Βασίλης Νόττας: Το Ιστολογοφόρο

Κοινωνία, Επικοινωνία, Φαντασία και άλλα

  • Βόλτα στο ιστολογοφόρο με μουσική του Μάουρο Τζουλιάνι

  • Περισσότερα για το ιστορικό μυθιστόρημα "Κύλικες και Δόρατα": Κλικ στην εικόνα

  • Δημοφιλή άρθρα και σελίδες

  • Οι καιροί που αλλάζουν...

  • Κυκλοφόρησε:

  • Εκδότης: Ι. Σιδέρης ISBN: 978-960-08-0850-6 Σελίδες: 646 Σχήμα: 17×24 Συγγραφέας: Β. Νόττας

  • *

  • ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΦΙΛΩΝ

  • LIBRI RECENTI DI AMICI

  • Κυκλοφόρησε από τις εκδ. Παπαζήση η νέα ποιητική συλλογή του Λευτέρη Μανωλά

  • Ποιήματα και ποιητικά κείμενα από τον Ηλία Κουτσούκο.

  • * Η νέα συλλογή ποιημάτων του Νίκου Μοσχοβάκου.

  • * Κυκλοφόρησε το νέο βιβλίο του Τηλέμαχου Χυτήρη ¨Ημερολόγιο μιας επιστροφής¨ από τις εκδόσεις ¨Μελάνι¨ .

  • * ¨Απριλίου ξανθίσματα¨. Κυκλοφόρησε η νέα ποιητική συλλογή του Νίκου Μοσχοβάκου, από τις εκδόσεις Μελάνι.

  • Αισθάνθηκε μια δαγκωνιά στη μνήμη. Ήταν το παρελθόν που σαν αδέσποτο σκυλί είχε επιτεθεί στο είναι του. Οι σταγόνες αίμα που έσταξαν κοκκίνισαν τις εικόνες. *** Η νέα ποιητική συλλογή του Νίκου Μυλόπουλου ¨Τέλος της Περιπλάνησης¨. Από τις εκδόσεις ¨Γαβριηλίδης¨

  • *** Κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ¨Μελάνι¨ η νέα ποιητική συλλογή του Νίκου Μοσχοβάκου ¨Αιφνίδια και διαρκή¨

  • Ο Θηβαίος στρατηγός Επαμεινώνδας οξυδερκής καθώς ήταν αλλά και θαρραλέος επινόησε πως έπρεπε να διορθώσει την ιστορία χωρίς αναβολές. Ασυμβίβαστος εκστράτευσε κατά της Σπάρτης με τον δαίμονα της υπερβολής κάτι σαν σαράκι να τρώει τα σωθικά του κι επέτυχε ν’ αλλάξει τον ρου τ’ αρχαίου κόσμου. Το πλήρωσε βέβαια στην Μαντίνεια πανάκριβα με τη ζωή του όμως διόρθωσε έστω για μια στιγμή την ανιαρή ιστορία. Δεν ήταν δα και λίγο αυτό. *****

  • Γράφει ο Ηλίας Κουτσούκος

  • ***** Γραφει ο Gianfranco Bettin

  • ***** Γράφει ο Νίκος Μοσχοβάκος

  • Η ΕΚΔΙΚΗΣΗ Τώρα που τάπαν όλα οι ποιητές εσύ τι θα γράψεις ; μου αντέτεινε η άπτερος Νίκη της Σαμοθράκης. Κι εγώ την αποκεφάλισα.

  • [Από τις ¨Ζωγραφιές μου¨ - Πορτρέτο του Νίκου - Λάδι] Η ΣΥΜΒΟΥΛΗ Πάντοτε μούδιναν την συμβουλή να γίνω τέλειος. Έτσι μίσησα την τελειότητα κι επιδόθηκα στην λατρεία των ατελειών. Έχω λοιπόν πολλά να κάνω αναζητώντας μέσα από ελλείψεις τον εαυτό μου σε πείσμα των τελειομανών που επαναπαύονται στον μοναδικό δρόμο τους με την σιγουριά του αλάθητου. Εγώ πορεύομαι μες τις αμφιβολίες και τον κίνδυνο του ατελέσφορου στόχου ποτέ παροπλισμένος αφού πάντα μάχομαι. *****

  • [Από τις ¨Ζωγραφιές μου¨ - Λάδι σε χαρτόνι - Γενάρης 2015] Tα πνευματικά δικαιώματα όλων των εικόνων και των μουσικών που αναδημοσιεύονται εδώ ανήκουν αποκλειστικά και μόνο στους δημιουργούς τους.

  • Σχόλια

    suriforshee1988's avatarsuriforshee1988 στη Οι κορασίδες και οι παραχ…
    Άγνωστο's avatarΑνώνυμος στη Οι χαρταετοί θα επιστρέψουν κα…
    Άγνωστο's avatarΑνώνυμος στη Σκηνές από τη δεκαετία του…
    Jude's avatarJude στη Ευτυχισμένους έρωτες δεν …
    Άγνωστο's avatarΑνώνυμος στη Ποιητικές παραβολές ή  Ο…
  • Βιβλία και άλλα κείμενα

    Κοινωνία, επικοινωνία, εξουσία: Από τον Βωμό και τον Άμβωνα στην οθόνη. Η περίοδος της προφορικότητας και οι επικοινωνητές της. Μια κοινωνιολογική προσέγγιση στην ιστορία της επικοινωνίας και των μέσων. Εκδότης: Ι. Σιδέρης. Συγγραφέας: Βασίλης Νόττας. Σειρά: Δημοσιογραφία και ΜΜΕ. Έτος έκδοσης: 2009 . ISBN: 960-08-0468-0. Τόπος Έκδοσης: Αθήνα Αριθμός Σελίδων: 302 Διαστάσεις: 24χ17 Πρόλογος: Κώστας Βεργόπουλος. Αποσπάσματα στο Ιστολογοφόρο: κλίκ στην εικόνα

  • Συλλογή κειμένων: ΜΜΕ, κοινωνία και πολιτική. Ρόλος και λειτουργία στη σύγχρονη Ελλάδα. Επιμέλεια: Χ. Φραγκονικολόπουλος Εκδόσεις Ι. Σιδέρης, 2005 Αριθμός σελίδων 846. ISBN 960-08-0353-6, Κείμενο Β. Νόττας: ¨Επικοινωνιακή και πολιτική εξουσία τον καιρό της επέλασης των ιδιωτών¨ (σελ. 49). Κείμενο στο Ιστολογοφόρο: κλικ στην εικόνα.

  • Β΄Έκδοση. Εκδόσεις Ι. Σιδέρης. NovelBooks. Έτος έκδοσης: 2012. Αριθμός σελίδων: 610. Κωδικός ISBN: 9609989640. Εισαγωγικό σημείωμα στη 2η έκδοση: Γιώργος Σκαμπαρδώνης. Αποσπάσματα στο Ιστολογοφόρο: κλικ στην εικόνα του εξώφυλλου.

  • Vivere pericolosamente Ανθολογία διηγημάτων: 26 ιστορίες από την Ιταλία. Εκδόσεις: Αντίκτυπος. Αθήνα: 2005 Σελίδες: 342. Κείμενο Β. Νόττας: ¨Το διαβατήριο¨. Ανάρτηση στο Ιστολογοφόρο: Κλικ στην εικόνα του εξώφυλλου

  • ΚΡΥΑ ΒΡΥΣΗ Κοινωνική και Οικιστική εξέλιξη: ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ.- Συγγραφείς: Βασίλης Νόττας, Πάνος Σταθακόπουλος. Δήμος Κρύας Βρύσης Εκδόσεις Δεδούση. Σελίδες: 154 Θεσσαλονίκη 1998.

  • Εκδότης: Αρχέτυπο. Συγγραφέας: ΒΑΣΙΛΗΣ ΝΟΤΤΑΣ. Κατηγορίες: Φανταστική Λογοτεχνία. ISBN 978-960-7928-83-2. Ημερομηνία έκδοσης: 01/01/2002. Αριθμός σελίδων: 512. Αναρτήσεις στο Ιστολογοφορο: κλίκ στην εικόνα του εξώφυλλου.

  • Η «κατασκευή» της πραγματικότητας και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Αθήνα 1998. Πρακτικά διεθνούς συνεδρίου που οργανώθηκε από το Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών. Συλλογικό έργο. Έκδοσεις: Αλεξάνδρεια. Διαστάσεις: 24Χ17. Σελίδες: 634. Κείμενο Β. Νόττας: Κοινωνιολογικες παρατηρησεις πανω στην οπτικοακουστικη αναπαρασταση της συγχρονης ελληνικης πραγματικοτητας. Κείμενο στο Ιστολογοφόρο: κλικ στην εικόνα

  • Α΄Έκδοση Εκδότης ΠΑΡΑΠΕΝΤΕ Θέμα ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ/ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ Συγγραφέας: Βασίλης Νόττας (Ανώνυμος Ένας)

  • Ενα κείμενο στο βιβλίο του Κώστα Μπλιάτκα ¨Εισαγωγή στο τηλεοπτικό ρεπορτάζ" . Εκδόσεις ¨Ιανός¨ με τίτλο ¨Αξιοπιστία και οπτικό ρεπορτάζ¨

  • Περιοδικό ¨Εξώπολις¨ Τεύχος 12-13. Κείμενο με τίτλο ¨Το ραδιόφωνο των ονείρων. Ένα δοκίμιο περί ήχων φτιαγμένο με επτά εικόνες¨. Στο Ιστολογοφόρο: κλικ στην εικόνα.

  • Συμμετοχή σε λογοτεχνικό παιχνίδι σχετικό με τον (υποτιθέμενο) συγγραφέα Άρθουρ Τζοφ Άρενς. Δημοσιευμένο στο περιοδικό ¨Απαγορευμένος πλανήτης" τεύχος 6 (εκδόσεις ¨Παραπέντε¨). Για το πλήρες κείμενο κλικ στην εικόνα.

  • ¨Το Δεντρο¨ Τεύχος: 17-18 . Βασίλης Νοττας: Συζήτηση για τον κοινωνικό χώρο της Θεσσαλονίκης.

  • Διδακτορική Διατριβή ¨Δημόσια μέσα μαζικής επικοινωνίας και συμμετοχική Πολεοδομία¨. Σελίδες:788. Ψηφιοποιημένη στη βιβλιοθήκη του Παντείου

  • *
  • Συγγραφικά φίλων

    Ποιήματα και ποιητικά κείμενα του Νίκου Μοσχοβάκου (κλικ στην εικόνα)

  • Ποιήματα και ποιητικά κείμενα του Ηλία Κουτσούκου (κλικ στην εικόνα)

  • Μοτο-ταξιδιωτικά από τον Βασίλη Μεταλλινό (κλικ στην εικόνα)

  • Κάποιες απόψεις και άρθρα…

    Η γυναίκα τανάλια * Όταν ο Χάρι Πότερ συνάντησε τα λόμπι * Ο μικρός ήρωας * Πώς έκοψα το κάπνισμα και άλλα

  • …και ένα θεατρικό κείμενο: Ο Λυσίστρατος

    Παρωδία σε επτά σκηνές (κλικ στην εικόνα)

  • Περιπέτειες καρδιάς

    Για τα σχετικά κείμενα, κλικ στην εικόνα

  • Περιπέτειες συγγραφής

    Σημειώσεις για την ερασιτεχνική συγγραφή

Archive for the ‘ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ’ Category

Κύλικες και Δόρατα. Μέρος Η΄ Κεφάλαιο τρίτο: Εν τω μεταξύ, ο Οινοκράτης…

Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 22 Απριλίου, 2018

Κεφάλαιο τρίτο: Εν τω μεταξύ, ο Οινοκράτης…

Όπου ο (αισιόδοξος) Οινοκράτης προσπαθεί να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα, αλλά δεν προλαβαίνει…

akontismos2

Ναι είμαι ο Οινοκράτης. Όνομα κατοχυρωμένο και καταγραμμένο πλέον στα μητρώα της Αθηναϊκής πολιτείας.  Είμαι ο Οινοκράτης πατρός γνωστού και διασήμου, όπως τουλάχιστον πρεσβεύει ο πλέον έγκριτος μεταξύ των κατοίκων της Αττικής Γης, ο φιλόσοφος Αριστοτέλης.

Ναι, τον συνάντησα. Να πω μάλιστα ότι ήταν εκείνος που ζήτησε να με δει. Ήταν χαμογελαστός, με κοίταζε με συμπάθεια και φαίνεται ότι η ιστορία μου τον διασκέδαζε -με την καλή έννοια. Μου έδωσε και μερικές συμβουλές, ίδιες με εκείνες που, όπως είπε, δίνει και στο γιο του, το νεαρό Νικόμαχο. Εγώ του χαμογέλασα επίσης και τον ευχαρίστησα τόσο για τη βοήθειά του στην έρευνα για τις ρίζες μου, όσο και για τις συμβουλές του.

Είμαι ο Οινοκράτης  ο εκ Συρακουσών και δεν νομίζω πως τα μυαλά μου έχουν πάρει πολύ αέρα. Αυτοσυγκρατούμαι και αυτοελέγχομαι. Εκείνο που μου επιτρέπω, μετά την κατάληξη της έρευνας που με αφορά, είναι το να θέτω κι άλλα ερωτήματα, χωρίς αναστολές. Έχω φυσική κλίση στα ερωτήματα και τώρα ξέρω πια και έναν από τους λόγους: αυτόν που το όνομά του αρχίζει από Άλφα, κι ας του άρεσαν τα παρανόμια και τα καλόβολα παρατσούκλια.

Είμαι ο Οινοκράτης ο ταξιδεμένος∙ και αυτόν τον καιρό, ανάμεσα στα πολλά καινούργια της νέας φάσης της ζωής μου, διαβάζω και γράφω. Διαβάζω στη βιβλιοθήκη του οίκου του Ευρύνου, αλλά και σε εκείνη του Λυκείου στην οποία ο Αριστοτέλης μου επέτρεψε ελεύθερη πρόσβαση, τιμής ένεκεν (προς τον ευρύστερνο Δάσκαλό του), πράγμα που σημαίνει διπλή τιμή για τον Οινοκράτη, τον διατελέσαντα έως και δούλο.

Γράφω. Αυτή τη φορά όχι μόνον προς το αγαπημένο μου Πουλχερίδιον.  Αν και, όπου να ‘ναι, θα της γράψω μια μεγάλη επιστολή, με λεπτομέρειες για όλα αυτά τα αναπάντεχα που μου συμβαίνουν. Γράφω για να βάλω λίγη τάξη σε αυτά (τα φύσει αντιφατικά) που προσλαμβάνω επειδή ζω και σ’ αυτά (τα επίσης ανακατεμένα) που μαθαίνω επειδή διαβάζω. Γι αυτό να μην παραξενευτείς άγνωστέ μου αναγνώστη και να με συγχωρήσεις που βασικά απευθύνομαι σε εμένα τον ίδιο.images (3)

Έτσι λοιπόν φίλτατε, ο νέος  Οινοκράτης διαβάζει, γράφει, παρακολουθεί με αυξημένο ενδιαφέρον τη συντροφιά των σκύλων, ή κυνικών, και κάνει μακρές συνομιλίες εκεί κάτω, στου Κυνοσάργους, με τον Κράτη τον Θηβαίο και την όμορφη Ιππαρχία, τη γυναίκα του. Αυτοί οι δύο είναι οι αγαπημένοι μου συνομιλητές πάνω σε θέματα όπως η αναζήτηση της Ευτυχίας, ή η σχέση αυτής της τελευταίας με την Αρετή, ή εάν -αυτή η τελευταία- είναι θέμα ιδιωτικό ή δημόσιο, και ένα σωρό άλλα, παρόμοια.  Αλλά, επίσης, ο νέος μου εαυτός Οινοκράτης, περνάει εξ ίσου καλά με τον παλιό όταν είναι μαζί με τον καλό του φίλο, τον Φιλήμονα και, τον πιο πρόσφατο, τον εξωτικό Χοντρόη, κάνοντας επισκέψεις στα αξιοθέατα της Αθήνας, συμπεριλαμβανομένων ορισμένων γνωστών σημείων πόσης, εστίασης και γενικότερης ευδαιμονίας.

Ο Φιλήμονας γράφει κι αυτός. Και, επιτέλους, δίδαξε και ανέβασε με επιτυχία τα πρώτα του ¨αθηναϊκά¨ έργα. Μπορώ να πω ότι θεωρείται το ανερχόμενο αστέρι των αττικών θεάτρων. Και, ας προσθέσω, πως οι κωμωδίες του βγάζουν πολύ γέλιο, και πως μπορεί μεν να μην ασκούν άμεση κριτική στους Πολίτες και στην Πολιτεία, όπως συνέβαινε με τις αθηναϊκές κωμωδίες του παρελθόντος, αλλά τώρα, που η Πολιτεία μοιάζει αδύναμη και είναι υποχρεωμένη να δρα κάτω από την επίβλεψη εξωγενών παραγόντων, τα κείμενα του δικού μου εστιάζουν και περιγράφουν με σπαρταριστό τρόπο τους νέους τύπους που κυκλοφορούν γύρω μας: κυρίως κάτι λάτρεις του Νάρκισσου, κάτι χαζοχαρούμενους ψηλομύτες, κάτι αδιόρθωτους φιγουρατζήδες, κάτι αδίστακτους καταφερτζήδες, κάτι ανενδοίαστους κουτοπόνηρους, κάτι παράταιρους ερωτύλους, και κάτι άλλους παρόμοιους τύπους, από αυτούς που ευημερούν σε καιρούς κρίσης ή σε καιρούς που εγκυμονούν εκρήξεις.  Ξωπίσω του τρέχει και σημειώνει ακούραστος τις διασκεδαστικές αντιφάσεις της εποχής μας, ο ταλαντούχος μικρός -σχεδόν έφηβος πια- Μένανδρος, ο οποίος κρίνοντας από αυτά που τον βάζουν να απαγγέλει τις βραδιές στου Κυνοσάργους, μπορώ να πω πως είμαι σίγουρος ότι σύντομα θα είναι ένα ακόμη δημοφιλές ¨όνομα¨ για τους φίλους της κωμικής συγγραφής.images (2)

Υπάρχουν βέβαια και τα καθημερινά μου καθήκοντα τα οποία προσπαθώ να διεκπεραιώνω με συνέπεια. Αφού λοιπόν παρατηρώ πως η συντροφιά των κυνικών έχει περιορίσει τις παρεμβάσεις της σε θέματα κοινού ήθους και πως το τελευταίο καιρό περισσότερο φιλοσοφεί και φιλολογεί παρά δρα με απτό τρόπο, έχω στρέψει την προσοχή μου σε άλλα σημεία, τα οποία, αν και εκ πρώτης όψεως δεν μοιάζουν σχετικά με την επίσημη γνώση, είναι τόποι όπου μπορεί να μάθει κανείς πολλά, τόσο για όσα συμβαίνουν στον υπερπόντιο κόσμο, όσο και για τις τάσεις που διαρρέουν αφανώς την πολυσύνθετη   Αττική Γη. Ένα τέτοιο σημείο είναι, για παράδειγμα, το λιμάνι και η περιβάλλουσα αγορά του Πειραιά, όπου καταφτάνουν ενδιαφέρουσες πληροφορίες, τις οποίες πρέπει να βρει και να αξιολογήσει κανείς έγκαιρα, δηλαδή προτού επηρεαστούν από τα φίλτρα των εμπόρων μετοίκων που είναι εγκατεστημένοι εκεί. Ένα άλλο είναι οι προθάλαμοι και οι βοηθητικοί χώροι των μεγάρων των εταιρών, όπου πολλές μικρές κι ελαφρόμυαλες μαθητευόμενες διασκεδάζουν σχολιάζοντας ό, τι τους φαίνεται εντυπωσιακό ή περίεργο από αυτά που λένε και κάνουν οι μεγαλόσχημοι πελάτες των κυράδων τους.

Έχω λοιπόν φροντίσει, με τη βοήθεια μερικών έξυπνων ανθρώπων με τους οποίους συναναστρέφομαι, ή μάλλον διατηρώ ¨τακτική επαφή¨, να έχω πρόσβαση σε αυτούς τους χώρους, και να μαθαίνω ενδιαφέροντα πράγματα.

Έτσι έμαθα έγκαιρα τους ψίθυρους ότι οι Λακεδαιμόνιοι, μετά την ήττα τους στη Μεγαλόπολη και παρά την απόφασή τους να ενδώσουν και να στείλουν εν τέλει στράτευμα στην εκστρατεία, παράλληλα αποφάσισαν να έχουν μυστικές επαφές με τμήμα της αθηναϊκής ηγεσίας, έτσι ώστε να έχουν κάποιο κοινά επεξεργασμένο σχέδιο για την περίπτωση που για οποιονδήποτε λόγο μειωθεί η μακεδονική επιρροή στον ελληνικό κορμό.

Έτσι έμαθα επίσης ότι αρκετοί ανώτεροι αξιωματικοί  του αντιβασιλέα Αντίπατρου έρχονται συχνά στην Αθήνα και ότι αποτελούν θαυμαστές των τοπικών εταιρών, στις οποίες αφηγούνται διασκεδαστικά επεισόδια για τις ατελείωτες διαμάχες ανάμεσα στον στρατηγό-τοποτηρητή και την Βασιλομήτορα Ολυμπιάδα. Ψιθυρίζεται μάλιστα, ότι αυτή η διαμάχη, σε περίπτωση που για οποιοδήποτε λόγο ο έλεγχος του Αλέξανδρου στον ελλαδικό χώρο εξασθενίσει, δεν αποκλείεται να φτάσει  σε στρατιωτική σύγκρουση, δεδομένου ότι η Ολυμπιάδα διαθέτει άμεση στήριξη από τα στρατεύματα της χώρας των Μολοσσών στην Ήπειρο, από όπου κατάγεται και όπου συχνά καταφεύγει.

Έτσι έμαθα ακόμη ότι στην Αθήνα, αυτά τα τελευταία χρόνια έχουν καταφτάσει αρκετοί επισκέπτες από τις χώρες της Δύσης και του Βορρά, οι οποίοι, χωρίς να έχουν την επίσημη ιδιότητα του Πρέσβη, ενδιαφέρονται να μάθουν τις πληροφορίες που  φτάνουν ως εδώ σχετικά με τις απώτερες βλέψεις του Αλέξανδρου και ιδιαίτερα με το εάν σκοπεύει, μετά τις επιτυχίες του στην Ανατολή, να στραφεί προς Δυσμάς.  

Ήμουν λοιπόν, όπως βλέπετε, αρκετά απασχολημένος με τα νέα και τα παλαιότερά μου καθήκοντα, και εύλογα μοιρασμένος ανάμεσα στην προσπάθεια  να φανώ αντάξιος της καλής μου μοίρας, αντάξιος της οικογένειας του Ευρύνου που μου είχε αμέριστα συμπαρασταθεί, αλλά και αντάξιος της Αθηναϊκής Πολιτείας  που με είχε αποδεχθεί, όταν ο Εύελπις με ειδοποίησε ότι θα έπρεπε να ετοιμαστώ για άμεση αναχώρηση. Προς την επελαύνουσα εκστρατεία. Τον ρώτησα γιατί, και μου είπε: ο Καλλισθένης κινδυνεύει.  Στόχος παλιών και νέων δολοπλοκιών, βρίσκεται σήμερα κατηγορούμενος για συνωμοσία ενάντια στον Βασιλέα. Ξέροντας τι συνέβη σε όσους υπέστησαν τις ίδιες κατηγορίες τον τελευταίο καιρό, ο Εύελπις ανησυχεί. Και όσο και αν ο Καλλισθένης του έχει ζητήσει να μην απομακρυνθεί από την Αθήνα μέχρις ότου ο ίδιος του στείλει σχετική εντολή, ο Εύελπις βλέποντας ότι δεν έχει ακόμα λάβει απάντηση από τον προϊστάμενό του στα επείγοντα απανωτά  μηνύματα που του έστειλε πρόσφατα, αποφάσισε να ξεκινήσει για την Ασία. Ο Αριστοτέλης (ο Εύελπις τον είδε για πρώτη φορά οργισμένο, μου είπε) συμφώνησε.images (10)

Ήταν αρχές της Άνοιξης και είχαν συμπληρωθεί περίπου δυόμισι χρόνια από  τότε που επιστρέψαμε στην Αθήνα. Αν και η πόλη αντιμετώπιζε δυσκολίες και είχαν προκύψει προβλήματα επισιτισμού, αν όχι σιτοδείας ήδη κατά τη δεύτερη χρονιά της παραμονής μας εδώ, αν πω  πως την είχα βαρεθεί  θα έλεγα ασύστολα ψέματα.

Ενώ ο Εύελπις συναντιόταν καθημερινά με τον Αριστοτέλη, εγώ ανέλαβα τις επείγουσες προετοιμασίες για το ταξίδι, με ανάμεικτα συναισθήματα. Ευχόμουν πολλά πράγματα, αρχίζοντας με την εύνοια του Αιόλου και του Ποσειδώνα, γιατί η Άνοιξη ήταν ακόμη άστατη και το θέρος μακριά, αλλά, όπως και να το κάνουμε, δεν κρύβω πως, πάνω απ’ όλα, ευχόμουν η Μοίρα να μου επιφυλάσσει τουλάχιστον μία ακόμη επιστροφή στην πόλη της Παλλάδας Αθηνάς.

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , | Leave a Comment »

Κύλικες και Δόρατα. Μέρος όγδοο: Η τελική σύγκρουση. Κεφάλαιο δεύτερο: Αντιδρώντας στα άσχημα νέα.

Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 9 Απριλίου, 2018

Κεφάλαιο δεύτερο: Αντιδρώντας στα άσχημα νέα.

(αφηγείται ο Εύελπις)

συρμένο-ά-ογο-χεριών-43913400

Η επιστολή της με τάραξε. Με το που την έλαβα. Προτού την διαβάσω. Δεν περίμενα να μου γράψει, αν και δε μπορώ να πω γιατί. Ίσως γιατί η Θαίδα δεν ήταν για μένα η καλή μου φίλη… Ήταν κάτι παραπάνω. Κάτι που αγαπούσα και φοβόμουν ταυτόχρονα. Κάτι που με είχε δεχτεί και με είχε απορρίψει. Κάτι που μου προξενούσε αισθήματα που δεν έλεγχα. Αισθήματα που η απόσταση μεταξύ μας και το πέπλο της πολύβουης πόλης των Αθηνών που με κάλυπτε, δεν κατάφερναν να καταπνίξουν εντελώς και που όλο σιγανο-σπινθήριζαν στο βάθος της ψυχής μου.

Αυτά τα σχεδόν δυόμισι χρόνια που βρισκόμουν στο ¨κλεινόν άστυ¨ είχα προσπαθήσει να βρω μια ισορροπία ανάμεσα στις κρυφές μου επιθυμίες και τα όσα φαίνονταν εφικτά. Εκείνη δεν είχε πάψει να υπάρχει ανάμεσα στις μύχιες σκέψεις μου, αλλά η απόσταση και η ένταση των καθηκόντων που θα έπρεπε να εκπληρώσω  εδώ, με βοηθούσαν να μην αιχμαλωτιστώ στο έλος των αδιέξοδων συναισθημάτων μου. 

Και ξαφνικά εκείνη μου γράφει… Όπως και στην πρώτη της επιστολή, τότε στα Σούσα, για να μου θυμίσει ότι παρά τις ειλημμένες αποφάσεις της και τις αντιξοότητες που παιδεύουν τη σχέση της μαζί μου, με προσέχει, με εποπτεύει, με σκέφτεται, με υπερασπίζεται. 

Αλλά αυτά τα διαπίστωσα μετά. Όταν διάβασα με προσοχή και συγκίνηση το γράμμα της.

ξξ

«Ναι δάσκαλε, δεν είναι η πρώτη φορά που ο ¨Ευδαιμονικός¨ και οι δικοί του βυσσοδομούν εις βάρος μας, αλλά είναι η πρώτη που ακούω να αναφέρουν το όνομά σου. Μέχρι στιγμής δεν τόλμησαν κάτι τέτοιο. Για κάποιο λόγο, που δεν είναι δύσκολο να τον μαντέψει κανείς -εσύ είσαι μακριά, εκείνοι είναι εκεί, κολακεύουν και μηχανορραφούν- πιστεύουν ότι τώρα είναι ισχυρότεροι από ό, τι άλλοτε. Πως η επιρροή τους στον Βασιλέα υπερτερεί της αφοσίωσης εκείνου προς εσένα. Όμως ομολογώ πως μου φάνηκε υπερβολικό, αν και όχι απίστευτο -τους έχω ικανούς για οτιδήποτε- να σε κατηγορούν ότι σχεδιάζεις να τον δολοφονήσεις. Πρέπει να εκτιμούν πως, όσο ο βασιλιάς σε αγαπάει, ο Καλλισθένης πρέπει να θεωρείται άτρωτος. Ακόμη και οι διενέξεις ανάμεσα στον Αλέξανδρο και μερικούς από τους πιο γνωστούς παλιούς στρατηγούς, των οποίων τις ανησυχίες ο Καλλισθένης έδειχνε να κατανοεί, παρά την τραγική τους κατάληξη  δεν άρκεσαν για να μειώσουν αποφασιστικά το κύρος του.

Για να τον εξουδετερώσουν πρέπει να απαλλαγούν πρώτα από σένα, τον δάσκαλο Αριστοτέλη…»

Ο Αριστοτέλης με κοιτάζει σκεφτικός.

«Και θέλεις να φύγεις; Να επιστρέψεις στην Ασία;» με ρωτάει.

«Αυτό αργά ή γρήγορα θα συνέβαινε. Ίσως έχω παραμείνει εδώ περισσότερο από όσο θα έπρεπε, αλλά αυτές ήταν μέχρι στιγμής οι εντολές του Καλλισθένη».

«Τον ενημέρωσες γι αυτά που έμαθες;»

«Ναι και περιμένω με αγωνία την απάντησή του».

«Και του ζητάς να σου επιτρέψει να επιστρέψεις, υποθέτω».

«Ναι. Πιστεύω ότι ένα μέρος της  αποστολής μου εδώ έχει ολοκληρωθεί. Δε θα έλεγα βέβαια ότι η κατάσταση είναι ευνοϊκότερη από πριν. Μετά την καταδίκη του Αισχύνη και την αναχώρησή του, οι σχέσεις ανάμεσα στους Αθηναίους και τους Μακεδόνες έχουν επιδεινωθεί, έστω κι αν δεν έχουν φτάσει σε ανοιχτή ρήξη. Έτσι όπως ήρθαν τα πράγματα, αυτή η αποφυγή της ρήξης είναι ίσως το μόνο θετικό. Αν λάβει κανείς υπ’ όψιν τις μεγάλες δυσκολίες επισιτισμού που αντιμετωπίζει τα δύο τελευταία χρόνια η Αθήνα, θα έλεγα ¨πάλι καλά¨ που δεν είχαμε κάποιο επεισόδιο που θα οδηγούσε σε νέα ανοιχτή σύγκρουση».  

«Συμφωνώ», μου είπε ο δάσκαλος. «Προς στιγμήν μάλιστα φοβήθηκα ότι θα υπάρξουν επιπτώσεις και για το Λύκειο. Όσο κι αν αγαπώ την Αθήνα, έχω συνείδηση του γεγονότος ότι είμαι κι εγώ μέτοικος και όπως όλοι οι μέτοικοι πρέπει να είμαι έτοιμος ανά πάσα στιγμή για αναχώρηση. Έστω και αν εδώ το έδαφος αποδείχτηκε εύφορο για το Λύκειο, το οποίο, θέλω να πιστεύω πως έχει αποκτήσει  γερές αθηναϊκές ρίζες».

«Αναμφίβολα δάσκαλε. Πάντως προς το παρόν η κατάσταση είναι μάλλον ήρεμη. Η ηγεσία δείχνει να εκτιμά το γεγονός πως οι Αθηναίοι πολίτες καλούνται από τους πρώτους να δηλώσουν αν ενδιαφέρονται να αποικήσουν τις νέες πόλεις, καθώς και οι πολεμιστές εάν επιθυμούν να συμμετάσχουν με καλή αμοιβή στην στρατιά».

Το γκρίζο βλέμμα του Αριστοτέλη με κοιτάζει πάλι ερωτηματικά.

«Μίλησες για την ολοκλήρωση μέρους της αποστολής σου… Δηλαδή; Τι άλλο…»

«Ένα άλλο μέρος δάσκαλε αφορά σε ‘σένα, το ξέρεις. Έπρεπε να θέσω στη διάθεσή σου κάθε πληροφορία που θα σε διευκόλυνε στο να έχεις μια ολοκληρωμένη άποψη για τα όσα συμβαίνουν στην εκστρατεία, έτσι ώστε να μπορείς να εκφέρεις τη γνώμη σου για το μελλοντικό ¨δέον γενέσθαι¨. Ο Καλλισθένης πιστεύει ότι, αρχίζοντας από εσένα, όλοι οι διανοητές θα πρέπει να πάρουν θέση για το τι θα συμβεί όταν οι στρατιωτικοί δεν θα είναι πλέον αναγκαίοι κι όταν η πρώτη γραμμή θα είναι εκείνη της αντιμετώπισης των ανθρώπινων αναγκών∙ όταν νέες πολιτείες θα πρέπει να οργανωθούν και  όταν παλιές και νέες ανάγκες ευτυχίας θα πρέπει να ικανοποιηθούν».

Χαμογελάει χωρίς να πάψει να δείχνει σκεφτικός. Μετά συνεχίζει εκείνος, σε πρώτο πρόσωπο…

«Κι εγώ, που δεν αρκούμαι σε ρητορικές διακηρύξεις, αλλά εμπιστεύομαι τον ορθό, συστηματικό λόγο, προσάρμοσα τις έρευνές μου στην αναζήτηση της πολιτικής ευνομίας και της κοινωνικής ανάπτυξης, όπως αυτές έχουν μέχρι τώρα εφαρμοστεί στις κυριότερες ελληνικές πόλεις και όχι μόνο. Έτσι κάθε τυχόν πρόταση για το αύριο θα βασιστεί στην διεξοδική και τεκμηριωμένη γνώση του παρελθόντος».

Σταματάει για λίγο και, καθώς εγώ δε σχολιάζω, συνεχίζει.

«Ξέρω πως ο Καλλισθένης, όπως και εσύ άλλωστε, θα θέλατε κάτι παραπάνω. Ξέρω πως επιθυμείτε να αλλάξετε τα πράγματα προς το καλύτερο και, όπως οι στρατηγοί πριν από τη μάχη ζητούν από τους ιερείς να εγγυηθούν, αν όχι την βοήθεια τουλάχιστον την καλή προδιάθεση των θεών, έτσι κι εσείς θα θέλατε να σας δώσουν οι διανοητές την έγκριση του Ορθού Λόγου. Μόνο που αυτός ο τελευταίος είναι πιο δύσκολος και σίγουρα πιο δυσπρόσιτος από τους παλιούς θεούς, που πολλές φορές ανακατεύονται στα ανθρώπινα από μόνοι τους, χωρίς καν να τους το ζητήσει κανείς».

Ο Αριστοτέλης άφησε μια βαθιά εκπνοή που έμοιαζε με αναστεναγμό.

«Ξέρω επίσης πως εδώ είμαστε στην πατρίδα του δάσκαλου Πλάτωνα, ο οποίος πρώτος προσπάθησε να αποδώσει στους φιλοσόφους τις πολιτικές τους ευθύνες. Και δεν κρύβω πως και εγώ ο ίδιος, άξιος μαθητής του δασκάλου μου, όπως ήθελα να είμαι, προσπάθησα νεότερος να ανακατευτώ στην άμεση πολιτική δράση. Όμως ούτε εκείνος στις Συρακούσες, ούτε εγώ στην Άσσο είχαμε εν τέλει ιδιαίτερα ενθαρρυντικά αποτελέσματα».

Η φωνή μου πρέπει να ακούστηκε κάπως απογοητευμένη:

«Όμως δάσκαλε, αν όσα μου γράφει η Θαίδα είναι αληθή, ο Καλλισθένης κινδυνεύει άμεσα. Τη Θαίδα δεν πρόλαβες να τη γνωρίσεις γιατί όταν έφυγε για την εκστρατεία εσύ μόλις είχες έρθει στην Αθήνα, όμως μπορώ να σε βεβαιώσω πως είναι αξιόπιστη…»

Η δική του φωνή αυτή τη φορά ακούστηκε κάπως αινιγματική:

«Δεν είπα πως δεν θα κάνουμε τίποτα. Άλλωστε αυτά που μάθαμε για τον Παρμενίωνα και τον γιο του μαζί με το τραγικό τέλος του Κλείτου αρκούν για να σημάνει ο συναγερμός. Εγώ θα γράψω αμέσως στον Αλέξανδρο. Και εσύ πριν φύγεις για το μέτωπο, θα έρθεις μαζί μου σε μια σημαντική συνάντηση. Θα δούμε, έχω ήδη συνεννοηθεί, έναν διανοητή από εκείνους που ανακατεύονται ενεργά, αλλά προτιμούν να το κρύβουν. Θα δεις, από αυτόν θα μάθουμε περισσότερα για αρκετούς τομείς που αφορούν στην σημερινή συγκυρία. Πρόκειται για έναν Πυθαγόρειο. Όχι, εγώ δεν ανήκω στους κύκλους τους, ούτε εκτελώ τα τελετουργικά τους που μου φαίνονται αστεία. Όμως γνωρίζω ότι, όπως ακριβώς και τον δάσκαλο Πλάτωνα, με σέβονται και με εκτιμούν. Εκείνον τον είχαν βοηθήσει πάνω από μια φορά. Ας δούμε λοιπόν τι μπορούν να κάνουν για εμάς σήμερα».

images (23)

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , | Leave a Comment »

Κύλικες και Δόρατα. Μέρος όγδοο: Η τελική σύγκρουση.   Κεφάλαιο πρώτο: Επιστολή απ’ τη Θαίδα

Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 31 Μαρτίου, 2018

Μέρος 8ο: Η τελική σύγκρουση 

Κεφάλαιο πρώτο: Όπου ο Εύελπις λαμβάνει μια ανέλπιστη, αν και πολύ επιθυμητή επιστολή.

1reh7b

Από την Θαΐδα προς τον Εύελπι τον Μεγαρέα.

Καλέ και αγαπημένε μου φίλε Εύελπι…

Δεν ήξερα ότι θα αισθανόμουν ξαφνικά την ανάγκη να σου γράψω και όμως συνέβη.

Ξέρω ότι δεν με κατάλαβες όταν αρνήθηκα να σε ακολουθήσω στην Αθήνα και ίσως ένιωσες απογοήτευση, ίσως και κάποια κακία απέναντί μου. Ξέρω πως είναι πιθανό να σκέφτηκες τότε πράγματα άσχημα για μένα. Ίσως τα σκέφτεσαι ακόμη, μα δεν σε κατηγορώ γι αυτό.

Εγώ αντίθετα, δεν μπορώ να πω με σιγουριά αν μετάνιωσα για εκείνη μου την απόφαση ή όχι. Στο εξομολογούμαι κι ας μην ξέρω εάν αυτό έχει πλέον κάποια σημασία για σένα. Σίγουρα πάντως οι σκέψεις μου δεν επηρεάζουν τις αποφάσεις που έχουν πάρει για μας οι Μοίρες. Είμαστε μακριά, κι αν επικοινωνούμε είναι ίσως εξ αιτίας κάποιων μικρών, παράξενων κι ανυπότακτων θεών που δεν θέλουν να σπάσει οριστικά το νήμα που μας έδεσε, έστω για λίγο.

Αλλά δεν είναι μόνο η μεγάλη και ειλικρινής μου επιθυμία να έρθω κατά κάποιο τρόπο σε επαφή μαζί σου,  η αιτία που τα δάχτυλά μου καθοδηγούν σήμερα τη γραφίδα σε αυτή την επείγουσα επιστολή προς εσέ. Υπάρχουν κι άλλοι λόγοι. Και ο βασικότερος είναι ότι εξακολουθώ να θέλω να είσαι γερός κι ευτυχισμένος, όπου κι αν βρίσκεσαι.

 Επομένως, -και το ξέρεις, δεν είναι η πρώτη φορά- θέλω να σε ειδοποιήσω για κάποια πράγματα που συμβαίνουν  εδώ, στην κεφαλή της εκστρατείας, και που αφορούν άμεσα τον προϊστάμενό σου, τον Καλλισθένη, αλλά και εσένα που ξέρω πόσο αφοσιωμένος τού είσαι.

images (27)

Αλλά πρώτα ας σου πω δυο λόγια για το γενικότερο κλίμα που επικρατεί στο μέτωπο της εκστρατείας από τότε που λείπεις, όσο κι αν είμαι βέβαιη ότι είσαι ήδη λίγο πολύ ενήμερος για αυτά που συμβαίνουν εδώ.

Με δύο μόνο λόγια: Πορείες δύσκολες σε μέρη που δεν μοιάζουν με τα δικά μας και όπου επικρατούν οριακές συνθήκες. Συγκρούσεις με έναν εχθρό που, από ό, τι λένε οι στρατηγοί, αποφεύγει την ανοιχτή μετωπική αντιπαράθεση και προτιμά τώρα τον ανταρτοπόλεμο. Νίκες…, αν και όλο και πιο δύσκολες, δίχως καμία ανάπαυση πάνω στις δίκαιες δάφνες.

Πολλοί μακεδόνες οπλίτες εκφράζουν πλέον ανοιχτά την κούραση, το νόστο και τη δυσαρέσκειά τους, αλλά είναι επίσης πολλοί και οι ευγενείς που έχουν αρχίσει να διαμαρτύρονται ανοιχτά, όχι μόνο για την έλλειψη ανάπαυλας αλλά και γι άλλους σοβαρούς λόγους που έχουν να κάνουν με την αλλαγή της συμπεριφοράς του Βασιλιά.

Σε όλα αυτά θα πρέπει να προσθέσεις ένα κύμα καχυποψίας που έχει καταλάβει την ηγεσία, ιδιαίτερα μετά την θλιβερή υπόθεση του Φιλώτα και τον φόνο του αξιοσέβαστου  και ισχυρού πατέρα του, του Παρμενίωνα. Η περίπτωσή τους άνοιξε πληγές και λιγόστεψε την τυφλή εμπιστοσύνη που επικρατούσε ίσαμε τώρα ανάμεσα στους απλούς στρατιώτες και τα κορυφαία στελέχη της στρατιάς.

Πολλοί ανησυχούν για αυτήν την κατάσταση -ανάμεσά τους και εγώ που όλους αυτούς τους ανθρώπους τους αγαπώ και τους συμπονώ, το ξέρεις- και πολλοί φοβούνται πως ενδέχεται στο προσεχές μέλλον να συμβούν χειρότερα.

images (8)

Και πράγματι, κάτι το φοβερό συνέβη μόλις χτες, και ακόμη τώρα που σου γράφω δεν έχω ακόμη ηρεμήσει τελείως από την γενική ταραχή που προξένησε. Ίσως, όταν φτάσει το γράμμα μου, να το έχεις ήδη μάθει. Ίσως να το μαθαίνεις τώρα καθώς διαβάζεις την επιστολή μου, μια που για να σου την στείλω όσο πιο γρήγορα γίνεται, θα χρησιμοποιήσω τους ανθρώπους που μου υπέδειξες πριν φύγεις.

Άκου: Ο Βασιλιάς σκότωσε χτες, με τα ίδια του τα χέρια, τον στρατηγό Κλείτο τον Μέλανα. Ναι, τον αδελφό της παραμάνας του, της Λανίκης, που ο Αλέξανδρος την αγαπάει σα δεύτερη μάνα και ίσως παραπάνω.

 Γινόταν μια  ακόμη γιορτή, καθώς η στρατιά άρχισε να μαζεύεται στα Μαράκανδα για να ξεχειμωνιάσει και στο συμπόσιο ήταν καλεσμένος πολύς κόσμος. Το κακό έγινε μπροστά στα μάτια όλων. Ο Αλέξανδρος το μετάνιωσε αμέσως, αλλά ήταν πια αργά. Τώρα είναι ακόμη κλεισμένος στα δώματά του και θρηνεί. 

Ήμουν εκεί και θα σου διηγηθώ τι ακριβώς είδα, αλλά σου λέω από τώρα πως πιστεύω ότι βασικός φταίχτης ήταν ο άκρατος οίνος. Όχι βέβαια πως δεν υπήρχε ήδη ένταση ανάμεσα στον Άνακτα και τους πιο παλιούς μακεδόνες στρατηγούς.  Ένταση, υπάρχει και είναι πλέον ορατή. Ιδιαίτερα μετά την θανάτωση του Φιλώτα και τον φόνο του Παρμενίωνα, τον οποίο, όπως ξέρεις, εκτιμούσαν και αγαπούσαν όλοι οι παλιοί μακεδόνες στρατιωτικοί.

300px-cottabos_player_louvre_ca1585

 Η χθεσινή βραδιά θα μπορούσε να είναι όπως όλες οι άλλες που διοργανώνονται εδώ στα Μαράκανδα, καθώς το γκρίζο φθινόπωρο τελειώνει και αρχίζει ο βαρύς, παράξενος χειμώνας αυτής της αλλόκοτης και σκοτεινής χώρας.  Υπήρχαν μουσικοί, υπήρχαν διασκεδαστές, υπήρχαν άφθονα ποτά, ελληνικά και ντόπια, υπήρχαν οι Πέρσες αριστοκράτες που πέρασαν με το μέρος μας, υπήρχε και ο ίδιος ο βασιλιάς, καθώς και πολλοί από τους πιο σπουδαίους στρατηγούς του.

Η αφορμή για τη γιορτή ήταν ο Διόνυσος στον οποίο αυτή τη μέρα του χρόνου οι Μακεδόνες συνηθίζουν να κάνουν θυσίες και τις δέουσες οινοκατανύξεις που του αρέσουν. Ο Αλέξανδρος όμως είπε όχι, αυτή την φορά οι εορταστικές τιμές και οι θυσίες δεν θα αποδοθούν στον γλεντζέ θεό, αλλά πως επιθυμεί να τιμήσει τους Διόσκουρους, τον Κάστορα και τον Πολυδεύκη.

 Ο Αρίστανδρος, ο ιερέας-μάντης,  στραβομουτσούνιασε, αλλά δεν έφερε αντίρρηση. Κάποιοι πολεμιστές ρώτησαν μήπως οι  ετεροθαλείς αδελφοί που μοιράζονταν εναλλάξ τη θεϊκή ιδιότητα έχουν τίποτα κατά του κρασιού, και όταν τους καθησύχασαν πως όχι, ότι οι σπονδές κι οι χοές θα γίνουν κανονικά και δεν θα είναι ούτε νηφάλιες ούτε άοινες, τότε συγκατάνευσαν ανακουφισμένοι.

Έτσι η γιορτή άρχισε και πήρε το κρασί να ρέει. Στην αρχή νερωμένο, έτσι ώστε οι συνεστιαζόμενοι να μη στερηθούν τη χαρά της συζήτησης και της ανταλλαγής απόψεων, αλλά  γρήγορα πέρασαν στο ανέρωτο, οπότε οι λογικές κουβέντες πνίγηκαν και ο λόγος πέρασε στους επαγγελματίες διασκεδαστές. Ανάμεσά τους ήταν κι ο Πράνιχος και ο Πιέρωνας, τους ξέρεις, αστείοι μα και φαρμακόγλωσσοι,  που άρχισαν να απαγγέλουν και να τραγουδάνε κάτι σατιρικούς στίχους που αναφέρονταν σ’ ένα πρόσφατο πολεμικό επεισόδιο. Ήταν  τότε που,  κυνηγώντας τους Σκύθες, πολλοί οπλίτες και αξιωματικοί ήπιαν νερό από ένα μολυσμένο πηγάδι και έπαθαν ξαφνική διάρροια. Έτσι η καταδίωξη σταμάτησε άδοξα, μετά από μόλις εκατό στάδια[1].  

Ο Αλέξανδρος, παρά το γεγονός ότι είχε πιει κι ο ίδιος από εκείνο το πηγάδι, γελούσε με τη καρδιά του, αλλά οι παλιοί αξιωματικοί δυσανασχετούσαν όλο και πιο φανερά. «Δεν είναι δυνατό να γελοιοποιούνται οι Μακεδόνες και μάλιστα με τους Πέρσες παρόντες», άρχισαν να ψιθυρίζουν στην αρχή και πνίγοντας τις φωνές (κάτω από τα γένια τους) ύστερα.

Ο Καλλισθένης, ο δικός σου, που όλως παραδόξως ήταν  παρών χτες βράδυ στο συμπόσιο, κατάλαβε έγκαιρα ότι η κατάσταση θα μπορούσε εύκολα να εκτροχιαστεί σαν κακο-συναρμολογημένο άρμα και έκανε με τρόπο νόημα στους κωμικούς να αλλάξουν θέμα, ενώ ταυτόχρονα ύψωσε το ποτήρι και τη φωνή του, για να ζητήσει από τους συμπότες να τιμήσουν ακόμη μια φορά τους  ημίθεους ήρωες Κάστορα και τον Πολυδεύκη.

Προς στιγμήν η ένταση έπεσε. Προτού όμως τα πνεύματα ηρεμήσουν εντελώς, το λόγο πήρε  ο Ανάξαρχος ο σοφιστής, που με την υποστήριξη των φωνασκούντων οπαδών του  άρχισε να λέει πως «όχι, οι Διόσκουροι είναι σίγουρα σημαντικές θεότητες, αλλά ωχριούν μπροστά σε κάποιον που βρίσκεται εκεί μπροστά τους και είναι σαφώς ανώτερος από τους δίδυμους ήρωες». Και πως αυτός είναι ο Αλέξανδρος, γιος του Διός και δημιουργός  άθλων ακόμη πιο αξιοθαύμαστων από εκείνους των γιών της Λήδας.

Ο Βασιλιάς  χαμογέλασε ικανοποιημένος. Όμως ο στρατηγός Κλείτος ανασηκώθηκε, σήκωσε ψηλά την κύλικά του και είπε:  «Θα πιω στην υγειά του Αλέξανδρου, ακόμη κι αν δεν είναι θεός. Γιατί για τους θεούς είναι εύκολο να κάνουν πράγματα θαυμαστά, αλλά πολύ πιο αξιοθαύμαστα, ακριβώς επειδή δεν διαθέτουν τις δυνάμεις των θεών, είναι εκείνα που μπορούν να κάνουν οι θνητοί όταν ενώσουν τις δυνάμεις τους. Πίνω λοιπόν για όσα άρχισε να θεμελιώνει ο βασιλιάς Φίλιππος, και σε όσα εξακολουθεί να φτιάχνει ο γιος του ο Αλέξανδρος μαζί με όλους εμάς, τιμώντας έτσι τους Μακεδόνες και ολόκληρο τον ελληνισμό».

Άκουσα με ευκρίνεια τα όσα είπε ο Κλείτος γιατί κι εγώ κι ο Πτολεμαίος καθόμασταν στο ίδιο μεγάλο τραπέζι μ’ αυτόν, απέναντι απ’ το τραπέζι του Βασιλιά και των στενών φίλων του. Δεν μπορώ  λοιπόν να σου πω εάν μέσα στη φασαρία της γιορτής και μέσα στην φτιαχτή ευδαιμονία του άκρατου οίνου, ο βασιλιάς άκουσε ακριβώς τα λόγια του Κλείτου ή αν παρανόησε αυτά που είπε. Εκείνο που μπορώ με βεβαιότητα να σου πω είναι πως όταν εκφωνήθηκαν οι λέξεις ¨δεν είναι θεός¨, είδα το χαμόγελο να παγώνει στα χείλη του.

Αλλά αυτό μάλλον το παρατήρησε και ο Ανάξαρχος από τα Άβδηρα και κατάλαβε ότι ανάμεσα στους ατμούς του κρασιού κυκλοφορούσαν σπίθες κρυφής οργής. Σπίθες που θα μπορούσαν, με τους κατάλληλους χειρισμούς, να οδηγήσουν σε ισχυρή φωτιά,  ικανή να κάψει αυτούς που βλέπει σαν εχθρούς και ανταγωνιστές του.

«Αυτό μπορεί να θεωρηθεί αχαριστία Κλείτε» είπε με σφυριχτή φωνή. «Δεν μπορείς να μειώνεις τον Αρχηγό και Βασιλιά σου σε απλό θνητό, έτσι ώστε να μεγαλώνεις το ρόλο που αποδίδεις στον εαυτό σου και στους φίλους σου. Αν θέλεις παραπανίσια δόξα ψάξ’ την από μόνος σου. Μην κλέβεις εκείνη του βασιλιά σου!»

Ο Κλείτος, τον ξέρεις, είναι μελαχρινός και υψηλόσωμος και τα -πάνω από σαράντα πέντε- χρόνια που κουβαλάει, τον κάνουν να δείχνει επιβλητικός και έμπειρος. Όμως είναι πασίγνωστο και το αδύνατο σημείο του: είναι ευέξαπτος. Όταν λοιπόν σηκώθηκε και πάλι όρθιος με τα φρύδια να σχηματίζουν μια έντονη λεόντεια ρυτίδα ανάμεσα στα μαύρα του μάτια, όλοι σώπασαν περιμένοντας την επικείμενη έκρηξη του ηφαίστειου.

arxaia-ellada-00-loutroforos-min

Τότε ο Καλλισθένης κινήθηκε με αξιοθαύμαστη ηρεμία αλλά και ταχύτητα. Πλησίασε τον έτοιμο να εκραγεί στρατηγό και του είπε χαμηλόφωνα λίγα λόγια. Αποκρυπτογραφώντας τις κινήσεις του σώματός του εικάζω πως πρέπει να του είπε να δώσει τόπο στην οργή και να βγει για λίγο έξω από την αίθουσα του συμποσίου, στον καθαρό αέρα, και να μην επιστρέψει παρά μόνον όταν θα αισθανθεί ψύχραιμος και κύριος της συμπεριφοράς του.

Ο Κλείτος έμεινε για λίγο ακίνητος και σιωπηλός. Μετά ακούμπησε την κύλικά του  στο τραπέζι, έκανε μεταβολή και, σκυθρωπός, κατευθύνθηκε προς την έξοδο. Ο Πτολεμαίος μου έκανε ένα χαμογελαστό νόημα, κάπως ότι το καθήκον τον καλεί να βοηθήσει στην αποκατάσταση της ηρεμίας, και τον ακολούθησε.  Ο Καλλισθένης επέστρεψε στη θέση του στο τραπέζι γύρω από το οποίο βρίσκονταν τα υψηλά στελέχη της επιμελητείας και των λογιστικών υπηρεσιών, κάθισε και άρχισε να μιλά χαμηλόφωνα με τον φίλο του τον Ευμένη τον Καρδιανό.

Οι κωμικοί είχαν κατανοήσει ότι είναι καιρός να αποσυρθούν αυτοβούλως και τη θέση τους είχαν πάρει οι αυλητρίδες και οι κιθαρωδοί στους οποίους λίγοι έδιναν πλέον προσοχή, καθώς οι ομάδες των αντρών σχολίαζαν τώρα μεταξύ τους τις φράσεις που είχαν ανταλλαγεί ανάμεσα στον στρατηγό και τον σοφιστή. Εν τω μεταξύ, ο Ανάξαρχος είχε πλησιάσει στο τραπέζι του βασιλιά, είχε πάρει ξανά το λόγο και κάτι έλεγε όρθιος, ενώ ο άνακτας έπινε και τον κοιτούσε με ευαρέσκεια. Τέντωσα το αφτί μου και κατάλαβα ότι μιλούσε για τον Δαρείο και τα διδάγματα που πρέπει να βγάλει κανείς από το γεγονός ότι ο Αχαιμενίδης είχε προδοθεί από τους δικούς του ανθρώπους. «Ο Αλέξανδρος όμως δεν είναι Δαρείος», υπογράμμισε φωναχτά ο Αβδηρίτης, «Ο Αλέξανδρος αντιλήφθηκε έγκαιρα τις παρόμοιες προδοτικές κινήσεις του Φιλώτα και απαλλάχθηκε έγκαιρα από μια επικίνδυνη φωλιά  ανταρτών».

foin

«Δεν με άκουσε ούτε μου εξήγησε τίποτα, κι αυτό με ανησυχεί Θαϊδα», μου είπε ο Πτολεμαίος όταν επέστρεψε ανήσυχος στο συμπόσιο μετά από λίγο. «Πάντως, αν και δεν κατάφερα να τον κάνω να ηρεμήσει, τον καταλαβαίνω. Θα σου πω τι νομίζω ότι συμβαίνει:

Μετά την εκτέλεση του Φιλώτα, ο οποίος διοικούσε το ιππικό των εταίρων, ο Αλέξανδρος το χώρισε σε δύο μέρη. Το ένα το ανέθεσε στον Ηφαιστίωνα κι έτσι είναι σα να το διοικεί απ’ ευθείας ο ίδιος. Επικεφαλής του άλλου τμήματος τοποθέτησε τον Κλείτο. Ο Κλείτος βρέθηκε έτσι ακούσιος αντικαταστάτης ενός ανθρώπου με τον οποίο είχε παρόμοιες αντιλήψεις σε πολλά θέματα.  Όπως ο Φιλώτας και ο Παρμενίωνας εκτιμά και αναγνωρίζει το θετικό ρόλο του βασιλιά Φίλιππου στην επίτευξη των σημερινών επιτυχιών∙ όπως όλοι οι παλιοί αξιωματικοί αποστρέφεται κάθε είδους μηδισμό, αρχίζοντας από την εθιμοτυπική προσκύνηση∙ όπως πολλοί απλοί οπλίτες πιστεύει πως η εξόρμηση χρειάζεται μια ανάπαυλα. Δε θα ήθελε με κανένα τρόπο να δημιουργηθεί η υποψία ότι άλλαξε απόψεις μόνο και μόνο για να του ανατεθεί μία ακόμη σημαντική θέση στο στράτευμα. Τον ενδιαφέρει να τον εκτιμούν οι οπλίτες, όσο τον ενδιαφέρει και να τον αγαπά ο βασιλιάς. Γι αυτό προτιμά να είναι σαφής και να τα λέει σταράτα».

mercgrec

Κάπως έτσι ήταν η ατμόσφαιρα στην αίθουσα των συνεστιάσεων όταν μια αναταραχή στην είσοδο τράβηξε την προσοχή των συνδαιτυμόνων. Ο στρατηγός Κλείτος  είχε και πάλι εμφανιστεί δριμύτερος, και η παρουσία του δημιουργούσε αμηχανία στη φρουρά και ανησυχία σε όποιον τον είχε ήδη διακρίνει καθώς προσπαθούσε και πάλι να πάρει το λόγο.

«Αφήστε τον», είπε ο Αλέξανδρος όταν κατάλαβε τι ακριβώς συνέβαινε στην είσοδο.

 Ο στρατηγός τότε στράφηκε προς τους συγκεντρωμένους και είπε: «Αν σας αρέσουνε οι στίχοι και τα ποιήματα, ακούστε αυτό που θα σας πω εγώ τώρα». Ανασήκωσε το ευθυτενές του ανάστημα και με στεντόρεια φωνή απάγγειλε τους παρακάτω στίχους από την ¨Ανδρομάχη¨ του Ευριπίδη[2]:

 

Αλίμονο, πόσο κακή / είναι αυτή η συνήθεια

που έχουμε στην Ελλάδα.

Όταν νικάει ο στρατός / και όταν στήνει τρόπαια

εκείνοι που κοπιάσανε  / διόλου δε λογαριάζονται

κι όλη τη δόξα παίρνει

ο στρατηγός , ο ξακουστός / που άλλο δεν κατέχει

παρά το δόρυ να κρατά / όπως χιλιάδες άλλοι

κι όμως, εν τέλει θα ’ναι αυτός / πού ‘χει το πάνω χέρι.

Κι άλλοι, δήθεν σπουδαίοι / κι ας μην αξίζουν τίποτα

περιφρονούν την πόλη

κι όλο στρογγυλοκάθονται / πάνω στην εξουσία

Κι όμως, υπάρχει κι ο λαός, / πιο δυνατός κι ανώτερος

τα μόνα που χρειάζεται: / η θέληση κι η τόλμη!

 

Οι στρατιωτικοί ξέσπασαν σε χειροκροτήματα και σφυρίγματα ενθουσιασμού. Στο πρόσωπο του Άνακτα το ξαναμμένο  ερυθρό του οίνου αντικαταστάθηκε από το λευκό της ξαφνικής οργής.

«Τι θέλεις Κλείτο;

Να με προδώσεις; Ή προτιμάς να με δολοφονήσεις όπως οι αποστάτες Πέρσες τον Βασιλιά τους;»

Ο Κλείτος σήκωσε ψηλά το δεξί του χέρι και είπε: «Αυτό το χέρι δε θα σε αγγίξει ποτέ Αλέξανδρε. Κοίτα το όμως καλά και θυμήσου πως αυτό είναι το χέρι που σε έσωσε στον Γρανικό, όταν ο Σπιθριδάτης στόχευε την πλάτη σου».

Η φωνή του άνακτα έγινε οξεία απ’ την οργή: «Κλείτε ξεσηκώνεις το στράτευμα ενάντια στον βασιλιά σου! Αυτό είναι που θέλεις; Με αυτό θα είσαι ευχαριστημένος;»

Ο Κλείτος κοίταξε γύρω του τους στρατιωτικούς σα να ζητούσε την έγκριση και την συμπαράστασή τους.

«Ούτε τώρα είμαστε ευχαριστημένοι Αλέξανδρε», φώναξε. «Πώς θα μπορούσαμε άλλωστε, όταν σε βλέπουμε να φοράς περσικά ρούχα και να φέρεις τα περσικά σύμβολα… Πώς να είμαστε ευχαριστημένοι όταν για να σου μιλήσουμε πρέπει να απευθυνθούμε στους ραβδούχους Πέρσες που σε περιτριγυρίζουν! Αυτοί είναι οι άνθρωποί σου Αλέξανδρε; Είναι τυχεροί, λέω εγώ, αυτοί που πέθαναν για χάρη σου χωρίς να προλάβουν να τα δουν όλα αυτά».

Ο Αλέξανδρος, χωρίς να μιλήσει έκανε νόημα στη φρουρά να συλλάβει τον στρατηγό. Η Φρουρά όμως δεν κινήθηκε κι αυτό ήταν κάτι το πρωτοφανές για όλους. Ο Άνακτας έψαξε, ασυναίσθητα ίσως, το προσωπικό του εγχειρίδιο. Όμως ήταν κι αυτός άοπλος, όπως και όλοι όσοι συμμετέχουν στα συμπόσια, σύμφωνα με το παλιό έθιμο των Μακεδόνων.

Η φωνή του Κλείτου ακούστηκε τώρα περιφρονητική:  «Να μη προσκαλείς στις γιορτές σου εκείνους που δεν φοβούνται να πουν τη γνώμη τους. Να καλείς μόνο τους βάρβαρους και τους δουλοπρεπείς που εντυπωσιάζονται από τον περσικό σου χιτώνα!»

Ο Αλέξανδρος ήταν πια εκτός εαυτού. Το πρώτο πράγμα που έπιασε και εκτόξευσε ενάντια στον Κλείτο ήταν ένα μήλο. Το δεύτερο ήταν ένα ακόντιο που απόσπασε από τον φρουρό που στεκόταν δίπλα του. Το δόρυ διαπέρασε τον στρατηγό πέρα ως πέρα.

Στην αίθουσα βασίλεψε απόλυτη σιγή. Το ουρλιαχτό πόνου που ακολούθησε ήταν του Αλέξανδρου.

Κοίταξα τον Πτολεμαίο πλάι μου. Είχε χλομιάσει. Τράβηξα το χέρι μου από το δικό του που με έσφιγγε χωρίς να καταλάβει ότι με πονούσε. «Πήγαινε» του είπα και εκείνος κινούμενος σα φάντασμα πλησίασε τον Βασιλιά πού θρηνούσε τώρα γερμένος πάνω στο πτώμα του Κλείτου του Μέλανα.

.ξ1

Αυτά είδα, μόλις χτες, καλέ μου Εύελπι. Λίγο αργότερα άνδρες της  προσωπικής φρουράς του Κλείτου μετέφεραν το σώμα του  στον βωμό τον αφιερωμένο στους δικούς μας θεούς∙ τον έχει στήσει ο Αρίστανδρος σε μια αίθουσα του Μεγάρου που μας φιλοξενεί. Στρατιώτες και αξιωματικοί, με τα μάτια δακρυσμένα παρελαύνουν ακόμη και σήμερα μπροστά στη σωρό, ενώ ο βασιλιάς θρηνεί αποσυρμένος στα διαμερίσματά του. Από ό, τι μου είπε ο Πτολεμαίος που ήταν ως τώρα εκεί, μαζί του βρίσκεται ο Καλλισθένης που προσπαθεί να τον παρηγορήσει (χωρίς επιτυχία, μου λέει ο Πτολεμαίος) χρησιμοποιώντας όποια λογικά επιχειρήματα μπορεί να βρει που να εξηγούν κάπως αυτά τα παράλογα γεγονότα. Εκεί είναι και ο σοφιστής Ανάξαρχος που λέει στο βασιλιά πως ό, τι κι αν έκανε είναι σωστό, αφού είναι εκείνος και κανένας άλλος που, ως μονάρχης, δικαιούται να καθορίζει τι είναι σωστό και τι λάθος. Εκεί βρίσκονται  και άλλοι εταίροι που, συγκλονισμένοι, αρκούνται στο να κλαίνε μαζί του.

.

Επειδή έμεινα και εγώ κατάπληκτη και θέλω να καταλάβω κάτι παραπάνω για αυτά τα συγκλονιστικά που συμβαίνουν γύρω μου, σήμερα το πρωί συγκάλεσα κοντά  μου τις δικές μου κοπέλες, αυτές που ζουν δίπλα στους επώνυμους που κρατούν τα ηνία σε διάφορες βαθμίδες της διοίκησης. Έτσι έμαθα πράγματα που δεν ήξερα, καθώς και άλλα που επιβεβαιώνουν όσα φοβόμουν, αλλά δεν ήθελα να παραδεχτώ.  

Γι αυτό, αμέσως μετά, αποφάσισα να σου γράψω, καλέ μου Εύελπι. Τώρα που έχω κάπως ηρεμίσει ελπίζω να μπορέσω να είμαι σαφής. Και να μη σου δώσω αφορμή να λες πως και η Θαΐδα, όπως όλες οι γυναίκες, εντυπωσιάζεται και φλυαρεί εύκολα.

Άκου λοιπόν την ουσία, όπως έφτασε σε μένα από τις διηγήσεις των έξυπνων και αξιόπιστων συνεργάτιδών μου: Η σκευωρία που υποψιαζόμασταν, ήδη πριν φύγεις για την Αθήνα, κάθε άλλο παρά έπαψε να υπάρχει. Ένας από τους κύριους στόχους της εξακολουθεί να είναι ο Καλλισθένης ο Ολύνθιος. Απ’ όσα έφτασαν στα αυτιά των κοριτσιών μου, ο Ανάξαρχος και οι φίλοι του σκοπεύουν να τον εμπλέξουν σε υποτιθέμενη δολοπλοκία που αποσκοπεί στον φόνο του Αλέξανδρου και μάλιστα με εμπλοκή του Αριστοτέλη.

Παράλληλα υπάρχει και βρίσκεται σε εξέλιξη και άλλο σχέδιο, εκείνο που επιδιώκει  να μειώσει την επιρροή του στην αυλή,  μέσω της διάδοσης ανεξέλεγκτων φημών που να τον παρουσιάζουν ως μεγαλομανή που διεκδικεί τη δόξα του Βασιλιά, μόνο και μόνο επειδή είναι δική του δουλειά να την παρουσιάζει στον κόσμο και να την καταγράφει προς όφελος των μελλοντικών ιστορικών!  Επειδή όμως η επιρροή του Καλλισθένη πάνω στους εταίρους και τους λοιπούς στρατηγούς δεν μπορεί εκ των πραγμάτων να παρουσιαστεί ως μεγάλη, έχουν σκοπό να εμπλέξουν τους νεαρούς βασιλικούς παίδες, οι οποίοι είναι γνωστό ότι βλέπουν τον Καλλισθένη όπως οι πατέρες τους έβλεπαν τον Αριστοτέλη: Με σεβασμό και θαυμασμό. Εδώ παρακάτω σου γράφω λεπτομέρειες για τα όσα ακριβώς μου είπαν οι κορασίδες. Εσύ, αγαπημένε μου φίλε Εύελπι, κρίνε και αποφάσισε τι μπορείς να κάνεις. Εγώ σπεύδω να σου διευκρινίσω ότι θα παραμείνω πλάι σου, οτιδήποτε κι αν χρειαστείς από μένα.

…………………..

[1] 18,5 χιλιόμετρα

[2] Ευριπίδης, ¨Ανδρομάχη¨, (695-715). Στίχοι που ο ποιητής βάζει στο στόμα του Πηλέα, εδώ σε ελεύθερη απόδοση.

 

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , | Leave a Comment »

Κύλικες και δόρατα. Ιντερμέδιο VII. Κρίσιμα χρόνια (συνέχεια).

Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 23 Μαρτίου, 2018

Ιντερμέδιο έβδομο. Κρίσιμα χρόνια (συνέχεια).

Samarkand280

6. Εν τω μεταξύ το στράτευμα εξακολουθεί να προωθείται

Εν τω μεταξύ, τα διάφορα τμήματα του στρατεύματος εξακολούθησαν να προελαύνουν από την Παρθία και την Αρεία  προς την Δραγγιανή και μετά, ακολουθώντας τα ίχνη του Βήσσου, προς την Βακτριανή στέπα και τα ακραία βορειοανατολικά τμήματα της Αυτοκρατορίας των Περσών. Στην ουσία όμως η στρατιά κατευθύνεται προς το νέο στόχο: την πρόσβαση στον  κόσμο των Ινδιών, τον μυστηριώδη τόπο από όπου καταφθάνουν στην αυτοκρατορία μεταξένια και βαμβακερά υφάσματα, πολύτιμες πέτρες, καρυκεύματα, καθώς και άλλα σπάνια εξωτικά αγαθά. Αλλά για να υλοποιηθεί αυτός ο στόχος πρέπει πρώτα να εκκαθαριστούν τα ενδιάμεσα εδάφη από τον Βήσσο (ή, όπως είχε αυτοανακηρυχθεί, τον Αρταξέρξη τον Τέταρτο, επίδοξο Μεγάλο Βασιλέα), καθώς και από τους άλλους εξεγερμένους πρίγκιπες και τους, πολύ πιο επικίνδυνους, ντόπιους αντάρτες. 

Δεν υπάρχουν πολλές πόλεις σε αυτή την διαδρομή. Υπάρχουν κυρίως οχυρωμένοι οικισμοί, οι ¨Αβάρνες¨, όπως τους αποκαλούν οι γηγενείς, Μικρά φρούρια, χτισμένα σε μέρη που παρέχουν φυσική προστασία και είναι σε θέση να προβάλουν ισχυρή αντίσταση. Στην ίδια όμως αυτή διαδρομή θα θεμελιωθούν και νέες πόλεις, νέες Αλεξάνδρειες, όπου πέρα από τους παλαιότερους των στρατιωτών και μέρος των συνακολουθούντων, θα εγκατασταθούν και άποικοι που θα καταφτάσουν από τον ελλαδικό κορμό.
alex

Η πάρα πέρα πορεία στην άνυδρη στέπα και μετά στα χιονοσκεπή βουνά, θα είναι δύσκολη, περιπετειώδης, με αλλεπάλληλες αιματηρές συμπλοκές -κυρίως ενάντια σε μικρά ευέλικτα τμήματα ανταρτών, γεμάτη με ηρωικά επεισόδια, αλλά και μύθους που αναδεικνύουν τα πρόσωπα και τις αναπάντεχες καμπές της εποποιίας.

Μιλώ για μύθους που διανθίζουν και δραματοποιούν ως κάποιο βαθμό την πραγματικότητα, έχοντας λόγου γνώση, μια που ήταν η δική μας υπηρεσία που, ανάμεσα στις άλλες αρμοδιότητές της, φρόντιζε για την εικόνα που θα άφηνε η εκστρατεία στην ιστορία, καθώς και για την εικόνα που θα άφηνε πίσω ο Μακεδόνας Βασιλιάς που την καθοδηγούσε.

Θα είναι στην αρχή αυτής της διαδρομής που οι ορεσίβιοι Μάδροι, όχι μόνο θα αντισταθούν, αλλά και θα απαγάγουν τον Βουκεφάλα∙ τελικά όμως θα ηττηθούν και θα υποχρεωθούν να συνθηκολογήσουν πληρώνοντας μάλιστα σημαντική αποζημίωση στους Μακεδόνες και, φυσικά, επιστρέφοντας το αγαπημένο άλογο του Αλέξανδρου.

Θα είναι κατά τη διάρκεια της ίδιας προέλασης που υποτίθεται πως θα καταφτάσει η βασίλισσα των Αμαζόνων, η Θάληστρις, με ακολουθία τριακοσίων γυναικών-πολεμιστών και με αποκλειστικό σκοπό να ζητήσει από τον Αλέξανδρο να γίνει ο πατέρας του (μελλοντικού) παιδιού της και για αυτό τον λόγο θα στρατοπεδεύσει μαζί του για δεκατρείς ολόκληρες μέρες (και νύχτες!).

Θα είναι επίσης εδώ που ο σατράπης Σατιβαρζάνης, (ένας από τους πρίγκιπες που δολοφόνησαν τον Δαρείο), αφού πρώτα, πιθανότατα συνεννοημένος με τον Βήσσο, δήλωσε υποταγή στον Αλέξανδρο (και εκείνος έκανε το λάθος να τον εμπιστευτεί και να τον αφήσει στην διοίκηση της Αρείας κάτω από την εποπτεία μιας μικρής ομάδας Μακεδόνων),  θα επαναστατήσει και πάλι και αφού κατασφάξει την μακεδονική φρουρά, θα καταφέρει να ξεσηκώσει όλη την περιοχή.

Ο Σατιβαρζάνης θα βρεθεί αργότερα αντιμέτωπος με τμήμα της στρατιάς που θα στείλει εναντίον του ο Αλέξανδρος και όταν η μάχη αποβεί αμφίρροπη θα ζητήσει η έκβαση να κριθεί σε μονομαχία ανάμεσα στον ίδιο και όποιον μακεδόνα στρατηγό δεχτεί να τον αντιμετωπίσει. Η πρόκλησή του θα γίνει δεκτή και τελικά ο Σατιβαρζάνης θα σκοτωθεί μονομαχώντας, από το ακόντιο του Εριγύιου από την Μυτιλήνη.

Θα είναι ακόμη εδώ που στους επικίνδυνους εχθρούς του στρατεύματος θα προστεθούν τα σμήνη των κουνουπιών που κατακλύζουν τα έλη των λιμνών της Δραγγιανής. Το στράτευμα για να τα αποφύγει θα αναγκαστεί να μετακινηθεί σε χρόνο ακατάλληλο για τον ανεφοδιασμό, πριν δηλαδή ολοκληρωθεί η συγκομιδή στην περιοχή, με αποτέλεσμα πρόσθετες τροφοδοτικές δυσκολίες.

toxovolia1[…]

Η άνοιξη της επόμενης χρονιάς, θα βρει τον Αλέξανδρο στους πρόποδες ενός πανύψηλου και απρόσιτου όρους, του Παροπάμισου[1]. Το πέρασμα που θα επιλέξει για να περάσει στη Βακτριανή στέπα βρίσκεται σε εξαιρετικά μεγάλο ύψος και είναι ιδιαίτερα δύσβατο[2] . Το επιλέγει γιατί ο Βήσσος δεν έχει προλάβει να καταστρέψει υποχωρώντας τη συγκομιδή στην περιοχή αυτής της διαδρομής. Ωστόσο θα υπάρξουν και πάλι απώλειες. Δριμύ ψύχος και κρυοπαγήματα δυσκολεύουν την πορεία της στρατιάς. Οι οπλίτες αναγκάζονται να βάζουν μαύρα υφάσματα μπροστά στα μάτια τους για να μην τυφλωθούν από την αντανάκλαση του ήλιου και να δένουν σακούλες στα πόδια των υποζυγίων, ώστε αυτά να μη βυθίζονται εύκολα στο χιόνι. Εν τέλει θα χρειαστεί πάνω από ένα  δεκαπενθήμερο για καταφέρουν να διαβούν το πέρασμα  και να κατευθυνθούν προς τις δύο πιο σημαντικές πόλεις της σατραπείας.  Την Άορνο και την πρωτεύουσα πόλη της Βακτριανής, τα Βάκτρα.

Όταν ο Βήσσος μάθει ότι οι καιρικές συνθήκες και οι λοιπές δυσχέρειες δεν στάθηκαν αρκετές για να σταματήσουν τον Αλέξανδρο, θα υποχωρήσει ξανά, αυτή τη φορά πέρα από τον ποταμό Ώξο, προς την ακραία επαρχία της Σογδιανής, όπου ο σατράπης Σπιταμένης διοργανώνει ήδη την αντίσταση των γηγενών.

Ο Αλέξανδρος θα καταλάβει εξ εφόδου τα Βάκτρα, όπου θα πληρώσει και θα αποστρατεύσει τους τραυματίες και ασθενείς οπλίτες, καθώς και τους Θεσσαλούς ιππείς. Θα ακολουθήσει η πλήρης υποταγή της Βακτριανής και αμέσως μετά ο στρατηλάτης θα προχωρήσει εσπευσμένα προς τον ποταμό Ώξο.

Η στρατιά έφτασε στον ποτάμι, αφού πρώτα πέρασε με δυσκολία και με απώλειες μια άνυδρη περιοχή γεμάτη κινούμενους αμμόλοφους και παραπλανητικούς αντικατοπτρισμούς. Ο ορμητικός ρους του Ώξου στο σημείο εκείνο έχει πλάτος έξι στάδια, ο βυθός είναι αμμώδης και δεν επιτρέπει την τοποθέτηση πασσάλων,  ενώ ο Βήσσος, υποχωρώντας, είχε κάψει όλα τα πορθμεία.  Αποφασίστηκε λοιπόν να χρησιμοποιήσουν και πάλι τη μέθοδο που είχαν εφαρμόσει για να διαβούν, παλιότερα, τον ευρωπαϊκό ποταμό Ίστρο[3]. Γέμισαν τα δερμάτινα αντίσκηνα με ξερά φρύγανα και έφτιαξαν ¨ασκοσχεδίες¨, που έδεσαν γερά μεταξύ τους. Για να ολοκληρώσουν τη διάβαση με αυτόν τον τρόπο, τούς χρειάστηκαν πέντε ημέρες.

Skythian_archer_plate_BM_E135_by_Epiktetos

Εν τω μεταξύ στο στρατόπεδο των Ιρανών πριγκίπων στη Σογδιανή ξεσπούν έριδες. Απ’ ό, τι εκ των υστέρων μπορούμε να συμπεράνουμε, οι δύο ντόπιοι ευγενείς, ο Σπιταμένης και ο Δαταφέρνης, δεν έχουν πεισθεί πως ο Βήσσος είναι ικανότερος από τον Δαρείο στο να αντιμετωπίσει τους Έλληνες. Αποφασίζουν λοιπόν να απαλλαγούν απ’ αυτόν με την πιο απλή μέθοδο: Τον συλλαμβάνουν, υποκρίνονται ότι επιθυμούν συνθηκολόγηση και παραγγέλνουν στον Αλέξανδρο ότι θέλουν να του τον παραδώσουν. Προφανώς ετοίμαζαν αιφνιδιαστική επίθεση εναντίον του. Όντως ο Μακεδόνας στέλνει στον οικισμό όπου κρατείται ο Βήσσος τον Πτολεμαίο του Λάγου, επί κεφαλής όμως ισχυρού στρατεύματος και εκείνοι αναγκάζονται τελικά να του παραδώσουν τον Βήσσο, χωρίς να εμφανιστούν οι ίδιοι, τάχα πως αισθάνονται αιδώ για την πράξη τους.

Τελικά ο Αλέξανδρος στέλνει  τον Βήσσο πίσω στα Εκβάτανα προκειμένου να δικαστεί για την προδοσία του απέναντι στον Δαρείο από τους ίδιους τους Πέρσες. Ο αποστάτης, ο οποίος, σε κάθε περίπτωση, είχε επιδείξει πατριωτική δράση, θα βασανισθεί και θα εκτελεστεί, ενώ τα ηνία της αντίστασης στην περιοχή της Σογδιανής θα αναλάβει ο σατράπης Σπιταμένης.

 

  1. Η εξέγερση στη Σογδιανή και η σύγκρουση με τους Σκύθες

Το καλοκαίρι αυτού του δεύτερου έτους, από το χρονικό διάστημα που εξιστορώ περιληπτικά στο παρόν κείμενο, αφού πρώτα το πεζικό αναδιοργανωθεί και μεγάλο μέρος από τα άλογα του ιππικού αντικατασταθούν  με ντόπια, η στρατιά προχωρεί προς  την πρωτεύουσα της Σογδιανής, τη Μαράκανδα (η ονομασία σημαίνει Πόλη του Ιερού Πυρός) την οποία και καταλαμβάνει και από εκεί κατευθύνεται προς το ακραίο όριο της αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών, τον ποταμό Ιαξάρτη, ο ρους του οποίου, όπως και του Ώξου, κατευθύνεται προς τον ανεξερεύνητο βορρά.

Εδώ ο Αλέξανδρος θέλει να εκτιμήσει τον κίνδυνο που ενδεχομένως αντιπροσωπεύουν οι φυλές των Σκύθων που βρίσκονται πέρα από το ποτάμι και  να δημιουργήσει ακόμη μια αμυντική συνοριακή πόλη, την Αλεξάνδρεια την πιο απομακρυσμένη. Πράγματι, στην περιοχή έχουν ήδη συσπειρωθεί Σκυθικές φυλές, οι οποίες επιτίθενται σε όποια απομονωμένα τμήματα της στρατιάς συναντούν, δημιουργώντας αλλεπάλληλες, επώδυνες  απώλειες. Ο Αλέξανδρος θα διαιρέσει το στράτευμα σε μικρότερα, πιο ευέλικτα τμήματα και οι Σκύθες θα αντιμετωπιστούν με επιτυχία, αν και, κατά τις συγκρούσεις ο ίδιος, καθώς δεν  παύει να μάχεται στην πρώτη γραμμή, θα τραυματιστεί από βέλος στην κνήμη.

Αλλά ενώ (κάπου στην άκρη του γνωστού κόσμου) η Αλεξάνδρεια η Έσχατη  θεμελιώνεται με γιορτές και αθλητικούς αγώνες, καταφτάνει η είδηση ότι στη Σογδιανή ξέσπασε επανάσταση υπό την καθοδήγηση του Σπιταμένη, ο οποίος ενισχυμένος και από Σκύθες έφιππους τοξότες, επιτίθεται στις μακεδονικές φρουρές, τις διαλύει, και πολιορκεί την Μαράκανδα.

Ο Αλέξανδρος στέλνει πίσω τον Κρατερό, ο οποίος σύντομα ανακτά τις μικρές περιφερειακές πόλεις∙ στέλνει επίσης ενισχύσεις στην Μαράκανδα, κάτω από τις διαταγές του αξιωματικού Μενέδημου.  Όταν όμως μαθαίνει ότι ο Μενέδημος έπεσε σε ενέδρα του Σπιταμένη και είχε μεγάλες απώλειες (πάνω από δύο χιλιάδες άνδρες), αν και τραυματίας, επιστρέφει κι ο ίδιος τάχιστα στην πρωτεύουσα της Σογδιανής, προκειμένου να ξεκαθαρίσει οριστικά τους λογαριασμούς με τον εξεγερμένο σατράπη.

Εκείνος ωστόσο, αμέσως μόλις  πληροφορείται ότι ο Αλέξανδρος κατευθύνεται εναντίον του, σπεύδει, ακόμη μια φορά, να εξαφανιστεί. 

Ο Αλέξανδρος θα διακόψει προς στιγμήν την καταδίωξη και θα επιστρέψει στα Βάκτρα έτσι ώστε ο κύριος όγκος της στρατιάς να περάσει τον σκληρό ασιατικό χειμώνα[4] στην πρωτεύουσα της Βακτριανής. 

images (16)

Αυτή την περίοδο θα γίνουν διπλωματικές προσπάθειες συμφιλίωσης με ορισμένες από τις πιο διαλλακτικές φυλές των Σκύθων και, την επόμενη άνοιξη, αφού το στράτευμα διαιρεθεί ξανά σε πέντε μικρότερα, ταχύτατα μέρη, θα ξεκινήσει και πάλι προς τη Σογδιανή, όπου έχουν ξεσπάσει νέες εξεγέρσεις.  Ενώ τα τέσσερα τμήματα εκτελούν εκκαθαριστικές επιχειρήσεις σε όλη την σατραπεία, ο Αλέξανδρος, επικεφαλής του πέμπτου, κατευθύνεται στην πρωτεύουσα Μαράκανδα ελπίζοντας να βρει επιτέλους εκεί τον Σπιταμένη, τον πιο ικανό και επικίνδυνο από τους μέχρι τώρα αντιπάλους του.

Εκείνος όμως δεν θα είναι εκεί. Επωφελούμενος από την απομάκρυνση του κύριου όγκου της στρατιάς, επιτίθεται πίσω, στα Βάκτρα,  με μια σχετικά μικρή ομάδα εξακοσίων Μασαγετών ιππέων. Αλλά αυτό είναι κάτι που ο Αλέξανδρος έχει προβλέψει. Στα Βάκτρα θα βρίσκεται ο στρατηγός Κρατερός, με ιππικό και ικανό αριθμό οπλιτών, ο οποίος θα απωθήσει την επίθεση.

Ο Σπιταμένης θα αναγκαστεί να επιστρέψει στη Σογδιανή όπου, αφού  ανανεώσει τις δυνάμεις του με Βακτριανούς, Σογδιανούς και Μασαγέτες Σκύθες, θα καταλάβει μια σειρά  οικισμούς και φρούρια από όπου θα εξακολουθήσει να εξαπολύει επιθέσεις κατά των Μακεδόνων. Εναντίον του αυτή τη φορά θα κινηθεί ο στρατηγός Κοίνος, ο οποίος και θα τον νικήσει οριστικά. Οι Σπιταμένης υποχωρώντας άτακτα, θα προδοθεί τελικά από τους Μασαγέτες μισθοφόρους και θα αποκεφαλιστεί.

Στη Μαράκανδα όπου θα διαχειμάσει αυτή τη χρονιά η στρατιά[5] η ατμόσφαιρα θα είναι τεντωμένη. Όχι μόνο γιατί, παρά την εξουδετέρωση του Σπιταμένη, η Σογδιανή δεν έχει ακόμη υποταχθεί, αλλά και γιατί θα ξεσπάσουν έριδες στο στενό περιβάλλον του βασιλιά. Εδώ θα συμβεί ακόμα ένα δραματικό επεισόδιο που θα βαρύνει περισσότερο την κατάσταση . Ο φόνος του στρατηγού Κλείτου του Μέλανα.

………………………

[1] Πρόκειται για τον Ινδικό Καύκασο (Χιντού Κους),  ο οποίος από γεωγραφικό λάθος θεωρήθηκε ως ο κυρίως Καύκασος (που οριοθετεί την Ευρώπη σε σχέση με την Ασία) τον οποίο οι Έλληνες θεωρούσαν ως το βόρειο άκρο της περσικής αυτοκρατορίας. Γι αυτόν το λόγο οι Σκύθες που ζούσαν στα βόρεια αυτού του βουνού θεωρήθηκαν (και ονομάστηκαν τότε) Ευρωπαίοι Σκύθες.

[2] Πρόκειται για το πέρασμα Κάουακ, σε ύψος 3.500 μέτρων

[3] Ίστρος: Ελληνική ονομασία του ποταμού Δούναβη

[4] Χειμώνας του 329-328 π.Χ.

[5] Χειμώνας του 328-327 π.Χ.

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , , , , | Leave a Comment »

Κύλικες και Δόρατα. Ιντερμέδιο VII. Κρίσιμα χρόνια

Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 10 Μαρτίου, 2018

Με το έβδομο ιντερμέδιο, το πρώτο μέρος του οποίου αναρτώ σήμερα, ολοκληρώνεται η σύνδεση του έβδομου μέρους του μυθιστορήματος,  με το επόμενο και τελευταίο μέρος. Μετά την ανάρτηση και του δεύτερου τμήματος του ιντερμέδιου, τις προσεχείς ημέρες, δε θα μένει παρά ένα ακόμη μέρος, το όγδοο (υπολογίζω καμιά δεκαριά μικρά κεφάλαια) για να ολοκληρωθεί  το όλο αφηγηματικό πόνημα. Καιρός είναι, θα έλεγα!

Το ιντερμέδιο εφτά περιέχει (όπως και η εισαγωγή) αποσπάσματα κειμένων του ιστορικού Ευέλπιδος του Μεγαρέως τα οποία μόλις πρόσφατα ήρθαν στην επιφάνεια κατά τη διάρκεια αρχαιολογικών ερευνών, μάλλον (δεν αποφάσισα ακόμη) στα ερείπια του Λυκείου του Αριστοτέλη.

 gr0063

 

Ιντερμέδιο VII   

Κρίσιμα χρόνια

Πρόκειται και εδώ για την μετάφραση στην νεοελληνική γλώσσα ορισμένων ευανάγνωστων σπαραγμάτων από τις καταγραφές του Ευέλπιδος του Μεγαρέως που ανεβρέθησαν πρόσφατα. Το ακόλουθο τμήμα το οποίο αναφέρεται στο χρονικό διάστημα μεταξύ του 330 και του 327 π.Χ., εκτιμάται ότι συνεγράφη λίγο πριν ή αμέσως μετά τον θάνατο του Αλεξάνδρου και, σε κάθε περίπτωση, πριν από την έναρξη του πολέμου μεταξύ των διαδόχων. Προς το παρόν δεν υπάρχουν στοιχεία που να τεκμηριώνουν τον τόπο της συγγραφής αν και θεωρείται πιθανόν τα κείμενα να συνετάχθησαν στην Αθήνα.

Στη θέση των δυσανάγνωστων ή απολεσθέντων τμημάτων σημειώνεται το σύμβολο […]

1.΄Όπου ο Εύελπις αναφέρεται στην κρισιμότητα των χρόνων εκείνων

[…] Σήμερα είναι πλέον προφανές, ότι η χρονιά εκείνη, η τελευταία μετά την εκατοστή δωδέκατη Ολυμπιάδα[1] και η πρώτη μετά την επιστροφή μου στην Αθήνα με τους ¨τυραννοκτόνους¨, ήταν μια περίοδος αλλαγών (μέσα σε μια ευρύτερη εποχή ανασχηματισμών και αναδιατάξεων) η οποία  επηρέασε  καίρια την παραπέρα διαδρομή της Ιστορίας. Σήμερα βέβαια, που από τότε έχει μεσολαβήσει ένα ικανό χρονικό διάστημα, αυτό είναι ευκολότερα διακριτό.  Τότε όμως, πολλοί, ακόμη και από εκείνους που είχαν μελετήσει τα φαινόμενα και τις ιδιαιτερότητες της Ιστορίας, είχαν εμποδιστεί από τις καθημερινές ανατροπές και εκπλήξεις να εκτιμήσουν συνολικά τα γεγονότα  και να διαισθανθούν τις μελλοντικές τους επιπτώσεις.

Ωστόσο υπήρξαν και κάποιοι που έχοντας μια πιο απροκατάληπτη αίσθηση της Ιστορίας, επηρεάστηκαν έντονα από τις εξελίξεις της περιόδου εκείνης και άρχισαν να αναθεωρούν ορισμένες ενθουσιώδεις αρχικές αντιλήψεις και να αναζητούν, εντονότερα από άλλοτε, εναλλακτικές προτάσεις και πολιτικές. Ένας από αυτούς ήταν, φυσικά, ο προϊστάμενός μου ο Καλλισθένης ο Ολύνθιος. Εάν κατάφερε κάτι ή όχι θα φανεί ίσως αργότερα. Κανείς ωστόσο δεν θα μπορέσει να τον κατηγορήσει ότι δεν πήρε θέση, έστω κι αν χρειάστηκε να πληρώσει γι αυτό. […]

Αλλά ας έρθουμε -συνοπτικά- στα όσα συνέβησαν τη χρονιά εκείνη, καθώς και στα δύο επόμενα χρόνια. Δηλαδή κατά τα τρία συνολικά χρόνια που παρέμεινα τότε στην Αθήνα, έως ότου οι  δραματικές εξελίξεις με υποχρεώσουν, παρά την αντίθετη προτροπή του Καλλισθένη,  να επιστρέψω εσπευσμένα στο μέτωπο της εκστρατείας.

