Βασίλης Νόττας: Το Ιστολογοφόρο

Κοινωνία, Επικοινωνία, Φαντασία και άλλα

Archive for Μαρτίου 2012

Μια μέρα θεάτρου

Posted by vnottas στο 29 Μαρτίου, 2012

Δεν είναι ότι έχω αδυναμία στις παγκοσμιοποιημένες ¨Ημέρες¨.

 Εδώ που τα λέμε, ακόμη δεν πρόλαβα καλά καλά να μάθω ότι ο Άη Νικόλας γιορτάζει με τους ναυτικούς, η Αγία Βαρβάρα με το πυροβολικό και πως ο άγιος Φανούριος φανερώνει ενδιαφέρουσες πληροφορίες στις ανύπαντρες σε συγκεκριμένη ημερομηνία… Kατά συνέπεια,  δεν έχω πολλή διάθεση να ξαναμάθω απ’ την αρχή τις ρυθμίσεις της διεθνούς των διαφημιστών πάνω στο νέο ιερό εορτολόγιο.

Εξάλλου, φαίνεται πως όποιες απ’ τις ημέρες αυτές δεν έχουν ¨στηθεί¨ για λόγους απλής κατανάλωσης των σχετικών προϊόντων (μαμά, μπαμπάς, παππούς, ερωτευμένοι διάφοροι), έχουν στηθεί από κάποιες (κάθε άλλο παρά) μη κυβερνητικές οργανώσεις, οι οποίες κατά την επίμαχη μέρα φροντίζουν να καταθέσουν μέρος από τα έσοδα και τις προσφορές των καλοπροαίρετων (και μη) ενισχυτών τους στο βωμό των παντοδύναμων ΜΜΕ, με τα οποία τελούν σε συμβιωτική σχέση.

Έτσι δεν είναι ότι, τις προάλλες,  ενθουσιάστηκα ή παρασύρθηκα από το εορταστικό κλίμα που (θα ήθελε να) δημιουργήσει μια ακόμα τέτοια μέρα, αφιερωμένη αυτή τη φορά στο Θέατρο. Το θέατρο, ο έρωτας, το ναυτικό,  γιορτάζουν για μένα τη μέρα (ή τις αλλεπάλληλες μέρες) που η μαγεία (ή η λογική) τους μ’ αγγίζει, κι αυτό μπορεί να συμβεί ακριβώς οποτεδήποτε!

Γι αυτό το λόγο και δεν επωφελήθηκα από την ημερολογιακή συγκυρία και δεν έγραψα (ούτε σκέφτηκα) τίποτα το ιδιαίτερο την μέρα του Θεάτρου ανήμερα!

Έλα όμως που πάνω κάτω την ημέρα αυτή (συμπτωματικά) έζησα ως θεατής μια πολύ ενδιαφέρουσα εμπειρία: μια παράσταση (για την οποία οι φίλοι του ιστολογοφόρου είχαν έγκαιρα ειδοποιηθεί, και πολλοί ήταν παρόντες) της οποίας  το πιο όμορφο  και (για μένα) ενθουσιώδες, ήταν το ¨ερασιτεχνικό¨ της στοιχείο. Ερασιτεχνισμός στην ετυμολογική του μεγαλοπρέπεια: αγάπη για την τέχνη. Και μάλιστα όχι όποια κι όποια τέχνη, παρά εκείνη που συμπαρασύρει, και προβληματίζει, και εμπλέκει, και ενθουσιάζει (στην κυριολεξία) τους ανθρώπους της γειτονιάς, της συνοικίας, τους πραγματικούς ανθρώπους κάνοντάς τους λιγότερο πραγματιστές και περισσότερο ¨ποιητές¨ της μοίρας τους.

Αγάπη για την τέχνη που οδηγεί κάποιους από τους μύστες να τα δίνουν όλα καθοδηγώντας τους απλούς ¨ερασιτέχνες¨ σε επιτεύγματα που  σπανίζουν και εκπλήττουν.

Για μένα, όπως αγάπη για τον αθλητισμό δεν είναι  να ταυτίζεσαι και να ξεσκίζεσαι για την ομάδα που αγόρασε ο εκάστοτε χοντρέμπορος για να αποκτήσει επιρροή και αναγνώριση, αλλά ο αγώνας που στήνουν στη γειτονιά οι ανύπαντροι κατά των παντρεμένων και που τελειώνει με από κοινού (ρεφενέ) θριαμβευτικά τσίπουρα, έτσι και αγάπη για το θέατρο δεν σημαίνει παρακολούθηση πολυδιαφημισμένων υπερπαραγωγών, αλλά κάτι σαν κι αυτό που συντελέστηκε την περασμένη Παρασκευή  στο δήμο της Πυλαίας.

Σε έναν χώρο που δεν είναι θέατρο, όμως θέατρο έγινε, από ανθρώπους που δεν είναι ηθοποιοί, όμως υποδύθηκαν, με καθοδηγητές που δεν είναι καλλιτέχνες γενικά και αόριστα, αλλά καλλιτέχνες που έχουν ανακαλύψει εκείνα τα δύσβατα μονοπάτια που μεταφέρουν την μαγεία και την αλήθεια στη βάση, στη γειτονιά, στον δρόμο, και που βοηθούν τους ανθρώπους να είναι πρωταγωνιστές και επικοινωνητές, και συμπάσχοντες.

 Μιλάω για τον ¨Αφανισμό της Μήλος¨ του Γιάννη Ρίτσου, όπως παρουσιάστηκε στις 23 του Μάρτη στο Πέτρινο του Δήμου Πυλαίας (και επαναλήφτηκε ύστερα από γενική απαίτηση στις 27 του Μάρτη), έργο που δίδαξε και σκηνοθέτησε η Όλγα Αλεξανδροπούλου, επιμελήθηκε σκηνικά ο Κώστας Χαλκιάς και παρουσίασε η θεατρική ομάδα Πυλαίας : Εύη Αρβανιτίδου, Μαρία Καρπούζη, Αθανασία Κελεσίδου, Μαρία Κώνστα, Λίνα Σωτίδου, Κλεοπάτρα Μπαμπαράτσα, Σοφία Κασούρη, Λέανδρος Κλιφόπουλος, Τάσος Παπαγεωργίου, Αντώνης ΤζέλοςΚιθάρα έπαιξε ο Κώστας Ματσίγκος και τραγούδησε η Λίνα Σωτίδου. Στη σκηνοθεσία βοήθησε η Ελένη Σιταρά.

 Ακολουθούν εικόνες από τα παρασκήνια, την παράσταση, τα χειροκροτήματα…

Posted in ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ, ΘΕΑΤΡΙΚΑ, ΤΑ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΑ | Με ετικέτα: , , , , , | 4 Σχόλια »

Θεατρική ομάδα Πυλαίας ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ

Posted by vnottas στο 22 Μαρτίου, 2012

Posted in ΘΕΑΤΡΙΚΑ, ΤΑ ΤΡΕΧΟΝΤΑ | Leave a Comment »

Η έβδομη (και τελευταία) σκηνή του Λυσίστρατου

Posted by vnottas στο 16 Μαρτίου, 2012

Σκηνή έβδομη

 [ η σκηνή φωτίζεται και ο προβολέας επικεντρώνεται στον Δία, που έχει πάρει κεντρική ανυψωμένη θέση]

Δίας

[γυρισμένος στο πλάι, ελαφρά εκνευρισμένος και  μιλώντας στον εαυτό του]

Τώρα, τα ’πε όλα ετούτος, του τρανού του συγγραφέα

ο ειδικός μαντατοφόρος, κι αυτό είναι ζαβολιά,

κόλπο και μπαγαποντιά.

Μου ’κλεψε λίγο το ρόλο, αλλά όπως και να έχει,

έχω πράγματα να κάνω, και ο λόγος μου προέχει…

[γυρίζει από την άλλη πλευρά και απευθύνεται στους Αθηναίους]

Άκουσα τι λένε οι μοίρες, κι όπως είναι φυσικό

ξέρω και το μυστικό.

Πάει να πει ότι μπορώ, δίχως να καθυστερώ

να ερμηνέψω το χρησμό, κι αυτό κάνω τώρα αμέσως:

Κείνη που ήταν, μα δεν είναι, και την έχετε ανάγκη,

σεις ω άντρες Αθηναίοι, της Παλλάδας οπαδοί,

είναι η έρμη η Ουτοπία, όνειρο κι ιδανικό σας

και μυστήρια ελπίδα.

Που χωρίς σταλιά χαμπάρι, να το πάρετε κορόϊδα,

σας την βούτηξε ο Ερμής, κι είναι τώρα κλειδωμένη,

χειροπόδαρα δεμένη.

Και στη θέση της με κόλπο, σας πασάρει εικονικές

ονειροκαταληψίες, και αιώνιες αυταπάτες,

εκσυγχρονισμένες πλέον και εικονογραφημένες:

πότε τάχα σε παιχνίδια, παραμύθια και ειδήσεις,

μελανές διαφημίσεις και ατελείωτες σειρές,

τέλεια ανακατωμένα, να μην έχεις πια ιδέα

τι να πάρεις, τι να αφήσεις.

 

Μα όλα αυτά δεν είναι ελπίδα,

έστω αχνή, έστω στο βάθος,

παρά μόνο μια παγίδα, που γυρνάει στριφογυρνάει,

μα κουράγιο δε γεννάει, παρά μαύρη απελπισία

και βαθιά σε μαύρη τρύπα, κατευθείαν σε τραβάει

 

Που πάει να πει: καταλαβαίνω: Και για να σας κάνω χάρη

λέω να τη λευτερώσω, την χλωμή την Ουτοπία,

κι εδώ δα να την καλέσω, ο χρησμός να εκπληρωθεί.

[χτυπάει τα δάχτυλα και φωτίζεται η Ουτοπία. Μοιάζει ξόανο, αλλά σε λίγο θα ζωντανέψει…]

Όμως, σα θεός που είμαι, κι έτσι που μ’ έχετε φτιάξει,

μ’ όλα τα δικά σας πάθη, και με των θνητών τα βίτσια,

τελικά δίκιο δεν δίνω, σε κανέναν απ’ τους δύο

Μήτε άντρες μήτε γυναίκες:

Ούτε στον Παρά τον τρύπιο, ούτε και στην Ουτοπία

(πού όνειρο και ευτυχία, πως σας δίνουνε θαρρείτε,

 και ο ένας και η μία!)

 

Κι αφού εγώ είμαι ο Δίας, κι αφού κάνω ό, τι θέλω…

[γυρίζει από την πλευρά των συλλογισμών, χάνει τον ειρμό, αναλογίζεται και μονολογεί:]

 

(ή τουλάχιστον νομίζουν,  κάτι τέτοιο οι θνητοί,

γιατί έχω και την Ήρα, με την κρεβατομουρμούρα,

και να αντιμετωπίσω, θεϊκές συνομωσίες,

σκοτεινές δολοπλοκίες…

Τα ηνία να κρατήσω, κι όλες τις ισορροπίες 

που έχει ανάγκη η εξουσία.

Κι όλο μία από τα ίδια…

κι όλα αυτά μ’ έχουνε σκάσει

και μου σπάσανε τ’ αρχίδια!)

[επανέρχεται σοβαρός προς τους Αθηναίους]

Επαναλαμβάνω:

…Και αφού είμαι ο Ζευς,

λέω και αποφασίζω:

πως την πρόκληση αυγατίζω, και τ’ αναποδογυρίζω

όσα θα ’πρεπε να κάνω:

δεν σας ανασκολοπίζω, -θα ’τανε το πιο σωστό –

παρά σας αναβαθμίζω.

Έτσι, να ‘χετε ευθύνη, σαν θα δείτε τι θα γίνει!

 

Λέω λοιπόν:

Σεις ω άντρες Αθηναίοι, αλλά και εσείς Ατθίδες

Που σας έχουν καλομάθει

οι θεοί

και δικαίωμα σας δίνουν, να ’χετε άποψη και λόγο

-αλλά είσαστε κι ατσίδες-

(όπως χρόνια πριν, ας πούμε, τότε που ο Ποσειδώνας

-το μικρό μου τ’ αδελφάκι –

για να γίνει πολιούχος, υποσχέθηκε νερό

-για να λέμε την αλήθεια, βγήκε λίγο αρμυρό-

Αλλά εσείς είχατε γνώμη, του το βγάλατε ξινό,

και εδώσατε την ψήφο στο δεντράκι της ελιάς,

προσφορά της Αθηνάς…)

 

Ε λοιπόν το ξανακάνω!

