Κυκλοφόρησε από τις εκδ. Παπαζήση η νέα ποιητική συλλογή του Λευτέρη Μανωλά
Ποιήματα και ποιητικά κείμενα από τον Ηλία Κουτσούκο.
*
Η νέα συλλογή ποιημάτων του Νίκου Μοσχοβάκου.
*
Κυκλοφόρησε το νέο βιβλίο του Τηλέμαχου Χυτήρη ¨Ημερολόγιο μιας επιστροφής¨ από τις εκδόσεις ¨Μελάνι¨
.
*
¨Απριλίου ξανθίσματα¨.
Κυκλοφόρησε η νέα ποιητική συλλογή του Νίκου Μοσχοβάκου, από τις εκδόσεις Μελάνι.
Αισθάνθηκε μια δαγκωνιά
στη μνήμη.
Ήταν το παρελθόν
που σαν αδέσποτο σκυλί
είχε επιτεθεί στο είναι του.
Οι σταγόνες αίμα που έσταξαν
κοκκίνισαν τις εικόνες.
***
Η νέα ποιητική συλλογή του Νίκου Μυλόπουλου ¨Τέλος της Περιπλάνησης¨. Από τις εκδόσεις ¨Γαβριηλίδης¨
***
Κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ¨Μελάνι¨ η νέα ποιητική συλλογή του Νίκου Μοσχοβάκου
¨Αιφνίδια και διαρκή¨
Ο Θηβαίος στρατηγός Επαμεινώνδας οξυδερκής καθώς ήταν αλλά και θαρραλέος επινόησε πως έπρεπε να διορθώσει την ιστορία χωρίς αναβολές. Ασυμβίβαστος εκστράτευσε κατά της Σπάρτης με τον δαίμονα της υπερβολής κάτι σαν σαράκι να τρώει τα σωθικά του κι επέτυχε ν’ αλλάξει τον ρου τ’ αρχαίου κόσμου. Το πλήρωσε βέβαια στην Μαντίνεια πανάκριβα με τη ζωή του όμως διόρθωσε έστω για μια στιγμή την ανιαρή ιστορία. Δεν ήταν δα και λίγο αυτό. *****
Γράφει ο Ηλίας Κουτσούκος
*****
Γραφει ο Gianfranco Bettin
*****
Γράφει ο Νίκος Μοσχοβάκος
Η ΕΚΔΙΚΗΣΗ
Τώρα που τάπαν όλα οι ποιητές
εσύ τι θα γράψεις ;
μου αντέτεινε
η άπτερος Νίκη της Σαμοθράκης.
Κι εγώ την αποκεφάλισα.
[Από τις ¨Ζωγραφιές μου¨ - Πορτρέτο του Νίκου - Λάδι]
Η ΣΥΜΒΟΥΛΗ
Πάντοτε μούδιναν την συμβουλή
να γίνω τέλειος.
Έτσι μίσησα την τελειότητα
κι επιδόθηκα στην λατρεία των ατελειών.
Έχω λοιπόν πολλά να κάνω
αναζητώντας μέσα από ελλείψεις
τον εαυτό μου σε πείσμα των τελειομανών
που επαναπαύονται στον μοναδικό δρόμο τους
με την σιγουριά του αλάθητου.
Εγώ πορεύομαι μες τις αμφιβολίες
και τον κίνδυνο του ατελέσφορου στόχου
ποτέ παροπλισμένος αφού πάντα μάχομαι.
*****
[Από τις ¨Ζωγραφιές μου¨ - Λάδι σε χαρτόνι - Γενάρης 2015]
Tα πνευματικά δικαιώματα όλων των εικόνων και των μουσικών που αναδημοσιεύονται εδώ ανήκουν αποκλειστικά και μόνο στους δημιουργούς τους.
Κοινωνία, επικοινωνία, εξουσία: Από τον Βωμό και τον Άμβωνα στην οθόνη. Η περίοδος της προφορικότητας και οι επικοινωνητές της. Μια κοινωνιολογική προσέγγιση στην ιστορία της επικοινωνίας και των μέσων. Εκδότης: Ι. Σιδέρης. Συγγραφέας: Βασίλης Νόττας. Σειρά: Δημοσιογραφία και ΜΜΕ. Έτος έκδοσης: 2009 . ISBN: 960-08-0468-0. Τόπος Έκδοσης: Αθήνα Αριθμός Σελίδων: 302 Διαστάσεις: 24χ17 Πρόλογος: Κώστας Βεργόπουλος. Αποσπάσματα στο Ιστολογοφόρο: κλίκ στην εικόνα
Συλλογή κειμένων: ΜΜΕ, κοινωνία και πολιτική. Ρόλος και λειτουργία στη σύγχρονη Ελλάδα. Επιμέλεια: Χ. Φραγκονικολόπουλος Εκδόσεις Ι. Σιδέρης, 2005 Αριθμός σελίδων 846. ISBN 960-08-0353-6, Κείμενο Β. Νόττας: ¨Επικοινωνιακή και πολιτική εξουσία τον καιρό της επέλασης των ιδιωτών¨ (σελ. 49). Κείμενο στο Ιστολογοφόρο: κλικ στην εικόνα.
Β΄Έκδοση. Εκδόσεις Ι. Σιδέρης. NovelBooks. Έτος έκδοσης: 2012. Αριθμός σελίδων: 610. Κωδικός ISBN: 9609989640. Εισαγωγικό σημείωμα στη 2η έκδοση: Γιώργος Σκαμπαρδώνης. Αποσπάσματα στο Ιστολογοφόρο: κλικ στην εικόνα του εξώφυλλου.
Vivere pericolosamente Ανθολογία διηγημάτων: 26 ιστορίες από την Ιταλία. Εκδόσεις: Αντίκτυπος. Αθήνα: 2005 Σελίδες: 342. Κείμενο Β. Νόττας: ¨Το διαβατήριο¨. Ανάρτηση στο Ιστολογοφόρο: Κλικ στην εικόνα του εξώφυλλου
Εκδότης: Αρχέτυπο. Συγγραφέας: ΒΑΣΙΛΗΣ ΝΟΤΤΑΣ. Κατηγορίες: Φανταστική Λογοτεχνία. ISBN 978-960-7928-83-2. Ημερομηνία έκδοσης: 01/01/2002. Αριθμός σελίδων: 512. Αναρτήσεις στο Ιστολογοφορο: κλίκ στην εικόνα του εξώφυλλου.
