Μέρος Δ΄ Κεφάλαιο 15.
Εύελπις, η τελευταία μέρα στην Περσέπολη.
Ο αέρας είναι παχύς και μαύρος. Και ακίνητος. Δε φυσάει πια όπως φυσούσε όλη τη νύχτα, και η μαυρίλα αναδύεται τώρα κάθετα από τα καμένα χαλάσματα, Στο κέντρο των μελανών σωρών λάμπουνε ακόμη πύρινα ίχνη απ’ τα ξύλινα δοκάρια των κτισμάτων. Ο καπνός ανηφορίζει και ενώνεται με το φαιό νέφος που βαραίνει πάνω από την πόλη. Η μέρα είναι προχωρημένη, αλλά αλλόκοτα σκοτεινή.
Ο Εύελπις επιστρέφει έφιππος από το Επιτελείο, το οποίο έχει και πάλι εγκατασταθεί στις σκηνές εκστρατείας, και κατευθύνεται προς το κατάλυμά του. Ελπίζει να το βρει ακέραιο καθώς βρίσκεται κάπως απόμερα από τη ζώνη της φωτιάς. Ξάγρυπνος και κατάκοπος, έχει ανάγκη από λίγη έστω ξεκούραση πριν ξεκινήσει το ταξίδι πίσω, προς τα Σούσα. Έτσι επιταχύνει τον βηματισμό του ¨Βέλους¨ αγνοώντας τους λίγους άτακτους που προσπαθούν ακόμη να βρουν λάφυρα ανάμεσα στο χαλάσματα.
Το μεγαλύτερο μέρος της στρατιάς, με εξαίρεση την Φρουρά της Πόλης και λίγους συνακολουθούντες που πήραν μόλις χτες το απόγευμα την απαραίτητη άδεια να παραμείνουν ως έποικοι, κατευθύνεται ήδη μέσα στη δύσοσμη σκοτεινιά προς την βορινή πύλη, για να προωθηθεί στη συνέχεια προς την ανατολική πλευρά των βουνών του Ζάγκρου, στο εσωτερικό της κοιτίδας των Περσών και των Μήδων .
Στο μυαλό του Μεγαρέα συνωστίζονται ερωτηματικά, αντιφατικές σκέψεις και συναισθήματα που κονταροχτυπιούνται.
Από τη μια μεριά η ψυχή του είναι σκοτεινή και θλιμμένη: το κακό, εν τέλει, δεν στάθηκε δυνατό να αποφευχθεί.
Τα ανάκτορα της Περσέπολης, ο ναός και ένα μεγάλο τμήμα της βιβλιοθήκης, παραδόθηκαν τελικά σε φλόγες που δεν είχαν τίποτα το καθαρτήριο. Η φωτιά είχε ξεκινήσει από κάποιο σημείο στα ανατολικά του κτιρίου της Απαντάνα και μετά ο άνεμος την είχε εξαπλώσει ανισόμερα. Ευτυχώς, η Αφροδίτη είχε βάλει το χέρι της και ο γυναικωνίτης, αν και αρκετά κοντά στην τροχιά της πυρκαγιάς, είχε τελικά γλιτώσει.
Τα τσακάλια είχαν ξαποληθεί στα χαλάσματα προτού καν η φωτιά καταλαγιάσει. Τα ισχυρότερα από τα σώματα του στρατού, εκείνα που θα μπορούσαν να ελέγξουν αποτελεσματικά την κατάσταση, αποχωρούσαν ήδη από τα χαράματα προς τον βορά. Το μόνο τμήμα των ανακτόρων που παράμενε αλώβητο και που ακόμη φυλασσόταν αυστηρά, ήταν το φυλάκιο με τον υπόλοιπο θησαυρό της Περσέπολης, πέρα από το τμήμα που είχε ήδη μεταφερθεί στα Σούσα. Η πυρκαγιά μάλλον δεν θα επηρέαζε τη συνέχιση της χρηματοδότησης της εκστρατείας.
