Ποιήματα και ποιητικά κείμενα από τον Ηλία Κουτσούκο.
*
Η νέα συλλογή ποιημάτων του Νίκου Μοσχοβάκου.
*
Κυκλοφόρησε το νέο βιβλίο του Τηλέμαχου Χυτήρη ¨Ημερολόγιο μιας επιστροφής¨ από τις εκδόσεις ¨Μελάνι¨
.
*
¨Απριλίου ξανθίσματα¨.
Κυκλοφόρησε η νέα ποιητική συλλογή του Νίκου Μοσχοβάκου, από τις εκδόσεις Μελάνι.
Αισθάνθηκε μια δαγκωνιά
στη μνήμη.
Ήταν το παρελθόν
που σαν αδέσποτο σκυλί
είχε επιτεθεί στο είναι του.
Οι σταγόνες αίμα που έσταξαν
κοκκίνισαν τις εικόνες.
***
Η νέα ποιητική συλλογή του Νίκου Μυλόπουλου ¨Τέλος της Περιπλάνησης¨. Από τις εκδόσεις ¨Γαβριηλίδης¨
***
Κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ¨Μελάνι¨ η νέα ποιητική συλλογή του Νίκου Μοσχοβάκου
¨Αιφνίδια και διαρκή¨
Ο Θηβαίος στρατηγός Επαμεινώνδας
οξυδερκής καθώς ήταν
αλλά και θαρραλέος
επινόησε πως έπρεπε
να διορθώσει την ιστορία
χωρίς αναβολές.
Ασυμβίβαστος εκστράτευσε
κατά της Σπάρτης
με τον δαίμονα της υπερβολής κάτι σαν σαράκι
να τρώει τα σωθικά του
κι επέτυχε ν’ αλλάξει
τον ρου τ’ αρχαίου κόσμου.
Το πλήρωσε βέβαια
στην Μαντίνεια πανάκριβα
με τη ζωή του
όμως διόρθωσε έστω για μια στιγμή
την ανιαρή ιστορία.
Δεν ήταν δα και λίγο αυτό.
*****
Γράφει η Βούλα Δαμιανάκου
*****
Γράφει ο Ηλίας Κουτσούκος
*****
Γραφει ο Gianfranco Bettin
*****
Γράφει ο Νίκος Μοσχοβάκος
Η ΕΚΔΙΚΗΣΗ
Τώρα που τάπαν όλα οι ποιητές
εσύ τι θα γράψεις ;
μου αντέτεινε
η άπτερος Νίκη της Σαμοθράκης.
Κι εγώ την αποκεφάλισα.
[Από τις ¨Ζωγραφιές μου¨ - Πορτρέτο του Νίκου - Λάδι]
Η ΣΥΜΒΟΥΛΗ
Πάντοτε μούδιναν την συμβουλή
να γίνω τέλειος.
Έτσι μίσησα την τελειότητα
κι επιδόθηκα στην λατρεία των ατελειών.
Έχω λοιπόν πολλά να κάνω
αναζητώντας μέσα από ελλείψεις
τον εαυτό μου σε πείσμα των τελειομανών
που επαναπαύονται στον μοναδικό δρόμο τους
με την σιγουριά του αλάθητου.
Εγώ πορεύομαι μες τις αμφιβολίες
και τον κίνδυνο του ατελέσφορου στόχου
ποτέ παροπλισμένος αφού πάντα μάχομαι.
*****
[Από τις ¨Ζωγραφιές μου¨ - Λάδι σε χαρτόνι - Γενάρης 2015]
Tα πνευματικά δικαιώματα όλων των εικόνων και των μουσικών που αναδημοσιεύονται εδώ ανήκουν αποκλειστικά και μόνο στους δημιουργούς τους.
Κοινωνία, επικοινωνία, εξουσία: Από τον Βωμό και τον Άμβωνα στην οθόνη. Η περίοδος της προφορικότητας και οι επικοινωνητές της. Μια κοινωνιολογική προσέγγιση στην ιστορία της επικοινωνίας και των μέσων. Εκδότης: Ι. Σιδέρης. Συγγραφέας: Βασίλης Νόττας. Σειρά: Δημοσιογραφία και ΜΜΕ. Έτος έκδοσης: 2009 . ISBN: 960-08-0468-0. Τόπος Έκδοσης: Αθήνα Αριθμός Σελίδων: 302 Διαστάσεις: 24χ17 Πρόλογος: Κώστας Βεργόπουλος. Αποσπάσματα στο Ιστολογοφόρο: κλίκ στην εικόνα
Συλλογή κειμένων: ΜΜΕ, κοινωνία και πολιτική. Ρόλος και λειτουργία στη σύγχρονη Ελλάδα. Επιμέλεια: Χ. Φραγκονικολόπουλος Εκδόσεις Ι. Σιδέρης, 2005 Αριθμός σελίδων 846. ISBN 960-08-0353-6, Κείμενο Β. Νόττας: ¨Επικοινωνιακή και πολιτική εξουσία τον καιρό της επέλασης των ιδιωτών¨ (σελ. 49). Κείμενο στο Ιστολογοφόρο: κλικ στην εικόνα.
Β΄Έκδοση. Εκδόσεις Ι. Σιδέρης. NovelBooks. Έτος έκδοσης: 2012. Αριθμός σελίδων: 610. Κωδικός ISBN: 9609989640. Εισαγωγικό σημείωμα στη 2η έκδοση: Γιώργος Σκαμπαρδώνης. Αποσπάσματα στο Ιστολογοφόρο: κλικ στην εικόνα του εξώφυλλου.
Vivere pericolosamente Ανθολογία διηγημάτων: 26 ιστορίες από την Ιταλία. Εκδόσεις: Αντίκτυπος. Αθήνα: 2005 Σελίδες: 342. Κείμενο Β. Νόττας: ¨Το διαβατήριο¨. Ανάρτηση στο Ιστολογοφόρο: Κλικ στην εικόνα του εξώφυλλου
Εκδότης: Αρχέτυπο. Συγγραφέας: ΒΑΣΙΛΗΣ ΝΟΤΤΑΣ. Κατηγορίες: Φανταστική Λογοτεχνία. ISBN 978-960-7928-83-2. Ημερομηνία έκδοσης: 01/01/2002. Αριθμός σελίδων: 512. Αναρτήσεις στο Ιστολογοφορο: κλίκ στην εικόνα του εξώφυλλου.
Η «κατασκευή» της πραγματικότητας και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Αθήνα 1998. Πρακτικά διεθνούς συνεδρίου που οργανώθηκε από το Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών. Συλλογικό έργο. Έκδοσεις: Αλεξάνδρεια. Διαστάσεις: 24Χ17. Σελίδες: 634. Κείμενο Β. Νόττας: Κοινωνιολογικες παρατηρησεις πανω στην οπτικοακουστικη αναπαρασταση της συγχρονης ελληνικης πραγματικοτητας. Κείμενο στο Ιστολογοφόρο: κλικ στην εικόνα
Ενα κείμενο στο βιβλίο του Κώστα Μπλιάτκα ¨Εισαγωγή στο τηλεοπτικό ρεπορτάζ" . Εκδόσεις ¨Ιανός¨ με τίτλο ¨Αξιοπιστία και οπτικό ρεπορτάζ¨
Περιοδικό ¨Εξώπολις¨ Τεύχος 12-13. Κείμενο με τίτλο ¨Το ραδιόφωνο των ονείρων. Ένα δοκίμιο περί ήχων φτιαγμένο με επτά εικόνες¨. Στο Ιστολογοφόρο: κλικ στην εικόνα.
Συμμετοχή σε λογοτεχνικό παιχνίδι σχετικό με τον (υποτιθέμενο) συγγραφέα Άρθουρ Τζοφ Άρενς. Δημοσιευμένο στο περιοδικό ¨Απαγορευμένος πλανήτης" τεύχος 6 (εκδόσεις ¨Παραπέντε¨). Για το πλήρες κείμενο κλικ στην εικόνα.
¨Το Δεντρο¨ Τεύχος: 17-18 . Βασίλης Νοττας: Συζήτηση για τον κοινωνικό χώρο της Θεσσαλονίκης.
Διδακτορική Διατριβή ¨Δημόσια μέσα μαζικής επικοινωνίας και συμμετοχική Πολεοδομία¨. Σελίδες:788. Ψηφιοποιημένη στη βιβλιοθήκη του Παντείου
*
Συγγραφικά φίλων
Ποιήματα και ποιητικά κείμενα του Νίκου Μοσχοβάκου (κλικ στην εικόνα)
Ποιήματα και ποιητικά κείμενα του Ηλία Κουτσούκου (κλικ στην εικόνα)
Μοτο-ταξιδιωτικά από τον Βασίλη Μεταλλινό (κλικ στην εικόνα)
Κάποιες απόψεις και άρθρα…
Η γυναίκα τανάλια * Όταν ο Χάρι Πότερ συνάντησε τα λόμπι * Ο μικρός ήρωας * Πώς έκοψα το κάπνισμα και άλλα
Μένουμε ακόμη στα φάντο. Σήμερα το τραγούδι μιας πονεμένης αγάπης: As pedras da minha rua. Οι πέτρες του δρόμου μου Ή Στο δρομάκι του σπιτιού μου: οι πέτρες.
