Δεν χρειάζεται να του κάνω προκαταρκτική ενημέρωση για τα όσα έχουν συμβεί, γιατί ο ιερωμένος παίρνει πρώτος το λόγο και μου λέει σε κατανοητά ελληνικά ότι γνωρίζει τα σχετικά με την χθεσινή απόπειρα, ότι την καταδικάζει απερίφραστα και ότι έχει ήδη ζητήσει τη συμβολή των θεών του στην ταχεία ίαση του Καλλισθένη.
Ο Νικίας βλέποντας ότι δε θα χρειαστεί η μεταφραστική του βοήθεια ανασηκώνεται, αλλά του κάνω νόημα να παραμείνει. Θεωρώ ότι υπάρχει πάντα η περίπτωση να υπάρξουν προβλήματα γλωσσικής κατανόησης. Μετά απευθύνομαι στον Αρχιερέα.
Ένα χαμόγελο τέμνει οριζόντια το επίμηκες πρόσωπό του αποκαλύπτοντας δύο ευμεγέθεις κονικλοειδείς κοπτήρες.
«Ως Πέρσης», μου απαντά, «θεωρώ περιττό να προσθέσω οτιδήποτε στα όσα είναι αυτονόητα. Μια επιθετική ενέργεια ενάντια στις ισχυρές και μέχρι στιγμής αήττητες δυνάμεις των εισβολέων είναι αναμενόμενη και, απ’ ότι ξέρω, σύμφωνη με τη θέληση όλων των Θεών του πολέμου, συμπεριλαμβάνοντας και τον δικό σας τον Άρη. Ανάλογες ενέργειες αντίστασης θα κάνατε κι εσείς, ή μάλλον έχετε ήδη κάνει στο παρελθόν και μάλιστα με αξιοσημείωτη επιτυχία. Δεν έχω να προσθέσω τίποτα άλλο μια που αγνοώ οτιδήποτε αφορά το συγκεκριμένο περιστατικό.
Σκέφτομαι ότι ο Αζάρης θέλει να διατυπώσει με τρόπο λογικό, αυτά που η Σισύγαμβρη έχει συλλάβει από ένστικτο. Δηλαδή πως ο συμβιβασμός του Αλέξανδρου με τον Δαρείο -επικυρωμένος αν είναι δυνατό και από έναν δυναστικό γάμο- και η συνεπακόλουθη μοιρασιά της αυτοκρατορίας, θα μπορούσε να είναι, εν τέλει, η καλύτερη λύση.
«Έρχεστε από μακριά, αν και τα ήθη σας δεν μας είναι άγνωστα. Ορισμένες από τις πόλεις σας θα έλεγα ότι ¨κοσμούσαν¨ μέχρι πρόσφατα την αυτοκρατορία των Αχαιμενιδών. Κάποιες απ’ αυτές, όπως την Μίλητο για παράδειγμα, τις γνώρισα όταν ήμουν νέος και πρέπει να πω ότι τις θαυμάζω για τη ζωτικότητά τους. Θα σου εξομολογηθώ ότι, ήδη από τότε, φοβόμουν ότι αν οι πόλεις των Γιουνάν ομονοήσουν και στραφούν προς ανατολάς, η Αυτοκρατορία θα κινδύνευε. Δυστυχώς για εμάς, οι φόβοι μου επαληθεύτηκαν.
Ο Αζάρης με κοιτάζει με βλέμμα εξεταστικό και έντονο.
«Όχι μόνον αυτό», υπερθεματίζει.
«Δηλαδή για να αποφευχθούν οι μαζικοί σκοτωμοί, για να επέλθει η ομόνοια μεταξύ των λαών μας και για να δημιουργηθεί μια κοινή μελλοντική Ιστορία, δεν αρκεί να τα βρουν μεταξύ τους οι στρατηλάτες».
Τώρα ναι, αρχίζω να καταλαβαίνω καλύτερα που το πάει ο Αζάρης.
«Νομίζεις, Μεγάλε Αρχιερέα, ότι οι δικοί σας θεοί θα είχαν αντίρρηση σε μια συμφωνία ανάμεσα σε Έλληνες και Πέρσες;»
«Δεν το νομίζω, αλλά σε κάθε περίπτωση εδώ είμαστε και μπορούμε να κάνουμε επίκληση στην ευμένεια και την κατανόηση τους. Ελπίζω να γίνομαι κατανοητός». Σιωπά πάλι για λίγο και μετά επανέρχεται. «Όμως δεν ξέρω πως θα το πάρουν οι δικοί σας Θεοί. Όπως δεν ξέρω ποιος είναι ο πιο έγκυρος μεσολαβητής με τους Θεούς σας».
Αν ο Καλλισθένης δεν μου είχε μιλήσει -συχνά θα έλεγα- για τους τρόπους με τους οποίους οι ανατολίτες ιερείς ανακατεύονται και διεκδικούν ένα τμήμα της εξουσίας, ομολογώ ότι θα είχα μείνει ενεός με τον τρόπο που τούτος εδώ συλλογιέται.
«Ο Αρίστανδρος από την Τελμησσό» του απαντώ, «ο ιερέας που συμβουλεύει τον άνακτα, είναι ένας ικανός μάντης και το έχει αποδείξει σε πολλές περιπτώσεις. Οι συμβουλές του θεωρούνται πάντα πολύτιμες, αλλά, όπως συμβαίνει και με τους λοιπούς μάντεις, αμφισβητούνται μόνο σε μία περίπτωση: εάν συμβεί να συγκρουστούν με αυτά που υπαγορεύει μια άλλη θεότητα, που δε διαθέτει ναούς και βωμούς θυσιών, η οποία όμως είναι όλο και πιο σημαντική για τους Έλληνες, όπως ίσως γνωρίζεις από την περίοδο που έζησες στην Ιωνία. Η θεότητα αυτή, που αποκαλείται Λόγος ή Λογική, μπορεί να μην έχει ιερείς, υποστηρίζεται όμως από ανθρώπους αποδεδειγμένης σοφίας, καθώς και από πειστικούς ρήτορες. Ο Αριστοτέλης ο δάσκαλος του Αλέξανδρου είναι ένας από εκείνους που διερευνούν τους νόμους που υπαγορεύει ο Λόγος».
Ο Αζάρης κάνει μια μικρή κίνηση δυσανασχέτησης, αλλά ¨τσιμπάει¨.
«Αυτά που μου λες μπορεί να ισχύουν για ορισμένους από σας. Κυρίως για τους Αθηναίους και τους οπαδούς τους. Όμως αγαπητέ μου, ο καιρός των Αθηναίων έχει περάσει. Ξέρουμε ότι ηττήθηκαν στους εσωτερικούς πολέμους της Ελλάδας, όπως εξ άλλου εξαντλήθηκαν και οι φονταμενταλιστές Λακεδαιμόνιοι. Και εγώ σε ερωτώ: οι Μακεδόνες που σήμερα ηγούνται σ’ αυτή την προσπάθεια οικουμενικής εξάπλωσης των Ελλήνων, διαθέτουν πειθώ και χειριστές πειθούς, έτσι ώστε να ελπίζουν να πείσουν τις μάζες των Ασιατών και να γίνουν αποδεκτοί ως μία νέα ηγετική τάξη στις χώρες της Ανατολής; Δεν διστάζω να σου πω ότι, από αυτά που είμαι σε θέση να παρατηρήσω, η άποψή μου είναι αρνητική. Δεν διαθέτετε έναν τέτοιο εργαλείο.
Ξέρω ότι σας διευκόλυναν να καταλάβετε την Βαβυλώνα, ξέρω επίσης ότι πήραν τα πρώτα ανταλλάγματα. Οι Μακεδόνες τους επέτρεψαν να ξαναλειτουργήσουν ορισμένους ναούς που εμείς είχαμε κλείσει, και να ιδρύσουν νέους. Ξέρω επίσης ότι σας προτείνουν, – διακριτικά γιατί δε θέλουν να γίνει γνωστό το ύψος του πλούτου που έχουν ακόμη στα χέρια τους- τη συμβολή τους στη χρηματοδότηση της εκστρατείας. Σχετικά με αυτό, ένα έχω να πω: Αν δεν είστε εξαιρετικά προσεκτικοί θα διαβρωθείτε χωρίς καν να το αντιληφθείτε».
Ρίχνω μια ματιά στον Νικία δίπλα μου και με κοιτάζει κι αυτός. Το βλέμμα του εμπεριέχει ερωτηματικά και αρκετή δόση έκπληξης…
«Αλλιώς είναι πολύ πιθανές οι ακόλουθες εξελίξεις: Εσείς, δεδομένου ότι δεν διαθέτετε ένα οργανωμένο ιερατείο, και επί πλέον αγνοείτε τα τοπικά ήθη και την τοπική νοοτροπία, θα αναγκαστείτε να αποδεχτείτε την στήριξη των Μάγων της Βαβυλώνας, (εσείς τους αποκαλείτε έτσι, αν και δεν έχουν καμιά σχέση με τους παλιούς Μάγους των Μήδων ή τους δικούς μας Μάγους του ήπιου Ζωροαστρισμού) Αυτούς που είμαι σίγουρος ότι ήδη προσπαθούν να σας πείσουν ότι γνωρίζουν καλύτερα τους λαούς της εύφορης πεδιάδας. Έτσι θα τους παραδώσετε, αμαχητί, την σημαντική εξουσία της πειθούς. Μη ξεχνάτε, όμως, ότι είναι ισχυρότεροι από ότι φαντάζεστε και ότι ξέρουν να διακινούν, μαζί με τη λατρεία των θεών τους, αφανή μεν, αλλά πραγματικό πλούτο. Επομένως θα είναι επικίνδυνοι για σας, ακόμη και αν δεχτούν να θεοποιήσουν τον βασιλιά σας∙ ίσως μάλιστα σε αυτή την περίπτωση να αποδειχτούν ακόμα περισσότερο επίφοβοι, γιατί θα ζητήσουν να αναλάβουν οι ίδιοι τα τελετουργικά της λατρείας και μαζί όλα τα σχετικά προνόμια».
«Εμείς θα βρεθούμε υποχρεωμένοι να κάνουμε παραχωρήσεις προς ορισμένες ομάδες φανατικών που επιθυμούν την εφαρμογή μιας ακραίας εκδοχής της διδασκαλίας του προφήτη Ζαρατούστρα και οι οποίοι έχουν ενισχυθεί έντονα τον τελευταίο καιρό. Κατηγορούν το ιερατείο για υπερβολική ανοχή απέναντι στις άλλες θεότητες και τους ηγεμόνες για πολιτική υποχωρητικότητα απέναντι στους μη Πέρσες, καθώς και αναποτελεσματική αντίσταση στην επέλαση των Ελλήνων. Διακατέχονται από υπερβολική επιθυμία να προσδιορίζουν κάθε φορά και με κάθε ευκαιρία το ¨καλό¨ που πρέπει να προστατευτεί και το ¨κακό¨ που πρέπει να πολεμηθεί. Να σκεφτείς ότι απεχθάνονται τους ναούς και ότι προτιμούν να ιερουργούν στην ύπαιθρο και να αφήνουν τους νεκρούς στο έλεος των όρνεων, παρά να τους θάβουν. Αν επικρατήσουν δεν θα έχουμε προβλήματα μόνο εμείς, αλλά και εσείς».
Καθόμαστε στα τραπέζια των αξιωματικών και ενώ περιμένουμε τους υπηρέτες να μας φέρουν τους δίσκους που παραγγέλλουμε, προσπαθώ να συνοψίσω τα αποτελέσματα από τις πρώτες αυτές επαφές. Το πρώτο μου συμπέρασμα είναι μάλλον απαλλακτικό για τους δύο πρωινούς μου συνομιλητές. Σίγουρα έχουν συγκεκριμένες επιδιώξεις και πιθανότατα ενεργούν παρασκηνιακά για να τις υλοποιήσουν, αλλά αν τα όσα διηγούνται είναι αληθινά (και δε βλέπω γιατί να μην είναι) δεν έχουν λόγο να είναι αναμεμιγμένοι στη χθεσινή απόπειρα. Η βασιλομήτωρ επιθυμεί την ευόδωση μιας συνεννόησης ανάμεσα στο Δαρείο και τον Αλέξανδρο, και η ανάμιξή της σε κάθε ενέργεια που οξύνει το κλίμα στα ανάκτορα δυσχεραίνει την υλοποίηση αυτής της επιθυμίας.
Οι απόψεις του μου φάνηκαν ενδιαφέρουσες, μια που εξαρτώνται από εντάσεις που δεν δίστασε να μου περιγράψει: φαίνεται ότι στο χώρο των ιερέων υπάρχει μια διπλή έντονη ρήξη. Αφενός ανάμεσα στο αυτοκρατορικό ιρανικό ιερατείο και το ντόπιο ιερατείο που καθοδηγείται από τους μάγους της Βαβυλώνας και αφετέρου ανάμεσα στους ιερείς της επίσημης θρησκείας και κάποιων ζηλωτών που επιζητούν την κάθαρση της ¨λατρείας του πυρός¨ από τις ¨μαλθακές¨ αυτοκρατορικές αντιλήψεις, την επιστροφή στην αρχική της καθαρότητα και , γιατί όχι, στην αρχική της επιθετικότητα.
Μα τον Δία (ποιον άλλο;) δεν βλέπω την ώρα να συζητήσω όλα αυτά με τον Καλλισθένη, του οποίου οι αναλύσεις σχετικά με την σημασία της ¨εξουσίας της πειθούς¨ ακόμη μια φορά επαληθεύονται. Αλλά πρέπει ακόμη να δω τον ντόπιο Σατράπη.
«Ας ελπίσουμε» λέω στον Νικία ανυψώνοντας με ευχητήριο τρόπο το ποτήρι μου, «ότι από τον Αβουλίτη θα εκμαιεύσουμε πιο συγκεκριμένα πράγματα».
«Είθε!» μου απαντάει.
Κεφάλαιο έβδομο.
Πίσω στην πλατεία των παιγνίων όπου ο Ευρυμέδοντας αποχαιρετά τον Παλαμήδη, …ενώ δύο (αχτύπητοι) αυτοσχέδιοι ανιχνευτές παρακολουθούν τον Άρπαλο

Ό ήλιος έχει ήδη σκαρφαλώσει ψηλά στον ουρανό των Σούσων, η θερμοκρασία έχει γίνει πλέον ευχάριστη, ενώ στο πλάτωμα μπροστά από το περιστύλιο κυκλοφορεί τώρα πολύς κόσμος. Μετά την εσπευσμένη αναχώρηση του Οινοκράτη και του Χοντρόη, το Πουλχερίδιο έχει ζητήσει την άδεια να κάνει μια μικρή βόλτα και να χαζέψει την Αγορά εκεί απέξω. Στο κυλικείο έχουν μείνει να κουβεντιάζουν ο Ευρυμέδοντας και ο Παλαμήδης
Οι φόβοι και οι ανησυχίες του τραυματία στρατιωτικού έχουν προκαλέσει το ενδιαφέρον του νεαρού Θεσσαλού ιππέα. Η αφήγησή του Αθηναίου δεν ακούγεται παράλογη και συμπίπτει με ορισμένα πράγματα που και ο ίδιος έχει παρατηρήσει κατά καιρούς, χωρίς όμως να συνειδητοποιεί τη σοβαρότητά τους. Ναι, ίσως ο Παλαμήδης έχει δίκιο. Πολύς τζόγος, πολλοί τοκογλύφοι. Ίσως η γοργή εξέλιξη των γεγονότων, η ασταμάτητη προέλαση, οι συνεχείς νίκες, να έχουν ως παρενέργεια το να αγνοηθούν κάποιες δυσάρεστες καταστάσεις που βιώνουν οι οπλίτες ή, έστω, ορισμένες ανησυχητικές ενδείξεις για προβλήματα στο προσεχές μέλλον. Και είναι αναμενόμενο αυτές οι παράπλευρες ¨πληγές¨ να είναι περισσότερο ορατές στη βάση, παρά στο στενό κύκλο των στρατηλατών. Σκέφτεται ότι πρέπει να μιλήσει γι όλα αυτά στον Εύελπι, ίσως και να συντάξει μια κανονική αναφορά προς την ηγεσία της ομάδας, τον Ευμένη ή τον Καλλισθένη… Η επίβλεψη του ηθικού των οπλιτών και τα τυχόν προβλήματα που αναφύονται στη βάση, είναι ανάμεσα στα καθήκοντα της υπηρεσίας του. Αλλά όχι, καλλίτερα να το συζητήσει πρώτα με τον συνομήλικό του Μεγαρέα.
Όπως και να ‘χει, τώρα αισθάνεται πως πρέπει να εκφράσει τη συμπάθειά του προς τον Παλαμήδη.

