Κυκλοφόρησε από τις εκδ. Παπαζήση η νέα ποιητική συλλογή του Λευτέρη Μανωλά
Ποιήματα και ποιητικά κείμενα από τον Ηλία Κουτσούκο.
*
Η νέα συλλογή ποιημάτων του Νίκου Μοσχοβάκου.
*
Κυκλοφόρησε το νέο βιβλίο του Τηλέμαχου Χυτήρη ¨Ημερολόγιο μιας επιστροφής¨ από τις εκδόσεις ¨Μελάνι¨
.
*
¨Απριλίου ξανθίσματα¨.
Κυκλοφόρησε η νέα ποιητική συλλογή του Νίκου Μοσχοβάκου, από τις εκδόσεις Μελάνι.
Αισθάνθηκε μια δαγκωνιά
στη μνήμη.
Ήταν το παρελθόν
που σαν αδέσποτο σκυλί
είχε επιτεθεί στο είναι του.
Οι σταγόνες αίμα που έσταξαν
κοκκίνισαν τις εικόνες.
***
Η νέα ποιητική συλλογή του Νίκου Μυλόπουλου ¨Τέλος της Περιπλάνησης¨. Από τις εκδόσεις ¨Γαβριηλίδης¨
***
Κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ¨Μελάνι¨ η νέα ποιητική συλλογή του Νίκου Μοσχοβάκου
¨Αιφνίδια και διαρκή¨
Ο Θηβαίος στρατηγός Επαμεινώνδας οξυδερκής καθώς ήταν αλλά και θαρραλέος επινόησε πως έπρεπε να διορθώσει την ιστορία χωρίς αναβολές. Ασυμβίβαστος εκστράτευσε κατά της Σπάρτης με τον δαίμονα της υπερβολής κάτι σαν σαράκι να τρώει τα σωθικά του κι επέτυχε ν’ αλλάξει τον ρου τ’ αρχαίου κόσμου. Το πλήρωσε βέβαια στην Μαντίνεια πανάκριβα με τη ζωή του όμως διόρθωσε έστω για μια στιγμή την ανιαρή ιστορία. Δεν ήταν δα και λίγο αυτό. *****
Γράφει ο Ηλίας Κουτσούκος
*****
Γραφει ο Gianfranco Bettin
*****
Γράφει ο Νίκος Μοσχοβάκος
Η ΕΚΔΙΚΗΣΗ
Τώρα που τάπαν όλα οι ποιητές
εσύ τι θα γράψεις ;
μου αντέτεινε
η άπτερος Νίκη της Σαμοθράκης.
Κι εγώ την αποκεφάλισα.
[Από τις ¨Ζωγραφιές μου¨ - Πορτρέτο του Νίκου - Λάδι]
Η ΣΥΜΒΟΥΛΗ
Πάντοτε μούδιναν την συμβουλή
να γίνω τέλειος.
Έτσι μίσησα την τελειότητα
κι επιδόθηκα στην λατρεία των ατελειών.
Έχω λοιπόν πολλά να κάνω
αναζητώντας μέσα από ελλείψεις
τον εαυτό μου σε πείσμα των τελειομανών
που επαναπαύονται στον μοναδικό δρόμο τους
με την σιγουριά του αλάθητου.
Εγώ πορεύομαι μες τις αμφιβολίες
και τον κίνδυνο του ατελέσφορου στόχου
ποτέ παροπλισμένος αφού πάντα μάχομαι.
*****
[Από τις ¨Ζωγραφιές μου¨ - Λάδι σε χαρτόνι - Γενάρης 2015]
Tα πνευματικά δικαιώματα όλων των εικόνων και των μουσικών που αναδημοσιεύονται εδώ ανήκουν αποκλειστικά και μόνο στους δημιουργούς τους.
Κοινωνία, επικοινωνία, εξουσία: Από τον Βωμό και τον Άμβωνα στην οθόνη. Η περίοδος της προφορικότητας και οι επικοινωνητές της. Μια κοινωνιολογική προσέγγιση στην ιστορία της επικοινωνίας και των μέσων. Εκδότης: Ι. Σιδέρης. Συγγραφέας: Βασίλης Νόττας. Σειρά: Δημοσιογραφία και ΜΜΕ. Έτος έκδοσης: 2009 . ISBN: 960-08-0468-0. Τόπος Έκδοσης: Αθήνα Αριθμός Σελίδων: 302 Διαστάσεις: 24χ17 Πρόλογος: Κώστας Βεργόπουλος. Αποσπάσματα στο Ιστολογοφόρο: κλίκ στην εικόνα
Συλλογή κειμένων: ΜΜΕ, κοινωνία και πολιτική. Ρόλος και λειτουργία στη σύγχρονη Ελλάδα. Επιμέλεια: Χ. Φραγκονικολόπουλος Εκδόσεις Ι. Σιδέρης, 2005 Αριθμός σελίδων 846. ISBN 960-08-0353-6, Κείμενο Β. Νόττας: ¨Επικοινωνιακή και πολιτική εξουσία τον καιρό της επέλασης των ιδιωτών¨ (σελ. 49). Κείμενο στο Ιστολογοφόρο: κλικ στην εικόνα.
Β΄Έκδοση. Εκδόσεις Ι. Σιδέρης. NovelBooks. Έτος έκδοσης: 2012. Αριθμός σελίδων: 610. Κωδικός ISBN: 9609989640. Εισαγωγικό σημείωμα στη 2η έκδοση: Γιώργος Σκαμπαρδώνης. Αποσπάσματα στο Ιστολογοφόρο: κλικ στην εικόνα του εξώφυλλου.
Vivere pericolosamente Ανθολογία διηγημάτων: 26 ιστορίες από την Ιταλία. Εκδόσεις: Αντίκτυπος. Αθήνα: 2005 Σελίδες: 342. Κείμενο Β. Νόττας: ¨Το διαβατήριο¨. Ανάρτηση στο Ιστολογοφόρο: Κλικ στην εικόνα του εξώφυλλου
Εκδότης: Αρχέτυπο. Συγγραφέας: ΒΑΣΙΛΗΣ ΝΟΤΤΑΣ. Κατηγορίες: Φανταστική Λογοτεχνία. ISBN 978-960-7928-83-2. Ημερομηνία έκδοσης: 01/01/2002. Αριθμός σελίδων: 512. Αναρτήσεις στο Ιστολογοφορο: κλίκ στην εικόνα του εξώφυλλου.
Η «κατασκευή» της πραγματικότητας και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Αθήνα 1998. Πρακτικά διεθνούς συνεδρίου που οργανώθηκε από το Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών. Συλλογικό έργο. Έκδοσεις: Αλεξάνδρεια. Διαστάσεις: 24Χ17. Σελίδες: 634. Κείμενο Β. Νόττας: Κοινωνιολογικες παρατηρησεις πανω στην οπτικοακουστικη αναπαρασταση της συγχρονης ελληνικης πραγματικοτητας. Κείμενο στο Ιστολογοφόρο: κλικ στην εικόνα
Ενα κείμενο στο βιβλίο του Κώστα Μπλιάτκα ¨Εισαγωγή στο τηλεοπτικό ρεπορτάζ" . Εκδόσεις ¨Ιανός¨ με τίτλο ¨Αξιοπιστία και οπτικό ρεπορτάζ¨
Περιοδικό ¨Εξώπολις¨ Τεύχος 12-13. Κείμενο με τίτλο ¨Το ραδιόφωνο των ονείρων. Ένα δοκίμιο περί ήχων φτιαγμένο με επτά εικόνες¨. Στο Ιστολογοφόρο: κλικ στην εικόνα.
Συμμετοχή σε λογοτεχνικό παιχνίδι σχετικό με τον (υποτιθέμενο) συγγραφέα Άρθουρ Τζοφ Άρενς. Δημοσιευμένο στο περιοδικό ¨Απαγορευμένος πλανήτης" τεύχος 6 (εκδόσεις ¨Παραπέντε¨). Για το πλήρες κείμενο κλικ στην εικόνα.
¨Το Δεντρο¨ Τεύχος: 17-18 . Βασίλης Νοττας: Συζήτηση για τον κοινωνικό χώρο της Θεσσαλονίκης.
Διδακτορική Διατριβή ¨Δημόσια μέσα μαζικής επικοινωνίας και συμμετοχική Πολεοδομία¨. Σελίδες:788. Ψηφιοποιημένη στη βιβλιοθήκη του Παντείου
*
Συγγραφικά φίλων
Ποιήματα και ποιητικά κείμενα του Νίκου Μοσχοβάκου (κλικ στην εικόνα)
Ποιήματα και ποιητικά κείμενα του Ηλία Κουτσούκου (κλικ στην εικόνα)
Μοτο-ταξιδιωτικά από τον Βασίλη Μεταλλινό (κλικ στην εικόνα)
Κάποιες απόψεις και άρθρα…
Η γυναίκα τανάλια * Όταν ο Χάρι Πότερ συνάντησε τα λόμπι * Ο μικρός ήρωας * Πώς έκοψα το κάπνισμα και άλλα
Εσύ τους στίχους μου τους καις, / τα άνθη μου τα φτύνεις
Και τις γάτες μου / τις κατατυραννάς
Αχ βαχ, εγώ ο μπουνταλάς
Αχ βαχ, εσύ σωστός μπελάς
Το χειρότερο όμως / αξιολύπητη καριόλα:
Το κελάρι μου πως είναι / άδειο όταν νόμισες
Δίχως ίχνος ντροπής / και για μια μόνο μπριζόλα
Στο κρεβάτι του χασάπη / μετακόμισες
Αχ βαχ, εγώ ο μπιτ ζαβός
Αχ βαχ, εσύ μπελάς σωστός
Πέρασες πια τα όρια / και γι αυτό θα πω αντίο
Και στις ψευτοαγάπες / και στις αυταπάτες μου
Πάω πίσω στο φεγγάρι / μαζί με τα κέρατά μου
Και τους στίχους και τα άνθη / και τις γάτες μου
Αχ βαχ, εγώ αρχι-χαλβάς
Αχ βαχ, εσύ κακός μπελάς
Ακόμη ένα τραγούδι (από τα ¨ελευθερόστομα¨) του Ζορζ Μπρασένς και ακόμη μια (ως συνήθως) ¨άπιστη¨ μετάφραση στα Ελληνικά. Δυο τρία πράγματα σχετικά με τα ελευθερόστομα τραγούδια και τις άπιστες μεταφράσεις μπορείτε να βρείτε σε παλιότερες ανάλογες αναρτήσεις πχ εδώ
Προσωπικά με το Γιούρο-πανηγύρι, καμία ή, άντε καλά, πολύ μικρή σχέση. Τόσο μικρή, που μόλις και που πήρε τ’ αφτί μου ότι, ανάμεσα στο διάχυτο νταβαντούρι των ημερών, υπήρχε και ολίγον τι από Ηράκλειτο.
Φυσικά απόρησα. Όχι πολύ. Ξέρω ότι η αποκαλούμενη και ¨δημιουργική φαντασία¨ των σεφ-μαγείρων της μαζικής κουλτούρας όλα τα σφάζει όλα τα μαχαιρώνει, άρα δεν πρόκειται να αφήσει να της γλιτώσουν ούτε οι αρχαίοι φιλόσοφοι, ούτε καν ο (όπως και να το κάνουμε) στρυφνός και ζόρικος Εφέσιος. (Πολύ περισσότερο που, απ’ ό, τι μαθαίνω, παλιότερα, τον επίζηλο τίτλο του Γιουροβιζιονικού ¨σούπερ σταρ¨ είχε διεκδικήσει -χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία- και ο μέγας Σωκράτης, αυτοπροσώπως).
Αφού λοιπόν στην προκείμενη περίπτωση, το ίδιο ο Βούδας – το ίδιο ο Κούδας, το ίδιο ο Ιησούς – το ίδιο κι ο Ιούδας, γιατί να μη πάρει διακεκριμένη θέση δίπλα στην αξύριστη Κοντσίτα Βούρστελ και μια κάποια ρήση αποσταγμένη από την αρχαία φιλοσοφική αναζήτηση;
Αυτά σκεφτόμουν καθώς διέκρινα ανάμεσα στα ηλεκτρονικά τάμπα-τούμπα το γνωστό ρηθέν ¨τα πάντα ρέι¨ (με την εράσμια προφορά που χρησιμοποιούν οι δυτικοί) και ως εκ τούτου είπα να σιγουρευτώ ψάχνοντας στο διαδίκτυο για να βρω τι ακριβώς λέει το ιταλικής προέλευσης άσμα.
Το βρήκα και εξεπλάγην. Και μετά άρχισα να ψάχνω πώς και έτσι. Και εντρύφησα (όσο μπόρεσα) στα πεπραγμένα του πρόσφατου φεστιβάλ πολιτισμικού αυτοχειριασμού.
Η έκπληξή μου οφείλεται στο ότι οι στίχοι του άσματος μου φάνηκαν ψαγμένοι. Επικρατέστερη εκδοχή για αυτή την ανακολουθία (μουσική: λάιτ-ποπ, προορισμός: η ΒούρστελΒίζιον, αλλά στίχοι που μοιάζουν ψαγμένοι, προβληματισμένοι, ειρωνικά καταγγελτικοί) καταλήγω ότι δεν μπορεί να είναι άλλο, παρά ότι οι Ιταλοί θέλησαν να κάνουν λίγη πλάκα με τους περιφερόμενους Βρυξελιώτες αηδούς (με ήτα).
Και φαίνεται να έχουν τους λόγους τους. Πρώτον, διαθέτουν κι αυτοί ένα ανάλογο, δικό τους, ετήσιο πανηγύρι, που όσο κι αν έχει παρακμάσει σε σχέση με παλιότερες εποχές, εξακολουθεί να κάνει (ανταγωνιστικό) παιχνίδι στις -εξ ίσου ανουσιοποιημένες (με ου) – παγκόσμιες μουσικές αγορές. Δεύτερον, όταν πριν λίγα χρόνια είπαν να πάψουν να σνομπάρουν το φεστιβάλ της Γιούρο και έστειλαν εκεί τρεις νεαρούς τενόρους, παρά το ότι αυτοί ήρθαν πρώτοι στην προτίμηση του κοινού, τους έθαψαν οι κριτικές επιτροπές με τους εκπροσώπους (στην ουσία) των (δισκογραφικών) αγορών.
Έτσι φέτος, αφού πρώτα εξέλεξαν στο Σαν Ρέμο (με δόση αυτοειρωνίας) τον άγνωστο γελαστό χοροπηδητή και την συμπαθή του μαϊμούδα, τους απέστειλαν με μάλλον χλευαστική διάθεση στο Κίεβο.
Υποθέτω ότι ήταν εν γνώσει του ότι με τέτοιους στίχους (σας παραθέτω παρακάτω μια πρόχειρη μετάφραση) δεν είχαν καμία ελπίδα διάκρισης.
Ωστόσο οι εκπλήξεις δε τελειώνουν εδώ. Όλως περιέργως το τραγούδι που βραβεύτηκε τελικά φέτος, δεν είχε καμιά σχέση με όλα τα υπόλοιπα. Ήταν παραδόξως, ένα έντονα πορτογαλικό (όχι αγγλόφωνο/παγκοσμιοποιητικό), μελωδικό και τρυφερό τραγούδι. Όμως δε ξέρω αν θα το βράβευαν, εάν δε τους έδινε την ευκαιρία (χάρη σε μια λυπηρή συγκυρία που έχει να κάνει με την υγεία του ερμηνευτή) να ξαναπροβάλουν τον ήδη πολυδιαφημισμένο ¨μη κυβερνητικό ανθρωπισμό¨ τους. (ΑΑΑ Ζητείται Ανθρωπιά εικονική).
Ακολουθεί μετάφραση του τραγουδιού. [Λάβετε υπόψη α) ότι στο πρωτότυπο οι σύντομοι στίχοι είναι επιγραμματικοί, χωρίς κατ’ ανάγκην συντακτική σύνδεση μεταξύ τους και, ενίοτε, με αδύναμες ομοιοκαταληξίες β) το ¨ναμαστέ¨ δεν είναι ¨να ‘μαστε¨ (καλά), αλλά σανσκριτικής (γιογκικής ) προέλευσης επιφώνημα/χαιρετισμός: namah = υποκλίνομαι, te= εσένα γ) Δεν μεταφράζω τις επαναλήψεις της επωδού].
Των Δυτικών το Κάρμα
Να ζει κανείς ή (σώνει και καλά) πρέπει να ζει;
Του Άμλετ η αμφιβολία
Σύγχρονη όσο ο άνθρωπος ο νεολιθικός
Βολέψου στο κλουβί σου, το δύο επί τρία
Διανοούμενοι σε καφενέ (και)
Διαδικτυολόγοι
Των ανωνύμων selfιστών μέλη επίλεκτα
Ειν’ η νοημοσύνη ντεμοντέ
(οι) Απαντήσεις εύκολες
(και τα) Διλήμματα ανώφελα
Α Α Α Ζητούνται (ναι, ψάξε)
Ιστορίες με τέλος θεαματικό
Ελπίζοντας (ναι, έλπιζε)
(πως) Ό, τι κι εάν συμβεί, (θα είναι για καλό)
τα πάντα ρει
And “Singing in the rain”
(και ¨χορεύοντας στη βροχή¨)
Επωδός:
Μαθήματα Νιρβάνας
Ειναι κι ο Βούδας στην ουρά
(του κυκλικού χορού)
Για όλους στο προαύλιο μια ώρα
(κι) από μια ώρα δόξας στον καθένα ,
Alé!