Το γεγονός ότι η αφήγησή μου δεν είναι λεπτομερειακή ή και επαρκώς ακριβής σχετικά με τα όσα συνέβησαν αυτό το χρονικό διάστημα στην Ασία, οφείλεται ακριβώς στο ότι βρισκόμουν στην Αττική και η πληροφόρησή μου για τα τεκταινόμενα στο μέτωπο ήταν έμμεση. Ωστόσο, αργότερα, είχα την ευκαιρία να επαληθεύσω πολλές από τις μαρτυρίες που χρησιμοποιώ στο παρόν κείμενο.

 *

images (26)

2. Όπου ο Εύελπις αναφέρεται στις επιπτώσεις της ¨λήξης¨ της Πανελλήνιας Εκστρατείας.

Θα πρέπει εδώ να επαναλάβω ότι η διακήρυξη του Αλέξανδρου για την αίσια λήξη της εκστρατείας μετά την ευτυχή υλοποίηση των στόχων που είχε θέσει το Συνέδριο της Κορίνθου, βρήκε την Αθήνα, αλλά και πολλές άλλες -ισχυρές ακόμη- ελληνικές πόλεις, απροετοίμαστες. Όλα γίνονταν πολύ γρήγορα. Και αυτή είναι μάλλον η αιτία που δεν υπήρξαν από μέρους τους ορατές αντιδράσεις. Ούτε πανηγυρισμοί, ούτε δυσαρέσκεια. Περισσότερο, θα έλεγα, μια στάση -εναγώνιας- αναμονής.

 Επί πλέον, δεν ήταν σαφές  εάν η ¨λήξη¨ που ανάγγειλε ο Μακεδόνας ηγέτης, σήμαινε και το τέλος των δομών του Συνεδρίου. Ας σημειώσουμε ότι αυτός ο -αμφικτιονικού τύπου- θεσμός ήταν καινοφανής και ότι δεν υπήρχαν προηγούμενα σημεία αναφοράς ούτε στα ελληνικά ούτε σε τυχόν άλλα διεθνή χρονικά.   Μέχρι τότε, πέρα από τις πόλεις (γνωστές και αγαπημένες από τους Έλληνες αυτόνομες μορφές διοίκησης) και τα ¨κοινά πόλεων¨ (χαλαροί συνασπισμοί που είχαν κυρίως πολιτιστικές και θρησκευτικές αρμοδιότητες) υπήρχαν μόνον αυτοκρατορίες (βασικά μία, η περσική) ή ευκαιριακές συσπειρώσεις πόλεων μπροστά σε κοινούς κινδύνους, αλλά χωρίς προβολές στο μέλλον πέρα από την  συντονισμένη κοινή άμυνα.

Υπήρχαν βέβαια και οι συνήθεις ηγεμονικές πόλεις με τις επιρροές τους, αλλά μετά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο που τις αποδυνάμωσε δραστικά, οι προοπτικές τους φαίνονταν απολύτως περιορισμένες. Εξ άλλου οι ηγεμονικές πόλεις προϋπέθεταν την κοινή πολιτειακή μορφή των δορυφόρων τους (βασικά αθηναϊκού ή σπαρτιατικού τύπου) και δημιουργούσαν συχνά ¨δημόσια άγη¨ επιβολής (βλέπε την περιβόητη περίπτωση της Μήλου[2]).

Το Συνέδριο, αντίθετα, προέβλεπε τη διοργάνωση μιας κοινής εκστρατείας, από πόλεις με ετερογενή εσωτερικά καθεστώτα, πράγμα πολύ πιο σύνθετο και δεσμευτικό. Κοινή εκστρατεία υπήρχε στη βαθειά  κοινή μνήμη των Ελλήνων: εκείνη που περιέγραφε ο Όμηρος στα έπη του. Όμως στους μύθους αυτούς τα επί μέρους καθεστώτα ήταν ομοιογενή: Γένη με επικεφαλής ημίθεους βασιλείς. Τώρα όχι.  Ίσως λοιπόν το Συνέδριο, έλπιζαν πολλοί, να μπορούσε να αποτελέσει την αφετηρία σε εξελίξεις που θα οδηγούσαν σε μια ισχυρή Αμφικτιονία νέου τύπου, που με τη σειρά της θα εγκαινίαζε τις νέες (ελληνικές) μορφές ευρείας διοίκησης.

Η ανακοίνωση όμως της μακεδονικής ηγεσίας δεν προσδιόριζε κάτι σχετικό με το μέλλον του Συνεδρίου της Κορίνθου. Στην πράξη, ο θεσμός θα εξακολούθησε τυπικά να λειτουργεί, αλλά δύσκολα θα μπορούσε να τον επικαλεστεί πλέον κανείς ως υπόδειγμα μιας εναλλακτικής ενοποίησης.

Εξάλλου, εάν μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι υπήρχε στο μέτωπο μια κάποια ομάδα πρέσβεων των λοιπών ελληνικών πόλεων με τυπική έστω επιρροή πάνω στις βασικές αποφάσεις της εκστρατείας, αυτή, μετά την παραπάνω επίσημη διακήρυξη έπαψε, επισήμως πλέον, να υπάρχει. […]

 *

αρχείο λήψης (5)

3. Όπου ο Εύελπις περιγράφει τις ομάδες με ανερχόμενη επιρροή στην Αυλή του Αλέξανδρου.

Στο μέτωπο της εκστρατείας, συγκεκριμένα στα Εκβάτανα όπου στην αρχή αυτής της περιόδου  βρισκόταν το επιχειρησιακό επιτελείο, το ουσιαστικό ¨κλείσιμο¨ του Συνεδρίου, συνέπεσε με μία ορατή αναβάθμιση της επιρροής δύο ομάδων: Της ομάδας των περσών που φάνηκαν πρόθυμοι να συνεργαστούν με την νέα διοίκηση, και εκείνης της ετερόκλητης ομάδας μεγαλεμπόρων, εκπροσώπων των πλούσιων αλλά κατακτημένων από τους πέρσες περιοχών και ελλήνων σοφιστών που συνεργάστηκαν προκειμένου να ελέγξουν κατά το δυνατό τις εξελίξεις.

Εμείς αυτές τις συσπειρώσεις τις είχαμε ήδη εντοπίσει.  

Στη πρώτη συμμετείχαν οι Πέρσες ευγενείς και αυλικοί που διατήρησαν τα αξιώματά τους ή που τους αποδόθηκαν άλλα∙ επίσης, ένα μέρος του ιερατείου του Αχούρα Μάσδα  και των λοιπών θεών με γηγενή περσική προέλευση. Ωστόσο, τουλάχιστον στην αρχή, μια από τις σημαντικότερες φυσιογνωμίες αυτής της ομάδας, θα μπορούσε να θεωρηθεί η βασιλομήτωρ Σισίγαμβρη, η οποία έδειχνε κάτι παραπάνω από βαθιά εκτίμηση προς τον Αλέξανδρο. Ήταν σε όλους γνωστό πως, κατά τη γνώμη της, ένας συμβιβασμός με τον Δαρείο ήταν εφικτός και η σύναψη μιας συμφωνίας μαζί του, ενδεχομένως επικυρωμένη από τον γάμο με μια πριγκίπισσα από το γένος των Αχαιμενιδών, θα εξασφάλιζε στον μεν Μακεδόνα τη νομιμοποίηση της διαδοχής στο ασιατικό θρόνο, στον δε Δαρείο την συνέχιση της παραμονής στην εξουσία ως επικεφαλής κάποιου μεγάλου τμήματος της Αυτοκρατορίας. Η Σισίγαμβρη πιθανώς θεωρούσε ότι μελλοντικά οι ισορροπίες θα μπορούσαν να ανατραπούν προς όφελος των Περσών.

Το γεγονός ότι ο Δαρείος αιχμαλωτίστηκε από τους αντάρτες πρίγκιπες και ότι ο Αλέξανδρος έσπευσε να τους κυνηγήσει και να τους τιμωρήσει, δικαίωσε προς στιγμήν την πολιτική της Περσίδας. Όμως ο θάνατος του Μεγάλου Βασιλέα πριν προλάβει να συνεννοηθεί με τον Μακεδόνα για οτιδήποτε, έριξε τη μητέρα του σε βαθειά θλίψη και πιστεύω ότι η παρέμβασή της σταμάτησε εκεί.

 Ωστόσο υπήρχαν πολλοί άλλοι, ευγενείς, ιερείς και αυλικοί, που είχαν επιλέξει την πολιτική της ελληνοπερσικής συγκυριαρχίας και προσπαθούσαν να πείσουν τους μακεδόνες ότι κάτι τέτοιο ήταν εφικτό και συμφέρον και για τις δύο εθνότητες.  Όλοι οι παραπάνω επιδείκνυαν απέναντι στον Αλέξανδρο όλη εκείνη την εθιμοτυπική υποταγή με την οποία συμπεριφέρονταν άλλοτε στον Αχαιμενίδη μονάρχη. Εν τέλει, τους Μακεδόνες δεν κατάφεραν να τους πείσουν. Τον Αλέξανδρο όμως έμοιαζαν να τον πείθουν  κάθε μέρα και περισσότερο.  

Στην άλλη ομάδα, η υπηρεσία μας είχε ήδη δώσει ένα όνομα: ¨Οι Άλλοι¨. Οι συνιστώσες της ήταν ετερογενείς και ετερόκλητες, εν τούτοις ¨οι Άλλοι¨ είχαν ήδη καταφέρει να είναι καλύτερα οργανωμένοι από τους προσκείμενους Πέρσες, ίσως επειδή κανένας, πλην ημών (εννοώ την υπηρεσία των λογίων του Καλλισθένη και του Ευμένη), δεν τους απέδιδε ιδιαίτερη σημασία.   

Εμείς, ξέραμε ήδη τον συντονιστικό ρόλο του σοφιστή Ανάξαρχου, καθώς και τη χρηματοδότηση που παρείχαν στην ομάδα οι πλούσιοι βαβυλώνιοι έμποροι και το ιερατείο των (επίσης εμπορευόμενων) θεών της Μεσοποταμίας.  Ξέραμε επίσης ότι η ομάδα είχε τη στήριξη ορισμένων κύκλων των ¨συνακολουθούντων¨, καθώς και κάποια -μάλλον ευκαιριακή, όπως τελικά αποδείχτηκε- σχέση με τον υπεύθυνο για τα οικονομικά της εκστρατείας, τον Άρπαλο του Μαχάτα.

Η ομάδα αυτή διέθετε ταλαντούχους αυλοκόλακες (όπως ο ίδιος ο Ανάξαρχος ο Αβδηρίτης ο επιλεγόμενος και Ευδαιμονικός), οι οποίοι, αν και δεν τους ενδιέφερε η πολιτική της συγκυριαρχίας  με τους Πέρσες, ενθάρρυναν κάθε κίνηση που ενίσχυε την αναδημιουργία μιας αυτοκρατορικής νοοτροπίας περσικού τύπου, αρχίζοντας από την ενίσχυση της τελετουργικής επιβολής του Αλέξανδρου και φθάνοντας έως την υποστήριξη της ¨θεοποίησής¨ του. Επί πλέον οι ¨Άλλοι¨ δεν έχαναν ευκαιρία να παροτρύνουν τον Μακεδόνα να συνεχίσει άμεσα την εξαντλητική εξόρμηση προς τα ανατολικά, έστω κι αν αυτή δημιουργούσε προβλήματα στους κατάκοπους βετεράνους  στρατιώτες, με στόχο τις χώρες της Ινδίας, τις εμπορικές συναλλαγές με τις οποίες φιλοδοξούσαν να αναλάβουν κατ’ αποκλειστικότητα.

 *

images (19)

4. …και άλλους παράγοντες που διαμορφώνουν το κλίμα στην εκστρατεία εκείνη την περίοδο.

Βασικά εμπόδια στις επιδιώξεις των Άλλων ήταν, εκ των πραγμάτων, τα ακόλουθα:

Πρώτα απ’ όλα η καθιερωμένη ελληνική νοοτροπία του ¨μέτρου¨ και της ¨ισορροπίας¨ που αποστρεφόταν τις ποσοτικές υπερβολές.

Οι Έλληνες είχαν πολεμήσει και παλιότερα ενάντια στην Αυτοκρατορία, την είχαν νικήσει και αισθάνονταν ότι δικαιούνταν να την αντιμετωπίζουν με συγκαταβατική επάρκεια, αν όχι με περιφρόνηση. Αλλά υπήρχε και η αποστροφή των Ελλήνων, ιδιαίτερα του Νότου, προς κάθε συγκεντρωτική μορφή διακυβέρνησης και κάθε απόπειρα προσωπολατρίας.  Μέχρι τότε, τόσο ο Φίλιππος όσο και ο Αλέξανδρος είχαν σεβαστεί τις τοπικές ιδιαιτερότητες ακόμη και όταν είχαν ως πρότυπό την δημοκρατική Αθήνα.  Έτσι, μετά την ήττα του Άγη των Λακεδαιμονίων από τον Αντίπατρο και  παρά τις αντιδράσεις ικανών πολιτικών όπως ο Δημοσθένης, οι περισσότερες πόλεις βρίσκονταν σε μία μάλλον ευμενή προς το μακεδονικό βασίλειο αναμονή των εξελίξεων∙ το οποίο όμως βασίλειο δεν θεωρούσαν σε καμία περίπτωση ως ενδεχόμενο αντικαταστάτη των Περσών στην επαναδημιουργία της γνωστής αυτοκρατορίας .

Οι ¨Άλλοι¨ λοιπόν είχαν κάθε λόγο να είναι ικανοποιημένοι με το τέλος της ισχύος των συμφωνιών της Κορίνθου, αν και ήξεραν ότι μια διαφορετική από τη δική τους αντίληψη θα εξακολουθούσε να υπάρχει στην ηγετική ομάδα της εκστρατείας, όσο θα υπήρχαν εκεί άνθρωποι με Αριστοτέλειες (τους ενοχλούσε, εκτός των άλλων,  που ο δάσκαλος του Αλέξανδρου ήταν εγκατεστημένος πλέον στην Αθήνα) ή Ισοκράτειες  ή παραπλήσιες αντιλήψεις. Τίποτα επομένως το παράξενο στην χρόνια αντιπάθειά τους προς την υπηρεσία του Καλλισθένη και του Ευμένη. Ούτε βέβαια θα εκπλησσόταν κανείς αν θα προέκυπταν αναμεμειγμένοι στα τραγικά γεγονότα που συνόδεψαν τις νίκες και τους ενθουσιασμούς της περιόδου εκείνης

Όμως υπήρχαν και άλλοι ισχυροί αντίπαλοι, τόσο των επιδιώξεων των ενδοτικών περσών όσο και εκείνων των χρηματόφιλων και χρησιμοθηρικών οπαδών του Αβδηρίτη. 

Αναφέρομαι, τόσο στη βάση του μακεδονικού στρατεύματος, όσο και σε μεγάλο μέρος των ηγετών του.

Όσον αφορά στη βάση θα πρέπει να αναφέρουμε ότι κατά τη διάρκεια της εκστρατείας ο θεσμός της ¨Εκκλησίας των Μακεδόνων¨ δεν είχε καταργηθεί, αν και είχε περιπέσει σε σχετική αδράνεια και έτσι, τουλάχιστον θεωρητικά, υπήρχε πάντα το  βήμα όπου τα αιτήματα και οι τυχόν δυσαρέσκειες των μακεδόνων στρατιωτών θα μπορούσαν να  διατυπωθούν, να ακουστούν και να επηρεάσουν τις αποφάσεις της ηγεσίας.

Ο Αλέξανδρος ενδιαφερόταν για τη γνώμη και το ηθικό των μαχητών. Έτσι, όταν χάρη σε ένα τέχνασμα, δηλαδή υποκλέπτοντας την αλληλογραφία των οπλιτών με τα σπίτια τους (μια μέθοδος εμπνευσμένη από τους Άλλους) έμαθε για τη γενικευμένη κούραση και την επιθυμία επιστροφής στην πατρίδα που κυριαρχούσε στο στράτευμα, συγκάλεσε αμέσως την Εκκλησία∙ εκεί  κατάφερε, ακόμη μία φορά, να πείσει την βάση να τον ακολουθήσει.

¨Υπάρχουν ακόμη  σατραπείες που μας αντιστέκονται¨ τους είπε. ¨Αν μας δούνε να αποχωρούμε θα μας θεωρήσουν περαστικούς επιδρομείς, θα πάρουν θάρρος και θα μας καταδιώξουν ίσαμε τα παράλια. Έχετε σκοπό να με αφήσετε να συνεχίσω μόνο με εθελοντές;¨ Το φιλότιμο των στρατιωτών απάντησε: ¨Όχι! Ποτέ!¨, αλλά ούτε η κούραση ούτε η νοσταλγία για τις οικογένειες και την πατρίδα εξαφανίστηκε.

Όσο αφορά στους Εταίρους και άλλα υψηλόβαθμα στελέχη, ακόμη και μερικούς στρατηγούς άμεσα συνδεμένους με τον βασιλέα, εκεί οι διαφωνίες αφορούσαν μόνον εν μέρει στις παραχωρήσεις υψηλών αξιωμάτων προς τους συνεργαζόμενους Ιρανούς∙ η κορύφωση των αντιδράσεων εκδηλώθηκε όταν -αυτήν ακριβώς την περίοδο- ο Αλέξανδρος άρχισε να υιοθετεί περσικές μορφές συμπεριφοράς και ενδυμασίας και να ζητά και από τους Έλληνες να προσαρμοστούν στην περσική αυτοκρατορική εθιμοτυπία.   

Εάν στα παραπάνω προσθέσει κανείς το γεγονός ότι  αυτή την ίδια χρονιά στα πλαίσια της αναδιοργάνωσης του στρατεύματος δημιουργήθηκε και το περίφημο Τάγμα των Ατάκτων όπου τοποθετήθηκαν όσοι  στρατιώτες θεωρήθηκαν επικριτικοί στις επιλογές της ηγεσίας, μπορεί να καταλάβει καλύτερα το κλίμα μέσα στο οποίο εκδηλώθηκαν τα δραματικά γεγονότα που οδήγησαν στην εκτέλεση του Φιλώτα και του Παρμενίωνα, στο φόνο του Κλείτου και στην αποκαλούμενη ¨Συνομωσία των βασιλικών παίδων¨ η οποία είχε τραγικές επιπτώσεις για τον Καλλισθένη, τον Ολύνθιο διανοητή, συγγενή και μαθητή του δάσκαλου Αριστοτέλη και προϊστάμενό μου. […]

 *

assets_large_t_420_54035522

5. Όπου ο Εύελπις εξιστορεί συνοπτικά την υπόθεση Φιλώτα- Παρμενίωνα

Το στράτευμα προχωρούσε προς τα ανατολικά καταδιώκοντας τώρα τον Βήσσο και αντιμετωπίζοντας τις παρενοχλήσεις του σατράπη Σατιβαρζάνη. Διέσχισαν πολεμώντας την Παρθία και την Αρεία και μετά κατευθύνθηκαν νότια καταλήγοντας στην Φράδα, την πρωτεύουσα πόλη της Δραγγιανής. Εκεί, στη Φράδα, διαδραματίστηκε ένα σημαντικό όσο και θλιβερό επεισόδιο της εκστρατείας.

Ο αρχικός πρωταγωνιστής αυτής της δραματικής ιστορίας δεν ήταν ιδιαίτερα γνωστός. Ή μάλλον δεν τον ήξερε σχεδόν κανένας πριν ξεσπάσει η θύελλα. Τον έλεγαν Λίμνο ή Δίμνο και καταγόταν από την Χαλάστρα της Μακεδονίας.

Ενδέχεται να ήταν μυθομανής που διηγόταν απίθανες ιστορίες για να τραβήξει την προσοχή πάνω του, μπορεί να ήθελε να μιμηθεί εκείνον τον Εφέσιο -Ηρόστρατο τον έλεγαν αν δεν κάνω λάθος- που πριν καμιά τριανταριά χρόνια έκαψε τον ναό της Αρτέμιδας στην πατρίδα του, μόνο και μόνο για να θυμούνται οι μεταγενέστεροι το όνομά του∙ μπορεί όμως και να ήταν συμμέτοχος σε μια πραγματική συνομωσία που στόχευε στην δολοφονία του Αλέξανδρου. Εξακριβωμένο είναι πως εξομολογήθηκε την πρόθεσή του να σκοτώσει τον βασιλιά σε έναν από τους ¨παίδες¨ της ακολουθίας του Αλέξανδρου, ονόματι Νικόμαχο. Γιατί; Είτε για να ζητήσει την βοήθεια του, είτε γιατί του είχε εμπιστοσύνη επειδή ήταν εραστές. Εκ των υστέρων αναφέρθηκαν και οι δύο εκδοχές.  Ο Νικόμαχος πάντως όχι μόνο αρνήθηκε να συμμετάσχει σε μια τέτοια ενέργεια, αλλά και πληροφόρησε σχετικά το αδελφό του, τον Κεβαλίνο.

Από κοινού τα δύο αδέλφια, αποφάσισαν να ενημερώσουν την μακεδονική ηγεσία. Πήγαν στην Αυλή, όπου συνάντησαν τον Φιλώτα, το γιο του στρατηγού Παρμενίωνα, ο οποίος τους είπε πως ο βασιλιάς ήταν απασχολημένος και δεν υπήρχε περίπτωση να τον δουν εκείνη τη μέρα. Την επομένη τους έδωσε την ίδια απάντηση και τότε αποφάσισαν να απευθυνθούν στον στρατηγό Κρατερό, που τους οδήγησε αμέσως στον Αλέξανδρο.

Δεν είναι σαφές αν ο Λίμνος αντιστάθηκε κατά τη σύλληψή του και σκοτώθηκε ή αν αυτοκτόνησε αργότερα. Γεγονός είναι ότι του αποδόθηκε πλήρης ομολογία ενοχής καθώς και η αναφορά των ονομάτων των συνενόχων του. Αυτοί ήταν οι Πευκόλαος, Νικάτορας, Αφόβητος, Ιόλαος, Διόξενος, Αρχέπολις, και Αμύντας. Λέγεται ότι ανάφερε και το όνομα του σωματοφύλακα Δημήτριου, ο οποίος όμως τότε, παραδόξως,  δεν συνελήφθη.

Όμως το θέμα δεν έκλεισε εκεί. Αφού υπήρξε συνομωσία, θεωρήθηκε ότι πρέπει να ήταν  αναμφίβολα αναμεμειγμένα και ανώτερα στελέχη του στρατεύματος. Πρώτος ύποπτος ο Φιλώτας, γιατί ενώ έμαθε, παράλειψε να αναφέρει την καταγγελία στον Αλέξανδρο. Μαζί και οι στενοί φίλοι του, τα αδέλφια Αμύντας, Πολέμων, Άτταλος και Σιμμίας  από την Άνω Μακεδονία[3]. Στην δίκη που ακολούθησε οι τρεις (ο Πολέμων διέφυγε) αρνήθηκαν τις κατηγορίες και τελικά αθωώθηκαν. Δόθηκε μάλιστα άδεια στον Αμύντα να φέρει πίσω τον διαφυγόντα αδελφό του, ο οποίος επίσης κρίθηκε αθώος.

Αλλά δεν συνέβη το ίδιο με τον Φιλώτα. Ο τελευταίος εν ζωή γιος του Παρμενίωνα[4] στην αρχή παραδέχτηκε μόνον το λάθος να μην αναφέρει αμέσως την καταγγελία, αλλά μετά (κάτω από βασανιστήρια) παραδέχτηκε την ενοχή του. Οι Μακεδόνες στρατιωτικοί που αποτελούσαν το δικαστήριο τον καταδίκασαν, μαζί με εκείνους που ανάφερε ο Λίμνος, σε θάνατο με ακοντισμό.

Την ίδια μέρα της καταδίκης, στο επιτελείο κλήθηκε ο εταίρος Πολυδάμαντας. Του ανατέθηκε να μεταβεί με άκρα μυστικότητα πίσω στα Εκβάτανα και να μεταφέρει επείγουσα διαταγή προς τους στρατηγούς που δρούσαν εκεί υπό τον Παρμενίωνα. Ο Παρμενίωνας έπρεπε να εκτελεστεί πριν μάθει την εκτέλεση του γιου του. Έτσι και συνέβη.

Είχα την ευκαιρία, αργότερα, να μιλήσω για αυτή την υπόθεση με τον Καλλισθένη. Ήταν πολύ προβληματισμένος για το τί ακριβώς είχε συμβεί τότε, για τις ευθύνες της υπηρεσίας, αλλά και για τη δική του στάση στα γεγονότα εκείνα. Θα αναφερθώ διεξοδικότερα για αυτή την συνομιλία μας παρακάτω. Προς το παρόν πρέπει να πω ότι σε κάθε περίπτωση τα γεγονότα δημιούργησαν μια βαθειά πληγή στο στράτευμα αλλά και στα ιδανικά της αιματηρής μας εκστρατείας. Και δεν ήταν η τελευταία.

Εάν όντως υπήρξε σοβαρή σκευωρία ανώτερων στελεχών κατά του Αλέξανδρου, αυτό σήμαινε ότι στο στράτευμα κάποιοι (μη γόρδιοι) δεσμοί είχαν φτάσει στο χτένι και επομένως υπήρχαν σοβαρές αντιθέσεις στο εσωτερικό της στρατιάς, πράγμα που έθετε σε κίνδυνο το όλο εγχείρημα της εξόρμησης.

Εάν πάλι δεν υπήρχε συνομωσία και εάν ο θάνατος του Φιλώτα και του δημοφιλούς, ικανού και, σε κάθε περίπτωση μη αναμειγμένου σε όποια συνομωσία Παρμενίωνα  ήταν αποτέλεσμα του φόβου απώλειας της εξουσίας τότε όντως οι διαδικασίες που ζούσαμε έμοιαζαν ήδη με εκείνες της δυναστείας των Αχαιμενιδών και είχε κάθε λόγο κανείς να προτιμά τις έστω υβριστικές λογομαχίες των Αθηναίων από τις αποστολές εκτέλεσης όπως εκείνη του Πολυδάμαντα.

……. 

[1] Μέσα Ιουλίου 330-μέσα Ιουλίου 329 π.Χ.

[2] Ο Εύελπις αναφέρεται εδώ στην σφαγή των Μηλίων από τους Αθηναίους όταν αρνήθηκαν να ενταχθούν στην ¨Αθηναϊκή Συμμαχία¨. Συνέβη το 416 π.Χ. και περιγράφεται από τον Θουκυδίδη (5ο βιβλίο 84-116).

[3] Γιοι του Ανδρομένη από την Τύμφη, ανώτερου αξιωματικού του μακεδονικού στρατεύματος.

[4] Ο Παρμενίωνας, στρατηγός του Φίλιππου ο οποίος έλαβε μέρος σε σχεδόν όλες τις μέχρι τότε μάχες στον βορρά, τον κορμό της Ελλάδας και την Ασία, με αναρίθμητες επιτυχίες, είχε ήδη χάσει τον μικρότερο γιο του τον Έκτορα ο οποίος επέβαινε σε μια παραφορτωμένη βάρκα που βυθίστηκε στον Νείλο, και τον γιο του Νικάτορα που πέθανε την ίδια εκείνη χρονιά από ασθένεια κατά την καταδίωξη του Βήσσου.

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , , , , , , , , | Leave a Comment »

Κύλικες και Δόρατα. Μέρος Ζ΄, Κεφάλαιο δέκατο τρίτο: Οι κόμποι στο χτένι

Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 10 Φεβρουαρίου, 2018

Κεφάλαιο δέκατο τρίτο. Όπου ορισμένοι κόμποι λύνονται και άλλοι φτάνουν στο χτένι

(αφηγείται ο Εύελπις)

μ

Είμαι αναστατωμένος γι αυτό λέω, αν τα καταφέρω, να τα σημειώσω όλα επιγραμματικά. Και με τη σειρά. Ένα-ένα. Αλλιώς, έτσι ανακατεμένα που είναι όλα αυτή τη στιγμή μέσα στο κεφάλι μου, φοβάμαι ότι δε θα καταφέρω να γίνω κατανοητός ούτε στους άλλους ούτε σε εμένα τον ίδιο.

Ένα, λοιπόν:

Όταν έφτασαν τα συγκλονιστικά νέα στην Αθήνα, τα πράγματα έμοιαζαν να εξελίσσονται, αν όχι πλήρως ομαλά, τουλάχιστον κάτω από ικανοποιητικό έλεγχο.

Τα μεγάλα αθηναϊκά πανηγύρια είχαν ολοκληρωθεί. Η Εορταστική Πομπή είχε διανύσει την οδό των Παναθηναίων με μεγάλη επιτυχία. Οι κόρες ήταν πανέμορφες, οι γέροντες καλοστεκούμενοι και τα Ευάνδρια τα είχε κερδίσει η Λεοντίδα φυλή με αποτέλεσμα ο βετεράνος πολεμιστής Παλαμήδης να έχει απογειωθεί και να υπερίπταται ευτυχισμένος: ανάμεσα στους βραβευθέντες ήταν κι ο πρωτότοκος γιος του. Ένας άλλος καταφανώς ικανοποιημένος  από τις γιορτές ήταν ο ρήτορας Δημάδης. Τα άλογά του είχαν νικήσει στους δώδεκα γύρους του ιπποδρομίου με τέθριππο άρμα: Τώρα, μου είπε, θα αρχίσει να τα προπονεί για τους επόμενους, εκατοστούς δέκατους τρίτους Πανελλήνιους Ολυμπιακούς Αγώνες.

Δύο:

 Ο φίλτατος συνεργάτης μου, ο Οινοκράτης, είχε αποκτήσει επιτέλους την αθηναϊκή υπηκοότητα με την ιδιότητα του απελεύθερου μέτοικου με ιδιαίτερα προνόμια, με πρώτο εκείνο της ¨ισοτέλειας¨. Ό Οινοκράτης, όπως έμαθα, στην πατρίδα του είχε και ένα παρανόμι με πολλά ¨τσ¨, άρα όχι εύηχο στα ελληνικά, που εγώ δεν μπορώ καν να το προφέρω, οπότε, λέω, καλά έκανε και για τη νέα φάση της ζωής του διατήρησε το ¨Οινοκράτης¨ ως το κύριο επίσημο όνομά του. Σε μια σεμνή τελετή στο Πρυτανείο, όπου ανάδοχος και εγγυητής ήταν ο Παλαμήδης, υπό τις ιαχές και τα χειροκροτήματα των μελών των οικογενειών του Ευρύνου, του Παλαμήδη, αλλά και αρκετών προσωπικών του φίλων,  ο Συρακούσιος ανακηρύχτηκε επισήμως χειραφετημένος κάτοικος Αθηνών. Ως ¨ισοτελής¨, η φορολόγησή του δεν θα είναι μεγαλύτερη από εκείνη των αθηναίων πολιτών (όπως συμβαίνει στους κοινούς μέτοικους),  ενώ  θα του επιτραπεί, εάν το επιθυμεί, να εξακολουθήσει να συμμετέχει στην ασιατική εκστρατεία.  Σύμφωνα με τα όσα τον διαβεβαίωσε ο ¨εφημερεύων¨ βουλευτής, -ο οποίος είχε διευθύνει την τελετή μιλώντας κολακευτικά για το ρόλο του τιμώμενου στην ανεύρεση των κλαπέντων αγαλμάτων των τυραννοκτόνων- αν όλα πάνε κατ’ ευχήν, τίποτα δεν αποκλείει το επόμενο βήμα να είναι η απόδοση στον Οινοκράτη της πλήρους ιδιότητας του Αθηναίου πολίτη.Eikona_1-1

Τρία.

Ο Οινοκράτης είχε και έναν άλλο λόγο να είναι σχετικά ευχαριστημένος. Η έρευνά του για το θέμα της πατρότητας είχε ολοκληρωθεί. Το αποτέλεσμα δεν ήταν τελεσίδικο και αδιαμφισβήτητο, αλλά μάλλον μια  αναπάντεχη ¨επικρατέστερη εκδοχή¨, η οποία όμως είχε τη στήριξη ενός σπουδαίου και πλήρως αξιόπιστου προσώπου. Μένω ευχαρίστως για λίγο σε αυτό το θέμα -πριν αναφερθώ στα νέα και την αναστάτωση που προκάλεσαν- γιατί έχει γούστο.

Ό Οινοκράτης λοιπόν, είχε φτάσει σε τέτοιο σημείο εμμονής στην υπόθεση της αναζήτησης της ταυτότητας του πατέρα του, που είχε ταξιδέψει ως την Κόρινθο και είχε καταφέρει να συναντηθεί έως και με τον διάσημο Διογένη, ο οποίος μπορεί να κυκλοφορεί γυμνός και να καγχάζει τους πάντες, αλλά, απ’ ό, τι λένε, δεν είναι καθόλου εύκολο να έχει κανείς μαζί του μια  ολοκληρωμένη αποκλειστική συζήτηση και, πολύ περισσότερο, να εκμαιεύσει τις απαντήσεις του σε θέματα που δεν έχουν τις άμεσες φιλοσοφικές ή ηθικές προεκτάσεις που του αρέσουν.

Ο Οινοκράτης, ποιος ξέρει πώς, τα κατάφερε. Ο γέρο-Διογένης του μίλησε. Όμως ούτε αυτός ο ταξιδεμένος (και στις Συρακούσες) φιλόσοφος μπόρεσε να του δώσει μια συγκεκριμένη απάντηση στα ερωτήματά του. Αντίθετα, αν κατάλαβα καλά από τα όσα μου είπε επιστρέφοντας στην Αθήνα, ο Διογένης υποστήριξε πως, ίσως, αυτή η προσπάθεια αναζήτησης της πατρότητας δεν αξίζει καν τον κόπο. Οι γονείς δεν είναι πάντα τόσο χρήσιμοι, φαίνεται ότι του είπε.

Αισθάνθηκα λοιπόν κάπως ένοχος γιατί δεν είχα ακόμη υλοποιήσει την υπόσχεση που είχα δώσει στον Οινοκράτη, δηλαδή να ρωτήσω σχετικά με το πρόβλημά του τον Αριστοτέλη, παρά το γεγονός ότι τον τελευταίο καιρό συναντούσα συχνά τον δάσκαλο και είχα μαζί του μακρές συνομιλίες, στις οποίες θα αναφερθώ εκτενέστερα παρακάτω. Για να επανορθώσω ζήτησα από τον Οινοκράτη να μου δώσει το κληρονομημένο δαχτυλίδι και στην επόμενη επίσκεψή μου στο Λύκειο, επωφελήθηκα από μια στιγμή ανάπαυλας και μίλησα στον Αριστοτέλη για το θέμα που απασχολεί τον παλιό πιστό μου συνεργάτη και φίλο, ο οποίος μάλιστα, τότε, επρόκειτο όπου να ‘ναι να χειραφετηθεί. 

image008   Ο Αριστοτέλης παρακολούθησε με προσοχή την σύντομη αφήγησή μου κουνώντας που και που το γενειοφόρο κεφάλι του. Πρώτα του περιέγραψα τον ίδιο τον Συρακούσιο και μερικά από τα ανδραγαθήματά του και, ύστερα, την πρόσφατη μανία να εξακριβώσει ποιος θα μπορούσε να είναι ο πατέρας του.

«Για να ‘δω», μου είπε, προτείνοντας την παλάμη του.

Έβγαλα το δαχτυλίδι από το θυλάκιό μου και  του το έδωσα.

Το εξέτασε με προσοχή και στα χείλη του εμφανίστηκε ένα, όλο και πιο πλατύ, χαμόγελο.

Σκέφτηκα: …έχει γούστο! Έχει γούστο να είναι δικό του το δαχτυλίδι. Όλη αυτή η ιστορία μοιάζει πια με το παιχνίδι που παίζουν οι μπόμπιρες στις αλάνες του άστεως. Ποιανού είναι όμως τελικά το δαχτυλίδι; Του Μεγάλου  Περιπατητή;

«Για φαντάσου!», μουρμουρίζει. Και μετά μου λέει: «Το αναγνωρίζω…»

Το πρόσωπό μου παίρνει μια τέτοια έκφραση που, αργότερα, όταν θα επινοηθούν τα σημεία στίξης του γραπτού λόγου, θα μπορούσε να αποτελέσει το σκίτσο-σήμα-σύμβολο της (απεγνωσμένης)  ερωτηματικής πρότασης.

Ο Αριστοτέλης το φοράει. Του ταιριάζει. Απομακρύνει τα ανοικτά του δάχτυλα για να το θαυμάσει καλύτερα.

«Άρα;», αποτολμώ εγώ την συνεπαγόμενη ερώτηση.

«Α», κάνει, «το είχα μάλιστα  πρωτοδεί όταν είχα φτάσει στην Αθήνα ως προβληματισμένος νεαρός. Τότε που όλα τα πρόσεχα και όλα μου έκαναν εντύπωση».  

«Ναι, αλλά στο χέρι ποιανού;»

kst2-pic3

«Μα του δάσκαλού μου, του Πλάτωνα. Θυμάμαι ότι το φορούσε τον πρώτο καιρό στις διαλέξεις του. Μετά όχι. Αλλά ξέρεις πώς είναι όλοι οι νεοφώτιστοι σπουδαστές, όλοι εμείς δηλαδή, όταν πρωτοσυναντάμε κάποιον που τον θεωρούμε Μεγάλο. Τα προσέχουμε και τα θυμόμαστε όλα όσα τον αφορούν!»

«Εντάξει, αλλά το Άλφα;» ξαναρωτάω.

Με κοιτάζει περίεργα.

«Καλά», λέει. «Αν σε άκουγε ο γερο Πλάτωνας μπορεί να στεναχωριόταν που στους απογόνους έχει φτάσει μόνο το παρανόμι του. Αλλά δε φταίμε εμείς. Του άρεσε. Ήταν ασυνήθιστο και το προτιμούσε από το Αριστοκλής που είναι αρκετά κοινό όνομα».

«Αριστοκλή τον λέγανε τον Πλάτωνα;»

«Έτσι είχε ορίσει ο πατέρας του ο γερο-Αρίστων. Τον θυμάμαι κι αυτόν. Ήταν πολύ ηλικιωμένος, αλλά ζούσε ακόμη όταν έφτασα στην Αθήνα. Αλλά και ο Πλάτωνας ήταν αρκετά μεγάλος όταν έκανε τα τελευταία ταξίδια του στην Σικελία».

Μένει για λίγο σιωπηλός υπολογίζοντας τα χρόνια. «Είπες ότι ο δικός σου κοντεύει τα σαράντα. Επομένως αν υποθέσουμε ότι η μάνα του όντως διασταυρώθηκε με τον Πλάτωνα, αυτό πρέπει να συνέβη στο δεύτερο ταξίδι του στις Συρακούσες. Ναι, στέκει. Τότε ο Πλάτωνας ήταν εξήντα χρονών και είχε προσκληθεί στην αυλή των Συρακουσών από τον διάδοχο του Διονύσιου του πρώτου, τον Διονύση τον Δεύτερο. Το επόμενο τρίτο και τελευταίο ταξίδι το έκανε έξι-επτά χρόνια αργότερα. Αν ο συνεργάτης σου έχει μια, έστω θολή, ανάμνηση από τον Πλάτωνα -αν υποθέσουμε βέβαια ότι αυτός είναι ο βιολογικός του πατέρας- είναι από αυτό το τρίτο και τελευταίο του ταξίδι εκεί».

Ο Δάσκαλος στρέφεται προς εμένα. «Φαντάζομαι ότι στη σχολή του Ισοκράτη θα σας έχουν μιλήσει για τα γεγονότα της εποχής εκείνης στις Συρακούσες, έτσι δεν είναι;»

«Μέσες άκρες», του απαντάω με ειλικρίνεια.

Πηγαίνει ως τα ράφια της βιβλιοθήκης και κατεβάζει έναν-δυο κυλίνδρους.

images

«Θα σου τα επαναλάβω περιληπτικά», λέει.

«Ο Πλάτωνας πίστευε πως οι θεωρίες είναι πολύ χρήσιμες, αλλά από μόνες τους δεν αρκούν για να αλλάξουν, προς το καλύτερο, τη ζωή των ανθρώπων. Ο Φιλόσοφος πρέπει να προσπαθεί να δοκιμάσει τις ιδέες του στην πράξη. Εάν όμως είναι δύσκολο, σχεδόν αδύνατο, να αποκτήσει και να ασκήσει από μόνος του την απαραίτητη εξουσία για να τις εφαρμόσει, σκέφτηκε πως ορισμένες μετριοπαθέστερες παραλλαγές είναι εφικτές. Όπως για παράδειγμα να επηρεάσει τη συμπεριφορά ενός ηγεμόνα με την ιδιότητα του σύμβουλου ή, ακόμη καλύτερα, να συμβάλλει στην εκπαίδευση και τη διαμόρφωση ενός διαδόχου, δηλαδή ενός μελλοντικού ηγεμόνα. Όταν ο Διονύσιος ο πρώτος τον πρωτοκάλεσε στις Συρακούσες -ο Πλάτωνας ήταν τότε μόνο σαράντα χρονών-  σκέφτηκε ότι θα μπορούσε να τα κάνει και τα δύο».  

Ο Δάσκαλος ανοίγει έναν πάπυρο, «Εδώ έχω αντίγραφα από επιστολές του Πλάτωνα», λέει.

Ψάχνει, βρίσκει και μου δείχνει ένα εδάφιο. Διαβάζει: «¨Εκείνο που σκέφτηκα ήταν ότι, εάν επρόκειτο να επιχειρήσω την  εφαρμογή όσων είχα σκεφτεί για τους νόμους και την πολιτεία, την δοκιμή έπρεπε να την επιχειρήσω τώρᨻ . Και παρακάτω: «¨Ξεκίνησα λοιπόν αυτό το ταξίδι, βασικά γιατί ντρεπόμουν τον ίδιο μου τον εαυτό, μήπως φανεί ότι δεν είμαι άξιος παρά μόνο για σκέτη θεωρία και ότι διστάζω να καταπιαστώ με συγκεκριμένες  πράξεις¨.

Αυτά είχε στο μυαλό του τότε ο Πλάτωνας.

Για να σου πω την αλήθεια, περίπου αυτά σκεπτόμουν και εγώ, τόσο όταν πήγα στην Άσσο, όσο κι όταν δέχτηκα τη πρόταση του Φίλιππου και ανέλαβα την διαπαιδαγώγηση του Αλέξανδρου». Έκλεισε προσεκτικά τον κύλινδρο. «Αυτή η γεμάτη καλές προθέσεις πρώτη απόπειρα του Πλάτωνα δυστυχώς απέτυχε παταγωδώς. Ο Διονύσιος ήταν ένας ικανός αλλά και περπατημένος τύραννος που είχε πρακτικές γνώσεις και απόψεις περί εξουσίας για τις οποίες δε σήκωνε κουβέντα. Ο φιλόσοφός μας λοιπόν εγκατέλειψε τη Σικελία άρον-άρον και παραλίγο να καταλήξει δούλος στην Αίγινα. Όμως κατάφερε τελικά να φτάσει στην Αθήνα και να ιδρύσει την Ακαδημία του.

Είκοσι χρόνια αργότερα τον Διονύσιο διαδέχτηκε ο γιος του, ο Βήτα. Ο νεαρός και ο θείος του, ο Δίωνας, στενός φίλος του Πλάτωνα από το προηγούμενο ταξίδι, προσκάλεσαν και πάλι τον φιλόσοφο στη Σικελία. Εκείνος αυτή τη φορά ήταν δικαιολογημένα δύσπιστος.  Ωστόσο τελικά πήγε. Η υποδοχή που του επιφύλαξαν πρέπει να ήταν ιδιαίτερα θερμή. Άλλωστε θα έπρεπε να ξεπεραστούν και να ξεχαστούν τα δυσάρεστα γεγονότα του παρελθόντος. Δεν αποκλείω καθόλου να προσφέρθηκαν στον Πλάτωνα, μεταξύ άλλων,  οι υπηρεσίες των καλύτερων εταιρών της αυλής.  Μάλλον το θεωρώ σίγουρο. Εκείνο που δεν είμαι σε θέση να ξέρω με σιγουριά είναι εάν ο Πλάτωνας αποδέχτηκε αυτές τις προσφορές. Και πολύ περισσότερο εάν υπήρξε κάποιος καρπός από αυτές τις συνευρέσεις».

1127px-Venus_de_Milo_Louvre_Ma399_n6

«Πώς ήταν η σχέση του με τις γυναίκες;» ρώτησα εγώ με δικαιολογημένη, θα έλεγα, περιέργεια.

«Υπάρχουν δύο τομείς, αγαπητέ Εύελπι. Το συγγραφικό έργο και η καθημερινότητα. Η θεωρία και η πράξη. Επειδή θεωρώ τον εαυτό μου καλό γνώστη του έργου του Δασκάλου μου, μπορώ να σου πω πως στα συγγράμματά του αντιμετωπίζει τις γυναίκες αρκετά θετικά. Περισσότερο θετικά από πολλούς από εμάς. Στην ιδεώδη ¨πολιτεία¨ του τα θήλεα μορφώνονται και διοικούν εξ ίσου με τους άνδρες. Μη με ρωτήσεις εάν συμφωνώ μαζί του. Είναι ένα θέμα που ακόμη το διερευνώ. Μη ξεχνάς ότι εγώ είμαι νυμφευμένος άρα είναι δυσκολότερο να αποστασιοποιηθώ και να γενικεύσω.

Τώρα, όσον αφορά στην πράξη, είναι γνωστό πως στην Ακαδημία αποδεχόταν τη συμμετοχή των γυναικών. Έστω εν μέρει. Λίγες. Το ίδιο κάνουν ακόμη και σήμερα οι διάδοχοί του και, όπως ξέρεις, στην Αθήνα, αν εξαιρέσουμε την κάπως κωμική παρέα του Κυνοσάργους, είναι οι μόνοι. Ό ίδιος, νεώτερος, ήταν ένας γεροδεμένος ψηλός άνδρας από εκείνους που στις γυναίκες αρέσουν. Θα μπορούσε να έχει μεγάλη επιτυχία μαζί τους.  Μεταξύ ημών και των  περισσότερων Αθηναίων,  είναι γνωστό ότι δεν τις κυνηγούσε. Αυτό δεν σημαίνει ότι τις  απέρριπτε ασυζητητί. Όπως ήδη σου είπα, ο Πλάτωνας, όσο θεωρητικός κι αν ήταν, ήθελε πάντα βάζει τις ιδέες του κάτω από πρακτική, ή βιωματική αν προτιμάς, δοκιμασία».

«Επομένως…;»

Ο Αριστοτέλης μοιάζει να το διασκεδάζει. Θα έλεγα ότι χαμογελάει πονηρά,

«Επομένως νομίζω πως δεν μπορούμε να αποκλείσουμε το ενδεχόμενο ο συνεργάτης σου να είναι απόγονος, έστω ευκαιριακός, του Μεγάλου Δάσκαλου. Οι χρόνοι μάλλον συμπίπτουν και η ευκαιρίες υπήρξαν». Ύστερα με ρωτάει ευθέως: «Πώς είναι;  Έχει κάτι που να θυμίζει τον αείμνηστο;»

«Δεν είναι σωματώδης όπως λέγεται πως υπήρξε ο Πλάτωνας, …ίσως να πήρε από τη μάνα του. Το μυαλό του όμως είναι κοφτερό, του αρέσει να ψάχνει κάτω από την επιφάνεια των πραγμάτων… και του αρέσει να τον φωνάζουμε με το παρανόμι του».

Εδώ ο Σταγειρήτης έχει κάποια ένσταση στα λεγόμενά μου.

«Ξέρεις κάτι νεαρέ μου Μεγαρέα», λέει. «Εγώ πιστεύω ότι οι γυναίκες είναι αγωγοί μεταβίβασης των κληρονομικών ιδιοτήτων, αλλά δεν μεταβιβάζουν τα δικά τους χαρακτηριστικά. Και αυτό γιατί στη γενετήσια πράξη έχουν παθητικό ρόλο. Οι άνδρες είναι πιο ενεργητικοί γιατί ακριβώς πρέπει να προωθήσουν τα χαρακτηριστικά αυτά στους μεταγενέστερους. Μπορεί πάντως ο δικός σου -εάν θεωρήσουμε την υπόθεσή μας αληθή- να πήρε από τον Παππού του. Ο γερο-Αριστίωνας, απ’ όσο θυμάμαι δεν ήταν τεράστιος».

«Αυτό, σχετικά με τη μεταφορά των κληρονομικών ομοιοτήτων, δεν το είχα σκεφτεί», ομολογώ. Και μετά του ζητάω να μου πει πώς τελείωσε η σικελική περιπέτεια του Πλάτωνα.   

dionysius_i_of_syracuse (1)

«Η αρχική, ειδυλλιακή φάση του δεύτερου ταξιδιού δεν κράτησε πολύ. Ο νεαρός και μάλλον ανασφαλής τύραννος συγκρούστηκε με τον Δίωνα και τον εξόρισε. Αυτός κατέφυγε εδώ στην Αθήνα. Ο Πλάτωνας απογοητευμένος από την αδυναμία να επηρεάσει τις εξελίξεις θέλησε να επιστρέψει κι αυτός στην πατρίδα του, αλλά του το αρνήθηκαν. Εν τέλει τα κατάφερε χάρη σε παρέμβαση των Πυθαγορείων, οι οποίοι είναι οι μόνοι φιλοσοφούντες που διαθέτουν παράλληλα μια κάποια παρεμβατική (αλλά και εν μέρει μυστική) οργάνωση.

Ο Δάσκαλος επέστρεψε και πάλι στις Συρακούσες έξι-επτά χρόνια αργότερα. Δεν νομίζω ότι  έλπιζε ακόμη να επηρεάσει πολιτικά τον νεαρό τύραννο. Περισσότερο ενδιαφερόταν να μεσολαβήσει υπέρ του φίλου του, του Δίωνα. Ίσως  πάλι, αν η υπόθεση που κάναμε για την καταγωγή του δικού σου… πώς τον είπαμε; Οινοκράτη; αυτουνού, …είναι σωστή, ίσως να ήθελε και κάτι άλλο… Ποιος μπορεί να ξέρει… Ίσως να επιθυμούσε να δει τον μικρό που, σύμφωνα με αυτά που μου είπες, ήδη κάποιος φρόντιζε από μακριά. Δεν μπορούμε να ξέρουμε αν όντως αυτό συνέβη. Εάν ναι, τότε πράγματι, ο άνδρας με την αθηναϊκή φορεσιά που θυμάται ο συνεργάτης σου να ήταν ο μεγάλος Πλάτωνας.

Εκείνο που σίγουρα ξέρουμε είναι πως η μεσολάβηση υπέρ του Δίωνα απέτυχε και ότι ο Φιλόσοφος βρέθηκε σχεδόν φυλακισμένος στην Ακρόπολη των Συρακουσών. Κοίτα τι γράφει ο ίδιος εδώ:» Ανοίγει τον άλλο πάπυρο και μου διαβάζει: ¨’Εκείνη την περίοδο η ζωή η δική μου και του Διονυσίου ήταν, εγώ μεν να κοιτάζω έξω σαν  πουλί που θέλει να ξεφύγει απ’ το κλουβί του, αυτός δε να συλλογίζεται με ποιο τρόπο θα με φοβίσει, χωρίς να επιστρέψει τίποτε από εκείνα που ανήκουν στον  Δίωνα. Κι όμως σε όλη τη Σικελία λέγαμε ότι είμαστε φίλοι.’’

Dione_figlio_di_Ipparino

Έτσι,  και πάλι, η αποχώρηση από τις Συρακούσες υπήρξε προβληματική και περιπετειώδης. Χρειάστηκε να παρέμβουν ξανά οι Πυθαγόρειοι. Με τη βοήθειά τους ο Πλάτωνας μπόρεσε να επιστρέψει στην Αθήνα. Οριστικά αυτή τη φορά».  

Με κοίταξε με σκεπτικό ύφος.

«Πάντως το δακτυλίδι το αναγνωρίζω. Είναι δικό του. Έχω και εγώ ένα ανάλογο. Μου το χάρισε λίγο καιρό πριν πεθάνει».

 

Τέσσερα

Ας μιλήσω τώρα για σημαντικότερα πράγματα. Δηλαδή για την πρόοδο της αποστολής που μου έχει αναθέσει ο προϊστάμενος μου, ο Καλλισθένης ο Ολύνθιος: να μεταφέρω στον δάσκαλο Αριστοτέλη όλες τις απαραίτητες πληροφορίες, συμπληρωματικές στα όσα του έχουν ήδη αποσταλεί γραπτά, έτσι ώστε να είναι σε θέση να εκφράσει τις πολύτιμες απόψεις του για το δέον γενέσθαι.

Αυτή την περίοδο συναντήθηκα με τον Δάσκαλο πολλές φορές.

Ο Αριστοτέλης με ρωτάει και εγώ απαντώ. Του λέω αυτά που ξέρω, χωρίς ενδοιασμούς και, όταν μου το ζητήσει ρητά, του λέω και την προσωπική μου άποψη.

Θέλει να μάθει περισσότερα για πολλά θέματα που αφορούν, όχι μόνο στην διεξαγωγή της εκστρατείας, αλλά και στους τόπους και τους ανθρώπους που περνούν σιγά σιγά κάτω από τον έλεγχο των ελληνικών δυνάμεων που προελαύνουν.

Δεν πρόκειται πια για τη γνωστή επιστημονική φιλομάθεια του Σταγειρήτη. Αυτή την φορά πρόκειται για την προσπάθεια να βρεθούν απαντήσεις σε υπαρκτά και επείγοντα προβλήματα σχεδιασμού και προσδιορισμού στόχων. Το μεγάλο παγκόσμιο καζάνι βράζει. Διαφορετικές παραδόσεις, νοοτροπίες και πρακτικές αναμιγνύονται καθημερινά, με τρόπο ραγδαίο.  Τι θα βγει τελικά από αυτήν τη μίξη; Κάτι το θαυμαστά καινούργιο ή μια θανατερή έκρηξη που θα παρασύρει τα πάντα, αφού πρώτα καταστρέψει τα όνειρα και τις ελπίδες για τη δημιουργία ενός καλύτερου κόσμου, δηλαδή εκείνα που θα έπρεπε να είναι οι τροφοδότες και η κινητήρια δύναμη της εκστρατείας; 

6892200

Αυτή είναι η αγωνία του Καλλισθένη και άλλων σκεπτόμενων ανθρώπων, τόσο στο μέτωπο όσο και στα μετόπισθεν. Είναι παράλληλα μια ανησυχία που, με γενικότερους όρους, διαπερνά το σύνολο των προβληματισμών και της διδασκαλίας του Αριστοτέλη. Ο Καλλισθένης ο Ολύνθιος έχει καταλάβει ότι η διανόηση δε μπορεί και δεν πρέπει, να σιωπήσει και να αφήσει τις εξελίξεις μόνο στις ενέργειες των -αναμφίβολα γενναίων και ικανών- στρατιωτικών που αναδεικνύουν οι μάχες ή,  ακόμη πιο ριψοκίνδυνα, σε μια  ομάδα αυλοκολάκων που -τον τελευταίο καιρό- παρεμβαίνει όλο και εντονότερα στους ηγετικούς κύκλους. Απευθύνεται λοιπόν στον Αριστοτέλη, τον άνθρωπο που γνωρίζει τον Αλέξανδρο καλύτερα και από παιδί του, αλλά και που τον αγαπάει σαν παιδί του, και ζητάει συμβουλές περί του πρακτέου.

Γνωρίζω ότι πολλοί -μάλλον κακόβουλοι- ακούγοντας τα παραπάνω, δε θα δίσταζαν να μιλήσουν για ανταρσίες και συνομωσίες

Ας διευκρινίσω λοιπόν και κάτι άλλο. Στόχος δεν είναι ο Αλέξανδρος. Ο νεαρός ηγέτης των Μακεδόνων, μέχρι στιγμής, εκφράζει πράγματα απολύτως θετικά. Ηγείται πολεμώντας στο πλευρό των οπλιτών, πείθοντας και προπαντός νικώντας,  Επίσης έχει την αίσθηση του ¨ελληνικού μέτρου¨ και δείχνει ότι τιμάει τα πολλά και σπουδαία που έχουν δώσει ισχύ και κλέος στις πόλεις του ελληνικού κόσμου. 

Στόχος είναι η εξόχως διαπεραστική και επικίνδυνη ασιατική σαγήνη. Δεν πρόκειται για κίνδυνο αμελητέο. Υπήρξαν πολλοί έλληνες που κυριεύτηκαν απ’ αυτήν. Ανάμεσά τους ηγέτες, μέχρι τότε ένδοξοι.  Οι έλληνες δεν αγνοούν, επίσης, τι σημαίνει ¨αυτοκρατορία¨, το έχουν αισθανθεί στη ράχη τους.  Επομένως πρέπει να έχουν μια άλλη, δική τους πρόταση για το μέλλον. Και αυτή η πρόταση για να είναι αποτελεσματική πρέπει να είναι καλοδιατυπωμένη και πειστική.  

Για να φτιαχτεί λοιπόν μια τέτοια πρόταση ο Σταγειρήτης Δάσκαλος έχει αφιερωθεί τον τελευταίο καιρό σε μια ενδελεχή μελέτη των πολιτευμάτων που βρίσκονται σε ισχύ σήμερα. Κυρίως εκείνων που αφορούν στις ελληνικές πόλεις, αλλά όχι μόνον αυτών.  Καταγράφει τα πολιτεύματα ένα προς ένα σημειώνοντας τις επιτυχίες και τις αποτυχίες τους. Πιστεύει ότι η αποτελεσματικότητά τους εξαρτάται από την προσαρμογή των κανόνων που επιβάλουν, στις ιδιαίτερες συνθήκες που επικρατούν κάθε φορά στον κάθε τόπο.  Είναι αισιόδοξος. Εγώ, από την πλευρά μου, έχω εντολή να επιμένω στην επίσπευση της καταγραφής ενός ολοκληρωμένου προγράμματος.  

.images (23)

Για τα θέματα αυτά συζητούσαμε σχεδόν  καθημερινά με τον Δάσκαλο, όταν έφτασαν τα πρώτα αναπάντεχα νέα από την εκστρατεία, που μας αναστάτωσαν και μας αποπροσανατόλισαν. Πηγή ήταν η πρόσφατα αναδιοργανωμένη  ημεροδρομική μας υπηρεσία και, αρχικά, επρόκειτο για μια δική μας υποκλοπή σε οπτικά μηνύματα που κυκλοφόρησαν με φρυκτωρίες ανάμεσα σε ημιαυτόνομες πόλεις της Μικράς Ασίας. Δεν τα πιστέψαμε, και ζήτησα εσπευσμένα επιβεβαίωση. Και αυτή έφτασε με ένα επείγον εμπιστευτικό μήνυμα από τον Καλλισθένη.  Στο μέτωπο είχε εκδηλωθεί απόπειρα εξέγερσης ενάντια στον βασιλέα Αλέξανδρο. Και όχι μόνον. Ο ιππάρχης των εταίρων Φιλώτας, γιος του στρατηγού Παρμενίωνα, είχε δικαστεί και καταδικαστεί σε θάνατο, ενώ ήταν άγνωστη προς το παρόν η αντίδραση του πατέρα του.

Ζήτησα επειγόντως συμπληρωματική ενημέρωση και, λίγο αργότερα, έφτασε νεότερο μήνυμα από την υπηρεσία. Ο βετεράνος στρατηγός Παρμενίωνας, για τον οποίο είχε πρόσφατα κυκλοφορήσει η φήμη ότι θα αντικαθιστούσε τον Αντίπατρο στην αντιβασιλεία της Μακεδονίας, ήταν κι αυτός νεκρός.

Τέλος, έλαβα ένα εκτενέστερο μήνυμα από τον Καλλισθένη. Μου περιέγραφε αναλυτικά τι είχε συμβεί και απαντώντας στο ερώτημα που του είχα στείλει, εάν θα έπρεπε να επιστρέψω αμέσως στο μέτωπο,  με συμβούλευε να παραμείνω στη θέση μου μέχρις ότου, εκείνος, μου δώσει διαφορετική εντολή.

300px-Plato_Silanion_Musei_Capitolini_MC1377

(Τέλος Έβδομου Μέρους)

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , , , , | Leave a Comment »

Κύλικες και Δόρατα. Μέρος Ζ΄, Κεφάλαιο δωδέκατο: Πάμε Κόρινθο;

Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 3 Φεβρουαρίου, 2018

Κεφάλαιο δωδέκατο: Όπου ο Οινοκράτης, παρέα με μια εξελληνισμένη Χαχόμα, ξαναγράφει στο Πουλχερίδιον

(Αποσπάσματα από την επιστολή του Οινοκράτη)

cebcceb7cf87ceb1cebdceae-cf84cebfcf85-cf87cf81cf8ccebdcebfcf85-cf83cebaceb1cebdceb4ceb1cebbcf8eceb4ceb7-ceadcf81ceb3ceb1-cf83cf84ceb7-4

…Έτσι που λες, αγαπητό μου Πουλχερίδιον, εκείνο το βραδάκι βρέθηκα, μαζί με τον παλιόφιλο τον Φιλήμονα, στην αριστερή όχθη του Ιλισού κοντά στην πηγή της Καλλιρρόης, όπου πρέπει να σου πω πως  ήταν πολύ όμορφα, κι έπνεε μια αύρα δροσερή, και τα τζιτζίκια τζιτζίριζαν, αλλά μετά, όταν σκοτείνιασε και φάνηκαν τ’ αστέρια, αυτά σταμάτησαν, και τη μουσική επιμέλεια ανέλαβε μια χορωδία γρύλων, πολύ καλοί κι αυτοί,  και σε σκεπτόμουνα, και έλεγα: καλός ο Φιλήμονας, αλλά εάν ήταν εδώ το Πουλχεριδάκι, θα ήταν καλύτερα.

Είχε και ένα ανισόρροπο χρυσαφί φεγγάρι που κάποια στιγμή ξεπρόβαλε μισόγιομο από τη μεριά του Υμηττού (είναι γνωστό στην Αθήνα πως αυτό το βουνό δεν είναι εντελώς στα καλά του και σου ξεφουρνίζει κάθε φορά ό, τι θέλει, από περιεργόσχημα σύννεφα, έως τρελά χρυσαφιά μισοφέγγαρα!)  κι εγώ είχα πάρει μαζί μου ένα φλασκί χαχόμα, από εκείνη που είχαμε φτιάξει μαζί με τον Χοντρόη στην Ασία, για να κεράσω, άμα λάχει, τις νέες μου αποψινές γνωριμίες. Να σου πω την αλήθεια, την έχω δίπλα μου αυτή τη στιγμή την Χαχομίτσα∙ μόνον που την έχω αραιώσει κάπως με ρετσίνα για να φτουρήσει λίγο παραπάνω,  και μου κρατάει συντροφιά καθώς σου γράφω, και μου λείπεις, και σε σκέπτομαι!

Εσύ είσαι μικρή ακόμη, αγαπητή μου Πουλχεριδίνα και ίσως δεν μπορείς ούτε καν να φανταστείς τι μεγάλη ποικιλία ανθρώπων υπάρχει στο γύρο. Κι αυτοί εκεί που συχνάζουν στα πέριξ του  τρίτου γυμνάσιου, αυτοί που αυτοαποκαλούνται ¨σκύλοι¨, ενώ οι υπόλοιποι αθηναίοι τους θεωρούν ξέχωρη φιλοσοφική τάση και έχουν αρχίσει να τους ονομάζουν ¨κυνικούς¨, είναι αρκετά αλλιώτικοι από εκείνους που συναντάς κάθε μέρα… Ακόμη και σε μια πολύπλοκη και πολυποίκιλη και απρόβλεπτη πόλη σαν την Αθήνα. 

Πάρε, ας πούμε, έναν τύπο που τον λένε Κράτη… Όχι Οινοκράτη σαν τον υπογράφοντα (αυτός, όπως ξέρεις είναι ένας και μοναδικός και σου είναι αφοσιωμένος), αλλά Κράτη σκέτο. Τι κρατάει και σε τι είναι κραταιός αυτός ο τύπος; Άγνωστο. Είναι άτσαλος, στραβοχυμένος και μάλλον ασχημομούρης. Άμα όμως ανοίξει το στόμα και αρχίσει να μιλάει, ακόμη κι εγώ, που έχω πνεύμα κριτικό και δε γοητεύομαι εύκολα, λέω: Τι απίθανος τύπος! Όχι επειδή τα λέει καλά, δεν είναι δα κανένας χρυσόστομος ρήτορας. Αλλά γιατί αυτά που λέει έχουν ενδιαφέρον. Κι ας μην έχουν μεγάλη σχέση με αυτά που πιστεύουν οι περισσότεροι. Λέει, ας πούμε, πως σημασία στη ζωή έχουν τα απλά, τα ουσιαστικά  πράγματα και πως οι τυπολάτρες και οι ¨καθώς πρέπει¨ δεν κάνουν άλλο παρά βασανίζονται από μόνοι τους και μάλιστα χωρίς λόγο.

Αλλά μου προκύπτει ακόμη πιο απίθανος όταν μαθαίνω δυο τρία πράγματα γι αυτόν. Λοιπόν άκου: Λένε ότι στην πατρίδα του, τη Θήβα, ήταν πλούσιος. Από κληρονομιά.  Τα μοίρασε όμως όλα στους φτωχούς και ήρθε στην Αθήνα, για να μαθητεύσει στη σχολή που είχε ιδρύσει ο Αντισθένης, και στην οποία, εκείνη την περίοδο, κυριαρχούσε ο Διογένης από τη Σινώπη. Εδώ ζει φτωχικά, αλλά οι Αθηναίοι τον αγαπάνε. Όλες οι πόρτες είναι ανοιχτές γι αυτόν. (Αλλά κι όσες δεν είναι, λένε,  τις ανοίγει μόνος του, γι αυτό μερικοί τον αποκαλούν¨ θυρεπανοίκτη¨, άρα ίσως να ‘ναι και ολίγον τι της ¨προσκολλήσεως¨).

Μετά την αποχώρηση του Διογένη από την Αθήνα, ανάμεσα στους ¨κύνες¨ είναι κάπως σαν αρχηγός και κάπως σαν δάσκαλος. Όμως ξέρεις ποιο είναι το πιο παράδοξο απ’ όλα, αγαπημένο μου Πουλχερίδιο; Υπάρχει μια όμορφη και πλούσια και έξυπνη ξανθιά που όχι μόνο τον λατρεύει και το παραδέχεται δημόσια, αλλά που τον έχει παντρευτεί κιόλας. Ε, ναι. Αυτός ο Κράτης έχει όλα τα χαρακτηριστικά που θα μπορούσαν να τον αναδείξουν σε  ένα είδος ήρωα των σημερινών -παράξενων- καιρών! 

Αλλά άκου να σου πω πώς γνωρίστηκαν με την όμορφη ξανθιά που την λένε Ιππαρχία. Έχει γούστο!

Εκείνη είχε καταφτάσει με την οικογένειά της από τη Θράκη. Οι γονείς της ήταν πλούσιοι άποικοι στην Μαρώνεια, οι οποίοι κατάφεραν να μεταφέρουν την περιουσία τους στην Αθήνα, προτού η πόλη τους περάσει κάτω απ’ τον πλήρη έλεγχο του Φίλιππου. Η Ιππαρχία έχει έναν αδελφό -τον λένε Μητροκλή, που ενδιαφέρεται κι αυτός για τη φιλοσοφία∙  εντάχθηκε λοιπόν στους Περιπατητικούς του Αριστοτέλη. Όμως, όπως λένε και οι ¨σκύλοι¨: και οι φιλόσοφοι δεν είναι παρά άνθρωποι! Ακόμη και εκείνοι της εκλεκτής περιπατητικής σχολής!

Έτσι λοιπόν μια μέρα που ο Μητροκλής αγόρευε προς τους συμφοιτητές του στα πλαίσια μιας ρητορικής άσκησης, του συνέβη κάτι το κατ’ εξοχήν ανθρώπινο. Του ξέφυγε μία. Πορδή. Απ’ τις ηχηρές. Εκείνοι δεν συγκράτησαν τα γέλια τους. Και αυτό ανθρώπινο, εδώ που τα λέμε. Από τη μια οι υψηλόφρονες ρητορικοί λόγοι, κι απ’ την άλλη η πομπώδης μεν, αλλά τελείως φυσική υπόκρουση∙ ξεκαρδίστηκαν!

Αυτοί γέλασαν, αλλά ο Μητροκλής κλείστηκε σπίτι του με βαριά κατάθλιψη. Και ίσως να εγκατέλειπε για πάντα και την ρητορική και την φιλοσοφία, αν δεν κατέφθανε αρωγός στη δυστυχία του, αισιόδοξος και πειστικός ο Κράτης. Του εξήγησε ότι σε όλο αυτό το επεισόδιο, το φυσικό, το φυσιολογικό, το ανθρώπινο, υπήρξε η πορδή.   Το αφύσικο ήταν τα τεχνητά ρητορικά σχήματα που αυτός εκφωνούσε όταν, εκείνη, θεώρησε καλό να παρέμβει. Και αυτό, είπε, του το λέει με πλήρη αίσθηση ευθύνης, όχι ένας οποιοσδήποτε  υποκριτής, αλλά ένας γνωστός λάτρης της φακής!

Έτσι ο Μητροκλής είδε να ανοίγεται μπροστά του μια νέα, αλλιώτικη θέαση των πραγμάτων της ζωής. Και έγινε, όχι μόνο ακόλουθος στα φιλοσοφικά, αλλά και φίλος του Κράτη. Στενός. Τόσο που τον παρουσίασε και στην αδελφή του, η οποία τον ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα.

Αυτά τα ωραία συμβαίνουν εν Αθήναις γοητευτικό μου Πουλχερικάκι!

gr0063

Τι άλλο να σου πω για εκείνη τη βραδιά… Θα σου πω, αφού πρώτα πιω στην υγειά σου ολίγη Χαχορετσίνα ακόμη… πως όταν φτάσαμε, η συντροφιά των κυνικών συζητούσε για το θέατρο. Με το που μπήκαμε τα αυτιά του Φιλήμονα σηκώθηκαν αυτομάτως όρθια, γιατί το θέμα τον ενδιαφέρει εξόχως και έχει άποψη για όλα τα θεατρικά ζητήματα. Συγκεκριμένα μιλούσαν για το νέο νόμο που πέρασε πρόσφατα στη βουλή ο Λυκούργος και είχαν διαιρεθεί στα δύο, άλλοι υπέρ και άλλοι κατά. Ποιος νόμος; Θα σου εξηγήσω.

Στα αθηναϊκά θέατρα, όπως σίγουρα θα έχεις ακουστά, ανεβαίνουν κάθε χρόνο πολλές -και ως επί το πλείστον καλές, θα έλεγα- θεατρικές παραστάσεις. (Άμα θα έρθεις στην Αθήνα, σίγουρα θα σε πάω να δεις μερικές. Τί μερικές, όλες θα έλεγα). Αρκετές από αυτές αφορούν σε καινούργια έργα που παίρνουν μέρος σε διάφορους θεατρικούς διαγωνισμούς, ενώ άλλες είναι επαναλήψεις παλιότερων, συνήθως κλασικών έργων του προηγούμενου αιώνα. Είναι σχετικά με αυτές, τις τελευταίες, που έχει προκύψει πρόβλημα. Δηλαδή, συχνά, οι υπεύθυνοι για την διδασκαλία των παλιών καλών έργων, τα ¨εκσυγχρονίζουν¨, αλλάζοντας τα κείμενα των παλιών συγγραφέων και παρεμβάλλοντας δικά τους. Ο νόμος του Λυκούργου λοιπόν, απαγορεύει αυτές τις παρεμβάσεις, γιατί, όπως αναφέρει το σχετικό ψήφισμα, υπάρχει κίνδυνος να ξεχαστούν τα γνήσια αρχικά κείμενα των μεγάλων συγγραφέων του παρελθόντος.

¨Και ποια είναι τα αρχικά  κείμενα;¨ αναρωτήθηκαν μερικοί. ¨Υπάρχουν ακόμη;¨ Οπότε ο Λυκούργος πρόσθεσε στον νόμο τη δημιουργία μιας επιτροπής από ειδικούς που θα αποφανθεί για τη γνησιότητα και θα καθορίσει την τελική μορφή των κειμένων που θα καταχωρηθούν ως εγκεκριμένα και θα μπορούν να ανεβαίνουν στα αθηναϊκά θέατρα. 

Ο Φιλήμονας, υποθέτω επειδή δεν θέλει να αγγίξει κανένας τα δικά του έργα, ούτε τώρα ούτε στο απροσδιόριστο μέλλον, τάχθηκε αναφανδόν υπέρ του νέου νόμου. Εμένα πάλι μου έκανε εντύπωση πώς ένας αμούστακος πιτσιρικάς που τον έλεγαν νομίζω Μένανδρο, ήταν από τους πιο πειστικούς και ένθερμους υποστηρικτές των ¨δημιουργικών παρεμβάσεων¨. Νεωτεριστής ο μικρός και απ’ ό, τι έμαθα, γράφει κιόλας. Μου φάνηκε ήδη περίεργο που του έδωσαν το λόγο, όμως τελικά κατάλαβα ότι εδώ υπάρχουν αλλιώτικες προτεραιότητες απ’ ό, τι αλλού και πως οι ταλαντούχοι πιτσιρικάδες έχουν ειδική μεταχείριση.

images (10)

Στην υγειά σου και πάλι αξιολάτρευτο Πουλχεράκιο∙ πρέπει να σου εξομολογηθώ πως, δε ξέρω τι με έπιασε, αλλά νοιώθω μια επιθυμία απόψε να σου τα εξομολογηθώ όλα. Όλα όσα σκέπτομαι… αυτά που με παρηγορούν και αυτά που με τυραννάνε.

Λοιπόν, στο είπα; Ή δεν στο είπα; Δεν θυμάμαι αυτή τη στιγμή, αλλά θα σου το πω τώρα: Ανάμεσα σε όλα τα άλλα, ο φίλος σου ο Οινοκράτης βάλθηκε τον τελευταίο καιρό να ψάχνει τον πατέρα του! 

Δεν ξέρω πώς είσαι εσύ από άποψη πατρότητας, δηλαδή αν τον ξέρεις ή όχι εκείνον που έβαλε ένα χέρι στη μεταφορά σου σε αυτόν εδώ τον αλλόκοτο κόσμο, εγώ όμως έλαχε να μην τον γνωρίσω αυτόν τον τύπο, τον δικό μου, και μερικές φορές με πιάνει μια έντονη περιέργεια και θα ‘θελα να ξέρω ποιος θα μπορούσε να είναι.  Έχω λοιπόν αρχίσει να ρωτάω. Εσύ, βέβαια, θα μου πεις πως, αφού με σκάρωσαν στις Συρακούσες, τι στην ευχή τα σκαλίζω όλα αυτά εδώ στην Αθήνα; Αχ, Πουλχεριδάκο μου, ρωτάς γιατί δεν μπορείς να φανταστείς τι μπορεί να ανακαλύψει κανείς εδώ  πέρα. Τα πάντα. Άσε που έχω και μερικές – αδύναμες, εντάξει – ενδείξεις πως ο εν λόγω τύπος έχει κάποια σχέση με την Αθήνα.

Έτσι, εκείνο το βράδυ, αφού η κουβέντα περί θεάτρου εξαντλήθηκε χωρίς οι συζητητές να συμφωνήσουν, ούτε να πάρουν κάποια κοινή απόφαση, βρεθήκαμε, εγώ κι ο Φιλήμονας, σε μια μικρότερη συντροφιά, όπου βρισκόταν και ο Κράτης που σου έλεγα παραπάνω, μαζί με την ωραία ξανθιά Ιππαρχία (που φαίνεται πως δεν τον αφήνει  ν’ απομακρυνθεί δάκτυλο μακριά της), τον Μητροκλή, τον Φώκο (τον γιο του άρχοντα Φωκίωνα) και δυο τρεις από τους εξήκοντα καλαμπουριτζήδες του Κυνοσάργους. Ο Φιλήμονας έκανε τις οφειλόμενες συστάσεις και μετά είπαμε διάφορα, σιγοπίνοντας  αραιωμένο κρασάκι και αναψυκτικά που προμηθευτήκαμε από τους περιφερόμενους οινοχόους μικροπωλητές.

Εάν τυχόν μας άκουγες καθώς τα λέγαμε, εσύ Πουλχερινάκι μου,  που έχεις μυαλό ξυράφι, θα καταλάβαινες σίγουρα ότι αυτοί μου κάνανε έμμεσες ερωτήσεις προσπαθώντας να αποσαφηνίσουν τι θέλει άραγε αυτός ο περίεργος τύπος (εγώ) από την παρέα τους. Εγώ από την άλλη τους ρωτούσα διάφορα σχετικά με  τη φιλοσοφία των κυνών, προσπαθώντας να προβλέψω έως που θα μπορούσαν να φτάσουν όταν θα προσπαθήσουν, την επόμενη φορά, να περάσουν από τις θεωρίες (και τις κλοπές αγαλμάτων) σε πράξεις πιο ανυπότακτες.

Η συζήτηση είχε κάπως μπουκώσει, όταν ο Φιλήμονας μου θύμισε το φλασκί που, παρατηρητικός όπως είναι, με είχε δει να βάζω στο σακίδιό μου, πριν ξεκινήσουμε για εδώ. Ρώτησα λοιπόν ευγενικά τους υπόλοιπους αν θα μου επέτρεπαν να αναμίξω στο κρασί μου λίγο από αυτό το φανταστικό ανατολίτικο πρόσθετο, που είχα φέρει από την Ασία. Αυτοί, της Ιππαρχίας μη εξαιρουμένης, επέδειξαν φιλομάθεια και ενθουσιασμό για το εξωτικό ποτό και με ρώτησαν για την προέλευση και τις ιδιότητες της Χαχόμας. Τους είπα λίγο πολύ την αλήθεια. Δηλαδή πως πρόκειται για μια προσπάθεια ιδιόχειρης αναπαραγωγής ενός ιερού ιρανικού ποτού. Τους διαβεβαίωσα επίσης ότι το είχα ήδη δοκιμάσει και είχα διαπιστώσει ότι πέρα από μια έντονη ευεξία και μια ενίσχυση της ομιλητικής διάθεσης, δεν έχει δείξει μέχρι στιγμής επικίνδυνες παρενέργειες. Μου επέτρεψαν λοιπόν να πιώ, και εγώ το έκανα στην υγειά τους.

Αφού με παρατήρησαν για λίγο, ο πρώτος που μου ζήτησε να δοκιμάσει κι αυτός, ήταν ο αδελφός της Ωραίας, ο Μητροκλής.  Μετά τον μιμήθηκαν και οι άλλοι. Εγώ, φυσικά, δεν είχα αντίρρηση, παράγγειλα αμέσως μια οινοχόη αραιωμένο οίνο και αφού πρόσθεσα μια πολύ μικρή ποσότητα χαχόμας, τους είπα ότι μπορούν να γευτούν το μείγμα και να μου πουν τη γνώμη τους.  

αρχείο λήψης (5)

Δεν μπορώ να πω, αγαπητό μου Πουλχεριάκι, ότι θυμάμαι με ενάργεια όλα όσα συνέβησαν από το σημείο εκείνο και πέρα. Γιατί αυτή τη φορά, (σε αντίθεση με την πρώτη φορά, στην Ασία, σε μια ταβέρνα των Σούσων)  ήπια και εγώ. Και μετά ξέχασα!

Μου έμειναν πάντως κάποιες ασαφείς εντυπώσεις και, ξανακουβεντιάζοντας με τον Φιλήμονα την άλλη μέρα, αφού διασταυρώσαμε όσα θυμόμαστε από την προηγούμενη, κατέληξα σε μία δύο σιγουριές.  

Πρώτο: η χαχόμα κάθε άλλο παρά έχει ξεθυμάνει. Λειτουργεί μια χαρά. Όχι βέβαια  με τα ίδια αποτελέσματα με τη γνήσια, δηλαδή εκείνη που ανακαλύψαμε με τον Χοντρόη στην υπόγεια περσική κάβα,  η οποία προκαλεί  μόνο κάτι περίεργα όνειρα… (έχω φέρει και απ’ αυτήν ένα μικρό παγούρι στην Αθήνα). Το αντίγραφο που φτιάξαμε εγώ κι ο Χοντρόης, ακόμη και σε ελάχιστη ποσότητα, εξακολουθεί να δημιουργεί στους συμπότες μια ευχάριστη αίσθηση  αμοιβαίας εμπιστοσύνης, μια εξομολογητική απενοχοποιητική διάθεση και, τέλος, έναν μάλλον ληθαργώδη ύπνο. (Άραγε γι αυτό μου φαίνεται ότι τώρα άρχισα λίγο να νυστάζω;) Από εκεί και πέρα επέρχεται το κενό! Η λησμονιά! Από ό, τι συνέβη μετά την λήψη δε θυμάσαι σχεδόν τίποτα.

Δεύτερο: Το μόνο που είναι αναγκαίο, εάν θέλει κανείς να χρησιμοποιήσει ¨επιχειρησιακά¨ την προσαρμοσμένη χαχόμα, δηλαδή για να μάθει πράγματα, είναι το να υπάρχει ένας νηφάλιος παρατηρητής σε θέση να παρακολουθήσει με ψυχραιμία τα τεκταινόμενα μετά την κατάποσή της από τους άλλους και να βγάλει τα αναζητούμενα συμπεράσματα. Αν ένας τέτοιος παρατηρητής δεν υπάρχει, εάν δηλαδή πιουν όλοι οι παρόντες, όπως συνέβη εκείνο το βράδυ, απομένει μόνο αυτό που κάναμε με τον Φιλήμονα: ήτοι η διασταύρωση των λίγων υπολειμμάτων μνήμης που απομένουν στους συμμετέχοντες. Αλλά και πάλι, αυτά που έρχονται στην επιφάνεια είναι συγκεχυμένα…

Εκτός και…

Εκτός και αν υπάρχει και ένα τρίτο χρήσιμο συμπέρασμα που το συνειδητοποιώ… μόλις τώρα!  

Μα ναι, μα ναι!

Υπάρχει ένας τρόπος να θυμηθεί κανείς τι συνέβη, όταν ακόμη και ο ίδιος βρισκόταν υπό την επιρροή αυτού του μυστήριου εξωτικού υγρού…

Να το ξαναπιεί!!!

Γιατί, βλέπεις Πουλχεριδέλι μου… Τώρα θυμάμαι!

Έχεις αντίρρηση; Μα ναι, έχεις δίκιο. Όποιος θα ξαναπιεί, λες, μπορεί προς στιγμήν να ξαναθυμηθεί, αλλά εν τέλει, μοιραία,  μόλις συνέλθει, θα ξαναξεχάσει!

Εκτός κι αν… λέω εγώ, όσα θυμηθεί, τα καταγράψει.

Έπεα πτερόεντα, αλλά τα γραπτά μένουν!

Γι αυτό σου λέω, ή μάλλον σου γράφω, Πουλχεριδόνι μου, τώρα αμέσως κι επί τόπου… αυτά που επιτέλους θυμάμαι.

images (28)

¨Ωραία είναι απόψε! Να επαναληφθεί!¨, είπε κάποιος.

¨Ναι, να ξαναβρεθούμε και να τα ξαναπιούμε¨, είπε κάποιος άλλος.

¨Αυτές τις μέρες. Αύριο ή μεθαύριο¨, ζήτησε κάποιος βιαστικός.

¨Δεν μπορώ¨, είπε ο Φώκος. ¨Ο Πατέρας μου, μου ανάθεσε μια επείγουσα διπλωματική αποστολή και αύριο φεύγω¨.

¨Για πού;¨

¨Για την Κόρινθο¨.

¨Για την Κόρινθο… Ωραία. Θα καλοπεράσεις. Εξάλλου έχουμε πολλούς οπαδούς εκεί!¨

¨Βέβαια. Χάρη στον μεγάλο Διογένη¨.

¨Ναι, είναι πολύ μεγάλος, σχεδόν αιωνόβιος!¨

¨Μη στεναχωριέσαι Ιππαρχία, ο παππούς είναι αειθαλής¨.

¨Δε ξέρω αν θα προλάβω να τον ‘δω. Έχω να συναντήσω μια αποστολή Λακεδαιμονίων¨ λέει ο Φώκος.

¨Όσο δαιμόνιοι κι αν είναι οι Λακεδαιμόνιοι, είναι αναπόφευκτα λακωνικοί. Δε θα σου φάνε πολύ χρόνο¨.

¨Εξαρτάται¨.

¨Εξαρτάται από τι; Τι έχεις να κάνεις με τους ζόρικους του νότου;¨

¨Το ζήτημα είναι τι σκοπεύουν να κάνουν αυτοί. Αυτό ενδιαφέρει τον πατέρα Φωκίωνα. Ο Αντίπατρος μπορεί να τους νίκησε στην Μεγαλόπολη, αλλά δεν τόλμησε να μπει στην Σπάρτη. Τον γερο -Φωκίωνα οι Σπαρτιάτες τον σέβονται. Γι αυτό δέχτηκαν να μιλήσουν με ένα δικό του, τώρα που το πανελλαδικό τμήμα της Κρυπτείας τους έχει σίγουρα πληροφορήσει ότι στην Αθήνα είναι πάλι στα απάνω τους οι αντιμακεδόνες. Δεν θέλουν όμως η συνάντηση να γίνει στη Σπάρτη. Δεν θέλουν να εμφανιστούν  εκεί αθηναίοι απεσταλμένοι. Ούτε κι αν είναι τελείως ανεπίσημοι. Έτσι θα τους συναντήσω διακριτικά στην πολυάριθμη και πυκνοκατοικημένη Κόρινθο¨.

¨Εσείς, οι Συρακούσιοι, τι λέτε;¨ ρώτησε κάποιος με ευχάριστο αν και κάπως αποχαυνωμένο ύφος.

¨Εγώ; Τίποτα¨, είπε ο Φιλήμονας.

¨Εσύ Οινοκράτη -όνομα και πράγμα; Τι έχεις να πεις;¨

¨Μπορώ να κάνω μια ερώτηση;¨ είπα εγώ. ¨Έχω ένα πρόβλημα¨.

¨Βεβαίως. Γι αυτό άλλωστε είμαστε εδώ¨, μου απάντησε ο Κράτης ο Θηβαίος.

¨Ξέρετε κανέναν Αθηναίο που το όνομά του να αρχίζει από Άλφα και που να ήταν στη Σικελία πριν καμιά σαρανταριά χρόνια ή, ακριβέστερα, τριάντα πέντε με σαράντα χρόνια πριν;¨

Κανένας δεν έδειξε να ξαφνιάζεται από το ετερόκλιτο αίτημά μου.

¨Στη Σικελία καλά, αλλά πού ακριβώς;¨

¨Στις Συρακούσες φυσικά, που αλλού;¨

¨Παρά την κατραπακιά που υπέστησαν οι Αθηναίοι στις Συρακούσες κατά την πρώτη σικελική εκστρατεία, απ’ ό, τι ξέρω, πολλοί εξακολούθησαν να ταξιδεύουν ως εκεί¨, είπε ο Θηβαίος. ¨Όμως για την περίοδο που σε ενδιαφέρει θα πρέπει να απευθυνθείς σε κάποιον αρκετά μεγαλύτερο στην ηλικία από εμάς. Εν πάση περιπτώσει, τι τον θέλεις;¨

¨Υπάρχουν πιθανότητες να είναι ο πατέρας μου¨, είπα εγώ χωρίς να δαγκωθώ.

¨Έγώ ξέρω έναν¨, είπε η Ιππαρχία. ¨Έχει πάει στη Σικελία. Το όνομά του όμως αρχίζει από Δέλτα¨.

¨Ο γερο-Διογένης;¨

¨Αυτός!¨

¨Το όνομά του δεν αρχίζει από Άλφα, αλλά ίσως να μπορεί να σου δώσει πληροφορίες για εκείνη την εποχή¨, είπε ο Μητροκλής, ¨αν και, ξέρεις, το βρίσκω λίγο χλωμό∙ πολλοί είναι εκείνοι που αγνοούν τον πατέρα τους μια ζωή, κι ας έχουν πολύ περισσότερα στοιχεία από σένα¨.

¨Ευχαριστώ. Λέω να πάω να τον βρω¨, είπα.

¨Άμα θέλεις έλα μαζί μου Φεύγω για την Κόρινθο αύριο, προς το μεσημέρι¨, είπε ο Φώκος

¨Με θέλεις πραγματικά;¨ απόρησα εγώ.

¨Μα και βέβαια. Εάν κάποιος σε παρακολουθεί και ενδιαφέρεται για σένα, είναι καλύτερο να τον έχεις κοντά σου και να τον εποπτεύεις και εσύ, παρά να μη ξέρεις που βρίσκεται και τι κάνει..¨.

¨Το βρίσκω σωστό. Εντάξει θα έρθω¨, είπα εγώ… και μετά το ξέχασα.

Όπως το ξέχασε και εκείνος.

 images (26)

Χωρίς λοιπόν, Πουλχεριδόπουλό μου, να ξέρω ούτε κι εγώ καλά – καλά το γιατί, μου δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι ο κατά κάποιο τρόπο περιθωριακός, αλλά αγαπητός στους νέους και πασίγνωστος ανά το πανελλήνιο (ιδιαίτερα μετά την επίσκεψη που του έκανε ο Αλέξανδρος) γερο-Διογένης , θα είχε κάτι να μου πει για τις Συρακούσες της περιόδου που γεννήθηκα. Έτσι, μαζί με τον Χοντρόη (τον Φιλήμονα τον εμπόδισε μια έξαρση έμπνευσης και γραψίματος που του συνέβη εκείνες τις μέρες) και αφού ζήτησα την άδεια του Εύελπι, ξεκίνησα για την Κόρινθο το μεσημέρι της επόμενης μέρας. Στην Κακιά Σκάλα, ακριβώς εκεί όπου ο Θησέας είχε εξουδετερώσει τον Σκίρωνα, έπεσα πάνω στον προπορευόμενο Φώκο. Τον ρώτησα πώς από εκεί και μου είπε πως έχει κάτι αγορές να κάνει στην Κόρινθο.

¨Και εγώ¨, του είπα, ¨έχω μια παραγγελία του προϊστάμενού μου¨.

images-27

Παραπονιούνται ορισμένοι Αθηναίοι για την Αθήνα. Λένε πως οι επιτυχίες των εμπόρων μπορεί να έφεραν πλούτο, όμως έχουν χαλάσει τον χαρακτήρα τόσο των ανθρώπων όσο και της πόλης. Τι να πουν τότε οι Κορίνθιοι! Η διαφθορά εδώ είναι ορατή όσο και ο πλούτος, τουλάχιστον άμα δεν ξέρεις πως οι Κορίνθιοι έχουν βρει έναν κάποιο τρόπο για να την αντιμετωπίσουν. Όπως θα σε πληροφορήσουν οι ίδιοι, εδώ, στην προχωρημένη Κόρινθο με τα δύο λιμάνια και την Δίολκο, τον πλακοστρωμένο διάδρομο όπου τα πλοία σέρνονται από την μια θάλασσα στην άλλη, εδώ, όπου επινοήθηκε το θαλάσσιο υπερόπλο των Ελλήνων, η τριήρης,  εδώ λοιπόν οι παρανομίες δεν υπάρχουν γιατί, απλούστατα, τα περισσότερα ανθρώπινα πάθη έχουν νομιμοποιηθεί. Και βέβαια, συνήθως, αποφέρουν κέρδη.   

Αλλά τι μπορώ να πω εγώ, που είμαι προϊόν του καλλίτερου επιτεύγματος της Κορίνθου: της αποικίας των Συρακουσών;! Δε λέω λοιπόν τίποτα, παρά  κόβω βόλτες μαζί με τον φίλο μου τον Χοντρόη και παρατηρώ τη μεγάλη Μητρόπολη. Πολυκοσμία και πλούτος. Στολίδια στις φορεσιές και στα κτίρια. Α, και κάτι που μου θυμίζει την πατρίδα: Στις δημόσιες επιγραφές αντί για Κάπα, βάζουν κι εδώ Qου. Qόρινθος.  Συγκινούμαι μια στάλα. Ύστερα αφήνω τον Ευτραφή να συνεχίσει την περιήγηση μόνος του και πάω να βρω τον διάσημο Αρχικύνα.