Η «κατασκευή» της πραγματικότητας και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Αθήνα 1998. Πρακτικά διεθνούς συνεδρίου που οργανώθηκε από το Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών. Συλλογικό έργο. Έκδοσεις: Αλεξάνδρεια. Διαστάσεις: 24Χ17. Σελίδες: 634. Κείμενο Β. Νόττας: Κοινωνιολογικες παρατηρησεις πανω στην οπτικοακουστικη αναπαρασταση της συγχρονης ελληνικης πραγματικοτητας. Κείμενο στο Ιστολογοφόρο: κλικ στην εικόνα
Ενα κείμενο στο βιβλίο του Κώστα Μπλιάτκα ¨Εισαγωγή στο τηλεοπτικό ρεπορτάζ" . Εκδόσεις ¨Ιανός¨ με τίτλο ¨Αξιοπιστία και οπτικό ρεπορτάζ¨
Περιοδικό ¨Εξώπολις¨ Τεύχος 12-13. Κείμενο με τίτλο ¨Το ραδιόφωνο των ονείρων. Ένα δοκίμιο περί ήχων φτιαγμένο με επτά εικόνες¨. Στο Ιστολογοφόρο: κλικ στην εικόνα.
Συμμετοχή σε λογοτεχνικό παιχνίδι σχετικό με τον (υποτιθέμενο) συγγραφέα Άρθουρ Τζοφ Άρενς. Δημοσιευμένο στο περιοδικό ¨Απαγορευμένος πλανήτης" τεύχος 6 (εκδόσεις ¨Παραπέντε¨). Για το πλήρες κείμενο κλικ στην εικόνα.
¨Το Δεντρο¨ Τεύχος: 17-18 . Βασίλης Νοττας: Συζήτηση για τον κοινωνικό χώρο της Θεσσαλονίκης.
Διδακτορική Διατριβή ¨Δημόσια μέσα μαζικής επικοινωνίας και συμμετοχική Πολεοδομία¨. Σελίδες:788. Ψηφιοποιημένη στη βιβλιοθήκη του Παντείου
*
Συγγραφικά φίλων
Ποιήματα και ποιητικά κείμενα του Νίκου Μοσχοβάκου (κλικ στην εικόνα)
Ποιήματα και ποιητικά κείμενα του Ηλία Κουτσούκου (κλικ στην εικόνα)
Μοτο-ταξιδιωτικά από τον Βασίλη Μεταλλινό (κλικ στην εικόνα)
Κάποιες απόψεις και άρθρα…
Η γυναίκα τανάλια * Όταν ο Χάρι Πότερ συνάντησε τα λόμπι * Ο μικρός ήρωας * Πώς έκοψα το κάπνισμα και άλλα
Δεν είναι ότι έχω αδυναμία στις παγκοσμιοποιημένες ¨Ημέρες¨.
Εδώ που τα λέμε, ακόμη δεν πρόλαβα καλά καλά να μάθω ότι ο Άη Νικόλας γιορτάζει με τους ναυτικούς, η Αγία Βαρβάρα με το πυροβολικό και πως ο άγιος Φανούριος φανερώνει ενδιαφέρουσες πληροφορίες στις ανύπαντρες σε συγκεκριμένη ημερομηνία… Kατά συνέπεια, δεν έχω πολλή διάθεση να ξαναμάθω απ’ την αρχή τις ρυθμίσεις της διεθνούς των διαφημιστών πάνω στο νέο ιερό εορτολόγιο.
Εξάλλου, φαίνεται πως όποιες απ’ τις ημέρες αυτές δεν έχουν ¨στηθεί¨ για λόγους απλής κατανάλωσης των σχετικών προϊόντων (μαμά, μπαμπάς, παππούς, ερωτευμένοι διάφοροι), έχουν στηθεί από κάποιες (κάθε άλλο παρά) μη κυβερνητικές οργανώσεις, οι οποίες κατά την επίμαχη μέρα φροντίζουν να καταθέσουν μέρος από τα έσοδα και τις προσφορές των καλοπροαίρετων (και μη) ενισχυτών τους στο βωμό των παντοδύναμων ΜΜΕ, με τα οποία τελούν σε συμβιωτική σχέση.
Έτσι δεν είναι ότι, τις προάλλες, ενθουσιάστηκα ή παρασύρθηκα από το εορταστικό κλίμα που (θα ήθελε να) δημιουργήσει μια ακόμα τέτοια μέρα, αφιερωμένη αυτή τη φορά στο Θέατρο. Το θέατρο, ο έρωτας, το ναυτικό, γιορτάζουν για μένα τη μέρα (ή τις αλλεπάλληλες μέρες) που η μαγεία (ή η λογική) τους μ’ αγγίζει, κι αυτό μπορεί να συμβεί ακριβώς οποτεδήποτε!
Γι αυτό το λόγο και δεν επωφελήθηκα από την ημερολογιακή συγκυρία και δεν έγραψα (ούτε σκέφτηκα) τίποτα το ιδιαίτερο την μέρα του Θεάτρου ανήμερα!
Έλα όμως που πάνω κάτω την ημέρα αυτή (συμπτωματικά) έζησα ως θεατής μια πολύ ενδιαφέρουσα εμπειρία: μια παράσταση (για την οποία οι φίλοι του ιστολογοφόρου είχαν έγκαιρα ειδοποιηθεί, και πολλοί ήταν παρόντες) της οποίας το πιο όμορφο και (για μένα) ενθουσιώδες, ήταν το ¨ερασιτεχνικό¨ της στοιχείο. Ερασιτεχνισμός στην ετυμολογική του μεγαλοπρέπεια: αγάπη για την τέχνη. Και μάλιστα όχι όποια κι όποια τέχνη, παρά εκείνη που συμπαρασύρει, και προβληματίζει, και εμπλέκει, και ενθουσιάζει (στην κυριολεξία) τους ανθρώπους της γειτονιάς, της συνοικίας, τους πραγματικούς ανθρώπους κάνοντάς τους λιγότερο πραγματιστές και περισσότερο ¨ποιητές¨ της μοίρας τους.
Αγάπη για την τέχνη που οδηγεί κάποιους από τους μύστες να τα δίνουν όλα καθοδηγώντας τους απλούς ¨ερασιτέχνες¨ σε επιτεύγματα που σπανίζουν και εκπλήττουν.
