Βασίλης Νόττας: Το Ιστολογοφόρο

Κοινωνία, Επικοινωνία, Φαντασία και άλλα

Posts Tagged ‘Στέφανο Μπένι’

Ο απεσταλμένος

Posted by vnottas στο 26 Νοεμβρίου, 2019

codex-39-960x720

Στέφανο Μπένι. Ψάχνοντας βρήκα κι αυτό…

Ο Απεσταλμένος

Πήγα σε χώρες μακρινές

για να συναντήσω την Οργή

αλλά ήμουν πάντοτε

ένας πλούσιος ανάμεσα σε φτωχούς

και επέστρεφα

για να δημοσιοποιήσω όσα είδα

ελαφρώς ηλιοκαμένος

.

Ήμουν αρκετά ειλικρινής

ποτέ πολύ ψεύτης

αλλά το κουράγιο

το πραγματικό

δεν το βρήκα ποτέ

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in ΠΟΙΗΜΑΤΑ | Με ετικέτα: , , , , | 1 Comment »

Εδώ που το σκέφτομαι…

Posted by vnottas στο 24 Νοεμβρίου, 2019

Λίγος (αποφθεγματικός) Μπένι ακόμη…

09d04abe8c239108b2f85da44e2b2c18--animal-logo-panda-bears

Πάντα

Το μέλλον του ανθρώπου

σε δραματική καμπή:

είδα ένα πάντα

με τη φάτσα μου τυπωμένη στη μπλούζα του

(ένας επιστήμονας που ανησυχεί)

 

Καμηλοπάρδαλη

Η καρδιά της καμηλοπάρδαλης

βρίσκεται μακριά απ’ τις σκέψεις της

ερωτεύτηκε χτες

και ακόμη δεν το ξέρει

(ο γιατρός της)

serebryanye-broshi-21

 

 

Posted in ΤΑ ΤΡΕΧΟΝΤΑ | Με ετικέτα: , , , , | Leave a Comment »

Περί ύπνου…

Posted by vnottas στο 23 Νοεμβρίου, 2019

images (24)

Κοιμήσου μικρή μου αγάπη

Κοιμάται το βαγόνι    

κοιμάται η πεταλούδα

στη σκοτεινή φωλιά της

κοιμάται η αρκούδα

.

Στη εύοσμη τη λάσπη

κοιμούνται τα γουρούνια

κοιμούνται τα μωρά

μέσα στην κούνια

κοιμάται o σκύλος

στο μικρό σπιτάκι

και στο χαλί της πόρτας

κοιμάται το γατάκι

.

Κοιμούνται οι αντιπρόσωποι

στο μοτέλ της Μπι Πι

κι εκεί ψηλά στο Χίλτον

οι αστέρες της Ποπ

κοιμούνται κι αυτοί

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in ΠΟΙΗΜΑΤΑ | Με ετικέτα: , , , , | 1 Comment »

Περί ψυχής…

Posted by vnottas στο 22 Νοεμβρίου, 2019

Καμιά φορά κολλάς. Λες: θα σταματήσω εδώ για λίγο (ας πούμε στη δουλειά ενός συγγραφέα ή τραγουδοποιού που -καταρχάς- σου αρέσει) θα του αλλάξω λίγο τον κώδικα έκφρασης, όσο χρειάζεται για να τον κάνω πιο προσιτό στους -εξ ορισμού- φίλους του Ιστολογοφόρου και θα αναρτήσω ένα δείγμα, άντε δύο. Αλλά κολλάς. Και επανέρχεσαι. Άλλοτε δριμύτερος κι άλλοτε έτσι κι έτσι.

Κάτι τέτοιο μου συνέβη και παλιότερα με τον Μπρασένς, που μου άρεσε από τότε που ήμουν πιτσιρικάς -αν και τότε δεν καταλάβαινα γρι τι έλεγε- και άρεσε και στο γιό μου όταν ήταν πιτσιρίκος,  αλλά έμενε ως επί το πλείστον αμετάφραστος, άρα δυσπρόσιτος. Είπα να προσαρμόσω καναδυό τραγούδια στα ελληνικά και τελικά κόλλησα κι έφτασα τα σαράντα και. Τώρα η ιστορία αυτή επαναλαμβάνεται με τον Μπένι τον ιταλό συγγραφέα κυρίως διηγημάτων ή και ευρύτερων έργων που μοιάζουν με συναρμολογήσεις μικρών αφηγήσεων. Ποιήματα λίγα. Πάντως ευχαριστώ όσους μου έστειλαν την ευαρέσκειά τους για την επιλογή (λόγια ή like). Κάνει καλό.

Το κείμενο που ακολουθεί σήμερα θα έλεγα πως είναι ¨χύμα σκέψεις¨, δηλαδή εδώ αλλάζει κάπως το είδος και το ύφος της γραφής. Είναι πιο αποφθεγματικό. Ο Στέφανο Μπένι πάνω σε ένα θέμα δύσκολο: Ψυχή

 

209-600x660

 

Σου φαίνονται καιροί αυτοί

να μιλήσεις για ψυχή;

Σήμερα δεν έχει καν διαβόλους

που να τη διεκδικούν

οι Εξαποδώ πλέον

προτιμούν μετοχές και ομόλογα

η ψυχή είναι εντελώς εκτός μόδας

……

Αν η ψυχή σου πονάει

τα αντιβιοτικά δεν φτουράνε

οι γιατροί παραδίνονται

οι μηχανικοί δεν μετράνε

δεν επισκευάζεται η ψυχή.

…..

Και να σκεφτείς ότι υπάρχουν κοινότητες

με λίγες ψυχές

και πόλεις με ψυχές εκατομμύρια

αλλά δε φαίνονται

φαίνεται μόνο η κυκλοφοριακή κίνηση

και οι ουρές στα φανάρια

της ψυχής της αρέσει η μοναξιά 

…..

Εγώ την είδα, μια φορά, την ψυχή μου Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in ΠΟΙΗΜΑΤΑ | Με ετικέτα: , , , , | Leave a Comment »

Αναδρομικό. Στην αυγουστιάτικη ζέστη: Μια φέτα καρπούζι

Posted by vnottas στο 21 Νοεμβρίου, 2019

40259l

(Στέφανο Μπένι, από τη συλλογή: Αργά ή γρήγορα η Αγάπη καταφτάνει)

[Να μιλάς για τον καιρό

είναι σαν να μη μιλάς καθόλου

όμως πρέπει να πω

ότι κάνει πραγματικά ζέστη!]

.

Καθώς ο Αύγουστος θα σβήνει

πολιτική και πειθαρχία

καθώς ως και με έναν υπουργό

θα πήγαινες στην παραλία…

.

Μια επιθυμία πορφυρή

παρ’ όλα αυτά αντιστέκεται

γερά μες το λιοπύρι

και σε φιλούν οι σύντροφοι

με κόκκινα τα χείλη

και η δροσιά σου η ζουμερή

τώρα τους περιλούζει

κι είναι για εσέ το πάθος

ω φέτα από καρπούζι

κόκκινη πασιονάρια

σημαία προλετάρια.

. Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in ΠΟΙΗΜΑΤΑ | Με ετικέτα: , , , , | 1 Comment »

Γάτα Υψηλοτάτη

Posted by vnottas στο 20 Νοεμβρίου, 2019

(Κι άλλοι γάτοι κι άλλος Μπένι κι άλλη μετάφραση…)

Ωδή στη γάτα

αρχείο λήψης (13)

Ω βασίλισσα του κήπου

ω τίγρις του κιμά

ω αστραπή που ξεκοιλιάζει

και την πιο γοργοπόδαρη

κρεατοκονσέρβα

Υψηλόφρων ακόμα και όταν

μασουλάτε μία ψείρα

Ω γκουρού Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in ΠΟΙΗΜΑΤΑ | Με ετικέτα: , , , | Leave a Comment »

Η εξομολόγηση ενός ερωτευμένου γάτου ή -ίσως- γιατί τα τηλέφωνα πρέπει να γίνουν πιο φιλικά προς τους γάτους

Posted by vnottas στο 19 Νοεμβρίου, 2019

Ακόμη στίχοι του Stefano Benni, ακόμη μία από τις (σχετικά) άπιστες μεταφράσεις που σας φτιάχνω

82156636-gattino-parlando-su-un-telefono-cellulare-

Για μια γάτα

Τ’ αμάξια

τ’ αυτοκίνητα

τρέχουν πολύ γρήγορα

για τους γάτους

τους γάτους

που θέλουν

να διασχίσουν το δρόμο

για να αναζητήσουν

μιαν αγάπη

μιαν αγάπη

που  μένει στου δρόμου την απέναντι μεριά

(ναι, είναι γνωστό ότι ο έρως θέλει ρίσκο)

.

