Παραμονές γιορτών.
Το Πάσχα πλησιάζει, τόσο που οι ημέρες πήραν να κοκκινίζουν.
Ο Νίκος (ο Μοσχοβάκος) τηλεφωνεί: Λέμε να πάμε Περσία. Έρχεστε;
Εγώ, το έχω πάρει ήδη απόφαση και (υποκύπτοντας σε αδυσώπητες ανώτερες δυνάμεις) το έχω ήδη διακηρύξει δημοσίως: Φέτος το Πάσχα αγνοώ τις κεντρομόλες και υποκύπτω στις φυγόκεντρες, μ’ άλλα λόγια φεύγω. Όχι για την παραδοσιακή οικογενειακή μάζωξη της Αθήνας, αλλά για μακριά…
Εντάξει, λέμε του Νίκου, όμως τα διαβατήριά μας έχουν λήξει.
Προσπαθήστε, μας παραινεί.
Τηλέφωνο στο πρακτορείο που διοργανώνει την εκδρομή: Να το επιχειρήσουμε; Προλαβαίνουμε;
Ο Αθηναίος πράκτωρ: Δοκιμάστε. Μόλις έχετε έτοιμα τα διαβατήρια θα σας πούμε οριστικά τι μπορεί να γίνει. Υπάρχει, βλέπετε, και το πρόβλημα της βίζας…
Φωτογραφίες, και αστυνομικό τμήμα Τούμπας, το μοναδικό που ασχολείται με το θέμα στη Θεσσαλονίκη (ευγενικοί και αρκούντως γρήγοροι – προσέχω καταστάσεις και συμπεριφορές γιατί έχω κάποια ευαισθησία στο θέμα ¨διαβατήρια¨).
Εν τάξει, σε δυόμιση μέρες τα ‘χουμε. Όχι μόνο Ευρωπαϊκά αλλά και με αντιτρομοκρατικές προδιαγραφές! (Μόλις διαισθανθούν τρομοκράτη αρχίζουν να φωνάζουν βοήθεια, βοήθεια, και να εκλύουν αντιτρομοκρατικά αέρια).
Εγώ στο μεταξύ βυθίζομαι σε διαδικτυακές έρευνες περί Περσίας. Ανακαλύπτω από αφηγήσεις ιστολογίων ότι η περσική βίζα είναι δυνατό να δοθεί και στην Τεχεράνη, άμα τη αφίξει.
Παίρνω τον πράκτορα (μεταξύ μας επρόκειτο περί πρακτόρισσας): Ταξιδιωτικά έγγραφα εντάξει, της λέω, και για τη βίζα μαθαίνω ότι το πρόβλημα μπορεί να λυθεί… Αύριο το πρωί, μου απαντά, θα έχετε την τελική απάντηση.
Κάνω σχέδια και ονειροπολήσεις. Διαβάζω ότι το πιο όμορφο πράγμα στη Περσία είναι οι Πέρσες. Απίστευτα οικείοι και φιλόξενοι. Η ζωή φτηνή. Η γυναίκα μου ανασύρει ποδήρη σκοτεινόχρωμα ρούχα, ώστε να τα βγάλει πέρα στο τελευταίο ανδροκρατούμενο οχυρό.
Την άλλη μέρα ψυχρολουσία. Η πτήση για Τεχεράνη γίνεται μέσω Κωνσταντινούπολης και για εκεί δεν υπάρχει θέση στο αεροπλάνο. Δεν τρέχει τίποτα, λέμε, αφού το παιδέψουμε λίγο μεταξύ μας. Θα φτάσουμε μέχρι την Πόλη μόνοι μας. Είτε με το τρένο (Οριάν Εξπρές), είτε με το ειδικό πούλμαν που κάνει τη διαδρομή σε δέκα ώρες, είτε, εν τέλει, με τον Πόρθο, το ταξιδιάρικο (άμα λάχει) γιωταχί μας.
Να δούμε, μας απαντούν.
Βλέπουν. Όμως και οι εσωτερικές περσικές πτήσεις προκύπτουν φουλ γεμάτες, ιδιαίτερα εκείνη για Ισπαχάν. Μας ευχαριστούν για την προτίμηση αλλά δυστυχώς δε μας φτουράει. Μία άλλη φορά ίσως…
Ευχόμαστε στους Μοσχοβάκους (Νίκο και Ιωάννα) καλό ταξίδι και ανασύρουμε επειγόντως από το ντουλάπι χάρτες και φυλλάδια, για όπου, ο καιρός (για την έναρξη των διακεκομμένων ημερών) γαρ εγγύς, που λέει και ο άλλος, ο βαρεμένος.
Επικρατεί η Ιβηρική. Μας αρέσουν οι Ισπανοί και λατρεύω τα Φάντος. Για οργανωμένες εκδρομές είναι πλέον αργά, αλλά να πας μόνος σου δε σε εμποδίζει κανείς.
Έτσι ξεκινάμε για Βαρκελώνη και Λισαβώνα, μέρες οκτώ, τέσσερεις και τέσσερεις.
Ίσως, σε προσεχές σημείωμα σας αφηγηθώ λεπτομέρειες. Για την ώρα θα σας πω ότι αν ήταν στο χέρι μου θα καθιέρωνα υποχρεωτικό το ταξίδι στη Βαρκελώνη, όχι για τους θαυμαστές της Μπαρτσελόνας, αλλά για όσους αγαπούν εκείνη τη σπάνια ιδιότητα μιας πόλης να είναι κυρία και αλήτισσα μαζί. Σικ και λαϊκιά. Αρχόντισσα δίχως συμπλέγματα.
Θα έστελνα υποχρεωτικά εκεί και τους εκπαιδευόμενους αρχιτέκτονες. Να δουν πώς η φαντασία μπορεί να μπολιάσει γόνιμα και τον πιο στεγνό μοντερνισμό.
Η Λισαβώνα πάλι, πόλη του ωκεανού και του μπακαλιάρου, δε βιώνεται (ούτε αυτή) μέσα σε λίγες μέρες και λέω με πρώτη ευκαιρία να ξαναπάω.
Για την ώρα συμμαζεύω τις φωτογραφίες.
Τα λέμε…