«Όσα κι αν είναι τα προβλήματα που ταλανίζουν την εκστρατεία, εσύ Παλαμήδη θα μπορούσαμε να πούμε ότι είσαι τυχερός, έτσι δεν είναι; Τραυματίας στο πεδίο της μάχης, επιστρέφεις στην σημαντικότερη πόλη του ελληνισμού νικητής, τιμημένος από τον αρχηγό, τον βασιλιά των Μακεδόνων. Ο Αλέξανδρος είναι γενναιόδωρος με όσους τερματίζουν την αποστολή τους είτε είναι Μακεδόνες είτε λοιποί Έλληνες…»
«Δεν παραπονιέμαι, Θεσσαλέ. Κι αν το δεξί χέρι δε με υπακούει πια, προσπαθώ να ασκήσω το ευώνυμο. Ελπίζω να καταφέρω να υπερασπιστώ την ανταμοιβή μου κατά τη διάρκεια του ταξιδιού της επιστροφής».
«Έχεις συγγενείς που σε περιμένουν στην Αθήνα;»
«Έχω ένα γιο και μια κόρη. Η κόρη μου είναι παντρεμένη. Ο γιος μου ενηλικιώνεται φέτος και θα αρχίσει να συμμετέχει στις κληρώσεις για ορισμένα δημόσια αξιώματα. Χαίρομαι που θα είμαι κοντά του να τον βοηθήσω στα πρώτα του βήματα ως αθηναίο πολίτη. Πάντως…»
«Πάντως, τι;»
«Πάντως φαίνεται ότι και στο Άστυ υπάρχουν προβλήματα. Αλλά σίγουρα εσύ θα ξέρεις περισσότερα».
«Για την Αθήνα; Όχι. Οι σχέσεις φαίνονται ομαλές αυτή την περίοδο. Άλλωστε είναι γνωστό ότι ο Αλέξανδρος θαυμάζει την πόλη σας και έχει ήδη δείξει την ανεκτικότητα και τη μεγαθυμία του απέναντί της. Να μου πεις για τους Σπαρτιάτες, μάλιστα!».
«Κυκλοφορούν φήμες για την εμφάνιση σιτοδείας. Λέγεται ότι τα πλοία μας δυσκολεύονται να εξασφαλίσουν τον ανεφοδιασμό της πόλης σε σιτηρά και παράλληλα ότι πολλοί παλιοί σύμμαχοι έχουν σηκώσει κεφάλι εναντίον μας. Υπάρχει, λένε, πρόβλημα στις πόλεις που έχουν υιοθετήσει δημοκρατικά πολιτεύματα, γιατί οι ολιγαρχικοί συσπειρώνονται και απαιτούν αμνηστία και επιστροφή των εξόριστων».
«Όχι, ειλικρινά δεν έχω ακούσει τέτοιες φήμες. Πάντως μη δίνεις μεγάλη σημασία σε αυτά που κυκλοφορούν», λέει ο Ευρυμέδοντας και ανασηκώνεται. Έχει εντοπίσει την Πουλχερία απέναντι, να περιεργάζεται τα εμπορεύματα ενός πραγματευτή. Της κάνει νόημα να επιστρέψει. «Ιδιαίτερα αυτά που διαδίδονται ανάμεσα στους συνακολουθούντες», συνεχίζει. «Σε κάθε περίπτωση, όπου να ’ναι επιστρέφεις. Θα διαπιστώσεις μόνος σου τι τρέχει, κι επειδή είσαι Αθηναίος, θα έχεις το προνόμιο να συνεισφέρεις κι εσύ στις αποφάσεις για την αντιμετώπιση των προβλημάτων. Έτσι δεν είναι;» Ο Θεσσαλός απλώνει τα χέρια του και σφίγγει τα χέρια του Αθηναίου που έχει κι αυτός σηκωθεί όρθιος.
«Έτσι», απαντά εκείνος.
«Ας είσαι λοιπόν γερός Παλαμήδη κι ας είναι ούριοι οι άνεμοι του ταξιδιού σου».
«Να είσαι καλά νεαρέ Θεσσαλέ. Και η μικρή ας πει στη κυρά της να μην ανησυχεί. Η επιστολή της θα παραδοθεί οπωσδήποτε!»
***

Ο Οινοκράτης, ο οποίος δεν έχει απομακρυνθεί πολύ από την πλατεία με τα παιχνίδια, σκέφτεται ότι έκανε πολύ καλά που πήρε μαζί του το πουγκί με τα χρήματα των οικιακών εξόδων. Έτσι χάρη σε λίγες υποδιαιρέσεις του ντόπιου Δαρεικού (και σε μια μικρή δόση από το απαραίτητο παζάρεμα, η αποφυγή του οποίου, όπως έχει ήδη διαπιστώσει, σ’ αυτά εδώ τα μέρη θεωρείται προσβολή), μπόρεσε να προμηθευτεί δύο από εκείνα τα ολόσωμα ελαφρά και φαρδιά ιμάτια που συνηθίζουν να φοράνε οι γηγενείς, μαζί με δυο λευκά καλύμματα της κεφαλής και του αυχένα.
Αφού λοιπόν ο ίδιος και ο Χοντρόης παραλλάσσονται μέσα σ’ αυτές τις ανώνυμες τοπικές περιβολές και αφού εισπράξουν μια σειρά από θαυμαστικούς γαργαρισμούς του πωλητή (που υποθέτουν ότι αντιστοιχούν σε επαίνους για την κομψότητα της νέας τους εμφάνισης), επιστρέφουν στον αυτοσχέδιο κυνόδρομο, στήνονται στην άκρη της πίστας (όσο πιο μακριά μπορούν από τον Άρπαλο, αλλά χωρίς να πάψουν να τον επιτηρούν) και αρχίζουν να χειρονομούν και να επιφωνούν μιμούμενοι τους άλλους θεατές.
Στην πίστα, τα σκυλιά τρέχουν πίσω από ένα κομμάτι κρέας δεμένο σ’ ένα σκοινί, με τα αυτιά τους να ανεμίζουν και τα σάλια τους να τρέχουν, καθώς ένας γεροδεμένος δούλος στην άλλη άκρη του κυνόδρομου, στριφογυρίζει ένα είδος τροχαλία που μαζεύει το σκοινί και κάνει την μπριζόλα να τρέχει γρηγορότερα απ’ τα ζώα. Για την ώρα προηγείται ένας θηριώδης γαλατικός σκύλος, αλλά ξαφνικά, ένας μικρόσωμος μπάσταρδος με μια απρόσμενη επιτάχυνση περνάει μπροστά, και καθώς η κούρσα φτάνει στο τέλος της, καταφέρνει να μπήξει τα δοντάκια του στο γοργοπόδαρο κρέας.
¨Προφανώς ο κοπρίτης πεινάει πιο πολύ… αχ αυτή η πείνα!¨, σκέφτεται ο Οινοκράτης και σκέφτεται επίσης ότι ίσως πρέπει να στοιχηματίσει κι αυτός κάτι στον επόμενο γύρο∙ όμως, την ίδια στιγμή κόβει με την άκρη του αεικίνητου ματιού του τον ευκολομπούχτιστο Άρπαλο, προφανώς απογοητευμένο από την έκβαση του αγώνα, να κάνει νόημα στους δυο ακολούθους του ότι ήρθε η ώρα να την κάνουν για αλλού.
«Από πίσω τους, και διακριτικά…”, λέει στον στρογγυλό ασιάτη,

«Για κοίτα, αυτοί θα καταλήξουν στην ίδια ταβέρνα όπου τους συναντήσαμε χτες», παρατηρεί ο Οινοκράτης.
Πράγματι, οι τρεις Μακεδόνες περπατούν με τον ρυθμό που υπαγορεύει το αργό βήμα του Άρπαλου, κρατώντας τα άλογά τους από τα χαλινάρια και απολαμβάνοντας κατά τα φαινόμενα τον μεσημεριανό περίπατο, προς την γνωστή πλατεία με τα (βρώσιμα) περιστέρια, μπροστά στην Πύλη προς την Βαβυλώνα.
«Φαίνεται ότι το χτεσινό νταβαντούρι τους άρεσε!»
«Είτε, πόπερ τα μάλα πιπιθανότερον εστί, ουδέν μέμνηνται των πεπεπραγμένων την υστεραίαν. Άλλως τε, εν τη λήξει ξηροί εν κώμα καταπέπεσον», εικάζει ο Χοντρόης.
«Όπως και να ‘χει, καλό είναι να τους περιμένουμε εδώ απ’ έξω», αποφαίνεται ο Σικελός και παίρνει θέση σε ένα πεζούλι, που ο κορμός ενός τεράστιου φοινικόδεντρου κρύβει από τα μάτια όσων μπαινοβγαίνουν στο οινοποτείον ¨Η Ωραία Πατρίς¨.

Έχει ήδη περάσει αρκετή ώρα όταν ο (εν τέλει προνοητικός) Οινοκράτης ρίχνει μια περιστροφική ματιά στην πλατεία και λέει στον Ασιάτη: «Μη το κουνήσεις από ‘δω κι έχε τον νου σου στην πόρτα. Εγώ πάω να συνεννοηθώ με κείνους τους αγωγιάτες στην απέναντι γωνία. Σκέφτομαι ότι, τώρα που ο Άρπαλος και οι δικοί του θα βγουν απ’ την ταβέρνα φαγωμένοι και βαριοί, δεν θα συνεχίσουν πεζή. Επομένως ίσως να χρειαστούμε κι εμείς ένα αμάξι». Πράγματι απομακρύνεται και ύστερα από λίγο επιστρέφει μέσα σε ένα μόνιππο όχημα που κουμαντάρει ένας ντόπιος ηνίοχος. Σχεδόν την ίδια στιγμή οι τρεις μακεδόνες εμφανίζονται στην έξοδο της ταβέρνας ορατά δυσκίνητοι από την κατανάλωση των λιχουδιών του μαγαζιού και τελούντες εν ευθυμία. Ο (λόγω όγκου) εύκολα διακριτός Κάνθαρος κατευθύνεται στους παρακείμενους στάβλους και επιστρέφει με τα άλογα. Οι τρεις καβαλάνε με κάποια δυσκολία τα άτια και εγκαταλείπουν την πλατεία χωρίς ιδιαίτερη βιάση.
Καθώς ο Χοντρόης σκαρφαλώνει στο κάρο, ο Οινοκράτης δείχνει στον αμαξά τους ιππείς που απομακρύνονται, και του κάνει νόημα: «Ακολούθησε αυτούς τους εμπόρους», ενώ παράλληλα απευθύνεται στον ασιάτη: «Πες του το κι εσύ στα περσικά. Να κρατάει απόσταση, αλλά να μη τους χάσει απ’ τα μάτια του».
Ο ήλιος έχει πια πάρει για τα καλά την κατιούσα προς την μεγάλη πεδιάδα των δυο ποταμών, όταν οι τρεις καβαλάρηδες, ιππεύοντας χαλαρά και αστειευόμενοι μεγαλόφωνα μεταξύ τους -ιδιαίτερα όταν διασταυρώνονται με μια φάλαγγα αιχμαλώτων που οδηγείται (ποιος ξέρει που) από ένα άγημα πεζέταιρων- φτάνουν στο κάπως αλλόκοτο συγκρότημα των κτιρίων όπου φιλοξενείται ο Βαβυλώνιος Θεός Μαρντούκ. Κοιτώντας τον από την πλευρά του προαύλιου, ο κυρίως ναός υψώνεται πολυώροφος (κάθε όροφος τραβηγμένος προς τα πίσω σχετικά με τον από κάτω) και επιβλητικός∙ μαζί με τα λοιπά κτίσματά που τον πλαισιώνουν καταλαμβάνουν έναν ολόκληρο οικοδομικό κύκλο, αλλά οι τρεις γνωρίζουν πια τα κατατόπια και κατευθύνονται με σιγουριά προς μια παράπλευρη είσοδο, στα αριστερά της κύριας πύλης. Καθώς εξαφανίζονται πίσω της, στην άλλη άκρη του πλατώματος που ανοίγεται μπροστά στον ναό, έχει ήδη εμφανιστεί και σταματήσει η άμαξα με τους δύο παρακολουθητές.

Ο Οινοκράτης αφού πληρώσει και διώξει τον ηνίοχο, τραβάει τον στρογγυλό του σύντροφο (από την νεοαποκτημένη φαρδιά ρόμπα) για να κάνουν μια πρώτη αναγνωριστική περιφορά γύρω απ το σύμπλεγμα των κτισμάτων.
«Ξέρεις τι είναι εδώ;» τον ρωτάει καθώς περπατούν παράλληλα με τον ψηλό μαντρότοιχο που κρύβει το εσωτερικό του συγκροτήματος.
Ο Χοντρόης του απαντά ότι, ναι ξέρει, αλλά ότι θα προτιμούσε να μη ξέρει, γιατί εδώ είναι η έδρα των φοβερών και τρομερών ιερέων του Μαρδούκ, του Βαβυλώνιου θεού που το ιερό πυρ του Αχούρα Μάσδα δεν έχει ακόμη καταφέρει να τον εξαγνίσει, που πάει να πει να τον καταστρέψει και να τον εξαφανίσει οριστικά από το Πάνθεον της Ανατολής.
«Καλά», λέει συγκαταβατικά ο Σικελός. «Ας πάμε τώρα να βρούμε ένα κατάλληλο σημείο απ’ όπου να μπορούμε να δούμε αν μπαινοβγαίνουν εδώ κι άλλοι ενδιαφέροντες τύποι, εκτός από τους τρεις γνωστούς μας ¨εμπόρους¨.
Όταν είσαι δούλος μαθαίνεις να περιμένεις. Συνήθως χωρίς να ξέρεις ακριβώς τι. Ας πούμε, το να πάρει αποφάσεις το αφεντικό. Να περιμένεις με δική σου πρωτοβουλία είναι κάτι αλλιώτικο. Ίσως πιο συναρπαστικό, αλλά ίσως πάλι δεν είναι αυτή η καταλληλότερη λέξη. Πάντως, οι δύο πρόσφατοι ας-πούμε-φίλοι, περιμένουν τώρα πίσω από μια συστάδα διακοσμητικών θάμνων στην άκρη του πλατώματος χωρίς να δυσανασχετούν.
…Και, καθώς η νύχτα παίρνει να καλύπτει σιγά σιγά την Πόλη των Κρίνων, παρατηρούν ότι η κίνηση γύρω από τον ναό αρχίζει, απρόσμενα, να αυξάνεται. Από τα σκοτεινά πλέον γύρω στενά, εμφανίζονται και συρρέουν προς το πλάτωμα διάφοροι τύποι, κυρίως άνδρες, αλλά και γυναίκες, ποικίλης ηλικίας. Οι περισσότεροι είναι τυλιγμένοι σε φαρδιά άβαφα ιμάτια λίγο πολύ όμοια με εκείνα που τώρα καλύπτουν τον Οινοκράτη και τον Χοντρόη. Μάλιστα, καταφτάνουν και μερικοί μικροπωλητές, στις τάβλες των οποίων υπάρχουν κεριά, κεραμικά σύμβολα του βαβυλώνιου θεού, αλλά και φαγώσιμα προς σπονδή ή άμεση κατανάλωση, σημάδι ότι το τέμενος είναι απόψε ανοιχτό και δέχεται τους πιστούς. Πολλοί κοντοστέκονται στο πλάτωμα συζητώντας μεταξύ τους, αλλά ο κύριος όγκος κατευθύνεται προς την μνημειακή σκάλα της κεντρικής πύλης. Θα έλεγε κανείς ότι εδώ, απόψε, διεξάγεται κάποια τελετή, κάποια ¨λειτουργία¨, πολύ περισσότερο που σε λίγο από το εσωτερικό του ναού αρχίζουν να αναδύονται ήχοι παράταιρων ψαλμών.

Όμως, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, ο Οινοκράτης διαθέτει μάτι οξυδερκές και παρατηρητικό, και έτσι δεν του διαφεύγει ότι μερικοί επισκέπτες δεν κατευθύνονται τελικά προς την κύρια πύλη του τεμένους, αλλά ότι επωφελούνται από τον συνωστισμό που επικρατεί τώρα στο πλάτωμα, για να ¨τρυπώσουν¨ όσο πιο διακριτικά μπορούν σε εκείνη την ίδια παράπλευρη πύλη από όπου, προηγουμένως, είχαν μπει μέσα οι τρεις ψευτο-έμποροι.
Ο Οινοκράτης εστιάζει, όσο μπορεί, σε αυτήν τη δευτερεύουσα είσοδο και τους επισκέπτες της, χωρίς όμως να καταφέρει να βγάλει χρήσιμα συμπεράσματα για την ταυτότητά τους, μέχρις ότου, μια από τις σκιές που μπαίνουν εκεί τραβάει την προσοχή του. Μα ναι, αυτήν την κοντή καμπούρικη σκιά νομίζει ότι την αναγνωρίζει. Αν δεν πρόκειται για οφθαλμαπάτη οφειλόμενη στο χαμηλό φωτισμό των δαυλών της πύλης, η σκιά έχει φτυστό το περίγραμμα ενός ¨συναδέλφου¨. Ο Οινοκράτης ονομάζει ¨συναδέλφους¨ τους δούλους που, όπως και ο ίδιος, ασκούν ¨προχωρημένα¨ καθήκοντα, σαν, ας πούμε, του οικονόμου, ή του παιδαγωγού, ή του γραμματικού, και οι οποίοι έχουν συνήθως αισθητά βελτιωμένη μεταχείριση σε σχέση με τους υπόλοιπους. Αυτός εδώ είναι προσκολλημένος σε έναν αβδηρίτη σοφιστή, τον οποίον ακολουθεί κατά πόδας, καταγράφοντας τις σοφίες που εκείνος (επίτηδες ή κατά λάθος) εκφωνεί, ούτως ώστε να μην τις στερηθεί η αιωνιότητα. Επομένως, αν η σκιά αντιστοιχεί σε αυτόν τον ¨συνάδελφο¨ (όσο κι αν ένας βαβυλωνιακός ναός δεν είναι το πιο προσιδιάζον μέρος για κάτι τέτοιο) κάπου εκεί πρέπει να βρίσκεται και το αφεντικό του, ο Ανάξαρχος ο Αβδηρίτης.
«Ξέρεις τι θα κάνουμε τώρα σύντροφε;» γυρίζει και ρωτάει τον Χοντρόη.
Εκείνος του απαντάει ότι ξέρει. Θα πάνε να φάνε κάτι τι, γιατί δεν έχουν βάλει τίποτα στο στόμα τους μετά τα πρωινά κεράσματα του Παλαμήδη. Και προσφέρεται να πάει να αγοράσει κανα φαγώσιμο από τους μικροπωλητές έξω από τον ναό.
«Θα πάμε να προσκυνήσουμε!» διευκρινίζει ο Σικελός. «Αλλά αφού επιμένεις, πάρε λίγους οβολούς και άντε πρώτα να φέρεις μερικές πίτες από τα καροτσάκια».

Posted by vnottas στο 6 Ιανουαρίου, 2016
Κεφάλαιο όγδοο. Ακρόπολη των Σούσων
Όπου ο σατράπης της Σουσιανής κάνει διαφωτιστικές εκμυστηρεύσεις

Οι διοικητικές υπηρεσίες της Σατραπείας της Σουσιανής βρίσκονται ως επί το πλείστον στο επίπεδο, κάτω τμήμα της πόλης, ωστόσο, ο ίδιος ο σατράπης κατοικεί σε ένα μέγαρο προσαρτημένο στο συγκρότημα των βασιλικών ανακτόρων, πάνω στην υπερυψωμένη Ακρόπολη. Εκεί κατευθύνομαι τώρα συνοδευόμενος πάντα από τον Νικία, τον λόγιο που γνωρίζει καλά την περσική γλώσσα.
Ο Αβουλίτης, όπως και οι άλλοι σημερινοί συνομιλητές μου, έχει ειδοποιηθεί για την επικείμενη επίσκεψη ενός εκπροσώπου της ελληνικής διοίκησης και περιμένει ήδη στην αίθουσα υποδοχής του κτιρίου, πλαισιωμένος από δύο εντυπωσιακά στολισμένους άντρες της προσωπικής του φρουράς. Ωστόσο δείχνει να παραξενεύεται, αν όχι να δυσανασχετεί (και τα ήδη σμιχτά μαυριδερά του φρύδια συνοφρυώνονται ακόμη περισσότερο), όταν διαπιστώνει ότι ο επισκέπτης του δεν είναι ο φρούραρχος Μάζαρος ή ο πολιούχος Αρχέλαος, αλλά ένας από τους συνεργάτες του λόγιου Καλλισθένη, αυτού που ο πέρσης πρέπει να θεωρεί ως έναν ισχυρό μεν, αλλά και σκοτεινό παράγοντα, με αρμοδιότητες κάπως ασαφείς. Επί πλέον το γεγονός ότι εμφανίζομαι με κάποια ενοχλητική καθυστέρηση, ενισχύει τον έκδηλο εκνευρισμό του.
Εγώ δεν είχα μέχρι τώρα την ευκαιρία να γνωρίσω από κοντά τον ευπροσάρμοστο τέως αξιωματούχο του Δαρείου. Έχω όμως ακούσει τον Καλλισθένη να λέει πως ο Αβουλίτης αποτελεί την προσωποποίηση μιας από τις αιτίες της παρακμής της περσικής αυτοκρατορίας: την στελέχωσή της με ανθρώπους προσκολλημένους στην εξουσία, όχι για την εξυπηρέτηση κάποιου ιδανικού, όχι για το καλό της πολιτείας όποιο κι αν είναι το καθεστώς της, και ούτε – όπως αποδεικνύεται στην πράξη- γιατί είναι αφοσιωμένοι στον μεγάλο ¨Βασιλέα των Βασιλέων¨. Άνθρωποι σαν τον Αβουλίτη είναι προσκολλημένοι στην εξουσία για έναν στοιχειωδέστερο λόγο: απλά και μόνο γιατί εξουσία σημαίνει προνόμια. Ο Αβουλίτης ζει για να απολαμβάνει αυτά τα προνόμια και του είναι αδιάφορο με ποιον θα συμμαχήσει ή σε ποιον θα υποταχτεί προκειμένου να μην τα χάσει.

