Βασίλης Νόττας: Το Ιστολογοφόρο

Κοινωνία, Επικοινωνία, Φαντασία και άλλα

Posts Tagged ‘Σιγκουάπα’

Σιγκουάπα ή ένα σχεδόν αυτοτελές απόσπασμα με τα όλα του…

Posted by vnottas στο 4 Ιουλίου, 2013

images (11)

Να μια μικρή, σχεδόν αυτοτελής, ιστορία, παρμένη κι αυτή από το ΜΠΑ!!!, πέμπτο μέρος (¨Διακόπτουμε για αποδομήσεις, απορυθμίσεις, αποσυνθέσεις και αποσαρθρώσεις¨), δηλαδή εκεί που οι δύο δαιμονικές κλίκες, οι Νεοδαίμονες και οι Παλαιοδαίμονες, χωρίς να αμελήσουν τις μεταξύ τους τρικλοποδιές, (αν έγραφα σήμερα το ΜΠΑ!!! μάλλον θα τους έβαζα να στήσουν συγκυβέρνηση), αγωνίζονται να επιφέρουν, επιτέλους, το Τέλος. 

Συγκεκριμένα βρισκόμαστε στο 6ο κεφάλαιο του 5ου μέρους, όπου ο πράκτορας Σος Μορς  επισκέπτεται την αποσυρμένη δαιμόνισσα Σιγκουάπα και επιχειρεί να την πείσει να ενταχθεί με το μέρος των Νεοδαιμόνων (μεταξύ των οποίων έχει διαπιστωθεί έλλειψη επαρκούς πάθους).

Εδώ μια απόπειρα ανάγνωσης μετά μουσικής και ήχων
Στην υπόκρουση χρησιμοποίησα, μεταξύ άλλων, το Φάντο Chuva τραγουδισμένο από τη Mariza

και το Frenetico-tango-argentino

Porto-01

Μέρη μαγικά, καταραμένα

Στη Μπαία ντε Λος Σερπέντες στη νότια άκρη του μεγάλου εμπορικού λιμα­νιού σουρουπώνει.

Η ένταση του τροπικού ήλιου έχει ήδη μειωθεί στο ελάχιστο και ο όρμος με το νεκροταφείο των πλοίων σταμάτησε να φλέγεται.

Τώρα, ο ουράνιος προβολέας, τεράστιος, βυσσινής και ανώδυνος κατρακυ­λάει προς του χαμηλούς δασωμένους λόφους στα δυ­τικά.

Οι οδοντωτές στέγες των Φαβέλας  γύρω από τον όρμο μπαίνουν σιγά σιγά στη ζώνη της σκιάς και το ξυσμένο μίνιο στα πλευρά των παροπλισμένων καραβιών αποκτά, για μια φευγαλέα στιγμή, την ευκαιρία να λάμψει με την τελευταία κοκκινωπή ανταύγεια της μέρας.

Απέναντι, στον ουρανό της Ανατολής, μια παράξενη σκοτεινιά με κίτρινες και ερυθρές ραβδώσεις παίρνει να φουσκώνει και ετοιμάζεται να απλωθεί πάνω απ’ τη θάλασσα.

Σηκώνεται αέρας.

Ένας αέρας άλλοτε αδύναμος και παραχωρητικός κι άλλοτε απειλητικός και ζόρικος που αρχίζει να στριφογυρίζει ταρακουνώντας τα ξάρτια και τις σπασμένες αντένες των πλοίων.

Μεταλλικά σφυρίγματα, ραπίσματα χαλαρών σχοινιών και ντενεκεδένιοι ήχοι ανακατεύονται με αποσπάσματα από καθημερινές κραυγές που ο άνεμος αρπάζει από τη λιμανίσια φτωχογειτονιά -ίσως και απ’ το τροπικό δάσος πάρα έξω- φτιάχνοντας μηνύματα παράξενα, σε κώδικες εξωτικούς και δυσεπίλυτους.

Ένα ουρλιαχτό παρατεταμένο, αγωνιώδες,  υψώνεται για λίγο πάνω από τις στέγες με τις λαμαρίνες και ύστερα εξαερώνεται και εξαφανίζεται χωρίς να τραβήξει την προσοχή κανενός. Οι ναύτες και οι καταβροχθιστές δασών που κατηφορίζουν ως εδώ από το γειτονικό εμπο­ρικό λιμάνι και από τη ζούγκλα ψάχνουν για φτηνό ποτό και γι ανήλικα ευκαιρίας (που και τα δυο παράγονται άφθονα στις γύρω παράγκες) και δεν ενδιαφέρονται  για  τα αδέσποτα ουρλιαχτά.

