Κυκλοφόρησε από τις εκδ. Παπαζήση η νέα ποιητική συλλογή του Λευτέρη Μανωλά
Ποιήματα και ποιητικά κείμενα από τον Ηλία Κουτσούκο.
*
Η νέα συλλογή ποιημάτων του Νίκου Μοσχοβάκου.
*
Κυκλοφόρησε το νέο βιβλίο του Τηλέμαχου Χυτήρη ¨Ημερολόγιο μιας επιστροφής¨ από τις εκδόσεις ¨Μελάνι¨
.
*
¨Απριλίου ξανθίσματα¨.
Κυκλοφόρησε η νέα ποιητική συλλογή του Νίκου Μοσχοβάκου, από τις εκδόσεις Μελάνι.
Αισθάνθηκε μια δαγκωνιά
στη μνήμη.
Ήταν το παρελθόν
που σαν αδέσποτο σκυλί
είχε επιτεθεί στο είναι του.
Οι σταγόνες αίμα που έσταξαν
κοκκίνισαν τις εικόνες.
***
Η νέα ποιητική συλλογή του Νίκου Μυλόπουλου ¨Τέλος της Περιπλάνησης¨. Από τις εκδόσεις ¨Γαβριηλίδης¨
***
Κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ¨Μελάνι¨ η νέα ποιητική συλλογή του Νίκου Μοσχοβάκου
¨Αιφνίδια και διαρκή¨
Ο Θηβαίος στρατηγός Επαμεινώνδας οξυδερκής καθώς ήταν αλλά και θαρραλέος επινόησε πως έπρεπε να διορθώσει την ιστορία χωρίς αναβολές. Ασυμβίβαστος εκστράτευσε κατά της Σπάρτης με τον δαίμονα της υπερβολής κάτι σαν σαράκι να τρώει τα σωθικά του κι επέτυχε ν’ αλλάξει τον ρου τ’ αρχαίου κόσμου. Το πλήρωσε βέβαια στην Μαντίνεια πανάκριβα με τη ζωή του όμως διόρθωσε έστω για μια στιγμή την ανιαρή ιστορία. Δεν ήταν δα και λίγο αυτό. *****
Γράφει ο Ηλίας Κουτσούκος
*****
Γραφει ο Gianfranco Bettin
*****
Γράφει ο Νίκος Μοσχοβάκος
Η ΕΚΔΙΚΗΣΗ
Τώρα που τάπαν όλα οι ποιητές
εσύ τι θα γράψεις ;
μου αντέτεινε
η άπτερος Νίκη της Σαμοθράκης.
Κι εγώ την αποκεφάλισα.
[Από τις ¨Ζωγραφιές μου¨ - Πορτρέτο του Νίκου - Λάδι]
Η ΣΥΜΒΟΥΛΗ
Πάντοτε μούδιναν την συμβουλή
να γίνω τέλειος.
Έτσι μίσησα την τελειότητα
κι επιδόθηκα στην λατρεία των ατελειών.
Έχω λοιπόν πολλά να κάνω
αναζητώντας μέσα από ελλείψεις
τον εαυτό μου σε πείσμα των τελειομανών
που επαναπαύονται στον μοναδικό δρόμο τους
με την σιγουριά του αλάθητου.
Εγώ πορεύομαι μες τις αμφιβολίες
και τον κίνδυνο του ατελέσφορου στόχου
ποτέ παροπλισμένος αφού πάντα μάχομαι.
*****
[Από τις ¨Ζωγραφιές μου¨ - Λάδι σε χαρτόνι - Γενάρης 2015]
Tα πνευματικά δικαιώματα όλων των εικόνων και των μουσικών που αναδημοσιεύονται εδώ ανήκουν αποκλειστικά και μόνο στους δημιουργούς τους.
Κοινωνία, επικοινωνία, εξουσία: Από τον Βωμό και τον Άμβωνα στην οθόνη. Η περίοδος της προφορικότητας και οι επικοινωνητές της. Μια κοινωνιολογική προσέγγιση στην ιστορία της επικοινωνίας και των μέσων. Εκδότης: Ι. Σιδέρης. Συγγραφέας: Βασίλης Νόττας. Σειρά: Δημοσιογραφία και ΜΜΕ. Έτος έκδοσης: 2009 . ISBN: 960-08-0468-0. Τόπος Έκδοσης: Αθήνα Αριθμός Σελίδων: 302 Διαστάσεις: 24χ17 Πρόλογος: Κώστας Βεργόπουλος. Αποσπάσματα στο Ιστολογοφόρο: κλίκ στην εικόνα
Συλλογή κειμένων: ΜΜΕ, κοινωνία και πολιτική. Ρόλος και λειτουργία στη σύγχρονη Ελλάδα. Επιμέλεια: Χ. Φραγκονικολόπουλος Εκδόσεις Ι. Σιδέρης, 2005 Αριθμός σελίδων 846. ISBN 960-08-0353-6, Κείμενο Β. Νόττας: ¨Επικοινωνιακή και πολιτική εξουσία τον καιρό της επέλασης των ιδιωτών¨ (σελ. 49). Κείμενο στο Ιστολογοφόρο: κλικ στην εικόνα.
Β΄Έκδοση. Εκδόσεις Ι. Σιδέρης. NovelBooks. Έτος έκδοσης: 2012. Αριθμός σελίδων: 610. Κωδικός ISBN: 9609989640. Εισαγωγικό σημείωμα στη 2η έκδοση: Γιώργος Σκαμπαρδώνης. Αποσπάσματα στο Ιστολογοφόρο: κλικ στην εικόνα του εξώφυλλου.
Vivere pericolosamente Ανθολογία διηγημάτων: 26 ιστορίες από την Ιταλία. Εκδόσεις: Αντίκτυπος. Αθήνα: 2005 Σελίδες: 342. Κείμενο Β. Νόττας: ¨Το διαβατήριο¨. Ανάρτηση στο Ιστολογοφόρο: Κλικ στην εικόνα του εξώφυλλου
Εκδότης: Αρχέτυπο. Συγγραφέας: ΒΑΣΙΛΗΣ ΝΟΤΤΑΣ. Κατηγορίες: Φανταστική Λογοτεχνία. ISBN 978-960-7928-83-2. Ημερομηνία έκδοσης: 01/01/2002. Αριθμός σελίδων: 512. Αναρτήσεις στο Ιστολογοφορο: κλίκ στην εικόνα του εξώφυλλου.
Η «κατασκευή» της πραγματικότητας και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Αθήνα 1998. Πρακτικά διεθνούς συνεδρίου που οργανώθηκε από το Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών. Συλλογικό έργο. Έκδοσεις: Αλεξάνδρεια. Διαστάσεις: 24Χ17. Σελίδες: 634. Κείμενο Β. Νόττας: Κοινωνιολογικες παρατηρησεις πανω στην οπτικοακουστικη αναπαρασταση της συγχρονης ελληνικης πραγματικοτητας. Κείμενο στο Ιστολογοφόρο: κλικ στην εικόνα
Ενα κείμενο στο βιβλίο του Κώστα Μπλιάτκα ¨Εισαγωγή στο τηλεοπτικό ρεπορτάζ" . Εκδόσεις ¨Ιανός¨ με τίτλο ¨Αξιοπιστία και οπτικό ρεπορτάζ¨
Περιοδικό ¨Εξώπολις¨ Τεύχος 12-13. Κείμενο με τίτλο ¨Το ραδιόφωνο των ονείρων. Ένα δοκίμιο περί ήχων φτιαγμένο με επτά εικόνες¨. Στο Ιστολογοφόρο: κλικ στην εικόνα.
Συμμετοχή σε λογοτεχνικό παιχνίδι σχετικό με τον (υποτιθέμενο) συγγραφέα Άρθουρ Τζοφ Άρενς. Δημοσιευμένο στο περιοδικό ¨Απαγορευμένος πλανήτης" τεύχος 6 (εκδόσεις ¨Παραπέντε¨). Για το πλήρες κείμενο κλικ στην εικόνα.
¨Το Δεντρο¨ Τεύχος: 17-18 . Βασίλης Νοττας: Συζήτηση για τον κοινωνικό χώρο της Θεσσαλονίκης.
Διδακτορική Διατριβή ¨Δημόσια μέσα μαζικής επικοινωνίας και συμμετοχική Πολεοδομία¨. Σελίδες:788. Ψηφιοποιημένη στη βιβλιοθήκη του Παντείου
*
Συγγραφικά φίλων
Ποιήματα και ποιητικά κείμενα του Νίκου Μοσχοβάκου (κλικ στην εικόνα)
Ποιήματα και ποιητικά κείμενα του Ηλία Κουτσούκου (κλικ στην εικόνα)
Μοτο-ταξιδιωτικά από τον Βασίλη Μεταλλινό (κλικ στην εικόνα)
Κάποιες απόψεις και άρθρα…
Η γυναίκα τανάλια * Όταν ο Χάρι Πότερ συνάντησε τα λόμπι * Ο μικρός ήρωας * Πώς έκοψα το κάπνισμα και άλλα
Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα-ποταμό, 814 σελίδων, όπου η γερμανοτραφής συγγραφέας κάτω από φοβερή ψυχολογική πίεση στοιχειώνει τον μύθο της.
Μια γεροντοκόρη δασκάλα πιάνου που ζει πέντε δεκαετίες με τους γονείς της έξω από το Μόναχο, αποφασίζει να τους σκοτώσει και να τους θάψει στον κήπο με τη συμπαράσταση του εξηντάχρονου Αλγερίνου κηπουρού Μπεν-Αλί. Καταστρώνει το σχέδιο της με κάθε λεπτομέρεια πλην όμως την τελευταία στιγμή ο μελλοντικός εραστής της μετανιώνει γιατί αντιμετωπίζει πρόβλημα στον προστάτη κι αυτή του αποκόπτει μ ένα κλαδευτήρι τα γεννητικά του όργανα –ενώ αυτός κοιμάται- τα οποία και στέλνει με κούριερ στην πρεσβεία της Αλγερίας στο Βερολίνο..
2. ‘τι θα σου μαγειρέψω απόψε αγαπημένη’
Του Νορβηγού συγγραφέα Ματέους Σλουγκεμπόργκ
Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα που αναφέρεται στη σύγχρονη Νορβηγία όπου ένα ζευγάρι απ το Μπέργκεν που διατηρεί εστιατόριο σολομών, αποφασίζει να περάσει τις διακοπές του σε διαφορετικά φιόρδ της πανέμορφης χώρας. Ο Κερτ -μάγειρας στο επάγγελμα, 32 χρόνων- σ’ αυτές τις διακοπές έχει πάμπολλες εκπλήξεις για τη γυναίκα του Χανελόρε και μαγειρεύει για αυτή διαφορετικές σάλτσες με κρέατα που προέρχονται από κομμάτια δασοφυλάκων και μοναχικών ψαράδων των φιόρδ. Η Χανερόλε ζει το πιο όμορφο καλοκαίρι της, το οποίο και καταγράφει κάθε βράδυ στο ημερολόγιο της…
‘Το ταχυδρομείο δεν πρόκειται να ανοίξει’
Εκπληκτική νουβέλα του άνεργου συγγραφέα Φρανσουά Εκπεσώ
Ο πενηντάχρονος Γκιγιώμ Λιμιέρ παίρνει ένα επίσημο γράμμα απ τη Γενική Διεύθυνση των Ταχυδρομείων της Γαλλίας, όπου του ανακοινώνεται η απόλυσή του στα πλαίσια των περικοπών. Τότε βάζει μπρος στο σχέδιο του και με δυο τεράστια μπετόνια βενζίνης περιλούει μέρα-μεσημέρι το ταχυδρομείο της κωμόπολής του στο Αντρε-νου της Βρετάνης και καίει τρεις υπαλλήλους, τέσσερις πελάτες και τον Διευθυντή…
Στη δίκη που ακολουθεί, ο εμπρηστής Γκιγιώμ βρίζει ασύστολα τον Δικαστή της έδρας, αποκαλύπτωντας
πως η γυναίκα του είναι λεσβία κι έχει πολύχρονη σχέση με τη γυναίκα του Διευθυντή του ταχυδρομείου.
‘Θαρχόμαστε συνέχεια στο σπίτι σας’
του Σομαλού συγγραφέα Αχμέτ αλ-μπεν- Λίλι
Ένα εκπληκτικό μυθιστόρημα 617 σελίδων, όπου ο άγνωστος στο Ευρωπαικό κοινό Αχμέτ αλ-μπεν Λίλι από το Μογκαντίσου της Σομαλίας, εξηγεί με απίστευτο μίσος γιατί οι ισλαμιστές θα ταξιδεύουν συνεχώς και αενάως ως λαθρομετανάστες σε χώρες της Μεσογείου με στόχο να νοθεύσουν γεννητικά τον πληθυσμό της γηραιάς ηπείρου, ώστε οι ‘δυτικοί’ ν’ αποφασίσουν ν’ αλλάξουν πολιτική απέναντι στο Ισλάμ και να πάψουν να είναι τα γκαρσόνια ή οι μπάτλερ των ΗΠΑ.
ΥΓ. Αν βρείτε τα παραπάνω βιβλία για το καλοκαίρι, ας με πάρετε τηλέφωνο..
Το τραγούδι των (πάλαι ποτέ) ευδαιμόνων τραπεζιτικών υπαλλήλων
Δε μ’ αρέσει να παίζω κοντραμπάσο
ούτε τη δόξα στο τζάμπα να γυρεύω
δε μ’ αρέσει να τριγυρνάω με το πουλόβερ
ούτε, βέβαια, να τραγουδώ στα νάιτ κλαμπ.
*
Στην Τράπεζα πάω,
ο μισθός μου να τρέχει,
έτσι μ’ αρέσω
και δε θέλω κουβέντα πια.
Τ’ αυτοκινητάκι
τ’ αγοράζω με δόσεις
και το καλοκαίρι
μου ράβω μπλε κουστουμιά.
*
Θέλω να ’μαι στη Λούτσα κάθε Κυριακή
και στις διακοπές μου πάντα πάω στη Μύκονο,
το προπό μου συμπληρώνω κάθε Σάββατο
κι έτσι τη Δευτέρα έχω κάτι να πω.
*
Στην Τράπεζα πάω,
ο μισθός μου να πέφτει,
έτσι μ’ αρέσω
και δε θέλω κουβέντα πια.
Τ’ αυτοκινητάκι,
τ’ αγοράζω με δόσεις
και το καλοκαίρι
μου ράβω μπλε κουστουμιά.
Το μουσικό συγκρότημα ¨Οι Γκούφι¨ (Roberto Brivio, Gianni Magni, Lino Patruno και Nanni Svampa) υπήρξε πολύ δημοφιλές στο Μιλάνο της δεκαετίας του ’60. Το τραγούδι ¨Io vado in banca¨είναι γραμμένο από τον Nanni Svampa το 1964. Σας έφτιαξα μια ακόμη προσαρμογή στα ελληνικά.
μπρος την έλξη που ασκούν / οι γλυπτοί σας γλουτοί.
Αν οι κώλοι οι φτιαχτοί, / είναι πια οι πιο πολλοί,
σ’ έναν γνήσιο χρωστάμε /εύγε, δόξα, τιμή!
*
Η πλάτη σας εκεί / καταλήγει με χάρη
κι ένας ποιητής σωστός / όχι δεν θα αρνηθεί
Να αφιερώσει σ’ αυτό / το γιομάτο φεγγάρι
Λόγο επαινετικό / που δεν θα ξεχαστεί.
*
Δίπλα μου σαν βρεθεί, / πάντα ανατριχιάζω
Λέω τι θα συμβεί / -στραβός ειν’ ο ντουνιάς-
φεγγάρια αλλονών /αν βρεθώ να αγκαλιάζω;
Μα… τα μάτια θα σφαλνώ / και θα σκέπτομαι εσάς!
*
Για να ’χετε, μαντάμ, / τέτοια επιτυχία
παιδέψατε θαρρώ, /εστέτ ένα σωρό
κόφτρες και ράφτρες που, / κομψότατη κυρία
φτιάξαν για σας εικόνα, / περίγραμμα λαμπρό!
*
Ο Δούκας του Μπορντό, / λέει το τραγουδάκι (*)
στον πισινό μου μοιάζει, / γι αυτό και πάει σκυφτός,
μα θα ‘ταν πιο σωστό / αν έμοιαζε λιγάκι
με τον δικό σας, που / ειν’ πιο καμαρωτός!
Στους φθονερούς να μη / δίνετε σημασία
πως βάλατε, που λεν, / σε μέρη χαμηλά
την πρώτη, ίσως και / την μόνη σας αξία…
Μα όρθια σαν σταθείτε / την δείχνετε καλά !
*
…Τι είδανε, ας πουν, / σαν βγαίνατε απ’ τ’ αμάξι
κι ο άνεμος τραβά / τη φούστα ως τα ’δω:
και βέλος και καρδιά / είχατ’ εκεί χαράξει
και δήλωση ρητή: ¨Νώντα για σένα ζω¨!
*
… Κι όταν η ρεβερέντζα / προς βασιλείς βαρβάρους
πίσω σας είχε ρίξει / και τότε ξαπλωτή
είδατε τα μυστήρια / που ‘χει το κέντρο βάρους
γιατ’ η βαρύτης έχει / τους νόμους της κι αυτή!
*
Τη Νάπολη κανείς, προτού αποδημήσει
λένε πρέπει να δει: έδρα πολιτισμού!
Μα εγώ ο ολιγαρκής, η μοίρα αν το θελήσει
την έδρα σας ας δω, πριν βάλω μπρος γι αλλού…
*
Τι να μας πει κι η Τέχνη, η αφαιρετική;
μπρος την έλξη που ασκούν / οι γλυπτοί σας γλουτοί.
Αν οι κώλοι οι φτιαχτοί, / είναι πια οι πιο πολλοί,
σ’ έναν γνήσιο χρωστάμε / μνεία, δόξα, τιμή!
