Ένα ποίημα του Νίκου Μοσχοβάκου

Θυμωμένος ο Δίας
από την αφροσύνη των θνητών
και των αρχόντων την αλαζονεία
σμίγει τα φρύδια του πεισματικά
κι εξαπολύει κεραυνούς και αστραπές
μαινόμενος εκδικητής
στύβει τα σύννεφα γύρω απ’ τον Όλυμπο
κι απελευθερώνει καταιγίδες
μέσα στων ανέμων τη μανία
πάνω από την Πιερία και τη Θεσσαλία
τόσο δυνατές και σφοδρές
που παρασύρουν κάθε τι που συναντούν.
Απώλεια ανθρώπων και αμέτρητων ζωών
σημαδεύουν την πρωτοφανή κακοκαιρία
και κόλαση λάσπης και ποταμιών
γίνεται ο βίος των θνητών
που οδύρονται για τη συμφορά.
.
Ο Ιάσονας στη Μαγνησία
μόλις έχει χάσει το σανδάλι του
που το παρέσυρε το ρεύμα των υδάτων
και ψάχνει να βρει δικαιολογίες
στον θείο του τον Πελία που του τα χάρισε.
Σκέφτεται με ενοχή γεμάτος
ότι θα βρει μια ικανή αιτία
για την επιπολαιότητά του
να προσπερνά τα ποτάμια
με της νεότητάς του την παρόρμηση.
.
Ω! Ναι η κλιματική αλλαγή φταίει
όπως θα πουν μετά από χιλιάδες χρόνια
οι κλιματολόγοι και οι ειδικοί.
Το βρήκα, αναφωνεί ικανοποιημένος
γιατί το άλλοθι είναι ατράνταχτο
εμπεριέχεται στης θεομηνίας το νόημα.
Εξάλλου υπογραμμίζει πειστικά
πρώτη φορά ηττήθηκαν οι Μυρμιδόνες
κι απτόητος συνεχίζει τον δρόμου του
για την κατεστραμμένη Ιωλκό.
Κάποτε είναι βέβαιο ότι κάτω από τη λάσπη
η αρχαιολογική σκαπάνη θ’ αποκαλύψει
ανάμεσα σε οστά και άλλα αντικείμενα
το απολεσθέν σανδάλι
του νεαρού άμυαλου Ιάσονα
που έτρεχε μες τη θεομηνία.