Ούτε οι πόρνες που παίρνουν σιγά σιγά τη θέση τους μπροστά στις πόρτες με τις χρωματιστές κουρτίνες και με τις σήτες για τα κουνούπια, ενδιαφέρονται.

DSCN0716

Ύστερα από λίγο, σε ένα από τα παραπήγματα που είναι αραδιασμένα στην προκυμαία, ανοίγει μια παράπλευρη πόρτα.  Ένα ζευγάρι μικρόσωμων όντων -παιδιά, ίσως νάνοι-, βγαίνει κουβαλώντας έναν τεράστιο σακί. Δυσκολεύονται καθώς προσπαθούν να το μετακινήσουν σέρνοντάς το στο στενό χωμάτινο πέρασμα ανάμεσα στην «Ταβέρνα της Μεθυσμένης Γοργόνας» από όπου βγήκαν και το διπλανό υπόστεγο όπου, εδώ και καιρό, ένα μεγάλο κομμάτι βαπόρι αποσυναρμολογείται σε σιδερένια τεμάχια ανεξακρίβωτης χρησιμότητας και άγνωστου προορισμού.

Οι δύο μικρούληδες κατευθύνονται αγκομαχώντας προς τη θάλασσα, περνούν τον παράλιο τσιμεντένιο δρόμο και  κατεβαίνουν στην αποβάθρα. Τραβώντας και σπρώχνοντας καταφέρνουν να ρίξουν το τσουβάλι σε μια μικρή μαύρη βάρκα που λικνίζεται εκεί μπροστά.

Ύστερα, το ένα από τα δύο  μικροκαμωμένα όντα ψάχνει λίγο τριγύρω και βρίσκει μια μαυριδερή αλυσίδα. Ο άλλος κοντούλης ξετρυπώνει έναν τσιμεντόλιθο.

Τα ρίχνουν κι αυτά στη βάρκα και αποπλέουν γλιστρώντας στη ταραγμένη επιφάνεια των νερών προς την έξοδο του όρμου και τον Ωκεανό.

images (7)

Καθώς προσπερνούν το φάρο που έχει κιόλας αρχίσει τον νυκτερινό του λόξυγκα, ένα άλλο πλεούμενο διαγράφεται απέναντί τους με φόντο την κίτρινο­κόκκινη σκοτεινιά της ανατολής και μεγαλώνει ραγδαία καθώς έρχεται γοργά προς το μέρος τους. Είναι ένα κομψό, μικρό σκάφος που τους φτάνει γρήγορα και τους προσπερνά αγέρωχα κάνοντας τη βαρκούλα να τρικλίσει και σχεδόν να μπατάρει.

Οι δύο μικρούληδες προλαβαίνουν να δουν στο τιμόνι του σκάφους έναν ψηλό άνδρα. Δεν μπορούν, βέβαια, στο ημίφως του δειλινού να προσέξουν ούτε το άψογο βραδινό του κουστούμι που δεν έχει τίποτα το ναυτικό, ούτε το παράξενο κοροϊδευτικό χαμόγελο που κρέμεται από τα λεπτά, σχεδόν ανύπαρκτα χείλη του, ούτε το παράξενα χλωμό του δέρμα, ούτε τα μάτια του που έτσι κι αλλιώς κρύβονται πίσω από ένα ζευγάρι μαύρα γυαλιά.

Την ώρα που οι δυο κοντοί πετούν τον σάκο στη θάλασσα, αφού πρώτα τον δέσουν γερά με την αλυσίδα στον τσιμεντόλιθο, έχει πια σκοτεινιάσει για τα καλά και ο άνδρας με το μαύρο γυαλιστερό κουστούμι, το δαντελωτό πουκάμισο και τα μαύρα γυαλιά έχει ήδη αποβιβαστεί στην κεντρική αποβάθρα του Όρμου.

Η παρουσία του καλοντυμένου τύπου κάτω από τα βρώμικα  φανάρια της προκυμαίας δεν φαίνεται να παραξενεύει κανέναν. Στη Μπαία ντε Λος Σερπέντες έρχονται συχνά  πλούσιοι σικάτοι  τύποι κυνηγώντας απολαύσεις που να είναι ακόμα απαγορευμένες (πράγμα αρκετά δύσκολο την εποχή εκείνη).

Οπωσδήποτε, το να σου τύχει ένα τέ­τοιο φρούτο για ξεζούμισμα είναι μάννα εξ ουρανού για τους προξενητές της Μπαία. Γι αυτό καμιά ντουζίνα απ’ αυτούς τον περιτριγυρίζουν  αμέσως, προσφέροντάς του υποσχέσεις που θα ικανοποιούσαν και τους πιο εξεζητημένους διδάκτορες Περιπεπλεγμένης Διαστροφι­κής. Ο ψηλός όμως τους παραμερίζει και κατευθύνεται με σιγουριά προς τη ¨Μεθυσμένη Γοργόνα¨.

