παλαμήδης δηλώνει ότι χαίρεται για τη γνωριμία κι ότι ένα από εκείνα που του έλειψαν πολύ στην εκστρατεία ήταν ακριβώς μια επιμελημένη θεατρική παράσταση.

«Ήρθες για να δικάσεις;» τον ρωτάει ο Οινοκράτης.

Ο Παλαμήδης βγάζει από το θυλάκιο και του δείχνει μια μικρή ξύλινη πινακίδα, όπου αναγράφεται το όνομα, το  πατρώνυμο και ο Δήμος στον οποίο ανήκει.

«Ναι, ιδού το πινάκιό μου… αλλά βλέπω ότι υπάρχει καθυστέρηση. Όχι πως έχει πολλές δίκες σήμερα, -άλλωστε μέσα υπάρχουν συσκευές που διευκολύνουν τις διαδικασίες κλήρωσης. Εκείνο που μάλλον παίρνει χρόνο είναι η ορκωμοσία όσων δηλώνουν ότι επιθυμούν να δικάσουν για πρώτη φορά.

Παλιότερα είχαμε προκαταρκτική κλήρωση του συνολικού σώματος των δικαστών, και ορκιζόταν όλη η Ηλιαία μαζί, στην αρχή του χρόνου.   Δηλαδή και οι έξι χιλιάδες μαζί με τους αναπληρωματικούς. Τώρα άλλαξε το σύστημα. Κάθε πολίτης πάνω από τα τριάντα μπορεί να πάρει μέρος σε δίκη ως δικαστής. Όμως, όποιος δεν έχει ορκιστεί άλλη φορά στο παρελθόν, και επομένως δεν κατέχει το εγκεκριμένο πινάκιο-ταυτότητα, πρέπει να ορκιστεί επί τόπου. Αυτό φοβάμαι πως θα μας κάνει να περιμένουμε κάμποσο. Κι αν αργήσουμε εμείς, θα αργήσουν να ανοίξουν και οι πύλες για το κοινό!»

«Δεν το παρακάνουν όμως με τους όρκους οι Αθηναίοι;» παρατηρεί, όχι χωρίς κάποια σκωπτική διάθεση, ο Φιλήμονας. «Θα έλεγε κανείς πως παραείναι θρήσκοι, αφού κάθε τόσο επικαλούνται τους θεούς. Αλλά πώς συμβιβάζεται αυτό με τις φήμες που τους κατηγορούν ότι όχι μόνον ανέχονται, αλλά και αγαπούν τους φιλοσόφους, οι οποίοι τους Θεούς δεν κάνουν άλλο παρά να τους αμφισβητούν;»

«Οι φήμες είναι φήμες αγαπητέ Συρακούσιε», ¨τσιμπάει¨ ο Παλαμήδης. «Εδώ στην Αθήνα πράγματι οι φιλόσοφοι μπορούν να σκέπτονται και να λένε ό, τι θέλουν, γι αυτό και μας προτιμούν και μας επισκέπτονται. Αλλά εάν τα βάλουν με τους Θεούς αντιμετωπίζουν τόσες δυσκολίες, όσες σε  οποιαδήποτε άλλη ελληνική πόλη. Υπάρχουν παραδείγματα.

Όσο για τους δημόσιους όρκους δεν νομίζω πως είναι πολλοί. Στην ουσία είναι μόνον τρεις:

Στην αρχή είναι ο όρκος των εφήβων, όταν τελειώνουμε την διετή εκπαίδευση στα όπλα και πρόκειται να γίνουμε πλήρεις πολίτες: ¨ουκ καταισχύνω τα όπλα¨ και τα παρόμοια.

Στο τέλος, και μόνον εφόσον τα καταφέρουμε να φτάσουμε στο αξίωμα των ηγετών, δίνουμε τον όρκο των δέκα αρχόντων: στην ουσία ορκιζόμαστε ότι θα φυλάξουμε τους νόμους και ότι δε θα δωροδοκήσουμε ούτε θα δωροδοκηθούμε κατά τη διάρκεια της θητείας μας.

Ενδιάμεσα, δίνουμε αυτόν εδώ τον όρκο των δικαστών. Όλοι, από τους θήτες μέχρι τους αριστοκράτες, μπορούμε να δικάσουμε αρκεί να ορκιστούμε ότι θα είμαστε αμερόληπτοι: ¨Ψηφιούμαι κατά τους νόμους¨ και ¨ακροάζομαι του τε κατηγόρου και του απολογουμένου ομοίως αμφοίν¨… Α, ναι: ορκιζόμαστε και πως δεν θα επιτρέψουμε επ’ ουδενί να τρωθεί το δημοκρατικό καθεστώς της Αθήνας[2] και, για να τα λέμε όλα, υπάρχουν στον όρκο και κάτι άλλες υποχρεώσεις που προστέθηκαν πρόσφατα και που δεν υπήρχαν στους νόμους του Σόλωνα[3]».

Στο σημείο αυτό ο Παλαμήδης στρέφει την προσοχή του προς το τραπέζι που είναι τοποθετημένο κάτω από την πύλη, από όπου φαίνεται πως του κάνουν νόημα να πλησιάσει.

«Με συγχωρείτε φίλοι μου, νομίζω πως ήρθε η σειρά μου. Ελπίζω να κληρωθώ στην εκδίκαση της ¨γραφής παρανόμων¨ και όχι στη δίκη κανενός κλεφτοκοτά! Πάντως χαίρομαι που θα ξαναπάρω τη δικαστική βακτηρία. Τα λέμε…»

Τους αποχαιρετά υψώνοντας το χέρι που κρατάει το πινάκιο και απομακρύνεται προς την είσοδο.

«Για κοίτα ο Παλαμήδης! Νομίζω πως περισσότερο από το θέατρο πρέπει να έχει πεθυμήσει τα δικαστήρια», σχολιάζει ο Οινοκράτης.

«Τι μου θυμίζεις εσύ όμως!» λέει ο Φιλήμονας.

«Τι

«Αθάνατο Αριστοφάνη, φυσικά!»

«Για λέγε».

«Λοιπόν: Σφήκες. Μιλάει ο Bδελυκλέωνας:».

«Πάμε

Ο Φιλήμονας υποκλίνεται και αρχίζει:

«Θα πρέπει τώρα να σας πω  τ’ αφέντη μου το  ψώνιο:

στης Ηλιαίας τ’ έδρανα τ’ αρέσει να συχνάζει

μπροστά μπροστά να κάθεται∙

και βαριαναστενάζει

όταν δε βγαίνει δικαστής από την κληρωτίδα∙

μένει τη νύχτα άγρυπνος

μα κι αν κλείσει τα βλέφαρα

ο νους του στην κλεψύδρα

θα φτερουγίζει συνεχώς

κι όταν από τη κλίνη του σηκώνεται ορθός

τα δάχτυλά του είναι κλειστά

να, έτσι-

σαν να κρατούν την ψήφο

τόσο που λες τι να ‘παθε απόψε ο φτωχός;

Αγκύλωση; Ή από λιβάνι μια χεριά

πάει στο βωμό να κάψει

 λες κι έχουμε πρωτομηνιά;[4]»

«Μεγάλος!» αναφωνεί ο Οινοκράτης

«Μέγιστος!» υπερ(πε)θεματίζει ο Χοντρόης.

images (22)

***

[1] Υπήρχαν όντως πολλές ημέρες που δεν ετελούντο δίκες στην Αθήνα του 4ου αιώνα π.Χ, είτε λόγω εορτών και άλλων δημόσιων εκδηλώσεων είτε επειδή συνεδρίαζαν την ημέρα εκείνη η εκκλησία του δήμου ή άλλα πολυπληθή όργανα της δημοκρατίας

[2] Ο όρκος των Αθηναίων δικαστών έχει ως εξής (Εκδοχή που ανάγεται στην περίοδο του μυθιστορήματος: τέλη 4ου αιώνα π.Χ.):

«Θα δικάζω (ψηφίζω) σύμφωνα με τους νόμους και τα ψηφίσματα του δήμου της Αθήνας και της Βουλής των Πεντακοσίων. Δεν θα ψηφίσω για την εγκαθίδρυση τυραννίδας ή ολιγαρχίας και, εάν κάποιος επιχειρεί την κατάλυση της δημοκρατίας στην Αθήνα, προτείνει η θέτει σε ψηφοφορία μέτρο που συγκρούεται με τη δημοκρατία, δεν θα τον ακολουθήσω. Δεν θα ψηφίσω για την απόσβεση των ιδιωτικών χρεών, ούτε για την αναδιανομή της γης των Αθηναίων και των οικιών τους. Δεν θα επαναφέρω τους καταδικασμένους σε εξορία, ούτε τους καταδικασθέντες σε θάνατο, ούτε θα απελάσω από την πόλη τους διαμένοντες ξένους αντίθετα με τους ισχύοντες νόμους και τα ψηφίσματα του Δήμου των Αθηναίων και της Βουλής, ούτε εγώ ο ίδιος ούτε θα επιτρέψω σε άλλον. Δεν θα αφήσω να οριστεί άρχων κάποιος που δεν έχει ακόμη λογοδοτήσει για την άσκηση άλλου αξιώματος, είτε αυτός είναι ένας από τους εννέα άρχοντες, είτε ιερομνήμων ή άλλος άρχων που κληρώνεται την ίδια μέρα με τους εννέα άρχοντες, ή κήρυκας, ή μέλος πρεσβείας ή συμβουλίου. Δεν θα επιτρέψω σε κανέναν να ασκήσει δυο φορές το ίδιο αξίωμα, ούτε να ασκήσει δύο αξιώματα μέσα στο ίδιο έτος. Δεν θα δωροδοκηθώ λόγω της δικαστικής μου ιδιότητας, ούτε εγώ προσωπικά, ούτε άλλος ή άλλη για λογαριασμό και εν γνώσει μου κατ’ ουδένα τρόπο και με κανένα πρόσχημα. Έχω συμπληρώσει την ηλικία των τριάντα ετών. θα ακούσω και τον κατήγορο και τον κατηγορούμενο εξί­σου και τους δύο, και θα ψηφίσω αποκλειστικά για το ζήτημα το οποίο αφορά η δίωξη. Ορκίζομαι στο όνομα του Δία, του Ποσειδώνα, της Δήμητρας. Συμφορά σε μένα και την οικογένειά μου αν παραβώ τις δεσμεύσεις αυτές, κάθε καλό αν τηρήσω τον όρκο».

Επιμέλεια της μετάφρασης από την Εταιρεία Ιστορίας του Δικαίου. ¨Πηγές Ιστορίας του Δικαίου¨, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2008.

***

Ψηφιοῦμαι κατά τούς νόμους καί τά ψηφίσματα τοῦ δήμου τοῦ Ἀθηναίων καί τῆς βουλῆς τῶν πεντακοσίων. καί τύραννον οὐ ψηφιοῦμαι εἶναι οὐδ’ ὀλιγαρχίαν οὐδ’ ἐάν τίς καταλύῃ τόν δῆμον τόν Ἀθηναίων ἤ λέγῃ ἤ ἐπιψηφίζῃ παρά ταῦτα, οὐ πείσομαι· οὐδέ τῶν χρεῶν τῶν ἰδίων ἀποκοπάς οὐδέ γῆς ἀναδασμόν τῆς Ἀθηναίων οὐδ’ οἰκιῶν οὐδέ τους φεύγοντας κατάξω, οὐδέ ὧν θάνατος κατέγνωσται, οὐδέ τους μένοντας ἐξελῶ παρά τούς νόμους τούς κειμένους καί τά ψηφίσματα τοῦ δήμου τοῦ Ἀθηναίων καί τῆς βουλῆς οὐτ’ αὐτός ἐγώ οὐτ’ ἄλλον οὐδένα ἐάσω. οὐδ’ ἀρχήν καταστήσω ὥστ’ ἄρχειν ὑπεύθυνον ὄντα ἑτέρας ἀρχῆς, καί τῶν ἐννέα ἀρχόντων καί τοῦ ἱερομνήμονος καί ὅσοι μετά τῶν ἐννέα ἀρχόντων κυαμεύονται ταύτῃ τῇ ἡμέρᾳ, καί κήρυκος καί πρεσβείας καί συνέδρων οὐδέ δίς τήν αὐτήν ἀρχήν τόν αὐτίν ἄνδρα, οὐδέ δύο ἀρχάς ἄρξαι τόν αὐτόν ἐν τῷ αὐτῷ ἐνιαυτῷ. οὐδέ δῶρα δέξομαι τῆς ἡλιάσεως ἕνεκα οὔτ’ αὐτός ἐγώ οὔτ’ ἄλλος ἐμοί οὔτ’ ἄλλη εἰδότος ἐμοῦ, οὔτε τέχνη οὔτε μηχανή οὐδεμιά. καί γέγονα οὐκ ἔλαττον ἤ τριάκοντα ἔτη. καί ἀκροάσομαι τοῦ τε κατηγόρου καί τοῦ ἀπολογουμένου ὁμοίως ἀμφοῖν, καί διαψηφιοῦμαι περί αὐτοῦ οὗ ἄν ἤ δίωξις ᾖ. ἐπομνύναι Δία, Ποσειδώ, Δήμητρα, καί ἐπαρᾶσθαι ἐξώλειαν ἑαυτῷ καί οἰκίᾳ τῇ ἑαυτοῦ, εἰ τι τούτων παραβαίνοι, εὐορκοῦντι δέ πολλά κἀγαθά εἶναι.

[3] Πρόκειται για τα εδάφια του όρκου που αναφέρονται στην απαγόρευση έγκρισης αποφάσεων υπέρ των αναδασμών γης και υπέρ της κατάργησης των ιδιωτικών χρεών, που προστέθηκαν στον όρκο μετά το 333 π.Χ.

[4] Αριστοφάνης,  Σφήκαι, & 87-96, σε ελεύθερη απόδοση.

 

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , , | Leave a Comment »

Μυθιστόρημα υπό εκπόνηση. Μέρος ΣΤ΄, Κεφάλαιο δεύτερο: Η Κυρά Φρύνη απορεί…

Posted by vnottas στο 3 Ιουλίου, 2017

 

[Προσωρινός τίτλος: Κύλικες και δόρατα.

Προσωρινός υπότιτλος: Ημέρες και έργα του Εύελπι του Μεγαρέα, λόγιου στην ακολουθία του Αλέξανδρου του Γ΄ του Μακεδόνα, κατά την μεγάλη ασιατική εκστρατεία.]

agora market

Μέρος ΣΤ΄Κεφάλαιο δεύτερο: Οινοκράτης προς Πουλχερίδιον (Η κυρά Φρύνη απορεί…)

Αγαπητό Πουλχερίδιο, αυτή τη φορά δεν έχω να σου διηγηθώ περιπετειώδεις και εναγώνιες ιστορίες. Ωστόσο κάτι μου λέει ότι, τόσο εσύ, όσο και η κυρά σου η Θαίδα που κατάγεται από αυτά εδώ τα μέρη, θα πρέπει να βρείτε ενδιαφέροντα τα παρακάτω νέα από τη καθημερινή, ¨ανθρώπινη¨ ζωή σε αυτή τη τόσο ζωντανή μεγάλη πόλη όπου μόλις επιστρέψαμε.

Ας αρχίσω λοιπόν αξιέραστο Πουλχερίδιο,   λέγοντάς σου ότι για την επιστροφή μας είχε οργανωθεί μεγάλο γλέντι στον οίκο του αφέντη Ευρύνου.  

Όπως ευχόμουνα από καρδιάς, η οικογένεια είναι καλά και, μάλιστα, έχει αυξηθεί. Η Δανάη, η κόρη του πρεσβύτερου αφέντη -μικρό κοριτσάκι μου φαινόταν όταν ξεκινήσαμε για την εκστρατεία- είναι πια μια όμορφη μικροπαντρεμένη κυρά.  Ένα παλικάρι ονόματι Αθηνογένης, παλιός παιδικός φίλος του κυρίου μου του Εύελπι -μολονότι ακραιφνής αθηναίος,  την είχε ζητήσει σε γάμο πέρυσι. Ο Ευρύνους, κατά βάθος ξέρω ότι θα προτιμούσε να κάνει γαμπρό έναν Δωριέα, αλλά, έχοντας ανέκαθεν πάρει θέση ενάντια σε αυτού του είδους τις διακρίσεις ανάμεσα σε Έλληνες και λαμβάνοντας υπ’ όψιν και τη ζωηρή επιθυμία της μοναχοκόρης του, είχε συναινέσει. Εμείς, στην Ασία (εγώ κι ο κύριος Εύελπις) τα είχαμε, βέβαια, μάθει όλα αυτά κι είχαμε χαρεί, αλλά άλλο είναι να συμμετέχεις σε μια τέτοια χαρά από μακριά και άλλο να την ζεις μαζί με τους πρωταγωνιστές της.

Επειδή ο Αθηνογένης είναι ορφανός από μητέρα, το νεαρό ζευγάρι θα παραμείνει μέχρι τον τοκετό και την περίοδο της λοχείας σε εμάς, κάτω από τις φροντίδες της κυράς Άνθεμης της συμβίας και μητέρας των νόμιμων κληρονόμων του Ευρύνου, που διοικεί με ικανότητα και αρχοντιά τον οίκο των Μεγαρέων στην Αθήνα.

Φαντάζεσαι λοιπόν σε τι πελάγη ευτυχίας πλέει τώρα ο γέρο Ευρύνους και η κυρά  Άνθεμη: Επιστροφή του μοναχογιού και έλευση ενός επιγόνου!

Αγαπητό Πουλχερίδιο, ξέρω πως κατάγεσαι από την Ιωνία, αλλά δεν ξέρω αν έχεις επισκεφτεί την Αθήνα κι αν γνωρίζεις τα κατατόπια. Εγώ, που όπως ξέρεις κατάγομαι από τις Συρακούσες, μια αδιαμφισβήτητα όμορφη πόλη της Δύσης, δεν διστάζω να αναγνωρίσω ότι η Αθήνα με γοητεύει. Και μπορώ να πω ότι αυτήν την έλξη της πόλης πάνω μου τη συνειδητοποίησα σαφέστερα τώρα που επέστρεψα εδώ ύστερα από μακρόχρονη απουσία.

Θα σου πω λοιπόν ότι ένιωσα ανυπόκριτη χαρά διασχίζοντας και πάλι το άστυ χθες, πρώτη μέρα της επιστροφής, έστω κι αν ο αττικός ουρανός είχε πάρει να σκουραίνει και δεν διέκρινα πολλά πράγματα. Όταν φτάσαμε στο σπίτι του Ευρύνου είχε βραδιάσει για τα καλά. Η ευρύχωρη έπαυλη που του έχει παραχωρηθεί και που βρίσκεται λίγο έξω από τα τείχη του άστεως, στους πρόποδες του κωνικού δασωμένου λόφου που  ονομάζεται Λυκαβηττός, έλαμπε από δεκάδες φανούς, δαυλούς και κεριά. Γείτονες και φίλοι είχαν φτάσει από νωρίς και μας περίμεναν στη δροσιά του κήπου.

Δύσκολο να σου περιγράψω τη χαρά, τη συγκίνηση, τις αγκαλιές, τα δάκρια, τα ενθουσιώδη λογύδρια, τις πανηγυρικές φωνές, το ελαφρό, αρωματικό, ρετσινάτο κρασί, τη μουσική και τα τραγούδια από τους κιθαρωδούς που πλαισίωναν αυτή τη ξεχωριστή βραδιά. Να σου πω μόνο ότι το προσωπικό του Οίκου, είχε ζητήσει την άδεια να ετοιμάσει ξεχωριστή γιορτή για μένα, μια άλλη μέρα, αλλά η κυρά Άνθεμη τους είχε εξηγήσει ότι η γιορτή που η ίδια προετοίμασε θα είναι εξ ίσου αφιερωμένη στο γιό της τον Εύελπι και στον πιστό και αφοσιωμένο Οινοκράτη.  Αλλά πρέπει να προσθέσω ότι, πέρα από τον Εύελπι και μένα που ήμασταν οι τιμώμενοι και ούτως ή άλλως κάπως συνεπαρμένοι απ’ τη συγκίνηση του νόστου, εκείνος που έμοιαζε κατ’ εξοχήν να  χαίρεται και να απολαμβάνει τη γιορτή, μιλώντας μάλιστα ακατάσχετα (και ανενδοίαστα) τα ιδιότυπα ελληνικά του, ήταν ο φίλτατος Χονδρόης, που όλα αυτά του φαίνονταν συμπαθητικά, αξιοπερίεργα και, βεβαίως, κάπως εξωτικά.

Όταν η γιορτή τέλειωσε και οι προσκεκλημένοι αποχώρησαν, ζήτησα από τους φίλους μου του υπηρετικού προσωπικού να μου στρώσουν για απόψε έξω, σε μια γωνιά του πίσω κήπου. Ήθελα πριν αποκοιμηθώ να κοιτάξω τα σπινθηροβόλα αστέρια και να ξανακούσω το τραγούδι των γρύλων των Αττικών.

.

Την επόμενη μέρα, πέρασα σχεδόν όλο το πρωί απαντώντας στις ασταμάτητες ερωτήσεις της κυράς Άνθεμης και της μικρής κυρίας Δανάης σχετικά με τα γεγονότα και τη ζωή στην εκστρατεία∙ ύστερα, όταν ο αφέντης Εύελπις ξύπνησε, μου υπενθύμισε ότι έπρεπε να περάσω από τον οίκο του Παλαμήδη στη συνοικία του Κεραμικού και να τον συνοδέψω στην επίσκεψή του στη κυρά Φρύνη που το μέγαρό της βρίσκεται κοντά στην Οδό των Τριπόδων κάτω από την Ακρόπολη. Να μη ξεχάσω επίσης να της υποβάλω τα σέβη του Εύελπι, τους χαιρετισμούς που μέσω εκείνου της στέλνει η Θαϊδα και να προσθέσω ότι θα την επισκεφτεί και ο ίδιος μια από τις επόμενες μέρες, μόλις ξεμπερδέψει με τα επείγοντα καθήκοντά του.  

