Πω πω πω ένας Τραβόλτα. Για να το δείτε στο Κάντε κλικ εδώ
Έχει και μια εκδοχή με τον Jean-Claude Van Damme (στο πιο αεράτο!) εδώ
Posted by vnottas στο 31 Μαρτίου, 2017
Πω πω πω ένας Τραβόλτα. Για να το δείτε στο Κάντε κλικ εδώ
Έχει και μια εκδοχή με τον Jean-Claude Van Damme (στο πιο αεράτο!) εδώ
Posted in ΤΑ ΤΡΕΧΟΝΤΑ | Με ετικέτα: Τραβόλτα, Χιούμορ, Χορευτικό | Leave a Comment »
Posted by vnottas στο 8 Ιουνίου, 2016
Οι ¨καθώς πρέπει¨ τύποι, ας συγκρατηθούνε
μα τον Τιτανικό αν κυβερνούσα εγώ
πριν καταβυθιστεί, θα ‘λεγα να σωθούνε
οι άπιστες πρώτα γυναίκες, χωρίς δισταγμό.
Στις άπιστες μην ρίχνετε λίθους, εγώ / είμαι μαζί τους.
*
Αυτές το γιατρικό, -και να μην εκπλαγείτε-
στου μοναχικού τα πάθη και τον πυρετό,
απλόχερα προσφέρουν, μην τις παρεξηγείτε
πρόκειται κατά βάθος… για αλτρουισμό.
Στις άπιστες μην ρίχνετε λίθους, εγώ / είμαι μαζί τους.
*
Ερωτευτείτε εσείς μ’ όποια σας κάνει κέφι,
όμως και μένα ακούστε, μιλάω σοβαρά:
η άπιστη της πλήξης διώχνει μακριά τα νέφη
κι όσο για τους συζύγους… τα πάω μια χαρά!
Στις άπιστες μην ρίχνετε λίθους, εγώ / είμαι μαζί τους.
*
Όμως για σιγουριά, αυτούς που ‘χω γνωρίσει
τους έχω κοσκινίσει εξαντλητικώς
Αν η κυρία Τάδε μ’ έχει κατακτήσει
θα πρέπει να μ’ αρέσει ο Τάδε κι αυτός.
Στις άπιστες μην ρίχνετε λίθους, εγώ / είμαι μαζί τους.
*
Πρέπει ο κύριος Τάδε να ‘ν από τέλεια πάστα
αλλιώς αλλάζω γνώμη και τα παρατώ,
να ‘ναι καλό παιδί -αν όχι, βρασ’ τα κι άστα-
εκείνος που απ’ το ίδιο ποτήρι θα πιω.
Στις άπιστες μην ρίχνετε λίθους, εγώ / είμαι μαζί τους.
*
Όταν ήμουν μικρός, και μου ‘λειπε εμπειρία
έκανα που και που λάθη αισθητικής
τα ‘μπλεκα με συζύγους π’ ασκούσαν εξουσία,
της φάσης ήταν λάθη της εφηβικής.
Στις άπιστες μην ρίχνετε λίθους, εγώ / είμαι μαζί τους.
*
Ότι ‘μαι πες λοξός ή και κολλημένος
μα ΄κείνος που μαζί του θα γίνω κολλητός
περνώντας την σκυτάλη, στεγνός ή ιδρωμένος,
πρέπει να ’ναι ευπατρίδης και διακριτικός.
Στις άπιστες μην ρίχνετε λίθους, εγώ / είμαι μαζί τους.
*
Μα κι άθλιους συζύγους εάν θα συναντήσεις
μη ξεχνάς τους καλούς, ευγενείς και σωστούς
π’ όσο και αν εκείνες, εν τέλει, θες ν’ αφήσεις
τις κρατάς λίγο ακόμη μπας και χάσεις κι αυτούς.
Στις άπιστες μην ρίχνετε λίθους, εγώ / είμαι μαζί τους.
*
Αυτές τις μέρες, έχω κι εγώ μία κυρία
που, -να τα λέμε όλα- χωρίς κέφι τιμώ
όμως με τον δικό της σαν το Δάμωνα με τον Φιντία
γίναμε φίλοι, γι αυτό και δεν την παρατώ.
Στις άπιστες μην ρίχνετε λίθους, εγώ / είμαι μαζί τους.
*
Κι όταν εκνευρισμένη απ’ τη σχέση μας που φθίνει
βρίσκει έναν τρίτο εκείνη και με απατά,
έτσι και πω: ¨εδώ αυτός ο κύκλος κλείνει¨,
εκείνος μ’ ικετεύει: ne me quittez pas!
Στις άπιστες μην ρίχνετε λίθους, εγώ / είμαι μαζί τους.
*
Μένω κι ο ένας τον άλλο έτσι παρηγορούμε:
¨είσαι ο κερασφόρος που προτιμώ¨
λέω εγώ, κι εκείνος: ¨μπορεί να προηγούμαι,
αλλά μαζί σου θέλω να ΄χω κάτι κοινό¨.
Στις άπιστες μην ρίχνετε λίθους, εγώ / είμαι μαζί τους.
*
Kι αν αργεί η Σουρλουλού απ’ τα ραντεβού να γυρίσει
και άμα λάχει να ‘χει ρεπό κι η νταντά
κι ο σύζυγος στο ψάρεμα έχει καθυστερήσει
να ‘μαι εγώ, ο φουκαράς, που κρατάει τα παιδιά…
Πέτρες να μην πετάτε στις άπιστες, πια!!!
Ολίγες διευκρινίσεις για το Ιλαρο (τραγικό) τραγουδάκι του Georges Brassens ¨Στη σκιά των συζύγων¨ και την προσπάθεια απόδοσής του στα Ελληνικά.
*Στη δεύτερη στροφή ο Μπρασένς μιλάει, πιο συγκεκριμένα, για τις γυναίκες των σιδηροδρομικών στις οποίες και αποδίδει τα δέοντα εύσημα (σύμφωνα με τη γαλλική παράδοση οι σταθμάρχες συντηρούν την καλλίτερη ομάδα απίστων). Στα ελληνικά η αναφορά αυτή δεν ¨χώρεσε¨.
*Στην έκτη στροφή μιλάει για τις άπιστες που πλέον αποφεύγει: τις γυναίκες των flics (¨μπάτσων¨)∙ εδώ το αποδώσαμε ως ¨γυναίκες αυτών που ασκούν εξουσία¨.
*Στην ένατη στροφή αντί για τον Ορέστη και τον Πυλάδη χρησιμοποιήσαμε τον Δάμωνα και τον Φιντία. – βόλευε καλύτερα στη ρίμα με την ¨κυρία¨.
*Στην δέκατη στροφή:, το ¨ne me quittez pas!¨ -το άφησα ως έχει. Εκτός από απελπισμένη έκκληση (μη μ’ αφήνεις!), παραπέμπει στο περίφημο τραγούδι του Ζακ Μπρελ.
*Στη δωδέκατη στροφή: Σουρλουλού -απαιτεί σύμπτυξη συλλαβών, αλλά αποδίδει καλύτερα το πνεύμα του δημιουργού (pimbêche: nom féminin: Femme prétentieuse, arrogante, capricieuse).
Ο Μπρασένς σε μια ζωντανή ηχογράφηση
***
Ανάγνωση της απόδοσης στα Ελληνικά
Les dragons de vertu n’en prennent pas ombrage,
Si j’avais eu l’honneur de commander à bord,
A bord du Titanic quand il a fait naufrage,
J’aurais crié : «Les femm’s adultères d’abord !»
Ne jetez pas la pierre à la femme adultère,
Je suis derrière…
.
Car, pour combler les voeux, calmer la fièvre ardente
Du pauvre solitaire et qui n’est pas de bois,
Nulle n’est comparable à l’épouse inconstante.
Femmes de chefs de gar’, c’est vous la fleur d’époi
Ne jetez pas la pierre à la femme adultère,
Je suis derrière…
.
Quant à vous, messeigneurs, aimez à votre guise,
En ce qui me concerne, ayant un jour compris
Qu’une femme adultère est plus qu’une autre exquise,
Je cherche mon bonheur à l’ombre des maris.
Ne jetez pas la pierre à la femme adultère,
Je suis derrière…
.
A l’ombre des maris mais, cela va sans dire,
Pas n’importe lesquels, je les tri’, les choisis.
Si madame Dupont, d’aventure, m’attire,
Il faut que, par surcroît, Dupont me plaise aussi !
Ne jetez pas la pierre à la femme adultère,
Je suis derrière…
.
Il convient que le bougre ait une bonne poire
Sinon, me ravisant, je détale à grands pas,
Car je suis difficile et me refuse à boire
Dans le verr’ d’un monsieur qui ne me revient pas.
Ne jetez pas la pierre à la femme adultère,
Je suis derrière…
.
Ils sont loin mes débuts où, manquant de pratique,
Sur des femmes de flics je mis mon dévolu.
Je n’étais pas encore ouvert à l’esthétique.
Cette faute de goût je ne la commets plus.
Ne jetez pas la pierre à la femme adultère,
Je suis derrière…
.
Oui, je suis tatillon, pointilleux, mais j’estime
Que le mari doit être un gentleman complet,
Car on finit tous deux par devenir intimes
A force, à force de se passer le relais.
Ne jetez pas la pierre à la femme adultère,
Je suis derrière…
.
Mais si l’on tombe, hélas ! sur des maris infâmes,
Certains sont si courtois, si bons, si chaleureux,
Que, même après avoir cessé d’aimer leur femme,
On fait encor semblant uniquement pour eux.
Ne jetez pas la pierre à la femme adultère,
Je suis derrière…
.
C’est mon cas ces temps-ci, je suis triste, malade,
Quand je dois faire honneur à certaine pécore.
Mais, son mari et moi, c’est Oreste et Pylade,
Et, pour garder l’ami, je la cajole encore.
Ne jetez pas la pierre à la femme adultère,
Je suis derrière…
.
Non contente de me déplaire, elle me trompe,
Et les jours où, furieux, voulant tout mettre à bas,
Je cri’ : «La coupe est pleine, il est temps que je rompe !»
Le mari me suppli’ : «Non, ne me quittez pas !»
Ne jetez pas la pierre à la femme adultère,
Je suis derrière…
.
Et je reste, et, tous deux, ensemble, on se flagorne.
Moi, je lui dis : «C’est vous mon cocu préféré.»
Il me réplique alors : «Entre toutes mes cornes,
Celles que je vous dois, mon cher, me sont sacré’s.»
Ne jetez pas la pierre à la femme adultère,
Je suis derrière…
.
Et je reste et, parfois, lorsque cette pimbêche
S’attarde en compagni’ de son nouvel amant,
Que la nurse est sorti’, le mari à la pêche,
C’est moi, pauvre de moi ! qui garde les enfants.
Ne jetez pas la pierre à la femme adultère.
Posted in Μπρασένς στα ελληνικά V | Με ετικέτα: A l'ombre des maris, Brassens, Απόδοση, Λόγια τραγουδιών, Μπρασένς, Μετάφραση, Στίχοι, Τραγούδι, Χιούμορ | 2 Σχόλια »
Posted by vnottas στο 28 Μαΐου, 2016
(Απελπισμένα!) χιουμοριστικό τραγουδάκι που ο Ζωρζ Μπρασένς δεν πρόλαβε να ηχογραφήσει και που κυκλοφόρησε αργότερα, όταν ο Γιώργης είχε φύγει , από τον Jean Bertola (1985), εδώ σε μια ερασιτεχνική προσπάθεια ελεύθερης απόδοσης στα ελληνικά. Σας θυμίζω και το παραπλήσιο ¨Μισογυνισμού εξαιρουμένου¨ που σας είχα, εξ ίσου ερασιτεχνικά, μεταφράσει/αποδώσει παλιότερα (εδώ).
To κείμενο στα γαλλικά
Si seulement elle était jolie
Je dirais: «tout n’est pas perdu.
Elle est folle, c’est entendu,
Mais quelle beauté accomplie!»
Hélas elle est plus laide bientôt
Que les sept péchés capitaux
Que les sept péchés capitaux
*
Si seulement elle avait des formes,
Je dirais: «tout n’est pas perdu,
Elle est moche c’est entendu,
Mais c’est Venus copie conforme.»
Malheureusement, c’est désolant,
C’est le vrai squelette ambulant
C’est le vrai squelette ambulant.
*
Si seulement elle était gentille,
Je dirais: «tout n’est pas perdu,
Elle est plate c’est entendu,
mais c’est la meilleure des filles.»
Malheureusement c’est un chameau,
Un succube, tranchons le mot
Un succube, tranchons le mot.
*
Si elle était intelligente,
Je dirais: «tout n’est pas perdu,
Elle est vache, c’est entendu,
Mais c’est une femme savante.»
Malheureusement elle est très bête
Et tout à fait analphabète
Et tout à fait analphabète.
*
Si seulement l’était cuisinière,
Je dirais: «tout n’est pas perdu,
Elle est sotte, c’est entendu,
Mais quelle artiste culinaire!»
Malheureusement sa chère m’a
Pour toujours gâté l’estomac
Pour toujours gâté l’estomac.
*
Si seulement elle était fidèle,
Je dirais :»tout n’est pas perdu,
Elle m’empoisonne, c’est entendu,
Mais c’est une épouse modèle.»
Malheureusement elle est, papa,
Folle d’un cul qu’elle n’a pas!
Folle d’un cul qu’elle n’a pas!
*
Si seulement l’était moribonde,
Je dirais: «tout n’est pas perdu,
Elle me trompe c’est entendu,
Mais elle va quitter le monde.»
Malheureusement jamais elle tousse:
Elle nous enterrera tous
Elle nous enterrera tous.
Αν ήταν λίγο χαριτωμένη
Ας ήτανε χαριτωμένη
και θα ‘λεγα: υπάρχει ελπίδα
κι ας φέρνει κάπως σε γαρίδα
κι ας είναι πάντα γουρλωμένη.
Μα, ωιμέ, αυτό που φέρνει σοκ
είναι που μοιάζει με μπουλντόγκ
είναι που μοιάζει με μπουλντόγκ.
Αν είχε και καμιά καμπύλη
θα ‘λεγα πως υπάρχει ελπίδα,
μπορεί να φέρνει σε πανίδα,
μα ‘χει για ¨πιάσιμο¨ την ύλη.
Μα, αλί, η εν λόγω δεσποινίδα
είναι σαν στέκα, σαν σανίδα
είναι σαν στέκα, σαν σανίδα!
Ας ήταν μόνο ευγενική
και θα ‘λεγα: υπάρχει ελπίδα
κι ας φέρνει σ’ οδοντογλυφίδα,
είναι τουλάχιστον σωστή.
Μα , ωιμέ, σε φτύνει σα γκαμήλα,
έχει μια μόνιμη ξινίλα
κι έχει το τακτ ενός γορίλα!
Μόνο να ήταν έξυπνη
και θα ‘λεγα: υπάρχει ελπίδα,
ας σου θυμίζει τον Αττίλα,
είναι τουλάχιστον σοφή.
Μα, ωιμέ, από γράμματα μηδέν
και από πνεύμα γκαζοζέν
και από πνεύμα γκαζοζέν!
Ας ήξερε να μαγειρεύει
και θα ‘λεγα: υπάρχει ελπίδα
κι ας είναι ξύπνια σαν οβίδα,
στην κατσαρόλα σε μαγεύει.
Μα, ωιμέ, με λίπη και με πάχη
μου καταστρέφει το στομάχι
μου ‘χει διαλύσει το στομάχι!
Να ‘ταν τουλάχιστον πιστή
θα ‘λεγα πως υπάρχει ελπίδα,
ας με φλομώνει στη θερμίδα
δεν είναι καμιά κουνιστή.
Μα αλίμονο: σ’ όποιον αντέχει
κουνάει τον κώλο που δεν έχει
κουνάει τον κώλο που δεν έχει!
Στον τάφο αν είχε το να πόδι,
θα ‘λεγα πως υπάρχει ελπίδα
κι ας μ’ απατάει σαν βακχίδα
με κάθε Πάνα τραγοπόδη
Ωιμέ, μα όλους του διαβόλους,
αυτή θε να μας θάψει όλους
αυτή θε να μας θάψει όλους!
*
Με τον Bertola
Μία ανάγνωση
Κι επειδή οι αρσενικές κακίες υποκρύπτουν συνήθως αγάπη ή ζήλεια, ιδού και ένα ελληνικό (παλιότερο) τραγουδάκι του Γιώργου Οικονομίδη: ¨Ζήλεια¨ ( Οικονομίδης Γ. , Ανύσιος Μ. 1946 – εισβολή του σουίνγκ στην Ευρώπη)
Ο Οικονομίδης
Ο Λουκιανός Κηλαηδόνης
Posted in Μπρασένς στα ελληνικά V, ΤΑ ΤΡΕΧΟΝΤΑ | Με ετικέτα: Brassens, Απόδοση, Αν ήταν λίγο χαριτωμένη, Λόγια τραγουδιών, Μπρασένς, Μετάφραση, Τραγούδι, Χιούμορ, Si seulement elle était jolie | Leave a Comment »
Posted by vnottas στο 22 Μαΐου, 2016
Για τα πολιτικά, σώνει και καλά, αν μουρμουράτε
αν και, πώς να το πω, το κέφι μου χαλάτε…
άντε, μιλήστε και γι αυτά, δεν βγάζω το κουμπούρι.
Πείτε γι αγάπη και θα φάτε γροθιά στη μούρη!
Μ’ όλο το σεβασμό μου για σας.
.
ΚΑΤΩ! της μούσας του έρωτα κάθε κομπογιαννίτης
κι όσοι τον κώλο γλύφουνε της Θείας Αφροδίτης
και κάτι αρτίστες που κολλάν σαν να τανε τσιμπούρι…
Πείτε γι αγάπη και θα φάτε γροθιά στη μούρη!
Μ’ όλο το σεβασμό μου για σας.
.
Ήμουν ως χτες ειρηνιστής σε όλη τη ζωή μου.
Δεν ήμουν διόλου τσαμπουκάς, μα έτυχε η δική μου
ναναι καργιόλα ολίγον τι και όχι κελεπούρι.
Πείτε γι αγάπη και θα φάτε γροθιά στη μούρη!
Μ’ όλο το σεβασμό μου για σας.
Ήτανε λέει ορφανό και κόκκινα φορούσε,
είπε θα πάει στη γιαγιά, που μοναχή της ζούσε,
με τόση δα κοντή ποδιά, στο στόμα γλειφιτζούρι…
Πείτε γι αγάπη και θα φάτε γροθιά στη μούρη!
Μ’ όλο το σεβασμό μου για σας.
.
Περίμενα τη νύχτα κι όλη την άλλη μέρα,
περίμενα ένα χρόνο και ακόμη παραπέρα,
κανένα λύκο αντάμωσε, μου φαίνεται, λιγούρη…
Πείτε γι αγάπη και θα φάτε γροθιά στη μούρη!
Μ’ όλο το σεβασμό μου για σας.
Αυτό το μούτρο, ο Έρωτας, τρελαίνεται για πλάκες
τα βέλη φαρμακώνει ευθύς και ψάχνει να βρει βλάκες
κι είναι φαρμάκι ζόρικο, δεν είναι κανναβούρι…
Πείτε γι αγάπη και θα φάτε γροθιά στη μούρη!
Μ’ όλο το σεβασμό μου για σας.
.
Κι όπως συμβαίνει που και που κάτω απ’ τα πέταλά της
η μαργαρίτα έχει σκορπιούς κι αράχνες της απάτης·
λάγνα οχιά απαίσια και ατίθασο μαμούρι…
Πείτε γι αγάπη και θα φάτε γροθιά στη μούρη!
Μ’ όλο το σεβασμό μου για σας.
.
Ο έβδομος ο ουρανός στην κεφαλή μου αν πέσει
και η απελπισία μου στον τάφο αν θα βρει θέση
Ένα μονάχα θα σας πω πριν το ¨βαθύ¨ χουζούρι:
Πείτε γι αγάπη και θα φάτε γροθιά στη μούρη!
Μ’ όλο το σεβασμό μου για σας.
***
Εδώ από τον Μπρασένς
Εδώ στα Ρωσικά
…και μία ανάγνωση της προσαρμογής στα ελληνικά που σας έφτιαξα…
Si vous y tenez tant parlez-moi des affaires publiques
Encor que ce sujet me rende un peu mélancolique
Parlez-m’en toujours je n’vous en tiendrai pas rigueur
Parlez-moi d’amour et j’vous fous mon poing sur la gueule
Sauf le respect que je vous dois
Fi des chantres bêlant qui taquine la muse érotique
Des poètes galants qui lèchent le cul d’Aphrodite
Des auteurs courtois qui vont en se frappant le c?ur
Parlez-moi d’amour et j’vous fous mon poing sur la gueule
Sauf le respect que je vous dois
Naguère mes idées reposaient sur la non-violence
Mon agressivité je l’avait réduite au silence
Mais tout tourne court ma compagne était une gueuse
Parlez-moi d’amour et j’vous fous mon poing sur la gueule
Sauf le respect que je vous dois
Ancienne enfant trouvée n’ayant connu père ni mère
Coiffée d’un chap’ron rouge ell’ s’en fut ironie amère
Porter soi-disant une galette à son aïeule
Parlez-moi d’amour et j’vous fous mon poing sur la gueule
Sauf le respect que je vous dois
Je l’attendis un soir je l’attendis jusqu’à l’aurore
Je l’attendis un an pour peu je l’attendrais encore
Un loup de rencontre aura séduite cette fugueuse
Parlez-moi d’amour et j’vous fous mon poing sur la gueule
Sauf le respect que je vous dois
Cupidon ce salaud geste qui chez lui n’est pas rare
Avait trempé sa flèche dans le curare
Le philtre magique avait tout du bouillon d’onze heures
Parlez-moi d’amour et j’vous fous mon poing sur la gueule
Sauf le respect que je vous dois
Ainsi qu’il est fréquent sous la blancheur de ses pétales
La marguerite cachait une tarentule un crotale
Une vraie vipère à la fois lubrique et visqueuse
Parlez-moi d’amour et j’vous fous mon poing sur la gueule
Sauf le respect que je vous dois
Que le septième ciel sur ma pauvre tête retombe
Lorsque le désespoir m’aura mis au bord de la tombe
Cet ultime discours s’exhalera de mon linceul
Parlez-moi d’amour et j’vous fous mon poing sur la gueule
Sauf le respect que je vous dois
Posted in Μπρασένς στα ελληνικά ΙV | Με ετικέτα: Brassens, Απόδοση, Λόγια τραγουδιών, Μ’ όλο το σεβασμό μου για σας, Μπρασένς, Μετάφραση, Στίχοι, Τραγούδι, Χιούμορ, Sauf le respect que je vous dois | Leave a Comment »
Posted by vnottas στο 22 Αυγούστου, 2015
Μέρος Β΄ Κεφάλαιο έβδομο. Όπου η αιρετική αυτοσχέδια χαχόμα επιδρά κάπως διαφορετικά από τη γνήσια.
Το ¨Οινοποτείον μετά Τραγημάτων[1] ¨Η Ωραία Πατρίς¨ βρίσκεται κοντά στα τείχη, στη βορειοδυτική άκρη της πόλης των Σούσων. Συγκεκριμένα η πρόσοψή του βλέπει σε μια μικρή πλατεία με κρήνη και περιστέρια, ακριβώς απέναντι από την Πύλη που οδηγεί προς τη Βαβυλώνα.
Ένας καπάτσος Κορίνθιος, αφού κατάφερε να πάρει τη σχετική άδεια στο άψε σβήσε, έχει μετατρέψει ένα εγκαταλειμμένο οίκημα (παλιότερα τμήμα του χώρου προσωρινής αποθήκευσης των εμπορευμάτων που μπαινοβγαίνουν στην πόλη) σε ένα κοινωφελές (αλλά κυρίως επωφελές για τον ίδιο) μη κυβερνητικό ίδρυμα, αφιερωμένο στον Διόνυσο τον Μετανάστη, τους πιστούς και τους συμπαθούντες του.
Απ’ ότι θα μπορούσε να συμπεράνει κανείς από την περιποιημένη είσοδο και τις έγχρωμες ζωγραφιές που την κοσμούν, το ¨Οινοποτείον¨ τα πάει εξαιρετικά καλά. Οι γαστρονομικές του δραστηριότητες έχουν απ’ ό, τι φαίνεται επεκταθεί και οι αλλεπάλληλες πρόσθετες επιγραφές κάτω από την επωνυμία του καταστήματος, δίνουν στους υποψήφιους πελάτες χρήσιμες συμπληρωματικές πληροφορίες, όπως:
¨Οίνοι ημέτεροι άρτι αφιχθέντες εξ Ελλάδος¨,
¨Και τοπικούς οίνους, επιλεγμένους έχομεν¨,
¨Διαθέτομεν πρωϊνόν Ακρατισμόν[2], μεσημβρινόν Άριστον[3] και εσπερινόν Δείπνον¨,
¨Γέυσεις ελληνικαί παραδοσιακαί¨,
¨Ποικιλία αρτυμάτων[4]¨,
¨Πεπλατισμένοι άρτοι μετά βραχέων οβελιδίων οπτού κρέατος δια τους ταξιδιώτας¨,
¨Μέλας ζωμός κατόπιν παραγγελίας¨,
¨Εις το βάθος εσωτερική αυλή θερινής χρήσεως μετά σκιάστρου¨.
¨Τιμαί ασυναγώνισται¨,
Σε μια γωνιά της πρόσοψης, έχει προστεθεί μία ακόμη επεξήγηση, αυτήν τη φορά σε σφηνοειδή γραφή, η οποία κρίθηκε απαραίτητη για να αποφεύγονται εγκαίρως τυχόν παρεξηγήσεις. Έλεγε πάνω κάτω τα ακόλουθα:
¨Πολυπολιτισμική πολιτική: Ευπρόσδεκτοι Πέρσες και λοιποί γηγενείς.
Απελεύθεροι: Δεκτοί εάν φέρουν τα κατάλληλα διακριτικά.
Δούλοι: Δεκτοί μόνον εάν συνοδεύονται¨.
Περιττό να πούμε ότι οι άνδρες της ελληνικής φρουράς που υπηρετούν στην Πύλη προς την Βαβυλώνα, είναι ενθουσιασμένοι από το μαγαζί που λειτουργεί τόσο κοντά στις εγκαταστάσεις τους, και δεν παραλείπουν να το επισκέπτονται όσο συχνά τους επιτρέπει η άσκηση των λοιπών τους καθηκόντων.
Πολλοί είναι και οι ευκαιριακοί θαμώνες, δηλαδή οι ταξιδιώτες που προέρχονται από την Βαβυλώνα και άλλες πόλεις του Βορρά, οι οποίοι σταματούν εδώ για να ξαποστάσουν από την κούραση της διαδρομής και να μαζέψουν χρήσιμες πληροφορίες πριν μπουν στο εσωτερικό της πόλης.
Έτσι, όταν ο Οινοκράτης και ο στρογγυλός του συνεργάτης ο Χοντρόης φτάνουν στο ¨Οινοποτείον¨ γύρω στην ώρα του μεσημεριού, οι πάγκοι και τα υπόλοιπα καθίσματα της αίθουσας είναι ήδη γεμάτα πελάτες και με δυσκολία καταφέρνουν να βρουν δυο σκαμνιά και ένα μικρό τετράγωνο τραπέζι.
Εκείνο το πρωί οι δύο υπηρέτες είχαν αποφασίσει ότι σήμερα, προκειμένου να αποκρυπτογραφήσουν με ασφάλεια τις δυνατότητες του προϊόντος των πειραμάτων τους, θα υποδύονταν τους εξής ρόλους: Ο Οινοκράτης θα ήταν έμπορος προερχόμενος από την Μεγάλη Ελλάδα και ο Χοντρόης θα ήταν ο ντόπιος δούλος-διερμηνέας του. Με αυτές τις ιδιότητες θα επισκέπτονταν αυτόν τον δημοφιλή νέο ιδιωτικό ¨ναό του Διονύσου¨ που είχε ανοίξει στα βόρεια τείχη, όχι πολύ μακριά από το σπίτι.
Έβαλαν λοιπόν στους σάκους τους από ένα καλοταπωμένο γυάλινο φιαλίδιο έκαστος, (γεμάτο με την αιρετική Χαχόμα, που είχε πλέον κατακαθίσει και είχε πάρει μια διαυγή χρυσαφιά απόχρωση), έβαλαν στα κεφάλια τους ο μεν Οινοκράτης έναν πλατύγυρο πέτασο κατεβασμένο ως τα φρύδια ο δε Χοντρόης ένα φρυγικό σκούφο και ξεκίνησαν σε αναζήτηση του κατάλληλου πότη/δοκιμαστή.
Στο εσωτερικό του οινοποτείου αιωρούνται βαριές μυρουδιές με αποτέλεσμα ο Χοντρόης να στραβομουτσουνιάσει, σε αντίθεση με τον Οινοκράτη που τις βρίσκει απολύτως του γούστου του και χαμογελάει κατευχαριστημένος. Μετά απλώνει το χέρι του και συλλαμβάνει μια διερχόμενη μελαχρινή σερβιτόρα.
«Ρεβίθια με ψιλοκομμένο φρέσκο κρεμμυδάκι, ελιές και δύο σκύφους άωτους[5] λευκό κρασάκι από τα νησιά. Γάρο[6] έχετε;»
«Οινόγαρο και ελαιόγαρο. Αλλά τα ψαράκια έχουν έρθει αλατισμένα από κάτω, από τον κόλπο των Περσών».
«Σίγουρα δεν είναι ποταμίσια;»
«Όχι, θαλασσινά».
«Τότε μία και μία. Καν’να πιτσουνάκι έχει;»
«Της πλατείας», η σερβιτόρα του δείχνει προς τη μικρή πλατεία έξω απ’ το κατάστημα, όπου φτεροκοπάει μια παρέα από συγγενείς του εδέσματος, «αλλά», συμπληρώνει, «μαγειρεμένα με παλιά Συβαρίτικη συνταγή».
«Περίφημα», ενθουσιάζεται ο Σικελός. «Βάλε κι απ’ αυτά∙ από δύο σε κάθε δίσκο».
«Τρώγε Ευτραφή γιατί θα χάσεις το ¨εύσχημον¨, που στην περίπτωσή σου είναι το ¨σφαιρικόν¨ με αποφύσεις. Σήμερα κερνάω εγώ.
Κι αν ακόμα την έχουμε πατήσει με την Χαχόμα σου, να μας μείνει τουλάχιστον ένα καλό φαγοπότι εκτός υπηρεσίας».
Ο Χοντρόης περιφέρει το βλέμμα του στο θορυβώδες και ελαφρώς ομιχλώδες περιβάλλον.
«Άπαντα ταύτα άδειαν φέροντα εισί», αποφαίνεται συγκαταβατικά.
«Τι είπες;»
«Ένδειαν φέροντα;» τροποποιεί, όχι πολύ σίγουρος, ο Ασιάτης.
«Θα με τρελάνεις Χοντρόη. Σιγά μη φέρουν και μεταδοτικά νοσήματα. Εν-δι-α-φε-ρο-ντα θέλεις να πεις, υποθέτω!»
«Ακριβώς! Οίτινα λέγεις ουκ διαφέροντα των υποθέτων λέγω και εγώ!», αποδέχεται ο ελληνομαθής Χοντρόης, που, όπου μπορεί, βάζει ολίγη από τελικόν νι.
«Καλά άσε», εγκαταλείπει ο Οινοκράτης.
Οι δύο συνεργάτες (είναι κάπως πρόωρο να μιλήσουμε για φιλία, αλλά το μέλλον άδηλον), έχουν εκκαθαρίσει πλέον το μεσημεριανό τους Άριστον, έχουν πιεί το περιεχόμενο των σκύφων τους (έτσι ώστε το ηθικό τους να πάρει την ανιούσα) και, ανταλλάσσοντας το κατάλληλο βλέμμα (πράγμα που στην περίπτωσή τους είναι μια μορφή επικοινωνίας αποτελεσματικότερη από τις άλλες), αποφασίζουν να προχωρήσουν στην (προσχεδιασμένη) δράση.
Μετά από αυτή την εξουθενωτική, όσο και κατατοπιστική πρόταση, δε μένει παρά να πούμε ότι τα δύο φιαλίδια με την απαστράπτουσα αιρετική χαχόμα έχουν ανασυρθεί από τους σάκους και έχουν τοποθετηθεί τώρα πάνω στο μικρό τραπέζι, ο δε Οινοκράτης ξεροβήχει, παίρνει βαθειά ανάσα και ετοιμάζεται να προκαλέσει το ενδιαφέρον των θαμώνων μιλώντας φωναχτά πάνω από τη γενική βαβούρα.
Τον εμποδίζει όμως η έλευση νέων πελατών που, ανασηκώνοντας το υφαντό παραπέτασμα της εισόδου, εισέρχονται τη στιγμή αυτή στο οινοποτείο. Είναι τρεις Έλληνες με ταξιδιωτική περιβολή, πιθανώς Μακεδόνες αν κρίνει κανείς από τις τεράστιες ¨καυσίες¨[7]που αφαιρούν από τα κεφάλια τους μπαίνοντας. Ο ένας είναι ογκώδης και προηγείται ανοίγοντας αυταρχικά δρόμο ανάμεσα στους πάγκους και τα τραπέζια, ο δεύτερος είναι νεότερος, ξανθωπός και κουτσαίνει ελαφρά παρά την ενισχυμένη σόλα στο αριστερό του σανδάλι και ο τρίτος, ένας κοντοκουρεμένος με μεγάλα αυτιά, τους ακολουθεί διερευνώντας ταυτόχρονα με το ανήσυχο βλέμμα του δεξιά κι αριστερά.
Ένας παχουλός αεικίνητος τύπος εμφανίζεται από την πόρτα που οδηγεί στην κουζίνα και απευθύνεται προς τους τρεις νεοφερμένους με ελαφρώς πελοποννησιακή προφορά.
«Από ’δω ευγενῐκοί μου πελάτες. Καλῐώς ήλθατε. Μικρέ, φέρε τρεις καρέκλῐες για τους κυρίους».
Οι τρεις βολεύονται σ’ ένα πρόσθετο τραπέζι, εκεί δίπλα, και παραγγέλνουν, ενώ στο μαγαζί επανέρχεται η συνηθισμένη βοή.
Ο Οινοκράτης ξεροβήχει, κορδώνεται ελαφρά για να αυξήσει την εμβέλεια της φωνής του και… ξαναμαζεύεται γιατί διαπιστώνει ότι η προσοχή του κοινού έχει τώρα προσελκυστεί από τρεις νεαρές, μια αυλητρίδα, μια κιθαρωδό και μια αοιδό, που περιβεβλημένες με κοντούς πτυχωτούς χιτώνες εμφανίζονται ως δια μαγείας σε μια μικρή εξέδρα στο βάθος της αίθουσας και αρχίζουν να εκτελούν τις τελευταίες αθηναϊκές μουσικές επιτυχίες.
‘Όμως, ύστερα από λίγο, οι θαμώνες επιστρέφουν στις συζητήσεις τους και ο χαοτικός θόρυβος επιστρέφει στο σύνηθες μέσο επίπεδο, συν κάποιες αποχρώσεις από το μη περσικό μουσικό χαλί της τριάδας.
Αυτή τη φορά, η φωνή του Οινοκράτη ακούγεται δυνατή και μάλλον αγανακτισμένη πάνω από τη γενική βαβούρα.
«Μα όχι σου λέω, όχι. Αν αληθεύουν αυτά που μου λες είναι πολύ επικίνδυνο. Πρέπει να διαθέτεις όρχεις τετράγωνους και στόμαχο σιδηρούν για να το δοκιμάσεις!»
«Εν τούτοις λέγω υμίν ότι τούτο αποτελεί προϊόν διασταυρώσεως. Ούτω διαβεβαιούσασι ημάς οι παπαράξαντες γεωργοί», απαντά επίσης φωναχτά ο Ασιάτης. «Άμπελος εξ Ελλάδος υποποβληθείσα εις εμβόλιμον εμβολιασμόν γηγενούς φυτού!»
«Να τα λες όλα. Όχι απλώς ¨φυτού¨. ¨Μυστηριώδους φυτού¨, πες καλύτερα. Και δε ξέρουμε καν εάν είναι ντόπιο. Φημολογείται ότι προέρχεται από την μυστηριώδη Ινδία!»
Ο Οινοκράτης καθώς ξεφωνίζει τα παραπάνω, ρίχνει μια κλεφτή περιστροφική ματιά ολόγυρα και διαπιστώνει ότι εκτός από δυο-τρία κεφάλια που έχουν στραφεί ερωτηματικά προς το μέρος τους με ύφος ¨τι έπαθαν αυτοί οι μαλάσσοντες και φωνασκούν;¨ οι υπόλοιποι μάλλον αδιαφορούν πανηγυρικά. Ωστόσο, παρατηρεί επίσης ότι τα ημικυκλικά φρύδια του συνδαιτυμόνα του ανεβοκατεβαίνουν, υποδεικνύοντας ότι, ακριβώς από πίσω, ο ένας από τους τρεις νεοφερμένους έχει στρίψει το κάθισμά του και τους παρατηρεί προσεκτικά.
Ο Οινοκράτης γυρίζει και αυτός πάνω στο στριμωγμένο του σκαμνί προς τον ξανθό Έλληνα της πλαϊνής συντροφιάς. «Καλά δε τα λέω αγαπητέ μου κύριε; Το εμπόριο έχει το ρίσκο του, δε λέω, αλλά το γουρούνι στο σακί καλό είναι να το αποφεύγουμε… έτσι δεν είναι;»
«Εσύ από πού είσαι;» Η ερώτηση προέρχεται από τον αυτιά με το ανήσυχο βλέμμα.
«Να σας συστηθώ», ανασηκώνεται ο Σικελός. «Κράτης, έμπορος Συρακούσιος. Από ’δω ο Ρόης, ο ντόπιος μεταφραστής μου∙ τον αγόρασα ευκαιρία αλλά κάνει αρκετά καλή δουλειά».
«Καλά το κατάλαβα», λέει ο αυτιάς στον ογκώδη, κάπως έτσι είναι η προφορά των ελληνικών στις Δυτικές Αποικίες. Βέβαια, μετράει και ποια είναι η μητρόπολη». Γυρίζει προς τον Σικελό: «Εσείς στις Συρακούσες κατάγεστε από τους Κορίνθιους αν δεν κάνω λάθος, έτσι δεν είναι;»
«Ναι, βέβαια», λέει βιαστικά ο Οινοκράτης που δεν θέλει να χάσει τον έλεγχο της συζήτησης. Και προσθέτει:
«Με ποιους έχω την τιμή;»
«Έμποροι και εμείς», λέει κοφτά ο ξανθωπός, χωρίς να διευκρινίσει άλλο. Μετά προσθέτει: Αυτή η ιδέα της προσαρμογής της αμπέλου μέσω διασταυρώσεως είναι ενδιαφέρουσα. Και εάν οργανωθεί συστηματικά μπορεί να αποβεί…»
«Λίαν ποπωφελής» πάει να συμπληρώσει ο Χοντρόης, αλλά μια φάπα από τον Οινοκράτη του υπενθυμίζει ότι οι δούλοι δεν ανακατεύονται απρόσκλητοι στις συζητήσεις των αφεντικών.
«Όλα εξαρτώνται από τα αποτελέσματα των σχετικών προσπαθειών, ευγενικέ μου κύριε», λέει ο Σικελός στον ξανθωπό.
«Κι αν κατάλαβα καλά», επιμένει εκείνος, «αυτό που έχετε εκεί είναι το τελικό προϊόν ενός τέτοιου πειραματισμού των ιθαγενών γεωργών».