Οι προξενητές δεν επιμένουν. Τον τελευταίο καιρό στην πιάτσα του λιμανιού έχει βγει βρώμα ότι στη «Γοργόνα» συμβαίνουν πράγματα καινούργια, πρωτότυπα, ακατονόμαστα. Λεπτομέρειες δεν κυκλοφόρησαν ακόμη, όμως τα σαΐνια του λιμανιού κάτι ξέρουν. Και αυτό το κάτι είναι ότι ένα πανέμορφο σούπερ θηλυκό πολλών οκτανίων, έχει εγκατασταθεί στο μαγαζί  της προκυμαίας. Και μια έλξη που σχεδόν την μυρίζεις τρα­βάει όλους τους αρσενικούς προς τα ‘κει.

Η γκόμενα όμως φαίνεται πως ξέρει απέξω κι ανακατωτά όλα τα μυστικά και τ’ απόκρυφα της γοητείας και δε δίνεται ούτε με τη πρώτη ούτε σ’ όποιον κι όποιον. Ούτε καν βγαίνει ποτέ από το παράπηγμα της Ταβέρνας.

Το αποτέλεσμα είναι ότι όλοι οι άντρες της Ακτής έχουνε τρελαθεί μαζί της, αλλά κανένας δεν έχει ακόμη μπορέσει να διηγηθεί στη πιάτσα λεπτομέρειες για τις μυστικές χάρες της Όμορφης. Και τώρα -ήτανε να το περιμένουνε οι μάγκες της Προκυμαίας- να που άρχισαν να ενδιαφέρονται και οι Απέξω.

Mauritania2005FOTON.21

Μια ριπή τ’ ανέμου ταρακουνάει το καλώδιο και τα πολύχρωμα λαμπάκια που κρέμονται γύρω από την είσοδο της «Γοργόνας» αναβοσβήνουν για μια στιγμή σπινθηρίζοντας. Ο  άνδρας περ­νάει κάτω από τη χρωματιστή ηλεκτρική γιρλάντα και σπρώχνει το πορτόφυλλο της ταβέρνας.

Μέσα, οι λιγοστοί λαμπτήρες που φωτίζουν την αίθουσα κρέμονται μελαγχολικά από το ταβάνι, γύρω από τον πάγκο του μπαρ. Από τους πελάτες του μαγαζιού διακρίνονται μόνο τα σκοτεινά  περιγράμματα ανάμεσα στους πηχτούς καπνούς που αναβλύζουν από τα τραπέζια και που μαρτυρούν το κάψιμο λογής λογής ουσιών.

Μόνο στο βάθος, πίσω από έναν τραβηγμένο μπερντέ, ένας ασθενικός προβολέας φωτίζει τρεις μουσικούς που με κιθάρες διαφορετικού μεγέθους, μια κανονική μια τεράστια και μια τόση δα μικρούτσικη, παίζουν ένα νοσταλγικό φάντο.

Ο καλοντυμένος άντρας πλησιάζει το πάγκο. Ένα ξυρισμένο κεφάλι με σκουλαρίκι, που προφανώς ανήκει στον μπάρμαν, τέλεια καμουφλαρισμένο ανάμεσα στα μισοάδεια μπουκάλια, αποκτά ξαφνικά αυτοτέλεια και τον ρωτά τι επιθυμεί.

Ο μαυροφορεμένος (για να μη χαλάσει την ατμόσφαιρα) θέλει ρούμι. Ύστερα σκύβει και κάτι λέει στ’ αυτί του γλόμπου.

Τι άλλο θέλει; Δεν είναι μυστήριο. Αυτό που θέλουν όλοι αυτή τη στιγμή στη Μπαία ντε Λος Σερπέντες και πάρα πέρα σ’ όλη την Ακτή.

Ένα πρασινωπό χαρτονόμισμα μετακομίζει από το κροταλίσιο πορτοφόλι του ψηλού, στην κωλότσεπη του ξυρισμένου.

Ο μπάρμαν απαντάει κι αυτός ψιθυριστά. Ναι, η Γόησσα, αυτή για την οποία όλοι μιλάνε, είναι εδώ. Σε λίγο θα τραγουδήσει. Ναι, είναι καλύτερη από οποιαδήποτε περιγραφή.  Όμως, εκείνος δε μπορεί να υποσχεθεί τίποτα, η Όμορφη αποφασίζει από μόνη της.

