
Κύλικες και δόρατα. Μέρος Ζ.
Κεφάλαιο όγδοο: Σήμερα δικάζουμε! (ΙΙ) – Ο Δημοσθένης στο βήμα
Στο βήμα βρίσκεται τώρα ο Δημοσθένης του Δημοσθένους ο εγγεγραμμένος στα μητρώα του Δήμου των Παιαναίων. Δείχνει ήρεμος. Φοράει έναν φαρδύ χιτώνα που του προσδίδει επιβλητικότητα και, καθώς μιλάει, κινεί τα χέρια του. Όχι πολύ, μόνον όσο χρειάζεται για να υπογραμμίσει με περισσότερη έμφαση ορισμένους συλλογισμούς.
«Αρχίζω από τους θεούς κύριοι Δικαστές», λέει με ψύχραιμη, αλλά δυνατή φωνή. «Εύχομαι στο όνομά τους, όση αγάπη κι αφοσίωση έδειξα ανέκαθεν για την Πόλη μας, δηλαδή για όλους εσάς, τόση ευμένεια και καλή πίστη να δείξετε κι εσείς απέναντί μου σε αυτήν εδώ τη δίκη. Και παρακαλώ τους θεούς να μην επιτρέψουν κακοδικίες και έτσι να προστατέψουν τη δικαστική σας υπόληψη.
Θα γίνω πιο συγκεκριμένος: τους ζητώ να σας αποτρέψουν από το να υιοθετήσετε το αίτημα του αντίδικου και να μου επιβάλετε τον τρόπο με τον οποίο θα απολογηθώ.
Εκείνο που, κατά τη γνώμη μου πρέπει να κάνετε είναι απλό: να εφαρμόσετε αυτά που προβλέπει ο νόμος. Με άλλα λόγια, να θυμηθείτε τον όρκο που πήρατε ως δικαστές∙ δηλαδή να ακούτε και τους δύο διάδικους με τον ίδια διάθεση και να μην καταδικάζετε κανένα χωρίς να του δώσετε την ευκαιρία να απολογηθεί. Αυτό σημαίνει ότι ο καθένας απ’ τους δικαζόμενους πρέπει να μπορεί να εκθέσει τα επιχειρήματά του με τον τρόπο και τη σειρά που ο ίδιος θεωρεί προσφορότερη».
Ο Δημοσθένης παίρνει μια βαθιά ανάσα και το ύφος του γίνεται ακόμα πιο ήπιο.
«Θα είμαι ειλικρινής κύριοι δικαστές και θα παραδεχτώ ότι απέναντι στον Αισχίνη βρίσκομαι σε μειονεκτική θέση!»
Μικρή παύση. Ο ρήτορας περιστρέφει το βλέμμα ανάμεσα στους δικαστές προσπαθώντας να ανιχνεύσει την εντύπωση που έκανε αυτή η ¨ομολογία¨ του. Μετά συνεχίζει.
«Γιατί; Πρώτον, γιατί έχω περισσότερα να χάσω από εκείνον σ’ αυτήν τη δίκη. Εγώ διακινδυνεύω να χάσω την εύνοιά σας, που πάει να πει την εύνοια της πόλης στην οποία αφιέρωσα τη ζωή μου, εκείνος απλώς να μην κερδίσει μία δίκη∙ δεν νομίζω ότι είναι το ίδιο πράγμα!
Εγώ κινδυνεύω αγαπητοί συμπολίτες… αλλά όχι, δε θα το εκστομίσω, δε θέλω να ξεκινήσω το λόγο μου κακομελετώντας. Θα πω μόνο ότι εκείνος πλεονεκτεί, γιατί ως κατήγορος δεν διατρέχει κινδύνους».

Ο Χοντρόης κοιτάζει ερωτηματικά τον Οινοκράτη.
«Όχι, δεν είναι έτσι», λέει εκείνος. «Απ’ ό, τι ξέρω, σύμφωνα με τα όσα ισχύουν τον τελευταίο καιρό στην Αττική, σε περίπτωση που οι καταγγελίες αποδειχθούν αβάσιμες, ο καταγγέλλων κινδυνεύει να υποστεί κυρώσεις, καμιά φορά μάλιστα, τσουχτερές. Αλλιώς, έτσι φιλόδικοι που είναι οι Αθηναίοι, δε θα κάνανε άλλη δουλειά απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ, από το να δικάζουνε τις μηνύσεις που εκτοξεύονται πανταχόθεν».
«Εάν η ¨γραφή¨ του δεν υπερψηφιστεί τουλάχιστον από το ένα πέμπτο των δικαστών», παρεμβαίνει ο Φιλήμονας, «ο Αισχίνης θα υποστεί ένα πρόστιμο χιλίων δραχμών. Και είναι πιθανό να υπάρξουν επιπτώσεις ακόμη και στα πολιτικά του δικαιώματα… έτσι άκουσα να λένε στου Κυνοσάργους κι αυτοί εκεί ξέρουν απ’ αυτά».
«Δεύτερον», συνεχίζει ο Παιανέας στο βήμα, «ο Αισχίνης προτίθεται να εξαπολύσει εναντίον μου κατηγορίες και κακολογίες, δηλαδή πράγματα που αρέσουν. Σε ποιόν; Σε όλους. Έτσι είναι η ανθρώπινη φύση κύριοι δικαστές. Το ξέρετε καλά όπως το ξέρω κι εγώ.
Εγώ, αντίθετα, προκειμένου να αμυνθώ θα πρέπει να μιλήσω για τον εαυτό μου. Αλλά εκείνοι που μιλούν για τον εαυτό τους, εκείνοι που ¨περιαυτολογούν¨, μάλλον δυσφορία παρά συμπάθεια προκαλούν. Για αυτό, όπως σας είπα, βρίσκομαι σε μειονεκτική θέση. Εκείνος θα λέει πράγματα αναληθή μεν, αλλά ελκυστικά για το μέσο αφτί, εγώ δε, αμυνόμενος, θα μιλάω για μένα κινδυνεύοντας να χαρακτηριστώ εγωπαθής και υπερφίαλος».

Ο Φιλήμονας παρακολουθεί και σημειώνει. Τον ενδιαφέρει ο χειρισμός της γλώσσας, αλλά και γενικότερα της έκφρασης. Δεν παύει να εκπλήττεται από το τι μπορεί να δημιουργήσει κανείς χρησιμοποιώντας τον αρθρωμένο λεκτικό ήχο και την εικόνα. Αλλά τον ενδιαφέρουν και οι τυχόν αντιφάσεις. Όχι τόσο από πολιτική άποψη, όσο, κυρίως, από δραματουργική.