(*)Λαϊκό γαλλικό προεπαναστατικό τραγουδάκι:
Le duc de Bordeaux ressemble à son frère, Son frère à son père et son père à mon cul ; De là je conclus qu’ le duc de Bordeaux Ressemble à mon cul comme deux gouttes d’eau.
…που σε πρόχειρη (πλειοδοτούσα) μετάφραση θα μπορούσε ίσως να είναι κάπως έτσι:
Μοιάζει στον αδελφό του, ο Δούκας του Μπορντό
εκείνος στον πατέρα του, κι αυτός στον πισινό μου
Έτσι μπορώ κι εγώ να πω και να το παινευτώ
και οι τρεις φτυστοί προκύπτουνε στον κώλο τον δικό μου
Η ¨καλλίπυγος Αφροδίτη¨ είναι ένα σκωπτικό τραγουδάκι του μπάρμπα Γιώργη (Μπρασένς) γραμμένο το 1964. Η μεταφορά των στίχων στα ελληνικά με παίδεψε κάπως για τους γνωστούς λόγους, δηλαδή βασικά έναν: οι (ωραιότατες) λέξεις της γλώσσας μας απαρτίζονται από πολύ περισσότερες συλλαβές απ’ ότι οι αντίστοιχες λοιπές ευρωπαϊκές. Αν τις χρησιμοποιήσεις, η μελωδίκή επένδυση πάει περίπατο. Εν πάση περιπτώσει, έκοψα, έραψα, και το παραπάνω είναι το μέχρι στιγμής σκαρίφημα.
Η Καλλίπυγος από τον Μπρασένς
Η προσαρμογή
Vénus Callipyge
Que jamais l’art abstrait, qui sévit maintenant
N’enlève à vos attraits ce volume étonnant
Au temps où les faux culs sont la majorité
Gloire à celui qui dit toute la vérité
Votre dos perd son nom avec si bonne grâce
Qu’on ne peut s’empêcher de lui donner raison
Que ne suis-je, madame, un poète de race
Pour dire à sa louange un immortel blason
En le voyant passer, j’en eus la chair de poule
Enfin, je vins au monde et, depuis, je lui voue
Un culte véritable et, quand je perds aux boules
En embrassant Fanny, je ne pense qu’à vous
Pour obtenir, madame, un galbe de cet ordre
Vous devez torturer les gens de votre entour
Donner aux couturiers bien du fil à retordre
Et vous devez crever votre dame d’atour
C’est le duc de Bordeaux qui s’en va, tête basse
Car il ressemble au mien comme deux gouttes d’eau
S’il ressemblait au vôtre, on dirait, quand il passe
» C’est un joli garçon que le duc de Bordeaux ! «
Ne faites aucun cas des jaloux qui professent
Que vous avez placé votre orgueil un peu bas
Que vous présumez trop, en somme de vos fesses
Et surtout, par faveur, ne vous asseyez pas
Laissez-les raconter qu’en sortant de calèche
La brise a fait voler votre robe et qu’on vit
Ecrite dans un cur transpercé d’une flèche
Cette expression triviale : « A Julot pour la vie «
Laissez-les dire encor qu’à la cour d’Angleterre
Faisant la révérence aux souverains anglois
Vous êtes, patatras ! tombée assise à terre
La loi d’la pesanteur est dur’, mais c’est la loi
Nul ne peut aujourd’hui trépasser sans voir Naples
A l’assaut des chefs-d’uvre ils veulent tous courir
Mes ambitions à moi sont bien plus raisonnables:
Voir votre académie, madame, et puis mourir
Que jamais l’art abstrait, qui sévit maintenant
N’enlève à vos attraits ce volume étonnant
Au temps où les faux culs sont la majorité
Gloire à celui qui dit toute la vérité
[ η σκηνή φωτίζεται και ο προβολέας επικεντρώνεται στον Δία, που έχει πάρει κεντρική ανυψωμένη θέση]
Δίας
[γυρισμένος στο πλάι, ελαφρά εκνευρισμένος και μιλώντας στον εαυτό του]
Τώρα, τα ’πε όλα ετούτος, του τρανού του συγγραφέα
ο ειδικός μαντατοφόρος, κι αυτό είναι ζαβολιά,
κόλπο και μπαγαποντιά.
Μου ’κλεψε λίγο το ρόλο, αλλά όπως και να έχει,
έχω πράγματα να κάνω, και ο λόγος μου προέχει…
[γυρίζει από την άλλη πλευρά και απευθύνεται στους Αθηναίους]
Άκουσα τι λένε οι μοίρες, κι όπως είναι φυσικό
ξέρω και το μυστικό.
Πάει να πει ότι μπορώ, δίχως να καθυστερώ
να ερμηνέψω το χρησμό, κι αυτό κάνω τώρα αμέσως:
Κείνη που ήταν, μα δεν είναι, και την έχετε ανάγκη,
σεις ω άντρες Αθηναίοι, της Παλλάδας οπαδοί,
είναι η έρμη η Ουτοπία, όνειρο κι ιδανικό σας
και μυστήρια ελπίδα.
Που χωρίς σταλιά χαμπάρι, να το πάρετε κορόϊδα,
σας την βούτηξε ο Ερμής, κι είναι τώρα κλειδωμένη,
χειροπόδαρα δεμένη.
Και στη θέση της με κόλπο, σας πασάρει εικονικές
ονειροκαταληψίες, και αιώνιες αυταπάτες,
εκσυγχρονισμένες πλέον και εικονογραφημένες:
πότε τάχα σε παιχνίδια, παραμύθια και ειδήσεις,
μελανές διαφημίσεις και ατελείωτες σειρές,
τέλεια ανακατωμένα, να μην έχεις πια ιδέα
τι να πάρεις, τι να αφήσεις.
Μα όλα αυτά δεν είναι ελπίδα,
έστω αχνή, έστω στο βάθος,
παρά μόνο μια παγίδα, που γυρνάει στριφογυρνάει,
μα κουράγιο δε γεννάει, παρά μαύρη απελπισία
και βαθιά σε μαύρη τρύπα, κατευθείαν σε τραβάει
Που πάει να πει: καταλαβαίνω: Και για να σας κάνω χάρη
λέω να τη λευτερώσω, την χλωμή την Ουτοπία,
κι εδώ δα να την καλέσω, ο χρησμός να εκπληρωθεί.
[χτυπάει τα δάχτυλα και φωτίζεται η Ουτοπία. Μοιάζει ξόανο, αλλά σε λίγο θα ζωντανέψει…]
Όμως, σα θεός που είμαι, κι έτσι που μ’ έχετε φτιάξει,
μ’ όλα τα δικά σας πάθη, και με των θνητών τα βίτσια,
τελικά δίκιοδεν δίνω,σε κανέναν απ’ τους δύο
Μήτε άντρες μήτε γυναίκες:
Ούτε στον Παρά τον τρύπιο, ούτε και στην Ουτοπία
(πού όνειρο και ευτυχία, πως σας δίνουνε θαρρείτε,
και ο ένας και η μία!)
Κι αφού εγώ είμαι ο Δίας, κι αφού κάνω ό, τι θέλω…
[γυρίζει από την πλευρά των συλλογισμών, χάνει τον ειρμό, αναλογίζεται και μονολογεί:]
(ή τουλάχιστον νομίζουν, κάτι τέτοιο οι θνητοί,
γιατί έχω και την Ήρα, με την κρεβατομουρμούρα,
και να αντιμετωπίσω, θεϊκές συνομωσίες,
σκοτεινές δολοπλοκίες…
Τα ηνία να κρατήσω, κι όλες τις ισορροπίες
που έχει ανάγκη η εξουσία.
Κι όλο μία από τα ίδια…
κι όλα αυτά μ’ έχουνε σκάσει
και μου σπάσανε τ’ αρχίδια!)
[επανέρχεται σοβαρός προς τους Αθηναίους]
Επαναλαμβάνω:
…Και αφού είμαι ο Ζευς,
λέω και αποφασίζω:
πως την πρόκληση αυγατίζω, και τ’ αναποδογυρίζω
όσα θα ’πρεπε να κάνω:
δεν σας ανασκολοπίζω, -θα ’τανε το πιο σωστό –
παρά σας αναβαθμίζω.
Έτσι, να ‘χετε ευθύνη, σαν θα δείτε τι θα γίνει!
Λέω λοιπόν:
Σεις ω άντρες Αθηναίοι, αλλά και εσείς Ατθίδες
Που σας έχουν καλομάθει
οι θεοί
και δικαίωμα σας δίνουν, να ’χετε άποψη και λόγο
-αλλά είσαστε κι ατσίδες-
(όπως χρόνια πριν, ας πούμε, τότε που ο Ποσειδώνας
-το μικρό μου τ’ αδελφάκι –
για να γίνει πολιούχος, υποσχέθηκε νερό
-για να λέμε την αλήθεια, βγήκε λίγο αρμυρό-
Αλλά εσείς είχατε γνώμη, του το βγάλατε ξινό,
και εδώσατε την ψήφο στο δεντράκι της ελιάς,
προσφορά της Αθηνάς…)
Ε λοιπόν το ξανακάνω!
Πλειοδοσία προκηρύττω!
Και ας έλθει ο Παράς, να σας πει και να σας τάξει.
Τι θα κάνει, τι θα πράξει, τι καλούδια θα σας δώσει
αν αυτόν εμπιστευτείτε.
[χτυπάει τα δάχτυλα και φωτίζεται ο ευτραφής Παράς, ως ξόανο αρχικά κι αυτός]
Αλλά πριν, το λόγο ας πάρει, -οι κυρίες προηγούνται –
(μα τι λέω! ο Μεγάλος!)
Η αιθέρια Ουτοπία, πού ήτανε αποδιωγμένη
και στα σίδερα κλεισμένη, με την Ιστορία αντάμα
ακινη-τοποι-ημένη
Κι έχει χρόνια να μιλήσει, ας σας πει κι αυτή τι δίνει.
Κι ύστερα εσείς ψηφίστε, όπως είστε μαθημένοι.
Και εγώ μα τους Ολύμπιους, και τους δώδεκα μαζί,
ό, τι κι αν αποφασίστε, ίσως να το επιτρέψω.
Με μονάχα έναν όρο: Πως πιστοί σ’ εμέ θα είστε,
όποιος απ’ αυτούς [απ’ τους δυο] κερδίσει.
Θέλω:
Τάματα κι αφιερώσεις, με τις τακτικές τους δόσεις.
Επικλήσεις, λιτανείες, σταθερές τελετουργίες.
Θησαυρούς στα ιερά μου, και τα σφάγια δικά μου!
Να με αποκαλείτε πάντα, Παντοδύναμο Αφέντη
και Ουράνιο Αστραποβρόντη!
Και στις ιερές γιορτές μου, θέλω τις πομπές με ουρές,
και παιάνες και παρθένες, όμορφες και δροσερές.
Και να έχετε στο νου σας: Θεός είμαι όμοιός σας.
Δε με φτιάξατε, το ξέρω, για να ’ρθω και να υποφέρω,
σα σωτήρας να ξεπλένω, τις δικές σας αμαρτίες…
Ήρθα για να κάνω λάθη. Όπως κάνετε και εσείς.
Και να έχω τα ίδια πάθη!
Στα ουράνια να βολτάρω, και να κάνω ό, τι γουστάρω
Όπως μόνο στα όνειρά σας, θα τολμούσατε ποτέ
Γιατί με θελήσατε έτσι, κι έτσι χρησιμεύω κάτι!
[κάνει γκριμάτσα σα να είπε πολλά, και μετά κάνει νόημα προς την Ουτοπία η οποία «ζωντανεύει» και αρχίσει να μιλάει]
Ουτοπία
Έχω χρόνια να μιλήσω, συγχωρήστε με αδέλφια
και για σας να ζωγραφίσω, όνειρα υπερβατικά!
Όλα όσα ξεπερνάνε την ανθρώπινη μιζέρια,
απ’ την ύλη ξεκινάνε, όμως φτάνουνε στα αστέρια!
κι έτσι λίγο από το Θείο, τ’ άγ-ι-ο το ιερό
το ουράνιο στοιχείο
-με απλό ενθουσιασμό –
μεσ’ τον άνθρωπο μπολιάζουν.
Με της ποίησης τα λόγια, κέρδιζα την αφθαρσία
Μόνο εγώ για αθανασία σας μιλούσα
Μόνον εγώ τιθάσευα την σαρκοβόρα τύψη
και στη μνήμη σας κεντούσα,
με του έρωτα τα βέλη
ξόρκια ενάντια στη θλίψη.
Με χορό και με τραγούδια και με της ζωής το πάθος
ήξερα να απογειώνω,
τα μελλούμενα να πλάθω και τα τωρινά να εμπνέω
την χαρά να ανακυκλώνω και το άγχος να μειώνω.
Για ξανά-αναλογιστείτε τις καλές τις εποχές,
κλασικές, ηρωικές, που ’ζησε η ανθρωπότης
και να! δείτε!, θα με δείτε: πάντα ήμουνα παρούσα
και βασίλισσα οδηγούσα των καλλιτεχνών εμπνεύσεις:
Και ποιητών, μα και ζωγράφων, συγγραφέων, τροβαδούρων
και ηθοποιών, και όλων, των ευαίσθητων ανθρώπων.
Και μετά: Νόμος και Δίκιο
Που απ’ τα ζωντανά της πλάσης, ειν’ προνόμιο και καθήκον
όσων θέλουνε να λένε, πως διαθέτουν λογική:
Και αυτά, χάρη σε εμένα, μπόρεσαν να σχεδιαστούνε
κι έστω κι αν δεν τα τηρούνε, παραμένουνε πυξίδες
για να ξέρουν οι ανθρώποι, που πατάν και που τραβούνε.
Της υπέρβασης βλαστάρι, μόνη ορατή ελπίδα,
με όνειρο και λογική, δίνω νόημα στον κόσμο
Δίνω γεύση στη ζωή
Και με το Αιώνιο Σύμπαν, μόνο εγώ έχω επαφή!
Μα κι εσείς άνδρες / γυναίκες, ευτυχία που ζητάτε
στην πραγματική αγάπη, που είναι πάνω απ’ τα εγκόσμια
τα φτηνά τα ταπεινά…
ξαναφέρτε με στην πλάση και να δείτε πως με εμένα
θάβρετε την αρμονία, την υπέρτατη, τη σπάν-ι-α,
του φθαρτού και του αιώνιου,
όταν δένουνε μαζί.
Παράς[που ενώ μιλούσε η Ουτοπία έκανε (ως ξόανο) μόνο γκριμάτσες κοροϊδευτικές και αποδοκιμασίας, τώρα ζωντανεύει κι αυτός]
Μα τι λες αλλοπαρμένο;!
Αιθεροβαμόνων βάρκα!
Που δεν ξέρεις τι στην πράξη είναι εκείνο που μετράει!
Ουτοπία
Μη μου πεις ¨ό, τι πουλάει¨…
Παράς
Μα και βέβαια μουρλέγκω, δίκιο έχει, ό, τι πουλάει
κι ό, τι ευτυχία δίνει σ’ όποιον έχει να αγοράσει!
Για δες πόσα προϊόντα, με εμένα θα αποκτήσεις!
Πέρνα κόσμε να τα δεις! Όχι λόγια του αέρα,
όπως ήταν τα δικά σου.
Δες κουζινοσυσκευές. Δες ηλεκτρικά καλούδια,
δες κονσόλες, χειριστήρια, δες για κινητά, τραγούδια.
δες και μόνιτορ, οθόνες, δες δισκάκια με εικόνες,
δες και τις ταινίες όλες και τρισδιάστατα παιχνίδια!
Κι από περιττό ό, τι θέλεις: Να αγοράζεις να πετάς,
να θριαμβεύει ο Παράς
Ό, τι να ΄ναι πλαστικό, το διαθέτω μόνο εγώ
Πλαστικά άμα θέλεις πιάτα, και κανάτες και καριέρες
και μπουκάλια και αγάπες,
Τα πουλάω πέρα ως πέρα, στης υδρόγειου την άκρη!
Και χειρούργους πλαστικούς, έχω αν θέλεις κι απ’ αυτούς!
Έχω βίντεο ¨τραβηγμένα¨, έχω τράπεζες εμβρύων
και γονίδια παγωμένα!
Έχω σνομπ, έχω εστέτ, και για όλους έχω όπλα
Έχω κλώνους και κλωνάρια, έχω και μεταλλαγμένα
Για να φάνε κι οι φτωχοί, προσφορά από εμένα.
Τελευταία έχω πάλι, βάλει στην κυκλοφορία
Μία νέα μου πατέντα:
Δούλους που έρχονται μονάχοι και ζητάνε να δουλέψουν
τρώγοντας τα αποφάγια!
Τι μυαλό! Και τι ιδέες!
Μα τι λέτε Αθηναίοι και ωραίες μου Αθηναίες
Είναι να το συζητάμε;
Εγώ θα ’μαι ο σπόνσοράς σας, χορηγός, νουνός, κουμπάρος…
Ουτοπία[κοροϊδευτικά]
Κι όποιον θέλει ας πάρει ο χάρος…
Παράς [δε δίνει σημασία]
Α, ναι.
Μια που πήρε το αφτί μου κάτι για προβληματάκια
Που ανάμεσα στα φύλα παρουσιάστηκαν προσφάτως,
προσοχή! μη γελαστείτε, πέσετε σε ουτοπίες
και του σεξ τις λειτουργίες
-τις καινούργιες εννοώ-
προπαντός μην αρνηθείτε:
Μόνο εγώ μπορώ να φτιάξω, όλες τις δια-σταυρώσεις,
ζευγαρώματα καινούργια, και γεμάτα φαντασία,
όλα στη σωστή τιμή!
Και τα παραδοσιακά;
Άφθονα έχω κι απ’ αυτά:
Άμα θέλεις δονητές, ή και κούκλες φουσκωτές
εγώ μόνο τα διαθέτω, σ’ όλες τους τις ποικιλίες
Κι όχι εκείνη η τρελή.
