Βασίλης Νόττας: Το Ιστολογοφόρο

Κοινωνία, Επικοινωνία, Φαντασία και άλλα

Archive for Οκτώβριος 2012

Ο Βασίλης και μια σούρα στο Ερεβάν

Posted by vnottas στο 29 Οκτωβρίου, 2012

Τον συνονόματό μου Βασίλη τον γνώρισα πριν μερικά χρόνια στο σπίτι του Δημήτρη και της Μαρίας στην Αρετσού. Έχουμε παίξει μερικές φορές χαρτιά και, είναι αλήθεια, το παιχνίδι εν γένει βοηθάει στο να γνωρίσεις τους άλλους καλύτερα. Αυτό τουλάχιστον υποστηρίζω συνήθως εγώ.

Αν βέβαια ενδιαφέρεσαι για τις ενδεχόμενες συμπεριφορές κάποιου και σε πιο οριακές καταστάσεις (αν πρόκειται, για παράδειγμα, να τον/την παντρευτείς), τότε πήγαινε μαζί του ένα ταξίδι, ει δυνατόν με ιστιοφόρο. Εκεί θα αντιληφθείς πολύ περισσότερα πράγματα.

Αλλά για τις άλλες, τις συνηθέστερες και χωρίς διακύβευμα περιπτώσεις, το παιχνίδι, ας πούμε μια φιλική παρτίδα χαρτιά, όντας ανώδυνη απομίμηση της ζωής σε βοηθάει να κάνεις αξιόπιστες γενικές παρατηρήσεις πάνω στον χαρακτήρα των άλλων.

Ο Βασίλης λοιπόν, αρχιτέκτονας μηχανικός (όπως και οι πιο πολλοί στην παρέα), σύζυγος και πατέρας, διάγων αισίως την περίοδο της ωριμότητας (των πρώτων –ηντα), σε μια αρχική ανάγνωση μου προκύπτει αναμφίβολα ήπιος, ήρεμος, εξαιρετικά ευγενικός, εκτιμητής των χαμηλών τόνων: Δεν υψώνει ιδιαίτερα τη φωνή και ένα πράο χαμόγελο είναι εγκατεστημένο θα έλεγες μόνιμα στις άκρες των χειλιών του.

Αυτές οι πρώτες εντυπώσεις τις οποίες δεν έχω κανένα λόγο να αναιρέσω, οδηγούν στη βάσιμη υπόθεση ότι ο Βασίλης είναι δύσκολο να είναι ταυτόχρονα και κάτι άλλο, κάπως αλλιώτικο, ας πούμε κάτι σαν μοναχικός ταξιδιώτης μοτοσικλετιστής!

Και βέβαια κάνω πανηγυρικά λάθος.

 

Ο Βασίλης όταν του την δίνει, (και σε άλλες προς διερεύνηση περιπτώσεις) όχι μόνο καβαλάει τη μοτοσικλέτα του και εκτινάσσεται, αποδρά, αναχωρεί, απομακρύνεται μερικές χιλιάδες χιλιόμετρα προς κατευθύνσεις εξωτικές και χώρες δυσερεύνητες, αλλά και καταγράφει με εικόνες και λέξεις τις εμπειρίες του.

Χτες μου έστειλε το κείμενο που ακολουθεί.

Σας το κοινοποιώ με την έγκρισή του. Απολαύστε το!

 

 

Βασίλης Μεταλλινός

Νοέμβριος, 2011. Εν μέσω κρίσης, κινδυνολογίας, παπαρολογίας, φόρων, πόρων, αναδρομικών, μικροαστικών, πολεοδομικών, χαρατσιών και τινών ακόμη φαιδρών της παστεριωμένης καθημερινότητας, ξεκίνησα ένα ξαφνικό ταξίδι προς Τουρκία, Γεωργία, Αρμενία, Αζερμπαϊτζάν. Ο Οκτώβριος είχε περάσει, μεταξύ κάποιων θρασύτατων ανθρωποειδών που υποδύονταν τους τεχνίτες οικοδόμους, καθώς και στο στόχαστρο ενδημικής ποικιλίας αρπακτικών που αναπτύσσεται σε καρέκλες πολεοδομικών γραφείων και τινών ακόμη δημοσίων υπηρεσιών, στελεχομένων από απογόνους του Νταβέλη, Κακαράπη, Καλαμπαλίκη και Τσιμπουκλάρα.

Μετά την 4η τροποποίηση των σχεδίων μιας απλής εξωτερικής τουαλέτας, καθ’ υπόδειξη του αρμόδιου υπαλλήλου Πολεοδομικού γραφείου και την κατάθεση του σχετικού φακέλου, θεώρησα ότι -άνετα- είχα το χρόνο για ένα ταξίδι μέχρι το Αζερμπαϊτζάν με την μοτοσυκλέτα μου, μέχρι τον επόμενο έλεγχο των αρχιτεκτονικών σχεδίων.

Έτσι, ένα ηλιόλουστο πρωϊνό φουλάριζα στο βενζινάδικο της Αρετσούς στο Χαμόδρακα, με λίγα ρούχα στις βαλίτσες, κανά δύο κιλά ξηρούς καρπούς, μισό κιλό παστέλι, ζάχαρη, καφέ και χαλαρή “στ’ αρχίδια μου” διάθεση.

Ύστερα από ένα βροχερό πέρασμα της Βόρειας Τουρκίας και ένα ζόρικο οδήγημα στην παγωμένη και βροχερή Γεωργία, μετά από 3000 χιλιόμετρα, την χαριστική βολή μου την έδωσαν τα χιονισμένα υψίπεδα του όρους Aragats. Δεν ήταν η καλύτερη ιδέα, να ταξιδέψω με την μοτοσυκλέτα χειμωνιάτικα… Και δεν ήταν μόνο το κρύο. Οι οδηγική συμπεριφορά των Αρμενίων, που θα έκανε τους πεοφορούντες οδηγούς ταξί των παραβαρδάριων περιοχών να φαντάζουν σαν γατούλες του καναπέ, μου έκανε το φρόνημα ιρμίκ χαλβά… Έσφιξα τα δόντια και με αποφασιστικότητα λοχαγού Βιετκόγκ, συνέχισα οδηγώντας αργά.

Στα τελευταία χιλιόμετρα κατηφορίζοντας για το Υερεβάν, θυμήθηκα τους 42 βαθμούς υπό σκιάν την ίδια μέρα, ίδια ώρα -ένα χρόνο πρίν- πλησιάζοντας το Χαρτούμ, κι άρχισα να …ζεσταίνομαι και να ρεφάρω ψυχολογικά. Διότι, κύριος, άμα θέλεις ασφάλεια και θερμοκρασίες δωματίου κάθεσαι σπίτι σου και το βλέπεις το “έργο” σε βιντεοκασέτα.

Κατεθύνθηκα “καρφί” στο κέντρο, ακολουθώντας ένα marshrutka*, που πήγαινε προς την Όπερα και έψαξα να βρώ ένα guest house, μιας ηλικιωμένης ζωγράφου που εντόπισα σ’ έναν γαλλικό ταξιδιωτικό οδηγό.