«Βεβαίως!»
«Καλά, πότε πρόλαβαν;», παρεμβαίνει δύσπιστος ο αυτιάς.
«Α, οι προσπάθειες άρχισαν πριν από την εκστρατεία», επινοεί ο επινοητικός Οινοκράτης. «Για να ικανοποιήσουν τη ζήτηση από τη μεριά των χιλιάδων Ελλήνων μισθοφόρων που υπηρετούσαν κατά καιρούς τους τοπικούς άρχοντες, βασιλιάδες και σατράπηδες».
«Δε μου λες ω Κράτη», παίρνει τώρα το λόγο ο ογκώδης, τον οποίο απ’ ό, τι φαίνεται οι χρυσαφιές ανταύγειες των φιαλιδίων δεν αφήνουν αδιάφορο, «εγώ ξέρω ότι οι Κορίνθιοι δεν φτιάχνουν μόνον καλό κρασί, ξέρουν και να το πίνουν. Τώρα, εκεί στις Συρακούσες, την ξεχάσατε την τέχνη της πόσης; Τι είναι αυτά που ακούμε; -τι ¨ακούμε¨, μας ξεκούφανες- φοβάσαι να πιείς από αυτό το δειγματάκι που έχεις εκεί πέρα;»
«Να πιώ; Α πα πα! ευγενικέ μου κύριε».
«Και τι θα έλεγες αν το δοκιμάζαμε εμείς», παίρνει το λόγο ο ξανθωπός χαμογελώντας, ενώ δυο μικροί άσωτοι και ευτράπελοι δαιμονίσκοι εμφανίζονται στιγμιαία στο βλέμμα του.
«Σε αυτήν την περίπτωση, εξ ίσου αγαπητέ μου κύριε, θα πρέπει να δηλώσετε μεγαλοφώνως ότι το πίνετε με δική σας πρωτοβουλία και ευθύνη», διευκρινίζει ο προνοητικός Οινοκράτης.
Ο Ξανθός απλώνει το χέρι του και παίρνει τα δύο φιαλίδια από το τραπέζι των δύο, ας πούμε διστακτικών, εμπόρων και μετά δίνει το ένα στον μετρίως γιγαντιαίο συνοδό του.
«Κάνθαρε, για κάνε μια δήλωση».
Ο ογκώδης σηκώνεται όρθιος, ενώ ο αυτιάς, που επίσης σηκώνεται, αρχίζει να χτυπάει παλαμάκια. Μερικοί από τους θαμώνες γυρίζουν προς το μέρος τους.
«Ο πατριώτης από ’δω», αρχίζει ο Κάνθαρος με βροντερή φωνή, «έχει κρασάκι ανάμικτο, ελληνικό και ντόπιο, και φοβάται να το δοκιμάσει γιατί του είπανε, λέει, κάτι για ασιατικά μυστήρια και τα τοιαύτα! Ας γελάσω, χα, χα, χα! Εγώ λέω να του το δοκιμάσουμε εμείς, τι λέτε;»
«Ναι», «ναι», «δώσε» «βάλε», απαντούν κάποιοι, ενώ όλο και περισσότεροι προσέχουν το εν εξελίξει χαριτωμένο επεισόδιο.
Ο ξανθωπός κάνει ένα παρακινητικό νεύμα στον σχεδόν τεράστιο και εκείνος σηκώνει το φιαλίδιο και πίνει μια γερή γουλιά.
Για μια στιγμή μένει ακίνητος. Μετά ανοίγει διάπλατα τα μάτια του όπου ένας προσεκτικός παρατηρητής θα διέκρινε δύο κοχλιοειδείς όφεις να περιστρέφονται βουστροφηδόν. (Ας σημειώσουμε όμως ότι οι προσεκτικοί παρατηρητές σπανίζουν αυτήν τη στιγμή στο οινοποτείο). Μετά, ένα όλβιο χαμόγελο απλώνεται στο πρόσωπό του.
Ύστερα ομιλεί και λέει με πειστική μακαριότητα:
«Με λένε Κάνθαρο και είμαι καλά!»
Αυτές οι λέξεις και κυρίως το ευτυχές ύφος του συντρόφου του, οδηγούν τον αυτιά με το ανήσυχο βλέμμα στο να ξεπεράσει τους έμφυτους ενδοιασμούς του και να αρπάξει το φιαλίδιο από το χέρι του Κάνθαρου.
«Υγιαίνομεν», λέει και κατεβάζει μια επίσης ικανοποιητική δόση.
«Εις υγείαν», του απαντούν οι από κάτω.
Αυτή τη φορά δεν είναι αναγκαίοι οι τυχόν προσεκτικοί παρατηρητές. Οποιοσδήποτε μπορεί να δει τα ώτα του αυτιά, τα οποία, αφού πρώτα πέσουν σαν μαραμένα φύλλα, αρχίζουν να ανασηκώνονται αργά, ως ιστία αποπλεούσης τριήρους, κοκκινίζοντας όλο και πιο έντονα.
«Είμαι ο Σωσίβιος», αναφωνεί το άλικο ιστιοφόρο. «Μέχρι στιγμής ήμουν ανήσυχος και ανιχνευτικός σωματοφύλακας. Τώρα είμαι απλώς αλλού!»
Οι καταπόσεις έχουν πλέον τραβήξει το ενδιαφέρον ολόκληρης της αίθουσας.
Μερικοί χειροκροτούν, άλλοι ποδοκροτούν, άλλοι απλώς επιδοκιμάζουν, άλλοι πάλι, θέλουν να δοκιμάσουν κι αυτοί. Μια παρέα νεαρών στο βάθος αρχίζει να φωνάζει χορηδόν: «Κέ-ρα-σμα, κέ-ρα-σμα!»
Ο ανοιχτόχρωμος νεαρός μοιάζει να έχει μια ιδέα. Κάνει νόημα στον κάπελα που έχει εμφανιστεί στην πόρτα της κουζίνας για να δει τι τρέχει, και καθώς αυτός πλησιάζει του παραγγέλνει μια μεγάλη γαβάθα κρασί, την πιο μεγάλη που διαθέτει, και μια κουτάλα.
«Έγινῐε», απαντάει εκείνος και εξαφανίζεται προκειμένου να επιστρέψει σε λίγο κρατώντας με τη βοήθεια ενός σερβιτόρου ένα είδος γαλατικής χύτρας γεμάτης με αραιωμένο κοκκινέλι.
Ο ξανθωπός στηρίζεται στο τραπέζι και σηκώνεται όρθιος. Ύστερα κάνει δύο πράγματα στη σειρά:
Πρώτα απευθύνεται στο κοινό του οινοποτείου.
«Κέρασμα θέλετε; Εντάξει, κάτι μπορεί να γίνει!»
Ξεταπώνει το φιαλίδιο που κρατάει ο ίδιος και το σηκώνει ψηλά, έτσι ώστε να θαυμάσουν όλοι τις χρυσαφιές του ανταύγειες∙ μετά το αναποδογυρίζει στη χύτρα. «Πιάσε την κουτάλα, ανακάτεψέ το καλά και γέμισέ τους τα ποτήρια», λέει στον κάπελα.
Από κάτω σηκώνεται αν όχι μια θύελλα, τουλάχιστον μία βροχή επιδοκιμασιών και εγκρίσεων.
Ύστερα ο νεαρός παίρνει από τα χέρια του αποσβολωμένου Σωσίβιου το φιαλίδιο με την εναπομείνασα αιρετική Χαχόμα και το κατεβάζει μονοκοπανιά, σα να ήταν σκυθική ¨βότακα¨.
Αισθάνεται τα μάτια του να διαστέλλονται. Για μια στιγμή αισθάνεται κάτοχος του απώτερου νοήματος της Ζωής και του Σύμπαντος και των Πάντων, αλλά δυστυχώς δεν διαθέτει τις κατάλληλες λέξεις για να κοινοποιήσει αυτήν την στιγμιαία ενόραση στους συνανθρώπους του. Ωστόσο τον καταλαμβάνει μια έντονη ανάγκη να δηλώσει κάτι, οτιδήποτε, ο, τι του έρχεται πρώτο στο στόμα:
«Είμαι ο Άρπαλος και από μένα μπορείτε να τα περιμένετε όλα» λέει. «Πράγματι, είμαι εδώ, στα Σούσα για να συμμετάσχω σε μία συνομωσία!»
Εάν οι συνθήκες που επικρατούν αυτήν τη στιγμή στο εσωτερικό του οινοποτείου ήταν φυσιολογικές, ίσως κάποιος να αντιδρούσε σε αυτές τις δηλώσεις και να υπέβαλε στον δηλωσία κα’να διευκρινιστικό ερώτημα, του τύπου:
¨Συγγνώμη κύριε Άρπαλε, για ποια συνομωσία είπατε;¨
ή ακόμη και:
¨Μα, είστε ο Άρπαλος του Μαχάτα; το γνωστό μέλος του στενού κύκλου του βασιλιά Αλέξανδρου;¨
Όμως οι θαμώνες είναι απασχολημένοι, άλλοι να σχηματίζουν μια διεκδικητική θορυβώδη ουρά μπροστά στη χύτρα και άλλοι να γεμίζουν και να καταναλώνουν ήδη το μείγμα που τους προσφέρει ο εστιάτορας με την κουτάλα. Αυτοί οι τελευταίοι δεν αποσβολώνονται, δεδομένου ότι η Χαχόμα που καταπίνουν είναι αρκούντως αραιωμένη (θα πέσουν ξεροί λίγο αργότερα), αλλά επιδίδονται σε μια σειρά απρόβλεπτων όσο και αυθόρμητων συμπεριφορών που επαυξάνει κατακόρυφα το γνωστό χάος του οινοποτείου.
Ωστόσο, υπάρχει τουλάχιστον ένας που παρατηρεί εξεταστικά τις εξελίξεις. Πρόκειται φυσικά για τον Οινοκράτη, ο οποίος δεν παρατηρεί μόνον, αλλά και κρατάει σημειώσεις. Για να τα καταφέρει χρησιμοποιεί μια πλακέτα αλειμμένη με κερί γραφής (που έβγαλε απ’ το σάκο του) και το μικρό στιλέτο με τη βοήθεια του οποίου ξεκοκάλιζε πριν λίγο τα πιτσουνάκια.
Στην πλακέτα έχει ήδη αναγράψει τα εξής:
Κατάποση αμιγούς αιρετικής χαχόμας από τρεις εθελοντές:
Ποσότης: Λίγοι κυβικοί δάκτυλοι έκαστος (περίπου ένα τρίτο του φιαλιδίου).
Ορατές επιπτώσεις:
α. Αποσβόλωση; ναι
β. Απουσία από τα εδώ δρώμενα και προσωρινή μετάβαση σε άγνωστες σφαίρες της ύπαρξης; πιθανόν
γ. Παραληρηματικές ανακοινώσεις; μάλλον
δ. Επαληθ…
Σε αυτό ακριβώς το σημείο συνειδητοποιεί τις δηλώσεις του τρίτου εθελοντή πότη, που μόλις άκουσε. Ανασηκώνει το κεφάλι του και κοιτάζει τον προσωρινά αποχαυνωμένο.
Μα ναι, αυτό το όνομα το έχει ξανακούσει. Άρπαλος! Το αναφέρει που και που ο Εύελπις. Συχνά με απέχθεια και ακόμη πιο συχνά με περιφρόνηση. Μα δεν είναι ο χωλός φίλος του Αλέξανδρου, αυτός που ήταν μπλεγμένος σε ένα μεγάλο οικονομικό σκάνδαλο;
Μα ναι, αυτός είναι!
Τι θέλει άραγε εδώ πέρα και μάλιστα υποδυόμενος τον έμπορο;
Αλλά… είπε, (δεν είπε;) και κάτι για μια συνομωσία που εξυφαίνεται…
Ο Οινοκράτης μαζεύει βιαστικά τα πράγματά του και λέει ψιθυριστά στο αυτί του Χοντρόη: «Δικέ μου, πρέπει να φύγω αμέσως. Συμβαίνει κάτι σημαντικό και πρέπει να ειδοποιήσω τον Εύελπι. Πληρώνω το λογαριασμό και έφυγα. Εσύ μείνε και παρατήρησε προσεκτικά τι θα γίνει στη συνέχεια. Θα μου τα πεις αναλυτικά στο σπίτι».
«Έσο ήσυχος» του απαντά καθησυχαστικά ο Ασιάτης. «Παπαρατηρήσω πάπαντα»
Όπως θα έχετε παρατηρήσει και εσείς, ιστοριόφιλοι αναγνώστες, ο Χοντρόης έχει μια προφανή αδυναμία στις συλλαβές πα, και πο και πι, τις οποίες, ποιος ξέρει για ποιο λόγο, θεωρεί ως απαραίτητες συνιστώσες της ελληνικής γλώσσας. Δεν χάνει λοιπόν ευκαιρία να τις αρθρώνει, συνήθως ως διακοσμητικό αναδιπλασιασμό μπροστά από λέξεις που περιέχουν ένα τουλάχιστον πι και που τον εμπνέουν. (Ο Οινοκράτης πιθανολογεί ότι ο παλιότερος έλληνας αφέντης του Σφαιροειδούς, εκείνος κοντά στον οποίο έμαθε τα ελληνικά(;), πρέπει κατά κάποιο τρόπο να τραύλιζε).
Απόψε όμως ο Χοντρόης δεν έχει ανάγκη από τέτοιες λέξεις-αφορμή προκειμένου να εκφέρει μια ολόκληρη ακολουθία από πιποφόρα επιφωνηματικά, όπως:
«Πα πα πα πά!!!»,
«Πω πω πω πω!!!»,
καθώς και άλλα παραπλήσια.
Το θέαμα-ακρόαμα που μπορεί να απολαύσει όποιος, μη έχοντας υποστεί την επιρροή της αιρετικής Χαχόμα, είναι σε θέση να παίξει το ρόλο του (νηφάλιου) θεατή-ακροατή, είναι ομολογουμένως απολαυστικό!
Συγκεκριμένα:
Ορισμένοι θαμώνες, μόλις καταπιούν γουλιές από το κέρασμα, παρουσιάζουν την τάση να εξομολογηθούν αυθορμήτως τις στιγμιαίες έλξεις ή απωθήσεις που τους εμπνέει ο πλησιέστερος άλλος (ενδιαφέρον- αδιαφορία, συμπάθεια-αντιπάθεια, έλξη-απώθηση, κλπ. ). Όλα αυτά εκφέρονται ως επί το πλείστον με επιφωνήματα, τα οποία ως ευκόλως εννοούμενα, λέω να παραλείψω.
Αυτός ο άλλος όμως, ούτε κολακεύεται ούτε θυμώνει, αλλά διατυπώνει με τη σειρά του, όσο πιο φωναχτά μπορεί, την αντίστοιχη άποψή του στον προηγούμενο, εάν βέβαια αυτός είναι ακόμη εκεί και δεν έχει μετακινηθεί ώστε να βρει κάποιον τρίτο για να του την πει κι αυτουνού με ειλικρίνεια και αυθορμητισμό.
Βέβαια η επιλογή του καθένα δεν είναι τελείως τυχαία, δεδομένου ότι, για παράδειγμα, οι απλοί φαλαγγίτες, προτιμούν να την πουν στους λοχίες και τους λοχαγούς τους.
Πάντως, σιγά σιγά, το πολυπληθές ανδρικό κοινό του οινοποτείου (με κάποιες βέβαια εξαιρέσεις) καταλήγει να εκφράζει τον ενδόμυχο και απαλλαγμένο αναστολών θαυμασμό του, συγκεντρωμένο γύρω από τις σχετικά λίγες σερβιτόρες και καλλιτέχνιδες του προσωπικού. Αυτές, αν και δεν έχουν πιει από τη χύτρα, ενθουσιάζονται από την αποψινή ανταπόκριση στην γοητεία τους και επιδίδονται σε ακραίους ακκισμούς και τσαλιμάκια.
Οι λικνιστικές αυτές κινήσεις δεν αργούν να μετατραπούν σε χορό, ο οποίος επίσης δεν αργεί να εξελιχθεί σε συλλογικό κωμικό χορόδραμα με τη συνοδεία αυτοσχέδιων κρουστών οργάνων (τραπέζια, σκαμνιά, πλάτες, γλουτοί ή κεφαλές παρακειμένων συνδαιτυμόνων).
Οι μόνοι που δεν συμμετέχουν είναι οι τρεις έλληνες που έχουν πιει την αναραίωτη Χαχόμα, οι οποίοι έχουν μεν καταρρεύσει εξαντλημένοι στα καθίσματά τους, αλλά κάθε τόσο αναδεύονται και εξαπολύουν ψιθυριστά κάποια επιπλέον εξομολόγηση που δεν ακούγεται.
Σε μια στιγμή ένας αξύριστος σωματώδης οδοιπόρος πλησιάζει τον Χοντρόη και αρχίζει να του εκφράζει τον ανυπόκριτο θαυμασμό για την έλξη που ασκούν οι τέλειες ομόκεντρες καμπύλες του.
«Πα πα πα!» αντιδρά εκείνος και αποδρά ολοταχώς από το οινοποτείο, χάνοντας έτσι την τελική φάση του επεισοδιακού συμβάντος, η οποία δεν θα αργήσει να επέλθει: Ενώ όλα δείχνουν ότι το παράξενο γλέντι θα εξελισσόταν σε ένα μεγαλοπρεπές αυτοσχέδιο όργιο, οι συμμετέχοντες αρχίζουν να πέφτουν ένας ένας σε ξαφνικό, βαθύ, ληθοφόρο λήθαργο, με τελικό αποτέλεσμα οι θηλυκές πρωταγωνίστριες να απομείνουν ολομόναχες, μάλλον απογοητευμένες και επιπλέον με τον Κορίνθιο να τους φωνάζει ότι κάποτε επιτέλους πρέπει να μπει κάποια τάξη εκεί μέσα!
[1] Τραγήματα: Μεζέδες, προσφάγια.
[2] Πρωϊνός Ακρατισμός: Ψωμί βουτηγμένο σε άκρατο (μη αραιωμένο) κρασί, συνηθισμένο ελληνικό πρωϊνό.
[3] Άριστον: Το μεσημεριανό γεύμα.
[4] Άρτυμα: Καρύκευμα, μυρωδικό.
[5] Σκύφοι άωτοι: Ευρύχωρα κωνικά ποτήρια χωρίς αυτιά-λαβές.
[6] Γάρος ή γάρον: Δημοφιλής κατά την αρχαιότητα σάλτσα, με βάση μικρά ψάρια διατηρημένη στο αλάτι και αραιωμένη με νερό, ή κρασί, ή λάδι.
[7] Καυσία: Ένα είδος αρχαιοελληνικού ¨σομπρέρο¨ (με την ίδια εξάλλου λειτουργία, την προστασία από τον ήλιο και τον καύσωνα) στο οποίο είχαν αδυναμία οι Μακεδόνες. Εξ αιτίας αυτού του καπέλου οι Πέρσες αποκαλούσαν τους Μακεδόνες Yauna takabara , δηλαδή Έλληνες με καπέλα σε μέγεθος ασπίδας.
Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: Αρπαλος, Αφήγημα, Ιστορικό μυθιστόρημα, Κύλικες και Δόρατα, Οινοκράτης, Οινομαγειρείο, Χαχόμα, Χιούμορ | Leave a Comment »
Posted by vnottas στο 31 Ιουλίου, 2015
Σας έφτιαξα μια ελεύθερη (εννοείται!) προσαρμογή στα ελληνικά του ¨Si può¨ των Giorgio Gaber και Sandro Luporini, που πρωτογράφτηκε το μακρινό 1976 και συμπεριλήφθηκε -ανανεωμένο σε ενθουσιασμό και επιχειρήματα- το 2001 στο άλμπουμ La mia generazione ha perso (Η γενιά μου έχασε).
ΜΠΟΡΕΙΣ!
Μπορείς, να ‘σαι λεύτερος σα τον αέρα, μπορείς
Μπορείς, η Ιστορία δεν πάει παραπέρα, μπορείς
*
ΕΓΩ;
Ό, τι θέλω επάνω μου βάζω
τα ταμπού με τη μία τα σπάζω
το ριζικό μου μόνο εγώ τo ελέγχω
το κινητό το πιο κουλ μόνο εγώ
το κατέχω
*
Μπορείς,
στον αγροτουρισμό, αμα θέλεις, ν’ ασχοληθείς
Μπορείς,
και στο βουδισμό (άμα λάχει) να προσηλυτιστείς
Μπορείς,
σε ριάλιτι παιχνίδι να μπλέξεις
Μπορείς,
και σαν άστρο -για λίγο- να φέξεις
*
Ένα κάτι τι μοναχά θα σου φτάσει
και κανείς δε θα μπορεί να σε πιάσει
αρκεί ένα τοκ σόου σε άγριο ρυθμό
για να ζωντανέψει ξανά μεσ’ στο ξεφωνητό
κάτι απ’ αυτό που εσύ ονομάζεις κουλτούρα
ή και
πολιτισμό
*
Άμα θες λεφτά, σου φτιάξαμε το Λόττο
Για σένα θα ‘χει πάντα και μπαστούνι
και καρότο
Κάτι βομβαρδισμούς (καθώς πρέπει) φτάνει μόνο ν’ ανεχτείς
και θα μπορείς μετά να λες πως είσαι Μέγας
Ειρηνιστής
*
Μπορείς,
τον κάθε μύθο πια να ξεπεράσεις
Μπορείς,
τον κάθε τραβεστί ¨αισθητικά¨ να απολαύσεις
Μπορείς,
Τζιόβενο στα εξήντα να το παίξεις
Μπορείς,
σε πορνοστάρ τη γιαγιά σου να μετατρέψεις
*
Κάποτε είχαμε και Ιστορία
αγώνες λαϊκούς, τέχνη, παιδεία
ποιος άλλος θα μπορούσε επομένως
όλα να τ’ αλλάξει με το δικό μας μένος;
(άρκεσε να πνίξουμε την Ουτοπία!)
*
Μπορείς, να ‘σαι λεύτερος σα τον αέρα, μπορείς
Μπορείς, η Ιστορία δε πάει παραπέρα, μπορείς
*
Λευτεριά, λευτεριά, λευτεριά
Λευτεριά με το ζόρι…
*
Άλλαξες, δεν έχεις πια προκαταλήψεις
δεν έχεις πια θεό, αναστολή καμία…
Μα, να σου ο φόβος, να κι οι Αποκαλύψεις
(του Ιωάννη)
να σου κι ο Ίλιγγος που γδέρνει τις αισθήσεις
να σου κι η ¨παρά φύσει¨ επιθυμία
μια κάποια Ηθική να επινοήσεις!
*
Ουτοπία, ουτοπία, ουτοπία, πία, πία, πία…
*
Μπορείς τη μύτη (κι ό, τι άλλο) να τρυπήσεις
Μπορείς πολιτική να κάνεις με δημοσκοπήσεις
Μπορείς βυζιά και κώλους να ανανεώσεις
Μπορείς ν’ αλλάξεις φύλο, με μιας ή και με δόσεις
*
Σε κάθε ταραχή της κοινωνίας
καθένας λέει το μακρύ και το κοντό του
όλοι μας μέλη της μεγάλης Χορωδίας
κι αυτό θα γίνεται τουλάχιστον ως ότου
θα ξεπουλάμε ως ¨συρμό¨ τη δυστυχία
*
Μπορείς
στα γυμναστήρια να χτυπιέσαι κάθε μέρα
Μπορεί
των πορνοσάιτ να ‘χεις πάρει τον αέρα
Μπορεί
πριν απ’ τις εκλογές,
-μία απ’ τα ίδια-,
να ανταλλάσουμε βρισιές σαν γνήσια αρχίδια
*
Μπορείς
να στέλνεις λόγια τώρα πέρα ως πέρα
Μπορεί
του διανοούμενου να ‘κλεψες τη μανιέρα
κι αν άλλοι, άλλοτε, ζωγράφιζαν εικόνες
εσύ μπορείς τον Πανικό
να σπέρνεις στις οθόνες
***
Εν κατακλείδει…
Ενάντια στις ιδεολογίες όλες
-που ‘ναι κατάλοιπα παλιότερων καιρών-
η επινόηση που τώρα έχει ¨δέσει¨
(και μας αρέσει),
είναι η Χούντα αυτή εδώ των Αγορών
*
Μπορείς, να ‘σαι λεύτερος σα τον αέρα, μπορείς!
Η Ιστορία στοπ∙ δε πάει παραπέρα, μπορείς!
***
Αλλά… Πού ακούστηκε…;
Με όλες αυτές τις ελευθερίες που έχετε
να θέλετε να σκέφτεστε κι ελεύθερα;;;!!!
***
*
*
Si può
Si può siamo liberi come l’aria, si può.
Si può siamo noi che facciam la storia, si può.
Si può io mi vesto come mi pare
Si può sono libero di creare
Si può son padrone del mio destino
Si può ho già il nuovo telefonino, si può.
Si può occuparsi di agriturismo
Si può fare il tifo per il buddismo
Si può con un gioco televisivo
Si può inventare ogni giorno un divo, si può.
Basta uno spunto qualunque
E la nostra fantasia non ha confini.
Basta un talk-show un po’ scadente
E noi perpetuiamo allegramente
La creatività dei popoli latini.
Si può far miliardi con l’Enalotto
Si può esser vittima di un complotto
Si può far la guerra per scopi giusti
Si può siamo autentici pacifisti, si può.
Si può trasgredire qualsiasi mito
Si può invaghirsi di un travestito
Si può fare i giovani a sessant’anni
Si può far riesplodere il sesso ai nonni, si può.
Con alle spalle una storia esaltante
Di invenzioni e di coraggio
È naturale che poi siamo noi
Che possiamo cambiar tutto
A patto che ogni cosa vada sempre peggio.
Si può siamo liberi come l’aria, si può
Si può siamo noi che facciam la storia, si può.
Libertà, libertà, libertà
Liberta obbligatoria.
Sono assai cambiato sono così spregiudicato
Sono infedele sono matto posso far tutto.
Viene la paura di una vertigine totale
Viene la voglia un po’ anormale
Di inventare una morale.
Utopia… Utopia… Utopia…pia…pia…
Si può ricoprirsi di gran tatuaggi
Si può far politica coi sondaggi
Si può liberarsi e cambiare ruolo
Si può rinnovarsi le tette e il culo, si può.
Per ogni assillo o rovello sociale
Sembra che la gente goda.
Tutti che dicon la loro facciamo un bel coro
Di opinioni fino a quando
Il fatto non è più di moda.
Si può far ginnastica un’ora al giorno
Si può collegarsi coi siti porno
Si può a ridosso delle elezioni
Si può insultarsi come coglioni, si può.
Si può far discorsi convenzionali
Si può con il tono da intellettuali
Si può dare al mondo un messaggio giusto
Si può a livello di Gesù Cristo si può.
Contro il gran numero di ideologie
Che noi abbiamo rifiutato
L’unica grande invenzione davvero efficace
E che ci piace è
Questa dittatura imposta dal mercato.
Si può siamo liberi come l’aria, si può
Si può siamo noi che facciam la storia, si può.
…ma come, con tutte le libertà che avete
Volete anche la libertà di pensare?.
Posted in Τζόρτζιο Γκάμπερ στα ελληνικά | Με ετικέτα: Απόδοση, Λόγια τραγουδιών, Μετάφραση, Στίχοι, Τραγούδι, Χιούμορ | Leave a Comment »
Posted by vnottas στο 3 Φεβρουαρίου, 2015
Ο αρχιτέκτονας Βασίλης Μεταλλινός από τη Θεσσαλονίκη, όταν του την δίνει, καβαλάει μια μοτοσικλέτα και χάνεται στην κίτρινη ανταύγεια των εξωτικών δρόμων . Εδώ αφηγείται (με χιούμορ) το τελευταίο μέρος της πρόσφατης εξόρμησής του στις μακρινές Ινδίες.
6.30′ το πρωί. Ξυπνάω σ’ ένα παγωμένο δωμάτιο, με τη σόμπα κλειστή. Παίζω τους διακόπτες και διαπιστώνω ότι δεν έχει ρεύμα. Ντύνομαι γρήγορα για να κατέβω στη ρεσεψιόν και βγαίνοντας απ’ το δωμάτιο, διαπιστώνω ότι ο εξωτερικός γενικός διακόπτης του δωματίου είναι κατεβασμένος. Αυτός ο άθλιος ο ξενοδόχος, μόλις είδε ότι κοιμήθηκα έκλεισε τον διακόπτη για να κάνει οικονομία στο ρεύμα, που είχα πληρώσει με το παραπάνω! Το πρόβλημα ήταν ότι τα ρούχα μου ήταν ακόμη υγρά…
Κατεβαίνω στη ρεσεψιόν-στάνη, όπου μια κόλαση από έρποντα σεμεδάκια με Ινδουιστικές θεότητες και πίνακες με τοπία και θαλασσογραφίες απελπιστικής κοινοτυπίας, έδιναν έναν τόνο εξωτικής μελαγχολίας στην κίτς διακόσμηση του χώρου. Δεν υπάρχει ψυχή και αρχίζω να φωνάζω «mister mister» χτυπώντας και το χέρι μου στον γκισέ. Ομολογώ …λίγο δυνατά. Βγαίνει έξω τσαμπουκαλεμένη, μια υστερική λεβεντοκατίνα και μου λέει τσιριχτά τι θέλω πρωινιάτικα. Της λέω τι συμβαίνει με το ρεύμα και να μου δώσει πίσω τα 6 ευρώ που πλήρωσα μπροστάντζα για την ηλεκτρική σόμπα μαζί με το νοίκι του δωματίου. Το βοδίσιο πρόσωπό της συσπάται και τραντάζεται καθώς καγχάζει με ένα γέλιο παροξυσμικό σαν λόξιγγας και φωνάζει τον άντρα της.
Αυτός εμφανίζεται σαν δαρμένο ημίαιμο και αφού του επαναλαμβάνω το κουπλέ, μου το παίζει λυπημένος γι’ αυτό που συνέβη αλλά χωρίς καμία ευθύνη για το ποιός μπορεί να έκλεισε κατά λάθος τον εξωτερικό διακόπτη. Ισιώνει νευρικά τη λιγδιασμένη φράντζα του και μου ξεκαθαρίζει ότι δεν τίθεται θέμα επιστροφής του 6ευρου γιατί μπορεί να έκλεισε ο διακόπτης σήμερα νωρίς το πρωί.
Του ζητάω ένα σεσουάρ για να στεγνώσω το δερμάτινο τζάκετ, που πήρε υγρασία από τις ραφές και μ’ ένα double action μογγολικό χαμόγελο λύπης-κατανόησης μου λέει ότι …δεν χρησιμοποιούν σεσουάρ.
Εγώ έχω «φορτώσει», χωρίς καφέ, νηστικός και τουρτουρίζοντας με το υγρό δερμάτινο μπουφάν πάνω από ένα t-shirt και με μιά απότομη κίνηση εκνευρισμού σηκώνω το φερμουάρ προς τα πάνω, ρωτώντας του πως θα ταξιδέψω πρωινιάτικα σ’ αυτή την κατάσταση. Το φερμουάρ καβαλάει τα δόντια της δεξιάς σειράς και παραδίδει το πνεύμα.
Αυτό μου έλειπε τώρα! Μετά από 11 χρόνια, βρήκε την κατάλληλη στιγμή να χαλάσει. Δεν βρίσκω κανένα νόημα να συνεχίσω τα μπινελίκια γιατί το πρόβλημά μου χοντραίνει και δεν με συμφέρει να τα σπάσω τελείως με το ζεύγος. Ζητάω από τη συμπρωταγωνίστρια της φαρσοκωμωδίας που εκτυλίσσεται στη ρεσεψιόν, μια κλωστή και μια μεγάλη βελόνα για να ράψω το τζάκετ στη μέση, ώστε να παραμείνει κλειστό στο ταξίδι.
Μ’ ένα ειρωνικό βλέμμα και παίζοντας αυτάρεσκα με μια αρμαθιά κλειδιών των δωματίων, απομακρύνεται σ’ έναν διάδρομο γεμάτο γλάστρες με φυτά, σαν πειραματικό εργαστήριο Γεωπονίας και επιστρέφει σε τρία λεπτά λέγοντάς μου ότι δεν της τα γύρισαν κάτι Ιταλοί και του κώλου τα εννιαμ…
Πέφτει σιωπή …ν’ ακούς ποντίκι να κλάνει στη κουζίνα!
Φωνάζει ξαφνικά κάτι στα hindi κι εμφανίζεται μια μικροκαμωμένη κοπελίτσα, σαν να βγήκε από κουτί δημητριακών! Mιλάνε μεταξύ τους και μου πετάει το δράκο ότι με 20 δολάρια θα μπορούσε να μου αντικαταστήσει το φερμουάρ μ’ ένα καινούργιο, μέχρι το μεσημέρι. Ο ξενοδόχος εξαφανίζεται και κοιτάζω μιά το τραγελαφικό βλέμμα παρθένας στο πρόσωπο της συζύγου του και μιά το πρόσωπο της νεοαφειχθήσας ενζενί της ληστρικής συμμορίας ξενοδόχων.
Δεν πέσανε σε καλή μέρα για να …βγούν στις αγορές!
Ρίχνω ένα περιφρονητικό βλέμμα στο -εν βουλιμία δυτικού συναλλάγματος- αναίσχυντο δίδυμο και βγαίνω στο δρόμο. Πάω στην αυλή που είναι παρκαρισμένη η μηχανή. Ψάχνω τριγύρω και βρίσκω λίγο σύρμα. Ανεβαίνω στο δωμάτιο και το περνάω κόμπο σε 3 σημεία του δερμάτινου τζάκετ, με τρόπο ώστε να παραμένει όσο γίνεται πιό κλειστό.
Φτιάχνω έναν ντάμπλ πάουερ καραβίσιο. Ανοίγω το παράθυρο να φέρω τη σακούλα με τις μπανάνες και τα κικιρίκια από το περβάζι και βλέπω τη σακούλα στην απέναντι ταράτσα, με τις φλούδες από τις μπανάνες δίπλα στα τσόφλια από τα κικιρίκια… Οι μαϊμούδες!
Δεν είναι η μέρα μου μΕ φαίνεται…
Χθες βράδυ πριν με πάρει ο ύπνος είδα στον Lonely Planet την πόλη Agra. Ένα πρώτο βήμα στην επαρχία Uttar Pradesh με στόχο το μυθικό Varanasi πάνω στον Γάγγη.
Τα 400-450 χλμ μέχρι την Agra, αποτελούν ένα αρκετά χορταστικό μενού για ημερήσια οδήγηση στην Ινδία… Δεν έχω παρά να περάσω περιφερειακά το Δελχί και να πιάσω την Taj express highway.
Ντύνομαι με τα χθεσινά μισοβρεγμένα ρούχα, παίρνω το σακίδιο και κατεβαίνω στο ισόγειο. Το τρίο, παρακολουθεί στην τηλεόραση μια ταινία του Bollywood, ενώ με κρυφό βλέμμα επ’ ώμου, αισθάνομαι να με παρακολουθεί η μοσχαροκεφαλή. Τους γράφω σε στρατηγικό σημείο και βγαίνω έξω αφήνοντας πίσω μου την αμείληκτη καταθλιπτική εικόνα της ρεσεψιόν.
O ήλιος αρχίζει ν’ ανεβαίνει. Η μέρα είναι ιδανική για ταξίδι με μηχανή.
Πατάω τη μίζα… Ακούω το γουργουρητό του κινητήρα. Η διάθεσή μου φτιάχνει…
Βολεύω το σακίδιό μου στην πλάτη, βάζω ταχύτητα κι ανοίγω το γκάζι καταφεύγοντας και πάλι στο ήσυχο άσυλο της μοναχικής περιπλάνησης…
Agra, Lucknow, Varanasi, Kanpur. Εννέα υπέροχες μέρες, με καταπληκτικό καιρό στο Uttar Pradesh.
Μπαίνοντας στην Agra, βλέπω έναν ακάλυπτο χώρο μπροστά από ένα ξενοδοχείο στην παλιά πόλη, σταματάω και ρωτάω την τιμή. Μου δείχνουν ένα δωμάτιο που μυρίζει καινουργίλα (το πρώτο στο ισόγειο), βολεύω και την μοτοσυκλέτα στον ακάλυπτο και σε 3 λεπτά μπαίνω με το σακίδιό μου χαρούμενος ως εις ανθοκήπιον παιδικής χαράς. Τα λίγα οικοδομικά υλικά, στόκοι, μπογιές και συρόμενη σκαλωσιά στον διάδρομο δεν με χάλασαν, μπροστά στον ενθουσιασμό μου για το ολοκαίνουργο δωμάτιο και την οικονομική τιμή.
Κι όμως, ήτανε γραμμένο να το ζήσω κι αυτό. Ολόκληρο το ξενοδοχείο ήταν υπό ανακαίνιση. Παντού υπήρχαν συνεργεία που δούλευαν μέχρι της 10.30′ το βράδυ με σφυριά, φωνές και κομπρεσέρ… Απλά ετοίμασαν το πρώτο δωμάτιο του διαδρόμου και ήμουν ο μοναδικός πελάτης σ’ ένα ξενοδοχείο γιαπί! Έτσι εξηγώ εκ των υστέρων την επιμονή του οσφυοκάμπτη ρεσέψιον μπόι, να μου ζητάει με έγκαυλη ευγενική πίεση τα χρήματα μπροστάντζα…
Δεν με πείραξε καθόλου! Ολόκληρη τη μέρα περπατούσα…Αλήτεψα στα απίστευτα chowk, σε μαγικές τσαγιερί (γεμάτες πλέον με νεοχίπιδες των «like») κι όταν ένα μεσημέρι ένας Ινδός μάγειρας μου σύστησε το Joney’s Place, ένα κουτούκι που το συστήνει κι ο Lonely Planet, βρέθηκα να τρώω 50 μέτρα από την είσοδο του Taj Mahal χωρίς να το βλέπω! Έτσι με την ευκαιρία …είδα κόσμο και μπήκα.
To Lucknow και η Kampur ήταν απλά στάσεις για διανυκτέρευση για να σπάσουν τα 620 χλμ από την Agra στο Varanasi και τα 830 χιλιόμετρα από το Varanasi στο Δελχί.
Στο Varanasi η ζωντανή ενέργεια και τα θετικά vibes δεν έχουν πλαφόν… Κάθε προσπάθεια να περιγράψει κανείς τα συναισθήματα, την ανεξήγητη ατμόσφαιρα ή την έκσταση των ανθρώπων, είναι καταδικασμένη να προσαράξει στα αβαθή της ταξιδιωτικής λογοτεχνίας. Παραλογοτεχνίας εν προκειμένω, θα σημείωνα…
Eπιστρέφω και πάλι στο Δελχί. Έχω 2 μέρες για να πουλήσω τη μηχανή και μετά πετάω για Constantinople . Έχει περάσει ένας μήνας και είμαι χαλαρός κι ευτυχής απ’ το ταξίδι, σαν να έχω ολοκληρώσει λυτρωτική ψυχαναλυτική συνεδρία.
Δεν υπάρχει περίπτωση να μΕ χαλάσει την νιρβάνα το βαθέως μολυσμένο από τον ιό του δολαρίου, ληστρικό σιμσιλέ των εμπόρων του Karol Bagh…
Πολύ ευχαρίστως θα χάριζα την μοτοσυκλέτα σε οποιονδήποτε Έλληνα θα εντάσονταν στη μονοκαλλιέργεια του ιδίου στιλ ταξιδευτή. Αυτή, του αδούλωτου στη νοοτροπία να μεταφέρει -σώνει και καλά- το εν Ελλάδι αποκτηθέν …περιορισμένων διαστάσεων σύμπλεγμα μπουλονιών και παξιμαδιών, σε μια χώρα σαν την Ινδία …ακόμα κι όταν είναι αδύνατο ή δεν συμφέρει!