Αφηγητής
Αυτά είπαν, κι είπαν κι άλλα, η αιθέρια Ουτοπία
κι ο πραγματιστής Παράς.
Κι αν οι Αθηναίοι πολίτες, κατά βάθος μπερδευτήκαν,
η αλήθεια είναι ότι, δεν το μάθαμε ποτέ,
κι αυτό γιατί όταν ο Δίας -άρχων της πλειοδοσίας,
έκρινε πως όλα τούτα, εκρατήσανε πολύ,
κι ότι παν να μας ζαλίσουν,
διέταξε να σταματήσουν, των θεών οι προσφορές,
και οι ψήφοι να αρχινήσουν.
Και πώς έγινε ακριβώς;
Μα με τρόπο θεϊκό. Χωρίς ένσταση καμία,
μα και δίχως αντιρρήσεις.
Οι θεοί αποφασίσαν κι αναθέσανε σε μένα,
που το παίζω στο απέξω -τάχα αντικειμενικός-
να μετρήσω προτιμήσεις.
Αλλά!
[γκονγκ]
Ω!
Μια ανατροπή καινούργια, που το νήμα περιπλέκει
και το δίδαγμα μπερδεύει, αναφαίνεται και πάλι:
Πρέπει να εξομολογηθώ,
πως εγώ δεν είμαι εγώ!
Τώρα μόλις κάτι μού ’ρθε! Μού ’γινε μια εισβολή
ένδο-εσω-τερική!
Κάτι μούρθε σαν ταμπλάς! Κάτι άλλαξε εντός μου
και δεν είμαι ο εαυτός μου
πια!!!
Που σημαίνει πως δεν είμαι, πλέον ο αφηγητής
του τρανού του συγγραφέα, πληρεξούσιος κριτής
Αλλά είμαι….
Ο Κεκλιμένος
Δόκτωρ εκσυγχρονισμένος!
[Βγάζει την τήβεννο και μετατρέπεται στον γνωστό δόκτορα του προοιμίου]
Τώρα πρέπει να επέμβω και νέο-επιστημονική
να εφαρμόσω εκδοχή!
[γκονγκ]
Κεκλιμένος
Δώστε φως και δώστε ήχο!
Τώρα να σας αναγγείλω, τ’ αποτέλεσμα απ’ την ψήφο
[γκούχου γκούχου]
[γκονγκ]
[Ειρωνικά, περιπαικτικά]
Μα τι βλέπω εδώ πέρα;
Η διαφορά δεν είν’ μεγάλη. Μ’ αν μετρώ, ξαναμετράω,
πάλι έρχονται μπροστά, οι υποσχέσεις του Παρά!
[Περιπαικτικά]
Η κακόμοιρη Ουτοπία, νάτη που ξανά χλομιάζει
Ενώ, δείτε πως ξανάβει, και ευτυχισμένος κλάνει [ακούγεται η εκτόνωση)
ο δημοφιλής Παράς!
Να λοιπόν που επιτέλους, φτάσαμε κι εμείς στο τέλος
του πειράματος [διορθώνει ειρωνικά] –συγγνώμη-
της αρχαίας παροδίας, στις παρόδους που συμβαίνει
της Μεγάλης Ιστορίας
Να που ο Δίας σκεφτικός, τα μαζεύει για να φύγει…
Να που κι ο Παράς κηρύττει, το μεγάλο πανηγύρι!
Τον μεγάλο το χορό!
Ας πιαστούμε χέρι χέρι…
[πιάνονται όλοι χέρι χέρι, ο δόκτωρ τελευταίος, εκτός από τρεις αρσενικούς που θα είναι οι φιλόσοφοι.
Καθώς χορεύουν, μετατρέπονται και πάλι σε εργαζόμενους και, καθώς φτάνουν στην άκρη της σκηνής, ο πρώτος πηδάει κάτω, και ο χορευτικός γύρος επαναλαμβάνεται με τους υπόλοιπους]
[μουσική]
Χορός
Έχετε γεια βρυσούλες,
μόνον εμφιαλωμένο
Θα είναι πλέον το νερό, σε μπουκάλι πλαστικό!
Στη στεριά δεν ζουν τα ψάρια, αλλά ούτε στα νερά…
Αμμουδιά πια δεν υπάρχει, μόνο πίσσα και σκουριά.
Έχετε γεια ραχούλες: δεν υπάρχει γιατρικό
Το τοπίο τώρα θα είναι, μόνο βιομηχανικό!
Γεια σας λόγγοι και βουνά
και παραμυθένια δάση, που τελειώσατε και τώρα
πάει, ο κόσμος έχει σκάσει!
Η πλαστικοποιημένη επανάσταση αρχίζει,
μα προθέσεων καλών και πολιτικώς ορθία.
Γαμώ την ατυχία μου, γαμώ την αβλεψία
θνητών, δαιμόνων και θεών!
Έχετε γεια Αθηνιώτισσες, μη ξανακαμωμένες
Με τις ρυτίδες ζωντανές, και όχι τσιτωμένες
που από γενιές των γενεών
ήσασταν λατρεμένες!
Ελάτε να χορέψουμε χορό ευδαιμονίας
κι ας πάει και το παλιάμπελο και η ξανθιά ρετσίνα!
Στης νέας κοινωνίας, τους δρόμους ταξιδεύουμε
με άλλα, νέα εθιστικά, κι όχι τσιγάρα και κρασιά
Και ζήτω ζήτω στον Παρά: Αφέντη στην Αθήνα!
Αφηγητής /Κεκλιμένος [αφήνει το χορό, του α-λόγου – που συνεχίζεται,
καθώς ακούγονται οι πτώσεις με πάταγο των συμμετεχόντων και στρέφεται πονηρά προς το κοινό:]
Προτού να φύγουμε από ’δω, ας ρίξουμε ένα βλέφαρο,
να δούμε οι χαμένοι, πως πήρανε την ήττα.
[Ο Φωτισμός εστιάζει στο σημείο όπου βρίσκονται οι 3 φιλόσοφοι]
Για κοιτάξτε εκεί στο πλάι –στο ιγκόγνιτο νομίζω…-
Τους αναγνωρίζω: είναι
τρεις φιλόσοφοι που υπήρξαν, εραστές της Ουτοπίας
Πού ’φτασαν από παρόδους, χωριστές της ιστορίας
Για να μάθουνε το τέλος, τούτης εδώ της παροδίας.
Ένας είναι της εκκλησίας, και την ¨Πόλη του Θεού¨
είχε για ιδανικό του!
Ο άλλος σοσιαλιστής που τις τάξεις καταργούσε!
Και ο τρίτος, απ’ τους πρώτους, εραστές της Ουτοπίας
είναι ο Πλάτων ο μεγάλος, που είχε φτιάξει Πολιτεία
άψογη (μες το μυαλό του!)
Για να δούμε, πώς σχολιάζουν τ’ αποτέλεσμα της ψήφου…
Ρασοφόρος
Έλα τώρα φίλε Πλάτων και κατάκαρδα μην παίρνεις
της πλατείας τα τερτίπια, και του όχλου τις βουλές.
Άλλωστε εσύ δεν είπες, ότι μόνον οι σοφοί
γνώμες έχουνε ορθές κι όλα τ’ άλλα είναι σκιές;
[γκουπ, πτώση από τη σκηνή]
Πλάτωνας
Έχεις δίκιο ρασοφόρε λίγο να με αποπαίρνεις.
Να σου πω όμως κι εγώ: Η δική σου ουτοπία
είναι εύκολη στα λόγια,
γιατί παίρνεις το Θεό, σαν εγγυητή για όλα.
Αλλά μήτε στον Θεό τους
τούτοι εδώ πια δεν πιστεύουν…
[γκουπ, πτώση από τη σκηνή]
Σοσιαλιστής
Τι να πω κι εγώ, ω φίλοι, αιώνιοι συνοδοιπόροι!
Που ως τα χτες ήμουν στ’ απάνω, και σχεδόν χειροπιαστή
πρότεινα την Ουτοπία.
Κι όμως, έχω καταρρεύσει, έχω ιδρώσει κι έχω ρέψει…
[Είμαστε εδώ: Λέει ο Τειρεσίας ο Νεώτερος στον Παπαράσιο, να βιαστεί να πει ό, τι έχει να πει, γιατί εγκυμονούνται εξελίξεις και αλλαγές (φύλου). Ο Λυσίστρατος και ο Κλεόβουλος συμφωνούν. Έτσι ο φλύαρος Παπαράσιος, αφού τους τυραννίσει ακόμη λίγο, θα τους πει τι τρέχει με τους άντρες και τις γυναίκες την εποχή της Ερμοποίησης]
Συνοδευτική μουσική ragtime Λυσίστρατος
Σίγουρα να μας πηδήσει…
Κλεόβουλος
Θα θελήσει.
Σκηνή τρίτη (δύο-η υπόλοιπη)
Παπαράσιος
Ναι τα ξέρω όλα ετούτα, αλλά για να καταλάβεις
τι συμβαίνει στα παλάτια και στα στέκια τ’ ουρανού,
πρέπει να σου περιγράψω με δυο λόγια παραπάνω,
τον διεκδικητή του θρόνου, τον πανούργο τον Ερμή,
που ίσως να τα καταφέρει
κι αύριο είναι ο Αρχηγός των θεών και των ανθρώπων,
και μαζί με τον Παρά, κυβερνάει την πλάση όλη.
Τειρεσίας
Άιντε πεθ το μας κι αυτό, γρήγορα παρακαλώ
Παπαράθιε κουτθομπόλη
και καργιόλη
Παπαράσιος
Σαν θεός ήτανε νέος,
στην αρχή,
ήταν ενδιαφέρων τύπος, λίαν περιπετειώδης,
που όλο αρμάτωνε καράβια και για μακρινά ταξίδια
ξεκινούσε δίχως φόβο.
Έφτανε σε νέα μέρη, νέους γνώριζε ανθρώπους,
το μυαλό του; Ανοιχτό!
Ήθελε όλα να τα ζήσει, ήθελε όλα να τα ξέρει
και οι οπαδοί του ήταν
άνθρωποι εύθυμοι κι ωραίοι
πού ’καναν ανταλλαγές: ίσα παίρνω, ίσα δίνω,
της ανάγκης τη μιζέρια καταφέρνω και τη σβήνω.
Όμως ύστερα, σαν είδε ότι οι περιπέτειές του
έφτιαχναν νέο παρά [λέμε: χρήμα με ουρά]
κι ο παράς είναι εξουσία και η εξουσία νοιάζει
και πονάει και κεντρίζει και ανθρώπους και θεούς
ήρθε κι άλλαξε μυαλά.
Με το μαζεμένο χρήμα, έστησε βιοτεχνίες
εργοστάσια, κομπανίες, για να φτιάχνει προϊόντα
που ζητάει η αγορά.
Κι άλλαξε στο χαρακτήρα. Πήγε κι έγινε τσιγκούνης
χρήμα, να σωρεύσει κι άλλο και να κάνει επενδύσεις
τώρα πια σε μηχανές,
που στην προγιαγιά τη Γαία χάραζαν βαθιές πληγές
κι άρχισε η κακομοίρα, να αρρωσταίνει, να ασθμαίνει,
να βογκάει και να σκούζει.
Τειρεθίας
Α, τον μπαγάθα…! Α, τον γρουθούδη!!
Παπαράσιος
Κι επειδή η βιομηχανία θέλει καταναλωτές,
νάτος πάλι να αλλάζει, με τη φύση να τα βάζει
-μάνα ανθρώπων και θεών-.
Ύλες πρώτες να αρμέγει, να παράγει καυσαέρια,
πλαστικά να επινοεί
και λογιών λογιών σκουπίδια
Τειρεσίας
Ναι! μαθ δάλιθε τα αρχίδια!
Παπαράσιος
Μα δεν έμειν’ ουτ’ εκεί.
Τώρα άλλαξε και πάλι: τον Παρά τον κολλητό του
ανακήρυξε θεό και βοηθούς επήρε νέους:
τον Χρημαμυστήριο, δαίμονα πλυντήριο
για τα κέρδη του Παρά,
τον Μουμουεδόνιο, δαίμονα των τελάληδων,
των πανηγυριτζήδων κι όλων των αμετροεπών,
και τον Καταλώνιο με τον Λάιφστάλιο,
που πάνε πάντοτε μαζί, ως Δάμων και Φυντίας
[ή ως δαίμων και ως φιδίας κολοβός]
Στήσανε παντού Εταιρίες, εν τω άμα και τω θάμα
με καινούργιες συμφωνίες, νέα καταστατικά
νέα συμβόλαια, νέες συμβάσεις,
κι από τους θνητούς ζητάνε,
με ψιλόγραμμένες ρήτρες κι ασφαλιστικές παγίδες,
να δουλεύουνε στο τζάμπα.
Και τους νέους τους δαιμόνους, διόλου δε τους ενδιαφέρουν
οι πραγματικές ανάγκες των ανθρώπων,
παρά μόνον οι σκιές κι οι πλασματικές εικόνες,
που ευρήκαν νέους τρόπους, ψεύτικους κι εικονικούς
στα κεφάλια να φυτεύουν,
Τειρεσίας
Μη μου πειθ! Αυτό μ’ αρέθει!
Παπαράσιος
Κι όλους να τους διαφεντεύουν!
Τειρεσίας
Μα Καλά Κι ο γέρο Δίαθ;
Δε τα κθ(ξ)έρει όλα αυτά;
Παπαράσιος
Όχι, γιατί με σνομπάρει και ποτέ δεν με ρωτάει
να τα πω όλα στην αράδα, να τα βγάλω και στα φόρα
τι σκαρώνουν και τι τρέχει, απ’ τη μύτη του από κάτω,
ο Ερμής κι οι νέοι δαιμόνοι…
Κλεόβουλος [διακόπτει]
Τειρεσία πάρε θέση!
Λυσίστρατος
Καλές είναι οι ιστορίες, κι οι συνω-μοσιο-λογίες
που αυτός μας περιγράφει.
Ναι, δε λέω, κάτι τρέχει, κάτι αλλάζει στο κουρμπέτι…
Κάτι πήραμε χαμπάρι!
Αλλά εδώ ήρθαμε γι άλλο, κι εσύ είπες πως τον ξέρεις
τον καημό μας τον μεγάλο, το μεγάλο μας το ντέρτι.
Τειρεσίας [δείχνει κατανόηση]
Τι έγινε με τις γυναίκεθ των θνητών ω Παπαρέθιε ;
Τι συνέβη κι όλα αλλάκθαν κι αντί απ’ τις αλλαγέθ
νάναι ευχαριστημένεθ,
που εβγήκαν απ τα θπίτια και εμπήκαν στις δουλειές,
όλο σκούδουν και γκρινιάδουν;
[ο Τειρεσίας αρχίζει σιγά σιγά να αλλάζει: του πέφτει το γένι, του φουσκώνουν τα βυζιά, κουνιέται πιο πολύ πέρα δώθε και η φωνή του αρχίζει να γίνεται πιο ναζιάρα του συνήθους]
Παπαράσιος
Θα στα πω με δύο λόγια, έτσι, να μην υποφέρεις
κι ύστερα…. θα μου επιτρέψεις, λίγο να στα αναλύσω…
Λυσίστρατος
Όχι !
Κλεόβουλος
Φτάνει ! Κόψ’ το! Κάνε πίσω!
Τειρεσίας/ινα
Και μένανε με έπιαθε μια ανυπομονηθία
κάτι θαν κάπθ(ψ)α εδώδα!
Για έλα θτην ουθία !
Μη θε γαμήθω (τι είπα η άτιμη;)
Παπαράσιος [στον Τειρεσία]
Λιγουλάκι; Μια σταλίτσα;
Όχι; Τίποτα; Καλά!
Τότε θα τ’ απαριθμήσω: με το ένα, δύο, τρία.
Τειρεσίας
Άντε μπράβο
Παπαράσιος
Έχουμε λοιπόν και λέμε:
Ένα: Ο Ερμής κι οι δαίμονες, σ’ όλες τις εταιρείες,
Την ηγεσία άλλαξαν και τα μεσαία στελέχη.
Δύο: Στη θέση των αρσενικών, που είχαν αποτύχει
να φέρουν Νέα Εποχή, να στήσουν Νέα Τάξη,
βάλανε τις γυναίκες.
Τειρεσίας /ζίνα
Γιατί καλέ; Δεν είχε τόοοθα στελέχη άκθια;
Τόοοθους φτασθμένους (Γ)Ιάπειθ; Απ’ την προηγούμενη γενιά;
Παπαράσιος
Δεν ξέραν από φούσκες – όχι αρκετά – όχι όσο χρειάζεται
σε εποχές ανατροπών, χρόνους απορρυθμίσεων…
Κι έπειτα, χούγια αρσενικά, κρύβανε από κάτω
απ΄ τα μισά χαμόγελα, τα δημο-σιό-σχετίστικα
Τειρεζίνα
Κι αυτό τι τονε πείρα(ζ)δε, εμένανε μ’ αρέθουν,
τ’ αντράκια τα πολύ βαριά, σαν Τειρεδίνα γίνομαι
τα πάω δίχωθ άλλο!
Παπαράσιος
Όσο κι αν προσπαθούσανε να εκσυγχρονιστούνε
παιδιά του Άρη μένανε και τσαμπουκά πουλάγανε
Όμως τι να το κάνεις;!
Άλλο το ξεσυνέρισμα, τα ψευτονταηλίκια,
οι ανδρικοί οι πόλεμοι, και το ιπποτηλίκι
κι άλλο η επιθετικότητα η εκσυγχρονισμένη
με ζόρικες πολιτικές, πωλήσεις με το ζόρι
και ζόρικες εξαγορές…
Τειρεζίνα
Εντάκθει. Έχει και τρίτο;
Παπαράσιος
Τρία:Τον αντρικό τον τσαμπουκά, (και την τεστοτερόνη
-ό, τι είχε απομείνει-)
Τον πολεμήσαν ύπουλα, Με οιστρογόνα χημικά
που βάλανε στα πλαστικά, όπου πίναν οι άντρες.