Και οι γάτοι

οι ψιψίνοι

είναι πολύ ανεξάρτητοι

για τις κυρίες Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in ΠΟΙΗΜΑΤΑ | Με ετικέτα: , , , , | 1 Comment »

Μπλουζ σε 16 (Η μπαλάντα της πόλης που πονάει). Μέρος δεύτερο. Μονόλογος οκτώ: Ο Πατέρας

Posted by vnottas στο 18 Ιουνίου, 2017

Προσπάθεια απόδοσης στα ελληνικά του ¨Μπλουζ σε δεκάξι¨ (Στέφανο Μπέννι). Δεύτερο μέρος, όγδοος μονόλογος: Ο Πατέρας. [Τελευταίο- ολόκληρο το θεατρικό κείμενο (8+8 μονόλογοι ) του Benni στη δεξια στήλη κάτω από τον τίτλο ¨Μεταφράσεις ποιημάτων και σχεδιάσματα κειμένων¨].

 

biker_bici_50x80

Ο ΠΑΤΕΡΑΣ

Τραγούδησέ μου το ζεστό τίναγμα του οξέως

τον μόλυβδο στους πνεύμονες

του ποδηλάτου τη σκιά

στου ποταμού την πέρα όχθη.

Τραγούδησέ μου για τη μπάλα που πετάει

ανάμεσα σε ‘μένα και του γιου μου το χαμόγελο

τραγούδησέ μου για τα άρρωστα τ’ αστέρια

που απ’ το παράθυρο κοιτούσα.

.

Γιατί εγώ δεν ήξερα.

Εγώ αγνοούσα πόσα πράγματα συνέβαιναν 

και νόμιζα πως ήταν υποσχέσεις

για κάτι πιο μεγάλο

για κάτι πιο αληθινό

μα τώρα ξέρω

πως ήταν όλα αυτά η Ιστορία μου

Μπορώ να πω μονάχα τώρα

πως ήτανε μοναδικό σε όλη τη ζωή μου

εκείνο το απόγευμα.

Εκείνη η πληγή

θα παραμείνει πάνω μου η πιο βαθιά ουλή

Εκείνη υπήρξε η μοναδική μου αγάπη

κι οι φίλοι που χαιρέτισα εκείνη την ημέρα

για πάντα έφυγαν στ’ αλήθεια.

Ήμουν ευτυχισμένος

αν και αμφέβαλα

εκείνες οι σελίδες ήταν το βιβλίο μου.

Αφού υπήρξα κάτι περισσότερο

απ’ ο, τι είμαι τώρα ή ποτέ θα γίνω.

ΤΕΛΟΣ

didier2

13 αΠατέρας

13 βΠατέρας

Posted in ΘΕΑΤΡΙΚΑ, ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , , | Leave a Comment »

Η μπαλάντα της πόλης που πονάει. Μονόλογος οκτώ: Η νεκροκεφαλή

Posted by vnottas στο 18 Μαρτίου, 2017

αρχείο λήψης (2)

Η ΝΕΚΡΟΚΕΦΑΛΗ

Άναψε την κονσόλα, νεαρέ

και μάθε πώς να σέρνεσαι

αν θέλεις κάποτε να γίνεις

φίδι χωρίς σκιά και ξύπνιο

σαν κι εμένα.

Εγώ είμαι το ψάρι το μικρό

 το πιο ιοβόλο.

Εγώ εγκαίρως έμαθα

πώς στο σκοτάδι να δαγκώνω.

Στις τσέπες μου δεν κουβαλάω πια 

φωτογραφίες

βρισιές δε γράφω πια στους τοίχους

ούτ’ ερωτόλογα.

Μ’ αρέσουνε οι νικητές

και οι ανοιχτοχέρηδες.

Μ’ αρέσει η Αποκάλυψη

αλλά με φωτισμό σωστό

και με σινιέ κουστούμια.

Να διακινώ μ’ αρέσει

και να καταναλώνω.

Μ’ αρέσει -αν μου επιτρέπετε

έτσι να εκφραστώ-

αυτό που σ’ όλους σήμερα

¨του θανατά¨ αρέσει.

images

Αγόρασε το πράμα μου

παρ’ το, είτ’ είσαι γέρος

είτε ακόμη είσαι νιος

είτε πατέρας είτε γιος,

αυτή είναι η μόνη μουσική

ολομερής που παίζει

σ’ οθόνες και ραδιόφωνα.

Και πες μου, τι νομίζεις πως

τα βιβλία θα μπορούσαν  να βοηθήσουν  

όταν θα είσαι πάνω στην καρέκλα

την ηλεκτρική;

images (79)

Οι έσχατοι ουκ έσονται οι πρώτοι

παρά ψοφάνε απ’ το κρύο ξαπλωμένοι

πάνω στις μαντεμένιες σχάρες

των υπονόμων

κι η νύχτα απ’ το τοπίο τους διαγράφει

σα να ‘ταν βάρκες που φουντάρανε στον πάτο.

Μη δίνεις βάση στις κραυγές

κι έλα να σε κεράσω.

Ξέρω μια Πολωνέζα που μπορεί

να σου ρουφήξει την καρδιά.

Και ξέρω κι ένα χάπι

που τα μυαλά στα ψήνει

έτσι μετά, μπορείς και να τα φας.

O Raiden μπορεί να καθαρίσει

πάνω από εκατό εχθρούς

πατώντας τα σωστά κουμπιά.

Κάτω, στο σκοτεινό σοκάκι

έχω αμάξι αεροδυναμικό

βγαλμένο από τα κόμικς,

χρώμα πράσινος δράκος

που ανέμελος φουμάρει ένα πούρο.

Έλα, σε περιμένω στο ημίφως.

Το σβήσιμο είναι

η υψηλή μου τέχνη.

αρχείο λήψης (4)

Θα ‘θελα να πεθάνω ακόμη νέος

μα για να γίνει αυτό, θα πρέπει πρώτα

να ξανανιώσω

γι αυτό με υπομονή θα περιμένω

η έσχατη κραυγή να ακουστεί

και θα ‘ναι η δική μου, όχι του κόσμου.

αρχείο λήψης (3)

[Με τον μονόλογο της Νεκροκεφαλής ολοκληρώνεται το πρώτο μέρος -primo movimento το λέει ο Στέφανο Μπένι- του ¨Μπλουζ σε 16¨.  Όπως είδατε, γοητεύτηκα, κόλλησα και μετέφρασα περισσότερους μονόλογους από όσους είχα προαναγγείλει. Υπάρχει ωστόσο άλλο τόσο ¨μπλουζ¨, όπου οι ήρωες ξαναμονολογούν. Ίσως τους δούμε μαζί στο προσεχές μέλλον. Τώρα λέω να επιστρέψω στους (παραμελημένους) ήρωες του ιστορικού μυθιστορήματος].

Κρανίο 1

Κρανίο2

Posted in ΘΕΑΤΡΙΚΑ, ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , | Leave a Comment »

Η μπαλάντα της πόλης που πονάει. Μονόλογος επτά: Ο Κίλερ

Posted by vnottas στο 17 Μαρτίου, 2017

(Εδώ παρακάτω η μετάφραση-απόδοση του έβδομου μονόλογου από το ¨Μπλουζ σε 16¨του Στέφανου Μπένι)

images (74)

 

Ο ΚΙΛΕΡ

Η μυρουδιά από δέρμα

που αναδύεται

απ’ των αυτοκινήτων τα καθίσματα

κι από των όπλων τα θηκάρια

το ξαφνιασμένο τρόμαγμα στα μάτια

αυτών που με φοβούνται.