Πλειοδοσία προκηρύττω!

Και ας έλθει ο Παράς, να σας πει και να σας τάξει.

Τι θα κάνει, τι θα πράξει, τι καλούδια θα σας δώσει

αν αυτόν εμπιστευτείτε.

[χτυπάει τα δάχτυλα και φωτίζεται ο ευτραφής Παράς, ως ξόανο αρχικά κι αυτός]

Αλλά πριν, το λόγο ας πάρει, -οι κυρίες προηγούνται –

(μα τι λέω! ο Μεγάλος!)

Η αιθέρια Ουτοπία, πού ήτανε αποδιωγμένη

και στα σίδερα κλεισμένη, με την Ιστορία αντάμα

ακινη-τοποι-ημένη

Κι έχει χρόνια να μιλήσει, ας σας πει κι αυτή τι δίνει.

 

Κι ύστερα εσείς ψηφίστε, όπως είστε μαθημένοι.

Και εγώ μα τους Ολύμπιους, και τους δώδεκα μαζί,

ό, τι κι αν αποφασίστε, ίσως να το επιτρέψω.

Με μονάχα έναν όρο: Πως πιστοί σ’ εμέ θα είστε,

όποιος απ’ αυτούς [απ’ τους δυο]  κερδίσει.

 

Θέλω:

Τάματα κι αφιερώσεις, με τις τακτικές τους δόσεις.

Επικλήσεις, λιτανείες, σταθερές τελετουργίες.

Θησαυρούς στα ιερά μου, και τα σφάγια δικά μου!

Να με αποκαλείτε πάντα, Παντοδύναμο Αφέντη

και Ουράνιο Αστραποβρόντη!

Και στις ιερές γιορτές μου, θέλω τις πομπές με ουρές,

και παιάνες και παρθένες, όμορφες και δροσερές.

 

Και να έχετε στο νου σας: Θεός είμαι όμοιός σας.

Δε με φτιάξατε, το ξέρω, για να ’ρθω και να υποφέρω,

σα σωτήρας να ξεπλένω, τις δικές σας αμαρτίες…

 

Ήρθα για να κάνω λάθη. Όπως κάνετε και εσείς.

Και να έχω τα ίδια πάθη!

Στα ουράνια να βολτάρω, και να κάνω ό, τι γουστάρω

Όπως μόνο στα όνειρά σας, θα τολμούσατε ποτέ

Γιατί με θελήσατε έτσι, κι έτσι χρησιμεύω κάτι!

[κάνει γκριμάτσα σα να είπε πολλά, και μετά κάνει νόημα προς την Ουτοπία η οποία «ζωντανεύει» και αρχίσει να μιλάει]


 

Ουτοπία

Έχω χρόνια να μιλήσω, συγχωρήστε με αδέλφια

και για σας να ζωγραφίσω, όνειρα υπερβατικά!

Όλα όσα ξεπερνάνε την ανθρώπινη μιζέρια,

απ’ την ύλη ξεκινάνε, όμως φτάνουνε στα αστέρια!

κι έτσι λίγο από το Θείο, τ’ άγ-ι-ο το ιερό

το ουράνιο στοιχείο

-με απλό ενθουσιασμό –

μεσ’ τον άνθρωπο μπολιάζουν.

 


Με της ποίησης τα λόγια, κέρδιζα την αφθαρσία
Μόνο εγώ για αθανασία σας μιλούσα
Μόνον εγώ τιθάσευα την σαρκοβόρα τύψη
και στη μνήμη σας κεντούσα,
με του έρωτα τα βέλη
ξόρκια ενάντια στη θλίψη.

 

Με χορό και με τραγούδια και με της ζωής το πάθος

ήξερα να απογειώνω,

τα μελλούμενα να πλάθω και τα τωρινά να εμπνέω

την χαρά να ανακυκλώνω και το άγχος να μειώνω.

 

Για ξανά-αναλογιστείτε τις καλές τις εποχές,

κλασικές, ηρωικές, που ’ζησε η ανθρωπότης

και να! δείτε!, θα με δείτε: πάντα ήμουνα παρούσα

και βασίλισσα οδηγούσα των καλλιτεχνών εμπνεύσεις:

Και ποιητών, μα και ζωγράφων, συγγραφέων, τροβαδούρων

και ηθοποιών, και όλων, των ευαίσθητων ανθρώπων.

 

Και μετά: Νόμος και Δίκιο

Που απ’ τα ζωντανά της πλάσης, ειν’ προνόμιο και καθήκον

όσων θέλουνε να λένε, πως διαθέτουν λογική:

Και αυτά, χάρη σε εμένα, μπόρεσαν να σχεδιαστούνε

κι έστω κι αν δεν τα τηρούνε, παραμένουνε πυξίδες

για να ξέρουν οι ανθρώποι, που πατάν και που τραβούνε.

 

Της υπέρβασης βλαστάρι, μόνη ορατή ελπίδα,

με όνειρο και λογική, δίνω νόημα στον κόσμο

Δίνω γεύση στη ζωή

Και με το Αιώνιο Σύμπαν, μόνο εγώ έχω επαφή!

 

Μα κι εσείς άνδρες / γυναίκες, ευτυχία που ζητάτε

στην πραγματική αγάπη, που είναι πάνω απ’ τα εγκόσμια

τα φτηνά τα ταπεινά…

ξαναφέρτε με στην πλάση και να δείτε πως  με εμένα

θάβρετε την αρμονία, την υπέρτατη, τη σπάν-ι-α,

του φθαρτού και του αιώνιου,

όταν δένουνε μαζί.

 

Παράς [που ενώ μιλούσε η Ουτοπία έκανε (ως ξόανο) μόνο γκριμάτσες κοροϊδευτικές και αποδοκιμασίας, τώρα ζωντανεύει κι αυτός]

Μα τι λες αλλοπαρμένο;!

Αιθεροβαμόνων βάρκα!

Που δεν ξέρεις τι στην πράξη είναι εκείνο που μετράει!

 

Ουτοπία

Μη μου πεις ¨ό, τι πουλάει¨…

 

Παράς

Μα και βέβαια μουρλέγκω, δίκιο έχει, ό, τι πουλάει

κι ό, τι ευτυχία δίνει σ’ όποιον έχει να αγοράσει!

 

Για δες πόσα προϊόντα, με εμένα θα αποκτήσεις!

Πέρνα κόσμε να τα δεις! Όχι λόγια του αέρα,

όπως ήταν τα δικά σου.

 

Δες κουζινοσυσκευές. Δες ηλεκτρικά καλούδια,

δες  κονσόλες, χειριστήρια, δες για κινητά, τραγούδια.

δες και μόνιτορ, οθόνες, δες δισκάκια με εικόνες,

δες και τις ταινίες όλες και τρισδιάστατα παιχνίδια!

 

Κι από περιττό ό, τι θέλεις: Να αγοράζεις να πετάς,

να θριαμβεύει ο Παράς

 

Ό, τι να ΄ναι πλαστικό, το διαθέτω μόνο εγώ

Πλαστικά άμα θέλεις πιάτα, και κανάτες και καριέρες

και μπουκάλια και αγάπες,

Τα πουλάω πέρα ως πέρα, στης υδρόγειου την άκρη!

Και χειρούργους πλαστικούς, έχω αν θέλεις κι απ’ αυτούς!

 

Έχω βίντεο ¨τραβηγμένα¨, έχω τράπεζες εμβρύων

και γονίδια παγωμένα!

 

Έχω σνομπ, έχω εστέτ, και για όλους έχω όπλα

Έχω κλώνους και κλωνάρια, έχω και μεταλλαγμένα

Για να φάνε κι οι φτωχοί, προσφορά από εμένα.

 

Τελευταία έχω πάλι, βάλει στην κυκλοφορία

Μία νέα μου πατέντα:

Δούλους που έρχονται μονάχοι και ζητάνε να δουλέψουν

τρώγοντας τα αποφάγια!

Τι μυαλό! Και τι ιδέες!

 

Μα τι λέτε Αθηναίοι και ωραίες μου Αθηναίες

Είναι να το συζητάμε;

Εγώ θα ’μαι ο σπόνσοράς σας, χορηγός, νουνός, κουμπάρος…

 

Ουτοπία [κοροϊδευτικά]

Κι όποιον θέλει ας πάρει ο χάρος…

 

Παράς [δε δίνει σημασία]

Α, ναι.

Μια που πήρε το αφτί μου κάτι για προβληματάκια

Που ανάμεσα στα φύλα παρουσιάστηκαν προσφάτως,

προσοχή! μη γελαστείτε, πέσετε σε ουτοπίες

και του σεξ τις λειτουργίες

-τις καινούργιες εννοώ-

προπαντός μην αρνηθείτε:

 

Μόνο εγώ μπορώ να φτιάξω, όλες τις δια-σταυρώσεις,

ζευγαρώματα καινούργια, και γεμάτα φαντασία,

όλα στη σωστή τιμή!

Και τα παραδοσιακά;

Άφθονα έχω κι απ’ αυτά:

Άμα θέλεις δονητές, ή και κούκλες φουσκωτές

εγώ μόνο τα διαθέτω, σ’ όλες τους τις ποικιλίες

Κι όχι εκείνη η τρελή.

 

Αφηγητής

Αυτά είπαν, κι είπαν κι άλλα, η αιθέρια Ουτοπία

κι ο πραγματιστής Παράς.

Κι αν οι Αθηναίοι πολίτες, κατά βάθος μπερδευτήκαν,

η αλήθεια είναι ότι, δεν το μάθαμε ποτέ,

κι αυτό γιατί όταν ο Δίας -άρχων της πλειοδοσίας,

έκρινε πως όλα τούτα, εκρατήσανε πολύ,

κι ότι παν να μας ζαλίσουν,

διέταξε να σταματήσουν, των θεών οι προσφορές,

και οι ψήφοι να αρχινήσουν.

 

Και πώς έγινε ακριβώς;

Μα με τρόπο θεϊκό. Χωρίς ένσταση καμία,

μα και δίχως αντιρρήσεις.

Οι θεοί αποφασίσαν κι αναθέσανε σε μένα,

που το παίζω στο απέξω -τάχα αντικειμενικός-

να μετρήσω προτιμήσεις.

 

Αλλά!

[γκονγκ]

Ω!

Μια ανατροπή καινούργια, που το νήμα περιπλέκει

και το δίδαγμα μπερδεύει, αναφαίνεται και πάλι:

 

Πρέπει να εξομολογηθώ,

πως εγώ δεν είμαι εγώ!

Τώρα μόλις κάτι μού ’ρθε! Μού ’γινε μια εισβολή

ένδο-εσω-τερική!

Κάτι μούρθε σαν ταμπλάς!   Κάτι άλλαξε εντός μου

και δεν είμαι ο εαυτός μου

πια!!!

 

Που σημαίνει πως δεν είμαι, πλέον ο αφηγητής

του τρανού του συγγραφέα, πληρεξούσιος κριτής

Αλλά είμαι….

Ο Κεκλιμένος

Δόκτωρ εκσυγχρονισμένος!

[Βγάζει την τήβεννο και μετατρέπεται στον γνωστό δόκτορα του προοιμίου]

Τώρα πρέπει να επέμβω και νέο-επιστημονική

να εφαρμόσω εκδοχή!

 

[γκονγκ]

Κεκλιμένος

Δώστε φως και δώστε ήχο!

Τώρα να σας αναγγείλω, τ’ αποτέλεσμα απ’ την ψήφο

[γκούχου γκούχου]

[γκονγκ]

[Ειρωνικά, περιπαικτικά]

Μα τι βλέπω εδώ πέρα;

Η διαφορά δεν είν’ μεγάλη. Μ’ αν μετρώ, ξαναμετράω,

πάλι έρχονται μπροστά, οι υποσχέσεις του Παρά!