Αλλά αυτό είναι θέμα προς συζήτηση σε επιστημονικές ημερίδες φιλοσοφίας αμπέλου στη γιάφκα Χολομώντος…
Δελχί, 23/12/2014 11.30′. Έχω ξεπουλήσει την Enfield 350 ευρώ. Σκέφτομαι να πάω στο μαγαζί ενός Ινδού που εισάγει marijuana wear από το Νεπάλ και το Αφγανιστάν. Έχω κυαλάρει ένα χίπικο τζάκετ. Μην πάει το μυαλό σας στο πονηρό… Η ποιότητα αυτών των ρούχων είναι εξαιρετική!
Πριν απομακρυνθώ απ’ το Karol Bagh, θυμάμαι έναν μυστήριο τύπο που μου ζήτησε όταν ήμουν στην Agra, να του φέρω ένα μπροστινό φτερό από Royal Enfield. «Μη τυχόν και δεν μου το φέρεις…» και κάτι τέτοια μου έγραφε ο εντελώς άγνωστός μου στο fb. «Ρε δε πάμε καλά, πυροβολημένο θα ‘ναι το άτομο» έλεγα από μέσα μου…
Αυτόν τον τύπο ή τον στέλνεις στο διάολο ή του το πηγαίνεις (το φτερό)…
Όμως, το ότι ανήκαμε στο ίδιο μοτοσυκλετικό φόρουμ στην Ελλάδα και διαβάζοντας ότι είναι ειδήμων στις μεταμοσχεύσεις ετερόκλητων μηχανικών τμημάτων και στην πλαστική χειρουργική μοτοσυκλετών, αρκούσε για να πάω να ψάξω και να του κάνω την έκπληξη.
Επιστρέφω στις δαιδαλώδεις στοές των μικρομάγαζων vintage ανταλλακτικών…
Με κέφια και ψυχολογία πολλαπλών beaufort έπαιξα ένα διαπραγματευτικό κικ μποξ με τον έμπορα ανταλλακτικών, που κατέληξε σε νοκ άουτ…
Αεροδρόμιο Indira Ghandi, 24/12/14, 04.30′ το πρωί. Οι υπάλληλοι ασφάλειας του αεροδρομίου, δεν ξέρουν τι να υποθέσουν όταν βλέπουν στο σακίδιό μου, δεμένο με wrap luggage ένα τεράστιο μεταλλικό φτερό…
Τελικά, άξιζε ο κόπος…
Δεν θα του πλέξω το εγκώμιο, γιατί φοβάμαι ότι στο επόμενο ταξίδι θα μου ζητάει να του κουβαλήσω κανα κινητήρα…
Καλούς δρόμους!
Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ ΦΙΛΩΝ | Με ετικέτα: Αφήγημα, Βασίλης Μεταλλινός, Ινδία, Μοτοσικλέτα, Ταξιδιωτικά, Χιούμορ | Leave a Comment »
Posted by vnottas στο 1 Φεβρουαρίου, 2015
Αφηγείται ο φίλος Βασίλης (Μεταλλινός)
INDIA 2
Ταξιδιωτικές ιστορίες σε stand up συσκευασία.
Δεν περιέχουν γλουτένη.
Package no3
7 το πρωί. Καραβίσιος, παστέλι, ανοιγμένος Lonely Planet στην επαρχία Haryana. Προορισμός το Chandigarh (κοινή πρωτεύουσα του Punjab και Haryana), γύρω στα 275 χλμ. και βλέπουμε…
7.30′ είμαι στο δρόμο. Η κίνηση είναι εφιαλτική και με ακραίο κυκλοφοριακό αυτισμό. Στόχος να βγώ απ’ το Δελχί και να πιάσω την θρυλική Grand Trunk road, έναν από τους αρχαιότερους δρόμους που συνέδεε το Μπαγκλαντές με το Πακιστάν. Δεν χρησιμοποιώ gps από την εποχή του …»στρατηγού ανέμου» και σε κάθε φανάρι φωνάζω σε αυτοκίνητα και μηχανάκια …»Chandigarh!» και «Grand Trunk!» Ακολουθώ το νεύμα κι όπου βγεί…
Χάνομαι σε πλατείες… Ξαναμπαίνω μαγικά στο παιχνίδι! Με μισοάδειο σακίδιο στην πλάτη, πάνω στην χαμηλή κι ελαφριά Bullet, χωρίς βαλίτσες και με θόρυβο να προκαλεί έξαρση στα κράσπεδα, αντέχω στις σφήνες και τα κλεισίματα των Ινδών, που οδηγούν σαν ημιπαράφρονες καμικάζι καθέτου εφορμήσεως.
Κατά τις 9 παρά, βγαίνω στον αυτοκινητόδρομο, με τον τσαμπουκά περντέ πιλάφ! Βρίσκομαι μόνος, σε αμηχανία μπροστά στο άγνωστο, που δεν καταδέχεται υπερφίαλες κομπορρημοσύνες και ντελίβερι ταξιδιωτικών ριπόρτς μοτοσυκλετιστικού body building.
Ανοίγω το γκάζι, συγκεντρώνομαι στην οδήγηση κι αρχίζω να νοιώθω το ταξίδι με όλους τους πόρους του κορμιού μου…
…όταν ένα σαράβαλο φουργκόν -καμιά 50αριά χλμ πριν τη Chandigarh- με κλείνει ξαφνικά από τα δεξιά, αγγίζω τη μανέτα του φρένου κόβοντας ελαφρά προς τ’ αριστερά, πατάω μια φρέσκια σβουνιά και γλυστρώντας βγαίνω στο χωμάτινο έρεισμα του δρόμου. Σ’ εκείνο το σημείο το έδαφος είναι αμμώδες και κατηφορικό. Πέφτω στ’ αριστερά με μικρή ταχύτητα. Με την κλήση του εδάφους προς τα χωράφια και τη βοήθεια των προστατευτικών σιδεριών, η μηχανή τουμπάρει, σπάνε τα καθρεφτάκια και στραβώνει η μανέτα του συμπλέκτη.
Ξαφνιασμένος και σε φάση ψαϊκολότζικαλ κολάψους, βρίσκομαι ο μισός κάτω από τη μηχανή. Τραβιέμαι απότομα γιατί βλέπω από το καπάκι του ντεπόζιτου να τρέχει η βενζίνη κρουνηδόν. Σηκώνω τη μηχανή και την στηρίζω στον πλαγιοστάτη. Δεν έχει σταματήσει κανένας οδηγός… Ευτυχώς δεν χρειάζεται.
Με τρεμάμενο χέρι πατάω το κουμπί της μίζας. 3-4 μιζιές και τελικά παίρνει μπροστά. Βάζω και μια ταχύτητα. Όλα καλά και με τον συμπλέκτη. Σβήνω. Αυτή η ελευθεριάζουσα αντίληψη των Ινδών, για την χρήση των λωρίδων κυκλοφορίας και την προτεραιότητα, έχει πλέον ξεφύγει από τη σφαίρα του φολκλόρ κι αρχίζει ν’ αγγίζει τις παρυφές της εγκληματικής πράξης με ενδεχόμενο δόλο.
Ξέρω ότι κάνω το καλύτερο δυνατό. Ξέρω ότι δεν έφταιγε το κλείσιμο του Ινδού, αλλά η γκαντεμιά να πατήσω πάνω στον ελιγμό, την φρέσκια ήδη πατημένη σβουνιά. Ξέρω απ’ το προηγούμενο ταξίδι μου στην Ινδία, όλες τις …στάσεις του οδηγικού σεξ στην κυκλοφοριακή παρτούζα. Ξέρω ότι πρέπει να κρατήσω ζεστά τα ταξιδιωτικά ρεφλέξ και να ολοκληρώσω αυτό που άρχισα…
Τα πράγματα είναι απλά. Οι δρόμοι της Haryana, Punjab, Himachal Pradesh και Uttar Pradesh είναι μπροστά μου…
«Σκούπισε τα πόδια σου και πέρασες» είπα μέσα μου …κατά το Παντελίδειον στιχούργημα, τινάζοντας τις σκόνες και τα χώματα απ’ τα μπατζάκια του παντελονιου και πατάω τη μίζα…
Είμαι πάλι στον Grand Trunk road. Έναν δρόμο όπου οι κανόνες οδήγησης είναι βγαλμένοι από την ζούγκλα του Βόρνεο…
Θέλω διακαώς έναν καραβίσιο να στανιάρω από το σοκ αλλά δεν είμαι σε καλό το σημείο.
2-3 χιλιόμετρα παρακάτω σταματάω σ’ ένα από τα κλασικά ημιυπαίθρια εστιατόρια του δρόμου.
Μπουρμπουριστά καζάνια, τηγάνια να τσιρτσιρίζουν με διάφορες λαχανοκροκέτες, τεράστια τηγάνια με noodle, αχνιστά φακόρυζα, σάλτσες και μυρωδιές από μπαχάρια να σΕ φεύγει ο τάκος…
Καμιά 15αριά φορτηγατζήδες περιμένουν να σερβιριστούν σ’ έναν μεγάλο πάγκο. Μπαίνω στη σειρά, γράφοντας σε στρατηγικό σημείο την ταξιδιωτική μου δίαιτα με ξηρούς καρπούς και παστέλια, αποφασισμένος να «την κάνω» χορτάτος άμα το αποφάσιζαν οι επουράνιοι εισαγγελείς Βράχμα, Βισνού και Σίβα…
Δείχνω -με κανιβαλίζουσα διάθεση- στον Ινδό μάγειρα μια στίβα με λαχανοκροκέτες κι ένα δίσκο με το κλασικό thali. Κάθομαι σ΄ενα ξύλινο τραπέζι στην αυλή κι εξαφανίζω τα πάντα απ’ τα πιάτα μου, σ’ ένα άναρχο σαβούρωμα.
Τα υπόλοιπα είναι ιστορία ρέουσας ταξιδιωτικής περιπλάνησης. Eικόνες που αποτελούν μαγιά για ατέρμονες ταξιδιωτικές, φιλοσοφικές και υπαρξιακές συζητήσεις. Εξαιρετικά δύσκολο έως αδύνατο όμως, να μεταφέρει κανείς το κλίμα και την ατμόσφαιρα. Όπως το 2013 με το Νεπάλ και την Ν. Ινδία, έτσι και σ’ αυτό το ταξίδι διαπιστώνεις το «αμετάδοτον» της εμπειρίας.
Στάση, διανυκτέρευση στο Chandigarh. Την επομένη, ενώ βρίσκομαι δίπλα στο Himachal Pradesh, βλέπω τον καιρό να μου δείχνει ότι προλαβαίνω να πάω πρώτα στο πνευματικό κέντρο των Σιχ, το Amritsar. Γύρω στα 230 χλμ. Έμεινα 2 βράδια.
Ανοίξτε και κανα χάρτη στο ιντερνέτ… Μη τα κάνω όλα εγώ…
Από το Amritsar μέσω Pathankot συνεχίζω για Dharamsala. Έχω κλείσει guesthouse για 2 βραδιές 9 χλμ μακριά στο MacLeod Ganj -στη Μικρή Lhasa- ένα μικρό χωριουδάκι στα 2100 μέτρα υψόμετρο, με Θιβετιανό πληθυσμό. Εκεί βρίσκεται και η κατοικία του Δαλάι Λάμα.
Από εκεί οδηγώντας στους στενούς δρόμους των Himalayas συνεχίζω να διανυκτερεύω σε μικρά χωριουδάκια μέχρι το Μanali.
Στο old Manali, που αποπνέει μια ρομαντίλα χίπικης αξέχαστης εποχής, τα πάντα είναι κλειστά από το τέλος Οκτωβρίου γιατί αγριεύει ο καιρός και βρίσκω ένα guesthouse σ’ ένα ήσυχο μέρος πίσω από το main bazaar.
Όλες αυτές τις μέρες οι θερμοκρασίες στα Himalayas παίζανε μεταξύ 14 max και 5 min. Στο Manali ήδη είχε πέσει κάτω από τους 7 max με 0 το βράδυ. Σημειωτέον ότι κανένα guesthouse δεν έχει θέρμανση.
Η εξαιρετική παρέα με έναν Τούρκο πιανίστα jazz και δυό ανατομικές βόμβες Καναδικής προέλευσης, ήταν η αιτία να παραμένω επ’ αόριστον στο Μanali. Τις Καναδέζες τις είχα συναντήσει στο Macleod Ganj, όπου έκαναν yoga και μαθήματα θιβετιανής κουζίνας δίπλα στο guesthouse που έμενα. Ταξίδευαν με λεωφορεία και τρένα. Ο Τούρκος ήταν επαγγελματίας μουσικός κι έτυχε να έχει συνεργαστεί με τον Bulent Ortacgil και την Jehan Barbur των οποίων είμαι σκληρός φαν.
Μέχρι που ένα πρωί -γύρω στις 11- ενώ είχαμε ραντεβού σ’ ένα τσαγάδικο, άρχισε ξαφνικά να χιονίζει. Το accuweather το ‘λεγε, εγώ δεν το άκουγα… Όταν μιλάμε για νιφάδες, εννοούμε τούλια ολόκληρα από μπομπονιέρες. Σε μισή ώρα ασπρίζουν τα πάντα. Περιμένω 20 λεπτά στο καφέ κι ακόμα δεν έχει έρθει κανείς. Τα ραντεβού με τα ζωντανά θαυμαστικά είναι πάντα λάρτζ. Ο Τούρκος είχε πάει να παζαρέψει ένα σιτάρ σ΄ένα σπίτι ενός Ινδού. Βλέπω να το στρώνει γερά και τρέχω σαν τρελλός στο guesthouse. Ο δρόμος γλιστράει, με πούδρα κοντά στους 5 πόντους και κάνει και ψοφόκρυο! Βάζω διπλά σλιπάκια, διπλά t shirts, ψιλή μπιτζάμα από το bazaar (έχω ξεχάσει στην ελλάδα τα ισοθερμικά), μπλουτζίν κι από πάνω το Spidi.
Διπλά πουλόβερ και το δερμάτινο Dainese. Δεν έχω αδιάβροχα γιατί δεν προβλέπονταν πουθενά βροχή στα μέρη που επισκεπτόμουν. Ψάχνω να πληρώσω τον ιδιοκτήτη του guesthouse, ένα μούτρο που όταν μου έδειξε το δωμάτιο, μου άφησε στο τραπέζι έναν μπάφο κι ένα μικροσκοπικό κουτάκι με σαφράν για καλά ντουζένια και δυνατό σεξ όπως μΕ είπε… «Δείγμα δωρεάν…»
Σκουπίζω τη μηχανή και κατεβαίνω άρον-άρον προς το main bazaar όπου βρίσκονταν ο σταθμός των λεωφορείων, ταξί κλπ. Παίρνω από πίσω ένα πούλμαν που μόλις ξεκινούσε και πατάω στις ροδιές του. Τα πάντα έχουν ασπρίσει και με τα βίας ο δρόμος κρατιέται με ανακατεμένο λασπωμένο χιόνι που αν δεν φρενάρεις, σε κρατάει ακόμα στο δρόμο.
Πέρασε ένα εφιαλτικό δίωρο, με τις τρελές στάσεις εξ αιτίας ντελαπαρισμένων αυτοκινήτων, για να κατέβω περίπου στα 1000 μέτρα υψόμετρο στο Mandi, όπου οι δρόμοι ήταν τελείως στεγνοί. Σταματάω ταλαιπωρημένος και με ψυχολογία ποδήρη για ένα τσάι και συνεχίζω για Panchkula, να στεγνώσω και να διανυκτερεύσω.
Τις τελευταίες μέρες έφαγα πολύ κρύο και το μόνο πράγμα που είχα στο μυαλό μου ήταν να κατευθυνθώ προς νότο για να ζεσταθώ…
Το βράδυ τηλεφωνώ για να βρω την παρέα. Ο ξενοδόχος τους με πληροφόρησε ότι οι Καναδέζες έφυγαν με βραδυνό λεωφορείο για Δελχί κι ο Τούρκος ήταν άφαντος.
Τρώω μια ζεστή θιβετιανή σούπα και vegetarian momos, βάλσαμο τη γαστέρα, σ’ ένα μικροσκοπικό Tibetan restaurant. Μπύρα ούτε για δείγμα. Λες και ζούμε στη ποτοαπαγόρευση…
Το κρύο είναι αφόρητο στο απερίγραπτο δωμάτιο. Πληρώνω περίπου 6 ευρώ για να μου δώσει ο ξενοδόχος μια ηλεκτρική σόμπα… Όσο το ενοίκιο του δωματίου. Ευτυχώς μου βόλεψε τη μηχανή σε μια αυλή στο απέναντι κτίριο.
Aνοίγω τον Lonely Planet. Έπρεπε να βρω κάποιον προορισμό για να συνεχίσω το ταξίδι μου. Με ανοιχτό το φως και το βιβλίο στο στήθος μΕ κολλάει το υπνόσημο στη γκλάβα…
…zzzzzzzzzzzzzzzzzzzzzzz
Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ ΦΙΛΩΝ | Με ετικέτα: Αφήγημα, Βασίλης Μεταλλινός, Ινδία, Μοτοσικλέτα, Ταξιδιωτικά, Χιούμορ | Leave a Comment »
Posted by vnottas στο 31 Ιανουαρίου, 2015
Αφηγείται ο Βασίλης (Μεταλλινός)
INDIA 2
Ταξιδιωτικές ιστορίες σε stand up συσκευασία.
Δεν περιέχουν γλουτένη.
Package no2
Μετά από 20 λεπτά περπάτημα το στομάχι μου αρχίζει να παίζει τσέλο το rondo alla turca σε do maggiore… Έχουν περάσει σχεδόν 10 ώρες απ’ το δριμείας γεύσης hindu dinner που μου σέρβιρε η βοϊδομάτα τουρκάλα αεροσυνοδός στα 35000 πόδια. Το βλέμμα μου σκανάρει τους υπαίθριους μικροπωλητές και καταλήγει σ’ ένα πιτσιρικά που πουλάει κικιρίκια. Σίγουρα πράματα… Ακόμα μισή ώρα περπάτημα, ξεφλουδίζοντας και μασουλώντας τα καχεκτικά φιστίκα και φτάνω σε μια κάθετο της Gurudwara road στο Karol Bagh.
Ωρα 10.10′ Βρίσκομαι να διαπραγματεύομαι την τιμή ενός Bajaj Pulsar 200, μ’ έναν τουρμπανοφόρο Σιχ που με μισόκλειστο βλέμμα εκδοροσφαγέως , βλέπει στο πρόσωπό μου ένα ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα για το 2015.
Ωρα 10.45′. Παρακάτω στη γωνία, ο μαγαζάτωρ ενθουσιασμένος που ακούει ότι είμαι Έλληνας με κερνάει τσάι. Το εκκλησίασμα το γνωρίζω… Με την double action formula …»αγαπώ τους Έλληνες (όπως Αμερικανούς, Γάλλους, Άγγλους κλπ) κι έχω και συγγενείς στην Ελλάδα (όπως Αμερική, Γαλλία, Αγγλία κλπ) «, προσπαθεί να μου πασάρει μια 500άρα Bullet σε τιμή που θυμίζει κονδύλιο εξοπλιστικού προγράμματος του Ινδικού Υπουργείου Άμυνας… Όση ώρα επεξεργάζομαι την καλλίπυγο customized Enfield …ο Ινδός βλέπει εαυτόν να εισέρχεται στους λιβαδεώνες της ντόλτσε βίτα… Δεν μ’ αφήνει να φύγω άμα δεν του ορκιστώ δια χειραψίας ότι την επόμενη μέρα θα τον ξαναεπισκεφτώ… Συνηθισμένα πράματα…
Ωρα 17.30′. Έχω οργώσει την περιοχή για κανα 8ωρο, με σύσσωμο το παρασιτικό ντεφιλέ των μαίτρ του κοπανιστού αέρα, του commission και του ξεδιάντροπου φτηνού κυνισμού. Ενοχλητικοί κράχτες, αυτή η ενδημική ποικιλία που φύεται κι ευδοκιμεί σε όλους τους εμπορικούς δρόμους της Ινδίας, με ψήνουν κάθε 50 μέτρα να επισκεφτώ το μαγαζί κάποιου συνεταίρου ή αδελφού…
Είμαι χαλαρός και μ’ αντιμετωπίζουν σαν παιδί της διαφήμισης του Τζάμπο. Προσπαθώ να βγάλω άκρη με τις φουσκωμένες τιμές, τη νομιμότητα κάποιων φωτοτυπημένων αδειών, τις χρονολογίες των μοντέλων…
Οι μοτοσυκλέτες που ερέθισαν τους αμφιβληστροειδείς μου πολλές! Αυτές που ερέθισαν συναισθηματικώς το πορτοφόλι μου λίγες.
Επιστρέφω σκεφτικός στο guesthouse ενώ σκοτεινιάζει και πίνω έναν καραβίσιο. Ξανακατεβαίνω στο δρόμο, αγοράζω 6 μπανάνες από ένα καρότσι και τις τρώω σ’ ένα internet cafe, τσεκάροντας τις τιμές της πιάτσας από ιδιώτες, με τις αντίστοιχες μηχανές που είδα το πρωί. Αύριο πρέπει επιστρέψω διαβασμένος, αμείληκτος, αλύγιστος, ανηλεής στο παζάρι με απάθεια που θα ‘κανε τον Τζών Ντίλιγκερ να φαντάζει κανισάκι του καναπέως, να τελειώνω με το σιμψιλέ των τσαμπάζηδων του Karol Bagh, την αγορά μηχανής και τη χαρτούρα της μεταβίβασης…
Από ένα ημιυπαίθριο μικροσκοπικό μαγαζάκι αγοράζω ένα σακουλάκι κάσιους, μερικά παστέλια κι ένα 2λιτρο Bisleri (μάρκα νερού) για το πρωινό. Η εφιαλτική κίνηση, η ανυπόφορη καπνίλα από τα σκουπίδια που καίγονται πάνω στο δρόμο, οι επίμονοι ζητιάνοι και η κούραση είναι μερικοί λόγοι για να επιστρέφω ξανά στο δωμάτιό μου.
Ωρα 23.00′. Ξαπλωμένος στο σκληρό κρεβάτι κάνοντας ζάπινγκ στα 300 κανάλια της τηλεόρασης, σταματώ σε μια σουρεαλιστική εκπομπή και βυθίζομαι σ΄ένα βαθύ ύπνο…
Ωρα 7. Πίνω τον καραβίσιο καφέ μου, ροκανίζοντας ένα παστέλι.
Ωρα 8.30′. Τριγυρνάω στους δρόμους του Karol Bagh αλλά τα μαγαζιά είναι όλα κλειστά. Ένας γυρολόγος κράχτης που με θυμόταν από χθες, με πλησιάζει λέγοντάς μου ότι στα μαγαζιά των …συνεταίρων του που θα ανοίξουν σε μισή ώρα θα δοθεί το τέλος κάθε αγωνιώδους εκκρεμότητάς μου σε θέματα μοτοσυκλέτας, δερμάτινων ρούχων, ξενοδοχείων, μεταξωτών, αγαλματιδίων Βούδα, Γκαναπάτι, Σίβα, χασίς κλπ
Ωρα 8.50′. Καμιά εκατοστή μέτρα στο βάθος του δρόμου, βλέπω μια ασημένια Enfield μ’ ένα ξανθό νεαρό βγαλμένο από την ταινία blue lagoon, να συνομιλεί με έντονο ύφος μ’ έναν καταστηματάρχη που άνοιγε εκείνη τη στιγμή. Κατεθύνομαι προς το μέρος του με τον Ινδό να με μαρκάρει στο μισό μέτρο. Ο νεαρός βάζει το κράνος και ξεκινάει προς το μέρος μου. Του κάνω νόημα και σταματάει. Τον ρωτάω από που αγόρασε την μοτοσυκλέτα και σε τι τιμή, ξαποστέλνοντας τον Ινδό με κάτι φλαμανδικά, για να μ’ αφήσει ήσυχο.
Ο πιτσιρικάς, ένας ευγενέστατος Αυστριακός , είχε αγοράσει 1100 ευρώ τη μηχανή και είχε συμφωνήσει -γραπτώς- να του την αγοράσουν στην περίπτωση που την πουλούσε ατρακάριστη 650 ευρώ. Όμως μετά από 4 μήνες και 6500 χλμ της είχε προκαλέσει ένα μικρό βαθούλωμα στο ντεπόζιτο, έκανε κι ένα μικρό θόρυβο στην «αλλαγή» μεταξύ πρώτης-δευτέρας κι ο Ινδός ήθελε να του τη φάει τζάμπα…
Ωρα 9.00′. Έχω βγάλει τα 650 ευρώ τσαλακωμένα αλά χωριάτα από την κωλότσεπη και κατευθυνόμαστε στην Τraffic Police που κυαλάρισα ερχόμενος το πρωί, για να τσεκάρω την αυθεντικότητα της άδειας κυκλοφορίας και άλλες λεπτομέρειες που θα αναλύσω σε άλλη δισιπλίνα.
Ωρα 16.30′. Έχουμε τελειώσει με τα «no objection certificate format», «authorization», insurance, pollution certificate και λοιπά κλασμένα μαρούλια. Έχει βοηθήσει κι ένας ασπόνδυλος Ινδός, που μπαινοβγαίνει στα γραφεία από χαραμάδες και χειρίζεται τις σφραγίδες των εγγράφων με ταχυδακτυλουργικές κινήσεις… Με το κάτι τις φυσικά…
Ωρα 16.45′ Κάνω αλλαγή λαδιών κι έναν κλασσικό έλεγχο στη μηχανή. Τα λάστιχα ήταν καλά κι το «blue lagoon boy» με διαβεβαίωσε ότι είχε βάλει καινούργιες σαμπρέλες.
Δεν μπαίνω στη διαδικασία της νευρωτικής προετοιμασίας της μοτοσυκλέτας. Ότι είναι να συμβεί, θα συμβεί… Και θα το αντιμετωπίσω όταν και αν συμβεί.
Ωρα 18.00′. Γυρνάω τη μίζα και τα πράγματα αρχίζουν να συμβαίνουν… Κατηφορίζω χαλαρά την Gupta road με προορισμό την περιοχή Paharganj, που βρίσκεται το guesthouse.
Ωρα 18.20′ Παρκάρω μπροστά στη τζαμαρία την ασημένια Royal Enfield 350 Bullet κι ανεβαίνω στο δωμάτιο για έναν καραβίσιο.
Ανοίγω τον Lonely Planet. Τα πλάνα μου είναι για τον κόλπο της Βεγγάλης, ανατολικά προς Καλκούτα μεριά. Όμως σε περίπτωση που ακόμα ο καιρός επιτρέπει να πάω βόρεια προς Himachal Pradesh, αύριο πρωί ξεκινάω προς Haryana…
Kατεβαίνω στο δρόμο, αγοράζω μια μεγάλη σακούλα κικιρίκια και κατευθύνομαι προς το ιντερνετ καφέ να δω τον καιρό στη Dharamsala, Manali κλπ
Tελικά για έναν ταξιδευτή ελευθέρας βοσκής …αυτός που αποφασίζει είναι ο Accuweather.com
(συνεχίζεται)
Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ ΦΙΛΩΝ | Με ετικέτα: Αφήγημα, Βασίλης Μεταλλινός, Ινδία, Μοτοσικλέτα, Ταξιδιωτικά, Χιούμορ | Leave a Comment »
Posted by vnottas στο 30 Ιανουαρίου, 2015
Από τις σημειώσεις του φίλου Βασίλη (Μεταλλινού)
INDIA 2
Ταξιδιωτικές ιστορίες σε stand up συσκευασία.
Δεν περιέχουν γλουτένη.
Nοέμβριος 2014. Δελχί, περιοχή Paharganj 7 το πρωί. Το auto rickshaw σταματά στη στενή Arakhasan road. Δεν βλέπω πουθενά το guesthouse που έχω κλείσει και ο οδηγός, με καθαρόαιμο πεντιγκρί Ινδού απατεώνα, μου ζητάει το τηλέφωνο της ρεσεψιόν. Του το λέω. Καλεί. Μιλώντας σε ακατάλυπτα hindi μετά από 10 δεύτερα το γυρνάει στ’ αγγλικά λέγοντάς μου: Speak with the receptionist. Big problem my friend…»
Αρπάζω το τηλέφωνο και με σπαραγμό ψυχής με πληροφορεί ο ρεσεψιονίστ ότι το guesthouse έπαθε από χθες black out στον πίνακα των ηλεκτρικών και δεν θα λειτουργήσει μέχρι ν’ αποκατασταθεί η βλάβη. Με διαβεβαιώνει ότι δεν θα γίνει καμία χρέωση στην πιστωτική μου κάρτα και με τρεμάμενη φωνή ανθρώπινου ράκους μου ζητάει συγγνώμη και μου το κλείνει.
Ο Ινδός, σε φάση βωβού εσωτερικού σπαραγμού, παίρνει το τηλέφωνο και με ύφος υπερβολικής κατανόησης με καθησυχάζει, λέγοντάς μου να μην στενοχωριέμαι και ότι θα προσπαθήσει να μου «κλείσει» ένα καλό δωμάτιο σε άλλο ξενοδοχείο, χωρίς επί πλέον χρέωση για την διαδρομή.
Δεν πέρασε μία ώρα που πάτησα στην Ινδία κι αρχίσαν τα όργανα… Το σενάριο παλιό και βαθέως μεταχειρισμένο. «Φόρτωσα»…
«Πάνε με στο guesthouse μου αμέσως μη σου γα… ?» αντιστέκομαι με ηρωισμό.
«Είναι κλειστό το ξενοδοχείο σου μάι φρεντ» γρυλίζει ο Ινδός με έκδηλο πλέον το ξάφνιασμα στα ποντικίσια μάτια του.
«Δεν σε πληρώνω, κολ δε πολίς νάου» του φωνάζω διαβασμένος καλά, αφού γνώριζα ακόμα και το σημείο όπου υπήρχε Τουριστική Αστυνομία στην περιοχή.
Σπάζοντας όλα τα ρεκόρ θράσους, επιμένει να με πάει σε άλλο ξενοδοχείο και να μου χαρίσει τα κόμιστρα της διαδρομής.
Η φάση έχει λαστιχάρει και κατεβαίνω απ’ το auto rickshaw με τσαμπουκαλεμένες κινήσεις Τεξανού Ranger. Φοράω γρήγορa το σακίδιό μου κοιτώντας γύρο τον χαμό που γινόταν. Μηχανάκια, αυτοκίνητα, rickshaw και πεζοί σε μια κυκλοφοριακή πρωινιάτικη παρτούζα. Βγάζω τον Lonely Planet ψάχνοντας τον χάρτη. Πριν προλάβω να τον ανοίξω, βλέπω τον Ινδό να κατεβαίνει απ’ το auto rickshaw και με βραχνή φωνή να μου λέει να τον ακολουθήσω…
Μπαίνουμε σ’ ένα στενό αδιέξοδο, όπου στο βάθος φαίνονταν η επιγραφή του guesthouse που είχα κλείσει. Η απόσταση των 50 μέτρων ήταν γεμάτη από άστεγους που κοιμόταν πάνω στον τσιμεντένιο δρόμο, τυλιγμένοι σε κουρέλια. Στα τελευταία μέτρα κάποιος μου τραβάει το χέρι, ζητώντας χρήματα τρίβοντας τα δόντια του με μια οδοντόβουρτσα ενώ ένας τελευταίος καθιστός δίπλα στο πλατύσκαλο της ρεσεψιόν, κάρφωνε στο πόδι του μία σύριγγα.
Σοκαρισμένος μπαίνω στον χώρο της ρεσεψιόν. Πίσω μου ο οδηγός του auto rickshaw. Με σβέρκο αυτοπροτεινόμενο για καρπαζιά μου ζητά το διπλό ποσό απ’ αυτό που είχαμε συμφωνήσει. Εδώ έτσι δουλεύει το νταλαβέρι. Του δίνω τα μισά, του γυρίζω την πλάτη και απευθύνομαι στον ρεσεψιονίστ που βουτούσε ένα κομμάτι τσαπάτι σ’ ένα χάρτινο κουπάκι με φακόριζο.
Ρωτάω για την κράτησή μου. Ψάχνει μασουλώντας αργά, βρίσκει το όνομά μου και μόλις καταπίνει την μπουκιά του, κάνει νόημα σ΄έναν μικρόσωμο 10χρονο πιτσιρικά με φάτσα που «έφερνε» σε gremlin, να μου δείξει το δωμάτιο.
Ο οδηγός του auto rickshaw βυθισμένος σε νέφη απογοήτευσης, μου ζητάει ακόμα 100 ρουπίες. Τον αγνοώ κι ανεβαίνω τις σκάλες. Το δωμάτιο είναι ελεεινό. Σπασμένα υδραυλικά να στάζουν από παντού, παλιό κλιματιστικό με θόρυβο ιδανικό για να αποσπάσεις ομολογίες από κρατούμενους του Γκουαντάναμο και τοίχοι που είχαν να βαφούν από την κυβερνητική θητεία της Ιντιρα Γκάντι…
Βολεύω τα πράγματά μου, φτιάχνω έναν καραβίσιο καφέ κι ανοίγω το παράθυρο να δω τη θέα…
Ρουφάω μια γουλιά με βουλιμία, για να στανιάρω. Κατά τις 9 θα πρέπει να αντιμετωπίσω την ενταύθα ληστοκουστωδία εμπόρων μεταχειρισμένων μηχανών της συνοικίας Karol Bagh, προκειμένου ν’ αγοράσω μια αξιόπιστη μοτοσυκλέτα για να συνεχίσω το ταξίδι μου. Με τη σκέψη ότι μπροστά στο εν λόγω αντιπαθές επαγγελματικό σερσελέμι, η τρόικα δεν μετράει ούτε για τσικό, πίνω μονορούφι το υπόλοιπο του καφέ και κατεβαίνω στο δρόμο. Έξω από την είσοδο ένας κουρελής ρητιδιασμένος μεσήλιξ με εμπιστευτική φωνή με ρωτάει αν θέλω χασίς…
Τον προσπερνάω…
Ακούω πίσω μου…»γκουντ σταφ, γκουντ πράις μάι φρεντ»…
Βγαίνω από το αδιέξοδο του guesthouse στην Arakhasan road…
Προσανατολίζομαι με τον χάρτη του Lonely Planet, τραβιέμαι τρία βήματα πίσω για ν’ αποφύγω ένα δευτερεύον ανθρωποειδές μ’ ένα σαράβαλο Bajaj που έρχεται ολοταχώς κατά πάνω μου και αποφεύγω την κουλουριασμένη κουράδα μιας ιερής αγελάδας, ξαπλωμένης στο μισό οδόστρωμα…
Είμαι στην Ινδία, είμαι στα γράδα μου…
Ντοπαρισμένος από το σουρεάλ σκηνικό, «το κόβω» αποφασιστικά για την συνοικία Karol Bagh, με τα πόδια…
…στους δρόμους όπου η περιπέτεια δεν παίρνει αντισυλληπτικά.
(συνεχίζεται)
Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ ΦΙΛΩΝ | Με ετικέτα: Αφήγημα, Βασίλης Μεταλλινός, Ινδία, Μοτοσικλέτα, Ταξιδιωτικά, Χιούμορ | Leave a Comment »
Posted by vnottas στο 8 Νοεμβρίου, 2014
(από τις σημειώσεις του -δίκυκλου- ταξιδευτή Βασίλη Μεταλλινού)
…γιατί τα ταξίδια είναι στιγμές!
2008. Παλιά πόλη Δαμασκού. Μπαίνω στον παμπάλαιο καφενέ, πιθανολογώ από την εποχή των Σουμέριων και παραγγέλνω ένα τσάι. Τρείς κελεμπιοφόροι υπό ακατάσχετη αφηγηματική διάρροια, γελάνε σαν ξεκούρδιστοι μπαγλαμάδες και ξεφυσώντας τους καπνούς των ναργιλέδων, «φτιάχνουν» ατμόσφαιρα φοιτητικού αμφιθεάτρου…
Παραδίπλα δυό παρέες νεαρών παρακολουθούν στην ασπρόμαυρη τηλεόραση το ματς μεταξύ Al-Jaish και Al- Karamah με τεντω…μένα σαγόνια από πάθος και φανατισμό. Ρωτάω τον καφετζή -στ’ αγγλικά- πως να βγώ στην Bab Al Salam (την Πύλη της Ειρήνης) αλλά μ’απαντά στη γλώσσα του, προφέροντας τις λέξεις σα να προσπαθεί να βγάλει ροχάλα!
Ομολογώ ότι δεν έχω επαρκώς εντρυφήσει στην διάλεκτο της Μέσης Αραμαϊκής και αναζητώ έξωθεν βοήθεια στο μικροσκοπικό μαγαζάκι δίπλα στον καφενέ.
Επαναλαμβάνω την ερώτησή μου.
Ο μαγαζάτωρ μΕ απαντά ρωτώντας:
«What is your nationality mister»?
«Γκρήκ …Γιουνάν» του απαντώ, ενώ από το καφενείο ακούστηκε ολόκληρη η playlist των βρισιών της τοπικής αργκό για το χαμένο γκολ της Al-Jaish!
Αντί απαντήσεως στο ερώτημά μου, ο μαγαζάτωρ μου επιδεικνύει την ταμπέλα της φωτό …στα Ελληνικά!!!
Επιμύθιον. Πιό εύκολα βρίσκεις συγχώρεση και συμπόνια στο λάκκο των κροκκοδείλων …παρά στην πεθερά σου όταν έχεις γράψει σε «στρατηγικό» σημείο την ταμπέλα του μαγαζάτορος!
2010. Αίγυπτος.
Έπινα το τσάι μου στο θρυλικό καφέ Φαρούκ στην Αλεξάνδρεια, αναμένοντας βραδυφλεγώς τον Μπίμπο -ένα αγνώστου ταυτότητος περιφερόμενο υποκείμενο- που είχε αναλάβει να μΕ φέρει «στο πιάτο» την βίζα του Σουδάν, όταν η Ελληνική Πρεσβεία του Χαρτούμ αρνήθηκε να μΕ κάνει πρόσκληση λόγω της έκρυθμης κατάστασης, εν όψει του δημοψηφίσματος για την απόσχιση του Ν. Σουδάν.
Ο Μπίμπο, συστημένος από έναν μπαρουτοκαπνισμένο Γερμανό 70άρη τζιπά ταξιδευτή, ήταν βαθιά μολυσμένος από τον ιό του εκατοδόλαρου και ζογκλέρ στο να ελίσσεται στα τεράστια εμπόδια των αφρικανικών υπηρεσιών, σαν να’ ταν αλειμμένος με σαπούνι… Με κάτι ακατάλυπτα αράβικα επιφωνήματα, όλα τα περιέγραφε γρήγορα κι απλά, σαν διαφημιστικό τραπεζοδανείου!
Όμως αργούσε γύρω στη μια ώρα στο ραντεβού και χωρίς το διαβατήριό μου παρασύρθηκα σε έκφρονες υποθέσεις, κάνοντας την καρδιά μου να χτυπά σαν τα κρουστά του Ουαγκαντούγκου!
Το ηλικιωμένο γκαρσόν -που υποθέτω ότι θα είχε σερβίρει και τον βασιλιά Φαρούκ στο παρελθόν- μΕ πλησίασε και μΕ ρώτησε διακριτικά… «αρ γιου μίστερ Μεταλλίνος?»
Έγνεψα καταφατικά μετά πολλαπλών κόμπων στο λαιμό…
«Μπίμπο ιζ κάμιν» συμπλήρωσε σε στάση ορθίου γονυκλισίας.