Μ’ αρέσει βιαστικός να προσπερνάω

όπως οι τίτλοι κι οι επιγραφές

στο κάτω μέρος της οθόνης

χωρίς τίποτα πριν και τίποτα μετά.

Δεν λέω, είναι καλύτερα στα φιλμ 

όταν τινάζονται όλα στον αέρα

το αίμα τρέχει και λαμποκοπά

γελάει ο κόσμος και χειροκροτεί

και οι κακοί ανασταίνονται

για να ξανασκοτώσουν.

Μα έχω εγώ υπομονή: μια μέρα

όλοι τους θα με σέβονται

όπως τον δήμιο που του παίρνουνε συνέντευξη

-απ’ τις πλάτες-

στην αίθουσα επισήμων του Ιδρύματος.

Κι η φάτσα μου θ’ απεικονίζεται

σε κάρτες που οι συλλέκτες θ’ ανταλλάσσουν

κι ύστερα θα κολλάν -με ικανοποίηση-

στο Άλμπουμ των Μεγάλων Δολοφόνων.

*

Μη με ρωτάς ποιος είμαι

με ξέρει η καρδιά σου

μη με ρωτάς τι ειν’ αυτό που σου πουλάω

θα ‘ρθει η μέρα που θα τ’ αγοράσεις.

Έχω χαράξει -τατουάζ- ένα κρανίο

που θα ‘ναι το πορτρέτο σου μια μέρα.

Ξέρω εγώ τι θα επιθυμούσες

και τα εγκλήματα που στ’ όνειρό σου βλέπεις.

Ξέρω εγώ τι εσκεμμένα κρύβεις

πίσω από το θολό σου βλέμμα

πίσω απ’ την θωρακισμένη πόρτα σου

πίσω απ’ το αιμοχαρές σκυλί σου

πίσω απ’ τις ξυλιές που δίνεις στα παιδιά σου.

Ξέρω τι θα ‘θελες να πεις

τη νύχτα στο τηλέφωνο.

*

Μη με ρωτάς γιατί γυαλίζω το ντουφέκι

εγώ άλλο δεν κάνω, παρά ακούω

όσα μου ψιθυρίζεις.

images (73)

Κίλερ 1

Κίλερ 2

 

Posted in ΘΕΑΤΡΙΚΑ, ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , | Leave a Comment »

Η μπαλάντα της πόλης που πονάει. Μονόλογος έξι: Η πόλη (ως βιντεοπαιχνίδι)

Posted by vnottas στο 16 Μαρτίου, 2017

(Συνεχίζουμε την προσπάθεια απόδοσης στα ελληνικά των μονολόγων των ηρώων του ¨Μπλουζ σε 16¨ του Στέφανου Μπένι)

p24_7 copy

Η ΠΟΛΗ (ως ΑΙΘΟΥΣΑ ΒΙΝΤΕΟΠΑΙΧΝΙΔΙΩΝ)

Είδα το φως.

Εκεί όπου η πόλη σκύβει και προσεύχεται

και ύστερα γκρεμίζεται στον καταρράχτη

της άβυσσου που ‘χει τα μάτια μύγας.

Ονείρου οθόνες,

χρώματα νέα, που κανείς δεν είδε ως τα τώρα

τον cyber Kabuki γοητεύουν.

images (43).

Είδε ο γεροζωγράφος ο Yomiuri  

στην κορυφή ενός ουρανοξύστη

μία ροδακινιά

και απ’ αυτήν εσκάρωσε φανέλα

του NBA

κι ύστερα ένα παιχνίδι βίντεο σχεδίασε

που ‘χει να κάνει με το μέλλον

της οικουμένης σύμπασας.

images (47)

Ρέει το αίμα, τα τέρατα ψοφάνε.

Γυμνές δονούμενες γυναίκες

με δέρμα από πίξελ

μας σαγηνεύουν.

Εκεί ‘μαστε κι εμείς

μελλοντικό μουσείο από κερί

διαφωτισμένοι και νεκροί.

Πολεμιστές που μ’ ένα κέρμα παίρνουν μπρος

πωλούνται σε τιμή του σκοτωμού

σε δέσμες ανά δέκα.

Γυμνά κρανία, τρυπημένες μύτες  

φυλή που απ’ τις πολλές τις κατακτήσεις

έχει πεθάνει.

Χωρίς να υπολογίσεις

την έκφραση που έχουμε εμείς

καθώς την Queen Alien εκτελούμε

και την απόχρωση που παίρνουνε τα μάτια

-εκείνη τη στιγμή-

της Φλόγας της Συνθετικής.

images (45)

Raiden με λένε

τα όπλα  μου εκπέμπουν φως και θα σε προστατέψω.

Κι αυτόν που βλέπεις από ‘δω τον λεν’ Κρανίο

ή Νεκροκεφαλή

Έχει απ’ όλα κι όλα τα πουλάει.

Σκάφη που φτάσαν από χώρες μακρινές

με καπετάνιους κάτι πλούσιους, δικούς μας,

λίγο βαριεστημένους,

φέρανε κόκα άφθονη

για το Νεκρό Κεφάλι.

Είμαι ψάρι μικρό γεμάτο αγκάθια

περήφανα δηλώνω, είμαι φασίστας

αλλά και το αντίθετο

μία χαρά μου πάει.

Τσίνα το λένε το κορίτσι μου

πούτσες και παγωτά γι αυτήν κάνει το ίδιο.

Ενδυμιόνη θα τη φώναζα, αν το ήθελε.

Πάρ’ τηνα, παίξε την,

χρησιμοποίησέ την

δε σε ζαλίζει, είναι καλή,  μπόνους ζωής σου δίνει

μάζεψ’ το  απ’ το δέντρο και πιο μακριά θα φτάσεις.

κούνα το Joystick,

κέρδισε πόντους, χώρο,

πήγαινε ως την έσχατη την Πύλη

εκεί θα βρεις τον Μπος

ή μια φτηνή Νιρβάνα

ή απ’ το Kyoto ένα γκονγκ

ή χάρτινες κορδέλες

μ’ επιθυμίες πάνω τους γραμμένες

από εκείνες που συλλέγουν οι γκουρού

για του MTV τα βίντεο.

images (48)

Άναψε τώρα το Μαντείο

 και ρώτησέ το

για μια δεκάρα από ψεύτικο χρυσάφι

όλα θα σου τα πει για την Wall Street

μία χλωμή Κασσάνδρα

images (44)

Και από ‘δω, το τζάκι μας, εδώ η θαλπωρή μας

εδώ το φρέον καίγεται κι οι οπτικές οι ίνες

τελειώσανε τα αστέρια εδώ

κι οι απορροφητήρες.

Ρίξε μου, σπρώξε, χόρεψε, σκότωσε, κάν’ τον μάγκα

μάσα την τσίχλα, φίλα με,

σκότωσε τη βασίλισσα

και πρόσεξέ με, είμαι εδώ, ο ουρανός δεν είναι.

d2b5c15e2574ee4b7d8c6a1421b18abb30371f7d_hq

Είναι δεκατριών χρονών. Ιζότα τ’ όνομά της

να παντρευτεί ένα τέρας είναι το ριζικό της.

Σωσ’ την.

Μα τι μπορώ να κάνω, αφού είναι όλα τέρατα

και το παιχνίδι τα ξερνά, μυριάδες μεσ’ το δρόμο;

Εμπιστέψου με

Είμαι της Πύλης ο Φρουρός

Αγόρασέ την, δοκίμασέ τηνε, θα δεις, κάνει καλό

προέρχεται από τόσο μακριά

όσο κι οι εξωγήινοι.

Θυμίαμα για τον  Rimbaud, (τον ποιητή)

έκσταση για τον Ryu, (τον γιαπωνέζο manga)

εκατομμύρια πόντοι

τριγράμματο έχω όνομα, μα είναι και το πρώτο

(οι μάγισσες γελάσανε με τούτον το χρησμό μου).