Στο σπίτι του Παλαμήδη, αγαπητό Πουλχερίδιο, επικρατούσε ανάλογη κατάσταση με το δικό μας, δηλαδή μεθεόρτια. Αν και η σύζυγος και τα παιδιά του βετεράνου βρίσκονταν χτες στη Ζέα και είχαν λάβει μέρος όλοι μαζί στην ευχαριστήρια θυσία και τις χοές που είχε τελέσει αυτοπροσώπως ο Άρχων Βασιλέας Λυκούργος, επιστρέφοντας πίσω στον Κεραμικό, βρήκαν μια ακόμη εορταστική υποδοχή από συγγενείς, γείτονες και φίλους.  Επομένως η νύχτα υπήρξε μακρά, αλλά ο αγουροξυπνημένος Παλαμήδης ήταν ευδιάθετος ή μάλλον ευτυχής και αφού με κέρασε τα δέοντα, διαφημίζοντάς τα ως εξαιρετικές μαγειρικές δημιουργίες της συζύγου και των θυγατέρων του, έδωσε εντολή να ετοιμάσουν το υποζύγιο και το όχημα με το οποίο ξεκινήσαμε για το κέντρο της πόλης.

Ξέρω πως το να συναντήσεις την Κυρά Φρύνη δεν είναι εύκολο πράγμα και ότι απαιτεί υπομονή, καθώς ο κατάλογος των επίδοξων επισκεπτών της είναι μακρύς και γεμάτος ονόματα διάσημων και εύπορων Αθηναίων. Ωστόσο, όταν αναγγείλαμε ότι είμαστε φορείς μιας επιστολής της Θαΐδας, (πες το αυτό στην κυρά σου, θα χαρεί) η αναμονή υπήρξε ελάχιστη και σύντομα βρεθήκαμε μπροστά σε αυτό το αρχοντικό προϊόν της πιο εύχαρης ονειροφαντασίας των θεών, στο οποίο, απ’ ό, τι φαίνεται, μόνο για να αποφευχθεί  κάθε κίνδυνος αθέλητης βασκανίας, δόθηκε το όνομα ενός βάτραχου[1].

Τον βετεράνο πολεμιστή Παλαμήδη, είχα την ευκαιρία να τον γνωρίσω αρκετά καλά κατά τη διάρκεια του ταξιδιού. Ξέρω ότι παθιάζεται εύκολα με τα παιχνίδια της τύχης και της συγκυρίας, αλλά, κατά τα άλλα, είναι ένας πιστός και αφοσιωμένος οικογενειάρχης. Δε πίστευα λοιπόν ότι θα έμενε με το στόμα ανοιχτό να παρατηρεί ενεός τις αεράτες κινήσεις του πανέμορφου κορμιού της Κυράς, κάτω από το λεπτό πολύπτυχο φόρεμά της, καθώς μας υποδεχόταν χαμογελαστή.

Τέλος πάντων, μόλις ξεπεράσαμε την πρώτη αθέλητη ταραχή, ο Παλαμήδης έβγαλε από το δισάκι του τον κύλινδρο που περιείχε το γράμμα της Θαΐδας και τον παρέδωσε στην Φρύνη. Εκείνη τον ευχαρίστησε αλλά δεν άνοιξε τη συσκευασία, παρά την τοποθέτησε στο ανάκλινδρο δίπλα της, προφανώς για να διαβάσει την επιστολή αργότερα, με την ησυχία της. Ύστερα, αφού μας ρώτησε τα τυπικά για το ταξίδι και τα αυτονόητα για την πορεία των μαχών στην μακρινή Ασία (και εμείς την διαβεβαιώσαμε ότι οι μάχες εξακολουθούν να είναι για εμάς νικηφόρες και μόνο νικηφόρες!)  έδειξε ότι υπήρχε ένα θέμα που την απασχολούσε κάπως ιδιαίτερα και για το οποίο θα ήθελε περισσότερες πληροφορίες.

«Δεν ξέρω αν μου γράφει σχετικά η Θαίδα, αλλά εάν η επιστολή της καθυστέρησε στα Σούσα και στην Τύρο, όπως μου είπατε, μάλλον τα γεγονότα συνέβησαν μετά… και δε θα πρόλαβε να τα σχολιάσει…»

Την κοιτάξαμε και οι δύο ερωτηματικά.

«Λέω για την πυρπόληση της Περσέπολης, για την οποία τα νέα έφτασαν εδώ πρόσφατα, με αποτέλεσμα να κυκλοφορούν πολλές και αντιφατικές φήμες. Εσείς μάλλον θα ξέρετε καλύτερα τι συνέβη».

Και εδώ τα ίδια, σκέφτηκα. Ύστερα μέσα μου ξύπνησε ξαφνικά και πάλι ο διερευνητικός, ανιχνευτικός και φιλομαθής Οινοκράτης και έτσι, αντί να απαντήσω, όπως θα ήταν κόσμιο, ότι ούτε εγώ ούτε ο Παλαμήδης ήμασταν στην Περσέπολη όταν έγινε το κακό, την ρώτησα με τη σειρά μου:

«Τι ακριβώς λένε οι φήμες;»

«Εξαρτάται. κυκλοφορούν όπως σας είπα πολλών λογιών σχόλια.  Εσείς λείπετε τέσσερα χρόνια, αλλά η κατάσταση εδώ, δυστυχώς, δεν έχει αλλάξει ιδιαίτερα. Κυριαρχεί πάντοτε η διένεξη ανάμεσα στους φίλους των Μακεδόνων και τους ενάντιους. Το περίεργο είναι ότι και μέσα σ’ αυτά τα δύο ¨στρατόπεδα¨ για το θέμα της φωτιάς στην Περσέπολη κυκλοφορούν  διαφορετικές εκδοχές. Μερικοί φιλομακεδόνες υποστηρίζουν ότι η Περσέπολη κάηκε -και ¨καλά τους κάνανε¨ – από τον Αλέξανδρο, ο οποίος δεν μπορεί να είναι επιεικής απέναντι στην Περσική αυτοκρατορία, τουλάχιστον όσο ο Δαρείος είναι  ζωντανός και αντιστέκεται. Άλλοι πάλι, από το ίδιο πολιτικό ρεύμα, λένε πως ο Αλέξανδρος σκοπεύει να ενσωματώσει Πέρσες και Μακεδόνες σε μια νέα μικτή αυτοκρατορία και ότι η Θαίδα, ενεργώντας κάτω από εντολές αθηναϊκής προέλευσης παρακίνησε τους Μακεδόνες να κάψουν την πρωτεύουσα πόλη των Περσών, για να υπονομευτεί μια τέτοια πολιτική. Αλλά αυτή η ενέργεια, λένε, μπορεί να αποδειχτεί πολύ επικίνδυνη, αν όχι ολέθρια, και μπορεί, το λιγότερο, να στοιχίσει στην Αθήνα τις τωρινές καλές σχέσεις με τον βασιλέα».

Σταμάτησε για να πάρει μια ανάσα. Τώρα και οι δύο την κοιτούσαμε, όχι μόνον ερωτηματικά, αλλά και με θαυμασμό που δεν οφειλόταν πια στο τέλειο παρουσιαστικό, ούτε στη βαθειά μουσικότητα της φωνής της, αλλά στην ευχέρεια με την οποία συνέθετε και παρουσίαζε την περιπλεγμένη πολιτική ζωή των Αθηναίων.  Η Φρύνη μας κοίταξε κι αυτή για λίγο με τα ελκυστικά γαλάζια μάτια της. Ήταν φανερό ότι της άρεσε να μιλάει για τα πολιτικά και ότι ήξερε, θα έλεγα, περισσότερα από όσα εκ πρώτης όψεως θα νόμιζε κανείς ότι ξέρει.

«Αλλά και οι ενάντιοι στην μακεδονική επιρροή, οι κλασικοί αθηναίοι πατριώτες, δεν έχουν μια ενιαία εκδοχή για τα γεγονότα της Περσέπολης», συνέχισε η Φρύνη. «Μερικοί, οι πιο φανατικοί ας πούμε, είδαν μόνο την ευκαιρία να αναδείξουν μια ακόμη ηρωίδα των καιρών. Την Θαίδα που εκδικείται! Οι Μακεδόνες δεν μετράνε σ’ αυτή την εκδοχή. Η παρτίδα παίχτηκε ανάμεσα στους Πέρσες και την Ελληνοπούλα! Εκείνη γκρέμισε τα παλάτια τους και, ασφαλώς, ¨καλά τους έκανε¨. Οι Αθηναίοι είναι εξαιρετικά καλοί στο να φτιάχνουν ήρωες όταν τους χρειάζονται». Χαμογέλασε πάλι, σα να ζητούσε την κατανόησή μας. «Άλλοι αθηνοκεντρικοί πάλι, λένε ότι η πυρπόληση και η καταστροφή για λόγους εφήμερης σκοπιμότητας δεν  ανήκει στις Αρχές και τις Αξίες της Αθηναϊκής Δημοκρατίας. Η Ιστορία, λένε, μας έχει δώσει τα μαθήματά της και όλοι αισθανόμαστε ακόμη το άγος της Μήλου. Επομένως κανένας αθηναίος δημοκράτης δεν θα διανοείτο ποτέ να προξενήσει μιαρές καταστάσεις, έστω έμμεσα και έστω κι αν μιλάμε για απομακρυσμένες περιοχές της υφηλίου. Εσείς που ήσασταν εκεί, στην εκστρατεία, πείτε μου: ποιοι έχουν περισσότερο δικιο;»

Πήρα το λόγο πρώτος για να αποτρέψω ενδεχόμενες υποκειμενικές εξομολογήσεις του Παλαμήδη.

«Θελκτική και αγαπημένη των Αθηναίων Φρύνη, δυστυχώς όταν συνέβη ο εμπρησμός ούτε ο ευπατρίδης Παλαμήδης από ‘δω, ούτε ο υποφαινόμενος δούλος σου Οινοκράτης βρισκόταν στην Περσέπολη. Ήμασταν και οι δύο στα Σούσα, όπου τα όσα κυκλοφόρησαν για τα γεγονότα της Περσέπολης είναι εξ ίσου ποικίλα με εκείνα που μόλις ανέφερες. Όμως ήταν εκεί ο κύριός μου ο Εύελπις του Ευρύνου. Θεωρώ  ότι όταν -μια από τις επόμενες μέρες- θα σε επισκεφτεί, θα μπορέσει ίσως να σε διαφωτίσει σχετικά. Τώρα θα θέλαμε να μας επιτρέψεις να αναχωρήσουμε γιατί σε λίγο, στην Αγορά, θα γίνει τελετή για την επανεγκατάσταση των αγαλμάτων των τυραννοκτόνων και ο Παλαμήδης από δω έχει το καθήκον να είναι παρόν.

«Είναι τελετή ή συνεδρίαση που θα εκδώσει ψήφισμα; Θέλω να πω είναι για όλο το λαό ή μόνο για τους άρρενες;»

«Απ’ ότι ξέρω, είναι παλλαϊκή γιορτή».

«Εντάξει μπορείτε να πηγαίνετε. ίσως αργότερα περάσω κι εγώ από εκεί»

Θυμήθηκα ότι είχα μάθει και κάτι άλλο που την αφορά.

«Α, και κάτι άλλο, ωραιότατη Φρύνη. Παραλίγο να το ξεχάσω. Από ό, τι έμαθα κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, από φίλους μου της ημεροδρομικής υπηρεσίας, ανάμεσα στα δέματα που μετέφεραν τα πλοία, υπάρχει και ένα για σένα. Αποστολέας είναι και σ’ αυτό η κυρά Θαΐδα. Υποθέτω ότι όπου να ‘ναι θα σε ειδοποιήσουν σχετικά».

«Σε ευχαριστώ αγαπητέ Οινοκράτη και εσένα αγαπητέ Παλαμήδη, μας χαμογέλασε η Ωραία και εγώ σκέφτηκα ότι είναι όμορφο να ακούς το όνομά σου -έστω το παρατσούκλι σου, από ένα τέτοιο στόμα..

  .

«Πόσων χρονών την κάνεις;» με ρώτησε ο Παλαμήδης, καθώς κατεβαίναμε την μαρμάρινη εξωτερική σκάλα του μεγάρου.

«Δεν την κάνω. Ξέρω πόσων χρονών είναι ακριβώς!»

«Πώς έτσι, σου εκμυστηρεύτηκε την ηλικία της η ίδια;»

«Ας πούμε ότι έχω πρόσβαση σε κάποιες παραπανίσιες πληροφορίες που δεν είναι για όλους».

«Ε, λοιπόν πόσο είναι;»

«Επειδή κρίνω ότι δεν διακυβεύεται τίποτα το εξαιρετικά σημαντικό για τη δημόσια ασφάλεια», γέλασα, «θα σου πω».

«Λοιπόν;»

«Το ισοδύναμο δέκα ολυμπιάδων συν ένα. Με άλλα λόγια ετών τεσσαράκοντα ένα».

«Μα τους αρχιδαιμόνους αυτή είναι μεγαλύτερη απ’ τη γυναίκα μου!»

«Είναι ο Κρόνος Χρόνος που παίζει τα παιχνίδια του», τον παρηγόρησα.

«Λες; Είναι κι αυτό θέμα τύχης;»

«Έτσι φαίνεται, αλλά και θέμα καλλυντικών ουσιών. Το πεσκέσι που στέλνει η Θαίδα, απ’ όσο ξέρω, περιέχει τέτοιες ουσίες. Εσύ έφερες ανάλογα δώρα στη συμβία σου;»

«Γαμώτο, όχι».

«Τότε μη παραπονιέσαι και κοίτα να επανορθώσεις».

.

Πήραμε την  Οδό των Τριπόδων, ύστερα την κεντρική λαοφόρο οδό των Παναθηναίων και μαζί με δεκάδες πολιτών που έκαναν την ίδια διαδρομή, κατηφορίσαμε προς τον Ηριδανό ή, πιο συγκεκριμένα, προς το σημείο εκείνο όπου ο παραπόταμος του Ιλισού έχει υπογειοποιηθεί από τον καιρό του Πεισίστρατου, για να περάσει από πάνω η οδός της τελετουργικής παρέλασης. Εκεί ο δρόμος των  Παναθηναίων διασταυρώνεται με την οδό της Αγοράς σχηματίζοντας οξεία γωνία και, εκτός από τα αγάλματα των δώδεκα θεών, υπάρχει το Λεωκόρειο, δηλαδή ο ναΐσκος προς τιμή του αρχαίου βασιλιά Λεώ, που είχε θυσιάσει τις κόρες του για το καλό της πόλης (κάτι τέτοια τα συνήθιζαν οι βασιλιάδες άλλοτε). Στο σημείο αυτό οι τυραννοκτόνοι είχαν καθαρίσει τον Ίππαρχο και εκεί βρίσκονταν τα γνήσια χάλκινα ομοιώματά τους πριν τα αρπάξει ο Ξέρξης.  

Πρέπει να πω ότι καταλαβαίνω την περιέργεια των αθηναίων που θέλουν να δουν πώς είχαν απεικονιστεί οι περίφημοι τυραννοκτόνοι, από εκείνους που τους είχαν δει ζωντανούς, γιατί όλοι ξέρουν ότι τα όμορφα αγάλματα που έχουν αντικαταστήσει τα πρωτότυπα στην αγορά, είναι εκδοχές δεόντως εξωραϊσμένες.

.

Ο ήλιος έπλεε προς τα δυτικά (όπως το συνηθίζει) και η περίεργη ξερή, αρωματισμένη αττική δροσιά απλωνόταν στο γύρο. Όπου να ‘ναι η τελετή η αφιερωμένη στην ανάκτηση των χάλκινων ¨φονέων των τυράννων¨ θα άρχιζε.

Ο Παλαμήδης, πολίτης νομιμόφρων  και τυπικός στις υποχρεώσεις του απέναντι στη Δημοκρατία με άφησε για να πλησιάσει τους φίλους της φυλής του (ανήκει στη Λεοντίδα φυλή, με επώνυμο ήρωα τον Λεώ που λέγαμε παραπάνω).

Εγώ βρήκα έναν αναπαυτικό πάγκο σε ένα γειτονικό περιστύλιο, και περιμένω γιατί θέλω ν’ ακούσω το χαιρετισμό που θα απευθύνει στον Αθηναϊκό λαό ο Εύελπις. Μέχρι να ‘ρθει αυτή η στιγμή, και ενώ άρχισαν να αγορεύουν οι λοιποί επίσημοι, ο νους μου ταξιδεύει σ’ σένα αγαπητό Πουλχερίδιο. Έβγαλα λοιπόν απ’ το δισάκι μου ένα λεπτό λεύκωμα[1] και με το καρβουνάκι μου άρχισα να ορνιθοσκαλίζω τις σκέψεις μου προς εσένα. Αύριο κιόλας θα σου τις στείλω. Α, ναι, να θυμηθώ να βάλω και ένα υστερόγραφο: Θα σου γράψω:

ΥΓ Θέλω να ελπίζω αγαπητό μου Πουλχερίδιο ότι η επιστολή μου θα φτάσει ως εσένα σε χρόνο ελάχιστο. Και αυτό όχι μόνο γιατί έχω επικαλεστεί σχετικά (και πλουσιοπάροχα) τον αγγελιοφόρο Ερμή, και τη μικρή θεά Ίριδα, αλλά και επειδή κάποιες υπηρεσίες μου εκτιμήθηκαν δεόντως τελευταία, και μου αποδόθηκαν μερικά προνόμια. Ανάμεσά τους και κάποια προτεραιότητα στην υπηρεσία των Ημεροδρόμων.

Ο εσαεί πιστός θαυμαστής σου, Οινοκράτης.

300px-cottabos_player_louvre_ca1585

[1] Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, η Μνησαρέτη από τις Θεσπιές αποκλήθηκε Φρύνη επειδή το δέρμα της ήταν λείο και διάφανο όπως του ομώνυμου βάτραχου (φρύνος).

[2] Λεύκωμα: ξύλινη, κατά κανόνα, επιφάνεια, βαμμένη λευκή όπου μπορούσε κανείς να γράψει με διάφορα μέσα.

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , , , , , | Leave a Comment »

Μυθιστόρημα υπό εκπόνηση. Μέρος Ε΄, Κεφάλαιο έβδομο: Και να που ο Οινοκράτης γράφει κι αυτός!  

Posted by vnottas στο 8 Απριλίου, 2017

 

[Προσωρινός τίτλος: Κύλικες και δόρατα.

Προσωρινός υπότιτλος: Ημέρες και έργα του Εύελπι του Μεγαρέα, λόγιου στην ακολουθία του Αλέξανδρου του Γ΄ του Μακεδόνα, κατά την μεγάλη ασιατική εκστρατεία.]

images (2)

Κεφάλαιο έβδομο. Και να που ο Οινοκράτης γράφει κι αυτός

Ο Οινοκράτης αντιμετωπίζει αυτό το ταξίδι με την συνήθη ¨φιλοσοφική¨ του διάθεση. Ωστόσο η ζωή του έχει μπει τον τελευταίο καιρό σε νέα καλούπια, καθώς η ανέλπιστη προοπτική χειραφέτησης έχει φανεί στον ορίζοντα. Κατά συνέπεια μέσα του έχουν αρχίσει κάποιες διεργασίες που, όσο κι αν δεν τις συνειδητοποιεί πλήρως, παράγουν νέες σκέψεις και νέες συμπεριφορές. Για παράδειγμα, νοιώθει την ανάγκη να αλληλογραφήσει κι αυτός με κάποιον -κάτι που δεν του είχε συμβεί ποτέ στο παρελθόν- και έτσι να έχει την ευκαιρία να αφηγηθεί (και στον εαυτό του τον ίδιο)  τα όσα γίνονται γύρω και μέσα του. Καταγραμμένη σε μια επιστολή, η πραγματικότητα, θα μπορούσε να γίνει περισσότερο οικεία, ερμηνεύσιμη, και αποδεκτή. Η καταγραφή είναι σίγουρος ότι θα τον βοηθήσει να βάλει κάποια πράγματα στη θέση τους.

Για την επιλογή του αποδέκτη των επιστολών του δεν δυσκολεύτηκε ιδιαίτερα.  Υπάρχει ένα πρόσωπο για το οποίο νοιώθει ήδη μια διαπιστωμένη έλξη και το οποίο βρίσκεται αλλού: Το μικρό γοητευτικό Πουλχερίδιο.

Ή μήπως όλα τα παραπάνω (τα περί φιλοσοφίας της Ζωής, τα περί επανατοποθέτησής του απέναντι στον Κόσμο και τα επιχειρήματα υπέρ των θεραπευτικών ιδιοτήτων της Γραφής) δεν είναι τίποτα άλλο παρά η αναζήτηση μιας αφορμής, προκειμένου να υλοποιήσει την επιθυμία του να έρθει σε επαφή με τη μικρή εκπαιδευόμενη εταίρα που τον έχει καταφανώς γοητεύσει; Δε ξέρουμε. Θα δείξει.

Εκείνο που ξέρουμε είναι ότι ο Οινοκράτης έχει ήδη δημιουργήσει μια σχέση   ¨δι’ αλληλογραφίας¨    και εδώ παρακάτω υπάρχει το κείμενο της δεύτερης επιστολής του προς  το Πουλχερίδιον.

sagittarius_hev2

Αγαπητό Πουλχερίδιο χαίρε

Όπου να ‘ναι αποπλέουμε από το νησί της Τύρου με προορισμό την πατρώες χώρες των Ελλήνων και πριν αφεθούμε και πάλι στις βουλές του Ποσειδώνα σου στέλνω αυτή τη γραφή για να σου αφηγηθώ, όπως σου υποσχέθηκα, τις πιο πρόσφατες περιπέτειες του ταξιδιού.