Θέμα: Εκείνος δεν φάνηκε, εκείνη υποφέρει (ή αντίστροφα).
Μουσική στίχοι: EDUARDO DAMAS / MANUEL PAIÃO. Τραγουδά η Carminho. Η απόδοση στα Ελληνικά (ίσα ίσα για να πάρετε μια ιδέα) έγινε μέσω μιας διαδικτυακής μετάφρασης στα Ιταλικά.
ΥΓ 16/1/21 πρωί. Σήμερα στην Πάνω Πόλη χιονίζει. Πολύ.
Μιλούσαμε τις προάλλες για τη λαϊκή μουσική της Πορτογαλίας, συγκεκριμένα για τα Φάντο (τα τραγούδια του Πεπρωμένου και της Νοσταλγίας), και είχα αναρτήσει μια προσπάθεια απόδοσης στα Ελληνικά ενός από αυτά, ένα φάντο τραγουδησμένο από τον Antonio Zambujo.
Συνέχισα να ψάχνω την πορτογαλική μουσική και έπεσα πάνω σ’ ένα άλλο δημιούργημα του Zambujo που δεν είναι ακριβώς Φάντο, αλλά μάλλον μια τρυφερή μπαλάντα αφιερωμένη σε ένα σκούτερ, μία Λαμπρέτα! Μου άρεσε και έχω τους λόγους μου. Όταν ήμουν έφηβος ζαχάρωνα κάτι ανάλογο: μια Βέσπα σε σκίτσο, ακριβώς δίπλα στο χρονογράφημα του Ψαθά, που βρισκόταν στην πρώτη σελίδα των ¨Νέων¨, κάτω αριστερά. Η διαφήμιση αναδημοσιευόταν για πολύ καιρό, αλλά το όνειρο για μια πιο στενή σχέση με το δίκυκλο παρέμενε άπιαστο.
Ελλείψει βέσπας βολευόμουν σποραδικά με ένα ασθενικό μηχανάκι που ο Γιάκης (ο αγαπημένος θείος μου), δεν πολυχρησιμοποιούσε και που νόμιζε ότι το να του βγάζει το μπουζί θα ήταν αποτελεσματικό μέτρο κατά των (πολυμήχανων) υφαρπακτικών αποπειρών μου.
Φυσικά όταν λίγο αργότερα βρέθηκα για σπουδές στην Ιταλία (Φλωρεντία) όπου τα οχήματα ήταν πολύ πιο προσιτά απ’ ότι στην Ελλάδα της εποχής, ένα από τα πρώτα πράγματα που κατάφερα να αποκτήσω ήταν μια χαμηλοκάπουλη βέσπα, τελευταίο χέρι, αλλά ακόμη κοτσονάτη.
Οι συνομήλικοί μου Ιταλοί ήταν τότε χωρισμένοι σε δύο φράξιες: στους ¨βεσπάδες ¨ και τους ¨λαμπρετάδες¨. Τα δύο δίκυκλα είχαν περίπου τα ίδια κυβικά, δεν έσταζαν λάδια ούτε έκαιγαν πόδια όπως τότε οι μοτοσικλέτες, αλλά είχαν αλλιώτικο ντιζάιν το ένα από το άλλο, κινητήρα διαφορετικής τεχνολογίας και οπωσδήποτε διαφορετικά ηχητικά γνωρίσματα. Η Λαμπρέτα έκανε περισσότερη φασαρία και είχε πιο σκαστό ήχο. Η Βέσπα ήταν πιο συμμαζεμένη και σχετικά αθόρυβη. ‘Όμως, εδώ που τα λέμε, οι Ιταλοί συμφοιτητές μου συμφωνούσαν ότι εκείνο με το οποίο μπορούσες να κάνεις ¨τα πάντα¨ είχε τέσσερις ρόδες. Ήταν το σούπερ αυτοκίνητο της εποχής: το πεντακοσαράκι.
Δύο ταξίδια θυμάμαι ιδιαίτερα με τη Χουχού (όνομα ποκοπικο-πικης* προέλευσης που είχα δώσει στο δίκυκλο). Το ένα ήταν όταν αποφασίσαμε να πάμε στη Ρώμη για να διαμαρτυρηθούμε κατά της δικτατορίας στην Ελληνική πρεσβεία. Εγώ θα πήγαινα με τον Στέλιο και την Έρση που είχαν μια στρογγυλεμένη Ρενό-Ντοφίν, αλλά δε μου φτούρησε. Λίγο πριν φύγουμε με ειδοποίησαν από το τηλεφωνείο ότι είχα κλήση από την Ελλάδα και θα έπρεπε να είμαι εκεί την συγκεκριμένη ώρα. Είπα εντάξει. Φύγετε εσείς και εγώ θα ’ρθω με τη Βέσπα. Την Χουχού τι την έχουμε; Ήρθε η στιγμή να δούμε τι καταφέρνει ως υπεραστικό όχημα.
Ήταν νομίζω Απρίλης, η μέρα δροσερή κι εγώ πρωτάρης. Είχα ένα ελαφρύ γκρίζο παλτό τύπου Λόντεν. Δεν είχα κράνος (τότε τελείως προαιρετικό εξάρτημα), δεν είχα γάντια και, όταν πρόσεξα ότι η Αουτοστράντα είχε στα δεξιά μια στενότερη λωρίδα που οι τετράτροχοι οδηγοί απέφευγαν, είπα αγνοώντας τους φορτηγατζήδες που μου κόρναραν χλευαστικά και αφ’ υψηλού ξεπερνώντας με απ’ τ’ αριστερά: Για κοίτα που οι Ιταλοί έχουν προνοήσει ειδικό διάδρομο για τις βέσπες! Ταξιδεύοντας λοιπόν πάνω στην λωρίδα έκτακτης ανάγκης, με τα δάκτυλα να κρυώνουν, τη μύτη να τρέχει και τα κόκαλα να μπαίνουν σε μια διαδικασία προοδευτικής αγκύλωσης, έφτασα κάποτε στη Ρώμη.
Το τι ακριβώς έγινε εκείνη τη νύχτα έξω απ’ την πρεσβεία, στην ορθόδοξη εκκλησία και μετά στο χώρο που συγκεντρωθήκαμε για αλληλοενημέρωση και ¨αποφάσεις¨ θα σας το διηγηθώ μια άλλη φορά. Εδώ θα σας πω μόνο ότι μετά λίγες ώρες βαθιού πρωινού ύπνου σε έναν κοινόχρηστο καναπέ, πήρα το δρόμο της επιστροφής. Η Χουχού συμπεριφέρθηκε πολύ καλά και έτσι έφτασα στη Φλωρεντία πριν πέσει το σκοτάδι.
Το άλλο ταξίδι που θυμάμαι έγινε αργότερα, ήταν πιο μακρύ και δεν το έκανα μόνος μου. Είχα μαζί τον φίλο μου τον Φραντς. Ήμουν πλέον εξοικειωμένος με τα χούγια της Χουχούς και έτσι μπορούσα να αποτολμήσω μεγαλύτερες αποστάσεις. Ήταν ντάλα καλοκαίρι και προορισμός μας ήταν οι Ιταλικές Άλπεις στα σύνορα με την Αυστρία.
Ο Φραντς δεν ήταν γερμανικής καταγωγής όπως αφήνει να εννοηθεί το όνομά του, αλλά γνήσιος Σικελός. Οι Ιταλοί ήταν μεταξύ των νικητών στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο και έτσι απόκτησαν το νότιο Τιρόλο. Ο Μουσολίνι για να στερεώσει την παρουσία τους εκεί μετέφερε πληθυσμό από τον Νότο και ανάμεσά τους την πατρική οικογένεια του φίλου μου. Ο Φραντς λοιπόν με προσκάλεσε για λίγες μέρες σπίτι του και ανηφορίσαμε φυσικά με τη βέσπα. Αυτή τη φορά κανένα πρόβλημα. Σικελική φιλοξενία σε αλπική καλοκαιρινή δροσιά. Ό, τι το καλύτερο. Νομίζω πως αυτό το ταξίδι αγκυρώθηκε στη μνήμη μου κυρίως γιατί όλα πήγαν καλά.
(*) Ποκοπίκο Κωμικός ήρωας της εποποιίας ¨Ταρζάν Γκαούρ¨ Σύζυγος της Χουχούς.
(**) ¨Άλπεις τα αιώνια παγωμένα βουνά¨ Φράση από διαφήμιση ψυγείων ελληνικής κατασκευής της εποχής.
ΥΓ Μόλις θυμήθηκα και κάτι ευτράπελο που πιθανώς ισχύει ακόμη: Αν βρεθείτε στα ¨αιώνια χιονισμένα βουνά¨(**) και σας κεράσουν μπύρα μέσα σε ένα μεγάλο γυάλινο δοχείο σε σχήμα μπότας, προσέξτε! Αν δεν το πιάσετε από τη σωστή μεριά καταλήγετε με ένα διασκεδαστικό (για τους τριγύρω) αυτό-μπύρο- μπουγέλωμα.
Ακολουθεί ο Antonio Zambujo και η Λαμπρέτα.