Έπειτα, βγαίνει από το κουβούκλιό του και οδηγεί τον ασπριδερό Ψηλό σ’ ένα τραπέζι φυλαγ­μένο για τα δυνατά πουρμπουάρ.

FADO_baixa

Η ώρα ήρθε. Ο μπερντές που το παίζει αυλαία τραβιέται ξανά και από πίσω δε βρίσκονται τώρα μόνο οι τρεις μουζικάντηδες με τις ανισομεγέθεις κιθάρες, αλλά και ένας μικρός μαύρος μ’ ένα τουμπελέκι, καθώς και μια άλλη φιγούρα, ακίνητη, που σιγά σιγά φωτίζεται, καθώς ο προβολέας λες και καρδάμωσε ξαφνικά.

Μια γυναίκα.

Η γυναίκα!

Μέσα στην αίθουσα απλώνεται ξαφνική σιγή.

Ακόμα και οι γυμνόστηθες μελαψές κοπέλες που τριγυρνάν από τραπέζι σε τραπέζι παύουν να φλυαρούν και προσηλώνονται στο πάλκο μαζί με τους αρσενικούς.

Το ταμπούρλο δίνει το ρυθμό και η γυναίκα τραγουδάει. Δίχως να κινείται πολύ, στηριγμένη σε μια ψάθινη καρέκλα, με το κόκκινο φόρεμά της να φτάνει ως κάτω, στο σανίδι της εξέδρας, με τα σκούρα κόκκινα μαλλιά της να κυματίζουν απαλά σε κάθε της κίνηση.

Πίσω απ’ τη βαθιά, ίσως λίγο τραχιά φωνή της οι κιθάρες απλώνουν ένα χαλί  πλεγμένο με αισθησιακές ηδυπαθείς αρμονίες. Και μετά η φωνή εκείνης, παίρνει  τις μουσικές φράσεις και πότε τις πλέκει σε συνδυασμούς γεμάτους υπαινιγμούς άφατων ηδονών, πότε τις ανεβάζει σε ορμητικά, άγρια κρεσέντο που μαγεύουν και φοβίζουν.

Ωστόσο τα τσακάλια της Ακτής που μαζεύτηκαν απόψε στη «Γοργόνα» δεν είναι από τη φωνή της Ωραίας που ακινητοποιούνται και χαζεύουν.

Είναι η εικόνα της που ξυπνάει μέσα τους ό, τι το πιο άγιο και πιο αμαρτωλό. Η εικόνα της, που για τον καθένα είναι διαφορετική.

Οι πιο απίθανες επιθυμίες τους αγκιστρώνονται πάνω της.

Πάθη που ζητούν κορεσμό, ενοχές που θέλουν εξιλέωση, μοναξιές που θέλουν απάντηση. Οι πιο απίθανες φαντασιώσεις θέλουν τη Γυναίκα της ¨Γοργόνας¨ για ηρωίδα τους.

Ο μαυροφορεμένος είναι κι αυτός ακινητοποιημένος ή έτσι θα νόμιζε κανείς βλέποντας το πρόσωπό του, χλωμό στις αντανακλάσεις του προβολέα, με τα σκούρα γυαλιά και τα ίχνη απ’ το ειρωνικό χαμόγελο να εξακολουθεί να κρέμεται απ’ τα σχεδόν ανύπαρκτα χείλη του.

Η γυναίκα τραγουδώντας μετακινείται αργά προς το μέρος των θαμώνων. Η κίνησή της έχει κάτι το παράξενο, σαν κάτι να την τραβάει προς τη γη (άραγε μια μικρή γυναικεία αδυναμία ώστε να γίνει τέλεια η έλξη της πάνω στους αρσενικούς του λιμανιού; άραγε μια κρυφή σύνδεση με τη γυναικεία υπόσταση της μάνας Γαίας;), αλλά αυτή αντιστέκεται σ’ αυτό το κάτι, το ελέγχει  και, γλιστρώντας περισσότερο παρά περπατώντας, φτάνει στο κέντρο της αίθουσας.

Εκεί το τραγούδι της τελειώνει και πίσω του σβήνουν οι κτύποι του ταμπούρλου και το άρπισμα των χορδών.

Οι μάγκες του λιμανιού μένουν για λίγο άφωνοι, αλλά μετά σηκώνονται όρθιοι, χειροκροτούν, επευφημούν, παραδέχονται, ουρλιάζουν, συναινούν, εγκρίνουν επικροτούν, ποδοκροτούν, καθομολογούν, λένε καλά λόγια, μετανοούν (για ότι κακό έχουν πει μέχρι τότε για τις γυναίκες), επιδοκιμάζουν, δοξάζουν, θέλουν κι άλλο, τα θέλουν όλα, θέλουν εκείνη!