«Αβουλίτη, Σατράπη της Σουσιανής χάρη στη μεγαθυμία του Βασιλέα Αλέξανδρου, σε χαιρετώ!» του λέω, έτσι για να του κόψω την πόζα και ελπίζοντας ότι ο Νικίας θα αποδώσει την ειρωνική μου διάθεση στα περσικά. «Είμαι ο Εύελπις του Ευρύνου, και αυτήν τη στιγμή αντικαθιστώ τον Λόγιο Καλλισθένη που έπεσε θύμα δολοφονικής απόπειρας μέσα στον χώρο των ανακτόρων».
«Η ευθύνη για την ασφάλεια στα ανάκτορα και σ’ ολόκληρη την Ακρόπολη ανήκει στην ελληνική διοίκηση», μουρμουρίζει ανάμεσα στα στριφτά μουστάκια του ο σατράπης, αλλά ο Νικίας πιάνει τα λόγια του και μου τα μεταφράζει.
«Και βέβαια», του απαντώ. «Γι αυτό βρίσκομαι εδώ. Διεξάγω έρευνα για την απόπειρα και ζητώ την άμεση και αμέριστη συνεργασία σου».
Δεν χρειάζεται να γίνω πιο επιγραμματικός, ο σατράπης δείχνει να μαλακώνει με αστραπιαία ταχύτητα. Τα κρυμμένα κάτω από τον μύστακα χείλια του ανοίγουν (αποκαλύπτοντας μια σειρά αιχμηρά δόντια) και ένα χαμόγελο που πολύ θα ήθελε να φανεί εγκάρδιο καλύπτει τη γενειοφόρο φάτσα του.
«Κάθισε, αξιότιμε εκπρόσωπε του επιφανούς Καλλισθένη, και θα προσπαθήσω να ανταποκριθώ σε όλες σου τις επιθυμίες», μου λέει τώρα, σύμφωνα με τον διερμηνέα.
Καθόμαστε, ενώ οι δύο στολισμένοι σωματοφύλακες κατευθύνονται προς την είσοδο της αίθουσας προκειμένου να στηθούν εκεί, αλλά ο σατράπης τους κάνει νόημα να αποσυρθούν κι αυτοί εξαφανίζονται κλείνοντας πίσω τους την πόρτα.

Υποπτεύομαι ότι ο Αβουλίτης έχει προετοιμάσει ¨εμπιστευτικές¨ εκμυστηρεύσεις που βεβαίως προορίζονταν για πιο υψηλόβαθμους αξιωματούχους, αλλά που εν τέλει μάλλον αποφασίζει να τις κάνει σ’ εμένα.
«Πληροφορήθηκα το δυσάρεστο περιστατικό», μου λέει. «Και προτίθεμαι να διενεργήσω έρευνα ανάμεσα στους πέρσες των ανακτόρων…»
«Δεν χρειάζεται», διακόπτω (τον Νικία που μεταφράζει). «Αρκεί η φιλότιμη συνεργασία σου στην έρευνα που διεξάγουμε εμείς».
«Όμως, σε αυτήν την περίπτωση μπορώ να κάνω μόνο εικασίες», αντιδρά. «Ενώ αν μου επιτραπεί να διερευνήσω διεξοδικά το τι συνέβη, τα όσα θα σου πω θα είναι τεκμηριωμένα».
Είναι προφανές ότι ο Αβουλίτης, όχι μόνο είναι ενήμερος για την απόπειρα, αλλά και καταλαβαίνει ότι δημιουργούνται υποψίες για τον ίδιο, πιθανώς και για τη Σισύγαμβρη και θέλει να τις διασκεδάσει. Βέβαια, μάλλον μας θεωρεί αφελείς αν πιστεύει ότι θα αναθέσουμε σ’ αυτόν τον ίδιο την διαλεύκανση της υπόθεσης. Αλλά μάλλον δεν το πιστεύει και γι αυτό εγκαταλείπει το αίτημα χωρίς πολλές αντιρρήσεις.
«Ακούω τις εικασίες» του λέω. Και σε παρακαλώ να είσαι όσο πιο λακωνικός μπορείς» [1]
«Ανάμεσα στους πέρσες ευγενείς υπάρχουν αυτή την στιγμή τουλάχιστον τρεις ομάδες ή μάλλον τρεις τάσεις:», αρχίζει την αφήγησή του ο Αβουλίτης, «Από την μια μεριά εκείνοι που είναι προσκολλημένοι στον Δαρείο, πρόκειται κυρίως για τους συγγενείς του ή ανθρώπους που ευεργετήθηκαν από τους Αχαιμενίδες, από την άλλη εκείνοι που σαν και εμένα αναγνωρίζουν τη στρατιωτική ανωτερότητα των Μακεδόνων και αποδέχονται τη δημιουργία μιας ελληνοπερσικής διοίκησης και, τέλος, λιγότεροι αλλά φανατικοί, ορισμένοι ¨φιλοπάτριδες¨ που ψέγουν τον Δαρείο για υποχωρητικότητα, για ανικανότητα να αντισταθεί στην επέλαση των Ελλήνων και για διάθεση συμβιβασμού με τους εισβολείς. Για αυτούς ο Δαρείος πρέπει να ανατραπεί και εμείς που αποδεχτήκαμε την επικυριαρχία των Μακεδόνων να σταυρωθούμε δημόσια».
«Βρίσκω την ¨εικασία¨ σου αληθοφανή», του λέω. «Αλλά θα ήθελα να μου πεις τα ονόματα μερικών από αυτούς του τελευταίους».
«Αν δεν κάνω λάθος έλαβες μέρος στην εκστρατεία κατά της Περσέπολης…»
Διαπιστώνω ότι ξέρει για μένα περισσότερα από όσα θα ήθελε να παραδεχτεί.
«Ναι, ήμουν παρών» του απαντώ.
«Στην Περσική Πύλη συναντήσατε ισχυρή αντίσταση, έτσι δεν είναι; Θυμάσαι το όνομα του αρχηγού των ιρανικών δυνάμεων στο πέρασμα»;
«Ο Αριοβαρζάνης;»
«Ναι, ο γιος του Αρτάβαζου, του σατράπη της Φρυγίας»
«Καλά, αλλά μάθαμε ότι αυτός μετά την ήττα, αφού περιπλανήθηκε για λίγο στα βουνά του Ζάγκρου, τελικά ενώθηκε με τα στρατεύματα του Δαρείου στο βορρά της οροσειράς».
«Εκείνο που δε ξέρετε είναι ότι, αφού επέστρεψε ως ¨ηττημένος¨ μεν, αλλά ¨ήρωας¨, στα βασιλικά στρατεύματα, είχε μια μυστική συνάντηση με έναν άλλο, πολύ πιο ισχυρό και επικίνδυνο σατράπη».
«Ποιον;»

«Θυμάσαι στην σύγκρουσή σας με τον Δαρείο στα Γαυγάμηλα ποιος ήταν επικεφαλής των στρατευμάτων από τη Βακτριανή και τη Σογδιανή, που σας πολέμησαν με μένος;»
«Μιλάς για τον Βήσσο;»
«Ναι, μιλάω για τον Βήσσο, η σατραπεία του οποίου δεν έχει ακόμη υποταγεί, και ο οποίος πιθανολογώ – αλλά εξηγούμαι, πρόκειται για εικασία – ότι ηγείται μιας εξέγερσης ορισμένων σατραπών κατά του Δαρείου».
«Ενδιαφέρον», παρατηρώ, και αρχίζω να καταλαβαίνω που το πάει. «Αλλά πως τα συνδέεις όλα αυτά με τη χθεσινή απόπειρα».
«Εάν υποθέσουμε ότι ο Βήσσος παίρνει πρωτοβουλίες εναντίον σας χωρίς την έγκριση του Δαρείου, το πρώτο που πρέπει να κάνει για να αποκτήσει συμμάχους ανάμεσα στους άλλους ευπατρίδες είναι το να τους πείσει για την αξιοπιστία των προθέσεών του. Να τους πείσει δηλαδή ότι δεν θα τους εγκαταλείψει ξαναβρίσκοντάς τα με τον Δαρείο, όταν αυτοί θα έχουν πια εκτεθεί. Οι καιροί είναι δύσκολοι και οι πέρσες άρχοντες είναι δύσπιστοι. Και, εδώ που τα λέμε, (εδώ ο Αβουλίτης ρίχνει ένα πικρό ή ίσως χαιρέκακο χαμόγελο) γιατί να μην είναι, όταν βλέπουν τον ίδιο τον Δαρείο να παραπαίει και να κάνει προτάσεις συμβιβασμού στον Αλέξανδρο;
Ο Βήσσος λοιπόν πρέπει σε αυτήν την περίπτωση να κάνει πρώτα ένα αποφασιστικό βήμα που θα του στερεί κάθε δυνατότητα υπαναχώρησης. Και αυτό το βήμα -εικάζω- δεν μπορεί παρά να είναι μόνον ένα».
«Δηλαδή;»
«Να ανακηρυχθεί ο ίδιος αυτοκράτορας».
Μα ναι, είναι μια εκδοχή που ήδη θεωρούσα ότι πρέπει να διερευνηθεί… Όχι με πρωταγωνιστή τον Βήσσο, τις προθέσεις του οποίου αγνοούσα, αλλά οπωσδήποτε κάποιον από τους δυσαρεστημένους με τον Δαρείο πέρσες ευγενείς.
«Ασφαλώς με τρόπο πανηγυρικό», προσθέτω.
«Ασφαλώς» συμφωνεί. «Αν δεν δείξει ότι έχει τα κότσια να διακινδυνεύσει το κεφάλι του προχωρώντας σε μια πράξη χωρίς επιστροφή, -και μια τέτοια πράξη είναι το να φορέσει την αυτοκρατορική τιάρα- οι άλλοι, ακόμη κι αν συμφωνούν μαζί του και καταδικάζουν την άτολμη συμπεριφορά του Δαρείου, δεν πρόκειται να τον ακολουθήσουν…»
«Οπότε θα ήταν χρήσιμο γι αυτόν να επικυρώσει την στέψη του με τη κατοχή και την επίδειξη κάποιου ιερού κειμήλιου που βρίσκεται αυτή τη στιγμή στο θησαυροφυλάκιο των Σούσων… Έτσι λες ότι έχουν τα πράγματα Αβουλίτη;»
«Πρόκειται για μια εικασία» μου υπογραμμίζει σχεδόν με παράπονο που δεν τον αφήνουμε να το ψάξει από μόνος του, «αλλά μια εικασία θεμιτή, αν κάποιος γνωρίζει τη νοοτροπία των ημών των Περσών».
«Έχω ακόμη μια ερώτηση σατράπη Αβουλίτη. Ποιο αντικείμενο, από εκείνα που υπάρχουν στο θησαυροφυλάκιο των Σούσων θα μπορούσε να έχει τέτοια εμβληματική αξία ώστε ο Βήσσος να διοργανώσει μια επιχείρηση ανάκτησής του».
Το παίζει για λίγο σκεφτικός. Ύστερα μου λέει.
«Υπάρχουν αρκετά. Το ποιο έχει, ενδεχομένως, διαλέξει, εξαρτάται από τα παράπλευρα μηνύματα που θέλει να στείλει στους άλλους σατράπες και στον λαό των περσών. Εγώ στη θέση σου θα έψαχνα ανάμεσα στα αντικείμενα που ανήκαν στον τελευταίο Αχαιμενίδη βασιλέα, πριν από τον Δαρείο τον Κοδομανό».
«Για ποιο λόγο;»
«Γιατί ο Αρταξέρξης ο τέταρτος δολοφονήθηκε ύστερα από συνωμοσία των αυλικών προκειμένου να αναλάβει την αυτοκρατορία ο Δαρείος. Ο Βήσσος, αν κατάφερνε να στεφθεί με τα σύμβολά του, θα παρουσιαζόταν ως εκδικητής του προηγούμενου βασιλιά και αποκαταστάτης κάποιας παλιότερης νομιμότητας. Έπειτα λάβε υπ’ όψιν σου ότι, σύμφωνα με την τοπική παράδοση, κάθε αυτοκράτορας φέρει και τιμά τα ιδιαίτερα εμβλήματα των προηγούμενων αυτοκρατόρων που είχαν το ίδιο όνομα. Επομένως ανάμεσα στα εμβλήματα του Αρταξέρξη του Δ΄ που βασίλεψε μόνο δυο χρόνια, θα βρεις εκείνα των τριών προγενέστερων ομώνυμων βασιλέων. Μπορεί να μην ήταν όλοι τους εξ ίσου δημοφιλείς, αλλά τα εμβλήματά τους θυμίζουν στους λαούς της αυτοκρατορίας τις εποχές της αδιαμφισβήτητης αυτοκρατορικής δύναμης. Ο κάτοχός τους, ιδιαίτερα αν τα έχει ανακτήσει από τους έλληνες, αποκτά σημαντικό κύρος και αναγνώριση».

Δε ξέρω τι μαθαίνουν οι λαοί της αυτοκρατορίας για τους παλιούς ηγέτες τους και για ποιους λόγους τους ανακηρύσσουν μετά θάνατον ¨ήρωες – πατέρες¨, εγώ όμως, δυο τρία βασικά πράγματα για τους βασιλείς των περσών τα είχα μάθει ήδη στα πρώτα χρόνια της φοίτησής μου κοντά στον Ισοκράτη. Και όχι μόνο τα σχετικά με κάποιους ευρύτερα γνωστούς όπως ο Κύρος ο Β΄, ή ο Δαρείος ο Α΄ αλλά και για εκείνους που έφεραν το περσικό όνομα Αρταξάθρα (βασίλειο της αλήθειας, της ορθότητας), που εμείς το εξελληνίσαμε σε ¨Αρταξέρξης¨.
Ο τελευταίος Μεγάλος Βασιλέας, πριν τον Δαρείο τον Κοδομανό, ο Αρταξέρξης, ο Δ΄, όντως βασίλεψε πολύ λίγο. Τον δηλητηρίασε ένας παντοδύναμος αυλικός, αιγυπτιακής καταγωγής, ο περιβόητος Βαγώας (που στα περσικά σημαίνει ευνούχος). Ήταν ο ίδιος που τον είχε στέψει βασιλιά δυο-τρία χρόνια πριν, δολοφονώντας τον Αρταξέρξη τον Γ΄ και πολλούς από τους υπόλοιπους επίδοξους διαδόχους. Εμείς δεν συνηθίζουμε να προάγουμε ευνούχους στα ύπατα αξιώματα, στις αυτοκρατορίες όμως φαίνεται ότι τα πράγματα είναι διαφορετικά.
Ο Βαγώας λέγεται ότι είχε αποκτήσει εξουσία και πλούτο γιατί είχε συμβάλει στην ανάκτηση της επαναστατημένης Αιγύπτου, αλλά ο Ισοκράτης (στις τελευταίες του παραδόσεις) μας έλεγε ότι εκείνος που είχε ουσιαστικά επιτύχει αυτήν τη νίκη ήταν ένας έλληνας μισθοφόρος, ο Μέντωρ ο Ρόδιος[2], ενώ ο πλούτος του Βαγώα οφειλόταν, συν τοις άλλοις, στο ότι είχε κατάσχει ιερά αιγυπτιακά κείμενα και, προκειμένου να τα επιστρέψει, είχε ζητήσει και πάρει από τους ιερείς τεράστια ποσά .
Ο προηγούμενος Αρταξέρξης, ο Γ΄, αν και όταν ανέβηκε στο θρόνο ήταν πάνω από εξήντα πέντε χρονών, πρόλαβε πριν καταπιεί το δηλητήριο του Βαγώα, να βασιλέψει για καμιά εικοσαριά χρόνια. Φημολογείται ότι ήταν ζόρικος τύπος. Εκτός από την επανάκτηση της Αιγύπτου είχε καταστείλει μια μεγάλη εξέγερση των Φοινίκων.
Τον ακόμη προγενέστερο Αρταξέρξη τον Β΄, εμείς οι Έλληνες τον θυμόμαστε για δύο λόγους: ο ένας είναι ότι πρόκειται για αυτόν που νίκησε σε (κυριολεκτικά) αδελφοκτόνο πόλεμο τον (αδελφό του) Κύρο, εκείνον που είχε προσλάβει τους ¨Μυρίους¨ έλληνες μισθοφόρους∙ ο άλλος είναι γιατί οι ενδοελληνικές έριδες (όπως υπογράμμιζε συχνά ο Ισοκράτης) είχαν επί των ημερών του οδηγήσει στην επώδυνη Ανταλκίδειο Ειρήνη, που εκτός από την επιστροφή των παράλιων μικρασιατικών πόλεων στην περσική επικυριαρχία, τού επέτρεψε για μεγάλο διάστημα (ουσιαστικά μέχρι την νίκη των Θηβαίων επί των Σπαρτιατών) να διαιτητεύει ανάμεσα στις ελληνικές πόλεις.
Υπήρξε ακόμη ένας Αρταξέρξης, ο Α΄, ο επιλεγόμενος και Μακρυχέρης (φαίνεται ότι όντως είχε το δεξί χέρι μακρύτερο από το αριστερό). Αυτόν εδώ εμείς οι έλληνες μπορούμε να τον θυμόμαστε χωρίς δυσαρέσκεια. Ήταν ο γιος και διάδοχος του γνωστού Ξέρξη που υπέστη την πανωλεθρία της Σαλαμίνας, ενώ είχε υποστεί και ο ίδιος βαριά ήττα από τον Αθηναϊκό στόλο, πράγμα που τον υποχρέωσε να αναγνωρίσει την ανεξαρτησία των ελληνικών πόλεων της ασιατικής όχθης του Αιγαίου.
Αυτούς λοιπόν τους βασιλείς θέλουν να ανακαλέσουν στη λαϊκή μνήμη οι πέρσες πρίγκιπες προκειμένου να διεκδικήσουν την εξουσία που ακόμη διαχειρίζεται ο Δαρείος; Δεν μου φαίνονται και ιδιαίτερα σπουδαίοι, αλλά παραδέχομαι ότι δεν γνωρίζω αρκετά καλά τη νοοτροπία αυτών εδώ των λαών ώστε να μπορώ να κρίνω με σαφήνεια τις ενέργειές τους.