-Μια εφεύρεσή τους νέα, που επιτυχία είχε τρανή!
Έστω και εάν τη Γαία, σφόδρα την ενοχλούσανε
και βόγκαγε η καψερή, και αναταραζότανε.
Μα και τα νέα θηλυκα, τα στε-λεχο-ποιημένα,
με τα παλιά, τα ατελή, τα απαρχαιωμένα,
δεν έπρεπε να μοιάζουν.
Γι αυτό τους κόψαν ριζικά τα αγαπητηλίκια,
και τους πολλούς αλτρουϊσμούς
-Πού άλλωστε ήταν άχρηστοι-.
Έτσι κι αλλιώς δε θα ’πρεπε μανάδες να το παίξουν,
παρά στελέχη ζόρικα, του ιδιωτικού τομέα.
Για να τις κολακέψουνε και να μην αντιδράσουνε
την αλαφράδα τη δροσερή, που από πάντα διέθεταν
οι όμορφες γυναίκες, πρώτα την θεσμοποίησαν
την έντα-τίκο-ποίησαν
κι ως υψηλή κουλτούρα, την εξεπούλησαν παντού
σε όλο τον πλανήτη!
Λυσίστρατος
Ποια; Την Αλαφράδα;
Παπαράσιος
Μα το Δία! Να μη σώσω, αν σας λέγω κουταμάρα!
Κλεόβουλος
Μας το ’κλεισαν το σπίτι.
Αλί σε μας!
Λυσίστρατος
Μη τον διακόπτεις Βούλη.
Τώρα που μόλις άρχισε να εξηγεί τι τρέχει…
[στον Παπαράσιο]
Ω δαίμονα ενήμερε, μα και δικτυωμένε,
το στόμα σου τ’ απύθμενο, ας το ανοιχτό ακόμη
για λίγο, να νοήσουμε, ποιος φταίει κατά βάση
εμείς, εκείνες ή ο Ερμής κι οι νεο-δαίμο-νές του,
που μας ετάραξαν το νου και πια δεν λειτουργούμε;
Τειρεσίας /Τειρεζίνα
Αχ όχι! Παπαράθιε!
Εδώ κάνε ένα διάλειμμά,
να πάρουμε μια ανάθα, γιατί όλα αυτά με κθ(ξ)άναπθ(ψ)αν…
Και θειθ ω ομορφόπαιδα, λιγάκι χαλαρώθτε
και μια που κάνει ζέθτη, βγάλτε κανα ιμάτιο
να βάλουμε και μουθική, να παίκθει η καραμού(ζ)δα
κι αθ έρθουν και τα ού(ζ)δα
μπας τελικά μια απίθανη σκαρώθουμε παρτού(ζ)δα
Κλεόβουλος
Ωιμέ! Ετούτος μεταλλάχθηκε κι εγίνηκε ετούτη!
Λυσίστρατος [στον Κλεόβουλο]
Εγώ λέω να την κάνουμε,
τα πράγματα αγριεύουν…
Κλεόβουλος
Δεν είναι κι ασχημούλα!
Λυσίστρατος
Έλα σου λέω, πάμε…
Παπαράσιος
Μα τι βλέπω; Εδώ έχει δράση
Α! αυτή είναι ωραία φάση!
Να τη καταγράψω πρέπει,
στους αιώνες (των αιώνων)
να περάσει!
[βάζει μπρος τα καταγραφικά του μηχανήματα]
Τερεζίνα[τους τραβάει από τα ιμάτια]
Βρέ, Καθήθτε ακόμη λίγο, τι βία έχει, κρατηθείτε
και το δώρο μου δεχτείτε.
Κλεόβουλος
Δώρο;
Τερεζίνα
Ναι! δελτίο θα θας βγάλω, μετεώ-ρολό-γικό
για να κθέρετε εγκαίρωθ, κατά την επιθτροφή σας,
αν θα βρέχει συνεχώθ ή απ τον ήλιο θα καείτε.
Κλεόβουλος
Ε Λυσίστρατε, τι λές; Παραμένουμε λιγάκι
στης Τειρεζίνας το κονάκι ;
Λυσίστρατος [του δείχνει τον Παπαράσιο που καταγράφει τη σκηνή]
Για δες τονα εκείνον: γράφει.
Κι αύριο οι τελάληδες, σ’ όλα τα πανηγύρια
για σένανε θα ιστορούν.
Το μόνο που δε ξέρω, είναι εάν θα λένε πως εσύ
την Τειρεζίνα πήδηξες
ή πως ο Τειρεσίας σε έκανε σουβλάκι…
Κλεόβουλος
Μα δεν τα μάθαμε όλα, για τις γυναίκες και για μας…
(Στη σκηνή αυτή εμφανίζονται θεοί και τετρακέρατοι δαίμονες, και επειδή είναι λίγο μεγαλούτσικη λέω να σας την αναρτήσω σε δύο μέρη)
Σκηνή τρίτη (ένα)
[Μέσα από τους ατμούς ξεπροβάλλει δαίμονας. Ο προβολέας επικεντρώνεται στο προϊόν της μαγικής επίκλησης του Τειρεσία junior: τον επικοινωνιακό δαίμονα Παπαράσιο!]
Παπαράσιος
Είμαι ο Παπαράσιος!
Τειρεσίας[τινάζει το γιακά του]
Είναι ο Παπαράθιοθ !!!
Παπαράσιος[ενοχλημένος επαναλαμβάνει]
Είμαι ο Παπαράσιος!
Ο Δαίμονας ο αδιάκριτος. Ο Μυθοπλαστικός.
Δε μου ξεφεύγει τίποτα
-μέλλον ή παρελθόν-
και διασυνδέσεις έχω, και είμαι πάντα άξιος
και πανταχού παρών!
Ποιος μπήκε στης Ελένης την κρεβατοκάμαρα;
Εγώ!
Ποιος πήρε τον Ορφέα από πίσω ως τα Τάρταρα
Εγώ!
Ποιος του Οιδiπόδου τ’ άπλυτα κατάφερε να μάθει
Εγώ!
Ποιανού δε του ξεφεύγουνε οι πόθοι και τα πάθη
θεών, θνητών κι ημίθεων;
Μα φυσικά Εμένα!
Άλλα τα πιάνω με το αφτί.
Άλλα τα βλέπω στα κρυφά.
Μα έχω κι ένα χούι:
δεν τα κρατάω μυστικά!
…Και άμα πέσουν οβολοί,
μνες και δραχμές και τάλαντα
σας λέω
ως και τα κάλαντα
Εγώ ξέρω ποιος πήδησε,
ποια πήδησε
κι αν τελικά τη γκάστρωσε…
Εγώ ξέρω
ποιος τα ’ριξε σε ποια
και ξέρω και ποιος χώρισε,
ποιαν χώρισε…
Κι όχι μόνο αυτά.
Εγώ ακόμη ξέρω:
ποιος έκλασε,
πως μύριζε,
και το βρακί της Άρτεμης
αν έχει καμιά τρύπα.
Του Απόλλωνα τις ρίμες
πρώτος εγώ θα σας τις πω.
Και του Ήφαιστου τα κόλπα,
που με την τεχνολογία
φοβερή έχει μανία
και που σίδερα όλο λιώνει
και κολλάει και διορθώνει
τις μυστήριες μηχανές
μέσ’ στο εργαστήριό του,
μόνο εγώ ξέρω σε βάθος
τι σκαρώνει!
[συνοδευτική μουσικούλα ragtime]
Τειρεσίας
Άθε τις θάλτθες δαίμονα. Και έμπα θτην ουθία.
Τι το καινούργιο έγινε θτη θεία κοινωνία
των αθανάτων;
Παπαράσιος
Τι έγινε εκεί ψηλά
-στην κορυφή του Ολύμπου –
και γιατί άλλαξαν πολλά, αναφανδόν και ξαφνικά;
Μόνον εγώ το ξέρω.
Μα μια και με καλέσατε και σίγουρα τυγχάνω
Δαιμόνιος Ερευνητής και επαγγελματίας,
με νι, σίγμα, και ύψιλον, τις φάσεις των πραγμάτων
-λιανά θα σας τις κάνω –
Τειρεσίας
Έλεκθε (έλεγξε) όμωθ τη γλώθθα σου κι άθε τις φλυαρίεθ.
Παπαράσιος [παίρνει βαθειά ανάσα]
Πετούσε μια φορά που λες,
με τα χρυσά σανδάλια του, που ’χουν απάνω τους φτερά,
ο ταξιδιάρης ο Ερμής: Μέγας κομπιναδόρος,
αγγελιοφόρος του Διός!
Θεός αντάμα των κλεφτών, μα και του εμπορίου.
Πετούσε και σκεφτότανε: Πως άλλαξε ο κόσμος!
Και μήπως είναι πια καιρός κι ο Όλυμπος ν’ αλλάξει…
Τειρεσίας
Και πούθε τα κθέρεις όλα αυτά, αδιάκριτο δαιμόνιο;
Παπαράσιος
Μα από πίσω του έτρεχα, για να τα καταγράψω,
όλα όσα σκεφτότανε, στο ειδικό κατάστιχο
που πάντα κουβαλάω.
Γιατί δουλειά μου είναι, σ’ αυτό να σημειώνω
όλα όσα συμβαίνουνε, και πράξεις, μα και σκέψεις.
[Μικρή παύση]
Και ψέματα αν λέω, -μα το Δία, –
να μη σώσω,
μία μέρα να εκδώσω
Βιογραφίες των θεών, εικό-νογρά-φη-μέ-νες.
Τειρεσίας
Άντε τώρα, προχώρα.
Παπαράσιος
Αν θέλεις όλα να στα πω, μη με ξανά-διακόψεις.
Ο Ερμής λοιπόν… [βρίσκει τη ροή του λόγου]
Πετούσε και σκεφτότανε: Πως πέρασαν τα χρόνια!
Αλλά ο Δίας έμενε ατράνταχτος στη θέση του
εκεί, ο ίδιος πάντα: Όμοιος και απαράλλαχτος!
Να παίζει με τους κεραυνούς και τ’ αστραπόβροντά του
και να πηδάει που και που καμιά θνητή στη ζούλα
ντυμένος αγριόχοιρος ή κύκνος ή βουβάλι!
Και βολεμένος έτσι δα στο θρόνο του απάνω,
ν’ αρνιέται κάθε αλλαγή στα θεία και στα εγκόσμια.
Τειρεσίας
Ετθι είναι; Κατά λέκθ(ξ)η;
Παπαράσιος
Να ανοίξω το μηχάνημα –τον έχω καταγράψει-
να πάρετε λίγες φλασιές, απ’ του Ερμή την σκέψη.
[εμφανίζεται ο Ερμής- επί σκηνής ή επί της οθόνης]
Ερμής
Εδώ θέλει ανανέωση, κι αν όχι εγώ, ποιος άλλος
διαθέτει πιότερο νιονιό -διαρκώς αερισμένο
απ’ τα πολλά ταξίδια μου, στο πέρα και στο δώθε; –
Ποιος ο καταλληλότερος τα πράγματα ν’ αλλάξει
και στον ντουνιά που γέρασε, να βάλει νέα τάξη;
[προβληματίζεται]
Όμως, μονάχος δε μπορώ τον Δία να εκθρονίσω
χρειάζομαι βοήθεια και οπαδούς καμπόσους…
Κι ακόμη ειν’ απαραίτητη μια νέα θεωρία
α-πο-δο-μη-τι-κή!
για να τους πείσω όλους αυτούς, το Δία να αρνηθούνε
και δίχως τζιριτζάντζουλες, με μένανε να ρθούνε.
[σκέφτεται]
Μια νέα θεωρία! Λές;
[σκέφτεται]
Καλά θα ’τανε να ’βγαινα και να ’λεγα σε όλους,
ότι πολύ εκράτησε η απολυταρχία
του Δία
(γαμώ την ατυχία μου!)
Καιρός και ’δω να στήσουμε μία Δημοκρατία
μαζί να αποφασίζουμε και όταν θα διαφωνούμε
τις ψήφους να μετρούμε!
Τειρεσίας
Μα τι ακούω; Τι έγινε;
με τα καμώματά τουθ και τιθ δημοκρατίεθ τουθ
ακόμη και τον Ουρανό χαλάθαν οι Αθηναίοι;
Ερμής [συνεχίζει]
Ωστόσο αυτό δεν γίνεται, για δύο καίριους λόγους.
Τειρεσίας
Α!!!δεν γίνεται; Ευτυχώθ! Ηθυχάθα!
Ερμής
Πρώτον: Ο Δίας σίγουρα δε θα καθυστερούσε
και κεραυνό θα έριχνε στο δόλιο μου κεφάλι!
Το κράνος μου θα έλιωνε και πίτα θα γινόταν
και ’γω για τρία τέρμινα, ’δώ ’κεί θα γυροβόλαγα
σαν αποσβολωμένος!
Δεύτερον: Διόλου δεν είμαι σίγουρος
πως η Δημοκρατία στα μέτρα μου ταιριάζει…
Τειρεσίας
Α! καθηθυχάθτηκα μωρέ! Δεν ταιριάδει!
Ερμής [συνεχίζει]
…κι ότι εμένα γι αρχηγό / θα ψήφιζαν οι άλλοι
[αναλογίζεται]
Την Αθηνά; Ίσως, μπορεί να την εκλέγανε…
Ίσως τον Ποσειδώνα.
Ακόμη κι ο Απόλλωνας μπορεί να τους τραβήξει
με τα χαζά τραγούδια του, που παίζει με την λύρα
εγώ που του τη χάρισα
και τους αποκοιμίζει κάνοντας συναυλίες…
Άρα;
Άκυρον, λέω, άκυρον! Κάτι άλλο πρέπει νά ’βρω.
Τειρεσίας
Μπράβο Παιδί μου, μπράβο!
Ερμής
Έχω μια ιδέα!
Τειρεσίας
Αυτόθ έχει μια ιδέα!
Έρμης
Κι αν πάλι επι-κα-λεστώ, αντί την ψήφο των πολλών
σαν μέτρο εξουσίας
Πόσο μεγάλη επιρροή καθένας από μας ασκεί
στον κόσμο των ανθρώπων;
Ας το σκεφτώ κι αυτό καλά, να ’δώ αν με συμφέρει.
[Παίρνει πόζα σκεπτόμενου]
Έχουμε και λέμε:
[μίμος/ακόλουθος του Ερμή παρωδεί με κωμικές κινήσεις και μορφασμούς την αφήγηση του Ερμή- ο Ερμής ενδεχομένως τον διορθώνει μόνο με κινήσεις]
Τον Δία λατρεύουν οι αρχηγοί, οι ηγέτες, οι αφεντάδες,
γιατί μ’ αυτόν ταυτίζονται και θέλουν να του μοιάζουν.
[στρέφεται προς το κοινό] Λίγοι!
Και τον κομψό Απόλλωνα / θέλουν οι καλλιτέχνες
[στο κοινό] Δεν είν’ πολλοί.
Την Άρτεμη οι κυνηγοί, λίγοι και τούτοι είναι
και μερικές παρθένες.
Αυτές κι αν είναι λίγες την σήμερον ημέρα!
Ο Πλούτων έχει τους νεκρούς στου Άδη το βασίλειο.
Είναι πολλοί, πάρα πολλοί, μα δεν ανακατεύονται,
γιατί μαζί με τη ζωή, στερήθηκαν τα κίνητρα
ενέργεια που δίνουνε
στην πράξη την πολιτική.
Στο όνομα της Δήμητρας ορκίζονται οι γεωργοί
-είναι πολλοί μα αδύναμοι –
για αυτό, στο μοίρασμα της γης, είναι ο Άρης ο νταής
που κάνει το παιχνίδι.
Μα ο Άρης είναι μπουνταλάς, κι έτσι τον θέλουν μόνο
καραβανάδες της σειράς, π’ άλλο μέσο δεν έχουνε
παρά διαρκείς πολέμους, καριέρα για να κάνουνε
(και όχι για το κέρδος, να αλληλοσκοτώνονται,
που κίνητρο είναι μια χαρά, κι αξίζει και τον κόπο! )
[στο κοινό] Λίγοι και τούτοι / ευτυχώς!
Η Αθηνά έχει τους σοφούς και τους δια-νο-ουμέ-νους
-πολλοί ποτέ δεν ήτανε-
και σήμερα λιγότεροι από ποτέ απομείνανε
Από -δεκά -τιστή –κανε από της Νέας Εποχής
την οργιώδη έλευση: Το ρίξαν στη διαφήμιση,
σε χορηγών προγράμματα
και… [καταλήγει]
Κοίτα τι φέρνουν οι καιροί! Μάλλον εμένα προτιμούν,
παρά την κουκουβάγια…!
Την Αφροδίτη πάλι, την καμπυλογραμμούσα,
οι αρσενικοί την θέλουνε, άδικο δε τους δίνω.
Και εγώ θα τη γαμούσα!
Μα εκείνη ένα θέλει, -ετούτο εδώ- κι όταν το βρει
στα σκέλια της ανάμεσα, γι άλλο δεν ενδιαφέρεται.
Κι όσο για την πολιτική, τις νίκες και τις ήττες της
τις έχει γράψει η Άφρω, πάνω στις ωοθήκες της!
Ο τεχνολόγος Ήφαιστος έχει τους σιδεράδες
-συμπάθεια του έχουνε και κάτι κερατάδες-
και τεχνουργούς, μηχανουργούς μετράει στους οπαδούς του
Καλά παιδιά – μέλλον λαμπρό- αλλά ακόμη είναι νωρίς
ρόλο να παίξουν σοβαρό σε θέματα εξουσίας…
Αργότερα ίσως. Θα το δω!
Την Ήρα οι νοικοκυρές λατρεύουνε στο σπίτι, μαζί με την Εστία
είναι πολλές , μα δε μετρούν, στης εξουσίας τις πλοκές
καθώς η απιστία κυρίως τις απασχολεί:
τον άντρα τους να ελέγξουνε, να μη τις απατήσει,
σαν δεν τον απατούν αυτές.