Για μένα, όπως αγάπη για τον αθλητισμό δεν είναι να ταυτίζεσαι και να ξεσκίζεσαι για την ομάδα που αγόρασε ο εκάστοτε χοντρέμπορος για να αποκτήσει επιρροή και αναγνώριση, αλλά ο αγώνας που στήνουν στη γειτονιά οι ανύπαντροι κατά των παντρεμένων και που τελειώνει με από κοινού (ρεφενέ) θριαμβευτικά τσίπουρα, έτσι και αγάπη για το θέατρο δεν σημαίνει παρακολούθηση πολυδιαφημισμένων υπερπαραγωγών, αλλά κάτι σαν κι αυτό που συντελέστηκε την περασμένη Παρασκευή στο δήμο της Πυλαίας.
Σε έναν χώρο που δεν είναι θέατρο, όμως θέατρο έγινε, από ανθρώπους που δεν είναι ηθοποιοί, όμως υποδύθηκαν, με καθοδηγητές που δεν είναι καλλιτέχνες γενικά και αόριστα, αλλά καλλιτέχνες που έχουν ανακαλύψει εκείνα τα δύσβατα μονοπάτια που μεταφέρουν την μαγεία και την αλήθεια στη βάση, στη γειτονιά, στον δρόμο, και που βοηθούν τους ανθρώπους να είναι πρωταγωνιστές και επικοινωνητές, και συμπάσχοντες.
Μιλάω για τον ¨Αφανισμό της Μήλος¨ του Γιάννη Ρίτσου, όπως παρουσιάστηκε στις 23 του Μάρτη στο Πέτρινο του Δήμου Πυλαίας (και επαναλήφτηκε ύστερα από γενική απαίτηση στις 27 του Μάρτη), έργο που δίδαξε και σκηνοθέτησε η Όλγα Αλεξανδροπούλου, επιμελήθηκε σκηνικά ο Κώστας Χαλκιάς και παρουσίασε η θεατρική ομάδα Πυλαίας : Εύη Αρβανιτίδου, Μαρία Καρπούζη, Αθανασία Κελεσίδου, Μαρία Κώνστα, Λίνα Σωτίδου, Κλεοπάτρα Μπαμπαράτσα, Σοφία Κασούρη, Λέανδρος Κλιφόπουλος, Τάσος Παπαγεωργίου, Αντώνης Τζέλος. Κιθάρα έπαιξε ο Κώστας Ματσίγκος και τραγούδησε η Λίνα Σωτίδου. Στη σκηνοθεσία βοήθησε η Ελένη Σιταρά.
Ακολουθούν εικόνες από τα παρασκήνια, την παράσταση, τα χειροκροτήματα…
[ η σκηνή φωτίζεται και ο προβολέας επικεντρώνεται στον Δία, που έχει πάρει κεντρική ανυψωμένη θέση]
Δίας
[γυρισμένος στο πλάι, ελαφρά εκνευρισμένος και μιλώντας στον εαυτό του]
Τώρα, τα ’πε όλα ετούτος, του τρανού του συγγραφέα
ο ειδικός μαντατοφόρος, κι αυτό είναι ζαβολιά,
κόλπο και μπαγαποντιά.
Μου ’κλεψε λίγο το ρόλο, αλλά όπως και να έχει,
έχω πράγματα να κάνω, και ο λόγος μου προέχει…
[γυρίζει από την άλλη πλευρά και απευθύνεται στους Αθηναίους]
Άκουσα τι λένε οι μοίρες, κι όπως είναι φυσικό
ξέρω και το μυστικό.
Πάει να πει ότι μπορώ, δίχως να καθυστερώ
να ερμηνέψω το χρησμό, κι αυτό κάνω τώρα αμέσως:
Κείνη που ήταν, μα δεν είναι, και την έχετε ανάγκη,
σεις ω άντρες Αθηναίοι, της Παλλάδας οπαδοί,
είναι η έρμη η Ουτοπία, όνειρο κι ιδανικό σας
και μυστήρια ελπίδα.
Που χωρίς σταλιά χαμπάρι, να το πάρετε κορόϊδα,
σας την βούτηξε ο Ερμής, κι είναι τώρα κλειδωμένη,
χειροπόδαρα δεμένη.
Και στη θέση της με κόλπο, σας πασάρει εικονικές
ονειροκαταληψίες, και αιώνιες αυταπάτες,
εκσυγχρονισμένες πλέον και εικονογραφημένες:
πότε τάχα σε παιχνίδια, παραμύθια και ειδήσεις,
μελανές διαφημίσεις και ατελείωτες σειρές,
τέλεια ανακατωμένα, να μην έχεις πια ιδέα
τι να πάρεις, τι να αφήσεις.
Μα όλα αυτά δεν είναι ελπίδα,
έστω αχνή, έστω στο βάθος,
παρά μόνο μια παγίδα, που γυρνάει στριφογυρνάει,
μα κουράγιο δε γεννάει, παρά μαύρη απελπισία
και βαθιά σε μαύρη τρύπα, κατευθείαν σε τραβάει
Που πάει να πει: καταλαβαίνω: Και για να σας κάνω χάρη
λέω να τη λευτερώσω, την χλωμή την Ουτοπία,
κι εδώ δα να την καλέσω, ο χρησμός να εκπληρωθεί.
[χτυπάει τα δάχτυλα και φωτίζεται η Ουτοπία. Μοιάζει ξόανο, αλλά σε λίγο θα ζωντανέψει…]
Όμως, σα θεός που είμαι, κι έτσι που μ’ έχετε φτιάξει,
μ’ όλα τα δικά σας πάθη, και με των θνητών τα βίτσια,
τελικά δίκιοδεν δίνω,σε κανέναν απ’ τους δύο
Μήτε άντρες μήτε γυναίκες:
Ούτε στον Παρά τον τρύπιο, ούτε και στην Ουτοπία
(πού όνειρο και ευτυχία, πως σας δίνουνε θαρρείτε,
και ο ένας και η μία!)
Κι αφού εγώ είμαι ο Δίας, κι αφού κάνω ό, τι θέλω…
[γυρίζει από την πλευρά των συλλογισμών, χάνει τον ειρμό, αναλογίζεται και μονολογεί:]
(ή τουλάχιστον νομίζουν, κάτι τέτοιο οι θνητοί,
γιατί έχω και την Ήρα, με την κρεβατομουρμούρα,
και να αντιμετωπίσω, θεϊκές συνομωσίες,
σκοτεινές δολοπλοκίες…
Τα ηνία να κρατήσω, κι όλες τις ισορροπίες
που έχει ανάγκη η εξουσία.