Βλέπεις, δεν έχω ξεχάσει αυτό που μου εξομολογήθηκες, ότι δηλαδή από τότε που η κυρά σου, η Θαίδα, φρόντισε ώστε να γίνεις κάτοχος της τέχνης της ανάγνωσης και της γραφής, έχεις λατρέψει τη χαρά που μπορούν να προσφέρουν τα αφηγήματα. Για χάρη σου λοιπόν μετατρέπομαι σε αυτοσχέδιο συγγραφέα και σου στέλνω την παρούσα δεύτερη επιστολή με τα νεότερα απ’ όσα συμβαίνουν σ’ αυτή τη διαδρομή επιστροφής στην πατρίδα.

Αυτή τη φορά δεν έχω να σου περιγράψω ερήμους, οάσεις, εξωτικά παζάρια, αλλόκοτες ενδυμασίες και επιβλητικά μνημεία, όπως στην πρώτη γραφή που σου έστειλα, αλλά δυσκολίες και κινδύνους που παραλίγο να ανατρέψουν την πορεία μας, με απρόβλεπτα αποτελέσματα.

Αυτά συνέβησαν όταν φτάσαμε στο νησί της Τύρου, όπου οι Αρχές μας υποδέχτηκαν με ευγένεια και γενναιοδωρία,  αλλά όπου τα πλοία που θα κατέφταναν από την Κύπρο και με τα οποία θα διασχίζαμε την εσωτερική θάλασσα, όχι μόνο δεν ήταν ήδη εδώ, αλλά και καθυστερούσαν αδικαιολόγητα να καταπλεύσουν.

Και όχι μόνο: και η τελευταία νηοπομπή που ξεκίνησε από το νησί προκειμένου να μεταφέρει απόστρατους και τραυματίες πίσω στις ελληνικές πολιτείες, προτού προλάβει να απομακρυνθεί από τις ασιατικές ακτές, είχε πέσει σε πειρατική ενέδρα και είχε υποχρεωθεί να επιστρέψει άρον άρον στην ασφάλεια του λιμένα του νησιού. Όπως κι εμείς, περίμεναν τώρα και οι απόστρατοι να καταφτάσουν τα πλοία που θα τους ενίσχυαν ώστε να ξαναπάρουν το δρόμο του επαναπατρισμού.

Εμένα προσωπικά, αξιαγάπητο Πουλχερίδιο, δεν είναι ότι με χάλαγε ιδιαίτερα αυτή η καθυστέρηση, όμως ο κύριός μου, ο Εύελπις, είχε κάπως δυσαρεστηθεί γιατί ήθελε να εκτελέσει τις εντολές του  μέσα στα προκαθορισμένα χρονικά όρια, άσε δε που οι Αθηναίοι πρέσβεις είχαν αρχίσει να γκρινιάζουν γιατί επιθυμούσαν να είναι εγκαίρως παρόντες στις μεγάλες θερινές αθηναϊκές γιορτές. Όσον αφορά τον κύριό μου θα πρέπει ίσως να σου πω ότι έτσι κι αλλιώς είναι κάπως τεντωμένος και παράξενος. Προφανώς κάτι του λείπει αυτή την περίοδο και το ταξίδι δεν αρκεί για να τον αποσπάσει από τις μελαγχολικές σκέψεις που φαίνεται πως τον πολιορκούν.

Τέλος πάντων, ενώ η ανησυχία για τη συνέχιση του ταξιδιού εντεινόταν, για μια στιγμή φάνηκε ότι θα μπορούσε να υπάρξει κάποια λύση, τουλάχιστο σχετικά με την προώθηση της δικής μας αποστολής προς την Αθήνα: Εδώ και λίγες μέρες είχε καταφτάσει στο λιμάνι μια εμπορική αποστολή από την μακρινή πόλη της Απώτερης Δύσης, την Καρχηδόνα, που όπως ίσως ξέρεις έχει χτιστεί από αποίκους της Τύρου, έτσι όπως κι εμείς οι Συρακούσιοι είμαστε απόγονοι αποίκων από την Κόρινθο. Οι έμποροι λοιπόν, οι οποίοι διέθεταν δύο φορτηγά και τρία συνοδευτικά πλοία, δηλαδή επαρκή χώρο και για εμάς, προσφέρθηκαν να μας πάρουν μαζί τους μέχρι τον Πειραιά.

Αυτή την πρόταση συζητούσαν στο Διοικητήριο, μόλις προχθές το απόγευμα, ο κύριός μου ο Εύελπις και οι  Αθηναίοι πρέσβεις που είχαν κληθεί να πουν τη γνώμη τους, ενώ ήταν επίσης παρών και ο Μένης ο Πελλαίος, ο νεοδιορισμένος Ύπαρχος για όλες τις χώρες εδώ γύρω. Και, αγαπητό μου Πουλχερίδιο, δεν μπορούμε να αποκλείσουμε την υπόθεση ότι θα αποφάσιζαν να αποδεχτούν την πρόταση των εμπόρων, εάν εκεί που συνεδρίαζαν προβληματισμένοι, δεν κατέφταναν ασθμαίνοντας απ’ το τρέξιμο τρία άτομα, τα οποία έφερναν νέες πληροφορίες που ανέτρεπαν την όλη κατάσταση.

Αυτά τα τρία πρόσωπα δεν σου είναι άγνωστα ω αξιαγάπητο Πουλχερίδιον. Το ένα είναι ένας φίλος της κυράς σου, εκείνος που έχει αναλάβει να μεταφέρει της επιστολή της στην κυρά Φρύνη των Αθηνών, ο Αθηναίος Παλαμήδης. Θα τον θυμάσαι υποθέτω, τον είχαμε συναντήσει στα Σούσα και του παράδωσες την επιστολή της Θαίδας όταν βρισκόσουν εκεί. Και το δεύτερο πρόσωπο πρέπει να το θυμάσαι γιατί κι αυτό το γνώρισες όταν επισκέφτηκες τα Σούσα: είναι ο αποκαλούμενος Χοντρόης, εκείνος ο ολοστρόγγυλος Πέρσης με την αξιοπερίεργη προφορά. Το τρίτο πρόσωπο άλλο δεν ήταν παρά ο υπογράφων φίλος και θαυμαστής σου: ο αποκαλούμενος και Οινοκράτης.

Σου εξηγώ τι είχε συμβεί: Προχτές το πρωί, ενώ σεργιάνιζα μαζί με τον Χοντρόη στα στενά του λιμανιού, χρειάστηκε να βοηθήσουμε έναν άνδρα στον οποίο είχαν επιτεθεί τρεις ντόπιοι μαχαιροβγάλτες. Ύστερα από μια επική συμπλοκή κατά την οποία στη σπάθα του  αμυνόμενου προστέθηκαν τα αυτοσχέδια όπλα (βαριά κατσαρολικά) που χρησιμοποιήσαμε με επιδεξιότητα και επιτυχία εγώ και ο παχουλός μου φίλος, οι ντόπιοι το έβαλαν στα πόδια. Ύστερα, με αρκετή έκπληξη ανακάλυψα ότι ο άνδρας που βοηθήσαμε δεν ήταν άλλος από τον Αθηναίο ευπατρίδη, τον Παλαμήδη.

Απ’ ό, τι μας είπε είχε χάσει την προηγούμενη, προτελευταία, αποστολή απόμαχων πίσω στην Ελλάδα  γιατί απ’ ό, τι φαίνεται κάπου είχε μπλέξει -αν κατάλαβα καλά πρέπει να έκοβε βόλτες στη γειτονιά με τους οίκους των τυχερών παιχνιδιών- αλλά είχε προλάβει την τελευταία. Ήταν λοιπόν παρών στη ναυμαχία με τους πειρατές, όμως κατά τη σύγκρουση είχε καταλήξει στη θάλασσα. Κολυμπώντας είχε καταφέρει να φτάσει στην ασιατική ακτή  και ενώ προσπαθούσε να προσανατολιστεί, είχε ανακαλύψει κρυμμένο σε έναν παρακείμενο όρμο έναν ολόκληρο στόλο από εχθρικά σκάφη.

Προχτές το πρωί λοιπόν, ύστερα από περιπετειώδη διαδρομή ημερών, καβάλα σε έναν ημίονο που προμηθεύτηκε από τους ψαράδες ενός παράκτιου χωριού, κατάφερε να επιστρέψει στην Τύρο. Όταν τον συναντήσαμε ετοιμαζόταν να παρουσιαστεί στις αρχές και να αναφέρει την ύπαρξη αυτών των περίεργων πλοίων που δεν είχαν αναρτημένα σημάδια που να καταδείχνουν την προέλευσή τους, αλλά που είχαν ήδη δείξει τις εχθρικές τους προθέσεις. Όμως η επίθεση των νεαρών ίσως και να ‘χε μοιραία αποτελέσματα για τον γενναίο αθηναίο, αν δεν βρισκόμαστε κι εμείς οι δύο εκεί, εντελώς τυχαία.

Λίγο αργότερα, καθώς βαδίζαμε όλοι μαζί  κατά μήκος της προκυμαίας κατευθυνόμενοι προς το διοικητήριο, ό Παλαμήδης πρόσεξε ακόμη κάτι το σημαντικό: ένα από τα πλοία των Καρχηδόνιων ¨εμπόρων¨ που ήταν δεμένο εκεί, ανήκε -το αναγνώρισε αμέσως- στον περίεργο στόλο που είχε εντοπίσει!

01

Κατάλαβες λοιπόν αγαπητό μου Πουλχερίδιο; Εάν ο φίλος και θαυμαστής σου, ο υποφαινόμενος Οινοκράτης και, βεβαίως, ας μη τον ξεχνάμε κι αυτόν: ο παχουλός πλην όμως γενναίος Χοντρόης, δεν είχαν ¨ανακαλύψει¨ και βοηθήσει τον επίσης γενναίο Αθηναίο ευπατρίδη, ίσως αυτή την ώρα θα ήμασταν, εμείς και ολόκληρη η ¨αποστολή των ¨τυραννοκτόνων¨ -έτσι μας αποκαλούν εδώ και ομολογώ ότι μ’ αρέσει η προσωνυμία-  το λιγότερο αιχμάλωτοι των Καρχηδονίων και σήμερα, αντί για την Αθήνα, θα ταξιδεύαμε ως λάφυρα προς τη μακρινή αφρικανική τυρινή αποικία που, απ’ ό, τι ξέρω, τον τελευταίο καιρό μεγαλοπιάνεται.

Άσε που -μεταξύ μας- μπορεί και ο Αθηναίος που πάλευε μεν με γενναιότητα αλλά μόνο με το ευώνυμο χέρι, όντας τραυματισμένος στο δεξί, να μη τα κατάφερνε να εξουδετερώσει από μόνος του τους τρεις νεαρούς μαχαιροβγάλτες και να μας άφηνε χρόνους προτού προλάβει να ειδοποιήσει τις Αρχές και έτσι η πόλη-νησί να έπεφτε απροετοίμαστη στα χέρια του ακατονόμαστου τάχα πειρατικού  στόλου και του δήθεν ¨εμπορικού¨ του δούρειου ίππου.

Χάρη όμως στην παρέμβασή μας, αλλά και στα μέτρα που έλαβε αμέσως ο Μένης ο Ύπαρχος, όλα αυτά αποσοβήθηκαν. Μια ομάδα από ικανούς και καλο-οπλισμένους άνδρες, οι οποίοι υποτίθεται ότι ήταν μέλη της στρατιωτικής συνοδείας των ¨τυραννοκτόνων¨, δηλώνοντας ότι πρέπει να επιθεωρήσει τους χώρους πριν την επιβίβαση, μπήκε με άνεση στο πλοίο του αρχηγού των εμπόρων και συνέλαβε τον καπετάνιο και το πλήρωμα χωρίς να χυθεί αίμα, τουλάχιστον όχι πολύ. Την ίδια τύχη είχαν και τα πληρώματα των άλλων πλοίων της ¨εμπορικής¨ αποστολής.

Παράλληλα ο Μένης έδωσε εντολή τα τραβήξουν την χοντρή αλυσίδα που έκλεινε και ασφάλιζε το λιμάνι, έτσι ώστε να εμποδιστεί τυχόν αιφνιδιαστική επίθεση του ξένου στόλου. Δε χρειάστηκε όμως να συμβεί κάτι τέτοιο, γιατί εκείνη την ώρα στο βάθος στα νοτιοδυτικά φάνηκαν επιτέλους τα ελληνικά πλοία που περιμέναμε. 

Κανένας βέβαια δεν περίμενε να φανούν από αυτή την κατεύθυνση, κανονικά έπρεπε να φτάσουν παραπλέοντας τις ασιατικές ακτές από τα βόρια, οπότε και θα είχαν αναπόφευκτα συναντηθεί με τα εχθρικά σκάφη που καραδοκούσαν εκεί. Προφανώς τα πλοία που ανακάλυψε ο Παλαμήδης γνώριζαν ότι περιμένουμε ενισχύσεις από τους ναυστάθμους της Κύπρου και είχαν στήσει ενέδρα για να τις εξουδετερώσουν και μετά να επιτεθούν ανενόχλητοι στη πόλη-νησί.

 Όμως φέτος οι πρόδρομοι ετήσιοι θερινοί βόρειοι άνεμοι ήταν πολύ ισχυροί και τα πλοία μας είχαν αναγκαστεί να παρεκκλίνουν από τη συνήθη διαδρομή. Οι άνεμοι τα παράσυραν προς τα νότια σχεδόν ως την Αίγυπτο, και χρειάστηκε να περιμένουν να αποδυναμωθεί η ισχύς τους για να μπορέσουν να ξαναβρούν  την παράκτια πορεία, αυτή τη φορά από τα νότια, προς την Τύρο.

Όταν τα πλοία των ενισχύσεων έδεσαν στο λιμάνι έπεφτε ήδη η νύχτα. Μία και μόνη νύχτα για να ξεκουραστούν τα πληρώματα και να ανεφοδιαστούν τα σκάφη. Και αυτό γιατί η ηγεσία, ύστερα από νυχτερινή σύσκεψη, αποφάσισε ότι καμιά αποστολή δεν μπορούσε να ξεκινήσει από το νησί προς την Ελλάδα, πριν εξουδετερωθούν τα πλοία που εντόπισε ο Παλαμήδης. Έτσι λοιπόν χτες το πρωί, ένα ισχυρό ναυτικό σώμα, απαρτιζόμενο από τα καλύτερα απ’ τα αφιχθέντα πλοία και ενισχυμένο με σκάφη και πεζοναύτες από τις τοπικές δυνάμεις, ξεκίνησε προς τα βόρεια για να ξετρυπώσει και να διαλύσει τον εχθρικό στόλο. Παράλληλα, ένα σώμα ιππικού ξεκινούσε προς το σημείο που υπέδειξε στους χάρτες ο Αθηναίος, προκειμένου να καλύψει τη ναυτική σύγκρουση από τη μεριά της στεριάς και να αποτρέψει οποιαδήποτε αποβίβαση των εχθρών στις ακτές.

Αυτά, αγαπητό Πουλχερίδιο, συνέβησαν χτες, αλλά τα νέα για την έκβαση των επιχειρήσεων έφτασαν μόλις σήμερα. Τα νέα δεν είναι άσχημα, άλλα ούτε τόσο καλά όσο ελπίζαμε. Από ό, τι φαίνεται οι Καρχηδόνιοι είχαν άμεση πληροφόρηση για το τι συμβαίνει στο νησί.  Γι αυτό, όταν έμαθαν ότι δεν μπορούσαν πλέον να αιφνιδιάσουν κανένα, ότι η καλυμμένη εμπροσθοφυλακή των ¨εμπόρων¨ είχε αποκαλυφτεί και ότι εναντίον τους κινιόταν ισχυρή ναυτική δύναμη μαζί με  τμήματα του ιππικού, προτίμησαν να αποπλεύσουν επειγόντως. Ο επικεφαλής ναύαρχος των δικών μας πλοίων ζήτησε την έγκριση να τους καταδιώξει, αλλά ο Μένης προτίμησε να δώσει εντολή να επιστρέψουν. Έτσι η μεν Ιστορία έχασε την ευκαιρία να καταγράψει μια ακόμη μεγάλη θαλασσινή σύγκρουση, εμείς όμως ¨η αποστολή των τυραννοκτόνων¨, καθώς και οι απόστρατοι με τους οποίους θα συνταξιδέψουμε, αποκτήσαμε μια αξιόλογη συνοδεία ικανή να αποτρέψει οποιοδήποτε κίνδυνο. 

Τα πλοία αναμένεται να επιστρέψουν το απομεσήμερο και η αναχώρησή μας προβλέπεται για αύριο το πρωί. Έτσι βρήκα τον απαραίτητο χρόνο για να σου γράψω αυτές τις αράδες που ελπίζω και εύχομαι να σε βρουν υγιή και ευτυχισμένη. Όπως εύχομαι ολόκαρδα να βρεις και εσύ το χρόνο και τον τρόπο να μου στείλεις λίγες γραμμές για το τι κάνεις και τι σκέφτεσαι αυτόν τον καιρό. Δε σου κρύβω ότι όλα όσα σε αφορούν με ενδιαφέρουν

Ο αφοσιωμένος σου φίλος, ο και Οινοκράτης αποκαλούμενος.

*

Υστερόγραφο. Μπορείς να καθησυχάσεις την κυρία σου. Ο Παλαμήδης ανέκτησε όλες του τις αποσκευές, συμπεριλαμβανόμενης της επιστολής της προς την Φρύνη. Θα υπάρξει, εκ των πραγμάτων, μια κάποια καθυστέρηση, αλλά η επιστολή θα παραδοθεί αμέσως μόλις φτάσουμε στην Πόλη των Αθηνών.   

15

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , , | Leave a Comment »

Μυθιστόρημα υπό εκπόνηση. Μέρος Ε΄, Κεφάλαιο έκτο: Λίγο παρακάτω…

Posted by vnottas στο 7 Μαρτίου, 2017

[Προσωρινός τίτλος: Κύλικες και δόρατα.

Προσωρινός υπότιτλος: Ημέρες και έργα του Εύελπι του Μεγαρέα, λόγιου στην ακολουθία του Αλέξανδρου του Γ΄ του Μακεδόνα, κατά την μεγάλη ασιατική εκστρατεία.]

Triremi

6. Λίγο παρακάτω…

Στην κεντρική προκυμαία του λιμανιού, λίγο παρακάτω από το σημείο όπου ο Παλαμήδης, ο Οινοκράτης και ο Χοντρόης τα λένε καταναλώνοντας αρακομεζέδες, τα πράγματα εξελίσσονται ως εξής: Ο Μένης και ο Εύελπις, χωρίς τους εθιμοτυπικούς πλεονασμούς που απαιτεί το αξίωμα του πρώτου και συνοδευμένοι μόνον από δύο φρουρούς, έχουν φτάσει στα πλοία των Καρχηδονίων εμπόρων και έχουν ζητήσει να μιλήσουν με τον επικεφαλής.

Οι ναύτες τους οδηγούν σε ένα μικρό αλλά καλοεξοπλισμένο σκάφος, από εκείνα που συνοδεύουν τα στρογγυλά φορτηγά πλοία, -το οποίο, απ’ ό, τι φαίνεται, είναι η έδρα του αρχηγού της αποστολής- αλλά, ¨θα πρέπει να έχουν την καλοσύνη να περιμένουν λίγο¨, γιατί ο επικεφαλής ¨βρίσκεται αυτή τη στιγμή στις αποθήκες του λιμανιού και επιβλέπει την αγορά των τελευταίων προμηθειών για το επικείμενο  ταξίδι επιστροφής¨. Στέλνουν να τον ειδοποιήσουν  και εκείνος, ένας βραχύσωμος αλλά γεροδεμένος  άνδρας με σκαμμένο πρόσωπο, καταφτάνει λίγο αργότερα μαζί μ’ έναν ντόπιο προύχοντα, έναν απ’ εκείνους που είχαν επισκεφτεί χτες τον Μένη.

Ο Καρχηδόνιος και ο Τύριος υποκλίνονται με τον βαθύ ανατολίτικο τρόπο και εκφράζουν τη χαρά τους για την επίσκεψη. Ο γηγενής διευκρινίζει ότι βοηθούσε τον Καρχηδόνιο στις αγορές των εφοδίων και ότι τον συνόδεψε ως εδώ προκειμένου να χρησιμέψει ως μεταφραστής.

Ο Εύελπις ρωτάει απ’ ευθείας: προς τι αυτό το ενδιαφέρον; Προσπαθεί να καταλάβει τι μπορεί να κρύβεται πίσω από την προσφορά βοήθειας που του φαίνεται τόσο απροσδόκητη όσο και περίεργη.

«Τίποτα το παράξενο», απαντά ο επικεφαλής των εμπόρων και ένα είδος χαμόγελου χαράζει το κάτω μέρος του προσώπου του, «δεν είναι για μας κάτι το δύσκολο: η Αθήνα βρίσκεται στη ρότα μας κι έτσι κι αλλιώς θα προσεγγίσουμε το λιμάνι του Πειραιά, όπου  σκοπεύουμε να ανταλλάξουμε ορισμένα απ’ τα εμπορεύματα που φορτώσαμε εδώ, με άλλα, καταλληλότερα για την αγορά της Καρχηδόνας. Χώρος για λίγες δεκάδες επιβάτες υπάρχει στα πλοία, μόνο που, εάν συμφωνήσουμε, θα πρέπει να φροντίσετε για τα επιπλέον τρόφιμα που θα χρειαστούν».

Ο Εύελπις θέλει επίσης να μάθει τα ανταλλάγματα που θα πρέπει να καταβάλει η ελληνική διοίκηση για αυτή την εξυπηρέτηση. Ο Καρχηδόνιος γίνεται πιο διπλωματικός και προσπαθεί να εξηγήσει  ότι, για την πόλη του, η εξακολούθηση των εμπορικών ανταλλαγών με την μητρόπολη Τύρο είναι σημαντική, και ελπίζει πως μια χειρονομία καλής θέλησης από μέρους τους θα συμβάλει στη δημιουργία καλύτερων σχέσεων με τη νέα διοίκηση της πόλης. Επί πλέον, τα λογικά κόμιστρα που ζητούν, σίγουρα θα αποσβέσουν μέρος των εξόδων αυτού του εμπορικού ταξιδιού.

