(γράφει ο Νίκος Μοσχοβάκος)
ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΑΙΡΟ ΤΟΥ ΔΙΓΕΝΗ
Τ’ άρματα σαν εζώστηκε όπως και στα γουέστερν
κατέβηκε στη δημοσιά το Χάρο ν’ ανταμώσει
μα ‘κείνος δεν ερχότανε φοβήθηκε κι εκρύφτει
απ’ τον καιρό του Διγενή είχε να γίνει τούτο.
.
Ψάχνει ζερβά στη ρεματιά δεξά στο κορφοβούνι
μπροστά στο ξεροπήγαδο πίσω στο μοναστήρι
σ’ ανατολή τον γύρεψε εκεί που βγαίνει ο ήλιος
στη δύση τον εγύρεψε εκεί που βασιλεύει
τους λύκους όλους ρώτησε όλα τα μαυροπούλια
κανείς δεν είχε να του πει κανείς δεν αποκρίθει.
.
Αποκοιμήθηκε ήσυχος στου πλάτανου τη ρίζα
και στ’ όνειρό του έφτασε άγγελος που του λέει
μες στην καρδιά σου γύρεψε το Χάρο ν’ ανταμώσεις.
.
Ποτέ του δεν εξύπνησε, ποτέ του δεν τον είδε.
Πήρε τον δρόμο τον τραχύ πάει για τον άλλο κόσμο.
***
ΤΩΡΑ
Το σύμπαν μια αιώρα
και πάνω του το τώρα
γεννιέται και πεθαίνει
μα πάντα τώρα μένει.