
Μέρος Ε΄ Κεφάλαιο τέταρτο
Στο λιμάνι της Τύρου
Ο Οινοκράτης είναι πολύ ευχαριστημένος που ο Εύελπις του επέτρεψε να πάρει μαζί του στο ταξίδι τον Χοντρόη. Ο πολυπράγμονας σικελός και ο ολοστρόγγυλος γλωσσομαθής (;) πέρσης έχουν πλέον ¨δέσει¨ μεταξύ τους. Κατά τη διάρκεια μάλιστα του ταξιδιού κυκλοφορούν αχώριστοι, όπου πάει ο ένας πάει κι ο άλλος. Έτσι και σήμερα κόβουν μαζί βόλτες, κάτω από τον πρωινό ζεστό ήλιο, στην προκυμαία του μεγάλου λιμανιού της Τύρου, εκείνου που ¨βλέπει προς την Σιδώνα¨.
Περπατούν ή κοντοστέκονται σχολιάζοντας τις εξωτικές ενδυμασίες των εμπόρων και των ναυτικών που κυκλοφορούν εκεί, χαζεύουν τα παράξενα σκαριά των πλοίων των νότιων εσωτερικών θαλασσών και -κυρίως- αγναντεύουν την είσοδο του λιμανιού, όπου θα πρέπει -αργά ή γρήγορα- να φανούν επιτέλους τα αθηναϊκά πλοία με τα οποία θα συνεχιστεί το ταξίδι τους προς την Πόλη της Παλλάδας.
Αυτά τα πλοία έχουν καθυστερήσει αδικαιολόγητα και ο Εύελπις, οι πρέσβεις και η υπόλοιπη ομάδα των ταξιδιωτών ανησυχεί. Ο Οινοκράτης όχι τόσο. Μετά τις αρχικές του επιφυλάξεις, έχει τελικά αποφασίσει να απολαύσει το ταξίδι χωρίς να επιτρέψει σε αναποδιές, δυσθυμίες και πλεοναστικές ανησυχίες να χαλάσουν αυτή την ¨αποφασισμένη¨ καλή του διάθεση. Πολύ περισσότερο που, κατά τη διάρκεια της παρατεταμένης παραμονής στην Τύρο, οι φιλοξενία που τους επιφυλάσσει η τοπική διοίκηση είναι άψογη και μάλιστα η περιποίηση αφορά σε όλα τα μέλη της αποστολής, ακόμη και τα επικουρικά, προσφέροντάς τους έτσι κάποιον ανέλπιστο ελεύθερο χρόνο για βόλτες και περιηγήσεις.

Ο Οινοκράτης εισπνέει μια γερή δόση θαλασσινού αέρα, πράγμα που ενισχύει την πρωινή αισιοδοξία του.
«Εν τάξει», λέει, «έχουνε γούστο όλοι αυτοί οι παράταιροι εδώ πέρα». Ύστερα αλλάζει θέμα: «Είναι περίεργο, αλλά η ατμόσφαιρα μου θυμίζει κάπως, όχι τόσο τον Πειραιά, όσο μάλλον την βαβούρα του λιμανιού των Συρακουσών. Ξέρεις Χοντρόη πως η πόλη που γεννήθηκα είναι κι αυτή χτισμένη πάνω σε ένα νησάκι, δίπλα στη στεριά όπως αυτό εδώ;…» Κοντοστέκεται… «Όμως, πριν συνεχίσουμε τον περίπατο, τι θα έλεγες να δοκιμάσουμε τι τρώνε για πρωινό οι ντόπιοι;… Απ’ ό, τι θυμάμαι έχει πολλά εστιατόρια στα στενά πίσω απ’ την προκυμαία».
Ο Χοντρόης ανασηκώνει τον αφράτο κύλινδρο που χρησιμοποιεί ως δεξί χέρι και δείχνει προς τα δυτικά, εκεί όπου η ευδιάκριτη οριζόντια γραμμή ξεχωρίζει τη θάλασσα από τον πρωινό ουρανό.