Ο Μένης και ο Εύελπις ανταλλάσσουν βλέμματα που δείχνουν ότι δεν έχουν πλήρως πεισθεί για την σκοπιμότητα της προσφοράς και μετά ο Μεγαρέας λέει στον επικεφαλής ότι θα έχει μια απάντηση μέχρι τη δύση του ήλιου. Εκείνος ξαναυποκλείνεται και παρακαλεί ταπεινοφρόνως να μην υπάρξει καθυστέρηση, γιατί από τη μεριά τους είναι έτοιμοι για τον απόπλου και οι οιωνοί προβλέπουν ότι οι ευνοϊκοί άνεμοι δεν πρόκειται να κρατήσουν πολύ.

images (19)

*

Πάντα στην προκυμαία της Τύρου, λίγο παραπάνω αυτή τη φορά, ο Παλαμήδης σηκώνεται όρθιος απότομα.

«Μα τα κακομούτσουνα δαιμόνια, ξεχάστηκα», λέει. «Όμως τώρα αισθάνομαι πολύ καλύτερα. Δε μένει παρά να προμηθευτώ καναδυό πιο ευπαρουσίαστα ιμάτια. Πρέπει να παρουσιαστώ στις Αρχές και να αναφέρω τα όσα συνέβησαν». Κάνει νόημα στον σερβιτόρο να ‘ρθει να πληρωθεί. Ο Οινοκράτης για μια στιγμή σκέφτεται να προτείνει να πληρώσει εκείνος, αφού ο Παλαμήδης διαθέτει μόνο ό, τι του απέφερε το κρυμμένο δακτυλίδι κι έχει να κάνει και ψώνια,  αλλά επειδή γνωρίζει πια αρκετά καλά τους ηπειρωτικούς Έλληνες, δεν το διακινδυνεύει. Ξέρει ότι ο Αθηναίος ευπατρίδης σίγουρα θα προσβληθεί∙ τον βοήθησαν ανυστερόβουλα και γι αυτό τα πίνει τώρα μαζί τους και τους εξομολογείται τις περιπέτειές του, αλλά όχι και να τον κεράσουν αυτοί. Αυτό σηκώνει έως και χειροδικία!

Αυτά σκέφτεται ο Σικελός και δε λέει τίποτα, παρά μόνο δείχνει προς τα παραλιακά καταστήματα, ανάμεσα στα οποία υπάρχουν κάμποσα που ξεχωρίζουν από τα χρωματιστά υφαντά, ρουχισμό και στρωσίδια, που κρέμονται μπροστά από τους πάγκους τους.

Έτσι, λίγο αργότερα οι τρεις τους, ο βετεράνος πολεμιστής περιβεβλημένος από μια αστραφτερή καινούργια πορφυρή χλαμύδα και εκατέρωθεν οι δύο επικουρικοί, περπατούν και πάλι με βήμα ταχύ και αισιόδοξο στην πλακόστρωτη προκυμαία, με κατεύθυνση, αυτή τη φορά, προς το κεντρικό της τμήμα, εκεί όπου καταλήγει κάθετα η κεντρική οδός με τα κυβερνητικά κτίρια.

images (18)

Ξαφνικά ο Παλαμήδης ακινητοποιείται.

«Αυτό το πλοίο!» λέει.

«Ποιο;» ρωτάει ο Οινοκράτης που βρίσκεται ήδη δυο βήματα μπροστά και σταματάει κι αυτός.

«Πιποίον;» ρωτάει και ο Χοντρόης, γιατί θέλει να είναι μέσα στη συζήτηση.

«Αυτό», δείχνει ο Παλαμήδης

«Α, αυτό, είναι ένα από τα συνοδευτικά πλοία μιας καρχηδονικής εμπορικής αποστολής. Και το διπλανό επίσης, καθώς και εκείνα τα δύο στο βάθος, τα στρογγυλά, που μεταφέρουν τα εμπορεύματα», εξηγεί ο ενημερωμένος Οινοκράτης.

«Όχι». λέει κοφτά ο Πολεμιστής. «Αυτό το πλοίο είναι εκείνο από το οποίο ξέφυγα τις προάλλες. Το αναγνωρίζω από το στράβωμα της κουπαστής. Σε αυτή την κόγχη είχα ακινητοποιηθεί προτού βουτήξω στη θάλασσα. Σκεφτόμουν ότι η ζωή μου μπορεί και να τελείωνε εκείνη τη στιγμή, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι δεν έβλεπα τι υπήρχε γύρω μου. Κοιτούσα με μεγάλη προσοχή. Έψαχνα τριγύρω προσπαθώντας να βρω κάτι τι που θα με βοηθούσε να ανατρέψω την κατάσταση».  

Σκέφτεται για μια στιγμή και προσθέτει κτυπώντας τον μέσο δάκτυλο πάνω στη βάση του αντίχειρα σε ένδειξη ξαφνικής κατανόησης: «Είναι μαζί με τα δύο εμπορικά είπες; Επομένως είναι ένα από τα πέντε πλοία: τα δύο φορτηγά και τα τρία συνοδευτικά που είδα, από τον λόφο, να αφήνουν τον άγνωστο στόλο και να κατευθύνονται νότια».

Οι επόμενες (και παρεπόμενες) εικασίες καταφτάνουν -αλυσιδωτές- αμέσως μετά:

«Άρα έχουν έρθει για να δουν τι κατάσταση επικρατεί στην πόλη», λέει το Παλαμήδης.

«Για ανίχνευση, δηλαδή για κατασκοπία», διαπιστώνει και ο ειδήμων πλέον Οινοκράτης.

«Και προσποιούνται ότι είναι έμποροι!»

«Ενώ οι υπόλοιποι ετοιμάζονται για εισβολή!»

«Προφανώς συνεννοημένοι με κάποιους από τους ντόπιους».

«Μα βέβαια η Τύρος είναι η μητρόπολη των Καρχηδονίων και η Καρχηδόνα έχει γίνει πια μεγάλη δύναμη. Κάτι ξέρουμε και εμείς οι Συρακούσιοι γι αυτό», λέει ο Οινοκράτης. Και συμπληρώνει: «Απ’ ότι άκουσα, αυτοί εδώ έχουν δηλώσει ότι φεύγουν αύριο. Άρα, αν αποτελούν το Δούρειο ίππο του στόλου που είδες, το συμπέρασμα είναι ότι η εισβολή θα γίνει…»

«Κατά την σήμερον εσπεπεπέραν ή εν τη προποσεχή νυκτί!»  αποφαίνεται και ο Χοντρόης γιατί, όπως είπαμε, θέλει να είναι μέσα στη συζήτηση.

«Στο Αρχηγείο λοιπόν! Φτερά στα ποδάρια μας», εισηγείται ο Οινοκράτης, ωθώντας την  πλάτη του Παλαμήδη και τραβώντας ταυτόχρονα πίσω του τον κυκλικό Πέρση.

navigare il mediterraneo

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , | Leave a Comment »

Μυθιστόρημα υπό εκπόνηση. Κύλικες και δόρατα. Μέρος Ε’. Κεφάλαιο πέμπτο. Ο Παλαμήδης αφηγείται τις περιπέτειές του

Posted by vnottas στο 5 Φεβρουαρίου, 2017

Μέρος Ε’. Κεφάλαιο πέμπτο

Όπου ο Παλαμήδης αφηγείται τις περιπέτειές του

 hqdefault

Ο ήλιος έχει ξεσκαλώσει από τις κορυφές των βουνών κι έχει ανεβεί ψηλά πάνω από το λιμάνι της Τύρου. Το φως του αντανακλάται τώρα έντονο πάνω στην ανατολική πλευρά των άσπρων κτισμάτων του νησιού. Στη δυτική τους πλευρά οι σκιές έχουν πια κοντύνει, αλλά υπάρχουν τριγύρω δέντρα και χρωματιστές τέντες που  φτιάχνουν σκιερά καταφύγια. Σε αυτές τις δροσερές νησίδες οι κυλικειούχοι και οι εστιάτορες της παραλίας έχουν τοποθετήσει πάγκους και τραπέζια για τους μεσημεριανούς τους πελάτες. 

Σε ένα από αυτά τα τραπέζια, στο κέντρο της προκυμαίας, απέναντι στα αραγμένα πλοία και την έντονα κυανή θάλασσα, είναι τώρα καθισμένος ο βετεράνος πολεμιστής Παλαμήδης, πλαισιωμένος από τον Οινοκράτη και τον Χοντρόη. Στο κέντρο της τάβλας, μία  λήκυθος με άρακ (αφού το κρασί που διαθέτει το μαγαζί μοιάζει περισσότερο με ξύδι) και μία  με νερό για το αραίωμα, προμηθεύουν τις κύλικες των συμποτών που κάνουν τις πρώτες ευχητήριες σπονδές περιμένοντας τους θαλασσινούς μεζέδες που έχουν ήδη παραγγείλει.

«Όπως σας είπα, το ξεκίνημά μας ήταν ομαλό», λέει ο Παλαμήδης που απ’ ό, τι φαίνεται η επίθεση που υπέστη δεν του έχει κόψει τη διάθεση να αφηγηθεί τις περιπέτειές του. «Η χερσαία κάθοδος από τα Σούσα ίσαμε την εσωτερική θάλασσα δεν έκρυβε παγίδες και βρισκόμασταν όλοι, αυτοί που είχαν συμπληρώσει τη θητεία τους και οι τραυματίες σαν κι εμένα, σε μια κατάσταση ευχάριστης διέγερσης. Μια διέγερση φτιαγμένη από το άλγος του νόστου ανακατεμένο με το όραμα της επανόδου στην πατρίδα, που δε θα αργούσε να υλοποιηθεί. Το είχαμε πάρει πια απόφαση ότι για μας η εκστρατεία τελείωσε και χαιρόμασταν που ήμασταν ζωντανοί και νικητές.

mom-aggeio

Μερικοί από εμάς, είχαν ρευστοποιήσει τα λάφυρα που τους αντιστοιχούσαν και το αντίτιμο, μαζί με τους εξοικονομημένους μισθούς, τα είχαν δώσει σε έγκριτους εκπροσώπους των μεγάλων ιερών ταμείων, προσθέτοντας και μια γενναιόδωρη προσφορά  προς τις  προστάτιδες θεότητες. Έτσι δεν χρειαζόταν να μεταφέρουν παρά το έγγραφο, υπογραμμένο από αξιόπιστους μάρτυρες, το οποίο πιστοποιούσε την κατάθεση και θα εξασφάλιζε την ανάληψη αντίστοιχου ποσού νομισμάτων στους Δελφούς ή στη Δήλο ή στην Ολυμπία… Μαζί τους είχαν μόνον τον οπλισμό και τα απολύτως απαραίτητα για το ταξίδι.

Ακόμη κι εγώ, παρά το ότι αντιπαθώ τους αργυραμοιβούς και τους τραπεζίτες, άφησα τελικά ένα τμήμα της αμοιβής μου στον εκπρόσωπο του ταμείου του Ιερού Παρθενώνα -τον εμπιστεύτηκα γιατί τον ήξερα από παλιά, ήταν ένας παιδικός μου φίλος από το Φάληρο. Ύστερα αγόρασα έναν ημίονο και έναν γεροδεμένο αχθοφόρο για να διευκολύνουν την μεταφορά των υπόλοιπων πραγμάτων μου. Και οι δυο τα κατάφεραν μια χαρά στη στεριανή διαδρομή. 

Όλα λοιπόν πήγαν καλά μέχρι την Τύρο.

Αλλά κι εδώ δεν συναντήσαμε ιδιαίτερες δυσκολίες: η μοίρα του στόλου που θα μας οδηγούσε πίσω στην πατρίδα ήταν ήδη παρούσα στον λιμένα και η ιδέα του θαλάσσιου ταξιδιού κάθε άλλο παρά μας τρόμαζε. Η θάλασσα, να το ξέρετε, τρομάζει ελάχιστους Έλληνες, κι αυτούς συνήθως απ’ εκείνους που κατάγονται από τις μεσόγειες περιοχές».

Ο Οινοκράτης έδειξε ότι συμφωνεί κουνώντας καταφατικά το κεφάλι του.

images-32

«Πρώτος ενδιάμεσος σταθμός μας θα ήταν η Μεγαλόνησος της Αφροδίτης», συνέχισε ο Παλαμήδης. «Ξέραμε ότι εκεί είχαν καταπλεύσει και άλλοι οπλίτες που επιστρέφουν από την ασιατική εκστρατεία. Από εκεί, με ενισχυμένη ναυτική συνοδεία, θα διασχίζαμε διαγώνια το Πέλαγος του Αιγαία,  ως την Αττική Γη.

Όμως κάναμε λάθος, ίσως εξ αιτίας της  παραπανίσιας αισιοδοξίας μας.

Ήταν το πρωί της τρίτης μόλις μέρας του ταξιδιού και παραπλέαμε την ασιατική ακτή με πρόθεση να στρίψουμε προς τα  δυτικά μόλις θα φτάναμε στο σημείο όπου το ακροδάκτυλο της Κύπρου απέχει το λιγότερο από την Ασία, όταν μας επιτέθηκαν.

Τη προηγούμενη νύχτα είχαμε δειπνήσει και διανυκτερεύσει σε ένα παραθαλάσσιο φυλάκιο ναυτικής στήριξης και ανεφοδιασμού, φτιαγμένο πάνω στις εγκαταστάσεις ενός παλιότερου ελληνικού ¨εμπορίου¨[1] και ίσως και να είχαμε λίγο υπερβάλει σε ευθυμία και σε σπονδές. Βλέπετε, ο αυλητής της μοιραρχίδας δεν ήταν μόνο καλός στο να δίνει ρυθμό στους ερέτες, ήταν καλός και στα νοσταλγικά τραγούδια… Άσε που μαζί με τους  τυμπανιστές των άλλων πλοίων κατάφερνε να παίξει μουσικούς ρυθμούς που σου γαργαλούσαν τις πατούσες.

Όμως, αυτό το -μετά χορών και ασμάτων- αυτοσχέδιο γλέντι εκείνης της νύχτας, δεν εμπόδισε τον Μοίραρχο να βάλει τις σάλπιγγες να μας ξυπνήσουν τ’ άγρια χαράματα για την επανεπιβίβαση. Ξεκινήσαμε, αλλά καταλαβαίνετε ότι δεν είμαστε και εντελώς ξύπνιοι, όταν, μέσα στο ημίφως της πρωινής ομίχλης, πίσω από ένα γειτονικό ακρωτήρι ξεπρόβαλαν ξαφνικά τα πειρατικά.  

images-37

Με άλλα λόγια, στην αρχή τουλάχιστον, μας αιφνιδίασαν.  Και μην πάει ο νους σας σε τίποτα μικρές ακάτους με ερασιτέχνες πειρατές από τις γύρω παραλίες, όχι, αυτά που ξεπρόβαλαν μέσα απ’ την ομίχλη ήταν -σας το λέει κάποιος που ξέρει από θάλασσα- κάτι παράξενα στην όψη, αλλά καλοεξοπλισμένα πλοία με ύπουλα έμβολα και ναύτες έμπειρους στις μανούβρες.

Εγώ βρισκόμουν σε ένα από τα σκάφη που έπλεαν στα πρόσω της νηοπομπής, που πάει να πει στο πρώτο που προσπάθησαν να εμβολίσουν οι πειρατές. Ο εμβολισμός απέτυχε, αλλά το πειρατικό πλοίο κατάφερε να πλευρίσει το δικό μας και οι ναύτες του έριξαν γάντζους και επιχείρησαν ρεσάλτο βγάζοντας ακατανόητες κραυγές και βρυχηθμούς.

Ωστόσο, πλήρωμα και επιβάτες, παρά τον αιφνιδιασμό, καταφέραμε να συνταχθούμε και αντισταθήκαμε γενναία. Ίσως και λίγο παραπάνω απ’ ό, τι έπρεπε.

Αυτό το λέω κάνοντας κριτική στον εαυτό μου, γιατί ήμουν εκείνος που έχοντας εξουδετερώσει έναν θηριώδη μαυριδερό που πήδησε πάνω μου κραδαίνοντας μια κυρτή σπάθα, θεώρησα καλό να εμπιστευτώ τα κουρασμένα μου κόκαλα και να πηδήσω με τη σειρά μου πάνω στο κατάστρωμα του πειρατικού. Λάθος μου. Γιατί στο μεταξύ ένα κύμα ή ένα σπρώξιμο από τα συγκρουόμενα σκάφη ώθησε το πλοίο των πειρατών προς τα πίσω χωρίζοντάς το από το δικό μας.

Εν τω μεταξύ, τα αθηναϊκά σκάφη που ακολουθούσαν, συσπειρώθηκαν για να αντιμετωπίσουν την επίθεση και όλα έδειχναν ότι θα ακολουθήσει μακελειό.

images-36

Παρακαλούσα τους Ουράνιους και τους Ενάλιους θεούς, ό, τι είναι να γίνει να γίνει γρήγορα, γιατί από μόνος μου, καθώς ήμουν στριμωγμένος με τη πλάτη στη κουπαστή του ξένου πλοίου και με τους μαυριδερούς να με τριγυρίζουν απειλητικά, είχα ελάχιστες έως μηδαμινές πιθανότητες να τη βγάλω καθαρή.

Και οι θεοί με άκουσαν!

Τώρα θα πρέπει να σας πω ότι εάν δεν συνέβαιναν όλα αυτά που συνέβαιναν, θα έπρεπε να είχα ήδη απορήσει που δεν έλεγε να ξημερώσει. Πράγματι, αντί η γκριζάδα να διαλυθεί και να πάρει να φωτίζει, το σκοτάδι είχε γίνει βαθύτερο. Η αιτία ήταν κάτι χοντρά νέφη – μελανίες που κατέβηκαν και πήραν τη θέση της ομίχλης. Ακολούθησαν αστροπελέκια και βροντές και, καθώς κάποιος από τους ασκούς του Αιόλου λύθηκε ξαφνικά εκεί κοντά, ένα ανατρεπτικό ρεύμα βροχής και αέρα πήρε να μαστιγώνει και να ταρακουνάει τα ανισόρροπα πλοία.

images-39

Δεν μου έμεναν πολλές επιλογές. Κατέβασα τη σπάθα με την οποία κρατούσα τους πειρατές σε μια κάποια απόσταση, την έφερα στα πλευρά μου και κατάφερα με μία μόνη κίνηση να κόψω τα λουριά με τα οποία, λίγο πριν την συμπλοκή, είχα προλάβει να δέσω πάνω μου έναν βαρύ ορειχάλκινο θώρακά. Ύστερα λύγισα λίγο τα γόνατά και μετά τα τέντωσα με όλη μου τη δύναμη. Αυτά, ως εκ θαύματος, ανταποκρίθηκαν! Έτσι πέτυχα να τιναχτώ πάνω από τη κουπαστή και, γέρνοντας το σώμα μου προς τα πίσω όσο μπορούσα, έκανα μια ανάποδη βουτιά, κατευθείαν στη φουσκωμένη θάλασσα.

Στο φώς των αστραπών είδα τα πλοία μας να απομακρύνονται.  Δεν ήμουν σε θέση να καταλάβω τι ακριβώς γινόταν. Ήταν ο ξαφνικός ανεμοστρόβιλος που τα έσπρωχνε ή προτίμησαν να υποχωρήσουν κρίνοντας ότι ο εχθρός προς το παρόν υπερτερούσε; Περίμενα μια νέα δέσμη κεραυνών για να εντοπίσω από ποια πλευρά μου βρισκόταν η στεριά και κολύμπησα προς τα ‘κει.

«Και ύστερα;» ρώτησε ο Οινοκράτης, συνεπαρμένος από την αφήγηση, ενώ ταυτόχρονα το αριστερό του χέρι έσπρωχνε το σαγόνι του Χοντρόη, έτσι ώστε να το στόμα του να πάψει να χάσκει ορθάνοιχτο.

%ce%b5%cf%84%ce%bf%ce%b9%ce%bc%ce%b1%cf%83%ce%b9%ce%b1-%cf%84%ce%bf%cf%85-%ce%b1%cf%81%ce%bc%ce%b1%cf%84%ce%bf%cf%83-%cf%84%ce%bf%cf%85-%cf%80%cf%81%ce%b9%ce%b1%ce%bc%ce%bf%cf%85

«Ήμουν εξαντλημένος όταν έφτασα στην ακτή. Ευτυχώς αυτή η -όπως και να το κάνουμε, σωτήρια- καταιγίδα τέλειωσε σύντομα, ο ουρανός ξαστέρωσε και ο ήλιος με ζέστανε και με στέγνωσε. Πριν να φτάσει για τα καλά το μεσημέρι, συνήλθα.

Πλοία δεν φαίνονταν πια στον ορίζοντα. Έριξα μια ματιά γύρω μου και είδα, όχι πολύ μακριά απ’ το σημείο που βρισκόμουν, έναν παραθαλάσσιο λόφο που θα μπορούσε να μου δώσει καλύτερη οπτική. Κατευθύνθηκα προς τα ‘κει, και σκαρφάλωσα ως την κορυφή του. Είδα δυο τουλάχιστον σημαντικά πράγματα …»

Ο Παλαμήδης σταμάτησε την αφήγηση, αφενός για να πάρει μια βαθειά ανάσα και αφετέρου γιατί έκρινε ότι η παύση θα όξυνε κι άλλο το ενδιαφέρον των ακροατών του, που έτσι κι αλλιώς τον παρακολουθούσαν συνεπαρμένοι. 

«Τι;» ρώτησε ο Οινοκράτης.