[Περιπαικτικά]

Η κακόμοιρη Ουτοπία, νάτη που ξανά χλομιάζει

Ενώ, δείτε πως ξανάβει, και ευτυχισμένος κλάνει [ακούγεται η εκτόνωση)

ο δημοφιλής Παράς!

 

Να λοιπόν που επιτέλους, φτάσαμε κι εμείς στο τέλος

του πειράματος  [διορθώνει ειρωνικά] –συγγνώμη-

της αρχαίας παροδίας, στις παρόδους που συμβαίνει

της Μεγάλης Ιστορίας

 

Να που ο Δίας σκεφτικός, τα μαζεύει για να φύγει…

Να που κι ο Παράς κηρύττει, το μεγάλο πανηγύρι!

Τον μεγάλο το χορό!

Ας πιαστούμε χέρι χέρι…

[πιάνονται όλοι χέρι χέρι, ο δόκτωρ τελευταίος, εκτός από τρεις αρσενικούς  που θα είναι οι φιλόσοφοι.

Καθώς χορεύουν, μετατρέπονται και πάλι σε εργαζόμενους και, καθώς φτάνουν στην άκρη της σκηνής, ο πρώτος πηδάει κάτω, και ο χορευτικός γύρος επαναλαμβάνεται με τους υπόλοιπους]

 

[μουσική]

Χορός

Έχετε γεια βρυσούλες,

μόνον εμφιαλωμένο

Θα είναι πλέον το νερό, σε μπουκάλι πλαστικό!

 

Στη στεριά δεν ζουν τα ψάρια, αλλά ούτε στα νερά…

Αμμουδιά πια δεν υπάρχει, μόνο πίσσα και σκουριά.

 

Έχετε γεια ραχούλες: δεν υπάρχει γιατρικό

Το τοπίο τώρα θα είναι, μόνο βιομηχανικό! 

 

Γεια σας λόγγοι και βουνά

και παραμυθένια δάση, που τελειώσατε και τώρα

πάει, ο κόσμος έχει σκάσει!

 

Η πλαστικοποιημένη επανάσταση αρχίζει,

μα προθέσεων καλών και πολιτικώς ορθία.

Γαμώ την ατυχία μου, γαμώ την αβλεψία

θνητών, δαιμόνων και θεών!

 

Έχετε γεια Αθηνιώτισσες, μη ξανακαμωμένες

Με τις ρυτίδες ζωντανές, και όχι τσιτωμένες

που από  γενιές των γενεών

ήσασταν λατρεμένες!

 

Ελάτε να χορέψουμε χορό ευδαιμονίας

κι ας πάει και το παλιάμπελο και η ξανθιά ρετσίνα!

Στης νέας κοινωνίας, τους δρόμους ταξιδεύουμε

με άλλα, νέα εθιστικά, κι όχι τσιγάρα και κρασιά

Και ζήτω ζήτω στον Παρά: Αφέντη στην Αθήνα!

 

Αφηγητής /Κεκλιμένος [αφήνει το χορό, του α-λόγου – που συνεχίζεται,

καθώς ακούγονται οι πτώσεις με πάταγο των συμμετεχόντων  και στρέφεται πονηρά προς το κοινό:]

Προτού να φύγουμε από ’δω, ας ρίξουμε ένα βλέφαρο,

να δούμε οι χαμένοι, πως πήρανε την ήττα.

[Ο Φωτισμός εστιάζει στο σημείο όπου βρίσκονται οι 3 φιλόσοφοι]

Για κοιτάξτε εκεί στο πλάι  –στο ιγκόγνιτο νομίζω…-

Τους αναγνωρίζω: είναι

τρεις φιλόσοφοι που υπήρξαν, εραστές της Ουτοπίας

Πού ’φτασαν από παρόδους, χωριστές της ιστορίας

Για να μάθουνε το τέλος, τούτης εδώ της παροδίας.

Ένας είναι της εκκλησίας, και την ¨Πόλη του Θεού¨

είχε για ιδανικό του!

Ο άλλος σοσιαλιστής που τις τάξεις καταργούσε!

Και ο τρίτος, απ’ τους πρώτους, εραστές της Ουτοπίας

είναι ο Πλάτων ο μεγάλος, που είχε φτιάξει Πολιτεία

άψογη (μες το μυαλό του!)

Για να δούμε, πώς σχολιάζουν τ’ αποτέλεσμα της ψήφου…

 

Ρασοφόρος

Έλα τώρα φίλε Πλάτων και κατάκαρδα μην παίρνεις

της πλατείας τα τερτίπια, και του όχλου τις βουλές.

Άλλωστε εσύ δεν είπες, ότι μόνον οι σοφοί

γνώμες έχουνε ορθές κι όλα τ’ άλλα είναι σκιές;

[γκουπ, πτώση από τη σκηνή]

Πλάτωνας

Έχεις δίκιο ρασοφόρε λίγο να με αποπαίρνεις.

Να σου πω όμως κι εγώ: Η δική σου ουτοπία

είναι εύκολη στα λόγια,

γιατί παίρνεις το Θεό, σαν εγγυητή για όλα.

Αλλά μήτε στον Θεό τους  

τούτοι εδώ πια δεν πιστεύουν…

[γκουπ, πτώση από τη σκηνή]

Σοσιαλιστής

Τι να πω κι εγώ,  ω φίλοι, αιώνιοι συνοδοιπόροι!

Που ως τα χτες ήμουν στ’ απάνω, και σχεδόν χειροπιαστή

πρότεινα την Ουτοπία.

Κι όμως, έχω καταρρεύσει, έχω ιδρώσει κι έχω ρέψει…

[γκουπ, πτώση από τη σκηνή]

Πλάτωνας

Περπατήστε ω αδέλφια

Και αντάμα ας σκεφτούμε

Για μια ουτοπία νέα

Στους καιρούς ανθεκτική

Και ας πέσει η αυλαία!

 

[ Αυλαία]

 

Posted in ΘΕΑΤΡΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , , , , , , | Leave a Comment »

Από υπόγειο θεατράκι αναβλύζει παράσταση

Posted by vnottas στο 14 Μαρτίου, 2012

Τον τελευταίο καιρό έχω αρχίσει να κάνω φίλους στο χώρο του θεάτρου. Την αρχή-αρχή, βέβαια, την είχα κάνει πολλά χρόνια πριν, όταν γνώρισα τον Κώστα Χαλκιά και τη γυναίκα του την Όλγα δύο εξαιρετικούς ηθοποιούς και γενικότερα δημιουργικούς καλλιτέχνες, αλλά  από τότε ίσαμε τώρα παράμεναν οι μόνοι μου γνωστοί σε αυτόν τον γοητευτικό χώρο.  Πρόσφατα όμως, εξ αιτίας του ¨Λυσίστρατου¨, μέσω του Κώστα γνώρισα κι άλλους ενδιαφέροντες ανθρώπους  του θεατρικού σανιδιού, την Πέννυ, τον Άγγελο, τον Νίκο, τον Βαγγέλη, την Πέγκυ

Αυτά ως σύντομη εισαγωγή, γιατί θέλω να σας μιλήσω για ένα θεατράκι στην οδό Φιλίππου 36, που μπορεί να περάσεις από μπροστά και να μην το πάρεις χαμπάρι, το ενώνει με το δρόμο μια μικρή τζαμόπορτα και το καταδείχνει ένα όχι ιδιαίτερα εμφανές μικρό λάβαρο στο πεζοδρόμιο, με την επιγραφή: ¨Θέατρο 90 μοιρών¨Πίσω από την τζαμόπορτα μια σκάλα σε μεταφέρει ίσα κάτω σε μια μικρή αίθουσα δύο πτερύγων που διασταυρώνονται μέσω του πάλκου.

Οι παλιοί λάτρεις της θεατρικής τέχνης το ξέρουν το μέρος, μια που έχει ήδη φιλοξενήσει θεατρικά εγχειρήματα, αλλά τώρα, ανανεωμένο, ξεκινάει μια νέα περίοδο παραστάσεων που άρχισε την περασμένη Παρασκευή με το έργο του  John Guare ¨Cop-out¨.

Ο Κώστας σκηνοθετεί και εμψυχώνει, ο Άγγελος και η Πέννυ υποδύονται εναλλάξ ρόλους που παραπέμπουν στην εξουσία, την αντιεξουσία, την παραεξουσία καθώς αντιπαρατίθενται ή αλληλοεμπλέκονται στις πιο στοιχειώδεις ¨αστυνομικές¨ τους μορφές. Μαζί τους μια μικρή ομάδα καλλιτεχνών που συμμετέχουν στο να δοθεί άρωμα και μαγεία θεάτρου στο κείμενο του συγγραφέα.

Το αποτέλεσμα είναι επικοινωνιακά άμεσο. Είχα την ευκαιρία να τους δω και να τους συγχαρώ στην πρεμιέρα. Θα είναι εκεί Παρασκευές, Σάββατα και Κυριακές, για μερικές ακόμη παραστάσεις. Δείτε τους.

Posted in ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ, ΘΕΑΤΡΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , | Leave a Comment »

Όπου στην Πνύκα αρχίζει η συνέλευση (Λυσίστρατος – σκηνή έκτη)

Posted by vnottas στο 10 Μαρτίου, 2012

Σκηνή Έκτη

[κάτω από την Ακρόπολη, έξω από το σπίτι του Κλεόβουλου] 

Συνοδευτική μουσική: D. Scarlatti – Fandango in modo dorico

Αφηγητής

Αφού πήρατε μια ιδέα, τι συμβαίνει εκεί πάνω,

στα ανάκτορα του Δία, που απόλυτη έχουν θέα

στων ανθρώπων τα τοπία,

στην Αθήνα ας πάμε πάλι, για να δούμε τι θα γίνει,

τώρα που θα μάθουν όλοι, η αποστολή πως πήγε

και τι βγάλαν τούτοι οι δύο από το μακρύ ταξίδι

στης Βοιωτίας το μαντείο.

Τώρα, που θα μαζευτούνε, κει, στο ίσιωμα της Πνύκας,

αποφάσεις για να πάρουν, όπως στις δημοκρατίες

είναι ταιριαστό και πρέπον:

με συζήτηση και κόντρες, φασαρίες και συγκρούσεις

έριδες, συμβιβασμούς, «χτύπησέ με, μα άκουσέ με»

που ’λεγε ο Θεμιστοκλής,

κι άλλα τέτοια λαϊκά, μα και δημοκρατικά.

 (Γιατί αυτός είναι ο δρόμος, για την εξουσία του Δήμου

Έστω κι αν θα ’ναι παρόντες, αρσενικοί μόνο πολίτες,

όπως ήταν τότε νόμος).

[γκονγκΦωνή σιδηροδρομικού σταθμού [από χωνί]: Ειδοποιούνται οι κυρίες και κύριοι θεατές ότι τώρα επί σκηνής θα τελεστεί μικροπαράβαση  -γκονγκ]

 Αφηγητής

Θαρρώ πως έφτασε η ώρα

-και δείξτε συγκατάβαση –

για μια μικροπαράβαση.

Όπως έκαναν οι αρχαίοι, που όταν τους τη βάραγε,

εγκατέλειπαν το νήμα, της πλοκής που αφηγούνταν

-κι όλα τα παραπανίσια –

και με το κοινό μιλούσαν, απ’ ευθείας και στα ίσια:

Εδώ που τα λέμε, τώρα,

-απροπό και μεταξύ μας –

τα ’χουμε ανακατέψει στην αφήγηση ετούτη,

λιγουλάκι, μια ιδέα, τα αρχαία με τα νέα.

Αλλά, τι τα θέλεις φίλε, οι καιροί τι κι αν αλλάζουν

κι αν αλλάζει η ιστορία;

Μία είναι η ουσία :

των θνητών τα πάθη, οι πόθοι, οι βαθιοί κι αληθινοί

δεν αλλάζουνε ταχέως, όπως οι τεχνολογίες

κι οι εφήμερες οι μόδες,

αλλά πάνε μπρος και πίσω, μέσα σε αργή πορεία.

Κι έτσι βάσανα κι πάθη των ηρώων των αρχαίων,

επικά ή ελεεινά, όταν είναι εκ βαθέων,

ενδιαφέρουνε ακόμη, σαν να είναι σημερινά!