Μάζεψα από χάμω

το νέο υπερόπλο

μα ο σφυγμός μου αδύναμος κι έφευγε η ζωή μου

και η ανάσα μου βαριά, σαν μπάρα αναλογική

Έπεσα κάτω, μα…

Καινούργιο κέρμα  στη σχισμή

και νά’σου π’ ανασταίνομαι

πολλές φορές εμείς εδώ μπορεί ν’ αναστηθούμε

εδώ είδα το αίμα μου

σταγόνα τη σταγόνα

στις φλέβες να επιστρέφει

εδώ εγώ είδα το φως, καθώς

ερεθισμένες έτρεμαν οι φλέβες του λαιμού μου.

Εγώ θα είμαι ο νικητής

εγώ θα σε γλιτώσω

για μένα άλλος τόπος δεν υπάρχει.

Κι έξω είναι νύχτα.

images (1)

Η πόλη 1

Πόλη 2

Πόλη 3

 

images (42)

Posted in ΘΕΑΤΡΙΚΑ, ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , | Leave a Comment »

Η μπαλάντα της πόλης που πονάει. Μονόλογος πέντε: Λίζα

Posted by vnottas στο 14 Μαρτίου, 2017

(Μονόλογοι από το ¨Μπλουζ σε 16¨ του Στέφανου Μπένι. Η απόδοση στα ελληνικά που σας έφτιαξα)

ΛΙΖΑ

Εγώ με τα μάτια κλειστά περπατώ

και ονειρεύομαι την ακροθαλασσιά

τι λένε οι άλλοι δεν ακούω

-αν για το σώμα μου μιλάνε 

ή για το πεπρωμένο που επίκειται.

Έχω εγώ πόδια μικρά να δραπετέψω  

κι έχω έναν κώλο που θαυμάζω

όπως η κυρά-αλεπού θαυμάζει την ουρά της

-με ματαιοδοξία.

Θα ‘θελα να με σέβονται, όπως εγώ

σέβομαι τη βελανιδιά του κήπου

που πίνει τις σταγόνες του αίματός μας

όταν κρύβει τον ήλιο

κι όταν την οροφή ενός ονείρου 

μεσ’ στο σκοτάδι υποδείχνει.

Γελάω εγώ και σβήνω το κραγιόν μου

και ύστερα το ξανα-ματα-βάζω

να πω γιατί, δε θα ‘ξερα.

Θα ‘θελα, εγώ, ν’ αλλάζω κάθε ώρα

-μα άστατη μη με πείτε.

Χρειάζομαι αέρα καθαρό, καπνό κι ομίχλη

να φεύγω και να μένω

ν’ ανασηκώνομαι ψηλά, μετά να πέφτω χάμω,

-τρελή να μη με πείτε.

*

Θέλω μια πόλη, εγώ, που να μην είναι

μόνο ταμπέλες φωτεινές

εγώ αγαπώ τη σιωπή ανάμεσα στις λέξεις

κι όχι ό, τι έρχεται μετά

τους σμπάρους, τις σειρήνες.

Εγώ ακούω των σκύλων τους κλαυθμούς

απ’ τη φωλιά τους.

Στ’ αρώματα δουλεύω εγώ, στα σαμπουάν

κι όμως αισθάνομαι τη βρώμα της ανάσας

των κροκοδείλων.

Εγώ κλαίω σκυφτή

μπρος στο βωμό

του ραδιοφώνου ενός αυτοκινήτου

κλωτσάω εγώ και γρατζουνώ.

Εγώ δε θα ‘θελα ποτέ να γεννηθώ

και θα ‘θελα γριά να είμαι τώρα

όπως είναι φθαρμένο, γέρικο, σαθρό

ό, τι έμαθα ως τα τώρα απ’ τον κόσμο.

Θέλω στα μπράτσα σου να κοιμηθώ

και με τις ώρες να σ’ ακούω να μιλάς

για τον Γονιό σου

αλλά και να σ’ αφήσω μοναχό

κι η μηχανή να φλέγεται στη χαραγμένη άσφαλτο.

Θέλω

με το μικρό το δάχτυλο

το αίμα σου να γλύψω

και να σου τον ρουφήξω

και έπειτα ψυχρή σαν ντίβα σε ταινία

να τον δείξω

στις φίλες μου

και θα ‘θελα για μένανε να γράψεις

σ’ όλους τους τοίχους.

*

Ένα ψαλίδι έχωσα εγώ στο μπράτσο ενός τύπου

που πάνω μου σαλιάριζε

εγώ αιχμάλωτη στο δάσος

στα αποτρίχια των σκυλιών ανάμεσα

δαγκώνω κι υποφέρω.

Εγώ είμαι η βασίλισσα, η δούλα

εγώ δεν ξέρω απόψε που να πάω

ούτε και ξέρω, απόψε, στο σκοτάδι

πού θα σε βρω.

βββ

Λίζα

Λίζα2

Λίζα α3

Posted in ΘΕΑΤΡΙΚΑ, ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , | Leave a Comment »

Η μπαλάντα της πόλης που πονάει. Μονόλογος τέσσερα: Ο Γιος

Posted by vnottas στο 13 Μαρτίου, 2017

Απόδοση στα Ελληνικά του ¨Μπλουζ σε 16¨ του Στέφανου Μπένι.16

Ο ΓΙΟΣ

Σε είδα από την πόρτα της κουζίνας

είχες τον άσπρο αυχένα ενός γέρου

και είχε πάρει του κενού σου το σουλούπι

το πανωφόρι που στην είσοδο κρεμόταν.

Γύρω παλιές φωτογραφίες

κι ημερολόγια ετών που δεν υπάρχουν

-ναι, ζούμε μερικές φορές

σε χρόνια που ολότελα έχουν λήξει.

Σκυμμένος στο τραπέζι της κουζίνας

τα μπράτσα σου κλειστά και σταυρωμένα

σα να ‘θελες  την οικουμένη όλη

σφιχτά να την κρατήσεις να μη φύγει.

Μετρώντας τις σχισμές στο μουσαμά.

Ξεροκέφαλε

Πατέρα.

*

Θα ήθελα να μη μετρώ ορόφους

καθώς βυθίζεται αργά ο ανελκυστήρας

στα ισόγεια βάθη

αυτού του άσχημου κτιρίου

Ούτε να ανασαίνω μ’ ανακούφιση

καθώς αφήνω πίσω πια

αυτούς τους ξεφτισμένους τοίχους

Να ’μαι κοντά σου θα ‘θελα.

Μα δεν μπορώ.

*

Τα κύματα με παίρνουν και με πάνε

-έξω- σ’ ωκεανό κατάφωτο.

Εκεί όπου βροντάνε καταρρέοντας  

οι καταρράχτες

σε αίθουσες με βιντεοπαιχνίδια

πάλλονται κινητήρες, φτάνουνε αχοί από μακριά

Japan Redondo Seattle

λάμψεις, αστέρια, μπόνους, νέα όπλα,

σενάρια Mortal Kombat

όπως δεν έχεις δει ποτέ, ούτε στα όνειρά σου.

*

Το βλέμμα της

έρχεται και μ’ αρπάζει

μέσα απ’ αρώματα και διαφημίσεις ψεύτρες.

Η αντανάκλασή της στην βιτρίνα

τα χέρια της καθώς κινούνται

φτιάχνοντας τα πακέτα

να συσκευάζουν λακ για εύθυμους φασίστες

για τα δαιμόνια τζελ,

σπρέι για τις νεράιδες

και μυρωδιές που έρχονται από ‘κεί όπου γιορτάζουν

βαλσαμωμένοι πεζοναύτες

Μπάρμπι σε αποσύνθεση

αρτίστες τους κακούς που προσποιούνται 

τενόροι που το παίζουν ευεργέτες

σε μία πολυθρόνα πεθαμένοι

εδώ κι αιώνες

στου Motel Bates

το τελευταίο πάνω πάτωμα.

*

Όμως αποτελούμε, εγώ κι εκείνη

σύννεφο δίδυμο

κι αχτύπητο της κίνησης ζευγάρι.

Κάτω από ήλιο κίτρινο, φτιαγμένο από νέον

που κατακαίει τους δρόμους.

