Vivere pericolosamente
Εδώ παρακάτω, ένα αυτοβιογραφικό αφήγημα. Δημοσιεύτηκε στο συλλογικό τόμο Vivere pericolosamente που περιλαμβάνει ιστορίες Ελλήνων που έζησαν στην Ιταλία.
Θες μια ιστορία για τότε; Θα σου πω για το διαβατήριο…
Το διαβατήριο
Απ’ όσο θυμάμαι, εμείς της γενιάς μου, γεννημένοι μετά τον πόλεμο, έφηβοι πριν απ’ τη χούντα, θέλαμε πάντοτε να φύγουμε.
Όχι ότι η Ελλάδα δεν ήταν όμορφη. Ήταν.
Ήταν πιο ελκυστική από ποτέ. Ήταν πιο λαμπερή, πιο γνήσια, πιο ξεκάθαρη.
Ήξερες ποιος το παίζει κακός και ποιος καλός. Αυτό έμοιαζε τότε κάπως μελοδραματικό, άσπρο -μαύρο, σαν τον ελληνικό κινηματογράφο της εποχής, όμως ήταν μεγάλο πράγμα, το κατάλαβα αργότερα.
Η Ελλάδα ήταν πληγωμένη και όμορφη.
Εμείς πάντως θέλαμε να φύγουμε.
Έτσι κι αλλιώς όλοι έφευγαν. Λίγοι γύριζαν τότε.
Οι πιο πολλοί φεύγανε μετανάστες, άλλοι ναυτικοί, το μεροκάματο πρώτα, κι ύστερα το όραμα της γιορτινής επιστροφής. Φεύγανε και επιχειρηματίες (λίγοι), για δουλειές και φέρνανε πίσω παραμύθια κι αλήθειες για άλλες κοινωνίες, άλλες συνήθειες, άλλες γυναίκες.
Ήταν και κάτι άλλοι, λιγοστοί στην αρχή, που την είχαν γλυτώσει, ποιος ξέρει πως, από την ισοπέδωση του πολέμου και του εμφύλιου και που άρχισαν να πηγαίνουν ¨στις Ευρώπες¨ για τουρισμό. Αυτούς, κακά τα ψέματα, τους ζηλεύαμε.
Ωστόσο, σιγά σιγά τα πράγματα άλλαζαν. Η χώρα έπαιρνε μια ανάσα, και εμείς μαζί.
Αν κι ακόμη το ταξίδι το μεγάλο, το ταξίδι με το ταυ κεφαλαίο, το ταξίδι με διαβατήριο, έμενε όνειρο, άμα ήσουν έφηβος μπορούσες να πάρεις τους δρόμους έτσι κι αλλιώς.
Στην ταξιδιωτική τέχνη του ωτοστόπ είχα μυηθεί μαθητής ακόμη.
Τη μεγάλη διαδρομή το κάναμε με τον Πάνο με το που δώσαμε εισαγωγικές.
Τότε δίναμε Σεπτέμβρη, έχανες το καλοκαίρι ολόκληρο στα φροντιστήρια, μες την κάψα.Φτάσαμε σχεδόν ως τα Τέμπη και μετά κάναμε πίσω. Γνωρίσαμε και δύο νεαρές αρχιτεκτόνισσες που πρέπει να ‘χω κάπου τις φωτογραφίες τους. Δεν είναι ότι έγινε τίποτα τελικά, αλλά τις θυμάμαι ακόμη.
Μας είχαν εξηγήσει ότι το επάγγελμα δεν είναι δα τόσο δύσκολο! Αρκεί να σχεδιάζεις τις τουαλέτες τη μια κάτω από την άλλη για να τρέχει καλά η αποχέτευση.
Έτσι μας λέγανε και γελάγανε.
Τότε νομίζαμε ότι μας δουλεύουν…
Αλλά τι σου ‘λεγα;
Το διαβατήριο… Μεγάλο πράγμα για τους νεαρούς της γενιάς μου.
Το πιο πολύτιμο δημόσιο έγγραφο, καλύτερο κι από την ταυτότητα, παρόλο που αυτή είχε ήδη εκσυγχρονιστεί και είχε αποκτήσει διάφανη πλαστική θήκη! Γιατί εμείς, πολύ νέοι τότε, θέλαμε σώνει και καλά να πάμε αλλού! Ή να γυρίσουμε πίσω.
Το πήρα τελικά το πασαπόρτι.
Για λόγους σπουδών.
Χάρη στην αθάνατη ευγενή ράτσα των Ελλήνων γονιών, που ανέκαθεν είναι έτοιμοι να κάνουν κάθε θυσία για να σπουδάσουν τα παιδιά τους.
Να σου πω πώς έγινε: Εισαγωγικές εξετάσεις, σύστημα Παπανδρέου (του παππού), τέσσερεις κύκλοι σχολών, άλλη ύλη ο καθένας, μπορείς να δώσεις μέχρι δύο.Φροντιστήριο Ζαχαράκη για Αρχιτεκτονική, τα βγάζω πέρα με το σχέδιο, την πατάω στη Χημεία.
Έχω όμως προνοήσει να δώσω και στον τέταρτο κύκλο. Και εκεί τα πράγματα και χωρίς φροντιστήριο πάνε καλά: οις είναι το πρόβατο, το θυμόμουνα τότε, το θυμάμαι ακόμη, μπαίνω στην Πάντειο.
Είχε ακόμη τη φήμη σχολής για ¨δημοσίους υπαλλήλους¨, αλλά στη πραγματικότητα, μέσα, είχε αρχίσει να γίνεται μεγάλη ζύμωση. Πολιτική, ποίηση, μουσική…Συναυλίες με το Θεοδωράκη, τη Φαραντούρη να τραγουδάει στο αμφιθέατρο, παιδάκι ακόμη, σαν λεπτό κλαράκι.