Το πλήθος ένα μάντρα φωνάζει
Η εξέλιξη (σκοντάφτει και) διστάζει
Γυμνή η μαϊμού χορεύει
Των Δυτικών το κάρμα
Των Δυτικών το κάρμα
Γυμνή η μαϊμού χορεύει
Των Δυτικών το κάρμα
*
Βρέχει Chanel σταγόνες
Πάνω σε σώματα αποστειρωμένα
Απ’ των ομοίων σου τις μυρουδιές, φυλάξου
Με το ιντερνέτ όλοι (κι όλες) ξερόλες
Κόκα των λαών
Όπιο των φτωχών
*
Α Α Α Ζητείται ανθρωπιά εικονική
Sex appeal
Ό,τι κι αν γίνει, εν τέλει,
Τα πάντα ρει
And “Singing in the rain”
*
Σαν η Ζωή τα χάνει
(Ζωή αφηρημένη)
Οι άνθρωποι εκπίπτουν
Των Δυτικών το Κάρμα
Των Δυτικών το Κάρμα
Η Μαϊμού το λόγο παίρνει
Ναμαστέ αλέ!
Όμμμμ!
ΟCCIDENTALI’S KARMA
Essere o dover essere
Il dubbio amletico
Contemporaneo come l’uomo del neolitico
Nella tua gabbia 2×3 mettiti comodo
Intellettuali nei caffè
Internettologi
Soci onorari al gruppo dei selfisti anonimi
L’intelligenza è démodé
Risposte facili
Dilemmi inutili
AAA cercasi storie dal gran finale,
Sperasi
Comunque vada, panta rei
And “Singing in the rain”
Lezioni di Nirvana
C’è il Buddha in fila indiana
Per tutti un’ora d’aria, di gloria (ale!)
La folla grida un mantra
L’evoluzione inciampa
La scimmia nuda balla
Occidentali’s karma
Occidentali’s karma
La scimmia nuda balla
Occidentali’s karma
Piovono gocce di Chanel
Su corpi asettici
Mettiti in salvo dall’odore dei tuoi simili
Tutti tuttologi col web
Coca dei popoli
Oppio dei poveri
AAA cercasi umanità virtuale
Sex appeal
Comunque vada, panta rei
And “Singing in the rain”
Lezioni di Nirvana
C’è il Buddha in fila indiana
Per tutti un’ora d’aria, di gloria (ale!)
La folla grida un mantra
L’evoluzione inciampa
La scimmia nuda balla
Occidentali’s karma
Occidentali’s karma
La scimmia nuda balla
Occidentali’s karma
Quando la vita si distrae
Cadono gli uomini
Occidentali’s karma
Occidentali’s karma
La scimmia si rialza
Namaste, ale!
Lezioni di Nirvana
C’è il Buddha in fila indiana
Per tutti un’ora d’aria, di gloria (ale!)
La folla grida un mantra
L’evoluzione inciampa
La scimmia nuda balla
Occidentali’s karma
Occidentali’s karma
La scimmia nuda balla
Occidentali’s karma
Om
Στις άπιστες μην ρίχνετε λίθους, εγώ / είμαι μαζί τους.
*
Αυτές το γιατρικό, -και να μην εκπλαγείτε-
στου μοναχικού τα πάθη και τον πυρετό,
απλόχερα προσφέρουν, μην τις παρεξηγείτε
πρόκειται κατά βάθος… για αλτρουισμό.
Στις άπιστες μην ρίχνετε λίθους, εγώ / είμαι μαζί τους.
*
Ερωτευτείτε εσείς μ’ όποια σας κάνει κέφι,
όμως και μένα ακούστε, μιλάω σοβαρά:
η άπιστη της πλήξης διώχνει μακριά τα νέφη
κι όσο για τους συζύγους… τα πάω μια χαρά!
Στις άπιστες μην ρίχνετε λίθους, εγώ / είμαι μαζί τους.
*
Όμως για σιγουριά, αυτούς που ‘χω γνωρίσει
τους έχω κοσκινίσει εξαντλητικώς
Αν η κυρία Τάδε μ’ έχει κατακτήσει
θα πρέπει να μ’ αρέσει ο Τάδε κι αυτός.
Στις άπιστες μην ρίχνετε λίθους, εγώ / είμαι μαζί τους.
*
Πρέπει ο κύριος Τάδε να ‘ν από τέλεια πάστα
αλλιώς αλλάζω γνώμη και τα παρατώ,
να ‘ναι καλό παιδί -αν όχι, βρασ’ τα κι άστα-
εκείνος που απ’ το ίδιο ποτήρι θα πιω.
Στις άπιστες μην ρίχνετε λίθους, εγώ / είμαι μαζί τους.
*
Όταν ήμουν μικρός, και μου ‘λειπε εμπειρία
έκανα που και που λάθη αισθητικής
τα ‘μπλεκα με συζύγους π’ ασκούσαν εξουσία,
της φάσης ήταν λάθη της εφηβικής.
Στις άπιστες μην ρίχνετε λίθους, εγώ / είμαι μαζί τους.
*
Ότι ‘μαι πες λοξός ή και κολλημένος
μα ΄κείνος που μαζί του θα γίνω κολλητός
περνώντας την σκυτάλη, στεγνός ή ιδρωμένος,
πρέπει να ’ναι ευπατρίδης και διακριτικός.
Στις άπιστες μην ρίχνετε λίθους, εγώ / είμαι μαζί τους.
*
Μα κι άθλιους συζύγους εάν θα συναντήσεις
μη ξεχνάς τους καλούς, ευγενείς και σωστούς
π’ όσο και αν εκείνες, εν τέλει, θες ν’ αφήσεις
τις κρατάς λίγο ακόμη μπας και χάσεις κι αυτούς.
Στις άπιστες μην ρίχνετε λίθους, εγώ / είμαι μαζί τους.
*
Αυτές τις μέρες, έχω κι εγώ μία κυρία
που, -να τα λέμε όλα- χωρίς κέφι τιμώ
όμως με τον δικό της σαν το Δάμωνα με τον Φιντία
γίναμε φίλοι, γι αυτό και δεν την παρατώ.
Στις άπιστες μην ρίχνετε λίθους, εγώ / είμαι μαζί τους.
*
Κι όταν εκνευρισμένη απ’ τη σχέση μας που φθίνει
βρίσκει έναν τρίτο εκείνη και με απατά,
έτσι και πω: ¨εδώ αυτός ο κύκλος κλείνει¨,
εκείνος μ’ ικετεύει: ne me quittez pas!
Στις άπιστες μην ρίχνετε λίθους, εγώ / είμαι μαζί τους.
*
Μένω κι ο ένας τον άλλο έτσι παρηγορούμε:
¨είσαι ο κερασφόρος που προτιμώ¨
λέω εγώ, κι εκείνος: ¨μπορεί να προηγούμαι,
αλλά μαζί σου θέλω να ΄χω κάτι κοινό¨.
Στις άπιστες μην ρίχνετε λίθους, εγώ / είμαι μαζί τους.
*
Kι αν αργεί η Σουρλουλού απ’ τα ραντεβού να γυρίσει
και άμα λάχει να ‘χει ρεπό κι η νταντά
κι ο σύζυγος στο ψάρεμα έχει καθυστερήσει
να ‘μαι εγώ, ο φουκαράς, που κρατάει τα παιδιά…
Πέτρες να μην πετάτε στις άπιστες, πια!!!
Ολίγες διευκρινίσεις για το Ιλαρο (τραγικό) τραγουδάκι του Georges Brassens ¨Στη σκιά των συζύγων¨ και την προσπάθεια απόδοσής του στα Ελληνικά.
*Στη δεύτερη στροφή ο Μπρασένς μιλάει, πιο συγκεκριμένα, για τις γυναίκες των σιδηροδρομικών στις οποίες και αποδίδει τα δέοντα εύσημα (σύμφωνα με τη γαλλική παράδοση οι σταθμάρχες συντηρούν την καλλίτερη ομάδα απίστων). Στα ελληνικά η αναφορά αυτή δεν ¨χώρεσε¨.
*Στην έκτη στροφή μιλάει για τις άπιστες που πλέον αποφεύγει: τις γυναίκες των flics (¨μπάτσων¨)∙ εδώ το αποδώσαμε ως ¨γυναίκες αυτών που ασκούν εξουσία¨.
*Στην ένατη στροφή αντί για τον Ορέστη και τον Πυλάδη χρησιμοποιήσαμε τον Δάμωνα και τον Φιντία. – βόλευε καλύτερα στη ρίμα με την ¨κυρία¨.
*Στην δέκατη στροφή:, το ¨ne me quittez pas!¨ -το άφησα ως έχει. Εκτός από απελπισμένη έκκληση (μη μ’ αφήνεις!), παραπέμπει στο περίφημο τραγούδι του Ζακ Μπρελ.
*Στη δωδέκατη στροφή: Σουρλουλού -απαιτεί σύμπτυξη συλλαβών, αλλά αποδίδει καλύτερα το πνεύμα του δημιουργού (pimbêche: nom féminin: Femme prétentieuse, arrogante, capricieuse).
Ο Μπρασένς σε μια ζωντανή ηχογράφηση
***
Ανάγνωση της απόδοσης στα Ελληνικά
A l’ombre des maris
Les dragons de vertu n’en prennent pas ombrage,
Si j’avais eu l’honneur de commander à bord,
A bord du Titanic quand il a fait naufrage,
J’aurais crié : «Les femm’s adultères d’abord !»
Ne jetez pas la pierre à la femme adultère,
Je suis derrière…
.
Car, pour combler les voeux, calmer la fièvre ardente
Du pauvre solitaire et qui n’est pas de bois,
Nulle n’est comparable à l’épouse inconstante.
Femmes de chefs de gar’, c’est vous la fleur d’époi
Ne jetez pas la pierre à la femme adultère,
Je suis derrière…
.
Quant à vous, messeigneurs, aimez à votre guise,
En ce qui me concerne, ayant un jour compris
Qu’une femme adultère est plus qu’une autre exquise,
Je cherche mon bonheur à l’ombre des maris.
Ne jetez pas la pierre à la femme adultère,
Je suis derrière…
.
A l’ombre des maris mais, cela va sans dire,
Pas n’importe lesquels, je les tri’, les choisis.
Si madame Dupont, d’aventure, m’attire,
Il faut que, par surcroît, Dupont me plaise aussi !
Ne jetez pas la pierre à la femme adultère,
Je suis derrière…
.
Il convient que le bougre ait une bonne poire
Sinon, me ravisant, je détale à grands pas,
Car je suis difficile et me refuse à boire
Dans le verr’ d’un monsieur qui ne me revient pas.
Ne jetez pas la pierre à la femme adultère,
Je suis derrière…
.
Ils sont loin mes débuts où, manquant de pratique,
Sur des femmes de flics je mis mon dévolu.
Je n’étais pas encore ouvert à l’esthétique.
Cette faute de goût je ne la commets plus.
Ne jetez pas la pierre à la femme adultère,
Je suis derrière…
.
Oui, je suis tatillon, pointilleux, mais j’estime
Que le mari doit être un gentleman complet,
Car on finit tous deux par devenir intimes
A force, à force de se passer le relais.
Ne jetez pas la pierre à la femme adultère,
Je suis derrière…
.
Mais si l’on tombe, hélas ! sur des maris infâmes,
Certains sont si courtois, si bons, si chaleureux,
Que, même après avoir cessé d’aimer leur femme,
On fait encor semblant uniquement pour eux.
Ne jetez pas la pierre à la femme adultère,
Je suis derrière…
.
C’est mon cas ces temps-ci, je suis triste, malade,
Quand je dois faire honneur à certaine pécore.
Mais, son mari et moi, c’est Oreste et Pylade,
Et, pour garder l’ami, je la cajole encore.
Ne jetez pas la pierre à la femme adultère,
Je suis derrière…
.
Non contente de me déplaire, elle me trompe,
Et les jours où, furieux, voulant tout mettre à bas,
Je cri’ : «La coupe est pleine, il est temps que je rompe !»
Le mari me suppli’ : «Non, ne me quittez pas !»
Ne jetez pas la pierre à la femme adultère,
Je suis derrière…
.
Et je reste, et, tous deux, ensemble, on se flagorne.
Moi, je lui dis : «C’est vous mon cocu préféré.»
Il me réplique alors : «Entre toutes mes cornes,
Celles que je vous dois, mon cher, me sont sacré’s.»
άντε, μιλήστε και γι αυτά, δεν βγάζω το κουμπούρι.
Πείτε γι αγάπη και θα φάτε γροθιά στη μούρη!
Μ’ όλο το σεβασμό μου για σας.
.
ΚΑΤΩ! της μούσας του έρωτα κάθε κομπογιαννίτης
κι όσοι τον κώλο γλύφουνε της Θείας Αφροδίτης
και κάτι αρτίστες που κολλάν σαν να τανε τσιμπούρι…
Πείτε γι αγάπη και θα φάτε γροθιά στη μούρη!
Μ’ όλο το σεβασμό μου για σας.
.
Ήμουν ως χτες ειρηνιστής σε όλη τη ζωή μου.
Δεν ήμουν διόλου τσαμπουκάς, μα έτυχε η δική μου
ναναι καργιόλα ολίγον τι και όχι κελεπούρι.
Πείτε γι αγάπη και θα φάτε γροθιά στη μούρη!
Μ’ όλο το σεβασμό μου για σας.
Ήτανε λέει ορφανό και κόκκινα φορούσε,
είπε θα πάει στη γιαγιά, που μοναχή της ζούσε,
με τόση δα κοντή ποδιά, στο στόμα γλειφιτζούρι…
Πείτε γι αγάπη και θα φάτε γροθιά στη μούρη!
Μ’ όλο το σεβασμό μου για σας.
.
Περίμενα τη νύχτα κι όλη την άλλη μέρα,
περίμενα ένα χρόνο και ακόμη παραπέρα,
κανένα λύκο αντάμωσε, μου φαίνεται, λιγούρη…
Πείτε γι αγάπη και θα φάτε γροθιά στη μούρη!
Μ’ όλο το σεβασμό μου για σας.
Αυτό το μούτρο, ο Έρωτας, τρελαίνεται για πλάκες
τα βέλη φαρμακώνει ευθύς και ψάχνει να βρει βλάκες
κι είναι φαρμάκι ζόρικο, δεν είναι κανναβούρι…
Πείτε γι αγάπη και θα φάτε γροθιά στη μούρη!
Μ’ όλο το σεβασμό μου για σας.
.
Κι όπως συμβαίνει που και που κάτω απ’ τα πέταλά της
η μαργαρίτα έχει σκορπιούς κι αράχνες της απάτης·
λάγνα οχιά απαίσια και ατίθασο μαμούρι…
Πείτε γι αγάπη και θα φάτε γροθιά στη μούρη!
Μ’ όλο το σεβασμό μου για σας.
.
Ο έβδομος ο ουρανός στην κεφαλή μου αν πέσει
και η απελπισία μου στον τάφο αν θα βρει θέση
Ένα μονάχα θα σας πω πριν το ¨βαθύ¨ χουζούρι:
Πείτε γι αγάπη και θα φάτε γροθιά στη μούρη!
Μ’ όλο το σεβασμό μου για σας.
***
Εδώ από τον Μπρασένς
Εδώ στα Ρωσικά
…και μία ανάγνωση της προσαρμογής στα ελληνικά που σας έφτιαξα…
Sauf le respect que je vous dois
Si vous y tenez tant parlez-moi des affaires publiques Encor que ce sujet me rende un peu mélancolique Parlez-m’en toujours je n’vous en tiendrai pas rigueur Parlez-moi d’amour et j’vous fous mon poing sur la gueule Sauf le respect que je vous dois
Fi des chantres bêlant qui taquine la muse érotique Des poètes galants qui lèchent le cul d’Aphrodite Des auteurs courtois qui vont en se frappant le c?ur Parlez-moi d’amour et j’vous fous mon poing sur la gueule Sauf le respect que je vous dois
Naguère mes idées reposaient sur la non-violence Mon agressivité je l’avait réduite au silence Mais tout tourne court ma compagne était une gueuse Parlez-moi d’amour et j’vous fous mon poing sur la gueule Sauf le respect que je vous dois
Ancienne enfant trouvée n’ayant connu père ni mère Coiffée d’un chap’ron rouge ell’ s’en fut ironie amère Porter soi-disant une galette à son aïeule Parlez-moi d’amour et j’vous fous mon poing sur la gueule Sauf le respect que je vous dois
Je l’attendis un soir je l’attendis jusqu’à l’aurore Je l’attendis un an pour peu je l’attendrais encore Un loup de rencontre aura séduite cette fugueuse Parlez-moi d’amour et j’vous fous mon poing sur la gueule Sauf le respect que je vous dois
Cupidon ce salaud geste qui chez lui n’est pas rare Avait trempé sa flèche dans le curare Le philtre magique avait tout du bouillon d’onze heures Parlez-moi d’amour et j’vous fous mon poing sur la gueule Sauf le respect que je vous dois
Ainsi qu’il est fréquent sous la blancheur de ses pétales La marguerite cachait une tarentule un crotale Une vraie vipère à la fois lubrique et visqueuse Parlez-moi d’amour et j’vous fous mon poing sur la gueule Sauf le respect que je vous dois
Que le septième ciel sur ma pauvre tête retombe Lorsque le désespoir m’aura mis au bord de la tombe Cet ultime discours s’exhalera de mon linceul Parlez-moi d’amour et j’vous fous mon poing sur la gueule Sauf le respect que je vous dois
17 του Μάη. Είναι ακόμη (για λίγο) Άνοιξη και έτυχε να πέσω πάνω στο (ομώνυμο) τραγούδι του Ζακ Μπρελ (Au printemps) και είπα να κάνω μια ακόμη απόπειρα (από τις γνωστές: απόδοση στα ελληνικά κατά το δυνατό τραγουδίσιμη).