Η ανάγνωση της μεταφοράς στα καθ’ ημάς
Η μετατροπή της Λαμπρέτας σε Βέσπα
Έλα να πάμε μία βόλτα με τη βέσπα
Και να μην έχεις πια στο νου σου τον Λαλάκη
Που ’χει πλεούμενο, φανταχτερό αμαξάκι
Έναν μπαμπά και μια μαμά επίσης
Αν και, για μένα, δε χρειάζονται αναλύσεις
Αν μοιάζει να ‘ναι σ’ όλα-όλα καθώς πρέπει
Κάποιο κουσούρι πρέπει να το έχει
*
Έλα να πάμε με τη βέσπα μου ένα γύρο
Κοίτα μονάχα πόσο είν’ χαριτωμένη
Είναι σικάτη, αεράτη, μπλε βαμμένη
Κι αφήνει πίσω της ουρά σαν τον κομήτη
Μπορεί να φαίνεται κοντούλα κι όμως φτάνει
Άνετα και τους δυο μας να σηκώσει
Και ας μην πω για τα λοιπά αξεσουάρ της
Που να αισθάνομαι -με κάνουν- Βοναπάρτης
*
Ναι ξέρω, τα καπούλια της κουνάει σαν την πάπια
Και πως στο χώμα μια στις τόσες καταλήγει
Μα μπρος στην ανηφόρα δεν κωλώνει
Κι έστω κι αν μένει -για λίγο- μουτρωμένη
Εν τέλει το τιμόνι της το ισιώνει
Και γι άλλα μέρη ξεκινάμε αγκαλιασμένοι
*
Έλα να πάμε ως τα καφέ της παραλίας
Στ’ ορκίζομαι δε πρόκειται να τρέχω
Κρατήσου πάνω μου σφικτά, θα σε προσέχω
Αν όχι άλλο, για λόγους ασφαλείας
Κι όταν στης θάλασσας την άκρη μας αφήσει
Αν έχει πέσει η νύχτα, διόλου μη φοβηθείς
Το φαναράκι της τριγύρω θα φωτίσει
Πάμε μια βόλτα, μη μου τ’ αρνηθείς
*
Έλα, να πάμε μία βόλτα με τη Βέσπα
Και πάψε να ‘χεις στο μυαλό σου τον Λαλάκη
Με το πλεούμενο και το χοντρό αμαξάκι
Και τον μπαμπά και την μαμά του επίσης
Όσο για μένα, δε χρειάζονται αναλύσεις
Αν μοιάζει να ‘ναι σ’ όλα-όλα καθώς πρέπει
Κάποιο κουσούρι πρέπει σίγουρα να έχει
***
Τα αρχικό κείμενο στα Πορτογαλικά
Vem dar uma voltinha na minha lambreta Deixa de pensar no tal Vilela Que tem carro e barco à vela O pai tem a mãe também Que é tão tão Sempre a preceito Cá para mim no meu conceito Se é tão tão e tem tem tem Tem de ter algum defeito
Vem dar uma voltinha na minha lambreta Vê só como é bonita É vaidosa , a rodinha mais vistosa Deixa um rasto de cometa É baixinha mas depois Parece feita para dois Sem falar nos eteceteras Que fazem de nós heróis
Eu sei que tenho estilo gingão Volta e meia vai ao chão Quando faz de cavalinho Mas depois passa-lhe a dor, Endireita o guiador E regressa de beicinho Para o pé do seu amor
Vem dar uma voltinha na minha lambreta Eu juro que eu guio devagarinho Tu só tens de estar juntinho Por razões de segurança E se a estrada nos levar Noite fora até mar Páro na beira da esperança Com a luzinha a alumiar
E deixar de pensar no tal Vilela Em que tem carro e barco à vela O pai tem a mãe também Que é tão tão Sempre a preceito Cá para mim no meu conceito Se é tão tão e tem tem tem, Tem que ter algum defeito
Το ‘χω ξαναπεί. Κάπου μέσα μας υπάρχει, ταμπουρωμένος, ο πάλαι ποτέ έφηβος και -ενίοτε – ζητάει το λόγο. Κρύβει εκπλήξεις και σε κάθε περίπτωση πιστεύω ότι κάνει καλή συντροφιά. Έτσι, όταν ο Σπύρος(*) μου έδειξε κάποια¨σημειώματά¨ του, τού είπα δώσ’ τα μου. Θα τα επιβιβάσω στο Ιστολογοφόρο και θα τα βγάλω μια γύρα στο διαδίκτυο. Μου τα έδωσε και… Ιδού
TOIXO… TOIXO
Μέσα του Οκτώβρη αρχή εβδομάδας.
Είχε αρχίσει να σουρουπώνει και εμείς ανεβαίναμε στην Άνω Πόλη
Ακολουθούσαμε τη διαδρομή του φεγγαριού. Λίθινοι όγκοι ανάμεσα στα ανηφορικά πέτρινα σοκάκια , τοπίο σε χρόνο μετέωρο καθώς γέμιζε από τη λάμψη του χαμόγελού της.
Καθόταν δίπλα μου. Ευτυχώς που πήραμε λάθος τα σοκάκια για να γεμίζει όλο και περισσότερο από στάχυα ο δεξής μου ώμος.
Καθίσαμε σ’ ένα μικρό φοιτητικό ταβερνάκι έξω στην αυλή κάτω από έναν μικρό πλάτανο.
Την κοίταζα ίσια στα μάτια. Ένα πανέμορφο κολιέ στο λαιμό σπούδαζε την ομορφιά της.
Ερωτική στιγμή το τσούγκρισμα της ¨μαλαγουζιάς¨ με το φρέσκο μπλε της ματιάς της.
Ξάφνου σηκώθηκε αεράκι· δυο φύλλα από τον πλάτανο πέσανε για συντροφιά στο τραπέζι.
Σήκωσε τους γιακάδες και χώθηκε νωχελικά στο σακάκι της.
Φύγαμε τοίχο-τοίχο με την προσμονή του αύριο.
Έχασα συνειδητά τον δρόμο της επιστροφής για να γεμίζω στιγμές από την αύρα της.
Μια καληνύχτα σε απόσταση βλεφάρων…
και να σκεφτείς φύγαμε χωρίς να ακούσουμε την ¨Αχάριστη¨.
Γύρισα σπίτι μου. Ο σκύλος με περίμενε, όπως κάθε βράδυ, το ίδιο και η κλειστή εξώπορτα.
Την άνοιξα ψιθυρίζοντας… Γαμώ την ατυχία μου -μια φορά να μην υπάρχει κάποιος να την ανοίξει;
ΜΠΑΚΑΛΙΚΟ
Στο έμπα του Σαββάτου, όπως κάθε Σάββατο πρωί θα πάω στη λαϊκή να κάνω έναν περίπατο στα ζωντανά νεκρά πράσινα στοιβαγμένα στους πάγκους περιβόλια.
Ν’ ακούσω σε διάφορους ήχους τις φωνές των ¨μπαξεβάνηδων¨ να διαλαλούνε την πραμάτεια τους.
Μετά θα ανηφορίσω για το μικρό μπακάλικο της γειτονιάς.
Μετάβαση στον κόσμο του ονείρου μου.
Μπακάλικο ¨εδώδιμα αποικιακά ρουλέτα βουλής¨ όπως λέει και ο Σαββόπουλος.
Στριμωγμένο ανάμεσα στο σοφιστικέ βιβλιοπωλείο της Λίτσας με τα άτακτα σγουρά κόκκινα στάχυα και δύο φεγγοβολούσες θάλασσες και στο πολυεθνικό μαγαζάκι της Γιώτας, με το καλόκαρδο πλατύ χαμόγελό της.
Ελπίδα μου να μπω και να ξαναθυμηθώ τις μυρουδιές ενός ανεξερεύνητου κόσμου, να γεμίσω το καλάθι της ψυχής μου.
Να θυμηθώ τις μυρουδιές του μπακάλικου, να δω την ευωδιά της ρίγανης –σκλάβα σε ματσάκια. Τα σακιά με τα φασόλια, το ρύζι, τις φακές, τις κονσέρβες, τις καραμέλες γάλακτος που κολλούσαν στα δόντια. Τα τυριά, τις σαρδέλες, τις ρέγκες που έψηνε η μάνα μου με εφημερίδα, τις ελιές, τους μπακαλιάρους, τα παστά.
Έμμονη η σκηνική παρουσία και ¨με τη σέσουλα η καλοσύνη του μαγαζάτορα, θηλυκού ¨Ζήκου¨. Ωραία τα ¨σούπερ μάρκετ¨, αλλά ο εξαερισμός καταπνίγει τη μνήμη και αποδυναμώνει τις παλιές καλές οξύμωρες αισθήσεις.
Το μόνο που θρυμματίζει για λίγο τη σκέψη μου καθώς ανηφορίζω, είναι η καμπάνα της γειτονικής εκκλησίας, αν και σέβομαι κάθε γιορτινό ήχο που ακούω.