Εκεί όπου ο έμπορας αρέσκεται 

να σε φωνάζει ¨αδελφό¨

χάπια, αμφεταμίνες, πρόζακ, ξίφη,

εκεί δίνω τις μάχες μου εγώ και τραγουδώ

μπορείς πατέρα να μ’ ακούσεις;

*

Εσύ που με προστάτεψες βρυχώμενος

όταν πρωτοφοβήθηκα το θάνατο

και δίπλα μου ξαγρύπνησες στον πυρετό μου.

Εσύ που έξω απ’ το σχολείο δίσταζες

να μπεις μέσα μαζί μου ή όχι

κι από του φράχτη τις τσουκνίδες μ’ έβλεπες

να παίζω μπάλα

στ’ αρύ χορτάρι μίας μέτριας μάχης.

Εσύ π’ ακόμη ψάχνεις για ψωμί και γάλα

γέρος, χωρίς δουλειά

σκυφτός, τραυματισμένος, ακτήμονας, ατζέκος

πώς θα μπορέσω να σου πω ότι μεθάω

μ’ αυτό που ίσως εσένα σε σκοτώνει

την πόλη και τα ερπετά της

τον γίγαντα του Φεγγαριού που απόψε

θα κάψει όλες τις στέγες

και λέει, αύριο θα την δεις την πιο ωραία

εκείνη που την ομορφιά της περιφέρει

σαν κάτι που το λαχταράς,

σαν ένα όνομα,

σαν κάτι τι

που είναι αναγκαίο.

***

2850-old_toys_590_b

Γιος 1

Γιος βββ2

Γιος γ3

Posted in ΘΕΑΤΡΙΚΑ, ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , | Leave a Comment »

Η μπαλάντα της πόλης που πονάει. Μονόλογος τρία: Η μητέρα

Posted by vnottas στο 11 Μαρτίου, 2017

Εδώ παρακάτω, η απόπειρα απόδοσης στα ελληνικά του τρίτου μονόλογου από το ¨Μπλουζ σε 16¨ του Στέφανου Μπένι. Εδώ μιλάει η Μάνα και απευθύνεται σε μας τους άλλους και στον Πατέρα.

ceaccf84ceb9cf84cebbcebf2

Η ΜΗΤΕΡΑ

Εκεί που τώρα ζω

μοιάζει με αμμουδιά ερημωμένη

μ’ αμμόλοφους και μ’ άγρια χορτάρια

ορίζοντα τα κύματα δεν έχουν

κι αλλάζουν ολοένα φως και χρώμα

όπως υπαγορεύουνε τα νέφη.

Δεν έχουμε, εμείς οι πεθαμένοι

ούτε σκοτάδι μήτε φως μηδέ Ημέρες

*

Συχνά μπορώ από ‘δω να σας διακρίνω

πέρα, απ’ της θάλασσας την άλλη όχθη

προσμένω μια σκιά, μία φωνή

τις φράσεις και τα γράμματά σας

τα κατασκοπεύω

και σαν ένα κερί ή ένας γάτος

με ένα φύσημα σας δείχνω την αράδα

που λέει για μένα.

*

Αλλά εδώ είναι ο τόπος μου ο νέος

και δεν μου επιτρέπεται ένα νεύμα

να σας γιατρέψω.

Μόνο κείνο το φύσημα

τ’ ανάλαφρο

σαν μια φωνή ερωτευμένη

σαν ένα κάλεσμα πίσω απ’ τον τοίχο

ή πέρα από το φράχτη με τα ρόδα

ενός πουλιού μυστήριο τραγούδι.

*

Περίμενα έξω απ’ το μπαρ

δε μ’ είδες

με δύναμη και με οργή μιλούσες

γι αγώνες και για δίκιο.

Με είδες και μου γέλασες

Άργησα, δεν κατάλαβαν  μου είπες.

Δεν πειράζει.

Στο λόφο πήγαινέ με ν’ ανασάνω.

Να πηδηχτούμε.

Να δούμε από ψηλά

τον τόπο της ζωής μας.

*

Κει κάτω, σταυρωμένος στην κουζίνα

είσαι ακόμη όπως σ’ αγαπούσα

αήττητος, περήφανος, δικός μου

ν’ ακούσεις δε μπορείς, μα στο φωνάζω.

16

*

LA MADRE

μάναα1

Μάνα α2

Posted in ΘΕΑΤΡΙΚΑ, ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ, ΤΑ ΤΡΕΧΟΝΤΑ | Με ετικέτα: , , , , , , | Leave a Comment »

Η μπαλάντα της πόλης που πονάει. Μονόλογος δύο: Ο Πατέρας

Posted by vnottas στο 10 Μαρτίου, 2017

(Από το ¨Μπλουζ σε δεκάξι¨ του Στέφανου Μπένι. Πρώτη κίνηση. Η απόδοση του δεύτερου μονόλογου)

16

Ο ΠΑΤΕΡΑΣ

Έτσι στέκομαι εγώ: εσταυρωμένος

πάνω σ’ απόγευμα καθημερνό

όρθιος μπροστά στην άβυσσο

του τραπεζιού της κουζίνας με τ’ άπλυτα πιάτα

-έχουν κι αυτά δροσοσταλίδες-

να σκέφτομαι πως άλλο πια δεν πάει

ορθός να στέκω απέναντι στον άνεμο του πόνου

*

Τραγούδησέ μου το ζεστό τίναγμα του οξέως

τον μόλυβδο στους πνεύμονες

το λιγδερό γαλάκτωμα  που ρέει απ’ το ταβάνι

τον βρόντο, τη θερμότητα που ‘ρχεται απ’ τις πρέσες

τραγούδα μου το Κόκκινο,

του Αδέκαστου το Πράσινο

σακατεμένους σύντροφους

ομάδα περιφρούρησης στο χιόνι

και τις γροθιές που φάγαμε και δώσαμε

τραγούδα μου το φάκελο που γράφει

πως απ’ αυτό είσαι ελεύθερος

και πως για αυτό είσαι γέρος.

*

Τραγούδα μου τις μέρες

χωρίς αρχή, χωρίς σκοπό

και πες μου ποιο είναι τ’ Όνομα

που πρέπει να επικαλεστώ;

Έτυχε άραγε ο Θεός να μπει σε σουπερμάρκετ;

να ‘χει τα μάτια χαμηλά και κέρματα στη τσέπη

να ψάχνει γάλα -το φτηνό-

για τον μοναδικό του γιο, τον πεινασμένο;

Ξέρει ο Θεός το ντοματάκι σε κονσέρβα πόσο κάνει;

Έμεινε άραγε άνεργος για χρόνια;

Ξέρει ο Θεός τα κέρματα στη τσέπη να μετράει

σα να ξανάγινε παιδί;

Όχι αυτό δεν το επιτρέπει ο Θεός,

το θέλει μόνο

μέσα στην Ιερή την Κούρασή του.

*

Έτσι τον συναντάμε επιτέλους τον Πατέρα

στο πέρασμα με το ετοιμοθάνατο χαμόγελο

που ‘ χει στο στόμα το κορίτσι του ταμείου 

ύστερα από δεκάωρη εργασία.

Πένθιμα φώτα από νέον, στην ουρά,

διαλέγοντας απορρυπαντικά, να πλύνει στον Αιώνα

αυτά που θα λερώσουμε και θα ξαναφορέσουμε

νύφης φορέματα,  στολές  δολοφόνων

τα παλαιά πουκάμισα, τα ένδοξα μανικέτια

και μια φανέλα αθλητική, πράσινη, της θαλάσσης.

Αμίλητος με κοίταζε ο γιος μου

τη μακρινή εκείνη μέρα

στ’ αρύ χορτάρι μίας μέτριας μάχης

για τον πατέρα του περήφανος.

Τον ίδιο τον πατέρα του που τώρα

θέλει ο Θεός να σέρνεται

στου σουπερμάρκετ την ουρά

δίπλα στους γέρους με τα χαρτιά υγείας

και παραδίπλα, μια κυρία, ανήσυχη, ν’ ακούει το σκυλάκι

που δέσμιο σ’ ένα στύλο κλαψουρίζει

-υιός βουβός και ευσεβής που πάντα ίδιος μένει.

Ανάμεσα σε νέους που φιλιούνται

και ξεβουλώνουν μπύρες

και μία άλλη, αναποφάσιστη, κυρία

που έχει πολύ κρέας στο καρότσι  :

φαρμακερές γελάδες / κοτόπουλα απ’ τους πόλους / κόκαλα βροντοσαύρου.