Ωστόσο, πολλή κατακτημένη γνώση είχε απόψε εξαφανιστεί, μαζί με τους παπύρους και τις περγαμηνές της βιβλιοθήκης και η αναπλήρωσή της θα απαιτούσε χρόνο και μεγάλη ανθρώπινη προσπάθεια. Ο Καλλισθένης, ο Ευμένης, ο ίδιος ο Εύελπις, καθώς και άλλοι που ήθελαν να αισθάνονται ανιχνευτές, απελευθερωτές, προστάτες και αναδιανομείς της Γνώσης είχαν υποστεί απόψε μια σοβαρή ήττα, που όσο κι αν ήταν προβλέψιμη, πόναγε.
Σ’ ένα άλλο κομμάτι της ταραγμένης ψυχής του Εύελπι υπάρχει ένα απρόσμενο, περίεργο είδος αγαλλίασης. Ένα είδος παρήγορης ανάσας που μοιάζει να προέρχεται από μια καταλαγιασμένη επιθυμία. Κάτι που μοιάζει με την ηδονή και την ευτυχία της ανταπόκρισης.
Ανταπόκριση;
Δεν είναι η ακριβής λέξη. Εκείνο που η Θαίδα του παραχώρησε χτες ήταν μια νύχτα που θα του μείνει ασφαλώς αξέχαστη. Μια νύχτα πάθους όπου, εν τέλει, (ποιοι άραγε Θεοί είχαν θελήσει ένα τέτοιο φαντασμαγορικό σκηνικό;) οι φλόγες δεν ήταν μόνο λέξεις μεταφορικές και αλληγορικές για να περιγραφτεί ένας έρωτας (ο δικός του) για καιρό καταπιεσμένος, που ξαφνικά αποκτούσε σάρκα, ή μάλλον δυο φλεγόμενα -σε έξαρση αμοιβαίας έλξης- όμορφα νεανικά σώματα.
Όμως ήξερε πια ότι για την Θαίδα αυτή η νύχτα ήταν μόνο μια προσφορά, ένα δώρο, ένα δείγμα ότι τα αισθήματά της για εκείνον υπήρχαν, και ίσως σε άλλες συνθήκες, σε άλλες συγκυρίες, σε μια άλλη ζωή, θα αρκούσαν για να φτιάξουν ανάμεσά τους κάτι το ιδανικό. Όχι όμως σε αυτήν τη φάση της ζωής της.
Δεν του τα είπε όλα αυτά με ρητό τρόπο. Βρίσκονταν όμως, κατανοητά, στις σιωπές της, στον τρόπο με τον οποίο άλλαζε τη κουβέντα και αρνιόταν να απαντήσει στην παράκλησή του να τον ακολουθήσει.
Ίσως κι εκείνος δεν είχε επιμείνει όσο θα έπρεπε.
Ίσως και να το έκανε -εκείνη, γυμνή πλάι του, ήταν κίνητρο ικανό για να χάσει κάθε μέτρο, κάθε αίσθηση ευπρέπειας και ίσως θα έπρεπε να την παρακαλούσε, ίσως να την ικέτευε, ίσως να την πίεζε με οποιοδήποτε τρόπο- αλλά τελικά όχι, δεν είχε επιμείνει αρκετά. Προτίμησε να κάνει μαζί της έρωτα, πάλι και πάλι, μέχρις ότου… αποσπασματικοί ήχοι από ανθρώπινες κραυγές, ανακλάσεις από μακρινές κοκκινωπές λάμψεις και όλο και πιο έντονα ρεύματα οσμών από καύση ετερόκλητων ουσιών, δεν έφτασαν ως την κάμαρα του γυναικωνίτη.