Εσπερίδες, Νέο Κύμα, Ζωγράφος… Έξω, στους δρόμους γινόταν χαμός. Αποστασία, ένα ένα τέσσερα, ο κόσμος όλος στους δρόμους.
Μετά, το αδελφάκι μου το μεσαίο, που ήθελε σώνει και καλά να σπουδάσει ιατρική, δηλώνει ότι θέλει να πάει έξω. Ιταλία που είναι κοντά.
Και λένε οι γονείς που το ’χαν καημό που δεν μας είχε καλοκάτσει η Αρχιτεκτονική (οι μετοχές ¨ρετιρέ¨ στις προτιμήσεις των γονιών της εποχής): Δε πας κι εσύ; Τι ένας, τι δύο; Και θα είσαστε μαζί στον ξένο τόπο, και θα αλληλοστηρίζεστε…
Μπήκα σε κρίση. Στην Πάντειο περνούσα τον πιο συναρπαστικό χρόνο της φοιτητικής μου ζωής. Όμως από την άλλη υπήρχε η προοπτική για ταξίδι… Διαβατήριον του Βασιλείου (έστω) της Ελλάδος εν ισχεί για χώρες πολλές…
Με προϋποθέσεις, βέβαια, αλλά όλα τότε είχαν ένα σωρό προϋποθέσεις.
Όμως, άμα το καλοσκεφτείς, υπάρχει πάντοτε η δυνατότητα για μια ιδανική λύση. Υπήρχε και τότε.
Το απολυτήριο του λυκείου το είχα καταθέσει στον κύκλο του Πολυτεχνείου. Στην Πάντειο είχα δώσει αντίγραφο, ενδεικτικό το λέγαμε τότε. Οι Ιταλοί για να σε δεχθούν ήθελαν το γνήσιο. Άρα, το έπαιρνα πίσω απ’ την Αρχιτεκτονική και τους το έδινα. Η εγγραφή μου έξω δεν θα διέκοπτε τις σπουδές μου εδώ.Ήταν η λύση! Θα έφευγα, αλλά θα ήμουν εδώ, κάθε τόσο, για τις εξετάσεις στις πολιτικές επιστήμες…
Γίνεται έτσι; ρώτησα τους γονείς μου. Και περίμενα με δέος την απάντηση.
Αλλά στο είπα, για τους Έλληνες γονείς, (και για τους δικούς μου σε κάθε περίπτωση): όλα για τις σπουδές των παιδιών!
Είπαν ναι, με χαρά…
Πήγα λοιπόν στο υπουργείο, έκανα τις απαραίτητες ουρές, τις απαραίτητες αιτήσεις, έφυγα, ξαναπήγα μετά από εύθετο χρονικό διάστημα, ξαναέκανα τις απαραίτητες ουρές και βρέθηκα μπροστά σε μία ξινή υπάλληλο να με κοιτάζει με μισό μάτι, που θα πάρεις διαβατήριο, που θα φύγεις, που κάπου θα πας, που κάτι θα δεις και εγώ θα είμαι εδώ να κοιτάζω τους κιτρινωπούς τοίχους του υπουργείου, να τη κοιτάζω κι εγώ με μισό μάτι, που είσαι εδώ βολεμένη, ποιος ξέρει με ποιο μέσο και με ποιο πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων και που με βλέπεις μικρό και θέλεις να μου πουλήσεις και εξουσία…
Γιατί την έβλεπα, είχε στα χέρια της το διαβατήριο, το διαβατήριό μου, είχε πάρει να συμπληρώνει τις κενές γραμμές και τις σφραγίδες με τα στοιχεία μου και δεν έδινε την απαραίτητη προσοχή!
Έπρεπε να χειριστεί το διαβατήριό μου και δεν πρόσεχε!
Και έκανε λάθος.
Και μου άλλαξε δυο γράμματα στον τόπο γέννησης.
Και ευτυχώς το είδα εγκαίρως. Και της το έδειξα.
Και αυτή η ασυνείδητη, η προχειρολόγα, η τσαπατσούλα, η αμπλαούμπλισσα, τι έκανε;
Πήρε ένα ξυραφάκι που ’χε εκεί δίπλα για τέτοιες εγχειρήσεις και άρχισε να τρίβει τα γράμματα, με αρκετή, εδώ που τα λέμε, επιδεξιότητα, ώσπου σχεδόν τα εξαφάνισε, μαζί με μια λεπτή επιφάνεια από το πολύτιμο χαρτί.
Έγινα Τούρκος, που λέγαμε τον καιρό εκείνο, που δεν ήμασταν ακόμη πολιτικώς όρθιοι.
Και δεν ήταν η εποχή πρόσφορη για να τα βάζεις με τους δημόσιους υπάλληλους ιδιαίτερα αν (με τα κριτήρια της εποχής) είσαι πιτσιρικάς. Αν και, εδώ που τα λέμε, κάτι είχε αλλάξει μετά το ’63. Παρά τις κατραπακιές, ακόμη και εμείς, οι πιτσιρικάδες, σηκώναμε κεφάλι.
Παρόλα αυτά, οι δημόσιοι υπάλληλοι είχαν ακόμη εξουσία. Είχαν το τεκμήριο της εθνικής τους προσφοράς κι ας είχαν πολλοί απ’ αυτούς ρίζες στις σκοτεινές κατηγορίες των μαυραγοριτών και των δωσίλογων. ¨Η, τέλος πάντων, έτσι έπρεπε να τους βλέπεις για να μη σου πάρουν πολύ τον αέρα…
Η τύπα με παρηγόρησε αδιάφορα. Δεν είναι τίποτα, μου είπε, συμβαίνει που και που. Αλλά το κάναμε κούκλα!
