Αδικίαν φεύγειν
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 30 Ιανουαρίου, 2024
Ένα ποίημα του Λευτέρη Μανωλά
ΚΛΕΟΒΟΥΛΟΣ ΚΑΙ ΓΟΛΙΑΘ
Ήτανε μια νύχτα αφέγγαρη και
θεοσκότεινη
τόσο που δεν ξεχώριζες τον ποταμό από
τη θάλασσα,
σύνορό τους οι λαίμαργοι κροκόδειλοι που
παραμόνευαν, άγρυπνοι, για καλοθρεμμένους
κέφαλους.
Βιαστικά, άλαλος, μάζεψε σ’ ένα πολύχρωμο
ντουρβά
και τους τελευταίους, αχώριστους, πάπυρους
με τις σημειώσεις που κρατούσε, όλα
τα χρόνια, σπουδάζοντας εκεί στα ξένα.
Στο λιμάνι, η διήρης, φορτωμένη, τον
περίμενε με φώτα σβηστά και με λυτούς τους
κάβους.
Ο κοντόσωμος καπετάνιος, πατριώτης λινδιακός,
φίλος αχώριστος του πατέρα, τον καρτερούσε
αγέλαστος,
φρουρώντας το πολύτιμο μπαουλάκι του.
Έτσι, κράτησε το λόγο που έδωσε
όταν τον είχε πρωτοφέρει εδώ, παιδί σχεδόν,
για να σπουδάσει, νέες επιστήμες,
κοντά στους γραμματιζούμενους της χώρας των
Φαραώ.

Το μακελειό στην Καρσεμίς και το αίμα
που χύθηκε εκεί, άφησε τα ίχνη του
ανεξίτηλα.
Νυχτωμό στον τόπο, μοιρολόγι στους ανθρώπους.
Και μια θλιβερή ανάμνηση ο τρανός
Ταχάρκα.
Ο Νεχώ και οι διάδοχοί του, δεν κατάφεραν
να ξαναδώσουν την παλιά του αίγλη στο
Βασίλειο.
Τα αποδημητικά πετεινά του ουρανού
άλλαζαν διαδρομές και προορισμούς
μη βρίσκοντας καρπούς για να τραφούν,
αλλά και πετώντας ν’ απορρίψουν.
Με τον καιρό χανόταν η πρασινάδα από
τις κοιλάδες
και τα τιτιβίσματα από τα σοκάκια.
Οι χωρίς τελειωμό ληστείες και οι
αναίτιες δολοφονίες, μα πιο πολύ η έλλειψη
έμπειρων δασκάλων τον ανάγκασαν σε
φυγή.
Δίχως να λογαριάζεται και το άλγος
του νόστου.
Δεν προλάβανε τα φώτα, τα πολύχρωμα, της
Ταμιάτ
από τα μάτια τους να χάσουν, όταν
ένας θεότρελος κι αναπάντεχος Γαρμπής
τους πήρε και τους σήκωσε, σπρώχνοντας,
αβάστακτα, ανατολικά το δυνατό σκαρί.
Μπροστά τους η σκοτεινή απειλή του
Ποσειδώνα
τους αφάνισε κάθε εικόνα χρωματιστή,
τους αφαίρεσε κάθε μυρουδιά λαχταριστή.
Τι που κατέβασαν τα γερά ιστία,
τι που ανέβασαν τα ελατήσια κουπιά,
ο τιμονιέρης μάταια προσπαθούσε, με
το λιναρένιο σκοινί, το δίκωπο πηδάλιο να
συγκρατήσει.
Ίσα που πρόλαβε φωνή να βγάλει, πως τα
φώτα της Γάζας φάνηκαν, στο βάθος της
σκοτεινιάς,
όταν θεόρατο κύμα τούκλεισε το στόμα
μονομιάς
μα και τα μάτια των πιο πολλών στην κουπαστή
και αντάμα μ’ εκείνον, με τους πάπυρους αγκαλιά,
κάθε έγνοια του και θύμηση μαζί.
Όταν, πιά, τα μάτια μπόρεσε να μισανοίξει
ένιωσε πάνω σε στρωσίδια πουπουλένια νάναι
ξαπλωμένος,
μέσα σε βεδουϊνικη καταπλούμιστη σκηνή.
Πολύχρωμα χαλιά με σκηνές ηρώων
σε άτια αγέρωχα ανεβασμένους,
με σπάθες και δόρατα ψηλά να
ανεμίζουν,
χρέμια χρυσοκέντητα τα πλαϊνά να
ομορφαίνουν
και λάμπες κρεμαστές το μέρος να
φωτίζουν.
Τον αποξύπνησαν οι φωνές του πιο ρυτιδωμένου
της φαμίλιας, που σαν πρεσβύτερος
αυτός,
σε σκαλιστό σκαμνί καθόταν και οι
υπόλοιποι νοματέοι ανακούρκουδα καθιστοί
με τα βλέφαρα ορθάνοιχτα από τα χείλη του
κρεμόταν.