Κι όλο μία από τα ίδια…
κι όλα αυτά μ’ έχουνε σκάσει
και μου σπάσανε τ’ αρχίδια!)
[επανέρχεται σοβαρός προς τους Αθηναίους]
Επαναλαμβάνω:
…Και αφού είμαι ο Ζευς,
λέω και αποφασίζω:
πως την πρόκληση αυγατίζω, και τ’ αναποδογυρίζω
όσα θα ’πρεπε να κάνω:
δεν σας ανασκολοπίζω, -θα ’τανε το πιο σωστό –
παρά σας αναβαθμίζω.
Έτσι, να ‘χετε ευθύνη, σαν θα δείτε τι θα γίνει!
Λέω λοιπόν:
Σεις ω άντρες Αθηναίοι, αλλά και εσείς Ατθίδες
Που σας έχουν καλομάθει
οι θεοί
και δικαίωμα σας δίνουν, να ’χετε άποψη και λόγο
-αλλά είσαστε κι ατσίδες-
(όπως χρόνια πριν, ας πούμε, τότε που ο Ποσειδώνας
-το μικρό μου τ’ αδελφάκι –
για να γίνει πολιούχος, υποσχέθηκε νερό
-για να λέμε την αλήθεια, βγήκε λίγο αρμυρό-
Αλλά εσείς είχατε γνώμη, του το βγάλατε ξινό,
και εδώσατε την ψήφο στο δεντράκι της ελιάς,
προσφορά της Αθηνάς…)
Ε λοιπόν το ξανακάνω!
Πλειοδοσία προκηρύττω!
Και ας έλθει ο Παράς, να σας πει και να σας τάξει.
Τι θα κάνει, τι θα πράξει, τι καλούδια θα σας δώσει
αν αυτόν εμπιστευτείτε.
[χτυπάει τα δάχτυλα και φωτίζεται ο ευτραφής Παράς, ως ξόανο αρχικά κι αυτός]
Αλλά πριν, το λόγο ας πάρει, -οι κυρίες προηγούνται –
(μα τι λέω! ο Μεγάλος!)
Η αιθέρια Ουτοπία, πού ήτανε αποδιωγμένη
και στα σίδερα κλεισμένη, με την Ιστορία αντάμα
ακινη-τοποι-ημένη
Κι έχει χρόνια να μιλήσει, ας σας πει κι αυτή τι δίνει.
Κι ύστερα εσείς ψηφίστε, όπως είστε μαθημένοι.
Και εγώ μα τους Ολύμπιους, και τους δώδεκα μαζί,
ό, τι κι αν αποφασίστε, ίσως να το επιτρέψω.
Με μονάχα έναν όρο: Πως πιστοί σ’ εμέ θα είστε,
όποιος απ’ αυτούς [απ’ τους δυο] κερδίσει.
Θέλω:
Τάματα κι αφιερώσεις, με τις τακτικές τους δόσεις.
Επικλήσεις, λιτανείες, σταθερές τελετουργίες.
Θησαυρούς στα ιερά μου, και τα σφάγια δικά μου!
Να με αποκαλείτε πάντα, Παντοδύναμο Αφέντη
και Ουράνιο Αστραποβρόντη!
Και στις ιερές γιορτές μου, θέλω τις πομπές με ουρές,
και παιάνες και παρθένες, όμορφες και δροσερές.
Και να έχετε στο νου σας: Θεός είμαι όμοιός σας.
Δε με φτιάξατε, το ξέρω, για να ’ρθω και να υποφέρω,
σα σωτήρας να ξεπλένω, τις δικές σας αμαρτίες…
Ήρθα για να κάνω λάθη. Όπως κάνετε και εσείς.
Και να έχω τα ίδια πάθη!
Στα ουράνια να βολτάρω, και να κάνω ό, τι γουστάρω
Όπως μόνο στα όνειρά σας, θα τολμούσατε ποτέ
Γιατί με θελήσατε έτσι, κι έτσι χρησιμεύω κάτι!
[κάνει γκριμάτσα σα να είπε πολλά, και μετά κάνει νόημα προς την Ουτοπία η οποία «ζωντανεύει» και αρχίσει να μιλάει]
Ουτοπία
Έχω χρόνια να μιλήσω, συγχωρήστε με αδέλφια
και για σας να ζωγραφίσω, όνειρα υπερβατικά!
Όλα όσα ξεπερνάνε την ανθρώπινη μιζέρια,
απ’ την ύλη ξεκινάνε, όμως φτάνουνε στα αστέρια!
κι έτσι λίγο από το Θείο, τ’ άγ-ι-ο το ιερό
το ουράνιο στοιχείο
-με απλό ενθουσιασμό –
μεσ’ τον άνθρωπο μπολιάζουν.
Με της ποίησης τα λόγια, κέρδιζα την αφθαρσία
Μόνο εγώ για αθανασία σας μιλούσα
Μόνον εγώ τιθάσευα την σαρκοβόρα τύψη
και στη μνήμη σας κεντούσα,
με του έρωτα τα βέλη
ξόρκια ενάντια στη θλίψη.
Με χορό και με τραγούδια και με της ζωής το πάθος
ήξερα να απογειώνω,
τα μελλούμενα να πλάθω και τα τωρινά να εμπνέω
την χαρά να ανακυκλώνω και το άγχος να μειώνω.
Για ξανά-αναλογιστείτε τις καλές τις εποχές,
κλασικές, ηρωικές, που ’ζησε η ανθρωπότης
και να! δείτε!, θα με δείτε: πάντα ήμουνα παρούσα
και βασίλισσα οδηγούσα των καλλιτεχνών εμπνεύσεις:
Και ποιητών, μα και ζωγράφων, συγγραφέων, τροβαδούρων
και ηθοποιών, και όλων, των ευαίσθητων ανθρώπων.
Και μετά: Νόμος και Δίκιο
Που απ’ τα ζωντανά της πλάσης, ειν’ προνόμιο και καθήκον
όσων θέλουνε να λένε, πως διαθέτουν λογική:
Και αυτά, χάρη σε εμένα, μπόρεσαν να σχεδιαστούνε
κι έστω κι αν δεν τα τηρούνε, παραμένουνε πυξίδες
για να ξέρουν οι ανθρώποι, που πατάν και που τραβούνε.