Εγώ ήξερα από ξυραφάκια, δυο χρόνια φροντιστήριο γραμμικό σχέδιο στο Ζαχαράκη. Είναι αλήθεια ότι δεν πολυφαινότανε. Ο μαρκαδόρος, καινούργιο τότε μέσο γραφής δεν ήτανε πολύ ζόρικος στο ξύσιμο. Με είχε χαλάσει η υπάλληλος, αλλά το διαβατήριο το είχα στα χέρια μου! Η φωτογραφία, από αυτόματο μηχάνημα, άλλη μεγάλη καινοτομία της εποχής ήταν στη θέση της, όχι σπουδαία, αλλά αυτό ήταν το λιγότερο.
Σε λίγο είχα ξεχάσει το ξύσιμο, είχα αδιαφορήσει για τη φωτογραφία και είχα πάρει το δρόμο (λεωφορείο 108) για το σπίτι μου στην Ηλιούπολη.
Διαβατήριο, σπουδές έξω, ταξίδι. Με δυο λόγια: ευτυχής!
Ήταν χειμώνας, αρχές του’66, όταν έφυγα.
Αρχές εξήντα έξι, αρχές εξήντα εφτά, πέρα δώθε στις χιονισμένες σιδηροδρομικές γραμμές της Γιουγκοσλαβίας, το χρησιμοποίησα αρκετά το πολύτιμο βιβλιαράκι.
Και με το καράβι ταξίδεψα: ¨Πήγασος¨: Πειραιάς – Βενετία. Όλα καλά.
Αυτό αποκτούσε σφραγίδες και κύρος, εγώ πρωτόγνωρες εμπειρίες.
Στο χρόνο πάνω, Φλεβάρης ’67 ήμουν εδώ, για τρίτη εξεταστική στη Πάντειο Ήταν η τελευταία φορά. Έφυγα και σε λίγες μέρες έγινε το πραξικόπημα.
Δεν είναι ότι δε το περιμέναμε.
Εκείνο τον καιρό όλα τα περιμέναμε.
Οι εφημερίδες έγραφαν: ¨Κίνδυνος πραξικοπήματος. Ας επαγρυπνώμεν¨ Άλλες πάλι: ¨Οι λόγοι δια τους οποίους δεν θα γίνει πραξικόπημα¨.
Ο κόσμος ήταν στους δρόμους. Έτσι κι αλλιώς τι να κάνει παραπάνω ο λαός; Κι όμως τελικά τον βάλανε στο γύψο.
Να μη στα πολυλογώ εμείς έξω, φοιτητές σε μια χώρα όπου δεν υπήρχαν άλλες κατηγορίες Ελλήνων μεταναστών, δεν ήμασταν στο γύψο και έπρεπε κάτι να κάνουμε. Καθήκον ιερό. Τι ξέραμε όμως από αντίσταση; Λίγα πράγματα.
Εκείνο που είχαμε προλάβει να μάθουμε, απ’ το ’65 και δώθε, όταν καίγαμε τις εφημερίδες του Λαμπράκη που ήθελε να στηρίξει την αποστασία, ήταν οι διαδηλώσεις.
Κι πιο μπροστά, στις μεγάλες μαθητικές κινητοποιήσεις για το Κυπριακό, αυτό είχαμε μάθει: Κινητοποιήσεις στους δρόμους. Εγώ είχα και μια πείρα από τη Πάντειο.
Τη στήσαμε λοιπόν τη διαδήλωση στη Φλωρεντία στις 22 του Απρίλη. Στο τσάκα τσάκα. Απέριττη, χειροποίητη, ενθουσιώδης!
Ήρθανε όλοι. Ακόμη και μερικοί που μετά πέρασαν με τη χούντα.
Ήμασταν καμιά διακοσαριά άτομα, οι διπλοί από όσους ήταν γραμμένοι στο σύλλογο Ελλήνων φοιτητών Φλωρεντίας. Είχαμε μπροστά τη σημαία του συλλόγου και πίσω χειρόγραφα πλακάτ στα ελληνικά και στα ιταλικά. Φωνάζαμε συνθήματα. Τα ‘χαμε με το βασιλιά, με τους Αμερικανούς, με τους αποστάτες.
Ίσα ίσα που προλάβαμε να βγούμε από το φοιτητικό εστιατόριο, τη περίφημη Μένσα, και μέχρι να πάρουμε την Αλφάνι και να στρίψουμε στην Καβούρ, τον κεντρικό δρόμο της Φλωρεντίας, νάσου οι καραμπινιέροι με τα τζιπάκια τους.
Να σου πω τώρα, ότι πριν το ’68 οι καραμπινιέροι ήταν κάτι ανθρωπάκια, όχι ιδιαίτερα νεαρής ηλικίας, νότια την καταγωγή και χοντρουλά. Δεν κυνηγάγανε ακόμη με ασπίδες και γκλομπ, δεν ήτανε ακόμη παιδαράδες φουσκωτοί και επίφοβοι. Όμως είχανε τζιπ.
Κάνανε δυο τρεις μανούβρες μπροστά μας, βάλανε και τη σειρήνα να παίζει στη διαπασών, μας σταμάτησαν και μας διαλύσαν.
