.

Η ΚΟΥΡΕΜΕΝΗ
Περπατώ, και τι βλέπω…;
.
Η όμορφη που τα ‘χε / με τον Γερμαναρά
[με τον Γερμαναρά]
Να που της κόβουν τώρα /σύριζα τα μαλλιά
[όλα της τα μαλλιά…]
.
Αυτή που τα ¨Ιχ λίμπε ντιχ¨ / μονάχα προτιμούσε
[μονάχα προτιμούσε],
έτυχε κι επί κεφαλής/ κότσο -ποστίς¨ φορούσε
[chignon – ποστίς φορούσε]
.
Να σου και οι ¨ξεβράκωτοι¨ / με φρυγικά σκουφιά
[με φρυγικά σκουφιά]
φέραν κι έναν μπαρμπέρη / που κούρευε σκυλιά
[που κούρευε σκυλιά…]
.
Άραγε …
Θά ‘πρεπε άραγε κι εγώ / να ανακατευτώ;
[να ανακατευτώ;]
για της κυράς την χαίτη / λόγο καλό να πω;
[να πω λόγο καλό;]
.
Όμως κομπλάρω κι ούτε που / μπορώ να κουνηθώ
[μπορώ να κουνηθώ]
ούτε τους τριχοκόφτες να μην τους φοβηθώ
[να μην τους φοβηθώ]
.
…Και σαν την καταντήσαν / σαν βούρτσα ξεραμένη
[Χτένα ξεδοντιασμένη]
Κι από τις μπούκλες πια / καμιά δεν απομένει
[καμιά δεν απομένει]…
.
Τότε…
Κότσο και τσιμπιδάκι / βλέπω χάμω πεσμένα
[ βλέπω χάμω πεσμένα]
Και λέω πως είναι κρίμα, / να πάν κι αυτά χαμένα
[να πάν κι αυτά χαμένα]
.
Σκύβω, πιάνω τον κότσο / και τον ανασηκώνω
[και τον ανασηκώνω]
με έπαρση στο πέτο μου / πάνω τον καρφιτσώνω
[πάνω τον καρφιτσώνω]
.
Μα των σινιόν οι κόφτες, / γυρίζουν, με κοιτάνε
[γυρίζουν, με κοιτάνε]
Βλέπουν ¨τουπέ¨ πως έχω, / κι ύποπτο με περνάνε
[κι ύποπτο με περνάνε]
.
Σκέφτομαι…
Για την πατρίδα μου αφού / δεν έχω πια αξία
[δεν πιάνω ούτε μία ]
χωρίς μετάλλιο τιμής, χωρίς πολέμου μνεία…
[δίχως πολέμου μνεία]
.
…Εν τούτοις…
Δεν υποφέρω πια γι αυτό / γιατί εν κατακλείδι
[διότι εν κατακλείδι ]
Έχω πια την κονκάρδα μου,! / το νέο μου στολίδι!!!
[το νέο μου στολίδι].
.

LA TONDUE
.
La belle qui couchait avec le roi de Prusse,
Avec le roi de Prusse,
À qui l’on a tondu le crâne rasibus,
Le crâne rasibus,
.
Son penchant prononcé pour les «ich liebe dich «,
Pour les «ich liebe dich «,
Lui valut de porter quelques cheveux postiches,
Quelques cheveux postiches.
.
Les braves sans-culottes, et les bonnets phrygiens,
Et les bonnets phrygiens,
1Ont livré sa crinière à un tondeur de chiens,
À un tondeur de chiens.
.
J’aurais dû prendre un peu parti pour sa toison,
Parti pour sa toison,
J’aurais dû dire un mot pour sauver son chignon,
Pour sauver son chignon,
.
Mais je n’ai pas bougé du fond de ma torpeur,
Du fond de ma torpeur.
Les coupeurs de cheveux en quatre m’ont fait peur,
En quatre m’ont fait peur.
.
Quand, pire qu’une brosse, elle eut été tondue,
Elle eut été tondue,
J’ai dit : » C’est malheureux, ces accroch’-coeur perdus,
Ces accroch’-coeur perdus. «
.
Et, ramassant l’un d’eux qui traînait dans l’ornière,
Qui traînait dans l’ornière,
Je l’ai, comme une fleur, mis à ma boutonnière,
Mis à ma boutonnière.
.
En me voyant partir arborant mon toupet,
Arborant mon toupet,
Tous ces coupeurs de natt’s m’ont pris pour un suspect,
M’ont pris pour un suspect.
.
Comme de la patrie je ne mérite guère,
Je ne mérite guère,
J’ai pas la Croix d’Honneur, j’ai pas la Croix de Guerre,
J’ai pas la Croix de Guerre,
.
Et je n’en souffre pas avec trop de rigueur,
Avec trop de rigueur.
J’ai ma rosette à moi : c’est un accroche-coeur,
C’est un accroche-coeur.

H jota (λαϊκός ισπανικός χορός) των φοιτητών. Zarzuela 1875
*
[Από τις ¨Ζωγραφιές μου¨ - Λάδι σε χαρτόνι - Άνοιξη 2015]
*













































*