«Οια η εκείθεν θεωρία;» αναρωτήθηκε κι  ο Χοντρόης, ξανανοίγοντας τα σαγόνια του.

images-24

Ο Παλαμήδης κατάπιε μια γερή γουλιά άρακ. «Πρώτα απ’ όλα, κοιτάζοντας προς τα νότια έψαξα για το μικρό ναύσταθμο όπου είχαμε αγκυροβολήσει την προηγούμενη νύχτα, αλλά δεν τον είδα. Πρέπει να είχαμε απομακρυνθεί περισσότερο από όσο νόμιζα. Ωστόσο, λίγο παρακάτω. είδα κάτι που θα μπορούσε να βοηθήσει στη λύση των πιο άμεσων προβλημάτων μου. Δηλαδή, έναν μικρό οικισμό ψαράδων, όπου θα μπορούσα να ζητήσω βοήθεια στο όνομα του Ξένιου Δία, που ήμουν σίγουρος ότι θα πρέπει να ‘χει περάσει από εδώ και ότι οι παραινέσεις του θα είναι γνωστές στους περίοικους…»

«Ήταν;»

«Όχι και τόσο. Αλλά μη βιάζεσαι Σικελέ, περίμενε να σου τα πω με τη σειρά. Γιατί το άλλο που είδα από ψηλά ήταν σημαντικότερο από το ψαροχώρι».

«Δηλαδή;»

«Πίσω από το λόφο, σε έναν μικρό όρμο που σχηματιζόταν εκεί, ήταν στριμωγμένος ένας ολόκληρος στόλος. Ήταν τα παράξενα πλοία που μας επιτέθηκαν χτες. Δεν είχαν αναρτημένα εμβλήματα και δε μπορώ να πω με σιγουριά σε ποια εθνότητα ανήκαν. Το σίγουρο είναι πως δεν ήταν πειρατές, όπως νόμιζα μέχρι τότε. Ήταν πολλοί και πολύ οργανωμένοι για να είναι ληστές της θάλασσας».

«Λοιπόν;»

«Δεν έμεινα πολύ στο λόφο γιατί είδα ότι είχαν τοποθετήσει σκοπιές στα ψηλά σημεία γύρω από τον όρμο, ίσως και στο ύψωμα όπου ήμουν σκαρφαλωμένος, και ήταν πιθανότατο να με εντοπίσουν απ’ τη μια στιγμή στην άλλη. Πριν υποχωρήσω προσεκτικά προς τις καλαμιές της ακτής πρόλαβα να δω μια μικρή ομάδα πλοίων να αποσπάται από την αγκυροβολημένη αρμάδα και να κατευθύνεται νότια. Μου έκανε εντύπωση ότι δύο τουλάχιστον από αυτά έμοιαζαν κοντόχοντρα εμπορικά σκάφη».

«Είδον σε; Ουκ είδον σε;» ανησύχησε ο Χοντρόης.

«Δε με είδαν. Κρυμμένος ανάμεσα στα καλάμια ακολούθησα μια ρεματιά που κατευθυνόταν προς το χωριό.  Δεν ήμουν σίγουρος ότι ήταν μια καλή ιδέα, γιατί δεν ήταν διόλου απίθανο οι ψαράδες να είναι ενημερωμένοι για την άφιξη του παράξενου στόλου εκεί κοντά, ακόμη και να είναι υποστηρικτές ή σύμμαχοι των δήθεν πειρατών. Όμως δε πρόλαβα να το καλοσκεφτώ, γιατί με ανακάλυψαν κάτι πιτσιρικάδες, που τριγύριζαν στο ρέμα παίζοντας πόλεμο, οπλισμένοι με τόξα και ψευτο-βέλη από καλάμι. Τους άφησα λοιπόν να με πιάσουν τάχα ¨αιχμάλωτο¨ και να με οδηγήσουν στο χωριό.

images-30

Οι ντόπιοι, παράτησαν τα δίχτυα που διόρθωναν και μαζεύτηκαν γύρω μου. Ευτυχώς δεν φαίνεται να είχαν επαφές με τους ¨πειρατές¨ ή να γνώριζαν την παρουσία τους στην ακτή. Αν αυτό αληθεύει, σημαίνει ότι οι τάχα πειρατές είχαν φτάσει εκεί πολύ πρόσφατα… ίσως μόλις τη χθεσινή νύχτα.

Οι ψαράδες, μιλούσαν μια ντόπια διάλεκτο γεμάτη με δασέα φωνήεντα, αλλά μερικοί μασούσαν και λίγα ελληνικά. Στην αρχή με πέρασαν για άμαθο ναυαγό, προϊόν της χθεσινής καταιγίδας και άρχισαν να παζαρεύουν τη βοήθειά που τους ζήτησα. Είχαν σκοπό να με βάλουν να τους κάνω διάφορα θελήματα πριν μου δώσουν τα απαραίτητα. Όταν όμως κατάλαβαν ότι ήμουν ¨Γιουνάν¨ και ότι ήξερα πως κάπου παρακάτω υπάρχει ελληνικό ναυτικό φυλάκιο, έγιναν ιδιαίτερα, ίσως υπερβολικά, εξυπηρετικοί. Εγώ πάλι, βιαζόμουν να φτάσω στον μικρό ναύσταθμο και από εκεί εδώ στη Τύρο και δεν έδωσα πολλή σημασία  στη συμπεριφορά τους.

Για να μη σας τα πολυλογώ, μου έδωσαν το ένα από τα δύο μουλάρια που διέθετε ο οικισμός τους, καθώς και δύο πεζούς συνοδούς για να με οδηγήσουν ως τις ελληνικές εγκαταστάσεις. Όμως…»

Έφτασε ένας ντόπιος σερβιτόρος κρατώντας με ακροβατική επιδεξιότητα άφθονα μικρά πινάκια με θαλασσομεζέδες και τα άπλωσε πάνω στην τάβλα.

%ce%b1%cf%81%cf%87%ce%b5%ce%af%ce%bf-%ce%bb%ce%ae%cf%88%ce%b7%cf%82

«Εν τούτοις;» ρώτησε ο Χοντρόης.

«Όμως, λίγο πριν φτάσουμε στο φυλάκιο που είχε ήδη φανεί στην ακτή στα δεξιά μας, κατέφτασαν καβάλα  πάνω σε έναν ασθμαίνοντα ημίονο (προφανώς τον δεύτερο που διέθετε το χωριό) δύο ακόμη νεαροί, οπλισμένοι με μακριά αιχμηρά κοντάρια. Οι δύο τύποι, αφού μας προσπέρασαν, μας έκοψαν το δρόμο και πήραν παράμερα τους συνοδούς μου. Άρχισαν λοιπόν, που λέτε, να τους μιλάνε έντονα στην περίεργη χασματική γλώσσα τους .

Ψυλλιάστηκα ότι κάτι δεν πάει καλά. Προφανώς οι ψαράδες είχαν αλλάξει γνώμη. Για να επιβεβαιώσω εγκαίρως αυτή μου την υποψία υπήρχε μόνον ένας τρόπος.

«Σας ευχαριστώ και να υγιαίνετε», τους είπα, χτύπησα με τα πόδια μου τα πλευρά του μουλαριού μου  και  τράβηξα τα ηνία προς τα αριστερά, ώστε να αλλάξει κατεύθυνση και να αρχίσει να τρέχει. Καθώς το μουλάρι μου έστριβε, πλησίασε στο μουλάρι των ψαράδων κι έτσι επωφελήθηκα και του έδωσα ένα γερό λάκτισμα στα καπούλια. Έτσι, ενώ εγώ έτρεχα προς τη μία μεριά (δυστυχώς τη λανθασμένη γιατί απομακρυνόμουν από το φυλάκιο), άρχισε κι αυτό να τρέχει προς την άλλη κατεύθυνση παίρνοντας μαζί του και τον έναν από τους δύο νεοφερμένους ψαράδες, που ήταν ακόμα καβάλα απάνω του».

«Λοιπόν τους ξέφυγες τελικά, έτσι δεν είναι;»

«Ναι, αλλά μου είχαν κόψει το δρόμο προς τον μικρό ναύσταθμο …και αισθανόμουν ότι δεν είχαν εγκαταλείψει το κυνήγι. Έτσι δε μου έμενε άλλο παρά να συνεχίσω την πορεία προς το νότο, εγκαταλείποντας όμως τον κύριο δρόμο που οδηγεί από την Σιδώνα προς την Τύρο και ακολουθώντας μικρά και άβολα παράπλευρα μονοπάτια που με δυσκόλευαν και με καθυστερούσαν.

Κατάφερα να φτάσω στην παλιά Τύρο σήμερα το πρωί. Αισθάνθηκα ανακούφιση όταν διαπίστωσα ότι υπήρχε ηρεμία και ότι ο στόλος-φάντασμα δεν είχε επιτεθεί στις εγκαταστάσεις της ηπειρωτικής ακτής ούτε απέναντι, στη Νέα Τύρο. Λίγο αργότερα, μια μικρή βάρκα με μετέφερε εδώ, στο νησί».

«Και στα εσωτερικά σοκάκια όπου σε συναντήσαμε, πώς βρέθηκες;» απόρησε ο Οινοκράτης

myth_adis

Ο Παλαμήδης τράβηξε το σκαμνί του προς τα πίσω και σηκώθηκε όρθιος. Ύστερα, με μια εμφαντική κίνηση των γεροδεμένων του χεριών, τού έδειξε τα σκισμένα και σκονισμένα του ρούχα.

«Εσύ που, αν θυμάμαι καλά, έχεις ζήσει στην Αθήνα και δε μπορεί παρά  να ξέρεις τα στοιχειώδη από κοσμιότητα, για πες μου: πιστεύεις ότι ένας αθηναίος ευπατρίδης, ακόμη κι αν είναι δημοκρατικών φρονημάτων όπως εγώ, μπορεί να παρουσιαστεί σε αυτήν την κατάσταση μπροστά στους τοπικούς άρχοντες; Όχι βεβαίως!

Πρέπει οπωσδήποτε να δω τις αρχές και να τις ενημερώσω για όσα συνέβησαν, αλλά πριν συμβεί αυτό, θεώρησα καλό να ανακτήσω, όχι μόνο τις στοιχειώδεις δυνάμεις μου, αλλά και την προσωπική μου αξιοπρεπή εμφάνιση.  Βέβαια δεν είχα πια απάνω μου τίποτα εκτός από ένα δαχτυλίδι, κρυμμένο -για κάθε ενδεχόμενο- μέσα σ’ αυτήν εδώ την πλατιά δερμάτινη ζώνη  κι έτσι, μόλις έφτασα στο νησί έψαξα να βρω κάποιον ενεχυροδανειστή. Βρήκα έναν εκεί ακριβώς που με βρήκατε. Πήρα μερικά χρήματα, μόνο που δεν πρόλαβα να προμηθευτώ τον κατάλληλο ιματισμό, γιατί μου επιτέθηκαν τα ζόρικα παλικάρια που είδατε…»

¨Αχ, αυτοί οι αθηναίοι και η μανία τους για το φαίνεσθαι… αλλά και για την κοσμιότητα…¨,  σκέφτηκε ο Οινοκράτης με μια μικρή δόση νοσταλγίας για την εξεζητημένη ατμόσφαιρα της Πόλης των Αθηνών.

images-26

……

[1] Εμπόρια, δηλαδή εγκαταστάσεις για την εξυπηρέτηση των ανταλλαγών των ελλήνων ¨εμπόρων¨ με τους γηγενείς κατοίκους, υπήρχαν κατά μήκος των ακτών σε όλη τη Μεσόγειο θάλασσα και τον Εύξεινο πόντο, ήδη αιώνες πριν από τους χρόνους κατά τους οποίους διαδραματίζεται η αφήγησή μας.

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , , , | Leave a Comment »

Μυθιστόρημα υπο εκπόνηση. Μέρος Γ΄Κεφάλαιο έβδομο:Παρακολούθηση

Posted by vnottas στο 31 Δεκεμβρίου, 2015

Κεφάλαιο έβδομο.

Πίσω στην πλατεία των παιγνίων όπου ο Ευρυμέδοντας αποχαιρετά τον Παλαμήδη, …ενώ δύο (αχτύπητοι) αυτοσχέδιοι ανιχνευτές παρακολουθούν τον Άρπαλο

 bank

Ό ήλιος έχει ήδη σκαρφαλώσει ψηλά στον ουρανό των Σούσων, η θερμοκρασία έχει γίνει πλέον ευχάριστη, ενώ στο πλάτωμα μπροστά από το περιστύλιο κυκλοφορεί τώρα πολύς κόσμος. Μετά την εσπευσμένη αναχώρηση του Οινοκράτη και του Χοντρόη,  το Πουλχερίδιο έχει ζητήσει την άδεια να κάνει μια μικρή βόλτα και να χαζέψει την Αγορά εκεί απέξω. Στο κυλικείο έχουν μείνει να κουβεντιάζουν ο Ευρυμέδοντας και ο Παλαμήδης

Οι φόβοι και οι ανησυχίες του τραυματία στρατιωτικού έχουν προκαλέσει το ενδιαφέρον του νεαρού Θεσσαλού ιππέα. Η αφήγησή του Αθηναίου δεν ακούγεται παράλογη και συμπίπτει με ορισμένα πράγματα που και ο ίδιος έχει παρατηρήσει κατά καιρούς, χωρίς όμως να συνειδητοποιεί τη σοβαρότητά τους. Ναι, ίσως ο Παλαμήδης έχει δίκιο. Πολύς τζόγος, πολλοί τοκογλύφοι. Ίσως η γοργή εξέλιξη των γεγονότων, η ασταμάτητη προέλαση, οι συνεχείς νίκες, να έχουν ως παρενέργεια το να  αγνοηθούν κάποιες δυσάρεστες καταστάσεις που βιώνουν οι οπλίτες ή, έστω, ορισμένες ανησυχητικές ενδείξεις για προβλήματα στο προσεχές μέλλον.  Και είναι αναμενόμενο αυτές οι παράπλευρες ¨πληγές¨ να είναι περισσότερο ορατές στη βάση, παρά στο στενό κύκλο των στρατηλατών. Σκέφτεται ότι πρέπει να μιλήσει γι όλα αυτά στον Εύελπι, ίσως και να συντάξει μια κανονική αναφορά προς την ηγεσία της ομάδας, τον Ευμένη ή τον Καλλισθένη… Η επίβλεψη του ηθικού των οπλιτών και τα τυχόν προβλήματα που αναφύονται στη βάση, είναι  ανάμεσα στα καθήκοντα της υπηρεσίας του. Αλλά όχι, καλλίτερα να το συζητήσει πρώτα με τον συνομήλικό του Μεγαρέα.

Όπως και να ‘χει, τώρα αισθάνεται πως πρέπει να εκφράσει τη συμπάθειά του προς τον Παλαμήδη.

foin

«Όσα κι αν είναι τα προβλήματα που ταλανίζουν την εκστρατεία, εσύ Παλαμήδη θα μπορούσαμε να πούμε ότι είσαι τυχερός, έτσι δεν είναι; Τραυματίας στο πεδίο της μάχης, επιστρέφεις στην σημαντικότερη πόλη του ελληνισμού νικητής, τιμημένος από τον αρχηγό, τον βασιλιά των Μακεδόνων. Ο Αλέξανδρος είναι γενναιόδωρος με όσους τερματίζουν την αποστολή τους είτε είναι Μακεδόνες είτε λοιποί Έλληνες…»

«Δεν παραπονιέμαι, Θεσσαλέ. Κι αν το δεξί χέρι δε με υπακούει πια, προσπαθώ να ασκήσω το ευώνυμο. Ελπίζω να καταφέρω να υπερασπιστώ την ανταμοιβή μου κατά τη διάρκεια του ταξιδιού της επιστροφής».

«Έχεις συγγενείς που σε περιμένουν στην Αθήνα;»

«Έχω ένα γιο και μια κόρη. Η κόρη μου είναι παντρεμένη. Ο γιος μου ενηλικιώνεται φέτος και θα αρχίσει να συμμετέχει στις κληρώσεις για ορισμένα δημόσια αξιώματα. Χαίρομαι που θα είμαι κοντά του να τον βοηθήσω στα πρώτα του βήματα ως αθηναίο πολίτη. Πάντως…»

«Πάντως, τι;»

«Πάντως φαίνεται ότι και στο Άστυ υπάρχουν προβλήματα. Αλλά σίγουρα εσύ θα ξέρεις περισσότερα».

«Για την Αθήνα; Όχι. Οι σχέσεις φαίνονται ομαλές αυτή την περίοδο. Άλλωστε είναι γνωστό ότι ο Αλέξανδρος θαυμάζει την πόλη σας και έχει ήδη δείξει την ανεκτικότητα και τη μεγαθυμία του απέναντί της. Να μου πεις για τους Σπαρτιάτες, μάλιστα!».

«Κυκλοφορούν φήμες για την εμφάνιση σιτοδείας. Λέγεται ότι τα πλοία μας δυσκολεύονται να εξασφαλίσουν τον ανεφοδιασμό της πόλης σε σιτηρά και παράλληλα ότι πολλοί παλιοί σύμμαχοι έχουν σηκώσει κεφάλι εναντίον μας. Υπάρχει, λένε, πρόβλημα στις πόλεις που έχουν υιοθετήσει δημοκρατικά πολιτεύματα, γιατί οι ολιγαρχικοί συσπειρώνονται και απαιτούν αμνηστία και επιστροφή των εξόριστων».

«Όχι, ειλικρινά δεν έχω ακούσει τέτοιες φήμες. Πάντως μη δίνεις μεγάλη σημασία σε αυτά που κυκλοφορούν», λέει ο Ευρυμέδοντας και ανασηκώνεται. Έχει εντοπίσει την Πουλχερία απέναντι, να περιεργάζεται τα εμπορεύματα ενός πραγματευτή. Της κάνει νόημα να επιστρέψει. «Ιδιαίτερα αυτά που διαδίδονται ανάμεσα στους συνακολουθούντες», συνεχίζει. «Σε κάθε περίπτωση, όπου να ’ναι επιστρέφεις.  Θα διαπιστώσεις μόνος σου τι τρέχει, κι επειδή είσαι Αθηναίος, θα έχεις το προνόμιο να συνεισφέρεις κι εσύ στις αποφάσεις για την αντιμετώπιση των προβλημάτων. Έτσι δεν είναι;» Ο Θεσσαλός απλώνει τα χέρια του και σφίγγει τα χέρια του Αθηναίου που έχει κι αυτός σηκωθεί όρθιος.

«Έτσι», απαντά εκείνος.

«Ας είσαι λοιπόν γερός Παλαμήδη κι ας είναι ούριοι οι άνεμοι του ταξιδιού σου».

«Να είσαι καλά νεαρέ Θεσσαλέ. Και η μικρή ας πει στη κυρά της να μην ανησυχεί. Η επιστολή της θα παραδοθεί οπωσδήποτε!»

***

 αρχείο λήψης (1)

Ο Οινοκράτης, ο οποίος δεν έχει απομακρυνθεί πολύ από την πλατεία με τα παιχνίδια, σκέφτεται ότι έκανε πολύ καλά που πήρε μαζί του το πουγκί με τα χρήματα των οικιακών εξόδων. Έτσι χάρη σε λίγες υποδιαιρέσεις του ντόπιου Δαρεικού  (και σε μια μικρή δόση από το απαραίτητο παζάρεμα, η αποφυγή του οποίου,  όπως έχει ήδη διαπιστώσει, σ’ αυτά εδώ τα μέρη θεωρείται προσβολή), μπόρεσε να προμηθευτεί δύο από εκείνα τα ολόσωμα ελαφρά και φαρδιά ιμάτια που συνηθίζουν να φοράνε οι γηγενείς, μαζί με δυο λευκά καλύμματα της κεφαλής και του αυχένα.

Αφού λοιπόν ο ίδιος και ο Χοντρόης παραλλάσσονται μέσα σ’ αυτές τις ανώνυμες τοπικές περιβολές και αφού εισπράξουν μια σειρά από θαυμαστικούς γαργαρισμούς του πωλητή (που υποθέτουν ότι αντιστοιχούν σε επαίνους για την κομψότητα της νέας τους εμφάνισης), επιστρέφουν στον αυτοσχέδιο κυνόδρομο, στήνονται στην άκρη της πίστας (όσο πιο μακριά μπορούν από τον Άρπαλο, αλλά χωρίς να πάψουν να τον επιτηρούν) και  αρχίζουν να χειρονομούν και να επιφωνούν μιμούμενοι τους άλλους θεατές.

Στην πίστα, τα σκυλιά τρέχουν πίσω από ένα κομμάτι κρέας δεμένο σ’ ένα σκοινί, με τα αυτιά τους να ανεμίζουν και τα σάλια τους να τρέχουν, καθώς ένας γεροδεμένος δούλος στην άλλη άκρη του κυνόδρομου, στριφογυρίζει ένα είδος τροχαλία που μαζεύει το σκοινί και κάνει την μπριζόλα να τρέχει γρηγορότερα απ’ τα ζώα. Για την ώρα προηγείται ένας θηριώδης γαλατικός σκύλος, αλλά ξαφνικά, ένας μικρόσωμος μπάσταρδος με μια απρόσμενη επιτάχυνση περνάει μπροστά, και καθώς η κούρσα φτάνει στο τέλος της, καταφέρνει να μπήξει τα δοντάκια του στο γοργοπόδαρο κρέας.

¨Προφανώς ο κοπρίτης πεινάει πιο πολύ… αχ αυτή η πείνα!¨, σκέφτεται ο Οινοκράτης και σκέφτεται επίσης ότι ίσως  πρέπει να στοιχηματίσει κι αυτός κάτι στον επόμενο γύρο∙ όμως, την ίδια στιγμή κόβει με την άκρη του αεικίνητου ματιού του τον ευκολομπούχτιστο Άρπαλο, προφανώς απογοητευμένο από την έκβαση του αγώνα, να κάνει νόημα στους δυο ακολούθους του ότι ήρθε η ώρα να την κάνουν για αλλού.

«Από πίσω τους, και  διακριτικά…”, λέει στον στρογγυλό ασιάτη,

images (5)

«Για κοίτα, αυτοί θα καταλήξουν στην ίδια ταβέρνα όπου τους συναντήσαμε χτες», παρατηρεί ο Οινοκράτης.