Ο Οινοκράτης παρακολουθεί και σκέφτεται. Ή μάλλον όχι: ακούει και ταυτόχρονα ονειροπολεί. Μέσα σε αυτό το ασυνεπές μείγμα σκέψεων και ονειρικών προβολών, ο ίδιος πότε είναι ρήτορας-κατήγορος ενάντια στις λογής-λογής αδικίες της ζωής και πότε άδικα κατηγορούμενος. Τι θα έλεγε άραγε σε μια τέτοια περίπτωση; Πώς θα το έλεγε; Ποιος θα μπορούσε άραγε να τον δικαιώσει;
Ο Χοντρόης προσπαθεί να παρακολουθήσει και να καταλάβει. Όχι τόσο τη γλώσσα, όσο τη νοοτροπία∙ αλλά εκείνο που καταλαβαίνει είναι ότι για να προσαρμοστεί σε αυτό το περίεργο, αλλά και γοητευτικό, περιβάλλον της Δύσης, του χρειάζεται χρόνος. Είναι καλόβολος και δε γκρινιάζει μπροστά στα καινούργια πράγματα, αλλά η καινοτομία που έχει μπει στη ζωή του τον τελευταίο καιρό είναι πολλή και δε μπορεί να την αφομοιώσει όλη μαζί.
*
«Όσον αφορά στην ιδιωτική μου ζωή» λέει τώρα ο Δημοσθένης, «δείτε πόσο απλά και λογικά τα λέω: Εγώ δεν έχω ζήσει πουθενά αλλού, παρά μόνο εδώ, μαζί σας. Άρα με ξέρετε.
Εάν λοιπόν με θεωρείτε ένοχο στα όσα αυτός με κατηγόρησε, τότε μη με αφήσετε να πω κουβέντα παραπάνω, ούτε καν εάν πολιτεύτηκα σωστά στις κοινές υποθέσεις, αλλά να σηκωθείτε όρθιοι και να με καταδικάσετε τώρα αμέσως. Να ξεμπερδεύουμε!
Εάν όμως αναγνωρίζετε ότι είμαι πολύ καλύτερος απ’ αυτόν, από καλύτερη καταγωγή και όχι κατώτερος από κανέναν ευυπόληπτο πολίτη ούτε εγώ ούτε οι δικοί μου, τότε -για να μη πω τίποτα το εξοργιστικό- τότε λέω, να μην τον πιστεύετε ούτε στα άλλα που ισχυρίζεται, γιατί είναι προφανές ότι όλα τα μηχανεύτηκε με τον ίδιο τρόπο. Σε εμένα δε, να είστε το ίδιο καλοπροαίρετοι όσο ήσασταν και σε πολλές άλλες προηγούμενες δίκες».
Ο Δημοσθένης στρέφεται απ’ ευθείας προς τον κατήγορό του:
«Εσύ όμως Αισχίνη, αν και είσαι παμπόνηρος, σκέφτηκες ότι εγώ θα αποφύγω να μιλήσω για την πολιτική μου δράση, και θα στραφώ μάλλον προς την απόκρουση των λοιδοριών σου. Αυτό, ασφαλώς, δεν θα το κάνω, δεν είμαι δα τόσο ανόητος.
Τι θα κάνω; Θα εξετάσω τα όσα ψέματα και όσες διαβολές διαδίδεις για τις πολιτικές μου πράξεις, και όσο για τον σωρό των ύβρεων και των λοιδοριών που αδιάντροπα ξεστόμισες, θα αναφερθώ αργότερα και μόνον εφόσον οι δικαστές θα έχουν τη διάθεση να ακούσουν».
*
Ο Ευρύνους σκύβει στ’ αυτί του Εύελπι. «Πρόσεξέ τον, τώρα θα μιλήσει για όσα συνέβησαν παλιά, δηλαδή την εποχή που ο Φίλιππος κατέλαβε την Ελάτεια και οι Αθηναίοι άρχισαν να ανησυχούν στα σοβαρά, όχι πια για τις αποικίες, αλλά για την πόλη τους την ίδια. Καθώς και για την εποχή της ήττας στη Χαιρώνεια. Αυτά τα ¨φαντάσματα¨, από τα οποία η Αθήνα δεν καταφέρνει να απαλλαγεί.
Όμως στην ουσία θα αναφέρεται στο σήμερα. Θα μιλάει για τον Φίλιππο, αλλά θα εννοεί πλέον τον Αλέξανδρο. Στόχος του είναι οι ντόπιοι ¨Μακεδονίζοντες¨ στο σύνολό τους, αλλά και εκείνοι που δεν θεωρούν την Αθήνα ως τη μόνη πόλη που μπορεί να ηγηθεί των Ελλήνων. Δεν πρόκειται να χάσει την ευκαιρία να εξαπολύσει εναντίον τους, -και εναντίον μας- τους ρητορικούς του κεραυνούς».
Ο Εύελπις κουνάει το κεφάλι του καταφατικά. «Είναι κρίμα», λέει και η φωνή του ακούγεται αποκαρδιωμένη. Ο πατέρας του τον καταλαβαίνει και του σφίγγει το μπράτσο παρηγορητικά.
*
Ο νεαρός Μεγαρέας ενδιαφερόταν ανέκαθεν για όσα συνέβαιναν στην πόλη. Και αυτά που συνέβαιναν στην Αθήνα, από τότε που η οικογένειά του και ο ίδιος -σχεδόν βρέφος ακόμη- εγκαταστάθηκαν στην Αττική, είχαν συνήθως να κάνουν με τους Μακεδόνες και την επεκτατική τους πολιτική.
Το περιβάλλον του Ευρύνου, καθώς και εκείνο της σχολής του Ισοκράτη είχαν μια ευρύτερη αλλά συγκεκριμένη άποψη: Ναι στις πόλεις, αλλά όχι στην αυτοκτονία του ελληνισμού για χάρη τους. Για να επιτευχθεί η ενότητα των Ελλήνων, μερικές ¨θυσίες¨ και κάποιες παραχωρήσεις από την πλευρά των πολιτειών, θα έπρεπε να γίνουν αποδεκτές. Με μέτρο. Ο Εύελπις μεγαλώνοντας συμφωνούσε, αλλά την πόλη της Αθηνάς την αγαπούσε και μαζί της ήταν ιδιαίτερα διαλλακτικός.
Τώρα, ενήλικος πια και με υπεύθυνο ρόλο, ο Εύελπις προσπαθεί να παρακολουθήσει τα τεκταινόμενα με ψυχραιμία. Πρέπει να αξιολογήσει τα γεγονότα και να μην εμπλακεί στις συναισθηματικές προεκτάσεις με τις οποίες οι ρήτορες διανθίζουν εσκεμμένα τους λόγους τους.
Όμως, όσο να ‘ναι, παρασύρεται από την ροή της ομιλίας. Αυτά που ιστορεί ο Δημοσθένης συμπίπτουν σε μεγάλο βαθμό με την παιδική και την εφηβική του ηλικία. Τα θυμάται. Τα έχει ζήσει κι ας ήταν μικρός. Στο νου του ξανάρχονται εκφράσεις, κουβέντες, σκηνές ολόκληρες δεμένες με τα γεγονότα αυτά: ¨Η κάθοδος των Μακεδόνων¨, που ακόμη και σήμερα οι Αθηναίοι δεν έχουν καταλήξει πόσο μπορούν να την καταπολεμήσουν ή πόσο πρέπει να την ανεχτούν ή και να επωφεληθούν απ’ αυτήν, η ¨Ελάτεια¨, η μικρή πόλη που η κατάληψή της έδειξε για πρώτη φορά πόσο κοντά στην Αθήνα μπορούν να φτάσουν οι βόρειοι, η ¨Καταστροφή της Θήβας¨ , που οι Αθηναίοι παρακολούθησαν με αποτροπιασμό, αλλά και με ανακούφιση όταν είδαν ότι ο Αλέξανδρος δεν τους επεφύλασσε την ίδια τύχη με τους Βοιωτούς , η ¨Μάχη στη Χαιρώνεια¨ και η βαριά ήττα που θα έπρεπε με κάποιο τρόπο να αναιρεθεί, αλλιώς η γεωπολιτική κατάσταση που ήδη άλλαζε, θα προέκυπτε ανεπανόρθωτη για τους Αθηναίους, το ¨Συνέδριο της Κορίνθου¨ που εξακολουθούσε να προκαλεί ενθουσιασμούς, αλλά και μεγάλες ανησυχίες.