Της υπέρβασης βλαστάρι, μόνη ορατή ελπίδα,
με όνειρο και λογική, δίνω νόημα στον κόσμο
Δίνω γεύση στη ζωή
Και με το Αιώνιο Σύμπαν, μόνο εγώ έχω επαφή!
Μα κι εσείς άνδρες / γυναίκες, ευτυχία που ζητάτε
στην πραγματική αγάπη, που είναι πάνω απ’ τα εγκόσμια
τα φτηνά τα ταπεινά…
ξαναφέρτε με στην πλάση και να δείτε πως με εμένα
θάβρετε την αρμονία, την υπέρτατη, τη σπάν-ι-α,
του φθαρτού και του αιώνιου,
όταν δένουνε μαζί.
Παράς[που ενώ μιλούσε η Ουτοπία έκανε (ως ξόανο) μόνο γκριμάτσες κοροϊδευτικές και αποδοκιμασίας, τώρα ζωντανεύει κι αυτός]
Μα τι λες αλλοπαρμένο;!
Αιθεροβαμόνων βάρκα!
Που δεν ξέρεις τι στην πράξη είναι εκείνο που μετράει!
Ουτοπία
Μη μου πεις ¨ό, τι πουλάει¨…
Παράς
Μα και βέβαια μουρλέγκω, δίκιο έχει, ό, τι πουλάει
κι ό, τι ευτυχία δίνει σ’ όποιον έχει να αγοράσει!
Για δες πόσα προϊόντα, με εμένα θα αποκτήσεις!
Πέρνα κόσμε να τα δεις! Όχι λόγια του αέρα,
όπως ήταν τα δικά σου.
Δες κουζινοσυσκευές. Δες ηλεκτρικά καλούδια,
δες κονσόλες, χειριστήρια, δες για κινητά, τραγούδια.
δες και μόνιτορ, οθόνες, δες δισκάκια με εικόνες,
δες και τις ταινίες όλες και τρισδιάστατα παιχνίδια!
Κι από περιττό ό, τι θέλεις: Να αγοράζεις να πετάς,
να θριαμβεύει ο Παράς
Ό, τι να ΄ναι πλαστικό, το διαθέτω μόνο εγώ
Πλαστικά άμα θέλεις πιάτα, και κανάτες και καριέρες
και μπουκάλια και αγάπες,
Τα πουλάω πέρα ως πέρα, στης υδρόγειου την άκρη!
Και χειρούργους πλαστικούς, έχω αν θέλεις κι απ’ αυτούς!
Έχω βίντεο ¨τραβηγμένα¨, έχω τράπεζες εμβρύων
και γονίδια παγωμένα!
Έχω σνομπ, έχω εστέτ, και για όλους έχω όπλα
Έχω κλώνους και κλωνάρια, έχω και μεταλλαγμένα
Για να φάνε κι οι φτωχοί, προσφορά από εμένα.
Τελευταία έχω πάλι, βάλει στην κυκλοφορία
Μία νέα μου πατέντα:
Δούλους που έρχονται μονάχοι και ζητάνε να δουλέψουν
τρώγοντας τα αποφάγια!
Τι μυαλό! Και τι ιδέες!
Μα τι λέτε Αθηναίοι και ωραίες μου Αθηναίες
Είναι να το συζητάμε;
Εγώ θα ’μαι ο σπόνσοράς σας, χορηγός, νουνός, κουμπάρος…
Ουτοπία[κοροϊδευτικά]
Κι όποιον θέλει ας πάρει ο χάρος…
Παράς [δε δίνει σημασία]
Α, ναι.
Μια που πήρε το αφτί μου κάτι για προβληματάκια
Που ανάμεσα στα φύλα παρουσιάστηκαν προσφάτως,
προσοχή! μη γελαστείτε, πέσετε σε ουτοπίες
και του σεξ τις λειτουργίες
-τις καινούργιες εννοώ-
προπαντός μην αρνηθείτε:
Μόνο εγώ μπορώ να φτιάξω, όλες τις δια-σταυρώσεις,
ζευγαρώματα καινούργια, και γεμάτα φαντασία,
όλα στη σωστή τιμή!
Και τα παραδοσιακά;
Άφθονα έχω κι απ’ αυτά:
Άμα θέλεις δονητές, ή και κούκλες φουσκωτές
εγώ μόνο τα διαθέτω, σ’ όλες τους τις ποικιλίες
Κι όχι εκείνη η τρελή.
Αφηγητής
Αυτά είπαν, κι είπαν κι άλλα, η αιθέρια Ουτοπία
κι ο πραγματιστής Παράς.
Κι αν οι Αθηναίοι πολίτες, κατά βάθος μπερδευτήκαν,
η αλήθεια είναι ότι, δεν το μάθαμε ποτέ,
κι αυτό γιατί όταν ο Δίας -άρχων της πλειοδοσίας,
έκρινε πως όλα τούτα, εκρατήσανε πολύ,
κι ότι παν να μας ζαλίσουν,
διέταξε να σταματήσουν, των θεών οι προσφορές,
και οι ψήφοι να αρχινήσουν.
Και πώς έγινε ακριβώς;
Μα με τρόπο θεϊκό. Χωρίς ένσταση καμία,
μα και δίχως αντιρρήσεις.
Οι θεοί αποφασίσαν κι αναθέσανε σε μένα,
που το παίζω στο απέξω -τάχα αντικειμενικός-
να μετρήσω προτιμήσεις.
Αλλά!
[γκονγκ]
Ω!
Μια ανατροπή καινούργια, που το νήμα περιπλέκει
και το δίδαγμα μπερδεύει, αναφαίνεται και πάλι:
Πρέπει να εξομολογηθώ,
πως εγώ δεν είμαι εγώ!
Τώρα μόλις κάτι μού ’ρθε! Μού ’γινε μια εισβολή
ένδο-εσω-τερική!
Κάτι μούρθε σαν ταμπλάς! Κάτι άλλαξε εντός μου
και δεν είμαι ο εαυτός μου
πια!!!
Που σημαίνει πως δεν είμαι, πλέον ο αφηγητής
του τρανού του συγγραφέα, πληρεξούσιος κριτής
Αλλά είμαι….
Ο Κεκλιμένος
Δόκτωρ εκσυγχρονισμένος!