Εκείνη χαμογελάει, αλλά δεν υποκλίνεται, παρά μόνο κάνει να υποχωρήσει, πάντα με το συρτό της βήμα, σα ρωσίδα Πριγκίπισσα- Χορεύτρια, προς το βάθος της αίθουσας. Δεν προλαβαίνει. Καθώς βρίσκεται κοντά στον μαυροφορεμένο, αυτός με μια φιδίσια κίνηση την αρπάζει απ’ το λευκό μπράτσο και την τραβάει προς το μέρος του.

ciguapa (1)

Η Ωραία βρίσκεται τώρα στα γόνατά του.

Τα μάτια της αστράφτουν με μια στιγμιαία λάμψη θανάσιμης έχθρας.

Τα κόκκινα νύχια της στοχεύουν το χλωμό του πρόσωπο, αλλά εκείνος, πιο γρήγορος, την ακινητοποιεί.

Ανάμεσά τους λαμπυρίζουν αστραπές έντασης.

Αλλά αυτό δεν είναι τίποτα μπροστά στην ένταση που γιγαντώνεται στην αίθουσα.

Ο ξένος είναι απαράδεκτος, εγκληματίας, ιερόσυλος!

Οι θαμώνες θυμώνουν.

Βγάζουν χατζάρια, μασέτες, γιαταγάνια, μαχαίρια, στιλέτα, ο μπάρμαν βγάζει από τα έγκατα του πάγκου του ένα μπαλτά και ο μάγειρας εμφανίζεται στην πόρτα της κουζίνας μ’ ένα εγχειρίδιο (μαγειρικής).

Ο χλωμός άνδρας δεν δείχνει  να πτοείται.

Ανασηκώνεται κρατώντας με το ένα χέρι σφικτά στην αγκαλιά του τη γυναίκα.

Εκείνη σπαρταράει, αλλά αυτός πιέζει το πρόσωπό της στρίβοντάς το προς το στήθος του, έτσι ώστε να μη μπορεί να δει τι θα συμβεί στην αίθουσα.

Μετά κάνει μια κίνηση πολύ απλή, αλλά και άκρως αποτελεσματική -όπως θα αποδειχθεί αμέσως τώρα. Σηκώνει το άλλο ασπριδερό χέρι και βγάζει τα σκούρα γυαλιά.

Οι μάγκες της Μπαία ντε Λος Σερ­πέντες δεν συνηθίζουν να κοιτούν τα μελλοντικά τους θύματα στα μάτια. Τώρα όμως δεν μπορούν να το αποφύγουν.

Το βλέμμα τους μοιραία, αναπόφευκτα, μαγνητίζεται από αυτό που βρίσκεται κάτω από τα μαύρα κρύσταλλα του μαυροφορεμένου τύπου: δυο άδειες κόγχες  που εκπέμπουν κιτρινοκόκκινες γλώσσες φωτιάς.

Από κάποιον στο βάθος, πολύ μεθυσμένο για να καταλάβει τι ακριβώς γίνεται, ξεφεύγει μια κραυγή: «Φάτε τον το Μούργο», αλλά ξαφνικά βρίσκεται να κρατάει στο χέρι, αντί για το σπασμένο μπουκάλι που κράδαινε μια στιγμή πριν, το κεφάλι του, ενώ στην παραδοσιακή θέση του κεφαλιού του βρίσκεται τώρα ένα φιάσκο κρασιού και μάλιστα άδειο.

Ένας άλλος, που από κεκτημένη ταχύτητα ξαπόστελνε στον Χλωμό ένα μαχαίρι, αντιλαμβάνεται ξαφνικά ότι τόσο το μαχαίρι όσο και το χέρι του έχουν μεταβληθεί σε μια πρασινωπή οχιά που τώρα τον κοιτάζει με ύφος όχι και τόσο φιλικό.

Οι θαμώνες ξεθυμώνουν και κατακάθονται στα τραπέζια τους.

"fado"-playing a tradicional portuguese guitar

Ο δαίμονας χαλαρώνει τη λαβή και η γυναίκα γυρίζει προς την αίθουσα για να διαπιστώσει ότι το πλήθος έχει δαμαστεί, έστω κι αν δεν καταλαβαίνει πως ακριβώς έγινε αυτό.

Χαλαρώνει κι αυτή. Χώνει το γό­νατό της ανάμεσα στα σκέλια του μαυροντυμένου και  σφίγγεται πάνω του.

Μετά τον παρασέρνει μαζί της σε μια μικρή πόρτα, στο πίσω μέρος του μαγαζιού.