Κι ενώ νομίζετε εσείς ότι μπροστά  πηγαίνετε,

κι ορκίζεστε στην Πρόοδο και στην αέναη αλλαγή,

με του Ηρακλή τα βάσανα

(Μα και του Οδυσσέα, του Μάκβεθ, του Οιδίποδα,

του ωραίου Δον Κιχώτη),

ακόμα ασχολείστε και με αυτά παθιάζεστε.

Γιατί μπορεί να είστε, θνητοί τετελεσμένοι,

όμως με πάθη αιώνια, είστε συνυφασμένοι,

όπως κι εγώ εξ άλλου!

Χα!

[γκονγκ

Φωνή: Τέλος της παραβάσεως –τις ζώνες ξεμπλοκάρετε -γυρίζουμε στο θέμα μας γκονγκ] 

Αφηγητής

Πού ήμουνα; Τι έλεγα; Α, ναι!

 Και να που τώρα φτάσαμε στη μέρα την επόμενη

-από το πισωγύρισμα  των δύο απεσταλμένων

(που ’γινε μεσ’ τη νύχτα).

Και όπως έλεγα και πριν, απ’ το πρωί, πολύ νωρίς,

όλοι εκεί στο πλάτωμα,  πιο κάτω απ’ τα Προπύλαια

μαζεύτηκαν και πάλι. 

Κι όλοι θέλουν ν’ ακούσουνε τι είπε ο Τειρεσίας

κι αν της θυσίας οι καπνοί καινούργια δείξανε τροπή.

Όμως, ας τους αφήσουμε, εκεί πάνω να συμπλέκονται,

να συζητούν, να αρπάζονται και να μην συμμαζεύονται

κι ας πάμε εδώ πιο κάτω, στο σπίτι του Κλεόβουλου,

όπου  ο συνοδοιπόρος, του τελευταίου ταξιδιού

τώρα φιλοξενείται.

 Γιατί…

…Μ’ όλα όσα συνέβησαν  στην πόλη αυτήν τη μέρα,

τον φίλο τον περιηγητή,  ο Στράτος και ο Βούλης,

λίγο παραμελήσανε.

Και μια που οι ξένοι δεν μπορούν στην Πνύκα να παρίστανται

μόνο του τον αφήσανε.

Καθώς όμως βραδιάζει…

Βραδιάζει;

Ναι βραδιάζει!

Ποιητική αδεία!.  Tη μέρα την εφάγαμε

για να τ’ αφηγηθούμε, όλα μαζί όσα έγιναν

-κι αυτό το κόλπο είναι παλιό και καταχωρημένο,

τη δράση ξεμπλοκάρει και τις σκηνές τις δύσκολες, 

με πλήθη και με σκηνικά, εύκολα σκαπουλάρει-

Ας είναι!

[επαναλαμβάνει]

Όμως καθώς βραδιάζει,

κι ο ήλιος έριξε βουτιά,  πίσω απ’ το Φαληράκι,

να που ο Κλεόβουλος γυρνά, πίσω στο σπιτικό του.

 Κλεόβουλος

Ώ φίλε οδοιπόρε,

συγγνώμη που σ’ αφήσαμε μονάχο όλη μέρα.

 Οδοιπόρος

Μη νοιάζεσαι δικέ μου.

Το ήξερα, μου το ’πατε, πως πρέπει στη συνέλευση

αναφορά να δώσετε.

Τώρα μονάχα πες μου: Πώς ’πήγανε τα πράγματα;

 Κλεόβουλος

Θα σου τα πω, θα σου τα πω.

Έτσι, αν τυχόν συμπέσει κι ανάλογα προβλήματα

παρουσιαστούν στον τόπο σου, να έχεις μια ιδέα

εδώ τι μέτρα πήραμε (αν τελικά τα πάρουμε)

για να αντιμετωπίσουμε τα γυναικεία καμώματα.

 Οδοιπόρος

Για πες λοιπόν τι έγινε;

Κλεόβουλος

Θα σου τ’ αρχίσω απ’ την αρχή:

Μεγάλη κοσμοσυρροή! Απ’ όλη την Αθήνα!

Ως κι απ’ την Ελευσίνα, το Λαύριο, κι άλλες μεριές

μαζεύτηκαν πολίτες.

Οι φαλοψάχτες στήθηκαν

στην είσοδο,

στο έμπα της πλατείας.

Χούφτωναν κι αποφαίνονταν αν είναι όλοι άντρες

εκείνοι που προσέρχονταν, γιατί πολλά παθήματα

τραβήξαμε στο παρελθόν  -μας γίνηκαν μαθήματα-

και Πραξαγόρες άλλες, στ’ αλήθεια δεν γουστάρουμε

να μπαίνουνε στη ζούλα κι όλα να τα’ ανατρέπουνε

στην εκκλησία του Δήμου.

Μετά το λόγο δώσανε, πρώτα σε εμάς τους δύο,

που όλα τ’ αφηγηθήκαμε.

Και τέλος, αναγνώσαμε του Τειρεσία το χρησμό

που έδωσε η Τειρεζίνα. 

Οδοιπόρος

Και τελικά τι έγραφε;

Ποια είναι η οδηγία, που στην Αθήνα θα ’φερνε 

πάλι την ευτυχία;

Κλεόβουλος

Δεν είναι πλέον μυστικό. Τον είπαμε δημόσια

Μπορώ και σένα να τον πω, του Τειρεσία τον χρησμό

Τον θες με λόγια λό-γι-α

και εξεζητημένα;

Άκου τον:

«Κομίζειν ουκ έτι ούσαν»

Στη λαϊκή τη γλώσσα, ο Τειρεσίας παράγγειλε:

«Φέρτε αυτή που ειν’ άφαντη, που πλέον δεν υπάρχει.

Κι έτσι θα ευτυχίσετε!»

Κι όπως καταλαβαίνεις,

κανένας δεν κατάλαβε, ποια είν’ ακριβώς ετούτη

και πού θε να την ψάξουμε, και πού θε να τη βρούμε

και πώς θα μας βοηθήσει…

Αφού,

το μόνο που διευκρίνισε, του Τειρεσία   ο χρησμός,

είναι πως η λεγάμενη και η αναζητούμενη

μπορεί και να υπήρχε, μα τώρα δεν υπάρχει!

 Οδοιπόρος

Χ α χά! Χα χά! Μα τι μου λες!;

Κλεόβουλος

Να μη γελάς.

Μ’ αυτό το χούι που ’χουνε, οι μάντισσες κι οι μάντεις,

-να μας τα λένε δύσκολα –

απένταροι θα  μείνουνε και δίχως πελατεία

(και απορώ πως τούτο δα / μόνοι τους δε μαντέψανε).

 Οδοιπόρος

Για λέγε παρακάτω…

Κλεόβουλος

Ας είναι…

Αφού οι συμπολίτες μου, είδανε πως με το χρησμό

απόφαση δεν βγαίνει, άρχισαν να προτείνουνε

καθένας άλλη λύση.

Άλλοι είπαν να γυρίσουμε  πίσω στο ζοριλίκι

και ο πάτερ ο φαμίλιας, να ’ναι ξανά ο αφέντης.

Όμως αυτό δεν πάει πια, γιατί κι εμείς αλλάξαμε

όπως κι η κοινωνία

Κι έπειτα…

Όλες αυτές οι ευθύνες, στους ώμους μας που φέρναμε

όταν το παίζαμε αρχηγοί,  αφέντες και σατράπες…

Τώρα μας φαίνονται βαριές.

 Οδοιπόρος

Και ύστερα; Τι έγινε;

 Κλεόβουλος

Μετά βγήκε ο Κλεάνθης, ο ταρακουνημένος

κι είπε ότι τα φύλα πια,  μας έχουν ξεπεράσει.

Διότι άνδρες και γυναίκες, είναι φαινόμενα του Τότε!

Τώρα έχει νέα φύλα: τρίτο, τέταρτο και πέμπτο

έκτο, έβδομο και βάλε…

(Κι ο χορός καλά κρατεί)

Που φυτρώνουν και ξεπέφτουν, όπως όλοι οι συρμοί.

Οδοιπόρος

Και τι έγινε στο τέλος,  με το λόγο του Κλεάνθη

πού είναι και πολύ προχώ;

 Κλεόβουλος

Τον σφυρίξανε λιγάκι, για να σου τα λέω όλα,

και γυρίσανε και πάλι στην παλιά καλή διχόνοια!

Οδοιπόρος

Ξανά άνδρες ή γυναίκες…;

Κλεόβουλος

Άλλοι πάλι προτείνανε, ξανά να δοκιμάσουμε

με εκείνο που οι γυναίκες, παλιά μας απειλούσανε…

 Οδοιπόρος

Δηλαδή;

Κλεόβουλος

Την απεργία στον έρωτα. Το όχι στο κρεβάτι,

Αλλά αντιστραμμένο: οι απεργοί θα ’μαστε εμείς

 Οδοιπόρος

Ποιος το ’πε; Πώς το είπε;

Κλεόβουλος

Εγώ ξέρω, πως ο Στράτος αγαπάει την Κινησία,

μα θαρρώ αυτός το είπε.

Και αμέσως ήταν κι άλλοι,  που για να υποστηρίξουν

του έρωτα την απεργία, πήρανε τον λόγο κι είπαν :

[χορός ανδρών που έχει σιγά σιγά μαζευτεί πίσω από τους συνομιλητές:]

Άμα είναι οι γυναίκες  να το παίζουν τσαμπουκάδες

και να θες να τις πηδήσεις, είναι δύσκολο πολύ!

Εκτός κι αν είσαι φύσει θύμα, με τον βούρδουλα αν την βρίσκεις

και τον πόνο τον γουστάρεις.

[ένας:]

Αλλιώς ένα θα μου μείνει

Κλεόβουλος

-λέει ένας ακολούθως –

[ένας]

Μα την πίστη μου τον κόβω  και στην τράπεζα τον βάνω

Μπας και ξαναχρειαστεί, αν αλλάξουν οι καιροί!

Κλεόβουλος

Κι ύστερα όλοι μαζί, βάλθηκαν να ξεφωνίζουν:

[χορός:]

Τώρα δα κάνουμε τάμα, μα τον Δία τον μεγάλο

να τον κόψουμε τελείως, γιατί πια δε πάει άλλο

και με μάρτυρα τον Δία:  Απεργία! Απεργία!

Απεργία στο κρεβάτι  μέχρι να τους βγει το μάτι!

Γιατί άμα να πηδήξω,  πρέπει έναν βεληγκέκα

(άντε κι έναν καρατέκα –με βυζιά), είναι μαράζι!

τότε στρίβω προς αλλού,  και πηδάω τη φτερού

πού ’χει κούνημα και νάζι.

Από την Παναγιώταινα

τη ζόρικη την γκόμενα

καλύτερα ολότελα

Ολότελα, ολότελα

Κλεόβουλος

Εφωνάζανε με πάθος  από το κοινό καμπόσοι

 Οδοιπόρος

Όλα αυτά,  αν και στο βάθος, τις γυναίκες αγαπούν

είπες, αν δεν κάνω λάθος;

Κλεόβουλος

Έτσι είναι οδοιπόρε,  και εάν όλα όσα είπε

το παράξενο δαιμόνιο, ο τρελός ο Παπαράσιος,

κι εμείς όντας καυλωμένοι, τα νομίζαμε παπάρες

άρες μάρες κουκουνάρες

είναι αλήθειες…

Μα τον Δία!

Τότε άλλο ειν’ το παιχνίδι, που μας θέλει χωρισμένους

Χώρια νέοι, χώρια γέροι

Χώρια απ’τις γυναίκες οι άντρες

Κι είμαστε όλοι κυκλωμένοι, από του Παρά τα κόλπα,

του Ερμή την πανουργία 

 Οδοιπόρος

Και στο τέλος τι συνέβη;

Κλεόβουλος

Προς το τέλος ήταν χάος. Φασαρία  και αγωνία!

Ο Λυσίστρατος σαν είδε, πως το πράγμα αγριεύει

είπε: πριν την απεργία, τις γυναίκες να καλέσουν

τελευταία ευκαιρία, να τους δώσουμε άλλη μία.