Ήπια την τελευταία γουλιά από το τσάι μου ανακουφισμένος και παρήγγειλα ένα δεύτερο φλυτζάνι με την ηρεμία -πλέον- Περουβιανού οπιοφάγου.
Τελικά, αυτά που είναι αδύνατα στα Υπουργεία και τις Πρεσβείες, στην Αφρική και τη Μέση Ανατολή είναι δυνατά με τον κατάλληλο άνθρωπο και 2-3 φλυτζάνια τσάι…
.
…άντε και με κανα εκατοδόλαρο!
Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ ΦΙΛΩΝ | Με ετικέτα: Βίζα, Βασίλης Μεταλλινός, Μοτοσικλέτα, Πεθερά, Ταξιδιωτικά, Χιούμορ | Leave a Comment »
Posted by vnottas στο 25 Ιουλίου, 2014
Βιβλία στη κάψα του καλοκαιριού
Προτάσεις του Ηλία Κουτσούκου
1. ‘να δεις τι θα σου κάνω όταν σαλτάρω’
της Μαργκερίτε Χουμς
Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα-ποταμό, 814 σελίδων, όπου η γερμανοτραφής συγγραφέας κάτω από φοβερή ψυχολογική πίεση στοιχειώνει τον μύθο της.
Μια γεροντοκόρη δασκάλα πιάνου που ζει πέντε δεκαετίες με τους γονείς της έξω από το Μόναχο, αποφασίζει να τους σκοτώσει και να τους θάψει στον κήπο με τη συμπαράσταση του εξηντάχρονου Αλγερίνου κηπουρού Μπεν-Αλί. Καταστρώνει το σχέδιο της με κάθε λεπτομέρεια πλην όμως την τελευταία στιγμή ο μελλοντικός εραστής της μετανιώνει γιατί αντιμετωπίζει πρόβλημα στον προστάτη κι αυτή του αποκόπτει μ ένα κλαδευτήρι τα γεννητικά του όργανα –ενώ αυτός κοιμάται- τα οποία και στέλνει με κούριερ στην πρεσβεία της Αλγερίας στο Βερολίνο..
2. ‘τι θα σου μαγειρέψω απόψε αγαπημένη’
Του Νορβηγού συγγραφέα Ματέους Σλουγκεμπόργκ
Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα που αναφέρεται στη σύγχρονη Νορβηγία όπου ένα ζευγάρι απ το Μπέργκεν που διατηρεί εστιατόριο σολομών, αποφασίζει να περάσει τις διακοπές του σε διαφορετικά φιόρδ της πανέμορφης χώρας. Ο Κερτ -μάγειρας στο επάγγελμα, 32 χρόνων- σ’ αυτές τις διακοπές έχει πάμπολλες εκπλήξεις για τη γυναίκα του Χανελόρε και μαγειρεύει για αυτή διαφορετικές σάλτσες με κρέατα που προέρχονται από κομμάτια δασοφυλάκων και μοναχικών ψαράδων των φιόρδ. Η Χανερόλε ζει το πιο όμορφο καλοκαίρι της, το οποίο και καταγράφει κάθε βράδυ στο ημερολόγιο της…
‘Το ταχυδρομείο δεν πρόκειται να ανοίξει’
Εκπληκτική νουβέλα του άνεργου συγγραφέα Φρανσουά Εκπεσώ
Ο πενηντάχρονος Γκιγιώμ Λιμιέρ παίρνει ένα επίσημο γράμμα απ τη Γενική Διεύθυνση των Ταχυδρομείων της Γαλλίας, όπου του ανακοινώνεται η απόλυσή του στα πλαίσια των περικοπών. Τότε βάζει μπρος στο σχέδιο του και με δυο τεράστια μπετόνια βενζίνης περιλούει μέρα-μεσημέρι το ταχυδρομείο της κωμόπολής του στο Αντρε-νου της Βρετάνης και καίει τρεις υπαλλήλους, τέσσερις πελάτες και τον Διευθυντή…
Στη δίκη που ακολουθεί, ο εμπρηστής Γκιγιώμ βρίζει ασύστολα τον Δικαστή της έδρας, αποκαλύπτωντας
πως η γυναίκα του είναι λεσβία κι έχει πολύχρονη σχέση με τη γυναίκα του Διευθυντή του ταχυδρομείου.
‘Θαρχόμαστε συνέχεια στο σπίτι σας’
του Σομαλού συγγραφέα Αχμέτ αλ-μπεν- Λίλι
Ένα εκπληκτικό μυθιστόρημα 617 σελίδων, όπου ο άγνωστος στο Ευρωπαικό κοινό Αχμέτ αλ-μπεν Λίλι από το Μογκαντίσου της Σομαλίας, εξηγεί με απίστευτο μίσος γιατί οι ισλαμιστές θα ταξιδεύουν συνεχώς και αενάως ως λαθρομετανάστες σε χώρες της Μεσογείου με στόχο να νοθεύσουν γεννητικά τον πληθυσμό της γηραιάς ηπείρου, ώστε οι ‘δυτικοί’ ν’ αποφασίσουν ν’ αλλάξουν πολιτική απέναντι στο Ισλάμ και να πάψουν να είναι τα γκαρσόνια ή οι μπάτλερ των ΗΠΑ.
ΥΓ. Αν βρείτε τα παραπάνω βιβλία για το καλοκαίρι, ας με πάρετε τηλέφωνο..
Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ ΦΙΛΩΝ, ΣΧΟΛΙΑ | Με ετικέτα: Ηλίας Κουτσούκος, Προτάσεις βιβλίων, Παρωδία, Χιούμορ | Leave a Comment »
Posted by vnottas στο 9 Ιανουαρίου, 2014
Είμαι της άποψης που υποστηρίζει ότι γελάμε με ό,τι κατά βάθος φοβόμαστε: σε συλλογικό επίπεδο, για παράδειγμα, με τους τρελούς, τους γιατρούς, τις κακές πεθερές, τους βλάκες, και με τις κάθε λογής εξουσίες. Σε ατομικό επίπεδο τίποτα δεν εξορκίζει καλύτερα τον πόνο και το θάνατο, όσο το γέλιο. Αλλά και σε στοιχειωδέστερες καθημερινές καταστάσεις ισχύει το ίδιο: Ας πούμε πως βλέπεις κάποιον να σκουντουφλάει και να πέφτει. Το ¨μήνυμα¨ θα περάσει άμεσα από τους περίφημους νευρώνες ¨καθρέφτες¨ (εκείνους που αποτελούν τη βιολογική βάση της ταύτισης με τους άλλους, άρα και κάθε αλτρουισμού και κάθε κοινωνικής ή αισθητικής ¨συμμετοχής¨) που θα σε ταυτίσουν μαζί του και θα σε βάλουν αυτόματα σε κατάσταση στιγμιαίου συναγερμού (η γλίστρα μπορεί να απειλεί κι εσένα). Αλλά αμέσως μετά, όταν ο υπόλοιπος εγκέφαλος σε ειδοποιήσει ότι δεν κινδυνεύεις, τότε το γέλιο εκδηλώνεται ανακουφιστικά ιαματικό, βοηθώντας στην αποκατάσταση της ψυχραιμίας. Ίσως έτσι μπορέσεις να συντρέξεις αποτελεσματικότερα αυτόν που έπεσε.. Καταλήγω: το γέλιο κάνει καλό και το μαύρο είναι το πιο ιαματικό χιούμορ.
Ωραία. Τώρα, μετά απ’ αυτή την μικρή θεωρητική παρένθεση, ας δούμε τι λέει ο Μπρασένς για τις κηδείες του παλιού καλού καιρού.
Σημείωση: Την ¨μακαρία¨ ομολογώ ότι δεν την ήξερα. Την βρήκα στο λεξικό. Υπάρχει, ως επιθανάτιο γεύμα (ρίξτε μια ματιά στον Μπαμπινιώτη).
[Μετά την απόδοση στα ελληνικά που σας έφτιαξα, ακολουθούν τα βίντεο με τον Μπρασένς, με τον Le Père Valdu (παπάς στην ενορία Notre Dame de Montcuq) το πρωτότυπο κείμενο στα γαλλικά και, για να μείνουμε στο πνεύμα, Θεοδωράκης και Μποστ από Χιώτη και Μπιθικώτση: Η Νήσος των Αζορών]
Παλιά οι συγγενείς του κάθε τυχόν μακαρίτη
τους φίλους καλούσαν να κλάψουν παρέα στο σπίτι
«Αν θέλετε αντίο να πείτε στον πεθαμένο,
στη μνήμη του θα ‘χουμε απόψε τραπέζι στρωμένο».
Μα χάσανε πια οι ζωντανοί τη γενναιοδωρία
κι οι νεκροί του ξεπροβοδίσματος την ευκαιρία
Εδώ που τα λέμε αυτή βασικά ειν’ η αιτία
που για καιρό δεν πάτε / σε μια καθώς πρέπει κηδεία
και που δεν φάγατε εσχάτως / καμία καλή ¨μακαρία¨
*
Μα πού ‘ναι οι κηδείες οι παλιές;
Με (τις καρο- τις καρό-) τις καροτσες τους τις στολισμένες,
που ‘χαν λούσα, που ‘χαν μουσικές
και (μακαρί-) μακαρίτες με φάτσες ροζέ και θρεμμένες.
Με τους κληρονόμους να κερνάν:
τεθλιμμένους, παπάδες, σκαφτιάδες, ακόμη και τα κοράκια…
Πια δεν υπάρχουν, παν’,
πια ξεπεράστηκαν,
τελετές με πομπές, μ’ εμβατήρια και παπαδάκια…
Φύγαν για τα καλά,
δε θα γυρίσουν πια,
της νιότης τα μυστήρια
τα θεα-μα-τικά!
*
Όλες οι νεκροφόρες διαθέτουνε πια μηχανές
και τους μακαρίτες μπορούν να τους παν όπου θες,
αυτοί όμως τώρα δε βλέπουν, δεν χασκογελούν
με τους κληρονόμους στις λάσπες να παραπατούν…
Πατώντας τέρμα το γκάζι προχτές κάτι τύποι,
αντί τον δικό τους να παν στο στερνό του το σπίτι,
με φόρα στη θάλασσα βούτηξαν απ’ την προκυμαία
και στα θυμαράκια πήγαν / όλοι μαζί παρέα
και στα θυμαράκια έτσι / κατάληξαν όλοι παρέα
*
Μα πού ‘ναι οι κηδείες οι παλιές;
Με (τις καρο- τις καρό-) τις καροτσες τους τις στολισμένες,
που ‘χαν λούσα, που ‘χαν μουσικές
και (μακαρί-) μακαρίτες με φάτσες ροζέ και θρεμμένες.
Με τους κληρονόμους να κερνάν:
τεθλιμμένους, παπάδες, σκαφτιάδες, μ’ ακόμη και τα κοράκια…
Πια δεν υπάρχουν, παν’,
πια ξεπεράστηκαν,
τελετές με πομπές, μ’ εμβατήρια και με παπαδάκια…
Φύγαν για τα καλά,
δε θα γυρίσουν πια,
της νιότης τα μυστήρια
τα θεα-μα-τικά!
*
Αν είναι να με ξαποστείλουν χωρίς τσιριμόνιες
και χωρίς τελετές να βρεθώ στις μονές τις αιώνιες
τότε δεν ξέρω και τη ταφή, μου, τι να την κάνω
ας πνιγώ, ας καώ, ή, άμα λάχει, ας μην πεθάνω…
Ω, ας γυρίζανε οι καιροί των καλοπεθαμένων
των μακαρίων και των κατά-ευχαριστημένων
τότε που σκέπτονταν όλοι «αν είν’ εδώ να πεθάνω»
τουλάχιστον ας πάω / κάπου παραπάνω
τουλάχιστον ας πάω / κάπου από εδώ παραπάνω
*
Μα πού ‘ναι οι κηδείες οι παλιές;
Με (τις καρο- τις καρό-) τις καροτσες τους τις στολισμένες,
που ‘χαν λούσα, που ‘χαν μουσικές
και (μακαρί-) μακαρίτες με φάτσες ροζέ και θρεμμένες.
Με τους κληρονόμους να κερνάν:
τεθλιμμένους, παπάδες, σκαφτιάδες, μ΄ ακόμη και τα κοράκια…
Πια δεν υπάρχουν, παν’,
πια ξεπεράστηκαν,
τελετές με πομπές, μ’ εμβατήρια και με παπαδάκια…
Φύγαν για τα καλά,
δε θα γυρίσουν πια,
της νιότης τα μυστήρια
τα θεα-μα-τικά!
Georges Brassens – Les funérailles d’antan
Le Père Valdu – Les funérailles d’antan
Jadis, les parents des morts vous mettaient dans le bain,
De bonne grâce ils en faisaient profiter les copains:
«Y a un mort à la maison, si le cœur vous en dit,
Venez le pleurer avec nous sur le coup de midi…»
Mais les vivants d’aujourd’hui ne sont plus si généreux,
Quand ils possèdent un mort ils le gardent pour eux.
C’est la raison pour laquelle, depuis quelques années,
Des tas d’enterrements vous passent sous le nez.
Des tas d’enterrements vous passent sous le nez.
*
Mais où sont les funérailles d’antan?
Les petits corbillards, corbillards, corbillards, corbillards,
De nos grands-pères,
qui suivaient la route en cahotant,
Les petits macchabées, macchabées, macchabées, macchabées,
Ronds et prospères…
Quand les héritiers étaient contents,
Au fossoyeur, au croque-mort, au curé, aux chevaux même,
Ils payaient un verre.
Elles sont révolues,
elles ont fait leur temps,
Les belles pom, pom, pom, pom, pom, pompes funèbres,
On ne les reverra plus,
et c’est bien attristant,
Les belles pompes funèbres de nos vingt ans.
*
Maintenant les corbillards à tombeau grand ouvert
Emportent les trépassés jusqu’au diable Vauvert,
Les malheureux n’ont même plus le plaisir enfantin
De voir leurs héritiers marron marcher dans le crottin.
L’autre semaine, des salauds, à cent quarante à l’heure,
Vers un cimetière minable emportaient un des leurs…
Quand sur un arbre en bois dur, ils se sont aplatis
On s’aperçut que le mort avait fait des petits.
On s’aperçut que le mort avait fait des petits.
*
Plutôt que d’avoir des obsèques manquant de fioritures,
J’aimerais mieux, tout compte fait, me passer de sépulture,
J’aimerais mieux mourir dans l’eau, dans le feu, n’importe où,
Et même à la grande rigueur, ne pas mourir du tout.
O, que renaisse le temps des morts bouffis d’orgueil,
L’époque des mas-tu-vu-dans-mon-joli-cercueil,
Où, quitte à tout dépenser jusqu’au dernier écu,
Les gens avaient le cœur de mourir plus haut que leur cul.
Posted in Μπρασένς στα ελληνικά ΙV | Με ετικέτα: Brassens, Απόδοση, Ζωή, Κηδείες, Λόγια τραγουδιών, Μπρασένς, Μετάφραση, Στίχοι, Τραγούδι, Χιούμορ | Leave a Comment »
Posted by vnottas στο 21 Δεκεμβρίου, 2013
Το τελευταίο μέρος της (εικονογραφημένης) αφήγησης του Βασίλη Μεταλλινού σχετικά με τις ινδικές μοτοσικλετιστικές του περιπέτειες. Για τον εγκλιματισμό πρόσθεσα στο τέλος ακόμη ένα ¨μεταγλωττισμένο¨ ιονεσκικό Μπόλιγουντ.
«Πως είναι το Δελχί, Βασιλτζίκ efendi?» μΕ ρώτησε η Γκιουλέν εκβάλλοντας βαθύ αναστεναγμό και τακτοποιώντας μια μελιτζανί τούφα στο κεφάλι της…
«‘Άλλη μια συνέχεια των αιωνίως ατελών ταξιδιών μου, sevgili Gulen… Τελικά, δεν έφτασα ποτέ στο Δελχί… Η ταξιδιωτική παλίρροια με παρέσυρε νοτιότερα μέχρι την Kerala και συγκεκριμένα στο Kochin, να μασουλάω μαγειρεμένα ψάρια και καβούρια με σάλτσα «μάσαλα» από πλανώδιους ψητάδες του δρόμου. Κάποιο τσάκρα της γαστέρας, φαίνεται έσπασε εκεί και σταμάτησα την 20ήμερη μονοφαγία κάσιους και μπανάνας!»
O Ερντεμίρ άναψε τσιγάρο. Ρούφηξε την τελευταία γουλιά του καφέ του μ’ ένα κοχλάζον γουργουρητό και είπε …»Με μπέρδεψες καρντές…»
«Από τη Γκόα, στο Παντζίμ, νοίκιασα μια μηχανή και διέσχισα την επαρχία Καρνατάκα και Κεράλα, νότια μέχρι το Κότσιν, όπως σΕ είπα. Ήταν ένα εκπληκτικό ταξίδι, σχεδόν παραλιακά, διανυκτερεύοντας σε καλαμένιες ή από κόντρα πλακέ καλύβες, δίπλα στην Αραβική θάλασσα και τον Ινδικό Ωκεανό, με 3-3,5 ευρώ το βράδυ. Αυτά τα μέρη είναι στέκια Ευρωπαίων κι Αμερικανών free τυπάδων, που νοικιάζουν 5-6 άτομα μια μεγάλη καλύβα με 7-8 ευρώ το βράδυ (δηλ. περίπου 1 ευρώ το άτομο) τρώνε στα τοπικά ρεστοράν κάτι τεράστιες μερίδες ριζιού ή νουντλ με λαχανικά με 40 λεπτά και τη βγάζουν κανά εξάμηνο ροκανίζοντας ούτε το μισό επίδομα ανεργίας. Μπάφοι, μπύρες και γερά πάρτυ, γενικώς στην ημερησία διάταξη…»
«Και μετά?» ρώτησε με κελάηδημα τσίχλας, η Γκιουλέν.
«Απ’ το Kochin, Bangaluru, Hampi, Hiderabad, Aurangabad, Gandhinagar. Εκεί πήρα την απόφαση να μην συνεχίσω άλλο προς τα πάνω αλλά να παραδώσω την Royal Εnfield 350 bullet στην Βομβάη, στον άνθρωπο που μΕ τη νοίκιασε και να φύγω χωρίς πίεση και άγχος για Σαλονί»
«Καλή η Enfield καρντές?» με ρώτησε ο Ερντεμίρ.
«Η πρώτη που νοίκιασα, ήταν μια 350 παλιά, με ποδόφρενο στ΄αριστερά και ταχύτητες δεξιά. Με ταλαιπώρησε αφάνταστα το σανζμάν, σε σημείο που μετά από 60 περίπου χιλιόμετρα, κόλλησε στην τρίτη ταχύτητα! Με UHU σΕ λέω… Δεν έβγαινε με τίποτα. Έσβησε το μοτέρ που είχε «ανάψει» στους 40 υπό σκιά και χωρίς μίζα, μόνο με μανιβέλα και συμπλέκτη δεν «έπαιρνε» με τίποτα! Εκεί σταμάτησα ένα Γάλλο που οδηγούσε μία δική του 350άρα, καινούργια με μίζα. Αυτός με βοήθησε, με φιλοξένησε στην καλύβα του στη Βόρεια Καρνατάκα και μΕ νοίκιασε την δική του για το υπόλοιπο του ταξιδιού μου. Αυτός ήδη είχε γυρίσει όλη την Ινδία για ένα 6μηνο, είχε κάνει 17000 χλμ και την πουλούσε για να φύγει στην Γαλλία. Έτσι από την κόλαση της παλιάς (μιας μαύρης στη φωτό) Enfield bullet 350, βρέθηκα με μια εξαιρετική σε λειτουγικότητα μιζάτη, που δεν έκανε τσικ…»
«Και πως νοικιάζεις μηχανή σ’ αυτές τις χώρες, καρντές?» με ρώτησε ο Ερντεμίρ, κάνοντας μια ερωτηματική χειρονομία με τη χερούκλα του …που ήταν σε μέγεθος κουπιού γόνδολας.
«Αυτό είναι μεγάλη ιστορία! Οι Ινδοί είναι εκ βλαστοκυττάρων απατεωνίσκοι! Δεν έχουν μπέσα, δεν τηρούν το λόγο τους και στις συναλλαγές τους ο Ντίλιγκερ φαντάζει με ιεραπόστολο… Τους ξένους τους ξεσκίζουν και δεν υπάρχει περίπτωση να σΕ επιστρέψουν την χοντρή εγγύηση των 500+ ευρώ που καταβάλεις με το συμφωνητικό, προφασιζόμενοι ότι προξένησες ζημιές είτε εξωτερικά είτε στα μηχανικά μέρη… Υπάρχει κι ένα ακόμα πρόβλημα, ότι οι νοικιασμένες μηχανές έχουν διαφορετικό χρώμα πινακίδας και δεν επιτρέπεται να βγούν έξω από την επαρχία που ανήκουν. Ένας είναι ο τρόπος! Αγορά από 2 σοβαρές εταιρίες που έχουν έδρα στη Βομβάη και στο Δελχί. Υπάρχει συμβόλαιο, το πιό συνηθισμένο, που υποχρεούται να την ξαναγοράσει ο πωλητής στο 60% της αξίας που την πούλησε. Άρα, για φαντάσου να την χρησιμοποιήσεις πχ 3 μήνες, να την έχεις αγοράσει 1000 ευρώ και να σΕ βγεί στο φινάλε όλη η ιστορία 400 ευρώ …και με δικιά σου μηχανή! Ενδεικτικά σΕ λέω ότι το πολύ καλό Bajaj avenger που είχα νοικιάσει στο Νεπάλ, στοιχίζει στην Ινδία καινούργιο 750 ευρώ! Άλλος τρόπος, ενοικίαση μόνο από ιδιώτη.
Στο Νεπάλ τα πράγματα είναι πιό εύκολα, γιατί είναι μικρή χώρα, με σφιχτό έλεγχο και η εγγύηση είναι στα 150 ευρώ. Άλλωστε εκεί δεν μένεις παραπάνω από δεκαήμερο και με το χαμηλό ενοίκιο των 6-8 ευρώ/μέρα γίνεται η δουλειά.
Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ ΦΙΛΩΝ | Με ετικέτα: Αφήγηση, Βασίλης Μεταλλινός, Ινδία, Μοτοσικλέτα, Νεπάλ, Ταξιδιωτικά, Χιούμορ | Leave a Comment »
Posted by vnottas στο 20 Δεκεμβρίου, 2013
Στο προηγούμενο: Ο Βασίλης, καθώς ασχολείται με αγροτικές εργασίες στον Χολομώντα, δέχεται την επίσκεψη ζεύγους φίλων του μοτοσικλετιστων από την ανατολή και αρχίζει να τους αφηγείται εντυπώσεις από την τελευταία του απόδραση στις Ινδίες. (Με ένα κλικ πάνω τους οι φωτογραφίες μεγαλώνουν).
Για να μπούμε ευκολότερα στο ινδικό κλίμα σας πρόσθεσα και μια ιδέα γιουτουμπικό Μπόλιγουντ (γιατί έχει και η μεταγλώττιση τα ωραία της!)
*
«Πως είναι οι δρόμοι στο Νεπάλ, καρντές?» με ρώτησε ο Ερντεμίρ με έντονο ενδιαφέρον ενώ η Γκιουλέν μετά τον μπάφο έστρωσε κεφάλα και με παρακολουθούσε με το βοδίσιο βλέμμα της μαστούρας…
«Εδώ τα πράματα αγριεύουν καρντές! Μπορεί να σΕ τύχουν τα πάντα… Από λακκούβες-παγίδες ελεφάντων, ιερές αγελάδες στη μέση του δρόμου, κοπάδια με ζώα που σΕ κάνουν «σορπράιιιιιζ» και οδηγούς που προσπερνούν σαν ημιπαράφρονες πιλότοι καταδιωκτικού, μέχρι σπόρους από σιτάρι, καλαμπόκι κλπ πάνω στην άσφαλτο για να τους πατήσουν τα φορτηγά και να τους …αλέσουν! Για δες αυτές τις φωτό…» του είπα γυρίζοντας το λάπτοπ προς την πλευρά του.
«Όπως φαίνεται καθαρά στη δεύτερη φωτό, το φορτηγό πέρασε την τελευταία στιγμή στο ρεύμα του (αριστερά) αλλά με τον απότομο ελιγμό βγήκε από την άσφαλτο στο χωμάτινο έρεισμα και παλεύει να το επαναφέρει στα ίσα… Εν τω μεταξύ το μηχανάκι πάει καρφί για προσπέραση και περνάει ανάμεσα στο λεωφορείο και την …ιερή αγελάδα. Και μια μικρή λεπτομέρεια… Όλοι οι συμμετέχοντες στην κυκλοφοριακή παρτούζα τρέχουν και κορνάρουν! Αυτός είναι ο μεγαλύτερος δρόμος του Νεπάλ που συνδέει το Κατμαντού με την Ποκάρα γύρω στα 180 χλμ, η Prithvi highway! Ά…και η κυκλοφορία γίνεται ανάποδα, στ’ αριστερά!» του εξήγησα και σηκώθηκα να φέρω μερικές μπύρες ακόμα απ’ το ψυγείο.
«Δώσε φωτογραφίες, καρντές!» μΕ είπε ο Ερντεμίρ κι άνοιξε 2 μπύρες.
«Τσόκ γκιουζέλ» αναφώνησε ο Ερντεμίρ και γέμισε με μπύρα το ποτήρι του…
Η Γκιουλέν -ξαναμμένη από τους μπάφους- σηκώθηκε από την κουνιστή πολυθρόνα, ήρθε πίσω από την καρέκλα του Ερντεμίρ κι έσκυψε πάνω του ως αμπέλωψ ευκληματούσα, ψιθυρίζοντάς του να πάνε για ύπνο… Ο Ερντεμίρ έβαλε στο λάπτοπ άλλες 3 φωτογραφίες, χαμογέλασε λάγνα στη Γκιουλέν με νόημα, γρύλλισε κάτι στ’ αυτί της και χάθηκαν αγκαλιασμένοι τρεκλίζοντας στο υπνοδωμάτιο που τους παραχώρησα…
Κυριακή πρωί, Ζάππειο Χολομώντος (καταφύγιο του συγγραφέος με 75 βινύλια του Φράνκ Ζάππα). Ανοιχτό το λάπτοπ με ταξιδιωτικές φωτό και χαλαρό καφεδάκι με τον Ερντεμίρ, ενώ στο πικαπ παίζει το «Chungas Revenge» του …Ζάππα.
Το πατατράκ της βαρεμάρας έκανε γρήγορα την εμφάνισή του στο πρόσωπο του Ερντεμίρ, που μ’ ένα τικ στο μάτι με συχνότητα εκκρεμούς και κάτι σπασμούς στο αριστερό μάγουλο, προσπαθούσε να με κάνει να αναθεωρήσω τις πρωινιάτικες μουσικές μου επιλογές…
«Έχω τις φετινές επιτυχίες της Fedaye Lacin… να σου δώσω το mp3 να τις ακούσουμε? Άμα δεν σ’ αρέσει καρντές, θα το σταματήσω» …μΕ τον έριξε τον δράκο ο Ερντεμίρ
«Ας την ακούσουμε και την Fedaye…» είπα με μια αίσθηση αταραξίας και στωικότητας, συμπληρώνοντας ότι…
«…δεν θα ‘χω κανένα πρόβλημα, καρντές, ν’ ακούσω την άγνωστή μου Τουρκάλα αοιδό. Δεν μΕ τρομάζει τίποτα πιά… έχω ακούσει τα πιό απόκοσμα ρεφρέν, όπως αυτό που λέει …ότι «το όνειρο ζωής κάθε μοτοσυκλετιστή είναι να κατακτήσει το Νordkapp» και τινά ακόμη άκρα του νεοεποχίτικου ταξιδιωτικού ορίζοντος!»
Ο Ερντεμίρ άναψε τσιγάρο και ρολάρισε τις φωτό στο λάπτοπ…
Πριν καλά-καλά τελειώσει το θρηνώδες βιολί στην εισαγωγή του «aglaram», τράβηξε αναστενάζοντας μια γερή τζούρα απ΄το τσιγάρο του και με ρώτησε…
«Καλά όλα αυτά, καρντές! Αλλά εσύ δεν έχεις όνειρο ζωής να πας στο …»
«Ερντεμίρ, άμα δεν είχε πάει ο mcGregor, εσύ θα νόμιζες ακόμα ότι το Magadan είναι υγρό κρεμοσάπουνο για την ευαίσθητη περιοχή!»
τον έκοψα με κόκκινο, σε ελεγχόμενα σαρκαστικό τόνο.
«Μπ..» κόμπιασε τραβώντας μια γερή τζούρα και συμπλήρωσε …»γιατί αποκλείεις Βασιλτζίκ efendi, ν’ αρχίσεις να ονειρεύεσαι κι εσύ …»
«Ερντεμίρ καρντές, νοιώσε συμπόνια για την άγνοιά μου σ’ αυτόν τον κενό γρίφο που λέγεται ταξιδιωτικός προορισμός. Είμαι αποφασισμένος ν’ αντιμετωπίσω το πεπρωμένο μου, μακριά από τα χωράφια του ταξιδιωτικού νεοεποχίτικου δογματισμού. Με την ευκαιρία, να σΕ δηλώσω ότι ζητώ την εξαίρεσή μου από το συγκεκριμένο όνειρο ζωής.» είπα ακούγοντας βήματα…
Η Γκιουλέν εμφανίστηκε ανεβαίνοντας από την σκάλα κι έσκυψε να φιλήσει τον Ερντεμίρ, όταν μια ακτίνα φωτός ανέδειξε τις απερίγραπτες φυσιογνωμικές της προεκτάσεις, που με θύμισαν κάτι από την ασπρόμαυρη ταινία του «Λυκάνθρωπου»!
«Günaydın!» είπε μετά χαμογελώντας σε μένα και πήγε κατευθείαν στο μπρίκι να ετοιμάσει καφέ.
«Τι κάνουν όλοι αυτοί με τα μπετονάκια στη φωτογραφία, καρντές?» με ρώτησε με απορία ο Ερντεμίρ…
«Απλά, δεν είναι δεδομένο ότι στο κέντρο του Πατάν (πληθυσμός 250.000 κάτοικοι), υπάρχει παντού δίκτυο ύδρευσης… Όπως επίσης, στο κέντρο του Κατμαντού ένα κρεοπωλείο δεν είναι δεδομένο ότι έχει ηλεκτρικό ρεύμα… Μήπως τελικά, έχουμε πολλά δεδομένα σ’ αυτή τη ζωή καρντές?»
«Η Ινδία είναι σ’ αυτή τη φωτογραφία?» ρώτησε η Γκιουλέν, ενώ καθότανε στην κουνιστή πολυθρόνα σε κατάσταση μακαριότητας.
«Eίναι το Gateway of India, στη Βομβάη των 18.000.000 κατοίκων, στο νότιο τμήμα της πόλης. Ήταν ένα απλό -εγκυκλοπεδικής φύσης- πέρασμα από την περιοχή, όπου συναντάς πανάκριβα μπαρ και ρεστοράν, που συχνάζουν παραγωγοί και στάρς του Bollywood, μαφία, αντιπροσωπείες της Rolls Royce και της Daimler… Στη συγκεκριμένη περιοχή απαγορεύονταν μέχρι και η κυκλοφορία των autorickshaws, των κλασσικών τρίκυκλων κιτρινόμαυρων ταξί. Όπως ήταν φυσικό, σαν ρέκτης της ακατέργαστης ταξιδιωτικής εμπειρίας, τον χρόνο μου τον αφιέρωσα στις γύρω τενεκέ-μαχαλά φτωχογειτονιές, που για να φτάσεις απ’ το προαναφερθέν μνημείο με τη μηχανή, ήθελες κανά δίωρο…
«Σε ποιά μέρη πήγες καρντές?» με ρώτησε ο Ερντεμίρ, μασουλώντας με βουλιμία ένα μεγάλο κομμάτι τσουκνιδόπιτας, σαν να αναπαριστούσε πειστικά…το τάισμα της τίγρεως της Βεγγάλης!
Διέσχισα την επαρχία Μaharashtra και κατέβηκα Goa για να νοικιάσω μηχανή από ιδιώτη και με σκοπό να κατευθυνθώ προς το Δελχί, όπου στο τέλος του ταξιδιού θα ‘φηνα τη μηχανή σε μια μεταφορική εταιρία και θα πετούσα απ’ εκεί για Σαλονί.
Σημείωση: Η δεύτερη φωτό δεν είναι θολή. Στο Νεπάλ και την Ινδία, δεν μαζεύουν τα σκουπίδια… Τα καίνε μπροστά στα σπίτια και στα μαγαζιά τους. Στη φωτό η ατμόσφαιρα είναι εφιαλτική από τους καπνούς, στις 8 η ώρα το πρωί…
(συνεχίζεται…)
Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ ΦΙΛΩΝ | Με ετικέτα: Αφήγημα, Βασίλης Μεταλλινός, Ινδία, Μοτοσικλέτα, Νεπάλ, Ταξιδιωτικά, Χιούμορ | Leave a Comment »
Posted by vnottas στο 16 Δεκεμβρίου, 2013
Εντάξει, έπεσε άπνοια κι ακεφιά κι έτσι για μερικές εβδομάδες το Ιστολογοφόρο έμεινε ακίνητο να λιμνάζει στις χειμωνιάτικες ομίχλες. Όμως μερικοί από τους φίλους που συνταξιδεύουν μαζί μου (όπως ο Ηλίας, ο Νίκος, ο Βασίλης), φρόντισαν να μεταφέρουν στο κατάστρωμα πνοές γραφής και άλλα λεκτικά καύσιμα κι έτσι βάζουμε (αμετανόητοι) πάλι μπρος.
Λέω να αρχίσουμε, -έτσι, για να πάμε κόντρα στη δυσθυμία,- με (εικονογραφημένα) στιγμιότυπα από μοτοσικλετιστικές περιπέτειες (ή τι συμβαίνει όταν ο Βασίλης Μεταλλινός ξανασυναντάει το δίτροχο ζευγάρι των φίλων του από την Ανατολή και τους εξιστορεί τις εντυπώσεις του από τον πρόσφατο γύρο των μυστηριωδών Ινδιών με ινδικό μηχανάκι).
Βασίλης Μεταλλινός :
Aπό τη μάντρα του τσομπάνη στην Ήπειρο …στα μάντρα των Ινδουιστών στη Μαχαράστρα.
(Και για την εικονογραφιση φρόντισε ο ίδιος )
Σάββατο απόγευμα, ώρα 7.30’…
Μιά σαράβαλη μαύρη 1100 GS, με “τελειωμένα” σανζμάν και εξάτμιση, που ακούγονταν σαν πολεμικό Αlbatros του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου μπήκε στο κτήμα του Χολομώντα… Ένα ανόητο ξεδοντιάρικο χαμόγελο στο κράνος του οδηγού και μια φάτσα που έμοιαζε με κάτι σχετικό από μενού ψαροταβέρνας στο κράνος του συνοδηγού, έκαναν την εμφάνισή τους, μόλις ακινητοποιήθηκε η μηχανή στο ένα μέτρο…
Παραλίγο θα έκανα φέτες το μπροστινό λάστιχο με το θαμνοκοπτικό.
Έσβησα. Έσβησε.
Σήκωσα ζελατίνα. Σήκωσαν ζελατίνες…
“Βασιλτζίκ efendi!!!!!!!!!” φώναξε η Γκιουλέν κι έβγαλε το κράνος.
“kardeş” ψέλλισε με τον γνωστό ρωγμώδη λυγμό ο Ερντεμίρ και μ΄αγκάλιασε…
“Τι έγινε τ’ αμάξι το Dogan, ρε Ερντεμίρ?”
“Μας το κόψανε στο ΚΤΕΟ στο Βέλγιο…” είπε μ’ ένα αίσθημα υπαρξιακής σύγχυσης, που προκαλούσε η έντονη επίγνωση του απρόβλεπτου της ζωής, και δεν μπορούσε να την ανακουφήσει ένα κοινό tavor των 2,5 mg…
Κούνησα με ύφος “triple action” -έκπληξης, θλίψης, κατανόησης- το κεφάλι μου και ρώτησα:
“…και η GS?”
“Aυτή την χάρισε ένας πελάτης της Γκιουλέν που ερχόταν κάθε 2 μέρες για το φλιτζάνι. Όταν έφευγε του πάσαρα μερικά μπουκαλάκια από το θαυματουργό αφροδισιακό με τους αποξηραμένους όρχεις βουβάλου… Τελικά, μετά από 20 συνεδρίες έβγαλε …κέρατα και δεν του ‘μπαινε το κράνος…»
Βράδυ… 9.45′
Χολομώντας…
Βεράντα, λάμπες θυέλλης, αρωματικά ρεσώ, κατάσταση ατμοσφερίκ …και η φωνή της Amy Winehouse στο “you know i’m no good”, μπερδεύονταν βάναυσα με τις απόκοσμες παραφωνίες του Ερντεμίρ και της Γκιουλέν…
Τα 15 τενεκεδάκια FIX, ήδη τους έκαναν να τραγουδούν σαν σουρωμένοι χούλιγκανς, τον ύμνο της Φενέρ Μπαξέ …σε στιλ τζάζ!
Ο βαρύς παφλάζων ήχος των εν βρασμώ σπαγγέτι, πάνω στο καμινέτο υγραερίου, στη μέση του τραπεζιού, έκανε την Γκιουλέν να ξανακοιτάξει το ρολόι της…
“Σε 3 λεπτά τα βγάζω! Βασιλτζίκ efendi ετοίμασε το σουρωτήρι…” γρύλισε με πεινασμένο ύφος, που στο ημίφως των λαμπών θυέλλης και των σκιών του δάσους, φάνταζε σαν να προανήγγειλε το …ολοκαύτωμα!
“Nοιώσε συμπόνια για την άγνοιά μου Γκιουλέν, αλλά δεν ξέρω που το ‘χει τακτοποιήσει η σύζυγος… Αυτές είναι λεπτομέρειες, στο έπακρον διακοσμητικές και μη κατανοητές από μη ειδήμονα νου!” γρύλισα, υπαινισσόμενος ότι οποιαδήποτε προσπάθεια να μαντέψει κανείς την λογική της συζύγου μου, θα τον οδηγούσε στον στιγμιαίο χρόνο …που φτάνει για να περάσεις από την ηρεμία στο φρενοκομείο…
“Μην ανησυχείς Βασιλτζίκ efendi” φώναξε ο Ερντεμίρ και έβγαλε από την παλιά 1100GS την αλουμινένια πλαϊνή βαλίτσα, γνωστής ουρανοπαρμένης εταιρίας, την ξέπλυνε στα γρήγορα στο νεροχύτη και με την ψυχρή αυτοκυριαρχία κοσμοναύτη του Σογιούζ, έγνεψε στην Γκιουλέν να σουρώσει εκεί τα σπαγγέτι…
Σε λίγα λεπτά τρώγαμε μια εκπληκτική σπαγγετάτα “αλ πέστο”. Tέτοιο γλυστερό ζυμαρικό δεν έχω ξαναφάει…
“Το μυστικό είναι ένα! Το σωστό σούρωμα, καρντές και το λίγο νερό που κρατάει η βαλίτσα στον πάτο, που δεν τ’ αφήνει να κολλήσουν” μΕ είπε μπουκωμένος ο Ερντεμίρ.