Αποχαιρέτησα τον Αβουλίτη αφού πρώτα τον διαβεβαίωσα ότι εφ’ όσον εκτελεί με ευσυνείδητο τρόπο τα εισπρακτικά του καθήκοντα και φροντίζει ώστε να είναι ανέφελες οι σχέσεις του με τις ελληνικές αρχές, δεν έχει λόγο να ανησυχεί για τη θέση του ως σατράπης της Σουσιανής. Δεν είναι ότι είμαι απόλυτα πεισμένος για κάτι τέτοιο, αλλά θεώρησα ότι έπρεπε να του πω έναν καλό λόγο, μια που αυτά που εκείνος μου είπε δίνουν κατά πάσα πιθανότητα το νήμα για το ξεμπέρδεμα της υπόθεσης της απόπειρας.
Μετά, αφού ευχαρίστησα και αποχαιρέτισα τον Νικία κατευθύνθηκα προς το κατάλυμα του Καλλισθένη, ελπίζοντας ότι θα βρω τον προϊστάμενό μου καλύτερα απ’ ότι τον άφησα το πρωί.

[1] Σημείωση του Εύελπι στο περιθώριο του φύλλου παπύρου: Δεν ξέρω με ποιο συνώνυμο απέδωσε το ¨λακωνικός¨ στα περσικά ο Νικίας, εκτός κι αν η φήμη των νότιων Πελοποννήσιων έχει φτάσει ως τα εδώ εμπλουτίζοντας και την περσική γλώσσα με ένα ακόμη συνώνυμο του ¨ολιγόλογου¨.
[2] Ο Μέντωρ ο Ρόδιος, καθώς και ο νεότερος αδελφός του Μέμνων υπήρξαν ικανοί στρατιωτικοί στην υπηρεσία των τελευταίων περσών ηγεμόνων
Posted by vnottas στο 13 Ιανουαρίου, 2016
Κεφάλαιο ένατο
Οι συνωμότες συσκέπτονται

Ο Άρπαλος δεν έχει ενημερωθεί για την πλήρη σύνθεση της σύσκεψης στην οποία είναι καλεσμένος. Εδώ που τα λέμε, δεν έχει καν επιδιώξει να μάθει περισσότερα από όσα ανάφερε ο Ανάξαρχος στο μήνυμά του.
Για την ώρα ο τέως φυγάς απολαμβάνει με ικανοποίηση τη γεύση της επιστροφής του στην εκστρατεία, επιστροφή που θέλει να ερμηνεύει σαν μια επιβεβαίωση της αναγκαιότητας που νιώθει απέναντί του η Ιστορία η ίδια, με τρόπο ωστόσο ανερμήνευτο ή για λόγους που ο ίδιος προτιμά να αγνοεί. (Μιλάμε για μια Ιστορία με το Ι κεφαλαίο που έχει, ίσως, την μορφή του Αλέξανδρου αναψοκοκκινισμένη από τις μάχες!)
Αν η Ιστορία τον έχει ανάγκη, αυτός θα μπορούσε ίσως να της ρίξει μια ματιά, θα μπορούσε όμως και να την αφήσει να κυλίσει χωρίς να κάνει άλλο παρά να υπάρχει ευδαιμονικά ανάμεσα στα πράγματα που είναι προορισμένα να αλλάξουν, κινούμενα από ωθήσεις που δεν αισθάνεται να τον αφορούν.
Αν η Μοίρα του έχει φερθεί με τρόπο αντιφατικό δικαιούται να είναι και εκείνος μια ιδέα αντιφατικός απέναντί της. Για την ώρα δεν θα της πάει κόντρα, το πολύ να επιτείνει μια στάλα, την ένταση του παιχνιδιού, έτσι για να δείξει (στη Ειμαρμένη και στον εαυτό του) ότι είναι ένα πιόνι ατίθασο, μια γλώνη[1] ελαφρώς απρόβλεπτη και ίσως διασκεδαστική! Όταν τα πράγματα θα ξεκαθαρίσουν επαρκώς -ελπίζει ότι κάτι τέτοιο θα συμβεί σύντομα-, τότε θα μπορέσει να πάρει περισσότερες (και διασκεδαστικότερες) πρωτοβουλίες.

Έτσι εκείνο το βράδυ, καθώς διασχίζει τους καταθλιπτικούς βαριοστολισμένους διαδρόμους ενός κτίσματος παράπλευρου στο κυρίως τέμενος του βαβυλώνιου θεού και κατευθύνεται προς την αίθουσα που θα φιλοξενήσει τη σύσκεψη, έχει περισσότερη περιέργεια παρά ανησυχία για αυτές τις ¨κρίσιμες καταστάσεις¨ που δημιουργούν παρενέργειες και ¨επείγοντα προβλήματα¨, όπως ανάφερε ο Ανάξαρχος στην επιστολή του.
Ο Άρπαλος περνά από έναν προθάλαμο όπου είναι ήδη εγκατεστημένοι οι λιγοστοί αλλά πλήρως οπλισμένοι και απολύτως έμπιστοι σωματοφύλακες των συμμετεχόντων, ντόπιοι και έλληνες. Ανάμεσα τους διακρίνει και τους δύο δικούς του, οι οποίοι, τώρα που έχουν την πραγματική τους ιδιότητα, εκείνη των αφοσιωμένων φυλάκων-συνοδών, σπεύδουν να τον χαιρετίσουν όσο τελετουργικά χρειάζεται, έτσι ώστε να υπογραμμιστεί η σπουδαιότητα του αφέντη τους.
Ο Μακεδόνας εταίρος τους κλείνει το μάτι και, χαμογελώντας με την άκρη των χειλιών του, προχωρεί στην όμορη αίθουσα.
Ο χώρος όπου θα φιλοξενηθεί η σύσκεψη δεν είναι εξαιρετικά μεγάλος, ωστόσο είναι πολυτελώς διακοσμημένος, με την ασιατική (παραφορτωμένη) έννοια του όρου. Στο κέντρο υπάρχει ένα μεγάλο τραπέζι, ήδη γεμάτο αμφορείς με ηδύποτα και πιατέλες με ξερούς καρπούς. Ο Άρπαλος στο φως των περιμετρικών φανών και των επιτραπέζιων κηροπηγίων διακρίνει όχι πάνω από μια δωδεκάδα ανθρώπους. Έχοντας αφαιρέσει τους ανώνυμους μανδύες χάρη στους οποίους ανακατεύτηκαν με τους προσκυνητές και μπήκαν απαρατήρητοι στο συγκρότημα, φορούν τώρα, άλλοι ντόπιες και άλλοι ελληνικές περιβολές. Καθώς ο Άρπαλος μπαίνει στην αίθουσα, τους βρίσκει χωρισμένους σε μικρές ομάδες, να συζητούν χαμηλόφωνα μεταξύ τους, μερικοί όρθιοι, μερικοί καθισμένοι στις πολυθρόνες που πλαισιώνουν το τραπέζι. Ένας από αυτούς ανασηκώνεται και, με έκφραση ενθουσιασμού, ανοίγει τα μπράτσα του και κατευθύνεται προς τον Μακεδόνα.

«Άρπαλε του Μαχάτα, φίλτατε και αγαπητέ, πόσο χαίρομαι που είσαι και πάλι μαζί μας. Ξέρε ότι οι φίλοι σου δεν έπαψαν να σε σκέφτονται και να επιθυμούν την επιστροφή σου!»
Ο Άρπαλος αναγνωρίζει τον μεσήλικα άνδρα με το ελαφρώς σκυφτό σουλούπι την πεταχτή κοιλιά, την χοντρή μεγάλη μύτη και την αραιή γενειάδα. Του χαμογελάει, όχι τόσο από συμπάθεια, όσο γιατί του έρχονται ξαφνικά στο νου οι ευτράπελες ιστορίες που κυκλοφορούν στην Ελλάδα, ιδίως στην Αθήνα, για τους Αβδηρίτες[2]. Και ο Ανάξαρχος, μοιάζει περισσότερο με τον κλασικό γκαφατζή και μωροφιλόδοξο Αβδηρίτη των εύθυμων ιστοριών, τον ικανό να αρπαχτεί και να εμπλακεί σε περιπέτειες με ευτελή κίνητρα, παρά με σοφό και πολυπράγμονα φιλόσοφο της αυλής του Αλέξανδρου.
«Κι εγώ χαίρομαι που επέστρεψα Ανάξαρχε», του απαντά όσο καταφέρνει πιο εγκάρδια. «Όσο κι αν η Αθήνα είναι ένας τόπος που γοητεύει τους πάντες, γνωρίζω ότι το μέλλον του κόσμου μας κρίνεται εδώ, στην Ασία. Ας πούμε λοιπόν ότι αυτός είναι ο λόγος που είμαι και πάλι εδώ. Σε σένα πάντως μπορώ να εκμυστηρευτώ ότι δεν είναι ¨η οικουμένη¨ εκείνο που με απασχολεί περισσότερο αυτή την περίοδο».
«Κι όμως θα έπρεπε», παρατηρεί ο Ανάξαρχος. «Γνωρίζω και, φυσικά, εκτιμώ τα θέλγητρα της Αθήνας και τις εκλεπτυσμένες απολαύσεις της. Ξέρω επίσης, από τις γοργοπόδαρες φήμες που έφτασαν ως εδώ, ότι υπήρξες επάξιος εκφραστής των νέων καιρών κατά τη παραμονή σου στην Αττική. Το όνομα της ωραίας Πυθιονίκης συνόδευε συχνά αυτές τις φήμες και έτσι καταλαβαίνω ότι η απομάκρυνσή σου από το Αθηναϊκό Άστυ μπορεί και να είχε και κάποιες επώδυνες όψεις. Ωστόσο, για τους νέους και φιλόδοξους ανθρώπους, η Αθήνα ανήκει πλέον περισσότερο στο παρελθόν παρά στο μέλλον. Αναλογίσου τι ευκαιρίες ανοίγονται εδώ!»

«Ξέρεις πολλά πονηρέ Αβδηρίτη», γελάει ο Άρπαλος. «Μην ανησυχείς πάντως, η ωραία Πυθιονίκη δέχτηκε να με ακολουθήσει στην περιπέτεια της εκστρατείας. Δε περιμένει παρά το μήνυμά μου ότι όλα εξελίσσονται αίσια, για να ξεκινήσει το ταξίδι της προς τα εδώ».
«Ωραία. Και εμείς σε καλέσαμε σε αυτήν τη σύσκεψη για να δεις με τα ίδια σου τα μάτια ότι φροντίζουμε να πάνε όλα κατά τον καλύτερο και τον επικερδέστερο τρόπο».
Ο Μακεδόνας διατηρεί το αποστασιοποιημένο ύφος του, δεν απαντά, και ο Ανάξαρχος αποφασίζει να γίνει πιο συγκεκριμένος.
«Οι ντόπιοι, Άρπαλε, έχουν επινοήσει τρόπους που επιτρέπουν την αποτελεσματική διοίκηση μεγάλων πληθυσμών και τεράστιων εκτάσεων. Οι δικές μας κλίμακες ήταν μέχρι τώρα μικρές, επαρχιακές. Εδώ μπορούν να γίνουν μεγάλα έργα και να κερδηθούν τεράστιες περιουσίες, αρκεί να μάθουμε τα απαραίτητα από τους ντόπιους και να εκμεταλλευτούμε την εμπειρία τους. Γι αυτό σήμερα θα γνωρίσεις μερικούς σημαντικούς τύπους, που έχουν να μας πουν ενδιαφέροντα πράγματα».
Ο Άρπαλος παρατηρεί προσεκτικότερα τους καλεσμένους και ανάμεσά τους αναγνωρίζει τον Ονησίκριτο από την Αστυπάλαια, έναν από τους ακόλουθους του Ανάξαρχου, που λέγεται ότι καταγράφει κι αυτός τα γεγονότα της εκστρατείας με σκοπό να συγγράψει στο μέλλον κάποιο ιστορικό σύγγραμμα. Τον ξέρει, ο νησιώτης ανήκει σε εκείνους τους εύπορους έλληνες που, αφού ερωτοτρόπησαν για λίγο με τον σαγηνευτικό εξτρεμισμό του Διογένη και των κυνικών, εντάχθηκαν στην εκστρατεία δίνοντας στον κυνισμό μια δική τους, τελείως χρησιμοθηρική εκδοχή, ικανή να προσαρμοστεί με τον πραγματισμό των οπαδών της Αυτοκρατορίας. Ο Ονησίκριτος στην αρχή είχε επιδιώξει να ενταχθεί στην ομάδα του Καλλισθένη, αλλά αυτοί οι ψηλομύτες, σκέφτεται ο Άρπαλος, τον απέρριψαν.

«Ο Ονησίκριτος θα εκφωνήσει μια γενική εναρκτήρια εισήγηση», τον πληροφορεί ο Άνάξαρχος, «μετά θα ακούσουμε τους άλλους και στο τέλος ελπίζω να πάρουμε μερικές εποικοδομητικές αποφάσεις»
«Ποιοι είναι οι άλλοι;»
«Οι Μακεδόνες που βλέπεις στο βάθος, είναι ο Πείθων ο εταίρος, και ο Αλκέτας ο πεζέταιρος∙ πρέπει να τους ξέρεις, πολεμούν υπό τη διοίκηση του στρατηγού Παρμενίωνα»
«Καλά, μα τι θέλουν εδώ οι άνθρωποι του γερο Παρμενίωνα; Αυτός, απ’ ότι ξέρω είναι κολλημένος στα παλιά επαρχιώτικα μακεδονικά έθιμα. Δε θα δεχόταν ποτέ να ανακατευτεί με εσάς, τους αυτοκρατορικούς».
«Αυτός ναι, έχεις δίκιο, όμως δεν ισχύει το ίδιο για μερικούς από τους αξιωματικούς του. Και αυτούς τους αξιωματικούς κρίναμε ορθό να τους πλησιάσουμε. Πρώτον, γιατί έτσι η πλοκή των ενεργειών μας γίνεται περισσότερο δυσεπίλυτη για όποιον θελήσει να χώσει τη μύτη του στις υποθέσεις μας, και, αν τυχόν υπάρξουν διαρροές σχετικές με αυτές τις συγκεντρώσεις, θα είναι δύσκολο να εντοπίσει κανείς ποιος πραγματικά τις συγκάλεσε. Έπειτα, η αλήθεια είναι ότι αν εξαιρέσουμε εσένα, δεν έχουμε πολλούς φίλους ανάμεσα στους Μακεδόνες. Έτσι, αυτοί οι ελάχιστοι που μπορέσαμε να πλησιάσουμε είναι πολύτιμοι γιατί μας μεταφέρουν πληροφορίες για το τι σκέφτεται ο μακεδονικός πυρήνας του στρατεύματος. Μην ξεχνάς ότι ανήκουν στο Κοινό των Μακεδόνων το οποίο, έστω θεωρητικά, εξακολουθεί να είναι το ανώτατο όργανο του μακεδονικού φύλου».

«Είναι αλήθεια ότι έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που συγκλήθηκε για τελευταία φορά, η συνέλευση των μακεδόνων πολεμιστών», παραδέχεται ο Άρπαλος.
«Και ούτε πρόκειται να συγκληθεί πριν κατακτηθεί ολόκληρη η κυρίως Περσία ή, τουλάχιστον, πριν λήξει η υπόθεση ¨Δαρείος¨. Αλλά ούτε κι αυτό πρόκειται να αργήσει. Μόλις ο καιρός γλυκάνει το στράτευμα θα προελάσει προς βορράν, ακολουθώντας τα ίχνη του φυγά βασιλέα. Είναι σίγουρο».
«Πες μου για τους άλλους αποψινούς προσκεκλημένους»
«Οι τύποι με τις μακριές ρόμπες είναι υψηλόβαθμοι ιερείς. Όχι, δεν είναι οι ιερείς των θεών των Περσών, οι οποίοι ακόμα δυσανασχετούν και αντιστέκονται στην προέλασή μας∙ αυτοί εδώ ανήκουν στα ιερατεία των ντόπιων θεών της Μεσοποταμίας. Ετούτοι, όπως ξέρεις, ακολούθησαν το παράδειγμα του αιγυπτιακού ιερατείου και διαπραγματεύτηκαν αντί να αντισταθούν. Βέβαια οι Αιγύπτιοι συνάδελφοί τους πρόλαβαν να προσφέρουν στον Αλέξανδρο την πατρότητα του Άμμωνα, αφού πρώτα μεταμφίεσαν, αυτόν τον παλιό τους θεό, σε Δία. Όμως κι αυτοί εδώ έχουν πολλά άλλα να προσφέρουν στη Αυτοκρατορία: όχι μόνο τη θρησκευτική νομιμοποίηση της νέας εξουσίας, όχι μόνο την αυτονόητη άμεση επιρροή πάνω στις μάζες των λαών που υπήρξαν κατακτημένοι από τους Πέρσες, αλλά και κάτι πολύ πιο χειροπιαστό από όλα αυτά: χρήματα. Χρήματα αγαπητέ μου Άρπαλε!
Και κάτι άλλο, ακόμη πιο πολύτιμο. Αυτοί εδώ κατέχουν τη τέχνη του πολλαπλασιασμού των χρημάτων, με τρόπους νέους, άγνωστους στο ταμείο της Δήλου, ή των Δελφών ή του Παρθενώνα των Αθηνών.
Ξέρεις τι κατάλαβα Άρπαλε; Οι νέοι τρόποι πλουτισμού απαιτούν ανταλλαγές, οι ανταλλαγές απαιτούν εμπιστοσύνη, η εμπιστοσύνη ενισχύεται από την πίστη σε κοινούς φιλοχρήματους θεούς και οι θεοί αυτοί έχουν ανάγκη από έξυπνα και προσαρμοστικά ιερατεία. Εμείς, αν θέλουμε να εγκαταστήσουμε με επιτυχία τη Νέα μας Αυτοκρατορία, πρέπει να τα βρούμε μαζί τους. Τα ανταλλάγματα που ζητούν δεν είναι παράλογα, θα δεις».
«Εκείνον τον ιερέα εκεί κάτω μου φαίνεται ότι τον έχω ξαναδεί».
Δεν αποκλείεται. Τον λένε Μαρτούκη. Είναι καλός γνώστης της ελληνικής γλώσσας, και θεωρείται άριστος ιερέας – μελετητής της ιστορίας της Βαβυλώνας και ιδιαίτερα της εποχής του παλιού βασιλιά Χαμουραμπί. Σημείωσε ότι πρόκειται για το βασιλιά που καθιέρωσε αυτό που ήδη αρχίσαμε να αποκαλούμε ¨πιστωτικό σύστημα¨: το ενδιαφέρον αυτό σύστημα πλουτισμού που οι ανατολίτες έχουν τελειοποιήσει.
Ξέρεις ποιο είναι το αστείο στην περίπτωσή του; Αν και είναι δικός μας άνθρωπος -τον μυήσαμε εδώ και καιρό μια που οι γνώσεις του μας είναι χρήσιμες- δεν τον φέραμε εμείς από την Βαβυλώνα στα Σούσα για τη σύσκεψη. Ήταν ήδη εδώ. Και ξέρεις ποιος τον έφερε; Ο Καλλισθένης, που τον χρησιμοποιεί ως μεταφραστή κειμένων που περιλαμβάνονται στους θησαυρούς που τακτοποιεί. Αυτό είναι κάτι που, εκτός των άλλων, μας επιτρέπει να έχουμε κάποιες, έστω λίγες, πληροφορίες για το τι κάνουν αυτοί οι μυστικοπαθείς στο άντρο τους».