Αυτή είναι η Άγία καθημερινότητα του Σαββάτου, φίλοι μου, χωρίς να δηλώνω στην εφορία τίποτα παραπάνω απ’ την απλή καθημερινότητα…
Τα φάντο είναι λαϊκά τραγούδια της Πορτογαλίας που έχουν πολλά κοινά σημεία με τα δικά μας λαϊκά. Έχουν κι αυτά, τόσο μια ¨έντεχνη¨, όσο και μια ¨αυθόρμητη¨, ¨παραδοσιακή¨ εκδοχή και συνοδεύονται σχεδόν πάντα από την πορτογαλική κιθάρα που το κελάρυσμα (και το ηχείο) της φέρνει κάπως στο μπουζούκι ή και στα άλλα λαουτοειδή. Τα φάντο μιλούν κι αυτά για τον έρωτα, για τον ξενιτεμό, για τη ζωή και τα προβλήματα των απλών ανθρώπων και εάν τα δικά μας λαϊκά εστιάζουν συχνά στην (δύσκολη στην μετάφραση) λέξη ¨φιλότιμο¨, τα Λουζιτάνικα περιφέρονται γύρω από την εξίσου ζόρικη έννοια/λέξη ¨saudade¨. Ας πούμε ότι πρόκειται κυρίως για νοσταλγία τόπων και αισθημάτων που καλύπτεται από ένα πέπλο λυρικής μελαγχολίας.
Ξέρω κάποιον που έμαθε τα ιταλικά μόνο και μόνο για να μπορέσει να απολαύσει τις κλασικές Όπερες στην πρωτογενή τους γλώσσα· δεν θα με εξέπληττε αν με πληροφορούσαν πως υπάρχουν και εκείνοι που έμαθαν τα πορτογαλικά γιατί αγάπησαν τα φάντο. Εγώ θα ήθελα, αλλά δεν διαθέτω αρκετό απ’ τον απαραίτητο χρόνο. Όμως επειδή υπάρχουν ήδη μεταφράσεις σε πιο προσιτές γλώσσες κάποια (έμμεση) απόπειρα απόδοσης στα ελληνικά μπορεί να γίνει. Στην κάθετη στήλη στα αριστερά του Ιστολογοφόρου μπορείτε α βρείτε κάτι σχετικό. Επίσης μπορείτε να βρείτε εδώ την προσαρμογή σε φάντο ενός τραγουδιού του Ζακ Μπρελ.
Εδώ παρακάτω μια προσπάθεια απόδοσης ενός φάντο των José Eduardo Agualusa (στίχοι) και Ricardo Cruz (μουσική). Πρόκειται για το παράπονο κάποιου προδομένου απ’ την αγάπη. Τραγουδά ο Antonio Zambujo
Μπαρόκ των τροπικών (Barroco tropical)
Eίν’ η αγάπη ανώφελη: μια λάμψη απ’ τ’ αστέρια
που ούτε ζέστη ούτε φως προσφέρει… Σε κανένα!
Κι αν με φωνάζει πού και πού κι αν μου μιλάει για σένα
έξαφνα πάει και κρύβεται στων άστρων τα λημέρια
*
Ειν’ η αγάπη αχρείαστη ακόμη κι όταν μοιάζει
με βροντοφόρα αστραπή που μια στιγμή κρατάει
Μα η νύχτα είν’ ατέλειωτη, μαζί μου διασκεδάζει
και σε σκοτάδι πιο βαθύ ύστερα με τραβάει
*
Είναι η αγάπη περιττή κι όμως σ’ αυτή γυρνάμε
στα δίχτυα της μπλεκόμαστε μέρα με την ημέρα
το μαγικό της άρωμα ακόρεστα ρουφάμε
κολλάμε κι είναι δύσκολο να πάμε παραπέρα
*
Ειν’ η αγάπη εποχή με χίλιους δυο κινδύνους
σ’ έναν κυκλώνα οδηγεί με πάθη και με λάθη
σαν ευφορία από κρασί ανάμικτη με θρήνους
σαν όμορφο τριαντάφυλλο που ‘χει κρυμμένο αγκάθι.
Barroco-tropical σε ζωντανή ηχογράφηση:
Ανάγνωση της απόδοσης στα Ελληνικά
*
Ακολουθούν οι πρωτότυποι στίχοι και η (διαδικτυακή) μετάφραση στα Ιταλικά
Barroco Tropical
O amor é inútil: luz das estrelas a ninguém aquece ou ilumina e se nos chama, a chama delas logo no céu lasso declina.
*
O amor é sem préstimo: clarão na tempestade, depressa se apaga e é maior depois a escuridão, noite sem fim, vaga após vaga.
*
O amor a ninguém serve, e todavia a ele regressamos, dia após dia cegos por seu fulgor, tontos de sede nos damos sem pudor em sua rede.
*
O amor é uma estação perigosa: rosa ocultando o espinho, espinho disfarçado de rosa, a enganosa euforia do vinho.
***
Barocco tropicale
L’amore è inutile: luce delle stelle, nessuno riscalda o illumina e se ci chiama, la loro fiamma subito nel cielo stanco declina.
*
L’amore non serve a niente:lampo nella tempesta, presto si spegne ed è maggiore poi l’oscurità, notte senza fine,onda dopo onda.
*
L’amore a nessuno serve, e tuttavia a lui ritorniamo, giorno dopo giorno. Accecati dal suo fulgore,intontiti di sete ci diamo senza pudore nella sua rete.
*
L’amore è una stagione pericolosa: rosa che nasconde la spina, spina travestita da rosa, l’ingannevole euforia del vino.
Οι ωραίες ιδέες είναι παιδιά της ¨έμπνευσης¨ και η σχέση μου με δαύτην μοιάζει μ’ εκείνη ανάμεσα στους απομακρυσμένους μαγνήτες: όταν ο ένας απέχει αρκετά από τον άλλον η έλξη ανάμεσά τους είναι μόνο μια θεωρητική δυνατότητα καθόλου, μα καθόλου σίγουρη -ένα απλό ενδεχόμενο.
Εκ του μακρόθεν (εγώ εδώ, αυτή εκεί) μπορεί να ισχυριστεί κανείς πως ναι, ίσως η ¨έμπνευση¨ υπάρχει, αλλά τι να την κάνεις αφού δεν πιάνει, δεν αντιδρά, αδιαφορεί για τις επικοινωνιακές σου ανησυχίες, άρα τζίφος, άρα μηδέν εις το πηλίκον, άρα ως εκεί και μη παρέκει: Μεταβολή και πάμε γι άλλα.
Άμα όμως υπερβεί κανείς την κρίσιμη εγγύτητα, εάν δηλαδή ξεπεράσει το στάδιο της θεωρητικολογίας και προσπαθήσει να συλλάβει την ¨έμπνευση¨ χειροπιαστά, να την αρμέξει και να την ξεζουμίσει, είτε χειρόγραφα είτε πλήττοντας ανελέητα το πληκτρολόγιο, τα πράγματα αλλάζουν. Και απομένουν οι δύο (κλασικές) μαγνητογενείς εναλλακτικές: α) οι πόλοι έχουν πλησιάσει στραβά, αλληλοαπωθούνται και τα τεκταινόμενα (γεννοβολήματα) διστάζεις να τα αναγνωρίσεις ή β) επιτέλους, οι -ετερώνυμοι- πόλοι έλκονται, η επαφή αποκαθίσταται, κάποιοι επικοινωνιακοί αυτοματισμοί παίρνουν μπρος συνδέοντάς σε με χώρους μυστηριώδεις αλλιώς απροσπέλαστους (ας πούμε κρυμμένους στις μελανές μεμβράνες του ατομικού ή συλλογικού λαβυρίνθου), οι ιδέες σχηματίζονται και έτσι -εν τέλει- μπορείς να ελπίζεις σε κάποια αίσια συγγραφική έκβαση.
Δεν ξέρω αν αληθεύει πως η πείρα βοηθάει και επομένως η ¨έμπνευση¨ αργά ή γρήγορα τιθασεύεται και καταλήγει να ακούει τα παραγγέλματα. Θα έλεγα πως σ’ εμένα δεν πάει έτσι. Κάθε φορά που την χρειάζομαι πρέπει να την επικαλεστώ να την παρακινήσω, να την ταρακουνήσω σα να ήταν η πρώτη φορά!
Κατά κανόνα τα παραπάνω με απασχολούν όταν λέω ν’ αρχίσω κάτι καινούργιο, μετά από την αποδοχή ότι η προηγούμενη προσπάθεια (κατά κάποιο τρόπο) ολοκληρώθηκε. Με άλλα λόγια σε μια φάση σαν την τωρινή: Ό Εύελπις, ο Καλλισθένης, ο Οινοκράτης, και οι λοιποί πρωταγωνιστές των εξακοσίων τεσσαράκοντα σελίδων του ¨Κύλικες και Δόρατα¨ μεταμορφώθηκαν πλέον σε έντυπους ήρωες, χειραφετήθηκαν και πήραν το δρόμο τους. Τους παρακολουθώ με ενδιαφέρον μεν, αλλά δεν ανακατεύομαι πια.
Αυτό το καλοκαίρι στα βιβλιοπωλεία, εκτός από τον ¨Λύκο που γέρασε¨, υπάρχει ακόμη μια δουλειά του Ηλία Κουτσούκου. Πρόκειται για τη συλλογή διηγημάτων με τίτλο ¨Μαθήματα ανατομίας¨. Οι εκδόσεις είναι ¨Μελάνι¨ και στο οπισθόφυλλο αναγράφονται τα εξής:
Γράφω αυτό το σημείωμα για να ενημερώσω, όσους παρακολούθησαν στο Ιστολογοφόρο τις αναρτήσεις του ιστορικού μυθιστορήματος ¨Κύλικες και Δόρατα¨, ότι αυτό απόκτησε χάρτινη-έντυπη υπόσταση και άρχισε να εμφανίζεται στα βιβλιοπωλεία.