“Oι Ιταλοί ξέρουν από μακαρονάδες! Στην υγειά του Herb(*)” φώναξα σηκώνοντας ένα κουτάκι FIX, κάνοντας την Γκιουλέν να μΕ κοιτάζει με απορία, διακόπτοντας το μάσημα μιας τεράστιας μπουκιάς ζυμαρικών…
Ωρα 1.15’…
Ο Ερντεμίρ με μισοκλεισμένο βλέφαρο και βαθύ πηκτώδες περισπούδαστο ύφος, άνοιξε μία Primator.
«Γιατί δεν πήγες με την Africa στην Ινδία?» μΕ ρώτησε ξαφνικά με αυστηρή φωνή, σαν του μουλά Μοχάμεντ Ομάρ, όταν διαβάζει θρησκευτικά μηνύματα από μεντρεσέ του Κανταχάρ…
“Που να σΕ εξηγώ, ρε Ερντεμίρ” είπα ανεβάζοντας το φυτίλι της γκαζόλαμπας για να μην σβήσει.
«Είμαι απελπιστικά ανυπόμονος να μας τα πεις, Βασιλτζίκ efendi» είπε κοιτάζοντας στα ανατολικά του Χολομώντα μια αστραπή σαν καρδιογράφημα να φωτίζει τον ουρανό….
(*) Όνομα ιδιοκτήτη πανάκριβης εταιρίας αξεσουάρ περιπέτειας
«Αυτό το χειμώνα οι Πακιστανοί εκτός από το χόκεϋ επί χόρτου, ασχολήθηκαν εντατικά και με τις απαγωγές ξένων… Μόνο τον Mάρτιο που σκόπευα να περάσω, είχαν μπαγλαρώσει 4 νταλικέρηδες και 2 νεαρές Τσέχες τουρίστριες. Άμα το συνδυάσεις και με το ότι ταξίδεψα με τη «βασίλισσα» στο Ιράν πριν 5 χρόνια …το σενάριο για ενοικίαση μιας Bajaj ή μιας Enfield για κανα μήνα στην Ινδία, άγγιζε τις παρυφές του ταξιδιωτικού ρασιοναλισμού…» είπα, ψάχνοντας στο laptop για μερικές φωτογραφίες…
«Τι είναι ο ρασιοναλισμός?» ρώτησε ο Ερντεμίρ, ρουφώντας την Primator σαν λιγούρικια βδέλλα.
«Και βάλε και καμιά φωτογραφία…» συμπλήρωσε μ’ ένα ρέψιμο με ήχο ξεβουλωμένου ορειχάλκινου σιφονιού, κάνοντας ένα κουνούπαρο που βούιζε σαν μονοκινητήριο περιστρεφόμενος γύρω από την απόκοσμη καράφλα του, να πέσει λιπόθυμο στο τραπέζι….
Kαι πως ταξίδεψες χωρίς μπαγκαζιέρες έναν ολόκληρο μήνα?» με ρώτησε ο Ερντεμίρ με μια διάχυτη ανησυχία, εγκλωβίζοντας την προσοχή μου…
«Είναι πολύ απλό καρντές! Πήρα τη λίστα της Touratech (*). Ό,τι έγραφε εκεί …δεν το χρειαζόμουνα! Έτσι, όλη μου η «προίκα» χώρεσε σ΄ένα σακίδιο, μαζί και το κράνος! Μέσα στο κράνος έβαλα -ρολό- το παντελόνι κορντούρα, στον πάτο τις επιγονατίδες, γάντια, 5 σλιπάκια, 3 T-shirts, 1 παντελόνι, Lonely Planet, λίγα φάρμακα κλπ. Το δερμάτινο μπουφάν το φορούσα, όπως και δερμάτινα αρβυλάκια. «Μ’ αυτό τον τρόπο, ταξιδεύοντας πάνω στη μηχανή το σακίδιο -χωρίς το κράνος- ήταν μισοάδειο!» είπα χαμογελώντας.»
«Μιλάς σοβαρά?» είπε ο Ερντεμίρ, εντυπωσιασμένος με καθαρό jazz μέταλλο στη φωνή…
«Το παν είναι να ξεφύγεις από τον μόνιμα αναδευόμενο βόθρο του adv μοτοσυκλετιστικού μάρκετιγκ και τους ημιπαράφρονες καθοδηγητές του, που βρυχώνται σαν μεταεμμηνοπαυσιακές ύαινες για να σου κατασπαράξουν το πορτοφόλι!» είπα σε έντονο ύφος, εστιάζοντας το βλέμμα μου σ’ ένα μπουκάλι Primator και στο μεταλλικό ανοιχτήρι…
«Και λοιπόν?»
«Αρχές Μαρτίου, πετούσα με τις Τούρκικες αερογραμμές από Σαλονί για Βομβάη, με μοναδική χειραποσκευή το σακίδιό μου…καρντές!»
(*) Πανάκριβη εταιρεία μοτοσυκλετιστικών αξεσουάρ περιπέτειας.
Φωτό: 1. Ατελείωτες ώρες με τον Lonely στο Χολομώντα. 2.Fewa lake στο κεντρικό Νεπάλ.
«Και τα Ινδικά μηχανάκια …δεν ήτανε μικρά για σένα Βασιλτζίκ efendi?» μΕ είπε ο Ερντεμίρ, κάνοντας μια παύση και ζυγίζοντας τις λέξεις με έντονη εικαστικότητα.
«Εδώ κι αρκετά χρόνια, σοφότερος κι εμπειρότερος, οι φαλλοκρατικές παπαριές περί ιπποδυνάμεων, ασύστολων επιδόσεων και αντβέ κομμώσεων, έχουν περάσει στη ζώνη του ανεξήγητου, του γραφικού και της λαογραφίας, καρντές…» απάντησα βλέποντας την Γκιουλέν να στρίβει έναν υπερμεγέθη μπάφο…
«Χμμμμ» γρύλλισε ο Ερντεμίρ. «Και τι μάρκα νοίκιασες τελικά?» συμπλήρωσε με μια αίσθηση ασυνάρτητων εντυπώσεων.
«Πρώτα πήγα για 10 μέρες στο Νεπάλ. Εκεί νοίκιασα 2 Bajaj. Ένα Pulsar κι ένα Avenger. Και τα 2 με τον ίδιο κινητήρα των 220cc. Eλαφριά, ευκίνητα, γρήγορα και με κατανάλωση 40-42 χλμ/λίτρο, με τιμή βενζίνης περίπου στα 90 λεπτά. Ειδικά το Αvenger (τσοπεροειδές) ήταν σχεδόν καινούργιο, με 1040 χλμ… Και όταν θέλεις περίπου 6-7 ώρες για να διανύσεις 180-200 χλμ, λόγω της εφιαλτικής κίνησης, με τα Bajaj ήμουν ταμάμ, Ερντεμίρ καρντές!» του εξήγησα.
«Και τί πρόγραμμα ακολούθησες Βασιλτζίκ efendi?» με ρώτησε η Γκιουλέν περνώντας τον μπάφο στον Ερντεμίρ και φουσκώνοντας μια τεράστια φούσκα μπιγκμπάμπολ…
«Στο ταξίδι πρέπει να ξέρεις πότε να ρίξεις την κλωτσιά στον ιδεολογικό τάκο της κοινότυπης και προβλέψιμης ταξιδιωτικής κασέτας, που πατάει σε βαρετά κλισέ ταριχευμένης, μεγαλόστομης και φανατικής αργκό: o πιό ωραίος δρόμος στον πλανήτη, τα καλύτερα πάσα στον πλανήτη, τα πιό ωραία μνημεία που δεν πρέπει να χάσεις σ’ αυτή την ζωή, οι τοποθεσίες με τα πιό όμορφα ηλιοβασιλέματα… κι αρχίδια καπαμά!» είπα κοφτά, κάνοντας την Γκιουλέν να τρομάξει και να σκάσει η παραφουσκωμένη μπιγκμπάμπολ στα μούτρα της…
«Δηλαδή, στην Ινδία θέλεις να μου πεις ότι δεν πήγες στο Τάζ Μαχάλ?» μΕ ρώτησε με γουρλωμένα μάτια η Γκιουλέν, ξεκολλώντας τις μαστίχες από τα μάγουλά της.
«Έπεσες διάνα sevgili Gulen! Eπισκέφτηκα όλα τα Ταζ …μπανάλ των Ινδιών με ελεύθερο ταξιδιωτικό πνεύμα, αυτό το βιτριόλι που διαβρώνει τις προτηγανισμένες διαδρομές, και με μπούσουλα τις υποδείξεις ξεχασμένων στο χρόνο ταξιδευτών, σε αλκοολούχες ομηγύρεις έξω από καλαμένιες καλύβες στον Ινδικό ωκεανό, τράβηξα τον δρόμο μου μυρίζοντας την περιπέτεια σαν το σκυλί…» απάντησα αδειάζοντας και τις τελευταίες σταγόνες της Primator στο ποτήρι μου.
«Πως σου φάνηκε το Νεπάλ?» μΕ ρώτησε η Γκιουλέν βάζοντας ένα cd της Ebru Gündeş στο φορητό ραδιοσιντί.
«Pokhara, Butwal, Lumbini, Kathmandu, Patan, Bhaktapur, Dhulikhel, Nagargot Birganj, Dharan Bazaar, Biratnagar. Ακόμα και να διαθέτεις γεννήτρια εκφράσεων, το ταξίδι στο Νεπάλ και την Ινδία χαρακτηρίζεται από το «αμετάδοτον» της εμπειρίας… Για δες μερικές φωτό…» της είπα γυρίζοντας την οθόνη του laptop προς την πλευρά της Γκιουλέν, που με τεντωμένο το σαγόνι άρχισε να ρουφάει τις εικόνες σαν βιοκαύσιμο…
Η Γκιουλέν σηκώθηκε από τη θέση της κι έβαλε στο cd μια μπαλάντα της Ιζέλ, το Kızımız Olacaktı…
«Συνέχισε Βασιλτζίκ effendi!» μΕ είπε φυσώντας τον καπνό προς το πρόσωπο του Ερντεμίρ…
«Κάτι που σε δυσκόλεψε καρντές?» μΕ ρώτησε ο Ερντεμίρ, διώχνοντας με παλινδρομικές κινήσεις τον καπνό από τον μπάφο της Γκιουλέν, που ερχόταν στα μούτρα του…
«Οι ασταμάτητες απεργίες στα καύσιμα! Για να πάρεις τα 4 λίτρα ημερησίως με δελτίο, έπρεπε να περιμένεις γύρω στις 4-6 ώρες. Υπήρχε τέτοιο πρόβλημα που σε βενζινάδικο στο κέντρο του Κατμαντού είχε περίφραξη με συρματοπλέγματα, μπάρα εισόδου με στρατιωτικούς φύλακες και σκοπιά (για το βράδυ?) με οπλισμένο στρατιώτη. Δεν έτυχε σε μένα… Από την εποχή που ήταν ο Βροχίδης (*) στο Νεπάλ συνεχίζονται οι απεργίες… Ειλικρινά δεν ξέρω αν θα μπορούσα να ταξιδέψω στη χώρα, άμα είχα έρθει με την Africa! Φυσικά, για να μην χάνω χρόνο, πολλές φορές αγόραζα την βενζίνη στη μαύρη αγορά στα διπλά χρήματα. Με την μηδαμινή κατανάλωση όμως των Bajaj …δεν μΕ κάηκε λυχνία!» φώναξα δυνατά στον Ερντεμίρ, γιατί η Γκιουλέν είχε αρχίσει να κάνει σεκόντο στη μπαλάντα της Ιζέλ…
Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ ΦΙΛΩΝ | Με ετικέτα: Αφήγημα, Ημερολόγιο, Ινδία, Μοτοσικλέτα, Νεπάλ, Ταξίδι, Ταξιδιωτικά, Χιούμορ | Leave a Comment »
Posted by vnottas στο 13 Νοεμβρίου, 2013
Το τραγούδι των (πάλαι ποτέ) ευδαιμόνων τραπεζιτικών υπαλλήλων
Δε μ’ αρέσει να παίζω κοντραμπάσο
ούτε τη δόξα στο τζάμπα να γυρεύω
δε μ’ αρέσει να τριγυρνάω με το πουλόβερ
ούτε, βέβαια, να τραγουδώ στα νάιτ κλαμπ.
*
Στην Τράπεζα πάω,
ο μισθός μου να τρέχει,
έτσι μ’ αρέσω
και δε θέλω κουβέντα πια.
Τ’ αυτοκινητάκι
τ’ αγοράζω με δόσεις
και το καλοκαίρι
μου ράβω μπλε κουστουμιά.
*
Θέλω να ’μαι στη Λούτσα κάθε Κυριακή
και στις διακοπές μου πάντα πάω στη Μύκονο,
το προπό μου συμπληρώνω κάθε Σάββατο
κι έτσι τη Δευτέρα έχω κάτι να πω.
*
Στην Τράπεζα πάω,
ο μισθός μου να πέφτει,
έτσι μ’ αρέσω
και δε θέλω κουβέντα πια.
Τ’ αυτοκινητάκι,
τ’ αγοράζω με δόσεις
και το καλοκαίρι
μου ράβω μπλε κουστουμιά.
Το μουσικό συγκρότημα ¨Οι Γκούφι¨ (Roberto Brivio, Gianni Magni, Lino Patruno και Nanni Svampa) υπήρξε πολύ δημοφιλές στο Μιλάνο της δεκαετίας του ’60. Το τραγούδι ¨Io vado in banca¨είναι γραμμένο από τον Nanni Svampa το 1964. Σας έφτιαξα μια ακόμη προσαρμογή στα ελληνικά.
Non mi piace suonare il contrabbasso
né cercare un po’ di gloria nel successo
non mi piace girare col maglione
tanto meno cantare nei night club
*
Io vado in banca
stipendio fisso
così mi piaccie non se ne parla più.
L’utilitaria
la compro a rate
e per l’estate
mi faccio un vestito blu.
*
Voglio andare a Como ogni domenica
le mie ferie le passo tutte a Rimini
giocherò al Totocalcio tutti i sabati
per parlarne coi colleghi al lunedì.
*
Io vado in banca
stipendio fisso
così mi piaccio
e non se ne parla più.
L’utilitaria
la compro a rate
e per l’estate
mi faccio un vestito blu.
Posted in Έντσο Γιαννάτσι, Ντάριο Φο και άλλοι στα ελληνικά, ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ - ΣΤΙΧΟΙ | Με ετικέτα: I Gufi, Io vado in banca, Απόδοση, Λόγια τραγουδιών, Μετάφραση, Παρωδία, Στίχοι, Τραπεζιτικοί, Τραγούδι, Χιούμορ | Leave a Comment »
Posted by vnottas στο 22 Οκτωβρίου, 2013
Λάβετε υπ’ όψιν ότι:
* Οι ταξιδιώτες μοτοσικλετιστές ενίοτε καταγράφουν τις περιπέτειές τους με χιούμορ και ο Βασίλης Μεταλλινός (κατά τα άλλα: θεσσαλονικιός φίλος, αρχιτέκτονας) είναι ένας από αυτούς.
* Οι ταξιδιώτες μοτοσικλετιστές ενίοτε μαζεύονται και διασκεδάζουν σε ηπειρώτικα ορεινά μέρη. Καθ’ οδόν προς τα εκεί μπορεί να συμβούν διάφορα διασκεδαστικά…
* Τον Βασίλη (κάτοχο μεταξύ άλλων διαπιστωμένου χιούμορ) τον έχετε ήδη γνωρίσει, μια που το Ιστολογοφόρο έχει ήδη αναρτήσει κείμενά του
Σημείωση Υπάρχουν και κάτι δυσκολονόητες νύξεις: αφορούν σε μοτοσικλετιστικές ενδοφορουμικές καταστάσεις και πλάκες!
Βασίλης Μεταλλινός
Ο Ερντεμίρ, ο τσομπάνης κι έτερα μυθώδη
***
Fasten your seat belts!
***
Τα πάσης ορδής εκκαθαριστικά και χαράτσια χόρευαν τσάρλεστον στο γραφείο μου…
Tα νέα από το “Ηello” για τον χωρισμό της Ιωάννας Λίλη με τον Ζαγοράκη, καθώς και η πρόσφατη υπερκόπωση της Lady Gaga, μΕ έκαναν την ψυχολογία ποδήρη!
Ο γεροντολόγος που μΕ κουράρει ήταν σαφής: “άρον το σκηνάκιόν σου, καβάλησον το έτερον εξίμισυ και περιπάτει”…
Εγώ -ως γνωστόν ή άγνωστον- τους επιστήμονας τους σέβομαι.
Αρχές καλοκαιριού έσκασε η πρόσκληση από έναν βαρύτατα ρομαντικό κι ευρηματικό παλιόφιλο κτηνοτρόφο στην Ήπειρο…
“the legendary Voskoparty 2013”.
«Εδώ είμαστε!» σκέφτηκα. Το εκκλησίασμα το γνώριζα από πέρυσι.
Βουτιές στις βάθρες του Τύρια, σκηνάκια δίπλα στο δάσος, κουρεμένα βοσκοτόπια (μόνο πιστολάκι που δεν τα πέρασε…), lighting decoration, στερεοφωνικά, γεννήτριες, μπύρες, ροκιές από Γούντστοκ, τσίπουρα, μανγκάλ πανηγυρέ, προβατίνες με pedigree παρφουμαρισμένες με κρεμμυδολαδορίγανες, συνεδρίες ταυτόχρονου σουρώματος, αγαπητές φατσούλες.
Και το κυριότερο, στο εν λόγω “friends gathering”, δεν θα πηγαίναμε ως εξιδανικευτές ενός λυτρωτικού συμβόλου μπαβαρέζικης μάρκας ή με στόχο κατάρριψης ενός παχύρευστου αριθμού συμμετοχών κάποιου φόρουμ μοτοσυκλέτας, λέσχης ή τινών ακόμη οίκων ανοχής…
Όου γκάντ, που πάει αυτός ο κόσμος?
Παρά το ζόρι που τραβάω, υπόσχομαι στον εαυτό μου ότι θα κάνουμε γκεζί δίπλα στον Τύρια ποταμό, ό,τι κι αν γίνει!
Πάνε πολλά χρόνια που στη Βλαχοντίσνεϋλαντ, λέξεις όπως “πρόσκληση” και “φιλοξενία” έπαψαν να κάνουν σουξέ. Σε βαθμό που ορισμένοι και μόνον στο άκουσμά τους, παθαίνουν ρίξη παχέος εντέρου!
Δεν χάνεται η μόντα με τίποτα, σΕ λέω!
Έτσι λοιπόν, Σάββατο πρωί κατά της ένδεκα ρολάρω με το έτερον εξίμισι (Honda Dominator 650) κάτω από τα τούνελ του Πολύμυλου, ακούγοντας εν μέσω παρασίτων τον “καρδιολόγο” της Βούλας Πάλλα, στους 102,3 από το Ράδιο Γκιώνη Κοζάνης…
“θέλω κάποιο καρδιολόγο
να μ ‘αλλάξει την καρδιά,
μεταμόσχευση να κάνει
και μιαν άλλη να μου βάλει.
Κι ας είναι μαύρη ή άσπρη
ή οτιδήποτε καρδιά,
τη δική μου ν’ αφαιρέσει
και να πάψει να πονά…”
Βγαίνοντας από το τούνελ, μΕ την πέσανε 2-3 πεθαμενί σύννεφα και κοντοστάθηκα για αδιάβροχο.
Η Βούλα Πάλλα ήδη προειδοποιούσε…
«μες το ταξίδι της ζωής
πρόσεξε μη γλυστρίσεις…”
Εγώ την καλλιτέχνιδα την σέβομαι κι άφησα το γκάζι, περιμένοντας τις σταγόνες στη ζελατίνα.
Όμως ρολάροντας στην ανοιχτωσιά των λειβαδεώνων της Sourdi-land, ξαφνικά…
τα σύννεφα εξαφανίστηκαν σαν …σατιρικά ποστ αμφισβήτησης του μεγαλείου γνωστής ουρανοπαρμένης φίρμας, σε φιλομπαβαρέζικο φόρουμ μοτοσικλετών!
Το ταξίδι συνεχίζεται… Η “Dommie” ρολάρει με 100 χλμ/ωρα στην Εγνατία οδό, κάνοντας το ταξίδι βαρετό σαν συζυγικό σέξ…
Αναλογιζόμενος όμως κάποια θανασίμως πληκτικά ημερολόγια προετοιμασίας ταξιδίου, στο μοτοσικλετιστικό διαδικτυακό σύμπαν, ρεφάρισα ψυχολογικά και έστριψα για καφέ στα Γρεβενά. Σάββατο προς το μεσημέρι και οι δρόμοι σημειωτόν από ένα απαστράπτον καρακιτσαριό, που περιφέρει τη ματαιοδοξία του σε πάσης ορδής πολυβιταμινούχα τροχοφόρα.
Άναψε το μοτέρ άναψαν και τα λαμπάκια μου. Σταματώ σε μια καφετέρια. Κυαλάρω ένα άδειο τραπέζι, βγάζοντας το κράνος. Μια ροδομάγουλη νεαρά με κωλομέρια νεροβούβαλου Κερκίνης, έρχεται από την αντίθετη πλευρά, μασουλώντας ένα τεράστιο σάντουϊτς και με κινήσεις αιλουροειδούς, παρασέρνοντας 2 φραπέ και 3 όρθιους καταλόγους, με προλαμβαίνει και κάθεται στη καρέκλα. Χρειάστηκε 5 λεπτά προθεσμία για να σταματήσει να χαμογελάει σαν μαστουρωμένη μαϊμού σε γύφτικο πανηγύρι…
Φονικές σκέψεις μαστίγωναν το μυαλό μου με λύσσα, σφίγγοντας τον ελβετικό σουγιά στην τσέπη του μπουφάν μου αλλά φτάνοντας το τραπέζι θυμήθηκα τις συμβουλές του γκουρού μου για αταραξία και αυτοπειθαρχία… Άλλωστε με κάτι ινδικές ασκήσεις αυτοελέγχου, έχω καταφέρει πιό δύσκολες υπερβάσεις πχ πως να καταφέρνω να διαβάσω μερικά threads για accessoires περιπέτειας …μέχρι το τέλος!
Μια διαπεραστική φωνή, με αρμονικές από προσευχή μουεζίνη και κοντράλτο της λυρικής σκηνής, έσκισε την οχλοβοή της καφετέριας
***
Bασιλτζίκ εφέντη!!!
Στο ακριανό τραπέζι, δίπλα σ΄ ένα παραφορτωμένο Tofas Dogan με τούρκικες πινακίδες, ένας μουστακαλής με κρανίο “βγαλμένο” από μουσείο Παλαιοντολογίας είχε σηκωθεί και μΕ κουνούσε το χέρι…
***
Το «Βασιλτζίκ» απ’ ότι γνωρίζω δεν είναι συνηθισμένο όνομα στα Γρεβενά…
Κάτι μE θύμισε… Κάτι από την Τουρκία… Τελικά εμένα φωνάζει αυτός!!!
Πλησιάζω αργά προς τον τύπο, κάνοντας τεχνικό σλάλομ ανάμεσα στα τραπεζάκια ορθίων, όπου γαντζωμένα ζωντανά θαυμαστικά με απόκρημνα ντεκολτέ βύζαιναν φρεντοτσίνο και στους καναπέδες όπου κάτι ορχιφορούντες φουστανελάδες μάλωναν για τα διοικητικά του Πυρσού Γρεβενών, εν όψει των εκλογών για τη νέα διοίκηση της ομάδας… Kάτι τέτοιες στιγμές οι ρινόκεροι της Σουμάτρας μΕ φαντάζουν διανοούμενοι!
Έχοντας κάνει μια ύστατη αποτυχημένη προσπάθεια να τον θυμηθώ, έφτασα στο τραπέζι του.
“Εrdemir from Urfa!!! Dont you remember me? Moto.gr sticker?” και μ’ έδειξε κολλημένο στο pare-brise ένα αυτοκόλλητο ενός μοτοσυκλετιστικού φόρουμ…
Κι όμως ήταν αυτός! Μόνο αυτός μΕ άλλαξε το όνομα σε Βασιλτζίκ… Αγνώριστος χωρίς τη χαίτη, με τις μουστάκες του, κι ένα αποτρόπαιο ξυρισμένο κεφάλι, άνοιξε την αγκαλιά του αναφωνώντας με ρωγμώδη λυγμό…
“Kαρντές!”
Έξω από την Urfa, στη νοτιοανατολική Τουρκία, πριν από 4 χρόνια ταξιδεύοντας με τη μοτοσικλέτα μου, είχα σταματήσει σε μία απόκοσμη συνοικία, ψάχνοντας για κατάλυμα. Ο Erdemir προθυμοποιήθηκε να μ’ εξυπηρετήσει κερνώντας μΕ τσάγια, ενώ παράλληλα οι συγγενείς του προέβαιναν σε ταχύτατη μετατροπή ενός αχυρώνα σε ξενώνα, τοποθετώντας ένα παλιό κρεββάτι κι ένα σικλαμέ πλαστικό τραπέζι για ντεκόρ.
“Ηi Erdemir, it’ s incredible!”
Μια απίθανη σύμπτωση ή ένα μέρος ενός μυστηριώδους συμπαντικού σχεδίου?
“My wife Gulen and Melda my daughter…”
Υποκλίθηκα στη Γκιουλέν, από τις όμορφες γυναίκες …μόνο άμα τις δεις μέσα από κακής ποιότητας παραμορφωτική τζαμαρία.
Η Μελντά πήρε κι απ’ τους δύο. Έμοιαζε με αποτυχημένο πείραμα Εργαστηρίου Γενετικής…
Η συζήτηση συνεχίστηκε σε αυτιστικά Αγγλικά, γι’ αυτό θεωρώ φρόνιμο να την αποδώσω απευθείας στα Ελληνικά.
“Δεν γράφεις πλέον στο moto.gr? Σ’ έχασα!”
“Άλλαξα στέκι… Μπαίνω σε φόρα μπεμβεδάκηδων για να σνιφάρω λίγη πρέζα μεγαλείου”
“Να μου δώσεις τη διεύθυνση… Να σε διαβάζω, έστω και σε μετάφραση.”
“Φίλε Ερντεμίρ, το ξέρω ότι είσαι βασανισμένος άνθρωπος. Έχεις ζήσει τη φρίκη του πολέμου στην περιοχή σου, έχεις βιώσει φυσικές καταστροφές, δεν ξέρω αν θα το αντέξεις…”
“Πως βρέθηκες στα Γρεβενά?”
“Τελείως κατά σύμπτωσιν!”
Ένας ξεκράνωτος με Dakarοθρεμένη ντουλάπα περιπέτειας, και ακράπες στη διαπασών, διέκοψε τη συνομιλία μας, περνώντας ξυστά στους θαμώνες του καφέ κάνοντας σούζα, αποδεικνύοντας πως όλα τα UFO δεν έχουν εξωγήινη προέλευση…
***
“Και πως από τα μέρη μας Ερντεμίρ?”
“Ξέρεις, οι δουλειές στην …πανσιόν δεν πήγαιναν και πολύ καλά…”
Σ’ αυτό το σημείο, ο συγγραφέας του παρόντος βαναυσουργήματος δακρύζει από το σφίξιμο, για να μην πάθει αποκόλληση σπλάχνων από τα γέλια.
“…έπειτα η Γκιουλέν βρήκε δουλειά στο Βέλγιο, σαν αντικαταστάτρια μιας διάσημης Τουρκάλας καφετζούς για τα διαστήματα που θα λείπει σε Διεθνή Συνέδρια Χειρομαντείας, Αστρολογίας…” συνέχισε ο Ερντεμίρ.
Ακούγοντας …“Διεθνή Συνέδρια” αυτόματα το μυαλό μου πήγε στις Γυναικείες Φυλακές του Σεν Ζιλ, για φοροδιαφυγή, απάτη και λοιπά άρθρα του ποινικού κώδικα για εκμετάλλευση εύπιστων, ματαιόδοξων και ηλιθίων…
Ο Ερντεμίρ θα αναλάμβανε την πώληση θαυματουργών φυλαχτών για την ευγονία στις στεγνές Βελγίδες, αναπτερώνοντας τις ελπίδες για ανανέωση των ορμονών τους. Ακούγοντάς τον μΕ κυρίεψε ένα υπαρξιακό συναίσθημα ματαιότητας και ανήσυχης προσαρμοστικότητας…
Ένα μεθυστικό γυναικείο άρωμα πυρπόλησε ξαφνικά τον αέρα…
“Θα πάρετε κάτι?” Ακούστηκε μια φωνή από πάνω μου…
Γυρνάω το κεφάλι και βλέπω στα 5 εκατοστά, ένα “σπαστό διαφορικό” με ποδάρες μέχρι τον ουρανό κι ένα μίνι ραμμένο για μεγάλες συγκινήσεις… Κάτι τέτοιες στιγμές, εδραιώνεται για τα καλά η πίστη μου, ότι υπάρχει Θεός τελικά!
“Ένα πράσινο τσάι, παρακαλώ!”
“Ζεστό ή κρύο?”
“Πάρε τούρκικο καφέ, καρντές, να σου πεί το φλυτζάνι η Γκιουλέν. Η τιμή είναι 7 ευρώ στον μονό και 10 στον διπλό. Για σένα λόγω της κρίσης …ένα τάληρο ό,τι πάρεις, καρντές! Άντε να μας κάνεις σεφτέ!” πετάχτηκε ο Ερντεμίρ.
“Ας πάρετε τσάι, να σας ρίξω εγώ τα χαρτιά” πετάχτηκε και η Μελντά, που παρατηρώντας τη καλά μετά την τουρμπογκόμενα, άρχισε να μοιάζει περισσότερο με καπνιστή ρέγγα.
Καθυστερούσαμε την παραγγελία και το “κορμί” εξαφανίστηκε, άνωθεν γρυλλίσματι για παραγγελία από την παρέα στο πατάρι, που έβριζε τις Αρχές για το κλείσιμο κάποιων ευαγών οίκων μασάζ της περιοχής…
Γι’ άλλη μια φορά στη ζωή μου, βρέθηκα σ’ ένα κρίσιμο δίστρατο! Το ένα μονοπάτι οδηγούσε στο απόλυτο γελοίο και το άλλο στο απόλυτο φαιδρό…
Προσευχήθηκα στον Αλλάχ να μΕ βοηθήσει να διαλέξω σωστά.
“Έναν διπλό ελληνικό, με καϊμάκι” φώναξα στον θηλυκό τσολιά, που με τα σκληρά αμορτισέρ, ανεβοκατέβαινε σερβίροντας κάτι πολυώροφα παγωτά με σημαιάκια κι ομπρελίτσες, στα χαμηλά τραπεζάκια μιας παρέας μαθητών που αλληλοκαρπαζώνονταν συνεχώς, διηγούμενοι ανέκδοτα με τον Τσάκ Νόρις….
“Θα την πάρετε τη δόση από το ΔΝΤ, Βασιλτζίκ!!!” ανεφώνησε με υπερχειλίζουσα αυτοπεποίθηση και μάτια γουρλωμένα σαν ροφός η Γκιουλέν, ενώ δίπλα της η ρέγγα καταβρόχθιζε το πιατάκι με τα συνοδευτικά κουλουράκια, ξεφυσώντας λαγνοβαρώς.
“Αυτό το προβλέπει κι ο βοηθός στο πιστολάκι, στο κομμωτήριο που φροντίζω το ξύρισμα του κεφαλιού μου” γρύλλισα, κάνοντας θανατηφόρα κατανοητό, ότι θα πουλούσα ακριβά το πεντάευρο που μΕ ζητούσαν…
“Μην ανησυχείς, Βασιλτζίκ εφέντη! Είναι στο ζέσταμα ακόμα….” μΕ καθησύχασε ο Ερντεμίρ, βγάζοντας κι ένα φυλαχτό από μια ξεχαρβαλωμένη Samsonite.
“Κλείστε το κινητό σας τηλέφωνο, Βασιλτζίκ εφέντη… Οι δονήσεις που προκαλούνται από την ερμηνεία των σχημάτων στο φλυτζάνι του καφέ, επηρεάζονται από το σήμα…” πετάχτηκε η ρέγγα, που πριν καλά καλά γίνει αναπληρώτρια διάσημης Τουρκάλας καφετζούς, είχε αρχίσει να το δουλεύει καλά το πετάλι….
«Θα κάνεις ταξίδι στην Αφρική” άρχισε να το σοβαρεύει η Γκιουλέν παίρνοντας ένα κόκκινο χρώμα στα μάγουλα, σαν υδαρές tomato juice!
“Πάει καιρός που το πήρανε χαμπάρι, μέχρι και τα παξιμάδια κι οι φλάντζες της μοτοσικλέτας του, ρε Γκιουλέν…» είπα, αρχίζοντας να εκτιμώ περισσότερο από ποτέ, τα πρωινάδικα ωροσκόπια του Αντένα με τα όμορφα μπούτια και τα χυμώδη μπούστα των βαθυνούστατων παρουσιαστριών…
“Και βλέπω να ταξιδεύεις διπλός, με μια γυναίκα…” ψέλλισε η Γκιουλέν, με μιά μυστηριακή συριστικότητα των φθόγγων, κουνώντας παλινδρομικά το φλιτζάνι και ανασηκώνοντας τα φρύδια.
“Κόφτο Γκιουλέν αρκετά!” Την έκοψα, τσαντισμένος…»Κανόνισε να τ’ ακούσει αυτά η γυναίκα μου κι έχει κι ένα φίλο δικηγόρο που όταν αγορεύει για διαζύγια και διατροφές κάνει τους Πακιστανούς απαγωγείς στις οροσειρές του Παμίρ να φαντάζουν σαν ναζιάρες γατούλες του καναπέ!»
“Μην ανυσηχείς, Βασιλτζίκ εφέντη!!!” μΕ καθησύχασε και πάλι η Γκιουλέν. «Θα συνταξιδέψεις με τη σύζυγό σου!!!»
“Ρε λες? Αυτό ξεπερνά και το παράδοξον του Ζήνωνος! Κάτσε να το σιγουρέψω» σκέφτηκα προβληματιζόμενος αν θα ‘πρεπε να “ρίξω” στο παίγνιο και τη ρέγγα με τα τραπουλόχαρτα.
Ο Ερντεμίρ μΕ πρότεινε ένα νέο πακέτο προσφοράς…. Ρίξιμο τα χαρτιά και ένα φυλαχτό από ξεραμένους όρχεις βουβάλου, για εγγυημένο αχαλίνωτο σεξ διαρκείας, μόνο με 10 ευρώ.
Μπροστά στην απόλυτη κοροϊδία, έπεισα τον εαυτό μου ότι απλά θα βοηθούσα έναν συνάνθρωπό μου στη δύσκολη φάση του ξεριζωμού του από την πατρίδα, ψάχνοντας για ένα καλύτερο μέλλον….
Άμα τα μάθει ποτέ αυτά ο γκουρού μου, θα μΕ πετάξει κωλοτουμπιδόν έξω από το Άσραμ!
Έκλεισα στα 8 ευρώ με τον Ερντεμίρ, τη στιγμή ακριβώς που η ρέγγα του είχε μελανιάσει το χέρι, τσιμπώντας τον απάνθρωπα για να μην κατεβάσει κι άλλο την τιμή…
“Λέγε αμέσως τους αριθμούς του Τζόκερος” της πρότεινα με αγωνία μπας και ρεφάρω τα 13 ευρώ.
***
“Βλέπω τη σύζυγο να σε σέρνει στα Hilton στο Dakar…” συμπλήρωσε -με κελάιδημα τριγώνος- η ρέγγα ρίχνοντας τα χαρτιά.
Το κομμάτι της Lady Gaga που έπαιζαν τα μεγάφωνα τελείωσε και σείστηκε το μαγαζί όταν μπήκε η Μαραγκόζη με το …
“Έβγαλες την αγάπη μας σε πλειστηριασμό,
την πούλησες όσο “φτηνά” μπορούσες…”
“Είναι δυνατόν, να πάω εγώ σε Hilton, ένας σκληροπυρηνικός ταξιδευτής, του ελεύθερου κάμπινγκ και της θιβετιανής διατροφής?» της βγήκα με κόκκινο…
“Αυτή τη φορά δεν τη σκαπουλάρεις στο τζαμπέ!» μΕ φώναξε κουνώντας το δάχτυλο με αυστηρότητα και κανιβαλίζουσα διάθεση η Γκιουλέν.
“Ας μην ασχολούμαστε με τέτοιες υποθέσεις… Αυτά δεν γίνονται… Περί μίαν αξιοπρέπεια ζούμε… Άκου Hilton… εγώ που κοιμόμουνα σε καλαμένιες παράγκες στην Ινδία… !» της είπα, ενώ η Μελντά με εμβρίθεια ξανθής πανελίστριας εξέταζε τα χαρτιά της, παραγγέλνοντας συγχρόνως και μιά λουκανόπιτα….
Ο Ερντεμίρ κοίταξε τον λογαριασμό βγάζοντας κάτι ακατάληπτες κραυγές σαν παραλήρημα οπιοφάγου.
«Πολύ ακριβός ο καφές στην Ελλάδα, Βασιλτζίκ εφέντη» μΕ είπε χαμογελώντας σαρκαστικά με την κιτρινισμένη του πριονωτή οδοντοστοιχία.
«Κι όταν τον συνοδεύεις και με 5 λουκανόπιτες…» συμπλήρωσα ρίχνοντας μια ματιά στη ρέγγα που μασούσε ακόμα την τελευταία της μπουκιά με το ιδρωμένο ύφος της αγελάδας όταν βρίσκεται σε οργασμό…
Αποχαιρετιστήκαμε με τον Ερντεμίρ, την Γκιουλέν και τη Μελντά, ανταλλάσοντας εκατέρωθεν φιλοφρονήσεις και κολακευτικά σχόλια για την φιλία των λαών μας, τόσο πειστικά και αληθινά …που
θύμιζαν κολακείες Αθηναϊκού θίασου που έρχεται στη Θεσσαλονίκη και αποκαλεί τους Βορρειοελλαδίτες …δύσκολο και απαιτητικό κοινό!
Έβαλα στο mp3 κάτι καμηλιέρικα ταξίμια του Λεμονόπουλου, γύρισα τη μίζα κι έφυγα καρφί για τη Γρανίτσα Ιωαννίνων, όπου θα γίνονταν το Βοσκοπάρτυ για να βοηθήσω τον φίλο μου τον τσομπάνη στις προετοιμασίες.
Με το που φτάνω, χτυπάει το τηλέφωνο και μια 14μελής μπάντα κρουστών που θα ‘παιζε βραζιλιάνικους ρυθμούς από την Bahia, μας αρχίζει τα «φλαμανδικά» και ακυρώνει την συμμετοχή της στο πάρτι, λόγω «αρπαχτής» σε κλαμπάκι των Ιωαννίνων. Πίνοντας κάτι παγωμένες μπύρες και ψάχνοντας για λύση, άρχισα να έχω μερικές αρκετά έντονες ενοράσεις, που περιστρέφονταν γύρω από κάτι αχλαδόσχημες εχέμυθες χορεύτριες του κλασσικού μπαλέτου με χειροπέδες, από αφίσα σε τοπικό βενζινάδικο, για να καλύψουν το καλλιτεχνικό κενό. Σκέφτηκα όμως τη δυσχέρεια να πείσω τις γυναίκες …περί ερευνητικού-επιστημονικού καλλιτεχνικού προγράμματος, καθώς και την δυσκολία των χορευτριών να χορέψουν στις άκρες των δακτύλων…
Παρ’ όλ’ αυτά αρκέστηκα στα σταράτα λόγια του Βarthelot, που λέει: “μην ασχολείστε με τα άλυτα προβλήματα, τα υπόλοιπα θα λυθούν μόνα τους”… και με 1000 βατ ενισχυτές και ηχεία, παλιά βινύλια με Τζίμυ Χέντριξ, Τζάνις Τζόπλιν, Rolling Stones και ρεμπέτικα του Δελλιά, περάσαμε μέγκλα!