Βέβαια ¨printemps¨ είναι μια λέξη δισύλλαβη και τονίζεται στη λήγουσα, ενώ η ωραία Άνοιξη, ως γνωστόν, όχι μόνον πλειοδοτεί σε συλλαβές αλλά και προτιμά να οξύνει την προπαραλήγουσα. Έτσι η απόπειρα ήταν ευθύς εξ αρχής κάπως ζόρικη. Ευτυχώς οι τραγουδιστικές (μελοποιημένες) εκδοχές δεν αποστρέφονται εντελώς τις τονικές διαστροφές και ανακαινίσεις και έτσι δεν ¨ανασχέθηκα¨ παρά για πολύ λίγο. Παραπάνω, το προϊόν της μη ανάσχεσης στα ελληνικά, παρακάτω το original, στη γαλλική.
Σημείωση 1. Όταν στο γνήσιο κείμενο υπάρχουν επαναλαμβανόμενες στροφές, ο αποδίδων έχει την ευκαιρία να παρουσιάσει διαφορετικές εκδοχές και ο τραγουδών-ούσα μπορεί να διαλέξει (απορρίψει) κατά βούληση.
Σημείωση 2. Σχετικά με στίχους για την Άνοιξη, σας θυμίζω και το παλιότερο ποίημα του Νίκου Μοσχοβάκου (εδώ)
Au printemps au printemps
Et mon coeur et ton coeur
Sont repeints au vin blanc
Au printemps au printemps
Les amants vont prier
Notre-Dame du bon temps
Au printemps
Pour une fleur un sourire un serment
Pour l’ombre d’un regard en riant
Toutes les filles
Vous donneront leurs baisers
Puis tous leurs espoirs
Vois tous ces coeurs
Comme des artichauts
Qui s’effeuillent en battant
Pour s’offrir aux badauds
Vois tous ces coeurs
Comme de gentils mégots
Qui s’enflamment en riant
Pour les filles du métro
*
Au printemps au printemps
Et mon coeur et ton coeur
Sont repeints au vin blanc
Au printemps au printemps
Les amants vont prier
Notre-Dame du bon temps
Au printemps
Pour une fleur un sourire un serment
Pour l’ombre d’un regard en riant
Tout Paris
Se changera en baisers
Parfois même en grand soir
Vois tout Paris
Se change en pâturage
Pour troupeaux d’amoureux
Aux bergères peu sages
Vois tout Paris
Joue la fête au village
Pour bénir au soleil
Ces nouveaux mariages
*
Au printemps au printemps
Et mon coeur et ton coeur
Sont repeints au vin blanc
Au printemps au printemps
Les amants vont prier
Notre-Dame du bon temps
Au printemps
Pour une fleur un sourire un serment
Pour l’ombre d’un regard en riant
Toute la Terre
Se changera en baisers
Qui parleront d’espoir
Vois ce miracle
Car c’est bien le dernier
Qui s’offre encore à nous
Sans avoir à l’appeler
Vois ce miracle
Qui devait arriver
C’est la première chance
La seule de l’année
*
Au printemps au printemps
Et mon coeur et ton coeur
Sont repeints au vin blanc
Au printemps au printemps
Les amants vont prier
Notre-Dame du bon temps
Au printemps
Μικρό διάλειμμα αφιερωμένο σ’ ένα παλιό τραγουδάκι (γραμμένο από τους Richard Rodgers και Lorenz Hart, Ν.Υ., 1934).
Οι στίχοι του λίγοι, απλοί και η μελωδία του από εκείνες που δεν ξεχνιούνται.
Τη δεκαετία του εξήντα, ανανεωμένο από τους The Marcels, δεν έλειπε σχεδόν από κανένα αθηναϊκό εφηβικό πάρτι (στα σπίτια με τα μωσαϊκά δεν είχε μόνο λαϊκά…)
Blue moon
Blue moon you saw me standing alone
Without a dream in my heart
Without a love of my own
*
Blue moon, you knew just what I was there for
You heard me saying a prayer for
Someone I really could care for
*
And then there suddenly appeared before me
The only one my arms will ever hold
I heard somebody whisper «Please adore me»
And when I looked, the moon had turned to gold!
*
Blue moon!
Now I’m no longer alone
Without a dream in my heart
Without a love of my own
Εδώ παραπάνω μια προσπάθεια απόδοσης στα ελληνικά του τραγουδιού για τον μικρό θεό Έρωτα, όπως τον περιγράφει ο Μπρασένς στο ¨Cupidon s’en fout¨. Με τον ¨μικρό Έρωτα¨ φτάνουμε στα 39 τραγούδια του τροβαδούρου που ως τώρα προσπάθησα να προσαρμόσω στη γλώσσα μας με τρόπο ώστε να μπορούν λίγο πολύ να τραγουδηθούν (στο μπάνιο -για τα υπόλοιπα τραγούδια κλικ στις ¨κατηγορίες¨, εδώ δεξιά). Οι ¨αναγνώσεις¨ γίνονται πάντα με επίκληση στο ¨συμπάθιο¨ και μόνο για να επαληθευθεί αν όντως οι συλλαβές της απόδοσης χωράνε στη μελωδία.
Εδώ με τον Georges Brassens
Εδώ στα Ρωσικά
Cupidon s’en fout
Pour changer en amour notre amourette,
Il s’en serait pas fallu de beaucoup,
Mais, ce jour là, Vénus était distraite,
Il est des jours où Cupidon s’en fout.
Il est des jours où Cupidon s’en fout.
Des jours où il joue les mouches du coche.
Où elles sont émoussées dans le bout,
Les flèches courtoises qu’il nous décoche,
Il est des jours où Cupidon s’en fout.
Il est des jours où Cupidon s’en fout.
Se consacrant à d’autres imbéciles,
Il n’eu pas l’heur de s’occuper de nous,
Avec son arc et tous ses ustensiles,
Il est des jours où Cupidon s’en fout.
Il est des jours où Cupidon s’en fout.
On a tenté sans lui d’ouvrir la fête,
Sur l’herbe tendre, on s’est roulés, mais vous
Avez perdu la vertu, pas la tête,
Il est des jours où Cupidon s’en fout.
Il est des jours où Cupidon s’en fout.
Si vous m’avez donné toute licence,
Le coeur, hélas, n’était pas dans le coup;
Le feu sacré brillait par son absence,
Il est des jours où Cupidon s’en fout.
Il est des jours où Cupidon s’en fout.
On effeuilla vingt fois la marguerite,
Elle tomba vingt fois sur «pas du tout».
Et notre pauvre idylle a fait faillite,
Il est des jours où Cupidon s’en fout.
Il est des jours où Cupidon s’en fout.
Quand vous irez au bois conter fleurette,
Jeunes galants, le ciel soit avec vous.
Je n’eus pas cette chance et le regrette,
Il est des jours où Cupidon s’en fout.
Il est des jours où Cupidon s’en fout.
Έχουμε καιρό να ταξιδέψουμε με τον καπετάν Γιώργη (Μπρασένς), αλλά να που σήμερα θα τον ακούσουμε, μαζί με μια ακόμη προσπάθεια απόδοσης των στίχων του στα ελληνικά που σας ετοίμασα. Αυτή τη φορά πρόκειται για το Le pluriel.
Μικρές σχετικές σημειώσεις:
α. άφησα εκτός απόδοσης την αναφορά στον Prévert (στο τέλος της τρίτης στροφής), βασικά για να αποφύγω να ¨φορτώσω¨ το κείμενο με υποσημείωση.
β. για λόγους καθαρά μετρικούς (και για να μειώσω τις χρειαζούμενες συλλαβές ώστε το κείμενο να χωράει στη μουσική) μείωσα τον αριθμό των (κατά τον Μπρασένς) ελαχίστων για να μην έχουμε ¨αγέλη¨, από τέσσερεις σε τρεις (κέρδισα 2 συλλαβές), και τον αριθμό των μελών της αναφερόμενης ¨παρτούζας¨ από δώδεκα σε δέκα (κέρδισα μία).
γ. Η δεύτερη στροφή χρησιμεύει ως ρεφρέν και τραγουδιέται (με ελάχιστες αλλαγές στον τέταρτο στίχο) μετά από κάθε μία απ’ τις άλλες.
δ. Η απόδοση είναι «ελεύθερη» και δε φιλοδοξεί άλλο από το να δώσει μια εκδοχή αυτών που μπορεί να προσλάβει κανείς ακούγοντας Μπρασένς
Le pluriel
«Cher monsieur, m’ont-ils dit, vous en êtes un autre»,
Lorsque je refusai de monter dans leur train.
Oui, sans doute, mais moi, je fais pas le bon apôtre,
Moi, je n’ai besoin de personne pour en être un.
Le pluriel ne vaut rien à l’homme et sitôt qu’on
Est plus de quatre on est une bande de cons.
Bande à part, sacrebleu! c’est ma règle et j’y tiens.
Dans les noms des partants on ne verra pas le mien.
Dieu! que de processions, de monômes, de groupes,
Que de rassemblements, de cortèges divers, –
Que de ligues, que de cliques, que de meutes, que de troupes!
Pour un tel inventaire il faudrait un Prévert.
Le pluriel ne vaut rien à l’homme et sitôt qu’on
Est plus de quatre on est une bande de cons.
Bande à part, sacrebleu! c’est ma règle et j’y tiens.
Parmi les cris des loups on n’entend pas le mien.
Oui, la cause était noble, était bonne, était belle!
Nous étions amoureux, nous l’avons épousée.
Nous souhaitions être heureux tous ensemble avec elle,
Nous étions trop nombreux, nous l’avons défrisée.
Le pluriel ne vaut rien à l’homme et sitôt qu’on
Est plus de quatre on est une bande de cons.
Bande à part, sacrebleu! c’est ma règle et j’y tiens.
Parmi les noms d’élus on ne verra pas le mien.
Je suis celui qui passe à côté des fanfares
Et qui chante en sourdine un petit air frondeur.
Je dis, à ces messieurs que mes notes effarent:
«Tout aussi musicien que vous, tas de bruiteurs!»
Le pluriel ne vaut rien à l’homme et sitôt qu’on
Est plus de quatre on est une bande de cons.
Bande à part, sacrebleu! c’est ma règle et j’y tiens.
Dans les rangs des pupitres on ne verra pas le mien.
Pour embrasser la dame, s’il faut se mettre à douze,
J’aime mieux m’amuser tout seul, cré nom de nom!
Je suis celui qui reste à l’écart des partouzes.
L’obélisque est-il monolithe, oui ou non?
Le pluriel ne vaut rien à l’homme et sitôt qu’on
Est plus de quatre on est une bande de cons.
Bande à part, sacrebleu! c’est ma règle et j’y tiens.
Au faisceau des phallus on ne verra pas le mien.
Pas jaloux pour un sou des morts des hécatombes,
J’espère être assez grand pour m’en aller tout seul.
Je ne veux pas qu’on m’aide à descendre à la tombe,
Je partage n’importe quoi, pas mon linceul.
Le pluriel ne vaut rien à l’homme et sitôt qu’on
Est plus de quatre on est une bande de cons.
Bande à part, sacrebleu! c’est ma règle et j’y tiens.
Au faisceau des tibias on ne verra pas les miens.
Σας έφτιαξα μια ελεύθερη (εννοείται!) προσαρμογή στα ελληνικά του ¨Si può¨ των Giorgio Gaber και SandroLuporini, που πρωτογράφτηκε το μακρινό 1976 και συμπεριλήφθηκε -ανανεωμένο σε ενθουσιασμό και επιχειρήματα- το 2001 στο άλμπουμ La mia generazione ha perso (Η γενιά μου έχασε).
ΜΠΟΡΕΙΣ!
Μπορείς, να ‘σαι λεύτερος σα τον αέρα, μπορείς
Μπορείς, η Ιστορία δεν πάει παραπέρα, μπορείς
*
ΕΓΩ;
Ό, τι θέλω επάνω μου βάζω
τα ταμπού με τη μία τα σπάζω
το ριζικό μου μόνο εγώ τo ελέγχω
το κινητό το πιο κουλ μόνο εγώ
το κατέχω
*
Μπορείς,
στον αγροτουρισμό, αμα θέλεις, ν’ ασχοληθείς
Μπορείς,
και στο βουδισμό (άμα λάχει) να προσηλυτιστείς
Μπορείς,
σε ριάλιτι παιχνίδι να μπλέξεις
Μπορείς,
και σαν άστρο -για λίγο- να φέξεις
*
Ένα κάτι τι μοναχά θα σου φτάσει
και κανείς δε θα μπορεί να σε πιάσει
αρκεί ένα τοκ σόου σε άγριο ρυθμό
για να ζωντανέψει ξανά μεσ’ στο ξεφωνητό
κάτι απ’ αυτό που εσύ ονομάζεις κουλτούρα
ή και
πολιτισμό
*
Άμα θες λεφτά, σου φτιάξαμε το Λόττο
Για σένα θα ‘χει πάντα και μπαστούνι
και καρότο
Κάτι βομβαρδισμούς (καθώς πρέπει) φτάνει μόνο ν’ ανεχτείς
Σας έφτιαξα μια απόδοση στα ελληνικά του τραγουδιού του Τζόρτζιο Γκάμπερ ¨Il desiderio¨. Οι στίχοι είναι γραμμένοι μαζί με τον Σάντρο Λουπορίνι.
Η Επιθυμία
Αγάπη,
δεν έχει νόημα με κάποιους να τα βάζεις
να τους κατηγορείς
για τούτο ή για κείνο
ή για άλλα πράγματα που δεν αξίζουν μία.
Αγάπη
όλα αυτά δεν έχουνε καμία σημασία
εκείνο που μας λείπει
το λένε ¨επιθυμία¨.
*
Η επιθυμία
απ’ όλα τ’ άλλα ειν’ πιο πάνω
είναι η αίσθηση του τώρα
είναι να ζεις μέσα σ’ αυτά που κάνεις, όλα,
κι όχι μονάχα στην αγάπη.
Επιθυμία είναι τις στιγμές να πλάθεις,
όταν το γέλιο κι η κουβέντα είναι χαρά∙
είναι η αίσθηση-ασπίδα στην ανία
και στη φθορά.
*
Η επιθυμία είναι, ναι,
το πιο σπουδαίο πράγμα
μια αναστάτωση που αδιόρατα γεννιέται
απ’ του ενστίκτου το μυστήριο βάθος.
Η πρώτη ώθηση να μάθεις, να γνωρίζεις.
Ενός ευαίσθητου φυτού η ρίζα
που αν ξέρεις να φροντίζεις
με τη ζωή σε δένει και το πάθος.
*
Αγάπη
για την φθορά μας, νόημα δεν έχει
νέα ονόματα να φτιάχνεις
οι λέξεις από μόνες δεν αρκούν
όσο κι αν ψάχνεις.
Αγάπη
ανάγκη δεν υπάρχει πια καμία
αφού εκείνο που μας λείπει
το λεν’ επιθυμία.
*
Η επιθυμία είναι
το πιο σπουδαίο πράγμα
μία φωνή περίεργη, ξαφνική
μια έλξη που χαμπάρι δεν την παίρνεις
μία γητειά π’ ανέτοιμο σε βρίσκει,
να την ελέγξεις δεν τα καταφέρνεις
δε ξέρεις τι ενέργεια αναλώνει
μα ήδη, πριν το νοιώσεις, μεγαλώνει.
*
Η επιθυμία είναι η ώθηση που έρχεται απ’ τα μέσα
φτιάχνει το αύριο σαν το τώρα έχει χαλάσει
είναι η μόνη μηχανή που στα τυφλά
κινεί την πλάση.
***
(Μία ανάγνωση)
*
Il Desiderio
Amore
non ha senso incolpare qualcuno
calcare la mano
su questo o quel difetto
o su altre cose che non contano affatto.
Amore
non ti prendo sul serio
quello che ci manca
si chiama desiderio.