Diogenis.2

Όμως, ο Διογένης έχει πάει στη θάλασσα για μπάνιο και εγώ καταλήγω να τον περιμένω στημένος έξω από το πιθάρι του. Κι επειδή αργεί, κάθομαι στο γρασίδι του άλσους του αφιερωμένου στην Αφροδίτη στους πρόποδες της Ακροκορίνθου,  ακουμπάω την πλάτη μου στο κορμό ενός δέντρου, και αγναντεύω, στο βάθος απέναντι, το πολυτελές μέγαρο της μακαρίτισσας της Λαίδας,  της διασημότερης εταίρας της προηγούμενης γενιάς. Είναι ένα εντυπωσιακό παλάτι. Μετά, μέσα στη κάψα του απομεσήμερου, αποκοιμιέμαι.

Και σε βλέπω στον ύπνο μου. Είσαι εδώ, όχι όμως γιατί με αγαπάς και μ’ αποθύμησες, αλλά γιατί η κυρά σου η Θαίδα αποφάσισε να ‘ρθει να δει τον Εύελπι που άργησε να επιστρέψει στην εκστρατεία και σε πήρε μαζί της. Αλλά εμένα δε με νοιάζει καθόλου ο λόγος που ήρθες, παρά μου αρκεί που είσαι εδώ. Και φαίνεται πως είμαι καλά, και μοιάζει να χασκογελάω στον ύπνο μου, γιατί ακούω μια φωνή να λέει: ¨Τι να θέλει αυτός ο χαζοβιόλης και μου έφραξε την είσοδο στο σπίτι;¨

Για ογδοντάρης σε άνοψη  στέκεται καλά και στέκεται ακριβώς από πάνω μου σκουντώντας με με το μπαστούνι του. Ο Διογένης αυτοπροσώπως!

Αποξυπνάω και προσπαθώ να σηκωθώ όρθιος.

¨Συγχώρα με Δάσκαλε¨, του λέω. ¨Σε περίμενα, αλλά με ξεγέλασε ο Μορφέας. Ήρθα να σε βρω γιατί θέλω τη συμβουλή σου¨.

¨Και πώς σου ήρθε αυτή η φαεινή ιδέα νέε;¨ λέει και μου κάνει νόημα να τον ακολουθήσω στο πιθάρι του.

¨Εκείνοι που με συμβούλεψαν να ‘ρθω είναι οι μαθητές και οι ακόλουθοί σου στην Αθήνα. Ο Κράτης και οι άλλοι¨, λέω σκύβοντας για να μπω στο πήλινο σπίτι του.

Το μεγάλο δοχείο βρίσκεται στη σκιά ενός πυκνόφυλλου δέντρου και μέσα έχει δροσιά. Τέτοια μεγάλα πιθάρια φτιάχνουν μόνον εδώ στην Κόρινθο. Έχουν ειδικό σχήμα έτσι ώστε οι βαρουλκοί  να μπορούν να τα μεταφορτώσουν εύκολα από τα κάρα στα μεγάλα κορινθιακά εμπορικά πλοία. Το ότι μπορούν να μετατραπούν σε μικρό κατοικήσιμο διαμέρισμα, άμα στο πουν και δεν το δεις με τα μάτια σου, δεν το πιστεύεις.

¨Η αλήθεια είναι πως έχω καιρό να τους δω. Τι κάνουν; Είναι καλά; Ο Κράτης είναι πάντα με εκείνη τη θεληματική Ιππαρχία από την επαρχία;¨ λέει και μου κάνει νόημα να καθίσω.

Κάθομαι σε ένα μικροσκοπικό σκαμνί. Εκείνος αφήνει τη μαγκούρα και κάθεται σε ένα μεγαλύτερο.

Υπάρχει ένα φανάρι κρεμασμένο σε καρφί στον τοίχο, αλλά είναι σβηστό. Τα μάτια μου συνηθίζουν στο ημίφως. Άλλωστε, από το στόμιο μπαίνει αρκετό απογευματινό φως, ώστε να διακρίνει ο ένας το πρόσωπο του άλλου,

¨Τους είδα πρόσφατα και ήταν σίγουρα μαζί¨.

¨Κι εσύ, από πού είσαι νέε; Δε νομίζω ότι τα καλομιλάς τα αττικά, μάλλον δωρικό χρώμα έχει η λαλιά  σου¨.

Του εξηγώ πως κατάγομαι από τις Συρακούσες, πως έχω μείνει για χρόνια στην Αθήνα και πως τον τελευταίο καιρό ήμουν στην εκστρατεία. Του λέω επίσης πως υπήρξα ελεύθερος άποικος στη Σικελία, μετά δούλος -παιδαγωγός στην Αθήνα όπου, τώρα τελευταία, ενδέχεται να αποκτήσω την ιδιότητα του μέτοικου. Μετά του λέω πως του έχω φέρει πεσκέσι μια μικρή οινοχόη με ασιατικό ποτό.

Δεν εντυπωσιάζεται βέβαια, ούτε από τη βιοπεριγραφή μου ούτε από το δώρο, αλλά δείχνει να του αρέσει που είμαι κάπως περπατημένος και όχι κανένας φλώρος από αυτούς που τον κυνηγούν γοητευμένοι από τον αντικομφορμισμό του.

¨Και τι είναι αυτό στο οποίο ο υποφαινόμενος γέρος -πλην όμως θαλερότατος- Διογένης μπορεί να σε βοηθήσει;¨

images (21)

Του εξηγώ, ελπίζοντας ότι θα θελήσει, πριν φύγω, να δοκιμάσει τη χαχόμα.

Του λέω τι ακριβώς ψάχνω.

Κάνει έναν δυσερμήνευτο μορφασμό. Μου απαντάει ότι δεν έχει αντίρρηση να μου πει ό,τι ξέρει Όμως δεν νομίζει ότι θυμάται κάτι που θα έλυνε με μιας τις απορίες μου. Εκείνη την περίοδο οι δύο Διονύσιοι των Συρακουσών, και ο πατέρας και ο γιος, είχαν ανοιχτές τις θύρες της πόλης και για εμπόρους και για διανοούμενους και για καλλιτέχνες από τον ελληνικό κορμό. Προερχόμενους από όλες τις πόλεις. Και εκείνος ο ίδιος είχε κάνει ένα ταξίδι μέχρι τη Σικελία.

Ο Αριστοτέλης; Όχι. Δε θυμάται κάτι τέτοιο. Τα ταξίδια του Αριστοτέλη ήταν προς τα ανατολικά και τα βόρεια. Ήταν μάλλον ο Πλάτωνας που πηγαινοερχόταν στη Σικελία, αλλά αυτός δεν πιάνεται. Εκτός που το όνομα δε ταιριάζει, δε ταιριάζει ούτε η ηλικία -ήταν ήδη κάμποσο μεγάλος τότε- αλλά ούτε είχε ποτέ τη φήμη μεγάλου εραστή και γυναικοκατακτητή. Μόνον πλατωνικά πράγματα…

Αλλά, σχετικά με το πρόβλημά μου, ο Διογένης είχε να κάνει μια άλλη παρατήρηση:

¨Τι να τον κάνεις παιδί μου τον πατέρα σου; Δεν κάνουν πάντα καλό οι πατεράδες στα παιδιά τους¨. Έκανε πάλι έναν μορφασμό και το χέρι του αναζήτησε, ενστικτωδώς θα έλεγα, την οινοχόη που του έφερα και που την είχε αφήσει εκεί δίπλα. Την πήρε την ξεβούλωσε και τράβηξε μια μικρή ρουφηξιά. Το μάτι του γυάλισε.

¨Πάρε για παράδειγμα τον δικό μου¨, είπε ύστερα από λίγο. ¨Τον γνώρισα. Από την καλή και την ανάποδη. Σε διαβεβαιώνω ότι δε κέρδισα πολλά. Χρήματα ίσως ναι, αλλά κίβδηλα.

Τον έλεγαν Ικεσία και ήταν τραπεζίτης στη Σινώπη. Αγαπούσε το χρήμα. Το πολύ χρήμα. Το χρήμα καθεαυτό. Τόσο που είπε να φτιάξει χρήμα από μόνος του, για λογαριασμό του. Σαν καλός γιος τον βοήθησα και εγώ. Ήμουν μικρός και άμαθος τότε.   Μας έπιασαν. Η ποινή ήταν παραδειγματική: εξορία. Οι Σινωπιείς έπρεπε να μάθουν πως οι παλιοί καιροί τελείωσαν και πως με το χρήμα δε μπορεί να παίζει πλέον κανένας.

Εξορία λοιπόν. Φύγαμε προς τα δυτικά. Παραπλεύσαμε τη βόρεια Μικρά Ασία μέχρι το Βυζάντιο. Μεγάλο λιμάνι και ισχυρή αγορά. Ο πατέρας μου είχε αποθηκεύσει εκεί κάποια σημαντικά ποσά. Φυσικά θέλησε να μείνει εκεί, ενώ εγώ έκανα την πρώτη μου επανάσταση. Συνέχισα το ταξίδι ίσαμε την Αθήνα, όπου η ζωή μου άλλαξε ριζικά.  

Ο πατέρας μου ξανάκανε περιουσία, εξαγόρασε μερικούς στην πατρίδα και κατάφερε να επιστρέψει στη Σινώπη. Αμετανόητος. Και αδιόρθωτος. Όχι πολλά χρόνια αργότερα με ειδοποίησε πως θα έπρεπε και πάλι να φύγει εσπευσμένα από την πόλη, γιατί είχε και πάλι ξεσπάσει ένα οικονομικό σκάνδαλο στο οποίο ήταν μπλεγμένος. Σκόπευε, αυτή τη φορά, να έρθει στην Αθήνα. Του έγραψα ότι όσο με αφορά μπορεί να κάτι ό, τι θέλει. Και εγκατέλειψα την Αθήνα επειγόντως. Πήγα στην πατρίδα σου τις Συρακούσες και τελικά κατέληξα εδώ, στην Κόρινθο. Εκείνος δεν πρόλαβε να έρθει στην Αθήνα γιατί στο μεταξύ πέθανε.

Έμεινε για λίγο σιωπηλός χαϊδεύοντας αφηρημένα τη γενειάδα του.

¨Τώρα εγώ είμαι ένας σκύλος!  Κυνικός και αρχικυνικός. Ίσως λοιπόν να μην είναι συνεπές να ομολογήσω αυτό που θα σου πω. Εντούτοις, θα στο πω. Ξέρεις τι; Κατά βάθος αισθάνομαι νοσταλγία. Για τη Σινώπη και τη παιδική μου ηλικία. Για την περίοδο των μύθων και της αγνότητας. Κατάλαβες; Αυτή τη στιγμή, κατά έναν περίεργο και ασυνεπή τρόπο δεν είμαι παρά ένας νοσταλγός/κυνικός. Απαράδεκτο και όμως αληθινό…¨

Τον άφησα να μουρμουρίζει, αν και τα βλέφαρά του άρχισαν να κατηφορίζουν βαριά . Σηκώθηκα και εγκατέλειψα το  φιλόξενο πιθάρι ακροπατώντας.

……images (19)

Γύρισα σπίτι και σου έγραψα τα παραπάνω. Τώρα που τελείωσα θα διπλώσω την επιστολή μου και θα σημειώσω με μεγάλα γράμματα απ’ έξω: ¨Πριν το στείλω, να το διαβάσω απαραιτήτως ξανά!!!¨. Κι επειδή μπορεί να μη καταλάβω τι εννοώ, θα συμπληρώσω: Μπορεί να περιέχει πράγματα που μου ξέφυγαν ή δεν θυμάμαι (λόγω χαχόμας).

*

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , | Leave a Comment »

Κύλικες και Δόρατα. Μέρος Ζ΄, Κεφάλαιο ενδέκατο: Γιορτές!

Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 31 Ιανουαρίου, 2018

Κεφάλαιο ενδέκατο: Όπου ο μήνας τελειώνει με γιορτές και οι ήρωές μας ετοιμάζονται για την επόμενη φάση.

Arxaie48

Ο Εκατομβαιώνας τελειώνει φέτος με μεγάλες γιορτές. Δηλαδή, όχι με τα απλά Παναθήναια τα ¨κατ’ ενιαυτόν¨, που επαναλαμβάνονται για δυο τρεις μέρες στο τέλος του πρώτου μήνα του έτους, αλλά με τα Παναθήναια τα Μεγάλα, που -όπως οι αγώνες στην Ολυμπία- γίνονται μια φορά κάθε τέσσερα έτη, τον τρίτο χρόνο μετά τους Ολυμπιακούς. Τα Μεγάλα Παναθήναια είναι γνωστά στο πανελλήνιο και κρατάνε σχεδόν ολόκληρο το τελευταίο δεκαήμερο του μήνα.

Πρόκειται για τη γιορτή όλων των Αθηναίων, στην ουσία όλων των κατοίκων της Αττικής γης, οι οποίοι έχουν την ευκαιρία, όχι μόνο να συμμετάσχουν σ’ ένα μεγάλο πανηγύρι, αλλά και να αγωνιστούν και να διαπρέψουν μαζί με άλλους συνέλληνες, σε διάφορα αθλήματα και τέχνες.

Καθιερώθηκαν κι αυτά απ’ τον Πεισίστρατο, πάνω σε μια παλιότερη αθηναϊκή γιορτή που υπενθύμιζε την συνένωση των πρώτων οικισμών από τον βασιλιά Θησέα, αλλά είναι από την εποχή του Περικλή που επιτράπηκε (ή, σύμφωνα με άλλους, επιβλήθηκε) η συμμετοχή και των συμμαχικών πόλεων σε ορισμένες από τις γιορτινές εκδηλώσεις. 

Το πλήρες πρόγραμμα των εορτών έχει έγκαιρα αναρτηθεί σε ευδιάκριτη πινακίδα μπροστά στα αγάλματα των επωνύμων ηρώων, στην Αγορά. Αθηναίοι και επισκέπτες, μπορούν έτσι να πληροφορηθούν ότι οι γιορτές θα αρχίσουν με την ιερή τελετή   έναρξης (το πρωί της εικοστής πρώτης του μήνα) και, αμέσως μετά, ως είθισται,  θα αρχίσουν οι μουσικοί αγώνες (που θα διαρκέσουν τρεις μέρες), οι αθλητικοί αγώνες (παιδιά, έφηβοι και άνδρες χωριστά, -για δύο μέρες), οι εξαιρετικά δημοφιλείς ιππικοί αγώνες (την εικοστή έκτη του μήνα), τα καλλιστεία ανδρικής ρώμης και πολεμικού χορού (Ευάνδρια, και Πυρρίχια -αποκλειστικά για Αθηναίους- την εικοστή έβδομη), η Πομπή, που καταλήγει με τη Μεγάλη Θυσία (η οποία αιτιολογεί το όνομα του Εκατομβαιώνα) και μετά ο κοινός δείπνος μαζί με τις λαμπαδηφορίες και το συλλογικό ξενύχτι της ¨παννυχίδας[1]¨ (την εικοστή όγδοη) και, τέλος (την εικοστή ένατη), όλοι στον Πειραιά, ακριβέστερα στο αμφιθεατρικό λιμάνι της Μουνιχίας, για τους εξ ίσου θεαματικούς ιστιοπλοϊκούς και κωπηλατικούς αγώνες της λήξης των εορτών.

 Φέτος, ήδη πριν από τη γιορτή και τους αγώνες, η Αθήνα έχει τραβήξει το ενδιαφέρον των υπόλοιπων Ελλήνων λόγω της δίκης. Ωστόσο η δίκη πλέον τελείωσε και φαίνεται πως το κλίμα στην Αθήνα έχει αλλάξει. Κυριολεκτικά και μεταφορικά.

Δυνατές καλοκαιρινές καταιγίδες ξεσπούν ξαφνικά και απροειδοποίητα, ενώ ο αέρας είναι ζεστός και υγρός. Όμως, παρά τις αταξίες του καιρού, μπορούμε να πούμε ότι η αυτοπεποίθηση των Αθηναίων μοιάζει ενισχυμένη. Σε αυτό πιθανώς συντελεί η έκβαση της δίκης που απ’ ό, τι φαίνεται εκφράζει τα συναισθήματα και τις αναπτερωμένες ελπίδες πολλών πολιτών ότι το κλέος και η επιρροή της πόλης σύντομα θα αποκατασταθούν. Όμως είναι και τα Παναθήναια που συμβάλουν στη δημιουργία αυτής της διάχυτης αίσθησης ευεξίας, καθώς η πόλη σφύζει πλέον από επισκέπτες: φίλαθλους, περιηγητές και προσκυνητές, που γεμίζουν ασφυκτικά τους δρόμους, τα στάδια, τους ναούς και τα θέατρα.   Οι καταστηματάρχες, οι έμποροι, οι ξενοδόχοι και οι κυλικειούχοι  τρίβουν τα χέρια τους και εύχονται τα ¨Μεγάλα¨ να είναι και φέτος αντάξια της πολυετούς επιτυχημένης εορταστικής παράδοσης της πόλης.  

Η Αθήνα των Παναθηναίων είναι μια πόλη που βουίζει. Και μέσα στο βουητό διακρίνονται φωνές, επιφωνήματα, μουσικές, τραγούδια, γέλια και κραυγές, με εκ πρώτης όψεως συγκεχυμένο, αλλά  σίγουρα εορταστικό και ενθουσιαστικό περιεχόμενο. Το οικόσιτα ζώα, λες και έχουν καταλάβει ότι αυτές οι μέρες δεν είναι σαν τις άλλες, προσθέτουν στην ηχητική πανδαισία τις φωνές τους αλυχτώντας,  νιαουρίζοντας, γκαρίζοντας, χλιμιντρίζοντας, μουγκρίζοντας, τιτιβίζοντας ή κελαηδώντας. Ως και οι βάτραχοι των ποταμιών δεν παραλείπουν να κοάξουν με εορταστικό ρυθμό.   

83 (1)

Ωστόσο, για να τα λέμε όλα, πέρα από αυτή την συλλογική ευεξία, υπάρχουν εδώ κι εκεί και κάποια ανησυχητικά σημεία. Όπως, ας πούμε, οι  ψίθυροι των πολιτειακών λογιστών, οι οποίοι μετρούν στις αποθήκες τα αποθέματα των τροφίμων και κυρίως του σταριού με κάποια ανησυχία. Η ανησυχία αυτή είναι εντονότερη στις εμπορικές συνοικίες του Πειραιά, καθώς ο κατάπλους πολλών αναμενόμενων εμπορικών πλοίων έχει καθυστερήσει, ενώ οι ειδήσεις από τους θαλάσσιους δρόμους δεν είναι πάντα σαφείς και καθησυχαστικές.

Είναι αλήθεια πως πολλά από τα πολεμικά πλοία της πόλης, αντί να συνοδεύουν τις νηοπομπές με τα προϊόντα που έρχονται και φεύγουν από τα λιμάνια της Αττικής, βρίσκονται τώρα ενταγμένα στις ναυτικές δυνάμεις της εκστρατείας, σε μια αναπάντεχη όσο και δύσκολη συνύπαρξη με τους ανατολίτες ανταγωνιστές, τους Φοίνικες, ενώ τα πλοία εκείνων των ελληνικών πόλεων που είχαν πρόσφατα συνταχθεί με τους εξεγερμένους Σπαρτιάτες, είναι άγνωστο πώς θα συμπεριφερθούν όταν συμβεί να διασταυρωθούν στις ανοιχτές θάλασσες με τα ασυνόδευτα  αθηναϊκά εμπορικά σκάφη.

Παράλληλα,  κυκλοφορούν και δυσαρεστημένες φωνές, που ισχυρίζονται πως οι Αθηναίοι, αντί να ασχολούνται με τις γιορτές, θα έπρεπε να δουν τι θα γίνει με την τροφοδοσία της Αγοράς και της πόλης, και που προβληματίζονται εάν το Αθηναϊκό εμπόριο, τώρα που οι πολιτείες  της Θράκης και του Εύξεινου πέρασαν υπό τη μακεδονική επιρροή,  θα πρέπει να στρέψει το ενδιαφέρον και τις δραστηριότητές του σε άλλες χώρες και άλλους εμπορικούς δρόμους. Ίσως προς τη Δύση.

Σε κάθε περίπτωση, σκέφτεται ο Εύελπις, προσπαθώντας να είναι -όσο γίνεται- αντικειμενικός, θα πρέπει να σημειώσει κανείς ότι, κατά γενική ομολογία, η συνετή διοίκηση του Φωκίωνα και του Λυκούργου, των δύο αυτών γνωστών εχθρών των καταχρήσεων και της διαφθοράς, έχει επιτρέψει,  τα τελευταία χρόνια, στο Δημόσιο Ταμείο της πόλης να αναρρώσει και πολλά νέα έργα να ολοκληρωθούν. Είναι επίσης αξιοσημείωτο ότι αυτοί οι δυο ηγέτες δεν ανήκουν στην ίδια πολιτική παράταξη. Ο πρώτος είναι γνωστό ότι χαίρει της εκτίμησης του Αλέξανδρου, ενώ ο δεύτερος είναι φίλος και (μετριοπαθέστερος) ομοϊδεάτης του Δημοσθένη. Όλοι όμως  συμφωνούν ότι, για  παράδειγμα,  το νέο στάδιο που διαμόρφωσαν δίπλα στο λόφο του Αρδηττού και που εγκαινιάζεται φέτος με τους γυμνικούς αγώνες των Παναθηναίων, είναι πολύ ωραιότερο και θα λειτουργήσει πολύ καλύτερα από  το παλιό[2]. Εξ ίσου καλά σχόλια ακούγονται επίσης για την αναβάθμιση και την διεύρυνση της χωρητικότητας του θεάτρου του αφιερωμένου στον Διόνυσο, κάτω από την Ακρόπολη, καθώς και για άλλες θεσμικές και πολεοδομικές ανανεώσεις των τελευταίων χρόνων.

αρχείο λήψης (4)

Πάντως, οι μέρες αυτού του έντονου, αλλά και γοητευτικού αθηναϊκού καλοκαιριού περνάνε γρήγορα. Έχουν συμβεί ήδη πολλά πράγματα μαζεμένα, θα συμβούν σίγουρα κι άλλα και ο Οινοκράτης, από τη μεριά του,  αισθάνεται πως όλα αυτά πρέπει να τα βάλει κάτω και να τα σκεφτεί. Μετά, ως αυτόβουλος πλέον άνθρωπος, θα έχει την πολυτέλεια να αποφασίσει πως θα τα  αντιμετωπίσει. Ή τι  ρόλο ενδέχεται να έχει ο ίδιος στις εξελίξεις… Ή, τέλος πάντων (αυτή η σκέψη επιστρέφει στους συλλογισμούς του), τι σόι αχνάρι θα μπορέσει να αφήσει πάνω τους.

Θα ήθελε να έχει τη δυνατότητα να μιλήσει διεξοδικά για όλα αυτά με τον Εύελπι. Ξανά. Όμως ο Εύελπις το τελευταίο χρονικό διάστημα διαρκώς λείπει. Εντάξει, ο Οινοκράτης χαίρεται που ο νεαρός Μεγαρέας δεν είναι πια τόσο μελαγχολικός, όσο ήταν στο ταξίδι. Δεν ξέρει τι ακριβώς του συνέβη πριν την αναχώρηση, αλλά είναι σίγουρος πως είχε σχέση με τη γοητευτική Θαίδα και την συνάντησή τους στην Περσέπολη. Τώρα πάντως, σιγά σιγά, ο Εύελπις ξαναβρίσκει τον εαυτό του. Η δουλειά του κάνει καλό. Και η Αθήνα επίσης. Απ’ ό, τι ο ίδιος είπε στον Οινοκράτη, έχει αλλεπάλληλες συναντήσεις, κυρίως  με τον Δάσκαλο Αριστοτέλη, κατά τις οποίες, συζητούν για την κατάσταση που διαμορφώνεται, τόσο στην Αθήνα, όσο και ¨σε ολόκληρη τη σφαίρα του επεκτεινόμενου ελληνισμού¨.

Ειδικότερα όσο αφορά στην Αθήνα, ο Εύελπις  πιστεύει πως, μετά την ολοκλήρωση της δίκης και το δυσμενές για την φιλομακεδονική μερίδα αποτέλεσμά της, θα πρέπει το ¨Πανελλήνιο Κέντρο¨ που εδρεύει στο μέτωπο της Εκστρατείας ¨να επανεξετάσει τους άξονες της μέχρι τώρα αθηναϊκής πολιτικής του¨. Έτσι τουλάχιστον είπε στον πιστό του συνεργάτη χτες το βράδυ, δηλαδή την τελευταία φορά που είχαν την ευκαιρία να τα πουν κάπως εκτενέστερα.  

Ο Οινοκράτης του θύμισε πως, σύμφωνα με όσα νεότερα καταφτάνουν από το μέτωπο, ο Αλέξανδρος αποφάσισε ήδη να συνεχίσει, όχι μόνο την καταδίωξη του Δαρείου και των εξεγερμένων Ιρανών πριγκίπων,  αλλά και την προώθηση των στρατευμάτων προς τα ανατολικά, χωρίς να έχει ακόμη διευκρινίσει έως πού προτίθεται να φτάσει, αλλά και χωρίς να ζητήσει προηγουμένως τη σύμφωνη γνώμη των συμμάχων. Επομένως, αφενός αυτό το ¨Πανελλήνιο Κέντρο¨ είναι κάπως δυσδιάκριτο και, αφετέρου, η επεξεργασία μιας ιδιαίτερης ¨πολιτικής απέναντι στην Αθήνα¨ μάλλον δεν βρίσκεται στις άμεσες προτεραιότητές του. Εξάλλου είναι φανερό πως τις βασικές πρωτοβουλίες τις παίρνει πλέον, ο Αλέξανδρος, από μόνος του.

Ο Εύελπις τον είχε κοιτάξει παραξενεμένος. ¨Γι αυτό το λόγο είμαστε εδώ εμείς Οινοκράτη¨, του απάντησε. ¨Και γι αυτό το λόγο τα στοιχεία που θα συλλέξουμε και οι απόψεις που θα υποβάλλουμε στον Καλλισθένη και στους λοιπούς προϊστάμενους της υπηρεσίας, ενδέχεται να έχουν βαρύνουσα σημασία για τις εξελίξεις¨.

Ο Οινοκράτης του είπε πως τον βρίσκει κάπως αισιόδοξο, αλλά ως θεράπων παιδαγωγός που κάποτε υπήρξε γι αυτόν, εγκρίνει την αισιοδοξία ως θετική και επαινετή ιδιότητα.

Ο Μεγαρέας γέλασε με αυθορμητισμό -μια άλλη επαινετή ιδιότητα που ο Οινοκράτης αρέσκεται να πιστεύει ότι του την έχει εμπνεύσει εκείνος- και του είπε ότι έχουν σημαντικά πράγματα να κάνουν, και μάλιστα μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, γιατί δεν ξέρουν πότε θα φτάσει η εντολή να επιστρέψουν στην εκστρατεία.

Ο Συρακούσιος απάντησε πως, όπως πάντα, βρίσκεται στην απόλυτη διάθεσή του.

Φαίνεται πως το γεγονός ότι ο Οινοκράτης δεν αποσύρθηκε αμέσως μετά την ολοκλήρωση αυτού του διαλόγου, αλλά παράμεινε να κοιτάζει (τον πρώην μικρό προστατευόμενο και μετά αφέντη, και τώρα  προϊστάμενο -ή και συνεργάτη) κάπως ερευνητικά, έκανε τον Εύελπι να θυμηθεί πως έχει να του πει μερικά ακόμη πράγματα.

 «Η αλήθεια είναι πως πέρα από τα μεγάλα ζητήματα έχουμε, και οι δύο, μερικές προσωπικές εκκρεμότητες με τις οποίες πρέπει να ξεμπερδεύουμε, έτσι ώστε να μπορέσουμε να ασχοληθούμε απερίσπαστοι με τα κύρια καθήκοντά μας», άρχισε.

Ο Οινοκράτης εξακολούθησε να τον κοιτάζει διερευνητικά.

«Δεν έχω ξεχάσει τα δύο θέματα που σε αφορούν προσωπικά, Οινοκράτη. Δυστυχώς, σχετικά στο θέμα του πατέρα σου, δεν κατάφερα ακόμη να μιλήσω με τον Αριστοτέλη.  Θα το κάνω, όμως, σε μια από τις προσεχείς συναντήσεις μαζί του. 

Όσο αφορά στο θέμα της χειραφέτησής σου, πρέπει να σου πω ότι είχα μια σύντομη κουβέντα με τον ρήτορα Δημάδη, ο οποίος με διαβεβαίωσε ότι ετοίμασε ήδη την πρόταση να σου αποδοθεί από τον Δήμο -τιμής ένεκεν- η ιδιότητα του ¨ισοτελούς μετοίκου¨ με αυξημένα προνόμια. Δεν θα την υποβάλει ο ίδιος, θεωρεί καλύτερο, για λόγους ευνόητους, να υποβληθεί από έναν προσωπικό του φίλο που -κοίτα περίπτωση!- είναι ταυτόχρονα και κολλητός του Δημοσθένη.  Έτσι είναι σίγουρο ότι δεν θα υπάρξουν απρόβλεπτες αντιρρήσεις. Με ρώτησε μάλιστα εάν έχεις υπ’ όψιν κάποιον αθηναίο πολίτη που θα ήθελε να αναλάβει τυπικά την ¨προστασία¨ σου ή, πάλι -εάν έτσι προτιμάς- προσφέρεται ο ίδιος να αναλάβει την εκπροσώπησή σου απέναντι στις αρχές».

 «Θα μπορούσε ίσως να με αναλάβει ο Παλαμήδης. Θα τον ρωτήσω».

«Ρώτησέ τον και απάντησέ μου το συντομότερο».

Ξαφνικά ο Εύελπις θυμάται και κάτι άλλο.

«Α, Οινοκράτη. Θέλω να μου δώσεις ένα χέρι για να ξεμπερδεύουμε και από μία ακόμη υποχρέωση που έχω αναλάβει:

Με ειδοποίησαν πριν λίγο πως η Πυθιονίκη, μια αθηναία εταίρα με την οποία είναι ερωτοχτυπημένος ο Άρπαλος, δέχτηκε να πάει να τον συναντήσει στην Ασία. Έχω δεσμευτεί να την διευκολύνω. Θα μπορούσες να αναλάβεις τα σχετικά;»

«Εννοείται», απαντά πρόθυμα ο Συρακούσιος.

212643

Έτσι, νωρίς σήμερα το πρωί ο Οινοκράτης κατέβηκε στον Πειραιά και κανόνισε το ταξίδι της Πυθιονίκης και της ακόλουθής της προς τη Μίλητο. Τις ειδοποίησε μάλιστα ότι έχουν λίγες μόνο μέρες για να ετοιμαστούν. Φεύγουν στο τέλος του τρέχοντος δεκαήμερου. Φρόντισε επίσης να αποστείλει μηνύματα σχετικά με την διέλευσή τους, στις διοικήσεις των βασικών ενδιάμεσων πόλεων από τη Μίλητο έως την Θεόρατη Βαβυλώνα. Εκεί θα την αναλάβουν άλλοι συνάδελφοι της Υπηρεσίας που θα την συνοδέψουν μέχρι τον Ελιμιώτη, όπου κι αν έχει εγκατασταθεί αυτός.

Ύστερα ο Οινοκράτης επέστρεψε βιαστικά στο Άστυ. Ο Φιλήμονας τον έχει ειδοποιήσει ότι, αν θέλει, μπορεί να παρακολουθήσει την αποψινή συνάντηση των ¨σκύλων¨ στου Κυνοσάργους. Ο συμπατριώτης του, είχε μιλήσει με κάποια μέλη που ασκούν ηγετικό ρόλο στην ομάδα, και αυτοί, αφού το κουβέντιασαν μεταξύ τους,  του απάντησαν πως εντάξει, δεν υπάρχει αντίρρηση,  αφού ο φίλος του μάγειρα-συγγραφέα επιθυμεί να μάθει περισσότερα για όσα δίδαξε ο Αντισθένης  -ο μαθητής αυτός του μεγάλου Σωκράτη και δάσκαλος του αειθαλούς Διογένη- και για το πώς αυτά μπορούν να βοηθήσουν όσους βιώνουν τη σημερινή συγκυρία, ας έρθει. Αυτοί δεν έχουν τίποτα να κρύψουν. Αλλά ούτε και να αποκαλύψουν κάποια τρομερά μυστικά. Αν περιμένει κάτι τέτοιο, θα απογοητευτεί!

*

[1] Παννυχίδα: αρχαία ολονυκτία με θρησκευτικό περιεχόμενο. Η ονομασία έχει διατηρηθεί και στο σημερινό ορθόδοξο χριστιανικό τελετουργικό.

[2] Το 330 πΧ οι γυμνικοί αγώνες των Παναθηναίων, μεταφέρθηκαν από το στάδιο του Δήμου των Εχελιδών (στην περιοχή του Φάληρου), στο Μεγάλο Στάδιο  που διαμορφώθηκε δίπλα στο λόφο του Αρδηττού, τοποθεσία όπου άλλοτε διεξάγονταν μόνον οι ιππικοί αγώνες. (Οι ιππικοί αγώνες μεταφέρθηκαν στο παλιά στάδιο των Εχελιδών).

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , | Leave a Comment »

Κύλικες και Δόρατα. Μέρος Ζ΄, Κεφάλαιο δέκατο: Αποχαιρετισμοί στο Φάληρο

Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 15 Ιανουαρίου, 2018

myth_adis

Κεφάλαιο Δέκατο: Αποχαιρετισμοί στο Φάληρο

 Ήταν για μένα ένα καλό μάθημα. Μιλώ για τη δίκη, την οποία παρακολούθησα ανελλιπώς μαζί με τον πατέρα Ευρύνου, ο οποίος καθισμένος  πλάι μου, με βοήθησε να καλύψω τα κενά που μου είχε δημιουργήσει η απουσία από το Άστυ τα τελευταία τέσσερα χρόνια. Κατάλαβα έτσι καλύτερα ότι δεν πρέπει να υποτιμά κανείς σε καμία περίπτωση την επιμονή των Αθηναίων να εξακολουθήσουν να ασκούν ηγετικό ρόλο στις ελληνικές υποθέσεις, αλλά ούτε και τον Δημοσθένη, την ομάδα του, την επιρροή του και τις ικανότητές πειθούς που κατέχει.

Παρόλα αυτά, θα έλεγα ψέματα εάν ισχυριζόμουν ότι δεν μου δημιούργησε έκπληξη το εύρος της νίκης των Αθηνοκεντρικών σε αυτή την -στην ουσία πολιτική- δικαστική αναμέτρηση.

Άρχισα λοιπόν να καταγράφω τις τελευταίες εξελίξεις και τις υποθέσεις για τις επιπτώσεις που θα μπορούσαν να έχουν αυτές στο προσεχές μέλλον, προκειμένου να ενημερώσω, όσο καλύτερα γίνεται, τον Καλλισθένη. Προτού όμως συντάξω την τελική επιστολή προς τον προϊστάμενό μου, θα έπρεπε απαραίτητα να δω και να ακούσω τις απόψεις του Δάσκαλου Αριστοτέλη. Γι αυτό και ζήτησα να τον συναντήσω και εκείνος μου παράγγειλε πως θα μπορούσα να τον επισκεφτώ αύριο το απόγευμα.

Έτσι, έχω χρόνο να ασχοληθώ με ορισμένα άλλα σημαντικά θέματα. Για παράδειγμα, να δεχτώ τον Αισχίνη, ο οποίος μου έστειλε έναν υπηρέτη του και ζητά να με δει κατεπειγόντως...

Ο Κοθωκίδης ρήτορας κατέφτασε στην πίσω είσοδο της οικίας του Ευρύνου καλυμμένος με έναν ολόσωμο χιτώνα και με την κουκούλα κατεβασμένη ως τα μάτια, παρά το ότι ο ήλιος ήταν ήδη ψηλά και η πρωινή ζέστη αισθητή.

Του είπα να καθίσει και να μου τα πει όλα με την άνεσή του.

Όμως είναι βιαστικός. «Παραδέχομαι ότι είχα άδικο», μου λέει. «Η αισιοδοξία μου για την έκβαση της δίκης ήταν εσφαλμένη. Τώρα είμαι αναγκασμένος να φύγω».

«Είσαι σίγουρος πως αυτή είναι η πιο σωστή απόφαση;»

«Δεν έχω πολλές εναλλακτικές λύσεις. Εάν μείνω, είμαι υποχρεωμένος να πληρώσω το πρόστιμο των χιλίων δραχμών, ενώ παράλληλα η στέρηση ορισμένων πολιτικών δικαιωμάτων που μου επέβαλαν, θα με εμποδίζει να αγορεύω  στην Εκκλησία του Δήμου και στην Ηλιαία».

«Το πρόστιμο δεν πρέπει να σε απασχολεί. Είμαι σίγουρος ότι οι φίλοι σου, και ανάμεσα σε αυτούς και εμείς, θα συνεισφέρουν».

«Όχι. Δεν ήρθα να σε ‘δω επειδή χρειάζομαι οικονομική βοήθεια. Ήρθα βασικά για δύο λόγους. Ο πρώτος είναι για να παραδεχτώ την εσφαλμένη αισιοδοξία μου. Τώρα έχω πειστεί ότι πέρα από τις δικαστικές έριδες, υπάρχουν και άλλοι, προσφορότεροι τρόποι, για να πετύχει κανείς την ειρήνη μεταξύ των Ελλήνων και την πανελλήνια ενότητα. Ο δεύτερος είναι να σε παρακαλέσω να με διευκολύνεις να δω τον Αλέξανδρο. Πρέπει να δω τον Μακεδόνα προσωπικά».

«Έχεις σκοπό να φτάσεις ίσαμε το μέτωπο των συγκρούσεων; Ο Αλέξανδρος βρίσκεται εκεί και μάχεται στην πρώτη γραμμή.  Είναι μακρύτερα από όσο φαίνεται στους χάρτες».

«Μάλλον δεν θα χρειαστεί να φτάσω ως εκεί. Υποθέτω ότι μετά τις πρόσφατες νίκες ο Αλέξανδρος θα επιστρέψει σε μια από τις ελληνικές πόλεις, την οποία θα επιλέξει ως πρωτεύουσα του νέου, μεγάλου, βασιλείου του. Αν  όχι στην Μακεδονία, που πέφτει πλέον κάπως παράμερα, τουλάχιστον στη Μικρά Ασία. Σκοπεύω να κατευθυνθώ προς τα εκεί. Εάν βέβαια χρειαστεί, και εκείνος μου το ζητήσει, μπορώ να φτάσω και ως τη χώρα των Περσών. Μετά λέω να εγκατασταθώ σε ένα από τα μεγάλα νησιά του Αιγαίου, τη Ρόδο ή τη Σάμο, όπου υπάρχει ζωηρό ενδιαφέρον για τη ρητορική τέχνη. Δε θέλω να υποπέσω και πάλι στο σφάλμα της υπερβολικής αισιοδοξίας, αλλά είμαι σίγουρος ότι σύντομα οι εξελίξεις θα επιτρέψουν την επιστροφή μου στην πόλη της Παλλάδας».

«Στο εύχομαι», του λέω. «Ποια πόλη της Μικράς Ασίας έχεις σκοπό να επισκεφτείς αρχικά;»

«Έχω μερικούς καλούς φίλους στην Έφεσο».

«Θα ειδοποιήσω τις αρχές της Εφέσου να σε υποδεχθούν και να σε φιλοξενήσουν για όσο καιρό χρειαστεί».

«Ας είσαι καλά Μεγαρέα…»

Ο Αισχίνης έχει πια ηρεμήσει. Καταλαβαίνω ότι τώρα μου έχει περισσότερη εμπιστοσύνη και πως θέλει να προσθέσει κάτι ακόμη. Τον κοιτάζω ερωτηματικά.

«Κοίτα», μου λέει. «Θα σου πω γιατί θέλω να δω τον Αλέξανδρο. Μέχρι τώρα οι επαφές μου με τους Μακεδόνες έφταναν μέχρι τον αντιβασιλέα Αντίπατρο. Ήταν εκείνος βασικά που επέμενε να τραβήξουμε το σκοινί και να ξεμπερδεύουμε μια και καλή με τον αντιρρησία Δημοσθένη και τους οπαδούς του. Δεν ξέρω όμως εάν και κατά πόσο ο Αντίπατρος ακολουθεί πιστά τις οδηγίες του βασιλιά του, ή αν παίζει δικό του παιχνίδι. Ξέρω πάντως πως δεν τα πάει καλά με την βασιλομήτορα Ολυμπιάδα».

Το ότι ο Αισχίνης έχει επαφές με τον Αντίπατρο δεν είναι κάτι που με εκπλήττει. 

«Πότε φεύγεις;», τον ρωτάω.

Με κοιτάζει, χαμογελάει, και κουνάει το κεφάλι του, κάπως σα να θέλει να στείλει ένα νεύμα αποδοχής στη Μοίρα.

«Φεύγω τώρα αμέσως», μου απαντά. «Μια βάρκα με περιμένει στην ακτή του Φαλήρου, και μια ολκάδα, όπου έχω ήδη φορτώσει ορισμένα πράγματά μου, πρέπει να ξεκίνησε ήδη από τον Πειραιά και θα βρίσκεται σε λίγο στα ανοιχτά της φαληρικής ακτής για να με παραλάβει».

«Θα σε συνοδέψω ως εκεί», του λέω. «Θα πω να δέσουν δυο γερά άλογα σε ένα ανώνυμο κλειστό κάρο. Μου λες περισσότερα για τον Αντίπατρο στο δρόμο».

.

Είναι πάνω κάτω μεσημέρι. Ο ήλιος έχει κρυφτεί πίσω από κάτι απρόσμενα μελανά σύννεφα που ξεμύτισαν από τον Υμηττό. Ένα έντονο αεράκι έχει φουσκώσει τη θάλασσα του Φαλήρου. Δεν αποκλείεται ο Αίολος να μας επιφυλάσσει κανένα ασκό με καλοκαιρινή καταιγίδα. 

Σταματάμε το κάρο κοντά στην ακτή και κατευθυνόμαστε πεζοί προς τον περιτριγυρισμένο από βράχια μικρό όρμο και τη μόνη βάρκα που είναι αραγμένη εκεί.  Δίπλα της διακρίνουμε δύο άνδρες. Ο ένας πρέπει να είναι ο βαρκάρης που θα οδηγήσει τον Αισχίνη ως το πλοίο. Τον άλλο πρέπει να τον κοιτάξω δυο και τρεις φορές μέχρι να βεβαιωθώ ότι δεν κάνω λάθος και ότι είναι όντως αυτός. Τον αναγνωρίζω και  τραβάω ενστικτωδώς την καλύπτρα της κεφαλής του χιτώνα μου προς τα κάτω: Ο Δημοσθένης του Δημοσθένους ο εκ Παιανίας.

Κοιτάζω τον Αισχίνη: έχει χλομιάσει περισσότερο απ’ όσο απαιτεί ο γκρίζος ουρανός εκείνης της στιγμής.

Ο Δημοσθένης μας πλησιάζει χαμογελώντας.

«Ε, ναι φίλτατε συνάδελφε», λέει στον Αισχίνη. «Δε πιστεύω να νόμισες ότι μπορεί να μείνει μυστική η αναχώρησή σου. Η πόλη μας δεν αγαπάει τα μυστικά, αγαπητέ μου».

Ο Κοθωκίδης, παρά τη περιβάλλουσα γκριζάδα, καταφέρνει να αλλάξει διάφορα χρώματα, καθώς ετοιμάζεται να μετατρέψει την έκπληξή του σε ηθελημένο υβρεολόγιο κατά του αιώνιου αντιπάλου του, αλλά καθυστερεί κάπως, και έτσι ο Παιανέας προλαβαίνει να του χαμογελάσει ξανά.

«Μην αγριεύεις. Θα πρόσεξες υποθέτω ότι είμαι μόνος μου, χωρίς συνοδεία και φρουρά, έτσι δεν είναι;»

Ρίχνω μια περιμετρική ματιά. Μακριά διακρίνω μερικούς ψαράδες που παλεύουν με τα δίχτυα τους. Ο Παιανέας έχει δίκιο.   Στο σημείο της ακτής όπου βρισκόμαστε δεν υπάρχουν άλλοι εκτός από εμάς. Χαλαρώνω το σφίξιμο του κοντού σπαθιού μου που -ενστικτωδώς πάντα – έχω αρπάξει κάτω από τον φαρδύ θερινό μου χιτώνα. Η παρουσία του Δημοσθένη εδώ, χωρίς συνοδεία, δεν αποτελεί άμεσο κίνδυνο. Είναι όμως πλέον αυτονόητο πως οι κινήσεις του Αισχίνη ελέγχονται. Ίσως από τη στιγμή της έκδοσης της ετυμηγορίας, ίσως και από πιο μπροστά. Αφήνω το σπαθί και τραβάω πίσω την κουκούλα αποκαλύπτοντας το πρόσωπό μου.

«Εσύ τι θα έκανες στη θέση του  Αισχίνη;», τον ρωτάω.

«Πιθανότατα ακριβώς το ίδιο», μου απαντάει ήρεμα, χωρίς να δείξει έκπληξη για την παρουσία μου εκεί.

Πέφτουν μερικές χοντρές ζεστές στάλες.

Ο Δημοσθένης απευθύνεται σε μένα. «Δεν ξέρω αν θα καταλάβεις Μεγαρέα. Ίσως ναι, αφού έχεις ζήσει για πολύ στην Αθήνα και ίσως έχεις κατανοήσει ότι στην δημοκρατία μας υπάρχει μία ευτυχής ασυνέπεια: Οι δημόσιες συγκρούσεις των ρητόρων στη Βουλή ή στην Ηλιαία, που είναι αναπόφευκτες μια που εκεί καθένας υποστηρίζει διαφορετικές ομάδες και διαφορετικά συμφέροντα, δεν σημαίνουν κατ’ ανάγκην έλλειψη, αν όχι προσωπικής συμπάθειας, τουλάχιστον αμοιβαίου σεβασμού και αλληλοεκτίμησης σε προσωπικό επίπεδο.  Ας μη σε ξεγελούν οι λεκτικές ύβρεις και τα άλλα επιφανειακά φαινόμενα, που συνεπάγεται το ¨πολιτικό δράμα¨ που διαδραματίζεται δημόσια και που, αν όχι τίποτε άλλο, αποτελεί τη γοητεία και το αλάτι της Δημοκρατίας. Εάν υπήρχε όντως βαθύ μίσος και αγεφύρωτη προσωπική έχθρα ανάμεσά μας, θα είχαμε διαλύσει προ πολλού και το πολίτευμα και την Πολιτεία την ίδια».

«Άρα, θα επιτρέψεις την αναχώρηση του Αισχίνη;»

«Όχι, βέβαια. Κανένας δε μπορεί, ούτε πρέπει να εναντιώνεται στις αποφάσεις του Δήμου. Απλώς δεν προτίθεμαι να την εμποδίσω. Άλλωστε αυτή τη στιγμή, επισήμως, δεν βρίσκομαι εδώ. Γι αυτό χαλαρώστε!»

 Ο Δημοσθένης στρέφεται προς τον Αισχίνη. «Ξέρω πως, προς το παρόν τουλάχιστον, αφήνεις τους δικούς σου εδώ. Θέλω να σε διαβεβαιώσω ότι όταν και εάν θελήσεις να τους πάρεις μαζί σου, δεν θα υπάρξουν προβλήματα».

Ο Αισχίνης δεν μιλάει. Είναι φανερό πως η συμπεριφορά του αιώνιου αντιπάλου του τον έχει αποπροσανατολίσει.

«Α ναι, και κάτι άλλο. Έχω εδώ ένα χρηματικό ποσό, που μπορεί να σε βοηθήσει στις πρώτες δυσκολίες».

Ο Κοθωκίδης κουνάει το κεφάλι του αρνητικά και σηκώνει το χέρι για να δείξει ότι, όχι, δε χρειάζεται χρήματα.

«Και κάτι τελευταίο…» προσθέτει ο Δημοσθένης βγάζοντας από το σακίδιό του έναν σφιχτά τυλιγμένο πάπυρο.

«Ξέρεις τι έχω εδώ; Όχι, μην απαντάς, είναι σαφώς ρητορική η ερώτηση! (χαμογελάει). Εδώ είναι γραμμένος ο λόγος μου, ο σχετικός με τη δίκη που μόλις έληξε. Δεν είναι ακριβώς τα όσα με άκουσες να λέω εκεί. Είναι περισσότερο αυτά που θα σου έλεγα σε πιο ήρεμες και ψύχραιμες περιόδους από την σημερινή. Στο δικαστήριο κι εγώ, όπως κι εσύ, είπαμε εν μέρει αυτά που σκεπτόμαστε και, ταυτόχρονα, αυτά που νομίζαμε ότι θέλει να ακούσει το κοινό μας. Εδώ σου έχω μόνον αυτά που σκέπτομαι. Φαντάζομαι ότι δικαιούσαι να τα ξέρεις, γι αυτό στον χαρίζω. Μπορείς να τον διαβάσεις ή να τον πετάξεις στα κύματα.

Μπορείς ακόμη, εάν το θελήσεις, να μου στείλεις κι εσύ τον αντίστοιχο δικό σου λόγο. Κάνε όπως θέλεις.  Ξέρεις, όπως ξέρω κι εγώ, ότι οι αγορεύσεις μας αντιγράφονται και κυκλοφορούν ανάμεσα σε ιστορικούς και ρήτορες και ανθρώπους που ενδιαφέρονται για την Πόλη. Αυτό που δεν ξέρεις, όπως δεν το ξέρω ούτε εγώ, είναι πώς θα καταλήξουν οι λόγοι μας, ύστερα από τις πολλαπλές αντιγραφές, ερμηνείες, σχολιασμούς και προσθήκες που ήδη γίνονται. Ίσως λοιπόν θα πρέπει να αφήσουμε και ίχνη από τους πραγματικά γνήσιους λόγους μας. Αυτούς που ίσως δεν είπαμε ποτέ!»

Ο Αισχίνης αυτή τη φορά δείχνει αληθινά συγκινημένος.

«Αυτό το δώρο θα το δεχτώ με ευχαρίστηση και ευγνωμοσύνη» λέει.

.

Έχω την εντύπωση πως σήμερα μαθαίνω πολλά για την Αθήνα και τους ανθρώπους της.

Βρέχει.

*


 

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , | Leave a Comment »

Για τους φίλους που συμπλέουν στους ωκεανούς του ιστοχώρου (εν όψει του δεκαοκτάρη που επέρχεται)

Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 12 Ιανουαρίου, 2018

images (17)

Ο νέος χρόνος μπήκε για τα καλά (με απρόσμενα πολλούς κρότους και λάμψεις εδώ στη Θεσσαλονίκη) και εύχομαι στους (λίγους και καλούς) τακτικούς επισκέπτες του παρόντος Ιστολογοφόρου να είναι και να αισθάνονται καλά. Το ίδιο (για να μη κάνουμε διακρίσεις) και στους ευκαιριακούς και τους κατά τύχη.

Είναι αλήθεια ότι έχουμε καιρό να μιλήσουμε περί ανέμων και υδάτων, όπως είναι αλήθεια και ότι εδώ και καιρό οι αναρτήσεις μου αφορούν κυρίως αυτόν τον αρχαίο λογογράφο ιστορικό, τον Εύελπι τον Μεγαρέα, (καθώς και τον πολυπράγμονα υπηρέτη του, τον Οινοκράτη) την ζωή των οποίων βάλθηκα να επινοώ και να καταγράφω, εδώ και κάμποσο καιρό.

Όσο και αν αυτοί οι δύο, αλλά και το αρχαίο/ιστορικό περιβάλλον τους, μου κράτησαν ενδιαφέρουσα συντροφιά την τελευταία περίοδο, θαρρώ πως είναι καιρός να κλείσω τους κύκλους τους και να δώσω ένα κάποιο τέλος στις περιπέτειές τους. Μεταξύ μας, ¨ένα κάποιο τέλος¨ είναι πάντοτε πιο αίσιο από μια εγκατάλειψη.  

Με άλλα λόγια, η συγγραφή του ιστορικού μυθιστορήματος (που καθώς γράφεται αναρτάται στο παρόν Ιστολογοφόρο), μπαίνει  στην τελική κατηφόρα, πράγμα που σημαίνει ότι είναι πλέον πιθανότερο να ολοκληρωθεί σύντομα -αν και το σύντομα είναι μια σχετική λέξη – παρά να εγκαταλειφθεί.

Δηλαδή, για να σας τα λέω όλα: όπου να ‘ναι τελειώνει το έβδομο μέρος και δε μένει παρά ένα καταληκτικό όγδοο, για να θεωρήσουμε το πρώτο (πρωτόλειο) γράψιμο λήξαν! Μετά (φυσικά) έχει νέες θεωρήσεις, αναθεωρήσεις, διορθώσεις, κοψίματα, ραψίματα, προσαρμογές ύφους, προσθήκες (μόνο τις απαραίτητες), καθώς και ό, τι άλλο μπορεί να  επινοήσει ένας επίδοξος συγγραφέας προκειμένου να είναι τεκμηριωμένος και σαφής και έτσι να τα έχει καλά με τον επιμελητή που του επιφυλάσσει το μέλλον.

Και για να μη σπεύσετε  να αμφισβητήσετε το περιεχόμενο αυτής της (φιλότιμης) προσπάθειας, αλλά και για να πάρετε μια ιδέα πως φαντάζει (το περιεχόμενο) όλο μαζί, από μακριά, σπεύδω να αναρτήσω τον μέχρι στιγμής σχετικό πίνακα. Ιδού!  

images (77)

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

  1. Ο Εύελπις παρουσιάζει τον εαυτό του στους αναγνώστες και περιγράφει συνοπτικά τις περιβάλλουσες την συγγραφή συνθήκες.
  2. Ο Εύελπις διευκρινίζει τα σχετικά με την οικογένεια, την καταγωγή, και την παιδεία του, κάνοντας νύξεις στις αιώνιες εντάσεις ανάμεσα στους Μεγαρείς και τους Αθηναίους
  3. Ο Εύελπις κάνει μνεία στις φιλικές σχέσεις ανάμεσα στον γεννήτορα Ευρύνου και τον αθηναίο διδάσκαλο Ισοκράτη.
  4. Ο Εύελπις αναφέρεται στις σχέσεις ανάμεσα στον Ισοκράτη και τον Αριστοτέλη τον Σταγειρήτη
  5. Ο Εύελπις κάνει μνεία στα τελευταία γεγονότα πριν την έναρξη της εξόρμησης κατά των Περσών
  6. Ο ενήλικος πλέον  Εύελπις παίρνει αποφάσεις για το μέλλον
  7. Η αναχώρηση

*

ΜΕΡΟΣ Α΄: ΣΟΥΣΑ – ΚΑΘΩΣ ΜΠΑΙΝΕΙ Η ΑΝΟΙΞΗ

(Τρίτο δεκαήμερο του Ανθεστηριώνα, ημέρα Τρίτη από το τέλος του Μήνα. Σούσα).

Κεφάλαιο πρώτο: Εύελπις

Κεφάλαιο δεύτερο: Καλλισθένης ο Ολύνθιος

Κεφάλαιο τρίτο:  Όπου ο Εύελπις εξιστορεί στον Καλλισθένη τη μάχη

της Περσίδας Πύλης.

Κεφάλαιο τέταρτο: Ο Οινοκράτης και ένας στρογγυλός ντόπιος.

Κεφάλαιο πέμπτο: Ο Εύελπις συνεχίζει την αφήγησή του: Η σφαγή

Κεφάλαιο έκτο: Χαχόμα ένα κυλικάκι

Κεφάλαιο έβδομο: Καθώς οι οπλές του αλόγου μου κροτούν ρυθμικά πάνω στις πλάκες του δρόμου…

Κεφάλαιο όγδοο: Το όνειρο του Οινοκράτη

Κεφάλαιο ένατο: Βασιλική οδός. Διαδρομή Περσέπολη – Σούσα. (Η κυρία μου είναι μεγάλη πουτάνα και δε λέει ποτέ ψέματα).

*

ΙΝΤΕΡΜΕΔΙΟ Ι:

Η επιστολή  της Θαΐδος της εξ Αθηνών προς τη Φρύνη των Αθηναίων

*

ΜΕΡΟΣ Β΄: ΕΙΣΒΟΛΗ ΣΤΟ ΘΗΣΑΥΡΟΦΥΛΑΚΙΟ  

Κεφάλαιο πρώτο: Βράδυ. Όπου ο Εύελπις κρατάει σημειώσεις για όσα συνέβησαν σήμερα, προκειμένου να έχει υλικό όταν θα αποφασίσει ότι έφτασε ο καιρός να συνθέσει το ιστορικό του σύγγραμμα.

Κεφάλαιο δεύτερο: Η αιρετική Χαχόμα

Κεφάλαιο τρίτο: Οι σημειώσεις του Εύελπι (συνέχεια). Οι νόμοι του αρχαίου Βασιλιά

Κεφάλαιο τέταρτο: Το Πουλχερίδιον προ των πυλών

Κεφάλαιο πέμπτο: Τα μάρμαρα, η  εισβολή

Κεφάλαιο έκτο: Όπου, ενώ μια ακόμη άμαξα φτάνει στα Σούσα, ο Άρπαλος συλλογιέται…

Κεφάλαιο έβδομο: Όπου η αιρετική αυτοσχέδια χαχόμα επιδρά κάπως διαφορετικά από τη γνήσια.

Κεφάλαιο όγδοο: Όπου οι επικεφαλής της ελληνικής διοίκησης συσκέπτονται

Κεφάλαιο ένατο: Αργά τη νύχτα της δεύτερης μέρας.

*

ΙΝΤΕΡΜΕΔΙΟ ΙΙ:  Επιστολές

Επιστολή Ι: Από Θαίδα προς Εύελπι

Επιστολή ΙΙ: Από τον Ευμένη τον Καρδιανό προς τον Καλλισθένη τον Ολύνθιο

*

ΜΕΡΟΣ Γ΄: ΕΡΕΥΝΕΣ 

Κεφάλαιο πρώτο: Όπου ο Εύελπις επισκέπτεται τον τραυματισμένο Καλλισθένη

Κεφάλαιο δεύτερο: Όπου το Πουλχερίδιον και οι συνοδοί του αναζητούν τον Παλαμήδη τον Αθηναίο

Κεφάλαιο τρίτο: Στο ναό του Μαρδούκ, στα Σούσα

Κεφάλαιο τέταρτο: Όπου ο Εύελπις συναντά την Συσίγαμβρη

Κεφάλαιο πέμπτο: Κεντρική αγορά των Σούσων. Πλατεία των Παιγνίων.

Όπου ο Παλαμήδης εκμυστηρεύεται τις ανησυχίες του.

Κεφάλαιο  έκτο: Ανακτορικός ναός του Αχούρα Μάσδα.

Όπου ο Εύελπις συναντά τον Πέρση αρχιερέα Αζάρη.

Κεφάλαιο έβδομο: Πίσω στην πλατεία των παιγνίων, όπου ο Ευρυμέδοντας αποχαιρετά τον Παλαμήδη, (…ενώ δύο -αχτύπητοι- αυτοσχέδιοι ανιχνευτές παρακολουθούν τον Άρπαλο).

Κεφάλαιο όγδοο:  Ακρόπολη των Σούσων. Όπου ο σατράπης της Σουσιανής κάνει διαφωτιστικές εκμυστηρεύσεις

Κεφάλαιο ένατο: Οι συνωμότες συσκέπτονται

Κεφάλαιο δέκατο: Ακρόπολη των Σούσων. Όπου ο Εύελπις επιστρέφει στο θησαυροφυλάκιο

Κεφάλαιο ενδέκατο: Όπου το δίδυμο των ερασιτεχνών ανιχνευτών καταλήγει στο υποχθόνιο τμήμα των Σούσων

Κεφάλαιο δωδέκατο: Όπου η ημέρα τελειώνει, ο Εύελπις επιστρέφει στο κατάλυμά του και ο Οινοκράτης ταξιδεύει στο βασίλειο της Λήθης

*

ΙΝΤΕΡΜΕΔΙΟ ΙΙΙ: Η επιστολή προς τη Θαΐδα

(Ενδεχομένως τα ποιήματα για τη Θαίδα -Καβαλιέρος, Μοσχοβάκος)

*

ΜΕΡΟΣ Δ: ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΤΗΝ ΠΕΡΣΕΠΟΛΗ – Όπου στην παρούσα μυθιστορία πρωτοεμφανίζεται (για λίγο) ο Αλέξανδρος και επανεμφανίζονται ο Άρπαλος και η Θαίδα  

Κεφάλαιο πρώτο: Λίγες μέρες μετά… 

Κεφάλαιο δεύτερο. Ο Οινοκράτης προάγεται.

Κεφάλαιο τρίτο: Ενέδρα στην Βασιλική Οδό

Κεφάλαιο τέταρτο: Ω Χαχόμα! (δοκιμές παρασκευής)

Κεφάλαιο πέμπτο: Συναπαντήματα. (Στη μέση περίπου της απόστασης Σούσα – Περσέπολη, απομεσήμερο).

Κεφάλαιο έκτο: Όπου ο Οινοκράτης προσπαθεί να ανασυγκροτήσει την ιστορία της ζωής του

Κεφάλαιο έβδομο: Όπου ο Εύελπις και ο Άρπαλος τα πίνουν μαζί

Κεφάλαιο όγδοο: Ο Οινοκράτης και η μυητική τελετή

Κεφάλαιο ένατο: Όπου ο Εύελπις επιστρέφει στην Περσέπολη

Κεφάλαιο δέκατο: Θαίδα Ι

Κεφάλαιο ενδέκατο: Ο Βασιλιάς Αλέξανδρος

Κεφάλαιο δωδέκατο: Θαΐδα ΙΙ

Κεφάλαιο δέκατο τρίτο:  Λίγο νωρίτερα, το μεσημέρι της ίδιας μέρας, στο κέντρο της Περσέπολης…

Kεφάλαιο δέκατο τέταρτο: Η ερωτική εξομολόγηση του Εύελπι

Kεφάλαιο δέκατο πέμπτο: Εύελπις, η τελευταία μέρα στην Περσέπολη

*

ΙΝΤΕΡΜΕΔΙΟ IV: Η Επιστολή του Ευμένη του Καρδιανού προς τον Καλλισθένη τον Ολύνθιο

*

ΜΕΡΟΣ Ε΄: ΤΑΞΙΔΕΥΟΝΤΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ – ΤΥΡΟΣ. 

Κεφάλαιο πρώτο: Προετοιμασία για αναχώρηση

Κεφάλαιο δεύτερο:  Ο Οινοκράτης και το ταξίδι

Κεφάλαιο τρίτο: Καθ’ οδόν…

Κεφάλαιο τέταρτο: Στο λιμάνι της Τύρου

Κεφάλαιο πέμπτο: Όπου ο Παλαμήδης αφηγείται τις περιπέτειές του

Κεφάλαιο έκτο: Λίγο παρακάτω…

Κεφάλαιο έβδομο: Και να που ο Οινοκράτης γράφει κι αυτός

Κεφάλαιο όγδοο: Επιστροφή (Οι προβληματισμοί του Εύελπι…)

Κεφάλαιο ένατο: Στο βάθος Αθήναι!

*

ΙΝΤΕΡΜΕΔΙΟ ΠΕΜΠΤΟ: 

Η Αθήνα του φαίνεσθαι (από έγκυρες πρωτογενείς πηγές)

*

ΜΕΡΟΣ ΣΤ΄: ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΤΥΡΑΝΝΟΚΤΟΝΟΥΣ 

Κεφάλαιο πρώτο: Στη Ζέα

Κεφάλαιο δεύτερο: Οινοκράτης προς Πουλχερίδιον (και η κυρά Φρύνη απορεί…)

Κεφάλαιο τρίτο: Οι πρώτες επαφές

Κεφάλαιο τέταρτο: Κατοπινές σκέψεις (χρόνια μετά)

Κεφάλαιο πέμπτο: Τελετή (με εκπλήξεις) στο Λεωκόριο

Κεφάλαιο έκτο: Δέκα μέρες πριν, στο δήμο της Διομείας (Συγκέντρωση στου Κυνοσάργους)

Κεφάλαιο έβδομο: Τελετή με εκπλήξεις ΙΙ

Κεφάλαιο όγδοο: Τελετή με εκπλήξεις ΙΙΙ

Κεφάλαιο ένατο: Η επίσκεψη του Δημάδη

Κεφάλαιο δέκατο: Όπου ο Οινοκράτης θέλει να δει τον Δάσκαλο

Κεφάλαιο ενδέκατο: Κουβεντιάζοντας με τον Αριστοτέλη

*

ΙΝΤΕΡΜΕΔΙΟ VI: Μια επιστολή ταξιδεύει από τα Εκβάτανα προς την Αθήνα

*

ΜΕΡΟΣ Ζ΄: Η ΔΙΚΗ  [Έως το 10ο κεφάλαιο]

Κεφάλαιο πρώτο: Όπου ο Εύελπις επισκέπτεται την Ωραία των Αθηνών

Κεφάλαιο δεύτερο: όπου ο Οινοκράτης εξομολογείται

Κεφάλαιο τρίτο: Επίσκεψη στην Πυθιονίκη

Κεφάλαιο τέταρτο: Εμείς οι περιπατητικοί…

Κεφάλαιο πέμπτο:  Συνάντηση με τον Αισχίνη.

Κεφάλαιο έκτο: Περιμένοντας τους δικαστές

Κεφάλαιο  έβδομο: Σήμερα δικάζουμε! (Ι) – Στο βήμα ο Αισχίνης

Κεφάλαιο όγδοο: Σήμερα δικάζουμε! (ΙΙ) – Στο βήμα ο Δημοσθένης

Κεφάλαιο ένατο: Περιμένοντας την ετυμηγορία

Κεφάλαιο δέκατο: Αποχαιρετισμοί στο Φάληρο (είναι έτοιμο και θα αναρτηθεί οσονούπω).

…………

Απομένει να γραφτούν: Ένα δύο κεφάλαια ακόμη στο Ζ΄μέρος, το έβδομο Ιντερμέδιο, το όγδοο Μέρος , ένα Επιμύθιο και τα Προλεγόμενα (που τοποθετούνται στην αρχή, αλλά γράφονται τελευταία)

images (3)

 

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , | Leave a Comment »

Ιστορικό μυθιστόρημα υπό εκπόνηση. Μέρος Ζ΄, κεφάλαιο ένατο: Ποιος κέρδισε;

Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 29 Δεκεμβρίου, 2017

Κύλικες και δόρατα. Μέρος Ζ.

Κεφάλαιο ένατο: Περιμένοντας την ετυμηγορία

300px-cottabos_player_louvre_ca1585

«Μα τον Βάκχο τον ονειροθήρα, στον οποίο και αφιερώνω την παρούσα σπονδή, αν θέλετε να εκφράσετε κρίσεις και αξιολογήσεις για τη δίκη, κάντε το τουλάχιστον με τον σωστό τρόπο», λέει ο Οινοκράτης στον Φιλήμονα και τον Χοντρόη με τους οποίους τα κουτσοπίνει τώρα σε μέρος συμπαθητικό και φιλόξενο -την πίσω αυλή της έπαυλης του Ευρύνου. Εκεί έχουν εγκατασταθεί κάτω από μια μουριά, περιμένοντας την λήξη της ψηφοφορίας και την έκδοση του αποτελέσματος της διένεξης.

«Ή μάλλον ας το κάνουμε και οι τρεις», συνεχίζει, «λέω να πάρω μέρος κι εγώ στο παιχνίδι. Ας πούμε λοιπόν ότι είμαστε μια τριμελής επιτροπή επιφορτισμένη να παρακολουθήσει τη δίκη -πράγμα που όντως κάναμε- και να αξιολογήσει τους πρωταγωνιστές. Ας εκδώσουμε λοιπόν την απόφασή μας. Μετά βλέπουμε τι θα πουν οι επίσημοι δικαστές και διαπιστώνουμε αν πέσαμε μέσα ή, αντίθετα, είμαστε έξω από το σημερινό αίσθημα περί δικαίου των Αθηναίων».

Οι άλλοι σιωπούν καταπίνοντας  τον κεκραμένο που τους έχει στείλει η καλόβολη κυρά Άνθεμη με μια θεραπαινίδα. Ο Οινοκράτης θεωρεί τη σιωπή τους συναίνεση. Και συνεχίζει: «Α, ίσως πρέπει πρώτα να σας πω τι λέει ο νεαρός Εύελπις, ο οποίος όχι μόνο έχει σπουδάσει ρητορική δίπλα στον μακαρίτη τον Ισοκράτη, αλλά  και γνωρίζει επίσης την άποψη του δάσκαλου Αριστοτέλη περί ρητορικής. Λέει λοιπόν, πως για να εκφράσει κανείς άποψη για κάποιον ρήτορα, θα πρέπει να λάβει υπ’ όψιν πέντε τουλάχιστον στοιχεία.

Νομίζω ότι τα θυμάμαι και τα πέντε. Πρώτο: ο ικανός ρήτορας πρέπει να  μπορεί να βρει και να χρησιμοποιήσει τα κατάλληλα για την περίσταση επιχειρήματα. Δεύτερο: να είναι σε θέση να ιεραρχήσει τα επιχειρήματα αυτά και να τα τοποθετήσει σωστά  μέσα στην αγόρευσή του. Τρίτο: να γνωρίζει και να κάνει χρήση των κατάλληλων λέξεων, γιατί όλη η ρητορική βασίζεται στις λέξεις. Τέταρτο: να διαθέτει ισχυρή μνήμη για να τα θυμάται όλα αυτά: τα επιχειρήματα, τις λέξεις και θέση τους στο λόγο. Και πέμπτο: να έχει το ταλέντο ενός καλού ηθοποιού, ώστε να μπορεί να εξασφαλίζει το ενδιαφέρον και την προσοχή ενός μεγάλου και κατά κανόνα δύσκολου κοινού».

ΘΥΣΙΕΣ

«Ας αρχίσουμε από τις λέξεις, το τρίτο σημείο», προτείνει ο Φιλήμονας

«Α, ναι; Εντάξει. Ό, τι πεις.  Εσύ λοιπόν Φιλήμονα, που ασχολείσαι με τις λέξεις, και ως συγγραφέας για το θέατρο τις βάζεις στο στόμα των ανθρώπων, τι έχεις να πεις;»

«Ουκ ηλέησαν αυτών αμφότεροι, εγώ λέγω» παρεμβαίνει ο γλωσσικώς ανήλεος Χοντρόης.

«Έχει δίκιο ο δικός σου», συμφωνεί ο συγγραφέας-προσωρινώς μάγειρας στο Πρυτανείο. «Ούτε ο ένας ούτε ο άλλος λυπήθηκαν τις λέξεις! Τις χρησιμοποίησαν ανηλεώς!». Σηκώνει τα φρύδια και παίρνει μια έκφραση ανάμεσα σε έκπληξη και θαυμασμό: «…. Βρε παιδί μου, συγγράφω από μικρός και ισχυρίζομαι ότι γνωρίζω καλά τη γλώσσα των  Ελλήνων∙ και όχι μόνο την δωρική, που είναι η διάλεκτος της πατρίδας μου, αλλά και την ιωνική, την οποία μελετώ με επιμέλεια τα τελευταία χρόνια που κατοικώ στην Αττική -αν και εδώ την μιλάνε με κάποιες ιδιορρυθμίες. Παρά ταύτα πρέπει να ομολογήσω ότι στους χαρακτηρισμούς (σκωπτικούς; υβριστικούς;) δυσκολεύομαι να τα πιάσω όλα. Προφανώς υστερώ.  Ακούστε ένα δείγμα από τις λέξεις που έχω καταγράψει στις σημειώσεις μου. Εδώ πρόκειται για την αγόρευση του Αισχίνη, αλλά έχω σημειώσεις και από εκείνη του Δημοσθένη:

Αποκάλεσε λοιπόν ο Αισχίνης τον Παιανέα: αλιτήριο, κακούργο, σοφιστή, μάγο και γόη, βάσκανο ήτοι γρουσούζη, γλωσσοπλάστη, ακόμη και σοφό βάταλο… Κι εδώ αρχίζω να μπερδεύομαι γιατί, εντάξει, έτσι λέμε αυτόν που ψευδίζει μπερδεύοντας το ρο με το λάμδα, αλλά ας μη ξεχνάμε ότι βάταλος εκτός από ψευδός σημαίνει και πρωκτός. Επομένως ιδού, λέω εγώ,  μια ωραία αμφίσημη λέξη για την κωμωδία που προτίθεμαι να συγγράψω…» (γελάει).

«Το νου του έχει πάντοτε στο θέατρο, ο αδιόρθωτος!» σχολιάζει ο Οινοκράτης απευθυνόμενος στον Χοντρόη.

«Κίναιδόν τε επί ίσης αποποκαλεί ούτον», προσθέτει ο κυκλικός Πέρσης.

«Σώπα, έχει κι άλλα!» συνεχίζει ο Φιλήμονας απτόητος. «Τον λέει ¨κέκροπα¨, και δεν νομίζω ότι θέλει να κάνει αναφορά στον βασιλιά που θεμελίωσε την παλιά Αθήνα – που μάλιστα την έλεγαν κάποτε Κεκροπία (εκτός κι αν του καταλογίζει ότι ήταν αυτός, ο Κέκρωψ, ο πρώτος που υποχρέωσε τους Αθηναίους να παντρεύονται, ώστε να ξέρουν με κάποιες πιθανότητες επιτυχίας ποιανού είναι τα παιδιά τους)∙ αλλά μάλλον δεν εννοεί τον βασιλιά, αλλά το τέρας -μισό άνθρωπος και μισό φίδι- που γέννησε κάποτε η Γαία. Τον αποκαλεί επίσης Παιπάλημα, θα έλεγα ¨σκόνη¨ με την έννοια του τετριμμένου, αν και είναι πιθανότερο να εννοεί τον πανούργο, ή τον εσκεμμένα θολό και συγκεχυμένο, όσο το νέφος που προκαλεί η σκόνη του αλευριού.  Τον λέει παλίμβολο, σαν να λέμε εκείνος που έχοντας ασταθή βούληση πάει ¨όπου φυσάει ο άνεμος¨. Τον αποκαλεί φτιαγμένο μόνο από γλώσσα και καθόλου από ουσία. Και άλλα πολλά…»

«Άρα πώς θα χαρακτήριζες τον Αισχίνη, όσο αφορά στη γνώση και τη χρήση του λεξιλόγιου;»

«Γενική εντύπωση; Λεξιλόγιο ευρύτατο! Λίαν καλός!».

«Εσύ Χοντρόη θέλεις να βαθμολογήσεις; Τι βαθμό θα του έδινες του Αισχίνη; Μη ντρέπεσαι, αρκετοί από τους δικαστές μιλάνε τα αθηναϊκά με (λίγο-πολύ) την ίδια ευχέρεια με εσένα!»

«Υποποθετικώς και πεπαιγνιοειδώς δύναμαι αποδίδειν αυτώ επίδοσιν αρίστην», αναδιπλασιάζει ο Ασιάτης.

«Κι εγώ μαζί σου», συμφωνεί και ο Οινοκράτης. «Έχουμε και λέμε: Δύο άριστα και ένα λίαν καλώς. Ας περάσουμε τώρα στον Δημοσθένη. Φιλήμονα, τι έχεις σημειώσει για το λεξιλόγιό του; Πώς τον αποκαλεί τον Αισχίνη;»

assets_large_t_420_54035522

«Εννοείς εκτός από συκοφάντη, προδότη, μίσθαρνο του Φίλιππου πρώτα και του  Αλέξανδρου ύστερα;»

«Έλα τώρα, θύμισέ  μας όσα είπε∙ πέρα από τα αναμενόμενα».

«Σύμφωνοι. Ο Παιανέας αποκάλεσε τον Κοθωκίδη κατάρατο, κατάπτυστο, αρουραίο, μισόπολι, αλλά και γραμματοκύφωνα, κάνοντας έτσι υπαινιγμό στην εποχή που ο Αισχίνης βοηθούσε τον πατέρα του στο διδασκαλείο, όπου ως γνωστόν χρησιμοποιείται ένα είδος κύφωνα[1] για τον σωφρονισμό των άτακτων μαθητών. Και το πιο δηλητηριώδες: Κάνοντας νύξη στην περίοδο που ο Αισχίνης είχε δοκιμάσει να ασκήσει την υποκριτική τέχνη, τον χαρακτήρισε  τριταγωνιστή και αυτοτραγικό πίθηκο».

«Ε, ναι! Αυτό πρέπει να πόνεσε!».

«Σίγουρα. Κατά τα άλλα χρησιμοποίησε κάπως λιγότερα επίθετα απ’ τον αντίπαλό του, ίσως γιατί θεώρησε ότι δεν του χρειάζονται, και ότι τα επιχειρήματά του είναι αρκετά ισχυρά για να εξουδετερώσουν τις κατηγορίες του Αισχίνη».

«Ας τον βαθμολογήσουμε για τις λέξεις και ας περάσουμε μετά στα επιχειρήματα. Εγώ θα έλεγα ότι ήταν ¨καλός¨».

«Έλα τώρα Τσίτσους. Πρόκειται για τον Δημοσθένη. Αν όχι άριστα, ένα ¨λίαν καλώς¨ δε μπορείς να του το αρνηθείς. Εγώ του το δίνω χωρίς επιφυλάξεις».

«Εσύ Χοντρόη;»

«¨Καλός συν λίαν¨, έχει καλώς;»

«Κάλλιστα! Επομένως στις ¨λέξεις¨ προηγείται ο Αισχίνης. Εντάξει; Πάμε τώρα στην επιχειρηματολογία. Ας εξετάσουμε μαζί ουσία και θέση στην αγόρευση. Έχεις να πεις κάτι Φιλήμονα;»

«Έχω. Κοιτάξτε ω φίλτατοι. Τα δύο πρώτα επιχειρήματα του Αισχύνη, εκείνα που αφορούν στην τυπική μη-νομιμότητα των ενεργειών του Κτησιφώντα, ήταν θεμιτά και έκανε καλά που εν τέλει τα τοποθέτησε στην αρχή της ομιλίας του. Η ανάγνωση των σχετικών νόμων από τον γραμματέα του δικαστηρίου επιβεβαίωσε την ύπαρξη απαγόρευσης για την βράβευση ή και τον δημόσιο έπαινο, όσων εκ των αρχόντων δεν έχουν ακόμη ολοκληρώσει τη θητεία τους και δεν έχουν επισήμως απολογηθεί για αυτήν. Ακούσαμε επίσης τον νόμο που απαγορεύει η απονομή τιμών στους Αθηναίους πολίτες να γίνεται στο θέατρο. Αυτά τα εξήγησε και προφορικά με επάρκεια. Αντίθετα η επιχειρηματολογία με την οποία  προσπάθησε να αποφύγει την παρουσία του Δημοσθένη στη δίκη, μου φάνηκε ανεπαρκής. Πώς θα γινόταν να μη παραστεί  ο Δημοσθένης στην εκδίκαση, όταν είναι πασιφανώς αυτός και  όχι ο Κτησιφώντας ο κύριος στόχος της γραφής που έχει κατατεθεί από τον Αισχίνη;  

Επίσης νομίζω ότι κακώς ο Αισχίνης τα έβαλε με την δήθεν κακή τύχη του Δημοσθένη. Του έδωσε έτσι περισσότερα επιχειρήματα για να αμυνθεί.

Από την άλλη πλευρά ο Δημοσθένης τοποθέτησε τα πιο ισχυρά του επιχειρήματα – δηλαδή βασικά το πόσο φιλόπατρις είναι- στην αρχή και στο τέλος της ομιλίας του, ενώ τα σημεία τα σχετικά με την τήρηση των ισχυόντων νόμων (στα οποία ήξερε ότι μειονεκτούσε), τα ανέφερε παρεμπιπτόντως κάπου στη μέση».

-15-728

«Αυτά; Ή έχεις να προσθέσεις και κάτι άλλο;»

«Ναι. Όσο αν και οι δύο στάθηκαν περισσότερο στο παρελθόν από όσο θα έπρεπε, νομίζω ότι στη συνολική αντιπαράθεση επιχειρημάτων μου φάνηκε πως κερδίζει ο Παιανέας, αν και τελικά ούτε αυτός κατάφερε να μείνει στα θέματα γενικού ενδιαφέροντος και δημόσιου συμφέροντος και να μην εμπλακεί σε επιθέσεις προσωπικού χαρακτήρα».

«Εσύ Χοντρόη τι λες;»

«Δέον καταδικάζειν αμφοτέρους λέγω, ένεκα της υπ’ αυτών εκουσίας κοινοποιήσεως τοις πάσι, θεμάτων άτινα οποπουδήποτε δει αποποτελείν αποπορήτους θέσεις του κράτους!»

«Αυτή είναι μια άποψη μάλλον περσικής νοοτροπίας. Πιθανόν να την υιοθετούν και οι Λάκωνες, που είναι λίγο κρυψίνοες, ας το παραδεχτούμε. Αλλά, καλώς ή κακώς, δεν ισχύει εδώ στην Αθήνα», παρατηρεί ο Οινοκράτης. «Εδώ λέγονται όλα, γιατί εδώ όλοι πρέπει να ξέρουν τι γίνεται, αφού βαραίνει η άποψη όλων και όλοι πρέπει να συναποφασίζουν».

Έπειτα στρέφεται προς τον συμπατριώτη του. «Ε, ναι ρε Φιλήμονα, μπορεί να ήταν ο Κοθωκίδης που έβαλε πρώτος τις μανάδες στη διένεξη, λέγοντας πως η μητέρα του Δημοσθένη κατάγεται από τη Σκυθία και ότι αυτό δημιουργεί κάποια κωλύματα στον αντίπαλό του, (εντάξει, τον είπε ανοιχτά Σκύθη!), αλλά εκείνος που το παράκανε με τις αναφορές στη μάνα του Αισχύνη ήταν ο Δημοσθένης. Και τι δεν είπε! Και ότι την φωνάζανε κάποτε Έμπουσα[2] θυμήθηκε, και σε εξωτικές ιεροτελεστίες αναφέρθηκε, ως και εταίρα υπαινίχθηκε ότι ήταν. Και όλα αυτά εδώ, στην καρδιά της Ελλάδας, όπου λίγα πράγματα είναι ιερά όσο η ιδέα της μάνας!»

«Δεν θυμάμαι αν το είπε ακριβώς έτσι, αλλά ναι, έχεις δίκιο, εκτοξεύτηκαν εκατέρωθεν βαριές λεκτικές κατηγορίες», παραδέχεται ο Φιλήμονας.

«Εντάξει, ας τους θεωρήσουμε πάνω κάτω ισόπαλους  στους τομείς των επιχειρημάτων -αποτελεσματικότητα και τοποθέτηση στην ροή του λόγου. Τι μας μένει; Α, ναι: Μνήμη και Ηθοποιία».

«Εάν ως μνήμη θεωρήσουμε την ικανότητα των ρητόρων να θυμούνται καλά μόνον ό, τι τους συμφέρει και να ξεχνούν επιμελώς ό, τι συμφέρει τον αντίπαλο, νομίζω ότι και εδώ τα πήγαν αρκετά καλά αμφότεροι. Έτσι δεν είναι;»

«Έτσι! Και τα καταφέρνουν χάρη στην ικανότητά τους να υποκρίνονται. Την ηθοποιία τους!»

«Η οποία, παρά το διαφορετικό ύφος που υιοθετούν, είναι πασιφανής και στους δύο».

«Τους βγάλαμε λοιπόν σχεδόν ισόπαλους;»

«Μάλλον».

«Αλλά εγώ εξακολουθώ να νομίζω ότι υπερέχει κάπως ο Αισχίνης», επιμένει ο Οινοκράτης.

«Γιατί; Επειδή όντως οι νόμοι απαγορεύουν τους άκαιρους επαίνους;»

«Όχι. Γιατί στην Ασία νικάει ο Αλέξανδρος. Και γιατί ο Αλέξανδρος σέβεται την Αθήνα».

«Και νομίζεις πως οι Αθηναίοι το εκτιμούν αυτό;»

«Θες να σου πω την αλήθεια βρε Φιλήμονα; Δεν ξέρω. Πάντως το αποτέλεσμα της δίκης θα δείξει…».Teatro_griego

Αυτά λέγανε κουτσοπίνοντας τον κεκραμένο οίνο, όταν στην πίσω αυλή κατέφτασε λαχανιασμένος ένας υπηρέτης.

«Οινοκράτη σε θέλει ο κύριος Εύελπις. Θα τον βρεις στο γραφείο, όπου μόλις έφτασε».

«Έρχομαι. Αλλά για πες μου, είπε τίποτα για την ετυμηγορία των δικαστών».

«Ναι. Αν κατάλαβα καλά νίκησε ο Δημοσθένης. Με μεγάλη διαφορά ψήφων. Ο Αισχίνης θα πρέπει να πληρώσει πρόστιμο για ανυπόστατη κατηγορία».

Ο Οινοκράτης στέκεται για μια στιγμή ακίνητος και ξεροκαταπίνει.

«Ωχ» λέει. Και μετά: «Φαίνεται ότι θα έχουμε πολλή δουλειά τις επόμενες μέρες».

Ύστερα κάνει ένα νεύμα αποχαιρετισμού στους φίλους του και εξαφανίζεται στα εσωτερικά δώματα του μεγάρου.

 

…………………

[1]  Κύφων: ξύλινη  συσκευή που ακινητοποιούσε  το κεφάλι ή άλλα μέρη του σώματος και χρησιμοποιούταν στην τιμωρία καταδίκων  και δούλων. Μια πιο ανώδυνη παραλλαγή του χρησιμοποιούταν και για την τιμωρία των απείθαρχων μαθητών. Σύμφωνα με άλλους μελετητές το ¨γραμματοκύφων¨ ειπώθηκε με την υποτιμητική έννοια του ¨καλαμαρά¨.

[2] Έμπουσα: ενδεχομένως από το ρήμα εμπάζομαι (γραπώνω, προσκολλώμαι, ενδιαφέρομαι). Η Έμπουσα σύμφωνα με αυτή την εκδοχή πιθανώς ήταν ένα νυχτερινό φάντασμα που τρόμαζε τα μικρά παιδιά.

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , | Leave a Comment »

Ιστορικό μυθιστόρημα υπό εκπόνηση. Μέρος Ζ΄, κεφάλαιο όγδοο: Σήμερα δικάζουμε (ΙΙ)

Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 22 Δεκεμβρίου, 2017

9219588129_d8da90ff9a_b

Κύλικες και δόρατα. Μέρος Ζ.

Κεφάλαιο όγδοο: Σήμερα δικάζουμε! (ΙΙ) – Ο Δημοσθένης στο βήμα

Στο βήμα βρίσκεται τώρα ο Δημοσθένης του Δημοσθένους ο εγγεγραμμένος στα μητρώα του Δήμου των Παιαναίων. Δείχνει ήρεμος. Φοράει έναν φαρδύ χιτώνα που του προσδίδει  επιβλητικότητα και, καθώς μιλάει, κινεί τα χέρια του. Όχι πολύ, μόνον όσο χρειάζεται για να υπογραμμίσει με περισσότερη έμφαση ορισμένους συλλογισμούς.

«Αρχίζω από τους θεούς κύριοι Δικαστές», λέει με ψύχραιμη, αλλά δυνατή φωνή. «Εύχομαι στο όνομά τους, όση αγάπη κι αφοσίωση έδειξα ανέκαθεν για την Πόλη μας, δηλαδή για όλους εσάς,  τόση ευμένεια και καλή πίστη να δείξετε κι εσείς απέναντί μου σε αυτήν εδώ τη δίκη. Και παρακαλώ τους θεούς να μην επιτρέψουν κακοδικίες και έτσι να προστατέψουν τη δικαστική σας υπόληψη.

Θα γίνω πιο συγκεκριμένος: τους ζητώ να σας αποτρέψουν από το να υιοθετήσετε το αίτημα του αντίδικου και να μου επιβάλετε τον τρόπο με τον οποίο θα απολογηθώ. 

Εκείνο που, κατά τη γνώμη μου  πρέπει να κάνετε είναι απλό: να εφαρμόσετε αυτά που προβλέπει ο νόμος. Με άλλα λόγια, να θυμηθείτε τον όρκο που πήρατε ως δικαστές∙ δηλαδή να ακούτε και τους δύο διάδικους με τον ίδια διάθεση και να μην καταδικάζετε κανένα χωρίς να του δώσετε την ευκαιρία να απολογηθεί. Αυτό σημαίνει ότι ο καθένας απ’ τους δικαζόμενους πρέπει να μπορεί να εκθέσει τα επιχειρήματά του με τον τρόπο και τη σειρά που ο ίδιος θεωρεί προσφορότερη».

Ο Δημοσθένης παίρνει μια βαθιά ανάσα και το ύφος του γίνεται ακόμα πιο ήπιο.

«Θα είμαι ειλικρινής κύριοι δικαστές και θα παραδεχτώ ότι απέναντι στον Αισχίνη βρίσκομαι σε μειονεκτική θέση!»

Μικρή παύση. Ο ρήτορας περιστρέφει το βλέμμα  ανάμεσα στους δικαστές προσπαθώντας να ανιχνεύσει την εντύπωση που έκανε αυτή η ¨ομολογία¨ του. Μετά συνεχίζει.

«Γιατί; Πρώτον, γιατί έχω περισσότερα να χάσω από εκείνον σ’ αυτήν τη δίκη. Εγώ διακινδυνεύω να χάσω την εύνοιά σας, που πάει να πει την εύνοια της πόλης στην οποία αφιέρωσα τη ζωή μου, εκείνος απλώς να μην κερδίσει μία δίκη∙ δεν νομίζω ότι είναι το ίδιο πράγμα!

Εγώ κινδυνεύω αγαπητοί συμπολίτες… αλλά όχι, δε θα το εκστομίσω, δε θέλω να ξεκινήσω το λόγο μου κακομελετώντας. Θα πω μόνο ότι εκείνος πλεονεκτεί, γιατί ως κατήγορος δεν διατρέχει κινδύνους».

images (19)

Ο Χοντρόης κοιτάζει ερωτηματικά τον Οινοκράτη.

«Όχι, δεν είναι έτσι», λέει εκείνος. «Απ’ ό, τι ξέρω, σύμφωνα με τα όσα ισχύουν τον τελευταίο καιρό στην Αττική, σε περίπτωση που οι καταγγελίες αποδειχθούν αβάσιμες, ο καταγγέλλων κινδυνεύει να υποστεί κυρώσεις, καμιά φορά μάλιστα, τσουχτερές. Αλλιώς, έτσι φιλόδικοι που είναι οι Αθηναίοι, δε θα κάνανε άλλη δουλειά απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ, από το να δικάζουνε τις μηνύσεις που εκτοξεύονται πανταχόθεν».

«Εάν η ¨γραφή¨ του δεν υπερψηφιστεί τουλάχιστον από το ένα πέμπτο των δικαστών», παρεμβαίνει ο Φιλήμονας, «ο Αισχίνης θα υποστεί ένα πρόστιμο χιλίων δραχμών. Και είναι πιθανό να υπάρξουν επιπτώσεις ακόμη και στα πολιτικά του δικαιώματα… έτσι άκουσα να λένε στου Κυνοσάργους κι αυτοί εκεί ξέρουν απ’ αυτά».  

 «Δεύτερον», συνεχίζει ο Παιανέας στο βήμα, «ο Αισχίνης προτίθεται να εξαπολύσει εναντίον μου κατηγορίες και κακολογίες, δηλαδή πράγματα που αρέσουν. Σε ποιόν; Σε όλους. Έτσι είναι η ανθρώπινη φύση κύριοι δικαστές. Το ξέρετε καλά όπως το ξέρω κι εγώ. 