Μετάνιωσα που δεν έφερα 2 ευτραφείς φίλες Σαλονικιές, με τσέλο και φλάουτο για καβάντζα, να «χτυπήσουν» μερικές σονάτες του Ντβόρζακ, Μέντελσον και Σοστακόβιτς μέσα στο βουκολικό περιβάλλον, πριν το Purple Hazeτου Χέντριξ από τα ντέκ… Καλά θα ‘ταν …έστω κι αν θα ‘χανε κάποια προβληματάκια με την άνωση, κολυμπώντας στον Τύρια… Τώρα που το ξανασκέφτομαι, άμα απήγγειλα συγχρόνως και μερικά βουκολικά ποιήματα του Βιργίλιου …πιστεύω ότι θα ‘ταν ακραιφνώς σουρεάλ φάση!
Ήπιαμε τα πάντα! Τα ξημερώματα συστήθηκα σ΄ένα παλιό μου φίλο 3 φορές, ενώ το παλικάρι από το διπλανό αντίσκηνο είχε φορέσει ένα σακίδιο κι ένα σομπρέρο και ρωτούσε συνέχεια πληροφορίες για τη συμπλήρωση του Ε9…
Την επόμενη, με μια βουτιά στα παγωμένα νερά του Τυριά κι ένα νεπαλέζικο τσάι ήρθα στα γράδα μου.
Γύρισα τη μίζα στη Dommie κι έφυγα για Σαλονί με ταχύτητες, που θα έκαναν θιβετιανό μοναχό να πάθει υπαρξιακό brakedown από την βαρεμάρα…
Τρεις μήνες μετά, κάθομαι να συνεχίσω τη συγγραφή ενός αιωνίως ημιτελούς βιβλίου. Γράφω δυό αράδες και χασμουριούνται μέχρι και τα πορτρέτα στις κορνίζες των τοίχων του δωματίου! Η έμπνευση μΕ αποφεύγει επιμελώς. Θυμήθηκα τον Ερντεμίρ, την Γκιουλέν, το Voskoparty…
Άνοιξα μια κρύα Leffe κι άρχισα να χτυπάω το πληκτρολόγιο του υπολογιστή…
Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ ΦΙΛΩΝ | Με ετικέτα: Αφήγημα, Βασίλης Μεταλλινός, Μοτοσικλέτα, Ταξιδιωτικά, Χιούμορ | Leave a Comment »
Posted by vnottas στο 23 Ιουλίου, 2013
(άλλως: Le roi des cons)
ΧΟΡΙΚΟΝ
Φωνή: Η δυναστεία έχει κτιστεί
Χορός: Η δυναστεία του έχει κτιστεί
Φωνή: Με στούρνους, τούβλα, λάσπη πολλή
Χορός: Με τούβλα, στούρνους, λάσπη πολλή
Όλοι: Δεν μπορείς να ρίξεις λοιπόν
τον Βασιλιά των Αρχιδιών
Φωνή: Χωρίς άγχος, ναι και μπορεί
Χορός: Χωρίς άγχος, ναι και μπορεί
Φωνή: Στα σεντόνια του να κοιμηθεί
Χορός: Στα μαξιλάρια του να κοιμηθεί
Όλοι: Τύψεις, δεν τον πιάνουν αυτόν
τον Άνακτα των Καθικιών
Φωνή: Κι εγώ κι εσύ κι αυτός και αυτή
Χορός: Κι εγώ κι εσύ κι αυτός και αυτή
Φωνή: Τον ακολουθούμε σκυφτοί
Χορός: Στα αχνάρια του πάμε σκυφτοί
Όλοι: Δύσκολο να τον χάσεις αυτόν
τον Άρχοντα των Τομαριών
Φωνή: Μπορεί ο Καντάφι να ’χει χαθεί
Χορός: Μπορεί ο Καντάφι να ’χει χαθεί
Φωνή: Να ‘ταν κι άλλος κι ο Σαρκοζί
Χορός: Και να ‘ταν κι άλλος κι ο Σαρκοζί
Όλοι: Μα Αυτός παραμένει παρών
ο Αυτοκράτωρ των Βλακών
Φωνή: Δεν φτουράνε στην Αφρική
Χορός: Στην Αφρική δεν φτουράνε πολύ
Φωνή: Γιατί τους κρύβει τη συνταγή
Χορός: Γιατί τους κρύβει τη συνταγή
Όλοι: Μύστης όλων των εποχών
ο Σουλτάνος των Πορδών
Φωνή: Μπορεί ακόμη και οι Ισπανοί
Χορός: Μπορεί ακόμη κι οι Ισπανοί
Φωνή: Τον Χουάν να πείσουν ν’ αποσυρθεί
Χορός: Τον Χουάν να πείσουν ν’ αποσυρθεί
Όλοι: Μένει όμως αναφανδόν
ο Μονάρχης των Ζαβών
Φωνή: Και το στέμμα των Βρετανών
Χορός: Ως και το στέμμα των Βρετανών
Φωνή: Kάποια μέρα θα ‘ν’ παρελθόν
Χορός: Kάποια μέρα θα ‘ν’ παρελθόν
Όλοι: Μα αυτός θ’ αντέχει μπετόν
Ο Πρίγκιπας των Κωθωνιών
Φωνή: Στη Γαλλία έχει ξανασυμβεί
Χορός: Και στη Γαλλία ακόμη μπορεί
Φωνή: Ως κι η ¨Μαριάνα¨ να ανατραπεί
Χορός: Κι η ¨Μαριάνα¨ ν’ αποδομηθεί
Όλοι: Μα ουδείς θ’ ανατρέψει αυτόν
τον Ταγό των Μαλακών
Φωνή: Η δυναστεία έχει κτιστεί
Χορός: Η δυναστεία του έχει κτιστεί
Φωνή: Με στούρνους, τούβλα, λάσπη πολλή
Χορός: Με τούβλα, στούρνους, λάσπη πολλή
Όλοι: Δύσκολο να ρίξεις λοιπόν
τον Βασιλιά των Αρχιδιών
Εντάξει, πρόκειται για μια παρα-παρωδία, με βάση τον ¨Βασιλέα των Con¨ του Μπρασένς. Είναι καλοκαιράκι, τι να κάνουμε…
Tραγουδά ο Μπρασένς
Η προσαρμογή
Le Roi
Non certe’,elle n’est pas bâtie,
Non certe’,elle n’est pas bâtie
Sur du sable,sa dynastie,
Sur du sable,sa dynastie.
Il y a peu de chances qu’on
Détrône le roi des cons.
Il peut dormir,ce souverain,
Il peut dormir,ce souverain,
Sur ses deux oreilles,serein,
Sur ses deux oreilles,serein.
Il y a peu de chances qu’on
Détrône le roi des cons.
Je,tu,il,elle,nous,vous,ils,
Je,tu,il,elle,nous,vous,ils,
Tout le monde le suit,docil’,
Tout le monde le suit,docil’.
Il y a peu de chances qu’on
Détrône le roi des cons.
Il est possible,au demeurant,
Il est possible,au demeurant,
Qu’on déloge le shah d’Iran,
Qu’on déloge le shah d’Iran,
Mais il y a peu de chances qu’on
Détrône le roi des cons.
Qu’un jour on dise:»C’est fini»,
Qu’un jour on dise:»C’est fini»
Au petit roi de Jordani’,
Au petit roi de Jordani’,
Mais il y a peu de chances qu’on
Détrône le roi des cons.
Qu’en Abyssinie on récus’,
Qu’en Abyssinie on récus’,
Le roi des rois,le bon Négus,
Le roi des rois,le bon Négus,
Mais il y a peu de chances qu’on
Détrône le roi des cons.
Que,sur un air de fandango,
Que,sur un air de fandango,
On congédi’ le vieux Franco,
On congédi’ le vieux Franco,
Mais il y a peu de chances qu’on
Détrône le roi des cons
Que la couronne d’Angleterre,
Que la couronne d’Angleterre,
Ce soir,demain,roule par terre,
Ce soir,demain,roule par terre,
Mais il y a peu de chances qu’on
Détrône le roi des cons.
Que, ça c’est vu dans le passé,
Que,ça c’est vu dans le passé,
Marianne soit renversé’
Marianne soit renversé’
Mais il y a peu de chances qu’on
Détrône le roi des cons.
Posted in Μπρασένς στα ελληνικά ΙV | Με ετικέτα: Brassens, Απόδοση, Λόγια τραγουδιών, Μπρασένς, Μετάφραση, Παγκοσμιοποίηση, Στίχοι, Τραγούδι, Χιούμορ | Leave a Comment »
Posted by vnottas στο 21 Ιουλίου, 2013
Τι να μας πει κι η Τέχνη, η αφαιρετική;
μπρος την έλξη που ασκούν / οι γλυπτοί σας γλουτοί.
Αν οι κώλοι οι φτιαχτοί, / είναι πια οι πιο πολλοί,
σ’ έναν γνήσιο χρωστάμε /εύγε, δόξα, τιμή!
*
Η πλάτη σας εκεί / καταλήγει με χάρη
κι ένας ποιητής σωστός / όχι δεν θα αρνηθεί
Να αφιερώσει σ’ αυτό / το γιομάτο φεγγάρι
Λόγο επαινετικό / που δεν θα ξεχαστεί.
*
Δίπλα μου σαν βρεθεί, / πάντα ανατριχιάζω
Λέω τι θα συμβεί / -στραβός ειν’ ο ντουνιάς-
φεγγάρια αλλονών /αν βρεθώ να αγκαλιάζω;
Μα… τα μάτια θα σφαλνώ / και θα σκέπτομαι εσάς!
*
Για να ’χετε, μαντάμ, / τέτοια επιτυχία
παιδέψατε θαρρώ, /εστέτ ένα σωρό
κόφτρες και ράφτρες που, / κομψότατη κυρία
φτιάξαν για σας εικόνα, / περίγραμμα λαμπρό!
*
Ο Δούκας του Μπορντό, / λέει το τραγουδάκι (*)
στον πισινό μου μοιάζει, / γι αυτό και πάει σκυφτός,
μα θα ‘ταν πιο σωστό / αν έμοιαζε λιγάκι
με τον δικό σας, που / ειν’ πιο καμαρωτός!
Στους φθονερούς να μη / δίνετε σημασία
πως βάλατε, που λεν, / σε μέρη χαμηλά
την πρώτη, ίσως και / την μόνη σας αξία…
Μα όρθια σαν σταθείτε / την δείχνετε καλά !
*
…Τι είδανε, ας πουν, / σαν βγαίνατε απ’ τ’ αμάξι
κι ο άνεμος τραβά / τη φούστα ως τα ’δω:
και βέλος και καρδιά / είχατ’ εκεί χαράξει
και δήλωση ρητή: ¨Νώντα για σένα ζω¨!
*
… Κι όταν η ρεβερέντζα / προς βασιλείς βαρβάρους
πίσω σας είχε ρίξει / και τότε ξαπλωτή
είδατε τα μυστήρια / που ‘χει το κέντρο βάρους
γιατ’ η βαρύτης έχει / τους νόμους της κι αυτή!
*
Τη Νάπολη κανείς, προτού αποδημήσει
λένε πρέπει να δει: έδρα πολιτισμού!
Μα εγώ ο ολιγαρκής, η μοίρα αν το θελήσει
την έδρα σας ας δω, πριν βάλω μπρος γι αλλού…
*
Τι να μας πει κι η Τέχνη, η αφαιρετική;
μπρος την έλξη που ασκούν / οι γλυπτοί σας γλουτοί.
Αν οι κώλοι οι φτιαχτοί, / είναι πια οι πιο πολλοί,
σ’ έναν γνήσιο χρωστάμε / μνεία, δόξα, τιμή!
(*)Λαϊκό γαλλικό προεπαναστατικό τραγουδάκι:
Le duc de Bordeaux ressemble à son frère,
Son frère à son père et son père à mon cul ;
De là je conclus qu’ le duc de Bordeaux
Ressemble à mon cul comme deux gouttes d’eau.
…που σε πρόχειρη (πλειοδοτούσα) μετάφραση θα μπορούσε ίσως να είναι κάπως έτσι:
Μοιάζει στον αδελφό του, ο Δούκας του Μπορντό
εκείνος στον πατέρα του, κι αυτός στον πισινό μου
Έτσι μπορώ κι εγώ να πω και να το παινευτώ
και οι τρεις φτυστοί προκύπτουνε στον κώλο τον δικό μου
Η ¨καλλίπυγος Αφροδίτη¨ είναι ένα σκωπτικό τραγουδάκι του μπάρμπα Γιώργη (Μπρασένς) γραμμένο το 1964. Η μεταφορά των στίχων στα ελληνικά με παίδεψε κάπως για τους γνωστούς λόγους, δηλαδή βασικά έναν: οι (ωραιότατες) λέξεις της γλώσσας μας απαρτίζονται από πολύ περισσότερες συλλαβές απ’ ότι οι αντίστοιχες λοιπές ευρωπαϊκές. Αν τις χρησιμοποιήσεις, η μελωδίκή επένδυση πάει περίπατο. Εν πάση περιπτώσει, έκοψα, έραψα, και το παραπάνω είναι το μέχρι στιγμής σκαρίφημα.
Η Καλλίπυγος από τον Μπρασένς
Η προσαρμογή
Vénus Callipyge
Que jamais l’art abstrait, qui sévit maintenant
N’enlève à vos attraits ce volume étonnant
Au temps où les faux culs sont la majorité
Gloire à celui qui dit toute la vérité
Votre dos perd son nom avec si bonne grâce
Qu’on ne peut s’empêcher de lui donner raison
Que ne suis-je, madame, un poète de race
Pour dire à sa louange un immortel blason
En le voyant passer, j’en eus la chair de poule
Enfin, je vins au monde et, depuis, je lui voue
Un culte véritable et, quand je perds aux boules
En embrassant Fanny, je ne pense qu’à vous
Pour obtenir, madame, un galbe de cet ordre
Vous devez torturer les gens de votre entour
Donner aux couturiers bien du fil à retordre
Et vous devez crever votre dame d’atour
C’est le duc de Bordeaux qui s’en va, tête basse
Car il ressemble au mien comme deux gouttes d’eau
S’il ressemblait au vôtre, on dirait, quand il passe
» C’est un joli garçon que le duc de Bordeaux ! «
Ne faites aucun cas des jaloux qui professent
Que vous avez placé votre orgueil un peu bas
Que vous présumez trop, en somme de vos fesses
Et surtout, par faveur, ne vous asseyez pas
Laissez-les raconter qu’en sortant de calèche
La brise a fait voler votre robe et qu’on vit
Ecrite dans un cur transpercé d’une flèche
Cette expression triviale : « A Julot pour la vie «
Laissez-les dire encor qu’à la cour d’Angleterre
Faisant la révérence aux souverains anglois
Vous êtes, patatras ! tombée assise à terre
La loi d’la pesanteur est dur’, mais c’est la loi
Nul ne peut aujourd’hui trépasser sans voir Naples
A l’assaut des chefs-d’uvre ils veulent tous courir
Mes ambitions à moi sont bien plus raisonnables:
Voir votre académie, madame, et puis mourir
Que jamais l’art abstrait, qui sévit maintenant
N’enlève à vos attraits ce volume étonnant
Au temps où les faux culs sont la majorité
Gloire à celui qui dit toute la vérité
Posted in Μπρασένς στα ελληνικά ΙΙΙ | Με ετικέτα: Brassens, Απόδοση, Λόγια τραγουδιών, Μπρασένς, Μετάφραση, Παρωδία, Χιούμορ, κώλος, καλλίπυγος, οπίσθια | Leave a Comment »
Posted by vnottas στο 4 Ιουλίου, 2013
Να μια μικρή, σχεδόν αυτοτελής, ιστορία, παρμένη κι αυτή από το ΜΠΑ!!!, πέμπτο μέρος (¨Διακόπτουμε για αποδομήσεις, απορυθμίσεις, αποσυνθέσεις και αποσαρθρώσεις¨), δηλαδή εκεί που οι δύο δαιμονικές κλίκες, οι Νεοδαίμονες και οι Παλαιοδαίμονες, χωρίς να αμελήσουν τις μεταξύ τους τρικλοποδιές, (αν έγραφα σήμερα το ΜΠΑ!!! μάλλον θα τους έβαζα να στήσουν συγκυβέρνηση), αγωνίζονται να επιφέρουν, επιτέλους, το Τέλος.
Συγκεκριμένα βρισκόμαστε στο 6ο κεφάλαιο του 5ου μέρους, όπου ο πράκτορας Σος Μορς επισκέπτεται την αποσυρμένη δαιμόνισσα Σιγκουάπα και επιχειρεί να την πείσει να ενταχθεί με το μέρος των Νεοδαιμόνων (μεταξύ των οποίων έχει διαπιστωθεί έλλειψη επαρκούς πάθους).
Εδώ μια απόπειρα ανάγνωσης μετά μουσικής και ήχων
Στην υπόκρουση χρησιμοποίησα, μεταξύ άλλων, το Φάντο Chuva τραγουδισμένο από τη Mariza
και το Frenetico-tango-argentino
Στη Μπαία ντε Λος Σερπέντες στη νότια άκρη του μεγάλου εμπορικού λιμανιού σουρουπώνει.
Η ένταση του τροπικού ήλιου έχει ήδη μειωθεί στο ελάχιστο και ο όρμος με το νεκροταφείο των πλοίων σταμάτησε να φλέγεται.
Τώρα, ο ουράνιος προβολέας, τεράστιος, βυσσινής και ανώδυνος κατρακυλάει προς του χαμηλούς δασωμένους λόφους στα δυτικά.
Οι οδοντωτές στέγες των Φαβέλας γύρω από τον όρμο μπαίνουν σιγά σιγά στη ζώνη της σκιάς και το ξυσμένο μίνιο στα πλευρά των παροπλισμένων καραβιών αποκτά, για μια φευγαλέα στιγμή, την ευκαιρία να λάμψει με την τελευταία κοκκινωπή ανταύγεια της μέρας.
Απέναντι, στον ουρανό της Ανατολής, μια παράξενη σκοτεινιά με κίτρινες και ερυθρές ραβδώσεις παίρνει να φουσκώνει και ετοιμάζεται να απλωθεί πάνω απ’ τη θάλασσα.
Σηκώνεται αέρας.
Ένας αέρας άλλοτε αδύναμος και παραχωρητικός κι άλλοτε απειλητικός και ζόρικος που αρχίζει να στριφογυρίζει ταρακουνώντας τα ξάρτια και τις σπασμένες αντένες των πλοίων.
Μεταλλικά σφυρίγματα, ραπίσματα χαλαρών σχοινιών και ντενεκεδένιοι ήχοι ανακατεύονται με αποσπάσματα από καθημερινές κραυγές που ο άνεμος αρπάζει από τη λιμανίσια φτωχογειτονιά -ίσως και απ’ το τροπικό δάσος πάρα έξω- φτιάχνοντας μηνύματα παράξενα, σε κώδικες εξωτικούς και δυσεπίλυτους.
Ένα ουρλιαχτό παρατεταμένο, αγωνιώδες, υψώνεται για λίγο πάνω από τις στέγες με τις λαμαρίνες και ύστερα εξαερώνεται και εξαφανίζεται χωρίς να τραβήξει την προσοχή κανενός. Οι ναύτες και οι καταβροχθιστές δασών που κατηφορίζουν ως εδώ από το γειτονικό εμπορικό λιμάνι και από τη ζούγκλα ψάχνουν για φτηνό ποτό και γι ανήλικα ευκαιρίας (που και τα δυο παράγονται άφθονα στις γύρω παράγκες) και δεν ενδιαφέρονται για τα αδέσποτα ουρλιαχτά.
Ούτε οι πόρνες που παίρνουν σιγά σιγά τη θέση τους μπροστά στις πόρτες με τις χρωματιστές κουρτίνες και με τις σήτες για τα κουνούπια, ενδιαφέρονται.
Ύστερα από λίγο, σε ένα από τα παραπήγματα που είναι αραδιασμένα στην προκυμαία, ανοίγει μια παράπλευρη πόρτα. Ένα ζευγάρι μικρόσωμων όντων -παιδιά, ίσως νάνοι-, βγαίνει κουβαλώντας έναν τεράστιο σακί. Δυσκολεύονται καθώς προσπαθούν να το μετακινήσουν σέρνοντάς το στο στενό χωμάτινο πέρασμα ανάμεσα στην «Ταβέρνα της Μεθυσμένης Γοργόνας» από όπου βγήκαν και το διπλανό υπόστεγο όπου, εδώ και καιρό, ένα μεγάλο κομμάτι βαπόρι αποσυναρμολογείται σε σιδερένια τεμάχια ανεξακρίβωτης χρησιμότητας και άγνωστου προορισμού.
Οι δύο μικρούληδες κατευθύνονται αγκομαχώντας προς τη θάλασσα, περνούν τον παράλιο τσιμεντένιο δρόμο και κατεβαίνουν στην αποβάθρα. Τραβώντας και σπρώχνοντας καταφέρνουν να ρίξουν το τσουβάλι σε μια μικρή μαύρη βάρκα που λικνίζεται εκεί μπροστά.
Ύστερα, το ένα από τα δύο μικροκαμωμένα όντα ψάχνει λίγο τριγύρω και βρίσκει μια μαυριδερή αλυσίδα. Ο άλλος κοντούλης ξετρυπώνει έναν τσιμεντόλιθο.
Τα ρίχνουν κι αυτά στη βάρκα και αποπλέουν γλιστρώντας στη ταραγμένη επιφάνεια των νερών προς την έξοδο του όρμου και τον Ωκεανό.
Καθώς προσπερνούν το φάρο που έχει κιόλας αρχίσει τον νυκτερινό του λόξυγκα, ένα άλλο πλεούμενο διαγράφεται απέναντί τους με φόντο την κίτρινοκόκκινη σκοτεινιά της ανατολής και μεγαλώνει ραγδαία καθώς έρχεται γοργά προς το μέρος τους. Είναι ένα κομψό, μικρό σκάφος που τους φτάνει γρήγορα και τους προσπερνά αγέρωχα κάνοντας τη βαρκούλα να τρικλίσει και σχεδόν να μπατάρει.
Οι δύο μικρούληδες προλαβαίνουν να δουν στο τιμόνι του σκάφους έναν ψηλό άνδρα. Δεν μπορούν, βέβαια, στο ημίφως του δειλινού να προσέξουν ούτε το άψογο βραδινό του κουστούμι που δεν έχει τίποτα το ναυτικό, ούτε το παράξενο κοροϊδευτικό χαμόγελο που κρέμεται από τα λεπτά, σχεδόν ανύπαρκτα χείλη του, ούτε το παράξενα χλωμό του δέρμα, ούτε τα μάτια του που έτσι κι αλλιώς κρύβονται πίσω από ένα ζευγάρι μαύρα γυαλιά.
Την ώρα που οι δυο κοντοί πετούν τον σάκο στη θάλασσα, αφού πρώτα τον δέσουν γερά με την αλυσίδα στον τσιμεντόλιθο, έχει πια σκοτεινιάσει για τα καλά και ο άνδρας με το μαύρο γυαλιστερό κουστούμι, το δαντελωτό πουκάμισο και τα μαύρα γυαλιά έχει ήδη αποβιβαστεί στην κεντρική αποβάθρα του Όρμου.
Η παρουσία του καλοντυμένου τύπου κάτω από τα βρώμικα φανάρια της προκυμαίας δεν φαίνεται να παραξενεύει κανέναν. Στη Μπαία ντε Λος Σερπέντες έρχονται συχνά πλούσιοι σικάτοι τύποι κυνηγώντας απολαύσεις που να είναι ακόμα απαγορευμένες (πράγμα αρκετά δύσκολο την εποχή εκείνη).
Οπωσδήποτε, το να σου τύχει ένα τέτοιο φρούτο για ξεζούμισμα είναι μάννα εξ ουρανού για τους προξενητές της Μπαία. Γι αυτό καμιά ντουζίνα απ’ αυτούς τον περιτριγυρίζουν αμέσως, προσφέροντάς του υποσχέσεις που θα ικανοποιούσαν και τους πιο εξεζητημένους διδάκτορες Περιπεπλεγμένης Διαστροφικής. Ο ψηλός όμως τους παραμερίζει και κατευθύνεται με σιγουριά προς τη ¨Μεθυσμένη Γοργόνα¨.
Οι προξενητές δεν επιμένουν. Τον τελευταίο καιρό στην πιάτσα του λιμανιού έχει βγει βρώμα ότι στη «Γοργόνα» συμβαίνουν πράγματα καινούργια, πρωτότυπα, ακατονόμαστα. Λεπτομέρειες δεν κυκλοφόρησαν ακόμη, όμως τα σαΐνια του λιμανιού κάτι ξέρουν. Και αυτό το κάτι είναι ότι ένα πανέμορφο σούπερ θηλυκό πολλών οκτανίων, έχει εγκατασταθεί στο μαγαζί της προκυμαίας. Και μια έλξη που σχεδόν την μυρίζεις τραβάει όλους τους αρσενικούς προς τα ‘κει.
Η γκόμενα όμως φαίνεται πως ξέρει απέξω κι ανακατωτά όλα τα μυστικά και τ’ απόκρυφα της γοητείας και δε δίνεται ούτε με τη πρώτη ούτε σ’ όποιον κι όποιον. Ούτε καν βγαίνει ποτέ από το παράπηγμα της Ταβέρνας.
Το αποτέλεσμα είναι ότι όλοι οι άντρες της Ακτής έχουνε τρελαθεί μαζί της, αλλά κανένας δεν έχει ακόμη μπορέσει να διηγηθεί στη πιάτσα λεπτομέρειες για τις μυστικές χάρες της Όμορφης. Και τώρα -ήτανε να το περιμένουνε οι μάγκες της Προκυμαίας- να που άρχισαν να ενδιαφέρονται και οι Απέξω.
Μια ριπή τ’ ανέμου ταρακουνάει το καλώδιο και τα πολύχρωμα λαμπάκια που κρέμονται γύρω από την είσοδο της «Γοργόνας» αναβοσβήνουν για μια στιγμή σπινθηρίζοντας. Ο άνδρας περνάει κάτω από τη χρωματιστή ηλεκτρική γιρλάντα και σπρώχνει το πορτόφυλλο της ταβέρνας.
Μέσα, οι λιγοστοί λαμπτήρες που φωτίζουν την αίθουσα κρέμονται μελαγχολικά από το ταβάνι, γύρω από τον πάγκο του μπαρ. Από τους πελάτες του μαγαζιού διακρίνονται μόνο τα σκοτεινά περιγράμματα ανάμεσα στους πηχτούς καπνούς που αναβλύζουν από τα τραπέζια και που μαρτυρούν το κάψιμο λογής λογής ουσιών.
Μόνο στο βάθος, πίσω από έναν τραβηγμένο μπερντέ, ένας ασθενικός προβολέας φωτίζει τρεις μουσικούς που με κιθάρες διαφορετικού μεγέθους, μια κανονική μια τεράστια και μια τόση δα μικρούτσικη, παίζουν ένα νοσταλγικό φάντο.
Ο καλοντυμένος άντρας πλησιάζει το πάγκο. Ένα ξυρισμένο κεφάλι με σκουλαρίκι, που προφανώς ανήκει στον μπάρμαν, τέλεια καμουφλαρισμένο ανάμεσα στα μισοάδεια μπουκάλια, αποκτά ξαφνικά αυτοτέλεια και τον ρωτά τι επιθυμεί.
Ο μαυροφορεμένος (για να μη χαλάσει την ατμόσφαιρα) θέλει ρούμι. Ύστερα σκύβει και κάτι λέει στ’ αυτί του γλόμπου.
Τι άλλο θέλει; Δεν είναι μυστήριο. Αυτό που θέλουν όλοι αυτή τη στιγμή στη Μπαία ντε Λος Σερπέντες και πάρα πέρα σ’ όλη την Ακτή.
Ένα πρασινωπό χαρτονόμισμα μετακομίζει από το κροταλίσιο πορτοφόλι του ψηλού, στην κωλότσεπη του ξυρισμένου.
Ο μπάρμαν απαντάει κι αυτός ψιθυριστά. Ναι, η Γόησσα, αυτή για την οποία όλοι μιλάνε, είναι εδώ. Σε λίγο θα τραγουδήσει. Ναι, είναι καλύτερη από οποιαδήποτε περιγραφή. Όμως, εκείνος δε μπορεί να υποσχεθεί τίποτα, η Όμορφη αποφασίζει από μόνη της.
Έπειτα, βγαίνει από το κουβούκλιό του και οδηγεί τον ασπριδερό Ψηλό σ’ ένα τραπέζι φυλαγμένο για τα δυνατά πουρμπουάρ.
Η ώρα ήρθε. Ο μπερντές που το παίζει αυλαία τραβιέται ξανά και από πίσω δε βρίσκονται τώρα μόνο οι τρεις μουζικάντηδες με τις ανισομεγέθεις κιθάρες, αλλά και ένας μικρός μαύρος μ’ ένα τουμπελέκι, καθώς και μια άλλη φιγούρα, ακίνητη, που σιγά σιγά φωτίζεται, καθώς ο προβολέας λες και καρδάμωσε ξαφνικά.
Μια γυναίκα.
Η γυναίκα!
Μέσα στην αίθουσα απλώνεται ξαφνική σιγή.
Ακόμα και οι γυμνόστηθες μελαψές κοπέλες που τριγυρνάν από τραπέζι σε τραπέζι παύουν να φλυαρούν και προσηλώνονται στο πάλκο μαζί με τους αρσενικούς.
Το ταμπούρλο δίνει το ρυθμό και η γυναίκα τραγουδάει. Δίχως να κινείται πολύ, στηριγμένη σε μια ψάθινη καρέκλα, με το κόκκινο φόρεμά της να φτάνει ως κάτω, στο σανίδι της εξέδρας, με τα σκούρα κόκκινα μαλλιά της να κυματίζουν απαλά σε κάθε της κίνηση.
Πίσω απ’ τη βαθιά, ίσως λίγο τραχιά φωνή της οι κιθάρες απλώνουν ένα χαλί πλεγμένο με αισθησιακές ηδυπαθείς αρμονίες. Και μετά η φωνή εκείνης, παίρνει τις μουσικές φράσεις και πότε τις πλέκει σε συνδυασμούς γεμάτους υπαινιγμούς άφατων ηδονών, πότε τις ανεβάζει σε ορμητικά, άγρια κρεσέντο που μαγεύουν και φοβίζουν.
Ωστόσο τα τσακάλια της Ακτής που μαζεύτηκαν απόψε στη «Γοργόνα» δεν είναι από τη φωνή της Ωραίας που ακινητοποιούνται και χαζεύουν.
Είναι η εικόνα της που ξυπνάει μέσα τους ό, τι το πιο άγιο και πιο αμαρτωλό. Η εικόνα της, που για τον καθένα είναι διαφορετική.
Οι πιο απίθανες επιθυμίες τους αγκιστρώνονται πάνω της.
Πάθη που ζητούν κορεσμό, ενοχές που θέλουν εξιλέωση, μοναξιές που θέλουν απάντηση. Οι πιο απίθανες φαντασιώσεις θέλουν τη Γυναίκα της ¨Γοργόνας¨ για ηρωίδα τους.
Ο μαυροφορεμένος είναι κι αυτός ακινητοποιημένος ή έτσι θα νόμιζε κανείς βλέποντας το πρόσωπό του, χλωμό στις αντανακλάσεις του προβολέα, με τα σκούρα γυαλιά και τα ίχνη απ’ το ειρωνικό χαμόγελο να εξακολουθεί να κρέμεται απ’ τα σχεδόν ανύπαρκτα χείλη του.
Η γυναίκα τραγουδώντας μετακινείται αργά προς το μέρος των θαμώνων. Η κίνησή της έχει κάτι το παράξενο, σαν κάτι να την τραβάει προς τη γη (άραγε μια μικρή γυναικεία αδυναμία ώστε να γίνει τέλεια η έλξη της πάνω στους αρσενικούς του λιμανιού; άραγε μια κρυφή σύνδεση με τη γυναικεία υπόσταση της μάνας Γαίας;), αλλά αυτή αντιστέκεται σ’ αυτό το κάτι, το ελέγχει και, γλιστρώντας περισσότερο παρά περπατώντας, φτάνει στο κέντρο της αίθουσας.
Εκεί το τραγούδι της τελειώνει και πίσω του σβήνουν οι κτύποι του ταμπούρλου και το άρπισμα των χορδών.
Οι μάγκες του λιμανιού μένουν για λίγο άφωνοι, αλλά μετά σηκώνονται όρθιοι, χειροκροτούν, επευφημούν, παραδέχονται, ουρλιάζουν, συναινούν, εγκρίνουν επικροτούν, ποδοκροτούν, καθομολογούν, λένε καλά λόγια, μετανοούν (για ότι κακό έχουν πει μέχρι τότε για τις γυναίκες), επιδοκιμάζουν, δοξάζουν, θέλουν κι άλλο, τα θέλουν όλα, θέλουν εκείνη!
Εκείνη χαμογελάει, αλλά δεν υποκλίνεται, παρά μόνο κάνει να υποχωρήσει, πάντα με το συρτό της βήμα, σα ρωσίδα Πριγκίπισσα- Χορεύτρια, προς το βάθος της αίθουσας. Δεν προλαβαίνει. Καθώς βρίσκεται κοντά στον μαυροφορεμένο, αυτός με μια φιδίσια κίνηση την αρπάζει απ’ το λευκό μπράτσο και την τραβάει προς το μέρος του.
Η Ωραία βρίσκεται τώρα στα γόνατά του.
Τα μάτια της αστράφτουν με μια στιγμιαία λάμψη θανάσιμης έχθρας.
Τα κόκκινα νύχια της στοχεύουν το χλωμό του πρόσωπο, αλλά εκείνος, πιο γρήγορος, την ακινητοποιεί.
Ανάμεσά τους λαμπυρίζουν αστραπές έντασης.
Αλλά αυτό δεν είναι τίποτα μπροστά στην ένταση που γιγαντώνεται στην αίθουσα.
Ο ξένος είναι απαράδεκτος, εγκληματίας, ιερόσυλος!
Οι θαμώνες θυμώνουν.
Βγάζουν χατζάρια, μασέτες, γιαταγάνια, μαχαίρια, στιλέτα, ο μπάρμαν βγάζει από τα έγκατα του πάγκου του ένα μπαλτά και ο μάγειρας εμφανίζεται στην πόρτα της κουζίνας μ’ ένα εγχειρίδιο (μαγειρικής).
Ο χλωμός άνδρας δεν δείχνει να πτοείται.
Ανασηκώνεται κρατώντας με το ένα χέρι σφικτά στην αγκαλιά του τη γυναίκα.
Εκείνη σπαρταράει, αλλά αυτός πιέζει το πρόσωπό της στρίβοντάς το προς το στήθος του, έτσι ώστε να μη μπορεί να δει τι θα συμβεί στην αίθουσα.
Μετά κάνει μια κίνηση πολύ απλή, αλλά και άκρως αποτελεσματική -όπως θα αποδειχθεί αμέσως τώρα. Σηκώνει το άλλο ασπριδερό χέρι και βγάζει τα σκούρα γυαλιά.
Οι μάγκες της Μπαία ντε Λος Σερπέντες δεν συνηθίζουν να κοιτούν τα μελλοντικά τους θύματα στα μάτια. Τώρα όμως δεν μπορούν να το αποφύγουν.
Το βλέμμα τους μοιραία, αναπόφευκτα, μαγνητίζεται από αυτό που βρίσκεται κάτω από τα μαύρα κρύσταλλα του μαυροφορεμένου τύπου: δυο άδειες κόγχες που εκπέμπουν κιτρινοκόκκινες γλώσσες φωτιάς.
Από κάποιον στο βάθος, πολύ μεθυσμένο για να καταλάβει τι ακριβώς γίνεται, ξεφεύγει μια κραυγή: «Φάτε τον το Μούργο», αλλά ξαφνικά βρίσκεται να κρατάει στο χέρι, αντί για το σπασμένο μπουκάλι που κράδαινε μια στιγμή πριν, το κεφάλι του, ενώ στην παραδοσιακή θέση του κεφαλιού του βρίσκεται τώρα ένα φιάσκο κρασιού και μάλιστα άδειο.
Ένας άλλος, που από κεκτημένη ταχύτητα ξαπόστελνε στον Χλωμό ένα μαχαίρι, αντιλαμβάνεται ξαφνικά ότι τόσο το μαχαίρι όσο και το χέρι του έχουν μεταβληθεί σε μια πρασινωπή οχιά που τώρα τον κοιτάζει με ύφος όχι και τόσο φιλικό.
Οι θαμώνες ξεθυμώνουν και κατακάθονται στα τραπέζια τους.
Ο δαίμονας χαλαρώνει τη λαβή και η γυναίκα γυρίζει προς την αίθουσα για να διαπιστώσει ότι το πλήθος έχει δαμαστεί, έστω κι αν δεν καταλαβαίνει πως ακριβώς έγινε αυτό.
Χαλαρώνει κι αυτή. Χώνει το γόνατό της ανάμεσα στα σκέλια του μαυροντυμένου και σφίγγεται πάνω του.
Μετά τον παρασέρνει μαζί της σε μια μικρή πόρτα, στο πίσω μέρος του μαγαζιού.
Στην Ταβέρνα της Γοργόνας φαίνεται ότι οι δαίμονες είτε ξορκίζονται γρήγορα και πάνε γι άλλα αλλού, είτε γίνονται αποδεκτοί κι ενσωματώνονται στον ανθρώπινο παραλογισμό του τόπου.
Το γεγονός είναι πάντως ότι στην αίθουσα όλα μοιάζουν να ‘χουν καταλαγιάσει.
Τα κορίτσια κυκλοφορούν και πάλι ανάμεσα στους μάγκες, δυο τρία παράταιρα σώματα που περίσσεψαν από το επεισόδιο με τον Χλωμό Δαίμονα έχουν ήδη σταλεί να κάνουν παρέα στα μεταλλαγμένα ψάρια του ωκεανού και, στο πάλκο, οι κιθάρες συνοδεύουν τώρα έναν μυστακοφόρο δεξιοτέχνη ακορντεονίστα που επιδίδεται στην εκτέλεση ενός παθιασμένου ταγκό.
Στο μικρό δωματιάκι στο βάθος, οι ήχοι του ταγκό φτάνουν ανακατεμένοι με το βουητό του ανέμου που έχει σηκωθεί και πάλι σφοδρός και σαρώνει τα μαγαζιά της αποβάθρας.
Αλλά ούτε η γυναίκα ούτε ο δαίμονας προσέχουν τον άνεμο.
Η γυναίκα έχει πια διαλέξει και τώρα έχει πάρει την πρωτοβουλία της συνάντησης. Έχει τραβήξει το κορδόνι που σβήνει τη λάμπα και το δωματιάκι φωτίζεται ελάχιστα από τις χαραμάδες της πόρτας. Το κόκκινο φόρεμα βρίσκεται στο πάτωμα μαζί με τα δαντελένια εσώρουχα και εκείνη στέκεται τώρα γυμνή, όρθια, ακουμπισμένη στην σαραβαλιασμένη πολυθρόνα απέναντι από το κρεβάτι.
Ξέρει τη δύναμή της και ξέρει τη μοίρα της.
Ξέρει ακόμη τη μοίρα αυτού του άνδρα που τόλμησε να την προσβάλει, αλλά συνάμα να τη διεκδικήσει και που είναι τώρα εκεί, μπροστά της, ξαπλωμένος στο κρεβάτι, ακόμη ντυμένος και με το αδιόρατο σαρκαστικό του χαμόγελο να γίνεται αισθητό παρά το ημίφως.