*

Εγώ,

που το στερνό κουδούνισμα γνωρίζω του ταμείου

καθώς το βράδυ πέφτει χάφτοντας πεπρωμένα

Σου αγόρασα το γάλα που ξέρω πως σ’ αρέσει

μια πλάκα σοκολάτα μ’ ένα δωράκι μέσα

made in China.

Για τα τσιγάρα, κέρματα δεν περισσέψαν

μα δεν πειράζει λέω, δεν πειράζει.

*

Κι ενώ  ο Θεός κοιμάται πάνω σε νέφη μολυσμένα

κι ενώ στο έρμο γήπεδο μια μπάλα αναπηδάει

σελήνη μόνη και ηχηρή, φτιαγμένη από κουρέλια,

στου σουπερμάρκετ την αυλή ξεχύνεται ένα βόδι

σε εφιάλτη είδε ότι το σφάζουν

κι ο φόβος που το τυραννά, είναι που με ξυπνάει.

1

IL PADRE

Π12

Π2

Πας1

Posted in ΘΕΑΤΡΙΚΑ, ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , , | 2 Σχόλια »

Η μπαλάντα της πόλης που πονάει

Posted by vnottas στο 8 Μαρτίου, 2017

Δεκαετία του ’80. Νύχτα. Ένας πατέρας, άνεργος εργάτης, νιώθει κακό προαίσθημα και παίρνει τους δρόμους. Καταλήγει σε μια αίθουσα βιντεοπαιχνιδιών την ώρα που γίνεται ξεκαθάρισμα λογαριασμών ανάμεσα σ’ έναν μπράβο-κίλερ και μια ομάδα μικροκακοποιών. Ο κίλερ πυροβολεί στα στραβά και ο πατέρας, που μπαίνει ανάμεσα για να προφυλάξει το γιό του, πεθαίνει.

Ο Στέφανο Μπένι (κατά την γνώμη μου ένας από τους πιο ενδιαφέροντες συγγραφείς της γειτονικής Ιταλίας) διαβάζει στις εφημερίδες τη (μικρή) είδηση για το επεισόδιο, εμπνέεται και αποφασίζει να το καταγράψει σε στίχους. Προκύπτει έτσι το Μπλουζ σε Δεκάξι (στροφές).

*

Χτες το βράδυ δεν κλείναν τα μάτια μου. Παίρνω ένα βιβλίο (Η καθημερινή ζωή στην ελληνιστική Αλεξάνδρεια) από εκείνα που έχω σωρεύσει για την τεκμηρίωση του (γνωστού στους επισκέπτες του Ιστολογοφόρου) ιστορικού μυθιστορήματος και προσπαθώ να το διαβάσω (αποκοιμιστικά), αλλά δε τα καταφέρνω γιατί (δε ξέρω αν φταίει η συγγραφέας ή η μετάφραση, μάλλον και τα δύο) είναι τόσο κακογραμμένο που μου ανεβάζει την αδρεναλίνη.

Σηκώνομαι και ψάχνω κάτι άλλο. Βρίσκω το μικρό τευχάκι με το ¨Μπλούζ¨. Το έχω φέρει επιστρέφοντας από την Ιταλία, δε θυμάμαι πότε, αλλά έχει τρυπώσει ανάμεσα σε άλλα ευτραφέστερα βιβλία και μου έχει διαφύγει.

Αρχίζω να το διαβάζω και κολλάω. Ο Μπένι γράφει ποίηση χωρίς μεγαλόσχημες λέξεις. Ποίηση συναρπαστική και (μου φαίνεται) μεταφράσιμη. Λέω να αποπειραθώ την απόδοση στα ελληνικά καναδυό στροφών. Ξενυχτάω χωρίς παράπονα και γκρίνιες.

Το Μπλούζ έχει οκτώ χαρακτήρες που μονολογούν δυο φορές ο καθένας: ο τυφλός Μάντης, ο Πατέρας, η Μάνα, ο Γιος, η Λίζα, η Πόλη (αίθουσα βιντεοπαιχνιδιών), ο Κίλερ και η Νεκροκεφαλή.

16

(Πρώτη κίνηση)

Ο ΤΥΦΛΟΣ ΜΑΝΤΗΣ

Δε ξέρω με ποιο θαύμα και με ποιο σχέδιο βάση 

κλαδί – κλαδί το δέντρο μεγαλώνει

παίρνοντας ουρανό

ούτε ξέρω γιατί

τα παιδικά μου μάτια σας κοιτάζουν τώρα

μέσα από το πρόσωπο ενός γέρου.

Ίσως να ξέρω πότε ο κόσμος θα τελειώσει

και πότε ήταν ο παλμός του ο πρώτος.

Μα δε γνωρίζω

τον Γιό με τον Πατέρα τι ενώνει,

και τι τον Γιό με το Κορίτσι

των Αρωμάτων

και τι εκείνη με το Δολοφόνο,

με τη Νεκροκεφαλή

και με τον Raiden τον Φωτεινό

και τι μετέωρους στο σύρμα τους κρατάει όλους

ανάμεσα στην πρώτη και την τελευταία μέρα

ετούτης της πολύτιμης ζωής τους.

*

Μπορώ να ξέρω πότε θα πεθάνω:

θα ’ναι μία μέρα σαν όλες τις άλλες,

αλλά γιατί να νιώθω τέτοια λύπη

για κάθε αλλουνού το τέλος, δεν το ξέρω.

Γιατί -δεν ξέρω- ένα παιδάκι σα κι εμένα

στα δέντρα της αυλής χαρίζει ονόματα

και με φανταστικούς μιλάει φίλους

ενώ στρατιές ολόκληρες κινάνε

και τους νεκρούς φασκιώνουν με σεντόνια.

Αυτό δεν το γνωρίζω και ματώνω.

*

Εγώ δεν είναι πως την πόλη τη φοβάμαι

ούτε τις χίλιες δυο φωνές της,

γιατί έχω μάθει ανάμεσα τους να διακρίνω

εκείνη που φωνάζει τ’ όνομά μου.

Εγώ τα μάτια δε μπορώ να κλείνω

για νά ‘ρθουν οι ιστορίες μοναχές τους

να μ’ ανταμώσουν σαν αρώματα του κήπου

ή όπως του δέντρου το κλωνάρι

από μακριά τραβάει πίσωθέ του το ποτάμι.

Βάτραχοι, γρύλοι, και καπνοί από καμινάδες

μαζί με παλιοσίδερα βρεγμένα απ’ το φεγγάρι

πλήθη που φίσκα γέμισαν τους δρόμους

κι έπειτα κοιμηθήκαν μοναχά τους

τυφλότητα που τα όνειρα ανάβει

ανυπεράσπιστη η καρδιά, το μυστικό ανθίζει.

*

Εγώ που νέους νόμους δεν γυρεύω

που, όμως, την ψυχή μου την ακούω.

Εγώ βλέπω

-έναν άντρα, έτοιμος καθώς είναι να σκοτώσει,

-έναν που ψάχνει για δουλειά,

-έναν ερωτευμένο, 

-ένα κορίτσι αγέρωχο

-μια μαριονέτα από φως πάνω σε μια οθόνη 

-κι απάνω σ’ ένα μπράτσο χαραγμένη

μια νεκροκεφαλή,

-και, ακόμη, μια γυναίκα

στην όχθη μίας θάλασσας,

διάφανης τόσο, που κανείς

στα ίσια να κοιτάξει δεν αντέχει.

*

Εγώ, τυφλός και γέρος, βλέπω

τα πεπρωμένα γύρω να σαλεύουν

κι αισθάνομαι σα φύλλο  π’ αιωρείται

καθώς το σύμπαν ένα-ένα καταρρέει

μέσ’ στο τρεμάμενό μου το ποτήρι.

Γρήγορα τρέξε ω μικρό μου χέρι

των ημερών τράβηξε την αυλαία

ως τη σκηνή όπου εγώ δεν βλέπω

κι όπου εμένα με θωρούν οι άλλοι όλοι.