Μετά, για να δείξουν ότι είναι ικανοί να ελέγχουν τα πράγματα και να εξασφαλίζουν τη δημόσια τάξη από αλλοδαπούς ταραξίες, μαζέψανε αυτούς που θεωρούσαν πρωταίτιους και μας μηνύσανε. Ήμασταν έξι.
Η δίκη έγινε τελικά το καλοκαίρι, αλλά στο μεταξύ οργανώθηκαν και οι δικοί μας οι χουντικοί και άρχισαν να στέλνουν αναφορές στην Αθήνα. Έτσι, οι έξι ¨καήκαμε¨. Μας γράψαν οι εφημερίδες στην Ελλάδα, μας είπε και το ραδιόφωνο ¨ερυθρούς φασίστες¨, σημάδι ότι η χούντα, όχι μόνο δεν ήθελε να ξέρει τι ήμασταν εμείς, αλλά δεν ήξερε καν τι ήταν η ίδια!
Είδα την πατρίδα Ελλάδα να απομακρύνεται με ραγδαία ταχύτητα από μπροστά μου.
Αποκλεισμένος.
Κι ας το ’χα το έρημο το διαβατήριο μπροστά μου που έγραφε ¨Ισχύει δι εν έτος¨, τόσο δίνανε άμα δεν είχες ακόμη υπηρετήσει. Σε λίγο έληξε κι αυτό.
Αλλά πού να πας στο προξενείο της Γένοβας, που ’χε γίνει σφηκοφωλιά, να ζητήσεις αναθεώρηση…
Στο μεταξύ στην Ελλάδα σου κόβουν και την αναβολή στράτευσης, σου κόβουν και το συνάλλαγμα, σε περνάνε και στρατοδικείο που δεν παρουσιάζεσαι και σου ρίχνουν και άλλα δύο (και δύο τα κανονικά, τέσσερα) χρόνια θητεία…
Αμ δε! Καλύτερα πολιτικό άσυλο.
Αλλά οι Ιταλοί άσυλο δεν έδιναν εύκολα. Στην αρχή μάλιστα, ακόμη και την άδεια παραμονής στην ανανέωναν με μούτρα και με δυσκολία. Στο μεταξύ έγινε και η δίκη, φάγαμε και μια ολιγοήμερη φυλάκιση και πρόστιμο με αναστολή, αν δεν ήταν που ανέλαβε υπουργός ο σοσιαλιστής Νένι και κυκλοφόρησε η εγκύκλιος ¨φερθείτε καλά στους Έλληνες δημοκράτες¨ μπορεί και να μας έδιωχναν.
Ύστερα όμως η κατάσταση άλλαξε, και μας αντιμετώπισαν γενικά καλά. Ο απλός κόσμος μας έδειχνε μεγάλη συμπάθεια και τα κόμματα, στη Τοσκάνη τουλάχιστον, από τους χριστιανοδημοκράτες ως τους κομουνιστές ήταν μαζί μας.
Άσυλο όμως όχι.
Του το ’πα του Κούρδου του φοιτητή μου που ξεκίνησε απεργία πείνας τις προάλλες στη Θεσσαλονίκη ζητώντας άσυλο. Συμπαράσταση θα βρείς, το άσυλο είναι δύσκολη υπόθεση. Το δίνουν σήμερα, όπως και τότε, σε ειδικές περιπτώσεις και με φειδώ. Θέλει κομματική κάλυψη κι εγγυήσεις. Μπορείς να κάνεις ένα σωρό πράγματα για το λαό σου και χωρίς άσυλο, προσπάθησα να τον παρηγορήσω. Δε μπορώ να ταξιδέψω, δεν έχω διαβατήριο, μου απάντησε, και δεν ήξερα τι άλλο να του πω.
Χωρίς άσυλο δεν έχεις διαβατήριο, άρα είσαι εγκλωβισμένος μέσα.
Οπουδήποτε μέσα!
Και το ’παμε από την αρχή. Η γενιά μου πρώτα απ’ όλα ήθελε να μπορεί να φύγει.
Έστω για να δοκιμάζει μετά την τυραννία της νοσταλγίας.
Για να καταλάβεις τι μπορεί να πάθεις άμα σου λένε «εδώ είναι παράδεισος, αλλά αλίμονο σου άμα το κουνήσεις», θα σου πω τι έπαθα εγώ: Περπατάς ας πούμε στο Πόντε Βέκιο, ανάμεσα στα λεπτουργήματα της πιο λαμπερής παράδοσης ομορφιάς να αστράφτουν στις βιτρίνες και σκέφτεσαι κοιτάζοντας τον Άρνο να κυλάει βουερά από κάτω: «Ωραία εδώ, αλλά πόσο πιο ωραία θα ήταν αν είχε και κανένα σουβλάκι!»
Ψυχοπαθολογία σκέτη. Άλλα και συνηθισμένο σύνδρομο οξείας κρίσης νοσταλγίας.
Για να λυθεί το πρόβλημα οι λύσεις ήταν ελάχιστες..
Η πρώτη ήταν παράνομη επιστροφή στην Ελλάδα. Το σκέφτηκα.
Θα ’παιρνα ένα καράβι και θα γύριζα πίσω. Να δω το φίλο μου τον Πάνο. Και την Ελένη, παρ’ όλο που της είχα γράψει πως ίσως πρέπει να με ξεγράψει, γιατί δεν ήξερα να της πω πότε θα είμαι πάλι κοντά της.
Η περίπτωσή μου όμως παρουσίαζε δύο τουλάχιστον παραπανίσιες δυσκολίες. Θα σου εξηγήσω: Εγώ έκανα ό,τι έκανα προσπαθώντας, μέχρι να βρω το ιδανικό κόμμα, να μείνω ανεξάρτητος.