Η γυναίκα τον πλησιάζει και αρχίζει να τον γδύνει με αισθησιακή σοφία που θα έκανε μια βετεράνα γκέισα να αισθανθεί αδέξια γράσο-πρωτάρα (debutante).
Κάτω από το σκούρο κουστούμι είναι άσπρος όσο και το νταντελωτό του πουκάμισο. Είναι πιο άσπρος από οποιονδήποτε έχει γνωρίσει ως τότε, αλλά η γυναίκα δεν έχει προκαταλήψεις και ξέρει από πείρα ότι οι άνθρωποι ξεφουρνίζονται σε πλήθος ράτσες και παραλλαγές.
Τα πλευρά του ξένου είναι στενά και παρακάτω το πέος του, στο άγγιγμά της τινάζεται και ανασηκώνεται σαν ερπετό.
Η γυναίκα για μια στιγμή σταματά έκπληκτη. Δεν της έχει ξανατύχει τέτοια αντίδραση. Το όργανο του χλωμού άντρα είναι στενό και μακρύ και παρά τη σκληράδα του ευλύγιστο.
Η έκπληξή της κρατά ένα τίποτα. Σκέφτεται: ¨Έ, και τι έγινε;¨, και το χέρι της μπαίνει κάτω από το στρώμα και ξαναβγαίνει αμέσως κρατώντας ένα μακρύ ξυράφι μπαρμπέρη.
Με μια κίνηση γρηγορότερη απ’ όσο χρειάζεται μια βρώμικη φήμη για να διαδοθεί παντού (ακόμη και χωρίς τη βοήθεια του Μουμουεδώνα) το ξυράφι επιτίθεται στο πέος και το κόβει σε δύο ισομεγέθη κομμάτια.
Ένα σιντριβάνι αίμα πλημμυρίζει το μικρό δωμάτιο.
Ή τουλάχιστον αυτή είναι η πρώτη εντύπωση, γιατί, ενώ το σιντριβάνι είναι πραγματικό, έχει δηλαδή τη συμμετρική τελειότητα μιας αναγεννησιακής φοντάνας, το αίμα δεν είναι ακριβώς αίμα, άλλα ένα αμέτρητο πλήθος κατακόκκινες λαμπερές μύγες που αφού ολοκληρώσουν το ρόλο τους σαν σταγόνες, αρχίζουν να κάθονται παντού κατακοκκινίζοντας το μικρό χώρο.
Η γυναίκα δείχνει ξαφνικά απελπισμένη και άσχημη. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου της τραβιούνται σε μια φρικιαστική γκριμάτσα κακίας, ενώ τα νύχια της μακραίνουν και το δεξί της χέρι χώνεται στο αριστερό μέρος του άσπρου στήθους του δαίμονα.
Ψάχνει, κάτι βρίσκει, και τραβιέται ξανά έξω.
Αυτό όμως που πάλλεται στην παλάμη της δεν είναι η καρδιά του άνδρα, αλλά ένα σαραβαλιασμένο μηχανικό ξυπνητήρι που, μάλιστα, αρχίζει ξαφνικά να κουδουνίζει μ’ έναν εξοργιστικά κοροϊδευτικό ήχο.
«Πάκο, Πακίτα», φωνάζει υστερικά η γυναίκα.
Ο Δαίμονας έχει τώρα σηκωθεί και ξαναφοράει το παντελόνι του χώνοντας μέσα και το κομμάτι του πέους που περίσσεψε.
Η φωνή του είναι λεπτή, ένρινη, αλλά ήρεμη.
«Μη φωνάζεις άδικα», της λέει. «Οι δύο κοντοστούπηδες βοηθοί σου, γυρίζοντας από το θέλημα που τους έστειλες, παρασύρθηκαν από μια ριπή απροσδιοριστίας και τώρα υπολογίζω ότι πρέπει να έχουν εξοκείλει σε κάποια βραχονησίδα στη μέση του ωκεανού».
«Πάκο, Πακίτα, θα σας γδάρω τέρατα», εξακολουθεί να ουρλιάζει η γυναίκα.
«Μη τα βάζεις μαζί τους Σιγκουάπα. Οι κοντοπίθαροι, σου είναι πάντα πιστοί. Μάλιστα, πριν τους τύχει αυτή η μικρή αναποδιά, πρόλαβαν και ξαπόστειλαν στα βάθη του Ωκεανού το τελευταίο σου θύμα, τον καταβροχθιστή δασών από τη ζούγκλα».
Εκείνη ακινητοποιείται. Γυρίζει, τον παρατηρεί προσεκτικά. «Δεν ξέρω τι μου λες», λέει.
Ο Δαίμονας τραβάει το σκοινάκι και ο λαμπτήρας φωτίζει και πάλι το δωμάτιο, ενώ οι κόκκινες μύγες εξαφανίζονται. Μετά την κοιτάζει από τη κορυφή ως τα νύχια.
Η γυναίκα είναι πάντα γυμνή και είναι και πάλι εκπληκτικά όμορφη.
Ο λαιμός της, τα στήθη της, η κοιλιά της, οι μηροί της, οι γάμπες της δεν είναι απλά τέλειες. Τέλειες ανατομίες μπορείς να βρεις κάθε μέρα, σε κάθε φτηνό περιοδικό γεμάτο μοντελάκια των τρεις κι εξήντα.
Είναι κάτι παραπάνω: είναι ελκυστικές κι αυτό είναι που μετράει, για όλους, ακόμα και για το δαίμονα που την παρατηρεί με θαυμασμό.
Μετά τα μάτια του καρφώνονται στα πόδια της.
Εδώ υπάρχει το Σημάδι.
Της το δείχνει για να την κάνει να καταλάβει ότι αυτός ξέρει και ότι οι διαμαρτυρίες της είναι περιττές.
Η Όμορφη έχει δύο πόδια αριστερά, άρα η Όμορφη είναι η Σιγκουάπα.
Η Σιγκουάπα, η Δαιμόνισα που εκδικήθηκε για αιώνες τη θρασύτητα των ανδρών, η ακαταμάχητη Λάμια που μπορούσε να πάρει την όψη και τον ξεχωριστό χαρακτήρα της γυναίκας που ο κάθε άνδρας ονειρεύεται, πριν τον μακελέψει.
Η εκδικήτρα που όμως, μόλις πήραν το πάνω χέρι οι μοντέρνες μάγισσες, εκείνες που πάλευαν τους άντρες με τα δικά τους αρσενικά μέσα, αποσύρθηκε πεισμωμένη στα δάση του Αμαζόνιου.
Όμως δεν στέριωσε ούτε εκεί η Σιγκουάπα. Πρόσφατα έφτασαν και στα τελευταία παρθένα δάση οι καταβροχθιστές δασών με τις αδηφάγες μπουλντόζες τους.
Και η Σιγκουάπα κατηφόρισε στη παραλία πιο απελπισμένη κι οργισμένη από πριν.
Αυτήν αναζητούσε ο Σος Μορς, μεταμφιεσμένος σε κοσμοπολίτη μεγαλομέτοχο για να μην τον εντοπίσουν οι παλαιοδαίμονες.
Η αποστολή του είναι να της εξηγήσει την σοβαρότητα της κατάστασης, να την προσηλυτίσει και να την πείσει να περάσει στο νεοδαιμονικό στρατόπεδο.
Στο γενικό επιτελείο των Νεοδαιμόνων είχαν καταλήξει ότι οι τελευταίες επιχειρήσεις δεν πήγαιναν και τόσο καλά επειδή, όντως, από τους νεωτεριστές έλειπε μια επαρκής δόση πάθους. Μετά έψαξαν στα αρχεία για να δουν αν υπήρχε κανένας παθιασμένος δαίμονας που να μην είχε ήδη προσχωρήσει στους αντίπαλους. Εκεί ο Μανατζέριους και ο Ελεκτρόνικους ανακάλυψαν τη Σιγκουάπα με τα δυο αριστερά πόδια.
Υπήρξαν βέβαια μερικές μουστακοφόρες νεοδαιμόνισες, σπονσόρισες του τέταρτου και του πέμπτου φύλου, που είχαν κάποιες αντιρρήσεις και που δήλωσαν ότι θεωρούν τη Σιγκουάπα ξεπερασμένη, αν όχι κάπως ύποπτη για μανιχαϊκό σεξιστικό αυθορμητισμό. Όμως οι ενστάσεις αυτές τελικά ξεπεράστηκαν, ο Μουμουεδώνας έδωσε τη συγκατάθεσή του, και ο Σος Μορς ξεκίνησε για το νότιο ημισφαίριο.
Νάτος λοιπόν τώρα που (ύστερα από ένα συνηθισμένο δαιμονικό σκέρτσο από εκείνα που συνηθίζονται ανάμεσα στα ξωτικά γιατί τα διασκεδάζουν και τους επιτρέπουν να αλληλοαναγνωρίζονται πέρα από κάθε αμφιβολία), προσπαθεί να εξιστορήσει στη Σιγκουάπα τις τελευταίες εξελίξεις, (σύμφωνα πάντα με τη νεοδαιμονική εκδοχή) και να της εξηγήσει γιατί θα έπρεπε να μπει στον αγώνα με το μέρος των Νεωτεριστών.
Ο Μορς επιμένει ιδιαίτερα στα νεώτερα στοιχεία, σύμφωνα με τα οποία η Ιστορική Πτώση και το κατρακύλισμα των δαιμόνων στα κάτω πατώματα, δεν οφειλόταν ακριβώς στην περίφημη Μεγάλη Παλαιά Ανταρσία! (ΜΠΑ!), αλλά ήταν το αποτέλεσμα της παρενόχλησης των θνητών γυναικών από τους ερωτύλους παλαιοδαίμονες.
Η κουβέντα ανάμεσα στην Σιγκουάπα και τον Σος Μορς κράτησε μια ολόκληρη μακριά νύχτα, κατά τη διάρκεια της οποίας ο κιτρινοκόκκινος τυφώνας της Ανατολής έφτασε μέχρι την Μπαία και σάρωσε πέρα ως πέρα την Ακτή, μη αφήνοντας τίποτα όρθιο εκτός από το δωματιάκι όπου γινόταν η συνομιλία.
Το πρωί, η Σιγκουάπα ακολούθησε τον Σος Μορς στις προστατευμένες περιοχές.
… Τη νύχτα εκείνη όλες οι δευτερότοκες χελώνες καρέτα- καρέτα βγήκαν από τα αυγά τους και άρχισαν να κολυμπούν σε πελάγη ευτυχίας με το καύκαλό τους διακοσμημένο με φωτεινές διαφημιστικές επιγραφές σε ακατανόητη διάλεκτο…
Ίσως γι αυτό κανένας δεν έδωσε την απαιτούμενη προσοχή.
Την ίδια νύχτα, όσοι λέοντες επιζούσαν ακόμη, απέκτησαν χαίτη με χωρίστρα στη μέση και λαμέ μες, ενώ, χωρίς κανένας να το προσέξει, οι χαμαιλέοντες ανακηρύχτηκαν βασιλείς της ζούγκλας.
Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: Αφήγημα, Βιβλίο, Γυναίκες, Ζωή, ΜΠΑ!!!, Σιγκουάπα, Χιούμορ, μυθιστόρημα | Leave a Comment »
Posted by vnottas στο 25 Ιουνίου, 2013
Tον περασμένο Απρίλη είχα αναρτήσει ένα ποιητικό κείμενο του Νίκου Μοσχοβάκου με τίτλο: ¨Ο βίος και η πολιτεία ενός σωστού κηφήνα¨. Εκτός από τη γραφή του Νίκου, μου άρεσε και ο ήρωας (το παρεξηγημένο έντομο) και σας είχα μάλιστα προτρέψει, αν έχετε κάποιο αφήγημα σχετικό με κηφήνες, να μου το στείλετε για δημοσίευση.
Εν τέλει είχα εγώ ένα μικρό τέτοιο κείμενο, δημοσιευμένο στο μυθιστόρημά μου ¨ΜΠΑ!!!¨ (μια ιστορία φαντασίας που εκδόθηκε τον Οκτώβρη του 2002 και που θα αποτολμούσα, μετά τα όσα μεσολάβησαν από τότε μέχρι σήμερα, να χαρακτηρίσω ως αρκούντως ¨προφητική¨).
Συγκεκριμένα στο πέμπτο μέρος (σελίδες 301-355, τίτλος: Διακόπτουμε για αποδομήσεις, απορυθμίσεις, αποσυνθέσεις και αποσαρθρώσεις), όπου οι εξαποδώ, ανταγωνιζόμενοι μεταξύ τους, ετοιμάζονται να εκτελέσουν το δαιμονικό τους καθήκον, υπάρχουν στο τέλος κάθε επιμέρους κεφαλαίου επτά μικρά ένθετα κείμενα, έξω από την άμεση πλοκή. Ένα από αυτά, εκείνο που παρατίθεται αμέσως μετά την εξιστόρηση των όσων συμβαίνουν την Δεύτερη Νύχτα, μιλάει για κηφήνες και έχει ως εξής:
Νύχτα δεύτερη
… Τη νύχτα εκείνη στα πίσω διαμερίσματα των κυψελών συνήλθε μυστική γενική συνέλευση των κηφήνων.
Η τελική απόφαση πάρθηκε με σχετική πλειοψηφία γιατί υπήρξαν πολλές αποχές, αλλά αυτό, σε μια συνέλευση κηφήνων, είναι κάτι το αναμενόμενο.
Αποφασίστηκε ότι ήρθε ο καιρός να μπει μια νέα τάξη στο σμήνος και να παρθούν τα απαραίτητα εκσυγχρονιστικά μέτρα που θα κατέβαζαν τον πληθωρισμό και θα ανέβαζαν την (ανά κεραία) παραγωγική ικανότητα της κυψέλης.
Οι κηφήνες από την επόμενη μέρα θα σταματούσαν να το παίζουν κηφήνες και θα άρχιζαν να συμβάλουν ενεργά στις παραγωγικές διαδικασίες, έτσι ώστε να σταματήσει η δυσφημιστική εκστρατεία που εδώ και πολλά χρόνια τους περιγελούσε και τους υποβάθμιζε κοινωνικά.
Και εάν αυτό σήμαινε ότι, ταυτόχρονα, θα έπρεπε σταματήσουν να το παίζουν ¨ματσό¨ στο παραδοσιακό ανοιξιάτικο παιχνίδι, ε, υπομονή!
Θα το έκαναν κι αυτό.
Αυτοί μπορούσαν να ζήσουν και χωρίς αυτήν την απαρχαιωμένη τελετή που οι ξεθεωμένες οι εργαζόμενες ετοίμαζαν όλο το χρόνο.
Εννοούσαν το μοναδικό πανηγύρι κατά τη διάρκεια του οποίου αυτές, οι φανατικές εργασιομανείς, τους έδιναν κάποια προσοχή. Εκείνο όπου παρατάσσονταν όλοι στην αφετηρία και, όταν το αυταρχικό, φιλόδοξο και ειδικά εκπαιδευμένο θηλυκό ξεπεταγόταν και κουνώντας πέρα δώθε τον κώλο της, έπαιρνε τον ανήφορο βουίζοντας και κάνοντας τάχα ότι δε τα θέλει, αυτοί ορμούσαν όλοι μαζί ποιος θα την πρωτοπηδήξει, με αποτέλεσμα, στο τέλος, ο καλύτερος και πιο πηδηχταράς κηφήνας να πηδάει μεν, πλην όμως να γίνεται ταυτοχρόνως και απαρεγκλίτως μακαρίτης.
Είπαν: από δω και μπρος φτάνει!
Τέρμα με τις φιγούρες και τους επικίνδυνους φαλλοκρατικούς ελιγμούς. Τέρμα με τα σοβινιστικά καμώματα που στο τέλος βγαίνουνε σε βάρος μας.
Από δω κι εμπρός κηφήνας θα σημαίνει εργασία και οργάνωση, υγιής ανταγωνισμός και χαριτωμένη επιχειρηματική πρωτοβουλία, όχι σκουντιές και αγκωνιές πίσω από το οπισθόβουλο κεντρί των θηλυκών.
Οι επιπτώσεις και οι παρενέργειες του εκσυγχρονισμού των κηφήνων πάνω στον κόσμο των ¨Χα!¨ Σάπιενς, έγιναν αισθητές αρκετά αργότερα.
Όταν οι μετοχές της μελισσοκομικής βιομηχανίας πήραν τον κατήφορο μόλις έγινε αντιληπτό ότι στις κυψέλες έπεσε οριστική δημογραφική παρακμή.
Ύστερα στην κατρακύλα παρασύρθηκε ολόκληρη ή η βιομηχανία των γλυκισμάτων με αποτέλεσμα μία εκτεταμένη επιδημία υπογλυκαιμίας.
Μετά, καθώς στο χρηματιστηριακό παιχνίδι μπήκαν σωρηδόν οι διεθνείς κερδοσκόποι, ακολούθησε η κρίση των τροφίμων που θα έμενε γνωστή ως η περίφημη Κρίση του Μέλιτος, η πρώτη χρηματιστηριακή κρίση πραγματικά μεγάλης κλίμακας της Νέας Εποχής…
Τον πίνακα τον πήρα από το ιστολόγιο του ζωγράφου Έντι Μπρανκολίνι
Posted in ΤΑ ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΑ | Με ετικέτα: Αφήγημα, Κηφήνες, ΜΠΑ!!!, Μέλισσες, Χιούμορ, μυθιστόρημα | Leave a Comment »
Posted by vnottas στο 11 Μαΐου, 2013
Τον Βασίλη Μεταλλινό, φίλο, αρχιτέκτονα και ταξιδευτή τον συναντήσατε ήδη σε αυτές εδώ τις σελίδες, όταν παρουσιάστηκε η γλαφυρή του αφήγηση σχετικά με την (δίτροχη) περιήγηση στο αρμενικό Ερεβάν. Μετά τον έχασα για ένα διάστημα, αλλά ήξερα ότι σκόπευε, μόλις η καθημερινότητα το επιτρέψει, να πάει στην Ινδία, να νοικιάσει επί τόπου μοτοσικλέτα και να εξαφανιστεί ανάμεσα στα αρώματα, τις γεύσεις και τις μυστηριώδεις πτυχές της αχανούς χώρας. Ε λοιπόν, το θηρίο, το ’κανε! Ελπίζω σύντομα να μου δώσει εντυπώσεις προς ανάρτηση. Εν τω μεταξύ εν είδει ορ ντ’ εβρ πάρτε την περιγραφή μιας κεραυνοβόλου έλξης ανάμεσα στον Βασίλη και μια καλοστεκούμενη εικοσάρα (γεγονός πρόσφατον και αληθινόν).
Σημείωση: Ο Βασίλης έχει επιλέξει τις εικόνες, εγώ έβαλα μόνο τους (επί μέρους) τίτλους.
Αντεπρίμα: Όπου ο Βασίλης γοητεύεται παράφορα από μια εικοσάρα Ιαπωνικής καταγωγής και Αμερικανικής προέλευσης, από την Πάτρα
Απογοητευμένος, σαν μαραμένος μαϊδανός που ξεχάστηκε στο ψυγείο, άνοιξα για πολλοστή φορά τις αγγελίες στο car.gr…
“Άντε να δούμε τι …δράκους θα διαβάσουμε κι αυτή τη φορά!” σκέφτηκα.
“Ξέρω, ξέρω… όλες με 15.000 χλμ, 20ετίας, κλεισμένες σε γκαράζ, ευλαβικά συντηρημένες με δοξαστικές ψαλμωδίες των Αγίων Θεοδώρων, αλλαγές λαδιών με το φιλοικτίρμον τροπάριο της Κασσιανής και ρεγουλάρισμα βαλβίδων με τ’ απολυτίκια των Τριών Ιεραρχών από το cd της μονής Βατοπεδίου…
«Τα γνωστά!» ξανασκέφτηκα.
Άνοιξα, με τη βαρεμάρα κλητήρα του Δήμου Θεσσαλονίκης, το section ΝΧ Dominator, για 4η φορά την περασμένη Τρίτη, ήπια μια γουλιά από το εξαιρετικό νεπαλέζικο τσάι μου κι έμεινα κάγκελο!
.
.
…Ήταν εκεί! Εμφανίστηκε πριν από 7 λεπτά…
Αμερικάνα, απέριττα κομψή, δυναμική, σοβαρή, 17.000 χλμ, με μια αναβλύζουσα μπρουταλιτέ εξ αιτίας των hot αξεσουάρ που φορούσε…
.
…κάνοντας την “χαμένη” Dommie(*) του Νοεμβρίου, να φαντάζει σαν ταλαιπωρημένη γκαρσόνα της γιορτής κρασιού Νέας Αγχιάλου!
Διαμένουσα στην Πάτρα, κλπ, κλπ.
Τα σχόλια περί αβάδιστης, παρθένας, σπίτι-κατηχητικό, κατηχητικό-σπίτι, θέλανε ξεχωριστή έρευνα…
«Αυτό το κορμί δεν το χάνω με τίποτα…» σκέφτηκα, άσχημα τσιμπημένος με τη μικρή!
Πήγα στην τουαλέτα και ξύρισα το μούσι. Εκείνες οι άσπρες τρίχες στο πηγούνι με φορτώνανε χρόνια αδίκως… Άλλωστε, το ‘χα αφήσει γιατί πήγαινα για γκουρού…
…αλλά με κόψανε στα θαύματα…
Κοιτάχτηκα στον καθρέφτη ικανοποιημένος, γέμισα ένα ποτήρι με Νεγκόσκα Γουμένισσας και σήκωσα το τηλέφωνο.
“Μόλις διάβασα την αγγελία σας για μία Dommie εξ Αμερικής… κλπ κλπ. Πόθεν τεκμαίρεται το …αβάδιστον της δεσποινίδος;”
Τα στοιχεία ήταν καυτά! Το ‘χω ξαναζήσει το έργο… Η καρδιά άρχισε να χτυπά σαν τα κρουστά του Ουαγκαντούγκου!
Κατεβάζω το ποτήρι άσπρο πάτο… ψάχνοντας το τηλέφωνο του Βασίλη, παλιού φίλου από την Πάτρα.
Ξαναγεμίζω το ποτήρι και πληκτρολογώ τον αριθμό…
“Βασίλη έλα, ο Μεταλλινός είμαι! Kαίγομαι θέλω τη βοήθειά σου…
(*)μνημειώδους ασημότητας -τη σήμερον- παλαιό μοντέλο της Honda, το Dominator 650, απετέλεσε για τέταρτη φορά στόχο του υπογράφοντα.
Ο Βασίλης είναι παλιά καραβάνα από το φόρουμ moto.gr, έμπειρος με 3-4 μηχανές, μερακλαντάν και γκαραντί.
«Bασίλη, σΕ έστειλα μια αγγελία σε πμ. Κάτι μΕ λέει ότι είναι περίπτωση! Ρίξε μια ματιά να μΕ πεις… Μη το χάσουμε το κορμί…”
Ο Βασίλης μπορεί να κατρακύλισε σε παραφουσκωμένη με φαρίν ‘απ μπαβαρέζα (BMW 1200gs), αλλά κατανοεί το βίτσιο μου για το δωρικό μονοκύλινδρο. Άλλωστε με DR6 τον γνώρισα στα Επινιανά, στα Άγραφα, πριν κάποια χρόνια…
Σε λίγα λεπτά έχει μιλήσει με τον πωλητή κι ακούει την απίστευτη ιστορία… Μόνο 17.000 χλμ! Κι αρκετές ενδείξεις…
Δεν τις κάνει γαργάρα και βρίσκει τον προηγούμενο ιδιοκτήτη. Οι απαντήσεις από το άσμα του Σπύρου (ένας είναι ο Ζαγοραίος) “ποιά είσαι κι από που κρατάς”… είναι ικανοποιητικές. Κι ο προηγούμενος ιδιοκτήτης γνωστός!
Απομένει να την δει και να την οδηγήσει. Έχει όμως βραδιάσει και δεν ρισκάρει να την δει υπό τον δραματικό φωτισμό του θνήσκοντος κηρίου…
Ορθώς! Μια φωτιστική πλουραλιτέ επιβάλεται… Διότι ο Βασίλης επιμένει στη ρήση του Διογένη “Λυχνίας σβεσθείσης πάσα γυνή Λαϊς”…
Μέσα στο χωροχρονικό συνεχές και στις νεφελώδεις ατραπούς μιας αγοραπωλησίας “μεταχείρω”, κάνω υπομονή.
Μ. Τετάρτη. 9.00′ Έγινε το test drive. To μωρό με 2 εξατμίσεις αγωνιστικές Yoshimura, wiseco σφυρήλατο πιστόνι, γερμανική ζελατίνα, extra ψυγείο λαδιού, αμερικάνικη σέλα πλατιά και σανιδάτη αλά ΚΤΜ…
.
…σφυχτή και άβγαλτη…
Τα χαρακτηριστικά προσδίδουν ένα ναϊφ περιπετειώδη προσανατολισμό… Που ποτέ δεν έζησε η μικρή!
Υποδέχομαι τα καλά νέα κουνώντας το κεφάλι στωϊκά, με ένα λυρικό προβληματισμό και colgate χαμόγελο!
«Billy καπάρωσέ την κι έρχομαι το βράδυ με το ΚΤΕΛ Αχαϊας… Φτάνω στις 4.00′ τα ξημερώματα… Θα σΕ τηλεφωνήσω στις 8.00».
Ο Βασίλης -από την Πάτρα- ανένδοτος.
«Τηλεφώνησέ μου στις 4.00′ να ‘ρθω να σε πάρω να πιούμε καφεδάκι».
Τελικά, εξακολουθεί να υπάρχει αυτή η παράξενη συνομοταξία μηχανόβιων, κόντρα στα ψόφια αμνοερίφια του ψυχαναγκαστικού τέμπου της εποχής, τις οικογενειακές, επαγγελματικές κλπ υποχρεώσεις…
.
…που μεταμορφώνονται σε παιδιά και δεν χαμπαριάζουν από τίποτα… Το επαναστατικόν outfit το ‘χεις στοDNA σου και δεν αποκτιέται από ιδεολογίες της πάστα φλόρας!
……………………………………………………………………………..
Ξημερώματα της Πέμπτης 2 Μαϊου 2013. Ένα παπί δικάβαλο διασχίζει τα στενά της Πάτρας με ταχύτητες που θα έκαναν τον πρωταθλητή ταχύτητας Valentino Rossi να πάθει σπασμούς στο κωλάντερο…
Όπου σε φλας μπακ παίρνουμε μια ιδέα από τα παθήματα (που θα γίνουν μαθήματα) καθώς και για τους όρους του παιχνιδιού
Tην περασμένη βδομάδα “κατέβηκα” στη Συκιά, στη Χαλκιδική, για blind date. Η κούκλα μΕ συστηνότανε για Σαρλίζ Θερόν, ατυχήσασα ραφάτη, του σπιτιού, άβγαλτη, αγαπά τα λουλούδια, τις συλλογές πεταλούδων κλπ κλπ, με 19.600 χλμ, 7 μήνες στα αζήτητα του car.gr…
Μετά από 150 χιλιόμετρα ταξίδι, είδα ιδίοις βλεφάροις τον …δράκο! Σαν τσατσά τσιφούτα, παραβαρδάριου οίκου ανοχής…
Σεντόνι και κατ΄ευθείαν …για κανά μήνα στα BODYLINE, σε εντατικό τμήμα…
Χρειάστηκε μιάμιση δαμιτζάνα “αγιάσματος” Σιθωνίας, μετά γλυκανίσου, για να ξεπεράσω το σόκ και 2 πιατέλες φρέσκα σιναγριδάκια, δια χειρός Μήτσου, παλιόφιλου μηχανόβιου, σε παραλιακή ταβέρνα της Σάρτης…
Είναι -τελικά- σκληρή η ζωή του κυνηγού Dommie…
………………………………………………………………………………
Τετάρτη, 01/05/2013, ώρα 19.00′
Ετοιμάζω το σακίδιο. Βάζω μέσα κράνος, γάντια, δερμάτινο μπουφάν…
Το βλέμμα της συζύγου, που μΕ παρακολουθεί “λυγίζει” τα μεταλλικά πόμολα του δωματίου…
“Μετά την Ινδία, ……για πού με το καλό?” μΕ λέει ψυχρά, κάνοντας την Μέρκελ να φαντάζει σαν ναζιάρα γατούλα…
“Πετάγομαι μέχρι την Πάτρα για ….” ψέλλισα με δύναμη ημιθανούς κάμπιας, για να καταδείξω την ανεπίλεπτη ταπείνωσή μου…
“Όταν έφυγες για την Αρμενία, είπες ότι θα πεταγόσουν μέχρι τον Μασούτη….” με διέκοψε, σαν ριπή μυδραλιοβόλου, κάνοντας την Τζίλντα (μποξερίνα) να βγεί διακριτικά έξω από το δωμάτιο, σκύβοντας το κεφάλι και κοιτώντας λοξά προς το ταβάνι για καμιά ιπτάμενη παντόφλα… Το ένστικτο της αυτοσυντήρησης!
“Στην Πάτρα θα πάω σΕ λέω, με το ΚΤΕΛ… Που να σΕ εξηγώ τώρα?” Οι εποχές που όταν άλλαζα μοτοσυκλέτα, επισκεπτόμασταν κάποιο Louis Vuitton store ή την αντιπροσωπεία της Rolex, για να συμφωνήσει για την … “αναγκαιότητα” της τελευταίας μου επιλογής, έχουν περάσει ανεπιστρεπτί…
Αποφασισμένος να μην αφήσω την ζωή μου να ναυαγήσει στους καναπέδες της ανίας και του προβλέψιμου ζαβλακοτουζλαμά, βάζω το σακίδιο στη πλάτη και με αποφασιστικότητα πεζοναύτη του 3ου λόχου της Ντανάγκ, ανοίγω την πόρτα λέγοντας “άμα δεν έρθω μέχρι αύριο το βράδυ, θα σκύψω το κεφάλι έμπλεος ευτελισμού κι ονειδισμού και θα πάμε να δεις εκείνο το πορτοφολάκι στη Louis Vuitton…”
Η ζωή είναι ένα ρίσκο…
Η άγνωστή μου Dommie -που θα στοίχιζε λιγότερο από το πορτοφολάκι της ακατανόμαστης φίρμας- έπρεπε να μΕ φέρει την Πέμπτη το βράδυ, πίσω στη Θεσσαλονίκη ΟΠΩΣΔΗΠΟΤΕ!!!
19.30′ μπαίνω στο 5άρι, Νέα Κρήνη-Βενιζέλου, για ν’ αλλάξω στην Τσιμισκή με το 12άρι, Κάτω Τούμπα-ΚΤΕΛ…
Στις 21.00′ ακριβώς ρολάριζε βελούδινα, με τη γητευτική συριστικότητα του κινητήρα “Volvo B 10 B Noge Turing” και την απαλά θροϊζουσα νυχτερινή αύρα, το σχεδόν άδειο λεωφορείο του ΚΤΕΛ Αχαϊας…
Περνώντας, έξω από τη Λαχαναγορά κι αφήνοντας πίσω τη Θεσσαλονίκη, άλλο ένα ταξίδι άρχιζε…
Έβγαλα ένα παστέλι για βραδινό, σκεπτόμενος ότι για τον ταξιδευτή η συγκίνηση της φυγής είναι ΜΙΑ…
.
…κόντρα στη νομαδική παράκρουση ταξιδιωτικής αμπελοφιλοσοφίας καί στον μόνιμα αναδευόμενο μοτοσυκλετιστικό τραχανά.
Όπου άμα είσαι ταξιδευτής παραμένεις τέτοιος ακόμη και σε λεωφορείο
Το ταξίδι με το KTEΛ after midnight ήταν βελούδο και με το ετερόκλητο επιβατικό κοινό, αποκτούσε κι ανθρωπολογικό ενδιαφέρον…
Ένα ηλικιωμένο ζευγάρι όταν δεν ροχάλιζε σαν κομπρεσέρ με χαλαρωμένο ιμάντα, τηλεφωνούσε ανά μία ώρα σε κάποιον δυστυχή συγγενή, για να τον ενημερώνει … ποια πόλη πέρασαν και ότι κατά τις 4.00′ όπως αυτοί (και το …ΚΤΕΛ) υπολόγιζαν θα έφταναν στην Πάτρα… Παρ’ όλ’ αυτά δεν χρειάζονταν να ξεσηκωθεί να τους παραλάβει, όπως του τόνιζαν, ξυπνώντας τον ανά μία ώρα, γιατί -βρε παιδάκι μου- θα παίρνανε ένα ταξί και θα πήγαιναν σπίτι!
Μία ευτραφής διανοούμενη -γκόθικ στάιλ- φοιτήτρια, ντυμένη σαν πλήρωμα καρναβαλικού άρματος, με ένα πολυσέλιδο αισθηματικό διήγημα τσέπης, μονίμως ανοιγμένο στα πόδια της, αφού κατέβασε 2 λουκανόπιττες στη στάση της Λάρισας, με βουλιμία αλιγάτορος Αμαζονίου, ζήτησε από τον οδηγό ν΄αλλάξει τη μουσική με τα καλαματιανά. Αντιμετώπισε τον Ζωϊδάκη live, ροκανίζοντας σαν πιράνχας 3 μεγάλες σακούλες τσιπς αλλά στο
“φέρτε μου ποτήρια κι άλλα,
όλα θα τα κάνω γυάλα…”
… του Μίμη Γκιουλέκα, σηκώθηκε αποτροπιασμένη από τη δεύτερη σειρά και κατευθύνθηκε εκνευρισμένη προς την άδεια γαλαρία, κάνοντας σαφές ότι αν ήταν στο χέρι της, θα έβγαζε εκτός νόμου τη ρεμπετοφρίκ jazz σκηνή του θεσσαλικού κάμπου…
Στην περιφερειακή μου όραση ενέπιπτε και μια ηλικιωμένη κυρία της γνωστής συνομοταξίας “γραία Λουτρακίου”, που ροχάλιζε κάνοντας ταβανοσκόπηση, με το στόμα ανοιχτό και την μασέλα βγαλμένη, έτοιμη να την καταπιεί. Αυτή, μπορώ να πω, ότι μΕ δημιούργησε ένα σχετικό άγχος, αλλά γρήγορα κατάλαβα ότι το ροχαλητό της ήτανε “σικέ” και προσπαθούσε να ξεγελάσει τον εαυτό της και να αποκοιμηθεί…
Εγώ “χάθηκα” λίγο στο Μπράλο, για κανά μισάωρο.
Η φωνή του Σταύρου Ζούμπα -όμως- στο “να ζήσουν οι κομμώτριες…” μΕ ξύπνησε δίνοντας άλλο νόημα στο υπόλοιπο ταξίδι…
… και με κομμάτια όπως τον “καθρέφτη σου θα σπάσω” και την “αχαριστία” τα χιλιόμετρα εξαϋλώνονταν σαν τα πατατάκια της ευτραφούς γκόθικ διανοουμένης. Στο ρεφρέν του “είσαι το ηρεμιστικό μου” ξεπρόβαλε υποβλητική η γέφυρα του Ρίου.
Η ώρα ήταν 3.55′.
Ένα ταξίδι, με παραμορφωτικές αντανακλάσεις μιας ελληνικής πραγματικότητας, μια ρεαλιτέ άκρως ενδιαφέρουσα για τον ρέκτη της ακατέργαστης εμπειρίας, που μπορεί και αφουγκράζεται την ζωή …και εκτός ζελατίνας ενός system(*) 6!
Ώρα 4.10′. Τηλεφωνώ στον Βασίλη .
Ώρα 6.30′ έχουμε πιει τους πολλαπλών βιάγκρα νεσκαφέ, έχουμε απαντήσει σε όλα τα αινίγματα της ζωής, και για να περάσει η ώρα, προσπαθούμε να εντάξουμε τις τοποθετήσεις του τελευταίου συνεδρίου του ΠΑΣΟΚ, στα σύγχρονα φιλοσοφικά ρεύματα, στο Λογικισμό του Λούντβιχ Βιτγκεστάιν, στη Φαινομενολογία του Έντμοντ Χουρσέλ και στον Υπαρξισμό του Σέρεν Κίρκεγκωρτ…
.
.
…μέχρι τη στιγμή, που οι διπλές racing Yoshimura της Dommie κάνουν την εξωτερική τζαμαρία του καταστήματος υπολογιστών του Βασίλη να χορεύει τσάρλεστον…
(*) γνωστό, μοδάτο κράνος της BMW, πολύ δημοφιλές στους ντεκαφεϊνέ πολέμαρχους ταξιδευτές του Κολωνακίου
Η εκ του σύνεγγυς επαφή
Η χορτόπιττα μΕ έφυγε απ’ το χέρι…
“Φοράω” ένα ζαμανφού ύφος και βγαίνω “στο αδιάφορο” έξω…
Με την πρώτη ματιά …πρόκειται για κόμματο!
Το βλέμμα μου καρφώνεται …χαμηλά. Από πίσω η πινακίς γράφει ΚΕΟ (καίω) 16 (sweet little sixteen). Από μπροστά το extra ψυγείο λαδιού, στ’ αριστερά, της δίνει μία εσάνς δυναμισμού, αποφασιστικότητας και αντοχής σε τροπικές θερμοκρασίες άνω των 45 υπό σκιά…
Πλησιάζω τον πωλητή και του λέω σοβαρά … “αϊ ντού”…
Η αμερικάνα ξεπέρασε τις προσδοκίες μου.
Εξουσιοδότηση στην αστυνομία, τράπεζα για μπαγιόκο, μία κλασσική ντρίπλα στην τιμή και με 900 ευρώ, έχω πάρει το μωρό και φουλάρω έξω από την Πάτρα.
Ο καιρός είναι εξαιρετίκ και ντοπαρισμένος από τα ντουζένια της μικρής, περνάω τη γέφυρα και το κόβω δεξιά για Ναύπακτο, Δελφούς, Μπράλο κλπ κλπ.
Όχι δεν ευχόμουν “να ‘ναι μακρύς ο δρόμος” γιατί η σύζυγος σε περίπτωση αργοπορίας, θα μ΄έσερνε κατ’ ευθείαν στους πωλητές της Louis Vuitton, κάνοντας τους λήσταρχους της ανατολικής Μαυριτανίας να φαντάζουν σαν ιεραπόστολοι…
O επαρχιακός δρόμος με τις γλυκές στροφές προκαλούσε την ευέλικτη μικρή αμερικανίδα, για άγριο και πρωτόγονο οδηγικό σέξ…
.
…όμως τα σάπια ελαστικά, παλαιάς κοπής επί ναυαγίου Εξπρές Σάμινα, λόγω της σχετικής ακινησίας, μΕ υποχρέωσαν στην κλασσική μου αργή οδήγηση, που θα έσπρωχνε θιβετιανό ερημίτη σε υπερκατανάλωση του καφέ υγρού των αποστακτηρίων του Jack Daniels, για να ξεπεράσει την διογκούμενη κατάθλιψη λόγω βαρεμάρας…
Εγώ, για να περνάει η ώρα, σαν αναδυόμενο και ασυμβίβαστο μη αναγνωρισμένο -ακόμα- ταλέντο της ταξιδιωτικής παραλογοτεχνίας, άρχισα να ονειρεύομαι την μελλοντική στιγμή της συγγραφικής μου επιτυχίας, σαν έναν λαμπερό ανεμοστρόβιλο των φεστιβάλ, δεξιώσεων, συνεντεύξεων, γνωριμιών με γοητευτικές στάρλετ, εκδότες, πριβέ πάρτυ…
Ίσως …ίσως κι ένα χρυσό αγαλματάκι συγγραφής κάποιου σεναρίου, να στόλιζε το άδειο ράφι του τζακιού μου στον Χολομώντα!