Έτσι στείλαμε μαντάτο  και το απογευματάκι

καταφτάσαν οι γυναίκες.

Κι έγινε το έλα να δεις!

Ήτανε κι αυτές σε ομάδες  χωρισμένες –άλλα αντ’ άλλων

Διαφορετικές παρέες: 

Άλλες πιο φανατισμένες, άλλες πιο διαλλακτικές,

μα αποτέλεσμα κανένα…

Κι οι θεοί αν δεν βάλουν χέρι…

Μα για κοίτα, να κι ο Στράτος

Καταφτάνει. Να κι οι άλλοι.

Φαίνεται πως τη διαλύσαν την συνέλευση εκεί πάνω

(πλησιάζουν ο Λυσίστρατος κι η Κινησία )

 Λυσίστρατος

Γεια χαρά σου οδοιπόρε

Θα τα έμαθες τα νέα.

Οι χρησμοί δεν εφτουρήσαν κι είμαστε στο ίδιο πάντα,

το σημείο.

 Οδοιπόρος

Μην το λες, ω φίλε Στράτο. 

Μόνο πες μου, το κορίτσι, που κρατάς από το χέρι,

σαν τι λέει για όλα ετούτα;

 Κινησία

Κι εγώ είμαι λυπημένη. Οι καιροί είναι μπερδεμένοι.

Χειραφέτηση ζητήσαν, οι γυναίκες και την παίρνουν

κι όλοι πρέπει να ’ναι ίσοι.

Όμως όλα αυτά αξίζουν, μοναχά αν αγαπημένοι

ενωμένοι, ερωτευμένοι, θα τραβήξουμε το δρόμο

Κι όχι

ο καθένας μοναχός του κι ο καθείς κατά των πάντων

όπως πάει να γίνει τώρα.

Οδοιπόρος

Κι ο Λυσίστρατος τι λέει

 Λυσίστρατος

Ναι, βεβαίως συμφωνώ. Κι αν ο ρόλος μου  τελειώνει

όπως βλέπω, κάπου εδώ,

το διαισθάνομαι το ξέρω, πως υπάρχουν κι άλλοι δρόμοι,

για να βρούμε την ειρήνη στις καρδιές και στις ψυχές μας,

κι αν το θέλει η ειμαρμένη,

ύστερα, σε άλλους στόχους, πιο σημαντικούς κι ωραίους,

να στραφούμε ενωμένοι.

Οδοιπόρος

Θα σας πώ ότι με πείσατε…

Και ήρθε η ώρα να μιλήσω και να σας ανακοινώσω:

Ξέρω του χρησμού τη λύση

-που από μόνη της δεν φτάνει-

μα έχω κι άλλα να προτείνω.

Όμως πριν ανοίξω στόμα, την εισαγωγή ας κάνει

ο εκπρόσωπος της μοίρας, αλλά και του συγγραφέα

η φωνή: ο αφηγητής.

 Αφηγητής

Να λοιπόν που ο οδοιπόρος ξαφνικά αλλάζει χρώμα

Παίρνει να φεγγοβολάει…

Να υψώνει, να φουσκώνει, σα θεριό να μεγαλώνει…

[ο οδοιπόρος φοράει ψηλά υποδήματα και ανεβαίνει σε ένα αυτοσχέδιο βάθρο – η φωνή του από ηχείο, την δοκιμάζει με ¨ένα¨, ¨δύο¨ ¨γκούχου¨]

Κι η φωνή του πια δε μοιάζει, με εκείνη που ’χε πρώτα

Αλλά είναι βροντερή!

Γιατί σε αυτήν τη φάση  της αρχαίας παρωδίας

έχουμε ανατροπή:

Άνευ μηχανής θεό!

Που για να υπάρξει λύση, πρέπει πρώτα να μιλήσει

κι ύστερα τάξη να βάλει, με τις υπερφυσικές δυνάμεις

που μονάχα αυτός κατέχει.

Και θνητός να μην τολμήσει, δαχτυλάκι να κουνήσει

κόντρα στου Θεού τη χάρη!

Κι όπως έχει καταλάβει,  κάθε ξύπνιος θεατής,

ο οδοιπόρος δεν είν’ άλλος, παρά μόνο αυτοπροσώπως

ο μεγάλος Αρχηγός, των θεών και των ανθρώπων

Των απάντων βασιλέας,

που ως μέγας προβολέας, είπε να ’ρθει και να ρίξει

φως στις σκοτεινές πτυχές, πού έστησε ο γιος της Μαίας

ο Ερμής ο πονηρός.

Κι αφού άκουσε και είδε, πως εισπράττουν οι ανθρώποι,

των θεών τους τα καπρίτσια,

τώρα θα αποκαλυφτεί!

Για να δούμε: θα μπορέσει, πλήρως το θεό να παίξει;

Ή οι μοίρες έχουν πάρει αποφάσεις ολικές

που μονάχα αυτές γεννάνε, 

και μαζί θεούς κι ανθρώπους  προς το άγνωστο τραβάνε;!

[Εμφαντική μουσική και χαμηλά έως σβηστά φώτα, καθώς ο οδοιπόρος μεταμορφώνεται στο Δία]

(τέλος έκτης σκηνής – συνεχίζεται)

Posted in ΘΕΑΤΡΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , , , , , | Leave a Comment »

Είδα ένα βασιλιά! (Ho visto un re!)

Posted by vnottas στο 8 Μαρτίου, 2012

Παρατηρήσεις πάνω στο λάιφ στάιλ και τα βάσανα των εκάστοτε ισχυρών (VIPs) τραγουδισμένες από ένα χορό αγροτών, όπως τις κατέγραψε ο Ντάριο Φο και τις τραγούδησε ο Έντζο Γιαννάτσι. Εδώ και μία χειροποίητη απόδοση στα ελληνικά που σας έφτιαξα.

 

 ΕΙΔΑ ΕΝΑ ΒΑΣΙΛΙΑ!

 

-Καλά… αϊντέ… καλά…

-Για πες… Τι ’δες;  Για πες…

-Είδα ’να βασιλιά

-Τι είδες είπες;

-Ένα βασιλιά!

Καλά, αϊντέ, καλά…

– Ήταν καβάλα

 στη σέλα πάνω,

 κι έριχνε κι ένα κλάμα…

που μέχρι τ’ άλογό  του…

Ήτανε τι;

Ήταν καταμουσκεμένο!

-Α τον καημένο!

– Καημένο και το ζώο!

-Καλά… αϊντέ… καλά… 

-Φταίει ο Αυτοκράτωρ, που πίσω του είχε πάρει

Ένα καστέλο

-Α το τομάρι!

– Όμως του μέ-νου-ν τριά-ντα δυο!

-Α τον  καημένο!

– Καημένο και το πουλάρι…

-Καλά… αϊντέ… καλά…

-Για πες… Τι ’δες;  Για πες…

-Είδα ’να ’Πισκ…

-Τι είδες είπες;

-Είδα να ’Πίσκοπο.

-Καλά… άιντέ… καλά…

-Κι αυτός, κι αυτός  επίσης, έριχνε μαύρο κλάμα

κι ως και το χέρι, εδάγκωνε με άχτι

-Το χερ’ ποιανού;

-Το χερ’ του καντηλανάφτη!

-Καημένε ’Πίσ-κοπέ…

-Καημένος και ο ’ανάφτης

-Καλά… αϊντέ… καλά…

 

 -Φταίει ο Καρδινάλιος, που του είχε βουτήξει:

’να μοναστήρι

-Του κακομοίρη!

– Όμως του μέ-νουν τριάντα δυο…

-Καημένος  Πίσκ-οπός

-Καημένος κι ο ’ανάφτης

-Καλά… άϊντέ… καλά…

-Για πες… Τι ’δες;  Για πες…

-Ειίδα ένα πλούς…

-Τι είδες είπ’ς;

-Είδα ένα πλούσιο, έναν λεφτά…

-Καλά.., άιντέ… καλά…

-Ο κακομοίρης, μαύρο δάκρυ,

Έριχνε στάλα στάλα…

Μες τη μπουκάλα

-Μες το κρασί τ’;

– …και το ξενέρωνε  στα γερά.

-Φτωχέ λεφτά!

-Φτωχό και το κρασί του!

-Καλά,.. άιντέ… καλά…

 

– Ο Βασιλιάς, ο ’Πισκοπος, ο Αυτοκράτωρ,

Τον μισοκαταστρέψαν

Τρία σπίτια του κλέψαν.

Μαζί τον αχυρώνα

Όμως του μείναν  τριάντα δυο.

-Φτωχέ λεφτά!

-Φτωχό και το κρασί του!

-Καλά,.. άιντέ… καλά… 

-Για πες… Τι ’δες;  Για πες…

-Είδα ένα χωριάτη

-Τι είδες είπς;

-Έναν χωρικό

-Καλά,.. άιντέ… καλά…

-Ο ’Πίσκοπος, ο Βασιλιάς, ο Πλούσιος,

ο Αυτοκράτωρ

Ως και ο Καρδινάλιος,

τον μισοκαταστρέψαν!

Με μια χεριά του κλέψαν:

Το σπίτι

Τον αχερώνα

Την αγελάδα

Το κλαρίνο

Το τάβλι

Το τρανζιστοράκι

Τους δίσκους με τα τσάμικα

Τη γυναίκα τ’…

-Τι άλλου;

-Το γιο του στους φαντάρους

Του σφάξαν και τους χοίρους

-Φτωχά γουρούνια!

-Φτωχός κι ο ζωντοχήρους

-Καλά,.. άιντέ… καλά…

 

-Μα εκείνος όχι, 

Όχι, δεν έκλαιγε καθόλου. 

Αντίθετα χασκογελούσε: Χα χα χα

 

-Τρελάθ’κε;

 

-Όχι.

 

Η αλήθεια είναι

 πως εμείς οι χωριάτες…

 

– Εμείς οι χωριάτες…

 

Να μαστε πρέπει πάντα κεφάτοι

Γιατί οι κλάψες μας τους ενοχλούν

Χούι το έχουν οι πρωτοκλασάτοι:

Στις στεναχώριες να μελαγχολούν

 

Κεφάτοι πάντοτε οι κερατάδες

Οι στεναχώριες μας τους ενοχλούν

Γιατί οι πλούσιοι κι οι βασιλιάδες

Πάντα στις κλάψες μας μελαγχολούν

 

 Σε ήχο: Οι στίχοι του Ντάριο Φο από τον Έντζο Γιαννάτσι

Εδώ γύρω από ένα τραπέζι με ένα μπουκάλι Μπαρμπέρα στη μέση, τραγουδάνε παρέα οι Ντάριο Φο, Αντριάνο Τσελεντάνο, Τζόρτζιο Γκάμπερ, Αλμπανέζε, ενώ τραγουδάει και παίζει κιθάρα ο Γιαννάτσι.

  Εδώ η ανάγνωση της απόπειρας για μια απόδοση στα Ελληνικά 

  

Ho visto un re 

 

-Dai dai, conta su…ah be, sì be….
– Ho visto un re.
– Sa l’ha vist cus’e‘?
– Ha visto un re!
– Ah, beh; si‘, beh.
– Un re che piangeva

 seduto sulla sella
piangeva tante lacrime,

 ma tante che
bagnava anche il cavallo!
– Povero re!
– E povero anche il cavallo!
– Ah, beh; si‘, beh.
– è l’imperatore che gli ha portato via
un bel castello…
– Ohi che baloss!
– …di trentadue che lui ne ha.
– Povero re!
– E povero anche il cavallo!
– Ah, beh; sì, beh.

– Ho visto un vesc…
– Sa l’ha vist cus’e‘?
– Ha visto un vescovo!
– Ah, beh; si‘, beh.
– Anche lui, lui, piangeva, faceva
un gran baccano, mordeva anche una mano.
– La mano di chi?
– La mano del sacrestano!
– Povero vescovo!
– E povero anche il sacrista!
– Ah, beh; si‘, beh.
– e‘ il cardinale che gli ha portato via
un’abbazia…
– Oh poer crist!
– …di trentadue che lui ce ne ha.
– Povero vescovo!
– E povero anche il sacrista!
– Ah, beh; si‘, beh.