«Όρα ω Οίνον Εκράτα… Στίγματα τινά εν τω ορίζοντι ενεφάνησαν. Νήες δε ταύτα έσονται ει απαπαπατώμαι ουκ. Δοκείς ταύτα έσοιντο οιτινα ημείς αναμένομεν;
«Χοντρόη, μου φαίνεται ότι δε ξέρεις τίποτα από μεγάλα λιμάνια. Στα μεγάλα λιμάνια μπαινοβγαίνουν συνεχώς πλοία. Μικρά και μεγάλα. Πάντως αυτά που μου δείχνεις είναι πολύ μακριά. Μπορεί να στρίψουν προς τα εδώ, μπορεί και να συνεχίσουν για παρακάτω. Θα δούμε. Αλλά μέχρι να γίνει αντιληπτή η πορεία τους έχουμε καιρό… Προλαβαίνουμε να κάνουμε έναν γύρο στα πέριξ. Άντε πάμε», αποφασίζει ο Συρακούσιος και στρίβει εγκαταλείποντας την προκυμαία και παρασύροντας μαζί του τον Πέρση προς τα ενδότερα.

Στα εσωτερικά σοκάκια υπάρχουν πολυποίκιλα εμπορικά καταστήματα, εργαστήρια και βέβαια πολυάριθμοι χώροι εστίασης όπου οι γηγενείς και οι διερχόμενοι μπορούν να βρουν ό, τι χρειάζεται για να καταλαγιάσουν την πείνα και την δίψα τους.
Τα στενά, δεν είναι ακόμη φίσκα γεμάτα κόσμο, πράγμα που θα συμβεί σίγουρα λίγο αργότερα, όταν η ημέρα θα ωριμάσει, αλλά είναι ήδη γεμάτα από γαργαλιστικές μυρουδιές, καθώς τα εστιατόρια αρχίζουν την παρασκευή των μεσημεριανών εδεσμάτων.
Οι οσμές αυτές ασκούν ισχυρή έλξη στους δύο περιηγητές, οι οποίοι προτού επιλέξουν που θα καθίσουν, θέλουν να επιθεωρήσουν τις πολυάριθμες προσφορές κι έτσι, προχωρώντας από τσίκνα (τηγανιτή) σε τσίκνα (ψητή), απομακρύνονται βαθμηδόν από τα πιο πολυσύχναστα εξωτερικά δρομάκια, σε άλλα, πιο απομακρυσμένα, πιο εξωτικά και εδώ που τα λέμε πιο επικίνδυνα μέρη του λιμανιού.
Έχουν μόλις μπει σε ένα περίεργο στενό, σκοτεινό, καλυμμένο με υφασμάτινο στέγαστρο, από όπου αναδύεται έντονη μυρουδιά ανατολίτικων καρυκευμάτων, όταν ο Οινοκράτης σταματάει απότομα και αρπάζοντας το μανίκι του Χοντρόη τον εμποδίζει κι αυτόν να προχωρήσει. Και καθώς μια ερωτηματική έκφραση απλώνεται στο πρόσωπο του Ασιάτη, ο Οινοκράτης του κάνει νόημα να μην κάνει θόρυβο, αλλά να προσέξει την αντήχηση από τους μεταλλικούς ήχους που προέρχονται από το βάθος του σκιερού στενού. Ο Χοντρόης απαντάει στην νοηματική την οποία κατέχει εξ ίσου καλά με την γλώσσα των Δαναών, ότι εντάξει, κατάλαβε ότι οι ήχοι συμπεριλαμβάνουν τις κλαγγές διασταυρούμενων (αγρίως) σπαθιών.