Ό Εύελπις είχε σηκωθεί από την κλίνη και είχε πλησιάσει το παράθυρο. Έξω η νύχτα είχε αρχίσει να αποκτά έντονο πορφυρό χρώμα. Και η αιτία δεν ήταν οι φωτιές των γιορτών της αναχώρησης και των ευχητήριων τελετών για την αίσια έκβαση των μελλοντικών μαχών που έκαιγαν από νωρίς στις πλατείες. Ήταν φλόγες τεράστιες, αν και ακόμη μακρινές από τον γυναικωνίτη: Με επίκεντρο το κεντρικό παλάτι, ψηλά, το μεγαλοπρεπές ανακτορικό συγκρότημα καιγόταν.
«Μα τους χίλιους δαίμονες της φωτιάς… Να που ο εμπρησμός έγινε! Τα ανάκτορα φλέγονται. Και ο δυνατός αέρας θα εξαπλώσει τις φλόγες ποιος ξέρει ως που. Ποιος τόλμησε άραγε τελικά…;», αναρωτήθηκε μεγαλόφωνα.
Ακούστηκε ένα σύντομο καμπανιστό γελάκι από τη μεριά της Θαίδας.
«Δεν το ξέρεις ποιος έβαλε τη φωτιά; Μα εγώ φυσικά!», ξαναγέλασε.
Στο ερωτηματικό βλέμμα του Μεγαρέα, η Θαίδα απαντά ενημερώνοντάς τον για την χθεσινή επίσκεψη του Αθηναίου πρέσβη Ηλιόδωρου, καθώς και για το πώς οι προβλέψεις του είχαν επαληθευτεί από την άλλη επίσκεψη, εκείνη που της είχε κάνει σήμερα το πρωί ο σοφιστής Ανάξαρχος αυτοπροσώπως. Ο Αβδηρίτης της είχε ζητήσει, με θράσος (που έδειχνε πόσο λίγο εκτιμούσε, αλλά και πόσο πολύ υποτιμούσε κατά βάθος τη διάσημη εταίρα) αλλά και με δελεαστικές υποσχέσεις ανταμοιβής, να προκαλέσει τον εμπρησμό της πόλης κατά τη διάρκεια του συμποσίου που διοργανώνεται απόψε εν όψει της επανεκκίνησης της στρατιάς. Εκείνη, μια Αθηναία, ασφαλώς θα μπορούσε να καθοδηγήσει τους δαυλούς των συμποσιαστών σε μια (οφειλόμενη απέναντι στην Ιστορία και την Νέμεση) πυρά.
Αλλά δε περιορίστηκε σ’ αυτό. Καθώς η Θαίδα μειδιούσε χωρίς να αντιδρά, είπε κι άλλα. Ισχυρίστηκε ότι το πυρ θα έκανε καλό στην εκστρατεία, υπαινίχτηκε ότι το κάψιμο το επιθυμούν κλιμάκια του στρατεύματος και μάλιστα όχι μόνον τα χαμηλά και, βέβαια, επανέλαβε ότι ήταν μοναδική ευκαιρία για μια κίνηση που θα ολοκλήρωνε την εκδίκηση για τα δεινά που είχαν προκαλέσει ίσαμε τώρα οι Πέρσες στους ελληνικούς λαούς και ιδιαίτερα στους Αθηναίους.
«Ναι, αλλά δεν ήσουν εσύ που προκάλεσες αυτήν τη φωτιά», ρωτάει ευθέως ο Εύελπις.
«Και βέβαια δεν ήμουν. Αλλά δεν θα εκπλαγώ εάν αύριο διαδοθούν φωνές που να ρίχνουν σε μένα το φταίξιμο. Σύμφωνα με τον Ηλιόδωρο έχουν ήδη ετοιμάσει τις κατάλληλες φήμες που με ενοχοποιούν. Εγώ, αν θες να ξέρεις, ούτε που απάντησα στον σοφιστή. Τον οδήγησα ως την πόρτα γελώντας, πράγμα που τον ανάγκασε να φύγει μουρμουρίζοντας ακατανόητες φράσεις, πιθανότατα απειλητικές.