Εγώ, αντίθετα, προκειμένου  να αμυνθώ θα πρέπει να μιλήσω για τον εαυτό μου. Αλλά εκείνοι που μιλούν για τον εαυτό τους, εκείνοι που ¨περιαυτολογούν¨, μάλλον δυσφορία παρά συμπάθεια προκαλούν. Για αυτό, όπως σας είπα, βρίσκομαι σε μειονεκτική θέση. Εκείνος θα λέει πράγματα αναληθή μεν, αλλά ελκυστικά για το μέσο αφτί, εγώ δε, αμυνόμενος, θα μιλάω για μένα κινδυνεύοντας να χαρακτηριστώ εγωπαθής και υπερφίαλος».

21519-123

Ο Φιλήμονας παρακολουθεί και σημειώνει. Τον ενδιαφέρει ο χειρισμός της γλώσσας, αλλά και γενικότερα της έκφρασης. Δεν παύει να εκπλήττεται από το τι μπορεί να δημιουργήσει κανείς χρησιμοποιώντας τον αρθρωμένο λεκτικό ήχο και την εικόνα. Αλλά τον ενδιαφέρουν και οι τυχόν αντιφάσεις. Όχι τόσο από πολιτική άποψη, όσο, κυρίως, από δραματουργική.

Ο Οινοκράτης παρακολουθεί και σκέφτεται. Ή μάλλον όχι: ακούει και ταυτόχρονα ονειροπολεί. Μέσα σε αυτό το ασυνεπές μείγμα σκέψεων και ονειρικών προβολών, ο ίδιος πότε είναι ρήτορας-κατήγορος ενάντια στις λογής-λογής αδικίες της ζωής και πότε άδικα κατηγορούμενος. Τι θα έλεγε άραγε σε μια τέτοια περίπτωση; Πώς θα το έλεγε; Ποιος θα μπορούσε άραγε να τον δικαιώσει;

Ο Χοντρόης προσπαθεί να παρακολουθήσει και να καταλάβει. Όχι τόσο τη γλώσσα, όσο τη νοοτροπία∙ αλλά εκείνο που καταλαβαίνει είναι ότι για να προσαρμοστεί σε αυτό το περίεργο, αλλά και γοητευτικό, περιβάλλον της Δύσης, του χρειάζεται χρόνος. Είναι καλόβολος και δε γκρινιάζει μπροστά στα καινούργια πράγματα, αλλά η καινοτομία που έχει μπει στη ζωή του τον τελευταίο καιρό είναι πολλή και δε μπορεί να την αφομοιώσει όλη μαζί.

*Δημοσθένης

«Όσον αφορά στην ιδιωτική μου ζωή» λέει τώρα ο Δημοσθένης, «δείτε πόσο απλά και λογικά τα λέω: Εγώ δεν έχω ζήσει πουθενά αλλού, παρά μόνο εδώ, μαζί σας. Άρα με ξέρετε.

Εάν λοιπόν με θεωρείτε ένοχο στα όσα αυτός με κατηγόρησε, τότε μη με αφήσετε να πω κουβέντα παραπάνω, ούτε καν εάν πολιτεύτηκα σωστά στις κοινές υποθέσεις, αλλά να σηκωθείτε όρθιοι και να με καταδικάσετε τώρα αμέσως. Να ξεμπερδεύουμε!

Εάν όμως αναγνωρίζετε ότι είμαι πολύ καλύτερος απ’ αυτόν, από καλύτερη καταγωγή και όχι κατώτερος από κανέναν ευυπόληπτο πολίτη ούτε εγώ ούτε οι δικοί μου, τότε -για να μη πω τίποτα το εξοργιστικό- τότε λέω, να μην τον πιστεύετε ούτε στα άλλα που ισχυρίζεται, γιατί είναι προφανές ότι όλα τα μηχανεύτηκε με τον ίδιο τρόπο.  Σε εμένα δε, να είστε το ίδιο καλοπροαίρετοι όσο ήσασταν και σε πολλές άλλες προηγούμενες δίκες».

Ο Δημοσθένης στρέφεται απ’ ευθείας προς τον κατήγορό του:

«Εσύ όμως Αισχίνη, αν και είσαι παμπόνηρος, σκέφτηκες ότι εγώ θα αποφύγω να μιλήσω για την πολιτική μου δράση, και θα στραφώ μάλλον προς την απόκρουση των λοιδοριών σου. Αυτό, ασφαλώς, δεν θα το κάνω, δεν είμαι δα τόσο ανόητος.

Τι θα κάνω; Θα εξετάσω τα όσα ψέματα και όσες διαβολές διαδίδεις για τις πολιτικές μου πράξεις, και όσο για τον σωρό των ύβρεων και των λοιδοριών που αδιάντροπα ξεστόμισες, θα αναφερθώ αργότερα και μόνον εφόσον οι δικαστές θα έχουν τη διάθεση να ακούσουν».

agora market*

Ο Ευρύνους σκύβει στ’ αυτί του Εύελπι. «Πρόσεξέ τον, τώρα θα μιλήσει για όσα συνέβησαν παλιά, δηλαδή την εποχή που ο Φίλιππος κατέλαβε την Ελάτεια και οι Αθηναίοι άρχισαν να ανησυχούν στα σοβαρά, όχι πια για τις αποικίες, αλλά για την πόλη τους την ίδια. Καθώς και για την εποχή της ήττας στη Χαιρώνεια. Αυτά τα ¨φαντάσματα¨, από τα οποία η Αθήνα δεν καταφέρνει να απαλλαγεί.

Όμως στην ουσία θα αναφέρεται στο σήμερα. Θα μιλάει για τον Φίλιππο, αλλά θα εννοεί πλέον τον Αλέξανδρο. Στόχος του είναι οι ντόπιοι ¨Μακεδονίζοντες¨ στο σύνολό τους, αλλά και εκείνοι που δεν θεωρούν την Αθήνα ως τη μόνη πόλη που μπορεί να ηγηθεί των Ελλήνων. Δεν πρόκειται να χάσει την ευκαιρία να εξαπολύσει εναντίον τους, -και εναντίον μας- τους ρητορικούς του κεραυνούς».

Ο Εύελπις κουνάει το κεφάλι του καταφατικά. «Είναι κρίμα», λέει και η φωνή του ακούγεται αποκαρδιωμένη.  Ο πατέρας του τον καταλαβαίνει και του σφίγγει το μπράτσο παρηγορητικά.

*

Ο νεαρός Μεγαρέας ενδιαφερόταν ανέκαθεν για όσα συνέβαιναν στην πόλη. Και αυτά που συνέβαιναν στην Αθήνα, από τότε που η οικογένειά του και  ο ίδιος -σχεδόν βρέφος ακόμη- εγκαταστάθηκαν στην Αττική,  είχαν συνήθως να κάνουν με τους Μακεδόνες και την επεκτατική τους πολιτική.

Το  περιβάλλον του Ευρύνου, καθώς και εκείνο της σχολής του Ισοκράτη είχαν μια ευρύτερη αλλά συγκεκριμένη άποψη: Ναι στις πόλεις, αλλά όχι στην αυτοκτονία του ελληνισμού για χάρη τους. Για να επιτευχθεί η ενότητα των Ελλήνων, μερικές ¨θυσίες¨ και κάποιες παραχωρήσεις από την πλευρά των πολιτειών, θα έπρεπε να γίνουν αποδεκτές. Με μέτρο. Ο Εύελπις μεγαλώνοντας συμφωνούσε, αλλά την πόλη της Αθηνάς την αγαπούσε και μαζί της ήταν ιδιαίτερα διαλλακτικός.

Τώρα, ενήλικος πια και με υπεύθυνο ρόλο, ο Εύελπις προσπαθεί να παρακολουθήσει τα τεκταινόμενα με ψυχραιμία. Πρέπει να αξιολογήσει τα γεγονότα και να μην εμπλακεί στις συναισθηματικές  προεκτάσεις με τις οποίες οι ρήτορες διανθίζουν εσκεμμένα τους λόγους τους.

Όμως, όσο να ‘ναι, παρασύρεται από την ροή της ομιλίας. Αυτά που ιστορεί ο Δημοσθένης συμπίπτουν σε μεγάλο βαθμό με την παιδική και την εφηβική του ηλικία. Τα θυμάται. Τα έχει ζήσει κι ας ήταν μικρός. Στο νου του ξανάρχονται εκφράσεις, κουβέντες, σκηνές ολόκληρες δεμένες με τα γεγονότα αυτά: ¨Η κάθοδος των Μακεδόνων¨, που ακόμη και σήμερα οι Αθηναίοι δεν έχουν καταλήξει πόσο μπορούν να την καταπολεμήσουν ή πόσο πρέπει να την ανεχτούν ή και να επωφεληθούν απ’ αυτήν, η ¨Ελάτεια¨, η μικρή πόλη που η κατάληψή της έδειξε για πρώτη φορά πόσο κοντά στην Αθήνα μπορούν να φτάσουν οι βόρειοι, η ¨Καταστροφή της Θήβας¨ , που οι Αθηναίοι παρακολούθησαν με αποτροπιασμό, αλλά και με ανακούφιση όταν είδαν ότι ο Αλέξανδρος δεν τους επεφύλασσε την ίδια τύχη με τους Βοιωτούς , η ¨Μάχη στη Χαιρώνεια¨ και η βαριά ήττα που θα έπρεπε με κάποιο τρόπο να αναιρεθεί, αλλιώς η γεωπολιτική κατάσταση που ήδη άλλαζε, θα προέκυπτε ανεπανόρθωτη για τους Αθηναίους, το ¨Συνέδριο της Κορίνθου¨ που εξακολουθούσε να προκαλεί ενθουσιασμούς, αλλά και μεγάλες ανησυχίες.

.images (7)

Στο βήμα ο Δημοσθένης αγορεύει. Τώρα υπεραμύνεται των πεπραγμένων του. Υποστηρίζει πως οι προτάσεις του ξεκινούσαν πάντα από την επιθυμία να συμβάλει στο καλό της πόλης. Λέει πως αν μερικές από αυτές υπήρξαν αναποτελεσματικές, γι αυτό φταίνε άνθρωποι σαν τον Αισχίνη που στην ουσία εξαγοράστηκαν από τον Φίλιππο πρώτα και από τον Αλέξανδρο μετά. Αυτοί ήταν που υπονόμευσαν την υλοποίηση των λύσεων που εκείνος είχε προτείνει. Έτσι ο Φίλιππος κατάφερε να κερδίσει πρώτα τον τελευταίο ¨ιερό πόλεμο¨ εις βάρος των Φωκέων, παλιών   συμμάχων των Αθηνών και κατόπιν τους συνασπισμένους Αθηναίους και Θηβαίους.

Μιλάει τώρα για τον επαίσχυντο ρόλο των φιλομακεδόνων κατά τις διαπραγματεύσεις που οδήγησαν στην   ασταθή ειρήνη που συνάφθηκε ανάμεσα στην Αθήνα και τους Μακεδόνες δέκα έξι χρόνια πριν  και ονομάστηκε Φιλοκράτειος:

 «Σκεφτείτε τώρα τι έκανα εγώ και τι έκανε ο Αισχίνης, την εποχή που η Πόλη έκλεισε ειρήνη με τον Φίλιππο. Έτσι θα καταλάβετε καλύτερα ποιος δρούσε για το συμφέρον σας και το συμφέρον της Πολιτείας και ποιος, αντίθετα, δρούσε σα σύντροφος του Φίλιππου.

Εγώ, όντας τότε μέλος της Βουλής, εισηγήθηκα να ψηφιστεί το εξής: ¨να αποπλεύσουν το συντομότερο οι απεσταλμένοι μας, να πάνε σε όποιο μέρος μάθουν ότι βρίσκεται ο Φίλιππος και να του ζητήσουν την ένορκη επιβεβαίωση της σύναψης ειρήνης¨. Αυτοί, όμως, όχι μόνον δεν θέλησαν να κάνουν όσα πρότεινα, αλλά και το αρνήθηκαν όταν επανέλαβα την πρότασή μου γραπτά και με όλους τους τύπους!

Τι όμως σήμαινε αυτό κύριοι δικαστές;

Θα σας πω εγώ: Στον μεν Φίλιππο συνέφερε να περάσει όσος γίνεται περισσότερος καιρός ανάμεσα στη συμφωνία περί ειρήνης και την ένορκη επιβεβαίωσή της. Σε εσάς συνέφερε η επικύρωση να γίνει άμεσα.

Γιατί; Γιατί εσείς ήδη από τη στιγμή που ελπίσατε πως θα συναφθεί ειρήνη σταματήσατε κάθε πολεμική προπαρασκευή, ενώ ο Φίλιππος, ο οποίος είχε πάντοτε στο νου του μόνον τον πόλεμο, θεωρούσε -πράγμα εξάλλου αληθές- ότι θα κρατήσει όσα μέρη καταφέρει να μας αποσπάσει ως την στιγμή που θα έδινε την ένορκη επικύρωση, γιατί ποιος θα τολμούσε να ακυρώσει μια συμφωνία περί ειρήνης εξ αιτίας κάποιων επιπρόσθετων κατακτήσεων;

Ήταν λοιπόν αυτός ο λόγος, κύριοι δικαστές -επειδή όλα αυτά τα είχα δει και τα είχα προβλέψει- που πρότεινα να ψάξουν να βρουν οι απεσταλμένοι μας τον Φίλιππο και να του ζητήσουν την άμεση ένορκη επικύρωση της συμφωνημένης ειρήνης. Τότε, που οι Θράκες σύμμαχοί μας κατείχαν ακόμα τις οχυρές τοποθεσίες στις οποίες αναγκάστηκε να αναφερθεί και ο Αισχίνης:  δηλαδή το Σέρρειο και το Μυρτηνό και την Εργίσκη. Προτού τις καταλάβει ο Φίλιππος και γίνει έτσι κύριος της Θράκης, προτού αποκτήσει άφθονα χρήματα και πλήθος στρατιώτες, πράγμα που θα του επέτρεπε να επιχειρήσει και άλλες κατακτήσεις.

Αλλά αυτή την πρότασή μου ούτε την αναφέρει ο Αισχίνης ούτε ζητάει την ανάγνωσή της, αλλά με κατηγορεί για κάτι απίθανα πράγματα -άλλα αντ’ άλλων- όπως ότι εγώ, ως βουλευτής, θεώρησα πρέπον να παρουσιάσω τους πρέσβεις του Φιλίππου στην Εκκλησία του Δήμου!

Αλλά τι θα έπρεπε να κάνω; Να τους εμποδίσω να μιλήσουν μαζί σας, αφού γι αυτό είχαν έρθει; Ή να μην διατάξω τον διευθυντή του θεάτρου, όταν πήγαν εκεί, να τους δώσει θέση κατάλληλη ώστε να βλέπουν. Δε θα μπορούσαν άραγε να βρουν θέση και από μόνοι τους πληρώνοντας μόνο τους δύο οβολούς τους εισιτηρίου;

Εντάξει, το δημόσιο ταμείο στερήθηκε τους δύο αυτούς οβολούς! Είμαι ένοχος! Αλλά για πείτε μου: Αυτούς τους δύο οβολούς έπρεπε να διαφυλάξω, ενώ τα μέγιστα συμφέροντα του κράτους θα έπρεπε να τα ξεπουλήσω στον Φίλιππο, ακριβώς  όπως έκανε ο Αισχίνης και η παρέα του; Όχι βέβαια!

Πάρε λοιπόν γραμματέα το ψήφισμα που πρότεινα τότε και εγκρίθηκε, -και που αυτός εδώ το αποσιώπησε- και σε παρακαλώ διάβασέ το».

Ο Προεδρεύων άρχοντας κάνει ένα νεύμα συγκατάθεσης, ο υπεύθυνος για την ροή του χρόνου σταματάει την λειτουργία της κλεψύδρας, ενώ ο γραμματέας ψάχνει τη στοίβα των εγγράφων, βρίσκει το εν λόγω ψήφισμα και αρχίζει να το διαβάζει…

.writing-quill-with-ink-blot_small

«Παλιά ξινά σταφύλια», σχολιάζει με έναν μορφασμό αποδοκιμασίας ο Οινοκράτης.

Ο Φιλήμονας σταματάει τη γραφή των σημειώσεών του.  Όσο κρατάει η ανάγνωση του γραμματέα μπορεί να πάρει μια ανάσα. Στρέφεται προς τον Οινοκράτη και τον ρωτάει: «Γιατί δεν αφήνει κανένα επιχείρημα και για τη δευτερολογία του; Όλα τώρα πρέπει να τα πει;»

«Απ’ ο, τι ξέρω, στις εκδικάσεις των υποθέσεων που θεωρούνται ¨δημοσίου ενδιαφέροντος¨ δεν επιτρέπονται δευτερολογίες», του διευκρινίζει εκείνος. «Μόνο στις δίκες μεταξύ ιδιωτών είναι επιτρεπτό κάτι τέτοιο. Και απ’ ό, τι βλέπω ό Παιανέας δεν πρόκειται να αφήσει τίποτα να πέσει χάμω. Βλέπεις οι δικαστές δεν διέκοψαν τον Αισχίνη, και ο Δημοσθένης ξέρει καλά ότι σήμερα έχουν τοποθετηθεί οι κλεψύδρες των ειδικών περιστάσεων και δε βιάζεται».

«Ποιες κλεψύδρες…;»

«Αυτές των ειδικών περιστάσεων. Είναι πιο κλεψ-ύδρες από τις άλλες. Ο κανονισμός μιλάει για ίσο χρόνο ανάμεσα σε κατήγορο και αμυνόμενο, αλλά δεν εξειδικεύει πόσο. Όταν λοιπόν πρόκειται για δίκες με μεγάλο ενδιαφέρον και μεγάλη κοσμοσυρροή, προτιμώνται οι ¨κλεψύδρες των ειδικών περιστάσεων¨ που είναι μεγαλύτερες και δίνουν στους ρήτορες περισσότερη άνεση χρόνου».

Ο Οινοκράτης ρίχνει μια ματιά στα χειρόγραφα ορνιθοσκαλίσματα του φίλου του, αφήνει ένα θαυμαστικό σφύριγμα και αλλάζει θέμα: «Δεν ξέρω αν θα γίνεις μεγάλος συγγραφέας Φιλήμονα, αλλά για γραφέας νομίζω ότι είσαι έτοιμος. Αν πιάσεις μια θέση κάτω από τα αγάλματα των Επωνύμων Ηρώων, θα βγάλεις λεφτά!»

«Ντροπή Τσίτσους», τον αποπαίρνει ο συμπατριώτης του. «Μην προσβάλεις την τέχνη μου. Ιδιαίτερα όταν βλέπεις πως προσπαθώ να την συνδέσω όσο αυθεντικότερα μπορώ με την πραγματική ζωή».

«Εντάξει, εντάξει, δεν είπαμε τίποτα… Είπαμε; Είπαμε τίποτα Χοντρόη;»

«Α πα πα πα!» συμφωνεί στην ιδιόλεκτό του ο Ασιάτης, εγκαινιάζοντας μια νέα μορφή αρνητικής έκφρασης.

«Άλλωστε δεν είσαι ο μόνος, είδα πως υπάρχουν και άλλοι που κρατούν σημειώσεις από τους λόγους των ρητόρων».

«Αλήθεια;»

«Μην ανησυχείς. Δεν πρόκειται για ανταγωνιστές θεατρικούς συγγραφείς. Μάλλον είναι σπουδαστές ή και διδάσκοντες από τις σχολές ρητορικής που εμπλουτίζουν το υλικό τους…»

Ο Οινοκράτης σκέφτεται κάτι και χαμογελάει. «Ξέρεις για ποιο πράγμα απορώ μωρέ  Φιλήμονα; Θα σου πω: Καθώς οι συγγραφές ζουν παραπάνω από τα λόγια, που ως γνωστόν είναι πτερόεντα, αναρωτιέμαι ποιες από αυτές θα φτάσουν ως τους απογόνους μας για να τους πληροφορήσουν περί αυτών που συμβαίνουν τώρα. Δηλαδή για να αποτελέσουν την ¨αντικειμενική¨ βάση στην Ιστορία που θα γράψουν εκείνοι για μας. Σκέψου τι πλάκα θα έχει αν οι σημειώσεις του Δημοσθένη καταστραφούν σε κάποια πυρκαγιά της βιβλιοθήκης του, αλλά επιζήσουν οι δικές σου, που σίγουρα θα έχουν μια πιο εύθυμη οπτική για τα γεγονότα. Ή εάν διατηρηθούν τελικά οι σημειώσεις κάποιου φοιτητή μαζί με τα σχόλια που σίγουρα θα κάνει στα περιθώρια!»

«Μην ανησυχείς Τσίτσους, εγώ μεν μπορεί να σημειώνω γιατί θέλω οι ήρωες των θεατρικών μου έργων -παρά τις υπερβολές που όχι μόνο επιτρέπονται αλλά και επιβάλλονται στην κωμωδία- να είναι καλά αγκυρωμένοι στην πραγματικότητα, αλλά, όπως ξέρεις, υπάρχουν και οι ίδιοι οι ρήτορες και οι ακόλουθοί τους που ξαναγράφουν και πουλάνε αντίγραφα των πιο γνωστών αγορεύσεων. Μπορεί σήμερα να μην είναι για όλα τα βαλάντια -πράγματι τα επικυρωμένα αυτά αντίγραφα είναι πανάκριβα- αλλά έχουν περισσότερες πιθανότητες να επιζήσουν από ό, τι οι σημειώσεις μου».

«Όμως ούτε κι αυτά είναι πλήρως αυθεντικά» επιμένει ο Οινοκράτης

«Γιατί

«Είδες πως μιλάνε εδώ μέσα; Μιλάνε με τρόπο που να τους καταλαβαίνει ο κάθε αγρότης που μόλις έφτασε από τα χωράφια του. Γι αυτό και αρέσουν, γι αυτό και πείθουν, γι αυτό και επηρεάζουν και ασκούν εξουσία οι ρήτορες. Ιδιαίτερα οι επιτυχημένοι.  

Έχεις δει όμως πώς καταλήγουν οι επίσημοι λόγοι όταν είναι γραμμένοι; Εγώ είχα την τύχη να βρεθώ σε βιβλιοθήκες και είδα: γραμμένοι είναι σχεδόν ακαταλαβίστικοι, περί-διά-γραμμάτων, περιπεπλεγμένοι, εσκεμμένα καθώς πρέπει, φιλολογίζοντες! Άσε που είναι ορατό πως οι αντιγραφές ενδέχεται να γίνουν από ομονοούντες, αλλά και από διαφωνούντες, από συμπαθούντες, αλλά και από αντιπαθούντες. Όλοι αυτοί, όσο να ‘ναι, κάτι δικό τους το προσθέτουν. Όπως καταλαβαίνεις είναι δύσκολο να υπάρξει άνθρωπος -ιδιαίτερα Αθηναίος- που να ξέρει να διαβάζει και να γράφει, άρα να είναι κατά τεκμήριο διανοούμενος, ο οποίος να μην έχει τη δική του άποψη ή να έχει μεν άποψη, αλλά να είναι ικανός να την αφήνει απέξω από μια πνευματική δουλειά όπως η αντιγραφή και η διαιώνιση των λόγων…»

«Άσε που μπορεί να προκύψει και πρόβλημα μεταγλώττισης!» υπερθεματίζει ο Φιλήμονας. «Ξέρεις τι έπαθα όταν, για να τεκμηριώσω μια κωμωδία που έγραφα με ήρωα τον Εύμαιο, ναι, τον γνωστό δούλο του Οδυσσέα, χρειάστηκε να συμβουλευτώ τα γνήσια κείμενα του Όμηρου, στη βιβλιοθήκη των Συρακουσών;»

«Τι

«Ανακάλυψα ότι πολλά πράγματα δεν τα καταλάβαινα. Η γλώσσα απ’ ό, τι φαίνεται με τη ροή του χρόνου αλλάζει αισθητά. Τα ελληνικά του Όμηρου είναι κάπως διαφορετικά από τα σημερινά. Δεν μοιάζουν με τα ελληνικά των Δωριέων, δεν ταυτίζονται με εκείνα των Ιώνων και των Αρκάδων, και έχουν διαφορές και από τα ελληνικά των Θεσσαλών και των Μακεδόνων.  Ευτυχώς οι άνθρωποι της βιβλιοθήκης μου υπέδειξαν να συμβουλευτώ κάποιους απόγονους των Ομηρίδων ραψωδών που η συντεχνία τους έχει εγκατασταθεί στις Συρακούσες μαζί με τους πρώτους κορίνθιους αποίκους. Αυτοί ευτυχώς κατάφεραν να με βοηθήσουν να βρω τις απαντήσεις στα βασικά μου ερωτήματα».

«Έχεις δίκιο Φιλήμονα. Η γλώσσα αλλάζει. Και πού να δεις τι έχει να γίνει τώρα που ο μισός κόσμος της ανατολής έχει αρχίσει να μαθαίνει ελληνικά. Ξέρεις ποιος έχει πλέον μεγάλες πιθανότητες να γίνει ο εκπρόσωπος της νέας κοινής ελληνικής γλώσσας;»

«Ναι. Κάτι έχω ακούσει σχετικά. Λέγεται πως η πόλη ¨Σόλοι¨ της Κιλικίας, παλιά ροδιακή και αθηναϊκή αποικία σε έναν τόπο όπου παλιότερα ζούσαν Χεταίοι, έχει εγκαινιάσει ένα σωρό γλωσσικούς νεοτερισμούς που άλλοι θεωρούν τολμηρούς και άλλοι αδιάντροπους!»

«Δεν είναι ανάγκη να πας τόσο μακριά Φιλήμονα. Έχουμε μαζί μας ένα ζωντανό δείγμα, ενδεικτικό για τις μελλοντικές γλωσσικές τάσεις. Τον  -μόνο προς το παρόν- Έναν και Μοναδικό, αλλά συντόμως εξελίξιμο σε ασύγκριτο γλωσσικό ανα-διαμορφωτή με πληθώρα οπαδών (ο Οινοκράτης δίνει μια μάλλον τρυφερή κατραπακιά στην καμπύλη πλάτη του γλωσσοπλάστη Ασιάτη φίλου του)∙ του μελλοντικώς γνωστού ανά το πανελλήνιο για την επινόηση του ¨πλεοναστικού υπερδιπλασιασμού   των περί το Πι ελληνικών λέξεων¨: του  Χοντρόη του Πρώτου!. Τα λέω καλά Ευτραφέστατε;»

«Λέτε πολλά και ενοχλητικά κύριοι» παρεμβαίνει και πάλι κάποιος από εκεί δίπλα. «Προφανώς δεν αντιληφθήκατε ότι το διάλλειμα έχει προ πολλού τελειώσει και ότι στο βήμα βρίσκεται ο μεγάλος Δημοσθένης. Σας παρακαλώ ή να σιωπήσετε ή να πάτε εκεί πίσω όπου μπορείτε να κάνετε τα σχόλιά σας χωρίς να ενοχλείτε τους συμπολίτες σας. Αλλιώς να μην διαμαρτυρηθείτε εάν ζητήσω την παρέμβαση της φρουράς!».

*peccato

Τελείως συμπτωματικά, το ίδιο περίπου θέμα -εκείνο της μελλοντικής τύχης των εκφωνούμενων λόγων- απασχολεί και τον Εύελπι που, ακούγοντας τον Δημοσθένη να αναπτύσσει την επιχειρηματολογία του, ρωτάει ψιθυριστά τον πατέρα Ευρύνου εάν όλα αυτά που λέει ο ρήτορας τα έχει μπροστά του γραμμένα.

«Ναι», του απαντάει σιγανά εκείνος. «Ο Δημοσθένης ετοιμάζει με εξαντλητικό τρόπο τις παρεμβάσεις του. Τα έχει όλα γραμμένα, αλλά τα έχει μάθει απ’ έξω και έτσι δεν χρειάζεται να κοιτάζει διαρκώς τα κείμενά του. Αντίθετα ο Αισχίνης συχνά αυτοσχεδιάζει. Και οι δύο ξέρουν από θέατρο και από υποκριτική τέχνη. Ο Δημοσθένης έχει πάρει μαθήματα από τον Σάτυρο, τον γνωστό ηθοποιό, ενώ ο Αισχίνης, όπως όλοι ξέρουν, έχει διατελέσει ηθοποιός και ο ίδιος. Αλλά εκείνος που διαπρέπει στους αυτοσχεδιασμούς είναι ασφαλώς ο Δημάδης».

«Και τα κείμενα των δικανικών λόγων που κυκλοφορούν, πόσο πιστά είναι σε αυτά που ακούγονται εδώ μέσα;»

«Όχι τελείως. Μόνον εν μέρει. Είναι πάντοτε κάπως ωραιοποιημένα και συνήθως γράφονται εκ των υστέρων από τους βοηθούς και τους ακόλουθους με βάση τις σημειώσεις που κρατούν κατά τη διάρκεια της εκδίκασης ή και εκείνες που έχουν ετοιμάσει για την αγόρευση οι ίδιοι οι ρήτορες. Πάντως ως ¨έγκυροι γραπτοί λόγοι¨ θεωρούνται μόνον εκείνοι που έχουν την έγγραφη αποδοχή των ρητόρων».

img011145604

Ο Δημοσθένης στο βήμα έχει τώρα αφήσει την ιστορική ανασκόπηση και αναφέρεται και πάλι απ’ ευθείας στον αντίδικό του.  

«Απ’ όπου κι αν τον πιάσετε, απ’ όπου κι αν τον δείτε, αυτός ο άνθρωπος είναι κακόβουλος και φθονερός. Κοιτάξτε μονάχα αυτά που είπε για εμένα και την μοίρα μου…

Εγώ, αν θέλετε τη γνώμη μου, θεωρώ πως όποιος περιπαίζει τον άλλον για την τύχη του είναι άμυαλος, ανόητος, χαζός. Γιατί, αυτοί που νομίζουν ότι είναι ευτυχισμένοι και τυχεροί και ότι έτσι δικαιούνται να κοροϊδεύουν τους άλλους, δεν ξέρουν τι μπορεί να τους συμβεί ούτε ίσαμε το βράδυ της ίδιας μέρας. Αλλά πώς μπορεί να καυχιέται κανείς για την τύχη του όταν δεν ξέρει τι, αυτή η άστατη θεά,  μπορεί να του επιφυλάσσει τελικά; Και επιπλέον πώς μπορεί να λοιδορεί τους άλλους και να τους κατηγορεί ως κακότυχους;!

 Αλλά, αφού αυτός εδώ ο ταλαίπωρος μίλησε με πολλή αλαζονεία για εμένα και το ριζικό μου, ας μιλήσω και εγώ για το ζήτημα της μοίρας και να δείτε πως θα τα πω αληθινά και ανθρώπινα.

Εγώ λοιπόν θεωρώ καλή την τύχη της πόλης μας, όπως καλή ήταν και η προφητεία που έκανε για σας ο Δίας της Δωδώνης. Όμως για όλους γενικότερα τους ανθρώπους οι καιροί είναι δύσκολοι. Ποιος έλληνας ή ακόμη και βάρβαρος δεν περνάει αυτήν την εποχή φοβερές δοκιμασίες;

Η πόλη μας, έκανε τις σωστές επιλογές σε σχέση με εκείνους που νόμισαν ότι θα ευτυχούσαν εάν μας πρόδιδαν. Και εάν η πόλη μας βρίσκεται σήμερα σε καλύτερη μοίρα από αυτούς,  το θεωρώ έργο της καλής τύχης που μας προστατεύει. Εάν, από την άλλη πλευρά, η πόλη μας συνάντησε πολλά εμπόδια στις επιδιώξεις της, και δεν έγιναν όλα όπως τα επιθυμούσαμε, νομίζω ότι αυτό ήταν συνέπεια της γενικότερης κακοτυχίας των καιρών∙ συμμετείχαμε και εμείς σ’ αυτήν κατά το μερίδιο που μας αναλογούσε.

Τώρα όσον αφορά στη δική μου προσωπική τύχη, αλλά και την τύχη του καθενός από σας ξέχωρα, καλό είναι, λέω, να την εξετάζουμε ατομικά και όχι σε σχέση με τα κοινά. Μόνον εάν διερευνήσουμε το ζήτημα της τύχης με αυτόν τον τρόπο, θα φτάσουμε σε σωστά και δίκαια συμπεράσματα.  Συμφωνείτε μαζί μου, έτσι δεν είναι;

Όμως, ο κυρ-Αισχίνης από εδώ, ισχυρίζεται ότι το δικό μου ριζικό επηρεάζει την τύχη της πόλης ολόκληρης περισσότερο από ό, τι η κοινή τύχη των πολιτών και πως η μικρή και ασήμαντη δική μου τύχη, υπερισχύει της μεγάλης και αγαθής τύχης της πόλης. Πείτε μου μα τον Δία, είναι ποτέ δυνατό να συμβαίνει κάτι τέτοιο;»

scan0033

Είπε κι άλλα πολλά ο Δημοσθένης και μετά κατάληξε ως εξής:

Αυτά και άλλα παρόμοια με τα όσα έπραξα εγώ πρέπει να κάνει, Αισχίνη, ο καλός και αγαθός πολίτης. Εάν κάτι τέτοιο γίνει εφικτό, μα τη Γη και μα τους Θεούς, θα είμαστε  δικαίως μέγιστοι. Αλλά και εάν δεν τα καταφέρουμε, θα μας αξίζει η τιμή της προσπάθειας, καθώς κανένας δε θα τολμήσει να κατηγορήσει τη πόλη μας και τις καλές της προθέσεις∙ το πολύ να κακίζουν την τύχη και τη ροή των πραγμάτων.

Μα τον Δία, όχι! Ο καλός πολίτης δεν εγκαταλείπει το συμφέρον της Πόλης, ούτε μισθώνει τον εαυτό του στους αντίπαλους, ούτε δίνει προθεσμία χρόνου στους εχθρούς και όχι στην πατρίδα, ούτε  φθονεί όποιον συμβουλεύει πράγματα αντάξια της πόλης και επιμένει σε αυτά. Εάν δε κάποιος δυσαρεστήσει τον καλό πολίτη αυτός δεν μνησικακεί, ούτε -όπως ακριβώς κάνεις εσύ-  σιωπά και ¨ποιείται την νήσσαν¨ με τρόπο ύπουλο και άδικο!

Είναι, όντως, σωστό και δίκαιο να υπάρχει στην Πόλη ησυχία, αλλά ο δεν είναι ο Αισχίνης που συνεισφέρει στο να δημιουργηθεί κλίμα  ηρεμίας. Κάθε άλλο. Αυτός προτιμά να απομακρύνεται από την πολιτική  όταν νομίσει (και του συμβαίνει συχνά) ότι κάτι τέτοιο τον συμφέρει∙ και να καιροφυλακτεί! Περιμένει πότε εσείς θα έχετε βαρεθεί από τις συνεχείς αγορεύσεις στην εκκλησία του Δήμου, ή πότε θα συμβεί κάποια απρόβλεπτη αναποδιά ή δυσκολία (πράγμα ανθρώπινο και όχι σπάνιο) και τότε ξαφνικά από την ησυχία αναδύεται, σαν να ‘τανε βίαιη πνοή ανέμου, η ρητορική του φωνή! Και φωνασκεί, και διασταυρώνει λέξεις και φράσεις, και τις συναρμολογεί χωρίς να πάρει ανάσα! Και όμως αυτά που λέει δεν ωφελούν σε τίποτα, δεν οδηγούν σε τίποτα το αγαθό,  παρά μόνο φέρνουν συμφορές στον μέσο πολίτη και καταισχύνη στην Πόλη.

Και όμως, Αισχίνη, εάν η ρητορική σου προερχόταν από μια δίκαιη ψυχή που να έδινε προτεραιότητα στα συμφέροντα της πατρίδας, θα μπορούσε να έχει καρπούς καλούς, γενναιόδωρους και ωφέλιμους σε όλους: συμμαχίες ανάμεσα στις πόλεις, εξεύρεση νέων πόρων, αύξηση του εμπορίου, ψήφιση επωφελών νόμων, καθώς και ισχυρά εμπόδια κατά των γνωστών εχθρών της πατρίδας.

Τον τελευταίο καιρό υπήρξαν πολλές ευκαιρίες που απέδειξαν την ορθότητα αυτών που λέω. Και ειδικότερα, ο χρόνος που μόλις τελείωσε περιείχε πολλές περιστάσεις κατά τις οποίες ο καλός και αγαθός πολίτης θα μπορούσε να δείξει τον ζήλο του. Όμως εσύ Αισχίνη, δεν φάνηκες πουθενά! Και ανάμεσα στους καλούς κ’ αγαθούς δεν έγινες μήτε ο πρώτος, μήτε ο δεύτερος, μήτε ο τρίτος, μήτε ο νιοστός!

Μη το αρνιέσαι, ήσουν απλώς άφαντος! Ποια συμμαχία υπέρ της πόλεως έγινε υστέρα από ενέργειές σου; Ποια βοήθεια λάβαμε; ποιους νέους φίλους αποκτήσαμε; σε τι νέο δοξαστήκαμε; ποια  πρεσβεία αποστείλαμε, ποια νέα υπηρεσία βοήθησε να γίνει η πόλη μας άξια τιμής; Ποια προβλήματα των Αθηναίων, ή των Ελλήνων, ή των συμμάχων  επιλύθηκαν επειδή εσύ ήσουν παρών; Και σε τι άλλο υπήρξες χρήσιμος; Σε ποια πολεμικά πλοία ; σε ποια όπλα; σε ποιους ναύσταθμους; σε ποια επισκευή τειχών; σε ποιο ιππικό; Σε τίποτα! Σε ποια χρηματική βοήθεια υπέρ των πολιτών -εύπορων ή άπορων- συνέβαλες; Σε καμία!

Αλλά ίσως θα μου πεις: ¨Εντάξει φίλε. Εάν δεν διαθέτω τίποτα από τα παραπάνω, τουλάχιστον επέδειξα εύνοια και προθυμία¨

Πού; Πότε εσύ, αδικότατε, έδειξες προθυμία; Εσύ που ούτε όταν οι  άλλοι έδιναν χρήματα για τη σωτηρία της πατρίδας (όπως πρόσφατα ο Αριστόνικος[1] που είχε μαζέψει εισφορές φίλων για να μπορέσει να ξαναπάρει τα πολιτικά του δικαιώματα, αλλά προσέφερε τα χρήματα αυτά υπέρ της πατρίδας), ούτε τότε δεν παρουσιάστηκες, ούτε έδωσες τίποτα, και όχι γιατί δεν είχες! (πώς δεν είχες; είχες κληρονομήσει από τον γυναικάδελφό σου τον Φίλωνα πάνω από πέντε τάλαντα, και άλλα τρία σου είχαν δώσει από κοινού οι πλούσιοι αρχηγοί των συμμοριών[2] προκειμένου να καταργήσεις τον ¨τριηραρχικό νόμο¨ που εγώ είχα προτείνει).

Αλλά δεν θέλω να απομακρυνθώ από το θέμα μου γι αυτό δε λέω περισσότερα για όλα αυτά. Όμως από αυτά γίνεται φανερό ότι δεν έδωσες ποτέ χρήματα για τη σωτηρία της πατρίδας, όχι γιατί είσαι φτωχός, αλλά γιατί δεν θέλησες να κάνεις τίποτα ενάντια σε εκείνους για χάρη των οποίων ενεργείς όλον αυτό τον καιρό.

Σε τι λοιπόν αναδεικνύεσαι λαμπρός και τολμηρός παλικαράς; Όταν πρέπει να μιλήσεις εναντίον αυτών εδώ των πολιτών, τότε έχεις λαμπρή φωνή, ισχυρή μνήμη και τόσο καλή υποκριτική, που τύφλα να ‘χει ο Θεοκρίνης[3].

Έπειτα συνηθίζεις να αναφέρεις τους ένδοξους άνδρες του παρελθόντος∙ και καλά κάνεις. Δεν είναι όμως σωστό, ω συμπολίτες Αθηναίοι, δεδομένου ότι εσείς τρέφετε για αυτούς μεγάλη υπόληψη, να τους παραβάλει με εμένα που ζω και δρω ανάμεσά σας. Διότι, όπως καλά ξέρετε, για τους ζωντανούς μπορεί να υπάρχει λίγος ή πολύς φθόνος, ενώ τους νεκρούς δεν τους μισούν πια ούτε οι εχθροί τους. Εάν όμως αυτή είναι η ανθρώπινη φύση, είναι άραγε δίκαιο εγώ να συγκρίνομαι με τους ένδοξους άνδρες που έζησαν πριν από μένα;  Όχι, γιατί σε μια τέτοια σύγκριση δεν υπάρχει ούτε ισότητα ούτε δικαιοσύνη.

Εάν θέλεις συγκρίσεις Αισχίνη, συνέκρινέ με με εσένα ή με όποιον θέλεις από τους ομοίους σου, αυτούς που είναι ακόμη ζωντανοί. Και πες μου: τι είναι καλλίτερο για την πόλη: να περιφρονεί κανείς τις θυσίες που γίνονται σήμερα υπέρ της πατρίδας, επειδή στο παρελθόν έγιναν άλλες, ανώτερες παντός επαίνου, ή αντίθετα, όλοι όσοι υπηρετούν την πατρίδα με ζήλο -ακόμη και εάν είναι ζωντανοί- να εκτιμώνται και να τιμώνται από τους Αθηναίους;

Και -εάν μου το επιτρέπετε- θέλω να πω και κάτι άλλο. Εάν εξετάσετε τα πράγματα ψύχραιμα, η δική μου πολιτική διαγωγή και η δική μου φιλοπατρία μοιάζουν με τις αρετές των ανδρών εκείνων, έχουν τους ίδιους στόχους και επιθυμούν τα ίδια πράγματα. Η δική σου όμως διαγωγή Αισχίνη, μοιάζει περισσότερο με εκείνη αυτών που τότε συκοφαντούσαν τους μεγάλους άνδρες. Είναι φανερό ότι και σε εκείνους τους χρόνους υπήρχαν οι πονηροί που τους μεν συγχρόνους τους έβριζαν, τους δε προγενέστερους τους επαινούσαν, πράγμα φθονερό και αυτούσιο με αυτά που κάνεις εσύ τώρα!

Έπειτα λες ότι εγώ διαφέρω εντελώς από εκείνους τους ένδοξους άνδρες. Ποιος τους μοιάζει Αισχίνη; Μήπως εσύ; ή ο αδελφός σου; Ή κάποιος  άλλος από τους σημερινούς ρήτορες;

Εγώ δεν ισχυρίζομαι ότι κάποιος είναι όμοιος με εκείνους. Αλλά, καλέ μου άνθρωπε -για να μη σε πω αλλιώς- τον ζωντανό εξέταζέ τον με τους ζωντανούς και με αυτούς που ασκούν το ίδιο επάγγελμα, έτσι όπως εξετάζουμε τους ποιητές, τους χορευτές και τους αθλητές. Ο Φιλάμμων δεν έφυγε αστεφάνωτος από την Ολυμπία επειδή ήταν πιο αδύναμος από τον Γλαύκο τον Καρυστιανό ή από κάποιους άλλους από τους παλιότερους αθλητές, αλλά και στεφανώθηκε, και νικητής αναγορεύτηκε, γιατί αποδείχθηκε ανώτερος από τους σύγχρονούς του που μπήκαν στο στάδιο για να τον αντιμετωπίσουν[4] .

Και εσύ Αισχίνη, με τον ίδιο τρόπο, σύγκρινέ με με τους σημερινούς ρήτορες, ή με τον εαυτό σου, ή με όποιον θέλεις τέλος πάντων. Για κανέναν δεν κάνω πίσω! Όταν έπρεπε η Πόλη να πάρει μέτρα και όταν έπρεπε όλοι να συναγωνισθούν για να αποδείξουν πόσο την αγαπούσαν, τότε, ανάμεσα σε όλους τους άλλους ήταν φανερό ότι εγώ συμβούλευα τα καλύτερα, και όλοι οι τομείς της δημοκρατίας κυβερνιόνταν με τα δικά μου τα ψηφίσματα και με τους νόμους και τις επιλογές των πρεσβειών που πρότεινα εγώ. Από τους δικούς σου κανένας δεν παρουσιαζόταν, παρά μόνον αν χρειαζόταν να βλάψει σε κάτι τους Αθηναίους.

Αλλά από τότε που (στη Χαιρώνεια) συνέβησαν αυτά που δεν έπρεπε να συμβούν, και πλέον έπρεπε να εξετάσουμε όχι ποιος ήταν ο  καλύτερος σύμβουλος της πατρίδας, αλλά ποιος υπηρέτησε υπό τις διαταγές των εχθρών, ποιοι ήσαν έτοιμοι να γίνουν μισθωτοί κατά της Αθήνας και ποιοι ήταν κόλακες των εχθρών, τότε φάνηκε σε ποιους ανήκει καθένας από τους ομοίους σου, καθώς και εσύ ο ίδιος πλούσιε (ποιος ξέρει πώς) ιπποτρόφε!

Εγώ όμως το ομολογώ, είμαι αδύναμος αυτή την περίοδο. Αλλά σίγουρα είμαι ειλικρινής φίλος των Αθηναίων περισσότερο από σένα.

.%ce%b1%cf%81%cf%87%ce%b5%ce%af%ce%bf-%ce%bb%ce%ae%cf%88%ce%b7%cf%82-3

Όποιος είναι από τη φύση του αγαθός πολίτης, ω άνδρες Αθηναίοι πρέπει να έχει δύο βασικά προτερήματα (ας μιλήσω με αυτόν τον τρόπο για τον εαυτό μου, ώστε να μη προκαλέσω τον φθόνο κανενός). Όταν έχει εξουσία  να μην ξεχνά την μεγαλοφροσύνη και τα πρωτεία της Πόλης, σε κάθε δε εποχή, κάθε πράξη του να διέπεται από την αγάπη για την πατρίδα. Αλλά εάν η αγάπη προς την πατρίδα εξαρτάται από την προαίρεση του καθενός, η δύναμη και η ισχύς έχουν να κάνουν με άλλα πράγματα, ανεξάρτητα από τη βούλησή μας.

Αυτήν λοιπόν την αγάπη προς την πατρίδα, κύριοι δικαστές, θα την βρείτε σταθερά και ειλικρινά αγκυρωμένη μέσα μου. Όχι, ποτέ δε πρόδωσα την αγάπη μου για σας, ούτε όταν ζητήθηκε (από τον Αλέξανδρο) να τιμωρηθώ για την πολιτική μου, ούτε όταν ζητήθηκε (από τον Φίλιππο) να δικαστώ στο  Αμφικτυονικό συνέδριο, ούτε όταν σαν κακοποιά θηρία οι μακεδόφρονες μου επιτίθονταν και με πρόσβαλαν. Γιατί, από την αρχή της πολιτικής μου ζωής πήρα τον ορθό και δίκαιο δρόμο της πολιτείας και προτίμησα να αποδίδω τιμές στην πατρίδα, να αυξάνω τις δυνάμεις της και να συνυπάρχω μαζί της.

Όχι, δεν περιφέρομαι  στην Αγορά φαιδρός και χαρούμενος για τις νίκες των εχθρών της πατρίδας, σηκώνοντας το χέρι ψηλά και αναγγέλλοντάς τες με χαρά σε εκείνους που θα πρέπει να διαβιβάσουν τη συμπεριφορά μου όπου δει! Ούτε αισθάνομαι φρίκη όταν ακούω καλά πράγματα για την πόλη, ούτε αναστενάζω, ούτε σκύβω κατάχαμα από λύπη, όπως κάνουν οι ασεβείς που δυσφημούν την πατρίδα, σαν να μην δυσφημούν έτσι τον εαυτό τους!»

Ο Δημοσθένης σηκώνει τα χέρια ψηλά, κοιτάζει τον αττικό ουρανό στον οποίο άρχισαν να διακρίνονται ήδη τα πρώτα αστέρια και απευθύνεται πάλι, όπως όταν ξεκίνησε την ομιλία του, στους Θεούς.  

«Είθε, κανένας από εσάς ω Θεοί να μην συγκατατεθεί να υλοποιηθούν τα δυσάρεστα στα οποία αναφέρθηκα.  Αντίθετα, ας φωτίσετε τον νου και την καρδιά κι αυτών ακόμη των εχθρών της πατρίδας, ώστε να στραφούν υπέρ της Πόλης μας και να φρονούν τα καλύτερα για αυτήν.

Εάν όμως η κακία τους παραμείνει σταθερά αθεράπευτη, τότε φροντίστε έτσι ώστε αυτοί, από μόνοι τους -και πριν ούτως ή άλλως φτάσουν στο τέλος της ζωής τους- να καταστραφούν στην ξηρά και στη θάλασσα, εμείς δε να απαλλαγούμε από τους επικείμενους φόβους και να έχουμε ασφαλή σωτηρία».

(συνεχίζεται)

images-6

…………………..

[1]Ο Αριστόνικος είχε καταδικαστεί σε στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων για χρέη προς το Δημόσιο και είχε μαζέψει με δάνεια και εισφορές φίλων το απαιτούμενο ποσό ώστε να εξοφλήσει το χρέος και να ανακτήσει τα δικαιώματα.

[2] Συμμορίες: Συνασπισμοί φορολογούμενων προκειμένου να εκπονήσουν από κοινού κάποιο έργο κοινής ωφέλειας. Οι συμμορίες, για παράδειγμα, που αναλάμβαναν την κατασκευή μιας τριήρους ήταν δεκαεξαμελείς και επομένως το κάθε μέλος συνέβαλε κατά το ένα δέκατο έκτο, ανεξάρτητα από τις οικονομικές του δυνατότητες. Έτσι οι συμμορίες κατέληγαν μέσο φοροδιαφυγής των πλουσιότερων, ενώ μπορούσαν να προκαλέσουν την καταστροφή των φτωχότερων πολιτών που ήταν αναγκασμένοι να πληρώνουν όσο και οι ευκατάστατοι. Τον νόμο που επέβαλε τα παραπάνω τον κατάργησε ο Δημοσθένης το 340 πΧ και τον αντικατέστησε με άλλον που πρόβλεπε η δαπάνη να είναι ανάλογη με την οικονομική κατάσταση των συμμετεχόντων πολιτών.

[3] Θεοκρίνης: Παλιότερα ηθοποιός τραγωδιών, ο οποίος κατέληξε παροιμιώδης κατήγορος και συκοφάντης.

[4] Ο Φιλάμμων ήταν πυγμάχος σύγχρονος του Δημοσθένη, ενώ ο Γλαύκων από την Κάρυστο της Εύβοιας ήταν επίσης πυγμάχος που άκμασε παλιότερα, περί την εβδομηκοστή πέμπτη Ολυμπιάδα.

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , , , | Leave a Comment »

Μυθιστόρημα υπό εκπόνηση. Μέρος Ζ΄. Κεφάλαιο έβδομο. Σήμερα δικάζουμε! (Ι)

Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 14 Δεκεμβρίου, 2017

 Κύλικες και Δόρατα. 

Κεφάλαιο  έβδομο: Σήμερα δικάζουμε! (Ι)

Τα κατάφεραν. Όλα καλά. Ο Οινοκράτης ο Φιλήμονας και ο Χοντρόης, βρίσκονται μέσα στο Περιστύλιο, κοντά στην ανατολική του στοά, σε σημείο όπου προβλέπουν ότι θα υπάρχει σίγουρη σκιά μέχρι και το μεσημέρι.

image009

Στο μεγάλο εσωτερικό αίθριο του οικοδομήματος έχουν τοποθετηθεί ξύλινα καθίσματα για τους δικαστές∙ πάνω από είκοσι σειρές των τριάντα θέσεων, τα οποία έχουν πλέον σχεδόν γεμίσει. Πολλοί έχουν κουβαλήσει φορητά σκιάδια, που είναι ακόμη κλειστά, ενώ σε ένα τμήμα των πρώτων σειρών, το οποίο προορίζεται για τους επίσημους που θα παρακολουθήσουν τη δίκη, τα καθίσματα διαθέτουν σταθερά σκίαστρα καθώς και ψάθινα επιστρώματα πάνω στα έδρανα. Εκεί έχει ήδη φτάσει ο Εύελπις μαζί με τον πατέρα του, τον Ευρύνου.

Ο χώρος για τους καθήμενους δικαστές περιβάλλεται με ένα χοντρό σκοινί στηριγμένο πάνω σε φορητούς μεταλλικούς ορθοστάτες. Έτσι, ανάμεσα στο σκοινί και τις στοές που οριοθετούν τον τετράγωνο χώρο, δημιουργείται ο ¨περίβολος¨, όπου επιτρέπεται να σταθεί το (εκτός των επισήμων) κοινό της δίκης.

Ο Οινοκράτης κοιτάζει με προσοχή ανάμεσα στους πολυπληθείς ένορκους και καταφέρνει να εντοπίσει τον Παλαμήδη. Ωραία. Ο βετεράνος πολεμιστής πρέπει να είναι ικανοποιημένος: τελικά τα κατάφερε να εκλεγεί δικαστής στην σημαντική αυτή δική.

Τώρα, στην υπερυψωμένη έδρα παίρνουν τις θέσεις τους, τα μέλη του προεδρείου. Όχι όλοι. Εκτός από τον υπεύθυνο Άρχοντα, από τους δέκα που έχουν εκλεγεί δια κλήρου (ένας από κάθε φυλή), στην έδρα ανεβαίνουν πέντε. Ένας από αυτούς θα επιτηρεί την κλεψύδρα που βρίσκεται εκεί μπροστά για να μετράει τον χρόνο των ομιλητών, ένας θα εκτελεί χρέη γραμματέα, ενώ τρεις θα αναλάβουν την μέτρηση των ψήφων στις ψηφοφορίες που θα διεξαχθούν Οι υπόλοιποι, που δεν ανεβαίνουν στην έδρα, θα φροντίσουν, μαζί με τους αρμόδιους λογιστές, για τη μισθοδοσία των δικαστών.

Δίπλα στο τραπέζι του προεδρείου υπάρχει ένα μικρότερο, πάνω στο οποίο βρίσκονται τυλιγμένοι πάπυροι και περγαμηνές. Πρόκειται για έγκυρα αντίγραφα από νόμους, ψηφίσματα και κείμενα συμβάσεων, τα οποία οι ρήτορες έχουν ζητήσει να μεταφερθούν εδώ από τα διάφορα αρχεία της Πόλης, έτσι ώστε, εάν χρειαστεί, να ζητήσουν να διαβαστούν δημόσια, προκειμένου να στηρίξουν τα επιχειρήματά τους. Ο γραμματέας είναι επιφορτισμένος να τα αναγνώσει όταν πάρει τη σχετική εντολή από τον πρόεδρο.

 Ο θόρυβος του πλήθους κοπάζει, καθώς με εντολή του προεδρεύοντος αρμόδιου Άρχοντα, ένας κήρυκας ανακοινώνει την έναρξη της δίκης:

«Γραφή παρανόμων: Αισχίνης του Ατρομήτου, Κοθωκίδης, κατά Κτησιφώντος του Λεωσθένους εξ Αναφλύστου. Τμήμα της Ηλιαίας αποτελούμενο από πεντακοσίους συν έναν δικαστές. Ας επαληθευθεί ο αριθμός των παρόντων και ας συμπληρωθούν τυχόν ελλείψεις δια των αναπληρωτών». 

Οι δικαστές του προεδρείου εκτελούν την απαρίθμηση και την αναπλήρωση μέσα σε σχετικά μικρό χρονικό διάστημα. Ο Προεδρεύων δίνει εντολή στον κήρυκα να διαβάσει την ¨Γραφή¨ που υπέβαλε ο Κοθωκίδης ρήτορας.

*

images (11)

Στο βήμα βρίσκεται τώρα ο Αισχίνης.

«Θα είδατε πιστεύω συμπολίτες Αθηναίοι με τι ραδιουργίες και με τι παρακαλετά στην αγορά, προσπαθούν οι αντίδικοι να τα καταφέρουν, έτσι ώστε να μην τηρείται ούτε το δίκαιο ούτε η νομιμότητα σ’ αυτήν την πόλη. Εγώ όμως παρουσιάζομαι μπροστά  σας, πιστός στους Θεούς, πιστός στους νόμους και πιστός σε εσάς. Γιατί πιστεύω ότι καμία ραδιουργία δεν είναι ισχυρότερη για σας από το δίκαιο και από τους νόμους.

Όμως, συμπολίτες Αθηναίοι, δε σας κρύβω ότι θα επιθυμούσα,  τόσο η βουλή, όσο και οι συνελεύσεις του λαού, όταν συνεδριάζουν, να διευθύνονται με σωστό τρόπο από τους προεδρεύοντες. Θέλω να πω ότι θα πρέπει να ισχύουν τα όσα νομοθέτησε ο Σόλων σχετικά με τη διαδικασία. Αυτό σημαίνει ότι πρώτα θα πρέπει να δίνεται ο λόγος στους γηραιότερους, οι οποίοι με την ψυχραιμία που τους εξασφαλίζει η ηλικία, χωρίς θορύβους και φωνασκίες, θα συμβουλεύουν την πόλη εκείνα που η πολύχρονη πείρα τους θεωρεί τα καλύτερα. Ύστερα θα μπορεί όποιος από τους πολίτες το επιθυμεί, με τη σειρά που επιβάλει η ηλικία, να εκφράζει τη γνώμη του για όλα τα επίμαχα θέματα. Νομίζω πως με αυτόν τον τρόπο η πόλη θα διοικείται άριστα και οι κρίσεις θα μας πλήττουν σπανιότερα».

«Πολύ νοσταλγικό τον βρίσκω», ψιθυρίζει ο Φιλήμονας στο αυτί του Οινοκράτη.

«Περίμενε να δούμε που το πάει…», του απαντάει εκείνος.

«Όμως από τότε που όλα αυτά καταργήθηκαν» συνεχίζει ο ρήτορας, «και από τότε που μερικοί προτείνουν με ευκολία και μάλιστα εγγράφως, παράνομα ψηφίσματα, φτάσαμε στο σημείο κάποιοι άλλοι, οι οποίοι έλαχε να προεδρεύουν όχι με δίκαιο τρόπο αλλά χάρη στην συνεργία των φατριών, να υποβάλουν τα παράνομα αυτά ψηφίσματα σε ψηφοφορία. 

Και μάλιστα, σε περίπτωση που τυχαίνει να κληρωθεί κάποιος, ο οποίος να προεδρεύει νόμιμα και χωρίς ραδιουργίες και που να ανακηρύσσει σωστά τις αποφάσεις σας, τότε εκείνοι που θεωρούν ότι η δημοκρατική ισότητα αφορά μόνον τους ίδιους και όχι όλους, αρχίζουν να τον φοβερίζουν και να απειλούν ότι θα κινηθούν δικαστικά. Έτσι, μέσω του εκφοβισμού, καταφέρνουν να υποδουλώνουν τους απλούς πολίτες στη θέλησή τους και, αποκτώντας παράνομη εξουσία, καταργούν τις νόμιμες αποφάσεις και κρίνουν με εμπάθεια τα δικά σας ψηφίσματα!

Λέω λοιπόν ότι από τότε που καταργήθηκαν οι παλιές καλές διαδικασίες, δεν ακούμε πια στην αρχή των συνεδριάσεων τον κήρυκα να εκφωνεί εκείνο το ωραιότατο και φρονιμότατο: ¨Ποιος από τους πάνω από πενήντα ετών θέλει να ανεβεί στο βήμα και να αγορεύσει; Και μετά οι νεότεροι, πάντα κατά τη σειρά της ηλικίας τους;¨ Σήμερα δυστυχώς κανείς δε μπορεί να συγκρατήσει την αταξία των ρητόρων: ούτε οι νόμοι, ούτε οι πρυτάνεις, ούτε οι πρόεδροι, ούτε ολόκληρη η προεδρεύουσα φυλή, κι ας αποτελεί το ένα δέκατο της πόλης».

«Μου φαίνεται πως έχεις δίκιο», παραδέχεται ο Οινοκράτης απευθυνόμενος στον Φιλήμονα. «Ποντάρει στους παλιούς Αθηναίους, εκείνους που έχουν ακόμη αναμνήσεις από την αλλοτινή αθηναϊκή κοινωνία, τότε που κανείς δε τολμούσε να πειράξει ή να αναπροσαρμόσει τη νομοθεσία του Σόλωνα».

«Αλλά του διαφεύγει ότι οι νεαροί σκύλοι έχουν αρχίσει να γαυγίζουν» παρατηρεί ο Φιλήμονας. «Αν και δεν νομίζω ότι, προς το παρόν, δαγκώνουν», σπεύδει να συμπληρώσει.

«Αφού λοιπόν έτσι έχουν τα πράγματα σήμερα», συνεχίζει ο ρήτορας, «και αφού η πολιτική αταξία είναι αυτή που μπορείτε να δείτε από μόνοι σας, τι απομένει από τη δημοκρατική εξουσία; Ένα μόνο: το να μπορεί κανείς να καταγγείλει όσα παράνομα συμβαίνουν. Εάν το καταργήσετε κι αυτό, ή αν συγχωρήσετε αυτούς που θέλουν να το καταργήσουν, προβλέπω ότι σε λίγο, χωρίς να το αισθανθείτε, θα έχετε παραχωρήσει την εξουσία της δημοκρατίας σε λίγους φύλαρχους.

Όμως, ξέρετε καλά πολίτες Αθηναίοι ότι -όλα κι όλα- τα είδη των κυβερνήσεων σε μια πολιτεία ζωντανών ανθρώπων, είναι τρία: η απόλυτη μοναρχία, η ολιγαρχία και η δημοκρατία. Από αυτά, η απόλυτη μοναρχία και η ολιγαρχία διοικούνται σύμφωνα με τη διάθεση των προϊστάμενων αρχόντων, οι δε δημοκρατικές πόλεις σύμφωνα με τους νόμους.

Κανένας λοιπόν από εσάς δεν πρέπει να αγνοεί, αντίθετα καθένας ας γνωρίζει σαφώς, ότι όταν πηγαίνει στο δικαστήριο για να δικάσει κάποιον που συνέταξε παράνομο ψήφισμα, την ημέρα εκείνη, στην ουσία, ψηφίζει σχετικά με την ίδια του την ελευθερία.

Γι αυτό και ο νομοθέτης, πριν από όλα τα άλλα, στον όρκο των δικαστών έγραψε αυτά τα λόγια: ¨Θα ψηφίζω σύμφωνα με τους νόμους¨. Γιατί ο νομοθέτης ήξερε καλά ότι εάν διατηρηθούν οι νόμοι υπέρ της πόλεως, σώζεται και η δημοκρατία. Εσείς όλα αυτά πρέπει να τα θυμάστε καλά και να μισείτε όσους γράφουν παράνομα ψηφίσματα. Και να μη θεωρείτε πως οποιοδήποτε από αυτά τα ψηφίσματα είναι δευτερεύον, αντίθετα καθένα ενδέχεται  να έχει τεράστιες επιπτώσεις.

Και να μην αφήνετε κανένα να σας στερεί το δικαίωμα της ελεύθερης ψήφου. Ούτε καν τους στρατηγούς με την συνέργεια των οποίων, ήδη εδώ και καιρό, ορισμένοι ρήτορες διαφθείρουν τους νόμους της δημοκρατίας. Και να μην ακούτε τις παρακλήσεις και τα κολακευτικά λόγια των ξένων επισήμων που προέρχονται από τις συμμαχικές πόλεις, τους οποίους κάποιοι χρησιμοποιούν σαν μεσάζοντες και έτσι καταφέρνουν, ενώ κυβερνάνε την πολιτεία με παράνομο τρόπο να αποφεύγουν την καταδίκη των δικαστηρίων»

«Τι εννοεί;», ρωτάει σιγανά ο συγγραφέας.

«Εννοεί ότι μερικοί άρχοντες έχουν καταλάβει ότι περισσότερο κι από το να είναι τίμιοι, σήμερα δυστυχώς, μετράει το να νομίζουν οι άλλοι πως είναι τίμιοι. Και να μην το είχαν καταλάβει υπάρχουν πια πολλοί σοφιστές που τους το υποδεικνύουν. Για να το πετύχουν, βάζουν κάποιους φίλους τους από άλλες πόλεις, που έτσι κι αλλιώς δεν μπορούν να ξέρουν τι ακριβώς γίνεται εδώ, να λένε δημοσίως θετικά λόγια γι αυτούς. Όταν λοιπόν πρέπει να λογοδοτήσουν, γιατί το απαιτεί ο νόμος, φροντίζουν να έχουν μαζέψει τέτοιες καλές μαρτυρίες, καθώς και άλλους δημόσιους επαίνους, όπως αυτός που ζητάει ο Κτησιφώντας για τον Δημοσθένη, έτσι ώστε το κλίμα να είναι θετικό και να την σκαπουλάρουν ανώδυνα. Να δεις ότι εάν συνεχίσουμε έτσι, στο όχι πολύ μακρινό μέλλον η πραγματικότητα θα καταργηθεί και θα μετρούν μονάχα οι εντυπώσεις. Και αυτό θα το διδάσκουν ακόμη και στις φιλοσοφικές σχολές! Αλλά πρόσεξε τον Αισχίνη. Υποθέτω ότι όλα αυτά θα τα εξηγήσει αναλυτικά και ο ίδιος».

«Συμπολίτες, αν θέλετε να κάνετε σχόλια, πηγαίνετε τουλάχιστον στην άκρη, κάτω από τη στοά, γιατί εδώ ενοχλείτε», παρατηρεί κάποιος εκεί δίπλα.

Πράγματι ο Οινοκράτης και ο Χοντρόης οπισθοχωρούν κάπως προς την πλησιέστερη περιμετρική στοά, όπου έχουν κάνει την εμφάνισή τους και ορισμένοι πωλητές δροσιστικών ροφημάτων με τις υδρίες τους, ενώ ο Φιλήμονας παραμένει στη θέση του και εξακολουθεί να κρατάει επιμελώς σημειώσεις.

https-userscontent2.emaze.comimages99007113-5898-4a7c-ae05-db0ec57eeece930807d8201cff88dfe57b73d9d5323f

Ο Αισχίνης συνεχίζει την αγόρευσή του…

«Νομίζω πως αρκετά είπα για την κατηγορία γενικά. Τώρα θα ήθελα να πω μερικά λόγια για τους νόμους που παραβιάστηκαν από τον Κτησιφώντα. Τους νόμους που αφορούν εκείνους που έχοντας αναλάβει κάποιο δημόσιο έργο ή αρχή, πρέπει να λογοδοτήσουν σχετικά μετά τη λήξη της θητείας τους.

Παλιότερα λοιπόν, κάποιοι άρχοντες που αναλάμβαναν μεγάλα αξιώματα και διαχειρίζονταν τα χρήματα του δημοσίου, αλλά ήσαν παράλληλα και επιρρεπείς σε δωροδοκίες,  τι έκαναν; Πολύ πριν τελειώσει η θητεία τους έπαιρναν με το μέρος τους μερικούς ρήτορες της βουλής, οι οποίοι φρόντιζαν να τους απονεμηθούν τιμητικά ψηφίσματα και έπαινοι. Έτσι λοιπόν δημιουργούσαν ένα ευνοϊκό για τους ίδιους κλίμα που απέτρεπε όσους θα ήθελαν να τους κατηγορήσουν, ενώ ταυτόχρονα δημιουργούσε αμηχανία στους δικαστές.

Μ’ αυτόν τον τρόπο, πολλοί υπόλογοι διαχειριστές των δημόσιων αρχών και του δημόσιου χρήματος, ακόμη και αν τους έπιαναν επ’ αυτοφώρω να κλέβουν, κατάφερναν να γλυτώσουν από τα δικαστήρια.

Γιατί; Διότι οι δικαστές θεωρούσαν ντροπή για τον Δήμο και την Πόλη να καταδικάσουν άρα να ανακηρύξουν επισήμως κλέφτη κάποιον που μόλις πριν λίγο, ο ίδιος ο Δήμος και η ίδια Πόλη, είχαν τιμήσει με επαίνους ή και με χρυσό στεφάνι. Αναγκάζονταν λοιπόν οι δικαστές να ψηφίζουν αθωωτικά για να μη ντροπιάσουν τον Δήμο.

Όμως κάποτε ο νομοθέτης αντιλήφθηκε τι συμβαίνει στην πραγματικότητα και θέσπισε νόμο που απαγορεύει αυστηρά να τιμώνται πριν την λήξη της θητείας τους όσοι είναι υπόχρεοι λογοδοσίας.

Παρά ταύτα έχουν ήδη επινοηθεί δικαιολογίες για να παρακαμφθεί και αυτή η ρύθμιση.  Κάποιοι, και ανάμεσά τους μπορεί να βρίσκονται και μετριοπαθείς πολίτες φαινομενικά υπεράνω υποψίας, προτείνουν να εγκρίνονται οι δημόσιοι έπαινοι, αλλά να απονέμονται επισήμως μετά τον απολογισμό των πεπραγμένων.

Αλλά τι δείχνει μια τέτοια πρόταση; Μάλλον ότι αυτός που προτείνει ένα τέτοιο ψήφισμα, ξέρει και ο ίδιος ότι βρίσκεται εκτός των πλαισίων του ισχύοντος νόμου και ότι μάλλον δεν αισθάνεται και τόσο άνετα με την πρότασή του .

Όμως ο Κτησιφώντας, ω άνδρες Αθηναίοι, δεν επικαλείται καν τη δικαιολογία που μόλις ανέφερα. Θέλει, σώνει και καλά να στεφανωθεί ο Δημοσθένης πριν δώσει λόγο για την διαχείρισή του όσο ακόμη ήταν άρχοντας!»

Ο Φιλήμονας αντικαθιστά τη γραμμένη -φίσκα- πινακίδα με μια άλλη, λευκή, που βγάζει από τον σάκο του.

images (77)

 «…¨Ναι, εντάξει¨, θα πει κάποιος», λέει τώρα ο ρήτορας, «¨αλλά ο Δημοσθένης έχει δημοκρατικά φρονήματα!¨.

Εάν βέβαια εστιάσετε στα ωραία του λόγια θα εξαπατηθείτε, όπως συνέβη και στο παρελθόν. Κάτι τέτοιο όμως δεν θα επαναληφθεί εάν δώσετε προτεραιότητα στην Αλήθεια και εάν προσέξετε τον χαρακτήρα του.

Σας προτείνω λοιπόν το εξής: Εγώ, με τη βοήθειά σας θα εξετάσω ποια χαρακτηριστικά πρέπει να έχει ο δημοκρατικός και συνετός άνδρας και ποια είναι, αντίθετα, τα κύρια γνωρίσματα του ολιγαρχικού κακού ανθρώπου. Εσείς, στη συνέχεια αποφανθείτε με ποια μοιάζουν, όχι τα λόγια, αλλά οι πράξεις και ο πραγματικός βίος του Δημοσθένη».

«Για να δούμε, τι θα πει…!» λέει στον Χοντρόη ο Οινοκράτης, ο οποίος ενόψει της χειραφέτησής του ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για το πώς αξιολογούνται οι συμπεριφορές στον θαυμαστό κόσμο των ελεύθερων.

«Ο δημοκρατικός άνδρας, κύριοι δικαστές, όπως νομίζω ότι όλοι θα συμφωνήσετε, θα πρέπει να έχει τα παρακάτω προσόντα: 

Πρώτα πρέπει να είναι ελεύθερος από πατέρα και από μάνα, έτσι ώστε να μην αντιπαθεί τους νόμους που στηρίζουν την δημοκρατία μόνον και μόνο επειδή έτυχε να γεννηθεί από μη ελεύθερους γονείς.

Δεύτερο, πρέπει οι πρόγονοί του να έχουν ασχοληθεί με τον δήμο ή, τουλάχιστον, να μην έχουν λόγο να τον εχθρεύονται. Κι αυτό για να είναι σίγουρο ότι δε θα επιχειρήσει να κάνει κακό στην Πόλη θέλοντας να εκδικηθεί για όσα τυχόν έπαθαν οι πρόγονοί του.

Τρίτο, πρέπει να είναι μυαλωμένος και μετρημένος άνθρωπος στην καθημερινή του ζωή και να μη δωροδοκείται προκειμένου να ικανοποιήσει τις τυχόν ακόλαστες επιθυμίες του.

Τέταρτο, να είναι καλόγνωμος και ικανός ρήτορας, δηλαδή η σκέψη του να επιλέγει το καλύτερο για την πόλη και η ευφράδειά του να πείθει τους ακροατές. Εάν δεν τα έχει και τα δύο τότε η στοχαστικότητα είναι προτιμότερη από τη ρητορική ικανότητα.

Πέμπτο, να είναι γενναιόψυχος για να μην εγκαταλείπει τον λαό στις κρίσιμες περιπτώσεις και τους κινδύνους.

Ποια είναι τα χαρακτηριστικά του ολιγαρχικού;

Τα ακριβώς αντίθετα. Δε βλέπω το λόγο να τα ξαναπώ.

Σκεφτείτε λοιπόν ποια απ’ αυτά διαθέτει ο Δημοσθένης. Και η εξέτασή σας ας είναι πάντοτε δίκαιη».

«Και όμως αγαπητέ μου Χοντρόη», σχολιάζει ο Οινοκράτης, «όλοι ξέρουν ότι ο πατέρας του Αισχίνη ήταν ένας εγγράμματος δούλος. Άρα δε μας τα λέει και πολύ καλά. Κρίμα, γιατί μου είναι συμπαθής κυρίως επειδή έχει βιώματα σαν τα δικά μας. Και επίσης επειδή αυτός και ο πατέρας του κατάφεραν να ξανακερδίσουν τη ζωή τους. Ας μη ξεχνάμε πως εδώ στην Αθήνα αυτό είναι εφικτό ορισμένες φορές. Αλλά ας μη ξεχνάμε κιόλας, και ας μην απαρνιόμαστε αυτό που υπήρξαμε: καταπιεσμένοι δούλοι!»

*

αρχείο λήψηςσ

Ο ήλιος έχει σηκωθεί ψηλά και η ζέστη έχει αρχίσει να γίνεται ενοχλητική.

Ο Οινοκράτης και ο Χοντρόης έχουν επιστρέψει κοντά στον Συρακούσιο θεατρικό συγγραφέα, ο οποίος εξακολουθεί να ακούει και να γράφει, και στις δύο όψεις των λευκοβαμμένων λεπτών σανιδιών του.

«Φιλήμονα, ο Αισχίνης όπου να’ ναι τελειώνει, μετά θα πάρει το λόγο ο Κτησιφώντας, αλλά απ’ ότι λέγεται στον γύρο, όχι για πολύ. Σκοπεύει να δώσει το χρόνο του στον συνήγορό του  τον Δημοσθένη. Ο Πρόεδρος σίγουρα θα κάνει ενδιάμεσα ένα διάλειμμα για να πάρουν μια ανάσα και για να φάνε κάτι οι δικαστές. Οι περισσότεροι έχουν φέρει μαζί τους τροφή, εμείς όμως όχι. Οπότε θα  έλεγα να βγούμε και να τσιμπήσουμε κάτι, πριν πλακώσει ο πολύς κόσμος στα κυλικεία της περιοχής. Έτσι επιστρέφουμε έγκαιρα για να ακούσουμε τον Δημοσθένη».

«Εγώ, αν δε σε πειράζει, προτιμώ να μείνω εδώ. Η όλη ιστορία μου φαίνεται ενδιαφέρουσα και δεν θέλω να χάσω καμία φάση».

«Εντάξει, μείνε. Θα σου φέρουμε εμείς καμιά πίτα. Κι εσύ θα μας πεις ό, τι το ενδιαφέρον θα συμβεί εν τω μεταξύ».

«Φέρτε και καμιά φιάλη[1]  ζύθο»

«Έγινε».

Καθώς οι δύο απομακρύνονται, ο Αισχίνης στο βήμα συνεχίζει την αγόρευσή του.

«…Πώς όμως θα μπορούσατε να αποφύγετε τέτοιους παραπλανητικούς λόγους; Νομίζω ότι θα μπορούσα να κάνω μια σχετική πρόταση: Όταν θα έλθει εδώ στο βήμα ο Κτησιφώντας για να σας διαβάσει το λόγο που άλλος του έχει γράψει, ζητήστε του, με τρόπο ήρεμο, να πάρει την πινακίδα και να διαβάσει, παράλληλα με το ψήφισμά του, και τους ισχύοντες νόμους. Και αν δεν σας ακούσει να μην τον ακούσετε κι εσείς. Γιατί δεν ήλθατε στο δικαστήριο για να ακούτε τις δικαιολογίες των κατηγορούμενων, αλλά αυτούς που θέλουν να απολογηθούν σύμφωνα με τους νόμους.

Εάν πάλι ο Κτησιφώντας, παραβιάζοντας τις διαδικασίες καλέσει για συνήγορο τον Δημοσθένη, προς θεού μην δεχτείτε ως υπερασπιστή έναν σοφιστή, που θεωρεί πως με τα σοφίσματά του μπορεί να καταργήσει τους νόμους. Και ας μη νομίσει κανένας από εσάς ότι είναι δα καμιά σπουδαία πράξη -όταν ο Κτησιφώντας θελήσει να καλέσει τον Δημοσθένη για συνήγορο- να αρχίσει  να φωνάζει ¨κάλεσέ τον, κάλεσέ τον¨.  Γιατί σ’ αυτήν την περίπτωση ο δικαστής που θα καλέσει τον Δημοσθένη να καταθέσει, στην ουσία τον καλεί να ρητορεύσει εναντίον του ίδιου, εναντίον όλου του δικαστηρίου, εναντίον των νόμων και εναντίον της δημοκρατίας.

Εάν όμως, παρά ταύτα θελήσετε να ακούσετε τον Δημοσθένη, διατάξτε τον τουλάχιστον να απολογηθεί με τον ίδιο τρόπο που έκανα και εγώ στην κατηγορία μου».

***

8374527

Όταν ο Οινοκράτης και ο Χοντρόης επιστρέφουν στο Τετράγωνο Περιστύλιο φέρνοντας τις πίτες και τον ζύθο που είχαν υποσχεθεί στον Φιλήμονα, το διάλειμμα των εργασιών της Ηλιαίας τελειώνει και οι δικαστές έχουν αρχίσει να ξαναπαίρνουν τις θέσεις τους.

Ο Φιλήμονας κοιτάζει τις σημειώσεις του και τους ενημερώνει:

«Λοιπόν, περιληπτικά -αναλυτικά ελπίζω πως θα τα πούμε αργότερα- τα πράγματα έχουν ως εξής:

Όπως είδατε κι εσείς, για τα δύο πρώτα σημεία της κατηγορίας, (παράνομη βράβευση πριν τη λογοδοσία και παράνομη απονομή στο θέατρο αντί για το βουλευτήριο) ο Αισχίνης επικαλέστηκε τους ισχύοντες νόμους, τους οποίους και ζήτησε να διαβαστούν από τον γραμματέα. Επίσης αναφέρθηκε σε πολλούς πραγματικά άξιους Αθηναίους που ούτε αξιώθηκαν ούτε ζήτησαν ποτέ τέτοιες τιμές.

Όσο αφορά στο τρίτο σκέλος των κατηγοριών, δηλαδή εκείνες που αφορούν τον ίδιο τον Δημοσθένη, και κατά πόσο το ήθος και η συμπεριφορά του αιτιολογούν το αίτημα για δημόσιο έπαινο, εδώ προσπάθησε να είναι αναλυτικός και διεξοδικός. Βασικά, εκείνο που ισχυρίστηκε είναι πως ο Παιανέας είναι κάθαρμα, τόσο στην ιδιωτική, όσο και στην δημόσια ζωή του.

Σχετικά με την ιδιωτική του ζωή έκανε αναφορά στην κακή του συμπεριφορά απέναντι σε κάποιους Αθηναίους που δεν τους γνωρίζω, αλλά που σημείωσα εδώ τα ονόματά τους: Έναν Δημομέλη, μάλλον ξάδελφό του, τον οποίο ο Παιανέας κατηγόρησε ότι του είχε επιτεθεί και τον είχε τραυματίσει, αλλά τελικά, απ’ ό, τι είπε ο Αισχίνης, επρόκειτο μάλλον για αυτοτραυματισμό. Επίσης ανέφερε έναν στρατηγό ονόματι Κηφισόδοτο… ξέρεις εσύ τίποτα γι αυτόν Οινοκράτη;»

«Νομίζω ότι ήταν ένας κολλητός του, με τον οποίο όχι μόνο είχε φάει και πιει μαζί, αλλά είχε και συμπολεμήσει. Λένε ότι ο Δημοσθένης δεν δίστασε να αναλάβει το ρόλο του κατηγόρου όταν υπήρξε ¨εισαγγελία[2]¨ εναντίον του στρατηγού. Εισαγγελία που κατέληξε σε καταδίκη σε θάνατο! Δεν ξέρω άλλα».

«Ανάφερε και κάποιο Μειδία, ίσως να τον έχεις ακουστά».

«Ξέρω ότι είναι μια πολύ παλιά ιστορία. Πριν καμιά τριανταριά χρόνια και!  Ο Μειδίας ήταν πλούσιος και ισχυρός και, δε ξέρω για ποιο λόγο, γρονθοκόπησε τον Δημοσθένη στο θέατρο. Ο Δημοσθένης όμως δε κινήθηκε εν τέλει δικαστικά εναντίον του, παρά το ότι είχε την υποστήριξη του Δήμου, αλλά αρκέστηκε να του πάρει ένα σεβαστό χρηματικό ποσό».

«Στη συνέχεια, σχετικά με  το δημόσιο βίο, είπε τα περισσότερα∙ χώρισε μάλιστα τον πολιτική ζωή του Δημοσθένη σε τέσσερεις περιόδους, για να την αναλύσει καλύτερα: Τον κατηγόρησε ότι στον ¨Ιερό πόλεμο¨ δωροδοκήθηκε από τους Φωκείς, ότι στη μάχη της Χαιρώνειας το έβαλε στα πόδια, ή τουλάχιστον ότι κάποιοι τον κατηγόρησαν τότε ως λιποτάκτη, ότι συνηθίζει να οικειοποιείται τα επιτεύγματα των άλλων πολιτικών, καθώς και ότι ψεύδεται όταν ισχυρίζεται ότι είναι άξιος δημοκρατικός άνδρας. Α, ναι και ότι η μάνα του είναι από τη Σκυθία, επομένως δεν μπορεί να τιμηθεί σαν να ήταν πλήρης και απολύτως γηγενής πολίτης. Στο τέλος πρότεινε να ψηφιστεί νόμος που να απαγορεύει να αγορεύουν όσους κατηγορούνται πως εισηγήθηκαν παράνομα ψηφίσματα, γιατί υπάρχει κίνδυνος παραπλάνησης των δικαστών. Νομίζω πως αυτά είναι τα βασικά. Α, και κάτι που μου έκανε εντύπωση γιατί το βρίσκω κατάλληλο για αξιοποίηση στο έργο που θα συγγράψω: ο Αισχίνης χαρακτήρισε τον Δημοσθένη γκαντέμη!».

«Γκαντέμη;»

«Βάσκανο, γρουσούζη, πώς το λέτε εσείς εδώ πέρα; Η θεά Τύχη τον αγνοεί. Έχει, λέει, την έμφυτη τάση να προκαλεί συμφορές γύρω του!»

«Εντάξει, κατάλαβα. Ο Κτησιφώντας μίλησε ήδη;»

«Ναι, για πολύ λίγο. Είπε πως το ψήφισμά του είναι καλοπροαίρετο, άρα ο ίδιος είναι αθώος και πως αφήνει τον χρόνο που δικαιούται στον συνήγορό του, που, φυσικά, είναι ο Δημοσθένης. Μετά ο προεδρεύων άρχοντας κήρυξε την προσωρινή μεσημβρινή παύση των εργασιών».

«Το κοινό πως αντιδρά;»

«Αν εννοείς τους δικαστές, φροντίζουν να δείχνουν αρκετή ψυχραιμία και σοβαρότητα, αλλά κατά βάθος υπάρχει ένταση και είναι αισθητή. Είναι φανερό ότι υπάρχουν προσκείμενοι και αντικείμενοι ήδη πεισμένοι. Όσο για μας τους υπόλοιπους, μέχρι στιγμής κανένας δε θέλησε να δοκιμάσει τη ράβδο των φρουρών, καθώς θα τον απομάκρυναν βίαια σε περίπτωση που θα ανακατευόταν στη διαδικασία».

«Ας δούμε λοιπόν τι θα μας πει κι ο Παιανέας», λέει αναστενάζοντας με επιδεικτική ανεκτικότητα ο Οινοκράτης.

(συνεχίζεται)

d1c03-70

…………….

[1] Ποτήρι

[2] Εισαγγελία: μήνυση που οι πολίτες μπορούσαν να καταθέσουν  στη Βουλή ή την εκκλησία του δήμου όταν επρόκειτο για προφανή αδικήματα για τα οποία όμως δεν υπήρχε σαφής πρόβλεψη ούτε για το όργανο που είναι αρμόδιο για την εκδίκαση, ούτε για το ποιοι νόμοι περιγράφουν την σχετική διαδικασία. Για παράδειγμα, αδικήματα όπως η προδοσία της πατρίδας ή η κατάλυση της δημοκρατίας.

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , , , , | Leave a Comment »

Κύλικες και δόρατα. Μέρος Ζ΄, Κεφάλαιο έκτο: Περιμένοντας τη δίκη

Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 21 Νοεμβρίου, 2017

Ιστορικό μυθιστόρημα υπό εκπόνηση: Μέρος Ζ.

Κεφάλαιο 6ο Περιμένοντας τους δικαστές

 

Agora-Athens

Κεντρική Αγορά των Αθηναίων. Χαράματα. Η μέρα προοιωνίζεται ανέφελη και ζεστή, αν και ακόμη κυριαρχεί μια ευχάριστη πρωινή δροσιά.  Ο ήλιος δεν έχει ακόμα ξεπροβάλει για τα καλά πάνω από τον Υμηττό∙ είναι η ώρα της ροδοδάκτυλης Ηούς.  

Να που καταφτάνουν οι καταστηματάρχες και  οι προμηθευτές με τα καρότσια και τα κάρα τους. Το πλάτωμα της Αγοράς βρίθει από πάγκους, μαγαζιά, αποθήκες, στοές,   ναούς, αγάλματα και μνημειακά δημόσια κτίρια. Σιγά σιγά, καθώς ο ήλιος παίρνει ν’ ανυψώνεται ροδαλός κι ελπιδοφόρος, ο τόπος ζωντανεύει.  

Στη βορεινή πλευρά υπάρχει ήδη μαζεμένος πολύς κόσμος. Εδώ βρίσκεται το Τετράγωνο Περιστύλιο, ένας μεγάλος νεόδμητος χώρος, αφιερωμένος στην Θέμιδα. Το κτίσμα είναι περίκλειστο, σχηματίζοντας τέσσερεις ανοιχτές περίπλευρες στοές που ¨βλέπουν¨ προς το εσωτερικό, όπου υπάρχει ένας μεγάλος ασκεπής χώρος συνελεύσεων. Η επικοινωνία με την εξωτερική πλατεία γίνεται μέσω δέκα πυλών. Μία για κάθε φυλή.

Σήμερα είναι μια από τις ημέρες που το ημερολόγιο επιτρέπει τη διεξαγωγή δικών[1] και, εκτός από τις συνήθεις ιδιωτικές υποθέσεις, εκδικάζεται και μια ¨γραφή παρανόμων¨, η οποία έχει ήδη προκαλέσει το έντονο ενδιαφέρον των πολιτών. Το αποτέλεσμα είναι πως πολλοί Αθηναίοι έχουν σπεύσει προκειμένου να δηλώσουν έτοιμοι να αναλάβουν το λειτούργημα των δικαστών. Υπάρχουν και άλλοι, πολίτες και μη, που ήρθαν εδώ νωρίς για να βρουν μια καλή θέση, από την οποία να μπορέσουν να παρακολουθήσουν με άνεση την προβλεπόμενη σύγκρουση ανάμεσα σε δύο από τους πιο γνωστούς και ικανούς Αθηναίους ρήτορες: τον Δημοσθένη και τον Αισχίνη.

Ανάμεσά τους ο Οινοκράτης, που έχει πάνω από έναν λόγο να ενδιαφέρεται για τις πολιτικές εξελίξεις στην Αθήνα, ο Χοντρόης ο οποίος μαθαίνει πώς λειτουργεί αυτή η αξιοπερίεργη πόλη της εξωτικής Δύσης και ο Φιλήμονας, που έχει σκοπό να κρατήσει σημειώσεις από την διεξαγωγή της δίκης, προκειμένου  να τις χρησιμοποιήσει στη συγγραφή του προσεχούς (διασκεδαστικού) θεατρικού του έργου.

Ένας από τους Αθηναίους που περιμένουν στην ουρά μπροστά σε μια από τις δέκα πύλες, (σύμφωνα με την αναρτημένη πινακίδα, προορίζεται για την Λεοντίδα φυλή) τους αναγνωρίζει και τους κάνει νεύμα από μακριά.  Τον πλησιάζουν.

«Φίλτατε Παλαμήδη, υγίαινε», του λέει ο Οινοκράτης, ενώ και οι δύο άλλοι γέρνουν μπροστά τα κεφάλια σε ένδειξη φιλικού χαιρετισμού.

«Χαίρε Οινοκράτη, χαίρε Χοντρόη…»

«Αυτός εδώ είναι ένας παλιός φίλος μου από τις Συρακούσες. Τον λένε Φιλήμονα και γράφει κωμωδίες για το θέατρο», συστήνει ο Οινοκράτης τον έτερο Συρακούσιο.

Ο Παλαμήδης δηλώνει ότι χαίρεται για τη γνωριμία κι ότι ένα από εκείνα που του έλειψαν πολύ στην εκστρατεία ήταν ακριβώς μια επιμελημένη θεατρική παράσταση.

«Ήρθες για να δικάσεις;» τον ρωτάει ο Οινοκράτης.

Ο Παλαμήδης βγάζει από το θυλάκιο και του δείχνει μια μικρή ξύλινη πινακίδα, όπου αναγράφεται το όνομα, το  πατρώνυμο και ο Δήμος στον οποίο ανήκει.

«Ναι, ιδού το πινάκιό μου… αλλά βλέπω ότι υπάρχει καθυστέρηση. Όχι πως έχει πολλές δίκες σήμερα, -άλλωστε μέσα υπάρχουν συσκευές που διευκολύνουν τις διαδικασίες κλήρωσης. Εκείνο που μάλλον παίρνει χρόνο είναι η ορκωμοσία όσων δηλώνουν ότι επιθυμούν να δικάσουν για πρώτη φορά.

Παλιότερα είχαμε προκαταρκτική κλήρωση του συνολικού σώματος των δικαστών, και ορκιζόταν όλη η Ηλιαία μαζί, στην αρχή του χρόνου.   Δηλαδή και οι έξι χιλιάδες μαζί με τους αναπληρωματικούς. Τώρα άλλαξε το σύστημα. Κάθε πολίτης πάνω από τα τριάντα μπορεί να πάρει μέρος σε δίκη ως δικαστής. Όμως, όποιος δεν έχει ορκιστεί άλλη φορά στο παρελθόν, και επομένως δεν κατέχει το εγκεκριμένο πινάκιο-ταυτότητα, πρέπει να ορκιστεί επί τόπου. Αυτό φοβάμαι πως θα μας κάνει να περιμένουμε κάμποσο. Κι αν αργήσουμε εμείς, θα αργήσουν να ανοίξουν και οι πύλες για το κοινό!»

«Δεν το παρακάνουν όμως με τους όρκους οι Αθηναίοι;» παρατηρεί, όχι χωρίς κάποια σκωπτική διάθεση, ο Φιλήμονας. «Θα έλεγε κανείς πως παραείναι θρήσκοι, αφού κάθε τόσο επικαλούνται τους θεούς. Αλλά πώς συμβιβάζεται αυτό με τις φήμες που τους κατηγορούν ότι όχι μόνον ανέχονται, αλλά και αγαπούν τους φιλοσόφους, οι οποίοι τους Θεούς δεν κάνουν άλλο παρά να τους αμφισβητούν;»

«Οι φήμες είναι φήμες αγαπητέ Συρακούσιε», ¨τσιμπάει¨ ο Παλαμήδης. «Εδώ στην Αθήνα πράγματι οι φιλόσοφοι μπορούν να σκέπτονται και να λένε ό, τι θέλουν, γι αυτό και μας προτιμούν και μας επισκέπτονται. Αλλά εάν τα βάλουν με τους Θεούς αντιμετωπίζουν τόσες δυσκολίες, όσες σε  οποιαδήποτε άλλη ελληνική πόλη. Υπάρχουν παραδείγματα.

