‘Ένα ποίημα του Λευτέρη Μανωλά
ΠΛΕΥΣΗ ΠΡΥΜΝΗΣ
Αίφνης ο ουρανός σκοτείνιασε
βασίλεψε, μετέωρος, ο ήλιος
οι καπνοί ένα με τα σύννεφα
ακούνητοι από τη φρίκη
ανήμπορες της Κασσάνδρας οι
κατάρες
τις θύελλες των λόγων της να
σηκώσουν
και μάταια μετανοών ο
Αίας
δίχως πνοή στα στήθη
το ξόανο της κακιωμένης
Αθηνάς
έσπρωχνε να ορθώσει.
Ασήκωτα από τα λάφυρα
και τον τρόμο, τα πόδια των
Αχαιών.
και των καραβιών τους
οι καμμένες πλώρες•
σημάδι, για τα βέλη
αδύνατης επιστροφής
που τώρα ανάγκη την είχαν.