.
Στο βήμα ο Δημοσθένης αγορεύει. Τώρα υπεραμύνεται των πεπραγμένων του. Υποστηρίζει πως οι προτάσεις του ξεκινούσαν πάντα από την επιθυμία να συμβάλει στο καλό της πόλης. Λέει πως αν μερικές από αυτές υπήρξαν αναποτελεσματικές, γι αυτό φταίνε άνθρωποι σαν τον Αισχίνη που στην ουσία εξαγοράστηκαν από τον Φίλιππο πρώτα και από τον Αλέξανδρο μετά. Αυτοί ήταν που υπονόμευσαν την υλοποίηση των λύσεων που εκείνος είχε προτείνει. Έτσι ο Φίλιππος κατάφερε να κερδίσει πρώτα τον τελευταίο ¨ιερό πόλεμο¨ εις βάρος των Φωκέων, παλιών συμμάχων των Αθηνών και κατόπιν τους συνασπισμένους Αθηναίους και Θηβαίους.
Μιλάει τώρα για τον επαίσχυντο ρόλο των φιλομακεδόνων κατά τις διαπραγματεύσεις που οδήγησαν στην ασταθή ειρήνη που συνάφθηκε ανάμεσα στην Αθήνα και τους Μακεδόνες δέκα έξι χρόνια πριν και ονομάστηκε Φιλοκράτειος:
«Σκεφτείτε τώρα τι έκανα εγώ και τι έκανε ο Αισχίνης, την εποχή που η Πόλη έκλεισε ειρήνη με τον Φίλιππο. Έτσι θα καταλάβετε καλύτερα ποιος δρούσε για το συμφέρον σας και το συμφέρον της Πολιτείας και ποιος, αντίθετα, δρούσε σα σύντροφος του Φίλιππου.
Εγώ, όντας τότε μέλος της Βουλής, εισηγήθηκα να ψηφιστεί το εξής: ¨να αποπλεύσουν το συντομότερο οι απεσταλμένοι μας, να πάνε σε όποιο μέρος μάθουν ότι βρίσκεται ο Φίλιππος και να του ζητήσουν την ένορκη επιβεβαίωση της σύναψης ειρήνης¨. Αυτοί, όμως, όχι μόνον δεν θέλησαν να κάνουν όσα πρότεινα, αλλά και το αρνήθηκαν όταν επανέλαβα την πρότασή μου γραπτά και με όλους τους τύπους!
Τι όμως σήμαινε αυτό κύριοι δικαστές;
Θα σας πω εγώ: Στον μεν Φίλιππο συνέφερε να περάσει όσος γίνεται περισσότερος καιρός ανάμεσα στη συμφωνία περί ειρήνης και την ένορκη επιβεβαίωσή της. Σε εσάς συνέφερε η επικύρωση να γίνει άμεσα.
Γιατί; Γιατί εσείς ήδη από τη στιγμή που ελπίσατε πως θα συναφθεί ειρήνη σταματήσατε κάθε πολεμική προπαρασκευή, ενώ ο Φίλιππος, ο οποίος είχε πάντοτε στο νου του μόνον τον πόλεμο, θεωρούσε -πράγμα εξάλλου αληθές- ότι θα κρατήσει όσα μέρη καταφέρει να μας αποσπάσει ως την στιγμή που θα έδινε την ένορκη επικύρωση, γιατί ποιος θα τολμούσε να ακυρώσει μια συμφωνία περί ειρήνης εξ αιτίας κάποιων επιπρόσθετων κατακτήσεων;
Ήταν λοιπόν αυτός ο λόγος, κύριοι δικαστές -επειδή όλα αυτά τα είχα δει και τα είχα προβλέψει- που πρότεινα να ψάξουν να βρουν οι απεσταλμένοι μας τον Φίλιππο και να του ζητήσουν την άμεση ένορκη επικύρωση της συμφωνημένης ειρήνης. Τότε, που οι Θράκες σύμμαχοί μας κατείχαν ακόμα τις οχυρές τοποθεσίες στις οποίες αναγκάστηκε να αναφερθεί και ο Αισχίνης: δηλαδή το Σέρρειο και το Μυρτηνό και την Εργίσκη. Προτού τις καταλάβει ο Φίλιππος και γίνει έτσι κύριος της Θράκης, προτού αποκτήσει άφθονα χρήματα και πλήθος στρατιώτες, πράγμα που θα του επέτρεπε να επιχειρήσει και άλλες κατακτήσεις.
Αλλά αυτή την πρότασή μου ούτε την αναφέρει ο Αισχίνης ούτε ζητάει την ανάγνωσή της, αλλά με κατηγορεί για κάτι απίθανα πράγματα -άλλα αντ’ άλλων- όπως ότι εγώ, ως βουλευτής, θεώρησα πρέπον να παρουσιάσω τους πρέσβεις του Φιλίππου στην Εκκλησία του Δήμου!
Αλλά τι θα έπρεπε να κάνω; Να τους εμποδίσω να μιλήσουν μαζί σας, αφού γι αυτό είχαν έρθει; Ή να μην διατάξω τον διευθυντή του θεάτρου, όταν πήγαν εκεί, να τους δώσει θέση κατάλληλη ώστε να βλέπουν. Δε θα μπορούσαν άραγε να βρουν θέση και από μόνοι τους πληρώνοντας μόνο τους δύο οβολούς τους εισιτηρίου;
Εντάξει, το δημόσιο ταμείο στερήθηκε τους δύο αυτούς οβολούς! Είμαι ένοχος! Αλλά για πείτε μου: Αυτούς τους δύο οβολούς έπρεπε να διαφυλάξω, ενώ τα μέγιστα συμφέροντα του κράτους θα έπρεπε να τα ξεπουλήσω στον Φίλιππο, ακριβώς όπως έκανε ο Αισχίνης και η παρέα του; Όχι βέβαια!
Πάρε λοιπόν γραμματέα το ψήφισμα που πρότεινα τότε και εγκρίθηκε, -και που αυτός εδώ το αποσιώπησε- και σε παρακαλώ διάβασέ το».
Ο Προεδρεύων άρχοντας κάνει ένα νεύμα συγκατάθεσης, ο υπεύθυνος για την ροή του χρόνου σταματάει την λειτουργία της κλεψύδρας, ενώ ο γραμματέας ψάχνει τη στοίβα των εγγράφων, βρίσκει το εν λόγω ψήφισμα και αρχίζει να το διαβάζει…
.