Πιο συγκεκριμένα:
Καταφτάνει e-mail από τον εκδότη. Χωρίς λόγια. Με μια εικόνα.
Τα ¨Δόρατα¨ όρθια και ευθυτενή πάνω στο γραφείο του. Και αμέσως μετά φτάνει η τυπική ενημέρωση από τον Οίκο πως το τυπογραφείο τελείωσε τη δουλειά και πως το βιβλίο ξεκινά το ταξίδι. Καταχάρηκα.
Η αλήθεια είναι ότι είχαν μεσολαβήσει απρόβλεπτα γεγονότα που δημιούργησαν καθυστέρηση, όπως η πρωτοφανής επίθεση κατά πάντων του πανδημούντος ιού και, πιο μπροστά, ο μπερδεμένος (ψυχολογικά) υπολογιστής που είχε καταπιεί στα καλά καθούμενα ένα τμήμα του έργου ενώ ήταν έτοιμο να φύγει για εκτύπωση. Όμως εν τέλει όλα αυτά αντιμετωπίστηκαν και, ενώ εγώ το είχα πάρει απόφαση ότι πάμε για φθινόπωρο, να που το ¨ιστορικό μυθιστόρημα¨ θα κάνει (ελπίζω) συντροφιά και σε κάποιους καλοκαιρινούς βιβλιόφιλους εκδρομείς.
Τον Ανδρέα Σιδέρη των εκδόσεων Ι. Σιδέρης τον γνώρισα καιρό πριν, όταν έλαβα μέρος σε μια συλλογική έκδοση δοκιμίων πάνω σε επικοινωνιακά θέματα και έκτοτε η συνεργασία φτούρησε. Εξέδωσε το σύγγραμμα ¨Από τον Βωμό και τον Άμβωνα στην Οθόνη¨ καθώς και τη δεύτερη έκδοση του μυθιστορήματος ¨Το Πολυτεχνείο τρέμει¨. Θεωρώ ότι και αυτή την φορά έφτιαξε έναν καλαίσθητο τόμο.
Βασικά χαρακτηριστικά:
ISBN: 978-960-08-0850-6 Σελίδες: 646 Σχήμα: 17×24
ΥΓ1. Αν δεν το βρείτε σε πλησιέστερο σημείο, το βιβλίο είναι πάντα διαθέσιμο στον Οίκο Ι. Σιδέρης (https://isideris.gr/) Τιμή από τον ιστότοπο: 21,60€ (27,00€)
ΥΓ2. Ειδοποίησα για την έκδοση μερικούς καλούς φίλους που παρακολουθούσαν το αφήγημα και ενδιαφέρονται για τις σχετικές εξελίξεις. Ο Σπύρος, φίλος, συνάδελφος στο πανεπιστήμιο και συμπαίκτης στο μπιλιάρδο έφτασε χτες με το εικονιζόμενο ζαχαρούχο αντίγραφο. Το καταβροχθίσαμε πανηγυρικά.
Από τον (μοτοκυλιόμενο) αρχιτέκτονα – κένταυρο – ταξιδευτή Βασίλη Μεταλλινό
WARNING! DANGER!!!
Do not read this until you have read SUDAN, Ιστορίες freak-ασέ (Part 1)
After you have read it …it is safe to continue reading.
Αργά τ’ απόγευμα σταματώ έξω από την πόλη Berber κοντά στη συμβολή του ποταμού Ατμπάρα και του Νείλου, βλέποντας ένα χίπικο WV Transporter ενός ζευγαριού Ολλανδών και το ποδήλατο ενός Γερμανού. Το ζευγάρι (δεν θυμάμαι ονόματα) ταξίδευε προς το Μπουρούντι για ένα φιλανθρωπικό έργο σε μια φτωχή τενεκεδούπολη της Bujumbura , ψάχνοντας ένα πνευματικό έρεισμα. O τύπος «έσπρωχνε» και κάτι περιοδικά με θεματολογία που εκτείνονταν από τη δύναμη των κρυστάλλων, τις ολιστικές θεραπείες και τις ψυχικές δονήσεις μέχρι οδηγίες για επιλεκτική μετενσάρκωση …σε τιμές όχι μεγαλύτερες της πρωτότυπης έκδοσης του 1914 των «Dubliners» του Τζέιμς Τζόις… Γενικά το ζευγάρι θύμιζε κάτι τύπους σε ντοκιμαντέρ του Channel 5 για απάτες «volunteer traveling», πλαστά traveler cheques κλπ …ενώ ένοιωσα και το πορτοφόλι μου να κλείνει ενστικτωδώς …σαν στρείδι που μυρίζεται κίνδυνο. Ο Γερμανός ποδηλάτης, 60 plus, πάστορας της «Εκκλησίας των Αντβεντιστών της Έβδομης Μέρας» ταξίδευε μόνος προς την Αίγυπτο. Ψωνίσαμε kajaik (ξερό ψάρι απ΄το Νείλο), gurrassa (λεπτές πίτες) και tamiya (σαν φαλάφελ) στρώσαμε τραπέζι ρεφενέ. Τα λίγα φαγητά εξαφανίστηκαν σαν σολωμός σε μπουφέ δεξίωσης Αντιδημαρχίας Πολιτισμού… Ένοιωσα κουρασμένος και ξάπλωσα στο sleeping bag με μια αίσθηση ότι διανυκτερεύω στο ράντσο του Charles Manson, ακούγοντας το Radio Salam 963 απ’ τα ηχεία του WV, αναμειγμένη με την χαμηλόφωνη λογοδιάρροια των Ολλανδών διατυπώνοντας ενστάσεις στο Γερμανό πάστορα σχετικά με την Δεύτερη Έλευση. Σκεπτόμενος ότι φτωχή και ξυπόλυτη περπατεί η ανθρώπινη Γνώση μπροστά στα θρησκευτικά ερωτήματα, βυθίστηκα σε μια ληθαργική έκσταση…
Πρώτος ξύπνησε ο πάστορας ποδηλάτης κατά τις τεσσεράμισι, πριν αρχίσει να βαράει με απονιά ο καυτός ήλιος …σαν νταμπλάς από βρασμένη οξιά.
Οι Ολλανδοί ξενύχτησαν με βραδυφλεγείς διάρροιες, προδομένοι από κάτι πουλερικά με σαλμονέλα που είχαν καταναλώσει την προηγούμενη μέρα. Τους άφησα ένα κουτάκι imodium κι όταν βεβαιώθηκα ότι στανιάρανε, ξεκίνησα το ταξίδι μου γιατί το ζεματιστό χνότο από την έρημο της Νουβίας άρχισε να καίει τη σέλα της μοτοσυκλέτας. Το απόγευμα έξω από τη Dongola είδα ένα «zebra coloring» Jeep μ΄ ένα ζευγάρι Γερμανών να κατασκηνώνει κάτω από κάτι δέντρα. Ο Λάρς 50άρης με κεραμιδί μαλλί σαν βετεράνος πορνοστάρ και η γυναίκα του η Τούλα 45άρα τροφαντή με γυμνασμένα πόδια σαν σέντερ μπακ, χαμογελαστή και με κινήσεις Τσάρλι Τσάπλιν έβραζε σ’ ένα κατσαρολάκι wurst, κλείνοντας ηδονικά τα μάτια πάνω από τις μυρωδιές. Την έβγαλα -ως συνήθως- με δυό κουταλιές ταχινόμελο και συμφωνήσαμε με τους Γερμανούς να συνεχίσουμε παρέα προς Βορρά, μια κι αυτοί επέστρεφαν χωρίς άσκοπες στάσεις στην Γερμανία. Το 3κιλο τενεκεδένιο δοχείο με τον σφιχτό καφέ πολτό (ταχίνι-μέλι σκόνη βρώμης), πριν μερικές μέρες παραλίγο να με μπλέξει σ΄έναν στρατιωτικό έλεγχο στη Ν. Αίγυπτο… Νομίζοντας ότι είναι εκρηκτικό οι στρατιώτες με σημάδευαν με τα όπλα τους, ενώ εγώ φανταζόμουνα ήδη τον εαυτό μου στο ψυγείο του Δήμου της Σοχάγκ, μ’ ένα καρτελάκι στο δάχτυλο του ποδιού μου. Τελικά ο πιο ψύχραιμος το μύρισε μετά δραματικών συσπάσεων του προσώπου του και φώναξε: «Ταχίνα, ταχίνα!» Οι υπόλοιποι κατέβασαν τα όπλα τους γελώντας, με χαιρέτησαν με «σαλάμ αλέκουμ» κι απομακρύνθηκαν ησύχως… Το επόμενο πρωί, μετά τον καφέ, ο Λαρς προθυμοποιήθηκε να με ξαλαφρώσει από ένα βαρύ σακ βουαγιάζ, που έδενα στη σέλα της μηχανής, γεμάτο ανταλλακτικά, εργαλεία, σαμπρέλες κλπ. Φτάνουμε Wadi Halfa.