Il desiderio
è la cosa più importante
è l’emozione del presente
è l’esser vivi in tutto ciò che si può fare
non solo nell’amore
il desiderio è quando inventi ogni momento
è quando ridere e parlare è una gran gioia
e questo sentimento
ti salva dalla noia.
Il desiderio
è la cosa più importante
che nasce misteriosamente
è il vago crescere di un turbamento
che viene dall’istinto
è il primo impulso per conoscere e capire
è la radice di una pianta delicata
che se sai coltivare
ti tiene in vita.
Amore
non ha senso elencare problemi
e inventar nuovi nomi
al nostro regredire
che non si ferma continuando a parlare.
Amore,
non è più necessario
se quello che ci manca
si chiama desiderio.
Il desiderio
è la cosa più importante
è un’attrazione un po’ incosciente
è l’affiorare di una strana voce
che all’improvviso ti seduce
è una tensione che non riesci a controllare
ti viene addosso non sai bene come e quando
e prima di capire
sta già crescendo.
Il desiderio è il vero stimolo interiore
è già un futuro che in silenzio stai sognando
è l’unico motore
che muove il mondo.
Αδυναμία, δύναμη, ή καρδιά. Κι όταν ακόμη σ’ αγκαλιά
Τα χέρια ανοίγει, σταυρό θα σχηματίζει η σκιά.
Κι όταν την ευτυχία αγγίζει, την μαδά.
Να ’ναι η ζωή του πονεμένος χωρισμός, το ριζικό.
[Γι αυτό θα πω]
Ευτυχισμένους έρωτες δεν έχει.
Μοιάζει η ζωή του στους αφοπλισμένους μαχητές
Που γι άλλο πεπρωμένο είχαν ταχτεί
Τι κι αν ωραίοι ξεκινούν την άγουρη αυγή
Το βράδυ αβέβαιοι θα βρεθούνε, μοναχοί.
Αυτά τα λόγια πες Ζωή μου και μη κλαις
Ευτυχισμένους έρωτες δεν έχει
Όμορφη κι ακριβή μου αγάπη, πληγή μου και ουλή
Μαζί μου σ’ έχω σαν πουλί τραυματισμένο
Κι αυτοί τριγύρω να κοιτούν με βλέμμα αλλοπαρμένο
Ψελλίζοντας ξανά ό, τι έχω εγώ για σένα υφασμένο
Κι όσοι για των ματιών σου σκοτωθήκαν το μελί
Ευτυχισμένους έρωτες δεν έχει
Είναι αργά να μάθεις πώς να ζεις χωρίς καημούς
Κι ας κλαίν’ τη νύχτα οι καρδιές μας μ’ αρμονία
Κι ας τραγουδούν μ’ όση τους πρέπει δυστυχία
Και μ’ όση κρύβει ένα ρίγος νοσταλγία
Κι όσους χωράει μια κιθάρα στεναγμούς.
Ευτυχισμένους έρωτες δεν έχει.
*
*
Σας έφτιαξα μια ακόμη απόδοση στα ελληνικά ενός τραγουδιού του Μπρασένς, μόνο που αυτή τη φορά οι στίχοι αποτελούν τμήμα ενός ποιήματος του Λουί Αραγκόν. Ακολουθεί το κείμενο του τραγουδιού στα γαλλικά. Περισσότερα προσεχώς.
Il n’y a pas d’amour heureux
Rien n’est jamais acquis à l’homme ni sa force
Ni sa faiblesse ni son coeur .Et quand il croit
Ouvrir ses bras son ombre est celle d’une croix
Et quand il croit serrer son bonheur il le broie
Sa vie est un étrange et douloureux divorce
Il n’y a pas d’amour heureux
Sa vie Elle ressemble à ces soldats sans armes
Qu’on avait habillés pour un autre destin
A quoi peut leur servir de se lever matin
Eux qu’on retrouve au soir désoeuvrés incertains
Dites ces mots Ma vie Et retenez vos larmes
Il n’y a pas d’amour heureux
Mon bel amour mon cher amour ma déchirure
Je te porte dans moi comme un oiseau blessé
Et ceux-là sans savoir nous regardent passer
Répétant après moi les mots que j’ai tressés
Et qui pour tes grands yeux tout aussitôt moururent
Il n’y a pas d’amour heureux
Le temps d’apprendre à vivre il est déjà trop tard
Que pleurent dans la nuit nos coeurs à l’unisson
Ce qu’il faut de malheur pour la moindre chanson
Ce qu’il faut de regrets pour payer un frisson
Ce qu’il faut de sanglots pour un air de guitare
¨Στη σκιά της καρδιάς της καλής μου» Αυτός είναι, σε πιστή μετάφραση, ο τίτλος ενός ακόμη τραγουδιού του άφταστου μπάρμπα (tonton) Γιώργη: Σε ατμόσφαιρα βουκολική και μελωδία μεσαιωνικής μπαλάντας τραγουδάει το εγερτήριο φιλί προς την ωραία κοιμωμένη του δάσους. Φιλί που όμως δε αρκεί πάντοτε για να δημιουργηθούν τα ποθητά αποτελέσματα. Ιδιαίτερα όταν ανακατεύονται ξένα γκαντέμικα πουλιά που χαλάνε τη μαγεία.
Στις έξη τετράστιχες στροφές του τραγουδιού ο Μπρασένς επαναλαμβάνει, τραγουδώντας, τους δύο πρώτους στίχους. Στην απόδοση, επειδή χρειαζόμουν χώρο για τις πολυσύλλαβες ελληνικές λέξεις, ¨γέμισα¨ τις επαναλήψεις έτσι ώστε να χωρέσουν κάποιες νοηματικές αποχρώσεις που αλλιώς θα περίσσευαν και θα τις έκοβα. (Η βασική επιδίωξη παραμένει οι αποδόσεις να προσαρμόζονται – χωράνε- στη μελωδία)
Μες της καλής μου την καρδιά
Ξένο πουλί φτιάχνει φωλιά
Σαν καμωνόταν μια φορά
Πως ειν’ του δάσους η Κυρά Πως είχε τάχα κοιμηθεί Και στα σκοτάδια είχε χαθεί
Τότε κι εγώ γονατιστός
Στη γοητεία της πιστός
Φιλί αγάπης και γητειάς
Δίνω στο μέρος της καρδιάς Νεράιδες σας παρακαλώ Το νου σας να ’χετε κι εδώ
Μα το πανάθλιο το πουλί
Έκραξε με στριγκιά φωνή
¨Πιάστε τον κλέφτη, το φονιά¨
Κι ακούστηκε η στριγκλιά μακριά Ποτέ, σα να ’ταν δυνατό, Να θέλω Εκείνης το κακό
Σάλος, αχός και σαματάς
Κι έφτασε κόσμος και ντουνιάς
Φτάσανε κι οι συγχωριανοί
Και ο πατέρας της μαζί Την όμορφη να σώσουν νια Από τον κλέφτη, το φονιά…
Τόση βοή και φασαρία
Διώχνει, σκορπίζει τη μαγεία
Το ξόρκι πια δε λειτουργεί
Τ’ ονείρου χάνεται η πνοή Κι η όμορφη δεν αντιδρά Στα χάδια μου και στα φιλιά
Είναι από τότε που ξανά
Πήρα τα δάση τα βουνά
Η λαβωμένη μου καρδιά
Σ’ έρωτες δεν πιστεύει πια Το τόξο μου γερά κρατώ Σ’ άγνωστους τόπους κυνηγώ
*
Η ανάγνωση της απόδοσης στα ελληνικά
A l’ombre du cœur de ma mie (bis)
Un oiseau s’était endormi (bis)
Un jour qu’elle faisait semblant
D’être la Belle au bois dormant
Et moi, me mettant à genoux (bis)
Bonnes fées, sauvegardez-nous (bis)
Sur ce cœur j’ai voulu poser
Une manière de baiser
Alors cet oiseau de malheur (bis)
Se mit à crier » Au voleur » (bis)
» Au voleur » et » A l’assassin »
Comm’ si j’en voulais à son sein
Aux appels de cet étourneau (bis)
Grand branle-bas dans Landerneau (bis)
Tout le monde et son père accourt
Aussitôt lui porter secours
Tant de rumeurs, de grondements (bis)
Ont fait peur aux enchantements (bis)
Et la belle désabusée
Ferma son cœur à mon baiser
Et c’est depuis ce temps, ma sœur (bis)
Que je suis devenu chasseur (bis)
Que mon arbalète à la main
Je cours les bois et les chemins
Σας έφτιαξα μια ακόμη ελεύθερη απόδοση στίχων του μονόλογου των Γκάμπερ και Λουπορίνι Io se fossi Dio (1991). Οι πρώτες στροφές μαζί με το πλήρες κείμενο στα ιταλικά βρίσκονται στην προηγούμενη ανάρτηση.
Ο μουσικός μονόλογος Io se fossi Dio (Τζόρτζιο Γκάμπερ και Σάντρο Λουπορίνι), κυκλοφόρησε το 1980 και λογοκρίθηκε αμέσως από όλα τα τότε ιταλικά ραδιοτηλεοπτικά μέσα. Οι στίχοι θίγουν πολλά από τα κακώς κείμενα της εποχής και είναι εμπνευσμένοι από το S’i’ fosse foco, γνωστό αναγεννησιακό σονέτο του Cecco Angiolieri (το έχουμε ήδη παρουσιάσει στο ιστολογοφόρο μελοποιημένο από τον Φαμπρίτσιο ντε Αντρέ –εδώ). Υπάρχουν περισσότερες της μιας εκδοχές του μονόλογου, καθώς ο Γκάμπερ στις θεατρικές μουσικές του περιοδείες προσάρμοζε το κείμενο, σχολιάζοντας τις τρέχουσες κάθε φορά πολιτικο-κοινωνικές καταστάσεις Εδώ έχουμε βασικά την τελευταία εκδοχή (1991) που θίγει γενικότερες πληγές και προβλήματα της ιταλικής κοινωνίας, ενώ η πρώτη εκδοχή είναι στενότερα δεμένη με συγκεκριμένα γεγονότα της εποχής, όπως η δολοφονία του Άλντο Μόρο και άλλα. Σήμερα ανάρτώ μια προσπάθεια απόδοσης στα ελληνικά των πρώτων στροφών του μονόλογου. Για το υπόλοιπο, καθώς και για ορισμένα ενδιαφέροντα τμήματα του αρχικού κείμενου επιφυλάσσομαι να σας φτιάξω μια μετάφραση/προσαρμογή στο προσεχές μέλλον.
Ακολουθούν:
α. Μια ανάγνωση της απόδοσης στα ελληνικά που σας έφτιαξα
και
β. Το πλήρες ιταλικό κείμενο
Io
se fossi Dio
e io potrei anche esserlo
se no non vedo chi…
Io se fossi Dio non mi farei fregare dai modi furbetti della gente
non sarei mica un dilettante
sarei sempre presente
sarei davvero in ogni luogo a spiare
o meglio ancora a criticare, appunto
cosa fa la gente.
Per esempio il piccolo borghese
com’è noioso
non commette mai peccati grossi
non è mai intensamente peccaminoso.
Del resto poverino è troppo misero e meschino
e pur sapendo che Dio è il computer più perfetto
lui pensa che l’errore piccolino
non lo veda
o non lo conti affatto.Per questo io se fossi Dio
preferirei il secolo passato
se fossi Dio rimpiangerei il furore antico
dove si amava, e poi si odiava
e si ammazzava il nemico.
Ma io non sono ancora nel regno dei cieli
Sono troppo invischiato nei vostri sfaceli.
Io se fossi Dio
non sarei mica stato a risparmiare
avrei fatto un uomo migliore.
Sì, vabbè, lo ammetto
non mi è venuto tanto bene
ed è per questo, per predicare il giusto
che io ogni tanto mando giù qualcuno
ma poi alla gente piace interpretare
e fa ancora più casino.
Io se fossi Dio
non avrei fatto gli errori di mio figlio
e specialmente sull’amore
mi sarei spiegato un po’ meglio.
Infatti voi uomini mortali per le cose banali
per le cazzate tipo compassione e finti aiuti
ci avete proprio una bontà
da vecchi un po’ rincoglioniti.
Ma come siete buoni voi che il mondo lo abbracciate
e tutti che ostentate la vostra carità.
Per le foreste, per i delfini e i cani
per le piantine e per i canarini
un uomo oggi ha tanto amore di riserva
che neanche se lo sogna
che vien da dire:
ma poi coi suoi simili come fa ad essere così carogna…
Io se fossi Dio
direi che la mia rabbia più bestiale
che mi fa male e che mi porta alla pazzia
è il vostro finto impegno
è la vostra ipocrisia.
Ce l’ho con quelli che per salvare la faccia
per darsi un tono da cittadini giusti e umani
fanno passaggi pedonali e poi servizi strani
e tante altre attenzioni
per handicappati sordomuti e nani.
E in queste grandi città
che scoppiano nel caos e nella merda
fa molto effetto un pezzettino d’erba
e tanto spazio per tutti i figli degli dèi minori.
Cari assessori, cari furbastri subdoli altruisti
che usate gli infelici con gran prosopopea
ma io so che dentro il vostro cuore li vorreste buttare
dalla rupe Tarpea.
Ma io non sono ancora nel regno dei cieli
sono troppo invischiato nei vostri sfaceli.
Io se fossi Dio
maledirei per primi i giornalisti e specialmente tutti
che certamente non sono brave persone
e dove cogli, cogli sempre bene.
Signori giornalisti, avete troppa sete
e non sapete approfittare della libertà che avete
avete ancora la libertà di pensare, ma quello non lo fate
e in cambio pretendete
la libertà di scrivere
e di fotografare.
Immagini geniali e interessanti
di presidenti solidali e di mamme piangenti
e in questo mondo pieno di sgomento
come siete coraggiosi, voi che vi buttate senza tremare un momento:
cannibali, necrofili, deamicisiani, astuti
e si direbbe proprio compiaciuti
voi vi buttate sul disastro umano
col gusto della lacrima
in primo piano.
Sì, vabbè, lo ammetto
la scomparsa totale della stampa sarebbe forse una follia
ma io se fossi Dio di fronte a tanta deficienza
non avrei certo la superstizione
della democrazia.
Ma io non sono ancora nel regno dei cieli
sono troppo invischiato nei vostri sfaceli.
Io se fossi Dio
naturalmente io chiuderei la bocca a tanta gente.
Nel regno dei cieli non vorrei ministri
né gente di partito tra le palle
perché la politica è schifosa e fa male alla pelle.
E tutti quelli che fanno questo gioco
che poi è un gioco di forze ributtante e contagioso
come la febbre e il tifo
e tutti quelli che fanno questo gioco
c’hanno certe facce
che a vederle fanno schifo.
Io se fossi Dio dall‚alto del mio trono
direi che la politica è un mestiere osceno
e vorrei dire, mi pare a Platone
che il politico è sempre meno filosofo
e sempre più coglione.
E’ un uomo a tutto tondo
che senza mai guardarci dentro scivola sul mondo
che scivola sulle parole
e poi se le rigira come lui vuole.
Signori dei partiti
o altri gregari imparentati
non ho nessuna voglia di parlarvi
con toni risentiti.
Ormai le indignazioni son cose da tromboni
da guitti un po’ stonati.
Quello che dite e fate
quello che veramente siete
non merita commenti, non se ne può parlare
non riesce più nemmeno a farmi incazzare.
Sarebbe come fare inutili duelli con gli imbecilli
sarebbe come scendere ai vostri livelli
un gioco così basso, così atroce
per cui il silenzio sarebbe la risposta più efficace.
Ma io sono un Dio emotivo, un Dio imperfetto
e mi dispiace ma non son proprio capace
di tacere del tutto.
Ci son delle cose
così tremende, luride e schifose
che non è affatto strano
che anche un Dio
si lasci prendere la mano.
Io se fossi Dio preferirei essere truffato
e derubato, e poi deriso e poi sodomizzato
preferirei la più tragica disgrazia
piuttosto che cadere nelle mani della giustizia.
Signori magistrati
un tempo così schivi e riservati
ed ora con la smania di essere popolari
come cantanti come calciatori.
Vi vedo così audaci che siete anche capaci
di metter persino la mamma in galera
per la vostra carriera.
Io se fossi Dio
direi che è anche abbastanza normale
che la giustizia si amministri male
ma non si tratta solo
di corruzioni vecchie e nuove
È proprio un elefante che non si muove
che giustamente nasce
sotto un segno zodiacale un po‚ pesante
e la bilancia non l’ha neanche come ascendente.
Io se fossi Dio
direi che la giustizia è una macchina infernale
E’ la follia, la perversione più totale
a meno che non si tratti di poveri ma brutti
allora sì che la giustizia è proprio uguale per tutti.
Io se fossi Dio
io direi come si fa a non essere incazzati
che in ospedale si fa morir la gente
accatastata tra gli sputi.
E intanto nel palazzo comunale
c’è una bella mostra sui costumi dei Sanniti
in modo tale che in questa messa in scena
tutto si addolcisca, tutto si confonda
in modo tale che se io fossi Dio direi che il sociale
è una schifosa facciata immonda.
Ma io non sono ancora nel regno dei cieli
sono troppo invischiato nei vostri sfaceli.
Io se fossi Dio
avrei una gran paura del futuro.