«Παλιά ξινά σταφύλια», σχολιάζει με έναν μορφασμό αποδοκιμασίας ο Οινοκράτης.
Ο Φιλήμονας σταματάει τη γραφή των σημειώσεών του. Όσο κρατάει η ανάγνωση του γραμματέα μπορεί να πάρει μια ανάσα. Στρέφεται προς τον Οινοκράτη και τον ρωτάει: «Γιατί δεν αφήνει κανένα επιχείρημα και για τη δευτερολογία του; Όλα τώρα πρέπει να τα πει;»
«Απ’ ο, τι ξέρω, στις εκδικάσεις των υποθέσεων που θεωρούνται ¨δημοσίου ενδιαφέροντος¨ δεν επιτρέπονται δευτερολογίες», του διευκρινίζει εκείνος. «Μόνο στις δίκες μεταξύ ιδιωτών είναι επιτρεπτό κάτι τέτοιο. Και απ’ ό, τι βλέπω ό Παιανέας δεν πρόκειται να αφήσει τίποτα να πέσει χάμω. Βλέπεις οι δικαστές δεν διέκοψαν τον Αισχίνη, και ο Δημοσθένης ξέρει καλά ότι σήμερα έχουν τοποθετηθεί οι κλεψύδρες των ειδικών περιστάσεων και δε βιάζεται».
«Ποιες κλεψύδρες…;»
«Αυτές των ειδικών περιστάσεων. Είναι πιο κλεψ-ύδρες από τις άλλες. Ο κανονισμός μιλάει για ίσο χρόνο ανάμεσα σε κατήγορο και αμυνόμενο, αλλά δεν εξειδικεύει πόσο. Όταν λοιπόν πρόκειται για δίκες με μεγάλο ενδιαφέρον και μεγάλη κοσμοσυρροή, προτιμώνται οι ¨κλεψύδρες των ειδικών περιστάσεων¨ που είναι μεγαλύτερες και δίνουν στους ρήτορες περισσότερη άνεση χρόνου».
Ο Οινοκράτης ρίχνει μια ματιά στα χειρόγραφα ορνιθοσκαλίσματα του φίλου του, αφήνει ένα θαυμαστικό σφύριγμα και αλλάζει θέμα: «Δεν ξέρω αν θα γίνεις μεγάλος συγγραφέας Φιλήμονα, αλλά για γραφέας νομίζω ότι είσαι έτοιμος. Αν πιάσεις μια θέση κάτω από τα αγάλματα των Επωνύμων Ηρώων, θα βγάλεις λεφτά!»
«Ντροπή Τσίτσους», τον αποπαίρνει ο συμπατριώτης του. «Μην προσβάλεις την τέχνη μου. Ιδιαίτερα όταν βλέπεις πως προσπαθώ να την συνδέσω όσο αυθεντικότερα μπορώ με την πραγματική ζωή».
«Εντάξει, εντάξει, δεν είπαμε τίποτα… Είπαμε; Είπαμε τίποτα Χοντρόη;»
«Α πα πα πα!» συμφωνεί στην ιδιόλεκτό του ο Ασιάτης, εγκαινιάζοντας μια νέα μορφή αρνητικής έκφρασης.
«Άλλωστε δεν είσαι ο μόνος, είδα πως υπάρχουν και άλλοι που κρατούν σημειώσεις από τους λόγους των ρητόρων».
«Αλήθεια;»
«Μην ανησυχείς. Δεν πρόκειται για ανταγωνιστές θεατρικούς συγγραφείς. Μάλλον είναι σπουδαστές ή και διδάσκοντες από τις σχολές ρητορικής που εμπλουτίζουν το υλικό τους…»
Ο Οινοκράτης σκέφτεται κάτι και χαμογελάει. «Ξέρεις για ποιο πράγμα απορώ μωρέ Φιλήμονα; Θα σου πω: Καθώς οι συγγραφές ζουν παραπάνω από τα λόγια, που ως γνωστόν είναι πτερόεντα, αναρωτιέμαι ποιες από αυτές θα φτάσουν ως τους απογόνους μας για να τους πληροφορήσουν περί αυτών που συμβαίνουν τώρα. Δηλαδή για να αποτελέσουν την ¨αντικειμενική¨ βάση στην Ιστορία που θα γράψουν εκείνοι για μας. Σκέψου τι πλάκα θα έχει αν οι σημειώσεις του Δημοσθένη καταστραφούν σε κάποια πυρκαγιά της βιβλιοθήκης του, αλλά επιζήσουν οι δικές σου, που σίγουρα θα έχουν μια πιο εύθυμη οπτική για τα γεγονότα. Ή εάν διατηρηθούν τελικά οι σημειώσεις κάποιου φοιτητή μαζί με τα σχόλια που σίγουρα θα κάνει στα περιθώρια!»
«Μην ανησυχείς Τσίτσους, εγώ μεν μπορεί να σημειώνω γιατί θέλω οι ήρωες των θεατρικών μου έργων -παρά τις υπερβολές που όχι μόνο επιτρέπονται αλλά και επιβάλλονται στην κωμωδία- να είναι καλά αγκυρωμένοι στην πραγματικότητα, αλλά, όπως ξέρεις, υπάρχουν και οι ίδιοι οι ρήτορες και οι ακόλουθοί τους που ξαναγράφουν και πουλάνε αντίγραφα των πιο γνωστών αγορεύσεων. Μπορεί σήμερα να μην είναι για όλα τα βαλάντια -πράγματι τα επικυρωμένα αυτά αντίγραφα είναι πανάκριβα- αλλά έχουν περισσότερες πιθανότητες να επιζήσουν από ό, τι οι σημειώσεις μου».
«Όμως ούτε κι αυτά είναι πλήρως αυθεντικά» επιμένει ο Οινοκράτης
«Γιατί;»
«Είδες πως μιλάνε εδώ μέσα; Μιλάνε με τρόπο που να τους καταλαβαίνει ο κάθε αγρότης που μόλις έφτασε από τα χωράφια του. Γι αυτό και αρέσουν, γι αυτό και πείθουν, γι αυτό και επηρεάζουν και ασκούν εξουσία οι ρήτορες. Ιδιαίτερα οι επιτυχημένοι.