Η ιστορία της επιστροφής με το σαράβαλο ποταμόπλοιο γνωστή… Να μην επαναλαμβανόμεθα. Στα Αιγυπτιακά σύνορα οι καθυστερήσεις και το σπάσιμο νεύρων των τελωνειακών, θα έκαναν θιβετιανό μοναχό να τσιρίζει στις ψηλότερες νότες του rigoletto… Μετά από 8 ώρες με ελέγχους σε carnet de passage, προμήθεια βίζας, αιγυπτιακής άδειας οδήγησης, αιγυπτιακών πινακίδων κυκλοφορίας, ασφάλειας οχήματος κλπ κλπ, με συχνές ξαφνικές διακοπές για προσευχή και δώστου χαλάκια κι επικύψεις και «Σουμπχάνα Ράμπι αλ Ααδίμ» κι «Αλλάχου Άκμπαρ» κι ενώ τελειώναμε με τον έλεγχο οχημάτων -άλλων για ναρκωτικά, άλλων για όπλα- γίνεται η στραβή… Ο Λαρς κουβαλάει περίστροφο! Παρόλο που δεν φαίνονταν να ΄χει σχέση με τη σικελική τσιμεντοποιία, ούτε με serial killer που ανακοινώνει τον επόμενο φόνο στις αγγελίες της Frankfurter Algemeine, το ‘χε -ο άτιμος- δεμένο στη γάμπα και σ΄ενα σκύψιμο το κυαλάρισε ο τελωνειακός κι αρχίσαν οι σφυρίχτρες κι ο συναγερμός! Πλακώσανε οπλισμένοι διάφοροι τελωνειακοί και συλλαμβάνουν τον Λαρς ενώ η Τούλα έφραζε αποτροπιασμένη με το χέρι το ορθάνοιχτο στόμα της …όπως στον βουβό κινηματογράφο όταν ξαφνιάζονται. Γδύνουν το τζιπ και μόλις βρίσκουν το δικό μου σακ βουαγιάζ με τ’ ανταλλακτικά, ο Λαρς δείχνει τον πάγκο που καθόμουνα και με φωνάζουν να τον ανοίξω. Με φρόνιμα περντέ πιλάφ και την καρδιά να βροντάει σαν τον βομβαρδισμό της Βαγδάτης, παίρνω τον σάκο να τον μεταφέρω στην μοτοσυκλέτα μου -κάνοντας τον αδιάφορο- αλλά με σταματάει ένας τύπος με πολιτικά φτυστός ο Τούρκος Ibrahim Tatlises και γαργαλώντας την ασφάλεια του περιστρόφου του αρχίζει κάτι ακατάληπτα αγγλικά σε Sol maggiore… Ανεβάζει το μπινελίκι σε La, δεν καταλαβαίνω γρι… …και ρίχνει και το ρεφρέν σε Do δίεση: «Mister, you are under arrest!»
Μπλέξαμε! To κρατητήριο στο αστυνομικό τμήμα του Aswan, έφερνε σε κακέκτυπο του Στόουνχεντζ, με απίστευτους σκοτεινούς λαβύρινθους, δυσωδία από μούχλα, κατσαρίδες, σκνίπες και φρέσκα σκατά… Έμεινα τρεις ώρες σ΄ένα κελί μ’ έναν απατεώνα που άλλαζε σε ξένους φωτοτυπημένα χαρτονομίσματα κι ένα τύπο με σπασμένη μύτη και αλμπενί λήσταρχου καραβανιών της Σαχάρας, που σε μια διαφωνία με τη σύζυγο για το ποιος θα κρατάει το τηλεκοντρόλ, της κάρφωσε ένα κατσαβίδι στο μάτι… Οι Γερμανοί είχαν μπουζουριαστεί γι΄ανάκριση και δεν τους ξαναείδα ποτέ. Το γραφείο του ανακριτή ήταν άνετο κι έμεινα για 20 ώρες καθισμένος σ΄ένα καναπέ απαντώντας σ΄ερωτήσεις και προσπαθώντας ν’ αποδείξω ότι δεν είμαι τρομοκράτης, ούτε κατάσκοπος. Μ΄ενημέρωσαν ότι οι Γερμανοί «πάνε» για ισόβια και μου κάναν την ψυχολογία ναυτικό κόμπο, λέγοντάς μου ότι θεωρούμαι συνένοχος για παράνομη εισαγωγή όπλου. Ζήτησα να τηλεφωνήσουν στον Χασάν και στο Ελληνικό Προξενείο. Σε λίγη ώρα ένας τελωνειακός που είχε αδελφό που δούλευε σε αλιευτικό στην Καλαμαριά και προσπαθούσε να βγάλει άκρη και να με βοηθήσει, μου λέει ότι τα σκάτωσα! O Χασάν επιδιδόταν σε κατασκοπεία για λογαριασμό της Λιβύης και «τι δουλειά είχα εγώ μ΄ένα Λίβυο κατάσκοπο κι έναν Γερμανό με όπλο?» ενώ παράλληλα ακούγονταν απ’ έξω κάποιος που έσκουζε σαν να τον πετούσαν από το φράγμα του Ασουάν… Ανεπαισθήτως νόμισα ότι πρωταγωνιστώ στην ιστορία του Ζεράρ ντε Βιλιέ «Η συνομωσία του Καΐρου» έστω και με κελεμπιοφόρο πρίγκηπα, που στο τέλος θα «καθάριζε» και το φινάλε θα μ’ έβρισκε σε μια σουίτα του Nile Ritz-Carlton, με 2-3 αχλαδόσχημες καλλονές, με ευρύπυγα κορμιά της λαγγεμένης Ανατολής, βγαλμένες απ΄τους Αιγυπτιακούς καταλόγους της Victoria’s Secret, μέσα σε μπουρμπουριστά χαμάμ, εν μέσω νεφών και μεθυστικών αρωμάτων κλπ κλπ Η είσοδος στα γραφεία ενός αρκουδοειδούς αστυνομικού που κρατούσε απ’ το σβέρκο έναν πιτσιρικά σαν κρεμασμένη πάπια σε βιτρίνα της Chinatown, μ’ επανέφερε στην πραγματικότητα… Παρόλο που έχω κάνει πολλά βήματα στην τέχνη της δημιουργικής καταστροφής όλων των αναστολών και φόβων, ομολογώ ότι πίστεψα ότι εδώ τέλειωσαν τα πάντα! Θυμήθηκα τους Έλληνες ναυτικούς που σάπισαν στις Αιγυπτιακές φυλακές κι ότι στις Αραβικές χώρες -σε τέτοια θέματα- δεν χωράνε βύσματα και κόλπα νοτιοβαλκανικής χώρας του Μεσογειακού Αρχιπελάγους… Παρηγοριά μου η σκέψη ότι διάλεξα να ζήσω σ΄ένα αβέβαιο κάτι …πάρα σ΄ένα σίγουρο μηδέν. Δεν μετάνιωσα… Έχασα την αίσθηση του χρόνου κι έκλεισα εξουθενωμένος τα μάτια… Ξημερώματα με ξυπνάει ένας αστυνομικός, μου δίνει ένα φλιτζάνι τσάι και με οδηγεί μ΄ένα τζιπ στον χώρο που είχαν βάλει την μοτοσυκλέτα μου. Μου δίνει όλα τα προσωπικά μου έγγραφα και μου λέει ότι είμαι ελεύθερος να φύγω. Από την κόλαση στον παράδεισο! Σταματώ σ’ ένα φούρνο για δύο ζεστές αραβικές πίτες, τις πασαλείβω με ταχινόμελο και τις τρώω με βουλιμία. Πίνω έναν δυνατό καραβίσιο και ξεκινώ να βρω την Eastern Desert Road προς βορρά. Με το που μπαίνω στην έρημο κι οδηγώντας και πάλι μόνος, θυμάμαι τα λόγια του Γερμανού πάστορα ποδηλάτη: «Η πραγματική περιπέτεια δεν γράφεται με το μελάνι του Θεού αλλά με τα σκατά του διαβόλου»… . the end
[Βίωσε, έγραψε, τιτλοφόρησε, εικονογράφησε και υποσχέθηκε την (προσεχώς) συνέχεια της παρακάτω (μοτοσικλετιστικής) συγγραφής, ο δίκυκλος ταξιδιώτης Βασίλης Μεταλλινός.]