Αφού τακτοποιήθηκα στο πολύ φιλόξενο σπίτι, βγήκα στους δρόμους να ξεμουδιάσω και να δειπνίσω στο ρεστοράν Caucasus που μου υπέδειξε σε άπταιστα Γαλλικά η κυρία Βίκα, η κάλτ ιδιοκτήτρια του guest house.

Δεν χρειάστηκε να περπατήσω πολύ και σε 15 λεπτά βρισκόμουν ενώπιον αβάσταχτων διλημμάτων, σχετικά με ορεκτικά, σούπες και φαγητά, καθισμένος στη ρουστίκ αίθουσα του ρεστοράν.

Η παχουλή Αρμένισα -ντυμένη με παραδοσιακό φόρεμα- που ήρθε για την παραγγελία, με δελεαστικά νεύματα και επιφωνήματα υπερβολικής επιδοκιμασίας και κατανόησης, κατάφερε να μ’ απαλλάξει απο τα ερωτηματικά της γαστέρας, πείθοντάς με να δοκιμάσω όλα τα πιάτα που είχα ξεχωρήσει, απ’ τον κατάλογο…

Μετά από μια αναπαράσταση του ταϊσματος των τίγρεων της Σουμάτρας, πάνω στις παραδοσιακές σπεσιαλιτέ του Καυκάσου και τρεις αρμένικες μπύρες Gyumri, ήρθα στα γράδα μου. Χαζεύοντας τους θαμώνες και ακούγοντας φόλκ αρμένικα τραγούδια, θυμήθηκα την Ρουζάνα, μια Αρμένισα που καθαρίζει κάθε βδομάδα την οικοδομή που στεγάζεται το γραφείο μου στη Θεσσαλονίκη.

Η Ρουζάνα με είχε κουράσει μιλώντας μου σε κάθε ευκαιρία, για το πόσο όμορφο είναι το Υερεβάν και τελειώνοντας την τρίτη μπύρα της τηλεφώνησα για πλάκα…

“Έλα Ρουζάνα, με κατάλαβες?”

“Καλησπέρα κύριο Βασίλη, τι κάνετε?”

Αφού της εξήγησα που βρίσκομαι, μου κατέστησε σαφές ότι πιθανή άρνηση της φιλοξενίας του αδελφού της, τον οποίο θα έστελνε την επομένη το πρωί στο guest house να με παραλάβει, θ’ αποτελούσε έγκλημα καθοσιώσεως.

Μετά από μια σύντομη βόλτα στο κέντρο της πόλης κατέληξα στο Malkhas jazz Club, άλλη μια εξαιρετική πρόταση της κυρίας Βίκα, έχοντας μαντέψει τις προτιμήσεις μου στη λίγη ώρα που γνωριστήκαμε .

Ο ιδιοκτήτης του είναι ο Levon Malkhasian, ο πατέρας της Αρμένικης jazz. Ήπια άλλες δύο μπύρες ακούγοντας εξαιρετική μουσική από ένα κουϊντέτο που αυτοσχεδίαζε πάνω σε αρμονικές βάσεις τουJimmy Smith και κατά τις δύο τα ξημερώματα πήρα το δρόμο για το guest house που βρίσκονταν 3-4 τετράγωνα μακριά από το jazz club. Περπατώντας ικανοποιημένος στην ήσυχη λεωφόρο Mesrop Mashtots και σφυρίζοντας την φοβερή παραλλαγή του “the cat”, που ηχούσε ακόμη στ’ αυτιά μου,δεν μπορούσα να φανταστώ τι μου επεφύλασσε η επόμενη βραδιά στην Αρμενία…

Κατά τις 9 το επόμενο πρωί, απολάμβανα την σπιτική μαρμελάδα από ιπποφαές, με ζυμωτό ψωμί και φρέσκα καρύδια, συντροφιά με την κυρία Βίκα την ιδιοκτήτρια του guest house, συζητώντας πλέον στα Ιταλικά για την ζωή στην Αρμενία. H ώρα κυλούσε ευχάριστα, κατεβάζοντας ένα ολόκληρο σαμοβάρ με εκχύλισμα ενός αρωματικού κοκτέιλ βοτάνων από το Odzun, όταν ακούστηκε το κουδούνι της πόρτας.

Μετά από μια σύντομη συνομιλία στ’ αρμένικα που άκουσα από την είσοδο, εμφανίστηκε στη κουζίνα ο Τανιέλ. Ένας αρκουδοειδής τύπος, με πουράκι σβησμένο στο στόμα, λουσμένος στο πατσουλί και ντυμένος με μαύρα Armani, να φαντάζει ανάμεσα στον μαφιόζο Τομάζο Μπουσκέτα και σε σολίστ του λυρικού θεάτρου.

Με ένα “γκειά σου” και κάτι σπαστά αγγλικά μου είπε να πάρω τα πράγματά μου γιατί στο εξής θ’ αναλάμβανε αυτός την φιλοξενία μου.

Το παρανόμως παρκαρισμένο αυτοκίνητο μπροστά στην είσοδο ήταν όπως το περίμενα. Απαστράπτον μαύρο τζιπ Mercendes G55 AMG με μαύρα τζάμια και χρωμέ εξατμίσεις,μια ευλαβική συνέχεια των θηριωδών μαύρων 4X4 του νεοπλουτίστικου σιμψιλέ που κοσμούν τους δρόμους των παρακαυκάσιων χωρών.

Φόρτωσα τα πράγματα στη μοτοσυκλέτα και ακολουθώντας αποτροπιασμένος τον Τανιέλ έγινα μάρτυρας μιας απίστευτης οδήγησης στους δρόμους του Υερεβάν, σημειώνοντας όλες τις παραβάσεις του ΚΟΚ, σ’ όλους τους πιθανούς συνδυασμούς και με κανόνες βγαλμένους από τους νόμους της ζούγκλας του Βόρνεο. Φτάνοντας σε μιά πολυτελή οικοδομή, οδήγησα την μοτοσυκλέτα μου μέσα στην τεράστια ψηλοτάβανη είσοδο, έβγαλα από τις πλαϊνές βαλίτσες 2 μικρά σακ βουαγιάζ και εμφάνισα ένα βαρύ λουκέτο για να κλειδώσω το δισκόφρενο. Ο Τανιέλ με ένα μορφασμό που έδειχνε προσβεβλημένος με διαβεβαίωσε ότι το κτίριο είναι ασφαλέστερο κι από τράπεζα, δείχνοντάς μου μ’ ένα νεύμα του κεφαλιού του έναν γιγαντόσωμο τύπο στα 30 μέτρα, έξω από ένα θυρωρείο, που μας παρατηρούσε ακίνητος, με την αταραξία Αιγυπτιακής πυραμίδας.