Όπου ο Βασίλης βάζει νερό στη Ναύπακτο και καφέ στους Δελφούς
Σταματάω σ’ ένα βενζινάδικο λίγο έξω από τη Ναύπακτο, να πάρω ένα μπουκάλι νερό.
Η κοπέλα της καντίνας με ρωτάει που πάω… και στο άκουσμα της Θεσσαλονίκης, δείχνοντας -με φρύδι περισπωμένη- τη Dommie, ένας κυκεώνας από τικ παραμόρφωσε το πρόσωπό της με απρόβλεπτες συσπάσεις και γκριμάτσες, σαν μήνυμα σε κώδικα Μορς!
«Δεν το πιστεεεεεύωωω!» ψιθύρισε με κομμένη την ανάσα.
Εκεί χτύπησε και το τηλέφωνο.
Ένα παλιό φιλαράκι που βρίσκονταν τυχαία στους Δελφούς, μΕ κάλεσε για καφέ. Βασικά, αυτός ήθελε να δει τη Dommie, σκασμένος από περιέργεια για το τι μηχανάκι μπορείς να βρεις με 900 ευρώ και να ‘χει θέμα για κουτσομπολιό με τη φλωροπαρέα του.
Όχι, δεν παρεξηγιέται…είμαι σίγουρος ότι τώρα διαβάζει.
Με περίμενε κοντά στο θόλο της Αθηνάς Προναίας, πάνω στην επαρχιακή Λιβαδειάς-Άμφισσας, μ’ έναν φίλο του της συνομοταξίας “κοσμικός Αράχοβας”. Ψάχνανε για ευκαιρία να λουφάρουν τ’ αρχαία, αφήνοντας τα γυναικόπαιδα μετά του υπηρετικού προσωπικού να βολοδέρνουν στο λιοπύρι και στα κατσάβραχα…
Τον ήπιαμε σε καφετέρια εντός των Δελφών.
Μου τον σέρβιρε μια μελαχρινή εξαιρετικής κατασκευής, νοιώθοντας ένα φονικό σφίξιμο να κάνει την απατηλά αθώα εμφάνισή του, κάτω από την κοιλιακή μου χώρα…
Τα σφιχτά αμορτισέρ της σερβιτόρας δεν μας άφησαν να συγκεντρωθούμε στις συζητήσεις μας για τον αν υπάρχει τελικά θεός, κάποιος σκοπός με την “φανέρωση” της Dommie ή κάποιο σχέδιο πίσω από το Σύμπαν.
Τα χοντροκομμένα σχόλια όμως της παρέας, για τη σπαστή σουσπανσιόν της νεαράς, προκάλεσαν μια ξινή γεροντοκόρη, με μπούτια “φλούδα νεραντζιού”, της συνομοταξίας “σαλεμένη και μανιοκαταθλιπτική” με προχωρημένο στραβισμό…
… που με βραχνή φωνή που τρεμόπαιζε σαν τα κβαντικά σωματίδια, μας απείλησε με μήνυση!
Χρονιάρα μέρα με μηνύσεις απ’ την τρελόγκα από τη μία…
Απειλή Louis Vuitton, σε περίπτωση αργοπορίας, από την άλλη…
Κοίταξα το ρολόι, σκεφτόμενος τη θεωρία της σχετικότητος και αποφάσισα να συνεχίσω το ταξίδι μου προς βορράν…
Χαιρέτησα κι έβαλα μπρος τη Dommie.
Ο μπάσος ήχος των δύο Υοshimura έκανε την γεροντοκόρη να με κοιτάξει με δολοφονικό βλέμμα, σαν του μαφιόζου Calogero Vizzini, αναγκάζοντάς με να καβαλήσω άρον-άρον τη Dommie, χωρίς να δέσω το κράνος και να εξαφανιστώ, αφήνοντας την ήσυχη να καταβροχθίσει την κρέμ μπρυλέ της…
Άλλωστε, στην Καρδίτσα μΕ περίμενε ο φίλος μου ο Γιάννης -παλιός μηχανόβιος και ταξιδευτής για καφέ και μουχαμπέτι για το πρόσφατο ταξίδι μου στην Ινδία…
Βγαίνοντας από τους Δελφούς στον κατηφορικό δρόμο στ’ αριστερά μου, από το γωνιακό βενζινάδικο ξεκινάει μία BMW Z4 καμπριολέ, με ανοιχτό το κεπέγκι, επιταχύνοντας προς τα πάνω μου!
Πλακώνω τη μανέτα του μπροστινού που δεν σταματάει με τα καινούργια τακάκια και τσαρουχώνω το πίσω.
Τον φτάνω στον πόντο στη θέση της συνοδηγού…
Το εξαϋλωμένο ανθρωποειδές στο τιμόνι με κοιτάζει με οίκτο!
Το ξανθό λαμπραντόρ δίπλα μΕ λέει “…καλά γκαβoooooός είσαι?”
…και το ηχοσύστημα παίζει στη διαπασών Σαλαμπάση “Όταν χορεύει ο Λαρισαίος …στη μπάντα κάθε Φαρισαίος”…
Θενκς Γκαντ! …που μΕ έδωσες το προνόμιο να ζήσω αυτή τη σουρεάλ φάση!
Κάτι τέτοια μΕ συμβαίνουν και πιστεύω ότι, τελικά, υπάρχει Θεός!
Τα 2 θρασύτατα νεοπλουτέ πρωτόνια, που σίγουρα αδυνατούσαν να επεξεργαστούν οποιαδήποτε πληροφορία υπερβαίνει σε πολυπλοκότητα τις δισύλλαβες λέξεις μπέμπα, μπεμβέ, πράντα, Κάτυ Σάρκ κλπ κλπ…
.
.
…εξαφανίστηκαν προς τους σιωπηλούς ελαιώνες του νομού Φωκίδος, με ιλιγγιώδη ταχύτητα, αφήνοντας φιδοειδή λαστιχένια αποτυπώματα στην άσφαλτο και αναθυμιάσεις άκαυστης αμόλυβδης…
Πλησιάζω προς τη Λαμία και “κόβω” προς Δομοκό, Καρδίτσα.
Τηλεφωνώ στον Γιάννη, για να μΕ ενημερώσει ότι στην είσοδο της Καρδίτσας μΕ περιμένει ο Αργύρης, άλλος παλιόφιλος μηχανόβιος από την Καρδίτσα.
Όταν ακούς Γκουσγκούνη και …“που ΄ναι τα πουλάκια μου?” …η σίγουρη απάντηση είναι …“νάτα τα πουλάκια μου”!
Όταν ακούς … “σε περιμένει ο Aργύρης”, η σίγουρη απάντηση είναι ότι πάς για τσίπουρα!
Με κάνει σινιάλο στον περιφερειακό.
Σταματάω τη μηχανή.
Με συνωμοτικές κινήσεις, που θυμίζουν μυστική συνάντηση των Κορλεονέζι, χωρίς να το καταλάβω μΕ πασάρει ένα πλαστικό μπουκάλι.
Δεν χρειάζεται να ρωτήσω τι περιέχει… Θα στοιχημάτιζα 100 προς ένα ότι είναι διπλοβρασμένο απόσταγμα στεμφύλων Τυρνάβου άνευ(*).
Απλά, μΕ λέει ότι είναι σφραγισμένο. Το βάζω στη μπαγκαζιέρα, τον ακολουθώ σε μια δαιδαλώδη διαδρομή και…
.
.
….σορπράιζζζζζζζζ !
Σταματάμε μπροστά σ’ ένα ρακάδικο!
Εντελώς τυχαίως…
Εντελώς άγνωστος ο Αργύρης στο μαγαζί…
Τα γκαρσόνια άρχισαν να “φέρνουν” χωρίς να’ χουμε παραγγείλει…
Σε λίγη ώρα καταφθάνουν ο Βαγγέλης από τα Τρίκαλα, o Βασίλης από τη Λάρισα κι ο Γιάννης. Όλοι παλιόφιλοι μηχανόβιοι, που ήρθαν διακριτικά να δουν τι χρέπι θα οδηγώ στο επόμενο ταξίδι μου στο «Desert festival» στο Μάλι, μόλις τελειώσει ο εμφύλιος…
Πολύ γρήγορα ακολούθησε ένας ιλιγγιώδης χορός εδεσμάτων, τσίπουρου και μπύρας, βυθίζοντας την παρέα σε μια γαστριμαργική έκσταση…
Εγώ, άυπνος και κουρασμένος από την υπερένταση και το ταξίδι.
Όμως η ζεστή και εγκάρδια φιλοξενία αυτών των φίλων, με παρέσυρε σ’ ένα παροξυσμό ξαφνικής ευφορίας, με αποτέλεσμα να περάσει η ώρα με συζητήσεις και μεζέδες και να “πιάσουμε” το σούρουπο χωρίς να το καταλάβουμε.
Η μέρα έφευγε και “έβλεπα” με την φαντασία μου, την σύζυγο να ξεφυλλίζει το prospectus της collection Άνοιξη ’13 Louis Vuitton…
…κάνοντας την καρδιά μου να βαράει σαν βομβαρδιστικό στη Μάχη της Αγγλίας!
Έπρεπε να φύγω κι εγώ, γιατί μια αναποδιά και μια καθυστέρηση, θα έδινε την ιδέα σε μία δεσμίδα εκατόευρων στο πορτοφόλι μου …να λιποτακτήσει προς την ακατονόμαστη φίρμα!
Αυτό βέβαια θα ήταν το λιγότερο…
Γιατί μετά το ταξίδι στην Ινδία, αρχίζω να βρίσκω πιο δελεαστική μία ένεση ευθανασίας …από το φονικό βλέμμα της συζύγου…
(*)γλυκάνισου
Μπήκα στο σπίτι κατά τις 10 το βράδυ…
Η σύζυγος με κοίταξε με το αυστηρό βλέμμα καρδιναλίου αναγεννησιακού πίνακα, κοιτώντας το Rolex της.
Παρ’ όλο που ένα γνήσιο Rolex πηγαίνει δραματικά πίσω ή μπροστά, φάνηκε να δέχεται ότι έφτασα πριν τα μεσάνυχτα…
Η collection Άνοιξη ’13, ήταν ακόμα ανοιγμένη πάνω στο τραπεζάκι του living room δίπλα σ΄ένα ποτήρι κόκκινο κρασί…
«Βρήκα ένα καταπληκτικό χαρτοφύλακα για σένα… Ηδη μίλησα με τα κορίτσια στην Προξένου Κορομηλά …θα σΕ κάνουν ειδική τιμή…» κουκούρισε το τρυφερό μου ήμισυ, ψάχνοντας τις ιλουστρασιόν σελίδες…
«Ουάου!» αναφώνησα… «Σ’ ευχαριστώ που νοιάζεσαι για το στίλ μου… Δεν έρχεσαι κάτω στο γκαράζ να δεις τι δώρο σΕ έχω φέρει -κι εγώ- από την Πάτρα?», είπα καταρρίπτοντας το αντρικό ρεκόρ ευφημισμού σε κλειστό χώρο!
Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ ΦΙΛΩΝ | Με ετικέτα: Αφήγημα, Βασίλης Μεταλλινός, Μοτοσικλέτα, Ταξιδιωτικά, Χιούμορ | Leave a Comment »
Posted by vnottas στο 8 Απριλίου, 2013
Εκείνοι που θέλουν να γίνουν αστέρια της πίστας γιατί έχουν παιδιά να αναθρέψουν, Όου γιές!
Εκείνοι που όταν κάνουν ομαδική δουλειά νομίζουν ότι προσλήφθηκαν από άλλη εταιρεία, Όου γιές!
Εκείνοι που τα κάνουν όλα γιατί τυγχάνουν επαγγελματίες, Όου γιές!
Εκείνοι που ανάβουν ένα κερί στην Παναγία, γιατί έχουν ένα ανηψούδι ετοιμοθάνατο, Όου γιές!
Εκείνοι που σου σβήνουν το κερί εξ επαγγέλματος, Όου γιές!
Εκείνοι που ένας Παπαδόπουλος είναι κρυμμένος πάντα μέσα μας, Όου γιές!
Εκείνοι που ψηφίζουν δεξιά επειδή οι δεξιοί βρίζουν καλύτερα στην καθαρεύουσα, Όου γιές!
Εκείνοι που ψηφίζουν δεξιά γιατί φοβούνται τους κλέφτες, Όου γιές!
Εκείνοι που ψηφίζουν λευκό για να μην λερώσουν, Όου γιές!
Εκείνοι που δεν ανακατεύονται με τα πολιτικά, πα πα πα πα, Όου γιές!
Εκείνοι που ξερνάνε, Όου γιές!
Εκείνοι που αντέχουν να υποστηρίζουν ακόμη τον βασιλιά, Όου γιές!
Εκείνοι που αντέχουν να υποστηρίζουν τους βάζελους, Όου γιές!
Εκείνοι που δεν αντέχουν το κρασί, Όου γιές!
Εκείνοι που δεν μας προκύπτουν, Όου γιές!
Εκείνοι που πιστεύουν ότι το Θείο Βρέφος είναι ο Άγιος Βασίλης μωρό, Όου γιές!
Εκείνοι που τη νύχτα της πρωτοχρονιάς την κάνουν με την ερωμένη τους, αφού πρώτα κλέψουν την βασιλόπιτα των παιδιών, Όου γιές! Των δικών τους παιδιών, Όου γιές!
Εκείνοι που κάνουν έρωτα στα όρθια γιατί νομίζουν ότι έτσι πρέπει να γίνεται στα πιεντ-α-τερ, Όου γιές!
Εκείνοι που βρίσκονται μέσ’ τα σκατά μέχρι εδώ, Όου γιές! Όου γιές!
Εκείνοι που με έναν καλό ύπνο όλα περνούν, ως κι ο καρκίνος, Όου γιές!
Εκείνοι που δεν μπορούν, ούτε τώρα, να πιστέψουν ότι η γη είναι στρογγυλή, Όου γιές!
Εκείνοι που δε θέλησαν ποτέ να γυρίσουν από το ανατολικό μπλοκ και το παίξανε αγνοούμενοι, Όου γιές!
Εκείνοι που δεν τους συνέβη ποτέ θανάσιμο ατύχημα, Όου γιές!
Εκείνοι που δεν θέλουν να καταταγούν στα ες ες, Όου γιές!
Εκείνοι που επιμένουν να σου εξηγούν τις ιδέες σου, χωρίς όμως να σε βοηθήσουν να τις καταλάβεις, Όου γιές!
Εκείνοι που λένε η υπηρέτριά μας, Όου γιές!
Εκείνοι που οργανώνουν πορείες πολέμου, Όου γιές!
Εκείνοι που οργανώνουν τα πάντα, Όου γιές!
Εκείνοι που χάνουν τον πόλεμο παρά τρίχα, Όου γιές!
Εκείνοι που θέλουν να σε πάνε να φας βατράχια (ή σούσι), Όου γιές!
Εκείνοι που είναι ακόμη μόλις δύο την νύχτα, Όου γιές!
Εκείνοι που έχουν σύστημα για να χάνουν στη ρουλέτα, Όου γιές!
Εκείνοι που να μην χαθούμε, Όου γιές!
Εκείνοι που προκύπτουν αλλιώτικοι από τους άλλους, Όου γιές!
Εκείνοι που προκύπτουν γενικώς, Όου γιές!
Εκείνοι που γαμώ την ατυχία μου, Όου γιές!
Εκείνοι που όταν χάνει η ομάδα τους λένε ότι κατά βάθος δεν είναι παρά ένα παιχνίδι και μετά γυρίζουν σπίτι και χτυπάνε τα παιδιά τους, Όου γιές!
Εκείνοι που λένε ότι το χρήμα δεν είναι το παν στη ζωή, Όου γιές!
Εκείνοι που εδώ έχουν γίνει όλα μπουρδέλο, Όου γιές!
Εκείνοι που για λόγους αρχής και όχι χρημάτων, Όου γιές!
Εκείνοι που το είπε η τηλεόραση, Όου γιές!
Εκείνοι που το στάτους κβό, υπό την προοπτική ότι, στο βαθμό που, Όου γιές!
Εκείνοι που δεν έχουν μια αποστολή να εκτελέσουν, Όου γιές!
Εκείνοι που είναι τίμιοι, αλλά ως ένα ορισμένο σημείο, Όου γιές!
Εκείνοι που περιμένουν το τραμ γελώντας και λέγοντας αστεία, Όου γιές!
Εκείνοι που περιμένουν να φανεί η αρραβωνιαστικιά για να το παίξουν σοβαροί, Όου γιές!
Εκείνοι που η μαφία δεν υπάρχει, Όου γιές!
Εκείνοι που τους τρομοκρατούν τα γραμμάτια, Όου γιές!
Εκείνοι που δουλεύουμε όλοι για το κεφάλαιο, Όου γιές!
Εκείνοι που, αναμάρτητοι, εκτοξεύουν την πρώτη πέτρα, και τη δεύτερη, και την τρίτη… και μετά; Το μετά το ξέρουμε… Όου γιές!
Εκείνοι που σηκώνονται στις έξη, φρέσκοι σαν τριαντάφυλλο, για να δουν την χαραυγή που πέρασε ήδη. Όου γιές!
Εκείνοι που μοιάζουν με το γιό μου, Όου γιές!
Εκείνοι που δεν διασκεδάζουν, ακόμη κι όταν γελάνε, Όου γιές!
Εκείνοι που στο θέατρο για να μην ενοχλήσουν πάνε και κάθονται στις τελευταίες σειρές, Όου γιές!
Εκείνοι που παραμένουν στην πρωτεύουσα, Όου γιές!
Εκείνοι που δεν ήταν εκεί, Όου γιές!
Εκείνοι που άρχισαν να δουλεύουν από μικροί, συνεχίζουν ακόμη, αλλά δεν ξέρουν γιατί διάβολο το κάνουν, Όου γιές!
Εκείνοι εκεί…
Quelli che (1975)
Ο Έντσο Γιαννάτσι, (γιατρός καρδιολόγος και τραγουδοποιός που έφυγε πρόσφατα, Μιλάνο, 3 Ιουνίου 1935 – Μιλάνο, 29 Μαρτίου 2013), πάνω σε μουσική βάση μπλουζ και με τη συνοδεία ενός σαξόφωνου, σχολιάζει με σουρεαλιστικό τρόπο κοινούς τόπους, βίτσια, αλλά και συμπαθέστερα χαρακτηριστικά του μέσου Ιταλού της δεκαετίας του εβδομήντα (όλα μαζί χύμα).
Επειδή οι καιροί αλλάζουν, ο Έντζο, στις μεταγενέστερες συναυλίες του, τροποποίησε πολλές φορές τα λόγια αυτά (γραμμένα αρχικά μαζί με τον Μπέπε Βιόλα).
Εδώ σας έχω μια απόπειρα μετάφρασης στα ελληνικά, αρκετά πιστή στο πρωτότυπο (αρχική εκδοχή), και επιφυλάσσομαι για καμιά πιο επίκαιρη προσαρμογή, του τύπου:
* εκείνοι που πήγαν τα λεφτά τους έξω επειδή νόμισαν ότι πρέπει που και που να τα αερίζουν, Όου γιές!, ή
* εκείνοι που έβαλαν τα λεφτά τους την τράπεζα για να μη τους τα πάρουν οι κλέφτες, Όου γιές!, ή
* εκείνοι που νόμισαν ότι το μνημόνιο είναι ατζέντα, το υπόγραψαν, αλλά ξέχασαν να πάνε στην κηδεία, Όου γιές!, ή
* εκείνοι που δηλώνουν νεοφιλελεύθεροι για να μη τους πάρουν τα σπίτια οι κομουνιστές, Όου γιές!, ή
* εκείνοι που συνωμοσίες δεν υπάρχουν, Μόνο οι συνομωσιολογίες, Όου γιές!
και ούτω καθ’ εξής! (Όου γιές)
Quelli che cantano dentro nei dischi perche’ ci hanno i figli da mantenere, oh yes!
Quelli che da tre anni fanno un lavoro d’equipe convinti d’essere stati assunti da un’altra ditta, oh yes!
Quelli che fanno un mestiere come un altro.
Quelli che accendono un cero alla Madonna perche’ hanno il nipote che sta morendo, oh yes!
Quelli che di mestiere ti spengono il cero, oh yes!
Quelli che Mussolini e’ dentro di noi, oh yes!
Quelli che votano a destra perche’ Almirante sparla bene, oh yes!
Quelli che votano a destra perche’ hanno paura dei ladri, oh yes!
Quelli che votano scheda bianca per non sporcare, oh yes!
Quelli che non si sono mai occupati di politica, oh yes!
Quelli che vomitano, oh yes! Quelli che tengono al re.
Quelli che tengono al Milan, oh yes!
Quelli che non tengono il vino, oh yes!
Quelli che non ci risultano, oh yes!
Quelli che credono che Gesu’ Bambino sia Babbo Natale da giovane, oh yes!
Quelli che la notte di Natale scappano con l’amante dopo aver rubato il panettone ai bambini, oh yes! Intesi come figli, oh yes!
Quelli che fanno l’amore in piedi convinti di essere in un pied-a-ter, oh yes!
Quelli, quelli che sono dentro nella merda fin qui, oh yes! Oh yes!
Quelli che con una bella dormita passa tutto, anche il cancro, oh yes!
Quelli che, quelli che non possono crederci neanche adesso che la terra e’ rotonda, oh yes!
Quelli che non vogliono tornare dalla Russia e continuano a fingersi dispersi, oh yes!
Quelli che non hanno mai avuto un incidente mortale, oh yes!
Quelli che non vogliono arruolarsi nelle SS.
Quelli che ti spiegano le tue idee senza fartele capire, oh yes!
Quelli che dicono «la mia serva», oh yes!
Oh yes! Quelli che organizzano la marcia per la guerra, oh yes!
Quelli che organizzano tutto, oh yes!
Quelli che perdono la guerra… per un pelo, oh yes! Oh yes!
Quelli che ti vogliono portare a mangiare le rane, oh yes!
Quelli che sono soltanto le due di notte, oh yes!
Quelli che hanno un sistema per perdere alla roulette, oh yes!
Quelli che non hanno mai avuto un incidente mortale, oh yes!
Quelli che non ci sentiamo, oh yes!
Quelli diversi dagli altri, oh yes!
Quelli che puttana miseria, oh yes!
Quelli che quando perde l’Inter o il Milan dicono che in fondo e’ una partita di calcio e poi vanno a casa e picchiano i figli, oh yes!
Quelli che dicono che i soldi non sono tutto nella vita, oh yes!
Quelli che qui e’ tutto un casino, oh yes!
Quelli che per principio non per i soldi, oh yes! Oh yes!
Quelli che l’ha detto il telegiornale, oh yes!
Quelli che lo statu quo che nella misura in cui che nell’ottica, oh yes!
Quelli che non hanno una missione da compiere, oh yes!
Quelli che sono onesti fino a un certo punto, oh yes!
Quelli che fanno un mestiere come un altro.
Quelli che aspettando il tram e ridendo e scherzando, oh yes!
Quelli che aspettano la fidanzata per darsi un contegno, oh yes!
Quelli che la mafia non ci risulta, oh yes!
Quelli che ci hanno paura delle cambiali, oh yes!
Quelli che lavoriamo tutti per Agnelli, oh yes!
Quelli che tirano la prima pietra, ma che anche la seconda,la terza, la quarta e dopu? E dopu se sa no…
Quelli che alla mattina alle sei freschi come una rosa si svegliano per vedere l’alba che e’ gia’ passata.
Quelli che assomigliano a mio figlio, oh yes!
Quelli che non si divertono mai neanche quando ridono, oh yes!
Quelli che a teatro vanno nelle ultime file per non disturbare, oh yes!
Quelli, quelli di Roma.
Quelli che non c’erano.
Quelli che hanno cominciato a lavorare da piccoli, non hanno ancora finito e non sanno che cavolo fanno, oh yes!
Quelli li’…
Posted in Έντσο Γιαννάτσι, Ντάριο Φο και άλλοι στα ελληνικά, ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ - ΣΤΙΧΟΙ | Με ετικέτα: Έντζο Γιαννάτσι, Απόδοση, Λόγια τραγουδιών, Μετάφραση, Στίχοι, Τραγούδι, Χιούμορ, Quelli che | Leave a Comment »
Posted by vnottas στο 18 Μαρτίου, 2013
(Εδώ σας διαβάζω την προσαρμογή στα ελληνικά που σας έφτιαξα)
Η ΜΙΚΡΗ ΜΑΡΙΓΩ
Η Μαριγώ, η μικρή βοσκοπούλα,
καθώς τριγυρνούσε στην εξοχή,
βρήκε μια τόση δα γατούλα
ορφανή.
Τον γιακά της ευθύς ξελασκάρει,
στο στήθος της μέσα την τοποθετεί,
ήταν το μόνο απαλό μαξιλάρι
που ’χε σκεφτεί.
Η γάτα, περνώντας την για την μαμά της,
να την βυζαίνει αρχίζει ευθύς
κι η Μαριγώ, με την καλή καρδιά της,
είναι ευτυχής.
Μα ένας χωριάτης που απ’ εκεί περνάει,
βρίσκει το θέαμα συναρπαστικό,
στο χωριό όλα τα μαρτυράει,
και γι αυτό…
Σαν το μπούστο η Μαρ’γώ ξεκουμπώνει,
για να δώσει στη γάτα τροφή,
κάθε μάγκας στο χωριό ξεσαλώνει
κι είναι εκεί και κεί κατασκηνώνει
κι ειν’ εκεί, και θα μείνει εκεί.
Κι η Μαρ’γώ, απλή και μυαλωμένη,
υποθέτει πως κοιτούν το γατί,
καθώς οι αρσενικοί μαζεμένοι
είναι εκεί , όλοι συγκεντρωμένοι,
είναι εκεί και θα μείνουν εκεί.
*
Ως κι οι δάσκαλοι κι οι μαθητές τους
και του δήμου το προσωπικό
εγκατέλειψαν τις δουλειές τους
για να δουν αυτό.
Και ας πούμε πως κι ο ταχυδρόμος
δεν εμοίραζε γράμματα πια,
δεν νοιαζότανε κανένας, όμως,
για όλα αυτά.
Κι ο Θεός ας τα συγχωρέσει,
τα παπαδάκια, που προσευχή
και κατήχηση αφήναν στη μέση
για να πάνε εκεί.
Και ακόμη κι οι χωροφυλάκοι,
συμμαζεμένοι συνήθως πολύ,
κρυφοκοίταζαν με το ένα μάτι
της Μαριγώς το γατί.
Σαν το μπούστο η Μαρ’γώ ξεκουμπώνει
για να δώσει στη γάτα τροφή,
κάθε μάγκας στο χωριό ξεσαλώνει
κι είναι εκεί ρίκι κίκι ρίκι,
κι ειν’ εκεί κίκι ρίκι κί.
Κι η Μαρ’γώ, απλή και μυαλωμένη,
υποθέτει πως κοιτούν το γατί,
καθώς οι αρσενικοί μαζεμένοι
είναι εκεί, ρίκι κίκι ρίκι,
είναι εκεί κίκι ρίκι κί.
*
Μα του χωριού οι γυναίκες οι άλλες,
χωρίς άντρα, χωρίς εραστή,
συσσωρεύανε ως τις προάλλες,
την οργή.
Και στη μέθη, μετά, της μανίας,
με μπαστούνια και φούρκα πολλή,
θυσιάσανε στο βωμό της ζήλιας,
το γατί.
Η βοσκοπούλα, είναι αλήθεια,
αφού έκλαψε πρώτα πολύ,
σε έναν σύζυγο από δω και πέρα,
θα αφιερωθεί.
Από τότε πέρασαν χρόνια,
πολλά απ’ αυτά έχουν πια ξεχαστεί…
Μόνο κάποιος παππούς στα εγγόνια
ίσως εξιστορεί:
Σαν το μπούστο η Μαρ’γώ ξεκουμπώνει
για να δώσει στη γάτα τροφή,
κάθε μάγκας στο χωριό ξεσαλώνει,
κι είναι εκεί και κεί κατασκηνώνει
κι ειν’ εκεί και θα μείνει εκεί.
Κι η Μαρ’γώ απλή και μυαλωμένη,
υποθέτει πως κοιτούν το γατί,
καθώς οι αρσενικοί μαζεμένοι,
είναι εκεί , όλοι συγκεντρωμένοι
είναι εκεί και θα μείνουν εκεί,
είναι εκεί μαζεμένοι και θα μείνουν ακόμη εκεί!
Σήμερα, Καθαρή Δευτέρα, μια έμμετρη, χαριτωμένη, βουκολική, χιλιοτραγουδισμένη ιστοριούλα του Μπρασένς που σας μετέφρασα / απέδωσα / προσάρμοσα / άλλο ….(διαλέγετε).
Πρώτα με τον τροβαδούρο
Εδώ μια «δημοτική» ανάγνωση στα ελληνικά
Μια αφρικανική εκδοχή
Στα ρωσικά
Από τους ¨Ο Μπρασένς ποτέ δεν πεθαίνει¨
Margonton la jeune bergère
Trouvant dans l’herbe un petit chat
Qui venait de perdre sa mère
L’adopta
Elle entrouvre sa collerette
Et le couche contre son sein
C’était tout c’quelle avait pauvrette
Comm’ coussin
Le chat la prenant pour sa mère
Se mit à téter tout de go
Emue, Margot le laissa faire
Brav’ Margot
Un croquant passant à la ronde
Trouvant le tableau peu commun
S’en alla le dire à tout l’monde
Et le lendemain
[Refrain] :
Quand Margot dégrafait son corsage
Pour donner la gougoutte à son chat
Tous les gars, tous les gars du village
Etaient là, la la la la la la
Etaient là, la la la la la
Et Margot qu’était simple et très sage
Présumait qu’c’était pour voir son chat
Qu’tous les gars, tous les gars du village
Etaient là, la la la la la la
Etaient là, la la la la la
L’maître d’école et ses potaches
Le mair’, le bedeau, le bougnat
Négligeaient carrément leur tâche
Pour voir ça
Le facteur d’ordinair’ si preste
Pour voir ça, n’distribuait plus
Les lettres que personne au reste
N’aurait lues
Pour voir ça, Dieu le leur pardonne
Les enfants de cœur au milieu
Du Saint Sacrifice abandonnent
Le saint lieu
Les gendarmes, mêm’ les gendarmes
Qui sont par natur’ si ballots
Se laissaient toucher par les charmes
Du joli tableau
[Refrain]
Mais les autr’s femmes de la commune
Privées d’leurs époux, d’leurs galants
Accumulèrent la rancune
Patiemment
Puis un jour ivres de colère
Elles s’armèrent de bâtons
Et farouches elles immolèrent
Le chaton
La bergère après bien des larmes
Pour s’consoler prit un mari
Et ne dévoila plus ses charmes
Que pour lui
Le temps passa sur les mémoires
On oublia l’évènement
Seul des vieux racontent encore
A leurs p’tits enfants
[Refrain]
Posted in Μπρασένς στα ελληνικά ΙΙΙ | Με ετικέτα: Brassens, Απόδοση, Βοσκοπούλα, Βουκολικό, Γάτα, Λόγια τραγουδιών, Μπρασένς, Μαριγώ, Μετάφραση, Χιούμορ | 1 Comment »
Posted by vnottas στο 20 Δεκεμβρίου, 2012
Πατέρα που βρίσκεσαι στους ουρανούς,
μείνε εκεί.
Eμείς θα μείνουμε εδώ, στη Γη
που μερικές φορές είναι τόσο χαριτωμένη…
Όταν θα πάρω αέρα στο κρανίο
και τα οστά μου θα χουν πρασινίσει,
αν πουν ότι χασκογελώ για κάποιο αστείο
θα’ν’ ένα ψέμα (…που
δεν θα με αναστήσει!).
Διότι δεν θα ’ν’ εκεί
του σώματός μου η σάρκα,
που ευθύς, στο τάκα τάκα,
κάτι αχρείοι λιμασμένοι ποντικοί
θα ’χουν καταβροχθίσει.
Κι εγώ δηλώνω πως, χωρίς, δεν κάνω:
Τα αμελέτητά μου,
τα πόδια, τα κανιά, τα γόνατά μου,
τα μπούτια μου, και βέβαια τον κώλο,
όπου καθόμουν πάνω.
Τα έντερα, τ’ αγγεία, τα μαλλιά μου
τα μάτια τα γλαρά μου
τη γλώσσα, τα σαγόνια που μασούσα
και σας περιγελούσα
Τη μύτη μου την κομπορρημονούσα,
τη ράχη, τη καρδιά μου, το συκώτι.
Όλα φθαρτά, μα θαυμαστά!
Κι ας μην ξεχνάμε ότι
χάρη σ’ αυτά μπορούσα
να εκτιμώ δεόντως:
Τις δούκισσες, τους δούκες,
κάτι τζιτζιφιόγκους με περούκες,
τις πάπισσες, τους πάπες, τους αβάδες, τις αγίες
και προ όλων αυτών,
ας μη ξεχνώ,
τους (συναδέλφους) επαγγελματίες
Κι έπειτα πια μυαλό δε θα ’χω,
ούτε σταλιά απ’ τη φαιά ουσία,
με φώσφορο επαρκή για να προβλέπω
τι μπορεί να ’χει πλέον σημασία,
καθώς τα κόκαλά μου
θα ’ν’ πια πρασινισμένα
και του κρανίου τα οστά
καλά αερισμένα…
Αχ πως μισώ, τα γηρατειά,
να τυραγνούν κι εμένα!
Πρόκειται για ένα τραγούδι του Μπορίς Βιάν, εδώ ερμηνευμένο από τον Σερζ Ρεζιανί. Στην αρχή εν είδη προμετωπίδας ο Βιάν έχει παρεμβάλει τις πρώτες αράδες από το ποίημα του Πρεβέρ ¨
PATER NOSTER
¨ (ένα όμορφο ποίημα που θα το δούμε χώρια). Αυτή τη φορά είπα να μη ζορίσω πολύ την προσαρμογή και έτσι προέκυψαν μερικοί παραπανίσιοι στίχοι. Ελπίζω ότι το πνεύμα παραμένει, όσο το δυνατό, κοντά στο πρωτότυπο.
Εδώ το τραγούδι του Μπορίς Βιάν
Εδώ η προσαρμογή στην ελληνική γλώσσα που σας έφτιαξα
Quand j’aurai du vent dans mon crâne
Quand j’aurai du vert sur mes osses
P’tet qu’on croira que je ricane
Mais ça sera une impression fosse
Car il me manquera
Mon élément plastique
Plastique tique tique
Qu’auront bouffé les rats
Ma paire de bidules
Mes mollets mes rotules
Mes cuisses et mon cule
Sur quoi je m’asseyois
Mes cheveux mes fistules
Mes jolis yeux cérules
Mes couvre-mandibules
Dont je vous pourléchois
Mon nez considérable
Mon coeur mon foie mon râble
Tous ces riens admirables
Qui m’ont fait apprécier
Des ducs et des duchesses
Des papes des papesses
Des abbés des ânesses
Et des gens du métier
Et puis je n’aurai plus
Ce phosphore un peu mou
Cerveau qui me servit
A me prévoir sans vie
Les osses tout verts, le crâne venteux
Ah comme j’ai mal de devenir vieux.
Posted in Μπορίς Βιάν στα ελληνικά, ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ - ΣΤΙΧΟΙ | Με ετικέτα: Boris Vian, Απόδοση, Ζωή, Λόγια τραγουδιών, Μπορίς Βιάν στα ελληνικά, Ποίηση, Στίχοι, Τραγούδι, Χιούμορ | Leave a Comment »
Posted by vnottas στο 24 Σεπτεμβρίου, 2012
Το λέει στο ομώνυμο τραγούδι του ο Μπρασένς. Και εάν εγώ, προσπαθώντας να το αποδώσω στην πολυσύλλαβη ελληνική γλώσσα, έκανα μια μικρή έκπτωση πέντε τοις εκατό, είναι καθαρά και μόνο για λόγους μετρικούς.
Εκείνες που κατέχουνε τα κόλπα
και του έρωτα χειρίζονται τα όπλα,
που μας προκαλούν του πάθους τόσες εμπλοκές…
προκύπτουνε συναισθηματικές!
Νομίζεις πως τις ρίχνεις με καντάδες,
λουλούδια, ραβασάκια, κουτουράδες,
σαμπάνιες και εγκλήματα και τέτοια άλλα πολλά
Λες πως ενθουσιάζονται, αλλά…
Επωδός
Στις εκατό, τις ενενήντα φορές
τις ενοχλούμε όταν τους κάνουμε σεξ
τι και αν το δέχονται ή (συνήθως) το αρνούνται
τα οπίσθιά τους πάντα δεν φωταγωγούνται!
Κι ας διαφωνούνε οι φουκαράδες
που αύριο θα είναι κερατάδες,
την ώρα που η σάρκα μιλά
να που εκείνη τη μάσκα φορά
μα αν η καρδιά της δεν χτυπά με ορμή,
τι να σου κάνει το (δόλιο) κορμί…
Μόνο αν τρυφεράδα εκείνη νοιώθει,
τότε θ’ ανθίσουν όλοι της οι πόθοι,
αλλιώς φιλιά και χάδια μπορεί και να δεχτεί,
αλλά κρυφά θα δυσανασχετεί.
Εκτός κι αν της αρέσει η τυραννία
ή σου ’τυχε νυμφομανής χρονία,
μα τότε θα πληρώσουν όλοι οι αρσενικοί
που θα βρεθούν εκεί…
«Ακόμη…» κι αν ψιθυρίζει, «θέλω κι άλλο!»
τάχα μαζί σου ζει πάθος μεγάλο,
είν’ μόνο από οίκτο, γιατί οι άγγελοι γελούν
ακόμη κι όταν δεν το εννοούν!
Και όλα αυτά γιατί ο εραστής της
να μοιάζει πρέπει ο κατακτητής της,
ο κόκορας, ο βλαξ που ’ναι σ’ αυτήν σκαρφαλωμένος
μην (τυχόν) νοιώσει μειωμένος
Μα απ’ την αλήθεια απέχουν παρασάγγες
όσα διαδίδουν κάτι τζάμπα μάγκες,
πως είσαι τάχα αδέξιος, σου λείπει η εμπειρία,
γι αυτό εκείνη δείχνει ψυχραιμία.
Ίσως, μα οι επιθέσεις κι αν βαραίνουν
των «πηδηχταράδων» που επιμένουν,
Κυρίες μου, απολαύστε, σε θέση ύπτια σας αφήνω
και δώρο το τραγούδι αυτό σας δίνω….
Επωδός
Στις εκατό, τις ενενήντα φορές
τις ενοχλούμε όταν τους κάνουμε σεξ
τι και αν το δέχονται ή (συνήθως) το αρνούνται
τα οπίσθιά τους πάντα δεν φωταγωγούνται!
Κι ας διαφωνούνε οι φουκαράδες
που αύριο θα είναι κερατάδες,
την ώρα που η σάρκα μιλά
να που εκείνη τη μάσκα φορά,
μα αν η καρδιά της δεν χτυπά με ορμή,
τι να σου κάνει το (έρμο) κορμί;
Quatre vingt quinze pour cent – Brassens
Ακόμη μία ερμηνεία
Ανάγνωση της προσαρμογής στα Ελληνικά που σας έφτιαξα
La femme qui possède tout en elle
Pour donner le goût des fêtes charnelles
La femme qui suscite en nous tant de passion brutale
La femme est avant tout sentimentale
Mais dans la main les longues promenades
Les fleurs, les billets doux, les sérénades
Les crimes, les folies que pour ses beaux yeux l’on commet
La transporte, mais…