Όσο για τους δημόσιους όρκους δεν νομίζω πως είναι πολλοί. Στην ουσία είναι μόνον τρεις:

Στην αρχή είναι ο όρκος των εφήβων, όταν τελειώνουμε την διετή εκπαίδευση στα όπλα και πρόκειται να γίνουμε πλήρεις πολίτες: ¨ουκ καταισχύνω τα όπλα¨ και τα παρόμοια.

Στο τέλος, και μόνον εφόσον τα καταφέρουμε να φτάσουμε στο αξίωμα των ηγετών, δίνουμε τον όρκο των δέκα αρχόντων: στην ουσία ορκιζόμαστε ότι θα φυλάξουμε τους νόμους και ότι δε θα δωροδοκήσουμε ούτε θα δωροδοκηθούμε κατά τη διάρκεια της θητείας μας.

Ενδιάμεσα, δίνουμε αυτόν εδώ τον όρκο των δικαστών. Όλοι, από τους θήτες μέχρι τους αριστοκράτες, μπορούμε να δικάσουμε αρκεί να ορκιστούμε ότι θα είμαστε αμερόληπτοι: ¨Ψηφιούμαι κατά τους νόμους¨ και ¨ακροάζομαι του τε κατηγόρου και του απολογουμένου ομοίως αμφοίν¨… Α, ναι: ορκιζόμαστε και πως δεν θα επιτρέψουμε επ’ ουδενί να τρωθεί το δημοκρατικό καθεστώς της Αθήνας[2] και, για να τα λέμε όλα, υπάρχουν στον όρκο και κάτι άλλες υποχρεώσεις που προστέθηκαν πρόσφατα και που δεν υπήρχαν στους νόμους του Σόλωνα[3]».

Στο σημείο αυτό ο Παλαμήδης στρέφει την προσοχή του προς το τραπέζι που είναι τοποθετημένο κάτω από την πύλη, από όπου φαίνεται πως του κάνουν νόημα να πλησιάσει.

«Με συγχωρείτε φίλοι μου, νομίζω πως ήρθε η σειρά μου. Ελπίζω να κληρωθώ στην εκδίκαση της ¨γραφής παρανόμων¨ και όχι στη δίκη κανενός κλεφτοκοτά! Πάντως χαίρομαι που θα ξαναπάρω τη δικαστική βακτηρία. Τα λέμε…»

Τους αποχαιρετά υψώνοντας το χέρι που κρατάει το πινάκιο και απομακρύνεται προς την είσοδο.

«Για κοίτα ο Παλαμήδης! Νομίζω πως περισσότερο από το θέατρο πρέπει να έχει πεθυμήσει τα δικαστήρια», σχολιάζει ο Οινοκράτης.

«Τι μου θυμίζεις εσύ όμως!» λέει ο Φιλήμονας.

«Τι

«Αθάνατο Αριστοφάνη, φυσικά!»

«Για λέγε».

«Λοιπόν: Σφήκες. Μιλάει ο Bδελυκλέωνας:».

«Πάμε

Ο Φιλήμονας υποκλίνεται και αρχίζει:

«Θα πρέπει τώρα να σας πω  τ’ αφέντη μου το  ψώνιο:

στης Ηλιαίας τ’ έδρανα τ’ αρέσει να συχνάζει

μπροστά μπροστά να κάθεται∙

και βαριαναστενάζει

όταν δε βγαίνει δικαστής από την κληρωτίδα∙

μένει τη νύχτα άγρυπνος

μα κι αν κλείσει τα βλέφαρα

ο νους του στην κλεψύδρα

θα φτερουγίζει συνεχώς

κι όταν από τη κλίνη του σηκώνεται ορθός

τα δάχτυλά του είναι κλειστά

να, έτσι-

σαν να κρατούν την ψήφο

τόσο που λες τι να ‘παθε απόψε ο φτωχός;

Αγκύλωση; Ή από λιβάνι μια χεριά

πάει στο βωμό να κάψει

 λες κι έχουμε πρωτομηνιά;[4]»

«Μεγάλος!» αναφωνεί ο Οινοκράτης

«Μέγιστος!» υπερ(πε)θεματίζει ο Χοντρόης.

images (22)

***

[1] Υπήρχαν όντως πολλές ημέρες που δεν ετελούντο δίκες στην Αθήνα του 4ου αιώνα π.Χ, είτε λόγω εορτών και άλλων δημόσιων εκδηλώσεων είτε επειδή συνεδρίαζαν την ημέρα εκείνη η εκκλησία του δήμου ή άλλα πολυπληθή όργανα της δημοκρατίας

[2] Ο όρκος των Αθηναίων δικαστών έχει ως εξής (Εκδοχή που ανάγεται στην περίοδο του μυθιστορήματος: τέλη 4ου αιώνα π.Χ.):

«Θα δικάζω (ψηφίζω) σύμφωνα με τους νόμους και τα ψηφίσματα του δήμου της Αθήνας και της Βουλής των Πεντακοσίων. Δεν θα ψηφίσω για την εγκαθίδρυση τυραννίδας ή ολιγαρχίας και, εάν κάποιος επιχειρεί την κατάλυση της δημοκρατίας στην Αθήνα, προτείνει η θέτει σε ψηφοφορία μέτρο που συγκρούεται με τη δημοκρατία, δεν θα τον ακολουθήσω. Δεν θα ψηφίσω για την απόσβεση των ιδιωτικών χρεών, ούτε για την αναδιανομή της γης των Αθηναίων και των οικιών τους. Δεν θα επαναφέρω τους καταδικασμένους σε εξορία, ούτε τους καταδικασθέντες σε θάνατο, ούτε θα απελάσω από την πόλη τους διαμένοντες ξένους αντίθετα με τους ισχύοντες νόμους και τα ψηφίσματα του Δήμου των Αθηναίων και της Βουλής, ούτε εγώ ο ίδιος ούτε θα επιτρέψω σε άλλον. Δεν θα αφήσω να οριστεί άρχων κάποιος που δεν έχει ακόμη λογοδοτήσει για την άσκηση άλλου αξιώματος, είτε αυτός είναι ένας από τους εννέα άρχοντες, είτε ιερομνήμων ή άλλος άρχων που κληρώνεται την ίδια μέρα με τους εννέα άρχοντες, ή κήρυκας, ή μέλος πρεσβείας ή συμβουλίου. Δεν θα επιτρέψω σε κανέναν να ασκήσει δυο φορές το ίδιο αξίωμα, ούτε να ασκήσει δύο αξιώματα μέσα στο ίδιο έτος. Δεν θα δωροδοκηθώ λόγω της δικαστικής μου ιδιότητας, ούτε εγώ προσωπικά, ούτε άλλος ή άλλη για λογαριασμό και εν γνώσει μου κατ’ ουδένα τρόπο και με κανένα πρόσχημα. Έχω συμπληρώσει την ηλικία των τριάντα ετών. θα ακούσω και τον κατήγορο και τον κατηγορούμενο εξί­σου και τους δύο, και θα ψηφίσω αποκλειστικά για το ζήτημα το οποίο αφορά η δίωξη. Ορκίζομαι στο όνομα του Δία, του Ποσειδώνα, της Δήμητρας. Συμφορά σε μένα και την οικογένειά μου αν παραβώ τις δεσμεύσεις αυτές, κάθε καλό αν τηρήσω τον όρκο».

Επιμέλεια της μετάφρασης από την Εταιρεία Ιστορίας του Δικαίου. ¨Πηγές Ιστορίας του Δικαίου¨, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2008.

***

Ψηφιοῦμαι κατά τούς νόμους καί τά ψηφίσματα τοῦ δήμου τοῦ Ἀθηναίων καί τῆς βουλῆς τῶν πεντακοσίων. καί τύραννον οὐ ψηφιοῦμαι εἶναι οὐδ’ ὀλιγαρχίαν οὐδ’ ἐάν τίς καταλύῃ τόν δῆμον τόν Ἀθηναίων ἤ λέγῃ ἤ ἐπιψηφίζῃ παρά ταῦτα, οὐ πείσομαι· οὐδέ τῶν χρεῶν τῶν ἰδίων ἀποκοπάς οὐδέ γῆς ἀναδασμόν τῆς Ἀθηναίων οὐδ’ οἰκιῶν οὐδέ τους φεύγοντας κατάξω, οὐδέ ὧν θάνατος κατέγνωσται, οὐδέ τους μένοντας ἐξελῶ παρά τούς νόμους τούς κειμένους καί τά ψηφίσματα τοῦ δήμου τοῦ Ἀθηναίων καί τῆς βουλῆς οὐτ’ αὐτός ἐγώ οὐτ’ ἄλλον οὐδένα ἐάσω. οὐδ’ ἀρχήν καταστήσω ὥστ’ ἄρχειν ὑπεύθυνον ὄντα ἑτέρας ἀρχῆς, καί τῶν ἐννέα ἀρχόντων καί τοῦ ἱερομνήμονος καί ὅσοι μετά τῶν ἐννέα ἀρχόντων κυαμεύονται ταύτῃ τῇ ἡμέρᾳ, καί κήρυκος καί πρεσβείας καί συνέδρων οὐδέ δίς τήν αὐτήν ἀρχήν τόν αὐτίν ἄνδρα, οὐδέ δύο ἀρχάς ἄρξαι τόν αὐτόν ἐν τῷ αὐτῷ ἐνιαυτῷ. οὐδέ δῶρα δέξομαι τῆς ἡλιάσεως ἕνεκα οὔτ’ αὐτός ἐγώ οὔτ’ ἄλλος ἐμοί οὔτ’ ἄλλη εἰδότος ἐμοῦ, οὔτε τέχνη οὔτε μηχανή οὐδεμιά. καί γέγονα οὐκ ἔλαττον ἤ τριάκοντα ἔτη. καί ἀκροάσομαι τοῦ τε κατηγόρου καί τοῦ ἀπολογουμένου ὁμοίως ἀμφοῖν, καί διαψηφιοῦμαι περί αὐτοῦ οὗ ἄν ἤ δίωξις ᾖ. ἐπομνύναι Δία, Ποσειδώ, Δήμητρα, καί ἐπαρᾶσθαι ἐξώλειαν ἑαυτῷ καί οἰκίᾳ τῇ ἑαυτοῦ, εἰ τι τούτων παραβαίνοι, εὐορκοῦντι δέ πολλά κἀγαθά εἶναι.

[3] Πρόκειται για τα εδάφια του όρκου που αναφέρονται στην απαγόρευση έγκρισης αποφάσεων υπέρ των αναδασμών γης και υπέρ της κατάργησης των ιδιωτικών χρεών, που προστέθηκαν στον όρκο μετά το 333 π.Χ.

[4] Αριστοφάνης,  Σφήκαι, & 87-96, σε ελεύθερη απόδοση.

 

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , , | Leave a Comment »

Μυθιστόρημα υπό εκπόνηση. ¨Κύλικες και Δόρατα¨ Μέρος Ζ΄, Κεφάλαιο πέμπτο: Όπου ο Αισχίνης λέει τα δικά του.

Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 5 Νοεμβρίου, 2017

Κεφάλαιο 5ο:  Συνάντηση με τον Αισχίνη.

(αφηγείται ο Εύελπις)

Aeschines_bust

Ο Αισχίνης βρίσκεται στον οίκο του Ευρύνου στο Λυκαβηττό, στο γραφείο που μου έχει παραχωρήσει ο πατέρας μου.  Ζήτησε να με δει επειγόντως και διακριτικά, αλλά του παράγγειλα ότι μπορεί να έρθει εδώ, και ότι δεν υπάρχει λόγος για μυστικότητες. Κάθεται λοιπόν σε μια πολυθρόνα απέναντί μου και με κοιτάζει με ένταση.

«Δεν είναι δική μου δουλειά αγαπητέ Αισχίνη», του λέω, «να υπαγορέψω τις κινήσεις και τις πρωτοβουλίες των Αθηναίων ηγετών. Ούτε βέβαια ενός ικανού ρήτορα και καλού γνώστη της αθηναϊκής πολιτικής σκηνής, όπως εσύ. Αφού όμως με επισκέφτηκες και εφόσον μου λες πως σε ενδιαφέρει η γνώμη μου, θα σου την πω: Πιστεύω ότι πριν προχωρήσεις τις δικαστικές πρωτοβουλίες σου, ίσως θα έπρεπε να λάβεις περισσότερο υπ’ όψιν το γενικότερο κλίμα.

Εγώ ναι, ενδιαφέρομαι οι σχέσεις ανάμεσα στην ηγεσία της πανελλήνιας εκστρατείας και τις Αρχές της  αθηναϊκής δημοκρατίας να είναι καλές και απρόσκοπτες. Και μπορούμε να πούμε ότι, σε γενικές γραμμές, η κατάσταση δεν είναι κακή. Ο άρχοντας Φωκίωνας που έχει σήμερα την ευθύνη της πόλης έχει την εκτίμηση και την εμπιστοσύνη του Αλέξανδρου. Ο Μακεδόνας βασιλιάς, από την πλευρά του, αν και βρίσκεται σε μια πρωτοφανή εξόρμηση, απ’ την οποία δεν λείπουν οι δυσκολίες και οι κίνδυνοι, φροντίζει να προωθεί τα στοιχεία εκείνα που εκφράζουν το σύνολο των Ελλήνων, κι ανάμεσά σε αυτά, πολλά από τα αθηναϊκά πρότυπα.

Ο λόγος για τον οποίο βρίσκομαι εδώ κουβαλώντας τα ανακτηθέντα παλιά σύμβολα της αθηναϊκής δημοκρατίας, αυτό ακριβώς θέλει να υπογραμμίσει. Αν και νομίζω ότι μπορώ να σου εκμυστηρευτώ ότι υπάρχουν και κάποιοι στην εκστρατεία που διαφωνούν με αυτή την πολιτική θέση και θα προτιμούσαν να δουν τον Αλέξανδρο να στηρίζεται στον -ακόμη ισχυρό- μηχανισμό της περσικής αυτοκρατορικής διοίκησης. Ίσως λοιπόν, αυτή την περίοδο δεν  πρέπει να αναμοχλεύσουμε τα πάθη της εποχής της μάχης στη Χαιρώνεια. Όμως δεν ξέρω κατά πόσο θα μπορέσουμε να αποφύγουμε κάτι τέτοιο αν εμπλακούμε σε μια δίκη πάνω σε γεγονότα που αφορούν εκείνη την εποχή και μάλιστα έχοντας πολέμιο έναν ικανό ρήτορα σαν τον Δημοσθένη, γνωστό για την ανένδοτη αντιπαλότητά του απέναντί μας.

Επί πλέον μαθαίνω από έμπειρες πηγές, (όπως ισχυρίζεται πως είναι ο συνάδελφός σου, ο ρήτορας Δημάδης) ότι το κλίμα ανάμεσα σε εκείνους που αύριο θα είναι ένορκοι δικαστές σε μια ενδεχόμενη δίκη, δεν είναι αυτονόητα ευνοϊκό ούτε για εμάς αλλά ούτε για εσένα προσωπικά.

Επαναλαμβάνω λοιπόν ότι πριν προχωρήσεις σε κινήσεις με αβέβαια αποτελέσματα, καλό θα είναι να μελετήσεις προσεκτικά την ισχύουσα σήμερα πολιτική κατάσταση. Επαναλαμβάνω επίσης ότι αυτά στα λέω μόνο επειδή με ρωτάς. Υπεύθυνος για όποια απόφαση πάρεις, θα είσαι μόνο εσύ. Θα σου πω μόνον το αυτονόητο: Η προσωπική μου γνώμη είναι πως οι καλές σχέσεις της Αθήνας με το επιτελείο της εκστρατείας εξακολουθούν να έχουν προτεραιότητα».

Δεν τον βλέπω να ενθουσιάζεται ακούγοντας την άποψή μου. Τον καταλαβαίνω: απ’ ό, τι μαθαίνω έχει ήδη προχωρήσει στην επίσπευση των διαδικασιών και η εκδίκαση της ¨γραφής παρανόμων¨ που υπέβαλε κατά του Κτησιφώντα, δηλαδή κατά του Δημοσθένη, που πάει να πει κατά της αντιμακεδονικής μερίδας της Βουλής, είναι πλέον ζήτημα ημερών. Προφανώς σήμερα ήρθε εδώ περισσότερο για να με ενημερώσει τυπικά για την έναρξη της δίκης, παρά για να ζητήσει τη γνώμη μου, όπως ισχυρίζεται.

Το παραδέχεται.

image009

«Τη δίκη θα την κερδίσουμε, νεαρέ Μεγαρέα», με διαβεβαιώνει. «Θα είναι μια μεγάλη πολιτική νίκη. Και τότε οι σχέσεις ανάμεσα στην Αθήνα και τους Μακεδόνες δεν μπορεί παρά να βελτιωθούν αισθητά.

Και μη νομίσεις ότι δεν το σκέφτηκα αρκετά ή ότι παρασύρθηκα από την αντιπάθεια που μου προκαλεί αυτός ο αλιτήριος ο Δημοσθένης, όχι δεν είναι αυτό το κίνητρό μου. Αντίθετα, ήμουν εγώ που κατάφερα να αναβάλω την εκδίκαση, όσο υπήρχε φόβος να επικρατήσει εκείνος χάρη στις δυσμενείς για εμάς περιστάσεις και τη δύναμη που του δίνουν οι δημαγωγικές του ικανότητες. Όμως σήμερα η κατάσταση δεν είναι αυτή που ήταν πριν από οκτώ χρόνια, όταν υπέβαλα την ¨γραφή παρανόμων¨.

Σήμερα οι συμπατριώτες μου μπορούν να κρίνουν με ψυχραιμία εάν η πολιτική του Παιανέα είναι τυχοδιωκτική ή όχι. Η ήττα μας στη Χαιρώνεια δεν είναι πια πρόσφατη αιτία θλίψης όπως τότε. Μπορούμε πλέον να κρίνουμε τα γεγονότα με ψυχραιμία. Είναι προφανές ότι η δύναμη που είναι σε θέση να συσπειρώσει τους Έλληνες και να νικήσει τους Ασιάτες υπάρχει. Και πως η Αθήνα θα έχει μόνον να κερδίσει εάν σταθεί πλάι της. Θα νικήσουμε στη δίκη νεαρέ Μεγαρέα, με τον ίδιο τρόπο που τα ενωμένα στρατεύματά μας νικούν στο πεδίο της μάχης, θα δεις».

Βλέπω στο πυρετώδες βλέμμα του πως είναι έτοιμος να τα διακινδυνεύσει όλα. Και ότι δεν πρόκειται να μεταπειστεί.

Κοιτάζω τις σημειώσεις μου. Η αντιδικία Δημοσθένη – Αισχίνη είναι μια παλιά ιστορία. Κάποτε οι δυο τους ήταν στην ίδια παράταξη και ο Κοθωκίδης είχε τις ίδιες αντιμακεδονικές  ιδέες με τον Παιανέα. Αλλά είναι πάνω από δεκαπέντε χρόνια που ο Αισχίνης διαφοροποιήθηκε. Συγκεκριμένα δέκα επτά: όταν είδε ότι οι άλλες ελληνικές πόλεις, ακόμη και οι φιλικές προς την Αθήνα δεν πείθονταν να αντισταθούν ενεργά στους Μακεδόνες. Αλλά η προσωπική του διένεξη με τον Δημοσθένη άρχισε πριν δώδεκα, δεκατρία χρόνια όταν εκείνος τον κατηγόρησε πως χρηματίστηκε από τον Φίλιππο. Τότε ο Αισχίνης κατάφερε, έστω με μικρή διαφορά ψήφων, να αθωωθεί. Τώρα είναι έτοιμος να ανταποδώσει τα ίσα. Και θεωρεί τη συγκυρία ευνοϊκή.

«Ούτως ή άλλως, δεν υπάρχουν περιθώρια για υπαναχωρήσεις», μου λέει. «Τα προκαταρκτικά ολοκληρώθηκαν και η δίκη αρχίζει μεθαύριο».

Κοιτάζω πάλι τις σημειώσεις μου. Χρειάζομαι μερικές ακόμη αποσαφηνίσεις. «Το κατηγορητήριο που διατυπώνεις είναι το ίδιο με εκείνο που υπέβαλες παλιότερα, στην πρώτη σου έγκληση;» τον ρωτάω.

«Έχω αλλάξει κάπως μόνον τη σειρά των κατηγοριών. Τότε άρχιζα με τον Δημοσθένη τον ίδιο και ανέλυα διεξοδικά το γιατί η βράβευση που ζητούσε ο Κτησιφώντας δεν αιτιολογείτο ούτε από τα έργα ούτε από τον ήθος του Παιανέα. Το αντίθετο. Μια συνεπής με τον εαυτό της δημοκρατική πολιτεία, θα έπρεπε να τον τιμωρήσει για όσα έχει κάνει έως σήμερα.

Τώρα, αυτό το αφήνω για το τέλος. Προτιμώ το τμήμα της αγόρευσής μου που τον αφορά άμεσα, να βρίσκεται χρονικά κοντύτερα στην ώρα της απόφανσης των δικαστών. Πρώτα παρουσιάζω τους λόγους που η ίδια η πρόταση για τη στέψη του με χρυσό στεφάνι, αφενός όχι στο βουλευτήριο αλλά στο θέατρο και αφετέρου προτού δώσει λόγο για τα πεπραγμένα του ως άρχων διαχειριστής, δεν είναι σύμφωνη με τους ισχύοντες νόμους. Σε διαβεβαιώνω Μεγαρέα ότι από νομική άποψη αυτά τα σημεία μπορούν να αποδειχτούν μη σύννομα με αδιαμφισβήτητο τρόπο».

«Θα είναι η Ηλιαία που θα εκδικάσει την υπόθεση, έτσι δεν είναι;»

«Ναι, αυτό είναι το τμήμα της εκκλησίας του δήμου που επιλύει τέτοιου είδους δικαστικές διενέξεις Παλιότερα, όπως θα ξέρεις, αναδεικνύονταν με κλήρωση την αρχή κάθε χρόνου έξι χιλιάδες Ηλιαστές, ανάμεσα στους πολίτες με πλήρη δικαιώματα και ηλικία πάνω από τριάντα ετών. Οι δικαστές των επιμέρους δικών επιλέγονταν από αυτούς. Τώρα τελευταία δεν γίνεται πια αυτή η αρχική κλήρωση και κάθε πολίτης που πληροί τις προϋποθέσεις μπορεί να χρισθεί δικαστής, αρκεί να δηλώσει ότι ενδιαφέρεται και να κληρωθεί σε κάποια συγκεκριμένη δίκη».

«Αυτό σημαίνει ότι στην εκδίκαση της δικής σου ¨γραφής¨, οι δικαστές πόσοι θα είναι ;»

«Υποθέτω, πάνω κάτω πεντακόσιοι. Πενήντα από κάθε φυλή που θα προκύψουν από κλήρωση. Αυτό θα το μάθουμε με σιγουριά αύριο».

«Και η απόφαση είναι αμετάκλητη;»

«Αμετάκλητη. Αν καταδικαστούν, ο Κτησιφώντας και ενδεχομένως ο Δημοσθένης, το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι να ισχυριστούν ότι οι κατηγορίες μου ήταν ψευδείς. Σε αυτή την περίπτωση, αν δεν αποδείξουν τον ισχυρισμό τους, ενδέχεται να διακινδυνεύσουν μια νέα δίκη με πιθανή επιβάρυνση της ποινής. Αλλιώς μόνο μια εκ των υστέρων αμνηστία θα μπορούσε να τους σώσει».

«Πού θα διεξαχθεί η δίκη;»

«Αυτό, όπως και τον ακριβή αριθμό των δικαστών θα το μάθουμε αύριο. Τα ονόματα των δικαστών θα κληρωθούν μεθαύριο τα χαράματα. Η κλήρωση γίνεται εσκεμμένα την τελευταία στιγμή. Είναι ένα από τα μέτρα που έχουν ληφθεί έτσι ώστε να αποτραπεί τυχόν προσπάθεια των διαδίκων να επηρεάσουν τους δικαστές. Όσο για το χώρο, πιθανότατα λόγω καλοκαιριού η συνεδρίαση θα γίνει σε κάποιο υπαίθριο αμφιθέατρο, ίσως στο Τετράγωνο Περιστύλιο[1], αλλά θα υπάρχει διαθέσιμος και κάποιος στεγασμένος χώρος για την απίθανη περίπτωση που θα βρέξει ».

«Θα είναι μια ανοιχτή διαδικασία, έτσι δεν είναι;»

«Πιο ανοιχτή δε γίνεται. Ακόμη και επισκέπτες από άλλες πόλεις θα μπορέσουν να την παρακολουθήσουν, αν καταφέρουν να βρουν μια κατάλληλη θέση. Και βέβαια, πέρα από τους πολυάριθμους δικαστές, θα είναι παρόντες και  πάμπολλοι άλλοι κάτοικοι της Αθήνας. Για σένα και για τον πατέρα σου θα φροντίσω να υπάρχει μια τιμητική θέση με ψάθα και σκιάδιο, κοντά στο προεδρείο».

«Μου φάνηκε ότι τις τελευταίες μέρες υπάρχει κάποιος ερεθισμός στα πλήθη…» παρατηρώ.

Ο Αισχίνης είναι πιο ήρεμος τώρα. Έχει χαλαρώσει: είπε ό, τι είχε να πει και έδειξε σε εμένα -ίσως και στον εαυτό του- πόσο έτοιμος είναι για την επικείμενη μάχη.

«Νομίζω ότι τους γνωρίζεις τους γηγενείς και πόσο την βρίσκουν με τις δίκες… Πρέπει -υποθέτω- να  ξέρεις και τη  σχετική ιλαρή ιστοριούλα…» μου λέει.

«Ποια;»

«Μάλλον δεν είναι ακριβώς σκωπτική αφήγηση, αλλά μια ατάκα από τις ¨Σφήκες¨ του γνωστού Αριστοφάνη… Λέει ένας μαθητευόμενος σοφιστής στον Στρεψιάδη δείχνοντάς του έναν χάρτη: ¨Κοίτα Στρεψιάδη, αυτός είναι ένας χάρτης της γης. Και κοίτα: εδώ είναι η Αθήνα¨.

¨Μωρέ τι μας λες: αποκλείεται!¨, απαντάει εκείνος ¨Δεν βλέπω πουθενά δικαστές να κάθονται στην έδρα!¨»

images (16)

(συνεχίζεται)

[1] Τετράγωνο Περιστύλιο: Βρισκόταν στον χώρο όπου αργότερα χτίστηκε η Στοά του Αττάλου.

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , | Leave a Comment »

Κύλικες και δόρατα. Μυθιστόρημα υπό εκπόνηση. Μέρος Ζ΄ Κεφάλαιο τέταρτο: Εμείς οι περιπατητικοί

Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 2 Νοεμβρίου, 2017

144

Εμείς οι περιπατητικοί…

(αφηγείται ο Οινοκράτης)

Περπατάμε πέρα δώθε στους δρόμους του Άστεως και ψιλοκουβεντιάζουμε (γιατί είπαμε να υιοθετήσουμε κι εμείς την τρέχουσα αθηναϊκή μανία) εγώ, ο Χοντρόης και ο παλιός μου φίλος από τις Συρακούσες, ο Φιλήμονας. Είμαστε στην Αγορά και κατευθυνόμαστε προς την Πνύκα για να δει και ο φιλομαθής ασιάτης το χώρο όπου  παίρνονται οι βασικές αποφάσεις εδώ στην Αθήνα. Από ‘κει λέω να τον ανεβάσω στον Παρθενώνα, να δει και κάτι που προέρχεται από την πατρίδα του: τις ασπίδες-λάφυρα που ο Αλέξανδρος ως εκπρόσωπος των Ελλήνων (πλην Λακεδαιμονίων, όπως αρέσκονται να τονίζουν συχνά οι Αθηναίοι) αφιέρωσε στην Παρθένο.

Με τον Φιλήμονα λέμε γι αυτά που συνέβησαν την μέρα της τελετής, όταν χάθηκαν (και ξαναβρέθηκαν -χάρη σε ‘μας) τα περίφημα αγάλματα των ¨τυραννοκτόνων¨. Που και που μας διακόπτει προς στιγμήν με κάποιο επιφώνημα  ή κάποιο σχόλιο σχετικό με αυτά που βλέπει γύρω του -και του κάνουν εντύπωση- ο  στρογγυλός  Πέρσης, σε άπταιστο ¨Χοντροη-ειδές¨ ιδίωμα.

Εδώ που τα λέμε, στην Αγορά υπάρχουν αρκετές  αφορμές για σχόλια: Υπάρχουν σημαντικά δημόσια κτίρια, εμπορικές στοές, αγάλματα που απεικονίζουν αθάνατους θεούς, πεθαμένους ήρωες, αλλά και  άξιους μνείας θνητούς που ζουν ακόμη. Ωστόσο τίποτα δε θυμίζει τα υπέρογκα, υπερβολικά μνημεία που εντυπωσιάζουν συνήθως τους ανατολίτες, αλλά και εμάς όταν επισκεπτόμαστε τα μέρη τους.

«Τι απέγιναν τελικά οι αυθεντικές προτομές», με ρωτάει ο Φιλήμονας. «Το πρόσεξες κι εσύ ότι δεν βρίσκονται πια μπροστά στο Λεωκόριο;»   

«Τις άφησαν εδώ περιφρουρούμενες για ένα διάστημα», τον πληροφορώ, «αλλά μετά τις απέσυραν μέχρις ότου αποφασίσουν εάν θα τοποθετηθούν τελικά σε ανοιχτό ή σε κλειστό χώρο όπως πρότειναν κάποιοι. Είπαν ότι μέσα σε μια στοά, για παράδειγμα, θα μπορούσαν να επιτηρηθούν καλύτερα και δεν θα υπάρχει φόβος να ξανακλαπούν.

Αλλά δεν νομίζω ότι πρόκειται μόνο για θέμα ασφαλείας. Βλέπεις, μπροστά στο Λεωκόριο υπάρχουν πάντα  αυτά τα υπέροχα μπρούτζινα αγάλματα που φιλοτέχνησαν ο Κριτίας και ο Νησιώτης για να  αντικαταστήσουν τα αρχικά, μετά την υφαρπαγή τους από τον Ξέρξη. Το αποτέλεσμα είναι ότι συγκρινόμενα με αυτά, τα γνήσια χάνουν σε αίγλη και καταλήγουν να μοιάζουν άσχημα.

Όχι ότι ο Αντίνορας δεν ήταν καλός γλύπτης. Αντίθετα, πρέπει να προσπάθησε να είναι πιστός στην πραγματικότητα∙ άλλωστε μπορούσε να το κάνει γιατί είχε ζήσει τα γεγονότα και είχε γνωρίσει προσωπικά τους πρωταγωνιστές. Είναι που οι δύο μεταγενέστεροι γλύπτες εικονογράφησαν έναν μύθο που δημιουργήθηκε εκ των υστέρων, καμιά σαρανταριά χρόνια ύστερα από τα γεγονότα και μάλιστα μέσα στην ευφορία της νίκης στη Σαλαμίνα. Αυτή είναι η άποψη και του δικού μου, του Εύελπι, που του αρέσει να ψάχνει αυτά τα θέματα και που συνήθως είναι καλά ενημερωμένος.

αρχείο λήψης (1)

Τι να κάνουμε Φιλήμονα, εσύ που είσαι συγγραφέας ξέρεις καλά ότι οι μύθοι είναι πάντοτε πιο όμορφοι, πιο στολισμένοι και πιο ελκυστικοί από την πραγματικότητα… αλλιώς θα χρησίμευαν πολύ λιγότερο… ίσως και να μη χρησίμευαν καθόλου».

Μας διακόπτει ο Χοντρόης: «Τις ο λόγος δι’ όντινα  οι στρατιώται ούτοι κρατώσι  σχοινίον τοσούτω μακρύ, χρώματος δε ερυθρού;» απορεί.

«Και εγώ είχα προβληματιστεί όταν τους πρωτοείδα», λέει ο Φιλήμονας.

«Και εγώ επίσης», συμφωνώ. «Πάντως είναι μια από τις πιο χαρακτηριστικές εικόνες της Αθήνας, Χοντρόη. Αυτοί που βλέπεις είναι οι Σκύθες τοξότες που φροντίζουν για την τήρηση της τάξης στο κέντρο και για τους οποίους σου έχω ήδη μιλήσει νομίζω. Κοίταξέ τους, είναι όλοι ξανθοί και γεροδεμένοι. Τυπικά δεν είναι παρά δημόσιοι δούλοι, αλλά στην ουσία έχουν ένα σωρό προνόμια. Μερικές φορές συμπεριφέρονται σαν ψαράδες, και αυτό το μεμιλτωμένο[1] σκοινί δεν είναι παρά το δίχτυ τους…

«Τουτέστιν; Τι ούτω θέλουσι αλιεύσει;», ξαναρωτάει ο φιλομαθής.

«Θα σου πω. Όταν στην συνέλευση των πολιτών, εδώ παραπάνω στην Πνύκα -θα πάμε σε λίγο- πρέπει να παρθεί μια σοβαρή απόφαση και δεν υπάρχει η απαιτούμενη απαρτία, τότε οι Σκύθες είναι εξουσιοδοτημένοι να μεταφέρουν τους πολίτες εκεί ¨εκόντες ή άκοντες¨, που γράφει και ο σχετικός κανονισμός. Άμα θες μπορείς να τον δεις τον κανονισμό: είναι αναρτημένος μαζί με άλλες χρήσιμες ανακοινώσεις εκεί πέρα, μπροστά στο Βουλευτήριο, κάτω από τα αγάλματα των επωνύμων ηρώων».

«Έσονται ουν άπαντες αναγιγνώσκειν δυνάμενοι;» απορεί ξανά με μια δόση θαυμασμού ο Ασιάτης.

«Όχι ακριβώς όλοι, αλλά πολλοί.  Δεν ξέρεις ότι σε αυτή την πόλη υπάρχουν οι πιο πολλοί εγγράμματοι από οποιαδήποτε άλλη στον κόσμο; Αυτό τουλάχιστον ισχυρίζονται διάσημοι και αξιόπιστοι περιηγητές. Εδώ που τα λέμε, δύσκολα θα κατόρθωναν οι Αθηναίοι να αυτοδιοικηθούν αν δεν ήξεραν γράμματα. Πάντως, επειδή δεν είναι ακριβώς όλοι-όλοι που τα καταφέρνουν, τους βλέπεις εκείνους στο τραπέζι κάτω από τον πίνακα των ανακοινώσεων; Είναι γραφείς και αναγνώστες. Με ένα μικρό αντίτιμο σου γράφουν ό, τι θελήσεις, ακόμη και σε άλλες διαλέκτους ή γλώσσες  -εάν τυχόν αλληλογραφείς με τόπους μακρινούς, ενώ η ανάγνωση νόμων και κανονισμών είναι συνήθως δωρεάν».  

«Χρήσιμον γιγνώσκειν!» λέει ο δικός μου. «Και προς τι το ερυθρόν του σχοινίου χρώμα;» εξακολουθεί να απορεί.

Οπότε τον Φιλήμονα τον πιάνει το καλλιτεχνικό του, σταματάει και αρχίζει να απαγγέλει, συνοδεύοντας τον ποιητικό λόγο με τις απαραίτητες θεατρικές χειρονομίες:

«…και να που έρμη, απ’ το πρωί, η Πνύκα παραμένει

κι ας είν’ να γίνει η τακτική η σύναξη του Δήμου,

να που οι πολλοί στην Αγορά μένουν και φλυαρούνε

κι ενώ οι Αρχές με κόκκινο σκοινί τους περιζώνουν

αυτοί πασχίζουν από εκεί στη ζούλα να ξεφύγουν.

Μήτε φανήκαν έγκαιρα στην Πνύκα οι Αρχόντοι,

μα  καταφτάνουν ύστερα και σαν λωλό κοπάδι

ο ένας τον άλλον σπρώχνουνε θέση μπροστά να πιάσουν.

Κανείς όμως δε νοιάζεται, τη δόλια την Ειρήνη

Αχ τι τραβάς και δεν μιλάς, κακόμοιρη πατρίδα…»

Υποκλίνεται.

Arciere-e-Partenone-_3

Τον χειροκροτώ. «Αριστοφάνης;» τον ρωτάω.

«Ναι, αθάνατος Αριστοφάνης, από τους ¨Αχαρνής¨. Έχω παίξει τον ρόλο του Δικαιόπολη παλιά, στην πατρίδα», μου απαντά.

Στρέφομαι προς τον Ασιάτη. «Κατάλαβες Χοντρόη; Η Δημοκρατία είναι το πολίτευμα των πολλών, αλλά πολλοί απ’ τους πολλούς, πολλές φορές δεν συμπεριφέρονται σαν πολίτες αλλά σαν ανόητοι ευθυνόφοβοι ιδιώτες. Τότε η Πολιτεία αναγκάζεται να τους τσουβαλιάσει. Το σκοινί με το οποίο τους σπρώχνουν από την Αγορά στην Πνύκα είναι βουτηγμένο σε κόκκινη μπογιά για να μένουν τα κόκκινα ίχνη στις πλάτες των κοπανατζήδων και να τους στιγματίζουν, έστω προσωρινά».

«Οι Αγορές και οι Δημοκρατίες, φαίνεται πως δεν τα πάνε πάντοτε καλά μεταξύ τους», θυμοσοφεί ο Φιλήμονας. Μετά σταματάει ξανά και παρατηρεί: «Αλλά για να κυκλοφορούν οι Σκύθες με το σκοινί ανά χείρας, σημαίνει ότι στην Πνύκα έχει σήμερα συνέλευση και μάλιστα με σοβαρά θέματα. Αν είναι έτσι, εμείς οι μη αθηναίοι δύσκολα θα πλησιάσουμε. Πράγματι βλέπω ότι ανηφορίζει προς το λόφο πολύς κόσμος. Άρα οι τοξότες μάλλον δεν θα χρειαστεί να χρησιμοποιήσουν το μεμιλτωμένο, αλλά και εμείς μάλλον πρέπει να τροποποιήσουμε τη διαδρομή μας και να φέρουμε τον Πέρση να δει την Πνύκα μια άλλη μέρα».

«Γαμώτο! Έχεις δίκιο!», διαπιστώνω. «Το ήξερα αλλά το ξέχασα. Ανάμεσα μάλιστα στα θέματα της σημερινής ημερήσιας διάταξης είναι και η έναρξη της εκδίκασης της ¨Γραφής παρανόμων¨ που υπέβαλε παλιά ο Αισχίνης κατά του Κτησιφώντα. Η προδικασία τελείωσε επιτέλους και σήμερα θα ορίσουν τον τόπο και τις άλλες λεπτομέρειες της τελικής φάσης. Άρα, απ’ ό, τι ξέρω για τις δικαστικές πρακτικές των Αθηναίων, η κυρίως δίκη πρέπει να αρχίσει αύριο ή μεθαύριο. Ο Εύελπις θέλει να την παρακολουθήσει, αλλά κι εγώ δε θα ήθελα να τη χάσω. Ελπίζω μόνο να ισχύει ακόμη η συνήθεια των Αθηναίων να διεξάγουν τις δίκες με τις θύρες ανοιχτές για όλους».

«Απ’ ό, τι άκουσα από τους φίλους μου στου Κυνοσάργους» λέει ο Φιλήμονας, «υπάρχουν επισκέπτες που έχουν καταφτάσει από τις γειτονικές πόλεις, πριν από την έναρξη των Παναθηναίων, μόνο και μόνο για να έχουν μια ευκαιρία να παρακολουθήσουν τη δίκη».

«Ωραία». Αλλάζω θέμα: «Φιλήμονα, έχεις λοιπόν φίλους στο Κυνόσαργες, έτσι δεν είναι; Τους βλέπεις ακόμη τους ¨Κυνοσαργίτες;¨ Ή να τους λέμε καλύτερα ¨κυνικούς¨ που είναι και πιο σύντομο;»

«Μπορείς να τους λες και απλώς ¨σκύλους¨, τους αρέσει. Ναι τους βλέπω. Είναι μια ομάδα που ενδιαφέρεται, ανάμεσα σε πολλά άλλα, και για τις τέχνες και ιδιαίτερα για την τέχνη του θεάτρου…»

«Θέλω να κουβεντιάσουμε λίγο γι αυτό Φιλήμονα. Αλλά αφού δεν θα πάμε στη Πνύκα, ας στρίψουμε και ας κάνουμε το γύρο της Ακρόπολης πριν ανεβούμε στον Παρθενώνα, και τα λέμε καθ’ οδόν», προτείνω εγώ.

images (13)

Αντί λοιπόν να πάρουμε τον ¨περίπατο¨ που γυροφέρνει την Ακρόπολη και που στη βορειοδυτική πλευρά είναι κολλημένος στους πρόποδες του βράχου, στρίβουμε πιο μπροστά αριστερά και παίρνουμε το δημοφιλή δρόμο με τους τρίποδες, που ξεκινώντας από την Αγορά παρακάμπτει κυκλικά την Ακρόπολη και φτάνει ως το θέατρο του Διονύσου. Τις προάλλες, όταν ήρθα στο κέντρο της πόλης μαζί με τον Εύελπι, πήραμε αυτό τον δρόμο από την άλλη άκρη του, αλλά σκαλώσαμε σε ένα κυλικείο και δεν πρόλαβα να δω τι το καινούργιο έχει τοποθετηθεί εδώ τα τελευταία χρόνια. Σήμερα είναι μια καλή ευκαιρία να ρίξω μια ματιά.

Αυτόν τον δρόμο θα μπορούσαμε και να τον πούμε ¨η οδός των φιλοτίμων¨, με την  έννοια της οδού της αφιερωμένης στους ¨φίλους των τιμών¨. Εντάξει, όλοι οι διαμένοντες εν Αθήναις αγαπάμε τις τιμές, ιδιαίτερα όταν τις απονέμουν οι άλλοι σε εμάς, αλλά μόνο εδώ ο τιμώμενος έχει δικαίωμα να αυτοτιμηθεί επιπρόσθετα και συμπληρωματικά. Πράγματι, όσοι είχαν την τύχη ή την ικανότητα να αξιωθούν κάποιο βραβείο, είτε ως καλλιτέχνες είτε και ως χορηγοί δημόσιων εκδηλώσεων, δικαιούνται όχι μόνο να εκθέσουν εδώ τα βραβεία τους (συνήθως πρόκειται για χάλκινους τρίποδες) αλλά και να τα τοποθετήσουν (για να φαίνονται καλύτερα) πάνω σε περίτεχνες μόνιμες κατασκευές, όπως διακοσμημένα  βάθρα, κολόνες και βωμοί. Έτσι κατά μήκος της οδού φτιάχτηκε ένα πολύπλοκο και πολυφορτωμένο σκηνικό, το οποίο βέβαια  αποτελεί σταθερό στόχο των περιηγητών που θαυμάζουν της αθηναϊκές ιδιορρυθμίες.

Προσπαθώ να τα εξηγήσω όλα αυτά στον Χοντρόη, ο οποίος όμως δυσκολεύεται να καταλάβει πώς είναι δυνατό να επιτρέπεται σε τόσους πολλούς αθηναίους να αυτοεκτιμώνται και να αυτοθαυμάζονται. Εγκαταλείπω την προσπάθεια και στρέφομαι προς τον Φιλήμονα.

«Φιλήμονα», του λέω, «οι φίλοι σου στο Κυνόσαργες δε θύμωσαν μαζί σου που κατά κάποιο τρόπο ανακατεύτηκες στην έρευνα για τα αγάλματα;»

«Όχι» μου λέει. «Κατά βάθος είναι καλά παιδιά. Και απ’ όσο είμαι σε θέση να υποθέσω, πρόθεσή τους δεν είναι να ανατρέψουν το δημοκρατικό καθεστώς, κάθε άλλο. Μάλλον να το βελτιώσουν επιθυμούν».

«Ήθελα να σε ρωτήσω αν τελικά έμαθαν ότι στη Θόλο και στην κρυψώνα μας οδήγησε, άθελά της, η νόστιμη ξανθούλα που συμμετείχε στα συμβάντα, αλλά δεν κατάλαβε ότι την παρακολουθούσα».

«Λες την Ιππαρχία. Το υποθέτουν, γιατί ήταν η μόνη που μετά την ¨παρέμβαση¨ ήρθε  κατευθείαν εκεί, αλλά δεν νομίζω ότι γνωρίζουν πώς ακριβώς συνέβησαν τα πράγματα. Πάντως έχω την εντύπωση ότι εκείνο για το οποίο παραξενεύονται και τους προβληματίζει περισσότερο, είναι που δεν έχει γίνει ακόμη καμιά κίνηση εναντίον τους. Νομίζω ότι περίμεναν να έχουν ήδη συλληφθεί την επόμενη μέρα, αν όχι το ίδιο το βράδυ της επεισοδιακής τελετής.  Πράγματι και για μένα αυτό είναι ένα από τα μυστήρια αυτής της υπόθεσης».

«Εγώ πάλι νομίζω ότι η ηγεσία της πόλης δε θέλει να μεγαλοποιήσει τα συμβάντα, γιατί υποπτεύεται ότι έτσι θα κάνει το παιχνίδι αυτής της αόρατης εξωβουλευτικής αντιπολίτευσης. Η οποία όμως, εκείνο που ίσως επιθυμεί, είναι ακριβώς το να γίνει γνωστή στο Δήμο και να αποκτήσει έτσι περισσότερους οπαδούς. Απ’ ότι έμαθα μόνο ο Δημοσθένης γκρίνιαξε, και ζήτησε άμεσο εντοπισμό και τιμωρία των υπαίτιων, αλλά και αυτός τελικά δεν επέμενε πολύ».

«Δεν συμφωνώ», μου λέει ο Φιλήμονας.  «Αν μιλάμε για τα παιδιά του Κυνοσάργους, δεν πρόκειται για οργανωμένη αντιπολίτευση. Ούτε κατ’ ελάχιστον! Άλλωστε αρκετοί από αυτούς κατάγονται από τις παλιές ισχυρές αθηναϊκές οικογένειες».

«Μια που το ανάφερες Φιλήμονα, δε μου λες, ο Φώκος, ο γιος του άρχοντα Φωκίωνα, ο οποίος το βράδυ που έγινε η ανταλλαγή των αγαλμάτων ήταν υπεύθυνος για τη φρουρά στη Θόλο, παρακολουθεί κι αυτός τις συγκεντρώσεις των κυνικών;»

«Δεν ξέρω αν ανήκει στο στενό πυρήνα, αλλά στην αριστερή  όχθη του Ιλισού τον έχει πάρει το μάτι μου κάμποσες φορές. Αλλά αυτό δεν σημαίνει τίποτα. Στου Κυνοσάργους δε συχνάζουν μόνο οι φιλοσοφούντες ¨σκύλοι¨, συχνάζουν κι άλλοι πολλοί, αρχίζοντας από εκείνους που τους αρέσει απλώς το πνεύμα, η ευθυμία κι η καλή καρδιά. Αλλά, απ’ ότι λένε, ακόμη και ο Σωκράτης εκεί σύχναζε κάποτε!»

«Και είδες που κατέληξε τελικά», γελάω εγώ.

«Έτερον εκάτερον» μου κάνει.

«Εν πάση περιπτώσει, θέλω μια ακόμη χάρη Φιλήμονα».

«Αν περνάει από το χέρι μου, ευχαρίστως».

«Θα ήθελα να τους μεταφέρεις ένα μήνυμα από μένα. Μπορείς να τους πεις ποιος ακριβώς είμαι, δηλαδή ένας βοηθός του επικεφαλής της ομάδας που μετέφερε τα αγάλματα από την Ασία. Μην τους κρύψεις ότι συνέβαλα να ξαναβρεθούν οι προτομές∙ αυτό έτσι κι αλλιώς θα μαθευτεί. Πες τους όμως ότι με ενδιαφέρει η φιλοσοφία, ότι έχω μερικές γνώσεις σχετικές με τα όσα δίδαξε ο μακαρίτης ο Αντισθένης και ο μαθητής του ο Διογένης, και θα ήθελα να αποκτήσω περισσότερες. Ζητώ λοιπόν να  μου επιτρέψουν να συμμετάσχω σε κάποιες από τις συγκεντρώσεις τους στου Κυνοσάργους».

Ο Φιλήμονας με κοιτάζει παραξενεμένος.

«Θέλεις να τους κατασκοπεύσεις;»

«Θέλω κυρίως να τους καταλάβω. Πιστεύω κι εγώ σ’ αυτά που μου είπες, δηλαδή ότι δεν είναι επικίνδυνοι ούτε για τη δημοκρατία της Αθήνας, αλλά ούτε για την κοινή προσπάθεια που καταβάλουν σήμερα οι Έλληνες. Και δεν είναι ψέμα ότι με ενδιαφέρει η φιλοσοφία τους. Δεν ξέρω πόσο θα μείνουμε τελικά στην Αθήνα, γι αυτό θα ήθελα να επωφεληθώ και όσο θα είμαστε εδώ να μάθω μερικά πράγματα παραπάνω. Δυστυχώς μου είπαν ότι ο Διογένης, που θα ήθελα πολύ να τον συναντήσω πριν διαβεί των Αχέροντα, τα καλοκαίρια τα βγάζει στην Κόρινθο και έτσι μάλλον δεν θα προλάβω τον δω.

 Εάν πάλι κάνουμε λάθος και οι δύο και οι τύποι είναι όντως επίφοβοι συνωμότες και διαφθορείς, τότε καλό είναι να έχουμε κάπως το νου μας και να τους έχουμε από κοντά».

Μένει για λίγο σκεφτικός και μετά μου λέει:

«Κοίτα, θα μεταφέρω το μήνυμά σου, αλλά δε θα εγγυηθώ προσωπικά για τίποτα». 

 «Το βρίσκω σωστό», του απαντώ.

Εν τω μεταξύ ο Χοντρόης έχει σταματήσει μπροστά σε ένα μνημείο που του μοιάζει κάπως, δεδομένου ότι αν και έχει τετράγωνη βάση, το κύριο μέρος του είναι κυκλοτερές σαν κι αυτόν.

Lysicraties

«Τι ο κύλινδρος ούτος εστί;» με ρωτάει απτόητος.

«Μα το Δία δεν έχω ιδέα. Δεν νομίζω ότι υπήρχε πριν φύγω. Αλλά έχει μια επιγραφή σκαλισμένη εκεί πέρα. Μπορείς να τη διαβάσεις ή θες να σου τη διαβάσω εγώ;»

Ο Χοντρόης πάει κοντά κι αρχίζει να συλλαβίζει.

«Λυ-σι-κρά-της Λυ-σι-θεί-δου Κι-κυ-νεύς…»

«Εντάξει», παρεμβαίνει ο Φιλήμων. «Μη ζορίζεσαι, θα σου πω εγώ περί τίνος πρόκειται. Λίγο προτού φτάσω στην Αθήνα, ήμασταν δηλαδή ακόμη στην 111η Ολυμπιάδα, σε έναν διαγωνισμό θεατρικών έργων ερμηνευμένων από τους νέους της κάθε αθηναϊκής φυλής, νίκησαν τα παιδιά της Ακαμαντίδας φυλής, παίζοντας έναν διθύραμβο. Ο χορηγός αυτής της καλλιτεχνικής προσπάθειας ήταν κάποιος που τον λένε Λυσικράτη. Σημειώστε πως για έναν καθώς πρέπει διθύραμβο, ακόμη κι αν οι ερμηνευτές είναι παιδιά, χρειάζονται τουλάχιστον πενήντα τραγοντυμένοι χορευτές, ένας τουλάχιστον καλός αυλητής κι ένας ταλαντούχος ερμηνευτής που να συνδιαλέγεται με τον χορό και να διηγείται τις περιπέτειες του γιου της Σεμέλης. Χρειάζεται επίσης κάποιος που να εμπνευστεί και να διδάξει το έργο. Ο Λυσικράτης λοιπόν κατάφερε να τα οργανώσει και να τα χρηματοδοτήσει όλα αυτά και κέρδισε έτσι το δικαίωμα να φτιάξει αυτόν εδώ τον ναΐσκο, που όπως βλέπετε από τα ανάγλυφα  που κοσμούν την ζωφόρο, είναι αφιερωμένος στο Διόνυσο, θεό που αγαπάει το θέατρο. Ο Διόνυσος κατά πως ισχυρίζονται οι Αθηναίοι τους αγαπάει κι αυτούς, για αυτό κι αυτοί με τη σειρά τους τον αγαπούν λατρεύοντας το θέατρο. Στην κορυφή βλέπετε τον χάλκινο τρίποδα, δηλαδή το βραβείο αυτό καθ’ αυτό».

images (12)

«Κατάλαβες Χοντρόη;» ρωτάω.

«Ουχί» μου λέει «Πλην όμως πεπεπεισμένος ειμί ως κατανοήσειν θέλει εν χρόνω βραχυτάτω!»

……

[1] Μεμιλτωμένον: εμβαπτισμένο σε ερυθρό μόλυβδο, μίλτος: κόκκινη χρωστική ουσία.

(συνεχίζεται)

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , , , | Leave a Comment »

¨Κύλικες και δόρατα¨. Μυθιστόρημα υπό εκπόνηση. Μέρος Ζ΄ Κεφάλαιο τρίτο: Επίσκεψη στην Πυθιονίκη

Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 27 Οκτωβρίου, 2017

6889677cabeb3131f4290af9d4e0c3e1

Μέρος Ζ΄ Κεφάλαιο τρίτο: Στην Πυθιονίκη

(αφηγείται ο Εύελπις)

Βρίσκομαι και πάλι μέσα στα τείχη της πόλης και με βάση κάποιες πληροφορίες που μου έδωσε η Φρύνη ψάχνω να βρω την κατοικία μιας άλλης εταίρας. Πρόκειται για την Πυθιονίκη, ένα ανερχόμενο αστέρι της κεκοσμικευμένης Αθήνας, το οποίο απόκτησε δημοσιότητα μόλις τον τελευταίο καιρό, την περίοδο που βρέθηκε εδώ, σκαστός απ’ την εκστρατεία, ο Άρπαλος ο Ελιμιώτης, ο γιος του Μαχάτα.

Άλλωστε, είναι ύστερα από δική του παράκληση που την ψάχνω. Μου το ζήτησε, ως φιλική εξυπηρέτηση την τελευταία φορά που συναντηθήκαμε στην Περσέπολη, πριν εκείνος ξεκινήσει μαζί με τον Αλέξανδρο (ο οποίος τον είχε μόλις υποδεχτεί -και αποδεχτεί- πίσω στο στράτευμα) για τα Εκβάτανα και εγώ πίσω στα Σούσα με προορισμό την Αθήνα. 

Εγώ δεν την θυμόμουν την Πυθιονίκη, αν και, παλιότερα,  γνώριζα αρκετά καλά τις ωραίες εταίρες και τις συντροφιές τους∙ έτσι σκέφτηκα να ρωτήσω σχετικά την Φρύνη. Εκείνη προς στιγμήν στραβομουτσούνιασε και κατάλαβα ότι η νεαρή δεν ανήκε στους στενούς κύκλους της Ωραίας. Πράγμα εξάλλου αναμενόμενο, μια που ούτε ο Άρπαλος άρεσε στην Φρύνη, όσο κι αν, όταν έφτασε στην Αθήνα (πρώτα είχε μείνει για λίγο στα Μέγαρα), έφτασε μαζί και η φήμη ότι τάχα είχε αποστατήσει από την εκστρατεία   επειδή είχε διαφοροποιηθεί από τον Αλέξανδρο.  

Ύστερα η Φρύνη με ρώτησε τι ακριβώς ήθελα τη μικρή και εγώ προσπάθησα να της εξηγήσω ότι παρά τα επιφαινόμενα, δηλαδή παρά τη φήμη του Άρπαλου (ως ακόρεστου) και την οποιαδήποτε φήμη είχε (ενδεχομένως) ήδη η Πυθιονίκη, εδώ υπάρχει κάτι άλλο, κάτι που μοιάζει με μεγάλο έρωτα!

Της διηγήθηκα με πόση ζέση ο Άρπαλος με είχε παρακαλέσει να βρω τη νεαρή εταίρα και να την πείσω να τον ακολουθήσει στην εκστρατεία και πως μου ζήτησε επίσης να την διευκολύνω οργανώνοντας το ταξίδι της προς την Ασία.

Εξήγησα στην Φρύνη πως, σύμφωνα με όσα μου είπε ο ίδιος ο Άρπαλος, όταν έλαβε το μήνυμα ότι ο Αλέξανδρος τον συγχωρεί και τον καλεί πίσω, αποφάσισε να υπακούσει χωρίς ταλαντεύσεις και καθυστερήσεις. Δεν ήθελε να το ¨σκεφτεί¨ γιατί φοβόταν ότι τότε, όσο κι αν κατά βάθος αγαπούσε τον παιδικό του φίλο, απλώς θα αποφάσιζε να μην επιστρέψει! Όμως δεν ήταν ο Αλέξανδρος η αιτία για τη φυγή του και αφού του ζητούσε ρητά να γυρίσει στην  εκστρατεία, αισθανόταν ότι έπρεπε να τον ακούσει. Βιάζοντας όμως έτσι τον εαυτό του, δεν πρόλαβε να εξηγηθεί όσο θα ήθελε με τη μικρή του ερωμένη.  Γι αυτό την κατανοεί εάν τώρα αρνιέται να πάει κοντά του. Του λείπει όμως πολύ. Εγώ θα πρέπει να την πείσω να πάει να τον βρει και εκείνος θα μου είναι αιώνια ευγνώμων.

 Ακούγοντάς με, η Φρύνη έδειξε να μαλακώνει κάπως. Μου είπε ότι η Πυθιονίκη ήταν δούλη μιας αυλητρίδας που λέγεται Βακχίδα και ότι ο Άρπαλος την απελευθέρωσε. Απ’ ό, τι λένε οι δικές της ακόλουθοι, που δεν τους ξεφεύγει τίποτε, η μικρή τον τελευταίο καιρό δεν πολυφαίνεται στο άστυ. Εάν δεν έχει αλλάξει τόπο διαμονής, θα μπορέσω πιθανώς να την βρω στην άκρη της συνοικίας του Έσω Κεραμικού κάπου κοντά στο Δίπυλο[1] και την Ιερά Πύλη[2].

3

Ρωτώντας στη γειτονιά γύρω από το Δίπυλο, εντοπίζω το σπίτι της Πυθιονίκης. Το περίμενα εντυπωσιακό, μια που ό, τι έχει να κάνει με τον Άρπαλο είναι συνήθως πολυτελές, αλλά κάνω λάθος. Είναι ένα μικρό συμμαζεμένο σπίτι χωρίς πολλά εξωτερικά ανοίγματα και με μια επίσης μικρή, σκιερή εσωτερική αυλή όπου με οδηγεί μια μεσήλικη γυναίκα. 

Στην αυλή υπάρχει μια κρεβατίνα αμπέλι με κάμποσα τσαμπιά, ακόμη άγουρα. Κάθομαι σ’ ένα σκαμνί, εκεί από κάτω, και περιμένω.

Σκέφτομαι αυτόν τον παράδοξο τύπο, τον Άρπαλο. Είναι αλήθεια ότι χωρίς να τον ξέρω από κοντά, τον αντιπαθούσα ανέκαθεν. Στην καλύτερη περίπτωση τον θεωρούσα  άνθρωπο με ανεξέλεγκτα πάθη, στον οποίο δε μπορούσε να έχει κανείς εμπιστοσύνη. Την ίδια άποψη είχαν πολλοί σύμμαχοι, καθώς και οι περισσότεροι μακεδόνες, εκτός από τη μικρή ομάδα των κολλητών παιδικών φίλων του βασιλιά, της οποίας ο Άρπαλος είναι επίλεκτο μέλος. Ήταν η παρέα των νεαρών ευγενών που ακολούθησε τον Αλέξανδρο τον καιρό που αυτός συγκρούστηκε με τον πατέρα του και εγκατέλειψε για λίγο τη Μακεδονία.

Άλλαξα κάπως αυτή την αρνητική διάθεση απέναντί του, όταν οι δρόμοι μας διασταυρώθηκαν στο τελευταίο μου ταξίδι από τα Σούσα προς την Περσέπολη. Τότε, εκτός που είχε βοηθήσει εμένα και τη συνοδεία μου να απαλλαγούμε από  μια ομάδα ντόπιων ανταρτών που μας επιτέθηκαν καθ’ οδόν,  είχα την ευκαιρία να κουβεντιάσω μαζί του για διάφορα θέματα. Δεν είναι ότι έπαψα να τον θεωρώ αναξιόπιστο, όμως ανακάλυψα και ορισμένες ενδιαφέρουσες όψεις της προσωπικότητάς του, αν όχι κατ’ ανάγκην θετικές, τουλάχιστον αρκετά όμοιες με τις δικές μου.

Το έχω ήδη πει, αλλά το ξαναλέω γιατί το βρήκα παράξενο: αυτός ο επαρχιώτης ευγενής αγαπάει τα βιβλία και την ανάγνωση όσο κι εγώ, αγαπάει τις όμορφες καλλιεργημένες γυναίκες όπως κι εγώ, μόνο που εκείνος, παρά το φυσικό του μειονέκτημα (είναι χωλός), είναι πιο τολμηρός από μένα μαζί τους. Επί πλέον, απ’ ό, τι κατάλαβα απ’ τις κουβέντες του, οι σχέσεις του με την ομάδα του Ανάξαρχου του σοφιστή δεν είναι τόσο στενές και διαπλεκόμενες όσο φοβόμουν.  Τέλος, γνωρίζει την Αθήνα λιγότερο από εμένα, αλλά μοιάζει να νοσταλγεί την Ελλάδα περισσότερο.

Απ’ ό, τι φαίνεται και εγώ του προέκυψα συμπαθής, γιατί δε ζητάμε χάρες από εκείνους που αντιπαθούμε, έτσι δεν είναι; Ο Άρπαλος λοιπόν με παρακάλεσε, αφού -όπως είχε μάθει κατ’ ευθείαν από τον Αλέξανδρο- επρόκειτο να συνοδέψω τα αγάλματα στην Αθήνα, όταν θα φτάσω εκεί, να βρω και  να πείσω τη μικρή Πυθιονίκη να τον ακολουθήσει στην Ασία∙ και εγώ δέχτηκα.

image002

Ύστερα από λίγο φάνηκε στην αυλή το λεπτό περίγραμμα μιας νέας γυναίκας. Είχε λευκό δέρμα, μαύρα μαλλιά και μεγάλα μάτια σε χρώμα που μου θύμισε αναταραγμένη θάλασσα μια ασυννέφιαστη μέρα.  Φοράει ένα είδος ελαφρού λευκού μανδύα που την καλύπτει από τον λαιμό ως τα πόδια. Δεν κρύβω πως περίμενα να δω μια έντονα αισθησιακή γυναίκα. Δεν ξέρω, μπορεί και να είναι αισθησιακή τελικά η Πυθιονίκη, αλλά εκείνη την πρώτη φορά που την είδα, μου φάνηκε χλωμή και αιθέρια, αλλά με μια έκφραση κάπως σκοτεινή  και αδιερεύνητη.

Της είπα ποιος είμαι και για χάρη ποιανού βρίσκομαι εκεί. Νομίζω πως σκίρτησε για μια στιγμή ακούγοντας το όνομα του Ελιμιώτη,  αλλά δεν με διέκοψε, ούτε έκανε σχόλια, παρά εξακολούθησε να με κοιτάζει -νομίζω- με κάποια ένταση.

Της έδωσα τη μικρή εβένινη κασετίνα που μου είχε δώσει γι αυτήν ο Άρπαλος. Την άνοιξε μπροστά μου. Μέσα υπήρχε ένα πολύτιμο ανατολίτικο περιδέραιο. Το κοίταξε χωρίς να χαμογελάσει και ξανάκλεισε την κασετίνα.

«Χρειάστηκε να φύγει ξαφνικά», της είπα. «Όμως δεν είχε πρόθεση να σε εγκαταλείψει. Προσπάθησε να έρθει σε επαφή μαζί σου, αλλά το πρώτο διάστημα μετά την επιστροφή του στην εκστρατεία βρισκόταν υπό επιτήρηση και δε ξέρει αν τα μηνύματά του έφτασαν ως εσένα».

Την κοίταξα ερωτηματικά και εκείνη κούνησε το κεφάλι της ανεπαίσθητα. Όχι δεν είχε λάβει μηνύματα από τον Άρπαλο ίσαμε τώρα.

«Εν τάξει», της λέω. «Σου φέρνω μήνυμα εγώ, τώρα. Ο Μακεδόνας δεν μπορεί να επιστρέψει στην Αθήνα αυτή τη στιγμή. Σε αγαπάει όμως και σε θέλει κοντά του. Εάν αποφασίσεις να τον ακολουθήσεις, όλα τα σχετικά με το ταξίδι θα τα αναλάβω εγώ. Εσύ δεν έχεις παρά να με ειδοποιήσεις πότε θα είσαι έτοιμη για αναχώρηση. Σύμφωνοι;»

Με κοιτάζει ανέκφραστη. Κάνει μόνο μια σχεδόν αδιόρατη κίνηση χαιρετισμού με το κεφάλι, στρίβει και κατευθύνεται πίσω στο εσωτερικό του σπιτιού.

Στη θέση της εμφανίζεται πάλι η μεσήλικη γυναίκα που μου άνοιξε την πόρτα όταν έφτασα. Έρχεται και στήνεται δίπλα μου προκειμένου να με συνοδέψει ως την έξοδο.

«Εσύ, αν δεν κάνω λάθος πρέπει να είσαι η Βακχίδα» της λέω, «η πρώην κυρά της νεαρής».

«Ναι», μου απαντάει, «αυτή είμαι».

«Και τώρα;»

«Τώρα είμαι ο άνθρωπος που την περιποιείται. Μη σου φαίνεται παράξενο. Ο λόγος που με κράτησε κοντά της τώρα που έγινε ελεύθερη και τρανή κυρά η ίδια, είναι επειδή την αγαπούσα και τη φρόντιζα όταν ήμουν εγώ η κυρά της». 

«Αφού την αγαπάς και θέλεις το καλό της μάθε ότι ο Μακεδόνας που εξαγόρασε την ελευθερία της εξακολουθεί να την αγαπά και την θέλει κοντά του. Δεν είδα όμως να ενθουσιάζεται όταν της το είπα».

Βλέπω το πρόσωπο της Βακχίδας να φωτίζεται. «Ναι; Ο κυρ-Άρπαλος επέστρεψε; Τι μεγάλη χαρά. Το έλεγα εγώ πως δεν εξαφανίστηκε επίτηδες. Κάτι αναπάντεχο θα του συνέβη, έτσι δεν είναι;»

«Δεν επέστρεψε. Ζητά όμως από εσένα και την Πυθιονίκη να τον συναντήσετε στην Ασία. Εσύ φρόντισε ώστε η μικρή να πάρει τη σωστότερη απόφαση και ειδοποίησέ με σχετικά. Επίσης, ειδοποίησέ με εάν χρειαστείτε κάτι, οτιδήποτε. Λέγομαι Εύελπις. Θα με βρεις στον Λυκαβηττό, στον οίκο του Ευρύνου από τα Μέγαρα.

«Θα το φροντίσω. Όσο πιο γρήγορα γίνεται…»

Της χαμογελώ. «Εν τάξει, δε χρειάζεται πανικός. Αρκεί να προλάβουμε τις θερινές πλεύσεις για τη Ανατολή».

Μου πιάνει το χέρι. «Χρειάζεται»! μου λέει. «Η κυρά Πυθιονίκη περιμένει παιδί. Το παιδί του κυρ-Άρπαλου. Ένα κοριτσάκι απ’ ότι λένε οι ιέρειες της Ήρας. Αν δε βιαστεί, σε λίγο θα είναι πολύ δύσκολο, μάλλον αδύνατο να ταξιδέψει».

minoan-ladies-in-blue-fresco-ca-1525-1450-bc

(συνεχίζεται…)

*****

[1] Δίπυλο: Κεντρική πύλη των Αθηνών με δύο ανοίγματα και παράπλευρους πύργους, στο σημείο όπου κατέληγαν οι δρόμοι από την Ελευσίνα (και την Πελοπόννησο), τον Πειραιά, αλλά και την Ακαδημία του Πλάτωνα.

[2] Ιερά πύλη: Παράπλευρη στο Δίπυλο μικρότερη πύλη στα τείχη των Αθηνών, ακριβώς στο σημείο όπου καταλήγει η Ιερά οδός. Πιθανώς από εδώ περνούσε έξω από την πόλη ο Ηριδανός ποταμός.

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , | Leave a Comment »

Ιστορικό μυθιστόρημα υπό εκπόνηση. Μέρος Ζ΄ Κεφάλαιο δεύτερο: Η εξομολόγηση του Οινοκράτη

Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 20 Οκτωβρίου, 2017

Μέρος έβδομο. Κεφάλαιο δεύτερο: όπου ο Οινοκράτης εξομολογείται

(αφηγείται ο Εύελπις)

20071030145259E312_8402

Ο συνεργάτης μου (θαρρώ πως πρέπει να συνηθίσω να του αποδίδω αυτή την ιδιότητα και όχι εκείνη του πιστού υπηρέτη, ή του παιδαγωγού σε ένα σωρό πρακτικά θέματα -πράγμα που όντως υπήρξε σε μεγάλο βαθμό για μένα- όσο κι αν είμαι σίγουρος πως ο ίδιος δεν ενδιαφέρεται ιδιαίτερα πώς τον αποκαλώ και ότι, παρά τις λεκτικές του υπερβολές, δεν έχει ποτέ ως τώρα καβαλήσει τον κάλαμο, νομίζοντας πως ιππεύει τον Βουκεφάλα), ο συνεργάτης μου λοιπόν ο Οινοκράτης, θέλει κάτι να μου εξομολογηθεί και εγώ του προτείνω να με συνοδέψει σε έναν περίπατο στο Άστυ.

Σήμερα στην Αθήνα είναι πολλοί εκείνοι που κουβεντιάζουν περπατώντας. Αυτή η ¨αριστοτέλεια¨ πρακτική έχει ασφαλώς βρει περισσότερους οπαδούς ανάμεσα στους Αθηναίους παρά οι απόψεις του Δάσκαλου περί λογικής, ηθικής ή αισθητικής.  Πριν φύγω, δεν θυμάμαι να κυκλοφορούσαν στους δρόμους τόσες ομάδες πεζών συζητητών, όσες τώρα.

Εξάλλου θέλω να ξαναδώ μερικά οικεία σημεία της Αθήνας, εκείνα που φύτρωναν συχνά στα όνειρά μου όσο εισέδυα με το στράτευμα στις απόμακρες, εξωτικές περιοχές της Ασίας, δημιουργώντας μου το γλυκόπικρο άλγος του νόστου, του αισθήματος που συνοδεύει, τυραννάει και -κατά κάποιο περίεργο τρόπο- παρηγορεί τους ξενιτεμένους. Θέλω να δω αν οι αγαπημένες μου γωνιές είναι ακόμη όπως τις ονειρευόμουν ή αν έχουν υποστεί αλλαγές.

Ξεκινάμε έφιπποι απ’ την οικία του Λυκαβηττού, κατηφορίζουμε προς την κοίτη του Ιλισού και μπαίνουμε στο Άστυ από τις πύλες του Αιγέα. Αφήνουμε τα άλογα να μας περιμένουν κάτω από την επίβλεψη ενός νεαρού δημόσιου δούλου, σε έναν σκιασμένο δετήρα έξω από το θέατρο του Διονύσου, στην αρχή του ¨περίπατου¨ ανάμεσα στο λόφο των Μουσών και την Ακρόπολη.

Αυτό το μέρος, που πάντοτε αγαπούσα, ευτυχώς δεν έχει αλλάξει πολύ, παρά τα έργα που έγιναν πρόσφατα από τον Λυκούργο στο Θέατρο. Πράγματι η πρόσοψη είναι τώρα πιο πολυτελής -μνημειακή θα έλεγα, το κοίλον[1] έχει διευρυνθεί και τα παλιά ξύλινα καθίσματα έχουν αντικατασταθεί από μαρμάρινα. Όμως, παραδίπλα, το καμένο από τους Πέρσες και επισκευασμένο Παλιό Ωδείο εξακολουθεί να χρησιμεύει ως χώρος φύλαξης των σιτηρών αποθεμάτων της πόλης, ενώ το παρακείμενο μεγάλο τετράγωνο Ωδείο του Περικλή υψώνει πάντοτε την κάπως περίεργη κωνική του στέγη (που θυμίζει τις σκηνές των στρατοπέδων και που φτιάχτηκε από την ξυλεία των περσικών πλοίων που κυριεύτηκαν στη μάχη της Σαλαμίνας) και προσφέρει στεγασμένο χώρο για τις μουσικές εκδηλώσεις των αθηναϊκών γιορτών.

Ο ¨περίπατος¨ είναι απόψε γεμάτος κόσμο. Δεν πρόκειται μόνο για τους συνήθεις Αθηναίους περιπατητές αλλά και για ιδιαίτερα πολλούς ξένους, όλων των ηλικιών. Νέους που ταξίδεψαν ως εδώ για να απολαύσουν τις αθλητικές και καλλιτεχνικές εκδηλώσεις των Μεγάλων Παναθηναίων που όπου να ‘ναι αρχίζουν, αλλά και ηλικιωμένους που έχουν και έναν άλλο μόνιμο πόλο έλξης στην Αθήνα: το θεραπευτήριο και το ναό του Ασκληπιού, που κι αυτός βρίσκεται εκεί, στη νοτιοανατολική πλευρά της Ακρόπολης, λίγο παρακάτω από το θέατρο. 

Σκέφτομαι πως δεν είναι μόνον εδώ που ο Ασκληπιός και ο Διόνυσος τα πάνε καλά και κάνουν παρέα. Ο Ευρύνους μου έλεγε χτες, ότι στο γνωστό Ασκληπιείο της Επιδαύρου, μόλις ολοκληρώθηκε και όπου να ‘ναι εγκαινιάζεται προς τέρψη των προσκυνητών και ίαση των ασθενών, ένα ακόμη θεατρικό οικοδόμημα. Το θέατρο αυτό λέγεται ότι έχει εξαιρετική ακουστική και οι ιερείς-γιατροί του Ασκληπιείου είναι σίγουροι πως θα έχει υψηλή θεραπευτική επίδραση στους άρρωστους και γενικότερα στους επισκέπτες.

Μου έρχεται η επιθυμία να ανεβώ στον Παρθενώνα, να πω μια κουβέντα με τους θεούς και να απολαύσω την πανοραμική θέα της καταπράσινης κεντρικής κοιλάδας της Αττικής γης, από τον Υμηττό, την Πεντέλη και την Πάρνηθα ίσαμε τα νερά του Φαληρικού όρμου, έτσι όπως λούζεται στις ακτίνες του απογευματινού ήλιου που έχει αρχίσει να κοκκινίζει. Αλλά αποφασίζω να αναβάλω αυτή την ανάβαση για μια άλλη μέρα. Σκέπτομαι πως έχω υποσχεθεί στον Οινοκράτη να τον ακούσω και  πως δεν πρέπει να τριγυρίζω απ’ το ένα σημείο στο άλλο, παρασυρμένος  από την γλυκιά αίσθηση της επιστροφής. Εάν ακολουθήσω την αλυσίδα των συναισθημάτων μου θα πρέπει να περιδιαβαίνω για ώρες ατέλειωτες τα στενά και τις λεωφόρους, τα υψώματα και τα άλση του Άστεως, ξαναζωντανεύοντας τις εφηβικές μου αναμνήσεις.

«Τι τρέχει λοιπόν Οινοκράτη;» του λέω, δείχνοντας ταυτόχρονα προς τα δεξιά, υπονοώντας ότι είναι καλύτερα να αφήσουμε την θορυβώδη πολυκοσμία του ¨περιπάτου¨ και να ακολουθήσουμε την οδό των Τριπόδων που περιβάλλει τον ιερό βράχο της Ακρόπολης από την άλλη πλευρά, την βορειοδυτική. Τελικά όχι και τόσο επιτυχημένη επιλογή γιατί και εκεί, όπως θα διαπιστώσουμε αμέσως μετά, ρέει μεγάλο πλήθος ξένων περιηγητών θαυμάζοντας και σχολιάζοντας μεγαλόφωνα τα αγάλματα, τα αναθήματα και τα βραβεία σε διάφορους διαγωνισμούς που εκτίθενται παραταγμένα κατά μήκος της καμπύλης αυτής οδού.

«Τίποτα το δραματικό, αφέντη Εύελπι. Απλά χρειάζομαι τη βοήθειά σου γιατί, αν πρόκειται να χειραφετηθώ και να αλλάξω υπόσταση -ή δεν είναι αυτή η σωστή λέξη;- εν πάση περιπτώσει, εάν η ζωή μου μπει σε νέα καλούπια, χρειάζεται κατά κάποιο τρόπο να ¨κλείσω¨ με την προηγούμενη. Όπως ξέρεις αφέντη Εύελπι, η προηγούμενη ζωή  μου έχει δύο φάσεις. Δίπλα στην οικογένειά σου έζησα τη δεύτερη, που διαρκεί πάνω κάτω δεκαπέντε χρόνια: από τότε που εσύ δεν ήσουν παρά ένα ζωηρό παιδί κι εγώ ένας νεαρός ναύτης αιχμάλωτος των Καρχηδόνιων πειρατών που μέσα στην γκίνια του είχε την τύχη να πουληθεί σε έναν δίκαιο και έντιμο άρχοντα, τον πατέρα σου, και να αναλάβει να επιβλέπει εσένα».

Τον διακόπτω.

«Ξέρεις κάτι Οινοκράτη. Κάνεις καλά που θες να χαράξεις τα πλαίσια της νέας σου ζωής. Ας αρχίσουμε λοιπόν με κάτι απλό και συγκεκριμένο. Δεν είναι ανάγκη να με φωνάζεις πια ¨αφέντη¨, και ¨κύριο¨ και άλλα τέτοια. Το σκεφτόμουν μάλιστα σήμερα το πρωί. Ήδη, εδώ και καιρό εργάζεσαι μαζί μ’ εμένα και νομίζω πως από κοινού καταφέραμε κάμποσα πράγματα. Ως συνεργάτες. Για μένα λοιπόν είσαι ήδη ένας συνεργάτης και το ίδιο είμαι εγώ για σένα. Όχι πια αφέντης. Κι επειδή δεν είθισται να αποκαλεί ο ένας τον άλλο ¨Ω συνεργάτα¨, καλό είναι να με αποκαλείς με το όνομά μου: Εύελπι.  Εγώ σε έχω συνηθίσει ως Οινοκράτη, αλλά εάν θέλεις να το αλλάξεις δεν έχω καμία αντίρρηση».

«Όχι, όχι αφ… Εύελπι. Το όνομά μου είναι μια χαρά. Μ’ αρέσει. Άλλωστε η Αθήνα είναι μια πόλη που αγαπάει ιδιαίτερα τον Διόνυσο, άρα και τα προϊόντα του και ό, τι τα θυμίζει. Και αφού το επιθυμείς θα προσπαθήσω να σε λέω και πάλι απλά Εύελπι, όπως όταν ήσουν μικρός.

Όμως σου έλεγα πως η ζωή μου τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια είναι γνωστή και σε εσένα και στην αξιότιμη οικογένειά σου και σε εμένα, φυσικά. Εντούτοις ορισμένα πράγματα της προηγούμενης ζωής μου τα αγνοώ. Ή τα θυμάμαι κάπως, αλλά συγκεχυμένα και περιτυλιγμένα από την ομίχλη της νηπιακής ηλικίας. Και θα ήθελα τη βοήθειά σου για να τα ξεδιαλύνω».

«Να μην αμφιβάλλεις ότι θα κάνω ό, τι μπορώ. Αλλά για πες μου, αυτός είναι ο λόγος που θέλεις να δεις τον Αριστοτέλη; Πιστεύεις ότι μπορεί να ξέρει κάποια πράγματα που θα σε βοηθήσουν να εξερευνήσεις την εποχή της παιδικής σου ηλικίας;»

«Έχω μάθει πως ο Σταγειρίτης Δάσκαλος εκτός από τη βαθιά του μόρφωση, είναι κάτοχος μιας μεγάλης παρακαταθήκης γνώσεων καταγραμμένων σε παπύρους και βιβλία. Ανάμεσά τους είναι πολύ πιθανό να υπάρχουν κείμενα που να αφορούν την ιστορία της πατρίδας μου, των Συρακουσών, την εποχή που ήμουν μικρός. Ναι, θα ήθελα να μάθω καλύτερα τι ακριβώς συνέβη εκείνη την περίοδο».

«Κι αυτό μόνο και μόνο για να είσαι καλύτερα ενημερωμένος για την ιστορία της πόλης σου; Ή υπάρχει κάτι άλλο που ψάχνεις;»

«Υπάρχει. Ψάχνω το όνομα του πατέρα μου, για να ολοκληρώσω το δικό μου: Οινοκράτης ο εκ των Συρακουσών, ο γιος του…;».

«Για πες μου σε παρακαλώ τι ακριβώς ξέρεις, για να δω για τι πρέπει να ψάξουμε μαζί και πως αλλιώς μπορώ να σε βοηθήσω…» του λέω, απορημένος.

%ce%b1%cf%81%cf%87%ce%b1%ce%af%ce%b5%cf%82-%ce%ba%ce%bb%ce%b1%cf%83%cf%83%ce%b9%ce%ba%ce%ad%cf%82-%ce%b5%ce%bb%ce%bb-et-17531640

Επειδή η φασαρία του δρόμου είναι όντως ενοχλητική, προτείνω στον Οινοκράτη να διακόψουμε τον περίπατο και να καθίσουμε σε ένα κυλικείο, εκεί λίγο παρά πάνω. Από το σημείο αυτό μπορεί να θαυμάσει κανείς όλο το βορειοδυτικό μέρος της πόλης, από τα μέγαρα του κέντρου, τα τείχη του Θεμιστοκλή, την πύλη του Διογένη ως και, στο βάθος, τις Αχαρνικές πύλες καθώς βάφονται με τις ιώδεις αποχρώσεις του δειλινού.

Συνεχίζουμε την κουβέντα μας μπροστά σε μια οινοχόη με οίνο κόκκινο και, φυσικά, κεκραμένο. Έτσι, ανάμεσα σε μια κύλικα και μια άλλη, μαθαίνω για την προγενέστερη ζωή του Οινοκράτη πράγματα που δεν ήξερα ή που δε θυμόμουνα, γιατί ποτέ δε είχε χρειαστεί να τα προσέξω ιδιαίτερα.  

Μαθαίνω λοιπόν ότι ο ικανός συνεργάτης μου έχει γεννηθεί σε έναν αποκλειστικά γυναικείο κρατικό οίκο που συντηρούσε δίπλα στα ανάκτορα ο Διονύσιος ο πρώτος, ο επί μακρύ χρονικό διάστημα τύραννος των Συρακουσών και όπου στεγάζονταν, λίγο πολύ μόνιμα και κατά κάποιο τρόπο κοινοβιακά, επιλεγμένες όμορφες γυναίκες, οι οποίες εκπαιδεύονταν ειδικά έτσι ώστε να είναι σε θέση να εξυπηρετήσουν -με διακριτικότητα- τις απαιτήσεις της ανεπίσημης πολιτικής του καθεστώτος. Ένα είδος επίλεκτες δημόσιες εταίρες, ωραίες και καλλιεργημένες όσο και οι ¨δικές μας¨, οι Αθηναίες, αλλά που τις επιδοτούσε και τις έλεγχε το κράτος, στο οποίο και έπρεπε να δίνουν αναφορά.

Ο Οινοκράτης βέβαια, έμαθε περί τίνος ακριβώς επρόκειτο από πηγές κοντινές στην αντιπολίτευση και τους εχθρούς του Διονύσιου, αργότερα, μετά το θάνατο της μητέρας του. Η μητέρα του ήταν ένα από τα θύματα των μακρόχρονων αιματηρών επεισοδίων που συνόδεψαν τη διεκδίκηση της διαδοχής του τυράννου από τον γιό του και άλλους επίδοξους κυβερνήτες∙ πέθανε όταν ο μικρός ήταν περίπου δέκα χρονών χωρίς να προλάβει ή να θελήσει να του αποκαλύψει ποιος ήταν ο πατέρας του.

 Αυτό που ο ίδιος θυμάται από τη νηπιακή του ηλικία είναι ένα ευχάριστο περιβάλλον γεμάτο τρυφερές γυναίκες και μερικά πιτσιρίκια, προεφηβικής ηλικίας σαν κι αυτόν, που κυκλοφορούσαν παίζοντας και ξεφωνίζοντας, στους πίσω χώρους και στους κήπους του μεγάρου.

Εκείνο που δεν θυμάται είναι την ύπαρξη ενήλικων ανδρών, αν εξαιρέσει κανείς κάποιους ευνούχους και κάποιους γέροντες γιατρούς και ιερείς που και αυτοί εμφανίζονταν αραιά και  που. Σπάνια έρχονταν στο μέγαρο και ορισμένοι επισκέπτες φέρνοντας δώρα σε συγκεκριμένες γυναίκες, καθώς και παιχνίδια και γλυκά για τα παιδιά. Έναν από αυτούς ο Οινοκράτης τον θυμάται και, κάτι του λέει, ότι ο πατέρας του θα μπορούσε να είναι αυτός ο υψηλόσωμος άνδρας με την επιβλητική γενειάδα που του τσίμπησε μια φορά το μάγουλο, αλλά που ο ίδιος δεν του πάτησε σε απάντηση το πόδι, γιατί του είχε φέρει ένα αλογάκι-τραμπάλα και μια μεγάλη πλάκα παστέλι. Ο άνδρας αυτός, που κατά κάποιο τρόπο είχε εντυπωσιάσει τον μικρό Οινοκράτη (που, όπως μου εξομολογήθηκε, δεν ονομαζόταν βέβαια τότε Οινοκράτης, αλλά που η μαμά του τον φώναζε χαϊδευτικά Τσίτσο – στη τοπική διάλεκτο σημαίνει κάτι σαν ¨σπλάχνο¨) ήταν ντυμένος με τον τρόπο που, όπως ανακάλυψε αργότερα, ντύνονται οι άρχοντες της Αττικής.  Ή λοιπόν ήταν ένας πλούσιος κομψευόμενος Συρακούσιος που ακολουθούσε το συρμό, ή κάποιος εύπορος Αθηναίος επισκέπτης.

«Εσύ, πότε ακριβώς γεννήθηκες;» ρωτάω τον Οινοκράτη.

«Σύμφωνα με τις διηγήσεις της μητέρας μου όχι πολύ μετά το θάνατο του Διονύσιου του πρεσβύτερου και την αρχική ανάληψη της εξουσίας από τον γιο του, τον Διονύσιο τον δεύτερο.

«Σε ‘ρωτώ γιατί θυμάμαι ορισμένα πράγματα για την ιστορία των Συρακουσών από τα μαθήματά μου στη σχολή του Ισοκράτη. Ο Διονύσιος ο πρώτος, ένας τύπος που έμοιαζε κάπως με τον Πεισίστρατο των Αθηνών, πέθανε ύστερα από καμιά σαρανταριά χρόνια άσκηση εξουσίας. Αν λοιπόν γεννήθηκες ένα ή δύο χρόνια μετά τη διαδοχή, πρέπει να είσαι τώρα περίπου τριάντα έξη ή τριανταεπτά χρονών».

«Τόσο υπολογίζω κι εγώ»

«Όμως, αν θυμάμαι καλά, ο Διονύσης ο νεότερος δεν είχε τις ικανότητες του πατέρα του και μερικά χρόνια αργότερα ανετράπη από έναν ντόπιο ευγενή ονόματι Δίωνα. Έτσι αναγκάστηκε να καταφύγει σε μια άλλη ελληνική πόλη της περιοχής…»

«Πράγματι, στις αναταραχές εκείνης της εποχής σκοτώθηκε η μητέρα μου. Ο Διονύσης κατέφυγε στους Επιζεφύριους Λοκρούς, μια αποικία των Οζολών Λοκρών στην άκρη της ιταλικής χερσονήσου. Και μας πήρε μαζί του. Εννοώ πολλά από τα παιδιά και τις γυναίκες του  Μεγάρου. Μαζί τους κι εμένα που ήμουν τότε εννιά ή δέκα ετών. Εκεί συνέχισα τις βασικές σπουδές μου και απ’ ότι ξέρω σε αυτό βοήθησαν και κάποια χρήματα που έφταναν που και που για μένα από την τράπεζα ενός -αν θυμάμαι σωστά το όνομα- Ανδρομήδη από τις Συρακούσες. Στη συνέχεια, δεδομένου ότι εγώ μεν μεγάλωνα, ο δε Διονυσάκης ο Μικρός, όπως τον αποκαλούσαν  πολλοί, ετοίμαζε στράτευμα προκειμένου να επιστρέψει και να ανακτήσει την εξουσία στις Συρακούσες, με εκπαίδευσαν περί τα στρατιωτικά.

Έτσι τελικά κατέληξα πεζοναύτης σε ένα από τα πλοία που περιπολούσαν στο Ιόνιο φροντίζοντας για την ασφάλεια της πλεύσης από και προς το λιμάνι των Επιζεφυρίων.

Δεν φτούρησα όμως εκεί. Σε μια απ’ τις πρώτες θαλάσσιες εξορμήσεις στις οποίες συμμετείχα, το πλοίο μου έπεσε σε παγίδα και αιχμαλωτίστηκε από Καρχηδόνιους πειρατές. Τελικά εγώ κατέληξα σ’ ένα δουλοπάζαρο του Πειραιά, ενώ την ίδια περίοδο ο Διονύσης επέστρεφε στις Συρακούσες και ανακτούσε -αλλά όχι για πολύ, απ’ ό, τι έμαθα- την εξουσία.

e4

«Από τότε που ήρθες στην Αθήνα δεν κατάφερες να μάθεις κάτι περισσότερο για την καταγωγή σου;»

«Από τη μια δεν μπορούσα, γιατί δεν είχα πια κανένα συγγενή εκεί. Μια φίλη της μητέρας μου που μου είχε συμπαρασταθεί για ένα διάστημα, πέθανε κι αυτή και κάποιοι ελάχιστοι φίλοι από το στράτευμα ήτανε πια δυσπρόσιτοι. Από την άλλη προσπαθούσα να αντιμετωπίσω την απώλεια της προσωπικής μου ελευθερίας δημιουργώντας μια δική μου ¨φιλοσοφία¨. Όμως δεν ξέρω αν αυτό μπορεί να το καταλάβει όποιος δεν έχει υποδουλωθεί ποτέ… Αυτή η ¨φιλοσοφία¨ απαιτούσε από μένα ψύχραιμη συμπεριφορά και μαζί κάποια αποστασιοποίηση από τα τρέχοντα, την οποία όμως έχανα κάθε φορά που αναπολούσα ή έψαχνα το παρελθόν».

«Καλά, όμως για αυτό το παρελθόν δεν έχεις κανένα άλλο σημείο αναφοράς; Κάποιο όνομα, ή κάποιο ενθύμιο…;»

«Έχω

«Τι;»

Ο Οινοκράτης έχωσε το δεξί του χέρι στο εσωτερικό του ιμάτιού του και μετά το ανέσυρε από κάποιο κρυφό εσωτερικό θυλάκιο με την παλάμη κλειστή. Άνοιξε τα νευρώδη, λεπτά του δάκτυλα και μου έδειξε το περιεχόμενο. Ένα δαχτυλίδι. Μάλλον χρυσό.    Μου το έδωσε. Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει, για αυτό σηκώθηκα και πήγα να το εξετάσω κοντά στον πλησιέστερο δαυλό. Ήταν πράγματι χρυσό και στην επάνω πλευρά είχε χαραγμένο ένα Άλφα. Επέστρεψα στο τραπέζι με τα ποτά και ξαναγέμισα τα ποτήρια. Του το επέστρεψα.

«Νομίζω πως είναι σημαντικό στοιχείο, Οινοκράτη. Σού το έδωσε η μητέρα σου;»

«Ναι, λίγο πριν πεθάνει. Αλλά ήταν βαριά τραυματισμένη και δε μπόρεσε να μου μιλήσει γι αυτό».