Στο διαμέρισμα μας περίμεναν ο Ανατόλι, κουμπάρος του Τανιέλ και άλλοι δυό φίλοι του, ο Γκεντεόν κι ο Μαράτ. Καθήσαμε στο σαλόνι για καφέ και κατά τις ένδεκα -το πρωί- αφού μάζεψαν τα φλυτζάνια, έστρωσαν τραπεζομάντηλο και τοποθέτησαν δύο δίλιτρες φιάλες κρασί. Από την κουζίνα ακούστηκε ο ήχος του τηγανίσματος και σε λίγα λεπτά η σύζυγος του Τανιέλ μας σερβίριζε σεμσέκ, μιτσινκί κιοφτέ, κινγκάλι, ιτσλί κιοφτέ, κεσκέκ και τυριά με ταμπουλέ σαλάτες.

Μου γέμισαν ένα ποτήρι από το κάθε κρασί και με απελπιστική αγωνία περίμεναν να τους πω ποιό προτιμώ.

Αφού διαβεβαίωσα τον Τανιέλ και τον Ανατόλι ότι και τα δύο κρασιά μ’ άρεσαν πολύ, ο γηραιώτερος όλων, ο εξηντάχρονος Μαράτ ξεκίνησε τις προπόσεις αναλαμβάνοντας συγχρόνως και μεταφραστής, μιας και είχε ζήσει οκτώ χρόνια στη Γαλλία και μπορούσαμε να συνενοηθούμε στα Γαλλικά.

Με ιστορίες από την εποχή που δούλευε νέος σαν ταλιαδώρος, κατασκευάζοντας σεντούκια σ’ ένα προάστιο του Kapan μέχρι τα χρόνια που ελίσσονταν στα τραπέζια του Moulin Rouge σαν σερβιτόρος και στα καμαρίνια των χορευτριών σαν αγαπητικός, οι στάθμες των δύο φιαλών κρασιού άρχισαν να κατεβαίνουν δραματικά.

Τότε ο Μαράτ με συνομωτικό ύφος τοποθέτησε άλλο ένα δίλιτρο από το δικό του κρασί, ζητώντας τάχα να του πω την γνώμη μου. Πραγματικά, δεν χρειαζόταν να προσποιηθώ ότι μ άρεσε, γιατί όντως ήταν από τα καλύτερα κρασιά που έχω πιεί στη ζωή μου.

Μέχρι να μας εξιστορήσει το πως παντρεύτηκε μια γαλλίδα ζογκλέρ που έκανε δικό της νούμερο στο καμπαρέ, μέχρι την νεφελώδη ξαφνική φυγή του από το Παρίσι και την ενασχόλησή του με την πρακτορεία μοντέλων-συνοδών και χορευτριών του κλασσικού μπαλέτου με ειδίκευση στη μεταλλική μπάρα, καθαρίσαμε και το δικό του μπουκάλι.

Ο τέταρτος της παρέας, ο Γκεντεόν, ήδη είχε φύγει για το κελάρι του και πάνω στην ώρα χτύπησε το κουδούνι της πόρτας για να μας φέρει για γευσιγνωσία και το δικό του κρασί μαζί μ’ ένα μπουκάλι τοπικό μπράντυ…

Έτσι με μεζέδες να καταφτάνουν στο τραπέζι πολυβολιδόν και με ανελέητη κατανάλωση των εξαιρετικών σπιτικών κρασιών, καταλήξαμε κατά τις πέντε το απόγευμα σε κατάσταση γκροκί να το γυρίζουμε σε σφηνάκια μπράντυ και σιροπιαστά σαρί μπουρμά.

Οι Αρμένιοι και οι Γεωργιανοί πίνουν. Πίνουν πάρα πολύ, θα έλεγα. Τους ακολούθησα με ιδεαλιστικές τάσεις εθνικής υπερηφάνειας μέχρι το ύστατο σφηνάκι.

Kατά τις έξι βγήκαμε στο κέντρο της πόλης για περίπατο και καφέ. Εκεί με πληροφόρησαν, ότι κατά τις εννέα το βράδυ θα πηγαίναμε σε κάποιο στέκι τους για να συναντήσουμε μερικούς ακόμα φίλους που θα συμπλήρωναν την παρέα. Ήταν παραπάνω απο προφανές ότι δεν θα πηγαίναμε σε λέσχη μπρίτζ ούτε και σε σαλόνι τεϊου για ανταλλαγές απόψεων και προσεγγίσεων πάνω σε λογοτεχνικά κείμενα της Γαλλικής Αναγέννησης…

Ήταν η στιγμή που αναπολώντας την κυρία Βίκα και τις εξαιρετικές της οδηγίες για αξιοθέατα, θεατρικές παραστάσεις και φολκλορικά μουσικά στέκια, άρχισα να προβληματίζομαι για το χάσμα των επιλογών που είχα μπροστά μου αλλά και για το αν θα ‘πρεπε να συνεχίσω δέσμιος της μαφιογκλάμορους παρέας, ως απόσπασμα σουρεαλιστικής ταινίας… Σ’ αυτές τις περιπτώσεις δεν αναλώνομαι σε βαθυνούστατες πυρετικές σκέψεις και αποφάσεις αλλά αφήνω την ταξιδιωτική παλίρροια να με παρασύρει…

Το κλου της βραδιάς ήταν για τα μεσάνυχτα που θα επισκεπτόμασταν το στριπτιζάδικο “Fiery Vegas” του Τανιέλ καμιά σαρανταριά χιλιόμετρα έξω από το Υερεβάν στο δρόμο για το Vanadzor.

Οι υποψίες μου επιβεβαιώθηκαν κατά τις εννέα και μισή το βράδυ όταν καθήσαμε στο τραπέζι της γραφικής ημιυπόγειας ταβέρνας και προστραπεζώθηκε ο πρώτος γύρος από ποτά και μεζέδες. Η επιλογή του γουρουνόπουλου γάλακτος στη σούβλα έδωσε την ευκαιρία στην παρέα να αναπαραστήσει πειστικά την σφαγή των Αρμενίων. Τα βλέμματα δε των συνδαιτυμόνων, δεν μου άφησαν κανένα περιθώριο για συζήτηση περί δίαιτας, μεσογειακής διατροφής και σπάνιων έξτρα παρθένων ελαιολάδων με χαμηλή οξύτητα…

Ο συνδυασμός αρμένικης βαρελίσιας μπύρας με χυμούς φρούτων και σφηνάκια παγωμένης βότκας, σε πολλές ρεπετισιόν, ήταν η αιτία που επέμενα κάποια στιγμή στη συζήτηση ότι ο γλύπτης Vartan Malakian είναι Έλληνας από τη Μαλακάσα…

Είναι γεγονός πάντως ότι και σ’ αυτό το τραπέζι, παραδέχθηκαν όλοι ότι πίνω σαν Αρμένιος!

Συνειδητοποίησα πάντως ότι είχα πιεί πολύ, όταν μια σερβιτόρα την στιγμή που κατευθυνόμουν προς την έξοδο, μ’ έπιασε αγκαζέ με την στοργική ανοχή που δείχνουν σε κάποιον που πάσχει από πρόωρη γεροντική άννοια…

Επιβιβαστήκαμε σ’ένα μικρό στόλο από θηριώδη μαύρα 4Χ4 και ξεκινήσαμε για την τρίτη πράξη της απίθανης αυτής φιλοξενίας.