[στο κοινό] Είναι πολλές μα άχρηστες
[συμπερασματικά]
Έτσι έχει η κατάσταση μ’ όλους τους συναδέλφους
Εξέχασα κανένα;
Τειρεσίας
Τον Διόνυθθο και εθένα
Ερμής
Ο φουκαράς ο Διόνυσος, έμεινε στην απέξω,
μέσα στη λέσχη την κλειστή των δώδεκα δε μπήκε.
Μα τι να πεις για δαύτονε; Που σουρωμένος τριγυρνά
από το βράδι ως το πρωί κι απ’ το πρωί ως το βράδι;
Αστον! [το ξανασκέπτεται]
Όμως αργότερα θα ’δώ, αν σώσει κι εκσυγχρονιστεί
κι αντι τ’ αρχαίο το κρασί, διαδώσει τίποτ’ άλλο,
πιο δραστικό, θα το σκεφτώ στο κόλπο να τον βάλω…
Τειρεσίας
Κι εθύ;
Ερμής
Τώρα για μένανε να πω, τι δύναμη διαθέτω.
Ψύχραιμα να αναλογιστώ, πόσους θνητούς χειραγωγώ
πόσους επηρεάζω:
Είπαμε: κλέφτες, έμπορους, κανένα ταχυδρόμο…
Παλιά δε μέτραγαν πολύ, για να τα λέμε όλα.
Όμως…
Τον τελευταίο τον καιρό, τα πράγματα αλλάζουν…
Η εμπορευματοποίηση, άρχισε να περνάει!
Μαζί το λάιφ στάιλ (τι είπα ο δόλιος;
τι βαρβαρισμούς έμαθα τελευταίως
στα μακρινά ταξίδια μου στη γηραιά Αλβιώνα;)
Μα επιτέλους: ευτυχώς ! Οι κόποι μου ανταμείβονται!
Τον κόσμο επηρεάζω!
Καιρός κι εδώ να επιβληθώ/
και ΌΛΑ
αφού τα απορυθμίσω, και τα αποδομήσω
την γενική Ερ’μοποίηση στον κόσμο θα κηρύξω!
Κι όλα θα τα γαμη…θα τα αλλάξω!
[γκονγκ]
Παπαράσιος
Και να που κατακέφαλα η έμπνευση του ήρθε!
[γκονγκ]
Ερμής
Και να που κατακέφαλα η έμπνευση μου ήρθε!
Αφού δεν έχω σύμμαχο, καιρός είναι να φτιάξω
κανέναν από μόνος μου, κάποιον να μου ταιριάζει.
Κι αφού από τους έντεκα, πιστός δεν είν’ κανένας,
μα ούτε αρκετά ισχυρός,
στον Δία θα εισηγηθώ -αφού τον καλοπιάσω –
ακόμη ένα νέο θεό, να μπάσουμε στον Όλυμπο.
Έτσι λέω να αρχίσω, την νέα μου πορεία.
Λυσίστρατος
Έλα βρε Τειρεσία, το δαιμόνιο νομίζω
άλλες ιστορίες λέει
κι όχι εκείνες που ενδιαφέρουν
της Αθήνας τους πολίτες, δηλαδή εμάς τους δύο!
Τειρεσίας
Θκάθε [σκάσε] νέε Αθηναίε
[και]
πέραθέ μου κάνα φύλλο, γιατί πάλι θα κθυπνήθω
και θα εκ-θαφά-νιθτεί ο δικτυωμένοθ δαίμων…
Κλεόβουλος
Δος του για να μη ξυπνήσει και είτε αλήθεια είτε ψέμα,
κάτι θα μας ξεφουρνίσει, ο δαιμόνιος Παπαράσιος.
[Ο Λυσίστρατος δίνει στον Τειρεσία νέο σακουλάκι με φύλλα]
Τειρεσίας
Είπεθ άκθιε Παπαράθιε, πωθ αυτή είναι η αρχή.
Πεθ μαθ όμωθ παρακάτω, τι μα την ευχή θυμβαίνει;
Ο καπάτθος ο Ερμής τον κατάφερε τον Δία
νέο θεό να ειθαγάγει θτου Ολύμπου τα παλάτια
κι εκεί δώδεκα που ήταν, να γινούνε δέκα τρειθ;
Παπαράσιος
Εν τω άμα κι επί τόπου, την απόφαση σαν πήρε,
και το σχέδιο στο μυαλό του άρχισε μορφή να παίρνει,
πάει και βρίσκει τον Μεγάλο, και με επιτήδειο τρόπο
να του ψιθυρίζει αρχίζει, ότι όλο και πιο λίγοι
-από τους πρωτοκλασάτους- στο βουνό ψηλά συχνάζουν
και αυτό πολλούς κινδύνους, για τη ράτσα των Ολύμπιων
σίγουρα εγκυμονεί!
Ότι ο Ποσειδώνας λείπει, όλο πιο συχνά στα βάθη,
της απύθμενης θαλάσσης.
Και ο Πλούτων, απ’ την άλλη, πια ποδάρι δε πατάει
αλλά μοναχά του Αδη τα σκοτάδια προτιμάει.
Αλλά και πως όλοι οι άλλοι, μία στη μέσα, μία στην έξω.
Ερμής
Ω μέγιστε Ζευ,
Παπαράσιος
του λέει
Ερμής
ακόμη και εγώ ο ίδιος
-μόνος δικαιολογημένος –
σε αποστολές πηγαίνω κι όλο λείπω από εδώ.
Και με αυτήν την ευκαιρία, να σου πω:
Πέρα πίσω από την Τροία, στη βαθειά Ανατολή
νέοι γεννηθήκαν θεοί, ζόρικοι, απειλητικοί,
κι όλο προς δυσμάς κοιτάζουν, κι όλο θέλουν να μας φάνε
κι άμα δεν οργανωθούμε και σε νούμερο αυξηθούμε,
θα μας κάνουν μια χαψιά,
όπου να ’ναι!
Δίας
Μα τι θέλεις επιτέλους;
Παπαράσιος
λέει ο Δίας
Δίας
Όλο το συγκενολόι, από ήρωες κι ημιθέους
εδώ πέρα έχω μαζέψει, θέλεις να μαζέψω κι άλλους;
Ερμής
Όχι.
Παπαράσιος
λέει ο Ερμής.
Ερμής
Πρέπει να προσλάβεις έναν, πλήρους απασχόλησης
και με ειδικά προσόντα
και να πάρει μετοχές, απ’ του Ολύμπου τις κορφές.
Δίας
Έχεις κάποιον να προτείνεις;
Ερμής
Έχω.
Δίας
Και πώς τονε λένε;
Ερμής
Κοίτα,
Μπορεί και να μη τον ξέρεις, γιατί εσύ αν θέλεις κάτι
δε ζορίζεσαι καθόλου, μόνο σκύβεις και το παίρνεις.
Μα στον κόσμο των θνητών, έχει πέραση μεγάλη
και τον αγαπάνε όλοι,
γιατί μοναχά μ’ αυτόν, αγαθά μπορείς να έχεις.
Δίας
Τι μου λες; Στα σοβαρά;
Ερμής
Σοβαρά! Τον λεν’ Παρά!
Και τον έχω για βοηθό μου και για εμπιστευτικό μου,
και μπορώ να εγγυηθώ, πως όπου πατάει πόδι
βασιλεύει η Αφθονία.
Δίας
Μα εσύ δεν είχες φτιάξει, έναν άλλο… πώς τον λένε;
Που κι αυτός για Αφθονία τσαμπουνούσε συνεχώς…
Πώς τον λέγαν; … Θαρρώ Πλούτο!
Ερμής
Ναι.
Αλλά αυτόν μου τον στραβώσαν και γυρίζει με μπαστούνι
μη προσά-νατό-λισμένος
τους ανθρώπους τους μπερδεύει, τους θεούς δεν ξεχωρίζει
κάνει λάθη απανωτά…
και δε μοιάζει του Παρά, που στην Αγορά θερίζει…
Παπαράσιος
Απ’ την μια κι από την άλλη, τον κατάφερε τον Δία
τον Παρά να τον προσλάβει και να τον ανακηρύξει
ως θεό πλήρους ισχύος –με αριθμό το δέκα τρία –
Κι έπειτα Παράς κι Ερμής, στήσανε μια εταιρεία
νέα, πολυεθνική και γεμάτη παρακλάδια
που εζώσανε τη Γαία, απ’ την μια άκρη ως την άλλη.
Τειρεσίας
Κι οι άλλοι οι Ολύμπιοι;
Πώς αντέδραθαν θαν είδαν
νέους θεούθ, νέα ιθχύ, νέες θχέθεις εκ(ξ)θουθίας;
Παπαράσιος
Ο καθένας το βιολί του, ζουν στον κόσμο τους αυτοί!
Κι άσε που στο άψε σβήσε, ο Παράς ο θεομπαίχτης,
τους οργάνωσε καζίνα.
Κι από τότε με τα ζάρια, γίνονται μαλλιά κουβάρια
κάθε βράδι.
Μόνο ο Ήφαιστος τα βρήκε με τη Νέα Κομπανία
και πατέντες καινοτόμες, για κομπίνες κερδοφόρες
άρχισε να αναλαμβάνει.
Κι όσο για το φουκαρά τον Άρη, είναι στο νοσοκομείο
-των θεών –
και στη πάπια κατουράει!
Γιατί του πλασάραν όπλα, τάχα με καινούργια κόλπα,
με εμβέλεια μεγάλη και βαρύ θανατικό.
Πήγε να τα δοκιμάσει, σε μια έρημο εκεί κάτω
κάπου στην ανατολή, μα αποδείχτηκαν μπιντόνια
και απλοί τσουτσουνοκόφτες,
ελειτούργησαν στραβά, και τον βγάλαν εκτός μάχης!
Κλεόβουλος [ανυπόμονος]
Τι θα γίνει δε θα φτάσει μέχρι το δικό μας θέμα;
Τειρεσίας
Κοίτα, λέγε τα με βιάθη, γιατί έχει πια βραδιάθει
κι άλλη μέρα πάει να αρχίθει, κι η τρελή η Τειρεδίνα
έτοιμη να εφορμίθει
είναι,
και δεν εγκυόμαι τι μπερδέματα θα στείθει
[μασουλάει μια χούφτα φύλα]
Μάλιθτα αν είν φτιαγμένη, από το (ζ)δαλιθτικό ετούτο
Χτες το βράδυ, φίλοι πολλοί, ήρθαν στο θεατράκι του Βαφοπούλειου και γνώρισαν από κοντά τον Λυσίστρατο, διαβασμένο με θεατρική επιδεξιότητα απ’ τον Κώστα, τον Νίκο, τον Βαγγέλη, τον Αγγελο την Πέννυ και την Πέγκυ. Τους ευχαριστώ θερμά όλους,
Σήμερα σας έχω το κείμενο της δεύτερης σκηνής. Την πρώτη σκηνή και το προοίμιο θα τα βρείτε εδώ παρακάτω.
Σκηνή δεύτερη
[Το εσωτερικό του Τροφώνειου Μαντείου. Ατμόσφαιρα σκοτεινή και μυστηριώδης. Ο βωμός όπου θυσιάζει ο Τειρεσίας, ο θρόνος από τον οποίο εκφέρει τους χρησμούς ]
Αφηγητής
Μακρύ δρόμο επήρανε, μακρύ δρόμο αφήσανε
-ο Στράτος και ο Βούλης-
τα σύνορα περάσανε, στη Βοιωτία φτάσανε
κι εκεί κοντά στης Λειβαδιάς το Άλσος,
του Αγαμίδη βρήκανε, τον γαμημένο λάκκο.
Οπού ’πεσε ο Τροφώνιος, τ’ αδέλφι του Αγαμίδη
και ζωντανός ρουφήχτηκε, στα άδυτα του Άδη
και δεν ξανα-εφάνηκε!
Κι όπου μαντείο στήσανε -οι Βοιωτοί-
στη μνήμη του Τροφώνιου
του εξαφανισμένου.
Εκεί ’χαν πληροφορηθεί πώς έχει καταφύγει
τους τελευταίους τους καιρούς
ο νέος Τειρεσίας,
ο μάντης ο περίφημος!
Ο τελευταίος γόνος
του γένους των Τειρεσιδών!
Που όπως όλοι ξέρουν, από τα χρόνια τα παλιά
φύλο μπορούν να αλλάζουνε
-μια άντρες, μια γυναίκες –
και έτσι καλά γνωρίζουνε, τα μυστικά αμφοτέρων.
Σκεφτήκανε λοιπόν, αυτός,
ο νέος Τειρεσίας,
θα ναι ο πιο κατάλληλος για την περίπτωσή τους.
Μα να προσέξουν έπρεπε, την ημερομηνία,
να τον πετύχουν δηλαδή τη μέρα τη κατάλληλη,
που διέθετε αρχίδια,
και των αντρών το πρόβλημα, θα το κατανοούσε
καλύτερα,
κι όχι τις μέρες που ’τανε φτιαγμένος Τειρεζίνα.
Τώρα θα πρέπει να σας πω, ότι τα βρήκαν σκούρα
σα φτάσαν στου Τροφώνειου το σκοτεινό μαντείο.
Γιατί προτού αντικρίσουνε το διάσημο το μάντη,
δοκιμασίες τρομαχτικές έπρεπε να περάσουνε:
Φίδια να αγκαλιάσουνε,
σκουλήκια να μασήσουνε,
και να ακροβατήσουνε πάνω από μαύρη τρύπα,
απύθμενη,
(κι άλλα πολύ φρικιαστικά, χειρότερα ακόμη
που φέρνουν αναγούλα, αλλά δε πρέπει να τα πω
γιατί ο νόμος του ιερού, ρητά τ’ απαγορεύει!)
Και όταν τα κατάφεραν
– άντρες ήταν γενναίοι –
Η τελευταία έκπληξη:
Τα τιμολόγια του ναού, στα ύψη είχαν ανέβη,
γιατί όπως ανάφερε και μία πινακίδα,
τον τελευταίο τον καιρό, έχει η ζωή ακριβύνει
και οι μισθοί και τα αγαθά, πτερόεντα έχουν γίνει.
Και είπαν οι δύο φίλοι:
μπας
οι πονηροί οι Βοιωτοί, επίτηδες το κάνουν
τους Αθηναίους γείτονες για να περιγελάσουν,
γιατί έχουν άχτι ιστορικό, επάνω τους να βγάλουν;
Το θέμα είναι ότι,
δώσε από δω, δώσε από κει,
ως και τον Πριαπάκη – τον Πάκη, το γαϊδούρι–
ενέχυρο τον άφησαν για να τα βγάλουν πέρα
κι ως τις πηγές να φτάσουν.
Κι έτσι –μην τα πολυλογώ,
της Μνημοσύνης το νερό
αφού ήπιαν, και της Λήθης,
στο τέλος τα κατάφεραν, τον ένδοξο το μάντη
να δουν αυτοπροσώπως.
Ήτανε επιβλητικός!
Δαιμονικός! Διεισδυτικός! Είχε πολλή σαγήνη!
Ήταν ψηλός τα μάλα
-και ψεύδιζε μια στάλα.
Μα ήταν σαφής απ’ την αρχή:
Τειρεσίας
[Μακρύς χιτώνας και μακρύ μπαστούνι στο μπόι του-πίσω του ένας θρόνος- μπροστά του ο βωμός των θυσιών. Προφέρει το σ=θ και το ζ=δ]
Για να πιάθω επαφέθ, με του Ολύμπου τιθ κορφέθ,
βγάλτε έ(ξ)κθω τα βαλάντια, για να θτήθουμε θυθία.
Και δε θέλω οβολούθ, θκουριαθμένουθ και βαριούθ.
Οι θεοί και οι δαιμόνοι, δεν γουθτάρουν τθιγκουνιέθ.
Γι αυτό των Ελλήνων παίδεθ, για να έχετε αποκρίθειθ,
κι όλα να μην πάνε θτράφι,
βάλτε αθήμι και χρυθάφι εδώ πάνω θτην εθτία
και δε θέλω αντιρρήθειθ!
Λυσίστρατος
Θα σου δώσουμε ό, τι θέλεις,
δηλαδή ό, τι έχει μείνει στων θυλακίων μας τον πάτο,
μα την πίστη την αγία, φτάνει να τα καταφέρεις
να μας δώσεις απαντήσεις, παραινέσεις, συμβουλές.
Συ που διερευνάς και ξέρεις, των Ολύμπιων τις βουλές
και τι τρέχει αυτές τις μέρες, στις ουράνιες τις σφαίρες.
Όμως πρέπει να σου πούμε:
Τα ’χουμε δοσμένα όλα,
όσα ως τώρα μας ζητήσαν του μαντείου οι ανθρώποι,
πού πολύ μας βασανίσαν, μέρες τώρα αναμονή…
Κλεόβουλος
Και μελόπητες αφράτες
Και αρνάκι για θυσία
Και μοσχάρι και κριάρι
που αγοράσαμε βαρβατο
και πληρώσαμε αλμηρό
στο παζάρι εδώ πιο κάτω!
Λυσίστρατος
-Αμέ!
Τειρεσίας
Ήταν προκαταρκτικά, όλα τούτα που μου λέτε,
για να δούμε αν οι θεοί, δέχονται να θαθ μιλήθουν
Μα αφήθτε τα αυτά -αν τελειώθαν τα λεφτά
Κατεβάδ(ζ)ω τα ρολά!
Τέλειωθε κι βίδ(ζ)ιτά θαθ!
Λυσίστρατος
Τειρεσία κάνε κάτι.
Δέξου αύριο να ρθούμε,
μα το Δία, τον παντογνώστη
Κλεόβουλος
Κάτι θε να σοφιστούμε…
Κι άλλους παράδες,
-ικανούς-
μα τη πίστη μου θα βρούμε.
Τειρεσίας
Αύριο θα ’μαι γυναίκα… Και θα μείνω με φουθτάνια
ένα μήνα πάνω κάτω, να ολοκληρωθεί ο κύκλοθ.