C’è un’aria di sgomento che coinvolge il mondo intero
una minaccia un tragico fermento
di popoli e di razze in via di assestamento.
Io come Dio logicamente
li vedo tutti da lontano
ma a dirla onestamente più che altro
io sono un Dio italiano
col gusto un po’ indiscreto di frugare
negli antri più segreti, più nascosti
del potere.
Se fossi Dio
vedrei dall’alto come una macchia nera
una specie di paura che forse è peggio della guerra
sono i soprusi, le estorsioni i rapimenti
è la camorra.
E’ l’impero degli invisibili avvoltoi
dei pescecani che non si sazian mai
sempre presenti, sempre più potenti, sempre più schifosi
è l’impero dei mafiosi.
Io se fossi Dio
io griderei che in questo momento
son proprio loro il nostro sgomento.
Uomini seri e rispettati
così normali e al tempo stesso spudorati
così sicuri dentro i loro imperi
una carezza ai figli, una carezza al cane
che se non guardi bene ti sembrano persone
persone buone che quotidianamente
ammazzano la gente con una tal freddezza
che Hitler al confronto mi fa tenerezza.
Io se fossi Dio
urlerei che questi terribili bubboni
ormai son dentro le nostre istituzioni
e anzi, il marciume che ho citato
è maturato tra i consiglieri, i magistrati, i ministeri
alla Camera e allo Senato.
Io se fossi Dio
direi che siamo masochisti e un po’ dementi
che i nostri governanti non li mandiamo via.
E ormai ci possono fare qualsiasi porcheria
possono rubare e ricattare, possono ammazzare
e vomitarci addosso
che tanto noi
li votiamo lo stesso.
Io se fossi Dio
direi che siamo complici oppure deficienti
che questi delinquenti, queste ignobili carogne
non nascondono neanche le loro vergogne
e sono tutti i giorni sui nostri teleschermi
e mostrano sorridenti le maschere di cera
e sembrano tutti contro la sporca macchia nera.
Non ce n‚è neanche uno che non ci sia invischiato
perché la macchia nera
è lo Stato.
E allora io
se fossi Dio
direi che ci son tutte le premesse
per anticipare il giorno
dell’Apocalisse.
Con una deliziosa indifferenza
e la mia solita distanza
vorrei vedere il mondo e tutta la sua gente
sprofondare lentamente nel niente.
Forse io come Dio, come Creatore
queste cose non le dovrei nemmeno dire
io come Padreterno non mi dovrei occupare
né di violenza né di orrori, né di guerra
né di tutta l’idiozia di questa terra
e cose simili.
Peccato che anche Dio
ha il proprio inferno
che è questo amore eterno
per gli uomini.
Είμαι τηςάποψης που υποστηρίζει ότι γελάμε με ό,τι κατά βάθος φοβόμαστε: σε συλλογικό επίπεδο, για παράδειγμα, με τους τρελούς, τους γιατρούς, τις κακές πεθερές, τους βλάκες, και με τις κάθε λογής εξουσίες. Σε ατομικό επίπεδο τίποτα δεν εξορκίζει καλύτερα τον πόνο και το θάνατο, όσο το γέλιο. Αλλά και σε στοιχειωδέστερες καθημερινές καταστάσεις ισχύει το ίδιο: Ας πούμε πως βλέπεις κάποιον να σκουντουφλάει και να πέφτει. Το ¨μήνυμα¨ θα περάσει άμεσα από τους περίφημους νευρώνες ¨καθρέφτες¨ (εκείνους που αποτελούν τη βιολογική βάση της ταύτισης με τους άλλους, άρα και κάθε αλτρουισμού και κάθε κοινωνικής ή αισθητικής ¨συμμετοχής¨) που θα σε ταυτίσουν μαζί του και θα σε βάλουν αυτόματα σε κατάσταση στιγμιαίου συναγερμού (η γλίστρα μπορεί να απειλεί κι εσένα). Αλλά αμέσως μετά, όταν ο υπόλοιπος εγκέφαλος σε ειδοποιήσει ότι δεν κινδυνεύεις, τότε το γέλιο εκδηλώνεται ανακουφιστικά ιαματικό, βοηθώντας στην αποκατάσταση της ψυχραιμίας. Ίσως έτσι μπορέσεις να συντρέξεις αποτελεσματικότερα αυτόν που έπεσε.. Καταλήγω: το γέλιο κάνει καλό και το μαύρο είναι το πιο ιαματικό χιούμορ.
Ωραία. Τώρα, μετά απ’ αυτή την μικρή θεωρητική παρένθεση, ας δούμε τι λέει ο Μπρασένς για τις κηδείες του παλιού καλού καιρού.
Σημείωση: Την ¨μακαρία¨ ομολογώ ότι δεν την ήξερα. Την βρήκα στο λεξικό. Υπάρχει, ως επιθανάτιο γεύμα (ρίξτε μια ματιά στον Μπαμπινιώτη).
[Μετά την απόδοση στα ελληνικά που σας έφτιαξα, ακολουθούν τα βίντεο με τον Μπρασένς, με τον Le Père Valdu (παπάς στην ενορία Notre Dame de Montcuq) το πρωτότυπο κείμενο στα γαλλικά και, για να μείνουμε στο πνεύμα, Θεοδωράκης και Μποστ από Χιώτη και Μπιθικώτση: Η Νήσος των Αζορών]
Μα πού πήγαν οι κηδείες οι παλιές;
Παλιά οι συγγενείς του κάθε τυχόν μακαρίτη
τους φίλους καλούσαν να κλάψουν παρέα στο σπίτι
«Αν θέλετε αντίο να πείτε στον πεθαμένο,
στη μνήμη του θα ‘χουμε απόψε τραπέζι στρωμένο».
Μα χάσανε πια οι ζωντανοί τη γενναιοδωρία
κι οι νεκροί του ξεπροβοδίσματος την ευκαιρία
Εδώ που τα λέμε αυτή βασικά ειν’ η αιτία
που για καιρό δεν πάτε / σε μια καθώς πρέπει κηδεία
και που δεν φάγατε εσχάτως / καμία καλή ¨μακαρία¨
*
Μα πού ‘ναι οι κηδείες οι παλιές;
Με (τις καρο- τις καρό-) τις καροτσες τους τις στολισμένες,
που ‘χαν λούσα, που ‘χαν μουσικές
και (μακαρί-) μακαρίτες με φάτσες ροζέ και θρεμμένες.
Με τους κληρονόμους να κερνάν:
τεθλιμμένους, παπάδες, σκαφτιάδες, ακόμη και τα κοράκια…
Πια δεν υπάρχουν, παν’,
πια ξεπεράστηκαν,
τελετές με πομπές, μ’ εμβατήρια και παπαδάκια…
Φύγαν για τα καλά,
δε θα γυρίσουν πια,
της νιότης τα μυστήρια
τα θεα-μα-τικά!
*
Όλες οι νεκροφόρες διαθέτουνε πια μηχανές
και τους μακαρίτες μπορούν να τους παν όπου θες,
αυτοί όμως τώρα δε βλέπουν, δεν χασκογελούν
με τους κληρονόμους στις λάσπες να παραπατούν…
Πατώντας τέρμα το γκάζι προχτές κάτι τύποι,
αντί τον δικό τους να παν στο στερνό του το σπίτι,
με φόρα στη θάλασσα βούτηξαν απ’ την προκυμαία
και στα θυμαράκια πήγαν / όλοι μαζί παρέα
και στα θυμαράκια έτσι / κατάληξαν όλοι παρέα
*
Μα πού ‘ναι οι κηδείες οι παλιές;
Με (τις καρο- τις καρό-) τις καροτσες τους τις στολισμένες,
που ‘χαν λούσα, που ‘χαν μουσικές
και (μακαρί-) μακαρίτες με φάτσες ροζέ και θρεμμένες.
Με τους κληρονόμους να κερνάν:
τεθλιμμένους, παπάδες, σκαφτιάδες, μ’ ακόμη και τα κοράκια…
Πια δεν υπάρχουν, παν’,
πια ξεπεράστηκαν,
τελετές με πομπές, μ’ εμβατήρια και με παπαδάκια…
Φύγαν για τα καλά,
δε θα γυρίσουν πια,
της νιότης τα μυστήρια
τα θεα-μα-τικά!
*
Αν είναι να με ξαποστείλουν χωρίς τσιριμόνιες
και χωρίς τελετές να βρεθώ στις μονές τις αιώνιες
τότε δεν ξέρω και τη ταφή, μου, τι να την κάνω
ας πνιγώ, ας καώ, ή, άμα λάχει, ας μην πεθάνω…
Ω, ας γυρίζανε οι καιροί των καλοπεθαμένων
των μακαρίων και των κατά-ευχαριστημένων
τότε που σκέπτονταν όλοι «αν είν’ εδώ να πεθάνω»
τουλάχιστον ας πάω / κάπου παραπάνω
τουλάχιστον ας πάω / κάπου από εδώ παραπάνω
*
Μα πού ‘ναι οι κηδείες οι παλιές;
Με (τις καρο- τις καρό-) τις καροτσες τους τις στολισμένες,
που ‘χαν λούσα, που ‘χαν μουσικές
και (μακαρί-) μακαρίτες με φάτσες ροζέ και θρεμμένες.
Με τους κληρονόμους να κερνάν:
τεθλιμμένους, παπάδες, σκαφτιάδες, μ΄ ακόμη και τα κοράκια…
Πια δεν υπάρχουν, παν’,
πια ξεπεράστηκαν,
τελετές με πομπές, μ’ εμβατήρια και με παπαδάκια…
Φύγαν για τα καλά,
δε θα γυρίσουν πια,
της νιότης τα μυστήρια
τα θεα-μα-τικά!
Georges Brassens – Les funérailles d’antan
Le Père Valdu – Les funérailles d’antan
Les funérailles d’antan
Jadis, les parents des morts vous mettaient dans le bain,
De bonne grâce ils en faisaient profiter les copains:
«Y a un mort à la maison, si le cœur vous en dit,
Venez le pleurer avec nous sur le coup de midi…»
Mais les vivants d’aujourd’hui ne sont plus si généreux,
Quand ils possèdent un mort ils le gardent pour eux.
C’est la raison pour laquelle, depuis quelques années,
Des tas d’enterrements vous passent sous le nez.
Des tas d’enterrements vous passent sous le nez.
*
Mais où sont les funérailles d’antan?
Les petits corbillards, corbillards, corbillards, corbillards,
De nos grands-pères,
qui suivaient la route en cahotant,
Les petits macchabées, macchabées, macchabées, macchabées,
Ronds et prospères…
Quand les héritiers étaient contents,
Au fossoyeur, au croque-mort, au curé, aux chevaux même,
Ils payaient un verre.
Elles sont révolues,
elles ont fait leur temps,
Les belles pom, pom, pom, pom, pom, pompes funèbres,
On ne les reverra plus,
et c’est bien attristant,
Les belles pompes funèbres de nos vingt ans.
*
Maintenant les corbillards à tombeau grand ouvert
Emportent les trépassés jusqu’au diable Vauvert,
Les malheureux n’ont même plus le plaisir enfantin
De voir leurs héritiers marron marcher dans le crottin.
L’autre semaine, des salauds, à cent quarante à l’heure,
Vers un cimetière minable emportaient un des leurs…
Quand sur un arbre en bois dur, ils se sont aplatis
On s’aperçut que le mort avait fait des petits.
On s’aperçut que le mort avait fait des petits.
*
Plutôt que d’avoir des obsèques manquant de fioritures,
J’aimerais mieux, tout compte fait, me passer de sépulture,
J’aimerais mieux mourir dans l’eau, dans le feu, n’importe où,
Et même à la grande rigueur, ne pas mourir du tout.
O, que renaisse le temps des morts bouffis d’orgueil,
L’époque des mas-tu-vu-dans-mon-joli-cercueil,
Où, quitte à tout dépenser jusqu’au dernier écu,
Les gens avaient le cœur de mourir plus haut que leur cul.
Τον καιρό που έγραφε ο μεγάλος Γιώργης, οι κίνδυνοι από μια επιστήμη αποκομμένη από τη κοινωνία και αγκιστρωμένη στα συμφέροντα των πολυεθνικών, δεν ήταν τόσο ορατοί όσο σήμερα. Ωστόσο, ο Μπρασένς, όπως βλέπετε, είχε ήδη δει προς τα που πάει το πράγμα.
Βέβαια, στην εποχή του, ο ¨εξορθολογισμός¨ και η τεχνοκρατία έμοιαζαν να εκπροσωπούνται καλύτερα από έναν ελαφρά γελοίο τρελό επιστήμονα των κόμιξ, τον δόκτορα Νιμπούς, (που αναφωνεί κάθε τόσο στο πρωτότυπο ρεφρέν: εύρηκα, εύρηκα), παρά από κάτι που να μοιάζει με τα σημερινά επιθετικά στίφη των εκσυγχρονιστών. Έτσι, στην προσαρμογή στα ελληνικά που σας έφτιαξα, έβγαλα τον γραφικό Νιμπούς και έβαλα στη θέση του ολίγη από επέλαση think tanks με τα τεχνοκρατικά τους λάβαρα ανυψωμένα!
[ακολουθεί σε σύνδεση με το you tube ο Brassens, καθώς και (προσοχή: δεν είναι το αδελφάκι του Ηλία) ο Yves Uzureau. Στο τέλος το πρωτότυπο γαλλικό κείμενο]
*
Le Grand Pan:
Du temps que régnait le Grand Pan,
Les dieux protégaient les ivrognes
Des tas de génies titubants
Au nez rouge, à la rouge trogne.
Dès qu’un homme vidait les cruchons,
Qu’un sac à vin faisait carousse
Ils venaient en bande à ses trousses
Compter les bouchons.
La plus humble piquette était alors bénie,
Distillée par Noé, Silène, et compagnie.
Le vin donnait un lustre au pire des minus,
Et le moindre pochard avait tout de Bacchus.
{Refrain:}
Mais en se touchant le crâne, en criant » J’ai trouvé »
La bande au professeur Nimbus est arrivée
Qui s’est mise à frapper les cieux d’alignement,
Chasser les Dieux du Firmament.
Aujourd’hui ça et là, les gens boivent encore,
Et le feu du nectar fait toujours luire les trognes.
Mais les dieux ne répondent plus pour les ivrognes.
Bacchus est alcoolique, et le grand Pan est mort.
Quand deux imbéciles heureux
S’amusaient à des bagatelles,
Un tas de génies amoureux
Venaient leur tenir la chandelle.
Du fin fond du champs élysées
Dès qu’ils entendaient un » Je t’aime «,
Ils accouraient à l’instant même
Compter les baisers.
La plus humble amourette
Etait alors bénie
Sacrée par Aphrodite, Eros, et compagnie.
L’amour donnait un lustre au pire des minus,
Et la moindre amoureuse avait tout de Vénus.
{Refrain}
Aujourd’hui ça et là, les cœurs battent encore,
Et la règle du jeu de l’amour est la même.
Mais les dieux ne répondent plus de ceux qui s’aiment.
Vénus s’est faite femme, et le grand Pan est mort.
Et quand fatale sonnait l’heure
De prendre un linceul pour costume
Un tas de génies l’œil en pleurs
Vous offraient des honneurs posthumes.
Et pour aller au céleste empire,
Dans leur barque ils venaient vous prendre.
C’était presque un plaisir de rendre
Le dernier soupir.
La plus humble dépouille était alors bénie,
Embarquée par Caron, Pluton et compagnie.
Au pire des minus, l’âme était accordée,
Et le moindre mortel avait l’éternité.
{Refrain}
Aujourd’hui ça et là, les gens passent encore,
Mais la tombe est hélas la dernière demeure
Les dieux ne répondent plus de ceux qui meurent.
La mort est naturelle, et le grand Pan est mort.
Et l’un des dernier dieux, l’un des derniers suprêmes,
Ne doit plus se sentir tellement bien lui-même
Un beau jour on va voir le Christ
Descendre du calvaire en disant dans sa lippe
» Merde je ne joue plus pour tous ces pauvres types.
J’ai bien peur que la fin du monde soit bien triste. »
Το τραγούδι των (πάλαι ποτέ) ευδαιμόνων τραπεζιτικών υπαλλήλων
Δε μ’ αρέσει να παίζω κοντραμπάσο
ούτε τη δόξα στο τζάμπα να γυρεύω
δε μ’ αρέσει να τριγυρνάω με το πουλόβερ
ούτε, βέβαια, να τραγουδώ στα νάιτ κλαμπ.
*
Στην Τράπεζα πάω,
ο μισθός μου να τρέχει,
έτσι μ’ αρέσω
και δε θέλω κουβέντα πια.
Τ’ αυτοκινητάκι
τ’ αγοράζω με δόσεις
και το καλοκαίρι
μου ράβω μπλε κουστουμιά.
*
Θέλω να ’μαι στη Λούτσα κάθε Κυριακή
και στις διακοπές μου πάντα πάω στη Μύκονο,
το προπό μου συμπληρώνω κάθε Σάββατο
κι έτσι τη Δευτέρα έχω κάτι να πω.