«Και εκείνοι οι παχουλοί, στο βάθος;»
«Α, αυτοί αποτελούν μια, ας πούμε, ¨άθεη¨ παραλλαγή τω προηγούμενων. Όχι ότι δεν έχουν τον θεό τους, τον έχουν, αλλά πρόκειται για έναν θεό που το χρήμα τον ενδιαφέρει. Αντιπροσωπεύουν έναν παλιό οίκο ιδιωτών εμπόρων από την Βαβυλώνα, αλλά μιλάνε και για λογαριασμό άλλων μεσοποτάμιων εμπόρων και τραπεζιτών. Αυτοί μοιάζουν κάπως με τους πλούσιους μέτοικους της Αθήνας, αλλά εδώ πρόκειται για άλλη κλίμακα ποσών. Μπορούν να διαπραγματευτούν γιατί διαισθάνθηκαν έγκαιρα τις αλλαγές που εγκυμονούν οι καιροί και φρόντισαν να κρύψουν τεράστια πλούτη σε διάφορα σημεία του εμπορικού τους δικτύου.
Είναι κι αυτοί δυσαρεστημένοι από τους Πέρσες μονάρχες που τις τελευταίες δεκαετίες έβαλαν χέρι στα πλούτη των εμπορικών οίκων και των τραπεζών προκειμένου να χρηματοδοτήσουν τις εκστρατείες, αλλά και τις εμφύλιες διαμάχες τους. Με αντάλλαγμα ορισμένα εμπορικά προνόμια, θα χρηματοδοτούσαν ευχαρίστως και αφειδώς τη συνέχιση της εκστρατείας προς τις χώρες των Ινδών».
Μιλώντας ο Ανάξαρχος πλησίασε μια ευμεγέθη κλεψύδρα, τοποθετημένη σε μια ειδική στήλη σε περίοπτο σημείο της αίθουσας, όπου οι τελευταίοι κόκκοι άμμου έρρεαν από το άνω προς το κάτω διάζωμα, και την αντέστρεψε. Μετά ανέβασε την ένταση της φωνής του και είπε:
Αγαπητοί φίλοι μπορούμε να αρχίσουμε. Την συνοπτική περιγραφή της σημερινής κατάστασης θα κάνει ο λογογράφος Ονησίκριτος
***
[1] Γλώνη ή γλήνη: Κούκλα, μαριονέτα
[2] Άβδηρα: Πλούσια πόλη των θρακικών παραλίων που έχτισαν αρχικά άποικοι απ’ τις Κλαζομενές της Μικράς Ασίας και, μετά την καταστροφή της από τη θρακική φυλή των Τριβαλλών, επανοικοδόμησαν άποικοι από την επίσης μικρασιατική Τέω. Οι Αβδηρίτες είχαν υποδεχθεί φιλικά τους Πέρσες (από τους οποίους είχαν δεχθεί πλούσια δώρα) κατά την εισβολή του 462 π.Χ. και ίσως αυτή να είναι η απώτερη αιτία των σκωπτικών σχολίων που κυκλοφορούσαν εις βάρος τους μεταξύ των λοιπών Ελλήνων. Στις σατιρικές αυτές ιστορίες οι Αβδηρίτες παρουσιάζονται ως ανόητοι και μωροφιλόδοξοι: Κατασκευάζουν πολυτελή υδραγωγεία χωρίς να διαθέτουν επαρκές νερό, φτιάχνουν τεράστιες πύλες στα τείχη της πόλης τους αγνοώντας τις βασικές αρχές της περιαστικής άμυνας, και εμπλέκονται σε ατελείωτες δικαστικές διαμάχες για ευτελείς λόγους (¨περί όνου σκιάς¨). Μετά την μάχη των Πλαταιών, τα Άβδηρα εντάχθηκαν στην Αττική Συμμαχία της Δήλου, πληρώνοντας ιδιαίτερα υψηλή συμμετοχή. Διάσημοι Αβδηρίτες υπήρξαν οι φιλόσοφοι Λεύκιπος, Δημόκριτος και άλλοι. Γνωστός Αβδηρίτης και ο σοφιστής Ανάξαρχος που αναφέρεται εδώ. Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »
Posted by vnottas στο 16 Ιανουαρίου, 2016
[αφιερωμένο στο μεσαίο (όπως λέμε μεγάλο ή μικρό) αδελφάκι μου, που παρακολουθεί (με ευμένεια) τις περιπέτειες των ηρώων μου εκ του μακρόθεν]
Κεφάλαιο δέκατο Ακρόπολη των Σούσων
Όπου ο Εύελπις επιστρέφει στο θησαυροφυλάκιο

Όταν επιστρέφω στο διαμέρισμα των ανακτόρων που έχει αποδοθεί στον Καλλισθένη, σουρουπώνει. Θέλω να του διηγηθώ τις επαφές μου με τους ντόπιους και να ακούσω τις απόψεις και τις συμβουλές του. Ελπίζω μόνο ότι θα τον βρω καλύτερα.
Όσο και αν η συμπεριφορά της Σισύγαμβρης ήταν λίγο πολύ η αναμενόμενη, και όσο κι αν αυτά που μου είπε ο πέρσης αρχιερέας -σίγουρα ενδιαφέροντα για μένα- δεν θα αποτελέσουν έκπληξη για τον Καλλισθένη, σκέφτομαι ότι η μέρα δεν πήγε χαμένη. Τα λεγόμενά του ζωροαστριστή ιερωμένου επαληθεύουν λίγο πολύ τις θεωρίες του προϊσταμένου μου σχετικά με την ¨πειθώ¨, που δεν είναι παρά μια ακόμη μορφή εξουσίας. Μπορεί βέβαια αυτά που μου είπε να μην αφορούν στην χθεσινή επίθεση εναντίον μας, εντούτοις θεωρώ βέβαιο ότι οι γενικότερες θεωρήσεις και οι προτάσεις του, θα ενδιαφέρουν τον Ολύνθιο.
Όμως, ο τελευταίος συνομιλητής μου, ο Αβουλίτης, ήταν αρκετά αποκαλυπτικός και μου υπέδειξε νήματα που πιθανότατα οδηγούν ως τα κίνητρα της χθεσινής απόπειρας. Εδώ που τα λέμε, μια εξέγερση κατά του Δαρείου από τους πρίγκιπες της ενδοχώρας που αρχίζει με μια ενέργεια εναντίον μας δεν είναι κάτι που μας εκπλήττει, όσο κι αν δεν ήταν η πρώτη από τις υποθέσεις που κάναμε. Και ομολογώ ότι, εγώ προσωπικά, θα προτιμούσα η επίθεση που αντιμετωπίσαμε να εντάσσεται σε μια τέτοια εξωγενή εξέλιξη, παρά να είναι αποτέλεσμα μιας εσωτερικής, ενδοελληνικής συνωμοσίας εναντίον μας.
Ωστόσο θα πρέπει να κάνουμε μια σειρά από επαληθεύσεις. Όπως και να ‘χουν τα πράγματα, τώρα είναι που η σοφία και η πείρα του Καλλισθένη είναι απαραίτητες. Ανυπομονώ να του μιλήσω.
Στον προθάλαμο βρίσκω τον Φίλιππο το γιατρό, όρθιο πάνω από ένα τραπέζι να καθοδηγεί δύο καθισμένους βοηθούς του, που ο ένας γδέρνει κάτι αποξηραμένα κλαδιά κι ο άλλος ανακατεύει τις φλούδες και τα ξερά φυλλαράκια που προκύπτουν με λάδι και άλλα λιγότερο αναγνωρίσιμα υγρά σε μια μικρή μαρμάρινη γαβάθα.

«Πώς πάμε γιατρέ;»
«Α, επέστρεψες Μεγαρέα. Σε γενικές γραμμές πάμε καλά. Ο Καλλισθένης διαθέτει την εσωτερική δύναμη που θα τον βοηθήσει να ξαναβρεί την ισορροπία που ανέτρεψαν οι τραυματισμοί. Αρκεί να πειθαρχήσει στις απαραίτητες οδηγίες που υπαγορεύει ο Ασκληπιός για την περίπτωσή του».
«Δεν το κάνει;»
«Τον ξέρεις, δεν τον ξέρεις; Δεν θέλω να τον ναρκώσω για να τον κρατήσω ακίνητο, αλλά τελικά φοβάμαι ότι δεν υπάρχει άλλος τρόπος. Σήμερα ήθελε σώνει και καλά να διαβάσει. Χωρίς να με ενημερώσει, έδωσε εντολή να του μεταφέρουν εδώ κείμενα από εκείνα που έφτασαν χτες από την Περσέπολη με τον Θεσσαλό αξιωματικό. Είπε να του φέρουν ό, τι βρουν μεταφρασμένο και δεμένο με τον τρόπο της πόλης της Βίβλου, έτσι ώστε να μπορεί να τα χειριστεί όντας κλινήρης. Πέρασε τη μισή μέρα ξεφυλλίζοντας και διαβάζοντας καταλόγους και περιλήψεις στα ελληνικά, ανασηκωμένος στο κρεβάτι και με τις πληγές του να συμπιέζονται…»
«Ο κάθε πολεμιστής και τα όπλα του γιατρέ. Εσύ τα ιάματα και τις ουσίες σου, εμείς οι λόγιοι τις γραφές και τα βιβλία μας. Με αυτά δίπλα αισθανόμαστε πιο δυνατοί».
«Πρέπει πάντως να βρήκε κάτι το ενδιαφέρον γιατί το μεσημέρι ζήτησε τον πλήρη κατάλογο του Θησαυροφυλακίου και άρχισε να ψάχνει κι εκεί».
«Τώρα είναι ξύπνιος;»
«Σου είπα, δε σου είπα; Μόνο με μια γερή δόση υπνοφόρο βότανο κατάφερα πριν λίγο να τον κοιμίσω. Τώρα ετοιμάζω κι άλλο γιατί τα αποθέματά μου τελειώνουν».
Φαίνεται ότι η έκφρασή μου απεικονίζει την απογοήτευση που νοιώθω γιατί ο γιατρός με κοιτάζει ερωτηματικά.
«Αύριο», μου λέει. «Αύριο θα τα πείτε διεξοδικά».
Μένω για λίγο αμήχανος.
«Ποια βιβλία διάβασε;» τον ρωτάω μετά.
«Εκεί είναι» μου απαντά, «στη γωνία πάνω στο μικρό τραπέζι». Κι ύστερα προσθέτει: «Α, θα το ξέχναγα, πριν κοιμηθεί άφησε ένα σημείωμα για σένα».
Μου δίνει μια πλάκα πηλού που ακόμη δεν έχει καλά καλά στεγνώσει.
Τη διαβάζω…
και μετά την ξαναδιαβάζω.
«Όχι δεν χρειάζεται να περιμένουμε μέχρι αύριο», λέω στον εαυτό μου γιατί ο γιατρός δείχνει -δικαίως- να μην καταλαβαίνει τίποτα.
«Το γοργόν και χάριν έχει!» ξαναλέω. Παίρνω από το μικρό τραπέζι το ένα σύγγραμμα: τον κατάλογο των θησαυρών των Σούσων∙ ενθυλακώνω και την πλακέτα με το σημείωμα. Μετά κάνω ένα νεύμα χαιρετισμού στον Ακαρνάνα και εξαφανίζομαι σπεύδοντας προς την παλιά πτέρυγα του Θησαυροφυλακίου. Έξω έχει σκοτεινιάσει για τα καλά.
Φτάνοντας στην φρουρούμενη είσοδο, δίνω εντολή στους άντρες της ομάδας που είναι εγκατεστημένη εκεί, να ετοιμάσουν μερικούς φανούς και δαυλούς με εκείνο το παράξενο μίγμα από κατράμι και άλλες εύφλεκτες ύλες, άφθονες στη χώρα των δύο ποταμών, που τους κάνει να αποδίδουν πολύ περισσότερο φως από τις συνηθισμένες δάδες. Μετά, φτιάχνω μια μικρή ομάδα από τον κλειδούχο αξιωματικό, δύο ένοπλους και δύο δαυλοφόρους υπηρέτες και, αφού ξαναδώ το σημείωμα του Καλλισθένη και συμβουλευτώ το σχεδιάγραμμα που συνοδεύει τον κατάλογο των θησαυρών, τους ζητώ να με οδηγήσουν σε μια συγκεκριμένη αίθουσα που απ’ ότι φαίνεται είναι γειτονική σε εκείνη με τα λάφυρα απ’ την Ελλάδα.
Τι ψάχνω; Αυτό στο οποίο συγκλίνουν πλέον οι μέχρι στιγμής ενδείξεις. Για να είμαι πιο συγκεκριμένος αυτό που προέκυψε ως ¨πολύ πιθανό¨ στην συζήτηση με τον Αβουλίτη, και το οποίο εντόπισε από άλλο δρόμο ο Καλλισθένης: Το γεμάτο σημασίες και εθνικούς συμβολισμούς για τους πέρσες κειμήλιο, η ανάκτηση του οποίου θα μπορούσε να είναι η αιτία της χτεσινής εισβολής στο θησαυροφυλάκιο.
Ο Καλλισθένης έπεσε σήμερα τυχαία πάνω σε ένα κείμενο σημαντικού πέρση ιστορικού της αυλής της Περσέπολης, μεταφρασμένο συνοπτικά, προφανώς ύστερα από εντολή του Ευμένη. Σε αυτό, όχι μόνο απαριθμούνται τα αντικείμενα που θεωρούνται θεμελιώδη για την ιστορική μνήμη και την εθνική συνοχή των περσών, αλλά υπάρχουν και πληροφορίες για το ακριβές σημείο της επικράτειας όπου φυλάσσονται. Μερικά από αυτά είναι εδώ, στα Σούσα. Τα σημαντικότερα στην αίθουσα που ο Ολύνθιος μου υποδεικνύει στο σημείωμά του, ζητώντας μου να τα εξετάσω και να ενισχύσω την φρούρησή τους, έτσι ώστε να αποτραπεί οποιαδήποτε απόπειρα ανάκτησής τους από τους Πέρσες.

Όλοι μαζί φτιάχνουμε μια έντονα φωτεινή σφαίρα που κινείται βιαστικά στους σκοτεινούς διαδρόμους του παλιού θησαυροφυλακίου (μερικοί πυρσοί αναρτημένοι στους τοίχους, αναμμένοι για λόγους ασφάλειας, προσθέτουν εδώ κι εκεί χαμηλές ανεπαρκείς ανταύγειες).
Φτάνουμε στη ζητούμενη αίθουσα. Η θύρα που την χωρίζει απ’ τον διάδρομο, φτιαγμένη από βαρύ και γερό ξύλο, είναι καλογυαλισμένη και αντανακλά το δυνατό φως των φανών μας.
Ο κλειδούχος αξιωματικός την ανοίγει. Οι δύο οπλίτες αφού διαπιστώσουν ευσυνείδητα ότι δεν υπάρχει κανείς μέσα και ότι δεν υπάρχει άλλη είσοδος, στήνονται εκατέρωθεν της πόρτας, σημάδι ότι το χθεσινό μας πάθημα έχει ήδη αυξήσει την επαγρύπνηση της φρουράς. Οι υπηρέτες αναρτούν τους λαμπερούς δαυλούς στους τοίχους και ανάβουν κι εκείνους που ήδη υπάρχουν εκεί.
Το εσωτερικό είναι πολυτελές. Τα αντικείμενα δεν είναι πολλά, αλλά είναι όλα τοποθετημένα πάνω σε βωμούς ή αναλόγια, με τρόπο ώστε να εξαίρεται η σημασία που τους αποδίδουν οι πέρσες. Μου κάνει εντύπωση ότι υπάρχουν ελάχιστα αγάλματα -ένα δύο, βασιλιάδες ή θεοί, που αν κρίνω από τον τρόπο που αντανακλούν το φως, είναι χρυσά- αλλά οι τοίχοι κοσμούνται από αρκετές ανάγλυφες παραστάσεις γενειοφόρων πολεμιστών και σχηματικών λεόντων. Με μια πρώτη ματιά τριγύρω, εντοπίζω ένα περίτεχνο τόξο, μια μεγάλη αμυγδαλόσχημη ασπίδα, -πιθανώς λάφυρο, μια που δεν έχω δει τέτοιες μέχρι στιγμής στην Ασία, μία κυρτή σπάθα στολισμένη με πολύτιμα πετράδια, μια πέτρινη πλάκα όπου βρίσκεται χαραγμένο κάποιο κείμενο, έναν αρχαίο ξύλινο θρόνο χωρίς τίποτα το πολύτιμο πάνω του…

Αναζητώ ενστικτωδώς κάποια επίπεδη ελεύθερη επιφάνεια όπου να ακουμπήσω τις γραφές ώστε να μπορέσω να συμβουλευτώ τον πίνακα με τα περιεχόμενα της αίθουσας. Πράγματι, βρίσκω μία, δυο βήματα μπροστά μου, στο κέντρο της αίθουσας και κάνω να τοποθετήσω τους παπύρους πάνω της, αλλά σταματάω απότομα… γιατί συνειδητοποιώ ότι η επιφάνεια αυτή δεν θα έπρεπε να είναι κενή.
Φωνάζω να μου φέρουν ένα από τα δυνατά φανά
ρια και να εστιάσουν πάνω της. Την παρατηρώ προσεκτικά. Κάτω από το έντονο φως τα σημάδια είναι εμφανή: το λεπτό στρώμα σκόνης που καλύπτει την εν λόγω επιφάνεια είναι λιγότερο έντονο στο κέντρο, σχηματίζοντας έτσι έναν κύκλο με μια σπιθαμή διάμετρο. Τριγύρω υπάρχουν χαρακιές πάνω στη σκόνη που δε μπορεί παρά να είναι πρόσφατες. Ακουμπώ τα έγγραφα χάμω και γονατίζω για να τα εξετάσω προσεκτικότερα. Δεν δυσκολεύομαι πολύ να εντοπίσω το αντικείμενο που λείπει. Πρόκειται για μία τιάρα. Και αν μπορώ να εμπιστευτώ την κακογραφία της βιαστικής μετάφρασης πρόκειται για το αυτοκρατορικό στέμμα ενός από τους βασιλείς που έφεραν το όνομα Αρτα
ξέρξης. Και όχι μόνο. Εδώ γράφει ότι δίπλα στην τιάρα πρέπει να βρίσκεται το αυτοκρατορικό ξίφος του ίδιου βασιλέα. Ανασηκώνομαι και παρατηρώ ότι όντως, δίπλα στη βάση όπου θα έπρεπε να είναι τοποθετημένος ο βασιλικός πίλος, υπάρχει μια λεπτή μεταλλική κατασκευή που πρέπει να στήριζε όρθιο ένα περσικό σπαθί. Το όπλο λείπει επίσης.
Μαζί με τον κλειδούχο και έναν φανοφόρο υπηρέτη κατευθύνομαι προς την μεγάλη ξύλινη είσοδο. Εξετάζω προσεκτικά τον μηχανισμό που την αμπαρώνει. Δεν υπάρχουν ορατά ίχνη βίαιης παραβίασης. Εάν οι εισβολείς μπήκαν στην αίθουσα από εδώ διέθεταν το κατάλληλο κλειδί, πιθανότατα και τις κατάλληλες διασυνδέσεις με κάποιους από τα ανάκτορα.
Επιστρέφω στην αίθουσα και αρχίζω να συγκρίνω προσεκτικά τα περιεχόμενα του κατάλογου με τα εκθέματα που έχουν απομείνει. Εκ πρώτης όψεως δεν φαίνεται να λείπει τίποτα άλλο.
Ω μα τους παράξενους ντόπιους θεούς! Όλα αυτά δίνουν εξηγήσεις αλλά και δημιουργούν νέα ερωτηματικά.
Μας επιτέθηκαν όντως πέρσες οπλίτες. Οι εισβολείς δεν ήταν μόνο οι δύο που εξουδετερώσαμε. Αυτοί, είτε επειδή έτυχε να πέσουν πάνω στον Καλλισθένη τη στιγμή που έβγαινε από την Αίθουσα των Ελλήνων, είτε επειδή ακούγοντας τις φωνές μας θέλησαν να προστατέψουν την ολοκλήρωση της επιχείρησης, μας επιτέθηκαν με τη γνωστή κατάληξη. Σκοπός των εισβολέων ήταν να οικειοποιηθούν δύο τουλάχιστον βασιλικά κειμήλια και απ’ ότι φαίνεται τα κατάφεραν. Κάποιος ή κάποιοι απ αυτούς διέφυγαν παίρνοντας μαζί τους την προσχεδιασμένη λεία. Για τους λόγους που ενδεχομένως οδήγησαν σε αυτή την επιχείρηση, η αληθοφανέστερη εξήγηση που διαθέτουμε είναι εκείνη που μου έδωσε πριν λίγες ώρες ο Αβουλίτης: Τα σύμβολα θα χρησιμέψουν στη νομιμοποίηση κάποιας ανταρσίας κατά του Δαρείου.
Το πώς μπήκαν στο καλά φρουρούμενο θησαυροφυλάκιο και πως διέφυγαν στη συνέχεια εξακολουθεί να παραμένει άγνωστο.