Χειμώνας, 2010 Η ζέστη στο Χαρτούμ έκανε τους χουρμάδες να «βγαίνουν» απ’ ευθείας …φρουί-γκλασέ πάνω στους φοίνικες Ντουμ. Πέρασα το βράδυ μου σ’ ένα παλιό guest house στο Ομντουρμάν, κάτω από τον σαραβαλιασμένο ανεμιστήρα και με τους ήχους του καταρράκτη Ubbalamadugu, από ένα καζανάκι που δεν σταμάταγε να τρέχει, ταλανιζόμενος σ΄ ένα βασανιστικό δίλημμα: Να συνεχίσω με μια παρέα τεσσάρων Ιταλών μοτοσυκλετιστών μέχρι την Αιθιοπία και να επιστρέψω μόνος? Ή να φύγω προς τα πάνω καρφί για Wadi Halfa, να προλάβω το ποταμόπλοιο για την Αίγυπτο? Η είδηση ότι -νοτιότερα- είχαν σκοτωθεί προσφάτως 5 στρατιώτες της Ειρηνευτικής Δύναμης του ΟΗΕ, είχαν πυροβοληθεί εν κινήσει 2 διαφορετικοί ταξιδευτές με μοτοσυκλέτες από ληστές, και είχαν απαχθεί 2 Ρώσοι πιλότοι ανατολικά της Nyala δεν με φόβιζε τόσο …όσο μια καθυστέρηση στην Ελλάδα , που θα ενέπνεε κάτι δικηγόρους πιό επικίνδυνους κι απ΄τους αιμοδιψείς πολέμαρχους του Darfur …να προσθέσουν μερικά ακόμα εξοντωτικά μηδενικά στους όρους ενός μελλοντικού διαζυγίου… Ξημερώματα, μετά από ένα αρωματικό τσάι, δυό τετράγωνα παρακάτω βρίσκω τους Ιταλούς να φωτογραφίζονται έξω απ’ το ξενοδοχείο τους, έχοντας κρεμάσει ανάμεσα στις μοτοσυκλέτες και μια σημαία διάσημου moto-club κι εταιρίας λιπαντικών εκ Λομβαρδίας. Ομολογώ ότι δεν γνώριζα την ύπαρξή τους κι αυτό μου προκάλεσε ανησυχία και προβληματισμό, μια που έδειχνε πόσο περιορισμένη και ελλιπής ήταν η κουλτούρα μου. Κάτι …οι ίδιες στολές, οι ίδιες μοτοσυκλέτες, οι ίδιες πόζες, τα ίδια t-shirt, τα ίδια ταξιδιωτικά πλάνα, τα ίδια travel blogs, τα ίδια… Η ασύμμετρη απειλή της συμμετρίας! Το ένστικτο της αυτοσυντήρησης με προσανατόλισε προς βορρά…
. Σε 4-5 ώρες διαδρομή δίπλα στον Νείλο, φτάνω στο βαρετό Ad-Dāmar. Αδιάφορες διαδρομές, χιλιόμετρα, συντεταγμένες, αζιμούθια και λοιπά και λοιπά. Δείξε συμπόνια για τις επιλογές μου, φίλτατε αναγνώστα, αλλά στο ταξίδι μ’ ενδιαφέρουν μόνο οι «ανοησίες»… μόνο ό,τι δεν έχει καμιά πρακτική σημασία. Μ’ ενδιαφέρει η ζωή μόνο στις παράλογες εκφάνσεις της. Άλλωστε πιστεύω ότι «ταξίδι είναι ό,τι δεν πλασάρεται σαν ταξίδι»…
Κάποιες φωτογραφίες από νεκροταφεία πλοίων σε βιβλία που ‘χα διαβάσει στο παρελθόν, μου δίνουν φλασιά και «κόβω» ανατολικά προς Port Sudan. Φτάνω πτώμα το βράδυ. Βγαίνω να ψάξω για μπύρα κι πέφτω σ΄ένα παλιομάγαζο με ξέμπαρκους ναυτικούς σε μια χαμουρεμένη τεμπελιά, χασισέμπορους, λαθρέμπορους και έναν απόγονο δουλέμπορου που προσπαθούσε να πουλήσει σε μια τιμή …ανθρωπιάς άγουρες μικρές για μια ώρα, προκειμένου να ψωνίσει τρόφιμα και βαμβακερά barbadense να ντύσει τις τρείς συζύγους του! Μπορεί σε παρόμοια κωλομάγαζα σε άλλες χώρες της Αφρικής να συναντάς βλέμματα γεμάτα κοράνι και φόνο, στο Σουδάν όμως οι άνθρωποι είναι απίστευτα φιλικοί και φιλόξενοι! Μετά από τέσσερις white bull lager, αφού διαβεβαίωσα τον …οικογενειάρχη σωματέμπορα, ότι δεν είμαι σε θέση να βρώ ούτε την κλειδαρότρυπα της πόρτας του δωματίου μου, διέκρινα μια στάση ελεγχόμενης παραίτησης κι απογοήτευσης και χαμόγελο ανθρώπου όταν επιχειρεί να λαδώσει προϊστάμενο πολεοδομίας… Με καληνύχτησε αφού ήπιαμε ιεροκρυφίως ένα ποτήρι ντόπιο (παράνομο) araqi -κερασμένο- μετά πολλαπλών προπόσεων «Fe Sehetak» (cheers)… και ξαναδώστου «Fe Sehetak»…δίνοντάς μου σε ένα τσαλακωμένο -αλά χωριάτα- χαρτονάκι το τηλέφωνό του.
. Το άλλο πρωί, επιστρέφοντας στο Suakin, ρώτησα σε μια μάντρα με παλιοσίδερα που θα βρώ εγκαταλειμμένα πλοία. Πάντα αγαπούσα τα ναυάγια, είναι οι ματαιοδοξίες μου. Ο μαντράς με περιεργάστηκε με βλέμμα ελάσσονος επιληψίας όταν προσπάθησα να του εξηγήσω …πόσο με μάγευε ο πένθιμος παφλασμός των κυμάτων μέσα στο σκουριασμένο κουφάρι, η παλίρροια να γεμίζει και ν’ αδειάζει αυτά τα κάστρα από λαμαρίνα, δημιουργώντας μια παράξενη σύνθεση ρόγχων, σφυριγμάτων και θορύβων πιτσιλίσματος. Πιάνοντας με αγκαζέ με την στοργική ανοχή που δείχνουν σε κάποιον που πάσχει από πρόωρη γεροντική άνοια, ο μαντράς μ’ αποχαιρέτησε δίνοντάς μου τις κατάλληλες οδηγίες για την τοποθεσία, όπου βρίσκονταν τρία σαπισμένα κουφάρια. Ήπια έναν καραβίσιο, μαγεμένος απ’ το απόκοσμο θέαμα, κάνοντας τη σκέψη ότι δεν υπάρχουν θλιμμένα τοπία αλλά δυστυχισμένοι παρατηρητές… Γυρνάω τη μίζα και ξεκινώ φουλ για Wadi Halfa. Πριν κάνω 10 μέτρα χτυπάει το κινητό… Σταματάω. Είναι ο Hassan Al Senussi συνταξιούχος γιατρός, ανηψιός του τέως βασιλιά της Λιβύης Ιντρίς και εγγονός του Muhammad al-Abid as-Senussi συμπολεμιστή του Omar Mukhtar (Λιοντάρι της Ερήμου) που έκαναν …spezzatino alla cacciatora με τις χατζάρες τους Ιταλούς στη Λυβική Σαχάρα. Τρελή ιστορία…
. Πριν 15 μέρες έπινα τσάι στο καφέ Φαρούκ στην Αλεξάνδρεια και με πλησιάζει ένας κελεμπιοφόρος με πονηρά μάτια που γυάλιζαν σαν τους τυχοδιώκτες πιστολέρο που αναζητούν σεντούκια χρυσού σε παλιές ταινίες γουέστερν και ρωτάει από που έρχομαι. Του λέω Σαλονί και μΕ πετάει: «Τι κάνεις ρε κουμπάρε?» Σπουδές Αμέρικα, Γαλλία και ένα χρόνο στην …Ερωτική Πόλη, 40+ χρόνια πριν… Με κοιτάζει αυστηρά και ρίχνει τον δράκο …»Θα μου βρεις μια Μαρία που είμασταν πολύ ερωτευμένοι, είχε φούρνο πίσω από την Καμάρα κι από μένα ό,τι θέλεις …αφήνοντας υπονοούμενα -αν «έπιασα» καλά τα Γαλλικά του- για κάτι σέξι αεροσυνοδούς της Air Libya με χειροπέδες κλπ κλπ» Έτσι είναι! Κάθε άνδρας, μόλις καβατζάρει τα 60 και πάει για …restart, ψάχνει εναγωνίως μια Μαρία που πάντα θε έπρεπε να τον περιμένει, ανάλλαγη απ’ τα χρόνια, πάντα τρυφερή, νέα και …αγνή. Το βλακώδες υποδυνείδητο του ανδρός! Σε μιά εποχή που η απόκτηση της Λιβυκής βίζας απομακρύνονταν σαν αντικατοπτρισμός μιας εξάδας παγωμένων Smithwick’s στη Σαχάρα, ο Hassan με δυό τηλέφωνα από το κινητό του στην Λιβυκή Πρεσβεία και μισό μπουκάλι παλαιωμένου καταπραϋντικού υγρού των αποστακτηρίων της Glenfiddich, αγορασμένο σε μαύρη σακούλα από το Drinkies, μου πρόσφερε σε χρόνο dt μια βίζα πολλαπλών εισόδων για έξι μήνες. Φεύγοντας μου άφησε κι ένα τσαλακωμένο «Al Ahram Hebdo», λέγοντας: Βάλε μέσα ένα 100ευρο και δώστο αύριο στον mr Al-Abgari… O Hassan φαγώθηκε να κάνουμε και δουλειές με εισαγωγές αυτοκινήτων, φορτηγών και λοιπών ανταλλακτικών με πολύ χρήμα και προστάντζες δεκάδων χιλιάδων ευρώ. «Ο Καντάφι ανοίγει την αγορά και πριμοδοτεί με 30.000 ευρώ κάθε Λιβυκή εταιρεία με συνεταίρο κάτοικο ΕΕ. Λοιπόν Μπαζίλ, ανάβαλλε προς το παρόν τα σχέδια για το Νόμπελ κι έλα στη Λιβύη να χεστείς στο χρήμα… « Του κλείνω το τηλέφωνο γιατί η χρέωση κάθε λεπτού ομιλίας από τη Vodafon αντιστοιχούσε με κονδύλιο ανακαίνισης του Taj Mahal! Αργά τ’ απόγευμα σταματώ έξω από την πόλη Berber κοντά στη συμβολή του ποταμού Ατμπάρα και του Νείλου…
Στη Παραμυθιά της Θεσπρωτίας σήμερα τ’ απόγευμα αρχές Απρίλη, όπως κάνει 40 χρόνια τώρα, ο μπάρμπα Σωτηράκης Λέκκας πίνει το τσιπουράκι του στη πάνω έρημη πλατεία-εντελώς μόνος του -λόγω του εθνικού εγκλεισμού.