*
Στην Τράπεζα πάω,
ο μισθός μου να πέφτει,
έτσι μ’ αρέσω
και δε θέλω κουβέντα πια.
Τ’ αυτοκινητάκι,
τ’ αγοράζω με δόσεις
και το καλοκαίρι
μου ράβω μπλε κουστουμιά.
Το μουσικό συγκρότημα ¨Οι Γκούφι¨ (Roberto Brivio, Gianni Magni, Lino Patruno και Nanni Svampa) υπήρξε πολύ δημοφιλές στο Μιλάνο της δεκαετίας του ’60. Το τραγούδι ¨Io vado in banca¨είναι γραμμένο από τον Nanni Svampa το 1964. Σας έφτιαξα μια ακόμη προσαρμογή στα ελληνικά.
Πρόκειται για ένα Φάντο πρωτοτραγουδισμένο το 1961 από την Amália Rodrigues σε στίχους δικούς της και μουσική του Alfredo Marceneiro. Η απόδοση στα ελληνικά που σας έφτιαξα (βασισμένη στην ιταλική μετάφραση που θα βρείτε εδώ παρακάτω), δεν είναι ιδιαίτερα πιστή στο γράμμα, αν και ελπίζω να τα πηγαίνει καλά με το πνεύμα του τραγουδιού.
Η ανάγνωση της απόδοσης στα ελληνικά
Εδώ με τους Paulo Gonzo & Carlos do Carmo
*
Estranha forma de vida με την Amália Rodrigues
…και με την Mariza
*
Estranha forma de vida
Foi por vontade de Deus
Que eu vivo nesta ansiedade
Que todos os ais são meus,
Que é toda a minha saudade
Foi por vontade de Deus.
Que estranha forma de vida
Tem este meu coração
Vive de vida perdida
Quem lhe daria o condão?
Que estranha forma de vida.
Coração independente
Coração que não comando
Vives perdido entre a gente
Teimosamente sangrando
Coração independente.
Eu não te acompanho mais
Para, deixa de bater
Se não sabes onde vais,
Porque teimas em correr? Eu não te acompanho mais. Estranha forma de vida
Strana forma di vita
Fu per volere di Dio
che io vivo in questa ansietà,
che tutti i lamenti sono miei,
che è tutta mia la nostalgia,
fu per volere di Dio.
Che strana forma di vita
ha questo mio cuore:
vive di vita perduta.
Chi gli ha dato questo potere?
Che strana forma di vita.
Cuore indipendente,
cuore che io non comando,
vivi perso tra la gente,
continuamente sanguinando,
cuore indipendente.
Io non ti accompagno più:
fermati, cessa di battere.
Se non sai dove vai,
e perchè continui a correre,
io non ti accompagno più.
Προσθήκη: Συνειρμοί…
Καρδιά παραπονιάρα
Στίχοι: Γιάννης Λελάκης
Μουσική: Απόστολος Χατζηχρήστος
Ποια λύπη σε βαραίνει
βαριά κι αφόρητη
καρδιά παραπονιάρα
κι απαρηγόρητη
Σ’ αυτόν τον ψέυτη κόσμο
τον τόσο άπονο
Καρδιά γιατί να λειώνεις
με το παράπονο
Ποιος σ’ έχει αδικήσει
και σε ξεγέλασε
μίλησε καρδιά μου
και χαμογέλασε
Όχι, δεν είναι αλήθεια, εγώ, δεν έχω τίποτα για να απολογηθώ, εγώ, δεν νομίζω ότι έκανα τίποτα το σοβαρό…
Η ζωή μου; Φυσιολογική, θέλω να πω δεν έκλεψα κανένα, δε σκότωσα κανένα, δουλεύω, έχω οικογένεια, πληρώνω τους φόρους, δεν έχω φταιξίματα, δεν ήμουν καν δημοτικός σύμβουλος, σκεφτείτε…
Πώς;
Α, μιλούσατε για πριν, για πρώτα… Πριν…
Πριν συμπεριφέρθηκα όπως όλοι, δεν ξέρω…
Πώς ντυνόμουν; Ντυνόμουν όπως σήμερα, ίσως όχι ακριβώς όπως τώρα, λίγο πιο… τζινς, ένα πουλόβερ, μπουφάν…
Πώς ήταν; Ήταν άνετο…
Τι; πώς; Τι τραγουδούσα; Θέλετε να μάθετε τι τραγουδούσα; Μα ναι, βέβαια και λαϊκά τραγούδια… ¨Τσα-μπε –τσά¨.
Τι; Πιο δυνατά; ¨Τσάο μπέλα τσάο¨, …ακόμη και την ¨Διεθνή¨, όμως σε χορωδία ε,
Ε ναι, και στη γιορτή της ¨Ουνιτά¨ πήγα, το παραδέχομαι. Τους είδα κι εγώ τους Ιντιλιμάνι… Όμως δεν έκλαψα!
Πως; αν έχω φωτογραφίες; πως, έχω: των γονιών μου, της γυναίκας μου…
Αφίσες; Ίσως μία… μικρή
Μα τι τρέχει; Κάνουμε δίκη εδώ;
Οοοόχι, Αυτό όχι, λυπάμαι αλλά τη ¨γροθιά¨ εγώ δεν την σήκωσα. Την γροθιά όχι… μμμμ… Ίσως μια φορά, μόνον λιγάκι…
Τι άλλο; Αν ήμουν κομουνιστής; Σας αρέσουν οι άμεσες ερωτήσεις ε; Θέλετε να μάθετε αν ήμουν… Δεν έχω να κρύψω τίποτα από κανέναν. Όλοι κάνουν ότι δεν τρέχει τίποτα… Όμως, πρέπει να τα ξεκαθαρίζουμε ορισμένα πράγματα, σύμφωνοι…
Ε, λοιπόν ήμουν κομουνιστής… (το ξανασκέφτεται) Με ποια έννοια;
Θέλω να πω….
Κάποιοι ήταν κομουνιστές
Κάποιοι ήταν κομουνιστές γιατί γεννήθηκαν στην Εμίλια.
Κάποιοι ήταν κομουνιστές γιατί ο παππούς, ο θείος, ο μπαμπάς… η μαμά όχι.
Κάποιοι ήταν κομουνιστές γιατί έβλεπαν την Ρωσία σαν μια υπόσχεση, την Κίνα σαν ένα ποίημα, τον κομουνισμό σαν τον επίγειο παράδεισο.
Κάποιοι ήταν κομουνιστές γιατί ένοιωθαν μόνοι.
Κάποιοι ήταν κομουνιστές γιατί τους είχαν αναθρέψει υπέρ το δέον χριστιανικά.
Κάποιοι ήταν κομουνιστές γιατί ο κινηματογράφος το απαιτούσε, το θέατρο το απαιτούσε, η ζωγραφική το απαιτούσε, η λογοτεχνία επίσης… το απαιτούσαν όλοι.
Κάποιοι ήταν κομουνιστές γιατί έτσι τους είχαν πει.
Κάποιοι ήταν κομουνιστές γιατί δεν τους τα είχαν πει όλα.
Κάποιοι ήταν κομουνιστές γιατί παλιά, παλιά, πολύ παλιά, ήταν φασίστες.
Κάποιοι ήταν κομουνιστές γιατί είχαν καταλάβει ότι η Ρωσία πήγαινε αργά, αλλά θα έφθανε μακριά.
Κάποιοι ήταν κομουνιστές γιατί ο Μπερλινγκουέρ ήταν καλός άνθρωπος.
Κάποιοι ήταν κομουνιστές γιατί ο Αντρεότι δεν ήταν καλός άνθρωπος
Κάποιοι ήταν κομουνιστές γιατί ήταν μεν πλούσιοι, αλλά αγαπούσαν τον λαό.
Κάποιοι ήταν κομουνιστές γιατί έπιναν κρασί και τους συγκινούσαν οι λαϊκές γιορτές.
Κάποιοι ήταν κομουνιστές γιατί ήταν τόσο άθεοι που χρειάζονταν έναν νέο Θεό.
Κάποιοι ήταν κομουνιστές γιατί είχαν τόσο γοητευτεί από τους εργάτες που θα ήθελαν να είναι σαν αυτούς.
Κάποιοι ήταν κομουνιστές γιατί δεν άντεχαν άλλο να είναι εργάτες.
Κάποιοι ήταν κομουνιστές γιατί ήθελαν μεγαλύτερο μισθό.
Κάποιοι ήταν κομουνιστές γιατί η επανάσταση σήμερα όχι, αύριο ίσως, αλλά μεθαύριο σίγουρα.
Κάποιοι ήταν κομουνιστές γιατί η μπουρζουαζία, το προλεταριάτο, ο ταξικός αγώνας…
Κάποιοι ήταν κομουνιστές για να οργίσουν τον πατέρα τους.
Κάποιοι ήταν κομουνιστές γιατί έβλεπαν μόνο RΑΙ3.
Κάποιοι ήταν κομουνιστές γιατί ήταν της μόδας, κάποιοι για λόγους αρχής, κάποιοι λόγω σύγχυσης.
Κάποιοι ήταν κομουνιστές γιατί ήθελαν να κρατικοποιήσουν τα πάντα.
Κάποιοι ήταν κομουνιστές γιατί δεν γνώριζαν από κρατικούς, παρακρατικούς και λοιπούς υπαλλήλους.
Κάποιοι ήταν κομουνιστές γιατί είχαν μπερδέψει τον διαλεκτικό υλισμό με το κατά Λένιν Ευαγγέλιο.
Κάποιοι ήταν κομουνιστές γιατί ήταν πεισμένοι ότι τους ακολουθούσε η
εργατική τάξη.
Κάποιοι ήταν κομουνιστές γιατί ήταν πιο κομουνιστές από τους άλλους.
Κάποιοι ήταν κομουνιστές γιατί υπήρχε το μεγάλο κομουνιστικό κόμμα.
Κάποιοι ήταν κομουνιστές παρά το ότι υπήρχε το μεγάλο κομουνιστικό κόμμα.
Κάποιοι ήταν κομουνιστές γιατί δεν υπήρχε τίποτα καλύτερο.
Κάποιοι ήταν κομουνιστές γιατί είχαμε το χειρότερο σοσιαλιστικό κόμμα της Ευρώπης.
Κάποιοι ήταν κομουνιστές γιατί χειρότερα από εδώ, μόνον στην Ουγκάντα.
Κάποιοι ήταν κομουνιστές γιατί δεν άντεχαν άλλο σαράντα χρόνια στη κυβέρνηση τους ανίκανους και μαφιόζους χριστιανοδημοκράτες.
Κάποιοι ήταν κομουνιστές γιατί θυμόντουσαν τη Πιάτσα Φοντάνα, την Μπρέσια, τον Σταθμό της Μπολόνια, το Ιτάλικους, την Ούστικα, κλπ, κλπ, κλπ… (*)
Κάποιοι ήταν κομουνιστές γιατί όσοι αντιστέκονταν ήταν κομουνιστές.
Κάποιοι ήταν κομουνιστές γιατί δεν άντεχαν εκείνο το βρώμικο πράγμα που επιμένουμε να ονομάζουμε δημοκρατία.
Κάποιοι νόμιζαν ότι ήταν κομουνιστές, και ίσως ήταν κάτι άλλο.
Κάποιοι ήταν κομουνιστές γιατί ονειρεύονταν μια ελευθερία διαφορετική από την αμερικάνικη.
Κάποιοι ήταν κομουνιστές γιατί πίστευαν ότι θα μπορέσουν να είναι ζωντανοί κι ευτυχισμένοι μόνον αν ήταν ζωντανοί κι ευτυχισμένοι και οι άλλοι.
Κάποιοι ήταν κομουνιστές γιατί χρειάζονταν μια ώθηση για κάτι καινούργιο. Γιατί αισθάνονταν την ανάγκη για μια διαφορετική ηθική.
Γιατί ήταν ίσως μόνο μια δύναμη, ένα πέταγμα, ένα όνειρο, μια ελπίδα, μια επιθυμία να αλλάξουν τα πράγματα, να αλλάξει η ζωή.
Ναι, κάποιοι ήταν κομουνιστές γιατί με αυτήν την ώθηση καθένας ήταν… παραπάνω από τον εαυτό του. Ήταν σαν… δυο πρόσωπα σε ένα. Από την μια μεριά ο προσωπικός καθημερινός μόχθος και από την άλλη η αίσθηση ότι ανήκεις σε μια ράτσα που ήθελε να απογειωθεί για να αλλάξει πραγματικά τη ζωή.
Όχι. Καμιά μετάνοια.
Ίσως ακόμη και τότε πολλοί είχαν ανοίξει τα φτερά τους χωρίς να είναι ικανοί να πετάξουν… σαν γλάροι υποθετικοί.
Και τώρα;
Τώρα αισθανόμαστε το ίδιο σπασμένοι στα δύο.
Από την μια μεριά οι προσαρμοσμένοι που διάγουμε δουλοπρεπώς την ευτέλεια της καθημερινής επιβίωσής μας
και από την άλλη οι γλάροι, χωρίς καν πια την πρόθεση να πετάξουμε, γιατί τώρα πια το όνειρο έχει μουδιάσει.
Δύο μιζέριες σε ένα μόνο σώμα.
(*) Σφαγές, προβοκάτσιες και άλλα τραγικά επεισόδια της πρόσφατης ιταλικής ιστορίας, πολλά από τα οποία παραμένουν ακόμη ανεξιχνίαστα.
Το 1991-92 ο Τζόρτζιο Γκάμπερ ανεβάζει μια μουσικοθεατρική παράσταση βασισμένη σε κείμενα που έχει γράψει μαζί με τον Σάντρο Λουπορίνι. Εκεί, μαζί με παλιότερα τραγούδια του Γκάμπερ, θα συμπεριληφθεί και ο μονόλογος ¨Κάποιος ήταν κομουνιστής¨ που σας μετέφρασα εδώ παραπάνω.
Η αλήθεια είναι ότι προς στιγμήν είπα να προσαρμόσω το κείμενο του Γκάμπερ όχι μόνο στην ελληνική γλώσσα αλλά και στην ελληνική περιρρέουσα κατάσταση, αλλά σχεδόν αμέσως το ξανασκέφτηκα και κατέληξα ότι κάτι τέτοιο είναι αδύνατο. Ναι, βέβαια, υπάρχουν κοινά σημεία στους δύο γειτονικούς λαούς σε ό, τι αφορά στην έννοια που αποδίδουν στην ¨επανάσταση¨, την ¨πρόοδο¨, την ¨ταξική πάλη¨, κλπ, αυτά τέλος πάντων που φτιάχνουν τον φέροντα σκελετό του κλασικού κομουνισμού και υπάρχουν ανάμεσά τους συνεχείς ανταλλαγές και αλληλοεπηρεασμοί, υπάρχουν όμως και σημαντικές διαφορές που οφείλονται σε διαφορετικές κοινωνικές δομές και σε διαφορετικές ιστορικές συγκυρίες.
Η Ιταλία υπήρξε μια βιομηχανική χώρα, η Ιταλία δεν έζησε μετά τον πόλεμο την τραγωδία ενός εμφυλίου ούτε μιας στρατιωτικής δικτατορίας, το ΚΚΙ (PCI) μεταπολεμικά μπόρεσε να οργανωθεί, να διοικήσει σε τοπικό επίπεδο (όχι μόνο στην περιοχή της Εμίλια που αναφέρεται στο κείμενο του Γκάμπερ), να ακμάσει και να παρακμάσει έως την κατάρρευση και την αυτο-μετονομασία του σε ¨Δημοκρατικό Κόμμα¨, πράγμα που επέτρεψε, αν όχι τίποτα άλλο, σε ορισμένα στελέχη του να καταλήξουν στην αντιπέρα όχθη σε νεοφιλελεύθερους ρόλους και στην μικροαστική μερίδα της βάσης του να ¨καταναλώσει¨ (όσο μπόρεσε), χωρίς το (ηθικό) βάρος των παλιότερων αριστερών ετικετών.
Έτσι εν τέλει περιορίστηκα σε μια κατά το δυνατό ακριβή μετάφραση του κειμένου, και το αναρτώ θεωρώντας ότι αποτελεί μια ενδιαφέρουσα και χρήσιμη μαρτυρία (με καλλιτεχνική διατύπωση), για το πώς βιώθηκε ο κομουνισμός μεταπολεμικά στην γειτονική χώρα.
Πέρα από τις γεωγραφικές ιδιαιτερότητες θα πρέπει επίσης να λάβει κανείς υπ’ όψιν ότι το ¨Κάποιος ήταν κομουνιστής¨ γράφτηκε το ’92, με ζωντανό ακόμη τον απόηχο από την κατάρρευση της Μεγάλης Αρκούδας, γεγονός που επηρέασε αναπόφευκτα την παγκόσμια αριστερά συνολικά.
Qualcuno era comunista
Qualcuno era comunista perché era nato in Emilia.
Qualcuno era comunista perché il nonno, lo zio, il papà. .. la mamma no. Qualcuno era comunista perché vedeva la Russia come una
promessa, la Cina come una poesia, il comunismo come il paradiso terrestre.
Qualcuno era comunista perché si sentiva solo.
Qualcuno era comunista perché aveva avuto una educazione troppo cattolica.