Έχεις δει όμως πώς καταλήγουν οι επίσημοι λόγοι όταν είναι γραμμένοι; Εγώ είχα την τύχη να βρεθώ σε βιβλιοθήκες και είδα: γραμμένοι είναι σχεδόν ακαταλαβίστικοι, περί-διά-γραμμάτων, περιπεπλεγμένοι, εσκεμμένα καθώς πρέπει, φιλολογίζοντες! Άσε που είναι ορατό πως οι αντιγραφές ενδέχεται να γίνουν από ομονοούντες, αλλά και από διαφωνούντες, από συμπαθούντες, αλλά και από αντιπαθούντες. Όλοι αυτοί, όσο να ‘ναι, κάτι δικό τους το προσθέτουν. Όπως καταλαβαίνεις είναι δύσκολο να υπάρξει άνθρωπος -ιδιαίτερα Αθηναίος- που να ξέρει να διαβάζει και να γράφει, άρα να είναι κατά τεκμήριο διανοούμενος, ο οποίος να μην έχει τη δική του άποψη ή να έχει μεν άποψη, αλλά να είναι ικανός να την αφήνει απέξω από μια πνευματική δουλειά όπως η αντιγραφή και η διαιώνιση των λόγων…»
«Άσε που μπορεί να προκύψει και πρόβλημα μεταγλώττισης!» υπερθεματίζει ο Φιλήμονας. «Ξέρεις τι έπαθα όταν, για να τεκμηριώσω μια κωμωδία που έγραφα με ήρωα τον Εύμαιο, ναι, τον γνωστό δούλο του Οδυσσέα, χρειάστηκε να συμβουλευτώ τα γνήσια κείμενα του Όμηρου, στη βιβλιοθήκη των Συρακουσών;»
«Τι;»
«Ανακάλυψα ότι πολλά πράγματα δεν τα καταλάβαινα. Η γλώσσα απ’ ό, τι φαίνεται με τη ροή του χρόνου αλλάζει αισθητά. Τα ελληνικά του Όμηρου είναι κάπως διαφορετικά από τα σημερινά. Δεν μοιάζουν με τα ελληνικά των Δωριέων, δεν ταυτίζονται με εκείνα των Ιώνων και των Αρκάδων, και έχουν διαφορές και από τα ελληνικά των Θεσσαλών και των Μακεδόνων. Ευτυχώς οι άνθρωποι της βιβλιοθήκης μου υπέδειξαν να συμβουλευτώ κάποιους απόγονους των Ομηρίδων ραψωδών που η συντεχνία τους έχει εγκατασταθεί στις Συρακούσες μαζί με τους πρώτους κορίνθιους αποίκους. Αυτοί ευτυχώς κατάφεραν να με βοηθήσουν να βρω τις απαντήσεις στα βασικά μου ερωτήματα».
«Έχεις δίκιο Φιλήμονα. Η γλώσσα αλλάζει. Και πού να δεις τι έχει να γίνει τώρα που ο μισός κόσμος της ανατολής έχει αρχίσει να μαθαίνει ελληνικά. Ξέρεις ποιος έχει πλέον μεγάλες πιθανότητες να γίνει ο εκπρόσωπος της νέας κοινής ελληνικής γλώσσας;»
«Ναι. Κάτι έχω ακούσει σχετικά. Λέγεται πως η πόλη ¨Σόλοι¨ της Κιλικίας, παλιά ροδιακή και αθηναϊκή αποικία σε έναν τόπο όπου παλιότερα ζούσαν Χεταίοι, έχει εγκαινιάσει ένα σωρό γλωσσικούς νεοτερισμούς που άλλοι θεωρούν τολμηρούς και άλλοι αδιάντροπους!»
«Δεν είναι ανάγκη να πας τόσο μακριά Φιλήμονα. Έχουμε μαζί μας ένα ζωντανό δείγμα, ενδεικτικό για τις μελλοντικές γλωσσικές τάσεις. Τον -μόνο προς το παρόν- Έναν και Μοναδικό, αλλά συντόμως εξελίξιμο σε ασύγκριτο γλωσσικό ανα-διαμορφωτή με πληθώρα οπαδών (ο Οινοκράτης δίνει μια μάλλον τρυφερή κατραπακιά στην καμπύλη πλάτη του γλωσσοπλάστη Ασιάτη φίλου του)∙ του μελλοντικώς γνωστού ανά το πανελλήνιο για την επινόηση του ¨πλεοναστικού υπερδιπλασιασμού των περί το Πι ελληνικών λέξεων¨: του Χοντρόη του Πρώτου!. Τα λέω καλά Ευτραφέστατε;»
«Λέτε πολλά και ενοχλητικά κύριοι» παρεμβαίνει και πάλι κάποιος από εκεί δίπλα. «Προφανώς δεν αντιληφθήκατε ότι το διάλλειμα έχει προ πολλού τελειώσει και ότι στο βήμα βρίσκεται ο μεγάλος Δημοσθένης. Σας παρακαλώ ή να σιωπήσετε ή να πάτε εκεί πίσω όπου μπορείτε να κάνετε τα σχόλιά σας χωρίς να ενοχλείτε τους συμπολίτες σας. Αλλιώς να μην διαμαρτυρηθείτε εάν ζητήσω την παρέμβαση της φρουράς!».
*
Τελείως συμπτωματικά, το ίδιο περίπου θέμα -εκείνο της μελλοντικής τύχης των εκφωνούμενων λόγων- απασχολεί και τον Εύελπι που, ακούγοντας τον Δημοσθένη να αναπτύσσει την επιχειρηματολογία του, ρωτάει ψιθυριστά τον πατέρα Ευρύνου εάν όλα αυτά που λέει ο ρήτορας τα έχει μπροστά του γραμμένα.
«Ναι», του απαντάει σιγανά εκείνος. «Ο Δημοσθένης ετοιμάζει με εξαντλητικό τρόπο τις παρεμβάσεις του. Τα έχει όλα γραμμένα, αλλά τα έχει μάθει απ’ έξω και έτσι δεν χρειάζεται να κοιτάζει διαρκώς τα κείμενά του. Αντίθετα ο Αισχίνης συχνά αυτοσχεδιάζει. Και οι δύο ξέρουν από θέατρο και από υποκριτική τέχνη. Ο Δημοσθένης έχει πάρει μαθήματα από τον Σάτυρο, τον γνωστό ηθοποιό, ενώ ο Αισχίνης, όπως όλοι ξέρουν, έχει διατελέσει ηθοποιός και ο ίδιος. Αλλά εκείνος που διαπρέπει στους αυτοσχεδιασμούς είναι ασφαλώς ο Δημάδης».
«Και τα κείμενα των δικανικών λόγων που κυκλοφορούν, πόσο πιστά είναι σε αυτά που ακούγονται εδώ μέσα;»
«Όχι τελείως. Μόνον εν μέρει. Είναι πάντοτε κάπως ωραιοποιημένα και συνήθως γράφονται εκ των υστέρων από τους βοηθούς και τους ακόλουθους με βάση τις σημειώσεις που κρατούν κατά τη διάρκεια της εκδίκασης ή και εκείνες που έχουν ετοιμάσει για την αγόρευση οι ίδιοι οι ρήτορες. Πάντως ως ¨έγκυροι γραπτοί λόγοι¨ θεωρούνται μόνον εκείνοι που έχουν την έγγραφη αποδοχή των ρητόρων».

Ο Δημοσθένης στο βήμα έχει τώρα αφήσει την ιστορική ανασκόπηση και αναφέρεται και πάλι απ’ ευθείας στον αντίδικό του.