Μέλος οργανώσεων, παρατάξεων, ακόμα και ιδρυτικό άμα λάχει, ναι. Αλλά όχι κομματικό.
Μπορεί να είχα επηρεαστεί από το πνεύμα του ’68 που κατάγγελλε τα κόμματα και τη γραφειοκρατία τους, μπορεί να μη μου άρεσε που η μεγαλύτερη δραστηριότητα των κομμάτων εξαντλούνταν στην αντιπαράθεση μεταξύ τους.
Το γεγονός είναι ότι ήμουν απέξω, και έτσι δεν είχα τις διασυνδέσεις και τις καλύψεις για μια παράνομη επιστροφή, που μόνο τα οργανωμένα κόμματα μπορούσαν να σου εξασφαλίσουν.
Η άλλη δυσκολία ήταν ότι, εκείνο τον καιρό, άμα δε γύρναγες στην πατρίδα και αυτό ήταν γνωστό, έπαιρνες στις πλάτες σου και τις ¨αμαρτίες-ανδραγαθήματα¨ άλλων. Τα παιδιά που γύριζαν και τα ζόριζαν στα σύνορα ή στην ασφάλεια να δώσουν ονόματα ¨αντιφρονούντων¨, έδιναν τα ονόματα εκείνων που ήταν γνωστό ότι δε γύριζαν, άρα δεν κινδύνευαν, Και καλά κάνανε. Όμως ο φάκελός σου μεγάλωνε έτσι δυσανάλογα, σε έβαζαν στο μάτι, και η παράνομη επιστροφή γινόταν παραπάνω δύσκολη. Επομένως;
Επομένως μέχρι να αντιμετωπίσω αυτές τις δυσκολίες, δε μου μένανε παρά κάποια υποκατάστατα γιατρικά για τη νοσταλγία.
Ας πούμε να κατεβαίνω στο νότο της Ιταλίας. Στον Νότο τον καιρό εκείνο οι πιο πολλοί ήτανε δεξιοί, αλλά τους Έλληνες τους αγαπούσανε. Το τοπίο έμοιαζε ελληνικό, ελληνικά και τα αρώματα, ελληνικό το φως και τα χρώματα…
Ή θα έπρεπε να βρω ένα τρόπο να βγω από την Ιταλία. Η Ευρώπη είχε αρχίσει να βράζει, στο Παρίσι γίνονταν πράγματα… Ακόμα και για την Ελλάδα υπήρχαν εξελίξεις σε ένα σωρό πόλεις της Ευρώπης. Χρειαζόμουν διαβατήριο.
¨Όμως δε μου ’διναν άσυλο ούτε ταξιδιωτικό έγγραφο και το μόνο που είχα ήταν το άκυρο μπλε βιβλιαράκι με τον βασιλικό θυρεό.
Η ιδέα πρέπει να μου ήρθε μια νύχτα με το συνηθισμένο όνειρο. Το όνειρο, βέβαια, ήταν ότι γυρίζω στην πατρίδα, αλλά είχε δύο εκδοχές. Μια όμορφη και μια εφιαλτική.
Στην εφιαλτική δεν είναι ότι με πιάνανε και με βασανίζανε, αλλά έβλεπα ότι οι φίλοι μου δεν υπήρχαν, ότι η πόλη είχε αλλάξει, ότι δεν εύρισκα το δρόμο για να πάω σπίτι μου.
Δε θυμάμαι σε ποια εκδοχή ήταν το όνειρο εκείνο το βράδυ, αλλά το πρωί είχα αποφασίσει να ανανεώσω το διαβατήριο μόνος μου.
Στην Ελλάδα ήξερα από ξυραφάκια, στην Ιταλία ανακάλυψα την σκολορίνη.
Τη βρίσκεις στο χαρτοπωλείο. Δύο μπουκαλάκια, όπως το μπλάνκο. Τα ανακατεύεις και μετά αλείφεις με το πινελάκι το επίμαχο σημείο.
Στο διαβατήριο τα επίμαχα σημεία ήσαν δύο. Και τα δύο στη σφραγίδα ανανέωσης για ένα χρόνο: η χρονολογία έναρξης και η χρονολογία λήξης ή μάλλον τα τελευταία ψηφία..
Μάζεψα όλα τα χρειαζούμενα στο τραπέζι της κουζίνας, που ήταν ταυτόχρονα τραπέζι για ένα σωρό άλλες δουλειές.
Δοκίμασα με προσοχή.
Ο μαύρος μαρκαδόρος του υπουργείου υποχώρησε, σχεδόν εξαφανίστηκε. Είχα βρει έναν όμοιο και τον είχα δοκιμάσει σ’ ένα χαρτί με υφή όπως του διαβατηρίου, μέχρι που μου φάνηκε ότι γράφει ακριβώς ίδια. Τον πήρα με προσοχή και έγραψα τις νέες χρονολογίες Το αποτέλεσμα το κοίταξα και το ξανακοίταξα από όλες τις μεριές..
Μου φάνηκε ικανοποιητικό. Αυτό ήταν.
Έμενε να γίνει η δοκιμή.
Το πρώτο ταξίδι με το χειροποίητο διαβατήριό μου το έκανα προς βορράν. Στην Ευρώπη της ΕΟΚ, στους συνοριακούς ελέγχους, ήταν ήδη χαλαροί μεταξύ τους. Για τους Έλληνες πρόσεχαν περισσότερο.
Ωστόσο όλα πήγαν καλά. Ελβετία, Γαλλία, Παρίσι! Και επιστροφή.
Πήρα κουράγιο. Μπορούσα να μετακινούμαι!