– Ho visto un ric…
– Sa l’ha vist cus’e‘?
– Ha visto un ricco! Un sciur!
– S’…Ah, beh; si‘, beh.
– Il tapino lacrimava su un calice di vino
ed ogni go, ed ogni goccia andava…
– Deren’t al vin?
– Si‘, che tutto l’annacquava!
– Pover tapin!
– E povero anche il vin!
– Ah, beh; si‘, beh.
– Il vescovo, il re, l’imperatore
l’han mezzo rovinato
gli han portato via
tre case e un caseggiato
di trentadue che lui ce ne ha.
– Pover tapin!
– E povero anche il vin!
– Ah, beh; si‘, beh.

– Ho vist un villan.
– Sa l’ha vist cus’e‘?
– Un contadino!
– Ah, beh; si‘, beh.
– Il vescovo, il re, il ricco, l’imperatore,
persino il cardinale, l’han mezzo rovinato
gli han portato via:
la casa
il cascinale
la mucca
il violino
la scatola di kaki
la radio a transistor
i dischi di Little Tony
la moglie!
– E po‘, cus’e‘?
– Un figlio militare
gli hanno ammazzato anche il maiale…
– Pover purscel!
– Nel senso del maiale…
– Ah, beh; si‘, beh.

– Ma lui no, lui non piangeva, anzi: ridacchiava!
Ah! Ah! Ah!
– Ma sa l’e‘, matt?
– No!
– Il fatto e‘ che noi villan…

Noi villan…

E sempre allegri bisogna stare
che il nostro piangere fa male al re
fa male al ricco e al cardinale
diventan tristi se noi piangiam,
e sempre allegri bisogna stare
che il nostro piangere fa male al re
fa male al ricco e al cardinale
diventan tristi se noi piangiam!

Posted in Έντσο Γιαννάτσι, Ντάριο Φο και άλλοι στα ελληνικά, ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ - ΣΤΙΧΟΙ | Με ετικέτα: , , , , , , , , , | 2 Σχόλια »

Όπου οι θεοί συνεδριάζουν εκτάκτως (η πέμπτη σκηνή του Λυσίστρατου)

Posted by vnottas στο 4 Μαρτίου, 2012

Σκηνή Πέμπτη 

[Στον Όλυμπο, στα ¨γραφεία¨ του Δία]

Μουσικούλα (Ντανιέλε Σέπε)

 

Αφηγητής

Μα πρέπει εδώ να κάνουμε, αστραπιαίως όπισθεν

(¨Φλάς μπακ¨ που λέν’ κι οι βάρβαροι, στης  Αλβιώνας το νησί).

Γιατί, αφού ξεκίνησαν, οι δύο Αθηναίοι,

να πάν’ πίσω στον τόπο τους, είχαμε εξελίξεις

κι εκεί, ψηλά,

στου Όλυμπου τα θεϊκά παλάτια.

Διότι, απ’ ό,τι φαίνεται, των Ολυμπίων ο αρχηγός

άρχισε να ψυλλιάζεται:

Κάτι καλά δε πάει, κάτι δεν του κολλάει,

και η ευδαιμονία του άρχισε να χαλάει.

Δεν ξέρουμε αν άκουσε τι είπε ο Παπαράσιος…

ή πάλι από μόνος του αν συνειδη-το-ποίησε,

πως όλα παν να αλλάξουν

με τρόπο μη αναστρέψιμο…

Ότι κι ο ίδιος ρίσκαρε το θρόνο του να χάσει

αν δεν ενε-ργο-ποι-ηθεί, και αν δεν λάβει μέτρα…

Για αυτό και αποφάσισε να συγκαλέσει σύσκεψη

και μερικούς πιο έμπιστους, έστειλε να φωνάξουνε

[εμπιστευτικά στο κοινό]

Να λέμε την αλήθεια, Είναι όλοι συγγενείς του:

Τα αδέλφια του, η γιαγιά του, και ή Ήρα η γυναίκα του.

Αλλά κι οι άλλοι θα μου πεις, ίδιο δεν είναι σόι;

Χέστα.

Έχει πολύ νεποτισμό στον Όλυμπο απάνω!

Και έτσι νάτοι, όλοι εδώ στην αίθουσα του θρόνου

είναι συγκεντρωμένοι.

Δεν τους αναγνωρίζετε;

Η μαύρη αλήθεια είναι, ότι έχουνε τα χάλια τους

τον τελευταίο τον καιρό.

Μα εγώ θα σας βοηθήσω:

και θα σας λέω τ’ όνομα, όποιου τον λόγο παίρνει

Ιδού, η Γαία είναι αυτή, που πρώτη θα μιλήσει…

  Γαία

Ακόμη και οι δαίμονες, πλέον το καταλάβανε,

που πνεύματα κατώτερα είναι του μέσου όρου,

τι αρρώστια με  βρήκε!

Μ’ είδαν και με λυπήθηκαν, πως έχω καταντήσει

κι αν ως τα τώρα φώναζα κι όλο παραπονιόμουν,

κανένας δε με άκουγε, ούτε κι εσύ ω Δία!

Που με άλλα ασχολιόσουνα, κι ας είσαι εγγονός μου.

 Δίας

Καλά, ω γραία Γαία!

 Γαία

Γραία;!

Γραία να πεις τη μάνα σου!

Εγώ ήμουν ωραία! Ως τη στιγμή που άρχισαν

να με δηλητηριάζουν,

τα δέντρα να μου κόβουνε, τα δάση να μου καίνε,

στο όνομα της Ανάπτυξης, της Παραγωγικότητας,

του Εκσυγχρονισμού…

 Κατάρα!

Ποιοι είναι τούτοι;

Νέοι θεοί στην πιάτσα;

Και από πού ξεφύτρωσαν; Πότε ήρθανε; Από πού ήρθανε;

Που να με ψήσουν ζωντανή

πάνε

Και να με φάνε;

 Δίας

Μ’ όλο το σεβασμό, στ’ αλήθεια που σου πρέπει

ω Γαία (ας πούμε νέα)

ας δούμε την κατάσταση πιο ολοκληρωμένα

κι οι άλλοι ας μιλήσουνε

κι ας πούνε αν τα πράγματα, είναι όντως τόσο τραγικά,

ως άκουσα να λένε,

ή τα παραφουσκώνουνε, να με κατηγορήσουνε.

 Αφηγητής

Ετούτος που σηκώνεται, το λόγο για να πάρει

Είναι ο….

δεν είναι δυνατόν!

Κρατάει ψαροτούφεκο ο μέγας Ποσειδώνας;

 Ποσειδώνας

Μα βλέπεις: το πετάω, τ’ άτιμο ψαροτούφεκο

Και πια δε την πατάω.

Θέλω ξανά την τρίαινα,

αλλά την έχω χάσει.

Πυρηνικά απόβλητα την έχουνε σκεπάσει.

Κι άσε που με γλυκό νερό, από λιωμένους πάγους

έχουνε πλημμυρίσει απέραντους ωκεανούς

κι έφτασα στο σημείο, εγώ, θεός του υγρού στοιχείου

να τρέμω και να αναρριγώ, να βήχω να φτερνίζομαι

και ν’ ανεβάζω πυρετό!

Άργησα μα κατάλαβα, τα ψάρια μου ψοφάνε

κι εγώ έπαθα τυμπανισμό, φουσκώνουν τα νερά μου

και τη γριά τη Γαία μας, σπρώχνω όλο προς τα πίσω

 Γαία

Α να σου πω!

Γριά να πας να πεις κι εσύ, τη μάνα σου τη Ρέα.

Μα και την Αμφιτρίτη, την δόλια τη γυναίκα σου!

(στο Δία)

Κι ο Κρόνος μου παράγγειλε, πως αν δεν κάνεις κάτι

μονάχος του θα ξεθαφτεί και όλους θα μας καταπιεί

χωρίς να μας μασήσει!

Δίας  [στον Ποσειδώνα]

Ησύχασε αδέλφι.

[στη Γαία]

Και συ να μη πετάγεσαι,  ω γαία (τέως νέα).

[στην Ήρα]

Κι έλα εσύ γυναίκα,

επίσημα να μας τα πεις, κι όχι όπως σ’ αρέσει

(με κρεβατομουρμούρα).

 Αφηγητής

Αυτή εδώ που βλέπετε, είναι η Ήρα, η άνασσα.

Ήρα

Τη γλώσσα μου εγάτσιασα, καιρό να σου τα λέω

και να στα ξαναλέω…

Τα ήθη παν’ χαλάσανε!

Κι η δόλια η Εστία, που συντροφιά μου έκανε

στο σπιτικό το βίο,

που τα τσουκάλια στη φωτιά

 επέβλεπε ,

καθώς εγώ εφρόντιζα των σύζυγων το στρώμα,

και την κρεβατοκάμαρα…

Πάει έπεσε σε κώμα!

Ακόμη και η Άρτεμη, σαν είδε κι αποείδε

τα δάση πως τελειώνουνε, όπως και τ’ άγρια ζώα,

μπήκε σε μοναστήρι!

Η Δήμητρα μονάχα, ακόμα δεν κατάλαβε

αν τα μεταλλαγμένα, αξίζουν να ’χουνε Θεά,

για να τα προστατεύει,

ή θα ’τανε καλύτερα,

παρά να τα αποδεχτεί και τα καταχωρήσει,

να πάει να αυτοκτονήσει!

Η Αθηνά η καψερή,

με λίγους ορθολογιστές που έχουν απομείνει

κάνει κι αυτή ό, τι μπορεί.

Κι ας την κατηγορούνε ότι είν’ παλιομοδίτισσα 

κι όχι μεταμοντέρνα, ξεσκολισμένη αρκετά!

Κι η λάγνα η Αφροδίτη, στο πάνδημο το σπίτι

με τον παμπόνηρο Ερμή

τα βρήκε

κι είναι απασχολημένη, να σκαρώνει νέα ράτσα

γονίδια βάζοντας μαζί, λαγνείας και πονηράδας!

Δίας

Κι ο άλλος μου αδελφός; Ο Πλούτωνας τι λέει;

 Αφηγητής

Αυτός είναι ο Πλούτωνας.

Μη σας γελάει το όνομα, με τον επίγειο Πλούτο

σχέση καμιά δεν έχει.

Συνήθως ζει στου Άδη τα σκοτεινά τα σπήλαια.

Μυστικιστής λιγάκι;

Ναι!

Αλλά χαζός δεν είναι. Κάθε άλλο.

Αντίθετα,

από κάθε μακαρίτη, πληροφορίες παίρνει

και για τα πάντα όλα, είναι διαρκώς ενήμερος

 Πλούτων

 Κοίτα: Να δεις πως βλέπω τα πράγματα εγώ,

με το δικό μου μάτι.

Σε λίγο μετακόμιση θα γίνει απ’ το παλάτι

-Του Όλυμπου-

 Και όλοι σας θα ’ρθείτε, σε εμέ μουσαφιραίοι

Διότι…

Κοίτα να δεις, το βλέπω:

Του Ήφαιστου οι φάμπρικες δουλεύουν νύχτα μέρα

και ο κουτσός με έπαρση, νέες τεχνολογίες

όλο κι επεξεργάζεται, ολέθρου και θανάτου.

Κι εάν ο Άρης ευνουχίστηκε κι είν’ εξουδετερωμένος

πρόσκαιρα – ο καημένος-

τα δυο παιδιά του τ’ άμυαλα, ο Δείμος και ο Φόβος,

είναι ξαμολημένα.

Δέος και τρόμο σπέρνουνε, στα ακραία τα βασίλεια

με ζήλο υπερβάλλοντα

γιατί άμαθοι είναι μάγοι!

Κι αφού και ο Απόλλων, δεν αντιδρά,

αλλά βαράει τη λύρα του

σε συναυλίες μαζικές, αλλά κι από-χαυνω-τικές

Και σύ ω Δία τίποτα, δεν κάνεις ως τα τώρα…

Σε λίγο

κανείς δε θα υπάρχει  θυσία να προσφέρει

σε όλους εμάς

-μονάχα οι μακαρίτες, ίσως ψελλίζουν που και που

τα έρμα ονόματά μας.