Πράγματι, οι τρεις Μακεδόνες περπατούν με τον ρυθμό που υπαγορεύει το αργό βήμα του Άρπαλου, κρατώντας τα άλογά τους από τα χαλινάρια και απολαμβάνοντας κατά τα φαινόμενα τον μεσημεριανό περίπατο, προς την γνωστή πλατεία με τα (βρώσιμα) περιστέρια, μπροστά στην Πύλη προς την Βαβυλώνα.

«Φαίνεται ότι το χτεσινό νταβαντούρι τους άρεσε!»

«Είτε, πόπερ τα μάλα πιπιθανότερον εστί, ουδέν μέμνηνται των πεπεπραγμένων την υστεραίαν. Άλλως τε,   εν τη λήξει ξηροί εν κώμα καταπέπεσον», εικάζει ο Χοντρόης.

«Όπως και να ‘χει, καλό είναι να τους περιμένουμε εδώ απ’ έξω», αποφαίνεται ο Σικελός και παίρνει θέση σε ένα πεζούλι, που ο κορμός ενός τεράστιου φοινικόδεντρου κρύβει από τα μάτια όσων μπαινοβγαίνουν στο οινοποτείον ¨Η Ωραία Πατρίς¨.

RF0073

Έχει ήδη περάσει αρκετή ώρα όταν ο (εν τέλει προνοητικός) Οινοκράτης ρίχνει μια περιστροφική ματιά στην πλατεία και λέει στον Ασιάτη: «Μη το κουνήσεις από ‘δω κι έχε τον νου σου στην πόρτα. Εγώ πάω να συνεννοηθώ με κείνους τους αγωγιάτες  στην απέναντι γωνία. Σκέφτομαι ότι, τώρα που ο Άρπαλος και οι δικοί του θα βγουν απ’ την ταβέρνα φαγωμένοι και βαριοί, δεν θα συνεχίσουν πεζή. Επομένως ίσως να χρειαστούμε κι εμείς ένα αμάξι». Πράγματι απομακρύνεται και ύστερα από λίγο επιστρέφει μέσα σε ένα μόνιππο όχημα που κουμαντάρει ένας ντόπιος ηνίοχος. Σχεδόν την ίδια στιγμή οι τρεις μακεδόνες εμφανίζονται στην έξοδο της ταβέρνας ορατά δυσκίνητοι από την κατανάλωση των λιχουδιών του μαγαζιού και τελούντες εν ευθυμία. Ο (λόγω όγκου) εύκολα  διακριτός Κάνθαρος κατευθύνεται στους παρακείμενους στάβλους και επιστρέφει με τα άλογα. Οι τρεις καβαλάνε με κάποια δυσκολία  τα άτια και εγκαταλείπουν την πλατεία χωρίς ιδιαίτερη βιάση. 

Καθώς ο Χοντρόης σκαρφαλώνει στο κάρο, ο Οινοκράτης δείχνει στον αμαξά τους ιππείς που απομακρύνονται, και του κάνει νόημα: «Ακολούθησε αυτούς τους εμπόρους», ενώ παράλληλα απευθύνεται στον ασιάτη: «Πες του το κι εσύ στα περσικά. Να κρατάει απόσταση, αλλά να μη τους χάσει απ’ τα μάτια του».

Ο ήλιος έχει πια πάρει για τα καλά την κατιούσα προς την μεγάλη πεδιάδα των δυο ποταμών, όταν οι τρεις καβαλάρηδες, ιππεύοντας χαλαρά και αστειευόμενοι μεγαλόφωνα μεταξύ τους -ιδιαίτερα όταν διασταυρώνονται με μια φάλαγγα αιχμαλώτων που οδηγείται (ποιος ξέρει που) από ένα άγημα πεζέταιρων-  φτάνουν στο κάπως αλλόκοτο συγκρότημα των κτιρίων όπου φιλοξενείται ο Βαβυλώνιος Θεός  Μαρντούκ. Κοιτώντας τον από την πλευρά του προαύλιου, ο κυρίως ναός υψώνεται πολυώροφος (κάθε όροφος τραβηγμένος προς τα πίσω σχετικά με τον από  κάτω) και επιβλητικός∙ μαζί με τα λοιπά κτίσματά που τον πλαισιώνουν καταλαμβάνουν έναν ολόκληρο οικοδομικό κύκλο, αλλά οι τρεις γνωρίζουν πια τα κατατόπια και κατευθύνονται με σιγουριά προς μια παράπλευρη είσοδο, στα αριστερά της κύριας πύλης. Καθώς εξαφανίζονται πίσω της, στην άλλη άκρη του πλατώματος που ανοίγεται μπροστά στον ναό, έχει ήδη εμφανιστεί και σταματήσει η άμαξα με τους δύο παρακολουθητές.

Assyria_Ninebh_01

Ο Οινοκράτης αφού πληρώσει και διώξει τον ηνίοχο, τραβάει τον στρογγυλό του σύντροφο (από την νεοαποκτημένη φαρδιά ρόμπα) για να κάνουν μια πρώτη αναγνωριστική περιφορά  γύρω  απ το σύμπλεγμα των κτισμάτων.

«Ξέρεις τι είναι εδώ;» τον ρωτάει καθώς περπατούν παράλληλα με τον ψηλό μαντρότοιχο που κρύβει το εσωτερικό του συγκροτήματος.

Ο Χοντρόης του απαντά ότι, ναι ξέρει, αλλά ότι θα προτιμούσε να μη ξέρει, γιατί εδώ είναι η έδρα των φοβερών και τρομερών ιερέων του Μαρδούκ, του Βαβυλώνιου θεού που το ιερό πυρ του Αχούρα Μάσδα δεν έχει ακόμη καταφέρει να τον εξαγνίσει, που πάει να πει να τον καταστρέψει και να τον εξαφανίσει οριστικά από το Πάνθεον της Ανατολής.

«Καλά», λέει συγκαταβατικά ο Σικελός. «Ας πάμε τώρα να βρούμε ένα κατάλληλο σημείο απ’ όπου να μπορούμε να δούμε αν μπαινοβγαίνουν εδώ κι άλλοι ενδιαφέροντες τύποι, εκτός από τους τρεις γνωστούς μας ¨εμπόρους¨.

Όταν είσαι δούλος μαθαίνεις να περιμένεις. Συνήθως χωρίς να ξέρεις ακριβώς τι. Ας πούμε, το να πάρει αποφάσεις το αφεντικό. Να περιμένεις με δική σου πρωτοβουλία είναι κάτι αλλιώτικο. Ίσως πιο συναρπαστικό, αλλά ίσως πάλι δεν είναι αυτή η καταλληλότερη λέξη. Πάντως, οι δύο πρόσφατοι ας-πούμε-φίλοι, περιμένουν τώρα πίσω από μια συστάδα διακοσμητικών θάμνων στην άκρη του πλατώματος χωρίς να δυσανασχετούν.

…Και, καθώς η νύχτα παίρνει να καλύπτει σιγά σιγά την Πόλη των Κρίνων, παρατηρούν ότι η κίνηση γύρω από τον ναό αρχίζει, απρόσμενα, να αυξάνεται. Από τα σκοτεινά πλέον γύρω στενά,  εμφανίζονται και συρρέουν προς το πλάτωμα διάφοροι τύποι, κυρίως άνδρες, αλλά και γυναίκες, ποικίλης ηλικίας. Οι περισσότεροι είναι τυλιγμένοι σε φαρδιά άβαφα ιμάτια λίγο πολύ όμοια με εκείνα που τώρα καλύπτουν τον Οινοκράτη και τον Χοντρόη. Μάλιστα, καταφτάνουν και μερικοί μικροπωλητές, στις τάβλες των οποίων υπάρχουν κεριά, κεραμικά σύμβολα του βαβυλώνιου θεού, αλλά και φαγώσιμα προς σπονδή ή άμεση κατανάλωση, σημάδι ότι το τέμενος είναι απόψε ανοιχτό και δέχεται τους πιστούς. Πολλοί κοντοστέκονται στο πλάτωμα συζητώντας μεταξύ τους, αλλά ο κύριος όγκος κατευθύνεται προς την μνημειακή σκάλα της κεντρικής πύλης. Θα έλεγε κανείς ότι εδώ, απόψε, διεξάγεται κάποια τελετή, κάποια ¨λειτουργία¨, πολύ περισσότερο που σε λίγο από το εσωτερικό του ναού αρχίζουν να αναδύονται ήχοι παράταιρων ψαλμών.

post-f7

Όμως, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, ο Οινοκράτης διαθέτει μάτι οξυδερκές και παρατηρητικό, και έτσι δεν του διαφεύγει ότι μερικοί επισκέπτες δεν κατευθύνονται τελικά προς την κύρια πύλη του τεμένους, αλλά ότι επωφελούνται από τον συνωστισμό που επικρατεί τώρα στο πλάτωμα, για να ¨τρυπώσουν¨ όσο πιο διακριτικά μπορούν σε εκείνη την ίδια παράπλευρη πύλη από όπου, προηγουμένως,  είχαν μπει μέσα οι τρεις ψευτο-έμποροι.

Ο Οινοκράτης εστιάζει, όσο μπορεί, σε αυτήν τη δευτερεύουσα είσοδο και τους επισκέπτες της, χωρίς όμως να καταφέρει να βγάλει χρήσιμα συμπεράσματα για την ταυτότητά τους, μέχρις ότου, μια από τις σκιές που μπαίνουν εκεί τραβάει την προσοχή του. Μα ναι, αυτήν την κοντή καμπούρικη σκιά νομίζει ότι την αναγνωρίζει. Αν δεν πρόκειται για οφθαλμαπάτη οφειλόμενη στο χαμηλό φωτισμό των δαυλών της πύλης, η σκιά έχει φτυστό το περίγραμμα ενός ¨συναδέλφου¨. Ο Οινοκράτης ονομάζει ¨συναδέλφους¨ τους δούλους που, όπως και ο ίδιος, ασκούν ¨προχωρημένα¨ καθήκοντα, σαν, ας πούμε, του οικονόμου, ή του παιδαγωγού, ή του γραμματικού, και οι οποίοι έχουν συνήθως αισθητά βελτιωμένη μεταχείριση σε σχέση με τους υπόλοιπους. Αυτός εδώ είναι προσκολλημένος σε έναν αβδηρίτη σοφιστή, τον οποίον ακολουθεί κατά πόδας, καταγράφοντας τις σοφίες που  εκείνος (επίτηδες ή κατά λάθος) εκφωνεί, ούτως ώστε να μην τις στερηθεί η αιωνιότητα. Επομένως, αν η σκιά αντιστοιχεί σε αυτόν τον ¨συνάδελφο¨ (όσο κι αν ένας βαβυλωνιακός ναός δεν είναι το πιο προσιδιάζον μέρος για κάτι τέτοιο) κάπου εκεί πρέπει να βρίσκεται και το αφεντικό του, ο Ανάξαρχος ο Αβδηρίτης.

«Ξέρεις τι θα κάνουμε τώρα σύντροφε;» γυρίζει και ρωτάει τον Χοντρόη.

Εκείνος του απαντάει ότι ξέρει. Θα πάνε να φάνε κάτι τι, γιατί δεν έχουν βάλει τίποτα στο στόμα τους μετά τα πρωινά κεράσματα του Παλαμήδη. Και προσφέρεται να πάει να αγοράσει κανα φαγώσιμο από τους μικροπωλητές έξω από τον ναό.

«Θα πάμε να προσκυνήσουμε!» διευκρινίζει ο Σικελός. «Αλλά αφού επιμένεις, πάρε λίγους οβολούς και άντε πρώτα να φέρεις μερικές πίτες από τα καροτσάκια».

tiamat-as-a-serpent

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , | Leave a Comment »

Μυθιστόρημα υπό εκπόνηση. Μέρος Γ΄, κεφάλαιο πέμπτο. Όπου ο Παλαμήδης εκμυστηρεύεται τις ανησυχίες του.

Posted by vnottas στο 23 Νοεμβρίου, 2015

Κεφάλαιο πέμπτο. Κεντρική αγορά των Σούσων: η Πλατεία των Παιγνίων.

Όπου ο Παλαμήδης εκμυστηρεύεται τις ανησυχίες του.

images (7)

Ακούγοντας το όνομα της Θαΐδας ο Παλαμήδης ξαναβάζει το βαλάντιο, που είχε ασυνείδητα ανασύρει καθώς παρακολουθούσε το παιχνίδι των κύβων, στο θυλάκιο κάτω από τον μανδύα του και χαμογελάει.

«Ώστε σας στέλνει η Θαΐδα», λέει φωνάζοντας ώστε να καταφέρει να ακουστεί πάνω από τη βαβούρα του παιχνιδιού. «Τι κάνει αυτή η ψυχή;  Και τι μπορώ να κάνω εγώ γι αυτήν; Μου φαίνεται σαν χτες, κι όμως τώρα που το σκέπτομαι, την τελευταία φορά που την είδα ήμασταν ακόμη στην Αθήνα…

Αλλά, περιμένετε, εδώ έχει πολλή φασαρία. Δε μπορεί να μιλήσει κανείς. Πάμε να καθίσουμε σ’ εκείνο το περιστύλιο, στο βάθος».

Ρίχνει μια περιστροφική ματιά στους τέσσερεις που έχουν μαζευτεί γύρω του. «Μα πόσοι είστε; Είναι και ο παχουλός Πέρσης μαζί σας; Εντάξει, ελάτε όλοι.   Αν δεν μου φέρνετε δυσάρεστα νέα, θα σας κεράσω ένα ποτήρι κρασί».

«Η νεαρή από ‘δω είναι ακόλουθός της Θαΐδας», διευκρινίζει ο Ευρυμέδοντας καθώς προχωρούν προς το περιστύλιο, όπου  κάτω απ’ τον ίσκιο μιας συστάδας φοινικόδεντρων και πάνω σε στενόμακρους πάγκους σερβίρουν ποτά και μεζέδες από ένα παρακείμενο περσικό μαγαζί. «Θα σου εξηγήσει η ίδια περί τίνος πρόκειται».

Κάθονται στα πέτρινα πεζούλια που περιστοιχίζουν τους πάγκους και το Πουλχερίδιον εξηγεί στον απόμαχο τι ακριβώς θέλει η κυρά της απ’ αυτόν. Ύστερα βγάζει από το δισάκι που έχει περασμένο στον ώμο της το μικρό κύλινδρο και του τον δίνει.

«Αυτό είναι όλο;» αναρωτιέται ο Παλαμήδης, παίρνοντας στα χέρια του τον πάπυρο. «Να πεις στην κυρά σου ότι θα εκτελέσω την επιθυμία της μετά χαράς. Και να της μεταφέρεις την αγάπη μου. Πες της ότι η Αθήνα δε θα είναι ίδια χωρίς αυτήν». Ύστερα σηκώνει το χέρι του και ένας αεικίνητος σερβιτόρος εμφανίζεται για να πάρει παραγγελία.

arhaia-ellada-diatrofi

«Εύχομαι οι θεοί να σου χαρίσουν αίσια επιστροφή», λέει ο Ευρυμέδοντας και αφού χύσει μια γουλιά κρασί στο δάπεδο, σηκώνει τον κύλικα ψηλά. Οι άλλοι τον μιμούνται.

«Σας ευχαριστώ» απαντάει ο απόμαχος, υψώνοντας κι αυτός τον κύλικά του με το αριστερό χέρι.

Πίνουν.

«Ποια, άραγε, θα μπορούσε να είναι η ευτυχέστερη στιγμή μιας εκστρατείας παρά η επιστροφή των νικητών στην πατρίδα», παρατηρεί ο Ευρυμέδοντας και νιώθει να τον πλημμυρίζει κάτι σαν απρόβλεπτη συγκίνηση, που ξαφνιάζει και τον ίδιο.

Ο Παλαμήδης τον κοιτάζει προσεκτικότερα.

«Βλέπω ότι δεν είσαι Μακεδόνας, και σίγουρα ούτε Αθηναίος… Σε ποια μονάδα υπηρετείς συμπολεμιστή;»

«Είμαι Θεσσαλός ιππέας από την Φάρσαλο, αλλά μ’ έχουν αποσπάσει στην υπηρεσία των λογογράφων, εννοώ εκείνους που βρίσκονται υπό την ηγεσία του Καλλισθένη του Ολύνθιου και του Ευμένη του Καρδιανού».

Ο απόμαχος κουνάει το κεφάλι του με νόημα. «Οι οποίοι, από ό, τι ξέρουμε όλοι, είναι κάτι παρά πάνω από απλοί καταγραφείς των γεγονότων…».

Ο Ευρυμέδοντας, που έχει ακούσει κι άλλες φορές αυτό το σχόλιο, ειπωμένο άλλοτε με φόβο, άλλοτε με ψόγο, σπάνια με σκωπτική διάθεση, χαμογελάει: «Δεν γίνεται καταγραφή χωρίς πρώτα να συλλεχθούν και να αξιολογηθούν πληροφορίες».

«Έχεις δίκιο» παραδέχεται ο Αθηναίος. «Ούτε πόλεμος. Ούτε καν συντονισμός της εκστρατείας».

αρχείο λήψης (1)

Ο Παλαμήδης μένει για λίγο σιωπηλός κι έπειτα κοιτάζει τον νεαρό Θεσσαλό στα μάτια.

«Κοίτα συμπολεμιστή. Εγώ, καλώς ή κακώς φεύγω. Όχι επειδή το ζήτησα, αλλά επειδή έτσι το θέλησε η ειμαρμένη. Αφού όμως το ‘φεραν οι θεοί πριν φύγω να συναντήσω κάποιον σαν κι εσένα, δηλαδή κάποιον από εκείνους που ανάμεσα στα καθήκοντά τους είναι να ενδιαφέρονται για το τι γίνεται στη βάση του στρατεύματος, για το τι λένε και τι σκέπτονται οι οπλίτες, λέω να σου πω μερικές κουβέντες, κι εσύ καν’ τες ό, τι θέλεις.

Αν θες, κράτα τες για τον εαυτό σου∙ είσαι νέος και μπορεί να σε βοηθήσουν να καταλάβεις καλύτερα τι τρέχει γύρω μας αυτήν τη μπερδεμένη και πυκνή σε γεγονότα εποχή, ή αν θες πάλι ανάφερέ τες στους ανώτερούς σου∙ κανονικά, κι αν δεν έχω εκτιμήσει λάθος τη δουλειά που κάνουν, θα πρέπει, όσα σου πω, να τους ενδιαφέρουν.

Σου μιλάει ένας Αθηναίος πολίτης, από εκείνους που, όταν καλούνται να συναποφασίσουν στην εκκλησία του Δήμου για σημαντικά ζητήματα, θέλουν να γνωρίζουν όσο γίνεται  περισσότερα για τα επίμαχα θέματα. Ένας από εκείνους που εκτιμούν  τις πληροφορίες, και περισσότερο εκείνες που με την κατάλληλη επεξεργασία καταλήγουν σε πολύτιμες γνώσεις».

Ο Ευρυμέδοντας κοιτάζει κι αυτός παρατηρητικά τον απόμαχο.  Προς στιγμήν αναρωτιέται αν τον περιμένει μια ακόμη φλυαρία από εκείνες που συνηθίζουν οι ηλικιωμένοι, αυτοί τέλος πάντων που εγκαταλείπουν την ενεργό δράση, ή εάν αυτός ο συμπαθής ψηλός γκριζομάλλης έχει να του πει κάτι το ενδιαφέρον. Αποφασίζει ότι  ακόμη κι αν ισχύει η πρώτη εκδοχή, είναι ορθό να δείξει τον πρέποντα σεβασμό προς τον τραυματισμένο πολεμιστή. Έπειτα, δεν έχει κανείς κάθε μέρα την ευκαιρία να ακούσει την περίφημη αττική διάλεκτο όπως την μιλάει ένας γνήσιος Αθηναίος.

Ο Θεσσαλός ρίχνει μια ματιά και στους άλλους: Ο Οινοκράτης, πλάι του, δείχνει να ενδιαφέρεται για τη συζήτηση, ενώ στην άλλη του πλευρά το  Πουλχερίδιον έχει κουρνιάσει κάτω από τη στρατιωτική του χλαμύδα, μια που το λεπτό της φόρεμα δεν αρκεί για να την προφυλάξει από την πρωινή ψύχρα. Ο Χοντρόης περιφέρει (κυκλικά) το ανήσυχο βλέμμα του στον δρόμο, έξω από το περιστύλιο.

«Σε ακούω συμπολεμιστή», λέει ο Ευρυμέδων.

zari

«Είμαστε σε αυτή την εκστρατεία εδώ και τέσσερα χρόνια. Νικάμε. Και όχι τον οποιοδήποτε δικό μας, ή κάποια από τις άγριες συνοριακές φυλές του βορρά, αλλά την μεγάλη Περσική Αυτοκρατορία. Οι μισθοί των στρατιωτών φτάνουν πλέον χωρίς καθυστερήσεις. Κι εμείς οι τραυματισμένοι και οι απόμαχοι επιστρέφουμε με τιμές στην Ελλάδα.

Πράγματι έτσι είναι και γι αυτό θα είχες ίσως δίκιο να μου πεις: τι θέλεις Παλαμήδη και γκρινιάζεις; Τι έχεις δει που δεν πάει καλά; Τι βλέπεις εσύ που οι αρχηγοί δεν βλέπουν;

Τι βλέπω… Ας αρχίσουμε από αυτό που μπορείς να δεις και εσύ Θεσσαλέ. Κοίτα εκεί έξω. Τους βλέπεις τους πάγκους με τα παιχνίδια; Εγώ τους γνωρίζω καλά. Δεν πρόκειται, όπως μοιάζει, για τη δίκαια αναψυχή των πολεμιστών που μετά τις πολεμικές συγκρούσεις στριμώχνονται και εκτονώνονται γύρω από τα ζάρια∙ πρόκειται για την αναπάντεχη, οργανωμένη και κρυφή ήττα τους! Ξέρω τι σου λέω.