Qualcuno era comunista perché il cinema lo esigeva,
il teatro lo esigeva, la pittura lo esigeva, la letteratura anche. . . lo esigevano tutti.
Qualcuno era comunista perché glielo avevano detto.
Qualcuno era comunista perché non gli avevano detto tutto.
Qualcuno era comunista perché prima… prima…prima… era fascista. Qualcuno era comunista perché aveva capito che la Russia andava piano, ma lontano.
Qualcuno era comunista perché Berlinguer era una brava persona.
Qualcuno era comunista perché Andreotti non era una brava persona. Qualcuno era comunista perché era ricco ma amava il popolo.
Qualcuno era comunista perché beveva il vino e si commuoveva alle feste popolari.
Qualcuno era comunista perché era così ateo che aveva bisogno di un altro Dio.
Qualcuno era comunista perché era talmente affascinato dagli operai che voleva essere uno di loro.
Qualcuno era comunista perché non ne poteva più di fare l’operaio. Qualcuno era comunista perché voleva l’aumento di stipendio.
Qualcuno era comunista perché la rivoluzione oggi no, domani forse, ma dopodomani sicuramente.
Qualcuno era comunista perché la borghesia, il proletariato, la lotta di classe…
Qualcuno era comunista per fare rabbia a suo padre.
Qualcuno era comunista perché guardava solo RAI TRE.
Qualcuno era comunista per moda, qualcuno per principio, qualcuno per frustrazione.
Qualcuno era comunista perché voleva statalizzare tutto.
Qualcuno era comunista perché non conosceva gli impiegati statali, parastatali e affini.
Qualcuno era comunista perché aveva scambiato il materialismo dialettico per il Vangelo secondo Lenin.
Qualcuno era comunista perché era convinto di avere dietro di sé la classe operaia.
Qualcuno era comunista perché era più comunista degli altri.
Qualcuno era comunista perché c’era il grande partito comunista.
Qualcuno era comunista malgrado ci fosse il grande partito comunista. Qualcuno era comunista perché non c’era niente di meglio.
Qualcuno era comunista perché abbiamo avuto il peggior partito socialista d’Europa.
Qualcuno era comunista perché lo Stato peggio che da noi, solo in Uganda. Qualcuno era comunista perché non ne poteva più di quarant’anni di governi democristiani incapaci e mafiosi.
Qualcuno era comunista perché Piazza Fontana, Brescia, la stazione di Bologna, l’Italicus, Ustica eccetera, eccetera, eccetera…
Qualcuno era comunista perché chi era contro era comunista.
Qualcuno era comunista perché non sopportava più quella cosa sporca che ci ostiniamo a chiamare democrazia.
Qualcuno credeva di essere comunista, e forse era qualcos’altro.
Qualcuno era comunista perché sognava una libertà diversa da quella americana.
Qualcuno era comunista perché credeva di poter essere vivo e felice solo se lo erano anche gli altri.
Qualcuno era comunista perché aveva bisogno di una spinta verso qualcosa di nuovo.
Perché sentiva la necessità di una morale diversa.
Perché forse era solo una forza, un volo, un sogno era solo uno slancio, un desiderio di cambiare le cose, di cambiare la vita.
Sì, qualcuno era comunista perché, con accanto questo slancio, ognuno era come… più di sé stesso.
Era come… due persone in una.
Da una parte la personale fatica quotidiana e dall’altra il senso di appartenenza a una razza che voleva spiccare il volo per cambiare veramente la vita.
No. Niente rimpianti.
Forse anche allora molti avevano aperto le ali senza essere capaci di volare…come dei gabbiani ipotetici.
E ora? Anche ora ci si sente come in due.
Da una parte l’uomo inserito che attraversa ossequiosamente
lo squallore della propria sopravvivenza quotidiana e dall’altra il gabbiano senza più neanche l’intenzione del volo perché ormai il sogno si è rattrappito.
Due miserie in un corpo solo.
Και στης βροχής τους δρόμους, υγρά να πέφτουν βέλη.
Με άνεμο της δύσης, άκου τον πως τα θέλει.
Είναι η ίσια χώρα, η πατρίδα μου.
Τόσο βαρύς ο ουρανός που ένα κανάλι χάθηκε,
Τόσο βαρύς ο ουρανός σαν τη μελαγχολία,
Τόσο χλωμός ο ουρανός που ένα κανάλι πνίγηκε,
Τόσο χλωμός ο ουρανός που παίρνει αμνηστία,
Να κι ο αγέρας του βοριά, παίρνει να ξεχειλώνει,
Να κι ο αγέρας του βοριά, άκου τον πως φουσκώνει.
Είναι η ίσια χώρα, η πατρίδα μου.
Μ’ άρωμα από Ιταλία να ‘ρχεται απ’ τον ποταμό,
Με τη ξανθιά την Φρίντα να γίνεται Μαργκώ,
Σαν του Νοέμβρη η σπορά φυτρώνει μήνα Μάη,
Με το φως να τρεμοπαίζει, σαν ο Ιούλης ξεμυτάει.
Να κι ο άνεμος τα στάχια που χαϊδεύει και γελάει,
Να κι ο άνεμος του νότου, άκου τον πως τραγουδάει.
Είναι η ίσια χώρα, η πατρίδα μου.
Πρόκειται για την απόδοση στα ελληνικά ενός τραγουδιού του Ζακ Μπρέλ που είναι αφιερωμένο στην πατρίδα του (Βέλγιο). Ο Μπρελ εμπνεύστηκε από ένα ποίημα του Ελβετού Jean Villard όπου εξυμνούνται οι χάρες ενός ποταμού (La Venoge) στο ελβετικό καντόνι Vaud.
Σημείωση:Στην απόδοση προτίμησα το ¨ίσια¨ γιατί το ¨επίπεδη¨ μου φάνηκε κάπως γεωμετρικό
Jacques Brel
Le plat pays
Avec la mer du Nord pour dernier terrain vague
Et des vagues de dunes pour arrêter les vagues
Et de vagues rochers que les marées dépassent
Et qui ont à jamais le cœur à marée basse
Avec infiniment de brumes à venir
Avec le vent de l´est écoutez-le tenir
Le plat pays qui est le mien
Avec des cathédrales pour uniques montagnes
Et de noirs clochers comme mâts de cocagne
Où des diables en pierre décrochent les nuages
Avec le fil des jours pour unique voyage
Et des chemins de pluie pour unique bonsoir
Avec le vent d´ouest écoutez-le vouloir
Le plat pays qui est le mien
Avec un ciel si bas qu´un canal s´est perdu
Avec un ciel si bas qu´il fait l´humilité
Avec un ciel si gris qu´un canal s´est pendu
Avec un ciel si gris qu´il faut lui pardonner
Avec le vent du nord qui vient s´écarteler
Avec le vent du nord écoutez-le craquer
Le plat pays qui est le mien
Avec de l´Italie qui descendrait l´Escaut
Avec Frida la Blonde quand elle devient Margot
Quand les fils de novembre nous reviennent en mai
Quand la plaine est fumante et tremble sous juillet
Quand le vent est au rire, quand le vent est au blé
Quand le vent est au sud, écoutez-le chanter
Le plat pays qui est le mien.
Μας πήρε το ποτάμι και μας πάει προς τα πίσω, γι αυτό είναι ίσως χρήσιμες κάποιες διευκρινίσεις:
* Πέτρος Κορνήλιος είναι η ελληνική εκδοχή του ονόματος του κλασσικού γάλλου συγγραφέα του 17ου αιώνα Pierre CORNEILLE (1606-1684)
* Το ποίημά του Stances à Marquise γράφτηκε όταν ο Κορνήλιος ήταν πενηντάρης για την (ωραία και προφανώς νέα) ηθοποιό Marquise- Thérèse de Gorle, αποκαλούμενη και Mlle Du Parc. Το ποίημα έχει οκτώ στροφές.
* Ο Μπρασένς μελοποίησε τις τρεις πρώτες μαζί με μια τέταρτη που είχε προσθέσει χιουμοριστικά, με δική του πρωτοβουλία, ο Tristan Bernard, ανατρέποντας τον ειρμό και το πνεύμα των στίχων.
* Μια που στο συγκεκριμένο πόνημα η λέξη ¨Μαρκησία¨ είναι όνομα και όχι τίτλος, την αντικατέστησα στην προσαρμογή στα ελληνικά με το όσο γίνεται παραπλήσιο ¨Δούκισσα¨, που είναι στα καθ’ ημάς υπαρκτό γυναικείο όνομα.
* Τις πρώτες στροφές που στο τραγούδι επαναλαμβάνονται αυτούσιες, τις τροποποίησα ελαφρά στην επανάληψη.
Τραγουδά ο Μπρασένς
Η ανάγνωση της προσαρμογής
Η όψη μου ω Δούκισσα αν πείτε
πως είναι πια μια στάλα γερασμένη,
στα χρόνια μου σα φτάσετε, θα βρείτε
πως είναι αρκετά καλοφτιαγμένη
Το πρόσωπό μου, Δούκισσα, αν βρείτε
στις άκρες ίσως λίγο χαραγμένο
στα χρόνια μου σαν φτάσετε, πειστείτε,
θα λέτε πως ωραία ειν’ καμωμένο
*
Γιατί ο χρόνος ξέρει να βασκάνει,
τις ομορφιές του κόσμου συνεχώς,
τα ρόδα σας μπορεί και να μαράνει
όπως το μέτωπό μου, δυστυχώς.
Στον Χρόνο αλί αρέσει να βασκάνει
τις ομορφιές του κόσμου διαρκώς,
τα ρόδα σας μπορεί και να μαράνει
το μέτωπό μου επίσης, δυστυχώς.
*
Ίδια τροχιά χαράζουν οι πλανήτες,
τις μέρες που ρυθμίζουν και τις νύχτες,
όμοιο μ’ εσάς μ’ είδαν στα περασμένα
κι εσάς θα δουν στο μέλλον σαν εμένα.
Γιατί στους ίδιους δρόμους οι πλανήτες
οδεύουνε τις μέρες και τις νύχτες
όμοιος με σας εγώ στα περασμένα
και σεις θα ’στε στο μέλλον σαν εμένα.
*
Μα έχει η Δούκισσα την τελευταία λέξη:
¨Κορνήλιε μπορεί και να γεράσω
μα τώρα είμαι μόνο είκοσι έξι:
θα σε παιδεύω, ώσπου να σε φτάσω!¨
Marquise, si mon visage a quelques traits un peu vieux
Souvenez-vous qu’à mon âge, vous ne vaudrez guère mieux
Marquise, si mon visage a quelques traits un peu vieux
Souvenez-vous qu’à mon âge, vous ne vaudrez guère mieux
Le temps aux plus belles choses se plaît à faire un affront
Et saura faner vos roses, comme il a ridé mon front
Le temps aux plus belles choses se plaît à faire un affront
Et saura faner vos roses, comme il a ridé mon front
Le même cours des planètes règle nos jours et nos nuits
On m’a vu ce que vous êtes, vous serez ce que je suis
Le même cours des planètes règle nos jours et nos nuits
On m’a vu ce que vous êtes, vous serez ce que je suis
Peut-être que je serai vieille, répond Marquise, cependant
J’ai vingt-six ans, mon vieux Corneille, et je t’emmerde en attendant
Σας έφτιαξα μια ενδεχόμενη ανάγνωση στα ελληνικά του κλασικού ποιήματος του Απολινέρ «Le pont Mirabeau» (άστικτη και τεμαχισμένη περίπου όπως το πρωτότυπο, που ακολουθεί).
(αλλά και αυτοβιογραφικό τραγουδάκι του Ζορζ Μπρασένς)
Εισαγωγικές παρατηρήσεις:
* Το γεφύρι του Σηκουάνα που πήρε το όνομα του επαναστάτη κόμη Μιραμπό (pont Mirabeau) κατασκευάστηκε στο τέλος του 19ου αιώνα (1893 -1896) και είναι φτιαγμένο από ατσάλι
* Πον Μιραμπό είναι ο τίτλος ενός γνωστού ποιήματος του Απολινέρ. Γράφτηκε το 1913 κατά τη διάρκεια της γαλλικής Μπελ Επόκ, μιας περιόδου ευφορίας ανάμεσα στον γαλλοπρωσικό (1870-1871) και τον πρώτο παγκόσμιο πολέμο. Μία πινακίδα με στίχους του ποιήματος έχει εντοιχιστεί στη γέφυρα Μιραμπό.
* Ο Ραστινιάκ είναι ένας μυθιστορηματικός χαρακτήρας του Ονορέ ντε Μπαλζάκ, (εμφανίζεται σε περισσότερα του ενός έργα του) και αντιπροσωπεύει τον αριβίστα επαρχιώτη που προσπαθεί να επιπλεύσει στο Παρίσι κάνοντας γνωριμίες και γοητεύοντας κυρίως τις γυναίκες ισχυρών πρωτευουσιάνων. Στο τραγούδι ο Μπρασένς καλεί τον Ραστινιάκ να μην ανησυχήσει από την άφιξη του νεαρού καλλιτέχνη, γιατί αδέξιος και σεμνός όπως είναι δεν πρόκειται να τον ανταγωνιστεί.
* Το τραγούδι του Μπρασένς LES RICOCHETS κυκλοφόρησε το 1976 στο άλμπουμ DON JUAN.
* Σας έφτιαξα μια ακόμη απόδοση στα ελληνικά στίχων του Μπρασένς, προσπαθώντας οι λέξεις να χωράνε στην μελωδία. Παρουσίαση με προφορικό λόγο μόλις επιστρέψω στη βάση μου στη Θεσσαλονίκη.
* Το ποίημα που αφιέρωσε στο γεφύρι ο Απολινέρ θα το δούμε (ίσως) χώρια.
Εδώ ο Μπρασένς τραγουδά τα ¨Αναπηδήματα¨
Εδώ η απόδοση στα ελληνικά που σας έφτιαξα (σε προφορικό λόγο – προσθήκη)
ΑΝΑΠΗΔΗΜΑΤΑ
Πρώτη μου φορά
βρισκόμουν μακριά
απ’ τη γενέτειρά μου.
Εύελπις νεαρός
της γραφής πιστός
και του πενταγράμμου.
Στην Πόλη του Φωτός
αδέξιος, σεμνός,
ειχ’ αγκυροβολήσει.
Κι έτσι ο Ραστινιάκ
(ο ήρωάς σου ω Μπαλζάκ)
ας μην ανησυχήσει,
ας μην ανησυχήσει.
*
Ντόπιοι ηρεμία
για συναγερμό
δεν υπάρχει αιτία
Μην σκέφτεστε στραβά
της σκηνής με τραβά
μοναχά η μαγεία.
Μα πριν εκτεθώ
ως το πον Μιραμπό
λέω να κατηφορίσω
στον Απολινέρ
των Μουσών εξπέρ
τιμή ν’ αποτίσω,
τιμή ν’ αποτίσω.
*
Άμαθος, ζαβός
αγνοούσα εντελώς
για τι σόι φασαρία
η βόλτα μου αυτή
-όπως θ’ αποδειχθεί-
θα ’ναι αφετηρία,
καθώς στην καρδιά
ήρθε στα ξαφνικά
και με πέτυχε διάνα
αγάπης σαϊτιά
-με την πρώτη ματιά-
για μια Παριζιάνα,
για μια Παριζιάνα.
*
Μην τα πολυλογώ
στου ποταμού το νερό
με κομψές πιρουέτες
προσπαθούσε η μικρή
να εξασκηθεί
εκτοξεύοντας πέτρες.
Μα ας μη το παινευτώ
στο παιχνίδι αυτό
τον καιρό εκείνο
ήμουν πρωταθλητής,
αλλά και εκπαιδευτής
λέω για κείνη να γίνω,
λέω για κείνη να γίνω.
*
Για ένα σου φιλί
δίνω τη συνταγή,
στου νερού τον καθρέφτη
η πέτρα πως πετά
και πώς αναπηδά
δίχως κάτω να πέφτει.
Λέει πως συμφωνεί
και δε παίρνει πολύ
όλα της τα μαθαίνω
κι έτσι να που εγώ
των φιλιών τον χυμό
απ’ τα χείλη της παίρνω,
απ’ τα χείλη της παίρνω.
*
Κι όπως οι παλιοί
στο παιχνίδι οι ειδικοί
θα καταμαρτυρήσουν,
αν ξυπνάς νωρίς
πλατιές πέτρες θα βρεις
που θ’ αναπηδήσουν,
έτσι κι εμείς, αν θες,
ίσιες πέτρες πλατιές
ψάχνοντας στην αράδα,
σχεδιάσαμε ξανά
νέους χάρτες με ά-
-ξονα την τρυφεράδα,
-ξονα την τρυφεράδα.
*
Μα δεν φτουράει το καλό
και στο πον Μιραμπό
θα πέσει η αυλαία,
μ’ ένα αναπήδημα
θα μου φύγει μακριά
η άστατη νέα.
Για έναν σιτεμένο
στα αζήτητα μένω
εγώ κι όλοι μου οι μόχθοι,
έναν Κροίσο ζωντανό
και εκτός απ’ αυτό: (κι επιβαρυντικό)
απ’ τη δεξιά όχθη,
απ’ τη δεξιά όχθη.