Όπως βλέπεις, δεν πήγα καν στο αποψινό συμπόσιο των τελετών αναχώρησης. Για δικαιολογία είπα ότι ο πιστότερος θαυμαστής μου, ο Πτολεμαίος, λείπει από την πόλη, πράγμα που είναι άλλωστε αληθινό», χαμογέλασε η Θαίδα. «Εγώ, όπως μπορείς να διαπιστώσεις είμαι αλλού κι έχω και αξιόπιστο μάρτυρα, εσένα».
«Τότε ποιος;»
«Ίσως δεν ήμουν η μόνη στην οποία έκαναν εμπρηστικές προτάσεις, ίσως να έχουν απευθυνθεί και αλλού ή ίσως υπάρχουν και άλλοι, πέρα από τον Ανάξαρχο και τους δικούς του, που επιθυμούν να καεί η Περσέπολη».
«Η Περσέπολη έχει ήδη λεηλατηθεί ¨δια σιδήρου¨. Απόψε καίγονται τα ανάκτορα. Έχεις μάθει κάτι σχετικά;»
Η Θαίδα έμεινα για μια στιγμή σκεφτική. «Ξέρω αυτά που ψιθυρίζονται εδώ και αρκετές μέρες. Ότι το ανακτορικό συγκρότημα, που όπως και η πόλη είναι δημιούργημα αμιγώς περσικό, θα καταστραφεί από τους Μακεδόνες για να φοβηθούν και επομένως να γίνουν συνεργάσιμες οι φυλές που κατοικούν κατά μήκος της διαδρομής που θα ακολουθήσει το στράτευμα. Όμως, ναι, υπάρχει και κάτι που έμαθα μόλις απόψε, λίγο πριν έρθεις. Μια από τις ακολούθους μου, μια αξιόλογη νεαρή γυναίκα που ανήκει στους Ερετριείς, ξέρεις εκείνους τους ταλαιπωρημένους που συναντήσαμε πριν μπούμε στην Περσέπολη, μου ανάφερε ότι σήμερα το μεσημέρι, στην Αγορά, πήρε τ’ αφτί της μια συζήτηση που αφορούσε το κάψιμο της Περσέπολης».
«Από ποιον;»
«Η Μυώπη, έτσι τη λέμε την νεαρή, δεν ήταν σε θέση να μου τους περιγράψει, γιατί είναι σχεδόν τυφλή. Αναγνώρισε όμως ότι μιλούσαν στο γνωστό της ιδίωμα, τα μικτά ιωνικά και περσικά των απογόνων των πρώην αιχμαλώτων των Περσών, των Ερετριέων. Πρέπει να είναι ανακατεμένοι στην υπόθεση της φωτιάς, είτε αυτόβουλα, είτε παρακινούμενοι από άλλους».
«Αυτά που μου λες είναι πολύτιμα», λέει ο Μεγαρέας τρυφερά. «Αν η ηγεσία το θελήσει, το θέμα της πυρκαγιάς θα εξιχνιαστεί. Σε ευχαριστώ και πάλι Θαίδα» .
«Σου τα λέω, γιατί ποτέ δεν απαίτησες να μάθεις οτιδήποτε από μένα. Αυτό είναι ένα από τα πράγματα που εκτιμώ, Εύελπι».
Εκείνος την πλησιάζει. Η δική του φλόγα έχει αναζωπυρωθεί. «Λοιπόν Θαίδα, θα με ακολουθήσεις στην Αθήνα;»
Εκείνη κοιτάζει προς το παράθυρο τις λάμψεις που ανακλώνται εκεί.