[Βγάζει την τήβεννο και μετατρέπεται στον γνωστό δόκτορα του προοιμίου]
Τώρα πρέπει να επέμβω και νέο-επιστημονική
να εφαρμόσω εκδοχή!
[γκονγκ]
Κεκλιμένος
Δώστε φως και δώστε ήχο!
Τώρα να σας αναγγείλω, τ’ αποτέλεσμα απ’ την ψήφο
[γκούχου γκούχου]
[γκονγκ]
[Ειρωνικά, περιπαικτικά]
Μα τι βλέπω εδώ πέρα;
Η διαφορά δεν είν’ μεγάλη. Μ’ αν μετρώ, ξαναμετράω,
πάλι έρχονται μπροστά, οι υποσχέσεις του Παρά!
[Περιπαικτικά]
Η κακόμοιρη Ουτοπία, νάτη που ξανά χλομιάζει
Ενώ, δείτε πως ξανάβει, και ευτυχισμένος κλάνει [ακούγεται η εκτόνωση)
ο δημοφιλής Παράς!
Να λοιπόν που επιτέλους, φτάσαμε κι εμείς στο τέλος
του πειράματος [διορθώνει ειρωνικά] –συγγνώμη-
της αρχαίας παροδίας, στις παρόδους που συμβαίνει
της Μεγάλης Ιστορίας
Να που ο Δίας σκεφτικός, τα μαζεύει για να φύγει…
Να που κι ο Παράς κηρύττει, το μεγάλο πανηγύρι!
Τον μεγάλο το χορό!
Ας πιαστούμε χέρι χέρι…
[πιάνονται όλοι χέρι χέρι, ο δόκτωρ τελευταίος, εκτός από τρεις αρσενικούς που θα είναι οι φιλόσοφοι.
Καθώς χορεύουν, μετατρέπονται και πάλι σε εργαζόμενους και, καθώς φτάνουν στην άκρη της σκηνής, ο πρώτος πηδάει κάτω, και ο χορευτικός γύρος επαναλαμβάνεται με τους υπόλοιπους]
[μουσική]
Χορός
Έχετε γεια βρυσούλες,
μόνον εμφιαλωμένο
Θα είναι πλέον το νερό, σε μπουκάλι πλαστικό!
Στη στεριά δεν ζουν τα ψάρια, αλλά ούτε στα νερά…
Αμμουδιά πια δεν υπάρχει, μόνο πίσσα και σκουριά.
Έχετε γεια ραχούλες: δεν υπάρχει γιατρικό
Το τοπίο τώρα θα είναι, μόνο βιομηχανικό!
Γεια σας λόγγοι και βουνά
και παραμυθένια δάση, που τελειώσατε και τώρα
πάει, ο κόσμος έχει σκάσει!
Η πλαστικοποιημένη επανάσταση αρχίζει,
μα προθέσεων καλών και πολιτικώς ορθία.
Γαμώ την ατυχία μου, γαμώ την αβλεψία
θνητών, δαιμόνων και θεών!
Έχετε γεια Αθηνιώτισσες, μη ξανακαμωμένες
Με τις ρυτίδες ζωντανές, και όχι τσιτωμένες
που από γενιές των γενεών
ήσασταν λατρεμένες!
Ελάτε να χορέψουμε χορό ευδαιμονίας
κι ας πάει και το παλιάμπελο και η ξανθιά ρετσίνα!
Στης νέας κοινωνίας, τους δρόμους ταξιδεύουμε
με άλλα, νέα εθιστικά, κι όχι τσιγάρα και κρασιά
Και ζήτω ζήτω στον Παρά: Αφέντη στην Αθήνα!
Αφηγητής /Κεκλιμένος [αφήνει το χορό, του α-λόγου – που συνεχίζεται,
καθώς ακούγονται οι πτώσεις με πάταγο των συμμετεχόντων και στρέφεται πονηρά προς το κοινό:]
Προτού να φύγουμε από ’δω, ας ρίξουμε ένα βλέφαρο,
να δούμε οι χαμένοι, πως πήρανε την ήττα.
[Ο Φωτισμός εστιάζει στο σημείο όπου βρίσκονται οι 3 φιλόσοφοι]
Για κοιτάξτε εκεί στο πλάι –στο ιγκόγνιτο νομίζω…-
Τους αναγνωρίζω: είναι
τρεις φιλόσοφοι που υπήρξαν, εραστές της Ουτοπίας
Πού ’φτασαν από παρόδους, χωριστές της ιστορίας
Για να μάθουνε το τέλος, τούτης εδώ της παροδίας.
Ένας είναι της εκκλησίας, και την ¨Πόλη του Θεού¨
είχε για ιδανικό του!
Ο άλλος σοσιαλιστής που τις τάξεις καταργούσε!
Και ο τρίτος, απ’ τους πρώτους, εραστές της Ουτοπίας
είναι ο Πλάτων ο μεγάλος, που είχε φτιάξει Πολιτεία
άψογη (μες το μυαλό του!)
Για να δούμε, πώς σχολιάζουν τ’ αποτέλεσμα της ψήφου…
Ρασοφόρος
Έλα τώρα φίλε Πλάτων και κατάκαρδα μην παίρνεις
της πλατείας τα τερτίπια, και του όχλου τις βουλές.
Άλλωστε εσύ δεν είπες, ότι μόνον οι σοφοί
γνώμες έχουνε ορθές κι όλα τ’ άλλα είναι σκιές;
[γκουπ, πτώση από τη σκηνή]
Πλάτωνας
Έχεις δίκιο ρασοφόρε λίγο να με αποπαίρνεις.
Να σου πω όμως κι εγώ: Η δική σου ουτοπία
είναι εύκολη στα λόγια,
γιατί παίρνεις το Θεό, σαν εγγυητή για όλα.
Αλλά μήτε στον Θεό τους
τούτοι εδώ πια δεν πιστεύουν…
[γκουπ, πτώση από τη σκηνή]
Σοσιαλιστής
Τι να πω κι εγώ, ω φίλοι, αιώνιοι συνοδοιπόροι!
Που ως τα χτες ήμουν στ’ απάνω, και σχεδόν χειροπιαστή
πρότεινα την Ουτοπία.