Και καθώς η έμφυτη περιέργεια (εξ ίσου καλά εγκατεστημένη και στους δύο), υπερτερεί της απαιτούμενης σωφροσύνης, οι δύο φίλοι προχωρούν προσεκτικά στο εσωτερικό του σκιερού στενού για να δουν τι τρέχει και προς τι αυτός ο σαματάς. Μια δυο στροφές παρακάτω θα χρειαστεί να σκύψουν για να αποφύγουν μερικά ιπτάμενα αντικείμενα που, αμέσως μετά, βλέπουν πως εκτοξεύονται από έναν αμυνόμενο άνδρα, ο οποίος στριμωγμένος δίπλα στον πάγκο ενός ¨τραπεζίτη¨ (προφανώς ειδικευμένου σε ¨σκοτεινές συναλλαγές¨ μια που έχει εγκατασταθεί ακριβώς στο βάθος του σκιερού στενού), προσπαθεί να αποκρούσει μια ομάδα από τρεις – τέσσερεις μικρόσωμους, πλην όμως γεροδεμένους νεαρούς, οπλισμένους με μαχαίρια και κοντά σπαθιά. Ό ίδιος χειρίζεται με επιδεξιότητα ένα επίσης κοντό ξίφος, ενώ παράλληλα προσπαθεί να αποκρούσει τους επιτιθέμενους πετώντας εναντίον τους ό, τι μπορεί από τις πλάκες αργίλου και τα αγαλματίδια που βρίσκονται πάνω στον πάγκο. Ο ιδιοκτήτης του τραπεζιού δεν είναι ορατός αυτή τη στιγμή, αλλά μάλλον είναι αυτός που ακούγεται να στριγγλίζει απελπισμένα κρυμμένος κάπου ανάμεσα στα υφασμάτινα παραπετάσματα του καταστήματος.

Ο Οινοκράτης δε μπορεί να διακρίνει τα χαρακτηριστικά του αμυνόμενου, αλλά αντιλαμβάνεται ότι υπάρχει κάτι το μη συνηθισμένο στον τρόπο που κινείται. Το εντοπίζει. Τίποτα το εξαιρετικά ανακόλουθο: ο αμυνόμενος είναι αριστερόχειρας. Όμως αυτή η παρατήρηση βάζει σε κίνηση μια σειρά συνειρμούς που οδηγούν τον οξυδερκή Σικελό σε μια άμεση (παρεμβατική) απόφαση. Κάνει νόημα στον Πέρση, δείχνοντάς του μια σειρά από μεγάλα τηγάνια που τυχαίνει να είναι κρεμασμένα (προς πώληση) ακριβώς πάνω από τα κεφάλια τους. Εκείνος αντιλαμβάνεται και (ευτυχώς) αποφεύγει να σχολιάσει την υπονοούμενη παρότρυνση.
Παίρνουν λοιπόν ανά χείρας από ένα βαρύ σιδηρούν τηγάνι έκαστος.
Εκείνο που θα αλλάξει την πορεία της σύγκρουσης στο απομακρυσμένο σκιερό στενό, δεν είναι βέβαια το ότι στην πλευρά του αμυνόμενου αριστερόχειρα προστέθηκαν δύο τηγανοφόροι, όσο το ότι αυτό συνέβη αρκούντως ξαφνικά και απροσδόκητα και κυρίως στο ότι η μη αναμενόμενη εμπλοκή τους προέρχεται από τις πλάτες των επιτιθέμενων. Και έτσι (τοιουτοτρόπως) μερικές καλοζυγιασμένες τηγανιές αρκούν για να αποτραπεί η επίθεση των νεαρών, όσοι από τους οποίους δεν βυθίζονται άμεσα σε καρουμπαλοφόρα κώματα, αποχωρούν επισπευσμένα προς άγνωστους προορισμούς.
«Εσάς κάπου σας έχω ξαναδεί…» είναι τα πρώτα λόγια του διασωθέντος προς τους αναπάντεχους, αν όχι σωτήρες, τουλάχιστον ενισχυτές και απρόσμενους συμπαραστάτες του.
«Ημείς παπαρομοίως», επιβεβαιώνει ο Χοντρόης.
«Μόνο που δε περιμέναμε να σε συναντήσουμε εδώ», συμπληρώνει ο Οινοκράτης.
«Μάλλον εν ταις Αθήναις, το πιπιθανότερον…» διευκρινίζει ο κυκλικός Ανατολίτης
Ο αριστερόχειρας πολεμιστής τους κοιτάζει προσεκτικότερα, από κοντά.