*

Έρωτα που στο στόμα μέσα έχεις

πικρό σημάδι πάλης

προλέγω εγώ πως η ελπίδα αγγίζει

ζωές που πάλι πάλλονται 

δονούνται, ξαναζούνε,

όπως το ψάρι που ξανά

στη θάλασσα επιστρέφει.

***

Μπένι α 1

Μπένι α 2

Μπένι β 2

STEFANO-BENNI

 

Posted in ΘΕΑΤΡΙΚΑ, ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ, ΤΑ ΤΡΕΧΟΝΤΑ | Με ετικέτα: , , , , , , , | Leave a Comment »

Σέρλοκ Μπάρμαν – Τραγωδία σε Μπαρ

Posted by vnottas στο 2 Ιουνίου, 2014

images (48)

Ο Στέφανο Μπένι είναι ένας σύγχρονος ιταλός συγγραφέας, κατά τη γνώμη μου: από τους καλλίτερους. Στην ιστοσελίδα του (και συγκεκριμένα εδώ) βρήκα ένα μικρό κείμενο, υποθέτω από τα πρώτα θεατρικά του,  γραμμένο τη δεκαετία του ’90. Άρχισα να το μεταφράζω, έτσι για  πλάκα, αλλά μια που ήταν μάλλον απλό και σύντομο το μετέφρασα όλο. Ο αρχικός τίτλος ήταν: ¨Η ελευθερία της Μοίρας¨, εν τέλει τιτλοφορήθηκε: ¨Σέρλοκ Μπάρμαν – Τραγωδία σε Μπαρ¨. Δείτε το σαν άσκηση γραφής θεατρικού λόγου.

Νάτο:

images (52)

Σέρλοκ Μπάρμαν

Τραγωδία σε Μπαρ

[ ‘Ένα μπαρ, νυχτερινός χαμηλός φωτισμός]

 

Μπάρμαν: Θα πιείτε κάτι κύριε;

Πελάτης:  Βάλε μου κάτι δυνατό, πολύ δυνατό.

Μπάρμαν:  Έχετε ανάγκη να πάρετε κουράγιο κύριε;

Πελάτης: Ναι, θα ’λεγα ναι.

Μπάρμαν:  Ένα Μπλόντι Μαίρη πάει καλά;

Πελάτης: [αναστενάζει] Ε, ναι.

Μπάρμαν:  Ερωτική απογοήτευση;

Πελάτης: Πώς το κατάλαβες;

Μπάρμαν:  Από τον αναστεναγμό, κύριε.

Πελάτης: Απ’ τον αναστεναγμό;

Μπάρμαν:  Ακριβώς. Ο αναστεναγμός από ερωτική απογοήτευση είναι αρκετά διαφορετικός από εκείνον της πτώχευσης ή απ’ εκείνον της απλής κατάθλιψης. Είμαι τριάντα χρόνια μπάρμαν και δε δυσκολεύομαι να τον αναγνωρίσω. Εσείς παρουσιάζετε όλα τα συμπτώματα ενός φρεσκο- εγκαταλειμμένου

Πελάτης: Δεν πρέπει να ζορίστηκες πολύ. Αρκεί να δει κανείς την φάτσα μου.

Μπάρμαν:  Ακριβώς.

Ψηλή, ξανθιά, έτσι δεν είναι;

Πελάτης: Αυτό πώς το κατάλαβες;

Μπάρμαν:  Α, Πρόκειται για επαγγελματική παρατηρητικότητα ενός μπάρμαν.  Έχετε μια ξανθή τρίχα στον ώμο και ένα πρόσφατο σημάδι από κοκκινάδι, στο μέτωπο. Και μια που είστε μάλλον ψηλός, μόνο μια ψηλή κοπέλα, ας πούμε τουλάχιστον ένα κι εβδομήντα, μπορεί να αφήσει ένα τέτοιο σημάδι.

Πελάτης: Απίθανο! Και τι άλλο θα είχες να προσθέσεις αγαπητέ μου Σέρλοκ Μπάρμαν;

Μπάρμαν:  Την κοπέλα την λένε Μαρία, είναι αεροσυνοδός, της αρέσουν τα ζώα και να πηγαίνει στο Λούνα Παρκ.

Πελάτης: Πράγματι! Μα τι στην ευχή είσαι; Μέντιουμ, μάγος, Πυθία;

Μπάρμαν:  Σας επαναλαμβάνω, είναι απλά το παρατηρητικό πνεύμα ενός μπάρμαν. Είδα ότι ταραχτήκατε όταν είπα το όνομα του κοκτέιλ Μπλόντι Μαίρη, άρα Μαρία, άντε το πολύ Μαρίνα, πρέπει να είναι το όνομα της γυναίκας που σας αναστατώνει. Εξάλλου αφήσατε εδώ στον πάγκο ένα πακέτο τσιγάρα χωρίς τη φορολογική ταινία. Αφού όμως δεν πρόκειται για μια μάρκα που την βρίσκει κανείς στο λαθρεμπόριο, συμπεραίνω ότι σας τα αγοράζει εκείνη στο αεροπλάνο ή στα αφορολόγητα του αεροδρομίου. Α, και η γραβάτα σας. Είναι ένα μοντέλο από εκείνα που πωλούνται στις μπουτίκ των αφορολογήτων στα αεροδρόμια. Επί πλέον αυτός ο αναπτήρας με το κόκερ μάλλον δε σας ταιριάζει. Είναι ένα δώρο της Μαρίας, έτσι δεν είναι; Τι άλλο; Α, αυτό εκεί δίπλα στον αναπτήρα δεν είναι ένα απόκομμα εισιτηρίου σε Λούνα Παρκ; Στα συγκρουόμενα, αν δεν κάνω λάθος.

Πελάτης: Όλα σωστά. Αλλά τότε μπορείς να μου πεις και γιατί η Μαρία με άφησε;

Μπάρμαν:  Χμμμ. Πρώτα απ’ όλα εξ αιτίας της αρρωστημένης ζήλιας σας για εκείνον τον πιλότο.

Πελάτης: Κι αυτό σωστό. Μα πώς τα καταφέρνεις…

Μπάρμαν:  Στοιχειώδες, εάν είστε ερωτευμένος με μια συνοδό, δεν μπορεί παρά να ζηλεύετε έναν πιλότο, έτσι δεν είναι; Έπειτα, βλέπω ότι φοράτε μπλε σακάκι και σκούρα γυαλιά, αυτό σημαίνει ότι ασυνείδητα έχετε την τάση να ντύνεστε σαν πιλότος για να ανταγωνιστείτε με το φάντασμα του αντίζηλού σας.

Πελάτης: Εν τάξει, εντάξει Σέρλοκ Μπάρμαν. Τώρα μη μου πεις ότι ξέρεις και γιατί μαλώσαμε.

Μπάρμαν:  Τα πιάτα, κύριε;

Πελάτης: Μα το θεό είναι αλήθεια! Το βρήκες κατά τύχη;

Μπάρμαν:  Όχι. Θα σας πω πως το συμπέρανα.  Η Μαρία γυρίζει σπίτι κουρασμένη, ωστόσο δέχεται να μαγειρέψει για σας. Αυτός ο λεκές από φρέσκη ντομάτα στο κουστούμι σας το επιβεβαιώνει, και,- φαίνεται – προέρχεται από σπιτικό τηγάνι, όχι από τραπέζι εστιατορίου. Μετά η Μαρία σας ζητάει να πλύνετε τουλάχιστον τα πιάτα. Εσείς μουρμουρίζετε μεν, αλλά αρχίζετε να τα πλένετε, όμως χωρίς όρεξη, και χωρίς προσοχή, όπως επιβεβαιώνει και η μυρουδιά από απορρυπαντικό που προέρχεται από το μανίκι του πουκάμισού σας. Αλλά ύστερα σπάτε ένα πιάτο και γρατζουνάτε το δείκτη του δεξιού σας χεριού, ακριβώς εκεί…

Πελάτης: Μα…

Μπάρμαν:  Μη με διακόπτετε, η Μαρία θυμώνει και φωνάζει ¨είσαι ένας ανίκανος¨, εσείς την πιάνετε από τους καρπούς, γι αυτό το βραχιόλι της άφησε σημάδι στην παλάμη σας, η Μαρία σας γρατζουνάει στο λαιμό, αγκαλιάζεστε και, όπως συμβαίνει συχνά σ’ αυτές τις περιπτώσεις, ερεθίζεστε και είστε έτοιμοι να κάνετε έρωτα.