Κι όμως, έχω καταρρεύσει, έχω ιδρώσει κι έχω ρέψει…
Τον τελευταίο καιρό έχω αρχίσει να κάνω φίλους στο χώρο του θεάτρου. Την αρχή-αρχή, βέβαια, την είχα κάνει πολλά χρόνια πριν, όταν γνώρισα τον Κώστα Χαλκιά και τη γυναίκα του την Όλγα δύο εξαιρετικούς ηθοποιούς και γενικότερα δημιουργικούς καλλιτέχνες, αλλά από τότε ίσαμε τώρα παράμεναν οι μόνοι μου γνωστοί σε αυτόν τον γοητευτικό χώρο. Πρόσφατα όμως, εξ αιτίας του ¨Λυσίστρατου¨, μέσω του Κώστα γνώρισα κι άλλους ενδιαφέροντες ανθρώπους του θεατρικού σανιδιού, την Πέννυ, τον Άγγελο, τον Νίκο, τον Βαγγέλη, την Πέγκυ
Αυτά ως σύντομη εισαγωγή, γιατί θέλω να σας μιλήσω για ένα θεατράκι στην οδό Φιλίππου 36, που μπορεί να περάσεις από μπροστά και να μην το πάρεις χαμπάρι, το ενώνει με το δρόμο μια μικρή τζαμόπορτα και το καταδείχνει ένα όχι ιδιαίτερα εμφανές μικρό λάβαρο στο πεζοδρόμιο, με την επιγραφή: ¨Θέατρο 90 μοιρών¨. Πίσω από την τζαμόπορτα μια σκάλα σε μεταφέρει ίσα κάτω σε μια μικρή αίθουσα δύο πτερύγων που διασταυρώνονται μέσω του πάλκου.
Οι παλιοί λάτρεις της θεατρικής τέχνης το ξέρουν το μέρος, μια που έχει ήδη φιλοξενήσει θεατρικά εγχειρήματα, αλλά τώρα, ανανεωμένο, ξεκινάει μια νέα περίοδο παραστάσεων που άρχισε την περασμένη Παρασκευή με το έργο του John Guare ¨Cop-out¨.
Ο Κώστας σκηνοθετεί και εμψυχώνει, ο Άγγελος και η Πέννυ υποδύονται εναλλάξ ρόλους που παραπέμπουν στην εξουσία, την αντιεξουσία, την παραεξουσία καθώς αντιπαρατίθενται ή αλληλοεμπλέκονται στις πιο στοιχειώδεις ¨αστυνομικές¨ τους μορφές. Μαζί τους μια μικρή ομάδα καλλιτεχνών που συμμετέχουν στο να δοθεί άρωμα και μαγεία θεάτρου στο κείμενο του συγγραφέα.
Το αποτέλεσμα είναι επικοινωνιακά άμεσο. Είχα την ευκαιρία να τους δω και να τους συγχαρώ στην πρεμιέρα. Θα είναι εκεί Παρασκευές, Σάββατα και Κυριακές, για μερικές ακόμη παραστάσεις. Δείτε τους.
Παρατηρήσεις πάνω στο λάιφ στάιλ και τα βάσανα των εκάστοτε ισχυρών (VIPs) τραγουδισμένες από ένα χορό αγροτών, όπως τις κατέγραψε ο Ντάριο Φο και τις τραγούδησε ο Έντζο Γιαννάτσι. Εδώ και μία χειροποίητη απόδοση στα ελληνικά που σας έφτιαξα.
ΕΙΔΑ ΕΝΑ ΒΑΣΙΛΙΑ!
-Καλά… αϊντέ… καλά…
-Για πες… Τι ’δες; Για πες…
-Είδα ’να βασιλιά
-Τι είδες είπες;
-Ένα βασιλιά!
–Καλά, αϊντέ, καλά…
– Ήταν καβάλα
στη σέλα πάνω,
κι έριχνε κι ένα κλάμα…
που μέχρι τ’ άλογό του…
–Ήτανε τι;
Ήταν καταμουσκεμένο!
-Α τον καημένο!
– Καημένο και το ζώο!
-Καλά… αϊντέ… καλά…
-Φταίει ο Αυτοκράτωρ, που πίσω του είχε πάρει
Ένα καστέλο
-Α το τομάρι!
– Όμως του μέ-νου-ν τριά-ντα δυο!
-Α τον καημένο!
– Καημένο και το πουλάρι…
-Καλά… αϊντέ… καλά…
-Για πες… Τι ’δες; Για πες…
-Είδα ’να ’Πισκ…
-Τι είδες είπες;
-Είδα να ’Πίσκοπο.
-Καλά… άιντέ… καλά…
-Κι αυτός, κι αυτός επίσης, έριχνε μαύρο κλάμα
κι ως και το χέρι, εδάγκωνε με άχτι
-Το χερ’ ποιανού;
-Το χερ’ του καντηλανάφτη!
-Καημένε ’Πίσ-κοπέ…
-Καημένος και ο ’ανάφτης
-Καλά… αϊντέ… καλά…
-Φταίει ο Καρδινάλιος, που του είχε βουτήξει:
’να μοναστήρι
-Του κακομοίρη!
– Όμως του μέ-νουν τριάντα δυο…
-Καημένος Πίσκ-οπός
-Καημένος κι ο ’ανάφτης
-Καλά… άϊντέ… καλά…
-Για πες… Τι ’δες; Για πες…
-Ειίδα ένα πλούς…
-Τι είδες είπ’ς;
-Είδα ένα πλούσιο, έναν λεφτά…
-Καλά.., άιντέ… καλά…
-Ο κακομοίρης, μαύρο δάκρυ,
Έριχνε στάλα στάλα…
Μες τη μπουκάλα
-Μες το κρασί τ’;
– …και το ξενέρωνε στα γερά.
-Φτωχέ λεφτά!
-Φτωχό και το κρασί του!
-Καλά,.. άιντέ… καλά…
– Ο Βασιλιάς, ο ’Πισκοπος, ο Αυτοκράτωρ,
Τον μισοκαταστρέψαν
Τρία σπίτια του κλέψαν.
Μαζί τον αχυρώνα
Όμως του μείναν τριάντα δυο.
-Φτωχέ λεφτά!
-Φτωχό και το κρασί του!
-Καλά,.. άιντέ… καλά…
-Για πες… Τι ’δες; Για πες…
-Είδα ένα χωριάτη
-Τι είδες είπς;
-Έναν χωρικό
-Καλά,.. άιντέ… καλά…
-Ο ’Πίσκοπος, ο Βασιλιάς, ο Πλούσιος,
ο Αυτοκράτωρ
Ως και ο Καρδινάλιος,
τον μισοκαταστρέψαν!