Κοιτάζει τα βουνά περιμετρικά που του κόβουν τη θέα προς το Ιόνιο, όπου κι αν γυρίσει το βλέμμα του.Τα βουνά λες και κάνουν ένα κύκλο τριγύρω του γιατί η Χιονίστρα έχει ύψος 1665 μέτρα κι απ την άλλη η Κορύλα 1650. Κι ακόμα τα δυο ποτάμια που πιτσιρίκος ψάρευε πέστροφες -σκέφτεται ο μπάρμπα Σωτηράκης- ο Αχέροντας κι ο Κώκυτος,είναι μακριά του και δεν ξέρει πως να πάρει άδεια για να τα φτάσει, αλλά και να πάρει, τι σκατά θα πάει να κάνει στα ογδόντα του εκεί συνταξιούχος κτηνοτρόφος…
Κάθεται λοιπόν μόνος του, στο καφενείο του φίλου του Ντελίμπαση, που τυπικά είναι κλειστό και πίνει αργά-αργά το τσιπουράκι του μασουλώντας για ώρα τρεις ξερές ελιές και δυο κομματάκια τσίρο. Κοιτάζει το απλό όμορφο στρόγγυλο ποτηράκι του με το -χωρίς γλυκάνισο- τσίπουρο και σαν να βλέπει στο πάτο πρόσωπα που χάθηκαν, ενώ θα έπρεπε νάναι δίπλα του και να του κρατούν συντροφιά. Πρώτα βλέπει τη Βάγια, έρωτα του 50 που κρυφά είχαν συμφωνήσει γάμο, αλλά αυτή δεν τον περίμενε μέχρι που να τελιώσει το στρατιωτικό του, πήγε και παντρεύτηκε έναν αρχιτσέλιγκα απ το Σούλι.Επειτα βλέπει τον μεγάλο του αδερφό, που έφυγε στην Αμερική και πέθανε από έμφραγμα στο Σινσινάτι καθώς έβλεπε τη παράσταση ενός ροντέο τσίρκου.Ρίχνει δυό απανωτές ρουφηξιές απ τη στενοχώρια του, ανάβει ένα σέρτικο τσιγάρο και γεμίζοντας το στρόγγυλο ποτηράκι του, σαν να του φαίνεται τώρα, πως στο πάτο του ποτηριού,έχει στρογγυλοκαθήσει χαμογελαστό το πρόσωπο του γιου του, πούχει κλείσει τα 50 και έχει τέσσερα χρόνια να έρθει στο χωριό, ταξιδεύοντας στα καράβια κάνοντας το γύρο της γης, εργένης από άποψη, που ο μπάρμπα-Σωτηράκης αδυνατεί χρόνια να κατανοήσει.
Σκέφτεται ενώ αργοπίνει πως κάποια στιγμη, θα πρέπει να γυρίσει πίσω στο σπίτι, όπου η γριά του θα ροχαλίζει κι αυτός αν ανοίξει τη τηλεόραση, θα βλέπει πάλι κάτι εικόνες από άδειους δρόμους ή γεμάτα νοσοκομεία, που θα του γυρίσουν τη ψυχή ανάποδα. Σκέφτεται πως ο κόσμος μια φυλακή μεγάλη είναι και πέρα απ τα περίκλειστα βουνά, όλα τα μέρη, μια φυλακή ολοστρόγγυλη σα μπάλα είναι, που κανείς δεν ξέρει που να πάει για να γλυτώσει απ το κακό της πανδημίας, γι αυτό το καλύτερο που έχει να κάνει,είναι να κάτσει εκεί που βρίσκεται μπρος στο στρογγυλό ποτηράκι του και να πίνει σιγά-σιγά το τσιπουράκι του, δηλαδή να κάτσει στ’ αβγά του και τούρχεται ξαφνικά ένα αυθόρμητο χαμόγελο στο στόμα, γιατί όπως και να κάνουμε σκέφτεται και τα αβγά στρογγυλά είναι ή κάπως σαν μακρουλό μηδενικό. Κι όπως σκύβει να ξαναδεί τον πάτο του ποτηριού, βλέπει το πρόσωπο του δάσκαλού του απ τη πρώτη του δημοτικού, του Μελέτη Φλάμπουρα με τη στροφογυριστή μουστάκα του, από το παλιοχώρι της Χίνκα, να λέει στον πεθαμένο από δεκαετίες πατέρα του.. «άκου για να ξέρεις Σταύρο, ένα σχέτο μηδενικό είναι ο Σωτηράκης σου, ένα ολοστρόγγυλο μηδενικό. Καλύτερα να τον σταματήσεις τώρα απ’ τα γράμματα και να τον κάνεις τσομπανάκο στο μαντρί σου. Νάχεις όφελος για το μετά.»
Εμπνεόμενος από τα τρέχοντα (και όχι μόνο) ο Νίκος μου έστειλε τα παρακάτω πρόσφατα ποιήματά του . Σχετικά με τους ιούς, στο Ιστολογοφόρο υπάρχει επίσης ένα παλιότερο όμορφο κείμενο του Νίκου που θα το βρείτε εδώ .
Νίκος Μοσχοβάκος
ΣΥΝΕΠΕΙΑ ΚΟΡΟΝΟΙΟΥ
Μιλάς και μετά γελάς.
Μήλα τρώνε οι αγελάδες.
Στη Γέλα έχει λιακάδα.
Παγκόσμια μέρα ποίησης.
Μετά παγκοσμιοποίηση.
Συνέπεια κορονοϊού.
Μπελάς και πια δε μιλάς.
ΣΤΗ ΛΙΑΚΑΔΑ
Όπου βρίσκεται ο καθένας
εκεί θα εκτίσει την ποινή του
διέταξε ο Καίσαρας.
Όλοι μας τότε
με μια μικρή δικαιολογία
αναζητήσαμε μια θέση
στη λιακάδα.
Ο ΚΑΙΡΟΣ ΤΟΥ ΜΑΓΓΕΛΑΝΟΥ
Με το μυαλό του γεμάτο ατελείς χάρτες
βραχώδη απειλητικά ακρωτήρια
υφαλογενείς μπλε σκούρες θάλασσες
νεφοσκεπείς ουρανούς αλλά και πεντακάθαρους
βραχονησίδες μοναχικές άδεντρες
ταραγμένους ευρύχωρους κόλπους
που στις απόκρημνες ακτές τους
φωλιάζουν φώκιες, γλάροι, αποδημητικά
κι ένα ξεθωριασμένο πορτραίτο του Χριστόφορου Κολόμβου
ο Μαγγελάνος προετοιμάζεται για τον μεγάλο απόπλου
Ο Ηλίας δεν είναι λύκος ούτε γέρασε. Είναι παλιός φίλος και γράφει ποιήματα και πεζά που μ’ αρέσουν. Η ¨Bibliotheque¨ είναι ένας ιστότοπος αφιερωμένος στα γράμματα, αλλά εκδίδει κιόλας. Ο δε ¨λύκος που γέρασε¨ είναι ο τίτλος της τελευταίας ποιητικής συλλογής του Ηλία που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τη ¨Βιβλιοθήκη¨ σε καλαίσθητησυλλεκτική έκδοση.
Εδώ παρακάτω δύο από τα ποιήματα της συλλογής
Η ΜΗΤΕΡΑ ΜΟΥ ΣΤΟ ΘΥΡΟΤΗΛΕΦΩΝΟ
Έχουν έρθει στο σπίτι φίλοι
και τρώμε μακαρόνια στο μπαλκόνι
άσπρο κρασάκι πίνουμε κι όλο γελάμε
με χαζά αστεία όταν ακούω το θυροτηλέφωνο
μ’ ένα διστακτικό σαν «να με συγχωρείτε» χτύπημα
λέω, ποιος να ‘ναι τέτοια ώρα δύο τη νύχτα, τίποτα τσογλάνια
μεθυσμένα θα ‘ναι και φωνάζω
ένα «ναι» λιγάκι άγριο.
.
Ακούω έναν σαν αναστεναγμό κι αμέσως
«να με συγχωρείς αγόρι μου δεν ήτανε σωστό
που σε αναστατώνω τέτοια ώρα μα ήθελα
ν’ ακούσω τη φωνούλα σου, να ξέρεις είμαστε καλά
λιγάκι ο πατέρας σου γκρινιάζει γιατί εκεί πάνω
απαγορεύεται αυστηρώς το κάπνισμα, ήρθαμε
κάποιες φίλες με υπεραστικό και τώρα μας φωνάζουν πίσω
να ‘σαι καλά και να προσέχεις, σε λατρεύουμε να ξέρεις»
Φωνάζω δυνατά «μαμά, μαμά, μαμά».
.
Μου πέφτει το θυροτηλέφωνο από το χέρι κι ύστερα από 30