Πελάτης: Αυτό πώς το ξέρεις;

Μπάρμαν:  Πουκάμισο ξεκούμπωτο, πανταλόνι στραβοκουμπωμένο,  μια διαχεόμενη μυρωδιά υγρών που ακόμη εκπέμπετε. Όμως μετά η Μαρία δυσανασχετεί γιατί εσείς θέλετε να την πάρετε από πίσω και σας ρίχνει μια κλωτσιά στο καλάμι, να εκεί βρίσκεται το σημάδι, και μετά σας ρίχνει και μια γερή σφαλιάρα στον λαιμό. Ξεσπάει καυγάς με εκτόξευση πιάτων, σπάτε ντουζίνες, βλέπω ότι στο ρεβέρ του παντελονιού σας υπάρχουν ακόμη θραύσματα από πορσελάνη. Η Μαρία τραβάει το κολιέ που της είχατε χαρίσει ουρλιάζοντας ¨δε θέλω τίποτα δικό σου¨ και βγαίνει χτυπώντας δυνατά την πόρτα. Εσείς μαζεύετε μηχανικά κάποια από τα μαργαριτάρια και τα βάζετε στο τσεπάκι του σακακιού, νάτα εκεί, μετά τρέχετε από πίσω της αλλά στο πλατύσκαλο γλιστράτε πάνω στις πέρλες και πέφτετε, πράγματι μπήκατε εδώ μέσα κουτσαίνοντας και κρατώντας την πλάτη σας.

Πελάτης: Μου προξενείς φόβο!

Μπάρμαν:  Έπειτα βγαίνετε τρέχοντας στον δρόμο, χωρίς καν να βάλετε το παλτό σας, αλλά δεν βρίσκετε την Μαρία. Και τώρα βρίσκεστε εδώ μπροστά μου, απελπισμένος.

images (50)

Πελάτης: Αφού τα ξέρεις όλα, θα μου πεις πώς τελειώνει αυτή η ιστορία;

Μπάρμαν:  Μπορώ να δοκιμάσω. Η Μαρία έχει οργιστεί. Οι αεροσυνοδοί πάσχουν συχνά από νευρικές ανισορροπίες εξ αιτίας της αλλαγής του ωραρίου. Η, με συγχωρείτε, πρώην γυναίκα σας σπεύδει να παρηγορηθεί από τον πιλότο της στο μπαρ Ρούντι, το στέκι των πιλότων όπου μαζεύονται όλοι τέτοια ώρα. Αλλά σήμερα είναι Δευτέρα και τον Μπαρ Ρούντι είναι κλειστό. Πάει λοιπόν λίγα βήματα παρακάτω και να που τον βρίσκει στο Μπαρ Πάολο, αλλά η Μαρία λέει στον πιλότο ¨σε παρακαλώ ας μη μείνουμε σ’ αυτό το μέρος. Γιατί ¨Πάολο¨ είναι το όνομά σας κύριε, είναι γραμμένο στο μενταγιόν που φοράτε στο λαιμό και η Μαρία έξαλλη όπως είναι δε θέλει τίποτα που να σας θυμίζει.

Πελάτης: Εντάξει. Αλλά τότε τι κάνουν;

Μα, επειδή εδώ και πέντε λεπτά βρέχει. καταφεύγουν στο πιο κοντινό μπαρ.

Πελάτης: Δηλαδή;

Μπάρμαν:  Αυτό εδώ κύριε. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς μου θα πρέπει να μπουν σε… ένα λεπτό.

Πελάτης: Και τότε… τι θα συμβεί;

Μπάρμαν:  Νομίζω ότι εσείς κύριε θα εκραγείτε γιατί δε θα αντέξετε το θέαμα των δυο τους αγκαλιασμένων, μια που τίποτα δεν φέρνει πιο κοντά τη σάρκα και το συναίσθημα μιας αεροσυνοδού και ενός πιλότου, όσο η βροχή. Εκτός αυτού, επειδή η Μαρία σας είναι χαρακτήρας μάλλον ζόρικος, νομίζω ότι θα σας προκαλέσει.

Πελάτης: Και τότε;

Τότε εσείς θα βγάλετε το πιστόλι που τυχαία είδα κάτω από το σακάκι σας. Αλλά θα είναι ένα σοβαρό λάθος. Γιατί εκεί, σε εκείνο το τραπέζι είναι ένας αστυνομικός με πολιτικά, τον αναγνωρίζω από το κούρεμα και από τα παπούτσια. Ο αστυνομικός θα βγάλει το περίστροφο υπηρεσίας που έχει περασμένο στη ζώνη του, βλέπετε εκεί το φούσκωμα, και θα σας αφήσει ξερό σε λιγότερο από μια στιγμή.

Πελάτης: Είναι γελοίο. Εξάλλου πέρασε ήδη ένα λεπτό και δεν φάνηκε ακόμη κανείς.

Μπάρμαν:  Σωστά. Ξέχασα ότι εδώ παρακάτω έχει ένα κατάστημα οικιακών ειδών. Η Μαρία δε θα αντισταθεί στον πειρασμό να δει εάν υπάρχει ένα σερβίτσιο πιάτων για να αντικαταστήσει εκείνο που καταστράφηκε στον καυγά.

Πελάτης: Επομένως;

Μπάρμαν:  Επομένως υπάρχει μια μικρή καθυστέρηση. Αλλά να, όπως προβλέψαμε, νάτοι!

[Μπαίνουν ένας άνδρας και μία γυναίκα]

Πελάτης: Ώ θεέ μου, όχι!

Μπάρμαν: Μείνετε ψύχραιμος κύριε!

Μαρία: Α, εδώ είσαι Πάολο. Ακόμη όρθιος. Μα δεν είχες πει ότι θα αυτοκτονήσεις;

Πελάτης: Μαρία μη με προκαλείς.

Μαρία: Ποιος θέλει να σε προκαλέσει. Να σου παρουσιάσω τον κυβερνήτη Σεριόλι, τον πιλότο του αεροπλάνου μου.

Ο Κυβερνήτης: Χαίρω πολύ.

Πελάτης: Χαίρομαι σκατά! Βιάστηκες να με αντικαταστήσεις ε, πουτάνα;

Μαρία: Πάολο είσαι ο συνηθισμένος αγροίκος

Ο Κυβερνήτης: Σου απαγορεύω να βρίζεις τη δεσποινίδα

Πελάτης: Α ναι; Γιατί τι θα κάνεις μορφονιέ; Νομίζεις ότι σε φοβάμαι;

Μαρία: Πάολο, τρελάθηκες; Κατέβασε αυτό το πιστόλι!

Πελάτης: Όχι, θα μου το πληρώσεις πουτάνα, και συ μπάσταρδε, ποιος ξέρει πόσα χρόνια με κοροϊδεύατε εσείς οι δύο, αλλά θα μου το πληρώσετε!

Αστυνομικός: Ακίνητοι! Αστυνομία! Βάλε κάτω το όπλο ή πυροβολώ!

Πελάτης: Βρωμιάρα θα σε σκοτώσω!

 

1. πυροβολισμός

2. κραυγή

3. ήχος πτώσης

[φωνές στο μισοσκόταδο]

– Ώ θεέ μου, τον σκοτώσατε

– Έπρεπε να τον σταματήσω κυρία μου, αυτός ο τρελός ήταν έτοιμος να πυροβολήσει

– Βοήθεια, πεθαίνω…

– Φωνάξτε ένα ασθενοφόρο.

– Χάνει πολύ αίμα, δε θα τα καταφέρει

– Τι συνέβη;

– Έπεσαν πυροβολισμοί. Ένας αστυνομικός πυροβόλησε έναν άνδρα, μα αυτός έσκυψε και η σφαίρα χτύπησε θανάσιμα τον μπάρμαν.

images (51)

Posted in ΘΕΑΤΡΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , | Leave a Comment »