Σ’όλη τη διαδρομή είχα την αίσθηση ότι ο Τανιέλ προσπαθούσε να περάσει το τζίπ του πάνω από τα προπορευόμενα αυτοκίνητα, εάν δεν είχαν τη σοφή ιδέα να τραβηχτούν την τελευταία στιγμή τέρμα δεξιά, για να διευκολύνουν την προσπέραση.

Από τα πρώτα χιλιόμετρα ήδη είχα σφίξει την ζώνη ασφαλείας, κοντράρισα το πόδι γερά στο πάτωμα κι άρχισα να ψιθυρίζω σύσσωμη την playlist με τα απολυτίκια του Αγίου Χριστόφορου, προστάτη των ταξιδευτών…

Εντελώς άσχετα, πέρασαν απ’ το μυαλό μου, η βλακόφατσα του ανθροποειδούς που υποδύονταν τον ελεγκτή αρχιτεκτονικών και είχε χρεωθεί τον φάκελο της μελέτης εξωτερικής τουαλέτας, τα άρθρα του ΓΟΚ, τα ΦΕΚ, τους κατά παρέκλιση συντελεστές δόμησης, τις αβάσταχτες lumpen αρλούμπες των αρχιτεκτονικών επιτροπών και ένοιωσα αμέσως ανακούφηση, πεπεισμένος ότι εδώ κινδυνεύω λιγότερο…

Μόλις βγήκαμε απ’ το Υερεβάν, μπήκαμε σ’ έναν έρημο και σκοτινό παράδρομο και σε καμιά εκατοστή μέτρα το αυτοκίνητο σταμάτησε έξω από μια μάντρα σκουριασμένων γερανοφόρων. Σε δευτερόλεπτα έφτασε από το αντίθετο ρεύμα ένα σαραβαλιασμένο κίτρινο Lada Jiguli με αεροτομή από φόρμουλα 1 και φωτισμένη μάσκα από σικλαμέ neon λαμπάκια, φρενάροντας απότομα ακριβώς στην απέναντι πλευρά του δρόμου. Τα μαύρα τζάμια του αυτοκινήτου δεν μ’ επέτρεψαν να διακρίνω τον οδηγό του. Ο Τανιέλ έκλεισε τον ήχο στο cd που έπαιζε Lady Gaga στη διαπασών και ακολούθησε ένα διάστημα 20-30 δευτερολέπτων με απόλυτη ησυχία.

Το γκαγκστερικό ντεκόρ, το σκοτάδι και η περίεργη ησυχία προς στιγμήν με προβλημάτησε, σε βαθμό που σκέφτηκα πόσο δύσκολο θάταν για την εκπομπή “Φως στο Τούνελ” να εντοπίσει το εξαφανισμένο πτώμα μου, στην περίπτωση που θα γινόταν κανένα πατιρντί με “καλάσνικοφ”, μιας και για τον Τανιέλ ήμουνα σχεδόν βέβαιος ότι θα χρησιμοποιούσε τα όπλα όπως το εντομοαπωθητικό…

Ξαφνικά άνοιξε η πόρτα του οδηγού και βγήκε μια γυναίκα γύρω στα 60, με χοντρά γιαλιά και χαμόγελο δενδρόβιου πιθηκοειδούς. Ξεκλείδωσε το πορτ μπαγκάζ κι έβγαλε από μέσα 4 πεντάκιλα μεταλλικά δοχεία μέσα σε πλαστικές σακούλες. Με βηματισμό λοκατζή διέσχισε τον δρόμο και στάθηκε στην πόρτα του οδηγού, ακουμπώντας κάτω τα δοχεία, ενώ κατέβαινε το τζάμι του παραθύρου. Ο Τανιέλ τέντωσε το χέρι του έξω απ’ το παράθυρο, κουνώντας ένα μάτσο χαρτονομίσματα, τσαλακωμένα αλά χωριάτα. Η γυναίκα τα μέτρησε αποτροπιασμένη κι έβαλε τις φωνές. Ακολούθησε μια έντονη συνομιλία, με τον Τανιέλ να παζαρεύει, προσπαθώντας να την καλμάρει κάνοντας έντονες χειρονομίες.

Βγήκε από το τζιπ, άνοιξε την πίσω πόρτα κι έκανε νόημα στην Αρμένισα να μεταφέρει τα δοχεία στο πορτ μπαγκάζ. Η γυναίκα τα τοποθέτησε μέσα στο τζιπ και μουρμουρίζοντας κάτι ακατάλυπτα σαν μανιάτικο μοιρολόι κατευθύνθηκε προς το “Jiguli”. Ο Τανιέλ έβαλε μπροστά τη μηχανή γελώντας και απευθυνόμενος σε μένα φώναξε “Μister Vassilis tonight you taste the best caviar from Astrakhan. ”

Η υπερβολική ταχύτητα -βραδιάτικα- σε συνδυασμό με τις σφήνες και τις προσπεράσεις στο αντίθετο ρεύμα ανφάς με νταλίκες, μου δημιούργησαν τέτοια υπερένταση συνοδευόμενη από μορφασμούς τρόμου και εκδηλώσεις παντομίμας, που σιγά-σιγά άρχιζα να συνέρχομαι από τις μπύρες και τις βότκες!

Με το που κατεβήκαμε σώοι στο πάρκιν του στριπτιζάδικου, ένιωσα την ίδια παράξενη ανακούφιση, μ’ εκείνη που ξυπνάς από τον γνωστό εφιάλτη που σε κυνηγάει το τέρας, προσπαθείς να τρέξεις αλλά πας σαν σε slow motion σε ελαττωματικό DVD.

Ένας χτισμένος μπράβος, με μαύρο σακκάκι από καλάθι προσφορών supermarket, ξυρισμένο κεφάλι, και φυσίκ νεροβούβαλου Αμαζονίου, μας καλωσόρισε σε ακατάλυπτα αρμένικα.

Προσπεράσαμε γύρω στα πεντέξι ταυριά, με ξυρισμένα κεφάλια και φουσκωτά μπράτσα σαν μπούτια βοείου Αιτωλοακαρνανίας, από το πάρκιν μέχρι την αίθουσα και μας ανέλαβε ο maitre d’ hotel. Με ελεγχόμενες εκδηλώσεις έκπληξης κι ενθουσιασμού, αφού χαιρέτησε τον Τανιέλ ιπποτικά σε στάση όρθιας γονυκλισίας, μας έβαλε να καθίσουμε στο πρώτο κεντρικό τραπέζι.

Ήταν περασμένα μεσάνυχτα και απ’ ότι φαίνονταν το κυρίως πρόγραμμα ακόμα δεν είχε αρχίσει. Το μαγαζί ήταν μισογεμάτο με ετερόκλητο κοινό.

