Ποίημα του Νίκου Μοσχοβάκου

ΑΞΕΧΑΣΤΟΣ ΚΑΛΠΑΣΜΌΣ
Ιερέας των Καβείρων είμαι
γυμνός πάνω στ’ άλογό μου
καλπάζω από Ορεστιάδα και Σαμοθράκη
μέχρι του Ταίναρου την άκρη να φτάσω.
.
Περνώ βουνά και πεδιάδες
με την περιέργεια του ταξιδευτή
ανακαλύπτω πόλεις και χωριά
ξαποσταίνω στην Έδεσσα
διασχίζω τον Θεσσαλικό κάμπο
και της Κωπαΐδας την εύφορη πεδιάδα
γεμάτος με την ιερή νοσταλγία
σταματώ στης Θήβας τον ιερό χώρο
για να στοχαστώ και να δοξάσω
τη θεότητα της ύπαρξης και του μέλλοντος
όπως μού επιβάλλει η ιερατική μου
ιδιότητα και αγωνία αγάπης.
.
Τις νύχτες μετρώ τ’ άστρα
κι όταν έχει φεγγαράδα
μια σκιά που καλπάζει
εγώ και τ’ άλογό μου
ανακαλύπτουμε περιοχές της αιωνιότητας
όπου αρχαίοι άγγελοι υποδέχονται
την αλήθεια και την υμνούν
χάριν των μυημένων και των νικητών.
.
Πορεύομαι αδιαπραγμάτευτα προς τον νότο
διαβαίνω από τα Αροάνια και τον Χελμό
δυτικά πορεύομαι προς την Πάτρα
και τ’ αλόγου οι οπλές
μουσικές κρουστών γεμίζουν τον αέρα.
.
Στο Ρίο ξαποσταίνω και της νεότητάς μου
την ακμή καταλαγιάζω
σε τελετές Καβείριων μυστηρίων
με πανάρχαιες θεότητες
που ψαύουν την αδιαλλαξία μου
και την δεξιότητά του σαν ιππέα μαχητή
σχίζοντας το μαύρο της νύχτας
και το έναστρο τ’ ουρανού.
.
Ύμνοι, ιαχές, αλλοφροσύνη
επωάζουν της μνήμης τη δόξα
κι αποθεώνουν την τελετουργική
σύμπραξη με των δαιμόνων μου
την άθραυστη, ακριβή πανοπλία.
Σύνθλιψη της μοναξιάς και του δέοντος
αραχνοΰφαντες στιγμές
και περιζήτητες επινοήσεις
συγκροτούν το φυσικό και το μοιραίο.
.
Καβαλάρης με καβείρια συνέπεια
αγγίζω τη σιωπή και τα όριά μου
ταξιθετώ τις άρρητες δοξασίες μου
και πορεύομαι πάνω από τον Ταΰγετο
προς τον αληθινό μου προορισμό
το νεκρομαντείο του Ποσειδώνα
στο ακρωτήριο Ταίναρο.
.
Εκεί με άλλους ιερείς και υμνωδούς
θ’ απολαύσουμε των ιδεών μας την ευωδία
και πλάι στης θάλασσας την ιερότητα
ακούγοντας την Τραβιάτα
θα δοκιμάσουμε των ροδακίνων τη γεύση
από τη θεία φρουτιέρα του Ναού.
.
Ε! Τότε θα ξεπεζέψω οριστικά
και τον λευκό μου ίππο θα ελευθερώσω
θα τον αφήσω να καλπάζει ικανοποιημένος, νικητής
πάνω στη θάλασσα, δίπλα στην πύλη του Άδη.