«Οι περισσότερες γυναίκες είναι απόψε στο συμπόσιο, αλλά οι δικές μου ακόλουθοι είναι εδώ. Δεν νομίζεις ότι πρέπει να τις ξυπνήσουμε πριν η φωτιά πλησιάσει. Έτσι κι αλλιώς είμαστε έτοιμες για αναχώρηση. Σήμερα θα πρέπει να ξεκινήσουμε κι εμείς». Αλλά, λέγοντας αυτά τα λόγια, η Αθηναία τραβιέται κάνοντάς του χώρο στο κρεβάτι.
Κάτι μέσα του λέει στον Εύελπι ότι υπάρχει χρόνος και ότι η δική του φωτιά είναι τουλάχιστον το ίδιο επικίνδυνη με εκείνη που έχει αρχίσει να κατατρώει τα Ανάκτορα της Περσέπολης.
Εκείνο το πρωί, ο Μεγαρέας αποχαιρέτισε την Θαίδα. Ούτε αυτός ούτε εκείνη έκαναν οποιαδήποτε νύξη για το χρονική διάστημα που θα μπορούσε να διαρκέσει αυτός ο αποχαιρετισμός.
Ο Εύελπις έφυγε από τον γυναικωνίτη με ένα κομμάτι του εαυτού του άδειο, και τον υπόλοιπο σε τεταμένη υπερένταση. Πίσω από το μελανό νέφος μπορούσε να μαντέψει τις πρώτες ακτίνες του ήλιου που πήρε να ανηφορίζει. Έστρεψε το Βέλος προς τα βόρια, κατάφερε να παρακάμψει το πλήθος που είχε πλημμυρίσει τους δρόμους και, λίγο αργότερα, έφτασε στο επιτελείο, που πλέον είχε μετεγκατασταθεί στο στρατόπεδο της βορινής Πύλης, επιβλέποντας και συντονίζοντας την έξοδο της στρατιάς.
Ο Ευμένης ήταν κι αυτός άγρυπνος. Δεν έδειχνε ιδιαίτερα έκπληκτος για την πυρκαγιά. Η κύρια ανησυχία του αυτή τη στιγμή ήταν να μην επηρεαστεί αρνητικά η έναρξη της νέας πορείας και η στρατιά να μετακινηθεί με ομαλό τρόπο.
Παρόλα αυτά βρήκε χρόνο για να ακούσει τον Εύελπι, που συνοπτικά και χωρίς αναφορά στη Θαίδα, τον ενημέρωσε για τα όσα ¨κυκλοφορούν στην Πόλη¨ σχετικά με τον εμπρησμό, τις σχετικές κινήσεις του Ανάξαρχου και της ομάδας του, καθώς και για το ενδεχόμενο ρόλο των ¨Ερετριέων¨.
«Αυτά τα έμαθες από την Θαίδα, έτσι δεν είναι; Αυτή είναι η βασική πηγή σου;», τον ρώτησε άμεσα ο Ευμένης.
«Ναι», παραδέχτηκε ο Μεγαρέας. «Δεν την θεωρείς αξιόπιστη;»
«Το αντίθετο. Όμως η Θαίδα είναι μία πηγή που δεν μπορώ να επικαλεστώ. Και πολύ περισσότερο δεν μπορώ να την ανακρίνω. Αυτή την περίοδο βρίσκεται υπό την προστασία του Πτολεμαίου του Λάγου, άτομο φιλόδοξο και ανερχόμενο, αλλά αυτό είναι το λιγότερο. Την προστατεύει -υπάρχει ειδική εντολή γι αυτό- ο ίδιος ο Αλέξανδρος».
Στο πρόσωπο του Εύελπι εμφανίστηκε προς στιγμήν μια απόχρωση έκπληξης, που γρήγορα εξαφανίστηκε.
«Πάντως», συνέχισε ο Ευμένης, «οι πληροφορίες σου για τους υπαίτιους της αποψινής φωτιάς είναι χρήσιμες και να είσαι σίγουρος ότι το θέμα θα το διερευνήσουμε, άσχετα από το εάν θα δημοσιοποιήσουμε τα πορίσματα της έρευνας ή όχι».