«Μα ναι, μα ναι, οι απεσταλμένοι της Θαίδας στα Σούσα», θυμάται ξαφνικά.
«Όχι ακριβώς αυτοί, αλλά εκείνοι που τους συνόδευαν. Και εσύ επομένως -είχα δίκιο- είσαι ο τραυματίας πολεμιστής, ο Παλαμήδης ο Αθηναίος. Δε σε αναγνώρισα αμέσως, αλλά θυμόμουν ότι είχες τραυματιστεί σοβαρά στο δεξί χέρι και αυτό ήταν η βασική αιτία που επέστρεφες στην Ελλάδα. Μου ήρθε στο νου καθώς παρατηρούσα τον τρόπο που αντιμετώπιζες τους ληστές. Το εξάσκησες βλέπω μια χαρά το ευώνυμο… Μα καλά, δε θα έπρεπε να είσαι ήδη στην Αθήνα…;»
«Πάμε να σας προσφέρω από μια κύλικα οίνο κεκραμένο, και θα σας αφηγηθώ τις περιπέτειες του ταξιδιού μου ως εδώ. Μόνο ας πάμε προς ένα πιο πολυσύχναστο μέρος γιατί εδώ μέσα είναι πολύ σκοτεινά και δε ξέρει κανείς από πού πρέπει να φυλαχτεί…» είπε ο πολεμιστής μαζεύοντας τα όπλα και τον ταξιδιωτικό του σάκο.

Εν τω μεταξύ, το ίδιο εκείνο πρωί, στο βαρύρρυθμο διοικητικό Μέγαρο που κυριαρχεί στην πλατεία του Αγηνορείου, ο Ύπαρχος Μένης από την Πέλλα και ο λόγιος Εύελπις ο Μεγαρεύς, συζητούν προσπαθώντας να βρουν μια λύση που θα επιτρέψει τη συνέχιση του ταξιδιού των κειμηλίων και της ομάδας που τα συνοδεύει προς την πατρίδα τους: το περίφημο, αλλά ακόμη μακρινό Ένδοξο (κλεινόν) Άστυ των Αθηνών. Τα πλοία που θα μεταφέρουν τους χάλκινους ¨τυραννοκτόνους¨ και την συνοδεία τους, αν και θα έπρεπε να είναι ήδη εδώ, ακόμη καθυστερούν με τρόπο ανεξήγητο και δυσοίωνο.
«Όχι, δεν υπάρχουν ακόμη νέα από τη έκτακτη Μοίρα του στόλου που περιμένουμε», επαναλαμβάνει ο Μένης θωπεύοντας αφηρημένα το κοντό κοκκινωπό του γένι. «Εκείνο που είναι γνωστό είναι ότι αποτελείται από τέσσερα αθηναϊκά πλοία που απέπλευσαν από την Κύπρο αμέσως μόλις έλαβαν το μήνυμά μας. Ξέρω επίσης ότι τα πληρώματα είναι έμπειρα και ο μοίραρχος ένας ικανός πειραιώτης ναυτικός. Έφτασαν βέβαια νέα ότι τις τελευταίες μέρες εμφανίστηκαν καταιγίδες στην νότια εσωτερική θάλασσα. Ελπίζω η κακοθυμία του Ποσειδώνα απλά να τους καθυστερεί κι όπου να ΄ναι να καταπλεύσουν στον λιμένα. Αν δεν είχε προηγηθεί η πειρατική επίθεση για την οποία σου μίλησα δεν θα ανησυχούσα καθόλου, αλλά και πάλι είμαι αισιόδοξος».
«Εάν όμως η αισιοδοξία σου, για οποιοδήποτε λόγο, δεν επαληθευτεί;» ρωτάει στα ίσια ο Εύελπις. «Ξέρεις ότι το ταξίδι μας πρέπει να ακολουθήσει ένα χρονοδιάγραμμα που δεν έχει πολλά περιθώρια υπέρβασης».