Στην αρχή, καταφτάνουν γύρω από αυτά τα τραπέζια άμαθοι. Νομίζουν ότι αφού οι θεοί τους γλίτωσαν από τους κινδύνους της μάχης, είναι πλέον άτρωτοι σε οποιαδήποτε διακινδύνευση. Όμως, μετά από μικρό χρονικό διάστημα, έχουν πια εθιστεί στον  τζόγο.

Τι κι αν το ξέρουν πως πρόκειται για απάτη. Τι κι αν ξέρουν ότι εκτός από τους επιτήδειους που στήνουν τα παιχνίδια, είτε τους δικούς μας είτε τους ντόπιους, δεν κερδίζει κανένας άλλος. Παίζουν και χάνουν. Αυτοί, που η Ιστορία θα καταχωρήσει ως τους κατ’ εξοχήν νικητές! Χάνουν κανονικά. Συστηματικά.

Δεν ξέρω αν παίζεις Θεσσαλέ, αλλά σίγουρα θα έχεις ακουστά για εκείνους, είναι πια πολλοί, που έχασαν περιουσίες ολόκληρες σ’ ένα ανόητο στοίχημα.

Και τι έγινε, θα μου πεις. Ας χάσουν και κανένα μισθό. Παθήματα, μαθήματα. Αυτοί δε θα ζήσουν όπως εμείς στις περίκλειστες αυτόνομες πόλεις μας, όπου όλοι εποπτεύουν και προστατεύουν όλους και κυρίως τους νέους. Αυτοί εδώ θα ζήσουν στη νέα μεγάλη ενιαία αυτοκρατορία. Πρέπει να μάθουν να αυτόπροστατεύονται.

Ίσως θα έπρεπε να είναι έτσι. Όμως δεν είναι. Η απομύζηση των οπλιτών δεν γίνεται μόνο με τα τυχερά παιχνίδια. Έχει κι άλλα σαγόνια.

Για κοίτα εκεί παρακάτω, όχι δε λέω για τους μπερντέδες των πορνείων, κοίταξε εκείνα τα πολυτελή τραπέζια πού ‘ναι στημένα στην άκρη του δρόμου, μπροστά από τα μαγαζιά και τις αποθήκες των ντόπιων -οι οποίες, αν πλησιάσεις, θα διαπιστώσεις ότι είναι γεμάτες με λάφυρα πολέμου.

Romanreliefbank

Σε τούτη τη γωνιά της Αγοράς είναι μαζεμένα τα περισσότερα τραπέζια. Πρόσεξε τους τραπεζίτες τους. Δεν είναι μόνον οι γνωστοί συνακολουθούντες, οι νομισμανταλλάκτες και οι αργυραμοιβοί.   Τα διακρίνεις τα σαρίκια και τις πολύχρωμες στολές των ντόπιων τοκογλύφων; Τους βλέπεις, με τους γραφείς και τους δραγουμάνους από κοντά, να διαλαλούν το εμπόρευμά τους; το Χρήμα! Βλέπεις τους δούλους που από τους κουβάδες με την νωπή άργιλο φτιάχνουν τα πλακίδια όπου θα καταγραφούν οι όροι των συναλλαγών;  Το ξέρεις ότι οι περισσότεροι είναι Βαβυλώνιοι που ισχυρίζονται ότι έχουν ειδική άδεια, μετά από την αναίμακτη παράδοση της πόλης τους, να δανείζουν έντοκα τους οπλίτες μας και να αγοράζουν τα λάφυρα;

Μα ναι, τα ξέρεις όλα αυτά. Κυκλοφορείς στη πόλη και τα βλέπεις. Εκείνο που ίσως δε ξέρεις είναι πόσοι από τους στρατιώτες μας είναι ήδη καταχρεωμένοι.

Χωρίς καλά καλά να το συνειδητοποιήσουν, έχουν διανύσει έναν  πλήρη κύκλο από αίμα και χρήμα, χωρίς τελικά να αποκομίσουν παρά χρέη. Μάχες, νίκες, λάφυρα που έτσι κι αλλιώς είναι δύσκολο να αποθηκευτούν και  που ανταλλάσσονται με νομίσματα. Χρήματα και τιμαλφή, κερδισμένα χάρη στα ξίφη που όμως θα διασπαθιστούν για να δημιουργηθούν τελικά νέα χρέη.

Όλα αυτά μέσα σε ένα περιβάλλον ανεξέλεγκτο ή πιθανότατα, λέω εγώ, ελεγμένο από δυσδιάκριτους παράγοντες, που η ηγεσία πρέπει να βρει και να εξουδετερώσει. Έγκαιρα. Εάν Θεσσαλέ, δεν πάρετε μέτρα, σε λίγο καιρό τα προβλήματα που σωρεύονται στο στράτευμα θα οδηγήσουν σε εκτροπές που δε θα μπορείτε πια να ελέγξετε».greekvases-2-640

Καθώς ο Παλαμήδης εκφράζει τις ανησυχίες του για την πορεία της εκστρατείας και ενώ ο νεαρός Ευρυμέδοντας, ο Οινοκράτης, ακόμη και το Πουλχερίδιον, τον παρακολουθούν τώρα με ενδιαφέρον, ο μόνος που μοιάζει να είναι αλλού είναι ο Χοντρόης.  Ο Πέρσης έχει προσηλώσει το βλέμμα του στο βάθος, απέναντι από το περιστύλιο, όπου σε μια πρόχειρα περιφραγμένη αυτοσχέδια αρένα, ετοιμάζεται η διεξαγωγή ενός αγώνα ταχύτητας με πρωταγωνιστές, αν κρίνει κανείς από τις υλακές που φτάνουν ως εδώ, σκύλους-δρομείς.

Δεν είναι η κυνοδρομία που έχει τραβήξει τη προσοχή του Χοντρόη -αυτό το παιχνίδι είναι γνωστό στα Σούσα και δεν εντυπωσιάζει κανένα- αλλά κάποιοι από τους  επισκέπτες που καταφτάνουν για να παρακολουθήσουν τον αγώνα και να στοιχηματίσουν.

Ο Πέρσης περιστρέφει τώρα το στρογγυλό του κεφάλι προς τον Οινοκράτη και προσπαθεί να του κάνει διακριτικά νόημα, αλλά εκείνος είναι προσηλωμένος στην αγόρευση του Παλαμήδη και δεν παίρνει χαμπάρι, έτσι ο Χοντρόης τον τραβάει απ’ το ιμάτιο, και όταν εκείνος σκύβει του λέει.

«Παπαρατήρησε έναντι, Οίνον-Εκράτη. Ανεφάνη Χωλός μετά των αυτού συνοδών».

«Τι λες Χοντρόη; Τι θέλεις τώρα πάλι…» αρχίζει να διαμαρτύρεται ο Οινοκράτης, αλλά μετά διαπιστώνει περί τίνος πρόκειται:   Στο βάθος, ανάμεσα στους κυνόφιλους τζογαδόρους έχει εμφανιστεί η χαρακτηριστική φιγούρα του Άρπαλου καθώς και των σωματοφυλάκων του, του μετρίως γιγαντιαίου Κάνθαρου και του ακουστικώς προικισμένου Σωσίβιου.

Ο Οινοκράτης καταπίνει βιαστικά το υπόλοιπο κρασί του, ζητά ευγενικά την άδεια να εγκαταλείψει την συντροφιά προκειμένου να ασχοληθεί με τις δουλειές της ημέρας και, τραβώντας τον Χοντρόη από το μανίκι, εξαφανίζεται μέσα στο πολύχρωμο πλήθος που έχει γεμίσει το πλάτωμα μπροστά από το περιστύλιο.

αρχείο λήψης (1)

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ, ΤΑ ΤΡΕΧΟΝΤΑ | Με ετικέτα: , , , , , , , | Leave a Comment »

Μυθιστόρημα υπό εκπόνηση Μέρος Γ΄κεφάλαιο τρίτο και τέταρτο. Στο ναό του Μαρδούκ – Σισύγαμβρις

Posted by vnottas στο 13 Νοεμβρίου, 2015

Μέρος Γ Κεφάλαιο τρίτο.

Πρωί. Στο ναό του Μαρδούκ, στα Σούσα

 

images (1)

Ο Άρπαλος σηκώνει το κεφάλι και περιεργάζεται τις τρομακτικές φιγούρες που μοιάζουν να κρέμονται από την οροφή και να τον απειλούν: Δαιμόνισσες και  δαίμονες σκαλισμένοι σε σκούρες σκληρές πέτρες, με πρόσωπα εξωτικά, σώματα παραμορφωμένα και μέλη δανεισμένα από οξύνυχα αιμοβόρα ζώα. Μετά, κατεβάζει το βλέμμα πιο χαμηλά, όπου κυκλοφορούν μεταλλικοί δράκοι με κέρατα και φολιδωτά κορμιά, Εδώ κι εκεί είναι τοποθετημένα σκυθρωπά αγάλματα θεοτήτων και στο κέντρο κυριαρχεί ένας ογκωδέστερος εξανθρωπισμένος γενειοφόρος Θεός, όμοιος με έναν άλλο, φτερωτό, που απεικονίζεται στο βάθος, σε ένα μεγάλο επιτοιχισμένο ανάγλυφο. Μια βαριά δυσάρεστη μυρωδιά αιωρείται στη σκοτεινή αίθουσα μαζί με τις αναθυμιάσεις των λιγοστών αναμμένων κεριών. «Δε διάλεξα το καλύτερο μέρος για να φιλοξενηθώ», σκέφτεται ο Μακεδόνας.

Ο τέως γενικός θησαυροφύλακας και τέως φυγάς βρίσκεται σ’ ένα κτιριακό συγκρότημα που ανήκει στους ιερείς του θεού Μαρδούκ, του αρχαίου αλλά ακόμη ισχυρού πολιούχου θεού της Βαβυλώνας. Η ισχύς του Μαρδούκ επαληθεύεται και από το ότι, παρά τη φανερή δυσαρέσκεια, τόσο του παλιού ορθόδοξου ιερατείου του Πέρση θεού Αχούρα Μάσδα, όσο και των οπαδών του ανακαινιστή Ζωροάστρη, διαθέτει ακόμη ναούς και σε κάποιες άλλες μεγάλες πόλεις, πλην της Βαβυλώνας, κυρίως στα Νότια και τα Δυτικά της Περσικής Αυτοκρατορίας. Όπως αυτός εδώ, που λειτουργεί στα Σούσα, όχι μόνο ως σημείο αναφοράς για τους πιστούς της παλιάς μεσοποτάμιας θρησκείας, αλλά και σαν βάση εξόρμησης και τραπεζιτικό παράρτημα για τους Βαβυλώνιους που εμπορεύονται στην Σουσιανή επαρχία.   

tiamar

Η αλήθεια είναι ότι ο Μαρδούκ, όπως άλλωστε και ο φοινικικής προέλευσης Βάαλ και άλλοι ελάσσονες θεοί που λατρεύονται από τους ¨Μάγους[1]¨ του βαβυλωνιακού ιερατείου, πάει καιρός που δεν τα πάνε και τόσο καλά με την Ιρανική διοίκηση. Όχι μόνο γιατί αντιμετωπίζουν τον ανταγωνισμό των Ζωροαστρών, αλλά και γιατί η δυναστεία των Αχαιμενιδών έχει αρχίσει, ήδη από την εποχή του Ξέρξη, να βάζει χέρι στους θησαυρούς των πλούσιων ναών, μειώνοντας τα αποθεματικά και το κύρος των παλιών Μεσοποτάμιων θεών. Όπως είναι επίσης αλήθεια -σκέφτεται ο Άρπαλος- ότι τώρα τελευταία προσπαθούν να εκμεταλλευτούν τις νέες ισορροπίες που δημιούργησε η προέλαση των Ελλήνων, για να επανακτήσουν ισχύ και κέρδη.

Ο Άρπαλος έχει φροντίσει να πληροφορηθεί για τις διαπραγματεύσεις που προηγήθηκαν της αναίμακτης παράδοσης της Βαβυλώνας. Ξέρει για τις υποσχέσεις των Βαβυλωνίων ¨Μάγων¨ προς τους Μακεδόνες, χάρη στις οποίες ο Αλέξανδρος έχει επιτρέψει την εκ νέου οικοδόμηση των καταστραμμένων ναών και την επαναλειτουργία πολλών άλλων που οι Πέρσες είχαν σφραγίσει εδώ και δεκαετίες. Ξέρει επίσης ότι οι ¨Μάγοι¨ κάθε άλλο παρά έχουν αποσυρθεί οικειοθελώς από τα παιγνίδια του πλούτου και της εξουσίας μόνο και μόνο επειδή ο Δαρείος χάνει, προς το παρόν, ορισμένες μάχες απ’ το παιδαρέλι από το βόρειο Γιουνάν.

Έτσι ο Άρπαλος δεν εξεπλάγη ιδιαίτερα που ο Ανάξαρχος, στο επείγον μήνυμα που του έστειλε με προσωπικό αγγελιοφόρο από την Περσέπολη,  τον συμβούλευσε να διανυκτερεύσει, κατά την παραμονή του στην Πόλη των Κρίνων, στο κτίσμα των βαβυλωνίων ιερέων. Ο Άρπαλος ακολούθησε τη συμβουλή, αν και η βαριά, σκοτεινή ατμόσφαιρα των διαμερισμάτων όπου διανυκτέρευσε και του πρώτου από τους πολλούς ορόφους του ναού όπου τον ξεναγεί τώρα ένας σκυφτός ξερακιανός ιερέας, τον ψυχοπλακώνει και τον δυσαρεστεί.

1411302621_112445_1411321976_noticia_grande

Ο Ανάξαρχος ο Αβδηρίτης, επαγγελματίας σοφιστής και επίδοξο μέλος των στενών αυλικών κύκλων, στο μήνυμά του, αφού πρώτα χαιρέτιζε θερμά την επιστροφή του Άρπαλου πίσω στην προελαύνουσα εκστρατεία, αφού  αφιέρωνε αρκετές αράδες εξυμνώντας τις αρετές του γιου του Μαχάτα, (τις οποίες εννοείται ότι ο ίδιος  είχε αμέσως αντιληφθεί, αν και προφανώς είχαν παρεξηγηθεί από τους άλλους) και αφού έκανε ορισμένες νύξεις σχετικά με το θετικό ρόλο που προσωπικά έπαιξε στην απόφαση του Αλέξανδρου να συγχωρήσει τον παιδικό του φίλο, του ζητούσε να συναντηθούν ¨για να αντιμετωπίσουν από κοινού και προς αμοιβαίο όφελος τις ευκαιρίες και τα προβλήματα που καθημερινά παρουσιάζονται¨.  Ευκαιρίες και προβλήματα που έχουν πάρει πλέον επείγοντα χαρακτήρα και που απαιτούν άμεση συσπείρωση των ¨εχεφρόνων¨ Εκείνο που τώρα χρειάζεται είναι μια άμεση παρέμβαση, δεδομένου ότι η εκστρατεία έχει φτάσει πλέον σε κρίσιμη φάση.

Υπάρχει μια ενδιαφέρουσα πρόταση που θα πρέπει να ληφθεί υπ’ όψιν -έγραφε χωρίς να διευκρινίζει περισσότερα. Υπογράμμιζε όμως ότι οι αποφάσεις που θα παρθούν τώρα, θα επηρεάσουν την μελλοντική διαμόρφωση της οικουμένης (- αυτό ήταν ένα επιχείρημα που ο Άρπαλος έχει βαρεθεί να ακούει και, εδώ που τα λέμε, τον ενδιαφέρει ελάχιστα).

Εφόσον ο ίδιος βρισκόταν στην Περσέπολη και ο Άρπαλος στην Βαβυλώνα, ο Ανάξαρχος πρότεινε να μοιραστούν την απόσταση και να συναντηθούν στην -ενδιάμεση- πόλη των Σούσων. Εάν δε ο Άρπαλος δεν έχει αντίρρηση, θα μπορούσε να οργανωθεί στα Σούσα μια άτυπη και, φυσικά, άκρως μυστική σύσκεψη που θα συμπεριλαμβάνει και άλλους παράγοντες που συμμερίζονται τις ανησυχίες για την κρισιμότητα της στιγμής.

Ο Άρπαλος απάντησε με τον ίδιο αγγελιοφόρο ότι δεν είχε αντίρρηση, και ότι θα βρισκόταν στα Σούσα την προτεινόμενη ημερομηνία.

foin

Τελικά ο επιστρέψας τέως φυγάς και ο ξερακιανός ιερέας βγαίνουν από τον ναό περνώντας μια αψιδωτή πλευρική πύλη, κατεβαίνουν την εξωτερική σκάλα και βρίσκονται σε ένα αίθριο που το λούζει ο πρωινός ήλιος. Κάπου κοντά πρέπει να ρέει ο ποταμός Χοάσπης, όχι τόσο ορμητικά ώστε να εμποδίζει τα πλεούμενα να τον ανεβαίνουν μεταφέροντας εμπορεύματα από την πεδιάδα και την ακτή, άλλα ούτε και τόσο ήρεμα ώστε να μην ακούγεται  ως εδώ η υποβλητική βουή των νερών που ρέουν. Στον υπαίθριο αυτόν χώρο βλέπουν επίσης οι αποθήκες και οι στάβλοι του συγκροτήματος. Ο Κάνθαρος και ο Σωσίβιος περιμένουν εκεί έξω τον Άρπαλο.

Ο Μακεδόνας, βγαίνοντας, παίρνει μια βαθιά  ανάσα ανακούφισης και ρωτάει τον σκυφτό συνοδό του αν υπάρχει κίνδυνος η επικείμενη συγκέντρωση των επιφανών καλεσμένων να τραβήξει την προσοχή των αρχών και των περιπόλων που ελέγχουν την κατεχόμενη πόλη. Εκείνος του απαντά ότι οι αποψινοί επισκέπτες έχουν οδηγίες να καταφτάσουν διακριτικά, χωρίς τα εμβλήματα της όποιας εξουσίας τους και να αναμειχτούν με τους προσκυνητές που προβλέπεται ότι θα έρθουν απόψε στο τέμενος κατά εκατοντάδες, από ολόκληρη τη Σουσιανή, για να συμμετάσχουν σε μια μεγάλη και σημαντική τελετή: την επέτειο της νίκης του Μαρδούκ κατά του Χάους. 

Ο Άρπαλος έχει ακόμη μία ερώτηση: πότε ακριβώς θα καταφτάσουν οι άλλοι συμμετέχοντες στην ¨συνάντηση¨. Ο ξερακιανός ιερέας του απαντά ότι ο ναός έχει ειδοποιηθεί να είναι έτοιμος να φιλοξενήσει τη σύσκεψη των ¨ανώνυμων¨ μεν, πλην όμως επιφανών παραγόντων, την ίδια εκείνη μέρα, με τη δύση του ήλιου.  

Ο Άρπαλος στρέφεται προς του δύο συνοδούς του: «Παίδες, φέρτε τα άλογα∙ έχουμε χρόνο για μια βόλτα στα αξιοθέατα των Σούσων».

priests-of-fish-god

[1] Η αλήθεια είναι ότι οι Έλληνες, κατά τη διάρκεια της εκστρατείας συνάντησαν πολλούς ¨Μάγους¨. Η ρίζα της λέξης είναι περσική (ακριβέστερα Μηδική) και αναφέρεται αρχικά σε μια από τις φυλές των Μήδων, η οποία ασκούσε ιερατικά καθήκοντα και εξακολούθησε να τα ασκεί και μετά την επικράτηση των Περσών. Πάντως η λέξη  ¨Μάγοι¨ χρησιμοποιείται συχνά από τους αρχαίους ιστορικούς για να κατονομαστεί το ιερατείο της Βαβυλώνας ή και, γενικότερα, οι Χαλδαίοι της Μεσοποταμίας.  

***

Μέρος Γ Κεφάλαιο τέταρτο.

Όπου ο Εύελπις συναντά την Συσίγαμβρη

upl555d7dd0691af

Οι διάδρομοι μέσα σ’ αυτό το τεράστιο κτίριο είναι κυριολεκτικά ατελείωτοι και λαβυρινθώδεις. Τουλάχιστον για μένα, που δεν συχνάζω σε αυτή την πτέρυγα των ανακτόρων. Ο Νικίας πλάι μου, δείχνει πιο άνετος∙ είναι που συμμετέχει στις παραδόσεις μαθημάτων ελληνικής γλώσσας προς τα μέλη της βασιλικής οικογένειας και κυκλοφορεί σε αυτήν τη διαδρομή καθημερινά. Καθώς προχωρούμε ο λόγιος με ενημερώνει για την συμπεριφορά των υψηλών μαθητών του τις τελευταίες μέρες. Δεν φαίνεται να έχει προκύψει κάτι το ιδιαίτερα αξιοσημείωτο.

Μας συνοδεύουν δύο Μακεδόνες φρουροί οι οποίοι, όταν επιτέλους φτάνουμε στην δίφυλλη πόρτα των διαμερισμάτων της βασιλομήτορος, την ανοίγουν αλλά δεν την προσπερνούν, παρά παίρνουν θέση εκατέρωθεν για να μας περιμένουν. Στην πόρτα εμφανίζεται ένας Πέρσης που αναλαμβάνει να εκφωνήσει την άφιξή μας.

Η Σισύγαμβρη δεν παύει να με εντυπωσιάζει. Σήμερα είναι καθισμένη σε μια πολυτελή πολυθρόνα, σε ένα υπερυψωμένο τμήμα του δαπέδου στο κέντρο της αίθουσας.  Φοράει έναν μαύρο χιτώνα και από πάνω έναν λευκό φαρδύ μανδύα διακοσμημένο με χρωματιστές ταινίες και πολύτιμες πέτρες. Πάνω στην περίτεχνη κόμμωσή της είναι στερεωμένη (ελαφρώς γυρτά προς τα πίσω, γιατί όρθια επιτρέπεται  να την φοράει μόνον ο Πέρσης αυτοκράτορας αυτοπροσώπως) η τιάρα, αυτή η μη πολεμική περικεφαλαία που τόσο αρέσει στους ντόπιους άρχοντες.