Ο Ευμένης σταμάτησε για μια στιγμή.
«Σκέφτομαι ότι ίσως θα πρέπει να αφήσουμε τη ψυχή των στρατιωτών απερίσπαστη από τις εσωτερικές δολοπλοκίες, τουλάχιστον όσο κρατάει η νέα εξόρμηση. Και επί πλέον, ίσως θα πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν ότι υπέρ της φωτιάς είχαν ταχθεί και ορισμένοι στρατηγοί που σίγουρα δεν συμμετείχαν στην αφή της. Είναι πολεμιστές πιστοί στον Αλέξανδρο, που ποτέ δεν θα έκαναν κάτι τέτοιο χωρίς τη ρητή διαταγή από εκείνον, -μπορώ να σε διαβεβαιώσω ότι ο Άνακτας δεν έδωσε ποτέ τέτοια διαταγή- και που δεν πρέπει να αισθανθούν ότι τους στοχοποιούμε.
Τέλος πάντων, αφού τα περσικά ανάκτορα σε μεγάλο βαθμό κάηκαν πια, όσο κι αν αυτό είναι οδυνηρό κυρίως όσο αφορά στην βιβλιοθήκη, ίσως μας συμφέρει για την ώρα να αφήσουμε το γεγονός να λειτουργήσει εκφοβιστικά για όσους ντόπιους σκέφτονται ακόμη να μας αμφισβητήσουν, όπως εξάλλου υποστήριζαν αυτοί οι πολεμιστές. Αν πάλι εκείνο που επιδιώκουν οι εμπρηστές είναι να δυσχεράνουν τις σχέσεις μας με την Αθήνα, εμείς έχουμε ήδη προγραμματίσει πράξεις που ενισχύουν αυτές τις σχέσεις. Η δική σου αποστολή στην Αττική είναι ίσως η σημαντικότερη από αυτές.
Ίσως επαναφέρουμε το θέμα της αποψινής φωτιάς όταν θα έχουμε εξουδετερώσει οριστικά τον Δαρείο και τους ακόλουθούς του. Όσο για τον Ανάξαρχο, θα ελέγχουμε τους ελιγμούς του και θα κινηθούμε δραστικότερα όταν οι αποδείξεις για την ενοχή του θα είναι εξόφθαλμες.
Εσύ, πότε σκοπεύεις να φύγεις για τα Σούσα;»
«Το συντομότερο, ακόμη και σήμερα».
«Όχι, πρέπει πρώτα να σου μιλήσω διεξοδικότερα για ορισμένα πράγματα που θα πρέπει να προσέξεις στην Αθήνα Τα βασικά. Θα σου δώσω και μια επιστολή για τον Καλλισθένη που θα την γράψω τώρα, μόλις πάρω μια ανάσα από τη φασαρία της πυρκαγιάς. Άκου να δεις τι θα κάνουμε. Τώρα είσαι ελεύθερος για καμιά ώρα και μπορείς να πας να δεις τον Άρπαλο…»
Ο Εύελπις ανασήκωσε το κεφάλι του και τον κοίταξε ερωτηματικά.
«Α ναι, δεν σου το ‘πα. Ο γιος του Μαχάτα έστειλε τους ανθρώπους του και σε ζητούσαν. Είναι κι αυτός εδώ, θα τον βρεις στις σκηνές της βασιλικής ακολουθίας. Πήγαινε να δεις τι θέλει και μετά επέστρεψε εδώ. Πιστεύω ότι σε λίγο η φωτιά θα είναι υπό πλήρη έλεγχο και θα έχουμε χαλιναγωγήσει και τις τελευταίες ομάδες του όχλου. Θα έχω έτοιμη την επιστολή και θα μπορέσουμε να μιλήσουμε».