Άμα θέλετε ελάτε,
μα θα είναι η Τειρεδίνα που θα θαθ υποδεχτεί.
Κι επείδη θαθ βλέπω λαύρουθ, ρωμαλαέουθ και βαρβάτουθ,
ίθωθ άλλη γνώμη να’χει κι ίθωθ να θαθ απαντήθει,
αν και δεν το αποκλείω
και τον κώλο να κουνήθει…
Κλεόβουλος
Α!, το βύθθινο… χμ… το βύσσινο ας λείπει!
Τειρεσίας
Τότε ω άντρεθ Αθηναίοι, θτην πατρίδα θαθ γυρίθτε.
Δίχωθ του πθητού τη τθίκνα και χωρίθ θηκωταριά
χάνω τ’ ουρανού τα ίχνη
και δεν έρχονται οι δαιμόνοι
να μαθ πουν το τι θυμβαίνει.
Γιατί εδώ, θε μαθ, δεν είναι, θαν το θτέκι της Πυθίαθ,
που το δρόμο τηθ για νάβρει και θε έκθταθη να πέθει,
φύλλα πρέπει να μαθάει, θαν να ήτανε κατθίκα!
Λυσίστρατος[στο κοινο]
Φύλλα; Φύλλα!
Βρήκα; Βρήκα!
Μα τι έμπνευση! Τι λύση!
Μου ’ρθε τώρα στο κεφάλι.
Φτάνει να τον καταφέρω…
[στον Τειρεσία]
Φεύγουμε μεγάλε μάντη.
Μόνο θέλω να σου πω,
πως για έκσταση αν μιλάμε, στο δισάκι μου εδώ
ξεχασμένα από παλιά, έχω φύλλα από Κοκία
που μου δώσαν κάτι ναύτες, που τους πήρε ένα μπουρίνι
και τους πήγε μακριά, ως του ωκεανού τις άκρες.
Και να ξέρεις:
Απ’ τις δάφνες που μασάει η Πυθία,
το ταξίδι με Κοκία
είναι ανώτερο πολύ!
Τειρεσίας [με ξαφνικό ζωηρό ενδιαφέρον]
Τι λέθθθθ;!
Κάτι έχω ακουθτά.
Φέρε για να δοκιμάθω, κι αν το βότανο δουλεύει
τιθ θυχνότητεθ αν πιάθω, τότεθ επωφεληθείτε
Γιατί δαίμονεθ θα δείτε, που ’ναι πληροφορημένοι
και που θα τα πούνε όλα.
Λυσίστρατος και Κλεόβουλος [μαζί]
Είμαστε έτοιμοι ω μάντη.
Να σου πούμε τι ζητάμε;
Τειρεσίας
Δε χρειάζεται, το κθέρω!
Ειδαλλιώθ τι μάντηθ θάμαι!
Τώρα άνθρωποι θιγήθτε:
Να μιλήθουν οι θεοί!
[προς τα παρασκήνια-φωναχτά:]
Ατμόθφαιρα!
[Ακολουθούν ηχητικά και φωτιστικά εφέ (τύμπανα, πιάτα, μουσική, ατμοί κλπ) που φτάχνουν ατμόσφαιρα, ο Τειρεσίας σφίγγεται, αλλάζει χρώματα, στο τέλος επικρατεί σκότος]
(όταν έχεις φίλους ειδήμονες, μπορεί να πάρεις και καμιά -πολύτιμη- καλή κουβέντα)
Η ΧαριτωμένηΣβαλίγκου είναι συνδέλφισσα στο Τμήμα Δημοσιογραφίας του ΑΠΘ, όπου μεταξύ άλλων διδάσκει ¨Σημειωτική του Θεάματος¨, ¨Θεατρικό Λόγο και Επικοινωνία¨ και ¨Θέατρο του 20ού αιώνα¨.
Ήταν λοιπόν φυσικό να απευθυνθώ σ’ αυτήν και να της πω: ¨Χάρις, κοίτα, έχω εδώ ένα πρωτόλειο θεατρικό, ρίξε μια ματιά και πες μου τι γίνεται. Να το ξανακάνω ή να ασχοληθώ καλύτερα με οτιδήποτε άλλο;¨
Μου είπε¨ευχαρίστως¨, της έδωσα τον Λυσίστρατο χειρόγραφο, και ενώ περίμενα (και θα ήμουν πολύ ευχαριστημένος) ότι μετά από λίγες μέρες μου θα έλεγε, ας πούμε: ¨Άντε καλά¨ ή ¨Προσπάθησε λίγο περισσότερο¨, ή ¨καλό¨ ή ¨κακό¨ ή εν πάση περιπτώσει μια προφορική απόφανση, η Χάρις μου έκανε τη τιμή να μου στείλει τις απόψεις της γραπτά.
Να τες:
Το θεατρικό έργοΟ Λυσίστρατος τον καιρό της ερ’μοποίησης του Βασίλη Νόττα είναι μια παρωδία, σε διακειμενική αντιστοιχία με τις παρωδίες ή σατιρικές κωμωδίες του Αριστοφάνη. Γραμμένο με ρίμα, ρυθμό και ομοιοκαταληξία, ανακαλεί έργα του ευρωπαϊκού και του διεθνούς ρεπερτορίου, τα οποία διαθέτουν το στοιχείο αυτό του μέτρου, που επιπλέον συνηθίζεται ιδιαίτερα συχνά στον κωμικό θεατρικό λόγο καθώς τονίζει τη χιουμοριστική χροιά και τη χλευαστική διάθεση, τα κύρια χαρακτηριστικά της κωμωδίας.
Η εν λόγω παρωδία προσδιορίζεται εν πολλοίς από το φαινόμενο «θέατρο μέσα στο θέατρο», το οποίο αποτελεί την πεμπτουσία της θεατρικής τέχνης, συνιστά δηλαδή την κατ’ εξοχήν θεατρικότητα που δομείται πάνω στην πολυφωνία των πολλαπλών σημείων και δη των αισθητικών σημείων, τα οποία με τη σειρά τους ρυθμίζουν το συνολικό φάσμα της πλοκής του έργου. Εξάλλου το μήνυμα του κειμένου είναι απότοκο των δυνάμεων που εκπροσωπούν οι ήρωες-ρόλοι και τα πρόσωπα που αλληλεπιδρούν στις βαθείες δομές της πλοκής.
Επιπλέον, στο πλαίσιο του φαινομένου αυτού τα πρόσωπα, ο χρόνος και ο χώρος χαρακτηρίζονται επίσης από τη θεατρικότητα, ιδιότητα που δηλώνει την υπερ-αλήθεια του θεατρικού λόγου και κυρίως της παραστάσεως και της δια-παραστάσεως. Έχουμε δηλαδή πάνω στη σκηνή ηθοποιούς που γίνονται θεατές των ηθοποιών μιας άλλης παραστάσεως που εκτυλίσσεται μπροστά τους, ενώ οι ηθοποιοί απευθύνονται άμεσα στους θεατές καταργώντας τη θεατρική ψευδαίσθηση, π.χ. ο Θίασος «ό,τι ήθελε προκύψει» παρουσιάζει, απευθυνόμενος στους θεατές, το έργο που θα παιχθεί. Παρατηρείται δε η εισαγωγή θεατρολογικού λεξιλογίου κατά κόρον: «Θίασος, μονόπρακτη παροδία», «θεατροθεραπεία» κλπ., στα εσκεμμένα ορθογραφικά λάθη των οποίων υπάρχουν επεξηγήσεις στις ντιρεκτίβες του συγγραφέα.
Αυτό το θεατρικό παιχνίδι μπορεί να συνεχιστεί στο διηνεκές. Εδώ η δράση υπογραμμίζει τη διαλεκτική σχέση της με τη θέαση και δεν εκδηλώνεται πάντα το φαινόμενο της εξέλιξης καταστάσεων, καθώς δίνεται η εντύπωση του στατικού εν σχέσει προς το χρόνο της πλοκής· τονίζεται, ωστόσο, η υπερ-πραγματικότητα κάποιων προβληματισμών και αφορισμών: «εάν αναμείξω νέα μηχανολογία με αρχαίες πρακτικές, θεατρο-μιμητικές», «να θεατροποιήσουμε», «το φάρμακο είναι το θέατρο». Τα πρόσωπα του έργου που ειδοποιούν την πλοκή με εξάρχοντα τον Αφηγητή, ο οποίος αποτελεί ένα είδος συνδέσμου μεταξύ των ενοτήτων και των προσώπων, εμφανίζονται το ένα μετά το άλλο, διεκδικώντας τη θέση τους στο θεατρικό σύστημα, δηλαδή στην παράσταση, προκειμένου να σηματοδοτήσουν θεματικές όπως την αντιστροφή των ρόλων των δύο φύλων και την ουτοπική θα λέγαμε βελτίωση της θέσης της γυναίκας μετά την αλλαγή αυτή.
Παράλληλα με το αδιέξοδο των γυναικών στη σύγχρονη κοινωνική σκηνή, τα πρόσωπα του θεατρικού έργου «κατασκευάζουν» με κάποιο τρόπο την πλοκή θέτοντας με γλαφυρότητα προβληματισμούς, τόσο για τον άνθρωπο σε σχέση με το παντοδύναμο καθεστώς του Πλούτου, του Παρά, της Αφθονίας, όσο και για την αλλοιωμένη και παρηκμασμένη εικόνα του κόσμου. Στη νέα πραγματικότητα επισημαίνεται η αντικατάσταση των ανδρών ως ηγετικών στελεχών από τις γυναίκες σε επιχειρήσεις και εταιρείες και η γενικότερη ανακατάταξη του κοινωνικού πλαισίου μέσω της διαφοροποίησης της ηθικής και ιδεολογικής αντίληψης στο πλαίσιο της πολυ-πολιτισμικότητας.
Ο Λυσίστρατος είναι η μετωνυμία της σύγχρονης μορφής κοινωνίας, που δεικνύει τον άνδρα να παραγκωνίζεται από τη γυναίκα εντός της νέας τάξης πραγμάτων, όπου επικρατούν η δύναμη του χρήματος, η ανακατανομή της εξουσίας και, παρεπόμενα, η πλασματική εικόνα των καταστάσεων του κόσμου στην οποία παραπέμπει η συμβολική αντιστροφή της μυθολογικής Λυσιστράτης στην αρσενική, επίκαιρη σε μας έκδοσή της. Τον ίδιο προβληματισμό στοιχειοθετεί και η παρουσία του μάντη «Τειρεσία-Τειρεζίνας», παρωδιοποίηση της διπλής φυλικότητας του αρχαίου μάντη Τειρεσία, προβληματισμό που αναδύεται μέσα από τη χιουμοριστική αποδόμηση του αρχαιοελληνικού θεατρικού μύθου.
Καθ’ όλη τη διάρκεια του έργου, που περιλαμβάνει το προοίμιο και επτά σκηνές, παρακολουθούμε τον Αφηγητή – ο οποίος μπορεί να ταυτιστεί με τη φωνή του συγγραφέα – να οργανώνει τις σκηνές μεταξύ τους, τη διαπλοκή των προσώπων αλλά και τους διαφορετικούς «χρόνους» που υπεισέρχονται στο έργο. Πρέπει να τονίσουμε εδώ ότι δεν πρόκειται για γραμμική αφήγηση γεγονότων, αλλά για εναλλαγή χρονικοτήτων, για μια χρονική και χωρο-χρονική ας πούμε «διασάλευση» της δραματικής εξέλιξης που εκφράζεται με τον μηχανισμό της παλινδρομήσεως ή ανα-λήψεως. Παρατηρούμε δηλαδή μια χωρο-χρονική αμφιδρόμηση από τη σύγχρονη εποχή στη μυθολογική αρχαιοελληνική εποχή, από την αίθουσα συγκεντρώσεως της τεχνολογικής σημερινής εταιρείας στο Τροφώνειο μαντείο χρησμών του Τειρεσία, και από τον Όλυμπο, την κατοικία των θεών στην Ακρόπολη, στην Πλάκα και στην Πνύκα. Η αμοιβαία αυτή μετατόπιση που διενεργείται εκατέρωθεν του δομικού πυρήνα του έργου, καταφάσκοντας στην παρωδιοποίηση της σύγχρονης μεσολογικής και τεχνολογικής «ερ’μοποίησης» μέσω της αναφοράς (διαμεσολάβησης) στον αρχαίο κόσμο, αποτελεί την ουσία του θεατρικού παιχνιδιού.
Επομένως,καθώς με τις πρώτες «ατάκες» και προαναγγελίες αρχίζει να τίθεται σε λειτουργία το «θέατρο μέσα στο θέατρο», όλα τα επιμέρους στοιχεία του θεατρικού λόγου μετατρέπονται σε αισθητικά σημεία, ενώ η διάβρωση που σημειώνεται στον δραματικό χρόνο μεταλλάσσεται επί σκηνής σε εστία σημασιών που απορρέουν με τη σειρά τους από τη συνάφεια, τόσο των διανοητικών, όσο και των αισθητικών-συγκινησιακών στοιχείων.
Τέλος, η παρουσίαση των προσώπων-ηθοποιών εν είδει cartoons συμβάλλει, ταυτόχρονα με τα λόγια του Ερμή, στη δημιουργία μιας πλασματικής πραγματικότητας, η οποία εντούτοις φέρει ενισχυμένο φορτίο προθετικότητας εκ μέρους του συγγραφέα, καθώς επιτυγχάνει να αποκαλύψει τη «γυμνή» αλήθεια: τη βιομηχανοποίηση των πάντων στην εποχή μας, τον προσδιορισμό του σύγχρονου πολιτισμού από το καθεστώς του κέρδους και της εμπορευματοποίησης, τη γεωπολιτική διεύρυνση του πεδίου της είδησης, με άλλα λόγια την αποδόμηση του μύθου γενικότερα, δια της απομυθοποίησης των παραδοσιακών μορφών και αντιλήψεων.
Πρέπει να επισημάνουμε ότι η μεσολογική εποχή μας – το όνομα του δαίμονα Παπαράσιο τα λέει όλα: το «μέσον» (μεσολογικό, που μεσολαβεί) «δαίμων» (δαιμονική ισχύς), Παπαράσιο (παπαράτσι – δημοσιογράφοι που κυνηγούν την είδηση με κάθε τρόπο) συντελεί στην απομυθοποίηση των μέχρι τούδε παραδεδεγμένων αρχών εισάγοντας καινοτομίες ρηξικέλευθες και, εν πολλοίς, ανατρεπτικές, επιβάλλοντας νέες, θεσμικές ανακατατάξεις σε όλους τους τομείς του κοινωνικού γίγνεσθαι.
Ποια είναι η λύση; Εμφανίζεται η ΟΥΤΟΠΙΑ που είναι, βέβαια, μια ψευδαίσθηση. Τελικά την απάντηση δεν δίνει η θρησκεία, ούτε η πολιτική, ούτε η φιλοσοφία, ούτε και ο πλούτος ή η εξουσία, αλλά η Τέχνη, ειδικότερα η θεατρική τέχνη μέσω της μαγικής επενέργειας της κάθαρσης που μπορεί να αποβεί ελπιδοφόρα ανοίγοντας προοπτικές για μια διαφορετική φυσιογνωμία του πλανήτη μας.
[Φωτίζεται το τμήμα της σκηνής όπου είναι συγκεντρωμένοι οι εργαζόμενοι: οι γυναίκες και παραδίπλα η ομάδα των ανδρών]
Αφηγητής
Ποιανού του ήρθε έμπνευση ;
Ποιος θέλει να προτείνει,
θέμα, ζήτημα, πρόβλημα να θεατροποιήσουμε;
[Σηκώνεται μία γυναίκα, αλλά αμέσως την πλαισιώνουν κι άλλες και γίνονται κάτι σαν χορός γυναικών. Επίσης, ενώ μιλάνε, αλλάζουν ρούχα, φοράνε τα κατάλληλα σεντόνια, -πριν, απλωμένα εν είδη μπουγάδας ή σκηνικού χωρίσματος- ανασηκώνουν τα μαλλιά και μετατρέπονται σε αρχαίες]
Γυναίκα Α
Εγώ θέλω να πω κάτι, κι ένα θέμα να προτείνω…
Γιατί ζήτημα υπάρχει, κι είναι μάλιστα επείγον!
Φωνές από κάτω:
Τι; Πες; Πές το!
Γυναίκα Α
Ποοοού επήγανε οι άντρες; (κοιτάζει διερευνητικά)
Πού επήγαν οι ιππότες;
που σου άνοιγαν τις πόρτες, κι έκαναν στο πλάι πάντα,
να περάσει μια κυρία;[γυρνάει στις άλλες]
Μου το έλεγ’ η γιαγιά μου: «Λίγο χαμηλοβλεπούσα
με τακούνι και με τσάντα και το σύζυγο στην μπάντα!»[επιδοκιμασίες]
Γυναίκα Β
Πού πήγαν οι αρσενικοί;
Που απλώναν τα σακάκια τους τις λάσπες να περάσεις(στις άλλες)
-Κι αυτό μου τόπε η γιαγιά: ότι στα χρόνια τα παλιά
συνήθιζαν οι άντρες, γυναίκα για να ρίξουνε…
Όλες μαζί:
Εδώ υπάρχει πρόβλημα
και πρέπει να το θίξουμε (λύσουμε)
Γυναίκα Γ
Πού επήγανε τα αγόρια;
Που για τα μισοφόρια,
μπορούσανε να τσακωθούν ;
Και στο νοσοκομείο…
(την διακόπτει μια άλλη:)
Ακόμη και στης φυλακής
τα σίδερα! (μαζί:) να μπουν;
Γυναίκα Α
Ναι, πρέπει να το πω και να το’ μολογήσω:
Δώσαμε τους αγώνες μας και κάμποσα κερδίσαμε.