«Πριν λίγο μου ανάφερες έναν Ανδρομήδη… Αν δεν κάνω λάθος έλεγες πως ήταν τραπεζίτης και πως σου έστελνε χρήματα…»

«Τα χρήματα δεν έφταναν σε εμένα προσωπικά, αλλά στην καλή φίλη της μητέρας μου, πού όσο ζούσε με προστάτευε. Αυτή μου ανέφερε κάποτε αυτό το όνομα…»

«Που αρχίζει από Άλφα!»

«Ναι, αρχίζει από Αλφα και πάντα πίστευα ότι αν καταφέρω κάποτε να επιστρέψω πάλι πίσω στις Συρακούσες θα πρέπει ίσως να πάω να τον επισκεφτώ. Όμως στην πρόσφατη περιπέτειά μας με τους ¨τυραννοκτόνους¨, όπως ξέρεις, μου συνέβη κάτι το απρόσμενο. Ξανασυνάντησα έναν παλιό μου φίλο από την πατρίδα. Τον Φιλήμονα, τον κωμωδιογράφο. Σου τον γνώρισα και ‘σένα, θα τον θυμάσαι υποθέτω».

«Ναι, βέβαια, θυμάμαι για ποιον μιλάς».

«Τον ρώτησα λοιπόν για τον Ανδρομήδη…»

«Και; Τον γνωρίζει;».

«Χμμ… -σκέψου την ειρωνεία με την οποία μας αντιμετωπίζει καμιά φορά η Ειμαρμένη. Τον γνωρίζει, όντως.  Έχει τη σωστή ηλικία και θα μπορούσε κάλλιστα να είναι ο φυσικός μου πατέρας, αλλά δεν υπάρχει τρόπος να το επαληθεύσουμε από τον ίδιο.

«Γιατί; Πέθανε κι αυτός;»

«Μάλλον όχι, αλλά είναι κι αυτός αιχμάλωτος των Καρχηδονίων. Τον έπιασαν πρόσφατα, καθώς ταξίδευε συνοδεύοντας ένα φορτίο σιτηρά προς την Κηρύνη. Οι Αφρικανοί έχουν ζητήσει λύτρα, μου είπε ο Φιλήμονας, αλλά από ό, τι ξέρει απ’ την αλληλογραφία και τις επαφές του με την πατρίδα, οι συγγενείς και κληρονόμοι του τραπεζίτη σφυρίζουν αδιάφορα. Όμως…»

«Όμως τι;»

«Υπάρχει και ένα άλλο σημείο που με προβληματίζει, σχετικά με τον Ανδρομήδη, αν και νομίζω πως δεν έχει αποφασιστική σημασία…»

«Τι πράγμα;»

«Από αυτά που ξέρει γι αυτόν ο Φιλήμονας, προκύπτει ότι, παρά την ιδιότητα του τραπεζίτη, ο Ανδρομήδης είναι φανατικός φιλολάκων. Ξέρεις, από εκείνους που θαυμάζουν τους Σπαρτιάτες όχι μόνο για την πολεμική τους ανδρεία, αλλά και για τη γενικότερη νοοτροπία τους. Υπάρχουν αρκετοί φανατικοί αυτού του είδους. Αυτό, θα μου πεις, είναι ιδιαίτερα παράδοξο για έναν τραπεζίτη, δεδομένου ότι οι Σπαρτιάτες δεν έχουν καν ένα νόμισμα της προκοπής και περιφρονούν τις χρηματικές συναλλαγές. Τουλάχιστον αυτό λέει η παράδοση, αν και τα τελευταία χρόνια πολλά παραδοσιακά πράγματα έχουν αρχίσει να χαλάνε… Σε κάθε περίπτωση, ένας φιλολάκων δεν θα φορούσε ποτέ αθηναϊκή φορεσιά. Εμένα μου φαίνεται πολύ απίθανο. Αλλά  εάν ο πατέρας μου είναι ο Ανδρομήδης, τότε ποιος ήταν εκείνος ο αθηνοφορεμένος που με εντυπωσίασε όταν ήμουν μικρός; Αποκλείω να ήταν κάποιος θαυμαστής των Λακεδαιμονίων».

Γελάω.

«Και έτσι, Οινοκράτη μου, να που έρχεται στο προσκήνιο και πάλι ο Αριστοτέλης, ή μάλλον το Άλφα του ονόματός του». Δεν χαμογελάει.

«Εντάξει του λέω, έχουμε αντιμετωπίσει δυσκολότερα αινίγματα. Ναι είσαι σίγουρος ότι δεν θα αφήσουμε άλυτο αυτό. Όσο για τον Αριστοτέλη, άσε να το χειριστώ πρώτα εγώ και εάν χρειαστεί τον βλέπουμε και μαζί». Αυτήν τη φορά χαμογελάει.

Σκέφτομαι πόσο τυχερός είμαι. Τυπικά, χάνω έναν ικανό δούλο, αλλά στην ουσία κερδίζω κάτι πολύ πιο δυσεύρετο και πολύτιμο: έναν καλό φίλο.

…..%ce%b5%cf%84%ce%bf%ce%b9%ce%bc%ce%b1%cf%83%ce%b9%ce%b1-%cf%84%ce%bf%cf%85-%ce%b1%cf%81%ce%bc%ce%b1%cf%84%ce%bf%cf%83-%cf%84%ce%bf%cf%85-%cf%80%cf%81%ce%b9%ce%b1%ce%bc%ce%bf%cf%85

[1] Κοίλον: ο αμφιθεατρικός χώρος του αρχαίου θεάτρου όπου κάθονταν οι θεατές.

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , , , , , , | Leave a Comment »

Ιστορικό μυθιστόρημα υπό εκπόνηση. Μέρος Ζ΄ Κεφάλαιο πρώτο: Όπου ο Εύελπις επισκέπτεται την Ωραία των Αθηνών

Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 18 Οκτωβρίου, 2017

Μέρος Έβδομο: Η δίκη

Κεφάλαιο πρώτο: Όπου ο Εύελπις επισκέπτεται την Ωραία των Αθηνών

images (12)

Ο Εύελπις βρίσκεται στον  προθάλαμο της πολυτελούς κατοικίας της Φρύνης. Και περιμένει. Αδιαμαρτύρητα.

Η αναμονή αποτελεί αποδεκτή οφειλή στην ιδέα του κάλλους, για την οποία οι θεοί αποφασίζουν που και που, όχι πάντα, να δώσουν μια χειροπιαστή (ω πόσο!) γεύση στους θνητούς. Και η Φρύνη αποτελεί τη ζωντανή  απόδειξη ότι η ωραιότητα έχει θεία προέλευση, ο Εύελπις το ξέρει  και γι αυτό υποκλίνεται νοερά και περιμένει.

Ο προθάλαμος είναι διακοσμημένος με καλλιτεχνήματα εμπνευσμένα από την (νυν – προφανώς στο μέλλον θα υπάρξουν κι άλλες) Ωραία των Αθηνών και φιλοτεχνημένα από τους πιο γνωστούς γλύπτες και ζωγράφους της εποχής. Έτσι ώστε, σκέφτεται ο Εύελπις, οι θαυμαστές της ωραίας που φτάνουν μόνο μέχρι εδώ και δεν καταφέρνουν να περάσουν στα ιδιαίτερα δωμάτιά της, να παίρνουν τουλάχιστον μια ορατή (αν και όχι απτή)  δόση ομορφιάς και να αποζημιώνονται κάπως.

Όπως είναι αναμενόμενο, σε περίοπτες θέσεις υπάρχουν χάλκινα και μαρμάρινα έργα του Πραξιτέλη. Μερικά απ’ αυτά είναι οι δυσεύρετες αρχικές μελέτες-μικρογραφίες ογκωδέστερων έργων που κοσμούν σήμερα ναούς και πλατείες πολλών πόλεων.

Ο Εύελπις ξέρει, όπως άλλωστε όλη η πόλη, ότι ο διάσημος Αθηναίος γλύπτης, παρά τη διαφορά ηλικίας, υπήρξε  ο μεγάλος έρωτας της Φρύνης. Τα περίφημα αγάλματα της θεάς Αφροδίτης, τα ενέπνευσε εκείνη και φιλοτεχνήθηκαν με πρότυπο το δικό της σώμα και το δικό της πρόσωπο. Σήμερα ο Πραξιτέλης έχει περάσει τα εξήντα και απ’ ό, τι είπε στον Εύελπι η μητέρα του, η κυρά Άνθεμη, που είναι καλά πληροφορημένη περί τα ¨αθηναϊκά¨, δεν είναι και τόσο καλά στην υγεία του. Λέγεται ότι το εργαστήριο έχει περάσει πλέον στα χέρια των γιών του, του Κηφισόδοτου και του Τίμαρχου, αλλά η Φρύνη (και η κυρά Άνθεμη λέει πως το βρίσκει σωστό και το εγκρίνει) δεν έχει παύσει να επισκέπτεται και να συμπαραστέκεται στον αλλοτινό της έρωτα.

Στο μυαλό του Εύελπι έρχεται η παλιά χαριτωμένη ιστορία, τότε που ο Πραξιτέλης θέλησε να χαρίσει ακόμη ένα έργο του στη Φρύνη και εκείνη, φυσικά, απαίτησε το καλύτερο. Εκείνος της είπε να διαλέξει, αλλά εκείνη αρνήθηκε και επέμενε να της δώσει το δημιούργημα που ο ίδιος και όχι αυτή, θεωρούσε πιο πετυχημένο. Ο Πραξιτέλης όμως απέφευγε να της αποκαλύψει ποιο προτιμούσε. Της έλεγε ότι όλα ήταν σαν παιδιά του και άλλα τέτοια, που λένε συνήθως οι καλλιτέχνες.

Η Φρύνη όμως δεν το ‘βαλε κάτω, οπότε μια στιγμή εμφανίζεται ένας υπηρέτης, βαλτός από εκείνην, και λέει στον γλύπτη: ¨Τρέξε Πραξιτέλη, καίγεται το εργαστήρι σου και μερικά έργα καταστράφηκαν!¨ κι εκείνος, ανήσυχος, αυθόρμητα, εύχεται και ρωτάει: ¨Ελπίζω ανάμεσά τους να μην είναι ο Σάτυρος και ο Έρωτας;¨ Οπότε εκείνη χαμογελώντας θριαμβευτικά του λέει: ¨Δεν κάηκε τίποτα αγαπημένε μου Πραξιτέλη, αλλά ένα από αυτά τα έργα σίγουρα θα το χάσεις. Γιατί, αποφάσισα: ένα απ’ αυτά  είναι το άγαλμα που θα μου χαρίσεις!¨  

Έτσι η Φρύνη απέκτησε τον ¨Έρωτα¨ που στη συνέχεια τον αφιέρωσε στον ναό της Αφροδίτης στις Θεσπιές, την ιδιαίτερή της πατρίδα, ενώ ο ¨Σάτυρος¨ παρέμεινε στην Αθήνα και τοποθετήθηκε στην οδό των Τριπόδων, κάτω από την Ακρόπολη,  ούτως ώστε όλοι να μπορούν να θαυμάσουν έναν σάτυρο χωρίς τραγοπόδαρα μεν, πλην όμως νέο, όμορφο και μόνον υπαινικτικά λάγνο και θηριώδη.

images (6)

Ανάμεσα στις ζωγραφιές που κοσμούν τους τοίχους του προθάλαμου, ξεχωρίζει μια απεικόνιση της Φρύνης φτιαγμένη από τον Απελλή, τον εικονογράφο από την Σικυώνα. Ο Εύελπις τον θυμάται. Είχε γίνει ήδη γνωστός στην Αθήνα προτού γνωρίσει τον Φίλιππο και τον Αλέξανδρο, τον οποίο και ακολούθησε στην ασιατική εκστρατεία ίσαμε την Έφεσο, ως προσωπικός του ζωγράφος. Ίσως η απουσία του από την Αθήνα να είναι η αιτία που τα έργα του όπου κυριαρχεί η εικόνα της, είναι λιγοστά.  Όμως, μια άλλη αιτία μπορεί να είναι ότι οι παρέες της Φρύνης απαρτίζονταν (και απαρτίζονται ακόμη) από καλλιτέχνες και πολιτικούς που αντιπαθούν, εάν δεν εχθρεύονται ανοιχτά, τους Μακεδόνες.  Αρχίζοντας από τον κολλητό της, τον ρήτορα Υπερείδη, όλοι σχεδόν οι φίλοι της ανήκουν στους Αθηνοκεντρικούς και στους Αντιμακεδόνες∙ επομένως δεν υπήρξε (πολύς) χώρος για εκείνους που, όπως ο Απελλής, ακολούθησαν τον Αλέξανδρο. Ο Υπερείδης είναι εκείνος που την είχε υπερασπιστεί όταν κατηγορήθηκε από κάποιον Ευθία για ασέβεια προς του παραδοσιακούς θεούς και επειδή (κατά τον Ευθία – ως άλλος Σωκράτης) εισήγαγε στην Αθήνα έναν λάγνο καινό δαίμονα, θρακικής προέλευσης, τον αποκαλούμενο Ισοδαίτη.

Ο Εύελπις χαμογελάει. Τη θυμάται τη δίκη της Φρύνης. Ήταν λίγο πριν την αναχώρησή του για την Ασία. Ήταν μία ακόμη περίσταση που οι Αθηναίοι είχαν διαιρεθεί: χωρισμένοι σε υπέρ και κατά του ζεύγους της κατηγορούμενης και του υπερασπιστή της, αλλά και διαιρεμένοι με βάση πόσο (και ποιο) μέρος του ωραίου της κορμιού είχε επιδειχθεί γυμνό στους δικαστές, προκειμένου η άψογη θέασή του να συνηγορήσει για την  γενικότερη αθωότητά της. Άλλοι έλεγαν ότι ήταν μόνο το αριστερό στήθος της, άλλοι το δεξί, άλλοι ισχυρίζονται ότι το θέαμα υπήρξε ολικό και πανοραμικό.

Υπήρξε επίσης διαφωνία σχετικά  με το εάν η αναζήτηση της ¨γυμνής¨ αλήθειας  ήταν  εύρημα της υπεράσπισης ή ήταν πρωτοβουλία της Φρύνης της ίδιας.  Ο Εύελπις θυμάται ότι είχε τόσο πολύ κόσμο στη δίκη (είχε γίνει χαμός από ντόπιους και ξένους επισκέπτες) που, τόσο η ακρόαση, όσο και η θέαση της διαδικασίας από το κοινό είχε καταντήσει προβληματική. Μέσα σε έναν τέτοιο σαματά και ένα τέτοιο στριμωξίδι, ο κάθε ένας είδε κι άκουσε ό, τι ήθελε.

Πάντως ο Εύελπις θυμάται πως, αν και τότε δεν ήταν τόσο ενήμερος για τις πολιτικές μανούβρες όσο τώρα, είχε ήδη θεωρήσει ότι η δίκη της Φρύνης ήταν στην ουσία μια πολιτική δίκη. Η ανερχόμενη τότε (μετά την ήττα των Αθηναίων στη Χαιρώνεια) παράταξη των φιλομακεδόνων, είχε βάλει στόχο την αντίπαλη ομάδα  και είχε εγκαλέσει το πιο τρωτό μέλος της, την Φρύνη, προκειμένου να αποδυναμώσει ένα από τα ηγετικά της στελέχη, τον (σύμφωνα με πολλούς ευνοούμενο εραστή της) ρήτορα Υπερείδη. Αυτήν τη δίκη οι φιλομακεδόνες την έχασαν, -οι φιλόκαλοι δικαστές αθώωσαν  τη Φρύνη- ευτυχώς χωρίς πολλές παράπλευρες απώλειες, μια που η πολιτική της συσπείρωσης των Ελλήνων (περί τους Μακεδόνες) έδειχνε να πετυχαίνει και η εκστρατεία προς ανατολάς ξεκινούσε θριαμβευτικά. ¨Όμως¨, σκέφτεται ο Εύελπις με το νου του στην επικείμενη δίκη που ξεκινάει ο Αισχίνης, ¨νομίζω πως σ’ αυτό έχει δίκιο ο Δημάδης, καλό θα είναι να μην επαναληφθεί μια δικαστική αποτυχία, γιατί, αυτήν τη φορά,  ενδέχεται να είναι περισσότερο επώδυνη για όλους¨.

images (5)

Ένα θρόισμα των παραπετασμάτων που χωρίζουν τον προθάλαμο από τα ιδιαίτερα διαμερίσματα του οίκου της Φρύνης αποσπά τον Εύελπι από τους ¨εν αναμονή¨ συλλογισμούς του. 

Ακούγεται μια ευχάριστη καμπανιστή φωνή.

«Και όμως… Νομίζω πως σε θυμάμαι νεαρέ Μεγαρέα. Μα ναι, σίγουρα σε έχει πάρει το μάτι μου, παλιότερα, σε γιορτές και συναντήσεις. Αν και έχω την εντύπωση ότι, τότε, ήσουν μάλλον ντροπαλός και πως στις συντροφιές έμενες μάλλον στο περιθώριο».

Ο Εύελπις σηκώνεται και γέρνει το κεφάλι του μπροστά χαιρετίζοντας την οπτασία που εμφανίστηκε ανάμεσα στα κεντημένα παραπετάσματα.

«Εάν ωραία Φρύνη με θυμάσαι, έστω και αμυδρά, το θεωρώ μεγάλη μου τιμή», της λέει.

«Συνήθως έκανες παρέα με τους ακόλουθους του Ισοκράτη, έτσι δεν είναι;»

«Ναι, ανήκω σε μια από τις τελευταίες φουρνιές των μαθητών της σχολής του, πριν ο δάσκαλος διαβεί την  Αχερούσια Πύλη».

Η Φρύνη του δείχνει μια πολυθρόνα και του κάνει νεύμα ότι μπορεί να καθίσει. Η ίδια κάθεται σε μια άλλη, απέναντί του. Εμφανίζονται δύο νεαρές θεραπαινίδες κρατώντας δίσκους με αναψυκτικά: μελίκρητο[1] και ένα είδος ελαφριού κυκεώνα[2]. Τα τοποθετούν στο χαμηλό τραπέζι  ανάμεσά τους και αποσύρονται. Η Φρύνη τον κοιτάζει ερωτηματικά, εκείνος της δείχνει τον κρατήρα με τον κυκεώνα και εκείνη του γεμίζει ένα σκύφο, ενώ για τον εαυτό της ετοιμάζει μία κύλικα με μελίκρητο.

Η Ωραία είναι τώρα ελαφρά ειρωνική: «Ώστε η μοίρα των ¨πανελλαδιστών¨ τους οδηγούσε εν τέλει στην αυλή των Μακεδόνων;…»

Ο Εύελπις έχει προς στιγμήν αφαιρεθεί θαυμάζοντάς την.  Η κόμμωσή της είναι περίτεχνη, αλλά το πρόσωπό της είναι καθαρό από ψιμύθια.  Φοράει ένα, εκ πρώτης όψεως απλό, λευκό πτυχωτό φόρεμα… Όμως η παρατήρησή της τον επαναφέρει στην πραγματικότητα.

«Θα ήταν μεγάλη και εκλεκτή απόλαυση εάν θα είχα την ευκαιρία μα συζητήσω μαζί σου τις τρέχουσες πολιτικές εξελίξεις αξιέραστη Φρύνη. Και είμαι απολύτως στη διάθεσή σου αν επιθυμείς κάτι τέτοιο. Ωστόσο επίτρεψέ μου πριν απ’ όλα να εκπληρώσω την υπόσχεσή μου προς την Θαΐδα και να σου μεταφέρω την αγάπη, τον σεβασμό και την πάγια εκτίμησή της απέναντί σου».

Η Φρύνη χαμογελάει.

«Η Θαίδα είναι μια ταλαντούχα νέα» λέει. «Δεν ξέρω αν έκανε καλά όταν αποφάσισε να ακολουθήσει την εκστρατεία, αλλά ήμουν πάντοτε σίγουρη ότι και εκεί θα άφηνε το χνάρι της».

Η Φρύνη κοιτάζει τον συνομιλητή της κατά πρόσωπο, προσεκτικά. Προφανώς κάτι θα τον ρωτήσει και θέλει να ανιχνεύσει την απάντηση, όχι μόνο στα λόγια, αλλά και στην έκφρασή του. «Αληθεύει ότι είναι αυτή που προκάλεσε την πυρκαγιά της Περσέπολης;»

Ο Εύελπις ξέρει ότι η Φρύνη δεν δίστασε να δείξει και μάλιστα με θεαματικό τρόπο τις δικές της απόψεις για όσα συμβαίνουν τα τελευταία χρόνια, όταν πρότεινε στους Θηβαίους να αναγείρει και πάλι, με δικά της έξοδα, τα τείχη της πόλης που κατάστρεψε ο Αλέξανδρος. Η Ωραία δεν κατέχει μόνον άφθονο χρήμα, αλλά έχει και άποψη και κουράγιο: όλα τα απαραίτητα για να τροφοδοτηθεί ο μελλοντικός της θρύλος. Η (συντηρητική) ηγεσία της πόλης των Θηβών αρνήθηκε, αλλά η προσφορά πέρασε το ίδιο στην Ιστορία. Τώρα να που η Φρύνη ενδιαφέρεται, ίσως να ανησυχεί ή ίσως να χαίρεται, ακούγοντας πως η νεαρή Θαΐδα έκανε κάτι ακόμη πιο θεαματικό.  Έκαψε, ως νέα ενσάρκωση της Νέμεσης τα παλάτια της πρωτεύουσας των Περσών.

Ο Εύελπις ανασηκώνει το ένα φρύδι και της χαμογελάει.

«Όχι» της απαντά. «Δεν ήταν αυτή.  Άλλωστε πιστεύω ότι εάν το είχε κάνει εκείνη, εσύ θα το ήξερες ήδη». 

Η Φρύνη δεν αγνοεί το υπονοούμενο του Μεγαρέα. «Νομίζω ότι μου αποδίδεις γνώση πραγμάτων και εποπτεία των καταστάσεων που, δυστυχώς, δεν έχω. Ποιος ήταν λοιπόν ο εμπρηστής;»

«Θέλω να είμαι ειλικρινής απέναντι σου ωραία Φρύνη και ελπίζω να είσαι και εσύ εξ ίσου ειλικρινής, αν και ξέρω λίγο-πολύ τόσο τις γενικότερες απόψεις σου, όσο και εκείνες των στενών σου φίλων. Αν αναρωτιέσαι γιατί αυτή η εμπιστοσύνη, θα σού πω ότι πιστεύω πως υπάρχουν κοινά σημεία ανάμεσα στους ανθρώπους που διαθέτουν καλή πίστη, όποια κι αν είναι η πολιτική που ο καθένας κρίνει προσφορότερη για την σημερινή κατάσταση».

«Σε ακούω με ενδιαφέρον νεαρέ Μεγαρέα».

«Σχετικά με την πυρκαγιά, αυτή φαίνεται πως ήταν το μοιραίο αποτέλεσμα της σύγκλισης δύο πραγμάτων: Αφ’ ενός η φωτιά στην Περσέπολη ήταν μια στρατηγική αναγκαιότητα στη διεξαγωγή ενός πολέμου σε εξέλιξη, όπου δεν έχει γραφτεί ακόμη το οριστικό τέλος, επομένως μερικά ¨εκφοβιστικά¨ ή απλώς ¨προληπτικά¨ μέτρα έχουν τους οπαδούς τους. Αφετέρου, ανεξάρτητα με το ποιος άναψε το δαδί, η απόδοση της ευθύνης στην Θαΐδα (όχι μόνο σε αυτήν, αλλά γενικότερα στην Αθηναϊκή πολιτική η οποία παρουσιάζεται ως παρεμβατική και εκδικητική) είναι  μια εσκεμμένη συκοφαντική επιχείρηση, έτσι ώστε να υπονομευτεί η σχέση της Αθήνας με τους Μακεδόνες προς όφελος άλλων πολιτικών και άλλων επιρροών. Γιατί δε ρωτάς τους Αθηναίους πρέσβεις που συνόδεψαν τα αγάλματα; Θα δεις ότι ξέρουν κάποια πράγματα και ενδεχομένως θα σου μιλήσουν σχετικά.

Όμως προηγουμένως με ρώτησες κάτι άλλο. Εάν η θεωρητική διδασκαλία του Δάσκαλου Ισοκράτη για ενότητα των Ελλήνων συμβιβάζεται με την συγκεκριμένη μακεδονική ηγεμονία, πρώτα του Φίλιππου και τώρα του Αλέξανδρου. Θα σου απαντήσω ευθέως: όχι. Όχι πλήρως.

Είναι αλήθεια ότι ο Δάσκαλος Ισοκράτης απογοητευμένος από τις έριδες και τις μικροκακίες των πολιτικών παρατάξεων είχε απευθυνθεί γραπτά προς τον Φίλιππο ζητώντας του να πάρει ενωτικές πρωτοβουλίες, όμως είναι αλήθεια επίσης, κακά τα ψέματα,  ότι η ηγεμονία και η καθοδήγηση των Ελλήνων που είχε αρχικά στο μυαλό του ο Ισοκράτης αφορούσε βασικά την Αθηναϊκή δημοκρατία. Αυτή είναι που θα έπρεπε να αναλάβει τα ηνία, όχι νικώντας σε έναν ακόμη καταστρεπτικό πόλεμο, αλλά επειδή, απλούστατα, θα μπορούσε να πείσει τους Έλληνες για το αυτονόητο: πόσο ανόητες και φθοροποιές είναι οι αλλεπάλληλες εσωτερικές συγκρούσεις.

Αλλά η Ιστορία ακολούθησε διαφορετικό ρου. 

Τώρα εσύ ίσως δεν έχεις άδικο να αναρωτιέσαι πώς και γιατί οι οπαδοί των θεωριών του Ισοκράτη υποστηρίζουν την ηγεσία των Μακεδόνων. Η ορθότερη απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι η πιο απλή: Ούτε η Αθήνα ούτε καμιά άλλη από τις παραδοσιακά ισχυρές ελληνικές πόλεις είναι σε θέση σήμερα να ηγηθεί σε ένα σοβαρό πανελλήνιο ενωτικό εγχείρημα. Η Ιστορία διανύει μία φανερή καμπή και είναι μοιραίο να εμφανιστούν νέοι πρωταγωνιστές. Ίσως με λιγότερη αίγλη αλλά με περισσότερη αποτελεσματικότητα, Εάν η ενότητα εξακολουθεί να είναι το πρώτο ζητούμενο, τότε δεν υπάρχουν περιθώρια για μεμψιμοιρίες.

Όμως, πρόσεξέ με Φρύνη: αυτό δεν σημαίνει ότι οι Έλληνες του Νότου πρέπει να ακολουθήσουν τυφλά και άκριτα τους Μακεδόνες. Αντίθετα, πρέπει να βρίσκονται σε εγρήγορση, αν όχι σε επιφυλακή». 

30fe7-6a0168e53be7ff970c01a511bd202b970c-pi

Η Φρύνη τον κοιτάζει με κάποια έκπληξη και τον διακόπτει χαμογελώντας. Ίσως λίγο θερμότερα απ’ ό, τι πριν.   «Θέλω να σου πω δύο πράγματα: το ένα είναι πως σε ευχαριστώ που δεν αναλώθηκες κάνοντάς μου μόνον τις συνήθεις φιλοφρονήσεις. Σε ακούω με ευχαρίστηση να μου μιλάς για τα κοινά. Όχι γιατί οι έπαινοι έπαψαν να μου αρέσουν, απλά γιατί, ακόμη και σ’ αυτούς, προτιμώ κάποια ποικιλία. Με ενδιαφέρει -πάντοτε με ενδιέφερε- το τι συμβαίνει γύρω μου και μου αρέσει να ενημερώνομαι και να συζητώ. Αυτό είναι κάτι που οι φίλοι μου το ξέρουν και με ευχαριστεί που το αναγνωρίζεις κι εσύ.

Το άλλο που θέλω να σου πω είναι ένα ερώτημα:  Νεαρέ Μεγαρέα προσπαθείς να με προσηλυτίσεις; Αν ναι, σε τι ακριβώς; Ξέρω πως γνωρίζεις ότι αρνήθηκα να ανεβώ στη Μακεδονία όταν με προσκάλεσε ο Φίλιππος και πως ούτε η γοητεία του νεαρού Αλέξανδρου στάθηκε ικανή να με κάνει να αλλάξω γνώμη. Ξέρεις επίσης ότι ανάμεσα στους στενούς μου φίλους βρίσκονται μερικοί από τους πιο αξιόλογους πολίτες της Αθήνας, οι οποίοι όμως δεν διακρίνονται για τη συμπάθειά τους προς τους στρατηλάτες του Βορρά».

«Αξιέραστη Φρύνη. Ούτε εσύ ούτε εγώ είμαστε γεννημένοι στην Αθήνα. Όμως φιλοξενηθήκαμε και γίναμε αποδεκτοί σ’ αυτήν την πόλη και μπορούμε να πούμε πως και οι δυο την αγαπάμε και επιθυμούμε να είναι ευημερούσα και ευτυχής. Αλλά το βασικότερο και περιεκτικότερο κοινό μας σημείο είναι ότι και οι δυο γνωρίζουμε πως ανήκουμε σε ένα ευρύτερο σύνολο, αισθητά διαφορετικό από τις ανοργάνωτες φυλές της Δύσης και του Βορρά, αλλά και διακριτό από τα μονολιθικά βασίλεια και τις αυτοκρατορίες της Ανατολής και του Νότου. Αυτό το σύνολο που συσπειρώθηκε άλλοτε νικώντας τους ασιάτες εισβολείς, μπορεί και πάλι να συμπτυχτεί και να επιτύχει θαυμαστά καινούργια πράγματα. Αρκεί στην απαράμιλλη ζωτικότητα των ελληνικών φύλων του βορρά που παίρνουν τώρα την πρωτοβουλία, να προστεθεί η σοφία και η εμπειρία της  παλιάς Ελλάδας. Πιστεύω πως σε μια τέτοια κατεύθυνση μπορούμε να συμβάλουμε, τόσο εγώ, ο φιλοξενούμενος στην Αθήνα Μεγαρεύς όσο κι εσύ, η καταγόμενη από τις Θεσπιές της Βοιωτίας αγαπημένη των Αθηνών».

Ένα καμπανιστό γελάκι, δείχνει την ευαρέσκεια της Φρύνης

«Αυτό που είπες για την αξία της εμπειρίας με βρίσκει απόλυτα σύμφωνη και το ξέρεις. Για τα άλλα δεν ξέρω… ακόμη. Πάντως βρίσκω τη συζήτηση μαζί σου ενδιαφέρουσα. Νομίζω ότι μπορείς να με επισκέπτεσαι. Στο σπίτι μου θα συναντήσεις και θα μπορέσεις να συνομιλήσεις χωρίς τυπικότητες, αρκετούς σημαντικούς γηγενείς. Λίγο κυκεώνα ακόμη;»

Όμως, παρά την αυτοκυριαρχία του, που ο ίδιος θεωρεί δεδομένη, η προσοχή του Εύελπι έχει εστιαστεί στο γόνατο, καθώς και ένα τμήμα του μηρού της ωραίας που έχει εμφανιστεί ανάμεσα στις πτυχές του φορέματός της και έτσι, προσωρινά τουλάχιστον , δυσκολεύεται να απαντήσει…

……………….

[1] Μελίκρητος: υδρομέλι

[2] Κυκεών: κυρίως κρασί, αλλά ανακατεμένο με μέλι, τυρί,  και κριθαρένιο αλεύρι.

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , | Leave a Comment »

Μυθιστόρημα υπό εκπόνηση. Ιντερμέδιο ΣΤ. Μια επιστολή ταξιδεύει…

Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 9 Σεπτεμβρίου, 2017

Ιντερμέδιο VI: Μια επιστολή που ταξιδεύει από τα Εκβάτανα προς την Αθήνα

 

Ο Εύελπις κατάφερε να ολοκληρώσει έγκαιρα τις αναγκαίες παρεμβάσεις έτσι ώστε το δίκτυο αλληλογραφίας ανάμεσα στα μετόπισθεν και το μέτωπο να γίνει ταχύτερο και ασφαλέστερο. Κατόρθωσε επίσης να ανανεώσει την ειδική γραμμή για τα μηνύματα που απαιτούν προτεραιότητα και εμπιστευτικότητα εισάγοντας νέα έμπιστα στελέχη  καθώς και νέους κώδικες κρυπτογράφησης βασισμένους στην στενογραφία του Ξενοφώντα. Για να τα καταφέρει εφάρμοσε τις υποδείξεις έγκυρων Ελλήνων τεχνικών και χρησιμοποίησε την βοήθεια των ημεροδρομικών υπηρεσιών των κομβικών ενδιάμεσων πόλεων. Έλαβε επίσης υπ’ όψιν στοιχεία από τα επικοινωνιακά συστήματα που είχαν αποδειχτεί αποτελεσματικά στην Αίγυπτο και την Περσία.

Η ακόλουθη επιστολή ταξιδεύει από τα Εκβάτανα προς την Αθήνα. Απευθύνεται στον Εύελπι τον Μεγαρέα και την έχει συντάξει ο προϊστάμενος του ο Καλλισθένης ο Ολύνθιος

 skytali

Αγαπητέ Εύελπι σε χαιρετώ.

Σπεύδω να σε διαβεβαιώσω ότι είμαι καλά και ότι βρίσκομαι στα Εκβάτανα, πλάι αν όχι ακριβώς πάνω στην πρώτη γραμμή της εκστρατείας. Έμαθα για την αίσια κατάληξη του ταξιδιού σου και για την άφιξη της αποστολής στην Αθήνα. Έλαβα ήδη την επιστολή όπου μου περιγράφεις το κλίμα που επικρατεί εκεί καθώς και τις πρώτες σου επαφές. Έλαβα επίσης μια επιστολή από τον Αριστοτέλη, όπου ανάμεσα στα άλλα μου γράφει καλά λόγια για σένα. Φαίνεται ότι του έκανες καλή εντύπωση και νομίζω ότι πρέπει να σε συγχαρώ γι αυτό. Δεν είναι μικρό πράγμα να μιλάει για κάποιον επαινετικά ο Δάσκαλος.

Αλλά υπάρχουν και εδώ νεώτερα στα οποία θέλω να σε κάνω κοινωνό. Τα περισσότερα είναι ευχάριστα και τόσο καθοριστικά που είναι πιθανό ο απόηχός τους να έχει ήδη φτάσει στην Αθήνα, πριν από την παρούσα επιστολή.

Αλλά ας τα πω από την αρχή.

Ήμουν ακόμη στα Σούσα όταν ήρθε να με βρει ο στρατηγός Κλείτος. Ήταν κι αυτός ασθενής και είχε παραμείνει στις φροντίδες του Ακαρνάνα γιατρού για ένα διάστημα. Μου είπε ότι αποθεραπεύθηκε  και ότι θα επέστρεφε στο μέτωπο.

«Ο Αλέξανδρος», μου διευκρίνισε, «έχει δώσει εντολή στον γέρο-Παρμενίωνα να μεταφέρει τον υπόλοιπο θησαυρό της Περσέπολης στα Εκβάτανα, αμέσως μόλις η πόλη πέσει στα χέρια μας. Ο Παρμενίων βρίσκεται ήδη στη Περσέπολη, προετοιμάζει τη μεταφορά, και περιμένει την είδηση ότι η πρωτεύουσα της Μηδίας έπεσε, για να ξεκινήσει. Ζήτησε ήδη από την φρουρά των Σούσων να του στείλει όσα υποζύγια μπορεί να βρεθούν εδώ, γιατί στη Περσέπολη δεν υπάρχουν πλέον αρκετά, και ρωτάει εάν τόσο εγώ, όσο κι εσύ, επιθυμούμε να ταξιδέψουμε μαζί του προς βορράν».

image832

Η ιδέα ήταν καλή. Αυτή την εποχή, σε αυτά τα μέρη, είναι πολύ καλύτερα να ταξιδεύει κανείς ομαδικά παρά μόνος του.  Έτσι ξεκινήσαμε συνοδευμένοι από ένα τμήμα της φρουράς και αρκετά ζώα που συλλέχθηκαν άμεσα απ’ την πόλη και την γύρω ύπαιθρο. Χωρίς να συναντήσουμε καθ’ οδόν δυσκολίες, φτάσαμε στην Περσέπολη (ή μάλλον σε ό, τι έχει απομείνει απ’ αυτήν) και συναντήσαμε τον Παρμενίωνα.  Ο παλαίμαχος στρατηγός δεν μου φάνηκε ευτυχής για τη συγκεκριμένη αποστολή που του ανατέθηκε. Είναι γνωστό ότι ο Παρμενίωνας δεν εκτιμά γενικώς τα πλούτη και είναι φανερό ότι θα προτιμούσε αντί να ασχολείται με τη μεταφορά του θησαυρού, να είχε παραμείνει στο μέτωπο και να συμμετέχει στις επιχειρήσεις που διεξάγονται εκεί.

Η είδηση για την επικείμενη παράδοση των Εκβατάνων ήρθε μαζί με την εντολή να  ξεκινήσουμε. Μπόρεσα έτσι να δω από κοντά τη δύσβατη ορεινή διαδρομή που διήνυσε ο κύριος όγκος του στρατεύματος και μάλιστα χωρίς να έχει ήδη αρχίσει για τα καλά το θέρος, όπως τώρα. Απόρησα για την ταχύτητα που κατάφεραν  να αναπτύξουν κάτω από τέτοιες συνθήκες και έδωσα νοερά συγχαρητήρια στον Ευμένη για την οργάνωση της επιμελητείας και του ανεφοδιασμού.

Λάβε υπ’ όψιν ότι το πέρασμα Ντεχ Μπιντ στις ράχες του Ζάγκρου βρίσκεται σε ύψος δύο χιλιάδων επτακοσίων μέτρων.

Να σου πω επίσης ότι, όπως έμαθα από τον Παρμενίωνα, στη χώρα των Παραιτακών (ανάμεσα στο πέρασμα Ντεχ Μπιντ και τη Μηδία), έναν τόπο φημισμένο για τον δριμύ του χειμώνα, ο Αλέξανδρος άφησε ως σατράπη τον Οξοάρθη, γιο του γνωστού μας Σατράπη της Σουσιανής, του Αβουλίτη. 

Φτάσαμε στα Εκβάτανα λίγες μέρες μετά την είσοδο των στρατευμάτων μας στην όμορφη αυτή πόλη της Μηδίας, όπου βρίσκονται τα θερινά ανάκτορα των Αχαιμενιδών. Χτισμένη στα υψώματα ενός βουνού,  περιβάλλεται από επάλληλα κυκλικά τείχη που, βαμμένα με διαφορετικά χρώματα, εντυπωσιάζουν όποιον τα πλησιάζει από την πλευρά της πεδιάδας.

Ξέρεις ότι έχω ένα επιστημονικό ενδιαφέρον για τα φαινόμενα που προκαλούν εντυπωσιασμό. Σε διαβεβαιώνω ότι αυτή η πόλη, ιδιαίτερα όταν την βλέπεις από μακριά, σε αφήνει έκπληκτο αν όχι ενεό. Δεν χρειάστηκε να πολιορκηθεί γιατί ο Δαρείος, ο οποίος πέρασε τον χειμώνα εδώ, έσπευσε να απομακρυνθεί με όσα στρατεύματα του είχαν απομείνει (περίπου έξι χιλιάδες πεζούς και τρεις χιλιάδες ιππείς, από ό, τι μάθαμε) αμέσως μόλις πληροφορήθηκε ότι η στρατιά μας πλησιάζει.

Προφανώς σκόπευε, όπως σχολίασε ο Παρμενίωνας, να καταστρέψει οτιδήποτε θα διευκόλυνε τον ανεφοδιασμό του στρατεύματός μας σε τρόφιμα, και να κερδίσει το χρόνο που θεωρούσε αναγκαίο για να ισχυροποιηθεί κάπως, πριν αποφασίσει αν θα διαπραγματευτεί τελεσίδικα  ή όχι. Δηλαδή η συνήθης μέχρι στιγμής τακτική του. Αντίθετα, από τους θησαυρούς που είναι αποθηκευμένοι στα Εκβάτανα ¨σήκωσε¨ μόνο ένα μέρος. Δεν ξέρω πως ακριβώς μπορεί να ερμηνευτεί αυτή του η ¨παράλειψη¨. Βιαζόταν ή ήθελε με τον τρόπο αυτό να εξευμενίσει κάπως τον διώκτη του;

 

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να σου θυμίσω πως, μετά τα όσα συνέβησαν στα Σούσα με τις κλοπές των κειμηλίων, ο φίλος Ευμένης ο Καρδιανός έχει φροντίσει να διεισδύσει στο περιβάλλον των Περσών Πριγκίπων,  χρησιμοποιώντας κυρίως τον Ευρυμέδοντα (τον δικό μας, τον Θεσσαλό ιππέα) επικεφαλής μια ομάδας από περσομαθείς Ίωνες. Η προσπάθεια αυτή πέτυχε, με αποτέλεσμα να μάθουμε αρκετά πράγματα για τις προθέσεις ορισμένων από αυτούς, αλλά και να έρθουμε σε άμεση επαφή με τον Βισθάνη, τον γιο του προηγούμενου Μεγάλου Βασιλέα, του Αρταξέρξη του Ώχου, μετά τη δολοφονία του οποίου είχε ανεβεί στο θρόνο ο Δαρείος.

Ο εν λόγω Βισθάνης περίμενε τον Αλέξανδρο δυο, τρεις σταθμούς πριν από τις πύλες της πόλης για να δηλώσει την υποταγή του και να τον πληροφορήσει για τη φυγή του Δαρείου. Έδωσε μάλιστα και κάποιες πληροφορίες για τις κρυφές κινήσεις των στασιαστών πριγκίπων, που επαύξησαν την ανησυχία και τη βιασύνη του δικού μας βασιλιά.images (21)

Ο Αλέξανδρος ήρθε να δει τους δύο πρώην ασθενείς συνεργάτες του πριν προλάβουμε να ζητήσουμε εμείς να τον χαιρετίσουμε. Ήταν παρών και ο γέρο-Παρμενίωνας. Αφού μας αγκάλιασε και μας ευχήθηκε ¨σιδερένιοι¨, μας καλωσόρισε πίσω στην εκστρατεία και μας είπε ότι δεν θα έμενε πολύ στα Εκβάτανα, γιατί βιαζόταν να προφτάσει τον Δαρείο, ξέροντας πλέον ότι ο τελευταίος των Αχαιμενιδών βασιλέων κινδύνευε τώρα κυρίως από τους δικούς του.

Έτσι, μέσα στις επόμενες ημέρες, ο ίδιος με ένα τμήμα του στρατεύματος (βασικά το εταιρικό ιππικό και τη μακεδονική φάλαγγα) θα συνέχιζε την καταδίωξη ακολουθώντας τους πιο σύντομους δρόμους, ακόμη και αν ήταν δύσβατοι. Ο Κλείτος επικεφαλής ενός άλλου τμήματος θα έπρεπε να προελάσει προς την χώρα των Πάρθων, ενώ ο Παρμενίωνας θα κατευθυνόταν προς την Υρκανία (την χώρα των Λύκων). Όσον αφορά σ’ εμένα, μου έδωσε εντολή να παραμείνω στα Εκβάτανα και εκτός από τη εποπτεία της συγγραφής των Βασίλειων Εφημερίδων που θα αναλάμβανα ξανά, αφού  ο Ευμένης θα τον ακολουθούσε στην εξόρμηση,  θα έπρεπε να επιβλέψω την παράδοση του θησαυρού της Περσέπολης.  Ξέρεις σε ποιον; Ναι, και ξέρεις!

Στον Άρπαλο του Μαχάτα!

Αυτός είναι και πάλι υπεύθυνος για τα οικονομικά της εκστρατείας και προς το παρόν έχει εγκατασταθεί κι αυτός στα Εκβάτανα. Λίγα λέω. Η αλήθεια είναι ότι του έχει ανατεθεί η ευθύνη για την πόλη και του έχουν αφεθεί έξι χιλιάδες μακεδόνες οπλίτες, μερικοί ιππείς και κάμποσοι ψιλοί.

Ειλικρινά εύχομαι να δικαιωθεί αυτή τη φορά ο Αλέξανδρος για την επιλογή του. Ωστόσο πρέπει να πω ότι η διαίσθησή μου λέει άλλα πράγματα, όχι τόσο ευοίωνα, και τα έχω πει στον Αλέξανδρο. Ξέρω ότι τον δυσαρεστώ, αλλά νομίζω ότι έτσι κάνω το καθήκον μου. Τέλος πάντων.

Να σου εκμυστηρευτώ και κάτι άλλο. Ο Αλέξανδρος, πριν μας αφήσει, μας είπε μισοαστεία-μισοσοβαρά και, σε κάθε περίπτωση, γελώντας: ¨Εσείς οι τρεις ελπίζω ότι δε με κακολογούσατε όταν τα λέγατε μεταξύ σας στο ταξίδι¨. Του είπα -αμέσως, για να προλάβω κάποια έκρηξη διαμαρτυρίας είτε από τον ευέξαπτο Κλείτο είτε από τον εύθικτο βετεράνο Παρμενίωνα- ότι εμείς οι τρεις ό, τι έχουμε να πούμε του το λέμε πάντα κατά πρόσωπο, γι αυτό και μας αγαπάει. Έφυγε χαμογελώντας αλλά εγώ άρχισα και πάλι να σκέφτομαι τι σόι διαβολές μπορεί να έχει σκαρώσει τους τελευταίους μήνες ο Ανάξαρχος ο Αβδηρίτης και η παρέα του.

img_d6afa4be6833

Ο Αλέξανδρος ξεκίνησε την επόμενη κιόλας μέρα και κατευθύνθηκε σε εξαιρετική ταχύτητα προς τα ανατολικά ακολουθώντας τα χνάρια του Δαρείου. Ο Ευμένης, που είναι μαζί του και μου στέλνει στοιχεία για τη συγγραφή της ¨Βασιλείου ¨Εφημερίδος¨, ισχυρίζεται ότι αυτή η προέλαση ξεπέρασε σε ταχύτητα οποιαδήποτε επίδοση οργανωμένου στρατεύματος, οποτεδήποτε στο παρελθόν.

Μετά από ένα δεκαήμερο εξαντλητικής προέλασης σταμάτησαν για ανεφοδιασμό και σύντομη ξεκούραση στις Ράγες, μια πόλη μεγαλύτερη από τα Εκβάτανα, αν και λιγότερο γνωστή, κοντά στη διάβαση των Κασπίων Πυλών.

Ύστερα προσπέρασε τις Πύλες και προχώρησε ως το τέλος της κατοικημένης περιοχής. Επειδή παραπέρα υπήρχε έρημος θέλησε να προμηθευτεί τα απαραίτητα τρόφιμα για το πέρασμα, αλλά πριν προλάβει να ολοκληρώσει τον ανεφοδιασμό, έφτασαν δύο ακόμη αυτόμολοι από το στράτευμα του Δαρείου (ο Βαβυλώνιος Βαγιστάνης και ο Αντίβηλος, ο γιος του Μαζαίου που μας παρέδωσε αμαχητί την Βαβυλώνα) και τον πληροφόρησαν ότι ορισμένοι πέρσες ευγενείς οργάνωσαν πραξικόπημα και συνέλαβαν τον Δαρείο. Επικεφαλής των στασιαστών, όπως ορθά είχε προβλέψει η υπηρεσία μας, είναι ο Βήσσος, ο σατράπης των Βακτρίων. Ο Αλέξανδρος διέκοψε τον ανεφοδιασμό και επικεφαλής των ταχύτερων αλλά και πιο ανθεκτικών ανδρών του, παίρνοντας μαζί του τρόφιμα και νερό μόνο για δύο μέρες, συνέχισε αμέσως την καταδίωξη.

Πράγματι μετά από δύο μέρες έφτασε στον τόπο όπου είχαν στρατοπεδεύσει οι Πέρσες, αλλά εκεί πληροφορήθηκε ότι ο Βήσσος και οι πραξικοπηματίες ευγενείς, με τον αιχμάλωτο Δαρείο έγκλειστο σε μια αρμάμαξα, συνέχιζαν τη φυγή προς τα ανατολικά, ενώ οι πέρσες που διαφώνησαν με τους στασιαστές και οι έλληνες μισθοφόροι τους είχαν εγκαταλείψει και είχαν καταφύγει στα γύρω βουνά.

images (19)

Ο Ευμένης κατάφερε να πληροφορηθεί από τους ντόπιους την ύπαρξη ενός συντομότερου μονοπατιού προς την ίδια κατεύθυνση με εκείνη του Βήσσου και ο Αλέξανδρος αποφάσισε να το ακολουθήσει. Διέταξε τα άλογα πεντακοσίων ιππέων να δοθούν σε ελαφρότερα οπλισμένους πεζούς και μπαίνοντας επικεφαλής αυτού του ταχύτερου αυτοσχέδιου σώματος ¨έφιππων πεζών¨, πήρε το συντομότερο μονοπάτι. Οι υπόλοιποι εξακολούθησαν την πορεία πάνω στο δρόμο στον οποίο προηγείτο ο Βήσσος, μπροστά οι ελαφρότερα και πίσω οι βαρύτερα οπλισμένοι.

Ο Αλέξανδρος κατόρθωσε να καλύψει μια απόσταση τετρακοσίων σταδίων[1] και να προλάβει τους πέρσες αντάρτες τα ξημερώματα της επόμενης μέρας. Ήταν διασκορπισμένοι και, προκειμένου να μετακινούνται ταχύτερα, οι περισσότεροι είχαν πετάξει ως και τις ασπίδες τους. Ελάχιστοι δοκίμασαν να αντισταθούν. Οι περισσότεροι παραδόθηκαν ή το έβαλαν στα πόδια.  Ανάμεσα σε εκείνους που διέφυγαν ήταν και ο Βήσσος με εξακόσιους περίπου ιππείς. Μέσα στην αρμάμαξα που ήταν εγκαταλειμμένη στη μέση του κακοτράχαλου δρόμου βρέθηκε ο Δαρείος ετοιμοθάνατος. Πρέπει να ξεψύχησε λίγο αργότερα.  Αυτό που φοβόταν ο Αλέξανδρος τελικά συνέβη. Απ’ ό, τι εκ των υστέρων μάθαμε, οι στασιαστές πρίγκιπες θέλησαν να τον πάρουν μαζί τους έφιππο, αλλά όταν εκείνος αρνήθηκε να εγκαταλείψει την αρμάμαξα, τον τραυμάτισαν θανάσιμα. Ίσως ο Δαρείος ήθελε -επιτέλους- να συναντήσει τον Αλέξανδρο, αλλά αυτό ήταν εκείνο που οι πρίγκιπες ήθελαν να αποφύγουν πάση θυσία. Γι αυτό τον εκτέλεσαν.  Άσχετα με το τι θα γράψουμε στις ¨Βασίλειους Εφημερίδες¨, η αλήθεια είναι ότι  δεν έχω ιδέα εάν μίλησε ή όχι με τον Αλέξανδρο πριν πεθάνει.

Αυτό ήταν αγαπητέ Εύελπι το τέλος ενός Μεγάλου Βασιλέα, το τέλος μιας ισχυρής Δυναστείας και, όπως όλα δείχνουν, το τέλος μιας κάποτε κραταιάς αυτοκρατορίας. Είναι δύσκολο να κρίνουμε εμείς τον Δαρείο, γιατί εμείς δεν είμαστε παρά οι ¨νικητές¨, άρα η άποψή μας βασίζεται σε άλλα κριτήρια και εξυπηρετεί άλλες ανάγκες. Ωστόσο, θέλω να ελπίζω ότι θα υπάρξει για όλους μας, και μια Ιστορία πιο αποστασιοποιημένη, που θα δώσει μελλοντικά μια αυθεντικότερη κρίση.images (23)

Αγαπητέ Εύελπι, μετά το θάνατο του Δαρείου ο Αλέξανδρος προχώρησε προς την Υρκανία και έμεινε για λίγο στο ανάκτορο της πρωτεύουσας  Ζαρδάκατα. Μάθαμε ότι ο Βήσσος έσπευσε να αυτοανακηρυχθεί βασιλεύς των Περσών με το όνομα Αρταξέρξης ο Τέταρτος, φορώντας μάλιστα και επιδεικνύοντας την τιάρα και  το ξίφος που κατάφερε να ανακτήσει από το θησαυροφυλάκιο των Σούσων. Όμως, όπως καταλαβαίνεις, παρά το ότι ο Αλέξανδρος σκοπεύει να κυνηγήσει και να τιμωρήσει τους αντάρτες πρίγκιπες πριν προλάβουν να γίνουν πραγματικά επικίνδυνοι, με το θάνατό του Δαρείου  ολοκληρώνεται η επίτευξη των στόχων της πανελλήνιας εκστρατείας, όπως αυτοί είχαν διατυπωθεί στο Συνέδριο της Κορίνθου. 

Γι αυτό διοργανώθηκαν γιορτές ¨λήξης¨ και δόθηκε η ευκαιρία σε όσους οπλίτες των σύμμαχων πόλεων το επιθυμούν, να επιστρέψουν στην Ελλάδα. Έτσι, ένας μεγάλος αριθμός από αυτούς θα λάβουν πλουσιοπάροχη αμοιβή, και όπου να ‘ναι θα πάρουν το δρόμο της επιστροφής. Όσοι πάλι το επιθυμούν θα παραμείνουν ως μισθοφόροι. Όσον αφορά στις απώτερες προθέσεις του Αλέξανδρου, είναι φανερό ότι δεν έχει σκοπό να σταματήσει την προέλαση, τουλάχιστον μέχρις ότου κατακτήσει το σύνολο της αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών.

Ωστόσο στο μακεδονικό στράτευμα υπάρχουν αντιρρήσεις. Όλα δείχνουν ότι μετά από πέντε χρόνια (αν συμπεριλάβουμε και τις επιχειρήσεις κατά των φυλών του βορρά πριν την έναρξη της ασιατικής εκστρατείας) συνεχούς πολέμου, οι στρατιώτες επιθυμούν μια εκτεταμένη ανάπαυλα, αν όχι την επιστροφή στην πατρίδα. Ο Αλέξανδρος είχε ήδη αντιληφθεί πολλά σημάδια σχετικά με τη διάδοση αυτών των απόψεων, τις οποίες άλλωστε συμμερίζονται και αρκετοί από τους κορυφαίους μακεδόνες στρατηγούς. Εάν λάβουμε υπ’ όψιν ότι το μέγιστο όργανο της μακεδονικής διοίκησης εξακολουθεί να είναι το ¨Κοινόν των Μακεδόνων¨, δηλαδή η συνέλευση των μακεδόνων στρατιωτών, είναι κατανοητό γιατί ο βασιλιάς θέλησε να μάθει τις σκέψεις των μαχητών, από πρώτο χέρι, διεξάγοντας μια ειδική έρευνα.

Όπως σου έχω ήδη αναφέρει ο Αλέξανδρος ζήτησε προτάσεις και από την υπηρεσία μας για τον τρόπο που θα έπρεπε να διεξαχθεί μια τέτοια διερεύνηση του ηθικού του στρατεύματος. Δυστυχώς οι προτάσεις που υποβάλαμε δεν έγιναν αποδεκτές. Αντίθετα έγινε δεκτή η ύπουλη μεθοδολογία που πρότεινε η παρέα του Ανάξαρχου. Είπαν στους στρατιώτες ότι ολοκληρώθηκε η νέα γραμμή επικοινωνίας με την Ελλάδα και εγκαινιάζοντάς την θα μετέφεραν δωρεάν τις πρώτες επιστολές των οπλιτών προς τους οικείους τους.

Έγραψαν πολλοί. Τα γράμματα όμως προτού προωθηθούν διαβάστηκαν και αναλύθηκαν από μια ομάδα σοφιστών που πρότεινε ο Αβδηρίτης. Η διατύπωση του αποτελέσματος  της έρευνας ήταν ολίγον του τύπου ¨ήξεις – αφήξεις¨, αλλά δεν μπορούσε να κρύψει πως οι οπλίτες είναι ταλαιπωρημένοι και νοσταλγούν σφόδρα την πατρίδα.  Φάνηκε επίσης, αλλά παρουσιάζεται στα πορίσματα με τρόπο αρκετά καλυμμένο, ότι υπάρχει όντως το πρόβλημα που μου ανέφερες σχετικά με τα κυκλώματα μεσαζόντων και τοκογλύφων που απομυζούν τους πιο εύπιστους οπλίτες. Είχες δίκιο: εάν δεν παρέμβουμε έγκαιρα ίσως θα υπάρξουν προβλήματα  χρεωμένων οπλιτών στο προσεχές μέλλον.

Ο βασιλιάς είδε το βασικό πόρισμα της έρευνας και αποφάσισε να μιλήσει απ’ ευθείας στους στρατιώτες και να τους πείσει να παραμείνουν και να τον ακολουθήσουν στις προσεχείς του εξορμήσεις. Και τα κατάφερε.

saloni1

Ο Αλέξανδρος απευθύνθηκε στους στρατιώτες του διαθέτοντας δύο τουλάχιστον τρανταχτά επιχειρήματα: Πρώτον ότι, μέχρι τώρα, τους έχει οδηγήσει μόνο σε νίκες. Δεύτερον, ότι πολεμάει μαζί τους στη πρώτη γραμμή και έχει ήδη στο κορμί του περισσότερες ουλές τραυμάτων από εκείνες του μέσου μαχόμενου οπλίτη. Μπορεί όμως και να ισχυριστεί ότι εάν οι πέρσες αντιληφθούν ότι οι έλληνες άρχισαν να υποχωρούν και να επιστρέφουν μαζικά προς τη Δύση, δεν αποκλείεται να συσπειρωθούν ξανά και να τους κυνηγήσουν μέχρι τη Μέση Θάλασσα.

Αν στην παραπάνω επιχειρηματολογία συνυπολογίσει κανείς και τη δυνατότητα γενναιόδωρων ανταμοιβών που εξασφαλίζονται από τους ευτραφείς θησαυρούς που πέρασαν πρόσφατα στην κατοχή του Μακεδόνα, γίνεται κατανοητό γιατί οι περισσότεροι στρατιώτες πείστηκαν.

Όμως δεν συμβαίνει το ίδιο με τους μακεδόνες στρατηγούς. Όχι όλους, αλλά μερικούς σημαντικούς όπως για παράδειγμα ο γηραιός, αλλά ακμαίος Παρμενίωνας ή ο στενός φίλος του βασιλιά, ο Κλείτος, οι οποίοι (όπως και εγώ άλλωστε, τ’ ομολογώ) εκφράζουν ανοιχτά τις διαφωνίες τους, δίνοντας έτσι όπλα στους συνήθεις διαβολείς.

Η αλήθεια είναι ότι στρατηγοί και εταίροι έχουν και κάποιους άλλους λόγους να είναι δυσαρεστημένοι. Όπως ότι ο Αλέξανδρος δεν έχει λύσει ακόμη το θέμα της διαδοχής, όπως θα έπρεπε να έχει κάνει ήδη πριν από την εκκίνηση της εκστρατείας, φτιάχνοντας νόμιμους απογόνους με κάποια ελληνίδα πριγκίπισσα. Έπειτα γιατί διαπιστώνουν ότι ο ηγεμόνας τους επηρεάζεται όλο και πιο έντονα από τα περίπλοκα και φανταχτερά τελετουργικά  της περσικής αυλής και έχει αρχίσει να υιοθετεί κάποια στοιχεία της περσικής βασιλικής ενδυμασίας. Άσε που προωθεί όλο και συχνότερα πέρσες, αλλά και άλλους γηγενείς, στις ανώτερες θέσεις των κατακτημένων περιοχών.

.images (22)

Να σου μεταφέρω και ένα άλλο νέο που αφορά στους Έλληνες μισθοφόρους του Δαρείου (περίπου χίλιοι πεντακόσιοι) οι οποίοι απέδρασαν μετά το πραξικόπημα των ευγενών, και εν τέλει παραδόθηκαν σε εμάς. Σίγουρα θα σε ρωτήσουν σχετικά στην Αθήνα και πρέπει να ξέρεις πώς ακριβώς χειρίστηκε το  θέμα ο Αλέξανδρος. Όσοι λοιπόν από τους μισθοφόρους είχαν προσληφθεί πριν από το Συνέδριο της Κορίνθου, όπου κηρύχτηκε επισήμως ο πόλεμος κατά των Περσών, τους άφησε ελεύθερους, όσους προσλήφθηκαν μετά, τους ενέταξε υποχρεωτικά στο στράτευμά του με το μισθό που τους έδινε ο Δαρείος. Όσον αφορά στην έκκληση του Φωκίωνα υπέρ των μισθοφόρων που αιχμαλωτίστηκαν στις προηγούμενες μάχες, μπορείς να μεταφέρεις στον αθηναίο ηγέτη ότι η έκκλησή του για καλή μεταχείριση, θα εισακουστεί.

Στην περίπτωση των πρέσβεων των ελληνικών πόλεων που ήταν διαπιστευμένοι στην αυλή του Δαρείου, η απόφασή του ήταν κάπως διαφορετική.

Εκείνοι που προέρχονταν από πόλεις κράτη που ήταν εξαρτημένα από τους Πέρσες, (Σινώπη, Καλχηδόνα) θεώρησε αποδεκτό το να εκπροσωπούν τις πόλεις τους στην Αυλή των Περσών, δεδομένου ότι δεν θα μπορούσαν να κάνουν αλλιώς. Εκείνοι, αντίθετα, των οποίων οι πόλεις είχαν υπογράψει τις αποφάσεις του Συνεδρίου της Κορίνθου (δηλαδή τους πρέσβεις των Σπαρτιατών, καθώς και τον Αθηναίο πρέσβη Δρωπίδη) τους φυλάκισε.

.

Όλα αυτά που σου διηγούμαι, αγαπητέ Μεγαρέα, συνέβησαν μετά την έναρξη του νέου έτους, μέσα στον τρέχοντα ακόμη, τη στιγμή που σου γράφω, εναρκτήριο μήνα Εκατομβαιώνα. Όλα δείχνουν ότι και η νέα χρονιά θα είναι πυκνή σε γεγονότα. Ελπίζω και εύχομαι οι τυχόν εκπλήξεις που μας επιφυλάσσει η Ειμαρμένη να είναι θετικές και εκείνες που δεν θα είναι, να μπορέσουμε να τις αντιμετωπίσουμε με τη βοήθεια του Υπέρτατου Λόγου.

Προς το παρόν συνέχισε τη δραστηριότητά σου στην Αθήνα όπως έχουμε συμφωνήσει. Αν χρειαστεί να διαφοροποιήσουμε τη πολιτική μας, θα σε ειδοποιήσω. Περιμένω νεώτερα και για τη δίκη που απ’ ότι μου γράφεις συγκλονίζει αυτή τη στιγμή την Αθήνα. Θα έχει πιθανότατα λιγότερο εντυπωσιακές επιπτώσεις από αυτά που συμβαίνουν εδώ, αλλά δε σου κρύβω ότι, αυτού του είδους, η αθηναϊκή αναστάτωση (που όπως και να το κάνουμε, πρέπει να ακολουθεί κάποιους πάγιους κανόνες) μου  δημιουργεί -περιέργως, το παραδέχομαι- μια αίσθηση ηρεμίας και κανονικότητας. 

Ας είσαι γερός και ευτυχής

Ο Εξ Ολύνθου Καλλισθένης

images (25)

[1] Τετρακόσια στάδια: περίπου εβδομήντα τέσσερα χιλιόμετρα

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , , , , , , , | Leave a Comment »

Ιστορικό μυθιστόρημα υπό εκπόνηση. Ιντερμέδιο Ε-ΣΤ. Η Αθήνα του φαίνεσθαι

Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 6 Σεπτεμβρίου, 2017

Σημείωση: Όπως πιθανόν παρατήρησαν οι φίλοι του Ιστολογοφόρου που παρακολουθούν το ¨υπό εκπόνηση ιστορικό μυθιστόρημα¨, ανάμεσα στο πέμπτο και το έκτο μέρος δεν μεσολάβησε το σύνηθες ¨Ιντερμέδιο¨.  Ο λόγος είναι ότι δεν είχα (αφηγηματικό) περιθώριο για να παραθέσω κάποια ακόμη επιστολή των ηρώων μου (είχα ήδη βάλει κάμποσες – και θα βάλω κι άλλες) και έτσι  έψαχνα ένα κατάλληλο μικρό αυθεντικό κείμενο που να τεκμηριώνει κάπως το κλίμα της Αθήνας του τέλους του 4ου π.Χ αιώνα.  Τελικά νομίζω ότι το βρήκα, στους ¨Χαρακτήρες¨ του Θεόφραστου, από όπου πήρα και σας παραθέτω σε (μάλλον, αλλά όχι πολύ) ελεύθερη μετάφραση, δύο απ’ αυτούς: Τον¨μικροφιλότιμο¨ και τον ¨αλαζόνα¨.  

Teofrasto_Orto_botanico_head

Ιντερμέδιο Ε-ΣΤ

 Η Αθήνα του φαίνεσθαι (από έγκυρες πρωτογενείς πηγές)

Οι συγγραφείς της Νέας κωμωδίας που αρχίζουν αυτή την περίοδο να γίνονται δημοφιλείς στην Αθήνα, έχουν στη διάθεσή τους μερικές εύστοχες παρατηρήσεις για το ¨κλίμα¨ και τους ανθρώπους της εποχής καταγραμμένες σε ορισμένα κείμενα ενός σύγχρονού τους καλού παρατηρητή (και περιπατητή): του Θεόφραστου.

Ιδού ένας-δυο από τους χαρακτήρες που περιέγραψε (μάλλον διασκεδάζοντας) στο κείμενό του ¨Χαρακτήρες¨ ο διάδοχος του Αριστοτέλη στο Λύκειο.

(Σε ελεύθερη απόδοση)

*

Αυτός που του αρέσει (σώνει και καλά) να ¨φαίνεται¨, ήτοι να διακρίνεται και να τον τιμούν:

Ο μικροφιλότιμος

Μικροφιλοτιμία είναι η χαμερπής επιθυμία για τιμή και για δόξα. Έστω στην μικρή κλίμακα της καθημερινής ζωής. Ιδού πως θα μπορέσετε να εντοπίσετε τον Μικροφιλότιμο:

* Εάν τον προσκαλέσουν σε γιορτή προσπαθεί να πάρει (την θεωρούμενη ως τιμητική) θέση κοντά στον Οικοδεσπότη.

* Όταν ο γιος του φτάσει στην εφηβεία, δεν του αρκεί οποιοσδήποτε ναός για να τον κουρέψει κατά το έθιμο και να αφιερώσει στο θεό τα μαλλιά του, αλλά πρέπει να τον πάει οπωσδήποτε στους Δελφούς που έχουν μεγαλύτερη αίγλη και να τα αφιερώσει στον Απόλλωνα.

* Φροντίζει ο δούλος που τον ακολουθεί στα σεργιάνια να είναι μαύρος, γιατί είναι ένα ασυνήθιστο είδος δούλου και προκαλεί την προσοχή.

* Εάν, ας πούμε, του δανείσετε μία Μνα, θα σας την επιστρέψει σε τσίλικα ασημένια νομίσματα, που κάνουν καλύτερη εντύπωση!

* Για την κάργα που τρέφει σπίτι του είναι ικανός να φτιάξει μικρό ομοίωμα σκάλας και μικρή χάλκινη ασπίδα. Έτσι φοράει την ασπίδα στο πουλί και αυτό μπορεί να ανεβοκατεβαίνει (θριαμβευτικά) την (υπό κλίμακα) κλίμακα!

Όταν θυσιάζει βόδι, κρεμάει το κεφάλι με τα κέρατα σε περίοπτο σημείο, αφού πρώτα το στεφανώσει για να φαίνεται καλύτερα και να μπορούν όλοι να δουν ότι όντως θυσίασε βόδι.

* Όταν συμβεί να παρελάσει με τους ιππείς, μετά την πομπή φορτώνει όλο τον εξοπλισμό στο δούλο του για να τον μεταφέρει πίσω στο σπίτι, εκτός απ’ τα σπιρούνια. Αυτά τα κρατάει στα πόδια του, αν και τώρα φοράει πολιτικά και περιφέρεται κάνοντας φιγούρα στην αγορά!

* Αν πεθάνει το σκυλάκι του, που πρέπει απαραιτήτως να είναι ράτσας, ας πούμε από τη Μάλτα, του κατασκευάζει μνήμα και του στήνει επιτάφια στήλη όπου αναγράφει: ¨Εδώ κείται σκύλος και μάλιστα από την Μάλτα¨.

* Αν τυχόν κάνει τάμα και αφιερώσει, ας πούμε, ένα  χάλκινο δάχτυλο στο ναό του Ασκληπιού, δεν παραλείπει να το επισκέπτεται καθημερινά και να το τρίβει, να το ανθοστολίζει και να το αρωματίζει, έτσι ώστε το δικό του αφιέρωμα να φαίνεται σημαντικότερο από τ’ άλλα.

* Αλλά η καλύτερή του είναι όταν η φυλή του πρυτανεύει (άρα είναι πρύτανης μαζί με πενήντα ομόφυλούς του) και του αναθέτουν να αναγγείλει το αποτέλεσμα της θυσίας. Τότε, αφού φορέσει εντυπωσιακή φορεσιά και, φυσικά, στεφάνι, παρουσιάζεται στο δήμο και λέει: ¨Πολίτες Αθηναίοι, θυσιάσαμε εμείς οι πρυτάνεις στην Ρέα τη μητέρα των θεών τα ¨Γαλάξια¨ και η θυσία ήταν καλή. Είθε και εσείς να απολαύσετε τα αγαθά¨ και αφού τα απαγγείλει όλα αυτά με στόμφο, επιστρέφει σπίτι του και εξομολογείται στη γυναίκα του ότι αισθάνεται υπερβολικά ευτυχής.

* Κόβει συχνά τα μαλλιά του, έχει δόντια λευκά, αλλάζει συχνά φορεσιές και αλείφεται με μύρα ακόμη και όταν είναι καλά στην υγεία του.

* Στην αγορά του αρέσει να συχνάζει κοντά στους τραπεζίτες, στα γυμνάσια πηγαίνει εκεί όπου γυμνάζονται οι έφηβοι, και στις θεατρικές παραστάσεις επιδιώκει να κάθεται κοντά στους στρατηγούς.

* Για τον εαυτό του δεν αγοράζει τίποτα, όμως από τους μακρινούς φίλους του (ως φιλόξενος) δέχεται παραγγελίες και στέλνει αγάλματα στο Βυζάντιο, λακωνικούς σκύλους στην Κύζικο και μέλι Υμηττού στη Ρόδο. Και, φυσικά, όλα αυτά τα διηγείται διεξοδικά σε όλη την πόλη.

* Είναι ικανός και πίθηκο να τρέφει, και από εκείνες τις μαϊμούδες με τη μακριά ουρά -τους τίτυρους- να έχει, και σικελικά περιστέρια, και αστραγάλους (πολύτιμους) ελαφιών για το ομώνυμο παιχνίδι, και ελαιοδοχεία από τους Θούριους, και μαγκούρα με στρογγυλή λαβή από την Λακεδαίμονα, και παραπετάσματα με υφασμένες εικόνες απ‘ την Περσία, ως και μικρή παλαίστρα με άμμο και σφαιριστήριο.

* Αυτή δε την παλαίστρα την παραχωρεί σε σοφιστές και οπλομάχους και μουσικούς, για να κάνουν εκεί τις επιδείξεις τους και αυτός να μπαίνει μέσα τελευταίος, όταν ο χώρος είναι πλέον γεμάτος θεατές, έτσι ώστε κάποιος απ’ αυτούς να πει με θαυμασμό: ιδού ο ιδιοκτήτης αυτής εδώ της παλαίστρας!

***

writing-quill-with-ink-blot_small

Ο Αλαζόνας

Η Αλαζονεία είναι κι αυτή μια προσποίηση. Εκδηλώνεται όταν κάποιος προσποιείται ότι κατέχει αυτά που στην πραγματικότητα στερείται. Ιδού τι σόι άνθρωπος είναι ο αλαζών.

* Στέκεται στην προκυμαία του Πειραιά και διηγείται στους ξένους πως έχει τάχα δώσει πολλά χρήματα σε θαλασσοδάνεια. Περιγράφει λεπτομερώς πώς έγινε η επιχείρηση, πόσα κέρδισε και πόσα έχασε. Ενώ καυχιέται για όλα αυτά στέλνει επιδεικτικά τον δούλο του στην τράπεζα, αν και δεν έχει ούτε μιας δραχμής κατάθεση.

* Είναι ικανός να κοροϊδέψει τους συνταξιδιώτες του λέγοντάς τους ότι εκστράτευσε μαζί με τον Αλέξανδρο, πώς του συμπεριφερόταν εκείνος, πόσα λιθοκόλλητα ποτήρια έφερε από την εκστρατεία και, βέβαια, ότι οι τεχνίτες της Ασίας είναι καλύτεροι από τους τεχνίτες της Ευρώπης! Και τα λέει όλα αυτά χωρίς να έχει ταξιδέψει ποτέ έξω απ’ την πόλη.

* Ισχυρίζεται ότι έλαβε, ούτε μία ούτε δύο, παρά τρεις επιστολές απ’ τον Αντίπατρο, με τις οποίες τον προσκαλούσε να πάει στη Μακεδονία, και παρά ότι θα του επέτρεπε να εξαγάγει ξυλεία χωρίς δασμό, δεν δέχθηκε, για να μη τον συκοφαντήσει κανείς ότι παραείναι φίλος των Μακεδόνων.

* Κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης και της σιτοδείας, λέει ότι ξόδεψε πάνω από πέντε τάλαντα για να βοηθήσει τους φτωχούς πολίτες, γιατί -ισχυρίζεται- ότι του είναι αδύνατο, σε τέτοιες περιπτώσεις, να πει όχι.

* Όταν τύχει να βρεθεί ανάμεσα σε πρόσωπα που δεν τον γνωρίζουν, βάζει έναν από αυτούς, χρησιμοποιώντας άβακα και ψηφίδες ομαδοποιημένες ανά εξακόσιες δραχμές και ανά μνα, να υπολογίσει το άθροισμα των χρημάτων που (υποτίθεται) ότι έχει δώσει σε εράνους. Καταφέρνει δε το άθροισμα να προκύπτει περί τα δέκα τάλαντα.  Για να γίνει πιο πιστευτός προσθέτει σε κάθε ποσό και τα ονόματα των οφειλετών. Και εκτός απ’ αυτά, λέει, θα πρέπει να συνυπολογίσει κανείς και τις τριηραρχίες και τις άλλες δημόσιες λειτουργίες που ανέλαβε.

* Στην αγορά των αλόγων πλησιάζει εκείνους που πουλάνε τα καλύτερα άτια και προσποιείται ότι θέλει να τα αγοράσει.

* Πηγαίνει στα καταστήματα που πουλάνε κρεβάτια και τα συναφή και ζητάει κλινοσκεπάσματα αξίας δύο ταλάντων.  Μετά βρίζει τον δούλο του γιατί δεν έφερε μαζί του τα αναγκαία χρήματα!

* Ενώ κατοικεί σε σπίτι όπου πληρώνει ενοίκιο, σε όποιον δεν τον ξέρει λέει πως είναι το πατρικό του και πως σκοπεύει να το πουλήσει γιατί είναι κάπως μικρό σε σχέση με τους (πολλούς) ξένους που φιλοξενεί.

sagittarius_hev2

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , | Leave a Comment »

Ιστορικό μυθιστόρημα υπό εκπόνηση. Μέρος ΣΤ΄ Κεφάλαιο ενδέκατο: Κουβεντιάζοντας με τον Δάσκαλο

Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 4 Σεπτεμβρίου, 2017

Κεφάλαιο ενδέκατο: Κουβεντιάζοντας με τον Αριστοτέλη

30fe7-6a0168e53be7ff970c01a511bd202b970c-pi

Στην είσοδο του κεντρικού κτιρίου του Λυκείου με υποδέχεται ένας σχετικά νέος άνδρας που μου συστήνεται ως Τύρταμος γιος του Μέλαντα από την Ερεσό της Λέσβου, αλλά, μου λέει, να μη παραξενευτώ αν ακούσω να τον φωνάζουν Θεόφραστο, γιατί αυτό είναι το παρανόμι που του έχει δώσει ο Δάσκαλος. «Μου φάνηκε μάλλον κολακευτικό και το κράτησα», προσθέτει χαμογελώντας.

Του λέω ποιος είμαι και μου απαντά ότι ναι, το ξέρει, και πως ο Δάσκαλος του έχει ζητήσει να με υποδεχτεί και να μου κάνει συντροφιά μέχρις ότου ο ίδιος τελειώσει την αποψινή του διάλεξη.

«Σε λίγο θα είναι εδώ. Θα σου πω τι συμβαίνει: Ο Δάσκαλος αγαπά και παροτρύνει τις τυχόν ενστάσεις και τα αιτήματα για διευκρινίσεις των φοιτητών. Μπορώ να πω ότι χαίρεται να τους ακούει να ενίστανται, αν και οι νέοι, ιδιαίτερα στην αρχή των σπουδών, αισθάνονται πολύ δέος  και διστάζουν να πουν ανοιχτά τη γνώμη τους. Σήμερα φάνηκαν κάποιοι αντιρρησίες ανάμεσα στους προχωρημένους και αυτό ενθουσίασε τον Αριστοτέλη. Δε θέλει ούτε να ξεκόψει τη συζήτηση  ούτε να τους απογοητεύσει με γενικόλογες περιληπτικές απαντήσεις. Γι αυτό η μικρή αυτή καθυστέρηση».

72_XXVI

Λίγο αργότερα, όταν ο Αριστοτέλης έρχεται να μας συναντήσει στη στοά της βιβλιοθήκης, έχω προλάβει να ενημερωθώ για τα επιστημονικά ενδιαφέροντα του Θεόφραστου. Όχι λίγα. Αρχίζουν από την μελέτη των φυτών (αυτός είναι που ταξινομεί και περιποιείται τα εξωτικά φυτά που στέλνουμε τακτικά στον Αριστοτέλη από την εκστρατεία) και φτάνουν μέχρι τους κοινούς ανθρώπους, όλους αυτούς που κυκλοφορούν γύρω μας,  που και αυτοί, κατά τη γνώμη του, μπορούν να καταχωρηθούν σε βασικές κατηγορίες-τύπους.

Όταν ο Δάσκαλος έφτασε, ο Θεόφραστος μας αποχαιρέτησε και αποσύρθηκε.

Ο Αριστοτέλης μου φάνηκε ελάχιστα αλλαγμένος από την τελευταία φορά που τον είδα, πριν τέσσερα χρόνια. Ίσως να μου φαίνεται ακμαιότερος τώρα. Η ίδρυση της Σχολής και το κλίμα της Αττικής πρέπει να του κάνουν καλό. Δεν ξέρω αν η συγγένειά του με τον Καλλισθένη είναι εξ αίματος ή εξ αγχιστείας, αλλά μου δημιουργήθηκε η εντύπωση πως μοιάζουν κάπως μεταξύ τους: μέσου αναστήματος, λεπτοί, ευθυτενείς, με βλέμμα οξυδερκές και ερευνητικό.

Εκείνος, ευδιάθετος, μου λέει ότι με βρίσκει πιο ώριμο στην όψη από τότε, και πως είναι σίγουρος ότι αυτό ισχύει και για τον χαρακτήρα, πράγμα φυσικό και αναμενόμενο, λέει, για κάποιον που είναι παρών στη θυελλώδη και πυκνή σε γεγονότα προέλαση των Ελλήνων στην Ασία.

Του παρέδωσα τον βαρύ κύλινδρο με την αναλυτική επιστολή που μου είχε δώσει γι αυτόν ο Καλλισθένης. «Δάσκαλε, ο προϊστάμενός μου, απ’ ό, τι μου είπε, σου περιγράφει καταστάσεις και προβλήματα και μου ζήτησε να σου δώσω προφορικά οποιεσδήποτε διευκρινίσεις και συμπληρωματικές πληροφορίες χρειάζονται. Είμαι λοιπόν στη διάθεσή σου. Το μόνο που θα ήθελα να προσθέσω, από την πλευρά μου, είναι ότι ο Καλλισθένης θεωρεί την άποψή σου απαραίτητη και θεμελιώδη, τόσο για  να εκτιμηθούν οι τρέχουσες εξελίξεις, όσο και για να επιδιωχθούν όσα χρειάζονται προκειμένου η εκστρατεία να αποβεί λυσιτελής και επωφελής για ολόκληρο τον Ελληνισμό».

Ο Αριστοτέλης με ρώτησε πώς ήταν ο Καλλισθένης όταν τον άφησα, και εγώ τον διαβεβαίωσα ότι τότε ήταν στον δρόμο της ανάρρωσης και τώρα είναι πιθανό να είναι εντελώς καλά και να έχει ήδη αναχωρήσει από τα Σούσα για το μέτωπο της εκστρατείας. Οι εμπροσθοφυλακές μας πρέπει να βρίσκονται πλέον κοντά ή και να έχουν φτάσει κιόλας στα Εκβάτανα, την παλιά πρωτεύουσα των Μήδων. Εκεί υπάρχει  βάσιμη ελπίδα να βρεθεί και να αντιμετωπιστεί οριστικά ο Δαρείος.

Δείχνει να τον χαροποιούν τα καλά νέα για τον ανιψιό και μαθητή του. Ύστερα με  ρώτησε πόσο θα μείνω στην Αθήνα. Του απάντησα ότι αυτό δεν είναι ακόμη γνωστό, ότι έχω κάποια συμπληρωματικά καθήκοντα να εκπληρώσω πριν την αναχώρησή μου και ότι η εντολή για την επιστροφή θα έρθει από την υπηρεσία, άρα από τον Καλλισθένη. Του είπα επίσης ότι όσον αφορά τη δική του αλληλογραφία με τον Ολύνθιο, μπορεί, εάν το κρίνει σκόπιμο, να χρησιμοποιήσει το ασφαλές δίκτυο που έχω σκοπό να διοργανώσω με άμεση προτεραιότητα, ανάμεσα στην Αθήνα και το επιτελείο της υπηρεσίας των Λογίων, στην εκστρατεία. Είναι και αυτό μια εντολή του προϊσταμένου  μου.

Ο Αριστοτέλης λέει ότι πιθανώς θα χρειαστεί τις διευκρινίσεις μου πάνω στα όσα του γράφει ο Καλλισθένης και γι αυτό θα πρέπει να συναντηθούμε και πάλι σύντομα. Όμως δεν θέλει να χάσει την ευκαιρία να ακούσει απόψε, από πρώτο χέρι, νεότερα για την εκστρατεία. Γι αυτό με προσκαλεί να δειπνήσω μαζί του. Συγκατανεύω και εκείνος δίνει εντολή να στρώσουν τραπέζι στον κήπο, έξω από το εστιατόριο των φοιτητών. Ένα πλήθος από αρωματικά φυτά σπαρμένα εκεί γύρω, γεμίζουν τον βραδινό αέρα με τη μυρωδιά τους ενώ, από ότι λέγεται, καταφέρνουν ταυτόχρονα να δυσαρεστούν και να  διώχνουν μακριά τους ενοχλητικούς κώνωπες.

images-4

Καθίσαμε εκεί έξω.

«Πες μου λοιπόν νεαρέ Μεγαρέα γιατί, κατά τη γνώμη σου, η μεγάλη και κραταιά αυτοκρατορία των Περσών κατακρημνίζεται τόσο εύκολα;»

Σκέφτομαι ότι μου βάζει δύσκολα, και μάλιστα πριν προλάβω να πάρω μια ανάσα και να προσαρμοστώ στο περιβάλλον. Πιθανόν θέλει να αξιολογήσει την κρίση μου. Ωστόσο δεν ενίσταμαι, όσο και αν, όπως  μόλις έμαθα, οι ενστάσεις του αρέσουν.

«Δάσκαλε νομίζω ότι μπορώ να κάνω μερικές υποθέσεις και να σου τις αναφέρω χωρίς να είμαι σε θέση να πω ποια είναι επικρατέστερη. Η πρώτη αιτία παρακμής θεωρώ ότι οφείλεται στο μέγεθος. Ο Καλλισθένης λέει ότι η ανθρωπότητα δεν είχε ξαναδεί τόσο μεγάλη έκταση κάτω από ενιαία διοίκηση, όσο η αυτοκρατορία των Αχαιμενιδών. Όμως, είναι πιθανό να υπάρχει ένα όριο στη σχέση ανάμεσα σε ικανότητα διακυβέρνησης και την έκταση του εδάφους που πρέπει να ελέγχεται. Στην περίπτωση της αχανούς αυτοκρατορίας, όσο και εάν η διοίκηση στηρίζεται σε ένα επαρκές οδικό σύστημα  -η βασιλική οδός είναι πράγματι ένα επίμηκες οριζόντιο θαύμα- και σε μια αποτελεσματική ταχυδρομική υπηρεσία, δεν είναι δυνατό να στηρίξει μια ενιαία κεντρική εξουσία για πολύ καιρό. Δεν είναι όπως, για παράδειγμα, η Αίγυπτος, όπου ο κυριότερος παράγοντας συνοχής είναι η πλατιά, βατή λεωφόρος του Νείλου.  

Οι Πέρσες σατράπες που αντικαθιστούν την βασιλική εξουσία σε τοπικό επίπεδο, όσο κι αν έχει στηθεί ένα παράλληλο σύστημα με το οποίο η Αυλή προσπαθεί να τους ελέγξει,  ήταν και είναι πάντα επιρρεπείς στο να ανεξαρτητοποιηθούν ή και να ταχθούν με οποιονδήποτε  εισβολέα κρίνουν ότι τους συμφέρει.

Έπειτα, ένας άλλος λόγος αδυναμίας των Περσών  είναι η ετερογένειά των εθνών που βρίσκονται κάτω από την επικυριαρχία τους. Ανάμεσα στο μωσαϊκό των λαών που απαρτίζουν την αυτοκρατορία δεν υπάρχει ούτε κοινή γλώσσα ούτε κοινή θρησκεία, ούτε κοινά ήθη και έθιμα.  Τίποτα, που να μπορεί να τους κρατήσει ενωμένους πέρα από αυτή την εσκεμμένα μυθική μορφή του ΥπερΒασιλέα. Αυτός είναι όντως χρήσιμος όταν και εάν εξασφαλίζει ειρήνη, όμως η επιβεβαίωση της υπεροχής του και κατά συνέπεια η διατήρηση της θέσης του εξασφαλίζεται μόνον όταν επιχειρεί πολέμους. Είναι επωφελές (για την άνοδο) να ανακηρύσσεται κανείς Βασιλεύς των Βασιλέων ή και Θεός ακόμη, αλλά για να διατηρηθεί στην κορυφή πρέπει όχι μόνο να πολεμά συνέχεια αλλά και να νικάει.  Φαίνεται ότι έφτασε η στιγμή οι Πέρσες να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες αυτού του φαύλου κύκλου.

Υπάρχουν βέβαια και άλλοι ορατοί λόγοι…» λέω, αλλά αντιλαμβάνομαι ότι μιλάω πολύ και σταματάω.

image17

Ο Αριστοτέλης περιμένει ώσπου να τοποθετήσει ο νεαρός σερβιτόρος τους δίσκους στο τραπέζι. Αν δεν με απατά η όραση και κυρίως η όσφρησή μου, πρόκειται για έναν τεμαχισμένο κόνικλο, καλοψημένο και συνοδευμένο από διάφορα κηπευτικά, ελιές, ζεστό ψωμί και ντόπιο αθηναϊκό κρασί, ήδη αραιωμένο.

 «Είναι ενδιαφέροντα αυτά που μου λες Μεγαρέα» λέει μετά, «και μπορώ να πω ότι αποτελούν αντικείμενο και του δικού μας προβληματισμού, εδώ στο Λύκειο. Αλλά  η μαρτυρία ενός αυτόπτη είναι πάντοτε σημαντική. Για πες μου όμως, πώς βλέπεις να διαμορφώνονται τα πράγματα μετά την ελληνική παρέμβαση;»

Ειλικρινά δεν πίστευα ότι απόψε θα έπρεπε να είμαι εγώ εκείνος που θα κάνει διάλεξη. Και μάλιστα σε τόσο απρόσμενο ακροατήριο. Απρόσμενο και εκλεκτό, λέω μέσα μου για να πάρω κουράγιο. Περίμενα να ακούσω και έλπιζα να μάθω. Αλλά εδώ στην Αθήνα, λέω στον εαυτό μου, υπάρχει μακρά παράδοση οι δάσκαλοι να αρέσκονται στο να θέτουν ερωτήματα και να διδάσκουν ερωτώντας και εκμαιεύοντας. Καταλήγω λοιπόν ότι, έστω, εντάξει, ας πω τη γνώμη μου.

«Σκέφτομαι ότι πρέπει να υπάρχουν τουλάχιστον τρία οριακά ενδεχόμενα, Δάσκαλε. Στο πρώτο ο Αλέξανδρος και η Ηγεσία εντυπωσιάζονται από τα μεγέθη της Αυτοκρατορίας και κυρίως από τον σωρευμένο πλούτο και αποφασίζουν να προχωρήσουν, εντέλει, μόνο σε αλλαγή δυναστείας. Αυτό σημαίνει να ενσωματωθούν στο υπάρχον σύστημα  οι Έλληνες (και κυρίως οι Μακεδόνες) ως κυρίαρχη ομάδα και ως διάδοχοι των Περσών (οι οποίοι, άλλωστε, είχαν με τη σειρά τους διαδεχθεί στο ρόλο αυτόν τους πρώην κυρίαρχους Μήδους). Δηλαδή, εκτός από την επιβολή μια νέας κυρίαρχης εθνότητας, το πολύ να προστεθεί στις τρεις υπάρχουσες επίσημες γλώσσες της Αυτοκρατορίας η ελληνική και να πλαισιωθεί το ιρανικό και βαβυλωνιακό πάνθεον με μερικές ελληνικές θεότητες. Η αυτοκρατορία, πάντως, παραμένει αυτοκρατορία. Λίγο πολύ όπως την ξέρουμε.

Στη δεύτερη περίπτωση  τα νέα εδάφη ενσωματώνονται σε ένα νέο υπερεθνικό σχήμα και αρχίζουν προοδευτικά να εξελληνίζονται. Επιβάλλονται αλλαγές που αφορούν στην γλώσσα, στην επίσημη θρησκεία, στο δίκαιο, και επιδιώκεται η δημιουργία ενός νέου ενιαίου συνόλου. Βέβαια, σε αυτή την περίπτωση οι αντιδράσεις των γηγενών θα είναι εντονότερες. Επίσης, θα πρέπει να ληφθεί υπ’ όψιν ότι στο κέντρο αυτού του ¨ελληνιστικού¨ (αν μου επιτρέπεις να χρησιμοποιήσω αυτόν τον νεολογισμό) συνόλου δεν θα είναι τα ελληνικά εδάφη -τα οποία εκ των πραγμάτων θα βρεθούν στην περιφέρεια της νέας δομής- αλλά θα μετατοπιστεί μοιραία κάπου προς τη Μεσοποταμία. Το ίδιο θα συμβεί και με τις άλλες βασικές δραστηριότητες: την παραγωγή των αγαθών και το εμπόριο.

Το τρίτο ενδεχόμενο έχει αποτελέσει θέμα μακρών συζητήσεων ανάμεσα σε ορισμένα στελέχη της υπηρεσίας των λογίων, της οποίας ηγείται ο Καλλισθένης, συχνά με την συνεργασία του Ευμένη από την Καρδία της Θράκης, και στην οποία έχω τη τιμή να συμμετέχω και εγώ. Πρέπει να σου πω ότι πρόκειται περισσότερο για μια ευχή παρά για μια πρόβλεψη. Και πρέπει επίσης να σου εξομολογηθώ ότι σε αυτές τις συζητήσεις ακούγεται συχνά η φράση: ¨Τι θα έλεγε άραγε γι αυτό ο Αριστοτέλης;¨»

Σταματάω  και τον κοιτάζω. Παραμένει απαθής και δεν κάνει σχόλια.