Ύποπτες φιγούρες, με χρυσά Rolex και ακριβά κοστούμια από τις μπουτίκ της λεωφόρου Hyusisayin, που κάπνιζαν πούρα συνοδεία σαμπάνιας και βότκας, επιχειρηματίες με φάτσες πετυχημένου Εβραίου τοκογλύφου, διάφοροι λιγούρηδες ματάκηδες ντυμένοι σαν αραβωνιαστικοί, που βύζαιναν σε δόσεις μιλιγκράμ τα ποτά τους και κάτι ναρκισσευόμενοι μποντυμπιλντεράδες, εκτραφέντες στους λειβαδεώνες της τοπικής μαφίας, είχαν γεμίσει την αίθουσα. Η σκέψη και μόνο να διεκδικώ προτεραιότητα σε θέση πάρκιν με κάποιον απ’ αυτούς, μου δημιουργούσε ένα μούδιασμα στη ραχοκοκκαλιά με ταυτόχρονη δημιουργία ύγρανσης του μετώπου από σταγόνες κρύου ιδρώτα…

Δυό χοντροκώλες ημίγυμνες χόρευαν χαλαρά ένα σλόου κομμάτι της Gianna Nannini, στέλνοντας χαμόγελα με νόημα σε μια παρέα Καυκάσιων υλοτόμων, ντυμένων με τα γαμπριάτικα κουστούμια τους, που παρακολουθούσαν το θέαμα υπό ακρατή σιελόρροια.

Στο τραπέζι μας σε χρόνο dt είχαν καταφτάσει κάτι ροζέ ρώσσικες σαμπάνιες, βότκες και Αρμένικο μπράντυ. Το άρτι αφιχθέν -χοντρό σαν φουντούκι- μαύρο χαβιάρι από το Αστραχάν σερβιριζόταν στα πιάτα από ένα πελώριο ασημένιο μπωλ πάνω σε χλιαρές αράβικες πίττες, πασπαλισμένες με φρέσκο βούτυρο, ξανανοίγοντάς μου γι’ άλλη μια φορά την όρεξη.

Τα ποτήρια άδειαζαν κατά ριπάς στο τραπέζι, με τις πομπώδεις προπόσεις τoυ Μαράτ να δίνουν έναν ηρωικό τόνο στις γύρες με τους άσπρους πάτους.

Αυτές οι ροζέ σαμπάνιες μου την κάναν τη ζημιά.

Όταν πίνεις επί 12 ώρες πρέπει να ξέρεις να σταματάς. Εντελώς μεταξύ μας, εγώ ήξερα καλά. Το πρόβλημα ήταν ότι δεν μπορούσα να πείσω και τον Τανιέλ. Όταν δοκίμασα να τον ξεγελάσω πίνοντας ελάχιστα από το ποτήρι μου, σχολίασε ότι “οι υπόλοιποι περιμένουν να αδειάσεις το ποτήρι σου. Αν δεν αδειάσει, δεν πίνουν κι αυτοί!”

Γερό μπλέξιμο!

“Ένα βράδυ είναι θα περάσει”, σκέφτηκα.

“Μην γίνουμε και ρεζίλι τώρα στο τέλος” ξανασκέφτηκα με εθνικιστικό ενθουσιασμό, φέρνοντας στο νού μου τον Καραϊσκάκη και τον Πλαπούτα.

Για μιά ακόμη ώρα παρακολουθούσαμε το σόου με κάτι Κουβανέζες από την …Quba του Αζερμπαϊτζάν, που με κάτι φιγούρες καθέτου εφορμήσεως μας την έπεφταν ολόγυμνες σε απόσταση χιλιοστών, φέρνοντας στο κέφι τον κουμπάρο του Τανιέλ που ξεχύλιζε τα ποτήρια με σαμπάνια. Ο Ανατόλι μ’ ενημέρωσε ότι η φίρμα του μαγαζιού, μια Ουκρανή τουρμπογκόμενα θα ‘βγαινε κατά τις δύο τα ξημερώματα.

Με τις σαμπάνιες κατά ριπάς και τα σφηνάκια βότκας κατά βολάς, άρχισα να χάνομαι. Μόλις τελείωσαν οι Qubaνέζες το σόου και λίγο πριν αρχίσει η γκράν ατραξιόν με την Ουκρανή, πήρα την απόφαση να επισκεφτώ την τουαλέτα.

Ήμουνα σκνίπα. Το καταλάβαινα. Αισθανόμουνα ανάλαφρος, μου έβγαινε μία ευθυμία, παραπατούσα και είδα στον καθρέφτη ότι είχε σχηματιστεί ένα ηλίθιο χαμόγελο στη φάτσα μου που δεν έφευγε ούτε με γροθιά του Κάσιους Κλέϋ. Έριξα νερό στο πρόσωπό μου. Το χαμόγελο εκεί. Μόνιμο.

Απ’ έξω ακούστηκαν χειροκροτήματα. Βγήκα παραπατώντας από την τουαλέτα και βρέθηκα στο σκοτάδι. Προφανώς είχαν σβήσει τα φώτα για ν’αρχίσει το σόου της Ουκρανής. Άρχισα να “χάνομαι” σιγά-σιγά.

Το μόνο που θυμάμαι είναι ότι ξαφνικά μπήκαν οι πρώτες νότες από το “Cocaine” του Eric Clapton μαζί μ’ ένα μπλέ χαμηλό φωτισμό που φώτησε την πίστα και την ώρα που άρχιζε το τραγούδι είχα ανέβει στην πίστα χορεύοντας ρόκ και ουρλιάζοντας τους στίχους του κομματιού:

“if you wanna hang out you ‘ve got to take her out. Cocaine. If you wanna get down, down on the…”

Η τελευταία εικόνα που θυμάμαι είναι το έκπληκτο πρόσωπο της Ουκρανής, να με κοιτάζει σαν χαμένη, με τιγρέ εσώρουχα και ροζ χειροπέδες, ακίνητη στην άκρη της σκηνής και τέσσερις γοριλανθρώπους να με πλησιάζουν απειλητικά, με το βλέμμα όμως στραμμένο στον Τανιέλ, περιμένοντας κάποιο νεύμα για τα περαιτέρω…

Θυμάμαι ότι έφυγα σηκωτός, αλλά δεν ξέρω πως και πότε…

Ξύπνησα την επομένη το πρωί σ’ ένα ευρύχωρο δωμάτιο στο σπίτι του Τανιέλ, μ’ ένα τρελλό πονοκέφαλο. Αφού έριξα ένα κυβικό νερό στο κεφάλι μου κατεθύνθηκα στην κουζίνα. Ο Τανιέλ ετοίμαζε σ’ ένα παραδοσιακό μπρίκι έναν αρμένικο καφέ και με κοίταξε χαμογελώντας πονηρά λέγοντάς μου:

«Μίστερ Βασίλης, γκιατί εσύ ντεν λες εμένα, γκουστάρεις να χορεύεις με Τετιάνκα?

 

Posted in ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ, ΤΑ ΖΩΤΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , | 3 Σχόλια »

Αφήστε με να είμαι ευτυχισμένος…

Posted by vnottas στο 23 Οκτωβρίου, 2012

Μια ανάγνωση (μετά μουσικής: Shostakovich – Jazz Suite No. 1: I. Waltz) της ¨Ωδής στην ευτυχισμένη ημέρα¨ του Πάμπλο Νερούδα  με βάση τη μετάφραση του Θάνου Νόττα.