Ο Ευμένης του έριξε μια διερευνητική ματιά από την ¨κορυφή ως τα νύχια¨. «Αδελφέ μου», είπε, «δεν είσαι ακόμη σε θέση να ταξιδέψεις. Όταν τελειώσουμε θα επιστρέψεις στο κατάλυμά σου και θα ξεκουραστείς. Αν θέλεις μπορείς να αναπαυτείς και εδώ, στο στρατόπεδο. Πάντως, ειδοποίησε τους συνοδούς σου να είναι έτοιμοι για το ταξίδι επιστροφής στα Σούσα από αύριο. Αν κρίνεις ότι δεν αρκούν ζήτησε από τον υπασπιστή μου να σου δώσει μια πρόσθετη ομάδα φρουρών».
Ο Μεγαρέας ευχαρίστησε τον Καρδιανό, αλλά όταν θα τελείωναν, προτιμούσε να επιστρέψει στο κατάλυμά του και να ξεκινήσει για τα Σούσα το συντομότερο δυνατό, χωρίς πρόσθετη συνοδεία.
Ό Άρπαλος τον υποδέχτηκε με ένα δυσερμήνευτο χαμόγελο κρεμασμένο στις άκρες των λεπτών του χειλιών. Ούτε αυτός έδειχνε να έχει κοιμηθεί αυτήν τη νύχτα. Όμως κάτι σαν μικρό κομμάτι πυρκαγιάς έκαιγε ακόμη στα γαλαζωπά του μάτια.
«Είδες Μεγαρέα;» του είπε. «Πόλεμοι, μάχες, θάνατοι, πορείες, αλώσεις, οδυρμοί, αλλά και εξάρσεις για την νίκη και την κατάκτηση… και μετά; Ένα παφ, μια μικρή σπίθα, ένα τίποτα, και τα ¨κέρδη¨, τα λάφυρα, η Δόξα θα έλεγα, μπορούν να μετατραπούν σε μαύρη στάχτη, σε τίποτα!» Το μειδίαμά του έγινε ειρωνικό: «Ωστόσο το θέαμα δεν ήταν μόνο διδακτικό, ήταν και συναρπαστικό, δε συμφωνείς;»
Ο Εύελπις ήταν στερημένος από διάθεση είτε να συμφωνήσει είτε να διαφωνήσει με τις ποιητικές διαπιστώσεις του Άρπαλου. Κάθισε σε ένα πολυθρόνιο εκεί δίπλα και σιώπησε.
Ο Άρπαλος αποφάσισε να μπει στο θέμα:
«Έμαθα ότι επιστρέφεις στην Αθήνα και θέλω να σου ζητήσω μια μικρή χάρη», του είπε.
Ο Μεγαρέας τράβηξε τα χαλινάρια και το Βέλος επιβράδυνε και σταμάτησε μπροστά στην σιδερένια, διακοσμημένη με γρύπες, αυλόπορτα.
Το οίκημα που τον φιλοξενούσε ήταν πράγματι σώο και οι υπηρέτες, που είχαν βγει στην είσοδο για να αποτρέψουν όποιον τυχόν το θεωρούσε ακατοίκητη λεία προς λεηλασία, τον υποδέχτηκαν με φωνές ενθουσιασμού.
Ο Εύελπις ανέβηκε στην κάμαρά του και σε λίγο κοιμόταν βαθειά, χωρίς όνειρα, αν εξαιρέσουμε την εικόνα ενός δρόμου που στο βάθος του βρισκόταν τα Σούσα και η ευγενική μορφή του Καλλισθένη∙ αλλά πίσω από τα Σούσα ανέτελλε σιγά σιγά η μεγεθυμένη εικόνα μιας άλλης πόλης, οικείας και αγαπημένης, η εικόνα του άστεως των Αθηνών.
(Τέλος του τέταρτου μέρους)