«Απ’ όπου κι αν τον πιάσετε, απ’ όπου κι αν τον δείτε, αυτός ο άνθρωπος είναι κακόβουλος και φθονερός. Κοιτάξτε μονάχα αυτά που είπε για εμένα και την μοίρα μου…
Εγώ, αν θέλετε τη γνώμη μου, θεωρώ πως όποιος περιπαίζει τον άλλον για την τύχη του είναι άμυαλος, ανόητος, χαζός. Γιατί, αυτοί που νομίζουν ότι είναι ευτυχισμένοι και τυχεροί και ότι έτσι δικαιούνται να κοροϊδεύουν τους άλλους, δεν ξέρουν τι μπορεί να τους συμβεί ούτε ίσαμε το βράδυ της ίδιας μέρας. Αλλά πώς μπορεί να καυχιέται κανείς για την τύχη του όταν δεν ξέρει τι, αυτή η άστατη θεά, μπορεί να του επιφυλάσσει τελικά; Και επιπλέον πώς μπορεί να λοιδορεί τους άλλους και να τους κατηγορεί ως κακότυχους;!
Αλλά, αφού αυτός εδώ ο ταλαίπωρος μίλησε με πολλή αλαζονεία για εμένα και το ριζικό μου, ας μιλήσω και εγώ για το ζήτημα της μοίρας και να δείτε πως θα τα πω αληθινά και ανθρώπινα.
Εγώ λοιπόν θεωρώ καλή την τύχη της πόλης μας, όπως καλή ήταν και η προφητεία που έκανε για σας ο Δίας της Δωδώνης. Όμως για όλους γενικότερα τους ανθρώπους οι καιροί είναι δύσκολοι. Ποιος έλληνας ή ακόμη και βάρβαρος δεν περνάει αυτήν την εποχή φοβερές δοκιμασίες;
Η πόλη μας, έκανε τις σωστές επιλογές σε σχέση με εκείνους που νόμισαν ότι θα ευτυχούσαν εάν μας πρόδιδαν. Και εάν η πόλη μας βρίσκεται σήμερα σε καλύτερη μοίρα από αυτούς, το θεωρώ έργο της καλής τύχης που μας προστατεύει. Εάν, από την άλλη πλευρά, η πόλη μας συνάντησε πολλά εμπόδια στις επιδιώξεις της, και δεν έγιναν όλα όπως τα επιθυμούσαμε, νομίζω ότι αυτό ήταν συνέπεια της γενικότερης κακοτυχίας των καιρών∙ συμμετείχαμε και εμείς σ’ αυτήν κατά το μερίδιο που μας αναλογούσε.
Τώρα όσον αφορά στη δική μου προσωπική τύχη, αλλά και την τύχη του καθενός από σας ξέχωρα, καλό είναι, λέω, να την εξετάζουμε ατομικά και όχι σε σχέση με τα κοινά. Μόνον εάν διερευνήσουμε το ζήτημα της τύχης με αυτόν τον τρόπο, θα φτάσουμε σε σωστά και δίκαια συμπεράσματα. Συμφωνείτε μαζί μου, έτσι δεν είναι;
Όμως, ο κυρ-Αισχίνης από εδώ, ισχυρίζεται ότι το δικό μου ριζικό επηρεάζει την τύχη της πόλης ολόκληρης περισσότερο από ό, τι η κοινή τύχη των πολιτών και πως η μικρή και ασήμαντη δική μου τύχη, υπερισχύει της μεγάλης και αγαθής τύχης της πόλης. Πείτε μου μα τον Δία, είναι ποτέ δυνατό να συμβαίνει κάτι τέτοιο;»

Είπε κι άλλα πολλά ο Δημοσθένης και μετά κατάληξε ως εξής:
Αυτά και άλλα παρόμοια με τα όσα έπραξα εγώ πρέπει να κάνει, Αισχίνη, ο καλός και αγαθός πολίτης. Εάν κάτι τέτοιο γίνει εφικτό, μα τη Γη και μα τους Θεούς, θα είμαστε δικαίως μέγιστοι. Αλλά και εάν δεν τα καταφέρουμε, θα μας αξίζει η τιμή της προσπάθειας, καθώς κανένας δε θα τολμήσει να κατηγορήσει τη πόλη μας και τις καλές της προθέσεις∙ το πολύ να κακίζουν την τύχη και τη ροή των πραγμάτων.
Μα τον Δία, όχι! Ο καλός πολίτης δεν εγκαταλείπει το συμφέρον της Πόλης, ούτε μισθώνει τον εαυτό του στους αντίπαλους, ούτε δίνει προθεσμία χρόνου στους εχθρούς και όχι στην πατρίδα, ούτε φθονεί όποιον συμβουλεύει πράγματα αντάξια της πόλης και επιμένει σε αυτά. Εάν δε κάποιος δυσαρεστήσει τον καλό πολίτη αυτός δεν μνησικακεί, ούτε -όπως ακριβώς κάνεις εσύ- σιωπά και ¨ποιείται την νήσσαν¨ με τρόπο ύπουλο και άδικο!
Είναι, όντως, σωστό και δίκαιο να υπάρχει στην Πόλη ησυχία, αλλά ο δεν είναι ο Αισχίνης που συνεισφέρει στο να δημιουργηθεί κλίμα ηρεμίας. Κάθε άλλο. Αυτός προτιμά να απομακρύνεται από την πολιτική όταν νομίσει (και του συμβαίνει συχνά) ότι κάτι τέτοιο τον συμφέρει∙ και να καιροφυλακτεί! Περιμένει πότε εσείς θα έχετε βαρεθεί από τις συνεχείς αγορεύσεις στην εκκλησία του Δήμου, ή πότε θα συμβεί κάποια απρόβλεπτη αναποδιά ή δυσκολία (πράγμα ανθρώπινο και όχι σπάνιο) και τότε ξαφνικά από την ησυχία αναδύεται, σαν να ‘τανε βίαιη πνοή ανέμου, η ρητορική του φωνή! Και φωνασκεί, και διασταυρώνει λέξεις και φράσεις, και τις συναρμολογεί χωρίς να πάρει ανάσα! Και όμως αυτά που λέει δεν ωφελούν σε τίποτα, δεν οδηγούν σε τίποτα το αγαθό, παρά μόνο φέρνουν συμφορές στον μέσο πολίτη και καταισχύνη στην Πόλη.
Και όμως, Αισχίνη, εάν η ρητορική σου προερχόταν από μια δίκαιη ψυχή που να έδινε προτεραιότητα στα συμφέροντα της πατρίδας, θα μπορούσε να έχει καρπούς καλούς, γενναιόδωρους και ωφέλιμους σε όλους: συμμαχίες ανάμεσα στις πόλεις, εξεύρεση νέων πόρων, αύξηση του εμπορίου, ψήφιση επωφελών νόμων, καθώς και ισχυρά εμπόδια κατά των γνωστών εχθρών της πατρίδας.
Τον τελευταίο καιρό υπήρξαν πολλές ευκαιρίες που απέδειξαν την ορθότητα αυτών που λέω. Και ειδικότερα, ο χρόνος που μόλις τελείωσε περιείχε πολλές περιστάσεις κατά τις οποίες ο καλός και αγαθός πολίτης θα μπορούσε να δείξει τον ζήλο του. Όμως εσύ Αισχίνη, δεν φάνηκες πουθενά! Και ανάμεσα στους καλούς κ’ αγαθούς δεν έγινες μήτε ο πρώτος, μήτε ο δεύτερος, μήτε ο τρίτος, μήτε ο νιοστός!