Μόνο που κάθε χρόνο έπρεπε να επαναλαμβάνω τη διαδικασία. Είχε γίνει σα μια μικρή τελετουργία. 68-69, 69-70… Στο μεταξύ ο Πάνος έφυγε παράνομα για το Παρίσι, πήγα και τον είδα εκεί, και η Ελένη παντρεύτηκε. Κι εγώ τώρα ταξίδευα με άλλες αγάπες, για αλλού.
Μια φορά, με τη Σόφη, είχαμε φτάσει ωτοστόπ ως τη Σικελία και, στο τελευταίο κομμάτι της διαδρομής, μας είχαν πάρει δύο ζευγάρια Ιταλών, συμπαθητικά παιδιά, πήγαιναν για την Αλγερία με ένα μεγάλο τζίπ.
Μας συμπάθησαν κι αυτοί, γίναμε φίλοι, ρωτάνε αν θέλουμε να πάμε μαζί τους.
Μετά χαράς μόνο που εκείνη τη χρονιά δε το είχα ανανεώσει ακόμη το έγγραφο. Μικρό το κακό. Χαρτοπωλεία έχει και το Παλέρμο.
Όμως τη δουλειά δε μπορώ να την κάνω στο αντίσκηνο. Ούτε σε κανένα σιτσιλιάνικο μπαρ. Δε ξέρω τα κατατόπια και δε με εμπνέουν τα σιτσιλιάνικα μπαρ.
Λέω να εμπιστευτώ το Θεό.
Μπαίνουμε λοιπόν με τη Σόφη σε έναν ναό. Γοτθικό, δροσερό, Με στασίδια, αναλόγια και ένα διάφανο ημίφως. Εκεί ο Θεός βάζει το χέρι του και η δουλειά γίνεται τέλεια. Το χαρτί αντέχει. Το ταξίδι συνεχίζεται.
Στο καράβι συναντάμε κι έναν έλληνα συγγραφέα, τον Αμπαζόγλου και τη γυναίκα του. Έρχονται από το Λονδίνο και πάνε νότια. Στο λέω γιατί πάντα είχα κατά νου να τον ξαναβρώ, αλλά δε τα κατάφερα.
Τελικά δεν πήγαμε στην Αλγερία με τους Ιταλούς, γιατί δεν είχαμε κάνει τα απαραίτητα εμβόλια. Αν θυμάμαι καλά, κυκλοφορούσε χολέρα σε εκείνα τα μέρη.
Μείναμε μια βδομάδα στην Τυνησία. Είχε στην Κάσμπα κάτι γλυκά, σε φανάρι για να τα προστατεύουν απ’ τις μύγες, που μοιάζανε σάμαλι. Παρά τις αντιρρήσεις της Σόφης, φυσικά έφαγα.
Δεν έπαθα χολέρα, αλλά μια μικρή δυσεντερία δεν την γλίτωσα.
Ήμουν ξανά υπερήφανος για το διαβατήριό μου. Ωστόσο κάτι μικροανησυχίες τις είχα. Ήταν το χαρτί που είχε αρχίσει να αποδυναμώνει, να λεπταίνει. Κάτι το όξινο είχε η σκολορίνη και το χαρτί κάθε φορά έπασχε.
Φοβόμουν ότι τελικά θα γινόταν τρύπα.
Δύο τρύπες.
Τι θα έλεγε τελικά: Το παρόν διαβατήριο ισχύει από τη μία τρύπα ως την άλλη τρύπα;
Η ζόρικη φάση συνέβη λίγο πριν πέσει η χούντα.
Άκου να δεις τι έγινε: Εκτός από τη Νότιο Ιταλία, υπήρχε άλλο ένα προσιτό μέρος που με λίγη καλή θέληση (και εγώ είχα πολλή) θύμιζε Ελλάδα.
Σε τι;
Σε τίποτα θα έλεγε ένας λογικός άνθρωπος.
Τι κοινό έχει η Σλοβενία με την Ελλάδα; Τις Άλπεις; Το ορμητικό ποτάμι που διασχίζει τη Λιουμπλιάνα; Τα ξύλινα σπιτάκια τα σκαρφαλωμένα στα βουνά ή μήπως τις πανέμορφες λίμνες και τα σοσιαλιστικά χιονοδρομικά κέντρα;
Τίποτα από όλα αυτά θα συμφωνούσε και ένας, εξ ίσου λογικός, άλλος άνθρωπος.
Εγώ όμως είχα εντοπίσει κάτι σημαντικό που ήδη με τραβούσε προς τα ’κει. Κάτι τόσο σημαντικό, όσο σημαντικές είναι οι μυρουδιές και οι γεύσεις για να καταλάβεις τι θα πει νοσταλγία. Σ’ ένα όχι πολύ γνωστό τότε χωριουδάκι, σκαρφαλωμένο στα βουνά, φτιάχνανε κάτι γλυκά, σαν τεράστια γαλακτομπούρεκα!
Και είχε και κάτι άλλο καλό, τότε, η ενιαία Γιουγκοσλαβία. Ήταν φτηνή. Προσιτή για το κυμαινόμενο κάτω του μέσου όρου βαλάντιό μου.
Ήμουνα λοιπόν στη Τεργέστη, να δω κάτι φίλους από την οργάνωση. Τέλειωσα, και αντί να γυρίσω στη βάση μου στη Φλωρεντία, είπα να πάω να συναντήσω κάτι άλλους φίλους, Ιταλούς, που με δική μου προτροπή ήταν ήδη στη Σλοβενία για διακοπές.