Άντε να της πάρεις τον αέρα, σκαρφαλωμένη όπως είναι εκεί πάνω, σκέφτομαι, καθώς γέρνω ελαφρά το κεφάλι και ανυψώνω σε χαιρετισμό το δεξί μου χέρι. Ευτυχώς η Σισύγαμβρη σηκώνεται και κατεβαίνει από την εξέδρα, χωρίς όμως να μας πλησιάσει ιδιαίτερα. Έχω ακόμα μια φορά την ευκαιρία να διαπιστώσω ότι, ακόμη και εάν δε φορούσε αυτό το πανύψηλο καπέλο, δε θα έπαυε να είναι μία ψηλόκορμη ωραία γυναίκα κάποιας απροσδιόριστης ηλικίας. Εστιάζω στο βλέμμα της: είναι ερωτηματικό ή μήπως κάπως περιπαικτικό;

«Πες της», λέω στον Νικία, «ότι δε θα την ενοχλούσαμε χωρίς να την έχουμε ειδοποιήσει πολύ πιο έγκαιρα, εάν δεν προέκυπταν απρόβλεπτα γεγονότα, σχετικά με τα οποία, πες της, υποθέτω ότι θα έχει ήδη πληροφορηθεί».

Ο Νικίας μεταφράζει και η Σισύγαμβρη συνοφρυώνεται προσπαθώντας, φαντάζομαι, να καταλάβει  το ακριβές νόημα αυτής της σειράς δυσπρόφερτων ήχων που παράγει ο διερμηνέας.   Μετά κουνάει το κεφάλι της με έναν τρόπο που, αν αποκωδικοποιώ σωστά, σημαίνει ότι δεν ξέρει ή εν πάση περιπτώσει ότι δεν ξέρει με σιγουριά τι ακριβώς έχει συμβεί.

«Πες της ότι ο Καλλισθένης έπεσε θύμα δολοφονικής απόπειρας μέσα στον ευρύτερο χώρο των ανακτόρων και ότι διεξάγεται έρευνα για να εντοπιστεί η ταυτότητα και τα κίνητρα εκείνων που οργάνωσαν την επίθεση. Πες της ότι την παρακαλώ να απαντήσει σε ορισμένες ερωτήσεις που θα μας διευκολύνουν να βρούμε τους ενόχους και να αποφύγουμε τη λήψη δυσάρεστων έκτακτων μέτρων γενικότερης κλίμακας».

Ο Νικίας αποδίδει στα περσικά τα λόγια μου και η Ιρανή αυτή την φορά απαντά. Η άκαμπτη αταραξία της έχει τώρα κάπως υποχωρήσει και στη θέση της διακρίνω μια πιο ανθρώπινη αντίδραση∙ θέλει να μάθει σε τι κατάσταση βρίσκεται ο Καλλισθένης. Την καθησυχάζω.

Γίνεται κάπως πιο ομιλητική. Μου λέει ότι όντως κυκλοφόρησε ανάμεσα στο ιρανικό προσωπικό η φήμη ότι κάτι συνέβη στο θησαυροφυλάκιο και ότι από χτες το μεσημέρι υπήρξε ασυνήθιστη παρουσία ελλήνων αξιωματούχων στα ανάκτορα, αλλά ότι μόλις τώρα μαθαίνει για τον τραυματισμό του Καλλισθένη. Ρωτάει αν θα επιθυμούσαμε να χρησιμοποιήσουμε τον προσωπικό της γιατρό.

Της απαντώ ότι προς το παρόν δεν χρειάζεται κάτι τέτοιο και την ευχαριστώ εκ μέρους της ελληνικής διοίκησης για το ενδιαφέρον της. Ύστερα την ρωτάω αν γνωρίζει την ύπαρξη μυστικών διαδρόμων που να οδηγούν στο θησαυροφυλάκιο ξεκινώντας από άλλα σημεία των ανακτόρων.

Μένει για λίγο σκεπτική και μετά μου λέει ότι τα περσικά ανάκτορα των Σούσων έχουν οικοδομηθεί από τον Μεγάλο Βασιλέα Δαρείο τον πρώτο, δυο εκατοντάδες χρόνια πριν και ότι έχουν επίσης προστεθεί κατασκευές  από άλλους Αχαιμενίδες βασιλείς.  Δεν αποκλείει στα αρχεία να υπάρχουν ακόμη τα σχετικά σχεδιαγράμματα. Όμως για ¨μυστικούς υπόγειους διαδρόμους¨ τα μόνα που έχει ακούσει βρίσκονται  στους περιπετειώδεις διασκεδαστικούς μύθους που διηγούνται οι επαγγελματίες παραμυθάδες στις γιορτές. Αν τους πιστέψει κανείς, υπάρχει ολόκληρο δίκτυο από διαδρόμους στο υπέδαφος της Ακρόπολης.  Η ίδια όμως δεν έχει επισκεφτεί ποτέ κανέναν και έτσι δεν μπορεί να απαντήσει με ακρίβεια στην ερώτησή μου.

Λέω στον Νικία να την ρωτήσει ευθέως αν θεωρεί ότι ανάμεσα στους Πέρσες που ακόμη διαμένουν στα ανάκτορα, είτε ως ¨υποχρεωτικά¨ φιλοξενούμενοι, είτε επειδή διατήρησαν τις θέσεις τους χάρη στη γενναιοδωρία του Αλέξανδρου, όπως ο Σατράπης Αβουλίτης, υπάρχουν κάποιοι που θα μπορούσαν να έχουν οργανώσει ή απλώς βοηθήσει στην εκτέλεση αυτής της επίθεσης.

Η Σισύγαμβρη μένει σιωπηλή, δείχνοντας ότι η συνεργασιμότητά της έφτασε στα όρια της.

Εντάξει, δεν περίμενα να απαντήσει. Είναι γνωστό ότι επιθυμεί τον συμβιβασμό ανάμεσα στον γιο της και τον Αλέξανδρο, αλλά δε παύει να είναι μια περσίδα βασίλισσα.

Εγώ οφείλω να επιμείνω. «Ρώτησέ την τώρα Νικία αν, κατά τη γνώμη της, υπάρχει κάτι ανάμεσα στα αποθηκευμένα λάφυρα που θα ενδιέφερε τους ιρανούς που αντιστέκονται στην ελληνική επέκταση, έτσι ώστε να οργανώσουν μια επιχείρηση ανάκτησής του. Κάποιο σύμβολο, κάποιο κειμήλιο. Κάτι που ενδεχομένως θα τους ενίσχυε το ηθικό και θα τους συσπείρωνε».

Η Σισύγαμβρη παίρνει πάλι το υπεροπτικό της ύφος. «Οι Πέρσες και οι λαοί που τους ακολουθούν, όσο ζει ο Μεγάλος Βασιλέας, δεν έχουν ανάγκη από σύμβολα για να συσπειρωθούν. Αρκούν τα κελεύσματα και τα εμβλήματα του μονάρχη τους», απαντά.

«Ρώτα την αν είναι το ίδιο σίγουρη ότι δεν υπάρχουν ευγενείς που θα επιθυμούσαν να πάρουν τη θέση του Δαρείου, ίσως επειδή τον θεωρούν εξαιρετικά συμβιβαστικό, και ότι αυτοί δεν θα ήταν ικανοί να πάρουν πρωτοβουλίες, ώστε να δείξουν ότι μπορούν να τα βάλουν με τους Έλληνες».

Εκείνη μένει και πάλι σιωπηλή για λίγο.

«Αυτό δεν το αποκλείω» λέει τελικά και η φωνή της φτάνει στ’ αφτιά μου λιγότερο  σίγουρη.

«Πες της ότι θα είμαι στη διάθεση της, αν θελήσει να μου πει κάτι περισσότερο» λέω στον Νικία. «Και», συνεχίζω με χαμηλότερη φωνή, «μετά αποχαιρέτισέ την. Δεν νομίζω ότι θα εκμαιεύσουμε τίποτα άλλο εδώ. Πάμε να δούμε τον Αβουλίτη, ή μάλλον όχι, αυτόν ας τον αφήσουμε λίγο να περιμένει, πάμε στον Αζάρη».

h garden 2

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , , , , | Leave a Comment »

Μυθιστόρημα υπό εκπόνηση Μέρος Γ΄ Κεφάλαιο δεύτερο Ο Παλαμήδης

Posted by vnottas στο 1 Νοεμβρίου, 2015

ancient greek games1

Κεφάλαιο δεύτερο. Όπου το Πουλχερίδιον και οι συνοδοί του αναζητούν τον Παλαμήδη τον Αθηναίο

Ο Εύελπις έχει ήδη αναχωρήσει για την Ακρόπολη και έτσι τώρα, σύμφωνα με τις εντολές του, ο Οινοκράτης μπορεί να περιποιηθεί το ζευγάρι των προσωρινών φιλοξενούμενων. Τους γνωρίζει, άλλωστε, και τους δύο.

Τον Θεσσαλό, που είναι ένα από τα στρατιωτικά μέλη  της ομάδας του Καλλισθένη, τον ξέρει καλλίτερα, αλλά και η νεαρή προστατευόμενη της Θαΐδας δεν του προκύπτει εντελώς άγνωστη: το οξυδερκές (και κοφτερό) μάτι του την έχει εντοπίσει ήδη παλιότερα, αν και μέχρι σήμερα δεν είχε την ευκαιρία να τη γνωρίσει από κοντά.

 Ετοίμασε λοιπόν, με τη βοήθεια του Χοντρόη, ένα γενναιόδωρο πρωινό, το οποίο τώρα σερβίρει στο μεγάλο ξύλινο τραπέζι της αίθουσας του μαγειρείου.

«Αν η κυρά μου μάθαινε ότι είμαι εδώ από χτες και δε παράδωσα ακόμη το γράμμα της στον Παλαμήδη τον Αθηναίο, θα με σκότωνε!» δηλώνει το Πουλχερίδιον μ’ ένα  ύφος κάπου ανάμεσα στο τρομαγμένο και το ναζιάρικο, ενώ ταυτόχρονα βουτάει ψωμί στο αχνιστό ζωμό του πινακίου της.

«Ναι, αλλά αν κατάλαβα καλά, αυτό το γράμμα δεν απευθύνεται στον Παλαμήδη τον ίδιο, πρόκειται για μια επιστολή που ο απόστρατος θα μεταφέρει στην Αθήνα, έτσι δε μου ‘πες;» παρατηρεί ο Ευρυμέδοντας.

«Ναι. Είναι μια γραφή που η κυρά μου στέλνει στη φίλη της την κυρά Φρύνη, την Ωραία των Αθηνών∙ είμαι σίγουρη ότι θα την έχεις ακουστά».

Ο Οινοκράτης εκείνη τη στιγμή ακουμπάει στο τραπέζι, ακριβώς μπροστά στο Πουλχερίδιον, με επιδεικτική κίνηση και έκδηλη περηφάνια, ένα σπάνιο έδεσμα: μαύρες ελιές Πελοποννήσου ξιδάτες!

Ο Ευρυμέδοντας του κλείνει το μάτι. «Κάτι ξέρουμε κι εμείς οι καμπίσιοι, απ’ αυτά που γίνονται στα μεγάλα άστεα… Και για τις ωραίες γυναίκες που βασιλεύουν εκεί. Εξ άλλου η Φρύνη είναι πιο διάσημη ακόμη κι απ’ αυτές  εδώ τις ελιές», λέει χαμογελώντας. Ύστερα παίρνει μια ζουμερή ξιδάτη και την δοκιμάζει. «Από τις Καλάμες των Φηρών[1]! Που τις βρήκες αθεόφοβε Οινοκράτη;»

Κι επειδή ο Σικελός το παίζει μυστηριώδης και αντί να απαντήσει ανασηκώνει τους ώμους, ο Ευρυμέδοντας στρέφεται πάλι στη νεαρή:

«Μην ανησυχείς Πουλχερία που δεν καταφέραμε να παραδώσουμε χτες κι αυτή την επιστολή, ο Παλαμήδης δεν πρόκειται να φύγει σύντομα. Στο είπα ήδη: Για να αναχωρήσουν οι απόμαχοι πρέπει πρώτα να καλυτερέψει ο καιρός, έπειτα οι οιωνοσκόποι να αποφανθούν επισήμως ότι  έφτασε η κατάλληλη μέρα και, επί πλέον, πρέπει να προηγηθούν όλες οι απαραίτητες τελετές.  Επομένως το γράμμα δε πρόκειται να καθυστερήσει εξ αιτίας σου».

«Όμως σήμερα θα πάμε, να ξεμπερδεύουμε με την επιστολή, έτσι δεν είναι Ευρυμεδοντάκη μου;»

«Τι μανία με αυτά τα υποκοριστικά, Πουλχερία; Δε μπορείς να με λες Ευρυμέδοντα όπως όλος ο κόσμος; Τι κακό έχει το όνομά μου;  Μου το δώσανε σε ανάμνηση της νίκης των Ελλήνων κατά των Περσών στον ποταμό Ευρυμέδοντα[2] καμιά εκατοστή και βάλε χρόνια πριν. Οι  θεσσαλικές πόλεις δεν συμμετείχαν επισήμως σ’ εκείνη την εκστρατεία, αλλά κάποιοι πρόγονοί μου ήταν εκεί. Σημαίνει μέδω, εκτείνομαι, ενδιαφέρομαι, κυριαρχώ ευρέως. Δε σ’ αρέσει;  

«Ω, είναι υπέροχο γλυκέ μου. Μόνο να, πώς να στο πω, είναι για ό, τι μου αρέσει, για ό, τι με γοητεύει που φτιάχνω τα δικά μου ονοματάκια», λέει το Πουλχερίδιον με το πιο σαγηνευτικό του χαμόγελο.

«Και το δικό σου; ¨Πουλχερία!¨,  δε το ‘χω ξανακούσει… Μόνη σου το ‘φτιαξες;»

«Μου το έδωσε η κυρά μου, η Θαΐδα. Λέει ότι προέρχεται από τις χώρες της Ιταλίας και σημαίνει όμορφη.  Λοιπόν τι λες, θα πάμε να παραδώσουμε την επιστολή σήμερα;»

Ο Θεσσαλός νεύει καταφατικά και απευθύνεται στον Σικελό.

«Οινοκράτη ξέρεις αν τους επαναπατριζόμενους τους έχουν ακόμη στο κτίριο των καραβανιών, στο κέντρο;» 

«Ο Οινοκράτης, αν και δεν είναι παρά μόλις προχτές που επέστρεψε στην Πόλη των Κρίνων, συμβαίνει να το ξέρει κι αυτό», αποκρίνεται ο ερωτώμενος με το αγαπημένο του ύφος, εκείνο του ειδήμονα επί του παντός (επιστητού και μη).  «Απ’ ότι, λοιπόν, ξέρω, εκεί είναι  και εκεί θα μείνουν μέχρι την αναχώρησή τους.

Όμως τους περισσότερους θα τους βρείτε στο κτίριο μόνο τη νύχτα. Όσοι δεν έχουν σοβαρό πρόβλημα υγείας, όλη μέρα γυρίζουν εδώ κι εκεί. Όπως καταλαβαίνετε, πριν επιστρέψουν στις οικογένειες και στα σόγια, συλλέγουν τις τελευταίες αναμνήσεις από την ασιατική τους περιπέτεια.

Πάντως, οι πιο πολλοί απ’ αυτούς συχνάζουν σε ορισμένα ¨συγκεκριμένα¨ σημεία της Αγοράς, και, βεβαίως, αν θέλετε, μπορώ να σας πάω εγώ ως τα εκεί. Εξ άλλου, έχω να κάνω κι άλλες δουλειές στο κέντρο».

*greekvases-2-640

Ο Παλαμήδης, αν και ψηλός και γεροδεμένος, είναι πια κοντά στα πενήντα και έτσι, ακόμη κι αν δεν είχε τραυματιστεί σοβαρά στο δεξί χέρι και δεν δυσκολευόταν πλέον να χειριστεί τα βαριά όπλα, είναι λογικό να υποθέσει κανείς ότι θα είχε, έτσι κι αλλιώς, αρχίσει να σκέπτεται την αποχώρησή του από την  άμεση πολεμική δράση. Και πράγματι, την σκεφτόταν ήδη πριν τραυματιστεί, καθώς μαζί με την ηλικία και τα παρατρεχάμενά της, αυξήθηκε μέσα του και η νοσταλγία για το πατρώο Αθηναϊκό Άστυ.

Όμως αυτό το τελευταίο διάστημα, από τότε που τον καταχώρησαν στον κατάλογο όσων πρόκειται να επαναπατριστούν λόγω ανήκεστου τραυματισμού και τον έστειλαν στα Σούσα σε αναμονή της αναχώρησης, το άλγος του νόστου περιορίστηκε και άρχισε να βλέπει τον κατακτημένο τόπο με κάπως διαφορετικό μάτι, που πάει να πει με λιγότερες προκαταλήψεις και με περισσότερο ενδιαφέρον και περιέργεια.

 Ίσα με τώρα, το άγχος των αλλεπάλληλων μαχών και η αναπόφευκτα τεντωμένη ατμόσφαιρα του στρατοπέδου, του δημιουργούσαν άλλου είδους συναισθήματα απέναντι στους λαούς και τις χώρες που υπέκυπταν καθώς το στράτευμα προήλαυνε. Συναισθήματα όχι απολύτως σαφή, αλλά, βέβαια, ούτε ψύχραιμα ούτε και ιδιαιτέρως φιλικά.

Τώρα όμως ο Παλαμήδης θέλει να μάθει περισσότερα, ό, τι τέλος πάντων προλάβει, για την κοινωνία αυτού του περίεργου τόπου όπου έδωσε τις τελευταίες του μάχες.

Έτσι ο απόμαχος περνάει αυτές τις ύστατες μέρες της παραμονής του εδώ τριγυρίζοντας στα σοκάκια και τις αγορές της Πόλης των Κρίνων και συλλέγοντας κυρίως οπτικές εντυπώσεις∙ εκτός κι αν είναι τυχερός και συναντήσει κανένα ελληνομαθή ντόπιο ή κάποιον Έλληνα που να γνωρίζει την τοπική γλώσσα, οπότε μπορεί να μάθει κάτι περισσότερο ρωτώντας και συζητώντας.

Στις περιηγήσεις του αυτές ο Παλαμήδης προσπαθεί να αποφύγει ορισμένα σημεία της πόλης, τα οποία αντίθετα είναι πολύ δημοφιλή ανάμεσα σε πολλούς συναδέλφους του – είτε υπό αποστρατεία είτε όχι. Πρόκειται για τους χώρους εκείνους που είναι αφιερωμένοι στα παιχνίδια: Παίγνια επιτραπέζια, κυρίως κύβοι και αστράγαλοι, συνήθως γύρω από πολύχρωμους πάγκους που οι επιτήδειοι συνακολουθούντες μεταφέρουν από τους καταυλισμούς τους στις αγορές των νεοκατακτημένων πόλεων, αλλά και παιχνίδια στοιχημάτων, που οργανώνονται  σε αυτοσχέδιες αρένες, όπου κοκόρια και σκύλοι διεκδικούν πρωταθλήματα (ελεύθερης όσο και θανάσιμης) πάλης και ταχύτητας. Καμιά φορά, παρά την σχετική απαγόρευση του φρουραρχείου, τα στοιχήματα στήνονται για αγώνες ανάμεσα σε γεροδεμένους σκλάβους.

Ο Παλαμήδης, υπήρξε θύμα μιας ισχυρής έλξης προς αυτά τα παιχνίδια και το ξέρει, όπως ξέρει και ότι οι δαίμονες-υποκινητές βρίσκονται ακόμη μέσα του.  Έτσι, συχνά, οι φυγόκεντρες δυνάμεις που επιβάλει στον εαυτό του δεν καταφέρνουν να υπερκεράσουν τις παιγνιομόλους που του υποβάλλουν ύπουλα οι δαίμονες και ο Παλαμήδης ύστερα από σπειροειδείς περιπάτους, βρίσκεται παγιδευμένος δίπλα στα τραπέζια του τζόγου, να παρακολουθεί προσπαθώντας να μην παίξει.

Εκεί, στη γειτονιά των παιγνίων, στην άκρη της Αγοράς,  οδηγεί τον Ευρυμέδοντα και την μικρή Πουλχερία ο Οινοκράτης, ο οποίος έχει πάρει μαζί του, μπας και τυχόν χρειαστεί γλωσσική βοήθεια, τον κολλητό του πλέον, Χοντρόη. Αφού λοιπόν έχει ήδη ρωτήσει δυο τρεις από τους περιφερόμενους έλληνες στρατιωτικούς, ο τελευταίος απ’ αυτούς τού έχει υποδείξει μια ομάδα οπλιτών, που αν κρίνει κανείς από τις στολές τους προέρχονται από διαφορετικά σώματα, οι οποίοι φωνασκούν στριμωγμένοι γύρω από ένα υπαίθριο τραπέζι.  Παρά τη βοή της αγοράς και τις φωνές των παικτών, από εκείνη τη μεριά προέρχεται διακριτός ο ήχος των κύβων που κατρακυλάνε στην τάβλα.

Ο Σικελός προκειμένου να ολοκληρώσει αισίως την έρευνα που έχει οικειοθελώς αναλάβει, αρχίζει να φωνάζει: «Παλαμήδης… Παλαμήδης από την Αθήνα… Είναι εδώ ο Παλαμήδης ο Αθηναίος; Μήνυμα από την καλλίπυγο Θαΐδα για τον Παλαμήδη τον εξ Αθηνών»

ancient-gambling

[1] Φηρές ή Φαρές: Αρχαία πόλη, περίπου στη θέση της σημερινής Καλαμάτας. Οι αρχαίες Καλάμαι ήταν γειτονικό χωριό.

[2] Ευρυμέδοντας Ποταμός: Ποταμός της Μικράς Ασίας που εκβάλλει στον κόλπο της Αττάλειας απέναντι απ’ την Κύπρο. Εκεί οι Έλληνες, υπό την ηγεσία του Κίμωνα του Αθηναίου, νίκησαν τους Πέρσες περί το 466 πΧ.

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , | Leave a Comment »