Μη το αρνιέσαι, ήσουν απλώς άφαντος! Ποια συμμαχία υπέρ της πόλεως έγινε υστέρα από ενέργειές σου; Ποια βοήθεια λάβαμε; ποιους νέους φίλους αποκτήσαμε; σε τι νέο δοξαστήκαμε; ποια πρεσβεία αποστείλαμε, ποια νέα υπηρεσία βοήθησε να γίνει η πόλη μας άξια τιμής; Ποια προβλήματα των Αθηναίων, ή των Ελλήνων, ή των συμμάχων επιλύθηκαν επειδή εσύ ήσουν παρών; Και σε τι άλλο υπήρξες χρήσιμος; Σε ποια πολεμικά πλοία ; σε ποια όπλα; σε ποιους ναύσταθμους; σε ποια επισκευή τειχών; σε ποιο ιππικό; Σε τίποτα! Σε ποια χρηματική βοήθεια υπέρ των πολιτών -εύπορων ή άπορων- συνέβαλες; Σε καμία!
Αλλά ίσως θα μου πεις: ¨Εντάξει φίλε. Εάν δεν διαθέτω τίποτα από τα παραπάνω, τουλάχιστον επέδειξα εύνοια και προθυμία¨
Πού; Πότε εσύ, αδικότατε, έδειξες προθυμία; Εσύ που ούτε όταν οι άλλοι έδιναν χρήματα για τη σωτηρία της πατρίδας (όπως πρόσφατα ο Αριστόνικος[1] που είχε μαζέψει εισφορές φίλων για να μπορέσει να ξαναπάρει τα πολιτικά του δικαιώματα, αλλά προσέφερε τα χρήματα αυτά υπέρ της πατρίδας), ούτε τότε δεν παρουσιάστηκες, ούτε έδωσες τίποτα, και όχι γιατί δεν είχες! (πώς δεν είχες; είχες κληρονομήσει από τον γυναικάδελφό σου τον Φίλωνα πάνω από πέντε τάλαντα, και άλλα τρία σου είχαν δώσει από κοινού οι πλούσιοι αρχηγοί των συμμοριών[2] προκειμένου να καταργήσεις τον ¨τριηραρχικό νόμο¨ που εγώ είχα προτείνει).
Αλλά δεν θέλω να απομακρυνθώ από το θέμα μου γι αυτό δε λέω περισσότερα για όλα αυτά. Όμως από αυτά γίνεται φανερό ότι δεν έδωσες ποτέ χρήματα για τη σωτηρία της πατρίδας, όχι γιατί είσαι φτωχός, αλλά γιατί δεν θέλησες να κάνεις τίποτα ενάντια σε εκείνους για χάρη των οποίων ενεργείς όλον αυτό τον καιρό.
Σε τι λοιπόν αναδεικνύεσαι λαμπρός και τολμηρός παλικαράς; Όταν πρέπει να μιλήσεις εναντίον αυτών εδώ των πολιτών, τότε έχεις λαμπρή φωνή, ισχυρή μνήμη και τόσο καλή υποκριτική, που τύφλα να ‘χει ο Θεοκρίνης[3].
Έπειτα συνηθίζεις να αναφέρεις τους ένδοξους άνδρες του παρελθόντος∙ και καλά κάνεις. Δεν είναι όμως σωστό, ω συμπολίτες Αθηναίοι, δεδομένου ότι εσείς τρέφετε για αυτούς μεγάλη υπόληψη, να τους παραβάλει με εμένα που ζω και δρω ανάμεσά σας. Διότι, όπως καλά ξέρετε, για τους ζωντανούς μπορεί να υπάρχει λίγος ή πολύς φθόνος, ενώ τους νεκρούς δεν τους μισούν πια ούτε οι εχθροί τους. Εάν όμως αυτή είναι η ανθρώπινη φύση, είναι άραγε δίκαιο εγώ να συγκρίνομαι με τους ένδοξους άνδρες που έζησαν πριν από μένα; Όχι, γιατί σε μια τέτοια σύγκριση δεν υπάρχει ούτε ισότητα ούτε δικαιοσύνη.
Εάν θέλεις συγκρίσεις Αισχίνη, συνέκρινέ με με εσένα ή με όποιον θέλεις από τους ομοίους σου, αυτούς που είναι ακόμη ζωντανοί. Και πες μου: τι είναι καλλίτερο για την πόλη: να περιφρονεί κανείς τις θυσίες που γίνονται σήμερα υπέρ της πατρίδας, επειδή στο παρελθόν έγιναν άλλες, ανώτερες παντός επαίνου, ή αντίθετα, όλοι όσοι υπηρετούν την πατρίδα με ζήλο -ακόμη και εάν είναι ζωντανοί- να εκτιμώνται και να τιμώνται από τους Αθηναίους;
Και -εάν μου το επιτρέπετε- θέλω να πω και κάτι άλλο. Εάν εξετάσετε τα πράγματα ψύχραιμα, η δική μου πολιτική διαγωγή και η δική μου φιλοπατρία μοιάζουν με τις αρετές των ανδρών εκείνων, έχουν τους ίδιους στόχους και επιθυμούν τα ίδια πράγματα. Η δική σου όμως διαγωγή Αισχίνη, μοιάζει περισσότερο με εκείνη αυτών που τότε συκοφαντούσαν τους μεγάλους άνδρες. Είναι φανερό ότι και σε εκείνους τους χρόνους υπήρχαν οι πονηροί που τους μεν συγχρόνους τους έβριζαν, τους δε προγενέστερους τους επαινούσαν, πράγμα φθονερό και αυτούσιο με αυτά που κάνεις εσύ τώρα!
Έπειτα λες ότι εγώ διαφέρω εντελώς από εκείνους τους ένδοξους άνδρες. Ποιος τους μοιάζει Αισχίνη; Μήπως εσύ; ή ο αδελφός σου; Ή κάποιος άλλος από τους σημερινούς ρήτορες;
Εγώ δεν ισχυρίζομαι ότι κάποιος είναι όμοιος με εκείνους. Αλλά, καλέ μου άνθρωπε -για να μη σε πω αλλιώς- τον ζωντανό εξέταζέ τον με τους ζωντανούς και με αυτούς που ασκούν το ίδιο επάγγελμα, έτσι όπως εξετάζουμε τους ποιητές, τους χορευτές και τους αθλητές. Ο Φιλάμμων δεν έφυγε αστεφάνωτος από την Ολυμπία επειδή ήταν πιο αδύναμος από τον Γλαύκο τον Καρυστιανό ή από κάποιους άλλους από τους παλιότερους αθλητές, αλλά και στεφανώθηκε, και νικητής αναγορεύτηκε, γιατί αποδείχθηκε ανώτερος από τους σύγχρονούς του που μπήκαν στο στάδιο για να τον αντιμετωπίσουν[4] .