Κι έτσι σε μένα τελικά, θε να κουβαληθείτε

όλοι σας!

Στα βάθη τα απύθμενα  των σκοτεινών Ταρτάρων

θεοί μα και ανθρώποι!

Γι αυτό

καινούργιες επεκτάσεις, πρέπει να κάνω σύντομα

νέα να χτίσω σπίτια, και πτέρυγες καινούργιες

όλοι μας να χωρέσουμε, στου Άδη το βασίλειο.

Γιατί εκεί κάτω, μόνο εγώ,

διευθύνω κι αρχηγεύω.

 Δίας

Μη γλείφεσαι ω Πλούτωνα, κι αρχηγιλίκια  θέλεις.

Ακόμη υπάρχει χρόνος.

Μπορεί οι υπηρεσίες μου, να ’χουν σκουριάσει λίγο

κι όλα να μην τα έμαθα, εγκαίρως κι όπως πρέπει,

πάντως μέτρα θα πάρω!

Θα μείνω δε θα φύγω!

Κι οι φονταμενταλιστές θεοί, που βγήκαν στην ανατολή

-αν αληθεύουν όσα, μου έλεγε ο άλλος

-ο θεομπαίχτης ο Ερμής-

που  όλο καραδοκούνε

και αποκλειστικότητα απ’ τους πιστούς ζητούνε,

πολύ θα περιμένουνε,

αιώνες των αιώνων,

προτού χέρι να βάλουνε στου Όλυμπου το θρόνο.

Τώρα!

Καμία συμβουλή έχετε να μου δώσετε;

Ω συνεργάτες μου πιστοί;

 Γαία

Εμένα άκουσε μικρέ:

Εκείνοι που αμφισβητούν τους φυσικούς τους νόμους

όσο κι αν είν’ παράδοξο, είναι οι άνθρωποι οι θνητοί

που όσο στραβοί κι αόμματοι

κι αν είναι,

θέλουν να επεμβαίνουνε

στης πλάσης την εξέλιξη

μαζί και στη δικιά μου

-ίσως να είναι ακριβώς, αυτή η στραβομάρα τους

στο βάθος η αιτία.

Γι αυτό και μα τον Δία (Μα, δηλαδή, εσένανε)

όλα τα ανακατεύουνε, δεν ξέρουν τι γυρεύουνε

και ανικανοποίητοι, στου παραδόπιστου Ερμή

τα χέρια όλο ξεπέφτουν.

 Ποσειδώνας

Καλά τα λέει η γραία.

 Γαία

Σκασμός !

[στο Δία]

Γι αυτό κατέβα στων θνητών, τον κόσμο τον επίγειο

ίχνη ελπίδας ψάξε.

Κι αν όλα δεν τελειώσανε, κι αν η απογοήτευση

δεν στέγνωσε όλες τις ψυχές, ένα σε συμβουλεύω:

Πάρε ένα ζευγάρι: αρσενικό και θηλυκό

-αιώνια αντίθεση-

(αυτό το κόλπο είναι παλιό, μα πάντοτε λειτούργησε)

Παρ’ τους και ένωσέ τους.

Και φτιάξε νέα σύνθεση

Μετά επένδυσε σ’ αυτούς

(«επένδυσε;»

τη γλώσσα μας πως χάλασε, ο Ερμής ο κατεργάρης

ο νεωτεριστής, ο φραγγοπουλημένος!)

Ας είναι: ενδιαφέρσου!

Μπορεί και να δουλέψει!

Μια νέα αρχή να γίνει, κι όλα να μπούνε τώρα

σ’ ένα σύμπαν παράλληλο, μα πιο ευτυχισμένο.

Δίας

Θα το σκεφτώ ω Γαία,

(που αν τα καταφέρουμε, θα γίνεις πάλι νέα

και δροσερή κι αφράτη…)

[σκέφτεται]

Ίσως και άλλη λύση μπορεί και να υπάρχει…

Για να μην ξαναρχίσουμε πάλι από το Άλφα,

άσε να δω…

Και τώρα φέρτε νέκταρ!

 Αφηγητής

Αυτά είπε ο Δίας.

Τι είπες;

Στον ύπνο μου τα είδα;

Λες;

Ό ,τι ο Δίας ξύπνησε, ενώ εγώ κοιμόμουν;

Θα δούμε!

Και όπως έλεγαν συχνά και οι παλιοί οι αριστεροί

-οι γνήσιοι – και όχι τα κοσμικά κακέκτυπα-

Ο χρόνος θ’ αποδείξει, ότι το δίκιο υπάρχει

κι ότι αργά ή γρήγορα, στον κόσμο θριαμβεύει.

[μικρή παύση]

Ακόμα κι αν θα χρειαστεί, σ’ άλλο σύμπαν να πάμε

παράλληλο, αλλιώτικο, και προπαντός καλύτερο!

(τέλος πέμπτης σκηνής – συνεχίζεται)

Posted in ΘΕΑΤΡΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , , , , , , | Leave a Comment »

Αγκαλιά (από τον Αδέσποτο Σκύλο)

Posted by vnottas στο 2 Μαρτίου, 2012

Έπιασε μπόρα. Ο ψίθυρος της βροχής μας αποκοίμιζε λίγο λίγο. Ένοιωσα μιαν ελαφριά ενόχληση στα έντερα και γύρισα πλευρό. Την είδα τυλιγμένη στην κουβέρτα, σκεπασμένη σχεδόν μέχρι το κεφάλι, κι άκουσα την αναπνοή της καθώς θαλασσοπορούσε μέσ’ τον ύπνο. Για αρκετή ώρα άκουγα τη βροχή να δυναμώνει. Νόμιζες πως το σπίτι βυθιζόταν προοδευτικά στον κατακλυσμό. Κάπου άρχισε να στάζει. Άναψα τη λάμπα για να εντοπίσω το σημείο. Βρήκα έναν τενεκέ και τον τοποθέτησα από κάτω. Γύρισα στο κρεβάτι μου και σκεπάστηκα, ακούγοντας το μεταλλικό θόρυβο του νερού στον άδειο τενεκέ. Μέσα στον ύπνο της με μια μωρουδίστικη σχεδόν ανάσα, η γυναίκα μου, είπε, πως το καλοκαίρι πρέπει να πιάσουμε τα νερά. Ήταν μια δύσκολη βραδιά, μια δύσκολη βδομάδα, μια δύσκολη εποχή, κι εμείς ήμασταν σχεδόν έτοιμοι να επιζήσουμε άλλον έναν χειμώνα.

Αντώνης Αντωνάκος

Posted in ΠΟΙΗΜΑΤΑ | Με ετικέτα: , , | Leave a Comment »

Όπου ο Λυσίστρατος και ο Κλεόβουλος επιστρέφουν στην Αθήνα (Λυσίστρατος σκηνή τέταρτη)

Posted by vnottas στο 1 Μαρτίου, 2012

Σκηνή τέταρτη

[στον δρόμο προς την Αθήνα, μια ελιά, πουλάκια που κελαηδούν,  ο ήχος από ένα ποταμάκι]

 

Αφηγητής

Ο Λυσίστρατος ή Στράτος κι ο Κλεόβουλος ή Βούλης

είδανε τον Τειρεσία, που ’ναι μάντης με ουσία

-θηλυκιά κι αρσενικιά-

και αφού τους τα ’πε όλα, πήρανε το δρόμο πάλι

να γυρίσουν στην Αθήνα, τη καργιόλα τη μαργιόλα,

λύση να βρουν εν τω άμα, ’ρσενικοί,  μικροί μεγάλοι

μπας και δώσουν οι θεοί, της πατρίδας αυθωρί

να διορθώσουνε το χάλι.

 

Κι ενώ γυρίζαν πίσω, όσα είπε ο Παπαράσιος,

τα σκεφτόντουσαν και πάλι.

Eσκέφτονταν και έφριτταν, μα και καταλαβαίνανε

καλύτερα τι τρέχει.

Γιατί ο ποδαρόδρομος κάνει καλό στη σκέψη.

Το ’παν οι Περιπατητές, φιλόσοφοι μεγάλοι!

Που όλο βόλτες κόβανε  [σκέφτεται λίγο πώς μπορεί να γίνεται κάτι τέτοιο και καταλήγει:]

Μετράγανε τα βήματα

και ’λύναν τα προβλήματα!

[Ο Λυσίστρατος κρατάει δόρυ και φοράει περικεφαλαία, ενώ ο Κλεόβουλος κουβαλάει τις αποσκευές –δισάκι στον ώμο, δεμένο στην άκρη ενός μπαστουνιού]

 Λυσίστρατος

Βούλη τα πόδια κούνα

είδες, πως ειν’ τα πράγματα κι αν θέλουμε να αλλάξουν,

πίσω στο άστυ γρήγορα, πρέπει να επιστρέψουμε,

στους άντρες να μιλήσουμε, απόφαση να πάρουμε

την πόλη να γιατρέψουμε.

 Κλεόβουλος

Το ξέρω ότι βιαζόμαστε.

Μα μαραθωνοδρόμος, ποτέ μου δεν διατέλεσα

κι οι κάλοι με πονάνε, και πιάστηκε κι ο ώμος μου

απ’ το βαρύ δισάκι

-και άσε που πεινάω-

Γι αυτό λέω καλύτερα να πάρουμε μια ανάσα.

Στο σταυροδρόμι εκεί δα, βλέπω μια γέρικη ελιά,

με πλούσιο τον ίσκιο και δίπλα της μια ρεματιά,

με δροσερό νεράκι.

Ας κάτσουμε λιγάκι…

 Λυσίστρατος

Μα, αν δε κάνω λάθος, στον ίσκιο της γερο- ελιάς

και άλλος ξαποσταίνει…

Κι είναι οδοιπόρος σα και μας, αν κρίνω από τις μπότες

Που ναι φθαρμένες…

 Οδοιπόρος

Χαίρετε, Έλληνες πατριώτες!

 Λυσίστρατος

Γεια και χαρά σου φίλτατε.

Πηγαίνεις για Αθήνα;

Όπως και μεις;

 Οδοιπόρος
Στην Λακωνία πάω, μα η Αθήνα είναι στο δρόμο μου

και λέγω να περάσω, να δω τι γίνεται κι εκεί

κι απέ θα συνεχίσω, στου Πέλοπα τη νήσο.

 Λυσίστρατος

Μη σε παρεξηγήσω… Μα αν κατάλαβα καλά,

δε μοιάζεις να ανήκεις, σε Λακεδαίμονα γενιά

Οδοιπόρος

Και πού ’θε το κατάλαβες; 

 Λυσίστρατος

Απ’ τη λαλιά, που δωρική δεν είναι.

Κι είσαι και ευπροσήγορος, όχι σα τους Σπαρτιάτες,

που λέξη λένε μοναχά μία …

 Κλεόβουλος

…Την εβδομάδα

 Οδοιπόρος

Είμαι από τόπο μακρινό      

 -βουνήσιο –                          

κι ήρθα να περιηγηθώ τις πόλεις της Ελλάδας.

Μα ελάτε, ο ίσκιος της ελιάς, άπαντες  μάς χωράει.

Θέλω να σας τρατάρω.

Και έχω εδώ τυρί χλωρό και κρέας  ξεραμένο.

 Κλεόβουλος

(κάθεται και ανοίγει το δισάκι του)

Πολύ ευχαρίστως. Να κι εγώ προσφέρω κρεμμυδάκι

που απ’ του μαντείου τον μπαξέ, ξερίζωσα λιγάκι.

Και το βαρύ δισάκι μου καιρός να ξαλαφρώνω

Γι αυτό, ιδού ένα φλασκί, που τώρα ξεβουλώνω.

Ιδού και κάλυκες σωστοί να βάλουμε τον οίνο.

(Μοιράζει τσίγκινα ποτήρια)

Στων οδοιπόρων τους θεούς,

ξανθό κρασάκι πίνω (τσουγκρίζουν).

Οδιπόρος :

Ευοί!

Λυσίστρατος:

Ευάν !

Κλεόβουλος

Γιαχαραντάν ![στο κοινό:] Το λέω για τη ρίμα.