«Μην ανησυχείς. Αν τα πλοία δεν φτάσουν έγκαιρα, η διοίκηση της Τύρου θα αναλάβει την πλήρη οργάνωση του υπόλοιπου ταξιδιού σας ως την Αθήνα. Όμως θα προτιμούσα να σας συνοδεύσουν τα αθηναϊκά πλοία, γιατί έχω φτάσει πρόσφατα εδώ και δεν είμαι σε θέση να ξέρω με απόλυτη σιγουριά σε ποιον μπορώ να έχω εμπιστοσύνη και σε ποιον όχι. Πάντως εξετάζω και το ενδεχόμενο να χρησιμοποιήσουμε τα ντόπια πλοία».

Ο Μένης έστειλε το βλέμμα του στο μεγάλο παράθυρο κι από εκεί στον μακρινό δυτικό ορίζοντα. Έπειτα στράφηκε πάλι προς τον Μεγαρέα. «Επί τη ευκαιρία ήθελα να σε ενημερώσω ότι χτες το βράδυ είχα μια απρόσμενη πρόταση σχετική με το θέμα μας…»
«Δηλαδή;» απόρησε ο Εύελπις.
«Με επισκέφτηκε μια αντιπροσωπεία από γηγενείς. Ήταν ενήμεροι για το ταξίδι σας, πράγμα άλλωστε που δεν κρατήσαμε κρυφό, μια που η επιστροφή των κειμηλίων είναι μια πράξη δικαιοσύνης και αυτό είναι κάτι που πρέπει να γίνεται γνωστό σε όλους. Παρατήρησαν, μου είπαν, ότι αντιμετωπίζουμε πρόβλημα με τη συνέχιση του ταξιδιού και προσφέρθηκαν να βοηθήσουν…»
«Με ποιο τρόπο;»
«Έφτασε πρόσφατα στο λιμάνι μια εμπορική νηοπομπή από την Καρχηδόνα, ξέρεις, την ισχυρή δυτική αποικία της Τύρου με την οποία συγκρούονται συχνά οι έλληνες της Σικελίας. Σε δείγμα καλής θέλησης και εν όψει μιας ενδεχόμενης συνεργασίας μαζί μας, προσφέρονται επιστρέφοντας στην πατρίδα τους, να σας μεταφέρουν εκείνοι στον Πειραιά, έναντι βέβαια μιας συμβολικής αμοιβής. Τι λές;»
«Πότε αναχωρούν;»
«Σήμερα ολοκληρώνουν την φόρτωση, μου είπαν. Από αύριο μπορούν να αποπλεύσουν».
«Εσύ τι λες;»
«Σου είπα ήδη ότι δεν γνωρίζω ακόμη καλά πόσο αξιόπιστοι είναι οι ντόπιοι. Ακόμη και οι πληροφοριοδότες μας είναι επιφυλακτικοί. Από την άλλη μεριά οι Καρχηδόνιοι είναι γνωστοί για την εμπορική τους πολυπραγμοσύνη, αλλά δρουν στην άπω Δύση και δεν είχαμε ως τώρα την ευκαιρία να διερευνήσουμε άμεσα τις προθέσεις τους».
«Πόσα πλοία;»
Δύο φορτηγά και τρία συνοδευτικά, μικρότερα και ευέλικτα, ανάλογα με τις δικές μας τριήρεις. Υπάρχει χώρος, μου είπαν, γιατί ο όγκος των εμπορευμάτων με τα οποία επιστρέφουν είναι μικρότερος από τον όγκο εκείνων που μετέφεραν στην Τύρο από την Καρχηδόνα.
«Είναι αραγμένοι εδώ ή στο νότιο λιμένα, τον ¨Προς την Αίγυπτο¨;»
«Εδώ. Αν πας ως το παράθυρο θα διακρίνεις τα χοντρά φορτηγά στην πρώτη προκυμαία».
«Νομίζω ότι είναι καλύτερα να κάνω μια βόλτα ως τα εκεί», απάντησε ο Εύελπις και σηκώθηκε.
«Περίμενε, θα έρθω μαζί σου», τον πρόλαβε ο Μένης, ενώ παράλληλα έκανε νόημα στους δύο φρουρούς που έστεκαν στην είσοδο της αίθουσας να τους ακολουθήσουν.