Σκέφτομαι ότι αύριο, αφού ενημερώσω τον Καλλισθένη για τις σημερινές εξελίξεις, καθώς και για το πόσο εύστοχη ήταν η δική του ανακάλυψη και αφού ακούσω τις απόψεις και τις οδηγίες του, θα πρέπει να συναντηθώ ξανά με τον φρούραρχο και τον πολιούχο. Να δούμε εάν ανακάλυψαν κι αυτοί κάτι και εάν τα τυχόν ευρήματά τους επιβεβαιώνουν ή δυσχεράνουν τις υποθέσεις μου. Για ‘μενα, πάντως η σημερινή μέρα έχει ήδη αποδώσει περισσότερα από όσα περιμένα.
Προς στιγμήν αισθάνομαι να με περιτριγυρίζει, έτοιμο να επιτεθεί, ένα κύμα κούρασης και αποφασίζω ότι μπορώ επιτέλους να επιστρέψω στη βάση μου.
«Ας μαζέψουν τα φανάρια. Τελειώσαμε, για την ώρα», λέω στον αξιωματικό.
Θα ήθελα. Να τελειώναμε εδώ αυτή την μακριά μέρα. Όμως, προφανώς, δεν τελειώσαμε ακόμα. Το αυτί μου πιάνει κάτι άλλο, όχι ευκρινές, αλλά αταίριαστο με τις ψιθυριστές κουβέντες των υπηρετών. Το αυτί μου ή το μάτι μου;
«Ησυχία» προστάζω και περιφέρω το βλέμμα μου στην περίμετρο της αίθουσας.
Δεν είμαι εντελώς σίγουρος αλλά έχω την εντύπωση ότι το βαρύ υφαντό παραπέτασμα που καλύπτει το εσωτερικό μιας κόγχης όπου φιλοξενείται το αργυρό (εξαμβλωματικό) ομοίωμα ενός ντόπιου δαίμονα κινήθηκε ελαφρά. Τραβάω το ξίφος μου και κάνω νόημα στον αξιωματικό να με μιμηθεί χωρίς να κάνει φασαρία. Πλησιάζω όσο μπορώ πιο αθόρυβα την κόγχη. Ο πειρασμός να μπήξω το σπαθί μου στο ύφασμα που όντως κινείται, έστω κι αν πρόκειται να καρφώσω έναν πέρση ποντικό, είναι υπαρκτός. Όμως συγκρατιέμαι. Δεν ξέρω τι μπορεί να βρίσκεται εκεί πίσω, αλλά αν αυτό το υποθετικό ον μιλάει (και οι ήχοι που έχουν φτάσει στ’ αυτιά μου μοιάζουν κάπως με ανθρώπινο αγκομαχητό), θέλω να τα πούμε για λίγο πριν αποδημήσει. Δεν ξέρω επίσης αν μπορεί να συγκρατηθεί και ο κλειδούχος αξιωματικός που έχει σηκώσει το ξίφος του, όχι απλώς απειλητικά, αλλά για να πάρει την απαιτούμενη φόρα που θα του επιτρέψει να τρυπήσει το παραπέτασμα μαζί με όποιον κρύβεται πίσω του.
«Στάσου», του φωνάζω και αρπάζω τον βραχίονά του, καθώς, ταυτόχρονα, ακούγεται καθαρά η ακόλουθη φράση:
«Φωναί! Αι φωναί ελληνικαί ομοιάζουν. Πιπιθανότατον της των θεών ευνοίας τυγχάνομεν, ω Οίνον -Εκράτα!»

(συνεχίζεται, στο επόμενο: Οι υπόγειες διαδρομές του Οινοκράτη)
Posted by vnottas στο 22 Ιανουαρίου, 2016
Κεφάλαιο ενδέκατο: Όπου το δίδυμο των ερασιτεχνών ανιχνευτών καταλήγει στο υποχθόνιο τμήμα των Σούσων

Ο Οινοκράτης και ο Χοντρόης, μασουλώντας με βουλιμία φανατικού πιστού το ευλογημένο άρτυμα που προμηθεύτηκαν από τους μικροπωλητές στο προαύλιο (κάτι σαν μαλακό τυρί αλειμμένο σε μια άζυμη πίτα), ανηφορίζουν την εξωτερική μνημειακή κλίμακα και εισέρχονται στο ψηλοτάβανο πρώτο πάτωμα του πολυώροφου Ναού του Μαρδούκ.
Ο Οινοκράτης θέλει να μαζέψει κι άλλες πληροφορίες γι αυτό το παράξενο συγκρότημα κτιρίων όπου -είναι πλέον πεισμένος- εξυφαίνεται κάτι σκοτεινό και συνωμοτικό. Θέλει να εξακριβώσει με ποιο τρόπο ο ναός επικοινωνεί εσωτερικά με τα υπόλοιπα κτίσματα, σε κάποιο από τα οποία πρέπει να έχουν μαζευτεί εκείνοι που τρύπωσαν μέσα από την παράπλευρη ελεγχόμενη είσοδο: ο Άρπαλος και οι σωματοφύλακές του, ο γραμματικός του Ανάξαρχου, καθώς και άλλοι που ίσως, εξ αιτίας της σκοτεινιάς του δειλινού και του πλήθους των επισκεπτών του παρακείμενου ναού, δεν κατάφερε να αναγνωρίσει. Και, σε κάθε περίπτωση, θέλει η αποψινή αναφορά του στον Εύελπι να διανθίζεται με τα κατάλληλα στοιχεία που θα κάνουν τις περιγραφές του πιο ακριβείς, ζωντανές και ενδιαφέρουσες.
Φαίνεται ότι οι πιστοί των θεοτήτων της Βαβυλώνας στα Σούσα είναι πολλοί, γιατί ο πρώτος όροφος του ναού, παρά το μεγάλο του μέγεθος, έχει ήδη αρχίσει να γεμίζει. Στο κέντρο της αίθουσας, πάνω από τα κεφάλια των πιστών (που δεν έχουν πάψει να ψέλνουν, άλλοι μουρμουριστά, άλλοι μασουλώντας και άλλοι με μεράκι επαγγελματία αοιδού) υψώνεται το άγαλμα του γενειοφόρου, ροπαλοφόρου και φτερωτού Μαρδούκ, απεικονισμένου ύστερα από κάποια δύσκολη μάχη, ενώ τριγύρω τού κάνουν παρέα οι απεικονίσεις άλλων θεών, προφανώς από το ίδιο θεϊκό βαβυλωνιακό σόι. Στο βάθος διακρίνονται οι σκάλες που, προερχόμενες από τα έγκατα του κτίσματος, οδηγούν στους πιο πάνω ορόφους (και αντιστρόφως).
Σε μια στιγμή, το πλήθος παύει τον ψαλμό, καθώς στην υπερυψωμένη εξέδρα που έχει στηθεί κάτω από το άγαλμα του Μαρδούκ ανεβαίνουν τρεις ρασοφόροι ιερωμένοι, ο ένας απ’ τους οποίους, εκείνος που κρατάει μια γκλίτσα ψηλότερη απ’ το μπόι του, ανοίγει διάπλατα τα χέρια και αρχίζει να απαγγέλει δυνατούς ακατανόητους ήχους, που επαναλαμβάνουν πρώτα οι συνοδοί του και μετά όλο μαζί το εκκλησίασμα. Οι δύο λαθραίοι πιστοί τους μιμούνται ανοιγοκλείνοντας τα στόματά τους όσο μπορούν πιο πειστικά, ενώ παράλληλα προωθούνται στο εσωτερικό του κτίσματος παρατηρώντας δεξιά κι αριστερά τον χώρο.

«Αυτές οι πλαϊνές πύλες βγάζουν σίγουρα στο εσωτερικό του συγκροτήματος, αλλά εάν βγούμε από εκεί θα μας εντοπίσουν σίγουρα», λέει στο αυτί του Χοντρόη ο Οινοκράτης. «Ίσως εκείνες οι σκάλες στο βάθος να οδηγούν σε κάποιο πιο ασφαλές υπόγειο πέρασμα. Πάμε να ρίξουμε μια ματιά. Σιγά σιγά…»
Κάνουν να προχωρήσουν προς το βάθος της αίθουσας, αλλά δεν έχουν διανύσει παρά ένα μικρό τμήμα της απόστασης που τους χωρίζει από τις σκάλες, όταν ο Μαγκουροφόρος ιερέας βγάζει μια οξεία παρατεταμένη κραυγή, που τους τρομάζει και τους ακινητοποιεί.
Όμως δεν πρόκειται παρά για μια συνθηματική ιαχή, εγκεκριμένη και συμφωνημένη με τον εν λόγω θεό, γιατί και σ’ αυτόν, όπως και σε πολλούς άλλους θεούς αρέσουν τα συνθήματα, τα παρασυνθήματα, καθώς και τα νεύματα (σημεία) αλληλο- αναγνώρισης. Πράγματι στο άκουσμα της κραυγής, όλοι οι εκκλησιαζόμενοι ομού και χωρίς εξαιρέσεις κάνουν την εξής χαρακτηριστική κίνηση, ο συμβολισμός της οποίας είναι προφανής. Ανασηκώνουν το αριστερό χέρι ως το ύψος της μύτης τους και εισπνέουν βαθειά, γιατί μόνον έτσι μπορούν να έχουν επαφή με την οσμή της πλάσης και να δηλώσουν (αλληγορικά) ότι όχι μόνο την ανέχονται και την εγκρίνουν, αλλά και ότι τους αρέσει σφόδρα. Μετά κατεβάζουν (το χέρι) ως το κέντρο της κοιλιακής χώρας την οποία και πιέζουν με τον δείκτη. Αυτή η κίνηση συμβολίζει ότι ο θεός τους μπορεί μεν να είναι γενειοφόρος και εκ πρώτης όψεως αρσενικός, αλλά επειδή ακριβώς είναι θεός μπορεί να δημιουργεί, να φτιάχνει και να γονιμοποιεί από μόνος του, χάρη στη Θεία Κοιλιά του (ένα απλούστερο ομοίωμα της οποίας είχε την καλοσύνη να χαρίσει και στα θηλυκά θνητά δημιουργήματά του).
Μετά το χέρι κατεβαίνει προς το υπογάστριο, και ενώ τα δάκτυλα και η παλάμη σχηματίζουν μία δράκα (χούφτα), το ανασηκώνουν ελαφρά και συμβολικά (το υπογάστριο μαζί με ό, τι βρουν εκεί). Αυτή είναι η πιο μυστηριακή από τις φάσεις της Συμβολικής Κίνησης, για την ερμηνεία της οποίας ερίζουν διάφορες ερμηνευτικές ιερατικές σχολές. Υπάρχουν οι καθησυχαστικές και οι αποκαλυπτικές εκδοχές, καθώς και μία εσωτεριστική που απαγορεύει κάθε ανάλυση της τελικής φάσης του καθ-ιερωμένου νεύματος, για λόγους που, ακριβώς επειδή είναι μυστικιστικοί, δεν μπορούν να αποκαλυφθούν παρά σε μυημένους υψηλής πιστότητας και κατοχυρωμένης προέλευσης.
Το νεοϊδρυθέν δίδυμο της παραλλαγμένης εξερευνητικής δράσης καταλαμβάνεται εξαπίνης. Η συλλογική χορογραφική κίνηση του εκκλησιάσματος είναι τόσο αυθόρμητη, αλλά και τόσο άρτια συντονισμένη, που δεν προλαβαίνουν να σκαρώσουν παρά μια ανεπιτυχή προσομοίωσή της, με αποτέλεσμα οι διπλανοί να τους ρίξουν βλέμματα ερωτηματικά έως δυσαρεστημένα του τύπου : Αχ αυτοί οι νεόφυτοι! Δεν θα έπρεπε να τους επιτρέπουν τη συμμετοχή στις τελετές πριν μάθουν καλά το τελετουργικό.

Δεν έχουν άδικο. Οι δύο δεν κατανόησαν αρκετά το προσωπικό ομολογητικό περιεχόμενο του Νεύματος και έτσι, αντί να το εφαρμόσουν σε πρώτο (νοηματικό) πρόσωπο, δηλαδή στον εαυτό τους, πήγαν να το εφαρμόσουν ο ένας στον άλλο. Έτσι, ο μεν άτσαλος Χοντρόης παραλίγο να βγάλει το μάτι του Οινοκράτη, μια που δεν κατάφερε να βρει τη μύτη του με την πρώτη, ενώ αυτός ο τελευταίος κατά τη διάρκεια της προσομοίωσης της τρίτης φάσης του νεύματος προκάλεσε στον Χοντρόη οξύτατο πόνο στις κάτω κοιλιακές χώρες, με αποτέλεσμα ο Ασιάτης να κοκκινίσει ως βρασμένο τεύτλο και να χοροπηδήσει ως (παχουλό) ερίφιο σε κατηφόρα ορεινής περιοχής.
Ευτυχώς ο αρχιερέας εκπέμπει την κραυγή που σημαίνει ¨τέρμα τα νεύματα¨ και το πλήθος ηρεμεί, ενώ οι δύο καταφέρνουν να προωθηθούν ακόμη λίγο προς τα ενδότερα. Πριν προλάβουν όμως να πάρουν μια ανάσα, ο ένας από τους συνοδούς του ραβδούχου ιερέα θέλει να πει κι αυτός κάτι, δικό του, και το λέει με μια κοφτή λαρυγγώδη φράση. Σε απάντηση το εκκλησίασμα βγάζει από τα θυλάκιά του ένα είδος μαύρης κονκάρδας και καθένας την στερεώνει στο στήθος του.
Ο Οινοκράτης προσπαθεί να καταλάβει τι ακριβώς είναι αυτό το μαύρο πράγμα και, παρατηρώντας καλλίτερα τους πλαϊνούς του, αναγκάζεται (όχι χωρίς έκπληξη) να παραδεχτεί ότι πρόκειται για μια κεραμική καρφίτσα που αναπαριστά ένα είδος μαύρης κατσαρίδας. Μερικοί μάλιστα (με πιο φανατική φάτσα) έχουν αναρτήσει στο στήθος τους μια πραγματική μεγάλη μαύρη αποξηραμένη κατσαρίδα. Ο Οινοκράτης φυσικά αγνοεί το πραγματικό νόημα του συμβόλου, και για αυτό, αφού πρώτα προσπαθεί να σκεφτεί πού θα μπορούσε να βρει κάτι το μαύρο για να το βάλουν στο στήθος τους και αφού πειστεί ότι κάτι τέτοιο είναι αδύνατο, κάνει νόημα στον Χοντρόη ότι το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι να εγκαταλείψουν αμέσως την αίθουσα. (Για την πληρότητα της παρούσας αφήγησης, ας σημειώσουμε ότι η ανάρτηση στο στήθος ενός είδους μαύρης κανθαρίδας, είχε να κάνει με το προφητικό μέρος της εν λόγω λατρείας και υποδήλωνε ότι οι πιστοί δεν θα αλλαξοπίστηζαν, αλλά θα παράμεναν αφοσιωμένοι στον θεό τους, ακόμη και εάν εκείνος στην επόμενη απόπειρα δημιουργίας διάλεγε ως εκλεκτό και προνομιούχο πλάσμα το συμπαθές αυτό οικόσιτο έντομο).
Όμως οι εξελίξεις εμποδίζουν ακόμη μια φορά τους ελιγμούς του Οινοκράτη. Δηλαδή, συμβαίνουν δύο πράγματα: Από την αριστερή (μπαίνοντας) παράπλευρη πύλη αρχίζει να εισέρχεται στο ναό μια πομπή αποτελούμενη από (κι άλλους!) ιερείς, (κάποιους) κουκουλοφόρους και (καλοθρεμμένα) τετράποδα μηρυκαστικά -προφανώς ετοιμάζεται κάποια θυσία-, ενώ ταυτόχρονα όλες οι άλλες πύλες κλείνουν και μπροστά τους παρατάσσονται σωματώδεις ένοπλοι.
«Στις σκάλες», σφυρίζει ο Οινοκράτης στον Χοντρόη και, κρατώντας τα χέρια χιαστί μπροστά στο στήθος τους ώστε να μην είναι άμεσα ορατή η έλλειψη του μαύρου εμβλήματος, προχωρούν προς το κλιμακοστάσιο, το φτάνουν, και βλέπουν με ανακούφιση ότι δεν υπάρχει εκεί κάποιος φρουρός που να εμποδίζει την κάθοδο (αυτή τους ενδιαφέρει, άλλωστε η μόνη εναλλακτική κατεύθυνση, η άνοδος, όπως θα μάθει αργότερα ο Οινοκράτης, είναι παγιδευμένη και τα κλειδιά που εξουδετερώνουν τις παγίδες είναι γνωστά μόνο στους μυημένους βαθμού ανάλογου με το ύψος του ορόφου. Εκείνοι που μπορούν να φτάσουν στην τελευταία εσοχή του κλιμακωτού τεμένους είναι ελάχιστοι).
Καθώς λοιπόν οι πιστοί είναι προσηλωμένοι στην εισερχόμενη πομπή, οι δύο κατεβαίνουν, όσο πιο αδιάφορα αλλά και σβέλτα μπορούν, τα πέτρινα σκαλοπάτια.