Posted in ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ, ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΤΑ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΑ | Με ετικέτα: , , | Leave a Comment »

Ωδή στην ευτυχισμένη ημέρα

Posted by vnottas στο 16 Οκτωβρίου, 2012

Η Ελένη παντρεύτηκε τον Αλέξιο στο Τσερτάλντο.

Το Τσερτάλντο είναι το χωριό όπου γεννήθηκε ο Βοκκάκιος (παρεμπιπτόντως).

Ο Θάνος ήταν εξάδελφος μάρτυρας.

Ο Δήμαρχος, αντί για άλλα, απάγγειλε Πάμπλο Νερούδα.

Ο Θάνος γοητεύτηκε απ’ τους στίχους.

Ο Θάνος μου τους έστειλε μεταφρασμένους απ’ τον ίδιο, μαζί με το κείμενο στα Ιταλικά και το ισπανό-χιλιανό πρωτότυπο.

Πάμπλο Νερούδα

Ωδή στην ευτυχισμένη ημέρα 

Αυτή τη φορά, αφήστε με να ‘μαι ευτυχισμένος,

τίποτε δεν συνέβη σε κανέναν, 

δεν είμαι πουθενά συγκεκριμένα, 

συνέβη μόνο τ’ ότι είμαι ευτυχισμένος

μέχρι το πιο βαθύ μου φυλλοκάρδι.

Είτε βαδίζω, είτε κοιμάμαι, είτε γράφω,  

είμαι ευτυχισμένος, τι να κάνω;

Πιο απροσμέτρητος κι απ’ το χορτάρι στα χωράφια,

το δέρμα μου, δέρμα δέντρου, χαραγμένο

το νερό από κάτω, τα πουλιά από πάνω,

η θάλασσα δαχτυλίδι από τη μέση μου τριγύρω,

η γη από ψωμί και πέτρα

κι ο αέρας τραγουδάει σαν κιθάρα. 

Δίπλα μου εσύ, στην άμμο, είσαι άμμος

τραγουδάς κι είσαι τραγούδι,

ο κόσμος σήμερα είναι η ψυχή μου, 

τραγούδι και άμμος. 

Ο κόσμος είναι σήμερα το στόμα σου.

Αφήστε με μέσα στο στόμα σου και μεσ’ στην άμμο 

να ‘μαι ευτυχισμένος,

να ‘μαι ευτυχισμένος γιατί ναι, 

γιατί αναπνέω και γιατί αναπνέεις,

να ‘μαι ευτυχισμένος γιατί αγγίζω το γόνατό σου

κι είναι σαν ν’ αγγίζω το γαλάζιο δέρμα τ’ ουρανού

και τη δροσιά του.

Σήμερα αφήστε με να ‘μαι ευτυχισμένος

μαζί με όλους ή με κανέναν

να ‘μαι ευτυχισμένος με το χορτάρι και την άμμο

να ‘μαι ευτυχισμένος με τον αέρα και τη γη

να ‘μαι ευτυχισμένος με σένα, με το στόμα σου

να ‘μαι ευτυχισμένος.

Ode al giorno felice

Questa volta lasciate che sia felice,

non è successo nulla a nessuno,

non sono da nessuna parte,

succede solo che sono felice

fino all’ultimo profondo angolino del cuore.

Camminando, dormendo o scrivendo,

che posso farci, sono felice.

Sono più sterminato dell’erba nelle praterie,

sento la pelle come un albero raggrinzito,

e l’acqua sotto, gli uccelli in cima,

il mare come un anello intorno alla mia vita,

fatta di pane e pietra la terra

l’aria canta come una chitarra.

Tu al mio fianco sulla sabbia, sei sabbia,

tu canti e sei canto.

Il mondo è oggi la mia anima

canto e sabbia, il mondo oggi è la tua bocca,

lasciatemi sulla tua bocca e sulla sabbia

essere felice,

essere felice perché sì,

perché respiro e perché respiri,

essere felice perché tocco il tuo ginocchio

ed è come se toccassi la pelle azzurra del cielo

e la sua freschezza.

Oggi lasciate che sia felice, io e basta,

con o senza tutti, essere felice con l’erba

e la sabbia essere felice con l’aria e la terra,

essere felice con te, con la tua bocca,

essere felice.

Oda al día feliz

 ESTA vez dejadme

ser feliz,

nada ha pasado a nadie,

no estoy en parte alguna,

sucede solamente

que soy feliz

por los cuatro costados

del corazón, andando,

durmiendo o escribiendo.

Qué voy a hacerle, soy

feliz.

Soy más innumerable

que el pasto

en las praderas,

siento la piel como un árbol rugoso

y el agua abajo,

los pájaros arriba,

el mar como un anillo

en mi cintura,

hecha de pan y piedra la tierra

el aire canta como una guitarra.

Tú a mi lado en la arena

eres arena,

tú cantas y eres canto,

el mundo

es hoy mi alma,

canto y arena,

el mundo

es hoy tu boca,

dejadme

en tu boca y en la arena

ser feliz,

ser feliz porque si, porque respiro

y porque tú respiras,

ser feliz porque toco

tu rodilla

y es como si tocara

la piel azul del cielo

y su frescura.

Hoy dejadme

a mí solo

ser feliz,

con todos o sin todos,

ser feliz

con el pasto

y la arena,

ser feliz

con el aire y la tierra,

ser feliz,

contigo, con tu boca,

ser feliz.

Posted in ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ, ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΤΑ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΑ | Με ετικέτα: , , , , | Leave a Comment »

Η κακή φήμη

Posted by vnottas στο 14 Οκτωβρίου, 2012

[Στο χωριό μου, χωρίς αιτία,

έχω φήμη απαισία

είτε κινούμαι είτε  ηρεμώ

για ποιον με παίρνουν, δεν ξέρω ούτε ’γω]

Είπα να σας φτιάξω μια προσαρμογή στα ελληνικά της ¨Κακής Φήμης¨ του Μπρασένς και οι παραπάνω είναι οι πρώτες αυθόρμητες αράδες. Μετά το επεξεργάστηκα λίγο περισσότερο [πάντα με στόχο: Μπρασένς στα ελληνικά που να μπορείτε να τον τραγουδήσετε (στο μπάνιο)] και ιδού τι προέκυψε…

Η Κακή φήμη

Δεν το λέω για να παινευτώ,

μα με σχολιάζουν στο χωριό,

ό, τι κι αν κάνω, μα κι αν αδρανώ…

για ποιον με παίρνουν, αγνοώ!

Τι κι αν δεν αδίκησα ποτέ κανένα

τους αρέσει να τα βάζουνε με μένα.

Θα ’ναι που οι νοικοκυραίοι

ξέρουν η ¨ορθότητα¨ τι λέει.

Θα ’ναι  που οι νοικοκυραίοι

είναι μια στάλα Φαρισαίοι.

Κουτσομπολεύουν όλοι εκτός…

 τους δίχως γλώσσα,

προφανώς!

 

Καλύτερη μου μουσική

δεν είναι η Φιλαρμονική,

αντί για τα επετειακά

προτιμώ να ’μαι στα ζεστά.