Στην Ταβέρνα της Γοργόνας φαίνεται ότι οι δαίμονες είτε ξορκίζονται γρήγορα και πάνε γι άλλα αλλού, είτε γίνονται αποδεκτοί κι ενσωματώνονται στον ανθρώπινο παραλογισμό του τόπου.

Το γεγονός είναι πάντως ότι στην αίθουσα όλα μοιάζουν να ‘χουν καταλαγιάσει.

Τα κορίτσια κυκλοφορούν και πάλι ανάμεσα στους μάγκες, δυο τρία παράταιρα σώματα που περίσσεψαν από το επεισόδιο με τον Χλωμό Δαίμονα έχουν ήδη σταλεί να κάνουν παρέα στα μεταλλαγμένα ψάρια του ωκεανού  και, στο πάλκο, οι κιθάρες συνοδεύουν τώρα έναν μυστακοφόρο δεξιοτέχνη ακορντεονίστα που επιδίδεται στην εκτέλεση ενός παθιασμένου ταγκό.

Στο μικρό δωματιάκι στο βάθος, οι ήχοι του ταγκό φτάνουν ανακατεμένοι με το βουητό του ανέμου που έχει σηκωθεί και πάλι σφοδρός και σαρώνει τα μαγαζιά της αποβάθρας.

Αλλά ούτε η γυναίκα ούτε ο δαίμονας προσέχουν τον άνεμο.

Η γυναίκα έχει πια διαλέξει και τώρα έχει πάρει την πρωτοβουλία της συνάντησης. Έχει τραβήξει το κορδόνι που σβήνει τη λάμπα και το δωματιάκι φωτίζεται ελάχιστα από τις χαραμάδες της πόρτας. Το κόκκινο φόρεμα βρίσκεται στο πάτωμα μαζί με τα δαντελένια εσώρουχα και εκείνη στέκεται τώρα γυμνή, όρθια, ακουμπισμένη στην σαραβαλιασμένη πολυθρόνα απέναντι από το κρεβάτι.

Ξέρει τη δύναμή της και ξέρει τη μοίρα της.

Ξέρει ακόμη τη μοίρα αυτού του άνδρα που τόλμησε να την προσβάλει, αλλά συνάμα να τη διεκδικήσει και που είναι τώρα εκεί, μπροστά της, ξαπλωμένος στο κρεβάτι, ακόμη ντυμένος και με το αδιόρατο σαρκαστικό του χαμόγελο να γίνεται αισθητό παρά το ημίφως.

Η γυναίκα τον πλησιάζει και αρχίζει να τον γδύνει με αισθησιακή σοφία που θα έκανε μια βετεράνα γκέισα να αισθανθεί αδέξια γράσο-πρωτάρα (debu­tante).

Κάτω από το σκούρο κουστούμι είναι άσπρος όσο και το νταντελωτό του πουκάμισο. Είναι πιο άσπρος από οποιονδήποτε έχει γνωρίσει ως τότε, αλλά η γυναίκα δεν έχει προκαταλήψεις και ξέρει από πείρα ότι οι άνθρωποι ξεφουρνίζονται σε πλήθος ράτσες και παραλλαγές.

Τα πλευρά του ξένου είναι στενά  και παρακάτω το πέος του, στο άγγιγμά της τινάζεται και ανασηκώνεται σαν ερπετό.

Η γυναίκα για μια στιγμή σταματά έκπληκτη. Δεν της έχει ξανατύχει τέτοια αντίδραση. Το όργανο του χλωμού άντρα είναι στενό και μακρύ και παρά τη σκληράδα του ευλύγιστο.

Η έκπληξή της κρατά ένα τίποτα. Σκέφτεται: ¨Έ, και τι έγινε;¨, και το χέρι της μπαίνει κάτω από το στρώμα και ξαναβγαίνει αμέσως κρατώντας ένα μακρύ ξυράφι μπαρμπέρη.

ββ

Με μια κίνηση γρηγορότερη απ’ όσο χρειάζεται μια βρώμικη φήμη για να διαδοθεί παντού (ακόμη και χωρίς τη βοήθεια του Μουμουεδώνα) το ξυράφι επιτίθεται στο πέος και το κόβει σε δύο ισομεγέθη κομμάτια.

Ένα σιντριβάνι αίμα πλημμυρίζει το μικρό δωμάτιο.

Ή τουλάχιστον αυτή είναι η πρώτη εντύπωση, γιατί, ενώ το σιντριβάνι είναι πραγματικό, έχει δηλαδή τη συμμετρική τελειότητα μιας αναγεννησιακής φοντά­νας, το αίμα δεν είναι ακριβώς αίμα, άλλα ένα αμέτρητο πλήθος κατακόκκινες λαμπερές μύγες που αφού ολοκληρώσουν το ρόλο τους σαν σταγόνες, αρχίζουν να κάθονται παντού κατακοκκινίζοντας το μικρό χώρο.