Εκείνος, μέσα σε λήθαργο και από πνιγμό σωσμένος,
μετά δυσκολίας ξεχώριζε λέξεις και νοήματα
που ο παππούς ασταμάτητα ξεστόμιζε
και λάμψη έδιναν στα μάτια που τον άκουγαν.
Πιο πολύ σ’ εκεινού του αμούστακου αγοριού
που δίπλα του τον είχε και καθόταν
κι όλο με νόημα και μ’ έμφαση τον ονομάτιζε
Γολιάθ.
Και όλο φούσκωνε ο αγέρας της ερήμου,
ταρακουνώντας τα κρεμαστά φανάρια
της σκηνής, στο ρυθμό της αφήγησης του
γενάρχη.
Ακαταπόνητος ο γηραιός θεματοφύλακας με το
Βλέμμα
στο κέντρο της κορυφής της σκηνής, δύναμη να
παίρνει
συνέχιζε επίμονα και γλαφυρά την αφήγησή του.
Πως οι σημερινοί ταλαίπωροι συγχωριανοί τους, οι
Πελεσέτ
κρατούσαν από τους παλιούς κραταιούς πολεμιστές
Φιλιστίνους
και με χαμηλωμένη τη φωνή σαν μυστικό να λέει.
Ένας προπροπάππους του, με του εγγονού του το
όνομα
που ούτε πανύψηλος ήτανε, αφού ούτε που τις
εννιά
πιθαμές δεν ξεπερνούσε, μα και ούτε κανένας
σιδερόφραχτος,
μονάχα τα ξένα γίδια έδιωχνε από του χωριού του το
σύνορο,
που δεν ήταν παρά μια μεγάλη άχρηστη σπάθα
αστραφτερή
που ο σιδεράς στο χώμα κάποτε είχε μπήξει.
Οπότε, μια νύχτα σημαδιακή, έκατσε σιμά
στο σύνορο να ξαποστάσει και στην πέτρα
πάνω
σαν έγειρε να ξαπλώσει, μόλις που πρόλαβε να
ακούσει το τροχό του άρματος που του πήρε το
κεφάλι.
Έτσι δεν πρόλαβε να ακούσει τις σπαραχτικές
φωνές παιδιών και γυναικών, μήτε να δει
τα δρεπανοφόρα, κομματάκια να τους
κάνουν.
Με λαφυραγωγημένα άρματα και κράνη
δεν καταλάβαινες ποιοι αχαΐρευτοι Χαναναίοι
ήταν,
συνέχιζε κατακόκκινος να αφηγείται ο
παππούς.
Αλλά κι ούτε πρόλαβε να δει τις πυρωμένες μπάλες
που πέφτανε χιλιάδες από ψηλά, που κάνανε τη νύκτα
μέρα.
Άλλες πύρινες μπάλες ερχόταν από τα υψώματα
κι άλλες από τη θάλασσα, από αμέτρητες άγνωστες
νήες με καταπέλτες μεγάλης απόστασης βολής.
Μια αφήγηση έντονη και ζωντανή, τόσο που
στο λήθαργό του ένιωσε την πτώση μιας μπάλας
δίπλα του, τόσο που τον ταρακούνησε αληθινά!
Όμως, δεν ήταν παρά το ελαφρύ χέρι της μάνας του,
που σκουντώντας τον, χαμηλόφωνα του φώναξε:
Ξύπνα Κλεόβουλε, το σχολικό ώρα πολλή, έξω σε
περιμένει.
Και τρέχοντας, απάντησε στου οδηγού το απορημένο
βλέμμα.
«Βία μηδέν πράττειν»
«Αδικίαν φεύγειν»
Σε λίγο από το ραδιόφωνο του οχήματος,
η φωνή του σχολιαστή ακούστηκε να λέει, πως
με τους χθεσινοβραδυνούς βομβαρδισμούς στη
Γάζα
τα νεκρά παιδιά ξεπέρασαν δέκα φορές τα
χίλια.
Απογοητευμένος, αφήνοντας τα μάτια του να
σφαλίσουν,
στοχαζόταν πως τώρα πλέον στα βουνά των
ερειπίων,
που άφησαν στο πέρασμά τους λεγεώνες ποτισμένες
νηπενθές,
οι οποίες δεν υποκρίθηκαν καν να προσπεράσουν ούτε
το Αλ Ντάρατζ,
σε γη έρημο που αενάως διεκδικείται και
εκδικείται,
θα μπορεί, άφοβα πάλι, εδώ, να ευδοκιμεί το Ρόδο
της Ιεριχούς.
ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΜΑΝΩΛΑΣ

H jota (λαϊκός ισπανικός χορός) των φοιτητών. Zarzuela 1875
*
[Από τις ¨Ζωγραφιές μου¨ - Λάδι σε χαρτόνι - Άνοιξη 2015]
*













































*










Σχολιάστε