*
Στου γεφυριού την άκρη ΄
μαύρο έριχνα δάκρυ
θύμα αγάπης οξείας.
Και να που ο ποταμός
ανεβαίνει διαρκώς
ως τη στάθμη ασφαλείας.
Και αν δεν έδωσα μια
να βρεθώ στα βαθειά
-άλμα απεγνωσμένο-
είναι γιατί το νερό
στο σημείο αυτό
είν’ πολύ μολυσμένο,
είν’ πολύ μολυσμένο.
*
Από τις συμφορές,
υπάρχουν φορές,
που κερδίζεις σε γνώση,
μια που δεν ειν’ γραφτό
στον κόσμο αυτό
κανείς να σε σώσει.
Μα ας μη το παρατραβώ
κι ως το πον Μιραμπό
ας κατηφορίσω
τον Απολινέρ
των Μουσών εξπέρ
για να χαιρετίσω,
για να χαιρετίσω.
LES RICOCHETS
J’avais dix-huit ans
Tout juste et quittant
Ma ville natale
Un beau jour, o gué!
Je vins débarquer
dans la capitale
J’entrai pas aux cris
D’ »À nous deux Paris »
En Île-de-France
Que ton Rastignac
N’ait cure, ô Balzac!
De ma concurrence
De ma concurrence
Gens en place, dormez
Sans vous alarmer,
Rien ne vous menace
Ce n’est qu’un jeune sot
Qui monte a l’assaut
Du petit Montparnasse
On s’étonnera pas
Si mes premiers pas
Tout droit me menèrent
Au pont Mirabeau
Pour un coup de chapeau
A l’Apollinaire
A l’Apollinaire
Bec enfariné
Pouvais-je deviner
Le remue-ménage
Que dans mon destin
Causerait soudain
Ce pèlerinage?
Que circonvenu
Mon coeur ingénu
Allait faire des siennes
Tomber amoureux
De sa toute pre-
miere Parisienne.
miere Parisienne.
N’anticipons pas,
Sur la berge en bas
Tout contre une pile,
La belle tâchait
D’faire des ricochets
D’une main malhabile
Moi, dans ce temps-la
Je ne dis pas cela
En bombant le torse,
L’air avantageux
J’étais a ce jeu
De première force.
De première force.
Tu m’donnes un baiser,
Ai-je propose
À la demoiselle;
Et moi, sans retard
Je t’apprends de cet art
Toutes les ficelles.
Affaire conclue,
En une heure elle eut,
L’adresse requise.
En change, moi
Je cueillis plein d’émoi
Ses lèvres exquises.
Ses lèvres exquises.
Et durant un temps
Les journaux d’antan
D’ailleurs le relatent
Fallait se lever
Matin pour trouver
Une pierre plate.
On redessina
Du pont d’Iéna
Au pont Alexandre
Jusque Saint-Michel,
Mais à notre échelle,
La carte du tendre.
La carte du tendre.
Mais c’était trop beau:
Au pont Mirabeau
La belle volage
Un jour se perchait
Sur un ricochet
Et gagnait le large.
Elle me fit faux-bond
Pour un vieux barbon,
La petite ingrate,
Un Crésus vivant
Détail aggravant
Sur la rive droite.
Sur la rive droite.
J’en pleurai pas mal,
Le flux lacrymal
Me fit la quinzaine.
Au viaduc d’Auteuil
Parait qu’a vue d’oeil
Grossissait la Seine.
Et si, pont de l’Alma,
J’ai pas noyé ma
Détresse ineffable,
C’est que l’eau coulant sous
Les pieds du zouzou
Était imbuvable.
Était imbuvable.
Et que j’avais acquis
Cette conviction qui
Du reste me navre
Que mort ou vivant
Ce n’est pas souvent
Qu’on arrive au havre.
Nous attristons pas,
Allons de ce pas
Donner, débonnaires,
Au pont Mirabeau
Un coup de chapeau
A l’Apollinaire.
A l’Apollinaire.
Εντάξει, πρόκειται για μια παρα-παρωδία, με βάση τον ¨Βασιλέα των Con¨ του Μπρασένς. Είναι καλοκαιράκι, τι να κάνουμε…
Tραγουδά ο Μπρασένς
Η προσαρμογή
Le Roi
Non certe’,elle n’est pas bâtie,
Non certe’,elle n’est pas bâtie
Sur du sable,sa dynastie,
Sur du sable,sa dynastie.
Il y a peu de chances qu’on
Détrône le roi des cons.
Il peut dormir,ce souverain,
Il peut dormir,ce souverain,
Sur ses deux oreilles,serein,
Sur ses deux oreilles,serein.
Il y a peu de chances qu’on
Détrône le roi des cons.
Je,tu,il,elle,nous,vous,ils,
Je,tu,il,elle,nous,vous,ils,
Tout le monde le suit,docil’,
Tout le monde le suit,docil’.
Il y a peu de chances qu’on
Détrône le roi des cons.
Il est possible,au demeurant,
Il est possible,au demeurant,
Qu’on déloge le shah d’Iran,
Qu’on déloge le shah d’Iran,
Mais il y a peu de chances qu’on
Détrône le roi des cons.
Qu’un jour on dise:»C’est fini»,
Qu’un jour on dise:»C’est fini»
Au petit roi de Jordani’,
Au petit roi de Jordani’,
Mais il y a peu de chances qu’on
Détrône le roi des cons.
Qu’en Abyssinie on récus’,
Qu’en Abyssinie on récus’,
Le roi des rois,le bon Négus,
Le roi des rois,le bon Négus,
Mais il y a peu de chances qu’on
Détrône le roi des cons.
Que,sur un air de fandango,
Que,sur un air de fandango,
On congédi’ le vieux Franco,
On congédi’ le vieux Franco,
Mais il y a peu de chances qu’on
Détrône le roi des cons
Que la couronne d’Angleterre,
Que la couronne d’Angleterre,
Ce soir,demain,roule par terre,
Ce soir,demain,roule par terre,
Mais il y a peu de chances qu’on
Détrône le roi des cons.
Que, ça c’est vu dans le passé,
Que,ça c’est vu dans le passé,
Marianne soit renversé’
Marianne soit renversé’
Mais il y a peu de chances qu’on
Détrône le roi des cons.
Στην προηγούμενη ανάρτηση χρησιμοποίησα ως μουσική υπόκρουση για τo ¨τραγούδι της Σιγκουάπα¨, ένα όμορφο πορτογαλικό τραγούδι με τίτλο Chuva (Βροχή)
Τώρα λέω να σας το αναρτήσω (μέσω παραπομπής στο youtube), τραγουδισμένο τόσο από τον συνθέτη και στιχουργό Jorge Fernando, όσο και από την εκπληκτική Mariza. Επίσης, ψάχνοντας, ανακάλυψα όχι μόνο τους στίχους, αλλά και μια μετάφραση στην ιταλική γλώσσα την οποία σας παραθέτω πιο κάτω μαζί με μια απόπειρα προσαρμογής στα ελληνικά (ως συνήθως). Τέλος, μαζί με την πορτογαλική ¨Βροχή¨ σας θυμίζω ένα από τα πιο όμορφα τραγούδια του Μητσάκη που μιλάει επίσης για βροχή (Ψιλοβρέχει).
O Jorge Fernando
Η προσαρμογή στα ελληνικά
Βροχή
Περνούν της ζωής οι ιστορίες / χωρίς ίχνη να αφήνουν
παρά μόνον αυτές που χαράξανε / πόνο ή κάποια χαρά
Ναι, υπάρχουν εκείνοι που, εν τέλει, / στις ιστορίες θα μείνουν
μα κι άλλοι που μηδέ τ’ όνομά τους / θα ακούσεις ξανά
*
Υπάρχουν καημοί που ζωή / στη ζωή ξαναδίνουν
το νόστο που κρύβω ξυπνούν / και με εσένα με σμίγουν, σαν χτες
Ναι, μέρες υπάρχουνε που / τη ψυχή μας σφραγίζουν
κι εκείνη που με άφησες μόνο / ήταν μια απ’ αυτές
*
Στους δρόμουςτης πόλης γυρνώ / έρμoς κι απελπισμένoς
την όψη μου τώρα χαράζει / η βροχή του Νοτιά
Στην πόλη με δάκρυα φωνάζω / η βροχή πως θα σβήσει
όση του έρωτά μου έχει πια / απομείνει φωτιά
¨
…μ’ ακούει η βροχή, και στην πόλη
το μυστικό μου δεν λέει,
μόνο να, που στα τζάμια χτυπά
νότες νοσταλγικές…
Chuva
As coisas vulgares que há na vida
Não deixam saudade Só as lembranças que doem Ou fazem sorrir
Há gente que fica na história Da história da gente E outras de quem nem o nome Lembramos ouvir
São emoções que dão vida À saudade que trago Aquelas que tive contigo E acabei por perder
Há dias que marcam a alma E a vida da gente E aquele em que tu me deixaste Não posso esquecer
A chuva molhava – me o rosto Gelado e cansado As ruas que a cidade tinha Já eu percorrera Ai, meu choro de moça perdida Gritava à cidade Que o fogo do amor sob a chuva Há instantes morrera
A chuva ouviu e calou Meu segredo à cidade e eis que ela bate no vidro Trazendo a saudade
Πρώτα ας πούμε για τον Παύλο -Paolo Giovio. Αυτός ήταν ένας καθολικός επίσκοπος και λόγιος που έζησε στην αναγεννησιακή Ιταλία ανάμεσα στον 15ο και τον 16ο αιώνα. Ενδιαφέρουσα φυσιογνωμία, αλλά δεν θα μιλήσουμε γι αυτόν εδώ∙ τον χρειαζόμαστε μόνο γιατί, αναφερόμενος στον Πέτρο τον Αρετίνο, έγραψε το παρακάτω επίγραμμα: « Qui giace l’Aretin, poeta Tosco che d’ognun disse mal, fuorché di Cristo, scusandosi col dir: «Non lo conosco»! » Που πάει να πει, σε ελεύθερη μετάφραση, κάτι σαν:
Τον Αρετίνο, ποιητή Τοσκάνο
εδώ ανακαλώ και χαιρετίζω
που για όλους είχε μια κακιά κουβέντα
εκτός απ’ τον Χριστό!
Και είπε: ¨Συμπαθάτε με γι αυτό,
τον Κύριο αυτόν δεν τον γνωρίζω!¨
Μετά έχουμε τον Πιέτρο Αρετίνο τον ίδιο, που είναι μια ιδιαίτερη προσωπικότητα της εποχής εκείνης. Ελευθερόστομος κωμωδιογράφος και σατυρικός (κυρίως, αλλά όχι μόνο) συγγραφέας, τα έβαλε κατά καιρούς με ηγεμόνες και πάπες, (αναφέρεται από τον Αριόστο ως ¨το μαστίγιο των πριγκίπων¨) στων οποίων τις αυλές, μεταξύ μας, κατοικοέδρευσε επί μακρόν, όπου και σώρευσε φανατικούς εχθρούς και φίλους. Ανάμεσα στα έργα του, τα δημοφιλή στην μετααναγεννησιακή Ευρώπη Sonetti lussuriosi (λάγνα σονέτα).
Και μετά έχουμε τον Θεοδόση Βολκώφ, ποιητή, που δεν γνωρίζω προσωπικά, τον συνάντησα περιδιαβαίνοντας τις διαδικτυακές θάλασσες και του οποίου έχω αναδημοσιεύσει κι άλλες φορές στίχους που μου φάνηκαν όμορφοι στη μορφή και την ουσία.
Αυτή τη φορά ο Θεοδόσης μιλά για τον Πιέτρο τον Αρετίνο σε δύο ποιήματα που ανάρτησε στο ιστολόγιό του τον περασμένο Φλεβάρη και που αναδημοσιεύω και σας διαβάζω εδώ παρακάτω.
Σε προφορικό λόγο
Τα ποιήματα
Ο PIETRO ARETINO εν έτει 2013
Φίλτατοι ποιητές, σονετογράφοι, μην εξαντλείστε εξαντλώντας ρίμες• στραφείτε σε μηρούς, γλουτούς και κνήμες. Υπέρτατο αυτό που η Φύσις γράφει
στα χοϊκότατα -και μόνο- εδάφη, που δεν αναγνωρίζουν στίχων πλήμες. Τις κρονικές απαρνηθείτε λήμες. Ξεπερασμένοι πια κι οι πορνογράφοι
μοιάζουν την σήμερον που ο καθένας πιο πίθηκος κι απ’ τους πιθήκους μοιάζει. Αφήστε τα καμώματα της πένας•
κανέναν, όπως τότε, δεν ταράζει. (Κι έτσι όπως ξεπετάτε τα σονέτα, βρείτε και κάποια για καμιά ξεπέτα.)
ΟΠΟΥ Ο PIETRO ARETINO εν έτει 2013 ΑΝΤΑΠΑΝΤΑ ΕΙΣ ΦΙΛΟΝ ΠΟΙΗΤΗΝ
Μαύρο σκυλί, πιθήκι, ουρακοτάγκο – πες με όπως θες• εγώ καλά το ξέρω πως σώματα μοχθώ να επαναφέρω στον Στίχο μου, στη Γλώσσα• μα τον σπάγκο
που με κινεί άλλος κρατά και παίζει. Παίζω κι εγώ τον ρόλο του αναβάτη, γυρεύοντας το πλέον και το κάτι, στο χώμα, στο κρεβάτι, στο τραπέζι.
Ο Στίχος, ασφαλώς, θα εξευγενίσει την άθληση της γενετήσιας πράξης, πηδήσει ο ποιητής ή δεν πηδήσει• εμένα, ωστόσο, αλλιώς μην με κοιτάξεις.
Κι αν στίχους στα κορμιά τους πάντα οφείλω, με ξέρω και με λέω Μαύρο Σκύλο.
πλήμη = εκεί όπου φτάνει το χειμερινό κύμα, φουσκοθαλασσιά
¨Κάποιο βράδυ του Μάη¨: Μια ακόμη παλιά (1937) ναπολιτάνικη καντσονέτα, αυτή τη φορά με μουσική του Giuseppe Cioffi πάνω σε στίχους του Egidio Pisano.
Εδώ η εκδοχή στα ελληνικά που σας έφτιαξα. Παρακάτω το πρωτότυπο κείμενο στη διάλεκτο της Νεάπολης.
Όταν βρίσκεσαι κοντά μου
σου μιλώ, δε με προσέχεις…
Πού κοιτάς αφηρημένη
κι ούτε που μου απαντάς;
Εγώ σ’ έχω στην καρδιά μου
είμαι πάντα ερωτευμένος,
μ’ άλλον στο μυαλό σου έχεις
και εμένα με ξεχνάς
Κάποτε μου πες ¨ναι¨…
Δεν το θυμάσαι;
Όποιον για σε πεθαίνει, μην σκοτώνεις…
Μου είπες ναι, του Μάη κάποιο βράδυ
και τώρα έχεις κουράγιο
να μη με θες;
Πλάνη κρύβει η ματιά σου
όπως σαν με πρωτοείδες
όπως σαν μου πρωτοείπες:
¨Μόνο εσένα θ’ αγαπώ¨.
Κι όρκο μου ’δωσες ριγώντας
από μας να μείνει κάτι
¨Δε ξεχνιέται η πρώτη αγάπη¨,
μα δεν έμεινε ούτε αυτό.
Κάποτε μου πες ¨ναι¨…
Δεν το θυμάσαι;
Όποιον για σε πεθαίνει μην σκοτώνεις…
Μου είπες ναι, του Μάη κάποιο βράδυ
Και τώρα έχεις κουράγιο
να μη με θες;
Με τον Ρέντσο Άρμπορε
Η απόδοση στα ελληνικά (από κάτω η ορχήστρα του Τζενάρο Βεντίτο)
Με τον Ρομπέρτο Μούρολο
Με τη Μίνα
Με τον Μάριο ντελ Μόνακο
Na Sera E Maggio
Quanno vien’a ‘appuntamento
guarde ‘o mare, guard»e ffronne,
si te parlo nun rispunne,
staje distratta comm’a che.
Io te tengo dint»o core,
sóngo sempe ‘nnammurato
ma tu, invece, pienze a n’ato
e te staje scurdanno ‘e me…
Quanno se dice: «Sí!»
tiènelo a mente…
Nun s’ha da fá murí
nu core amante…
Tu mme diciste: «Sí!» na sera ‘e maggio…
e mo tiene ‘o curaggio ‘e mme lassá?!
St’uocchie tuoje nun só’ sincere
comm’a quanno mme ‘ncuntraste,
comm’a quanno mme diciste:
«Voglio bene sulo a te…»
E tremmanno mme giuraste,
cu na mano ‘ncopp»o core:
«Nun se scorda ‘o primmo ammore!…»
Mo te staje scurdanno ‘e me…
Quanno se dice: «Sí!»
tiènelo a mente…
Nun s’ha da fá murí
nu core amante…
Tu mme diciste: «Sí!» na sera ‘e maggio…
e mo tiene ‘o curaggio ‘e mme lassá?!