Φτάνουν στο επόμενο πλατύσκαλο και βρίσκονται σε έναν επίπεδο χώρο όπου διασταυρώνονται δύο υπόγειοι διάδρομοι, ενώ η σκάλα συνεχίζει απτόητη την κάθετη πορεία της προς τα μυστηριωδέστερα βάθη του τεμένους. Η αίσθηση του προσανατολισμού που δεν λείπει από τον Οινοκράτη, του υπαγορεύει να ακολουθήσει τον διάδρομο προς τα αριστερά, γιατί προς τα ‘κει πρέπει να βρίσκεται η πύλη απ’ την οποία έχουν μπει στο συγκρότημα ο Άρπαλος και οι άλλοι. Προχωρούν λοιπόν αριστερά.
Το τμήμα της υπόγειας σήραγγας όπου θα βρεθούν τώρα δεν είναι, όπως θα περίμενε κανείς, χαμηλοτάβανο, υγρό και σκοτεινό. Κάθε άλλο. Είναι μια καλοφωτισμένη υπόγεια στοά που ενώνει τον ναό με κάποιο άλλο επίσης σημαντικό σημείο του συγκροτήματος. Επομένως είναι πολύ πιθανόν να κυκλοφορεί κόσμος εκεί κάτω και ως εκ τούτου, οι δύο ερασιτέχνες ανιχνευτές είναι υποχρεωμένοι να εγκαταλείψουν το κλεφτό γρήγορο βάδισμά τους και να προσποιηθούν την πιο αργή και σίγουρη κίνηση κάποιου που ανήκει στο περιβάλλον και ξέρει που πάει.
Φαίνεται ότι τα καταφέρνουν αρκετά καλά, γιατί αυτό το άνετο ύφος δεν θα αργήσει να αποδώσει όταν, ύστερα από λίγο, βρίσκονται στη ρίζα μιας άλλης σκάλας και, πριν προλάβουν να αντιδράσουν, βλέπουν να την κατεβαίνει διστακτικά ένας νεαρός υπηρέτης με ένα δίσκο στο χέρι. Πράγματι, αυτός ο τελευταίος τους απευθύνει το λόγο με ύφος παρακλητικό και σε μια περσική που ακόμη και ο Οινοκράτης καταλαβαίνει ότι δεν είναι η μητρική του γλώσσα.
«Τι λέει;» ρωτάει ανάμεσα στα δόντια του τον Χοντρόη.
Επίσης σφυριχτά, ο Πέρσης τον πληροφορεί ότι ο υπηρέτης θέλει να μάθει αν έχουν την καλοσύνη να του πουν πού ακριβώς είναι η συγκέντρωση, γιατί του ο αφέντης του παράγγειλε κάτι, αλλά αυτός εδώ χάθηκε.
Ο Οινοκράτης κορδώνεται: «Παίξε το σκληρός και ρώτα τον ποιος είναι ο αφέντης του».
Ο Χοντρόης προσπαθεί να κάνει την φωνή του πιο ζόρικη και καταφέρνει να την κάνει πιο τσιριχτή. Ο υπηρέτης απαντά, χωρίς αντιρρήσεις, ότι είναι στην υπηρεσία του Βαβυλώνιου ιερέα και λογίου Μαρτούκη, ή κάπως έτσι.
«Ρώτα τον αν ο αφέντης του είναι στη συγκέντρωση της Ιερής Εποπτικής Επιτροπής ή στην άλλη»
«Δε ξέρω τίποτα για Ιερή Επιτροπή, σίγουρα είναι στην άλλη. Στην άλλη!», απαντά ο υπηρέτης. «Σε εκείνη που συμμετέχουν Βαβυλώνιοι και Έλληνες», συμπληρώνει εξυπηρετικός.
Ο Χοντρόης μεταφράζει το κατά δύναμιν και στο πρόσωπο του Οινοκράτη απλώνεται ένα χαμόγελο ικανοποίησης
«Στείλε τον τώρα να κάνει μια μεγάλη βόλτα στα επάνω, όχι, καλύτερα στα κάτω-κάτω πατώματα!»
Πράγματι ο Στρουμπουλός με μια επίδειξη μιμικής και γλωσσικής πειστικότητας καταφέρνει να στείλει τον υπηρέτη στη σκάλα που είχαν οι ίδιοι κατεβεί πριν λίγο, αυτή που κατεβαίνει ακόμα πιο κάτω, προς τα μυστηριώδη βάθη του ναού.

Το χαμόγελο στο πρόσωπο του πολυμήχανου Οινοκράτη καθώς παρακολουθεί τον νεαρό να απομακρύνεται στην υπόγεια στοά δεν έχει ακόμη σβήσει, και στο μυαλό του έχει ήδη αρχίσει να σχηματίζεται το σκαρίφημα των αμέσως προσεχών τους ενεργειών. Με δυο λόγια πρέπει: να βρουν και να πλησιάσουν την αίθουσα αυτής της επιβεβαιωμένης πλέον ¨συγκέντρωσης¨, να δουν ό, τι είναι να δουν, ν’ ακούσουν ό, τι είναι να ακούσουν και μετά να την κάνουν για το σπίτι με τον γαλατικό τρόπο, δηλαδή στη ζούλα και χωρίς να τους πάρει χαμπάρι κανένας .
Πρώτα όμως πρέπει να επιλέξει αν θα μείνουν στα υπόγεια ή αν θα πρέπει να ανεβούν τη σκάλα απ’ όπου κατέβηκε ο νεαρός υπηρέτης. Καταλήγει ότι, όσο συνωμοτική κι αν είναι αυτή η ¨συγκέντρωση¨ μάλλον δεν θα την έχουν θάψει εδώ κάτω και ότι, ούτως η άλλως, καλό είναι να μη παγιδευτούν στην υποχθόνια περιοχή, αλλά να πλησιάσουν την επιφάνεια και την ενδεχόμενη έξοδο. Κάνει λοιπόν νόημα στον Χοντρόη δείχνοντάς του με το δείκτη προς τα πάνω. Ωστόσο, πριν αυτός προλάβει να ανταποκριθεί, βαριά ρυθμικά βήματα ακούγονται από τον πάνω όροφο.
«Ώχ!» κάνει ο Οινοκράτης και αλλάζοντας κατεύθυνση, εγκαταλείπει τη σκάλα και, τραβώντας τον Χοντρόη από την άκρη της ρόμπας του, κατευθύνεται όσο πιο γρήγορα μπορεί προς την άλλη, την τελείως άγνωστη και, από ένα σημείο και μετά, σκοτεινή άκρη του διαδρόμου.
«Τι εισ’ εσύ, εκεί κατ’» φωνάζει σε παραφθαρμένη περσική ένας ψηλός ένοπλος, που μαζί με άλλους τρεις εμφανίζεται στην κορυφή της σκάλας. Οι δύο παρείσακτοι βρίσκονται λίγα μέτρα πριν από το σκοτεινό τμήμα της στοάς, και επιταχύνουν, ωστόσο ο εξοικειωμένος πλέον μεταφραστής Χοντρόης δεν παραλείπει να απαντήσει στο ίδιον ιδίωμα: «Έκτακτον Προσωπιπικόν! Δια τας ανάγκας της συγκεντρώσεως!»

Φτεροπόδαροι σαν τον Ερμή, οι δύο τρέχουν. Για ένα διάστημα ο διάδρομος φωτίζεται αμυδρά από σποραδικούς πυρσούς, αλλά οι δύο φυγάδες, καθώς πίσω τους αντηχούν τα τρεχαλητά των διωκτών τους, προτιμούν ενστικτωδώς το σκοτάδι. Ευτυχώς, ακόμα και στο σκοτεινό τμήμα η σήραγγα διακλαδώνεται, άρα η διαδρομή γίνεται πραγματικός λαβύρινθος όπου υπάρχει η πιθανότητα να ξεφύγουν. Πράγματι, μετά μερικά στάδια αδιάκοπου τρεχαλητού, οι ήχοι πίσω τους εξασθενούν και εξαφανίζονται.
«Σταμάτα να πάρουμε μια ανάσα», λέει ο (πάντα προνοητικός) Οινοκράτης και αφού βγάλει και πετάξει τη ντόπια χλαμύδα, ψάχνει στα θυλάκια του ιδρωμένου ιμάτιού του, απ’ όπου βγάζει έναν μικρό πυρόλιθο. Με την βοήθεια της πυρογόνου πέτρας ανάβει έναν δαυλό που αποσπά από τον τοίχο του διαδρόμου. «Το θέμα είναι τώρα να βρούμε μια έξοδο στην επιφάνεια. Πρέπει πλέον να έχουμε απομακρυνθεί αρκετά από τον περίβολο του συγκροτήματος».
«Άνω διέξοδον ουκ είδον. Μηδέ ετέραν», παρατηρεί ο Χοντρόης.
«Ωστόσο, η στοά είναι ανηφορική, αυτό θα το κατάλαβες υποθέτω. Όπου να ‘ναι πρέπει να μας βγάλει έξω. Πέτα τη χλαμύδα που αγοράσαμε για να μη σε δυσκολεύει και ξεκινάμε».
Ξαναξεκίνούν. Πράγματι ο υπόγειος διάδρομος έχει γίνει αισθητά ανηφορικός∙ και όχι μόνο. Σε λίγο συνάντούν σκάλες… και έπειτα κι άλλες σκάλες…
«Τούτο δυσνόητον εστί. Εν τοιάυτη ανόδω ευρισκόμενοι, εν τη πιπιφανεία καταφθάσαντες προ πολλού δει εσόμενοι!», παρατηρεί αγκομαχώντας έντονα ο Κυκλικός Δρομέας.
Ο Οινοκράτης σταματάει προς στιγμήν και, κουνώντας το σγουρόμαλλο καταϊδρωμένο κεφάλι του, αποφαίνεται: «Εκτός… Μα ναι! Ξέρεις που βρισκόμαστε τώρα Χοντρόη; Στα έγκατα της υπερυψωμένης Ακρόπολης. Πιθανότατα κάτω από τα περσικά ανάκτορα. Πες στους θεούς σου να βάλουν κι αυτοί ένα χέρι να βρούμε διέξοδο, και μάλιστα βγαίνοντας να αντικρύσουμε φιλικά πρόσωπα που να μη μας θεωρήσουν εισβολείς και μας επιτεθούν».
Αφού διανύσουν ένα ακόμη απροσδιόριστο τμήμα της στοάς και αφού σκαρφαλώσουν λαχανιασμένοι ακόμη μερικές ανοδικές κλίμακες, ο Οινοκράτης ξαφνικά σταματά και σβήνει τον δαυλό που ακόμη φέγγει ασθενικά. «Ναι δεν έκανα λάθος, σε εκείνο το σημείο απέναντι υπάρχει αχνό φως», αποφαίνεται.
Πλησιάζουν το σημείο όπου, από κάποια αδιόρατη πηγή, εκπέμπονται οι ασταθείς ανταύγειες μιας φλόγας. Πλησιάζουν και, περισσότερο μέσω της αφής παρά οπτικά, διαπιστώνουν ότι εκεί υπάρχει ένα πρόσφατο ρήγμα στον τοίχο. Πιθανόν μια παλιά εντοιχισμένη πόρτα που πρόσφατα γκρεμίστηκε και, πίσω από το άνοιγμα, αντηχούν κάποιοι δυσδιάκριτοι ήχοι.
Οπότε ο Χοντρόης θα είναι ο πρώτος που θα ανακράξει:
«Φωναί! Αι φωναί ελληνικαί ομοιάζουν. Πιπιθανότατον της των θεών ευνοίας τυγχάνομεν, ω Οίνον -Εκράτα!»

Posted by vnottas στο 5 Φεβρουαρίου, 2016
Κεφάλαιο δωδέκατο
Όπου η ημέρα τελειώνει, ο Εύελπις επιστρέφει στο κατάλυμά του και ο Οινοκράτης ταξιδεύει στο βασίλειο της Λήθης

Δεν έχω χρόνο να σημειώσω λεπτομερώς τα όσα συνέβησαν σήμερα. Ας πω μόνον ότι αισθάνομαι ικανοποιημένος, γιατί έγιναν αποφασιστικά βήματα για να διαλευκανθεί η υπόθεση της εισβολής στο θησαυροφυλάκιο. Και όχι μόνο. Έχουν προκύψει κι άλλα πράγματα, άλλες πληροφορίες, τη σημασία των οποίων πρέπει να κρίνει ο προϊστάμενός μου.
Υπάρχουν πλέον αρκετά στοιχεία κι εγώ πρέπει τώρα να τα καταγράψω μαζί με τα βασικά συμπεράσματα. Αύριο, αφού πάρω την έγκριση του Καλλισθένη, πρέπει να στείλω συνεκτική αλλά σαφή έκθεση των γεγονότων προς το συμβούλιο των εταίρων στην Περσέπολη, μέσω του Ευμένη. Αυτού του τύπου οι αναφορές καλό είναι να γίνονται χωρίς χρονοτριβή. Αλλιώς ελλοχεύει πάντα ο κίνδυνος να κατηγορηθείς ότι καθυστερείς εσκεμμένα και άντε μετά να ξεμπλέξεις… (είναι πια επιβεβαιωμένο ότι οι καλοθελητές δεν λείπουν).
Έδωσα ήδη εντολή στον Ευρυμέδοντα να είναι έτοιμος για αναχώρηση αύριο κιόλας, νωρίς το πρωί.
Όμως δε μπορώ να εμποδίσω μια συνεπαγόμενη σκέψη που αναδύεται και με αναστατώνει: αυτό σημαίνει ότι θα επιστρέψει στη Περσέπολη και η μικρή ακόλουθος. Όχι πως με ενδιαφέρει το διασκεδαστικό Πουλχερίδιον, αλλά η εσπευσμένη επιστροφή της σημαίνει ότι πρέπει να γράψω με διαύγεια, με πειστικότητα, με αγάπη, αλλά και με ευγνωμοσύνη στην Θαΐδα. Απόψε.
Θα ‘θελα να είμαι πιο ξεκούραστος. Θα ‘θελα να μπορώ να έχω χρόνο για να εκφράσω πειστικά ένα σωρό συναισθήματα και αποχρώσεις που ακόμη δεν έχω βάλει σε αρκετή τάξη ώστε να μπορώ να τις εξωτερικεύσω με λίγες γραπτές φράσεις. Θα ‘θελα να μπορώ να της μιλήσω από κοντά, θα ‘θελα να της μιλώ και να παρακολουθώ το ωραίο της πρόσωπο, να διαβάζω εκεί όσα τα δικά της λόγια δεν θα μου πουν. Θα ‘θελα να την κάνω να καταλάβει ότι για μένα ήταν, είναι και θα είναι σημαντική.
Ίσως θα έπρεπε όλα αυτά, απλώς, να τα έχω ήδη κάνει, καιρό πριν.
Έστω, αλλά απόψε πρέπει να της γράψω. Αμέσως μετά τη σύνταξη του σκελετού της αναφοράς.
Παρά τη κούραση, με περιμένει ξενύχτι και διαισθάνομαι ότι μόνο ο Οινοκράτης με τα θαυματουργά του αφεψήματα μπορεί να με βοηθήσει.
Ας πω με την ευκαιρία ότι σήμερα ο Οινοκράτης με εξέπληξε ακόμη μια φορά. Θετικά. Όχι, βέβαια γιατί ξεπετάχτηκε μπροστά μου μαζί με τον αστείο φίλο του μέσα στο θησαυροφυλάκιο, εκεί που δεν τον περίμενα και παρά λίγο να τον τρυπήσω με το σπαθί μου, αλλά γιατί ακόμη μια φορά αυτοσχεδίασε και πήρε πρωτοβουλίες που έφεραν αποτελέσματα. Και εδώ που τα λέμε δεν δίστασε να βάλει σε κίνδυνο τη σωματική του ακεραιότητα. Αν τον έπιαναν οι ένοπλοι του τεμένους, το λιγότερο θα τον έσπαζαν στο ξύλο, για να μη πω τι θα μπορούσε να του συμβεί αν οι σωματοφύλακες του Άρπαλου έπαιρναν χαμπάρι ότι τους παρακολουθεί. Ήταν γενναίος και κατά συνέπεια τυχερός: όχι μόνο βρήκε διέξοδο από τη φωλιά των συνωμοτών, αλλά και ανακάλυψε το σημείο από το οποίο εισέβαλαν στο θησαυροφυλάκιο οι μαυροφόροι και απ’ όπου, στη συνέχεια, απέδρασαν οι επιζήσαντες.