Οδοιπόρος

Και τώρα που φροντίσαμε την άτιμη τη πείνα

-την όρεξη που αυξάνεται σε κάθε ταξιδιώτη-

για πείτε μου πουθ’ έρχεστε;

Άκουσα για μαντείο;

Γιατί κι εγώ πριν από δω, επέρασα απ’ τους Δελφούς

του Χρυσοστόμου Απόλλωνα, να ακούσω τους χρησμούς.

 Κλεόβουλος

Όχι, εμείς ερχόμαστε από του Τειρεσία,

για το δικό μας πρόβλημα, δεν κάνει η Πυθία.

Οδοιπόρος

Και ποιο είναι το πρόβλημα, εάν δεν είμαι αδιάκριτος;

 Κλεόβουλος

 Προβλήματα έχουμε πολλά. Τι να σου πρωτοπούμε!

Ποιο θα ’πρεπε απ’ όλα αυτά, να βάλουμε επί τάπητος

πρώτο, δε το γνωρίζω.

 Λυσίστρατος

Να, στην αρχή νομίζαμε πως είναι το γαμήσι

Πως φταίνε οι γυναίκες μας…

 Κλεόβουλος

– Μας έχουνε πηδήσει…! –

 Λυσίστρατος

Που έχουνε αλλάξει, και ανικανοποίητες

μας έχουν ξεπετάξει.

Και τα ηνία θέλουνε σε όλα να κρατούνε

κι ό, τι σε μας προσάπτανε (βία και ζοριλίκι),

τώρα το κάνουνε αυτές.

 

Οδοιπόρος

Τι λες δικέ μου; Τι μας λες!

 Λυσίστρατος

Μα τώρα ο Τειρεσίας και το δαιμόνιό του…

Οδοιπόρος

Ο Παπαράσιος;

 Λυσίστρατος

Ναι αυτός !

Που ξέρει πόρτες σφαλιστές, να ανοίγει δίχως βία

και που της κλειδαρότρυπας είναι ο εφευρέτης

 Κλεόβουλος

Κι ο εραστής!

 Λυσίστρατος

Μας είπε για τις διαπλοκή και τη δολοπλοκία

Στου Ολύμπου τα παλάτια

Οδοιπόρος

Συν-ωμο-σιό-λο-γί-α;

Λυσίστρατος

Κι εγώ έτσι τ’ ονόμαζα, προτού νοήσω ότι

έτσι το λένε σήμερα, οι  άλλοι, οι μεγάλοι,

σα θέλουνε να κρύψουνε πράγματα που από μόνα τους

σου βγάζουνε το μάτι

-πιο φανερά δε γίνεται-

μα αν πας να τα πιστέψεις, αμέσως κρώζουν: «κίνδυνος»

και «λόγια του αέρα»,

που συνωμότες τρομεροί τα βάζουνε στο γύρο

για να πλανέψουν του λαού την εύστοχη τη κρίση.

 Οδοιπόρος

Για πέσ’ τα όλα φίλε μου.

Αν τελικά δεν ήτανε τ’ άτιμο το γαμήσι

το βασικό το πρόβλημα, τότε τι άλλο ήτανε ;

Γιατί στις αποικίες, «πυρ και γυνή και θάλασσα»

λένε οι παροιμίες,

πως είν’ τα τρία τα κακά, του βάσανου οι αιτίες!

 Λυσίστρατος

Δεν ήτανε μονάχα αυτό κι αν θέλεις πίστεψέ το!

Στη μέση είναι τα τάλαντα, το χρήμα, ο Παράς,

που ο Ερμής κατάφερε με πονηριά κι απάτη

Θεό να ανακηρύξει.

Στη ζούλα!

Και εκεί ψηλα, στου Ολύμπου τις κορφάδες,

ναούς έφτιαξε νέους: Φαντασμαγορικούς!

Με τζόγο εθιστικό!

Κι όλοι οι θεοί εμάθανε να παίζουν με τους κύβους!

Και ένα άλλο παίγνιο –στρογγυλό- με ένα μπαλάκι απάνω.

Και των θνητών τα ριζικά, μονά ζυγά τζογάρουνε,

και τα αποτιμάνε

μόνο σε χρήμα…

Οδοιπόρος

Ω μεγα Ζευ, Θεούλη μου, τι λάθος και τι κρίμα!

 Λυσίστρατος

Ενώ εδώ, στον κόσμο των θνητών,

να αποδομήσει προσπαθεί κάθε ανδρεία κι αρετή

μ’ όπλο τους σοφιστάδες,

που χρη-ματο-δοτεί

Και όχι μόνο αυτό…

Οδοιπόρος

Και άλλο τι;

 Κλεόβουλος

Ο Ερμής κάνει απορρύθμιση, κι αλλάζει ερμηνεία

σε λέξεις που πιστεύαμε πως είχαν μόνο μία

παντοτινή και σίγουρη και καίρια σημασία.

 Οδοιπόρος:

Τι δηλαδή σας άλλαξε και τι σας αναδόμησε;

 Λυσίστρατος

Πρώτα απ’ όλα η ευτυχία με τα λεφτά ταυτίστηκε  

όσο ποτέ πρωτύτερα …

μα κι η Δημοκρατία, έπαψε να (εί)ναι των πολλών

ο λόγος,

παρά το δήμο άρχισαν στη ζούλα να ρωτάνε

του μπαγαπόντη του Ερμή οι νέοι υπαλληλίσκοι

-οι δημοσκόποι-

και μ’ ερωτήσεις πονηρές, στραβοδιατυπωμένες,

το δίκιο πάντα δίνουνε σε κάθε ανθρωπάκι

τα προϊόντα του Ερμή, όπου καταναλώνει.

Οδοιπόρος

Κατάλαβα!

Κι η όρεξη των πολιτών όλο να μεγαλώνει,

η αγορά να ανοίγει, το χρήμα να κυκλοφορεί,

κι αφού φέρει μια βόλτα,

στις τσέπες του κερδώου Ερμή, πίσω να καταλήγει!

 Κλεόβουλος

Μα κι οι σοφοί λιγόστεψαν, στην πιάτσα βγήκαν άλλοι

-ιδιωτικοί –

Που τη σοφία δίνουνε μόνο σ’ όποιον πληρώνει

Κι άλλοι ακόμη, ρήτορες  – και κεφαλές ασώματες –

Πού ξέρουνε την τέχνη, το μαύρο, άσπρο να κάνουνε

Χωρίς βαφή –με λόγια.

 Λυσίστρατος

Κι όλα πως είναι σχετικά, τούτοι υποστηρίζουνε.

Οι αρχές δε μας χρειάζονται ούτε οι φιλοσοφίες…

Κι οι νόμοι μόνον είναι, να τους παραβιάζουμε.

Αν έχουμε τα μέσα!

 Οδοιπόρος

Πω! Πω! τι λέτε βρε παιδιά!

 Λυσίστρατος

Και των αντρών η μπέσα, σίγουρα δε χρειάζεται

για τις κρυφές κομπίνες, τα αόρατα τα ομόλογα

και τις δοσοληψίες.

Γι αυτό και ετοιμάσανε, μας το ’πε ο Τειρεσίας,

άλλα στελέχη κι αρχηγούς, να πάρουν τα ηνία.

Με το μυαλό πιο θηλυκό.

με οίστρο και μανία

νέα πόλη να φτιάξουνε παγκό-σμίο-ποιημένη,

για αυτό και ’μεις ω φίλτατε, την έχουμε βαμμένη…

 Κλεόβουλος

Και πεσμένη.

 Λυσίστρατος

Έτσι μας είπε ο ιερεύς, μάντης, οιωνοσκόπος

που πτερωτά πετούμενα, στον ουρανό ατενίζει…

 Κλεόβουλος (μασουλώντας)

Αλλά και σπλάχνα νόστιμα: πρώτα τα τηγανίζει,

με λάδι και κρομμύδι  

και του καπνού τους τη τροχιά, ύστερα μελετάει.

Αλλά και φύλα πράσινα και κίτρινα μασάει

κι ύστερα δαίμονες καλεί

-όπως ο Παπαράσιος –

κι αυτοί του μολογάνε, ποιες οι αιτίες του κακού

κι οι Μοίρες πού μας πάνε.

 Οδοιπόρος

Α,

πρέπει να το παραδεχτώ:  Κι ’μένα μου αρέσουνε

της θυσίας οι μεζέδες, των μαντείων οι λιχουδιές

και οι τσίκνες οι ιερές, οι καλοψημένες πέτσες

οι αχτύπητες μπριζόλες,  τα κοψίδια, τα παΐδια

τ’ αμελέτητα τα ίδια,

γιατί μια καλή θυσία

θέλγει ανθρώπους και θεούς!

Κλεόβουλος

Ας παραδεχτούμε πάντως, ότι τα μαντεία έχουν

ψήστες εξειδικευμένους.

Που στο μέλλον θα διαπρέψουν  και να μου το θυμηθείτε:

όταν οι απόγονοί τους, είμαι σίγουρος αδέλφια,

στο απώτερο το μέλλον, ψήνουν χοιρινά σουβλάκια

-οβελίδια δηλαδή-,

στης Ελλάδας τα σοκάκια,

θα έρχονται απ’ τον κόσμο όλο, πλήθος περιηγητές

τα οβελίδια να γευτούνε  και ξανθό κρασί να πιούνε

με άρωμα από ρετσίνι,

την ζωή αλλιώς να δούνε και να το ευχαριστηθούνε!

 

Αφηγητής

Αυτά και άλλα λέγανε, καθώς αφήναν της ελιάς

το δροσερό τον ίσκιο,

και δρόμο πάλι παίρνανε, προς το κλεινόν το Άστυ,

οι δύο Αθηναίοι.

Μαζί  κι ο οδοιπόρος, ο νέος τους ο φίλος

που όλο για όλα ρώταγε, φιλομαθής, περίεργος

και καλλιεργημένος.

Τον συμπαθήσανε πολύ κι είπανε να τον πάρουνε

μαζί τους στο ταξίδι, να τον φιλοξενήσουνε,

και τα αξιοθέατα της όμορφης Αθήνας,

μαζί να τριγυρίσουνε.

Να πάνε να θαυμάσουνε τα έργα του Φειδία

του Καλλικράτη το ναό, τους κίονες του Ικτίνου

καθώς κι ενός καινούργιου, από την Ιβηρία:

τον λενε Καλατράβιο,

και με σκοινιά και σύρματα, να στήνει έχει μανία

καμπύλες και υπερβολές που έχουνε και πλάκα

Κι ύστερα από τις βόλτες,

ρετσίνα και μαρίδα στο Φάληρο ή στην Πλάκα,

τους έταξε ο Κλεόβουλος, ότι θα τους κεράσει

Αλλά, -είπε ο Λυσίστρατος: Καλές είναι οι τσάρκες,

μα πρώτα, όμως, έπρεπε, να λύσουν τα σπουδαία…

Αυτά και άλλα τέτοια, λέγαν καθώς προχώραγαν,

περνώντας κάμπους και βουνά, ρυάκια και ποτάμια,

στο δρόμο -ισια κάτω:

ξανάπαν για γυναίκες, είπανε για πολιτική

οικονομία, αθλητικά…

Τις τέχνες και τα γράμματα, δεν άφησαν απ’ έξω

και προπαντός το θέατρο,

η ώρα να περνάει, μαζί και τα χιλιόμετρα,

μαζί κι οι παρασάγγες.

Κι έτσι καθώς ενύχτωνε κι έβγαινε το φεγγάρι

απ’ τον τρελό τον Υμηττό,

Έφτασαν επιτέλους

στα τείχη της Αθήνας

Κι εδώ θαρρώ πώς πρέπει, να κάνουμε ένα διάλειμμα.

Να πάρουμε μια ανάσα!

Γιατί όπου να ’ν, σε λίγο, με του ποιητή την άδεια

και του τρελού το θράσος,

σε μέρη πιο απίθανα μαζί μου θα σας πάρω

Αγάντα  και υπομονή.

Να δούμε τι θα γίνει…

(τέλος τέταρτης σκηνής – συνεχίζεται)

Posted in ΘΕΑΤΡΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , , , , , , | Leave a Comment »