«Βασικός άξονας του προβληματισμού μας» συνεχίζω, «είναι η πεποίθηση ότι στην Ελλάδα παρά τους καταστρεπτικούς εμφύλιους πολέμους και τις μιζέριες που εκδηλώνονται πάντα μαζί με τις αδελφοκτόνες συγκρούσεις, έχουν συμβεί κατά τους τελευταίους αιώνες θαυμαστά πράγματα. Για παράδειγμα, πάψαμε να φοβόμαστε τη γνώση και να πιστεύουμε ότι αυτή μπορεί να αποδώσει καρπούς μόνο όταν καλλιεργείται έγκλειστη και επιτηρούμενη σε παλάτια και ναούς. Επιτρέψαμε στους ανθρώπους της γνώσης να πάρουν το λόγο δημόσια και να ανταλλάξουν απόψεις μεταξύ τους, πράγμα που ευνόησε την έρευνα και το πέρασμα νέων τομέων από το άγνωστο στο οικείο.

Αποδεχτήκαμε σε ορισμένες πόλεις τη δημιουργία νέων κατηγοριών πολιτών, με νέες δραστηριότητες και τους δώσαμε τη δυνατότητα συμμετοχής στα κοινά που παλιότερα δεν είχαν, ενώ σε άλλες πόλεις πειραματιστήκαμε μορφές κοινωνικής ισότητας -αν όχι για όλους τους πολίτες, (που ως και αυτό έγινε στα Αιόλια νησιά της Σικελίας[1]) τουλάχιστον ανάμεσα στην κυρίαρχη ομάδα πολιτών, όπως στη Σπάρτη. Σε άλλες πάλι πόλεις έγιναν αναδασμοί και ανακατανομή του πλούτου, όταν υπήρχε φανερός κίνδυνος η οικονομική ανισότητα να επιφέρει τη διάλυση. Δεν αρνηθήκαμε στις πόλεις την ελευθερία να ψάξουν για το καθεστώς που τους ταιριάζει καλύτερα και έτσι μπορεί να βρει κανείς στην Αθήνα πολίτες -αλλά και άρχοντες- που θαυμάζουν την πολιτεία των Λακεδαιμονίων, ή την μοναρχία των Μακεδόνων, ενώ από την άλλη πλευρά δεν είναι κρυφό ότι πολλοί Μακεδόνες θαυμάζουν την Αθήνα και, επιπλέον, να που -με την ευκαιρία των χθεσινών γεγονότων που υποθέτω ότι θα τα πληροφορήθηκες Δάσκαλε- θυμηθήκαμε όλοι ότι ως και οι Σπαρτιάτες  του Κλεομένη (όταν τους βόλευε, δε λέω) όσο κι αν φαίνεται εκ πρώτης όψεως παράδοξο, βοήθησαν στο στερέωμα της Δημοκρατίας στην Αθήνα».

Sxedio_04

Έκανα μια παύση για να τον διευκολύνω, αν θέλει, να με διακόψει. Πράγματι ακούγοντας την αναφορά στα χθεσινά γεγονότα χαμογέλασε και μου είπε: «Αγαπητέ Μεγαρέα υπάρχουν δύο λογιών μύθοι. Κατ’ αρχήν αυτοί που πλάθονται από τους λαούς στη προσπάθειά τους να εξηγήσουν το ανεξήγητο ή να παρηγορηθούν για την αναπόφευκτη θνητότητά τους. Αυτούς τους μύθους τους σέβομαι γιατί κατά βάθος κρύβουν αλήθειες και πραγματικές αιτίες και κίνητρα που τους δικαιολογούν. Αν τους αναλύσεις έρχονται στην επιφάνεια χρήσιμα πράγματα.  Υπάρχουν όμως και μύθοι που φτιάχνονται επί τούτου για να υποστηριχτούν πολιτικές και συμφέροντα. Αυτοί είναι υποκριτικοί μύθοι και, καμιά φορά, με εξοργίζουν. Δυστυχώς το πέρασμα της Σοφιστικής από την Αθήνα, αλλά και την Ελλάδα  ολόκληρη θα έλεγα, έχει δημιουργήσει πολλούς τέτοιους ¨επιχειρησιακούς μύθους¨.

Σύμφωνα με τις πηγές μου οι ερωτοχτυπημένοι ¨τυραννοκτόνοι¨ για ένα μεγάλο διάστημα θεωρήθηκαν αυτό που ήσαν. Δύο άτομα που για τους δικούς τους λόγους σκότωσαν τον ένα από τους δύο τυράννους -και μάλιστα τον λιγότερο αυταρχικό και επικίνδυνο- και πλήρωσαν γι αυτό με τη ζωή τους. Μόνο αργότερα, μετά τους μηδικούς πολέμους και την έλευση των Σοφιστών, η ιστορία τους αναδιαμορφώθηκε σε ¨διδακτικό-συνωμοσιολογικό¨ μύθο.

Προσωπικά δεν έχω αντίρρηση για κάποιο εξωραϊσμό της πραγματικότητας, όταν βασίζεται και προωθεί την Αλήθεια. Αλλά εάν οι δημοκρατικοί θέλουν τον Δήμο άρχοντα και κύριο του μέλλοντός του, δεν επιτρέπεται να τον υποτιμούν προσφέροντάς του ιστορίες γεμάτες υπερβολές και διαστρεβλώσεις. Εγώ προσωπικά δε το ανέχομαι, όπως δεν θα ανεχόμουν, για παράδειγμα, την ανακήρυξη του Αλέξανδρου σε Θεό. Γι αυτό, αν και με είχαν καλέσει, δεν παραβρέθηκα χτες στις τελετές. 

Το μόνο καλό Μεγαρέα είναι ότι κάτι τέτοια δεν περνάνε και δε πείθουν πλέον τόσο εύκολα το Δήμο -ιδιαίτερα τους νέους.  Οι νέοι συλλαμβάνουν εύκολα τις αντιφάσεις και καμιά φορά έχουν και το κουράγιο και το κέφι να τις σατιρίσουν.  Πίστεψέ με ζω καθημερινά ανάμεσα τους και ξέρω τι σου λέω…

Αλλά συγγνώμη που σε διέκοψα. Μου μιλούσες για το τρίτο ενδεχόμενο όσο αφορά στη κατάσταση που θα διαμορφωθεί μετά την επιτυχή λήξη της εκστρατείας. Αν κατάλαβα καλά πρόκειται για την ιδεώδη, άρα δύσκολη, περίπτωση και γι αυτό σας προβληματίζει». 

«Ναι Δάσκαλε. Καταλήγουμε ότι η Πόλη είναι η βασική πολιτική οντότητα πάνω στην οποία βασίστηκαν όλα εκείνα που μας κάνουν υπερήφανους. Στις επιστήμες, στις τέχνες, στα γράμματα και γενικότερα στη δημιουργία ενεργών και ευτυχισμένων πολιτών. Στη θεμιτή ένσταση ότι η μαχητική δύναμη μιας πόλης είναι μικρή για να τα βγάλει πέρα με τα ισχυρά στρατεύματα των μεγάλων βασιλείων και των αυτοκρατοριών που ενδεχόμενα θα την επιβουλευθούν, την απάντηση την έδωσε η ίδια η Ιστορία. Μπροστά στην εξωτερική απειλή οι πόλεις μας συσπειρώθηκαν και νίκησαν. Το ίδιο κάνουν συσπειρωμένες και τώρα: νικούν. Αντίθετα αποδυναμωθήκαμε και παρακμάσαμε όταν τα βάλαμε ο ένας εναντίον του άλλου.

Επομένως, τώρα περισσότερο από ποτέ,  πρέπει να ενισχυθούν οι θεσμοί που ενοποιούν τον ελληνικό κόσμο. Από την Αμφικτιονία ως τους αθλητικούς αγώνες και τις γιορτές θεάτρου. Είναι στην ενότητα που πρέπει να επικεντρωθούν οι προσπάθειές μας, ιδιαίτερα αν αναλάβουμε το δύσκολο έργο να επεκτείνουμε τις πολιτικές μας προς νέα εδάφη και νέους λαούς. Εάν καταφέρουμε κατ’ αρχήν να αυξήσουμε τη συνοχή διατηρώντας παράλληλα τις ιδιαιτερότητές μας, θα μπορέσουμε προοδευτικά να εντάξουμε και τους νέους λαούς στις νέες αντιλήψεις. Δε θα ήθελα να μιλήσω με συνθήματα Δάσκαλε, αλλά για την υλοποίηση της τρίτης περίπτωσης, εκείνο που ακούγεται στις συζητήσεις μας μιλάει για μια Ελλάδα των Πόλεων, από τη Σικελία έως εκεί όπου, όπου να ‘ναι, θα φτάσουμε.  Κάτω από την επίβλεψη ενός συλλογικού οργάνου ανάλογο με την Αμφικτιονία, αλλά ισχυρότερο και στελεχωμένο περισσότερο με φιλοσόφους παρά με ιερείς».

Χαμογέλασε πάλι.

«Αχ αυτοί οι νέοι!» είπε. Και πρόσθεσε:

«Μια που ανάφερες τους ιερείς, για πες για αυτούς που συνάντησες εκεί. Σε τι μοιάζουν και σε τι διαφέρουν κατά τη γνώμη σου από τους δικούς μας;»

Άφησα κάτω τη μπουκιά με το νόστιμο κουνέλι που προσπαθούσα να προωθήσω  στη γαστέρα μου και ετοιμάστηκα για νέο λόγο, αλλά ευτυχώς ο Δάσκαλος αντιλήφθηκε ότι με έχει προσκαλέσει σε δείπνο και όχι σε επίδειξη ρητορικής ικανότητας και άλλαξε γνώμη. «Αλλά ας αφήσουμε τις κουβέντες για αργότερα» είπε, «και ας τιμήσουμε αυτό εδώ το λαγοειδές. Εις υγείαν!»

«Στην υγειά σου Δάσκαλε» είπα και κατέβασα επιτέλους τη μπουκιά με το κουνέλι, βοηθώντας την με μια γερή γουλιά λευκού κρασιού αρωματισμένου με ρετσίνι.

images (13)

Τέλος του Έκτου Μέρους

(συνεχίζεται…)

[1] Ο Εύελπις αναφέρεται στα μικρά ηφαιστιογενή νησιά στην βόρεια ακτή της Σικελίας που αποικήθηκαν το 580 π.Χ. από εξόριστους προερχόμενους από την Ρόδο και την Κνίδο. Στα νησιά αυτά και ιδιαίτερα στην Μελιγουνίδα  (Λίπαρι)  εφαρμόστηκε για ένα διάστημα καθεστώς κοινοκτημοσύνης.

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , | Leave a Comment »

Ιστορικό μυθιστόρημα υπό εκπόνηση. Μέρος ΣΤ΄ Κεφάλαιο δέκατο: Όπου ο Οινοκράτης ζητά να δει τον Αριστοτέλη

Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 30 Αυγούστου, 2017

[Προσωρινός τίτλος: Κύλικες και δόρατα.

Προσωρινός υπότιτλος: Ημέρες και έργα του Εύελπι του Μεγαρέα, λόγιου στην ακολουθία του Αλέξανδρου του Γ΄ του Μακεδόνα, κατά την μεγάλη ασιατική εκστρατεία].

289_d

Κεφάλαιο δέκατο: Όπου ο Οινοκράτης θέλει να δει τον Δάσκαλο

 

Το σπίτι που νοικιάζει ο Αριστοτέλης βρίσκεται κι αυτό όπως και το δικό μας στους πρόποδες του Λυκαβηττού, όμως ο δάσκαλος με περιμένει απόψε στο Λύκειο, εδώ λίγο παρακάτω, πάντα έξω από τα τείχη της Πόλης, στο ύψος των πυλών του Διοχάρη.  Η απόσταση είναι μικρή και λέω να περπατήσω ως εκεί.

Μου είπαν ότι η Ακαδημία του Πλάτωνα (που τώρα διευθύνει ο Ξενοκράτης) έχει όλο και πιο πολλούς σπουδαστές και μοιάζει πια με μια μικρή πόλη κατοικημένη από νέους ανθρώπους, έξω από το περιτειχισμένο Άστυ, στον βόρειο ελαιώνα. Μια πόλη με πολλούς ελληνόφωνους νεαρούς άνδρες, όχι μόνο γηγενείς, αλλά και προερχόμενους από άλλες πόλεις και  πολύ λιγότερες νεαρές γυναίκες ντόπιες, συνήθως κόρες πλούσιων και αριστοκρατικών οικογενειών. Το Λύκειο του Αριστοτέλη δεν έχει φτάσει ακόμη σε τέτοιες ποσότητες, ωστόσο μοιάζει κι αυτό με μια μικρή ¨αστική¨ νησίδα μέσα στην ειδυλλιακή ύπαιθρο που περιβάλλει την Αθήνα.

Το  κτίριο της σχολής είναι μια ανακαινισμένη παλιά πέτρινη κατασκευή, κοντά στον αρχαίο ναό του Λυκείου Απόλλωνα, που λειτούργησε ως δημόσιο γυμνάσιο ήδη από την εποχή του Πεισίστρατου. Λέγεται ότι εδώ ερχόταν συχνά ο Σωκράτης, ενώ παλιότερα στο γύρω πλάτωμα γυμνάζονταν οι οπλίτες και οι ιππείς του Αθηναϊκού στρατού. Ο Δάσκαλος το νοίκιασε κι αυτό, αφού όντας μέτοικος δεν μπορεί να αγοράσει ακίνητα.  Το οίκημα, εκτός από τις αίθουσες διδασκαλίας, περιλαμβάνει πλέον δύο στοές με πλούσια βιβλιοθήκη, ιερό των Μουσών, εργαστήρια, καθώς  και κοιτώνες και χώρους σίτισης για τους οικότροφους σπουδαστές.

Ο Σταγειρήτης μαθαίνω ότι βρίσκεται ολημερίς στους χώρους του Λυκείου, αν και είναι γνωστό ότι συχνά προτιμά να διδάσκει έξω, στην ύπαιθρο, σεργιανίζοντας με τους σπουδαστές στο άλσος που περιβάλει τη σχολή.

Λέγεται ότι το περιεχόμενο των μαθημάτων του δεν μοιάζει ούτε μ’ εκείνο του μακαρίτη του Ισοκράτη (που εστιαζόταν εν τέλει σε θέματα ρητορικής και διοίκησης)  ούτε μ’ εκείνο της Ακαδημίας (όπου κυριαρχεί η καλλιέργεια της Νόησης, η οποία θεωρείται ο μόνος δρόμος προς την Γνώση, που  με τη σειρά της οδηγεί στην Αρετή, η οποία αποτελεί τη βασική προϋπόθεση για την Ευτυχία). Ούτε βέβαια έχει καμία σχέση με τους ακροβατισμούς ανάμεσα σε Αυτάρκεια, Εγκράτεια και Ηδονισμό που χαρακτηρίζει τελευταία το Κυνόσαργες. Στο Λύκειο, απ’ ότι φαίνεται, δεν επαφίενται όλα στην Νόηση, αλλά οι πληροφορίες που συλλέγονται από των αισθητό Σύμπαν θεωρούνται πολύτιμες και πρέπει να αναλύονται, να ανασυντίθενται και να ¨τακτοποιούνται¨ έτσι ώστε να μεταβάλλονται σε γνώσεις με απτές επιπτώσεις, ικανές να βελτιώσουν τον υπαρκτό Κόσμο.

Η διδακτική δραστηριότητα στη σχολή του Αριστοτέλη ασκείται  και από τους συνεργάτες, ακόλουθους και πρώην μαθητές του Δάσκαλου. Και επί πλέον υπάρχουν οι ¨Αναγνώστες¨ που αποδίδουν και επεξηγούν προφορικά τα κείμενα των συγγραμμάτων, αλλά και παρακολουθούν από κοντά τις επιδόσεις των φοιτητών. Ο ίδιος ο Αριστοτέλης υπήρξε ένας από τους ¨Αναγνώστες¨ της Ακαδημίας του Πλάτωνα και λέγεται μάλιστα   ότι ως εξεταστής της προόδου των σπουδαστών,  ήταν δεόντως αυστηρός.

Ο ίδιος ο Δάσκαλος αφιερώνει τις πρωινές του ομιλίες σε εισαγωγικά ή γενικά θέματα που για να γίνουν κατανοητά δεν απαιτούν μεγάλη εξειδίκευση και μπορούν να τα παρακολουθήσουν όλοι οι ενδιαφερόμενοι, ενώ οι απογευματινές του διαλέξεις (που πρέπει να έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον και που -μεταξύ μας- θα έδινα πολλά για να μπορέσω να παρακολουθήσω) αφορούν στα θέματα που ο ίδιος αποκαλεί ¨ακροαματικά¨ ή ¨εσωτερικά¨ και απευθύνονται αποκλειστικά προς επιλεγμένους, προχωρημένους φοιτητές.  

Υποθέτω ότι απόψε θα με δεχτεί μετά τη λήξη μιας τέτοιας  ¨ακροαματικής¨ διάλεξης.

kynos

Ο Οινοκράτης μου ζήτησε να τον πάρω μαζί μου απόψε. Τον ρώτησα πώς έτσι και μου απάντησε ότι θέλει να γνωρίσει τον μεγάλο σοφό.

Τον ρώτησα γιατί και μου είπε πως μια από αυτές τις μέρες, όταν θα μειωθεί η πίεση από τα άμεσα καθήκοντά μου, θέλει να μιλήσουμε και θα μου εξηγήσει.

Του είπα εντάξει, όποτε θέλει, αλλά  πως, ακόμη κι αν τον πάρω μαζί μου απόψε, τον ίδιο τον Αριστοτέλη μάλλον δεν θα τον δει. Θυμάμαι ότι κι εγώ την πρώτη φορά, πριν την αναχώρηση, είχα δυσκολευτεί να τον δω προσωπικά. Ο Δάσκαλος, σίγουρα, δεν είναι εύκολα προσιτός.

Βέβαια, τώρα δεν είναι ακριβώς όπως τότε. Εγώ έχω τώρα άλλη ιδιότητα και έχω επίσης συγκεκριμένα μηνύματα από υψηλούς αποστολείς γι αυτόν.

Αλλά κι εσύ, Οινοκράτη, του είπα, νομίζω ότι ήρθε η στιγμή να χειραφετηθείς και τυπικά. Μάλιστα ύστερα από το χθεσινό σου επίτευγμα, νομίζω ότι, εάν το επιθυμείς, μπορείς να επιδιώξεις -να επιδιώξουμε όλοι μαζί- να πάρεις την αθηναϊκή υπηκοότητα. Εγώ θα σε υποστηρίξω αμέριστα.

Θυμάμαι βέβαια τους ενδοιασμούς και τους φόβους που μου είχες εκφράσει στα Σούσα, αλλά θέλω να σε διαβεβαιώσω ότι, κατά τα άλλα, η ζωή σου δεν θα αλλάξει δραστικά, εκτός εάν το επιθυμήσεις  εσύ. Μπορείς να παραμείνεις κοντά μου, αλλά όχι πλέον όχι ως δούλος, έστω εξειδικευμένος, αλλά ως ελεύθερος συνεργάτης.  Θα αμείβεσαι κανονικά από εμένα και την υπηρεσία και δε θα χρειάζεσαι την άδεια κανενός όταν θελήσεις, για παράδειγμα, να κάνεις οικογένεια.   Βέβαια, εάν προτιμάς να γίνεις ένας ελεύθερος υπήκοος της νέας μεγάλης πολιτικής οντότητας που θα προκύψει από την οριστική, τελική νίκη του Αλέξανδρου, αυτό είναι ακόμη πιο εύκολο.

Όσον αφορά στον Αριστοτέλη, τον οποίο σίγουρα θα επισκεφτώ ξανά και μάλιστα σύντομα, σου υπόσχομαι ότι θα προετοιμάσω το έδαφος έτσι ώστε την προσεχή φορά να με συνοδέψεις κι εσύ. Και, εν τω μεταξύ, θα  έχουμε τον χρόνο να τα πούμε διεξοδικά. Λοιπόν; τι λες;

Εντάξει, μου απάντησε ο Συρακούσιος, εντάξει σε όλα.

(συνεχίζεται…)

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , , | Leave a Comment »

Ιστορικό μυθιστόρημα υπό εκπόνηση. Μέρος ΣΤ΄ Κεφάλαιο ένατο: Η επίσκεψη του Δημάδη

Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 21 Αυγούστου, 2017

[Προσωρινός τίτλος: Κύλικες και δόρατα.

Προσωρινός υπότιτλος: Ημέρες και έργα του Εύελπι του Μεγαρέα, λόγιου στην ακολουθία του Αλέξανδρου του Γ΄ του Μακεδόνα, κατά την μεγάλη ασιατική εκστρατεία].

9219588129_d8da90ff9a_b

Κεφάλαιο ένατο: Η επίσκεψη του Δημάδη

Ξύπνησα νωρίς. Ήθελα να προετοιμαστώ κάπως γιατί όπου να ‘ναι θα κατέφθανε ο Δημάδης.

Τίμησα το πρωινό ¨άριστον¨ που μου ετοίμασε η κυρά Άνθεμη, η οποία βρισκόταν ήδη στο πόδι ακόμη πιο νωρίς από μένα και της είπα πόσο μου έχει λείψει αυτά τα τελευταία χρόνια, τόσο η ίδια όσο και το πρωινό που μόνο εκείνη ξέρει να φτιάχνει. Κέρδισα ένα πλατύ της χαμόγελο. Μετά αποσύρθηκα στη αίθουσα των κειμένων. Υπήρχαν εκεί περγαμηνές και πάπυροι  συλλεγμένοι από τον Ευρύνου, αλλά και κάμποσα συγγράμματα δικά μου, τόσο από εκείνα που χρησιμοποίησα στις σπουδές, όσο  και διάφορα άλλα.

Η χθεσινή συζήτηση με τον πατέρα μου σχετικά με την αντιδικία Δημοσθένη-Αισχίνη και η αναφορά του στην επικείμενη δίκη ανάμεσά τους, είχε τραβήξει την προσοχή μου στο γεγονός που, σύμφωνα με τον Ευρύνου, θα κυριαρχήσει στην πολιτική ζωή  της Αθήνας τούτο το καλοκαίρι.  Ο πατέρας έχει δίκιο. Οι δίκες στην Αθήνα έχουν σχεδόν πάντα πολιτικές προεκτάσεις. Οι δικαστές είναι ένορκοι πολίτες, πολλοί στον αριθμό, και οι αποφάσεις τους εκφράζουν έγκυρα το κλίμα που επικρατεί κάθε φορά στην Πόλη.

Σκοπεύω να παρακολουθήσω αυτή τη δίκη. Με τρόπο διακριτικό, γιατί δε θέλουν πολύ οι ποικίλοι ¨ενάντιοι¨ να με κατηγορήσουν για εμπλοκή και ανάμιξη εκεί όπου δεν είμαι σπαρμένος. Η Αθήνα είναι ευαίσθητη όσον αφορά στην ανεξαρτησία της και καλά κάνει. Η πολύτιμη ενδο-ελληνική ειρήνη, για να φτουρήσει, πρέπει να είναι μια έντιμη ειρήνη. Επομένως, το ξαναλέω: προσοχή!

images (19)

Δεδομένου ότι οι σπουδές μου δεν ήταν επικεντρωμένες στα νομικά, αλλά κυρίως, θα έλεγα, στα ιστορικά θέματα (ακριβέστερα στην μετατροπή του παρόντος σε Ιστορία), θέλησα να ενημερωθώ διεξοδικότερα για τα ισχύοντα στην αθηναϊκή νομολογία και δικονομία. Άνοιξα λοιπόν τις συγγραφές. Πέρα από τους νόμους και τους κανόνες, βρήκα αρκετούς από τους λόγους των δύο μονομάχων, καθώς και άλλα ενδιαφέροντα τεκμήρια.

Μέχρις ότου ακουστεί ο θόρυβος του αμαξιού με το οποίο κατέφτασε ο Δημάδης, είχα προλάβει να αποκτήσω μια πρώτη εικόνα, όχι μόνον  του νομικού πλαίσιου, αλλά και (εδώ με βοήθησαν οι δικές μου -πριν απ’ την αναχώρηση- σημειώσεις) του ιστορικού της διένεξης ανάμεσα στους δύο επιφανείς Αθηναίους ρήτορες-πολιτικούς.

Με λίγα λόγια…

τοξοτης

Ο ένας, ο Δημοσθένης, ήταν γεννημένος εύπορος. Ο πατέρας του είχε μια βιοτεχνία που έφτιαχνε κλίνες και μια άλλη όπου σκάρωνε μαχαίρια για πολεμική και ειρηνική χρήση. Πέθανε όταν ο γιος του ήταν μόνο εφτά χρονών. Του άφησε μια αξιόλογη περιουσία και τρεις ανίκανους και ιδιοτελείς κηδεμόνες. Όσο κι αν η χήρα-μάνα ανησυχούσε και διαμαρτυρόταν, οι κηδεμόνες κατασπατάλησαν την κληρονομιά.

Ο μικρός Δημοσθένης πείσμωσε! Ή θα γινόταν καλός στα όπλα και θα τους έσφαζε ή θα γινόταν δικανικός ρήτορας και θα τους έσερνε στα δικαστήρια μέχρι να τους αναγκάσει να επανορθώσουν.

Αν ζούσε αλλού θα είχε μόνον την πρώτη επιλογή. Αλλά ζούσε στην Αθήνα. Μια πόλη όπου γίνονταν παρανομίες, όπως παντού, αλλά ταυτόχρονα μια πόλη ικανή να αισθανθεί έως και συλλογικό άγος όταν καταπατιόταν το κοινό αίσθημα περί δικαίου. Όποιος κι αν ήταν ο φταίχτης! Ακόμη κι αν έφταιγε η Πόλη η ίδια!

Έτσι ο μικρός αντί να ασκηθεί στην παλαίστρα βάλθηκε να ασκείται και να μαθαίνει την τέχνη του δικανικού ρήτορα. Κι ας ήταν ψευδός!

 Δημοσθένης

Ό άλλος, ο Αισχίνης, από τον περιφερειακό δήμο των Κοθωκιδών[1],  γεννήθηκε τέσσερα, πέντε  χρόνια πρωτύτερα, γιος ενός εγγράμματου δούλου που τον έλεγαν Τρόμη.  Ο Τρόμης πολέμησε για την Αθήνα, και εναντιώθηκε στους τριάντα τύραννους με αποτέλεσμα, μετά την αποκατάσταση της Δημοκρατίας, να χειραφετηθεί και να αλλάξει όνομα: ήταν πλέον ο Ατρόμητος. Ο Αισχίνης μπόρεσε έτσι να αποκτήσει ευρύτερη μόρφωση, ενώ τα πρώτα του γράμματα τα έμαθε στο δημοδιδασκαλείο του πατέρα του. Πάντως, απ’ ό, τι φαίνεται, βασικά  ήθελε να γίνει ηθοποιός.

 Εν τω μεταξύ, οι αντιπαραθέσεις – κατάλοιπα της παλιάς μεγάλης σύγκρουσης μεταξύ Αθηναίων και Σπαρτιατών είχαν υποχωρήσει και είχαν αντικατασταθεί με τους προβληματισμούς για την ανάδυση  μιας νέας ισχυρής δύναμης στο βορρά, των Μακεδόνων. Η ενδιάμεση εμφάνιση στο πανελλήνιο προσκήνιο των Θηβαίων, ήταν εμφάνιση διαττόντων αστέρων.

 Ο Δημοσθένης καταφέρνει να διώξει ποινικά τους εκμεταλλευτές – τέως κηδεμόνες του, αλλά όχι και να αποζημιωθεί επαρκώς. Παραμένει συνήγορος-λογογράφος, και μάλιστα πολύ επιτυχημένος, αλλά παράλληλα αποφασίζει να χρησιμοποιήσει τις νέο-αποκτημένες ρητορικές του ικανότητες στον πολιτικό στίβο. Παρουσιάζεται ως  ένθερμος αντιμακεδόνας. Το κλίμα είναι πρόσφορο. Οι επιδρομές του Φίλιππου κατά των πόλεων που τελούν υπό αθηναϊκή προστασία και επιρροή (στην Θράκη και στα στενά της εισόδου στον Εύξεινο Πόντο) δημιουργούν στην Αθήνα δυσκολίες στον ανεφοδιασμό και φόβους για ουσιαστική απώλεια ισχύος στο άμεσο μέλλον.

Ο Αισχίνης πάλι, καταλαβαίνει από τις αντιδράσεις του κοινού ότι ως ηθοποιός δεν πρόκειται να διαπρέψει και το γυρνά και αυτός στην πολιτική. Εντάσσεται στην κυρίαρχη τότε αντιμακεδονική μερίδα. Μετά την πτώση της Ολύνθου παίρνει μέρος στην αποστολή που προσπαθεί να πείσει τις ελληνικές πόλεις του νότου να συσπειρωθούν κατά των Μακεδόνων. Η αποστολή αποτυγχάνει και ο Αισχίνης απογοητεύεται και αλλάζει στρατόπεδο. Από αυτό το σημείο και μετά υποστηρίζει τον Φίλιππο και στη συνέχεια τον Αλέξανδρο. Aeschines_bust

Η Αθήνα προσπαθεί να περιορίσει τις απώλειες (και να κερδίσει χρόνο) με διαπραγματεύσεις. Ο Αισχίνης και ο Δημοσθένης παίρνουν μέρος στις διπλωματικές αποστολές προς τον Φίλιππο, με επικεφαλής τον Εύβουλο, έναν πολιτικό που περισσότερο από φιλομακεδόνας είναι υπέρμαχος μιας ¨ήρεμης¨, μη παρεμβατικής πολιτικής των Αθηνών. Οι διαπραγματεύσεις καταλήγουν με τη σύναψη ειρήνης, για την οποία οι όρκοι δόθηκαν τελικά  στις Φερές της Θεσσαλίας και πήρε το όνομα ενός άλλου φιλομακεδόνα, ο οποίος επίσης συμμετείχε στην αποστολή, του Φιλοκράτη.

Η ατελείωτη σειρά των διενέξεων ανάμεσα στους δύο ρήτορες αρχίζει ακριβώς εκείνη την εποχή, πριν από περίπου δεκάξι χρόνια. Δηλαδή όταν ακόμη δεν είχε δοθεί η αποφασιστικής σημασίας μάχη στη Χαιρώνεια (οκτώ χρόνια πριν) και δεν είχε ακόμη καταστραφεί η Θήβα (πριν πέντε χρόνια).  

 Ο Δημοσθένης κατηγορεί τον Αισχίνη ότι χρηματίστηκε από τον Φίλιππο. Την κατηγορία δεν την υποβάλλει αυτοπροσώπως, αλλά μέσω ενός πλούσιου φίλου του, του Τίμαρχου.

Ο Αισχίνης απαντά ισχυριζόμενος ότι σύμφωνα με τους ισχύοντες νόμους, ένας γνωστός φαύλος και (στα νιάτα του) εκπορνευόμενος όπως ο Τίμαρχος δεν δικαιούται να κατηγορήσει κανέναν. Πολύ περισσότερο έναν αθηναίο ευπατρίδη.

Οι ένορκοι δικαστές εγκρίνουν την ένσταση του Αισχίνη και απορρίπτουν την κατηγορία για τυπικούς λόγους. Ο Τίμαρχος χάνει τα πολιτικά του δικαιώματα και αυτοκτονεί.

Ο Δημοσθένης επιμένει∙  αυτή τη φορά παρεμβαίνει προσωπικά και απαριθμεί τα επιχειρήματά του στον περίφημο λόγο ¨περί παραπρεσβείας¨

Σύμφωνα με αυτήν τη αγόρευση, οι βασικές πράξεις και παραλείψεις του Αισχίνη που έβλαψαν την Αθήνα και για τις οποίες θα πρέπει να κριθεί ένοχος προδοσίας, είναι οι εξής:

Πρώτα απ’ όλα γιατί παρενέβη ενάντια στην έγκαιρη -και εκ των υστέρων δικαιωμένη- εισήγηση του Δημοσθένη να κλείσουν οι Αθηναίοι τα στενά των Θερμοπυλών και να εμποδίσουν την κάθοδο των Μακεδόνων στο νότο.

Δεύτερο, γιατί με τη συνηγορία του Φιλοκράτη, δέχτηκε η τελική συμφωνία να υπογραφεί στις Φερές, όπου ο Φίλιππος επικεφαλής ισχυρών δυνάμεων απειλούσε τους σύμμαχους Φωκείς,  αλλά και την ίδια την Αθήνα.

Τρίτο,  γιατί στο τελικό κείμενο της συνθήκης ο Αισχίνης δέχτηκε να μπει η διατύπωση ¨το κάθε μέρος κρατάει όσα (αυτή τη στιγμή) έχει¨ και όχι, όπως θα προτιμούσε η Αθήνα ¨το κάθε μέρος κρατάει τα δικά του¨.

Τέταρτο, όταν η δεύτερη αποστολή διαπραγματεύσεων έφτασε στην Πέλλα, ο Φίλιππος δεν ήταν εκεί αλλά εξαπέλυε πολεμικές επιδρομές στη Θράκη. Αντί να σηκωθούν και να φύγουν (προσβεβλημένοι) αμέσως, τα μέλη της επιτροπής, με εισήγηση του Αισχίνη και του Φιλοκράτη, παρέμειναν περιμένοντάς τον ένα ολόκληρο μήνα.

Πέμπτο, γιατί σύμφωνα με τη μαρτυρία του αθηναίου πρέσβη Δέρκυλου, τον είδαν να βγαίνει νύχτα από τη σκηνή του Φίλιππου. Άσε που έμεινε στις Φερές μια μέρα παραπάνω από τους άλλους πρέσβεις.

Τέλος ο Δημοσθένης κατηγορεί τον Αισχίνη ότι γιόρτασε μαζί με τον Φίλιππο στο μαντείο των Δελφών τη νίκη του Μακεδόνα κατά των (συμμάχων των Αθηναίων) Φωκέων.

Ο Αισχίνης απαντά  άμεσα και διαψεύδει τις κατηγορίες με έναν λόγο (που τον έχω κι αυτόν αντιγραμμένο στα κείμενά μου) με την επικεφαλίδα ¨Περί της ψευδούς Παραπρεσβείας¨. Παρά το γεγονός ότι οι φίλοι των μακεδόνων είναι ακόμη λίγοι, ο Αισχίνης αθωώνεται, αν και με μικρή διαφορά ψήφων.

Όλη αυτή η δικαστική διένεξη κράτησε δυο-τρία χρόνια. Ας σημειωθεί ότι παράλληλα κατηγορήθηκε για προδοσία και ο Φιλοκράτης, ο οποίος πρόλαβε να δραπετεύσει από την Αθήνα πριν την εκδίκαση της καταγγελίας (κατήγορος σε αυτή τη δίκη ήταν ο ρήτορας Υπερείδης). Ο Φιλοκράτης καταδικάστηκε ερήμην σε Θάνατο. αρχείο λήψης (4)

  Πέρα από τις διαρκείς ενδιάμεσες μικρο-αντιδικίες, η δεύτερη πράξη της σύγκρουσης Αισχίνη – Δημοσθένη διαδραματίστηκε πριν έξι χρόνια. Εγώ ήμουν ακόμη στην Αθήνα και την αρχική φάση αυτής της ιστορίας την θυμάμαι αρκετά καλά.

Έχει μεσολαβήσει η ήττα των συσπειρωμένων αντιμακεδόνων στη Χαιρώνεια, με αποτέλεσμα εκείνοι που υποστηρίζουν ότι η Αθήνα πρέπει να τα βρει με τον Φίλιππο να είναι πλέον μια υπαρκτή συνιστώσα της πολιτικής ζωής, η οποία ενίοτε (αν και όχι συχνά) καταφέρνει να πλειοψηφεί.  Ο Κτησιφώντας, ένας φίλος του Δημοσθένη και, φυσικά,  ενάντιος στους Μακεδόνες, έχει την έμπνευση (ή του υποβάλλεται, ποιος ξέρει από ποιόν!) να προτείνει στον Δήμο την απονομή τιμών στον Παιανέα Ρήτορα. Και αυτό γιατί ως Άρχοντας ¨Τειχοποιός¨,  δηλαδή επιφορτισμένος με την επανόρθωση ενός τμήματος του αθηναϊκού τείχους, όχι μόνο είχε κάνει καλή δουλειά, αλλά είχε βάλει και λεφτά από τη τσέπη του για την ολοκλήρωση του έργου. Θα έπρεπε λοιπόν να αποδοθεί στον Δημοσθένη χρυσό στεφάνι, και μάλιστα σε ειδική τελετή στο θέατρο του Διονύσου.

Ο Αισχίνης δεν καθυστερεί. Υποβάλλει αμέσως ¨γραφή παρανόμων¨ (ένσταση κατά νόμον γραπτή, επειδή το θέμα αφορά στη δημόσια ζωή της Πόλης και όχι την ιδιωτική ζωή των πολιτών) όπου ισχυρίζεται ότι:

Ένα. Ο Δημοσθένης δεν έχει ακόμη ολοκληρώσει τη θητεία του ως τειχοποιός, άρα δεν μπορεί ακόμη να γίνει καμία αποτίμηση του έργου του.

Δύο. Σε κάθε περίπτωση, η απονομή τιμών σε οποιονδήποτε δεν μπορεί να γίνει σε Θέατρο. Αυτό είναι πρωτάκουστο και ενάντια στις παραδόσεις της Πόλης.  

Τρίτο (φαρμακερό και ουσιαστικότερο): Οι δραστηριότητες του Δημοσθένη στο σύνολό τους όχι μόνο δεν ωφέλησαν, αλλά, αντίθετα, έβλαψαν την πόλη.

 images (22)

Λίγο μετά την έναρξη των προκαταρκτικών διαδικασιών για την δίκη, συμβαίνει κάτι απρόβλεπτο που ανατρέπει τις ασταθείς αθηναϊκές πολιτικές ισορροπίες: ο Φίλιππος δολοφονείται και οι Αθηναίοι, προς στιγμήν θεωρούν ότι ο βόρειος κίνδυνος εξέλειπε. Το ρεύμα που υποστηρίζει ότι η Αθήνα θα πρέπει να ακολουθήσει και πάλι ηγεμονική πολιτική παίρνει τ’ απάνω του.

Ο Αισχίνης σκέφτεται ότι δεν τον συμφέρει η άμεση εκδίκαση της ¨γραφής¨ και (όσο μπορεί) χρονοτριβεί. Όντως καταφέρνει να αναβάλει την δίκη. Περιμένει να ξεκαθαρίσουν τα πράγματα και η κατάσταση (νοούμενη ως συσχετισμός των πολιτικών δυνάμεων) να γίνει πιο ευνοϊκή.

Πράγματι, ο Αλέξανδρος δεν ¨τρώει τα μούτρα του¨ στην Ασία, όπως περίμεναν και προανήγγελλαν πολλές Κασσάνδρες, αλλά, αντίθετα, αποδεικνύεται ικανός και αποτελεσματικός στρατηλάτης. Νίκες κατά των Περσών, καλή συμπεριφορά απέναντι στην Αθήνα -παρά τους ακκισμούς της πολιτικής της, δώρα αφιερωμένα στην Αθηνά την Παλλάδα, επιβολή πάνω στους προαιώνιους νταήδες της Πελοποννήσου, και τελευταίο αλλά όχι λιγότερο σημαντικό ιδού και η επιστροφή των ¨τυραννοκτόνων¨… τι άλλο καλύτερο θα μπορούσε να συμβεί;

Ο Αισχίνης αναθαρρεύει και, απ’ ότι φαίνεται, έχει ήδη βάλει ξανά μπρος τη δικαστική σύγκρουση. Δεν ξέρω ακόμη, αλλά θα μάθω, αν οι πρωτοβουλίες είναι αποκλειστικά  δικές του ή του συνόλου των φιλομακεδόνων. images (21)

Ακούω τ’ αμάξι του Δημάδη που καταφτάνει και συμμαζεύω κάπως τους παπύρους. Μετά από λίγο, καλοντυμένος,  πληθωρικός, ενθουσιώδης χωρίς να ζορίζεται, να σου ο περίφημος Δημάδης: ο τύπος που όντας αιχμάλωτος των Μακεδόνων μετά τη μάχη της Χαιρώνειας τόλμησε να τη μπει στον Φίλιππο. Ο τύπος που επειδή, παρ’ όλα αυτά, είχε γοητεύσει τον Μακεδόνα, όταν του ζητήθηκε από την Πόλη να διαπραγματευτεί τους όρους της ήττας, απάντησε ¨Εντάξει,  αλλά πρώτα θα με απαλλάξετε από τα χρέη μου¨! Ο τύπος που ανάμεσα σε ένα καλαμπούρι και ένα άλλο έπεισε τον Αλέξανδρο μετά τη καταστροφή της Θήβας να συγχωρήσει τους αθηναίους αντιμακεδόνες ρήτορες και λέγεται ότι εισέπραξε για αυτό πέντε τάλαντα από τον Δημοσθένη και τους λοιπούς.

Εάν κάτι έχει αλλάξει στην Αθήνα μετά την ηρωική εποχή των μηδικών πολέμων, είναι ότι τύποι σαν τον Δημάδη όχι μόνον είναι πλέον ανεκτοί,  αλλά και ασκούν γοητεία και επιρροή. Νέοι καιροί, νέα ήθη!

demades

Χαίρε νεαρέ Μεγαρέα

Πώς σου φάνηκε η χθεσινή υποδοχή; Δε φαντάζομαι να έπληξες, ε;

Ούτε να σου την είχαμε ετοιμάσει επί τούτου αυτή την ¨εορτή μετά θεαμάτων¨, προκειμένου να σε απαλλάξουμε από τη βαρεμάρα των επισήμων τελετών. Αστειεύομαι φυσικά. Ευτυχώς ο υπηρέτης σου μας ξελάσπωσε όλους. Όλους εμάς τους υπεύθυνους για τη διοργάνωση της παραλαβής, εννοώ. Ικανότατος. Μπράβο του. Πώς τον είπαμε; Οινοκράτη;  Τον πουλάς; Φυσικά και αστειεύομαι, αγαπητέ.

Όμως να μιλάει ο Δημοσθένης περί Δημοκρατίας και τα λοιπά και να τον διακόψουν ¨αποκαλύπτοντας¨ ποιον; τον Κλεομένη! Χα! Εκείνον που σύμφωνα με τους ντόπιους αριστοκράτες συνέβαλε όσο λίγοι στην εγκαθίδρυση της Δημοκρατίας!!! Σιγά τους τυραννοκτόνους, λένε! Και ποιον άλλο; Τον Λεωνίδα, τον μόνο Σπαρτιάτη που είναι διαχρονικά και αδιαφιλονίκητα δημοφιλής σε όλη την Ελλάδα! Χα! Πάντως εδώ κάποιος μας δουλεύει όλους. Και θα έλεγα ότι αυτός ο κάποιος αποδεικνύεται αρκετά πνευματώδης! (γελάει). Ενώ οι ρήτορές μας παραείναι σοβαροφανείς, δεν βρίσκεις;

Ζήτησα να μιλήσουμε για να τις τρέχουσες εξελίξεις, αλλά θέλω και να σε συγχαρώ για την χθεσινή σου ομιλία. Γιατί; Πρώτα απ’ όλα γιατί ήταν σύντομη. Βέβαια και δεν το εννοώ: άλας- Αττικόν Άλας. Πάντως ήταν όντως σύντομη και ουσιώδης. Τα είπες καλά και είναι σημαντικό που, όπως υπογράμμισες, ο απεσταλμένος από το μέτωπο της εκστρατείας, εσύ, είσαι ένας κάτοικος της Αθήνας.  Έτσι δε χρειάζεται να βρούμε γλώσσα αμοιβαίας κατανόησης. Την έχουμε ήδη.

Και επειδή έχουμε κοινή γλώσσα ήρθα να μιλήσουμε. Εμείς, οι φίλοι των Μακεδόνων και της πανελλήνιας συσπείρωσης, σε όποια πολιτεία κι αν ανήκουμε, ίσως πρέπει να μιλάμε πιο συχνά μεταξύ μας. Δε λέω να ζητάμε την άδεια του Αλέξανδρου για καταστάσεις που εκείνος αγνοεί, αλλά που εμείς γνωρίζουμε καλά, ή για πράγματα που η προελαύνουσα ηγεσία των Ελλήνων απλώς δεν ξέρει. Λέω ότι, για να βοηθήσουμε στην υλοποίηση των κοινών επιδιώξεων, πιστεύω ότι πρέπει να γίνεται γνωστή και να λαμβάνεται υπ’ όψιν και η δική μας εκδοχή. Εμείς βλέπουμε καλύτερα τους υφάλους που απειλούν την πορεία του Ελληνισμού προς μια ωριμότερη εποχή. Δεν λέω πως δεν κάνουμε λάθη. Το αντίθετο. Έχουμε κι εμείς τις ατυχείς στιγμές μας. Γι αυτό ο συντονισμός είναι χρήσιμος. Θέλεις ένα παράδειγμα; Θα στο δώσω.

Θα έχεις μάθει υποθέτω για τις πρωτοβουλίες του Αισχίνη. Ξαναέβαλε μπροστά τις δικαστικές διαδικασίες κατά της παρέας του Δημοσθένη. Πρόκειται για τη γνωστή υπόθεση περί ¨στεφάνου¨. Θα τα θυμάσαι όλα αυτά υποθέτω, ήσουν ακόμη εδώ όταν ξεκίνησε αυτή η ιστορία. Υπέβαλε λοιπόν ¨γραφή παρανόμων¨ κατά της πρότασης του Κτησιφώντα να στεφανωθεί ο Δημοσθένης, του οποίου, όπως όλοι ξέρουν, ο Κτησιφώντας δεν είναι παρά ένας από τους αχυράνθρωπους. Φυσικά, ο Αισχίνης τον Κτησιφώντα τον έχει χεσμένο. Ο στόχος του είναι πάντα ο Παιανέας -παρεμπιπτόντως: είμαι κι εγώ από την Παιανία ξέρεις, αλλά από την Άνω, την “Καθύπερθεν Παιανία”, ο άλλος είναι από την Κάτω, την  “Υπένερθεν ”∙ αυτό για να μη γίνονται άτυχες συγχύσεις. Σου έλεγα λοιπόν ότι μπορεί να έχει τα δίκια του ο Αισχίνης, μπορεί να ήταν ο Δημοσθένης που ήρξατο χειρών αδίκων. Όμως αυτή η υπόθεση φαίνεται να έχει μεγαλύτερη απήχηση στο Δήμο, από ό, τι οι συνήθεις διαξιφισμοί ανάμεσα στους δύο. Φοβάμαι, αγαπητέ Μεγαρέα, πως ο αντίκτυπος της υπόθεσης θα είναι μεγαλύτερος είτε κερδίσει ο δικός μας,  είτε ο άλλος. Φοβάμαι επίσης ότι αν νικήσει ο Δημοσθένης (πράγμα που δε πρέπει να αποκλείουμε δεδομένου ότι στην Αθήνα αυτόν τον καιρό πνέουν ισχυροί υπόγειοι άνεμοι) οι ισορροπίες θα αλλοιωθούν εις βάρος μας.

Με λίγα λόγια, αν μπορείς, συγκράτησε τον Αισχίνη.  Η μανία του κατά του Δημοσθένη μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα∙ και σε εμάς και στον ίδιο.

Και κάτι άλλο. Καλό είναι να ξέρει ο Αλέξανδρος ότι η δουλειά υπέρ του κοινού μέλλοντος στοιχίζει. Ιδιαίτερα στα μετόπισθεν. Αλλά νομίζω ότι το ξέρει. Περιμένω να δω μόνο πόσο το ξέρει…

Τώρα που εξαπέλυσα και αυτό το σαφές υπονοούμενο, νομίζω ότι ήρθε η ώρα να σε αφήσω. Σου εύχομαι καλή παραμονή και καλή έκβαση των επιδιώξεών σου Μεγαρέα. Εμείς -αυτός είναι ένας πληθυντικός μεγαλοπρέπειας…, αστειεύομαι- θα είμαστε πλάι σου. Αν χρειαστεί σφύριξε.

homepage

[1] Ο Δήμος των Κοθωκιδών, πιθανώς έξι χιλιόμετρα βορειοανατολικά της Ελευσίνας, ανήκε στην Οινηίδα   φυλή και ήταν ένας ¨Παραλιακός Δήμος¨ Συμμετείχε στη Βουλή των πεντακοσίων με δύο βουλευτές.

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , , , | Leave a Comment »

Ιστορικό μυθιστόρημα υπό εκπόνηση. Μέρος ΣΤ΄Κεφάλαιο Έβδομο και Όγδοο : Περί των εξαφανισμένων χάλκινων ηρώων

Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 17 Αυγούστου, 2017

[Προσωρινός τίτλος: Κύλικες και δόρατα.

Προσωρινός υπότιτλος: Ημέρες και έργα του Εύελπι του Μεγαρέα, λόγιου στην ακολουθία του Αλέξανδρου του Γ΄ του Μακεδόνα, κατά την μεγάλη ασιατική εκστρατεία].

01_ceb1cf81cf87ceb1ceafceb1-ceb1ceb8ceaecebdceb1

Κεφάλαιο έβδομο: Τελετή με εκπλήξεις ΙΙ

(Διηγείται ο Εύελπις)

Όταν άρχισε ο σαματάς, εγώ δεν είχα μιλήσει ακόμη. Όπως είχαμε συμφωνήσει θα έπαιρνα το λόγο τελευταίος, μετά τον Φωκίωνα και τον Δημοσθένη. Ο Φωκίωνας υπήρξε ολιγόλογος, ο δε Δημοσθένης, και να ήθελε να είναι σχοινοτενής, δεν πρόλαβε. Όταν άρχισε η φασαρία ήταν στην αρχή της ομιλίας του.

Εγώ τον παρακολουθούσα προσεκτικά ώστε να μπορέσω να καταλάβω, πέρα από τα ωραία ρητορικά του σχήματα, πού ακριβώς το πάει, αλλά όταν συνέβησαν τα απρόοπτα γεγονότα δεν είχε πει ακόμη αρκετά και, σε κάθε περίπτωση, δεν είχε πει κάτι που να με εκπλήξει. Ήταν ο Δημοσθένης που περίμενα, με τη γνωστή του πολιτική και τη γνωστή λεκτική του δεινότητα.

Όμως, ξαφνικά τον είδα να σταματά και να κοιτάζει διερευνητικά το πλήθος. Θεώρησα ότι ήταν μια ηθελημένη σιγή που θα τραβούσε το ενδιαφέρον του κοινού στα όσα θα έλεγε αμέσως μετά. Ωστόσο, η σιγή του ρήτορα παρατάθηκε και εκείνο που άρχισε να ακούγεται ήταν φωνές από το πλάτωμα όπου ήταν συγκεντρωμένος ο κόσμος.

Είδα τον Δημοσθένη να εγκαταλείπει το βήμα και να κατεβαίνει κάτω. Κάτι δεν πήγαινε καλά. Σίγουρα.

Κοιτάζω προσεκτικότερα και βλέπω ότι η προσοχή του κόσμου έχει συγκεντρωθεί στα αγάλματα. Κάποιος έχει τραβήξει το σκοινί. Τα αγάλματα είναι τώρα ξεσκέπαστα. Ο Πανόπτης Ήλιος έχει βουτήξει για τα καλά στα νερά του Σαρωνικού, αλλά η ορατότητα είναι ακόμη καλή. Μου φάνηκε ότι η μία προτομή ξασπρίζει κάπως ανώμαλα, ενώ και η άλλη επίσης γυαλίζει περίεργα.

Μα τα κατάμαυρα δαιμόνια των Μεσοποτάμιων, αυτοί εδώ δεν είναι οι ¨τυραννοκτόνοι¨! Όχι τουλάχιστον αυτοί που παραδώσαμε εμείς χτες. Είναι άλλοι! Κάποιος έχει αποφασίσει να χλευάσει και εμάς και τις αρχές της Αθήνας αντικαθιστώντας τις γνήσιες προτομές με αυτές εδώ.

¨Πρόκειται μόνον γι αυτό;¨ αναρωτιέμαι, ¨ή απόψε οι ¨τυραννοκτόνοι¨ θα προσθέσουν στα παλιά και νέα θύματα;»

Ακούγονται δυνατοί διθυραμβικοί ήχοι. Τύμπανα; Κύμβαλα; Μάλλον κι απ’ τα δυο. Ανάμεσα στο πλήθος εμφανίζονται μεγάλες αγριωπές μάσκες πάνω σε σώματα που, παρά τη ζέστη, φορούν δέρματα ζώων. Τα όντα αρχίζουν να κινούνται ρυθμικά, μαγνητίζοντας τα βλέμματα  του πλήθους.

111258

Σκέφτομαι ότι, εκτός από μένα, θα πρέπει να έχουν μπει σε συναγερμό κι οι άλλοι πάνω στην εξέδρα των επισήμων. Εκείνοι άλλωστε έχουν τον πρώτο λόγο στην αντιμετώπιση του επεισοδίου. Στρέφω λοιπόν την προσοχή μου σ’ αυτούς.

Ο πρώτος που συνέρχεται απ’ την έκπληξη είναι ο Λυκούργος. Ανταλλάσσει μόνον μια ματιά με τον γηραιό άρχοντα Φωκίωνα και μετά, με μία  αποφασιστική κίνηση βγάζει το ιερατικό άμφιο αποκτώντας έτσι και πάλι τη γνωστή δυναμική εικόνα του στρατηγού. Κάνει νόημα στον επικεφαλής της φρουράς, κι εκείνος πλησίαζει.

Πρέπει να πω ότι γύρω μας υπήρχαν διαφορετικά είδη ένοπλων ομάδων: το εφημερεύον τμήμα της Φρουράς της Πόλεως, μία ομάδα τοξοτών από τη Θράκη που αστυνόμευαν τον συνολικό χώρο της Αγοράς και το ειδικό άγημα με στολή τελετής για την απόδοση τιμών στους επισκέπτες και τ’ αγάλματα. Αν ήταν επαρκείς ή λίγοι θα εξαρτιόταν από τον αριθμό και την ποιότητα των τυχόν επιτιθέμενων, προς το παρόν άγνωστα και τα δύο.

Να πω επίσης, ότι με την ιδιότητα του τιμούμενων, είχαν παραταχθεί στη βάση της εξέδρας και τα μέλη της δικής μας ομάδας, εκείνης που είχε την ευθύνη για την ασφάλεια των αγαλμάτων, απ’ την αναχώρηση απ’ τα Σούσα έως την παράδοσή τους, χτες το βράδυ,  στους Αθηναίους. Αυτοί είχαν αρχίσει να κινούν κάπως νευρικά τις όρθιες σάρισές τους, να επιδιώκουν την προσοχή μου και να με κοιτούν ερωτηματικά. Τους έκανα νεύμα να κάτσουν, προς το παρόν, στα αυγά τους.

images (7)

Ο επικεφαλής της φρουράς άκουγε τον Λυκούργο και κουνούσε καταφατικά το κεφάλι του. Μιλούσαν με τις κοφτές φράσεις που απαιτούν οι έκτακτες περιστάσεις. Αν κατάλαβα καλά ο στρατηγός του είπε να επέμβει αμέσως και να συλλάβει τους ταραξίες, χωρίς όμως αιματοχυσία. Εκτός κι αν κάτω από τα δέρματα κρύβουν όπλα και επιτεθούν.

Ύστερα ο  αξιωματικός απομακρύνθηκε και άρχισε να μοιράζει εντολές στη φρουρά, στους Σκύθες χωροφύλακες, ακόμη και στο τιμητικό άγημα. Είδα τους βόρειους ξανθούς αστυνομικούς να εναποθέτουν τα τόξα τους στο φορτηγό όχημα ανεφοδιασμού (την περίφημη ¨σαύρα¨) που τους συνοδεύει πάντοτε και να προμηθεύονται από εκεί κοντές ξύλινες ράβδους.

Ο Δημοσθένης επέστρεψε στην εξέδρα. Ήταν ασυνήθιστα χλωμός και λαχανιασμένος. «Τα αγάλματα αναπαριστούν  Λακεδαιμόνιους βασιλείς, αλλά ποιος  είναι ο δάκτυλος που κινεί αυτούς τους δαίμονες εκεί κάτω, δεν μπορώ να πω».  Στράφηκε προς τον Φωκίωνα: «Πρέπει να μάθουμε, στρατηγέ! Σε κάθε περίπτωση διακυβεύεται το κύρος της Πόλης μας!»

Ο Φωκίωνας δείχνει ήρεμος∙ προφανώς κρίνει επαρκείς τις πρωτοβουλίες του Λυκούργου.

Ο Αισχίνης, αντίθετα,  μοιάζει πιο ανήσυχος απ’ όλους. «Να που οδηγεί η ¨ηπιότητα!¨» μασουλάει ανάμεσα στα δόντια του. Μου φάνηκε ότι τα έχει βάλει με τον Λυκούργο. «Φρόντισε ώστε να καλυφτεί η εξέδρα με ισχυρό κλοιό οπλιτών», του λέει. «Μπορεί να υπάρχουν κι άλλοι μασκοφόροι στασιαστές και να μας επιτεθούν όταν θεωρήσουν τη στιγμή κατάλληλη. Αν πρόκειται για Σπαρτιάτες, απελπισμένους μετά την πρόσφατη ήττα τους στη Μεγαλόπολη, θα δοθεί σίγουρα μάχη.  Ίσως θελήσουν να ξεμπερδεύουν μαζί μας μια και καλή. Πού θα ξαναβρούν ομού συγκεντρωμένη όλη την αθηναϊκή ηγεσία;». Κάνει μια μικρή παύση, αλλά στη φαρέτρα του έχει ακόμα ένα χτύπημα ουράς: «Αλλά δεν αποκλείω υπεύθυνοι να είναι οι δικοί μας, οι ¨αντιμακεδόνες¨, που θέλουν να χλευάσουν και να  υπονομεύσουν μια εκδήλωση φιλίας με τεράστια συμβολική σημασία∙ ή να πρόκειται ακόμη και για πράκτορες των Περσών!».

Ο Λυκούργος τον κοιτάζει, αλλά μάλλον έχει το νου του αλλού, προφανώς στους οπλίτες που παίρνουν θέση για να υλοποιήσουν τις εντολές του.

Όμως, φαίνεται ότι κάτι πήρε τ’ αυτί του Δημοσθένη εκεί παραδίπλα. Μάλλον τη λέξη ¨αντιμακεδόνες¨, οπότε  καταλαβαίνει τους υπαινιγμούς του Αισχύνη για υποτιθέμενες ευθύνες της δικής του παράταξης και, για μια στιγμή, χάνει τη ψυχραιμία του.  «Ας σοβαρευτούν οι ρητορίσκοι», λέει οργισμένος.  «Ποιος Αθηναίος, αντάξιος αυτής της ιδιότητας, θα βεβήλωνε μια εκδήλωση προς τιμήν των ηρώων Τυραννοκτόνων;»

Προφανώς η ερώτησή του κρίθηκε ως ρητορική, γι αυτό κανείς δεν του απάντησε.

21519-123

Ο Οινοκράτης, όταν κατάλαβε ότι κάτι το ανώμαλο συμβαίνει και ότι η τελετή έχει διακοπεί, αντέδρασε ενστικτωδώς. Εγκατέλειψε τα σκαλοπάτια της Ποικίλης Στοάς και έτρεξε προς την εξέδρα προσπαθώντας να καταλάβει αν ο αφέντης του κινδυνεύει ή όχι. Όταν έφτασε κοντά και είδε ότι ήμουν σώος κούνησε εύχαρις και τα δύο του χέρια προς το μέρος μου.  Τον είδα, τον φώναξα, και πλησίασε στη βάση της εξέδρας.

«Αν οι τύποι που χοροπηδάνε είναι ένοπλοι θα έχουμε σύγκρουση κι αν πρόκειται για κλιμάκιο Σπαρτιατών ίσως και σφαγή, αλλά δεν το νομίζω», του είπα.  «Εάν όμως στο τέλος το βάλουν στα πόδια, έχω οδηγίες για σένα: Επίλεξε έναν από τους μασκοφόρους και παρακολούθησέ τον. Βρες που θα καταλήξει. Θυμήσου ότι ψάχνουμε για τα αγάλματα, τα γνήσια, αυτά εκεί είναι πλαστά. Πάρε ένα άλογο από τους δικούς μας, μπορεί να σου χρειαστεί. Μόλις βρεις οτιδήποτε χρήσιμο έλα αμέσως να με βρεις. Είτε εδώ είτε στο κυλικείο του Πρυτανείου ή όπου αλλού∙ ψάξε με».

Ο Οινοκράτης μου κλείνει ¨συνωμοτικά¨ το μάτι, χαμογελάει και απομακρύνεται βιαστικός.

images (8)*

Είναι ενδιαφέρον  να παρακολουθεί κανείς πως αντιδρά η υψηλή ηγεσία της Αθήνας, όταν (πράγμα όχι σύνηθες) βρίσκεται σε απαρτία, συμπολίτευση και αντιπολίτευση μαζί, απέναντι σε μια απρόβλεπτη κατάσταση που εγκυμονεί, ενδεχομένως, σοβαρούς κινδύνους. Και επιπλέον, με το λαό αποκάτω, να μη ξέρει κανείς με σιγουριά με ποιον ενδέχεται να συμπαραταχθεί!  Περισσότερο ενδιαφέρον από οποιαδήποτε σχετική μελέτη και διατριβή. Ενδιαφέρον και ως απλό θέαμα-ακρόαμα.

Εκ των υστέρων, μπορώ να πω πως το απόλαυσα!

Πάντως -ευτυχώς για την αθηναϊκή ομόνοια- η φάση της μεγάλης έντασης δεν κράτησε πολύ ακόμη. Καθώς οι άνδρες της φρουράς συμπτύχθηκαν προτάσσοντας τις ασπίδες τους και κραδαίνοντας τις σπάθες (από την πλατιά και όχι την κοφτερή μεριά) και καθώς οι Σκύθες παρατάχθηκαν εκατέρωθεν και περίμεναν το σύνθημα της επίθεσης (χτυπώντας το ξύλινο ρόπαλο στη χούφτα του αριστερού χεριού), οι αγριωποί χορευτές κινούμενοι λες άπαντες από τα ίδια αόρατα νήματα, πέταξαν ταυτοχρόνως τα αυτοσχέδια κρουστά, έβγαλαν τα δέρματα που κάλυπταν τα σώματά τους, αλλά όχι τις μάσκες και, βάζοντας φτερά στα ποδάρια, άρχισαν να τρέχουν προς κάθε κατεύθυνση.

images (5)

Εν τω μεταξύ οι θεατές, μετά την απροσδόκητη και μάλλον ¨ονειρική¨ εμφάνιση των χορευτών, έμοιαζαν να έχουν ξεπεράσει το αρχικό δέος που προκάλεσε η ¨ιερόσυλη εξαφάνιση των τυραννοκτόνων¨ και η αντικατάστασή τους. Τώρα θα έλεγα ότι είχαν αρχίσει να εισπράττουν το ενδόμυχα ¨τραγελαφικό¨ νόημα (ή μη-νόημα) της σκηνής. Έτσι δεν με παραξένεψε που, τελικά, δεν εμπόδισαν τους χοροπηδητές στη φυγή τους.

Η οποία φυγή δεν ήταν και τόσο τυχαία όπως είχε φανεί αρχικά, αλλά ήταν σοφά προσχεδιασμένη και βασισμένη σε πολύ καλή γνώση του εδάφους.  Ο κάθε φυγάς κατευθύνθηκε σε συγκεκριμένο σκοτεινό σημείο της Αγοράς, όπου βρήκε συνένοχους που τον βοήθησαν να εξαφανιστεί. Δεν κατάλαβα αν τους προμήθεψαν αλλιώτικα ρούχα, για να αναμειχθούν έτσι δήθεν ανέμελοι με τους θεατές, ή αν τους έδωσαν γρήγορα άτια  με τα οποία έγιναν καπνός στο σούρουπο. Το γεγονός είναι ότι λίγο αργότερα, αν εξαιρέσεις τους ¨τυραννοκτόνους¨ που εξακολουθούσαν να απουσιάζουν, κατά τα άλλα, ούτε γάτα ούτε ζημιά!

images (17)

Η υψηλή εξέδρα παρακολούθησε τα γεγονότα με λιγότερο κέφι και περισσότερη αμηχανία από ό, τι ο κόσμος στο πλάτωμα. Αρχικά, βέβαια, η ανακούφιση υπήρξε το κυρίαρχο συναίσθημα. Βρέθηκε χρόνος να μου παρουσιάσουν επισήμως τον Δημοσθένη, με τον οποίο αντάλλαξα μια τυπική χειραψία. Κατέφτασε -καθυστερημένος- και ο ευτραφής ρήτορας Υπερείδης, ο οποίος άρχισε να ρωτάει ανήσυχος στο γύρο, ¨τι γίνεται παίδες; Έχουμε κίνημα;¨.  Πάντως το ερώτημα που έπρεπε (εκ των πραγμάτων) να απαντηθεί ήταν: Και τώρα τι κάνουμε;

Σαφώς έπρεπε να περιμένουμε το αποτέλεσμα της εξόρμησης της φρουράς. Αν μπορούσαμε να ανακρίνουμε έστω και έναν από αυτούς τους περίεργους αμφισβητίες θα μαθαίναμε ασφαλώς ενδιαφέροντα πράγματα .

Όμως πήρε να σκοτεινιάζει και ουδείς συλληφθείς κατέφτανε στην εξέδρα.

Επί πλέον ο μαζεμένος κόσμος δεν έλεγε να διαλυθεί, παρά περίμενε να δει τι θα γίνει.

Ο Φωκίωνας ζήτησε τη γνώμη των παρόντων. Ο Δημοσθένης ήθελε να μετακινηθούμε -όχι όλοι, μόνο η αθηναϊκή ηγεσία- στους πάγιους χώρους αντιμετώπισης κρίσεων, στον Άρειο Πάγο. Εγώ, που έτυχε να βρίσκομαι πλάι του και ρωτήθηκα αμέσως μετά, είπα να αποτολμήσω να εκφέρω γνώμη, αν και  θα έλεγε κανείς ότι κάτι τέτοιο δεν είναι η διπλωματικότερη κίνηση.

Είπα ότι θα έπρεπε να μείνουμε εδώ, περιμένοντας να δούμε τι θα καταφέρει η φρουρά. Εν τω μεταξύ, χωρίς να μεγαλοποιούμε τα γεγονότα με πρόωρους λόγους προς το κοινό, θα μπορούσαμε να διανείμουμε τα καλοψημένα πλέον σφάγια της θυσίας στον κόσμο.

Ο Δημάδης υπερθεμάτισε, ο Λυκούργος έδειξε μάλλον να συμφωνεί και ο Φωκίωνας κίνησε καταφατικά το δασύ λευκό του κεφάλι. Τα ψητά άρχισαν να μοιράζονται, και όσο για μας, οι υπηρέτες έφεραν αναψυκτικά και μεζέδες, ενώ οι μάγειροι του Πρυτανείου ειδοποιήθηκαν πως το δείπνο θα γινόταν μεν απόψε, αλλά με κάποια καθυστέρηση.

f2783012efaefa49f61bc6d7dfab9471--holidays-halloween-diy-halloween*

Ο Οινοκράτης δεν είχε καταλήξει ποιον θα παρακολουθούσε εν τέλει, μέχρι τη στιγμή που οι χοροπηδητές πέταξαν τις προβιές και τα άλλα δέρματα από πάνω τους. Τότε, με μία μόνη ματιά έκανε την επιλογή του. Δεν ήταν βέβαια τυχαίο πως η επιλογή αυτή διέθετε δύο εσπεριδοειδή στήθη και εξ ίσου ενδιαφέροντες γλουτούς. Το γεγονός ότι η κεφαλή της περιβαλλόταν από φίδια, μια και απεικόνιζε την Μέδουσα, ποσώς επηρέασε την απόφασή του.

Η ¨Μέδουσα¨ εκινείτο με εξαιρετική ταχύτητα, αλλά και χάρη. Χώθηκε στον δρόμο της Αγοράς στο οποίο έβλεπαν πολλά δημόσια κτίρια και τρύπωσε ανάμεσα στο παλιό και το νέο Βουλευτήριο. Στο πρώτο σκοτεινό σημείο που συνάντησε πέταξε το προσωπείο της Οφιούσας, το οποίο ο Οινοκράτης θεώρησε σωστό να περιμαζέψει ως ενθύμιο. Σε ένα άλλο σκοτεινό σημείο προμηθεύτηκε (ως δια μαγείας) ένα πέπλο με το οποίο έκρυψε την κόμη της. Πρέπει να είναι ξανθιά, κατέληξε ο Οινοκράτης από ό, τι πρόλαβε να δει.

Είχαν φτάσει στο ύψος του Πρυτανείου δηλαδή του κτιρίου όπου στεγάζονται οι πρυτάνεις (οι πενήντα βουλευτές της φυλής που κάθε φορά  -για τριάντα πέντε περίπου μέρες- ασχολούνται όχι με τη ψήφιση των νόμων αλλά με την εφαρμογή τους και τη διοίκηση). Το κτίριο ονομάζεται και Θόλος εξ αιτίας του κυκλικού του σχήματος, ή (η) Σκιάς γιατί μοιάζει με κυκλικό σκίαστρο ή και με μεγάλο ψάθινο καπέλο. Εκεί ο Συρακούσιος έχασε την πεπλοφόρο ξανθή νέα.

Ο Οινοκράτης ανέβηκε στο άλογο που μέχρι τότε το έσερνε απ’ τα χαλινάρια και άρχισε να γυρίζει γύρω από το κυλινδρικό κτίριο. Ήταν μόνο χάρη σε μια ευτυχή συγκυρία που, σε μια στιγμή, το μάτι του περισσότερο διαισθάνθηκε παρά είδε, ότι μια μικρή σιδερένια πόρτα είχε μόλις ανοιγοκλείσει.  Η πόρτα αυτή δεν βρισκόταν πάνω στον καμπύλο τοίχο της Θόλου, αλλά σε ένα μικρότερο παράπλευρο χαμηλό κτίσμα προσαρτημένο στο Πρυτανείο.

αρχείο λήψης

Ο Οινοκράτης το ήξερε καλά αυτό το κτίσμα. Κάποιοι παλιοί του φίλοι που έτυχε να είναι ταυτόχρονα και πολύ καλοί μάγειροι, είχαν περάσει και θητεύσει εδώ. Γιατί εδώ βρίσκεται το περίφημο Μαγειρείο του Πρυτανείου. Η Πολιτεία των Αθηνών παρέχει εγγυημένα καλή τροφή στους πενήντα πρυτανεύοντες βουλευτές. Είναι κι αυτό ένα θέμα αρχής και κύρους. Εδώ διοργανώνονται και τα δημόσια γεύματα που η Πόλη προσφέρει σε επιφανείς φιλοξενούμενους.

Ο Οινοκράτης αφίππευσε και πήρε μια βαθειά εισπνοή… Ψάρι…! Η χαρακτηριστική οσμή τον πληροφόρησε ότι κάπου εδώ ετοιμάζεται, εκτός των άλλων,  μια υπέροχη λεμονάτη ψαρόσουπα. Ο Οινοκράτης ξεροκατάπιε, έδεσε τ’ άλογο σ’ ένα κάγκελο και έσπρωξε απαλά τη σιδερένια πόρτα. Αυτή έκανε πίσω χωρίς διαμαρτυρίες και τριξίματα.

images (14)

***

Κεφάλαιο όγδοο: Τελετή με εκπλήξεις ΙΙΙ

(Διηγείται ο Εύελπις)

F7
*

Εμείς, στην εξέδρα, περιμέναμε. Αν και οι περισσότεροι παρόντες είχαν κάπως χαλαρώσει και αντάλλασσαν μεταξύ τους υποθέσεις και ευφυολογήματα σχετικά με τα πρόσφατα γεγονότα, με θορυβοδέστερο -ποιον άλλο;- τον Δημάδη, παρατήρησα ότι ο Δημοσθένης και ο Αισχίνης δεν μιλιόντουσαν καν και, όταν δεν αντάλλασσαν ματιές μίσους, αγνοούσαν επιδεικτικά ο ένας τον άλλον.

«Τι τρέχει με αυτούς του δύο;» ρώτησα τον πατέρα Ευρύνου, που δεν είχε πτοηθεί από τα συμβάντα  και έδειχνε ευδιάθετος, «πρόκειται για τη γνωστή αμοιβαία αντιπάθεια ή έχει προκύψει κάτι καινούργιο;»

Γέλασε. «Πρόκειται για τη δίκη», μου είπε. «Ή μάλλον για την ατελείωτη σειρά δικανικών διαξιφισμών και συγκρούσεων στους οποίους έχουν εμπλακεί με πάθος οι δύο τους και στην οποία δε διστάζουν να αναμίξουν και τρίτους. Έτσι καταφέρνουν να φθείρουν εαυτούς, αλλήλους, και κυρίως την πόλη. Την πόλη που, κατά τα άλλα, παρακολουθεί τη σύγκρουση με νοσηρή περιέργεια».

«Υπάρχει ακόμη εκκρεμούσα δίκη; Πώς και δεν άκουσα τίποτα σχετικά;»

«Άκουσες. Και μάλιστα κάμποσα. Πριν φύγεις για την εκστρατεία».

«Πριν φύγω!; Για ποιο πράγμα μιλάμε; Λες για την μήνυση του Δημοσθένη κατά του Αισχίνη. Πως δωροδοκήθηκε από τον Φίλιππο;»

«Βλέπω ότι, παρά το ότι ήσουν-δεν ήσουν τότε δέκα χρονών, παρακολουθούσες ήδη τα πολιτικά συμβάντα. Όμως όχι, δε μιλάω για εκείνην τη δίκη, την περίφημη δίκη ¨περί παραπρεσβείας¨, που με υποκίνηση του Δημοσθένη προκάλεσε η καταγγελία κατά του Αισχίνη κάποιου Τίμαρχου. Μιλάω για την μεταγενέστερη καταγγελία, του Αισχίνη αυτήν τη φορά, ενάντια σε έναν κολλητό του Δημοσθένη, τον Κτησιφώντα».

«Τώρα θυμάμαι! Ο Κτησιφώντας ζήτησε να τιμήσει ο Δήμος τον Δημοσθένη γιατί είχε κάνει καλά τη  δουλειά που του ανατέθηκε. Μιλάμε, αν δεν κάνω λάθος, για τα οχυρωματικά έργα  κατά του Φίλιππου. Αλλά, φυσικά, ο Αισχίνης είχε αντιρρήσεις. Μα καλά, μη μου πεις ότι αυτή η ιστορία εκκρεμεί ακόμη!»

«Ναι αγόρι μου, εκκρεμεί. ‘Η μάλλον επιστρέφει στις αίθουσες των δικαστηρίων αυτές τις μέρες. Και έτσι όπως έχει διαμορφωθεί η πολιτική κατάσταση στην Αθήνα, η έκβασή της δεν αποκλείεται να έχει σοβαρές επιπτώσεις. Τόσο σοβαρές που μπροστά τους η κλοπή των ¨τυραννοκτόνων¨ και τα χοροπηδήματα των αποψινών  μασκοφόρων θα μοιάζουν απλώς παιδιαρίσματα!»

Δίπλα μου κατέπλευσε ο πληθωρικός Δημάδης. Ο Ευρύνους πρόλαβε μόνο να προσθέσει στα όσα μου έλεγε πριν, τη φράση: «Να προσέχεις!»

Ο Δημάδης ήθελε να με ρωτήσει… για τον Βουκεφάλα! Ήθελε να μάθει τι κάνει αυτό το μυθικό πλέον άτι. Ή μάλλον ήθελε να μου πει ότι αγαπάει τα άλογα, ότι εκτρέφει και εκπαιδεύει ταχύτατους  τετράποδους δρομείς και  ότι, εάν προλάβει, σκοπεύει να πάρει μέρος στις αρματοδρομίες στα φετινά  Μεγάλα Παναθήναια. Εάν δεν προλάβει, θα λάβει σίγουρα μέρος στους Ολυμπιακούς, του χρόνου, στην εκατοστή δέκατη τρίτη Ολυμπιάδα.

images (16)

Παρατήρησε ότι τον κοίταζα κάπως αφηρημένα και επιτέλους ήρθε στην ουσία: Ήθελε να επιβεβαιώσει εάν θα συναντηθούμε αύριο και πού. Του είπα ότι το απόγευμα θα επισκεπτόμουν τον Αριστοτέλη, αλλά θα μπορούσε να με επισκεφτεί στο σπίτι του Λυκαβηττού το πρωί, όχι πολύ νωρίς, ας πούμε γύρω στη δεύτερη πρωινή ώρα. Είπε εντάξει, μου έριξε ένα πλατύ χαμόγελο και απομακρύνθηκε.

images (4)

Ο Οινοκράτης ξέρει τα κατατόπια. Καθώς προχωρεί προς το εσωτερικό του προσαρτημένου στη Θόλο οικήματος, αναρωτιέται εάν κάποιος από τους παλιούς του φίλους εργάζεται ακόμη εδώ. Για να το μάθει, δεν έχει παρά να ρωτήσει. Αποφασίζει: είναι εδώ γιατί ψάχνει έναν παλιό του φίλο. Βρήκε ανοιχτή τη πόρτα και μπήκε.

Υιοθετεί λοιπόν ύφος ανέμελο και προχωρεί προς τον κεντρικό χώρο των μαγειρικών εγκαταστάσεων, όπου μια πλειάδα ανδρών ποικίλης ηλικίας πλαισιωμένοι και από νεαρούς χειρώνακτες, ασκούν με εκφραστική, σχεδόν χορευτική αρμονία κινήσεων τη γαστρονομική τέχνη:  Ανακατεύουν, ψιλοκόβουν, τηγανίζουν, βράζουν, ψήνουν, ζυμώνουν πλάθουν, πλένουν, τεμαχίζουν, ξεπουπουλίζουν, μυρίζουν, δοκιμάζουν, επιδοκιμάζουν (τις δημιουργίες τους), αποδοκιμάζουν (των αλλονών), αλατίζουν, αρωματίζουν, φυσάνε (ό, τι καίει πολύ), ξεφυσάνε (όταν ζορίζονται).

«Συγγνώμη κύριοι», λέει ο Σικελός. «Θα μπορούσατε να μου πείτε εάν ο Πολύκαρπος από τη Γέλα βρίσκεται ακόμη εδώ γύρω;» Οι μάγειροι τον προσέχουν και, όχι χωρίς κάποια ενόχληση, μερικοί κουνάνε το κεφάλι τους αρνητικά.  Όχι δε ξέρουν κανέναν τέτοιο.

«Δούλευε εδώ πριν τέσσερα χρόνια», επιμένει ο Οινοκράτης.

Εκείνοι εξακολουθούν να κουνάνε τα κεφάλια τους πέρα δώθε, ώσπου ένας πετιέται και λέει: «Ρε παιδιά, μήπως λέει τον Κάρπο; Νομίζω πώς καταγόταν από τη Σικελία. Εσύ ρε Φιλήμονα, που είσαι από εκείνα τα μέρη, δεν τον θυμάσαι; »

Ο εν λόγω Φιλήμονας ανασηκώνει ένα κεφάλι πλαισιωμένο με σγουρά μαύρα μαλλιά. «Δεν ήμουνα  εδώ πριν τέσσερα χρόνια. Δε είχα έρθει ακόμη». λέει. «Αλλά ναι, τον θυμάμαι τον Κάρπο, ήταν εδώ όταν ήρθα, αλλά έμεινε λίγο. Εκτός από μάγειρας, ήξερε και τα ναυτικά. Αυτό τον έκαψε. Ο αφέντης του τον πούλησε σε καλή τιμή σ’ έναν πλοιοκτήτη».

images

Ύστερα το βλέμμα του μελαχρινού τριαντάρη Φιλήμονα, συναντάει εκείνο του Οινοκράτη και σκαλώνει εκεί. Αλλά και ο Οινοκράτης μένει μια στιγμή ακίνητος προσπαθώντας να συνδυάσει εικόνες και λοιπές μνήμες από το απώτατο παρελθόν. Η αναγνώριση είναι αμοιβαία και ταυτόχρονη:

«Φιλήμονα;»

«Τσίτσο;»

Ο Οινοκράτης ανατριχιάζει. Δεν ξέρει αν φταίει το παλιό του παρατσούκλι, -έτσι τον φώναζε κι η μακαρίτισσα η μάνα του σε στιγμές μητρικής τρυφερότητας- ή η ξαφνική ανεύρεση, όχι αυτουνού που περίμενε, αλλά ενός άλλου φίλου απ’ τον παλιό καλό καιρό των Συρακουσών.

Αγκαλιάζονται.

«Σε αιχμαλώτισαν κι εσένα πειρατές;» ρωτάει ο Οινοκράτης.

«Όχι, ήρθα εθελοντικά. Σκέφτηκα πως αυτή η πόλη δε μπορεί παρά να ανέχεται καλύτερα την αγαπημένη μου τέχνη».

Ο Οινοκράτης χαμογελάει. Ξέρει ποια είναι η αγαπημένη τέχνη του Φιλήμονα.

Δεν είναι ο εμπνευσμένος συνδυασμός γεύσεων. Είναι το ευφυές ανακάτεμα των ιδεών, έτσι ώστε να αναδεικνύεται καλύτερα ο εγγενής παραλογισμός της κάθε τάχα ¨γειωμένης¨ πραγματικότητας (τι είπα!). Με άλλα λόγια η κωμική ποίηση. Του δίνει δίκιο που ήρθε εδώ, στην Αθήνα. Η συγγραφή κωμωδιών δεν φτουράει ούτε στις  βασιλικές αυλές ούτε και σε εκείνες των τυράννων, ακόμη κι αν αυτοί οι τελευταίοι παρουσιάζονται μερικές φορές ¨φωτισμένοι¨ όσον αφορά σε άλλα είδη τέχνης. Η κωμωδία είναι εύθραυστο είδος που δεν σηκώνει πιέσεις. Άρα χρειάζεται την ανεκτικότητα των Αθηναίων. Το αττικόν άλας της κάνει καλό…

«Και πώς βρέθηκες στο Πρυτανείο;»

«Έχω προσληφθεί. Με μικρό μισθό, αλλά πες πως τα βγάζω πέρα. Ας είναι καλά οι ιταλικές συνταγές που είναι του συρμού στην Αθήνα, και εγώ που είμαι καλός στα ζυμαρικά όσο και στα άζυμα».

αρχείο λήψης (2)

Ο Οινοκράτης – Τσίτσος  σκέφτεται ότι η ώρα περνάει. Και ότι έχει μια αποστολή να εκτελέσει.

«Θα τα πούμε. Όλα. Και είναι πολλά…»,  λέει, «αλλά τώρα θέλω να μου κάνεις μια χάρη».

«Ναι. Πες μου».

«Πριν από μένα πρέπει να μπήκε εδώ μέσα μια ξανθούλα. Την είδες;»

«Ασφαλώς λες για τη μικρή Ιππαρχία. Πρέπει να πέρασε για να πάρει τον αδελφό της τον Μητροκλή. Δουλεύει κι αυτός εδώ. Είναι πρόσφυγες από εκείνους που κατάφυγαν στην Αθήνα μετά τις καταστροφές που έκανε ο Φίλιππος στο Βορρά. Κανονικά θα έπρεπε να μπει από την κύρια είσοδο, αλλά σήμερα φαίνεται να υπάρχει πανικός στο μαγαζί και ίσως την εμπόδισαν. Όχι μόνο είχαμε εδώ αυτά τα άσχημα αγάλματα που ήρθαν από την Ανατολή, αλλά ετοιμάζουμε και ένα τσιμπούσι για τους μεταφορείς. Ευτυχώς προς ώρας αναβλήθηκε, γι αυτό και έχω την ευχέρεια να σου μιλάω τώρα, αλλά δυστυχώς δεν ματαιώθηκε».

«Τι ακριβώς κάνει ο αυτός ο Μητροκλής στο πρυτανείο;»

«Δουλεύει στη γραμματεία που βοηθά τους πρυτανεύοντες βουλευτές στο διοικητικό τους έργο».

«Άρα δουλεύει απάνω, στο κυρίως κτίσμα, στη Θόλο;»

«Ναι».

«Άρα η μικρή πήγε προς τα εκεί».

«Μάλλον».

«Άντε, πάμε να τη βρούμε».

«Τι έγινε; Τόσο σου γυάλισε η νεαρά; Δε λέω, είναι ομορφούλα, αλλά δυστυχώς είναι δεσμευμένη. Με έναν Θηβαίο, απ’ όσο ξέρω».

«Δε μ’ ενδιαφέρει ο Θηβαίος, δείξε μου από πού θα ανεβώ πάνω».

«Δεν θα σου το συμβούλευα. Απάνω υπάρχει φρουρά και ο επικεφαλής λοχαγός μου φάνηκε σήμερα ιδιαίτερα ευέξαπτος. Αλλά θα δεις πόσο νευρικός θα γίνει εάν ανακαλύψει ότι μπαινοβγαίνει κόσμος στο πρυτανείο χρησιμοποιώντας τις πόρτες του μαγειρείου».

«Πώς τον λένε το λοχαγό;»

«Τον λένε Φώκο και δεν είναι όποιος κι όποιος. Είναι γιος του γέρο Φωκίωνα».

Στο κούτελο του Οινοκράτη εμφανίζονται οριζόντιες γραμμές.

«Είναι πάντα νευρικός αυτός ο Φώκος;»

«Όχι, είναι καλό και πράο παιδί. Αυτές τις τελευταίες μέρες μόνο είναι κάπως! Και ιδιαίτερα σήμερα. Κατά τη γνώμη μου φταίνε αυτά τα κακομούτσουνα αγάλματα που μας έφεραν εδώ».

«Ξέρεις πού ακριβώς φιλοξενούσατε τα αγάλματα;»

«Όχι».

«Ξέρεις πού θα μπορούσε να κρύψει κανείς εδώ μέσα κάτι σε μέγεθος προτομής; Δύο προτομών σε φυσικό μέγεθος, για να είμαι ακριβέστερος».

«Υποθέτω στην αποθήκη ξερών τροφίμων ή στο σκευοφυλάκιο».

«Πάμε».

«Τον βλέπεις εκείνον με τις γαλατικές μουστάκες; Εκείνον εκεί τον τεράστιο, με τον μπαλτά, λέω. Εάν δεν μου τον έχει πετάξει ακόμη κατακέφαλα που έπιασα κουβέντα μαζί σου, είναι επειδή η ομάδα βρίσκεται τρόπον τινά σε αναμονή. Μόλις έρθει η εντολή ξαναβάζουμε μπροστά τις φωτιές, γιατί όπως λέμε και στην πατρίδα, το καλό φαί πρέπει να είναι απολύτως ζεστό. Και εγώ στις φωτιές είμαι ειδικός».

«Μη φοβάσαι Φιλήμονα. Αναλαμβάνω κάθε ευθύνη. Έχε μου εμπιστοσύνη. Έλα!»

αρχείο λήψης (3)

Στην αποθήκη ξηρών τροφίμων δε βρήκαν τίποτα. Στο δωμάτιο με τα σκεύη ούτε. Εκεί όμως υπήρχε μια χαμηλή πόρτα. Ο Φιλήμονας είπε πως εκεί πίσω βάζουν τα χαλασμένα σκεύη πριν τα παραδώσουν στους τεχνίτες για επισκευή. Καζάνια ξεγάνωτα και άλλα τέτοια. Ο Οινοκράτης παίρνει μαζί του μια κουτάλα και μπαίνουν σκυφτοί. Η κουτάλα χρησιμεύει για μια αυτοσχέδια δοκιμή ήχου. Το αποτέλεσμα είναι αμέσως θετικό. Ο ήχος λέει ότι κάτω από τα αναποδογυρισμένα καζάνια υπάρχει πράγμα!

Όντως κάτω από το πρώτο καζάνι εμφανίζεται ο γενειοφόρος και κάτω από το διπλανό ο αμούστακος. Οι «τυραννοκτόνοι¨ έχουν επιστρέψει. Ο Οινοκράτης παίρνει μια βαθειά ανάσα ανακούφισης και δίνει μια επιβραβευτική κατραπακιά στη πλάτη του Φιλήμονα, που δεν πολυκαταλαβαίνει περί τίνος πρόκειται.

«Έχω ένα άλογο έξω. Βοήθησέ με να τους βάλουμε σε δύο σάκους και να τους φορτώσουμε».

«Θα κλέψουμε τα αγάλματα; Είσαι καλά;»

«Όχι δα. Δεν τα κουβαλήσαμε από την Ασία για να τα κλέψουμε. Απλώς θα τα ξανα-παραδώσουμε στους ιδιοκτήτες. Έλα μαζί μου Φιλήμονα και να δεις πως θα σου βγει σε καλό. Τι θα έλεγες, ας πούμε, για μία διάκριση στον διαγωνισμό κωμωδίας στα προσεχή Λήναια; Ή προτιμάς τα ¨Διονύσια¨; Εντάξει!  Τί διάκριση… Ένα πρώτο βραβείο θα έλεγα!»

140

*

Στην εξέδρα ανεβαίνει ένας της Φρουράς και κατευθύνεται προς τον Λυκούργο. Η προσοχή όλων συγκεντρώνεται πάνω τους. Ο φρουρός κάτι λέει ψιθυριστά στον Άρχοντα κι εκείνος αρχίζει να περιφέρει το βλέμμα στους παρευρισκόμενους. Προφανώς κάποιον ψάχνει. Το βλέμμα του σταματάει πάνω μου. Μου κάνει νόημα να τον πλησιάσω.

«Ένας που ισχυρίζεται πως είναι υπηρέτης σου, σε ζητάει επειγόντως» μου λέει.

«Ο Οινοκράτης!», λέω και στρέφω τη προσοχή μου στην άκρη του ευρύχωρου κλοιού που οι φρουροί έχουν σχηματίσει γύρω από την εξέδρα.

Ο φρουρός καταφάσκει. «Ναι, έτσι είπε ότι τον λένε».

Δεν έχει πια πολύ φως στο πλάτωμα, έχει σχεδόν νυχτώσει, αλλά τον βλέπω. Με το ένα χέρι υψωμένο προσπαθεί να τραβήξει την προσοχή μου, ενώ με το άλλο κρατάει σφικτά τα χαλινάρια ενός γκρίζου αλόγου. «Είναι όντως ο υπηρέτης μου», λέω. «Κατεβαίνω».

Αφήνω τους υπόλοιπους, μάλλον δυσαρεστημένους που δεν πρόκειται για την αναμενόμενη σύλληψη κάποιου ταραξία και κατευθύνομαι προς τον δαιμόνιο Συρακούσιο. Πλησιάζοντας βλέπω ότι χαμογελάει από το ένα αυτί ως το άλλο. Είναι παραπάνω από προφανές ότι έχει καλά νέα.

Ευτυχώς προσπαθεί να είναι περιεκτικός και σύντομος. Με τον τρόπο του!

«Ξέρεις τι έχω εδώ μέσα;» μου λέει και μου δείχνει δύο μεγάλους σάκους που κρέμονται εκατέρωθεν της πλάτης του ζωντανού.

Για να μη χάνουμε χρόνο του δίνω τη πρώτη απάντηση που μου έρχεται στο νου.

«Βρήκες τα προσωπεία των άγριων διαδηλωτών», του λέω. «Μπράβο Οινοκράτη, είναι κι αυτό κάτι. Μήπως κατάφερες να δεις και τα πρόσωπά τους;»

 «Χα!» κάνει ενώ ταυτόχρονα λύνει το ένα σακί, το τοποθετεί στο έδαφος και το ανοίγει. Παίρνω έναν πυρσό από έναν οπλίτη εκεί δίπλα και τον πλησιάζω στο σκούρο όγκο που ήρθε στην επιφάνεια. Κοιτάζω προσεκτικά. Εάν δεν πρόκειται για αντικατοπτρισμό ή οφθαλμαπάτη, αυτός εδώ είναι ο ¨Αρμόδιος¨.

«Πού;» τον ρωτάω

«Στο Πρυτανείο. Συγκεκριμένα στα μαγειρεία. Εκεί με οδήγησε αυτός που παρακολούθησα. Πολύ κοντά στο σημείο όπου παραδώσαμε τα αγάλματα στους Αθηναίους».

«Ποιος;»

«Δεν ξέρω ακόμα, αλλά έχω κάποιες ιδέες που ίσως μας βοηθήσουν στην έρευνα».

«Έλα μαζί μου» του λέω, «αλλά μίλα μόνο αν σου δώσω το λόγο εγώ και πες μόνο όσα μου είπες ως τώρα. Για τις ιδέες σου θα μιλήσουμε διεξοδικά οι δυο μας. Αργότερα».

