Προσπάθεια απόδοσης στα ελληνικά του ¨Μπλουζ σε δεκάξι¨ (Στέφανο Μπέννι). Δεύτερο μέρος, έκτος μονόλογος.

Ο ΚΙΛΕΡ
Τραγούδαγε απόψε η τηλεόραση
για χώρες μακρινές
όπου κυκλώνουν τα χωριά στον ύπνο
κι όπου χωρίς να κάνουνε διακρίσεις (θετικές)
σφάζουν γυναίκες και παιδιά
καθώς πηγαινοέρχονται τ’ όνειρο αιμορραγεί
το σπίτι πλημμυρίζοντας.
Αποκοιμήθηκε η πόλη ζωντανή
και ξύπνησε με το λαιμό κομμένο
θα ήθελα κι εγώ να κατορθώσω
τέτοια ωραία πράγματα
αλλά είστε πολλοί
και τους μισούς να εξόντωνα
θα μου ‘βαραίναν την καρδιά οι υπόλοιποι.
*
Ντύθηκα στα γαλάζια και έχωσα στη μπότα
στιλέτο ασημένιο
το Wesson έχω μέσα στο θηκάρι
και μια Beretta έβαλα στην τσέπη
το ένα σιωπηλό και γρήγορο
σαν ιδιαιτέρα γραμματεύς
η άλλη πάλι είναι μικρή και φλύαρη
φτυστή υστερική μετρέσα.
Κατέβηκα τη σκάλα και χαιρέτισα
πολλούς ανθρώπους -όλοι καθώς πρέπει.
Χάιδεψα ένα σκύλο,
χαμογέλασα
σε μία πιτσιρίκα φοβισμένη
όλο βυζιά και ματογυάλια
βγήκα στο δρόμο.
Ο αέρας στο περίπτερο
τα είχε βάλει με τον Τύπο
και τις εφημερίδες πάνω κάτω τίναζε
σα να ‘τανε κλωνάρια ενός δάσους
φύλλα ξερά και φύλλα τυπωμένα
πετούσανε αντάμα και χορεύανε.
Βροχή και μπόρα στης τιμής μου τον ορίζοντα
κι έκρυψε ο ουρανός το γαλανό του
στα ανατολικά
κι έβαλε μαύρα.
Τ’ άθλιο παρακαλετό
των πεινασμένων γλάρων αντηχούσε
το μίασμα τ’ αψύ του αποτεφρωτή
δάγκωνε την ατμόσφαιρα.
Δε θα μπορούσα ειλικρινά να φανταστώ
σκηνογραφία καλύτερη.
*
¨Βιντεοπαιχνίδια¨
έγραφε η ταμπέλα από νέον
κι έχυνε χρώμιο και διαμάντια
πάνω στις μηχανές που πέρναγαν
φέρνοντας στο μυαλό γιγαντιαία έντομα.
κι εγώ φαντάστηκα, πυροβολώντας,
όλα αυτά μαζί
να τα εξαφανίσω.
Περίμενα παίζοντας φλίπερ
Ήμουν ο λόρδος Raiden ενάντια στον Λυκάνθρωπο
δύο φορές ενίκησα δυο έχασα.
Doom, Σαράγιεβο, Βαγδάτη,
Αλγέρι, Κίγκαλι κι η γειτονιά σου
διάλεξε όπλο
διάλεξε εχθρό
έλα μικρέ μαζί μου
εγώ ειμ’ ένα λέιζερ καθαρό
μαχαίρι ακονισμένο
είμαι ο Σατανάς του Σαματά
είμαι η Τάξις και το Ένα
είμαι αυτός που όλα
τα ξεχωρίζει και τ’ απαριθμεί.
Μπορώ να κάνω φόνο για χρυσάφι
ή για ψιλά
όταν το φέγγος μου θ’ αντιληφθείς
να αποδράσεις θα ‘ναι ανώφελο.
*
Τη Λίζα θα σκοτώσω ή το Γιο
ή τον τυφλό το Μάντη
ή το παιδί που μοιάζει μ’ Ινδιάνο
και κλαίει σιωπηλό σε μια γωνία
ή εκείνον το Χοντρό, το μελαγχολικό
με το πορνό στην τσέπη
ή την θλιμμένη γκόμενα που κάποιον περιμένει
καπνίζοντας.
Νεαροί καημοί σε αναμονή,
καλό είναι να μη βιάζεστε
ούτε να επιμένετε
θα σας χαρίσω την ειρήνη κάποια μέρα.
Η έσχατη χημεία είμαι εγώ
ο κλώνος που τη θέση σας θα πάρει
το δέντρο το άδικα κομμένο
και το
κατασπαταλημένο
το νερό
η πείνα, η παγωνιά, η εγκατάλειψη
εγώ είμαι το άρθρο το εξάστηλο
εγώ το άψυχο βιβλίο
εγώ του μίσους ο κρωγμός που εκπέμπεται
απ’ οποιοδήποτε κανάλι
εγώ είμαι το δίκιο και το κάτεργο
εγώ του καθενός
ο μέσος όρος.
*
Σ’ είδα να μπαίνεις Νεκροκεφαλή
κάτω από το τατουάζ, καρδιά
εάν στα κουτουρού πυροβολήσω
είτε εσύ θα είσαι είτε άλλος
κάνει το ίδιο.
Κάποιος δεν πλήρωσε, ε και;
Ήρθε μαντάμ η Ώρα, έτσι δεν είναι;
*
Μα, με ξαφνιάζει ένα πρόσωπο
που τρέχει καταπάνω μου κραυγάζοντας
πρόσωπο γκρίζο, γέρικο
όπως θα είναι το δικό μου
σ’ είκοσι χρόνια.
.
Τα μάτια μου αν κλείσω ονειρεύομαι
του πυροβολισμού τη λάμψη και το βρόντο.
Σαν καταρράχτης πέφτει η νύχτα
πάνω στου νέον τις επιγραφές
καθώς το στρίβω στα σοκάκια
με κοιτάζει.
Βρέχει. Τα ίχνη θα σβηστούν, ελπίζω.
Ήταν μονάχα ένας γέρος.
Άλλο δεν έκανα παρά ν’ ακούσω
τα λόγια που μου είπατε.