Όμως, καθώς παλεύαμε[γυρίζει προς τις άλλες που συμφωνούν
] -και δε γυρνάμε πίσω-
είχαμε στόχους νόμιμους και ξεκαθαρισμένους:
Αυτούς τους άντρες τους σκληρούς, τους κακομαθημένους
να τους αλλάξουμε μυαλά…
Αλλά…[γελάει πονηρά στις άλλες που υπερθεματίζουν]
έτσι και είχανε και μερικά καλά,
αυτά να μη τα χάσουμε,
γιατί τι να τον κάνουμε
τον άντρα τον λαπά, τον αποτριχωμένο;
Όλες μαζί:
Ω τι κακό είναι πια να ζεις
Καιρό ξεθωριασμένο
Κι άλλους καιρούς πιο ζόρικούς
Κι όχι ξενερωμένους
Να νοσταλγείς….
Γυναίκα Δ (η πιο μικρή και ξαναμμένη σε ρυθμό ραπ)
Που είναι η βαρβαρίλα;
Και οι παλιές αξίες;
Που είν’ τα νταηλίκια;
Που πήγαν τα καμάκια ;
Πού είναι οι εφαψίες;
Κορυφαία (Γυναίκα Α)[–την τραβάει απ’ την κοτσίδα]
Μωρή κάθισε κάτω!
Και άσε τις αηδίες!
Όλες μαζί: [ολίγον υστερικά]
Θέλω μαμά μου ένα αντρούλη
Λίγο ζορικούλη
Λίγο μασκαρά
Μία Να πληρώνει στην ταβέρνα
Άλλη Στο ταξί στο σινεμά
Άλλη Και να έχει λίγη μπέσα
Όλες Να περάσουμε καλά!
Θέλω να με προστατεύει
Όλα να τα κουβαλά…
Τις γυναίκες να αγαπάει
Να λατρεύει τα μωρά…
[Συμβαίνει κάτι σαν μπουμπουνητό, ξαφνική βροντή Φωτίζεται η τεράστια οθόνη. Εμφανίζεται η επιγραφή Χέρμες Κόμπανυς Στην οθόνη εμφανίζεται παραταγμένη σειρά επιτυχημένων στημένων γυναικών σε στιλ Γιάπα! Κωμικός χορός: κάτι ανάμεσα σε ρομπότ/παρέλαση με γόβα/πασαρέλα (εκδοχή: εκθηλυμένος και πολιτικώς ορθός αυταρχισμός)
Φωνή από μεγάφωνο: [το ρ=γ]
Εδώ Χέγμες Κόμπανυς πα(ρ)γακαλούνται τα στελέχη να αφοσιωθούν αμέσως στην αύξηση της πα(ρ)γαγωγικότητας. Σκέψεις αναπα(ρ)γαγωγής αποκλείονται. Διανομή δονητών στο διάλειμμα. Π(ρ)γόζακ με μέτ(ρ)γο και όχι σε π(ρ)γόζα στο τέλος του ωα(ρ)γίου
[Εμφανίζονται στην οθόνη, σε γκρο πλάν, εμφανώς ξαναφτιαγμένες, οι δυο γριές των ¨εκκλησιαζουσών¨ (που δε θέλουν να αλλάξει τίποτα κι είναι ευχαριστημένες από την νέα την τροπή των πραγμάτων)].
Γριά στην οθόνη
Μα τι θέλουν επιτέλους –μα την Θεία Πραξαγόρα –
τούτες οι μαλακισμένες, τώρα που οι καιροί αλλάξαν;
κι έχουμε το πάνω χέρι;
Δεύτερη γριά
Τώρα που καταφέραμε τόσα ταμπού να ρίξουμε
Τόσες προκαταλήψεις!!!
Κι αντί για όσα έγιναν, με των θεών τη χάρη
και των πλαστικών χειρούργων
το θαυματουργό νυστέρι
να ναι ευχαριστημένες…
αυτές δες, γκρινιάζουν πάλι!
Πρώτη γριά
Τώρα που τα κωλομέρια απ’ τη θέση τους δε πέφτουν.
Τώρα που και τα βυζιά, σηκωθήκανε ψηλά,
και κοιτάζουνε τα αστέρια…
Δεύτερη γριά
Τώρα που οι ελπίδες οι κρυφές και οι ανο-μολό-γητες
βρήκανε ανταπόκριση
Ας ειν’ καλά η διαφώτιση
-μη κυβερνητική-
Κι η- λίπο-άναρ-ρό-φηση
Πρώτη γριά
Τώρα τι θέλουνε αυτές;
Να μας κάνουνε χουνέρι;
Και οι αρσενικοί ξανά,
να χουνε το πάνω χέρι;
[Και οι δύο] Άπα-πάπα παπαπά
Δεύτερη γριά
Τώρα Που ως και η γέννα, υποχρεωτική δεν είναι
κι έτσι κι έχεις το Παρά, και δε θέλεις την ευθύνη
πας, νοικιάζεις μια κοιλιά, και γλυτώνεις μια χαρά
κι από την εγκυμοσύνη
κι από τις επιπλοκές …
Χορός γυναικών
Μία είναι η εταιρία!
Μία είναι η μητρική!
Και πολλές και πιο μικρές
είναι οι θυγατρικές.
Κι είναι όλες θηλυκές!
Και εμείς κόρες μπιστικές
του πανέξυπνου Ερμή!
[Οι δικές μας ενώ τραγουδούν, μπαίνουν στη σειρά και απομακρύνονται από το προσκήνιο με βιομηχανικό ρυθμό. -Η οθόνη με τις δύο γριές σβήνει σιγά σιγά]Αφηγητής
Κι όμως θα ’λεγε κανένας πως τα πάνε μια χαρά!
Κι είναι κι επιτυχημένες.
Μα τι θέλουν οι γυναίκες επιτέλους;
Λέτε να ’ναι αυτή εδώ
-Άραγε-
η Αρχή του Τέλους;;;
[Σηκώνεται ένας από τους Άντρες (Λυσίστρατος), και μετά άλλοι, φτιάχνοντας τον χορό των ανδρών – φορούν και αυτοί, καθώς μιλούν, ιμάτια και μεταμορφώνονται σε αρχαίους]
Άνδρας/Λυσίστρατος
Καλά τά ’παν οι γυναίκες. Όμως όλα δε τα λένε.
Γιατί αυτές που ’χουν αλλάξει
είναι εκείνες κι όχι εμείς.
Κλεόβουλος
Αδελφέ μου τι τα θες;
Γίνανε επιθετικές!
Χορός
Μα το Δία! Τι μας λες!
Λυσίστρατος
Και αντί στην Αφροδίτη, την καυτή την ερωτιάρα,
που λατρεύαν μέχρι χτες,
θυσιάζουν στου Ερμή, την πανούργα πονηράδα!
Χορός
Άς τα είναι να τα κλαις!
Λυσίστρατος
Τώρα βγήκαν απ’ τα σπίτια κι ήρθανε στην Αγορά
και ζητάνε με τερτίπια, να διευθύνουν τον παρά…
Κι όλη την οικονομία…
Κορυφαίος Χορού ή όλος ο χορός
Πού ‘νε η γυναίκα η μάνα;
Κι η καυτή η ερωμένη;
Κι η καλόκαρδη πουτάνα;
Κι η ναζιάρα κι η μουσίτσα;
Κι η τρελή καμωματού;
Απαλή και ερωτιάρα;
Που να κρυφτήκανε μου λες;
Τώρα είναι του συρμού
η γυναίκα η τσιτωμένη,
ζόρικη κι εκνευρισμένη.
[όλοι μαζί]
Στο είπα: είναι να τα κλαις!
Λυσίστρατος
Γίνανε όλες τους στελέχη. Αγοράζουν και πουλάνε
και για των αντρών τις κάψες
(όλοι μαζί: Πέρα βρέχει, πέρα βρέχει…)
Ήμασταν κι εμείς, δε λέω, και αφέντες και τσογλάνια
Το ’χαμε παρατραβήξει, το σκοινί, το παλαμάρι…
Κλεόβουλος
Παραλίγο να μας πνίξει .
Λυσίστρατος
Με πολέμους και συγκρούσεις, μ’ άρματα τρομακτικά
Του θανάτου είχαμε γίνει όργανα.
-Αλλά κι εκείνη
–η Λυσιστράτη-
άλλα είχε υποσχεθεί.
Είπε: αν σταματήσουμε πολέμους να σκαρώνουμε
κι αντί να σκοτωνόμαστε και να ξεκοιλιαζόμαστε,
σπίτια μας αν γυρίσουμε, και στη γλυκιά παστάδα…
Χορός
Άιντε, και στη μπουγάδα, αν είναι αυτό το τίμημα.
Λυσίστρατος
Τότε του έρωτα οι θεοί, αυτοί θα αναλάβουνε.
Κορυφαίος χορού
Η Λυσιστράτη το ’λεγε, μα εμείς δεν την ακούγαμε.
Τον πόλεμο τον κάναμε, και ω τι μοίρα σκοτεινή!
Τον πόλεμο τον χάσαμε!
Λυσίστρατος
Το δίδαγμα το πήραμε, -αργά ήτανε βέβαια.
Τις επιθέσεις πάψαμε, τσακώματα κι αρπάγματα.
Βίαιοι πια δεν είμαστε…
Κι αν οι γυναίκες θέλουνε τα πράγματα να αλλάξουνε,
με αγάπη και με έρωτα
-τι πράγματα ευεπίφορα! και τι ελπίδες νέες !-
την πόλη ας διοικήσουνε,
αντίρρηση δεν έχουμε…
Χορός
Είναι καλοδεχούμενες,
Είπαμε… Τότε.
Κλεόβουλος
Μέχρι και την Πραξαγόρα με τις εκκλή-σιά-ζουσές της
Που ντυθήκανε σαν άντρες, μες την εκκλησία του Δήμου
και κοτσάρανε και γένια,μα και ξύλινα τσουτσούνια
Και που νέους νόμους φτιάξαν…
Κι εμάς μας υποχρέωσαν
-δήθεν της πόλης το καλό, πως το υπαγορεύει-
γριές να καβαλήσουμε, ξερές σταφιδιασμένες…
ως κι αυτό, το ανεχτήκαμε
Αλλά….
Χορός
…τούτες εδώ δε τρώγονται, με εμάς πάλι τα βάζουνε,
Και μας κατηγορούνε…
Κορυφαίος χορού
Πρόταση έχετε καμιά;
Πώς να το ξεπεράσουμε ;
Λυσίστρατος
Να μη τα παρατήσουμε κι απ’ τους θεούς ν’ αρχίσουμε.
Να πάμε στα μαντεία που επι-κοι-νωνία
έχουν με τις Δυνάμεις.
Δε ξέρω αν με πιάνεις;
Χορός
Ναι, το είπες, είναι η λύση:
Για να γίνει το γαμήσι πάλι άπιαστη ηδονή,
πρέπει να πάμε στα μαντεία, και εκεί -καλού κακού-
θα την βρούμε την αιτία του κακού μας ριζικού.
Κορυφαίος
Τότε, τι λες για την Πυθία;
Λυσίστρατος
Σ’ αυτήν όχι.
Χορός
Γιατί όχι;
Λυσίστρατος
Πρώτα απ’ όλα είναι γυναίκα.
Άλλα κι όπως όλοι ξέρουν, άλλα αντ’ άλλων ξεφουρνίζει.
Του ξεκάθαρου του λόγου δεν κατέχει την αξία
και χρειάζεται ερμη-νείες.
Δηλαδή πάλι ο Ερμής, βάζει την ουρά του μέσα
κι ο Ερμής δεν έχει μπέσα.
Κορυφαίος
Τότε πού;
Λυσίστρατος
Έμαθα στη Βοιωτία, στου Τροφώνιου το πηγάδι
έφτασε καινούργιος μάντης.
Είναι από τρανή γενιά και με επάξια θητεία.
Εγώ λέω σε αυτόν να πάμε, διόλου μην καθυστερούμε
κι ύστερα, αφού απ’ το μάντη έγκυρα διαφώ-τιστούμε
για τα αίτια των βασάνων που μας κάτα-τύραν-νούνε,
κι αφού μάθουμε τι τρέχει, εδώ δα στην Εκκλησία
α ξαναβρεθούμε πάλι, αποφάσεις να ληφθούνε
άπο-τέλε-σμάτι-κές,
για του βίου μας το χάλι.
Μέλη Χορού
Χαλάλι!
Συμφωνώ. – Κι εγώ κι εγώ!
Κορυφαίος
Και ποιος λέτε να αναλάβει
την αποστολή ετούτη;
Μέλος χορού
Λέω να ’ναι ο Λυσίστρατος.
Που ίσα με τα τώρα, τα πε καλά -και ήτανε
σωστός μα και λαλίστατος.
Άλλο μέλος χορού
Κι έπειτα, αμερόληπτος στα σίγουρα θα είναι.
Γιατί τις αγαπάει στο βάθος τις γυναίκες
Τουλάχιστον μιαν απ’ αυτές… [γελάνε πονηρά]
Λυσίστρατος
Εντάξει. Είμαι μέσα.
Και λέω να πάμε δύο,
δώρα να κουβαλήσουμε στον ήρωα Τροφώνιο,
μα και στον Αγαμίδη, τον αδικοχαμένο.
Κι όσο για τους Βοιωτούς,
που μας αντί-παθούνε
κι αν μάθουνε τα χάλια μας, σίγουρα θα χαρούνε:
δώρα!: στάχτη στα μάτια…
Κορυφαίος
Ας πάει στα κομμάτια!
Και ποιον προτείνεις δεύτερο;
Λυσίστρατος
Το φίλο τον Κλεόβουλο.
Είναι λίγο χοντρούλης, μα στις πορείες αντέχει!
Κορυφαίος
Την έγκριση την έχει.
Λυσίστρατος
Τότε άντρες τι καθόμαστε και επαναπαυόμαστε
στις δάφνες τις παλιές;[στον Κλεόβουλο]
Παίρνουμε το ραβδάκι μας, μαζί και το δισάκι μας…
Κλεόβουλος
Και σε ένα γαϊδουράκι φορτώνουμε τα δώρα
Και ξεκινάμε…τώρα.
Λυσίστρατος Άιντε, πάμε!(τέλος πρώτης σκηνής )
(συνεχίζεται)
………………………………..
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
Συνειρμικές μουσικούλες
1. Tango του 1932 σε μουσική Bobby Collazzo και στίχους Πωλ Μενεστρέλ.
2.Mama, yo quiero un novio
3.Εγώ είμαι η νέα γυναίκα. «Παναθήναια του 1908». Στίχοι: Γιώργος Τσοκόπουλος & Μπάμπης Άννινος Μουσική: Vincenzo Di Chiara Eκτέλεση: Κατερίνα Κούκα
Θέλω μαμά έν’ αντρούλη
λίγο νοστιμούλη
με ξανθά μαλλιά
να μην έχει ερωμένη
και να μη φορεί γυαλιά
για να είμαι ευτυχισμένη
και να μη μου αντιμιλά
να’ μαστε οι δυο μονιασμένοι
κι όλο να περνούμε με φιλιά τρελά.
Εν πρώτοις να μη καπνίζει
να πίνει μόνο νεράκι
στα κέντρα να μη γυρίζει
και να χορεύει λιγάκι.
Να έχει άκρα υγεία
στα σπορ να έχει μανία
να ξέρει και πυγμαχία
για τις δικές μας σκηνές.
Θέλω να έχει παράδες
να’ χει θείους και θειάδες
για κληρονομιά.
Απαραίτητος δε όρος
να μη μου ζητά παιδί
να μην είναι δικηγόρος,
δεν τον θέλω ποιητή.
Θέλω μαμά έν’ αντρούλη
λίγο νοστιμούλη
με ξανθά μαλλιά
να ξέρει γλώσσας πεντ-έξη
να έχει γλώσσα δεν πρέπει,
σαν του μιλώ, ούτε λέξη,
πολλές φορές να μη βλέπει.
Μετάλλια να ‘χει ανδρείας
να είν’ αβρός στας κυρίας
να μην αρνείται αγγαρείας
και να ‘ναι και τρυφερός.
Εγώ είμαι η νέα γυναίκα
Κάτω τα βέλα και τα καπέλα
και οι ουρές και τα πομ – πομ και τα φτερά
δεν θέλω φούστες, κορσέδες, σούστες
και οι καυγάδες, οι κουζίνες, τα μωρά.
Εγώ είμαι η νέα γυναίκα
που θα καπνίζω και θα σφυρίζω, [ψηφίζω]
η καθεμιά μας αξίζει για δέκα
δε δίνω γι’ άντρες έναν παρά,
η καθεμιά μας αξίζει για δέκα
δε δίνω γι’ άντρες έναν παρά.
Δεν θέλω άντρες, κουμπιά και χάντρες
και παραιτούμαι από το νοικοκυριό,
δεν θα γυρεύω να μαγειρεύω
και εις τον άντρα μου θα κάνω το θεριό.
Εγώ είμαι η νέα γυναίκα
που θα καπνίζω και θα σφυρίζω,
η καθεμιά μας αξίζει για δέκα
δε δίνω γι’ άντρες έναν παρά,
η καθεμιά μας αξίζει για δέκα
δε δίνω γι’ άντρες έναν παρά.
Αχ Βαλεντίνα
Αχ Βαλεντίνα αχ βρε τσαχπίνα
μόρτικα κομμένα τα μαλλιά σου
σαν αγοροκόριτσο η μηλιά σου
έχεις κούρσα και σωφάρεις
κι όπου θέλεις ρεμιζάρεις
έγινες και σωφερίνα
κι όπως πας σε λίγα χρόνια Ι
θα φορέσεις παντελόνια Ι
Βαλεντίνα Βαλεντίνα Ι Δις
Αχ Βαλεντίνα αχ βρε τσαχπίνα
είσαι μια μποέμισσα σπουδαία
κάνεις την πιο όμορφη παρέα
στα μπουζούκια σαν πηγαίνεις
και χασάπικο χορεύεις
ξετρελαίνεις την Αθήνα
κι όλοι οι μάγκες σ’ αγαπούνε ι
και παντού σε συζητούνε Ι
Βαλεντίνα Βαλεντίνα Ι Δις
Έχεις κούρσα και σωφάρεις
κι όπου θέλεις ρεμιζάρεις
έγινες και σωφερίνα
κι όπως πας σε λίγα χρόνια Ι
θα φορέσεις παντελόνια Ι
Βαλεντίνα Βαλεντίνα Ι Δις
Συνοδευτική μουσικούλα: SCOTT JOPLIN The Ragtime Dance ( γράφτηκε το 1906)
Προοίμιο
[Η σκηνή αναπαριστά το κεντρικό σημείο της αίθουσας συγκεντρώσεων μιας μεγάλης εταιρείας, όπου έχουν τοποθετηθεί, παράξενα μηχανήματα με πολύχρωμους δείκτες και φωτάκια.