Όμως δεν επείραξα ποτέ κανένα

τι κι αν το τρομπόνι δεν είναι για μένα.

Θα ’ναι που οι νοικοκυραίοι

ξέρουνε τι αγέρας πνέει.

Θα ’ναι  που οι νοικοκυραίοι

είναι μια στάλα Φαρισαίοι.

Εμένα δείχνουν όλοι εκτός…

 τους δίχως χέρια,

προφανώς!

 

Αν συναντήσω κανά φουκαρά

               με το δραγάτη από κοντά,                 

απλώνω πόδι και παρευθύς

να σου ο δραγάτης κατά γης.

Κι όμως δεν επείραξε ποτέ κανένα

λίγα μήλα αν προκύψανε κλεμμένα.

Θα ’ναι που οι νοικοκυραίοι

ξέρουνε πάντοτε ποιος φταίει.

Θα ’ναι που οι νοικοκυραίοι

είναι λιγάκι Φαρισαίοι.

Πάνω μου ορμάνε όλοι εκτός…

 όσους κουτσαίνουν,

προφανώς!

 

Για να μαντέψω τι θα συμβεί,

προφήτης δε θα χρειαστεί,

σαν θα βρούνε σκοινί γερό

θα μου το βάλουν στο λαιμό.

Κι όμως δεν τους πείραξα, αν και, ακόμη,

δεν βρήκα το δρόμο που οδηγεί στη Ρώμη.

Θα ’ναι που οι νοικοκυραίοι

ξέρουν πως η αλήθεια καίει.

Φταίει που οι νοικοκυραίοι

είναι μια στάλα Φαρισαίοι.

Θα ’ν’ στην κρεμάλα μου όλοι εκτός…

 όσους δεν βλέπουν,

προφανώς!

Η ¨Κακή Φήμη¨ σε ήχο:

Τραγουδά ο Μπρασένς  

Η απόδοση/προσαρμογή στα ελληνικά  

…και μερικές ακόμη εκτελέσεις  Από τους Les-Wriggles

Με κλαρινέτο και ακορντεόν  (Lemaire et Waegeman)
Στα ισπανικά από τον Paco Ibañez 
Στα πορτογαλικά
Από τις 2-moiselles

Στα (ηλεκτρο)παιχνιδιάρικα
…και από τους sinsemilia

LA MAUVAISE REPUTATION

Au village, sans prétention,
J’ai mauvaise réputation.
Qu’je m’démène ou qu’je reste coi
Je pass’ pour un je-ne-sais-quoi!
Je ne fait pourtant de tort à personne
En suivant mon chemin de petit bonhomme.
Mais les brav’s gens n’aiment pas que
L’on suive une autre route qu’eux,
Non les brav’s gens n’aiment pas que
L’on suive une autre route qu’eux,
Tout le monde médit de moi,
Sauf les muets, ça va de soi.

Le jour du Quatorze Juillet
Je reste dans mon lit douillet.
La musique qui marche au pas,
Cela ne me regarde pas.
Je ne fais pourtant de tort à personne,
En n’écoutant pas le clairon qui sonne.
Mais les brav’s gens n’aiment pas que
L’on suive une autre route qu’eux,
Non les brav’s gens n’aiment pas que
L’on suive une autre route qu’eux,
Tout le monde me montre du doigt
Sauf les manchots, ça va de soi.

Quand j’croise un voleur malchanceux,
Poursuivi par un cul-terreux;
J’lance la patte et pourquoi le taire,
Le cul-terreux s’retrouv’ par terre
Je ne fait pourtant de tort à personne,
En laissant courir les voleurs de pommes.
Mais les brav’s gens n’aiment pas que
L’on suive une autre route qu’eux,
Non les brav’s gens n’aiment pas que
L’on suive une autre route qu’eux,
Tout le monde se rue sur moi,
Sauf les culs-de-jatte, ça va de soi.

Pas besoin d’être Jérémie,
Pour d’viner l’sort qui m’est promis,
S’ils trouv’nt une corde à leur goût,
Ils me la passeront au cou,
Je ne fait pourtant de tort à personne,
En suivant les ch’mins qui n’mènent pas à Rome,
Mais les brav’s gens n’aiment pas que
L’on suive une autre route qu’eux,
Non les brav’s gens n’aiment pas que
L’on suive une autre route qu’eux,
Tout l’mond’ viendra me voir pendu,
Sauf les aveugles, bien entendu.

Posted in Μπρασένς στα ελληνικά ΙΙΙ | Με ετικέτα: , , , , , , , | Leave a Comment »

Του Βάκχου…

Posted by vnottas στο 9 Οκτωβρίου, 2012

Σημείωση προαιρετική (θεωρητικολογούσα)

Κάθε πολιτισμός για να τα βγάλει πέρα με τις αντιφάσεις, τις ατέλειες, και τις εκκρεμότητες της πραγματικότητας (όση από δαύτη μας επιτρέπουν να παρατηρήσουμε οι αισθήσεις και η όποια νόηση/τεχνολογία έχουμε διαθέσιμη), για να τις αντέξει και να τις ξεπεράσει, ενεργοποιεί την φαντασιακή διάσταση της ανθρώπινης υπόστασης και εντέλλεται, εξουσιοδοτεί ή απλώς ανέχεται την παρέμβαση ομάδων επικοινωνητών, ικανών να χειριστούν το φαντασιακό με ποικίλους τρόπους, ανάλογα με την εποχή και τις συγκυρίες. Προϊστορικοί μάγοι, ιερείς, διανοούμενοι, καλλιτέχνες, ως και οι μεταμοντέρνοι χειριστές του εικονικού, έκαναν και κάνουν (και) αυτή τη δουλειά. Φτιάχνουν και χειρίζονται λειτουργικούς μύθους που εμπεριέχουν (αναπόδεικτες αλλά έντονα παρακινητικές και αναπληρούσες) απαντήσεις για το νόημα της ζωής (και των πάντων).

Όμως, σ’ αυτήν τη συχνά απεγνωσμένη αναζήτηση νοήματος και ισορροπίας (την φτιαγμένη από αρχαϊκούς λειτουργικούς μύθους, νεωτερικές ουτοπίες και -πρόσφατα- προσπάθειες δημιουργίας ηλεκτρονικών εικονικών πραγματικοτήτων), οι πολιτισμοί δεν είχαν ποτέ πρόβλημα στο να ανεχθούν, να χρησιμοποιήσουν και συχνά να θεσμοποιήσουν ψυχοτρόπα βοηθήματα.

Ο καθείς και τα παράπλευρα όπλα του, ο καθένας και το ¨ενισχυτικό¨ το  πλησιέστερο στην καλλιέργεια, το κλίμα, την παράδοσή, την ιστορία και τους εκάστοτε πολιτιστικούς συσχετισμούς ισχύος:  παπαρούνα, κάνναβη, καπνός, κόκα, και άλλα.  Για εμάς, γύρω από την μεσόγειο λεκάνη: η Άμπελος.