Η γυναίκα δείχνει ξαφνικά απελπισμένη και άσχημη. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου της τραβιούνται σε μια φρικιαστική γκριμάτσα κακίας, ενώ τα νύχια της μακραίνουν και το δεξί της χέρι χώνεται στο αριστερό μέρος του άσπρου στήθους του δαίμονα.

Ψάχνει, κάτι βρίσκει, και τραβιέται ξανά έξω.

Αυτό όμως που πάλλεται στην παλάμη της δεν είναι η καρδιά του άνδρα, αλλά ένα σαραβαλιασμένο μηχανικό ξυπνητήρι που, μάλιστα, αρχίζει ξαφνικά να κουδουνίζει μ’ έναν εξοργιστικά κοροϊδευτικό ήχο.

«Πάκο, Πακίτα», φωνάζει υστερικά η γυναίκα.

Ο Δαίμονας έχει τώρα σηκωθεί και ξαναφοράει το παντελόνι του χώνοντας μέσα και το κομμάτι του πέους που περίσσεψε.

Η φωνή του είναι λεπτή, ένρινη, αλλά ήρεμη.

«Μη φωνάζεις άδικα», της λέει. «Οι δύο κοντοστούπηδες βοηθοί σου, γυρίζοντας από το θέλημα που τους έστειλες, παρασύρθηκαν από μια ριπή απροσδιοριστίας και τώρα υπολογίζω ότι πρέπει να έχουν εξοκείλει σε  κάποια βραχονησίδα στη μέση του ωκεανού».

«Πάκο, Πακίτα, θα σας γδάρω τέρατα», εξακολουθεί να ουρλιάζει η γυναίκα.

«Μη τα βάζεις μαζί τους Σιγκουάπα. Οι κοντοπίθαροι, σου είναι πάντα πιστοί. Μάλιστα, πριν τους τύχει αυτή η μικρή αναποδιά, πρόλαβαν και ξαπόστειλαν  στα βάθη του Ωκεανού το τελευταίο σου θύμα, τον καταβροχθιστή δασών από τη ζούγκλα».

Εκείνη ακινητοποιείται. Γυρίζει, τον παρατηρεί προσεκτικά. «Δεν ξέρω τι μου λες», λέει.

Ο Δαίμονας τραβάει το σκοινάκι και ο λαμπτήρας φωτίζει  και πάλι το δωμάτιο, ενώ οι κόκκινες μύγες εξαφανίζονται. Μετά την κοιτάζει από τη κορυφή ως τα νύχια.

Η γυναίκα είναι πάντα γυμνή και είναι και πάλι εκπληκτικά όμορφη.

Ο λαιμός της, τα στήθη της, η κοιλιά της, οι μηροί της, οι γάμπες της  δεν είναι απλά τέλειες. Τέλειες ανατομίες μπορείς να βρεις κάθε μέρα, σε κάθε φτηνό περιοδικό γεμάτο μοντελάκια των τρεις κι εξήντα.

Είναι κάτι παραπάνω: είναι ελκυστικές κι αυτό είναι που μετράει, για όλους, ακόμα και για το δαίμονα που την παρατηρεί με θαυμασμό.

Μετά τα μάτια του καρφώνονται στα πόδια της.

Εδώ υπάρχει το Σημάδι.

Της το δείχνει για να την κάνει να καταλάβει ότι αυτός ξέρει και ότι οι διαμαρτυρίες της είναι περιττές.

Η Όμορφη έχει δύο πόδια αριστερά, άρα η Όμορφη είναι η Σιγκουάπα.

Η Σιγκουάπα, η Δαιμόνισα που εκδικήθηκε για αιώνες τη θρασύτητα των ανδρών, η ακαταμάχητη Λάμια που μπορούσε να πάρει την όψη και τον ξεχωριστό χαρακτήρα της γυναίκας που ο κάθε άνδρας ονειρεύεται, πριν τον μακελέψει.

Η εκδικήτρα που όμως, μόλις πήραν το πάνω χέρι οι μοντέρνες μάγισσες, εκείνες που πάλευαν τους άντρες με τα δικά τους αρσενικά μέσα, αποσύρθηκε πεισμωμένη στα δάση του Αμαζόνιου.

Όμως δεν στέριωσε ούτε εκεί η Σι­γκουάπα. Πρόσφατα έφτασαν και στα τελευταία παρθένα δάση οι καταβροχθι­στές δασών με τις αδηφάγες μπουλντόζες τους.