Ήμουν χωρίς τον Ποκοπίκο, ένα Έν Ες Ου, Πρίνς, τελευταίο χέρι, που έκαιγε τόσο λάδι όσο και βενζίνη και που προτιμούσε να ταξιδεύει μόνο σε πολύ κοντινές αποστάσεις, αλλά αυτό δεν ήταν πρόβλημα. Υπήρχε ένα λεωφορείο που πήγαινε τους Τριεστίνους απέναντι, για φτηνά τρόφιμα και έφερνε τους Σλοβένους από δω μεριά για φτηνά καταναλωτικά.
Απ’ την άλλη πλευρά των συνόρων είχε άλλο λεωφορείο για τη Λιουμπλιάνα και τα βουνά.Το διαβατήριο το είχα πάντα μαζί μου.
Η αισιοδοξία μου αυτή τη φορά δε φτούρησε.
Ο Ιταλός συνοροφύλακας μπήκε στο λεωφορείο, μόλις που έριξε μια ματιά στα διαβατήρια όσων δεν ήταν Ιταλοί (οι τριεστίνοι είχαν ειδικές άδειες για το πήγαινε έλα) είπε ¨βα μπένε¨ και περάσαμε στη γη του κανενός ανάμεσα στα δύο φυλάκια.
Σταματήσαμε πάλι απέναντι για να μπει μέσα ένας κακομούτσουνος, έτσι μου φάνηκε, με ένα τεράστιο πηλήκιο, που τα μάζεψε όλα τα διαβατήρια και τις άδειες κι έφυγε.
Περιμέναμε.
Μετά ξανάρθε και τα μοίρασε πίσω σε όλους εκτός από εμένα.
Εμένα μου έκανε νόημα να τον ακολουθήσω.
Αυτό είναι, είπα!
Άντε τώρα να του εξηγήσεις ότι πας στη χώρα του με «διορθωμένο» χαρτί, επειδή σε γοήτεψαν κάτι γαλακτομπούρεκα και μάλιστα σε σλαβική έκδοση!
Με έβαλε να περιμένω σε ένα δωματιάκι λαδομπογιατισμένο σε χρώμα λαδί, μ’ ένα παραθυράκι προς την πλατφόρμα όπου γινόταν ο έλεγχος. Ύστερα φάνηκε ένας τύπος, όχι ο στραβομούτσουνος ο πριν, ένας άλλος, μάλλον απλά στραβός, όπως θα δεις παρακάτω.
Αυτός είχε τώρα το διαβατήριό μου στο χέρι, ανοιγμένο, και μου έδειχνε σε ένα σημείο.
Κοιτάζω κι εγώ.
Και διαπιστώνω ότι δεν μου δείχνει εκεί όπου εγώ, με τη βοήθεια της τελευταίας τεχνολογίας της χαρτοκοπτικής – χαρτοκολλητικής είχα ανανεώσει το ταξιδιωτικό έγγραφο, αλλά αλλού, εκεί όπου η ξινή τύπα του υπουργείου το είχε ξύσει με ξυραφάκι!
Κάτι στα ιταλικά, κάτι στα αγγλικά (αφού πρώτα, δε ξέρω γιατί, η καρδιά μου είχε πάει στη θέση της) πήρα να διαμαρτύρομαι και να εξηγώ ότι στην Ελλάδα το ξυραφάκι δε το χρησιμοποιούν οι πλαστογράφοι, αλλά οι αξιοπρεπέστατες υπάλληλοι των υπουργείων.
Τους έπεισα; Δε ξέρω.
Απ’ το παραθυράκι είδα σε μια στιγμή το λεωφορείο να φεύγει.
Περίμενα. κι αναλογιζόμουν την τροπή που θα παίρνανε τώρα τα πράγματα. Κι ότι έπρεπε να φτιάξω μια τακτική για να αντιμετωπίσω τις επόμενες φάσεις. Είχαν εντοπίσει το ξύσιμο. Άμα όμως έβρισκαν και τις άλλες τροποποιήσεις είναι cazzi acidi που λένε και οι φίλοι μου οι Ιταλοί.
Τελικά φάνηκε ο κακομούτσουνος, ο πρώτος, με το πηλήκιο περικεφαλαία. Κι αυτός κρατούσε το διαβατήριο στο χέρι. Κι αυτός μου έδειχνε ένα συγκεκριμένο σημείο. Όχι όμως στο βιβλιαράκι. Έξω, απέναντι, εκεί από όπου είχα έρθει. Η κίνηση του άλλου χεριού του ήταν χαρακτηριστική, διεθνής, ακριβές υποκατάστατο μιας οποιασδήποτε απέλασης: Δρόμο!
Την έκανα, όπως θα λέγαμε σήμερα, χωρίς αντιρρήσεις και πολλές κουβέντες.
Μόνο που απέναντι, δεν ήταν συνηθισμένοι να τους έρχονται πίσω αυτοί που μόλις φύγανε! Μπορεί να με είχανε κόψει καθώς έβγαινα, μπορεί να τους έριξαν κανα τηλέφωνο οι συνάδελφοι από αντίκρυ (το πιθανότερο), το θέμα είναι ότι μου βουτάνε, οι Ιταλοί τώρα, το διαβατήριο, αποσύρονται στα δικά τους ιδιαίτερα και μόλις γυρίζουν πίσω, έχουν κι αυτοί πρόβλημα με το ξύσιμο…
Η κατάσταση εξελίσσεται αλλά δε πολυαλλάζει.