Και εσύ Αισχίνη, με τον ίδιο τρόπο, σύγκρινέ με με τους σημερινούς ρήτορες, ή με τον εαυτό σου, ή με όποιον θέλεις τέλος πάντων. Για κανέναν δεν κάνω πίσω! Όταν έπρεπε η Πόλη να πάρει μέτρα και όταν έπρεπε όλοι να συναγωνισθούν για να αποδείξουν πόσο την αγαπούσαν, τότε, ανάμεσα σε όλους τους άλλους ήταν φανερό ότι εγώ συμβούλευα τα καλύτερα, και όλοι οι τομείς της δημοκρατίας κυβερνιόνταν με τα δικά μου τα ψηφίσματα και με τους νόμους και τις επιλογές των πρεσβειών που πρότεινα εγώ. Από τους δικούς σου κανένας δεν παρουσιαζόταν, παρά μόνον αν χρειαζόταν να βλάψει σε κάτι τους Αθηναίους.
Αλλά από τότε που (στη Χαιρώνεια) συνέβησαν αυτά που δεν έπρεπε να συμβούν, και πλέον έπρεπε να εξετάσουμε όχι ποιος ήταν ο καλύτερος σύμβουλος της πατρίδας, αλλά ποιος υπηρέτησε υπό τις διαταγές των εχθρών, ποιοι ήσαν έτοιμοι να γίνουν μισθωτοί κατά της Αθήνας και ποιοι ήταν κόλακες των εχθρών, τότε φάνηκε σε ποιους ανήκει καθένας από τους ομοίους σου, καθώς και εσύ ο ίδιος πλούσιε (ποιος ξέρει πώς) ιπποτρόφε!
Εγώ όμως το ομολογώ, είμαι αδύναμος αυτή την περίοδο. Αλλά σίγουρα είμαι ειλικρινής φίλος των Αθηναίων περισσότερο από σένα.
.
Όποιος είναι από τη φύση του αγαθός πολίτης, ω άνδρες Αθηναίοι πρέπει να έχει δύο βασικά προτερήματα (ας μιλήσω με αυτόν τον τρόπο για τον εαυτό μου, ώστε να μη προκαλέσω τον φθόνο κανενός). Όταν έχει εξουσία να μην ξεχνά την μεγαλοφροσύνη και τα πρωτεία της Πόλης, σε κάθε δε εποχή, κάθε πράξη του να διέπεται από την αγάπη για την πατρίδα. Αλλά εάν η αγάπη προς την πατρίδα εξαρτάται από την προαίρεση του καθενός, η δύναμη και η ισχύς έχουν να κάνουν με άλλα πράγματα, ανεξάρτητα από τη βούλησή μας.
Αυτήν λοιπόν την αγάπη προς την πατρίδα, κύριοι δικαστές, θα την βρείτε σταθερά και ειλικρινά αγκυρωμένη μέσα μου. Όχι, ποτέ δε πρόδωσα την αγάπη μου για σας, ούτε όταν ζητήθηκε (από τον Αλέξανδρο) να τιμωρηθώ για την πολιτική μου, ούτε όταν ζητήθηκε (από τον Φίλιππο) να δικαστώ στο Αμφικτυονικό συνέδριο, ούτε όταν σαν κακοποιά θηρία οι μακεδόφρονες μου επιτίθονταν και με πρόσβαλαν. Γιατί, από την αρχή της πολιτικής μου ζωής πήρα τον ορθό και δίκαιο δρόμο της πολιτείας και προτίμησα να αποδίδω τιμές στην πατρίδα, να αυξάνω τις δυνάμεις της και να συνυπάρχω μαζί της.
Όχι, δεν περιφέρομαι στην Αγορά φαιδρός και χαρούμενος για τις νίκες των εχθρών της πατρίδας, σηκώνοντας το χέρι ψηλά και αναγγέλλοντάς τες με χαρά σε εκείνους που θα πρέπει να διαβιβάσουν τη συμπεριφορά μου όπου δει! Ούτε αισθάνομαι φρίκη όταν ακούω καλά πράγματα για την πόλη, ούτε αναστενάζω, ούτε σκύβω κατάχαμα από λύπη, όπως κάνουν οι ασεβείς που δυσφημούν την πατρίδα, σαν να μην δυσφημούν έτσι τον εαυτό τους!»
Ο Δημοσθένης σηκώνει τα χέρια ψηλά, κοιτάζει τον αττικό ουρανό στον οποίο άρχισαν να διακρίνονται ήδη τα πρώτα αστέρια και απευθύνεται πάλι, όπως όταν ξεκίνησε την ομιλία του, στους Θεούς.
«Είθε, κανένας από εσάς ω Θεοί να μην συγκατατεθεί να υλοποιηθούν τα δυσάρεστα στα οποία αναφέρθηκα. Αντίθετα, ας φωτίσετε τον νου και την καρδιά κι αυτών ακόμη των εχθρών της πατρίδας, ώστε να στραφούν υπέρ της Πόλης μας και να φρονούν τα καλύτερα για αυτήν.
Εάν όμως η κακία τους παραμείνει σταθερά αθεράπευτη, τότε φροντίστε έτσι ώστε αυτοί, από μόνοι τους -και πριν ούτως ή άλλως φτάσουν στο τέλος της ζωής τους- να καταστραφούν στην ξηρά και στη θάλασσα, εμείς δε να απαλλαγούμε από τους επικείμενους φόβους και να έχουμε ασφαλή σωτηρία».
(συνεχίζεται)

…………………..
[1]Ο Αριστόνικος είχε καταδικαστεί σε στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων για χρέη προς το Δημόσιο και είχε μαζέψει με δάνεια και εισφορές φίλων το απαιτούμενο ποσό ώστε να εξοφλήσει το χρέος και να ανακτήσει τα δικαιώματα.
[2] Συμμορίες: Συνασπισμοί φορολογούμενων προκειμένου να εκπονήσουν από κοινού κάποιο έργο κοινής ωφέλειας. Οι συμμορίες, για παράδειγμα, που αναλάμβαναν την κατασκευή μιας τριήρους ήταν δεκαεξαμελείς και επομένως το κάθε μέλος συνέβαλε κατά το ένα δέκατο έκτο, ανεξάρτητα από τις οικονομικές του δυνατότητες. Έτσι οι συμμορίες κατέληγαν μέσο φοροδιαφυγής των πλουσιότερων, ενώ μπορούσαν να προκαλέσουν την καταστροφή των φτωχότερων πολιτών που ήταν αναγκασμένοι να πληρώνουν όσο και οι ευκατάστατοι. Τον νόμο που επέβαλε τα παραπάνω τον κατάργησε ο Δημοσθένης το 340 πΧ και τον αντικατέστησε με άλλον που πρόβλεπε η δαπάνη να είναι ανάλογη με την οικονομική κατάσταση των συμμετεχόντων πολιτών.
[3] Θεοκρίνης: Παλιότερα ηθοποιός τραγωδιών, ο οποίος κατέληξε παροιμιώδης κατήγορος και συκοφάντης.
[4] Ο Φιλάμμων ήταν πυγμάχος σύγχρονος του Δημοσθένη, ενώ ο Γλαύκων από την Κάρυστο της Εύβοιας ήταν επίσης πυγμάχος που άκμασε παλιότερα, περί την εβδομηκοστή πέμπτη Ολυμπιάδα.