Τον Οινοκράτη πρέπει να τον αξιοποιήσουμε καλύτερα. Μετά το δείπνο, που ζήτησα κατ’ εξαίρεση να κάνουμε απόψε όλοι μαζί, (εγώ, οι δύο φιλοξενούμενοι, ο Οινοκράτης και ο χοντρουλός ντόπιος φίλος του) του έδωσα τα συγχαρητήριά μου για τις πληροφορίες, καθώς και για την ανακάλυψη της υπόγειας σύνδεσης του Θησαυροφυλακίου με τον λαβύρινθο του υπεδάφους. Μου απάντησε ότι στεναχωρήθηκε που δε μπόρεσε ν’ ακούσει (¨γαμώ το¨ είπε, ¨είχα και τον φίλο μου για τη μετάφραση μαζί!¨) τι έλεγαν στην περίφημη αυτή ¨συγκέντρωση¨.
Του είπα ότι αυτά που κατάφερε ήταν υπεραρκετά και τον ρώτησα πώς αλλιώς θα μπορούσα να τον ανταμείψω. Μου απάντησε πως αυτού του είδους τα καθήκοντα τα ευχαριστιέται και ότι του αρκεί να είναι μου χρήσιμος.
Ανεξάρτητα από το τι θα κάνω γι αυτόν στο μέλλον, ευτυχώς θυμήθηκα ότι υπάρχει κάτι που του αρέσει και που θα μπορούσα να του το προσφέρω άμεσα. Πήρα από το συρτάρι με τη γραφική ύλη το κλειδί που είχα κρύψει εκεί, ξεκλείδωσα το κατάλληλο φοριαμό, βρήκα τον αμφορίσκο με το προσφιλές του ντόπιο ποτό και του το επέστρεψα.
Χαμογέλασε μέχρι τ’ αυτιά και με ρώτησε αν θα ήθελα να κάνουμε μαζί μια πρόποση. Του υπενθύμισα ότι αν θέλει να τσουγκρίσουμε τους κύλικές μας, είναι προτιμότερο να μου φτιάξει κάτι που να με κρατήσει ξύπνιο. Απευθύνθηκε στους άλλους παρόντες, αλλά ατύχησε. Ο Ευρυμέδοντας και το Πουλχερίδιον εν όψει και της αυριανής τους αναχώρησης είχαν άλλα σχέδια για το υπόλοιπο της βραδιάς, ενώ ο στρουμπουλός φίλος του είχε ήδη αρχίσει να ροχαλίζει στραβοβολεμένος στην κόγχη ενός γωνιακού πάγκου.
Ο Οινοκράτης τράβηξε μια γερή γουλιά στην υγειά μου και εξαφανίστηκε στον χώρο παρασκευής εδεσμάτων για να μου ετοιμάσει το θαυματουργό του ενεργειακό ελιξίριο.
***

Εκείνο το βράδυ ο πολυπράγμονας (μεταξύ άλλων χαχομοπαραγωγός και χαχομοκαταναλωτής) Οινοκράτης ονειρεύτηκε. Ήταν κι αυτό ένα ενύπνιο κάπως περίεργο. Ιδού πως το διηγήθηκε στο Πουλχερίδιο, μόνο σ’ αυτό, όταν το ξεμονάχιασε για λίγο το επόμενο ξημέρωμα, λίγο πριν την αναχώρησή της για την Περσέπολη.
Είδα που λες Πουλχερίδιον, ότι ξύπνησα μέσα στον ύπνο μου και δε θυμόμουνα ούτε ποιος είμαι, ούτε πού είμαι, ούτε γιατί είμαι. Καλά, αυτό το τελευταίο δε το ξέρω ούτε τώρα, αλλά που θα πάει, με τόσους φιλόσοφους που συναναστρέφεται ο αφέντης μου, αργά η γρήγορα θα καταφέρω να το μάθω.
Ήμουνα που λες σ’ έναν παράξενο τόπο, ούτε θαμπό, ούτε ομιχλώδη όπως συμβαίνει συνήθως στα όνειρά μου, αλλά κατά κάποιο τρόπο υπερβολικά διαυγή, χρωματιστό και συγκεκριμένο. Κάπως σαν η πραγματικότητα να ήταν ένα τεράστιο ψηφιδωτό και να την είχε σχεδιάσει, με κάθε δυνατή λεπτομέρεια, ένας υπερβολικά επιμελής ζωγράφος με δισεκατομμύρια λαμπερές ψηφίδες.
Ήμουν σε κάτι σαν μεγάλη πλατεία. Είχε και λίγα δέντρα εδώ κι εκεί με μια πινακίδα φυτεμένη μπροστά σε καθένα απ’ αυτά∙ πρέπει να αναγραφόταν εκεί το όνομά τους, κάτι σαν επιτάφια επιγραφή, σαν να ήταν τα τελευταία του είδους τους.

Σ’ αυτόν τον κόσμο συνέβαιναν πράγματα απίθανα.
Γύρω μου κυκλοφορούσαν άνθρωποι πολλοί… ο καθένας μόνος του.
Άνθρωποι; Τι λέω; Εγώ δεν καταλάβαινα τι ήταν. Σου είπα, δε θυμόμουνα τίποτα, κενό! Η μνήμη μου ήταν σαν άμμος. Άμμος ακίνητη, όπου όσο κι αν έσκαβα δεν έβρισκα τίποτα!
Τους κοίταξα πιο προσεκτικά και μου φάνηκε πως είναι θεοί. Μόνο που δε φανταζόμουνα πως οι θεοί είναι τόσοι πολλοί! Τους είχα για λιγότερους.
Μη γελάς Πουλχερίδιον, έχω ξαναδεί θεούς στον ύπνο μου. Κάπως αλλιώτικους.
Κοίτα, αυτοί εδώ φορούσαν ρούχα πολυτελή και πολύχρωμα∙ άνδρες και γυναίκες -δύσκολο να τους ξεχωρίσεις- όλοι πάνω κάτω τα ίδια. Κι έπειτα είχαν άρματα τετράτροχα, που πήγαιναν μόνα τους, χωρίς άλογα ή άλλα ζώα… Και, άκου να δεις: αντί για άλογα μερικοί ίππευαν δύο ενωμένους τροχούς, όχι δίπλα δίπλα, όπως στα δικά μας κάρα, αλλά ο ένας τροχός μπροστά και ο άλλος πίσω! Κι όμως, μ’ ένα μαγικό τρόπο αυτές οι δίτροχες κατασκευές έστεκαν όρθιες και είχαν κι αναβάτες… Και μάλιστα έτρεχαν!

Ένα άλλο πράγμα που μου φάνηκε αλλόκοτο ήταν πως σχεδόν όλοι κρατούσαν στα χέρια τους μικρά πλατιά κυτία. Σ’ αυτά τα μικρά κυτία απευθύνονταν και μιλούσαν. Ναι, τους μιλούσαν με όλων των ειδών τις εκφράσεις: αδιάφορα, έντονα, χαμογελαστά, άγρια, εμπιστευτικά, μελιστάλαχτα, απειλητικά, κρύα, ένθερμα, με υπονοούμενα, με ζέση, με καημό, με…Τέλος πάντων μου φάνηκε ότι, αν και αυτά τα όντα μισούσαν τις συντροφιές και τις παρέες και ο ένας άφηνε τον άλλο παγερά αδιάφορο, με το κουτάκι είχαν σχέσεις συναισθηματικές!
¨Τι υποκατάστατο!¨, είπε μια φωνή μέσα μου και μετά εγώ είπα: ¨Ας είναι ο, τι θέλουν. Θα τους μιλήσω¨.
Προσπάθησα.
Δεν πήρα καμία απάντηση. Μερικοί με αντιμετώπισαν σαν να μην άξιζα καμία προσοχή, καμία σημασία. Μερικοί δε με πρόσεξαν καν. Καναδύο μου επέδειξαν το κουτάκι τους πάνω στο οποίο φωσφόριζαν κάτι διασταυρούμενες γραμμές, λες κι αυτό θα μπορούσε να απαντήσει στην απορία μου: πού είμαι; Μετά αδιαφόρησαν κι αυτοί.
Δεν ήξερα τι να κάνω Πουλχερίδιον, αλλά όπως (αν δεν ξέρεις) θα μάθεις, ο Οινοκράτης διαθέτει υπομονή και επιμονή αρκετή για να βγάζει πέρα όταν είναι ξύπνιος∙ σκέψου τι μπορεί να κάνει όταν ονειρεύεται!
Σκέφτηκα ότι αυτοί εδώ οι τύποι δε μιλάνε μεταξύ τους, γιατί τους απαντάει σε όλα το κουτί! Ίσως πιο έγκυρα! Ίσως πιο έγκαιρα!
Ίσως θα μπορούσε να απαντήσει και σε μένα! Οπότε… 
Οπότε, το έκλεψα!
Ποιο; Μα το κουτάκι. Ήταν ένας που καθόταν λίγο παρακεί σ’ ένα δημόσιο κάθισμα, στην πλατεία. Τον πήρε ο ύπνος μετά το τέλος μιας ατέλειωτης συνομιλίας με το κυτίο. Πλησίασα ανάλαφρος και το έβγαλα απαλά από το θυλάκιο του αμπέχονού του.
Μετά το ‘βαλα στα πόδια και χώθηκα σ’ ένα άλσος με ανώνυμους ασθενικούς θάμνους, δίπλα στην πλατεία. Σταμάτησα μόνον όταν μου φάνηκε πως είμαι αρκετά απαρατήρητος, αν όχι μόνος.
Το κυτίο ήταν μια σπιθαμή μικρό και είχε πάνω του παράξενα χρωματιστά σχέδια. ¨Πού είμαι;¨ του λέω. Τίποτα αυτό. ¨Τι κάνω εδώ πέρα; Γιατί αυτοί εδώ μιλάνε μόνο με σένα; Γιατί δε μου μιλάς; Το ξέρω πως μπορείς να μιλάς, σε πήρε τ’ αυτί μου προηγουμένως που μίλαγες…¨
Πήρα να πασπατεύω τις δύο πλατιές του επιφάνειες. Η μία ήτανε λεία. Η άλλη πάνω της είχε μικρές ανεπαίσθητες ανωμαλίες. Ξαφνικά, αυτό το ορθογώνιο πλακίδιο, ας το πούμε έτσι, άρχισε να ηχεί και να χοροπηδάει μεσ’ στα χέρια μου. Μού ήρθε κόλπος και δε ξέρω πώς και δεν ξύπνησα!
Θα ξυπνούσα σίγουρα, αν δεν αισθανόμουν κάτι το απαλό, το καθησυχαστικό, να αγγίζει το χέρι μου! Σήκωσα τα μάτια από το αναθεματισμένο κουτί.

Μια γυναίκα, μια θεά, στεκότανε δίπλα μου! Και ξέρεις κάτι Πουλχερίδιον; Ήταν όμορφη σαν κι εσένα! Σου έμοιαζε.
¨Ποια είσαι;¨ της λέω.
¨Η Λήθη¨ μου λέει. ¨Και αυτό εδώ είναι το βασίλειό μου¨.
Κατάλαβες Πουλχερίδιον; Ήταν η θεά Λήθη. Και σου έμοιαζε! Ξέρω γιατί, και θα σου το πω κι ας είναι πρωί, άρα ώρα ακατάλληλη. Γιατί κι εσύ, όπως και εκείνη, μπορείς να κάνεις τους άντρες να ξεχνάνε. Τα πάντα! Μη γελάς, αυτό θα σου το εξηγήσω μια άλλη στιγμή.
Την κοιτάζω, που λες παραξενεμένος… και γοητευμένος!
¨Ναι¨, μου λέει, ¨τα βρήκα επιτέλους μαζί της!¨
¨Με ποια;¨ ρωτάω, γιατί τώρα που έχω κάποιον να απαντάει θέλω να τα μάθω όλα.
¨Με την ξαδέλφη μου, με ποια άλλη. Την Μνημοσύνη! -την φωνάζουν και Μνήμη, αλλά εγώ τη λέω Μιμή. Δεν είναι πραγματική εξαδέλφη μου αλλά, τι τα θες, όλοι εμείς οι θεοί είμαστε λίγο πολύ συγγενείς… μακρινά ξαδέλφια¨.
¨Ήσασταν τσακωμένες;¨
¨Κοίτα, κολλημένη εκείνη – ανάλαφρη εγώ, αδυσώπητη εκείνη – επιεικής εγώ, σχολαστική εκείνη – ανέμελη εγώ… ήταν φυσικό να έχουμε διαφορές.
Εκείνη βέβαια μεγαλοπιάνεται. Ισχυρίζεται πως κατάγεται κατευθείαν από τον γεννήτορα των Θεών, τον Ουρανό και ότι τις κόρες της (κάτι κοσμικές καλλιτεχνίζουσες) τις έχει κάνει με το Δία. Έτσι λένε όλες! Έτσι διαδίδει κι αυτή, μόνο που ετούτη, έτσι και σφηνώσει κάτι στο μυαλό των θνητών, δεν μπορώ να το ξεβιδώσω ούτε καν εγώ. Τέλος πάντων, δυσκολεύομαι¨.
¨Και τώρα τα βρήκατε; συμφιλιωθήκατε;¨
¨Έβαλε ένα χέρι κι ο Ήφαιστος¨
¨Ο σιδηρουργός;¨
¨Ο μέγας τεχνουργός και τεχνοκράτης! Επινόησε έναν νέο χώρο, όπου η μνήμη μπορεί να βασιλέψει από μόνη της όσο θέλει, μ’ όποιο τρόπο της αρέσει, να αποθηκεύει ο, τι θέλει, όσα θέλει, σχεδόν χωρίς περιορισμούς. Και εγώ συμφώνησα: ας πάει εκεί κι ας κάνει ό, τι της κατεβεί. Αρκεί τελικά να μου αφήσει τους θνητούς απερίσπαστους, στη διάθεσή μου¨.
¨Και εκείνη δέχτηκε;¨
¨Έβαλε έναν όρο. Για ένα διάστημα να ελέγχει τη μνήμη του καθενός από μακριά, πράγμα που έγινε δυνατό χάρη σ’ αυτή την επινόηση του Ήφαιστου που κρατάς στο χέρι σου¨.

Ανασήκωσα το κυτίο και το παρατήρησα με περισσότερο ενδιαφέρον.
¨Κι εσύ;¨ τη ρώτησα.
¨Α, μα αυτό το κουτί με βολεύει! Οι δικοί μου ξεχνάνε πιο εύκολα τώρα. Είναι καθησυχασμένοι. Πιστεύουν ότι μπορούν να ‘χουν εμπιστοσύνη στις τέχνες του Ήφαιστου. Χα! Τον τελευταίο καιρό ο Χωλός ο Κερασφόρος (λέμε τώρα) παράγει άφθονα τεχνο-μπιχλιμπίδια κι έχει μεγάλη πέραση¨.
¨Σε βρίσκω πολύ γοητευτική¨ της λέω Πουλχερίδιον, γιατί σου έμοιαζε.
¨Α, όπως και να το κάνουμε είμαι πολύ πιο σαγηνευτική από την κολλημένη την Ξαδέλφη. Έτσι είμαστε όλοι στο σόι μου¨.
¨Το σόι σου; ποιο είναι το σόι σου;¨
¨Τι; Δε το ξέρεις;
Η μητέρα μου είναι η Έριδα, εκείνη με το μήλο. Αδελφός μου είναι ο Ύπνος στην αγκαλιά του οποίου βρίσκεσαι αυτή τη στιγμή, γι αυτό μπορώ κι επικοινωνώ μαζί σου με άνεση… και τον άλλο μου αδελφό δεν τον γνώρισες ακόμη, αλλά που θα πάει… θα τον γνωρίσεις. Είναι ο Θάνατος¨.
Άφησε ένα κρυστάλλινο γέλιο που σιγά σιγά έγινε απόμακρος ανησυχαστικός απόηχος και εξαφανίστηκε.

Ένα μικρό κρυστάλλινο γελάκι εξέπεμψε και το Πουλχερίδιον και εξαφανίστηκε κι αυτό, προκείμενου να ολοκληρώσει τις τελευταίες λεπτομέρειες της προετοιμασίας των αποσκευών της για το ταξίδι.
(Τέλος του τρίτου μέρους)
Posted by vnottas στο 28 Φεβρουαρίου, 2016
Σας παραθέτω την επιστολή/ απάντηση του Εύελπι προς την Θαΐδα. Δεν ξέρω αν θα παραμείνει στην τελική διάρθρωση του μυθιστορήματος, μια που δε λέει πολλά νέα πράγματα. Όμως, αφού εδώ παρακολουθείτε τα παρασκήνια της συγγραφής, δικαιούστε και υλικό που ίσως τελικά μείνει απ΄έξω.
Από τον Εύελπι τον Μεγαρέα προς την Θαίδα

Όμορφη, ακαταμάχητη Θαΐδα
Αρχίζω την παρούσα γραφή ευχαριστώντας σε. Τα όσα αναφέρεις στην επιστολή σου είναι χρήσιμα και θα μας βοηθήσουν να αντιμετωπίσουμε τους χαμερπείς που συνωμοτούν εναντίον μας, στην ουσία ενάντια στον βασιλέα που ηγείται της εκστρατείας των Ελλήνων. Όμως περισσότερο συγκινούμαι που πήρες την πρωτοβουλία να με ενημερώσεις.
Οι καιροί είναι αυτοί που είναι, με εξάρσεις και δυσκολίες, με άλματα και παραστρατήματα, με ενθουσιασμούς και συνωμοσίες, αλλά όλα γίνονται πιο ανθρώπινα, πιο ανεκτά, ίσως ακόμη και μια ιδέα σαγηνευτικά, όταν συνοδεύονται από ένα χαμόγελο, έναν καλό λόγο, ή μια σκέψη φροντίδας που να προέρχεται από την εκλεκτότερη της Αφροδίτης: εσένα.
Γράφεις ότι ίσως το ενδιαφέρον σου με ξενίσει. Δεν είναι ακριβές. Δεν παραξενεύτηκα απλώς. Ένοιωσα έναν ξαφνικό στρόβιλο συναισθημάτων. Θα σου εξομολογηθώ ότι δεν είναι η πρώτη φορά που αισθάνομαι έτσι. Η πρώτη φορά ήταν στην αποβάθρα του λιμανιού του Πειραιά, πριν τέσσερα χρόνια, όταν συνειδητοποίησα ότι η μυθική Θαΐδα θα ήταν, για εβδομάδες, συνταξιδιώτισσά μου στην πλεύση προς την Ανατολή .
Ξέρεις ότι φρόντισα να είμαι κοντά σου, δίπλα σου, όσο πιο διακριτικά επέτρεπε αυτό το δύσκολο ταξίδι προς το άγνωστο. Έτσι σε γνώρισα λίγο καλύτερα και διαπίστωσα ότι ο μύθος σε αδικεί και ότι στην πραγματικότητα είσαι πιο γλυκιά, πιο προσιτή, πιο πνευματώδης, πιο χαρωπή και αισιόδοξη από όσο θα μπορούσα να υποθέσω όταν, στα αθηναϊκά περιστύλια, σε θαύμαζα από μακριά.
Να σου εξομολογηθώ και κάτι άλλο. Ήξερα ότι αντιπαθείς τους λογορροϊκούς που παρουσιάζονται ως λόγιοι, και κομπορρημονούν ως δήθεν κάτοχοι κάποιας απρόσιτης σοφίας, τους αποκαλούμενους ¨σοφίζοντες¨ ή και ¨σοφιστές¨, και φοβόμουν ότι μπορεί, λόγω των αρμοδιοτήτων μου στην εκστρατεία, να με θεωρείς έναν από αυτούς. Έτσι παρά το ότι, όπως ξέρεις, τα καθήκοντά μου μού επιβάλλουν να ενδιαφέρομαι για το τι συμβαίνει στα μετόπισθεν της προέλασης, για ένα μεγάλο διάστημα δίστασα να σε πλησιάσω ιδιαίτερα.
Θα σου πω ακόμη, και μ’ αυτό θα ολοκληρώσω την επιστολή μου, ότι επιθυμώ να σε δω και να μιλήσω μαζί σου για ένα σωρό θέματα, αμέσως μόλις επιστρέψω στο προελαύνον σώμα της εκστρατείας, πράγμα που ελπίζω ότι θα συμβεί σύντομα.
Είθε οι θεοί να σε αγαπούν όσο οι θαυμαστές σου, ανάμεσα στους οποίους να ξέρεις ότι βρίσκεται, ενθερμότερος όλων,
ο Εύελπις του Ευρύνου ο εκ Μεγάρων.