Υπάρχει συνεργείο τηλεόρασης που ετοιμάζεται να ¨τραβήξει¨ στιγμιότυπα.
Με το άνοιγμα της αυλαίας μπαίνουν τα στελέχη Α (άνδρας) και Γ (γυναίκα).
Στέλεχος Α
Είναι όλα εδώ εντάξει; Γιατί όπου να ’ναι φτάνουν…
Στέλεχος Γ
Ναι. Νομίζω ότι μπορούμε και να τους υποδεχτούμε…
Στέλεχος Α
Καλωδιώσεις; Διασυνδέσεις;
Στέλεχος Γ
Όλα εντάξει!
Όλα μπήκανε απ’ τους ίδιους, τους στενούς τους συνεργάτες
του διασήμου ερευνητή Μιχαλάκη Κελκλιμένου,
της ψυχής αναλυτή, διανοητή και εφευρέτη,
και της Νέας Εποχής, ήρωα διακεκριμένου.
[δείχνει τις παράξενες μηχανές τριγύρω]
Φέρανε υπολογιστές, μηχανήματα μυστήρια,
και οθόνες και κονσόλες,
πρίζες, βύσματα, καλώδια
και τις διασυνδέσεις όλες,
τις εκάναν μοναχοί τους.
Στέλεχος Α
Α, εντάξει![εμπιστευτικά]
Κοίτα, είναι σοβαρό! Και πολλές είναι οι καριέρες
που απολύτως εξαρτώνται, απ’ το πείραμα αυτό.
Στέλεχος Γ
Το καταλαβαίνω πλήρως. Είναι κατανοητό
πως μετά τη νέα κρίση και τ’ αδιέξοδα τα νέα,
είναι η τελευταία ελπίδα.
Κι αν το πείραμα αποτύχει…
Στέλεχος Α
Όχι, μη το λες. Δεν θέλω
να ακούω εικασίες,
πρόωρους πεσιμισμούς και απαισιοδοξίες,
Παρά λέγε:
Βγήκε ανακοίνωση σ’ όλους τους εργαζόμενους;
Και κυρίως προς εκείνους, που συμπτώματα εμφανίσαν
πως την ίωση την νέα, ενδεχόμενα κολλήσαν;
Στέλεχος Γ
Ναι, αρχίζουμε απ’ αυτούς.
Έχουν όλοι προσκληθεί, κι έχει υπογραμμιστεί,
και με bold και δια ροπάλου:
Ολονών η παρουσία, είναι υποχρεωτική!
Στέλεχος Α
Έτσι πρέπει.[ψάχνει τις τσέπες του]
Για να δω.
Δεν τις ξέχασα, είναι εδώ…
Λέω για τις σημειώσεις, γιατί πρέπει να εκφωνήσω
επίσημο χαιρετισμό.
Στέλεχος Γ
Ετοιμάσου,
γιατί ήρθαν οι δικοί μας. Έφτασε η πρώτη ομάδα…
[Εύθυμη αλλά εμφαντική μουσική: Μπαίνει η ομάδα των εργαζόμενων -άνδρες και γυναίκες- παραπατώντας κωμικά και σκουντουφλώντας ο ένας στον άλλον]
Η ασφάλεια τους φέρνει
σηκωτούς,
δες, κινούνται σαν χαμένοι, όλοι καταπλακωμένοι,
έρμαια της νέας αρρώστιας…
Αλλά κοίτα κι απ’ την άλλη, έφτασε κι ο Κεκλιμένος…
[Μπαίνει ο καθηγητής, κάπως σαν του Κάλκουλους (Τουρνεζόλ) του κόμικ Τεν Τέν: Μακριά επιστημονική ρόμπα, στρογγυλά γυαλιά, παπιγιόν, φαλάκρα με πέριξ αχτένιστη φουντωτή κώμη, μουστακάκι και μούσι].
Στέλεχος Α [σπεύδει προς τον καθηγητή και του δίνει το χέρι]
Χαίρετε καθηγητά!
Είναι ομολογουμένως
ευχαρίστηση μεγάλη, η παρουσία σας εδώ.
Και προσωπικά δική μου, αλλά και της εταιρείας…
Κεκλιμένος [δίνει το χέρι του στα δύο στελέχη]
Είμαι ο δόκτωρ Κεκλιμένος,
της ψυχο-τεχνολογίας, άσος αναγνωρισμένος,
[προς το στέλεχος Γ]
κι από την υποδοχή σας ασφαλώς γοητευμένος,
έτοιμος να απαντήσω, σ’ ερωτήσεις και απορίας
ευχαρίστως και ασμένως!
Στέλεχος Γ [χαιρετάει κι αυτή τον καθηγητή]
Η συνεργασία μαζί σας και την άξια ομάδα
διαπρεπών επιστημόνων, που επάξια οδηγείτε
είναι πλέον μόνη ελπίδα…
Στέλεχος Α (την διακόπτει και βγάζει τις σημειώσεις του)
Επιτρέψατέ μου δόκτωρ, να αναφέρω εν συντομία
τα κυριότερα σημεία, που τη νέα επιδημία
αφορούν και περιγράφουν
-Μια που ήρθε κι η Τι Βι-
του πειράματος αυτού, για να γίνει αντιληπτή,
από κάθε θεατή, η μεγάλη σημασία.
Κεκλιμένος
Παρακαλώ.
Στέλεχος Α
Που λέτε,
απ’ εκεί που ήμασταν όλοι,
(εργοδότες, εταιρείες), κατά-ενθουσιασμένοι
που κοπήκαν οι παλιές κι αντιπαραγωγικές,
σκορποχέρες παροχές,
και που φτιάξαμε μια νέα γενεά εργαζομένων,
ημι-απασχολουμένων,
με ωράριο ελαστικό, αμοιβές συντετμημένες,
-και με τα συμφέροντά μας, και τη Νέα Εποχή,
τέλεια συγχρονισμένες-
Να σου που απρόσμενα…
εμφανίστηκε ιός!
Φοβερός και τρομερός!
Πλήττει τους εργαζομένους!
Και η παραγωγικότης πέφτει, πιο πολύ κι από παλιά.
Και η ύφεση αρχίζει, σαν θηρίο που ξυπνά,
όλα να τα απειλεί.
Και… χωρίς σήμα να δώσει και να προειδοποιήσει
ξαφνικά, η επιδημία,
γίνεται απειλητική!
Κι οι εργαζόμενοι τα χάνουν…
Πιο πολύ οι ελαστικοί, κι οι μισό-ασφαλισμένοι.
Σκουντουφλούν, παραπατάνε, σ’ έναν λόξυγκα κολλάνε
κάθε τόσο.
Κάθε αίσθηση δικαίου, κι αν την είχανε την χάνουν.
Κι αν η κρίση ωριμάσει;
Ή φουσκώνουνε και σκάνε, σαν ελαστικοί που είναι,
μ’ ένα παταγώδες ¨Μπαμ¨!
Ή εάν την προσπεράσουν, γίνονται σκληρόπετσοι
μ’ ελαστική συνείδηση, και πολύ επικίνδυνοι.
Στέλεχος Γ
Και δεν ξέρεις τι να κάνεις, μήτε και υπάρχουν λύσεις.
Δεν τους προσέλαβες ποτέ, κι έτσι τώρα δεν μπορείς,
ούτε να τους απολύσεις…!
Στέλεχος Α
Αγαπητέ καθηγητά.
ξέρετε κι εσείς καλά, ότι κάτι δε πηγαίνει
κι ότι η πραγματικότης, τις προβλέψεις αντιβαίνει…
Κεκλιμένος
Ακούσατέ με αγαπητοί.
Ενεδίφησα αρκούντως, εμβριθώς, σχολαστικώς,
εις το πρόβλημα το νέον –τον ατίθασον ιόν-
που ανεφάνη απροβλέπτως, αλλά και ακαριαίως
Όμως,
Εγώ και η ομάδα μου, η επι-στημο-νική
πάντα σε συνεργασία, αμοιβαίως ωφελή,
με την Μέγιστη Εταιρεία,
πρόγραμμα εκπονήσαμε και επινοήσαμε
μία νέα θεραπεία.
Στέλεχος Α και Γ
Μπράβο, προφεσόρε, μπράβο[χειροκροτούν]
Κεκλιμένος
Και ελπίζω ότι τώρα, θα μπορέσω ν’ αποδείξω
Ότι εάν αναμείξω, νέα μηχανολογία,
με αρχαίες πρακτικές, θεατρο-μιμητικές,
το παιχνίδι θα κερδίσω και θα αποκαταστήσω,
την εργασιακή ηρεμία!
Δείτε τώρα τι θα γίνει:
Ένας, ένας, οι ασθενείς, το κεφάλι τους θα βάλουν
μεσ’ την κάσκα εκεί πέρα, που αχνο-φεγγοβολάει.
Έτσι, θα υποβληθούνε σε λογο-ακτινοβολία
και θα τους λυθεί η γλώσσα
–σίγουρα θα πουν καμπόσα!
Παραλλήλως, θα εισπνεύσουν, εκεί δα στον ψεκαστήρα
μια ουσία καινοτόμο,
αμιγώς χειροφτιαγμένη εις τα εργαστήριά μου
κι ένα φάρμακο θα πιούνε, που θε να τους απαλλάξει
από τις ψευδο-αναστολές.
Τότε,
μία τεχνική παλιά, κι απελεύθ-ερωτική,
σίγουρη, δοκιμασμένη σε παλιές τελετουργίες,
παραστάσεις, τελετές
-την θεατροθεραπεία-
θα τους κάνω, να μιλήσουν.
Όχι ασυνάρτητα, αλλά μέσα σ’ ένα κύκλο
νοημάτων και πλοκής.
(Και το μόνο που δεν ξέρω, αλλά σύντομα θα δείξει,
είναι τι θέμα θα διαλέξουν, αυθορμήτως, αυτομάτως,
-κι ασφαλώς ασυνειδήτως-
καί αυτό-σχεδιασμούς, γύρω του θα επιχειρήσουν).
Κι όταν φτάσουν στον πυρήνα, και να πάρουνε θελήσουν
[Μουσική: αρχίζει ο χορός της κάσκας, κατά τον οποίο οι εργαζόμενοι μπαίνουν εναλλάξ κάτω από την κάσκα (κάτι αν ανάμεσα σε κάσκα εξερευνητή και σε κάσκα κομμωτηρίου), εισπνέουν από τον ψεκαστήρα, και παίρνουν, σε πλαστικό ποτηράκι, το μαντζούνι, από έναν αυτόματο διανομέα υγρών , ψιθυρίζοντας ρυθμικά και όλο πιο δυνατά: «κάσκα, ψεκασμός, μαντζούνι –κάσκα, ψεκασμός, μαντζούνι».
Σε κάποιο σημείο, ο Κεκλιμένος τραβάει ένα μοχλό και στην οθόνη εμφανίζεται ένας μονόχειρας ληστής του οποίου περιστρέφονται οι ροδέλες: η περιστροφή σταματά σε τριπλή ζωγραφιά αρχαίας γυναίκας, ή στην επιγραφή ¨Λυσίστρατος¨ οπότε οι εργαζόμενοι αποκτούν και περιφέρουν ένα μικρό πλακάτ, όπου αναγράφεται ο ρόλος ή οι ρόλοι που θα παίξουν στο παιχνίδι. Οι υπόλοιποι κινούνται επίσης ρυθμικά.
Μετά η σκηνή σκοτεινιάζει αργά, η μουσική χαμηλώνει, και εμφανίζεται στην οθόνη η εναρκτήρια επιγραφή (–ίσως και σχετικό σκίτσο) που προβάλλεται όσο διαρκεί η μουσική, περίπου τη διάρκεια ενός μικρού διαλείμματος, όσο χρειάζεται για να διαβαστεί το κείμενο και οι υποσημειώσεις.]
Επιγραφή:
Ο Θίασος «ό, τι ήθελε προκύψει» και ο συγγραφέας
(άλλοι συντελεστές)
Παρουσιάζουν
την μονόπρακτη παροδία (*)
Ο Λυσίστρατος
τον καιρό της Ερ’μοποίησης(**)
Σκηνικό παιχνίδι
πολιτικώς καθήμενο και επαναπαυμένο
(στις δάφνες του)
Τόπος: Ελλάδα-Ευρώπη
Χρόνος : στο παρακάτι
……………………….
(*) Προς ορθογραφικώς ορθίους:
Παροδία: αφήγηση των δρώμενων στις παρόδους και τις παραπαρόδους της Ιστορίας
(**) Κατόπιν εμβριθών μελετών:
Ερ’μοποίηση: χειροποίητος νεολογισμός, που μπορεί εδώ να νοηθεί ως προερχόμενος:
1. Όσο αφορά στο πρώτο σκέλος από:
α) το όνομα του αρχαίου θεού Ερμή
β) το επίθετο έρμος(-η) = μονάχος, κακομοίρης, φουκαράς
γ) το ουσιαστικό (η) έρημος (στην συγκεκομμένη εκδοχή ¨ερ’μος¨) = μεγάλη άγονη έκταση,
και, (με λίγο ζόρι),
δ) το επίθετο έρμαιος (α) =παρασυρμένος, χωρίς δική του βούληση, ετεροκινούμενος
2. Όσο αφορά το δεύτερο σκέλος,
από τη λέξη ¨ποίηση¨, νοούμενη ως ¨φτιάξιμο¨
(πρβλ τη γνωστή φράση: ¨με την ποίηση φτιάχνομαι¨ )
Εδώ δίπλα, αριστερά, σας έχω μια πρόσκληση. Εδώ παρακάτω προσπαθώ να σας τα κάνω λίγο πιο λιανά.
Η 20η του Φλεβάρη πέφτει Δευτέρα, μια βδομάδα πριν τη καθαρή ομώνυμή της και ως εκ τούτου θα είναι ντάλα απόκριες.
Τόσο το καλύτερο.
Θα βρεθούμε στο Βαφοπούλειο κατά τις οκτώ το βράδυ, εγώ θα έχω υπό μάλης τον Λυσίστρατο και την παρέα του, δακτυλογραφημένους και φωτοτυπημένους, και μαζί μου θα είναι ο Κώστας ο Χαλκιάς (παλιός φίλος, το μόνο μου κονέ με το θεατρικό χώρο) εθελοντής για την καλλιτεχνική επιμέλεια και φιλικά προσφερθείς στο εγχείρημα. Μαζί του η Πέννυ (Γραικού) και ο Άγγελος (Ρούσσος) νεαροί και ταλαντούχοι. Στο πιάνο δήλωσε παρούσα η Θεανώ (Φιγκιώρη) Της είπα να βγάλει ό, τι νότες θέλει. Πήρε ένα αντίγραφο και είπε ότι θα το σκεφτεί.
Εσείς πάρτε μαζί λίγη καλή διάθεση και μια (μικρή) ποσότητα επιείκεια –μπορεί να χρειαστεί. Πάρτε επίσης αγκαζέ το πρόσωπο (συμβία/ο ή άλλη/ο), γιατί το θέμα της βραδιάς σηκώνει δύο, και σκάστε μύτη στο θεατράκι της πρώην Ανθέων και Βαφοπούλου γωνία.
Με επίκληση στις φαντασιακές μας ικανότητες σκοπεύουμε να εμπλακούμε σε ένα σκηνικό παιχνίδι και να προσπαθήσουμε να βρούμε άκρη, μεταξύ άλλων, και στα ακόλουθα αδυσώπητα ερωτήματα:
* Τι σόι ιός έχει πλήξει τελευταία τους εργαζόμενους και ξαφνικά πήραν να σκουντουφλάνε, να παραπατάνε, να κουτουλάνε στο ίσωμα, με σοβαρές συνέπειες για την Αγία Παραγωγικότητα, και ποια είναι η θεραπευτική αγωγή που προτείνει ο διάσημος Δόκτωρ Κεκλιμένος;
* Γιατί ενώ οι Αθηναίοι, θέλανε δεν θέλανε, ακολούθησαν τελικά τις προτροπές της Λυσιστράτης, οι Αθηναίες εξακολουθούν να παραπονιούνται και να γκρινιάζουν;
* Ποιος ο χρησμός που έδωσε ο Μάντης Τειρεσίας/Τειρεζίνα junior στην αποστολή των Αθηναίων που μπερδεμένοι από τις αναπάντεχες εξελίξεις ζήτησαν τη συμβουλή του;
* Είναι άραγε αλήθεια ότι ο Ερμής ετοιμάζει πραξικόπημα στον Όλυμπο ή πρόκειται για υπερβολές και συνωμοσιολογίες που διαδίδει ο τετρακέρατος επικοινωνιακός δαίμων Παπαράσιος;
* Και τι γνωρίζουν για όλα αυτά οι μυστικές υπηρεσίες του Δία;
Θα εμβαθύνουμε εμβριθώς στα παραπάνω ερωτήματα και μετά, έτσι και μας απομείνει όρεξη για θεωρία, προτού λύσουμε τους ζυγούς, μπορούμε και να στήσουμε μια ψιλή (καταληκτική ή μη) κουβεντούλα.
Για να πάρετε μια πιο συγκεκριμένη προκαταρκτική ιδέα, αρχίζω οσονούπω να σας δημοσιεύω το προοίμιο και τις πρώτες σκηνές