Στις πολιτισμικές αντιπαραθέσεις δεν μετράει μόνο το ποια γλώσσα, ποια μόδα, ποια τεχνοτροπία θα επικρατήσει, αλλά και πιο ψυχοτρόπο (με τις νοοτροπίες, τις τέχνες, ενίοτε τους θεούς  και όλα τα λοιπά πολιτισμικά προϊόντα που το περιβάλλουν) θα υποσκελίσει το άλλο.

Υπάρχουν απόψεις που υποστηρίζουν ότι το ψυχοτρόπο βοήθημα που υποστηρίζεται από την γηγενή κουλτούρα, είναι εκ των πραγμάτων, λιγότερο ψυχοφθόρο από εκείνα που η επιρροή τους ενισχύεται από αλλότριες επεκτάσεις και επεμβάσεις.

Υποσημείωση 2, εξ ίσου προαιρετική (μνήμη).

Θυμάμαι μια ομάδα συμφοιτητών μου (πολιτικοποιημένη και με επαναστατικά όνειρα) να διοργανώνει στα σκαλοπάτια του καθεδρικού της πόλης όπου σπουδάζαμε, ολονύκτια οινοποσία (μετά ασμάτων και ύμνων) αφιερωμένη στη καταπολέμηση των ξενόφερτων εθιστικών.

 

Και τώρα ΤΟ ΚΡΑΣΙ του Brassens

από τον ίδιο:

από τους Brassens not dead 

...και από τον Julien Petitejean

Η προσπάθεια προσαρμογής στην Ελληνική, σε ήχο

…και σε λέξεις

[στις διακοπτόμενες λέξεις μπορείτε να προσθέσετε ένα χικ! (προαιρετικά πάντα)]

Προτού τραγουδή-

σω για της ζωής

τα κόλπα

τη γλώσσα μου φρό-

ντισα να δαγκώ-

σω πρώτα.

Γεννήθηκα από

γενιά που ήξερ’ απ’

αμπέλι

και στο μπιμπερό

μου μούστος και κο-

κ-κινέλι

Οι γονιοί μου με βρή-

καν δίπλα σε κλη-

ματσίδι

-κι όχι σαν μερικούς

σε μάπα και κου-

νουπίδι.

Στις φλέβες μου αν μπεις

και σταθείς να δεις

λιγάκι

για αίμα αντί

θα κυκλοφορεί

κρασάκι

Μα εφ΄ όσον μπορούν

και δίψες να ’ρθουν

μεγάλες

να κρατάς, είν’ σωστό,

κοντά κανα δυο

μπουκάλες.

Μπουκάλες σιμά,

μα μ’ όγκο ενός α-

μφορέα,

να παίρν’ η ζωή

και γεύση κι οσμή

ωραία

Γνωστό ειν’ παντού

το πάθημα του

Ταντάλου.

-Μήτ’ ίχνος νερού-

και θύμα εμπαιγμού

μεγάλου.

Χωρίς το νερό

μικρό το κακό

-ας πούμε!-

Μα δίχως κρασί

εμείς οι σωστοί

δεν ζούμε.

Ας ρίξει, παιδιά

μια μπόρα και για

τους πότες,

με κρασί καλό

ν’ αρμέξω κι εγώ

τις κότες.

Αλλά ας μη λέ-

τε εγκαίρως πως δε

το είπα

θα ’ρθούνε  καιροί

που ως κι οι ποταμοί

θα ’ν σκνίπα.

LE VIN 

Avant de chanter
Ma vie, de fair´ des
Harangues
Dans ma gueul´ de bois
J´ai tourné sept fois
Ma langue
J´suis issu de gens
Qui étaient pas du gen-
re sobre
On conte que j´eus
La tétée au jus
D´octobre…

Mes parents on dû
M´trouver au pied d´u-
ne souche
Et non dans un chou
Comm´ ces gens plus ou
Moins louches
En guise de sang
( O noblesse sans
Pareille! )
Il coule en mon cœur
La chaude liqueur
D´la treille…

Quand on est un sa-
ge, et qu´on a du sa-
voir-boire
On se garde à vue
En cas de soif, u-
ne poire
Une poire ou deux
Mais en forme de
Bonbonne
Au ventre replet
Rempli du bon lait
D´l´automne…

Jadis, aux Enfers
Cert´s, il a souffert
Tantale
Quand l´eau refusa
D´arroser ses a-
mygdales
Etre assoiffé d´eau
C´est triste, mais faut
Bien dire
Que, l´être de vin
C´est encore vingt
Fois pire…

Hélas! il ne pleut
Jamais du gros bleu
Qui tache
Qu´ell´s donnent du vin
J´irai traire enfin
Les vaches
Que vienne le temps
Du vin coulant dans
La Seine!
Les gens, par milliers
Courront y noyer
Leur peine…

Posted in Μπρασένς στα ελληνικά ΙΙΙ | Με ετικέτα: , , , , , , , | Leave a Comment »

Το Αριστοτέλειο σε κινητοποίηση

Posted by vnottas στο 7 Οκτωβρίου, 2012

Σε ψήφισμα – απόφαση της συγκλήτου του ΑΠΘ για την αντιμετώπιση των προβλημάτων λειτουργίας του ιδρύματος,  αναφέρονται μεταξύ άλλων τα ακόλουθα:

Η Σύγκλητος, ενόψει των μεγάλων αδιεξόδων που διαπιστώνει στη λειτουργία του Ιδρύματος, αποφασίζει:

– τη συμβολική αναστολή του εκπαιδευτικού, ερευνητικού και διοικητικού έργου του ΑΠΘ, την Πέμπτη 11 και την Παρασκευή 12 Οκτωβρίου.
– τη διοργάνωση συνέντευξης Τύπου, την Τετάρτη, στις 10 π.μ.
– την πραγματοποίηση κοινής πορείας όλων των μελών της πανεπιστημιακής κοινότητας προς το Υπουργείο Μακεδονίας – Θράκης, την Πέμπτη, στις 11 π.μ. και συνάντηση αντιπροσωπείας μελών της Συγκλήτου με τον Υπουργό και
–  την πραγματοποίηση συγκέντρωσης των μελών της πανεπιστημιακής κοινότητας του ΑΠΘ έξω από το Δημαρχείο Θεσσαλονίκης, την Παρασκευή, στις 7 μ.μ.

Η Σύγκλητος, τέλος, απευθύνει έκκληση προς την πανεπιστημιακή κοινότητα να ενισχύσει τη συνοχή, την ενότητα και την αλληλεγγύη, προκειμένου το Πανεπιστήμιο να παραμείνει όρθιο και σε λειτουργία σε μια εποχή ιδιαίτερα δύσκολη. Επιπλέον, απευθύνει έκκληση στην κοινωνία, ζητώντας την υποστήριξή της στον αγώνα που δίνει το Δημόσιο Πανεπιστήμιο για ισότιμη συμμετοχή όλων στη γνώση και στη μόρφωση.

(Ολόκληρη η ανακοίνωση εδώ)

Το μάθημα ¨Ραδιόφωνο: γλώσσα και κοινωνική διάσταση¨ της Παρασκευής 12 Οκτωβρίου δεν θα πραγματοποιηθεί

Posted in ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ - ΜΑΘΗΜΑΤΑ | Leave a Comment »