Με μια χεριά του κλέψαν:
Το σπίτι
Τον αχερώνα
Την αγελάδα
Το κλαρίνο
Το τάβλι
Το τρανζιστοράκι
Τους δίσκους με τα τσάμικα
Τη γυναίκα τ’…
-Τι άλλου;
-Το γιο του στους φαντάρους
Του σφάξαν και τους χοίρους
-Φτωχά γουρούνια!
-Φτωχός κι ο ζωντοχήρους
-Καλά,.. άιντέ… καλά…
-Μα εκείνος όχι,
Όχι, δεν έκλαιγε καθόλου.
Αντίθετα χασκογελούσε: Χα χα χα
-Τρελάθ’κε;
-Όχι.
Η αλήθεια είναι
πως εμείς οι χωριάτες…
– Εμείς οι χωριάτες…
Να μαστε πρέπει πάντα κεφάτοι
Γιατί οι κλάψες μας τους ενοχλούν
Χούι το έχουν οι πρωτοκλασάτοι:
Στις στεναχώριες να μελαγχολούν
Κεφάτοι πάντοτε οι κερατάδες
Οι στεναχώριες μας τους ενοχλούν
Γιατί οι πλούσιοι κι οι βασιλιάδες
Πάντα στις κλάψες μας μελαγχολούν
Σε ήχο: Οι στίχοι του Ντάριο Φο από τον Έντζο Γιαννάτσι
Εδώ γύρω από ένα τραπέζι με ένα μπουκάλι Μπαρμπέρα στη μέση, τραγουδάνε παρέα οι Ντάριο Φο, Αντριάνο Τσελεντάνο, Τζόρτζιο Γκάμπερ, Αλμπανέζε, ενώ τραγουδάει και παίζει κιθάρα ο Γιαννάτσι.
Εδώ η ανάγνωση της απόπειρας για μια απόδοση στα Ελληνικά
Ho visto un re
-Dai dai, conta su…ah be, sì be…. – Ho visto un re.
– Sa l’ha vist cus’e‘?
– Ha visto un re!
– Ah, beh; si‘, beh.
– Un re che piangeva
seduto sulla sella
piangeva tante lacrime,
ma tante che
bagnava anche il cavallo! – Povero re!
– E povero anche il cavallo!
– Ah, beh; si‘, beh.
– è l’imperatore che gli ha portato via
un bel castello…
– Ohi che baloss!
– …di trentadue che lui ne ha.
– Povero re!
– E povero anche il cavallo!
– Ah, beh; sì, beh.
– Ho visto un vesc…
– Sa l’ha vist cus’e‘? – Ha visto un vescovo!
– Ah, beh; si‘, beh.
– Anche lui, lui, piangeva, faceva
un gran baccano, mordeva anche una mano.
– La mano di chi?
– La mano del sacrestano!
– Povero vescovo!
– E povero anche il sacrista!
– Ah, beh; si‘, beh.
– e‘ il cardinale che gli ha portato via
un’abbazia…
– Oh poer crist!
– …di trentadue che lui ce ne ha.
– Povero vescovo!
– E povero anche il sacrista!
– Ah, beh; si‘, beh.
– Ho visto un ric…
– Sa l’ha vist cus’e‘? – Ha visto un ricco! Un sciur!
– S’…Ah, beh; si‘, beh.
– Il tapino lacrimava su un calice di vino
ed ogni go, ed ogni goccia andava…
– Deren’t al vin?
– Si‘, che tutto l’annacquava!
– Pover tapin!
– E povero anche il vin!
– Ah, beh; si‘, beh.
– Il vescovo, il re, l’imperatore
l’han mezzo rovinato
gli han portato via
tre case e un caseggiato
di trentadue che lui ce ne ha.
– Pover tapin!
– E povero anche il vin!
– Ah, beh; si‘, beh.
– Ho vist un villan.
– Sa l’ha vist cus’e‘?
– Un contadino!
– Ah, beh; si‘, beh.
– Il vescovo, il re, il ricco, l’imperatore,
persino il cardinale, l’han mezzo rovinato
gli han portato via:
la casa
il cascinale
la mucca
il violino
la scatola di kaki
la radio a transistor
i dischi di Little Tony
la moglie!
– E po‘, cus’e‘?
– Un figlio militare
gli hanno ammazzato anche il maiale…
– Pover purscel!
– Nel senso del maiale…
– Ah, beh; si‘, beh.
– Ma lui no, lui non piangeva, anzi: ridacchiava! Ah! Ah! Ah!
– Ma sa l’e‘, matt?
– No!
– Il fatto e‘ che noi villan…
Noi villan…
E sempre allegri bisogna stare
che il nostro piangere fa male al re
fa male al ricco e al cardinale
diventan tristi se noi piangiam,
e sempre allegri bisogna stare
che il nostro piangere fa male al re
fa male al ricco e al cardinale
diventan tristi se noi piangiam!
Έπιασε μπόρα. Ο ψίθυρος της βροχής μας αποκοίμιζε λίγο λίγο. Ένοιωσα μιαν ελαφριά ενόχληση στα έντερα και γύρισα πλευρό. Την είδα τυλιγμένη στην κουβέρτα, σκεπασμένη σχεδόν μέχρι το κεφάλι, κι άκουσα την αναπνοή της καθώς θαλασσοπορούσε μέσ’ τον ύπνο. Για αρκετή ώρα άκουγα τη βροχή να δυναμώνει. Νόμιζες πως το σπίτι βυθιζόταν προοδευτικά στον κατακλυσμό. Κάπου άρχισε να στάζει. Άναψα τη λάμπα για να εντοπίσω το σημείο. Βρήκα έναν τενεκέ και τον τοποθέτησα από κάτω. Γύρισα στο κρεβάτι μου και σκεπάστηκα, ακούγοντας το μεταλλικό θόρυβο του νερού στον άδειο τενεκέ. Μέσα στον ύπνο της με μια μωρουδίστικη σχεδόν ανάσα, η γυναίκα μου, είπε, πως το καλοκαίρι πρέπει να πιάσουμε τα νερά. Ήταν μια δύσκολη βραδιά, μια δύσκολη βδομάδα, μια δύσκολη εποχή, κι εμείς ήμασταν σχεδόν έτοιμοι να επιζήσουμε άλλον έναν χειμώνα.