Και η Σιγκουάπα κατηφόρισε στη παραλία πιο απελπισμένη κι οργισμένη από πριν.

Αυτήν αναζητούσε ο Σος Μορς, μεταμφιεσμένος σε κοσμοπολίτη μεγαλομέτοχο για να μην τον εντοπίσουν οι παλαι­οδαίμονες.

φγ

Η αποστολή του είναι να της εξηγή­σει την σοβαρότητα της κατάστασης, να  την προσηλυτίσει και να την πείσει να περάσει στο νεοδαιμονικό στρατόπεδο.

Στο γενικό επιτελείο των Νεοδαιμό­νων είχαν καταλήξει ότι οι τελευταίες επιχειρήσεις δεν πήγαιναν και τόσο καλά επειδή, όντως, από τους νεωτεριστές  έλειπε μια επαρκής δόση πάθους. Μετά έψαξαν στα αρχεία για να δουν αν υπήρχε κανένας παθιασμένος δαίμονας που να μην είχε ήδη προσχωρήσει στους αντίπαλους. Εκεί ο Μανατζέριους και ο Ελεκτρόνικους ανακάλυψαν τη Σι­γκου­άπα με τα δυο αριστερά πόδια.

Υπήρξαν βέβαια μερικές μουστακο­φόρες νεοδαιμόνισες, σπονσόρισες του τέταρτου και του πέμπτου φύλου, που είχαν κάποιες αντιρρήσεις και που δήλωσαν ότι θεωρούν τη Σιγκουάπα ξεπερασμένη, αν όχι κάπως ύποπτη για μανι­χαϊκό σεξιστικό αυθορμητισμό. Όμως οι ενστάσεις αυτές τελικά ξεπεράστηκαν, ο Μουμουεδώνας έδωσε τη συγκατάθεσή του, και ο Σος Μορς ξεκίνησε για το νότιο ημισφαίριο.

Νάτος λοιπόν τώρα που (ύστερα από ένα συνηθισμένο δαιμονικό σκέρτσο από εκείνα που συνηθίζονται ανάμεσα στα ξωτικά γιατί τα διασκεδάζουν και τους επιτρέπουν να αλληλοαναγνωρίζονται πέρα από κάθε αμφιβολία), προσπαθεί να εξιστορήσει στη Σιγκουάπα τις τελευταίες εξελίξεις, (σύμφωνα πάντα με τη νεοδαιμονική εκ­δοχή) και να της εξηγήσει γιατί θα έπρεπε να μπει στον αγώνα με το μέρος των Νεωτεριστών.

Ο Μορς επιμένει ιδιαίτερα στα νεώτερα στοιχεία, σύμφωνα με τα οποία η Ιστορική Πτώση και το κατρακύλισμα των δαιμόνων στα κάτω πατώματα, δεν οφειλόταν ακριβώς στην περίφημη Μεγάλη Παλαιά Ανταρσία! (ΜΠΑ!), αλλά ήταν το αποτέλεσμα της παρενόχλησης των θνητών γυναικών από τους ερωτύλους παλαιοδαίμονες.

Η κουβέντα ανάμεσα στην Σι­γκουάπα και τον Σος Μορς κράτησε μια ολόκληρη μακριά νύχτα, κατά τη διάρ­κεια της οποίας ο κιτρινοκόκκινος τυφώνας της Ανατολής έφτασε μέχρι την Μπαία και σάρωσε πέρα ως πέρα την Ακτή, μη αφήνοντας τίποτα όρθιο εκτός από το δωματιάκι όπου γινόταν η συνομιλία.

Το πρωί, η Σιγκουάπα ακολού­θησε τον Σος Μορς στις προστατευμένες περιοχές.

Νύχτα έκτη

… Τη νύχτα εκείνη όλες οι δευτερότοκες χελώνες καρέτα- καρέτα βγήκαν από τα αυγά τους και άρχισαν να κολυμπούν σε πελάγη ευτυχίας με το καύκαλό τους διακοσμημένο με φωτεινές διαφημιστικές επιγραφές σε ακατανόητη διάλεκτο…

Ίσως γι αυτό κανένας δεν έδωσε την απαιτούμενη προσοχή.

Την ίδια νύχτα, όσοι λέο­ντες επιζούσαν ακόμη, απέκτη­σαν χαίτη με χωρίστρα στη μέση και λαμέ μες, ενώ, χωρίς κανέ­νας να το προσέξει, οι χαμαι­λέοντες ανακηρύχτηκαν βασιλείς της ζούγκλας.

 

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , , | Leave a Comment »