Αν και αυτοί δε μ’ αφήσουν να μπω, τι θα γίνει;
Θα εγκατασταθώ ανάμεσα στα δύο φυλάκια, στη γη του κανενός ώσπου να πέσει η Χούντα;
Όμως, μ’ αυτούς εδώ έχω κάποια πλεονεκτήματα. Πρώτα απ’ όλα τη γλώσσα: τους τα λέω εύγλωττα και πειστικά: ότι στην Ελλάδα έτσι τα φτιάχνουνε τα διαβατήρια, ότι το ξυραφάκι είναι το πιο απαραίτητο εργαλείο των δημοσίων υπαλλήλων…
Έπειτα υπήρχαν και κάποιοι καθηγητές μου στη Φλωρεντία, καθ’όλα αξιόπιστα άτομα, που με ξέρουνε και που θα μπορούσαν να βεβαιώσουν ότι είμαι φοιτητής και να πουν και καλά λόγια, γιατί είναι φίλοι μου.
Τέλος, είχα την τελική εναλλακτική λύση, αλλά δεν ήθελα να την επικαλεστώ πριν την ώρα της: την εγκύκλιο Νένι για καλή συμπεριφορά στους Έλληνες που είχαν πρόβλημα με τη Χούντα.
Μέχρι να μου πουν τι θα γίνει, πέρασα μερικές ώρες ακόμη ως «ο άνθρωπος χωρίς πατρίδα και χωρίς διαβατήριο στη χώρα του πουθενά».
Τελικά μου το έδωσαν πίσω και με άφησαν να ξαναμπώ στην Ιταλία.
Πώς έτσι; Δεν είμαι σίγουρος.
Δε μπορώ να πω με σιγουριά ότι πειστήκαν για την (καθ’ όλοκληρίαν αληθινή) εκδοχή του ξυσίματος.
Ξέρω ότι δεν τηλεφώνησαν στους καθηγητές μου, γιατί τους ρώτησα. Πιθανότατα ενημέρωσαν την Questura της Φλωρεντίας, ιδιαίτερα την υπηρεσία που επέβλεπε τους ξένους και εκείνοι πρέπει να έδωσαν το ΟΚ για να ξαναμπώ. Προφανώς για να διαλευκάνουν μόνοι τους το πράγμα εν καιρώ.
Δεν είχαν χρόνο.
Η χούντα έπεσε πριν προλάβουν να μου ανανεώσουν το τελευταίο soggiorno (άδεια παραμονής).
ΥΓ. Για να επιστρέψω, μόλις τελικά η χούντα έπεσε, χρησιμοποίησα ταξιδιωτικό έγγραφο που μου εξέδωσε το προξενείο της Γένοβας.
Δεν ήθελα να δω τα μούτρα τους και έτσι έστειλα να πάρει το χαρτί τη μάνα μου, που είχε έρθει, ευτυχής, να με παραλάβει. Της έκαναν τόσα σαλαμαλέκουμ στο προξενείο που γύρισε ενθουσιασμένη με αυτούς τους ευγενικούς κυρίους. Έγινα έξαλλος, αλλά μετά μου πέρασε.
Στην Ελλάδα γυρίσαμε με τον Πειναλέοντα, το Ντε Σεβώ της Σόφης. Πορθμείο, Πάτρα, Αθήνα.
Στο δρόμο για τα ανατολικά είχαν φτιάξει τη Βουλιαγμένης αλλιώς.
Έψαχνα και δεν έβρισκα το δρόμο για το σπίτι μου.
Βασίλης Νόττας
Ισιδωρος Διακιδης said
Βασιλη
Δεν θα με θυμασαι εσυ – φιλος του αδερφου σου του Αλεκου ειμουνα απο την Ηλιουπολη (και γω αρχιτεχτωνας εγεινα και γω τα παρατησα τα αρχιτεχτωνικα κτλ κτλ – ειμαι τωρα .. πολιτικος της αριστερας στην Αγγλια!!)
Βρηκα την σελιδα σου κατα τυχη – η φωτογραφια των γονιων σου με επησε οτι εσυ εισαι ο αδερφος του Αλεκου.
Το αφηγημα σου με συγγινησε και με εκανε να χαμωγελασω – εγω εφηγα το 71 (για Αγγλια) αλλα πολες απο τις εμπειριες σου μου θυμησανε τις δικες μου. Οταν ειμασταν παιδια στην Ηλιουπολη αγω ειμουνα δεξιος (εσενα σε θυμαμαι κετρο-αριστερο τοτε) αλλα μετα απο 2-3 χρονια διχτατορια αρχισα να αλλαζω και οταν τελειωσα το Πολυτεχνειο το 71 χρειαζοτανε να φυγω (μεγαλη ιστορια) και ειχα πολα προβληματα .. με τις «αρχες». Μετα τα γεγονοτα του πολυτεχνειου εγω καταληξα και … Μαρξιστης!!
Ερχομαι τακτικα στην Θεσσαλονικη (για συνεδριασεις) – στειλε μου ενα τηλεφωνο αν θες να βρεθουμε και να θυμηθουμε την Ηλιουπολη – επισης αν εχεις ενα ιμαιλ η τηλεφωνο του Αλεκου στην Φλωρεντια. Πλακα θα χει μετα απο τοσα χρονια.
Γεια χαρα
Ισιδωρος
vnottas said
Φίλε Δώρο, και όμως σε θυμάμαι και μάλιστα με την παιδική/εφηβική όψη των χρόνων εκείνων. Χάρηκα πολύ για το μήνυμά σου και ειδοποίησα αμέσως τον Αλέκο. Γράψε μου στο vnottas@jour.auth.gr για να κανονίσουμε να βρεθούμε. Τον Αλέκο θα τον βρεις στο a.nottas@libero.it. Με τις ευχές μου για μια ευτυχισμένη νέα χρονιά.
Β.Ν.