«Εννοείται», μου απαντάει. «Α, και κάτι άλλο, αυτός εκεί είναι ο παλιός μου φίλος ο Φιλήμονας, μελλοντικός διάσημος κωμικός ποιητής. Με βοήθησε στην ανάκτηση των αγαλμάτων και του εγγυήθηκα πλήρη κάλυψη απέναντι στα αφεντικά του. Δουλεύει εκεί, στο μαγειρείο της Θόλου».

Φωνάζω τους φρουρούς και έρχονται να βοηθήσουν.

Έτσι, μπροστά εγώ, πίσω μου οι προτομές στην αγκαλιά τεσσάρων γεροδεμένων οπλιτών, πιο πίσω περήφανος ο Οινοκράτης και ο -πως τον είπαμε; Φιλήμονας;-  να τα έχει κομμάτι χαμένα, και, ακόμη παρά πίσω, το γκρίζο άλογο που κανείς δε φρόντισε να δέσει κάπου, κατευθυνόμαστε, όλοι μαζί, προς την εξέδρα.

Ανεβαίνω στην εξέδρα μαζί με τον Οινοκράτη και τον φίλο του. Οι χάλκινες προτομές, οι φρουροί και το άλογο μένουν στο έδαφος. Όπως είναι φυσικό, αισθάνομαι τώρα περισσότερη αισιοδοξία και το μυαλό μου είναι σαφώς πιο ξεκάθαρο. Μαζεύονται όλοι γύρω μου. Εάν υπήρχε μία ιαχή ανακούφισης θεωρώ ότι θα μπορούσε να αναδυθεί τώρα. Επειδή δεν (νομίζω ότι) υπάρχει, ακούω μόνο μια αυξημένη διάχυτη βαβούρα. Επωφελούμαι από την έκπληξή τους και παίρνω αμέσως το λόγο. Τους εξηγώ τι συνέβη:

Ο υπηρέτης μου ακολούθησε έγκαιρα έναν από τους μεταμφιεσμένους, Δεν μπόρεσε να τον συλλάβει, δεν είχε άλλωστε την σχετική αρμοδιότητα. Τον είδε να κατευθύνεται στη Θόλο, αλλά εκεί έχασε τα ίχνη του. Επειδή είχε από παλιά κάποιους φίλους ανάμεσα στους μαγείρους, κατάφερε να μπει στο παράπλευρο κτίσμα, στο μαγειρείο, και να κάνει μια μικρή αλλά αποτελεσματική έρευνα. Σε μια δευτερεύουσα  αποθήκη, σκεπασμένες με παλιά καζάνια, βρήκε τις προτομές. Νάτες!» Τους δείχνω τα σκούρα χάλκινα αγάλματα που φωτίζονται τώρα από τους πυρσούς των φρουρών. «Είμαι σίγουρος ότι σήμερα ή αύριο η φρουρά θα καταφέρει να εντοπίσει όλους τους υπεύθυνους για την απαγωγή και τα λοιπά αποψινά συμβάντα».

αρχείο λήψης

Δεν δείχνουν όλοι το ίδιο ενθουσιασμένοι με τις εξηγήσεις μου. Ο Δημοσθένης για παράδειγμα εξακολουθεί να είναι συνοφρυωμένος και στριφνός, αν και δεν ακούω με ακρίβεια όλα όσα λέει κάτω από τα μουστάκια του. Ο Δημάδης πάλι δείχνει πασίχαρης και δε σταματά τα φιλικά και επιβραβευτικά χτυπήματα στις πλάτες του Οινοκράτη και του Φιλήμονα. Ο κύριος λόγος -εικάζω- για τον οποίο ο Αισχίνης δεν γκρινιάζει αυτή τη στιγμή, είναι για να μη φανεί ότι συμφωνεί σε οτιδήποτε με τον Δημοσθένη.

Εμφανώς πιο αναπτερωμένος είναι πια κι ο γέρο -Φωκίωνας, ο οποίος και αναλαμβάνει ξανά τα ηνία. Αφού συνεννοηθεί  για λίγο με τον Λυκούργο, απευθύνεται στην ομήγυρη.

«Μετά από αυτή την αίσια εξέλιξη, θα πρέπει να επιστρέψουμε το γρηγορότερο στην ομαλότητα», λέει. «Οι προτομές μπαίνουν ήδη στη θέση τους και θα φρουρούνται για όσο χρειαστεί».

Κάνει μια παύση για να εξασφαλίσει μεγαλύτερη προσοχή και συνεχίζει: «Τα αποψινά γεγονότα δε πρέπει να μεγαλοποιηθούν, γιατί κάτι τέτοιο θα εξυπηρετούσε τις σκοπιμότητες αυτών που τα προκάλεσαν, όποιοι κι αν είναι αυτοί. Θεωρώ ότι πρέπει να ολοκληρώσουμε, έστω με συνοπτικές διαδικασίες, την αποψινή τελετή. Άλλωστε οι ¨τυραννοκτόνοι¨ επέστρεψαν. Και όπως βλέπετε, ο λαός είναι ακόμη εδώ και, χάρη στα ψητά και τον οίνο που ευφραίνει γενικώς,  μου φαίνεται μάλλον ευτυχέστερος και πιο καλοπροαίρετος  από ό, τι πριν λίγο».

Στρέφεται προς τον Παιανέα: «Εάν ο ευπροσήγορος Δημοσθένης θέλει, νομίζω ότι θα μπορούσε να ολοκληρώσει, έστω και τώρα, την ομιλία που αναγκάστηκε να διακόψει προηγουμένως», και κοιτώντας έναν γύρο τους άλλους, προσθέτει: «Το επιβάλλουν οι αρχές της ισηγορίας που ισχύουν στην πόλη μας».

Ο Δημοσθένης όμως δεν θέλει. Διαφωνεί. Υποστηρίζει ότι οι πληροφορίες που τους έδωσα, ή μάλλον αυτές που μας προμήθεψε ο υπηρέτης μου και ο φίλος του, δεν είναι αρκετές για να δικαιολογήσουν τα γεγονότα. Όχι. Εκείνος θα μιλήσει την κατάλληλη ώρα. Όταν θα μάθει τι ακριβώς έχει συμβεί και γιατί.

«Εντάξει», λέει ο Φωκίωνας, χωρίς να δείξει ότι τον λυπεί ιδιαίτερα η άρνηση του ρήτορα. Ύστερα απευθύνεται σε εμένα:

«Αγαπητέ Εύελπι, είσαι όχι μόνο το τιμώμενο πρόσωπο αλλά και εκείνος που συνετέλεσε στη επίλυση μιας δυσάρεστης -ας τη πούμε έτσι- κατάστασης. Νομίζω ότι δε θα αρνηθείς να πεις λίγα λόγια στον κόσμο, σύμφωνα πάντα με το αρχικό πρόγραμμα της εκδήλωσης, και να κλείσεις έτσι την τελετή».

Του έκανα νεύμα κουνώντας καταφατικά την κεφαλή, ότι δεν είχα αντίρρηση.

«Ωραία. Ας ηχήσει λοιπόν η σάλπιγγα και ας σε αναγγείλει ο κήρυκας. Αμέσως μετά, θα πάμε όλοι μαζί στο Πρυτανείο για το καθιερωμένο σε αυτές τις περιπτώσεις δείπνο. Εκεί θα μπορέσουμε να τα πούμε μεταξύ μας με μεγαλύτερη άνεση. Γιατί, μπορεί μεν να είμαι εγώ ο πρεσβύτερος και εκείνος που διαθέτει πολυθρόνα, αλλά καταλαβαίνω ότι κι εσείς, οι νεότεροι, πρέπει να έχετε πιαστεί καθισμένοι τόση ώρα σ’ αυτά τα άβολα έδρανα».

Έτσι η εκδήλωση ολοκληρώθηκε  με μια μικρή δική μου παρέμβαση, όπως είχε αρχικά συμφωνηθεί. Είπα λίγα. Τα αυτονόητα. Είπα δηλαδή ότι έρχομαι από το μέτωπο της εκστρατείας για να μεταφέρω την εκτίμηση του βασιλιά των Μακεδόνων στην πόλη της Παρθένου Αθηνάς και μαζί τα κειμήλια που έκλεψε παλιότερα ο Ξέρξης. Όμως δεν είμαι άγνωστος στους Αθηναίους, όπως δεν μου είναι άγνωστοι και εκείνοι. Ότι για πολλά χρόνια η οικογένειά μου ζει εδώ, μαζί τους, κάτω από τον ίδιο διαφανή αττικό ουρανό. Ότι η οικογένειά μου μετοίκησε εδώ γιατί πίστευε ανέκαθεν στην ανάγκη οι Έλληνες να είναι ενωμένοι και ισχυροί, αλλά μόνον εδώ μπόρεσε να εκφράσει ελεύθερα αυτές τις απόψεις. Η Αθήνα μας δέχτηκε χωρίς περιορισμούς και όρους και  πως, προσωπικά, αισθάνομαι ευγνώμων γι αυτό.

Όσο αφορά στην αποψινή τελετή, τους είπα χαμογελώντας πως νομίζω ότι εν τέλει, οι θεοί, έχουν τρόπους για να δείχνουν τη θέλησή τους, έστω κι αν συνηθίζουν -και μάλλον τους αρέσει- να μας  υποβάλουν σε λογής λογής δοκιμασίες. Σήμερα, κάποιοι θέλησαν να μας διασκεδάσουν χοροπηδώντας μπροστά μας και εξαφανίζοντας (μόνο για λίγο) τις τιμώμενες εικόνες. Τώρα όμως οι προτομές είναι στη θέση τους, οι θεοί πρέπει να μας ατενίζουν με ευαρέσκεια, και εγώ απευθύνω στους Αθηναίους τις βαθιές και από καρδιάς ευχαριστίες μου για την υποδοχή.

Αυτά τους είπα.

Μετά πήγαμε όλοι μαζί στο Πρυτανείο. Ζήτησα την άδεια να κρατήσω κοντά μου τον Οινοκράτη και τον φίλο του. Μου δόθηκε ευχαρίστως. Και κάτι άλλο. Η ψαρόσουπα μου φάνηκε εξαιρετική!

images (13)

(συνεχίζεται)

 

 

 

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , , , , , , , , , , , | Leave a Comment »

Ιστορικό μυθιστόρημα υπό εκπόνηση. Μέρος ΣΤ΄, Κεφάλαιο έκτο: Συνέλευση στου Κυνοσάργους

Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 10 Αυγούστου, 2017

[Προσωρινός τίτλος: Κύλικες και δόρατα.

Προσωρινός υπότιτλος: Ημέρες και έργα του Εύελπι του Μεγαρέα, λόγιου στην ακολουθία του Αλέξανδρου του Γ΄ του Μακεδόνα, κατά την μεγάλη ασιατική εκστρατεία].

8374527

[Αφιερωμένο στο μεσαίο μου αδελφάκι, που με διαβάζει με προσοχή (και ίσως κάποια νοσταλγία)]

Κεφάλαιο έκτο: Δέκα μέρες πριν, στο δήμο της Διομείας

.

Τον καιρό εκείνο, εάν κατευθυνόσουν προς το Αθηναϊκό Άστυ προερχόμενος από τα νοτιο-ανατολικά, είτε θα έπαιρνες τις παραλιακές οδούς που θα σε οδηγούσαν πρώτα στο Φάληρο και μετά στο δρόμο που παράτρεχε  το φαληρικό τείχος οπότε, ακολουθώντας τον, θα ανηφόριζες μέχρι την Πόλη, είτε πάλι μπορούσες να πάρεις το δρόμο που διένυε τους δυτικούς πρόποδες του Υμηττού, να περάσεις το δήμο του Ευωνύμου, να διασχίσεις τον εκτεταμένο δήμο της Αλωπεκής και να φτάσεις έτσι στο δήμο της Διομείας. Ο δήμος αυτός διαιρείτο σε δύο τμήματα, το ένα εντός και το άλλο εκτός των τειχών, που τα ένωνε η ομώνυμη Πύλη.

Το εκτός των τειχών τμήμα ήταν αραιοκατοικημένο και περιελάμβανε δύο χαμηλούς λόφους: ο ένας, ο ανατολικός, ήταν γνωστός από τον τάφο του Ισοκράτη που βρισκόταν εκεί, ο άλλος πάλι, δυτικότερα, είχε  στην κορυφή του ένα μικρό ναό-παρατηρητήριο απ΄όπου μπορούσε να εποπτεύσει κανείς την ακτή του Φαλήρου [1].

Στην περιοχή υπήρχαν δύο γειτονικά μεταξύ τους ιστορικά κτίσματα: το ένα ήταν ο ναός του Ηρακλή, το άλλο ήταν το τρίτο μεγάλο γυμνάσιο της Αθήνας που, όπως και τα άλλα είχε εξελιχθεί σε χώρο φιλοσοφικών αναζητήσεων. Η περιοχή ονομαζόταν Κυνοσάργους και, όπως είναι φυσικό, υπήρχε τουλάχιστον ένας μύθος που εξηγούσε το κάπως παράξενο αυτό όνομα.

Σε περίληψη, ο μύθος έλεγε τα εξής:

Κατ’ αρχήν ήταν ένας σκύλος άσπρος και, απ’ ό, τι προκύπτει, ξύπνιος και πεινασμένος, που έκοβε βόλτες στη περιοχή. Τον έλεγαν Αργό (που σύμφωνα με μερικούς σήμαινε τότε λευκός) και ήταν γρήγορος.

Επί πλέον υπήρχε ένας βασιλιάς που τον έλεγαν Δίδυμο, ο οποίος ήθελε να τα έχει καλά με τους θεούς και  γι αυτό το λόγο είχε διοργανώσει εκεί κοντά μια θυσία.

Προτού όμως προλάβει ο βασιλιάς να διανείμει τα σφάγια σε θεούς και πιστούς, ο σκύλος εμφανίστηκε ταχύτατος μεσ’ απ’ τους θάμνους, βούτηξε το ψημένο κρέας και εξαφανίστηκε προς τα καλάμια του Ιλισού ποταμού που περνούσε κι αυτός από εκεί κοντά. Φρουροί και λοιποί ενδιαφερόμενοι έτρεξαν ξωπίσω του και εν τέλει κατάφεραν να βρουν κάποια υπολείμματα των εξαγιασμένων κρεάτων δίπλα  στην νότια όχθη του ποταμού.

Τότε παρενέβη ο ιερέας-αποκωδικοποιητής και είπε:

¨Εγώ λέω ότι ο σκύλος είναι θεόπεμπτος. Οι θεοί λένε ότι ο Δίδυμος δεν τη βγάζει καθαρή με μια απλή θυσία, αλλά ότι πρέπει να χτίσει, εκεί ακριβώς όπου βρέθηκαν τα κόκαλα, ένα ναό στον Ηρακλή¨.

Ο Δίδυμος είπε: ¨εντάξει¨ και έχτισε το ναό. 

Ο σκύλος αρκέστηκε στο να δώσει το όνομά του στην περιοχή: ο τόπος του Κυνός του Αργού, άλλως: Κυνοσάργους. 

Αργότερα οι αθηναίοι έφτιαξαν ένα ακόμη δημόσιο γυμνάσιο που πήρε και αυτό το όνομα του άσπρου σκύλου. Ακόμη αργότερα δημιουργήθηκε εκεί από τον μακαρίτη τον Αντισθένη μια (κάπως περιθωριακή, για να τα λέμε όλα) φιλοσοφική σχολή που πήρε το όνομα ¨οι σκύλοι¨ ή ¨οι κυνικοί¨.

 Κατά τα άλλα, στο σημείο αυτό ο Ιλισός,  αφού δεχτεί τα νερά της πηγής της Καλλιρρόης, προσπερνά κελαρυστός και, ρέοντας αφρισμένος πάνω στις κροκάλες, συνεχίζει την κατηφορική του πορεία δίπλα σε καλαμιές και πλατάνια, αναζητώντας την παρέα του Ηριδανού ή του Κηφισού ή ό, τι άλλο βρει τέλος πάντων, προκειμένου να μην καταλήξει στον Σαρωνικό μόνος του.

images (3).

Στους κατοίκους της Διομείας, τους Διόμειους, είχε συμβεί στο παρελθόν να περιπέσουν στην, ας πούμε ¨δυσμένεια¨, ενός δηκτικού πλην όμως δημοφιλέστατου τύπου που ονομαζόταν Αριστοφάνης, ο οποίος -ποιος ξέρει τι του είχαν κάνει του ανθρώπου- τους είχε κολλήσει το παρατσούκλι ¨οι Διομειαλαζόνες¨.

Ίσως να υπήρχε ένας ανιχνεύσιμος λόγος γι αυτό. Ίσως ο Αριστοφάνης από την μια και οι κάτοικοι του δήμου της Διομείας -ιδιαίτερα οι εκτός των τειχών- από την άλλη, να ανταγωνίζονταν,  ήδη από τότε, στην παραγωγή ενός δυσεύρετου και ως εκ τούτου πολύτιμου αγαθού. Του αστείου! Το αστείο ήταν ένα προϊόν των άστεων και δεν πρέπει να συγχέεται με το πιο διαδεδομένο ¨χωρατό¨, που προερχόταν κατ’ ευθείαν από την ύπαιθρο.

Αυτή, βέβαια, δεν είναι παρά μόνον μια υπόθεση γιατί τον καιρό που διέπρεπε ο Αριστοφάνης, οι κωμικοί της περιοχής δεν ήσαν ακόμη τόσο διάσημοι. Αλλά και το ¨πνεύμα¨ που καλλιεργούσαν και με το οποίο θα ξεκαρδίζονταν οι ίδιοι και οι  διαρκώς αυξανόμενοι οπαδοί τους, ήταν διαφορετικό από εκείνο του παλιού κωμωδιογράφου.

Ο Αριστοφάνης, όπως και οι περισσότεροι ομότεχνοι της γενιάς του, ήταν προσκολλημένος στην ιδέα μιας πολιτείας  κυρίαρχης και -κατά βάθος- γενικότερα αποδεκτής, έτσι ώστε να αξίζει τον κόπο να καταδικάσεις και να γελοιοποιήσεις εκείνους που, όντας ατομικιστές και επιδειξίες (φιλοπόλεμοι, ψευτοφιλόσοφοι, διεφθαρμένοι αναρριχητές και διαφθείροντες ισχυροί) έκαναν κακό στην κοινότητα.

Προτομή-του-Αριστοφάνη

Αντίθετα, εάν πάρουμε για παράδειγμα, τους ¨εξήκοντα¨ γελωτοποιούς του Κυνοσάργους, η κωμικότητά τους είχε διαφορετικές αφετηρίες. Αυτοί δεν έβλεπαν πια γύρω τους μια κοινότητα ικανή να επιβληθεί. Έβλεπαν κυρίως τις αντιφάσεις και τους χαρακτηριστικούς τύπους που είχαν δημιουργηθεί από τους περίεργους, ασυνεπείς και -με λίγη ή πολλή καλή θέληση- διασκεδαστικούς ¨νέους καιρούς¨.

Οι νεαροί ¨εξηντάρηδες¨ δεν πίστευαν ότι η παρέμβασή τους θα μπορούσε να διορθώσει την πολιτεία. Επομένως, περιορίζονταν σε εκείνο που έμοιαζε εφικτό: να δείξουν και να αναδείξουν την γελοιότητα των νέων «τύπων» που κυκλοφορούσαν πλέον στις πόλεις: τους κακόγουστους νεόπλουτους, τους επιδεικτικούς δοκησίσοφους ξερόλες,  τους αναίσχυντους ερωτύλους, τους ύπουλους καιροσκόπους, αλλά και τους πονηρούς υπηρέτες, τους κομψευόμενους αφέντες, τις εύπιστες κι αλλοπρόσαλλες κυράδες… Με άλλα λόγια, έβλεπαν ότι οι αντιφάσεις που κάθε λίγο εκρήγνυνταν γύρω τους μπορούσαν να προκαλέσουν ιαματικό γέλωτα, και αυτό τους αρκούσε.

Αλλά και πέρα από τα μέλη των ¨εξήκοντα¨, τις πλάκες και τις φάρσες που σκάρωναν (οι οποίες στη συνέχεια, σχολιάζονταν και  έτερπαν την αγορά και τα συμπόσια) υπήρχαν και εκείνοι που έγραφαν κωμικά επιγράμματα, ποιήματα, άσματα, αλλά και κωμωδίες ολόκληρες διεπόμενες από το νέο αυτό  πνεύμα.

Όλους αυτούς (περιθωριακούς φιλόσοφους, κωμικούς και κωμωδιογράφους του νέου ρεύματος, καθώς και σπουδαστές προβληματισμένους μεν, αλλά και έτοιμους να συμμετάσχουν σε κάθε λογής επεισοδιακή φάση) μπορούσες να τους συναντήσεις πλέον παντού, ακόμη και στην Αγορά ή και στα γυμναστήρια του Κλεινού Άστεως, όμως το μέρος όπου ήταν δυνατό να τους βρεις μαζεμένους να κουβεντιάζουν και να ανταλλάσσουν απόψεις και ιδέες περί του Παντός (επιστητού και μη), ήταν το εκτός των τειχών τμήμα του δήμου της Διομείας που, όπως είπαμε, οι Αθηναίοι αποκαλούσαν συνήθως Κυνόσαργες, συνηθέστερα στη γενική: (ο τόπος του) Κυνοσάργους.

images

Αυτό ακριβώς συνέβαινε και ’κείνο το διαυγές βραδάκι, το φωτισμένο από τον χρυσαφί κύκλο του φεγγαριού και πασπαλισμένο με άρωμα πεύκου που το απαλό αεράκι μετέφερε ως εδώ από τον Υμηττό. Ήταν το τελευταίο δεκαήμερο του Σκιροφοριώνα κι είχε αρχίσει να κάνει ζέστη. Καμιά τριανταριά νέοι ήταν μαζεμένοι στον Ιλισό, άλλοι ξαπλωμένοι στα χορτάρια της όχθης, άλλοι καθιστοί με τις πλάτες ακουμπισμένες στα δέντρα, άλλοι όρθιοι.

«Αυτοί εδώ μας δουλεύουν κανονικά» έλεγε ένας νεαρός με το μαλλί μακρύ σχεδόν όσο των εμπόλεμων Σπαρτιατών. «Λόγος περί Αληθείας πολύς, πράξεις Φιλαληθείας ουδεμία!».

«Θα έχουμε ακόμη μια εορτή, αγαπητέ Μέναιχμε! Ε και; Θα μας βγάλουν ακόμη μερικούς λόγους! Ε, λοιπόν; Θα επικαλεστούν πάλι το όνομα της Δημοκρατίας, αλλά αμφιβάλω αν θυμούνται τι ακριβώς είναι. Ίσως κάποιος θα έπρεπε να τους το θυμίσει!» είπε ένας με γένι που είχε αρχίσει να γκριζάρει, λίγο μεγαλύτερος από τους άλλους.

«Πείτε μου εσείς αγαπητοί εν Ιλισώ φίλοι. Είναι δημοκρατία να γιγαντώνεις τους μύθους που σε συμφέρουν; Είναι δημοκρατία να επινοείς καινούργια σοφίσματα; Είναι δημοκρατία να δημιουργείς σύγχυση στους γύρω σου και μετά από πάνω να ζητάς να σε επιβραβεύσουν;» αναρωτήθηκε ένας καστανομάλλης με μεγάλη μύτη που ακουμπούσε τη πλάτη πάνω στον κορμό μιας γέρικης ελιάς.

«Εμείς, οι άποικοι στο Βορρά, όταν οι επιδρομές του Φίλιππου μας ανάγκασαν να επιστρέψουμε στο Νότο, ήμασταν σίγουροι ότι εδώ θα βρίσκαμε προστασία και σιγουριά …», παρεμβλήθηκε  μια όμορφη ξανθή νέα,  «όμως δε βρήκαμε παρά λόγια… πολλά λόγια. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, τώρα μας καλούν να γιορτάσουμε για τις προσφορές και τα δώρα του Αλέξανδρου!»

«Ω, τι σοβαρότητες είναι αυτές Ιππαρχία», διαφώνησε  ένας πιτσιρικάς, γύρω στα δώδεκα. «Εάν αυτά που συμβαίνουν δεν είναι παρά αστειότητες, δε έχουμε παρά να γελάσουμε λιγάκι μαζί τους!»

«Καλά τα λέει ο Μενανδράκος»,  τον υπερασπίστηκε ένας μεγαλύτερος με κοντό ιμάτιο, στηριγμένος σε μια τεράστια γκλίτσα.

«Να γελάσουμε; ναι! Να κάνουμε και τους άλλους να γελάσουν; Βεβαίως. Όχι όμως όπως οι μωροί κι οι μπουνταλάδες, δηλαδή χωρίς να ξέρουμε το λόγο. Και μάλιστα καλά. Ας μιλήσει λοιπόν όποιος νομίζει ότι ξέρει καλά τι τρέχει, και μετά, εάν συμφωνήσουμε, ας δούμε τι μπορούμε να κάνουμε», είπε εκείνος με τα ίχνη γκρίζου στο γένι του, που ασήμιζαν τώρα στο φεγγαρόφως και ανασηκώθηκε εγκαταλείποντας τον κορμό της ελιάς. Το σώμα του ήταν κάπως στραβό, αλλά το πρόσωπό του είχε ευγενικά χαρακτηριστικά.

«Έχει δίκιο ο Κράτης!» φώναξε ο καστανομάλλης με τη μεγάλη μύτη. «Θα μιλήσω εγώ».

Τα βλέμματα στράφηκαν πάνω του. Τον ήξεραν όλοι. Είχε αρχίσει να φοιτά στο Λύκειο, αλλά μετά είχε στραφεί προς τους ¨σκύλους¨ με τους οποίους είχε γίνει πλέον κολλητός. Επιπλέον ήταν σταθερό μέλος της παρέας των εξήκοντα. Τον έλεγαν Καλλιμεδώνα, αλλά όλοι τον φώναζαν Κάραβο[2]

images (6)

«Ο Αριστοτέλης, μπορεί να υπήρξε ο δάσκαλος του Αλέξανδρου, επομένως δεν αποκλείεται να κληθεί κάποτε να απολογηθεί για τις πράξεις του μαθητή του, πάντως όλοι ξέρουμε πως είναι αξιόπιστος δάσκαλος και προσπαθεί να τεκμηριώσει όσα λέει. Φοίτησα κι εγώ κοντά του για ένα διάστημα, κι αν δεν είχα διαπιστώσει ότι οι περισσότεροι εκεί μέσα παραείναι τυπικοί και μανιώδεις με τις κατατάξεις και τις κατηγοριοποιήσεις, ίσως και να ήμουν ακόμη εκεί πέρα. Πάντως ξέρω, όπως άλλωστε κι εσείς, ότι έχει τη μεγαλύτερη βιβλιοθήκη της Αθήνας. Ανάμεσα στο συγγράμματα υπάρχουν και κείμενα του μεγάλου Θουκυδίδη, τα οποία είχα την ευκαιρία να δω και να μελετήσω όταν παρακολουθούσα το Λύκειο. Θα επικαλεστώ λοιπόν τα κείμενα αυτά, αλλά και την άποψη του ίδιου του Αριστοτέλη που, απ’ ό, τι φαίνεται, τα στοιχεία του Θουκυδίδη τον έπεισαν. Σημειώστε ότι αυτά που θα σας πω ίσως σας φανούν γνωστά, γιατί υπάρχουν ακόμη γέροντες που λένε τα ίδια, ισχυριζόμενοι ότι έτσι τα άκουσαν από τους παππούδες τους.

«Φίλε… έλα στο ζουμί» φώναξε κάποιος στο βάθος που είχε μετατρέψει έναν κομμένο κορμό σε ανάκλινδρο.

«Έρχομαι και συμπτύσσω: Τι θα μας πουν σε λίγες μέρες ο Δημοσθένης, ο Φωκίωνας, ο Υπερείδης και οι λοιποί; Θα μας επαναλάβουν την γνωστή επίσημη εκδοχή. Θα μας πουν ότι επιστρέφουν οι ¨τυραννοκτόνοι¨ και ότι οφείλουμε να είμαστε ευτυχείς. Γιατί; Μα γιατί αυτοί οι δύο τύποι θυσιάστηκαν για να σκοτώσουν τους τυράννους και έτσι να  περάσει η εξουσία από τους Πεισιστρατίδες στο Δήμο της Αθήνας.

Τους είχαμε ήδη φτιάξει νέα αγάλματα, ταΐζαμε τιμής ένεκεν στο Πρυτανείο όσους δήλωναν απόγονοί τους και τώρα συν τοις άλλοις, θα είμαστε υποχρεωμένοι και στον Αλέξανδρο που μας στέλνει πίσω τις πρωτότυπες εικόνες τους…

Ας δούμε τώρα τι ισχυρίζεται ο Θουκυδίδης.

Ο ιστορικός λοιπόν λέει ότι…

Πρώτο: οι αποκληθέντες τυραννοκτόνοι σκότωσαν τον ένα μόνο από τους γιους του τύραννου Πεισίστρατου και μάλιστα όχι εκείνον που είχε κληρονομήσει και ασκούσε την κυρίως εξουσία, τον Ιππία, αλλά τον αδελφό του τον Ίππαρχο, που ως επί το πλείστον τον απασχολούσαν τα καλλιτεχνικά θέματα.

Δεύτερο: η αιτία του φονικού δεν είχε να κάνει με την πολιτεία, ούτε με το πολίτευμα, ούτε με τις διεκδικήσεις του λαού των Αθηνών. Επρόκειτο για ερωτική αντιζηλία.  Οι δύο τύποι ήταν μεταξύ τους εραστές που παρενοχλήθηκαν ερωτικά από τους Πεισιστρατίδες. Δεν ξέρω ακριβώς τι τύπου έρως συνέδεσε τους ήρωες αυτής της ιστορίας. Οι φίλοι, από τους παρόντες, που φοιτούν στην Ακαδημία και θεωρούνται ειδήμονες στα σχετικά με τον άτακτο ακόλουθο της Αφροδίτης, θα μπορούσαν ίσως να μας διαφωτίσουν εάν ένας τέτοιος έρωτας εμπίπτει στην κατηγορία του αποκαλούμενου ¨πλατωνικού¨ ή πρόκειται για κάποια επιβαρυμένη περίπτωση που προκαλεί μεγαλύτερα πάθη!

Ό, τι και να πούμε, το γεγονός είναι ότι υπήρξε αντιδικία, ζηλοτυπία, σύγκρουση και εντέλει φόνος.  Την πλήρωσε όπως σας είπα ο Ίππαρχος, αλλά ακριβώς επειδή ή όλη ιστορία ήταν περισσότερο πάθος παρά καλά προετοιμασμένη πολιτική συνωμοσία, οι ¨τυραννοκτόνοι¨ συνελήφθησαν αμέσως. Ο ένας σκοτώθηκε επί τόπου και ο άλλος αργότερα, χωρίς να ομολογήσει την ύπαρξη συνωμοσίας, αν και βασανίστηκε.

Γεγονός είναι επίσης ότι ο κυρίως τύραννος της εποχής, ο Ιππίας, όχι μόνο δε σκοτώθηκε, αλλά κυβέρνησε την Αθήνα για τρία – τέσσερα χρόνια ακόμη. Και μάλιστα, μετά τη δολοφονία του αδελφού του, με τρόπο ειδεχθέστερο από ό, τι πριν.

Αλλά το πιο ευτράπελο από όλα αυτά, εκείνο που αποδεικνύει ότι η Ιστορία από μόνη της και όχι ύστερα από δική μας επέμβαση, διαθέτει και πνεύμα και ειρωνεία και σαρκασμό, είναι ότι τον εν λόγω τύραννο, τον Ιππία, εκείνον δηλαδή που δεν ανέτρεψαν οι τυραννοκτόνοι, τον ανέτρεψαν τελικά οι Λακεδαιμόνιοι! Μάλιστα φίλοι μου. Οι Σπαρτιάτες! Οι θεωρούμενοι παραδοσιακοί προστάτες των απανταχού ολιγαρχικών! Εκείνος δε που υλοποίησε αυτό που ονομάστηκε ¨αποκατάσταση¨ (αν δεχτούμε  ότι ένα είδος Δημοκρατίας υπήρχε ήδη στην Αθήνα από την εποχή της νομοθεσίας του Σόλωνα) ή ¨δημιουργία¨ της Αθηναϊκής Δημοκρατίας, ήταν ένας απροκατάληπτος και -όπως τον περιγράφει ο Θουκυδίδης- απρόβλεπτος βασιλιάς της Σπάρτης: ο Κλεομένης (βίος και πολιτεία και ο ίδιος -αλλά δεν θέλω να επεκταθώ)  που ήταν γιος του Αναξανδρίδα και ετεροθαλής αδελφός του Λεωνίδα των Θερμοπυλών!»

«Μα αυτή είναι μια ιστορική συγκυρία που αξίζει τον κόπο να γιορτάσουμε!» ακούστηκε μια εύθυμη φωνή από κάτω.

«Νομίζω πως ναι… και έχω μια ιδέα», είπε Κάραβος.

«Προτείνω να φτιάξουμε μια μικρή επιτροπή και να επεξεργαστούμε τις ιδέες μας», είπε ο Κράτης.

images (9).

Η Αθήνα είναι ένας τόπος με ενδιαφέρουσα και περιπλεγμένη ιστορία. Αυτό σημαίνει ότι το λεκανοπέδιο έχει ζήσει τα πάντα-όλα και το αντίθετό τους. Αυτά τα ¨όλα¨, κλασικά και μη, στην Αθήνα ήταν συνήθως εικονογραφημένα.  Κι αυτό γιατί στους Αθηναίους αρέσουν οι εικόνες: γλυπτές, ανάγλυφες, ζωγραφιστές, ακόμη και λεκτικές, από εκείνες που διακοσμούν την ακατάσχετη ροή των ρητορικών εμπνεύσεων.

Όμως, ακριβώς επειδή οι καιροί στην Αθήνα αλλάζουν συχνά και οι εμπειρίες πολλαπλασιάζονται επηρεάζοντας αναπόφευκτα και τα γούστα, είναι επακόλουθο ότι θα πρέπει να ανανεώνονται και οι σχετικές εικόνες.  Πράγματι οι Αθηναίοι τις ανανεώνουν.

Ωστόσο υπάρχει ένα μικρό πρόβλημα: Τι να κάνουν με τις παλιές εικόνες, όταν αυτές έχουν πια ξεπεραστεί από τους καιρούς ή από τους συσχετισμούς των δυνάμεων; Να τις καταστρέφουν;

Η εμπειρία είχε δείξει ότι η οριστική καταστροφή δεν είναι η καλύτερη λύση. Γιατί, (όπως λέει και η δημώδης φράση)¨έχει ο καιρός γυρίσματα¨∙ που πάει να πει ότι το ενδεχόμενο μιας ανακύκλωσης είναι πάντοτε πιθανό.

Τελικά οι Αθηναίοι βρήκαν τη λύση που τους φάνηκε πιο απλή και αποτελεσματική: Ήταν η  δημιουργία των περιφραγμένων χώρων εναποθήκευσης τετριμμένων εικόνων, των γνωστών και ως ΠΕΧΕΤΕ. Τον καιρό της αφήγησής μας, στις μάντρες των ΠΕΧΕΤΕ μπορούσες να βρεις άφθονο εικονογραφικό υλικό από περασμένες εποχές και παρελθόντα γούστα.

Σε μία από αυτές, ο φύλακας λεγόταν Δεινίας και ήταν ένθερμος φίλος των κυνικών και των κωμικών (αδιακρίτως) καθώς και των συγκεντρώσεων παρά τον Ιλισό. Ήταν λοιπόν αυτός που υποσχέθηκε ότι θα μπορούσε να εξασφαλίσει έναν τουλάχιστον ¨Κλεομένη σε ορείχαλκο¨, καθώς και έναν Σπαρτιάτη, μάλλον σε μάρμαρο, που  έφερνε προς τον Λεωνίδα, αν και δεν ήταν σίγουρος πως επρόκειτο ακριβώς για τον ήρωα των Θερμοπυλών.

«Εντάξει μ’ αυτό»,  είπε ικανοποιημένος ο Κάραβος. Η φάση Βήτα θα είναι λίγο πιο δύσκολη. Η Θόλος του πρυτανείου, όπου σύμφωνα με τις πληροφορίες μου θα εναποτεθούν αρχικά οι ¨τυραννοκτόνοι¨ φρουρείται πολύ καλύτερα από τις αποθήκες των ξεπερασμένων εικόνων».

«Μην ανησυχείς», έσπευσε να τον καθησυχάσει ο Κράτης. Έχουμε κι εκεί έναν αφοσιωμένο φίλο. Θα εκπλαγείς όταν μάθεις για ποιον πρόκειται».

«…και να μη ξεχνάτε τη χορογραφία της φάσης Γάμα», είπε χοροπηδώντας η μικρή ξανθή Ιππαρχία. Θα σας την διδάξω εγώ και απαιτώ προσοχή και προσήλωση».

images (12).

[1] Στο λόφο αυτόν είχαν στρατοπεδεύσει οι Αθηναίοι μετά τη μάχη του Μαραθώνα και από εδώ είχαν δει και αποτρέψει μια προσπάθεια του περσικού στόλου να αποβιβάσει στρατεύματα στο Φάληρο.

[2] Κάραβος: Κερασφόρο σκαθάρι αποκαλούμενο και «κεράμβυξ». Η λέξη σημαίνει επίσης γαρίδα, ή και καράβι.

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , , , , , , , , , , | Leave a Comment »

Ιστορικό μυθιστόρημα υπό εκπόνηση. Μέρος ΣΤ΄, Κεφάλαιο πέμπτο: Η τελετή

Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 31 Ιουλίου, 2017

[Προσωρινός τίτλος: Κύλικες και δόρατα.

Προσωρινός υπότιτλος: Ημέρες και έργα του Εύελπι του Μεγαρέα, λόγιου στην ακολουθία του Αλέξανδρου του Γ΄ του Μακεδόνα, κατά την μεγάλη ασιατική εκστρατεία.]

αρχείο λήψης (1)

.

Κεφάλαιο πέμπτο. Τελετή (με εκπλήξεις) στο Λεωκόριο

Στο μέγαρο του βουλευτηρίου υπάρχει παραταγμένο άγημα υποδοχής, καθώς και λοφιοφόρος τελετάρχης που υποδέχεται τον Εύελπι και τον Ευρύνου και τους οδηγεί ως την λιτή αίθουσα-γραφείο του στρατηγού Φωκίωνα. 

Ο Εύελπις σημειώνει με ικανοποίηση ότι, αυτήν τη φορά, δεν υπήρξε καμιά ένσταση που να αφορά στην παρουσία του Ευρύνου στη συνάντηση.  Σε αντίθεση με τον επιφυλακτικό Λυκούργο χτες στη Ζέα, σήμερα, ο γηραιός ηγέτης Φωκίωνας χαιρετά πρώτα τον πατέρα Ευρύνου και συνοδεύει τον  χαιρετισμό με καλά λόγια για την ήρεμη συμβολή του ίδιου, αλλά και των λοιπών υποστηρικτών των ιδεών του αείμνηστου Ισοκράτη,   στην ήρεμη αντιμετώπιση των προβλημάτων που αντιμετωπίζει η Αθήνα∙ και μάλιστα  σε μια εποχή αλλαγών και εύθραυστων ισορροπιών, όπως η σημερινή.

Έπειτα τον μακαρίζει για την ευτυχία που του επιφύλαξαν οι θεοί, να δει το γιο του να επιστρέφει νικητής από μια πανελλαδική εκστρατεία και μάλιστα φέροντας ως τρόπαιο πίσω στην Πόλη της Παλλάδας ένα από τα σύμβολα της ιδιαιτερότητάς της.

Ύστερα σφίγγει το χέρι του Εύελπι και τον ρωτάει αν θεωρεί ότι η υποδοχή υπήρξε μέχρι στιγμής ικανοποιητική, ή αν αντιμετώπισε οποιοδήποτε πρόβλημα. Ο Μεγαρέας τον διαβεβαιώνει ότι όλα  μπορούν να θεωρηθούν άψογα.

Ο Φωκίωνας είναι ένας ψηλός καλοστεκούμενος γέροντας με φουντωτά γκρίζα φρύδια, λευκή γενειάδα και λιτή αμφίεση. Έχει πολεμήσει ως στρατηγός και ναύαρχος για τη δόξα της Πόλης των Αθηνών ενάντια στους Σπαρτιάτες και τους Μακεδόνες, αλλά δεν υπέκυψε στις φιλοπολεμικές εξάρσεις των ρητόρων όταν θεώρησε ότι ο συσχετισμός των δυνάμεων ήταν αρνητικός και ότι οι προτροπές τους θα κατέληγαν άσχημα για την Αθήνα. Με τη σημερινή ορολογία, σκέφτεται ο Εύελπις,  θα μπορούσε να τον χαρακτηρίσει κανείς μετριοπαθή φιλομακεδόνα, όπως ακριβώς ο Λυκούργος θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως μετριοπαθής αντιμακεδόνας. Αλλά όλα αυτά δεν είναι παρά χρήσιμες μεν, αλλά, σε κάθε περίπτωση, βοηθητικές ετικέτες ¨γενικού προσανατολισμού¨. Η πραγματικότητα είναι πιο μπερδεμένη.

Και οι δυο ηγέτες θεωρούνται έντιμοι και αδιάφθοροι και διοικούν την Αθήνα, παρά την έντονη αντιπολίτευση της ομάδας του Δημοσθένη και παρά το ότι οι Αθηναίοι πολίτες δεν παύουν να τους κατακρίνουν και να τους βρίζουν για την αυστηρότητά τους, ενώ βέβαια, παραδόξως, τους υπερψηφίζουν και τους αναθέτουν τις βασικές ευθύνες της πόλης.

Phocion

Ο Εύελπις αποφασίζει να μεταφέρει με ευθύτητα το μήνυμα του Αλέξανδρου προς τον παλαίμαχο αθηναίο ηγέτη.

«Έχω εντολή σεβαστέ Φωκίωνα να σου μεταφέρω τους χαιρετισμούς του Αλέξανδρου, του βασιλέα των Μακεδόνων. Γνωρίζεις ήδη την εκτίμηση που τρέφει για σένα. Και επειδή ο βασιλεύς είναι περισσότερο άνθρωπος των έργων παρά των λόγων, έχω λάβει εντολή να σε ενημερώσω ότι έχει κατατεθεί στο ταμείο του Δελφικού Ναού του Απόλλωνα ένα ποσό εκατό ταλάντων που μπορείς να αναλάβεις και να διαχειριστείς με διακριτική ευχέρεια μόνον εσύ».

Ο Φωκίωνας συνοφρυώνεται περισσότερο απ’ όσο του επιτρέπουν, από μόνα τους, τα πυκνά του φρύδια, και χαμηλώνει το βλέμμα σκεφτικός. Ύστερα κοιτάζει πάλι τον Εύελπι καταπρόσωπο.

«Θέλω να ευχαριστήσεις τον βασιλιά γι αυτή την γενναιόδωρη προσφορά. Αλλά δεν μπορώ να τη δεχτώ. Δεν μπορώ να δεχτώ κανένα χρηματικό ποσό  που να μην ελέγχεται από επιτροπή εκλεγμένη από τη Βουλή. Είμαι υποχρεωμένος να συμπεριφερθώ έτσι από τους γραπτούς και τους άγραφους νόμους της Πόλης μου. Αν τους καταπατούσα είμαι βέβαιος ότι θα έχανα όχι μόνο την αξιοπιστία απέναντι στους συμπολίτες μου, αλλά και τη δική του εκτίμηση».

Μένει για λίγο σιωπηλός και μετά συνεχίζει. 

«Όμως δε θα ήθελα κατά κανένα τρόπο να τον λυπήσω με την άρνησή μου. Γι αυτό θέλω να του μεταφέρεις ότι θα του είμαι εξ ίσου ή και περισσότερο υπόχρεος αν φροντίσει να επιλυθεί σύντομα το θέμα των αθηναίων αιχμαλώτων. Ναι, αναγνωρίζω ότι υπηρέτησαν ως μισθοφόροι στο στράτευμα του Δαρείου,  αλλά παρ’ όλα αυτά εξακολουθούν να είναι αθηναίοι και είναι φυσικό η πατρίδα να ανησυχεί γι αυτούς.

Η ευμένεια απέναντί τους θα διευκολύνει την δημιουργία της νέας Ελλάδας που θα έχει πια ξεπεράσει τις ακραίες εσωτερικές συγκρούσεις. Εγώ από τη μεριά μου εγγυώμαι ότι οι στρατιώτες αυτοί όχι μόνο θα ανανήψουν, αλλά και θα παίξουν στο μέλλον θετικό ρόλο στην εποχή που μόλις τώρα αρχίζει».

Ο Εύελπις διαβεβαιώνει τον στρατηγό ότι θα μεταφέρει το αίτημά του στον βασιλέα και πως ο ίδιος, προσωπικά, το θεωρεί θεμιτό.

240

Ύστερα από λίγο, συνοδευόμενοι από τους οπλίτες του αγήματος κατευθύνονται πεζοί λίγο παρακάτω, μπροστά στον Ναΐσκο του Λεωκόριου,  όπου δίπλα στα υψηλόκορμα και -ομολογουμένως πανέμορφα- αγάλματα των τυραννοκτόνων που έχουν εκπονήσει ο Κριτίας και ο Νησιώτης, είναι τοποθετημένα τα αυθεντικά πρωτότυπα ¨ομοιώματα¨, τα φιλοτεχνημένα από τον Αντήνορα. Αυτά τα τελευταία είναι  σκεπασμένα με υφασμάτινο κάλυμμα, έντεχνα στερεωμένο έτσι ώστε να μπορούν να αποκαλυφτούν με το τράβηγμα ενός μόνο σκοινιού.

 Κάτω από την υψηλή επίβλεψη του άρχοντα βασιλέα Λυκούργου, ο οποίος είναι ήδη εκεί (άλλωστε η έδρα του επιφορτισμένου για τα ιερατικά θέματα βασιλέα, η Βασίλειος Στοά, βρίσκεται κι αυτή εκεί, στην Αγορά, ακριβώς απέναντι από το Λεωκόριο) οι ιερείς ετοιμάζουν τις φωτιές που σε λίγο θα στείλουν στους θεούς τη τσίκνα από τα σφάγια που τόσο τους αρέσει. Εξ άλλου, η προοπτική μιας χορταστικής θυσίας έχει προκαλέσει το αμέριστο ενδιαφέρον ικανού αριθμού φτωχών κατοίκων του Άστεως που έχουν προστεθεί σε εκείνους που ενδιαφέρονται να δουν τους χάλκινους ήρωες ¨τυραννοκτόνους¨ και να γιορτάσουν την επιστροφή τους.

Lycurgus (1)

«Καλά», ρωτάει ο Εύελπις τον πατέρα του, «πότε ο Λυκούργος εγκατέλειψε την θητεία του ως υπεύθυνος για τα οικονομικά για να αναλάβει τα των Θεών; Πριν φύγω θυμάμαι ότι όλοι τον θεωρούσαν αυστηρό μεν, αλλά  επιτυχημένο διαχειριστή».

«Όντως», του απαντάει ο Ευρύνους, «υπήρξε και είναι καλός διαχειριστής των πόρων της Πόλης. Εν τούτοις έκανε μια απλή διαπίστωση: η θέση του υπεύθυνου για τα οικονομικά δεν πρέπει να ανήκει για πολύ καιρό στο ίδιο πρόσωπο γιατί έτσι αυξάνεται η πιθανότητα ο κάτοχος του αξιώματος να διαφθαρεί από τα ισχυρά ιδιωτικά συμφέροντα. Γι αυτό φρόντισε να ψηφιστεί  νόμος που να απαγορεύει σε οποιονδήποτε  να παραμένει σ’ αυτήν τη θέση για πάνω από δύο θητείες. Μετά, φυσικά, παραιτήθηκε».

«Και;» απορεί ο Εύελπις. «Ποιος είναι ο σημερινός διαχειριστής των ταμείων;»

«Ένας που εκλέχθηκε μετά από δική του υπόδειξη. Το όνομά του όμως έχει μικρή σημασία γιατί εκείνος του οποίου η άποψη μετράει για οποιοδήποτε σοβαρό θέμα οικονομικής φύσεως είναι πάντοτε ο Λυκούργος. Διότι σ’ αυτόν εξακολουθούν να απευθύνονται οι Αθηναίοι πριν πάρουν τις σχετικές αποφάσεις». Ο Ευρύνους χαμογελάει κάτω από τα -ακόμη μαύρα- μουστάκια του. «Τυπική Αθηναϊκή λύση!» λέει. «Και να σημειώσεις ότι όλοι φαίνονται ικανοποιημένοι».

«Και γιατί βασιλεύς;»

«Γιατί όπως ξέρεις η μόνη εξουσία που έχουν στην Αθήνα οι άρχοντες βασιλείς αφορά στην εποπτεία των θρησκευτικών θεμάτων. Λάβε υπ’ όψιν ότι ο Λυκούργος ανήκει στην ισχυρή ιερατική γενιά των Βουτάδων. Επομένως, μετά την τυπική απομάκρυνσή του από τα Ταμεία, η μάλλον τιμητική θέση του Βασιλέα κρίθηκε ιδεώδης γι αυτόν».

Πατέρας και γιος σταματούν τα ψιθυριστά τους σχόλια για να αντιχαιρετίσουν τον ενθουσιώδη ευπατρίδη με την πλούσια ενδυμασία που κατευθύνεται προς το μέρος τους με τα χέρια ανοιχτά. «Χαιρετώ τον άξιο συνέλληνα συμπολίτη μου Ευρύνου και τον αξιότιμο γιο του, ο οποίος αποδεικνύει πως η γνώση του Λόγου δεν αποτρέπει, αλλά μπορεί περίφημα να συνυπάρξει με την γενναιότητα των πράξεων»

«Σε ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια, άρχοντα Δημάδη», απαντά ο Ευρύνους και σφίγγει το χέρι του αθηναίου ρήτορα-πολιτικού.

«Τον θυμάμαι τόσον δα μικρούλη» συνεχίζει εκείνος δείχνοντας τον Εύελπι, «να ανακατεύεται στα πόδια των μεγάλων και να ενδιαφέρεται ήδη από τότε, τόσο για τα γράμματα, όσο και για τα σχετικά με την διοίκηση των πόλεων. Ο μακαρίτης ο Ισοκράτης έκανε γι αυτόν το μικρό πολλά κολακευτικά σχόλια».

demades

Ο Εύελπις θυμάται κι αυτός τις επισκέψεις του ρήτορα Δημάδη στη σχολή του Ισοκράτη. Εδώ που τα λέμε δύσκολα θα μπορούσε να ξεχάσει, αν όχι την πληθωρική και συνήθως κεφάτη συμπεριφορά του, τουλάχιστον την μόνιμα εντυπωσιακή του αμφίεση.

«Θα πρέπει να βρεθούμε», συνεχίζει απευθυνόμενος στον Εύελπι ο ρήτορας. Ο τόνος του είναι ανέμελος, αλλά το βλέμμα του είναι διεισδυτικό και έντονο.

«Και βέβαια», απαντά ο νεότερος Μεγαρέας. «Ίσως και αύριο…», αλλά ο Δημάδης τον διακόπτει αγγίζοντάς τον στο μανίκι και δείχνοντας του έναν άλλο γνωστό Αθηναίο, που τους πλησιάζει βιαστικά.

«Είμαι σίγουρος ότι καταφτάνει ακόμη ένα αίτημα για επείγουσα συνάντηση…» χαμογελάει. Ύστερα δείχνοντας τον νεοφερμένο στους Μεγαρείς, τον αναγγέλλει: «Ιδού, λοιπόν ο πασίγνωστος Αισχίνης, φίλος των Μακεδόνων και ακραιφνής αντίπαλος του Παιανέα Δημοσθένη!»

«Μη με αναγκάζεις», λέει εκείνος κάνοντας ένα δυσαρεστημένο μορφασμό, «να ακούω ονόματα που μου χαλάνε τη διάθεση, και μάλιστα τη στιγμή που είμαι έτοιμος να χαιρετίσω έναν συμπολίτη που συμμετέχει στην εκστρατεία, και μάλιστα σε στρατηγική θέση». Ο Αισχίνης είναι γκρίζος στα μαλλιά, στο γένι, στα φρύδια, και πιθανότατα στη διάθεση. Σε αντίθεση με τον ¨άνετο¨ Δημάδη μοιάζει νευρώδης και συντηρητικός. Ο νεοφερμένος χαιρετά τον Ευρύνου και τον Εύελπι.

«Τον δικό σου δεν τον είδα ακόμη», επιμένει κάπως περιπαικτικά ο Δημάδης. «Ήρθε ή θέλει να μας κάνει να τον περιμένουμε;»

«Ο Φωκίωνας δεν πρόκειται να περιμένει κανέναν. Τον ξέρεις».

«Έχεις δίκιο. Άλλωστε να ‘τος κι ο Παιανεύς. Βλέπω το αμάξι του να καταφτάνει». Ύστερα απευθυνόμενος στον Εύελπι: «Τον συνάντησες ήδη τον Δημοσθένη;»

Δημοσθένης

«Όχι. Βέβαια, όπως είναι φυσικό, τον ξέρω εκ φήμης και εξ όψεως από τότε που ήμουν παιδάκι, γιατί ήδη τότε ήταν διάσημος και αρκετά δημοφιλής σε ορισμένους κύκλους. Θυμάμαι επίσης ότι ο Ισοκράτης τον ανέφερε συχνά ως πρώην μαθητή του που όμως είχε διαφοροποιηθεί από το πνεύμα της Σχολής.  Υποθέτω πάντως ότι θα μου τον παρουσιάσουν επισήμως ή τώρα, ή στο δείπνο μετά την τελετή».

Εκείνη ακριβώς τη στιγμή τη γενική προσοχή τραβάει ο Λυκούργος, ο οποίος όρθιος μπροστά στον βωμό και φορώντας πλέον τα ιερατικά του άμφια, υψώνει τα χέρια επιβάλλοντας την γενική ¨ιερή σιγή¨ που προβλέπει το τελετουργικό. Ύστερα από λίγο τα κατεβάζει, υψώνει τη κεφαλή προς τον υπερκείμενο Παρθενώνα και απευθύνεται προς τους Θεούς αρχίζοντας από την πολιούχο Αθηνά, αλλά χωρίς να παραβλέψει την λοιπή ιεραρχία των Αθανάτων.

Με γλώσσα απλή τους εξηγεί ότι οι Αθηναίοι δεν είναι αγνώμονες, αλλά αντίθετα αγαπούν τους θεούς που εισακούουν τις εκκλήσεις και τις προσευχές τους. Και πως ξέρουν ότι εάν η Αθήνα ευημερεί, ίσως περισσότερο από όσο της αξίζει, αν κρίνει κανείς από την ασυνέπεια αρκετών πολιτών σχετικά με τις υποχρεώσεις τους- αυτό οφείλεται στην αγάπη και την εύνοια των Θεών απέναντι στην πόλη της παρθένου Αθηνάς. Σήμερα οι Αθηναίοι είναι εδώ για να ευχαριστήσουν την Θεά  που επιτρέπει στην πολιτεία να επιβιώνει με τιμή και αξιοπρέπεια, αλλά και να υποσχεθούν στους Θεούς ότι και στο μέλλον θα είναι αντάξιοι της επιείκειάς τους.

Ο Λυκούργος κάνει νεύμα προς τους βοηθούς των ιερέων και αυτοί φέρνουν κοντά τα επιλεγμένα σφάγια, με επικεφαλής ένα καλοθρεμμένο κριάρι που τα κέρατά του είναι βαμμένα χρυσαφιά. Ταυτόχρονα, ένας νεαρός φέρνει τη λεκάνη με το αγιασμένο νερό (τη χέρνιβα) και μια κόρη το καλάθι με τους απαραίτητους κριθαρόσπορους. Ο Βασιλέας ο επί των Θεών παίρνει μια δέσμη από κλαδιά ελιάς που μαζί με την ιερή μάχαιρα είναι τοποθετημένη απ’ την αρχή της τελετής πάνω στο τραπέζι δίπλα στο βωμό, την εμβαπτίζει στην χέρνιβα και ραντίζει πρώτα το (ακόμη) ζωντανό και μετά τους γύρω του παρευρισκόμενους. Ύστερα τους ραίνει με τους σπόρους του κριθαριού και, μετά, παίρνει από τον βωμό το καλοακονισμένο μαχαίρι, κόβει από το ζώο μια τούφα μαλλί και το ρίχνει στην μικρή συμβολική φωτιά που καίει πάνω στον βωμό (παραδίπλα έχουν ήδη φουντώσει οι φωτιές που σε λίγο, προς τέρψιν -και θρέψιν- θεών και πιστών, θα ψήσουν όλα τα ζώα της θυσίας).

Τέλος, ο Λυκούργος -με μια αστραπιαία κίνηση, που δείχνει πόσο καλός στρατιώτης υπήρξε- κόβει το λαιμό του κριαριού.

.

234

Ο Οινοκράτης ξαναβάζει το (ορνιθοσκαλισμένο) λεύκωμα και το καρβουνάκι μεσ’ στο δισάκι και το βλέμμα του εστιάζεται στην τελετή που έχει ήδη αρχίσει. 

Το περιστύλιο στο οποίο έχει  καταφύγει περιβάλλει ένα υπερυψωμένο δημόσιο κτίριο και του εξασφαλίζει καλή θέα στα τεκταινόμενα στο πλάτωμα μπροστά στο Λεωκόριο. Συγκεκριμένα, ο Οινοκράτης βρίσκεται κάτω από τους δωρικούς κίονες που περιβάλλουν την στοά του Πεισιάνακτα, την αποκαλούμενη και Ποικίλη, εξ αιτίας των εικόνων που έχουν φιλοτεχνήσει εδώ διάσημοι ζωγράφοι.

Την επόμενη φορά, σκέφτεται, πρέπει να φέρει εδώ τον Χοντρόη για να του δείξει τις σκηνές από τη μάχη του Μαραθώνα, όπως τις έχει απεικονίσει ο Πολύγνωτος από τη Θάσο. Ή τη μάχη  με τις Αμαζόνες, ή την άλωση της Τροίας…   Και εάν του Χοντρόη δεν του αρέσει η ζωγραφική, θα έχει την ευκαιρία να θαυμάσει έναν όμορφο στεγασμένο χώρο ¨πολλαπλών χρήσεων¨ από τους πιο αγαπημένους των Αθηναίων. Κρίμα που σήμερα δε μπόρεσε να πάρει τον Πέρση μαζί του. Την προσεχή φορά θα τον ανεβάσει στον Παρθενώνα να του δείξει τις περσικές ασπίδες του αναθήματος του Αλέξανδρου στην Παρθένο και μετά θα τον φέρει εδώ, να δει τι σημαίνει Αγορά.

image005

Σήμερα, βέβαια, αν τον είχε εδώ, θα μπορούσε να παρακολουθήσει και πως γίνεται μια δημόσια θυσία στην Ελλάδα. Δε πειράζει, σύντομα θα υπάρξουν κι άλλες ευκαιρίες∙ το μήνα αυτό -που δεν τον αποκαλούν τυχαία Εκατομβαιώνα- από θυσίες άλλο τίποτα!

Σήμερα πάντως ο κόσμος είναι μεν πολύς, αλλά η συγκέντρωση δε θα μπορούσε να χαρακτηριστεί πάνδημη. Ο Συρακούσιος θυμάται ότι στο παρελθόν έχει δει άλλες, με πολύ μεγαλύτερη προσέλευση. Εκείνο πάντως που του κάνει κάποια εντύπωση είναι ότι ανάμεσα στους παρόντες υπάρχουν πολλοί νεαροί αθηναίοι. ¨Αυτοί, πριν τέσσερα χρόνια, όταν φύγαμε από την Αθήνα θα πρέπει να ήσαν ακόμη παιδιά νιάνιαρα¨, σκέφτεται.

Η προσοχή του Οινοκράτη αποσπάται από τους οσμηρούς καπνούς που αναδύονται απ’ το πλάτωμα και στρέφεται προς τέσσερεις γεροδεμένους σκλάβους που καταφτάνουν μεταφέροντας ένα πολυτελές φορείο. Οι βαστάζοι σταματούν εκεί κοντά του και εναποθέτουν το φορείο στο έδαφος, αφού πρώτα κατεβάσουν τα στηρίγματα που θα το κρατήσουν στέρεα υπερυψωμένο, σε ικανή απόσταση από τη γη. Μετά παρατάσσονται γύρω του. Ο Οινοκράτης το παρατηρεί προσεκτικότερα, διακρίνει την επιβάτιδα και χαμογελάει. Αυτό το ειδυλλιακό ηλιοβασίλεμα, η κυρά Φρύνη αποφάσισε να βγει από το μέγαρό της και να μη χάσει το θέαμα. Ωστόσο προτίμησε να μη πλησιάσει τους επίσημους, στο κέντρο, αλλά να παρακολουθήσει την εκδήλωση κάπως ¨εκ του μακρόθεν¨ και κάπως ¨αφ’ υψηλού¨.

Την στιγμή εκείνη προσέχει ότι στην περιφέρεια του συγκεντρωμένου κόσμου, καταφτάνει ακόμη ένα όχημα, αυτή τη φορά ένα κλειστό σκεπασμένο κάρο, που το σέρνουν δύο άλογα και στο οποίο οι ανοιχτές μπροστινές θέσεις του ηνίοχου και του συνοδού του καλύπτονται από πλατύ σκίαστρο φτιαγμένο από ψίαθο. Οι δυσδιάκριτοι οδηγοί φορούν κι αυτοί ψάθινες καυσίες μακεδονικού τύπου, που, απ’ ό, τι φαίνεται, τον τελευταίο καιρό έχουν γίνει του συρμού[1] και στην Αθήνα.  Το όχημα σταματάει πίσω από μια γέρικη ελιά, η οποία το κρύβει κάπως από το πλάτωμα, όχι όμως και από την υπερυψωμένη θέση του Συρακούσιου. Το βλέμμα του θα προσπερνούσε αδιάφορα το νεοφερμένο κάρο, εάν από τα πλαϊνά του ανοίγματα, δεν άρχιζαν να βγαίνουν κάτι πλάσματα ακαθόριστου περιγράμματος που αφήνουν τον Οινοκράτη άναυδο!

¨Τι είναι πάλι αυτά τα τέρατα;¨, απορεί και, ταυτόχρονα, αρχίζει να ανησυχεί.

.ph6

Ο γέρο-Φωκίωνας είναι στρατιωτικός και όχι ρήτορας. Επί πλέον είναι γνωστό ότι θαυμάζει τους Λακεδαιμόνιους, όχι μόνο επειδή ξέρουν να χειρίζονται τα όπλα, αλλά και επειδή δεν συνηθίζουν να πλειοδοτούν στα λόγια.  Όταν είναι αναγκασμένος να μιλήσει δημόσια, όλοι ξέρουν ότι θα είναι επιγραμματικός και συγκεκριμένος. Στην Αθήνα τέτοιοι ομιλητές, αυτήν την εποχή, είναι μάλλον σπάνιοι άρα συνήθως καλοδεχούμενοι. Το ίδιο συμβαίνει και τώρα. Καθώς ο Πρυτανεύων παίρνει το λόγο, η βαβούρα του πλήθους μειώνεται, αν και κάποιες ασυντόνιστες φωνές, αδιευκρίνιστου περιεχόμενου εξακολουθούν να αναδύονται από τα άκρα της συγκέντρωσης.

Ο Φωκίωνας, με κοφτές φράσεις, χωρίς σχήματα λόγου και με λιγοστά έως καθόλου επίθετα απευθύνεται επισήμως στον Εύελπι, ως απεσταλμένο από το μέτωπο της Κοινής Πανελλαδικής Εκστρατείας  κατά των Περσών, αλλά είναι φανερό ότι στην ουσία απευθύνεται στο λαό των Αθηνών. Ευχαριστεί τον Αλέξανδρο για την απόφαση, αλλά και τον Μεγαρέα για την υλοποίηση, της επιστροφής των ιστορικών κειμηλίων και, κοιτάζοντας τον Λυκούργο που (ως αρμόδιος επί των Θεών) κουνάει επιδοκιμαστικά το κεφάλι του, καθησυχάζει τους Αθηναίους ότι η θεά Νέμεση δεν παραμελεί τα καθήκοντά της.

Ύστερα υπογραμμίζει το σημαντικό ρόλο που διαδραματίζει ο αθηναϊκός στόλος στην στήριξη και τον ανεφοδιασμό των στρατευμάτων ξηράς και ολοκληρώνει λέγοντας ότι είναι βέβαιος ότι αυτός ο αποφασιστικός ρόλος θα αναγνωριστεί πλήρως και ότι μελλοντικά ο έλεγχος των θαλασσών δεν θα αφεθεί ούτε στους Φοίνικες που επί αιώνες υπήρξαν σύμμαχοι και εντολοδόχοι των Περσών, αλλά ούτε και σε πόλεις όπως η Ρόδος ή άλλες, που έως πρόσφατα συνεργάστηκαν μαζί τους.

Οι επιδοκιμασίες που ακολουθούν τον λόγο του Φωκίωνα είναι λίγες και συμμαζεμένες. Ο ίδιος δείχνει να αδιαφορεί για τις αντιδράσεις του πλήθους και επιστρέφει στην πολυθρόνα του, στο κέντρο της εξέδρας των επισήμων, ενώ στο βήμα ανεβαίνει ο Δημοσθένης.

Ο Δημοσθένης δε μοιάζει να έχει αλλάξει καθόλου αυτά τα τέσσερα τελευταία χρόνια, σκέφτεται ο Εύελπις. Είναι πάντα λεπτός και η  ηλικία του, εκ πρώτης όψεως, δεν είναι εύκολα προσδιορίσιμη. Απόψε φοράει έναν ποδήρη θερινό χιτώνα που τον κάνει να φαίνεται ψηλότερος από όσο πραγματικά είναι. Το πρόσωπό του δείχνει περισσότερα: Έναν άνθρωπο θεληματικό, επίμονο, συστηματικό, όσο κανένας άλλος από τους σημερινούς ρήτορες-πολιτικούς της Αθήνας. Δεν έχει ίσως τον αυθορμητισμό και την ικανότητα να αυτοσχεδιάζει, όπως για παράδειγμα ο Δημάδης,  αλλά κάτι τέτοιο θα του ήταν άχρηστο, αφού κάθε φορά που παίρνει το λόγο είναι πλήρως προετοιμασμένος και ξέρει ακριβώς τι θα πει και πως θα το πει. Και εκείνο που κυρίως δείχνει να ξέρει καλά είναι ότι η γλώσσα και ο λόγος μπορούν να ασκήσουν εξουσία περισσότερο αποτελεσματικά απ’ όσο οι σπάθες και τα δόρατα. Τουλάχιστον στην εκλεπτυσμένη δημοκρατική Αθήνα.

Να ’τος λοιπόν ο ¨υπ’ αριθμόν ένα¨ εχθρός των Μακεδόνων στον Ελλαδικό χώρο!

Ή μήπως ο χαρακτηρισμός είναι κάπως υπερβολικός, όπως άλλωστε αρκετά από τα επιχειρήματά του;  Μήπως άραγε δεν είναι οι Σπαρτιάτες εκείνοι που έμπρακτα αντιτάχθηκαν στη μακεδονική επεκτατικότητα και που θα μπορούσαν επάξια να διεκδικήσουν αυτόν τον τίτλο; Αυτοί δεν είναι που ηγήθηκαν της πρόσφατης εξέγερσης στην Πελοπόννησο και μάλιστα ύστερα από εξακριβωμένες επαφές με τους Πέρσες; Ή, πιο μπροστά, οι Θηβαίοι, που το πλήρωσαν εξ άλλου πολύ ακριβά;

Θα είχαμε ίσως μια απάντηση σε αυτό το ερώτημα  εάν γνωρίζαμε τα ακριβή κίνητρα και τις απώτερες προθέσεις του Δημοσθένη, σκέφτεται ο Μεγαρέας. Πατριωτισμός; Ιδιοτέλεια; Ξεροκεφαλιά;

.

Ο Δημοσθένης ξέρει πως σήμερα μιλάει στο λαό και όχι στους βουλευτές και έχει προσαρμόσει το ύφος του ανάλογα. Η γλώσσα του είναι πιο απλή και πιο επιγραμματική.

Αρχίζει μιλώντας για την Πόλη και τα περασμένα της μεγαλεία. Ισχυρίζεται ότι η Αθήνα έφτασε ψηλά γιατί αντιμετώπισε και νίκησε την τυραννία ή οποία άλλωστε, όπως όλοι ξέρουν, ως καθεστώς δεν έχει πολλές διαφορές από τη βασιλεία. Κατηγορεί τους Αθηναίους πως δεν αντιδρούν όσο θα έπρεπε στα ρεύματα που εξακολουθούν να υπάρχουν και να υπονομεύουν το δημοκρατικό πολίτευμα. «Όμως», σηκώνει το χέρι και δείχνει προς τα σκεπασμένα ομοιώματα των τυραννοκτόνων, «ξέρουμε όλοι καλά ποια είναι η τελική μοίρα των τυράννων!»

Τότε συμβαίνει κάτι το απρόσμενο. Κάποιο αόρατο χέρι κόβει το σκοινί που κρατάει σκεπασμένα τα αγάλματα του Αντίνορα. Το πανί πέφτει. Ο Δημοσθένης δείχνει έκπληκτος. Ξέρει ότι η αποκάλυψη των αγαλμάτων προβλέπεται να γίνει μετά το τέλος των ομιλιών και ότι θα την κάνει ο ίδιος ο Φωκίωνας στο όνομα του συνολικού αθηναϊκού λαού. Σκέφτεται ότι πρέπει να έγινε κάποιο λάθος από τους χειριστές και ότι το ύφασμα είχε στερεωθεί ελαττωματικά. Ξεπερνά πάντως με ψυχραιμία την προσωρινή έκπληξη και ετοιμάζεται να συνεχίσει το λόγο του, όταν αντιλαμβάνεται ότι από το συγκεντρωμένο πλήθος αρχίζουν να εκφέρονται κραυγές δυσνόητες, που όμως φανερώνουν στην αρχή έκπληξη και μετά οργή!

Στρέφει κι αυτός την προσοχή του προς τα αποκαλυφθέντα αγάλματα, προς τα οποία κοιτάζει και το πλήθος που φωνασκεί. Τι συμβαίνει άραγε; Δεν αρέσουν στο πλήθος; Τι περίμεναν να δουν; Αφού τα γνήσια πρωτότυπα αγάλματα δεν τα έχει ξαναδεί ποτέ κανένας από τους παρόντες. Όταν τα ¨απήγαγε¨ ο Ξέρξης εκατόν πενήντα χρόνια πριν, κανείς τους δεν είχε ακόμη γεννηθεί.

Ο Δημοσθένης στενεύει τα βλέφαρα για να εστιάσει καλύτερα πάνω στους σκούρους όγκους των αγαλμάτων. Πρόκειται για προτομές. Η μια του είναι άγνωστη, ή άλλη όμως είναι εύκολα αναγνωρίσιμη ανά το Πανελλήνιο, αν όχι άλλο, από την χαρακτηριστική σπαρτιάτικη περικεφαλαία. Πρόκειται για τον γνωστότερο Λακεδαίμονα στρατηλάτη: τον Λεωνίδα τον εκ των Αγιαδών, βασιλέα της Σπάρτης. Με άλλα λόγια τον Λεωνίδα της μάχης των Θερμοπυλών!

image002 (1)

Ο Δημοσθένης ξέρει ότι οποιαδήποτε απρόβλεπτη κρίση μπορεί να την χειριστεί καλύτερα αν βρίσκεται επί του βήματος των ομιλητών, παρά μακριά από αυτό. Γι αυτό διστάζει να εγκαταλείψει την προνομιούχο θέση, αλλά εν τέλει δεδομένου ότι κανείς δε του δίνει πλέον σημασία, παρά όλοι φωνάζουν, και δεδομένου επίσης ότι ανάμεσα στους επίσημους επικρατεί μάλλον γενικευμένη απορία και προσωρινή αδράνεια, τελικά κατεβαίνει στο πλάτωμα και προσπαθεί να παραμερίσει τον κόσμο και να πλησιάσει στις προτομές, πράγμα αρκετά δύσκολο.

«Ποιος είναι ο άλλος» ρωτάει έναν φωνασκούντα διαμαρτυρόμενο.

«Ο άλλος είναι ο αδελφός του! Ο ετεροθαλής αδελφός του Λεωνίδα, ο βασιλιάς Κλεομένης! Έτσι γράφει από κάτω».

 Ο Δημοσθένης προσπαθεί να κάνει ακόμη μερικά βήματα προς τις προτομές, αλλά τότε συμβαίνει ακόμη κάτι το αναπάντεχο.

Ανάμεσα στο πλήθος κρατώντας μπαστούνια, χτυπώντας χάλκινα κύμβαλα και χοροπηδώντας  κυκλικά γύρω από τις προτομές με άτεχνο πρωτόγονο τρόπο, εμφανίζονται  ορισμένες τρομακτικές μορφές, σαν κι αυτές που χρησιμοποιούνται στο θέατρο για να απεικονίσουν τους χειρότερους εφιάλτες των μυθικών ηρώων.

(συνεχίζεται)

Βασίλειος Στοά(1)

 

[1] Συρμός: Συμπεριφορά ή τάση που ¨σέρνεται¨ ανάμεσα σε αλληλομιμούμενους πολίτες

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , , , , , , , , | Leave a Comment »

Ιστορικό μυθιστόρημα υπό εκπόνηση. Μέρος ΣΤ΄, Κεφάλαιο τέταρτο: Τι έγραψε ο Εύελπις στο ιστορικό του σύγγραμμα για τις μέρες εκείνες.

Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 22 Ιουλίου, 2017

[Προσωρινός τίτλος: Κύλικες και δόρατα.

Προσωρινός υπότιτλος: Ημέρες και έργα του Εύελπι του Μεγαρέα, λόγιου στην ακολουθία του Αλέξανδρου του Γ΄ του Μακεδόνα, κατά την μεγάλη ασιατική εκστρατεία.]

Κεφάλαιο τέταρτο: Να τι έγραφε, χρόνια μετά, ο Εύελπις, σχετικά με τα γεγονότα εκείνα.

Στο σημείο αυτό της αφήγησης είναι χρήσιμο να παραθέσουμε κάποια αποσπάσματα από τα προσφάτως ανευρεθέντα και ήδη μνημονευθέντα κείμενα του Ευέλπιδος του Μεγαρέως. Τα εν λόγω αποσπάσματα εκτιμάται ότι πρέπει να έχουν γραφεί μετά το 320 πχ, δηλαδή πάνω από μια δεκαετία αργότερα από την εποχή στην οποία αναφέρονται και την οποία εξιστορούν.

 *

Εύελπις του Ευρύνου ο εκ Μεγάρων. Αποσπάσματα. Μετάφραση στην τρέχουσα ελληνική)

(Σχετικά με την επαναστατικότητα των νέων)

[…] 

Είναι αλήθεια ότι ορισμένα πράγματα τα αγνοούσα. Ορισμένα άλλα, όμως, τα ήξερα.

Ήξερα για παράδειγμα τις γενικότερες τάσεις και τα ρεύματα που επικρατούσαν στην αθηναϊκή νεολαία τον καιρό εκείνο. Άλλωστε λίγα χρόνια πριν, την νεολαία αυτήν τη ζούσα και την παρατηρούσα από κοντά, έστω κι αν δεν ήμουν πλήρες μέλος της. Γνώριζα προσωπικά ορισμένους συνομήλικούς μου που ανήκαν σε επιφανείς γενιές και είχα φιλικές σχέσεις με άλλους, χαμηλότερης καταγωγής μεν, αλλά που ενηλικιούμενοι θα γίνονταν κι αυτοί πολίτες με πλήρη δικαιώματα. Ήξερα λίγο πολύ τι πίστευαν και για ποια θέματα θα μπορούσαν να κινητοποιηθούν. 

Από την άλλη πλευρά, είναι επίσης αλήθεια ότι είχε περάσει πολύς καιρός από τότε που οι νέοι της Αθήνας είχαν δείξει για τελευταία φορά  έντονες ανησυχίες και συγκεκριμένα σημάδια αμφισβήτησης. Εδώ που τα λέμε, κάτι ανάμεσα σε καταγγελία της ισχύουσας τάξης και ανταρσία, οι Αθηναίοι είχαν να δουν από τον καιρό του περιβόητου Αλκιβιάδη,  όταν οι νεολαίοι είχαν κόψει τις κεφαλές (και τους φαλλούς – σύμβολα της πατρικής εξουσίας, αλλά και της οριοθέτησης των ιδιωτικών περιουσιών) των οδόσημων Ερμών, εδώ και σχεδόν έναν αιώνα.

Αλκ

[…] Όπως έχω αναφέρει και σε άλλα σημεία της παρούσας γραφής, οι βασικοί ηγέτες της Αθηναϊκής δημοκρατίας την εποχή που επέστρεψα στην Αθήνα ήταν, σχεδόν όλοι, ηλικιωμένοι. 

Όμως, την ίδια εποχή, όχι μόνον οι ¨υγιείς βάρβαροι¨ όπως αποκαλούσαν κάποιοι φιλοσοφούντες τα αλλοδαπά έθνη του βορρά, αλλά και ορισμένα  περιφερειακά ελληνικά έθνη προτιμούσαν ήδη να δίνουν ουσιαστική  εξουσία σε άτομα εξαιρετικά  νεαρής ηλικίας. Βεβαία, το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα ήταν η άνοδος στον θρόνο των Μακεδόνων του νεαρού Αλέξανδρου, αλλά και η προώθηση σε καίριες θέσεις εξουσίας μιας συντροφιάς συνομηλίκων του, που την περίοδο εκείνη υπέτασσαν την Ασία.

 Όλα αυτά δεν θα μπορούσαν παρά να έχουν κάποιες επιπτώσεις ανάμεσα στους νεαρούς Αθηναίους. Και οι επιπτώσεις αυτές δημιουργούσαν ένα ιδιότυπο κλίμα, έστω κι αν κάθε υποομάδα της νεολαίας προσλάμβανε και ερμήνευε τις εξελίξεις με διαφορετικό τρόπο. Γιατί στην Αθήνα, σε αντίθεση με τη Σπάρτη και τις άλλες λακωνίζουσες δωρικές πόλεις,   υπήρχαν και υποομάδες και ρεύματα και τάσεις, τόσο ανάμεσα στους ενήλικες, όσο και ανάμεσα στους νέους.

Ας αρχίσουμε από τους νεαρούς που παρακολουθούσαν την ακαδημία του Πλάτωνα (ως επί το πλείστον  γόνους ολιγαρχικών αριστοκρατικών οικογενειών), αλλά και εκείνους που τους ακολουθούσαν και συμμερίζονταν τις απόψεις τους, έστω κι αν δεν είχαν τις οικονομικές δυνατότητες που θα τους επέτρεπαν να συμμετέχουν σε όλες  τις ¨ακαδημαϊκές¨ δραστηριότητες.

Εκεί στην Ακαδημία, κατά τη γνώμη μου, ο νεανικός ενθουσιασμός οδηγούσε, σε δύο ¨φυγές¨: μία προς τα μπρος και μία προς τα πίσω.

Δηλαδή, αφ’ ενός  προς μια επιθυμητή μελλοντική Ουτοπία,  όμοια ή παρόμοια με εκείνη που έχει περιγράψει ο Πλάτωνας στην ¨Πολιτεία¨ του, και αφ’ ετέρου προς τα αρχέγονα ελληνικά ιδεώδη της Ομηρικής Εποχής, όπως εκείνα που εφαρμόζονται ακόμη και σήμερα στην Σπάρτη.  Και τα δύο αυτά ¨ιδανικά¨ απείχαν παρασάγγες από τις επιδιώξεις και τα οράματα που εξέφραζαν οι, ως επί το πλείστον, ¨περί των πραγμάτων τυρβάζοντες¨ (πραγματιστές)¨ και ¨συμβιβαστικοί¨ ρήτορες του κοινοβουλίου.

Στο άλλο αθηναϊκό γυμνάσιο/φιλοσοφική σχολή, το Λύκειο  του Αριστοτέλη, είχε κατά κάποιο τρόπο διοχετευτεί το νεανικό κοινό που άλλοτε ακολουθούσε τον Ισοκράτη, έστω και εάν ο Σταγειρήτης είχε εμφανώς διαφοροποιημένες απόψεις και είχε προσανατολίσει τη θεματολογία της σχολής του σε ένα σωρό οργανωμένα πλέον  θέματα, όπως η Φυσική, η Ηθική, η Αισθητική και όχι, όπως έκανε ο παλιός δάσκαλος,  στη Ρητορική, την ενταγμένη στην πολιτική προσπάθεια ενοποίησης των Ελλήνων.

Όμως, η λατρεία του ¨ορθού λόγου¨  και η συστηματική ταξινόμηση των κεκτημένων γνώσεων των Αριστοτελικών περιπατητών[1], οδηγούσε σε αλλαγές του τρόπου σκέψης των νέων, προς το παρόν όχι άμεσα διακριτές, αλλά που σίγουρα εγκυμονούσαν εκπλήξεις και, ενδεχομένως, εκρήξεις. Ήδη όμως ήταν φανερό ότι οι νεαροί αριστοτελικοί δεν ανέχονταν ασυζητητί τους μύθους που πλάσαραν οι παλιοί ρήτορες ούτε τα σοφίσματα που προτιμούσαν οι πιο εκσυγχρονισμένοι. Υπήρχε λοιπόν και εκεί κάποια αδιόρατη δυσαρέσκεια και τα σπέρματα μιας τάσης για αμφισβήτηση.  

Ο τόπος πάντως όπου η νεανική αμφισβήτηση έπαιρνε τα πιο έντονα (και ενίοτε τα πιο διασκεδαστικά για μερικούς και ανησυχητικά για άλλους) χαρακτηριστικά της, ήταν το τρίτο γυμνάσιο-σχολή της Αθήνας, το Δημόσιο Γυμνάσιο του Κυνοσάργους.

Εκεί, στην αριστερή όχθη του Ιλισού, και όχι πάντοτε και κατ’ ανάγκην στα πλαίσια των κανονικών τακτικών μαθημάτων και διαλέξεων, αλλά, συχνότερα, άτυπα και έξω από την οργανωμένη διδακτική δραστηριότητα, όχι τόσο στις αίθουσες, όσο κάτω από τα σκιερά πλατάνια, είχε δημιουργηθεί εδώ και καιρό μια ευδιάκριτη εστία έντονων προβληματισμών και συζητήσεων πάνω σε θέματα ηθικά, κοινωνικά, και πολιτικά.

Στον ειδυλλιακό αυτόν τόπο μαζεύονταν λογής λογής νεολαίοι, άλλοι εύποροι, άλλοι λιγότερο, ορισμένοι (λίγοι) αριστοκρατικής προέλευσης, άλλοι (οι περισσότεροι) γιοι ¨παραλιακών¨ εμπόρων, ακόμη και πλούσιων μετοίκων. Εδώ, που και που, μπορούσες επίσης να συναντήσεις  ως και κάποια φιλομαθή κορασίδα,  ή, όχι και τόσο σπάνια, κάποια διανοούμενη εταίρα.

Κανονικά, σε αυτό το Γυμνάσιο, το μόνο που δεχόταν επισήμως τους μη αμιγείς Αθηναίους, θα έπρεπε να έχω φοιτήσει και εγώ. Όμως, οι σχέσεις του Ευρύνου με τμήμα των ισχυρών πολιτικών της εποχής και η προσωπική του φιλία με τον Ισοκράτη, με είχαν οδηγήσει στην ιδιωτική σχολή του μεγάλου ρήτορα. Πρέπει πάντως να παραδεχτώ ότι, ήδη από τότε, με γοήτευε η φήμη αυτού του αντισυμβατικού τόπου, όπου οι προβληματισμοί ανακατεύονταν με τραγούδια και με αστεϊσμούς που σύντομα περνούσαν από την αριστερή όχθη του Ιλισού στη δεξιά  για να διασκεδάσουν το όλον Άστυ.

ξξ

[…] Θα πρέπει επίσης να υπενθυμίσω ότι η Αθήνα ήταν ήδη τότε μια μεγάλη ¨Γυμνασιούπολη¨, φημισμένη ανά την Μεσόγειο, της οποίας τα εκπαιδευτικά ιδρύματα, δημόσια και ιδιωτικά, παρακολουθούσε μεγάλο πλήθος νέων από τις άλλες ελληνικές μητροπόλεις, από τις αποικίες, καθώς και γόνοι αλλοδαπών εθνών. Όπως για τους αμιγώς Αθηναίους, έτσι και για τους αμιγώς ξένους (οι οποίοι θα έπρεπε να εγκαταλείψουν την Πόλη μόλις θα τελείωναν τις σπουδές τους) δεν υπήρχαν απαγορεύσεις επιλογής. Εφόσον διέθεταν τα απαραίτητα χρήματα μπορούσαν να επιλέξουν Σχολή και Δάσκαλο. Από αυτήν την κατηγορία νέων, που με θαυμασμό και περιέργεια περιδιάβαιναν πέρα δώθε την Αττική Γη προήλθαν, αργότερα, ξένοι ηγέτες – φίλοι της Αθήνας, αρχηγοί νέων φιλοσοφικών ρευμάτων, ενώ, παρά το παρακμιακό στοιχείο που ήδη διάβρωνε την ατμόσφαιρα εκείνη την εποχή,  οι αθηναϊκοί προβληματισμοί μεταλαμπαδεύονταν στο σύνολο του ελληνικού χώρου.

Έλεγα λοιπόν πως, παρά το ότι γνώριζα ορισμένα από τα βασικά χαρακτηριστικά των αθηναίων νέων της εποχής, δεν είχα προβλέψει ότι θα μπορούσαν να εμφανιστούν διεκδικητικά στο πολιτικό προσκήνιο. Γι αυτό, αμέσως μετά τα ¨γεγονότα¨ ανέθεσα στον Οινοκράτη να ψάξει και να μου βρει όσα στοιχεία μπορούσε.

11742690_876721375729908_2855430062594121711_n

[1] Κατά την περίοδο συγγραφής του παρόντος κειμένου, το Λύκειο του Αριστοτέλη, χάρη στην εκτός αιθουσών διδασκαλία, είχε αποκτήσει την επωνυμία ¨Περιπατητική Σχολή¨ και οι οπαδοί – μαθητές του Αριστοτέλη αποκαλούντο ήδη ¨περιπατητικοί¨.

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , | Leave a Comment »

Ένα οργισμένο ποίημα του Νίκου (και ένα συνειρμικό σημείωμα)

Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 20 Ιουλίου, 2017

Ο Νίκος (Μοσχοβάκος) μου έστειλε το ποίημα που ακολουθεί

 250px-Nero_Julius_Caesar

ΔΕΝ ΘΑ ΣΕ ΠΟΥΝ ΝΕΡΩΝΑ

Κάψε την πόλη λοιπόν

μη φοβάσαι δεν θα σε πουν Νέρωνα

από αγάπη για τη ζωή κάψε την πόλη

πυρπόλησε τα εκμαγεία μίσους

τις τράπεζες βδέλλας πυρπόλησε

τους στενούς δρόμους αγχόνες ονείρων

τις μεγάλες λεωφόρους κάψε

και τα χαμαιτυπεία παραχάραξης πίστης.

Με την δάδα της αγωνίας χωρίς ματαιοδοξία

βάλε φωτιά στους οίκους συναλλαγής

στα κέντρα πλειστηριασμών οδύνης

στα πορνεία υποσχέσεων πλαστής ηδονής

στα πολυκαταστήματα τζόγου και συνήθειας

στα προμελετημένα δελτία προγνώσεως καιρού.

Μη σταματάς δεν θα σε πουν Νέρωνα

από αγάπη κάψε την πόλη

πυρπόλησέ την με σπαραγμό

κι ας σκορπιστούν τα αποκαΐδια της

σ’ όλου του σύμπαντος το εύρος

ας φτάσουν μέχρι τις χαράδρες της σελήνης.

Κάτω από την τέφρα της πόλης

ας κοιμηθούν για λίγο ακόμη τα όνειρα.

Όχι! δεν θα σε πουν Νέρωνα.

*

517447282

Τον ευχαρίστησα και του έστειλα το ακόλουθο συνειρμικό σημείωμα

Συνειρμικό

Κι εάν σε πούνε Νέρωνα, τι έγινε;

Έτσι κι αλλιώς

αλλάζουν οι καιροί και φεύγουνε

κάποτε οι βεβαρυμμένοι θ’ αναδυθούν

και οι φελλοί θα καταποντιστούνε στ’ άπατα.

*

Θα ‘ρθει ξανά η μέρα που θα χρειαστεί

να γίνουν εμπρηστές οι ποιητές

και πυροδότες,

τότε τον Νέρωνα απ’ τον βούρκο θα ανασύρουνε

ίσως του δώσουν λίγο χρόνο ν’ απολογηθεί

-ίσως και όχι, γιατί τότε

θα κρίνουν κάτι τέτοιο περιττό και αδόκιμο.

Υπέρ αυτού θα υπάρχουν πλέον επιγράμματα

θα ‘χουν γραφτεί διατριβές, συγγράμματα

και πάνελ κι εκπομπές που εμβαθύνουν

της επιφάνειας την άτρητη στιλπνότητα.

Στις  λέσχες των αναγνωστών επιλεγμένα μέλη

των λέξεων το βάρος θα ζυγίζουνε

και θα κοσμούν τα αποφθέγματα του Νέρωνα

με πλήθος εμβριθών υποσημειώσεων

και, βέβαια, με  λάμψεις αστερίσκων

καινοφανών.

*

Γι αυτό

(αλλά και γι άλλα που θα μου ‘ρθουνε  αργότερα)

σου λέω:

Και να σε πούνε Νέρωνα τι έγινε;

ΒΝ

nerod0bd

Posted in ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ, ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ ΦΙΛΩΝ | Με ετικέτα: , , , | Leave a Comment »

Ιστορικό μυθιστόρημα υπό εκπόνηση. Μέρος ΣΤ΄, Κεφάλαιο τρίτο: Απόψε έχει τελετή

Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 16 Ιουλίου, 2017

[Προσωρινός τίτλος: Κύλικες και δόρατα.

Προσωρινός υπότιτλος: Ημέρες και έργα του Εύελπι του Μεγαρέα, λόγιου στην ακολουθία του Αλέξανδρου του Γ΄ του Μακεδόνα, κατά την μεγάλη ασιατική εκστρατεία.]

RF0073

Κεφάλαιο τρίτο. Πριν την τελετή

Ο Εύελπις προσπαθεί να παραμερίσει το συγκινησιακό φορτίο της πρώτης-μέρας-ξανά-στην-Αθήνα και να συγκεντρωθεί. Δεν είναι εύκολο.

Ανακαλύπτει με έκπληξη ότι θα ήθελε να κάνει πράγματα που άλλοτε του φαίνονταν μάλλον ανιαρά και συχνά περιττά, όπως το να καθίσει στο αίθριο και να πιάσει ψιλοκουβέντα με τον πατέρα Ευρύνου, με τη μητέρα Άνθεμη, με την αγαπημένη αδελφή Δανάη, που δεν είναι πια τόσο μικρή, και να μάθει με λεπτομέρειες πώς είναι οι ίδιοι, τι κάνουν οι συγγενείς και οι παλιοί φίλοι που ξανασυνάντησε χτες, να καλύψει κάπως τα κενά των τελευταίων τεσσάρων χρόνων και να αισθανθεί σαν να μην έφυγε ποτέ.

Με τον Ευρύνου, ευτυχώς, είχε την ευκαιρία να μιλήσει κατά τη διάρκεια της διαδρομής από τον Πειραιά ως τον Λυκαβηττό. Μίλησαν για πολλά κι ανάμεσά τους και για τις τρέχουσες πολιτικές εξελίξεις. Ο Ευρύνους έχει πάντοτε άποψη για τα τεκταινόμενα στην Αθήνα, και οι εκτιμήσεις του είναι σχεδόν πάντα ψύχραιμες και αντικειμενικές, τόσο που πολλοί Αθηναίοι φίλοι έρχονται και ζητούν συχνά την γνώμη του πριν πάρουν θέση στη Βουλή για σημαντικά θέματα.

Όμως, με το που έφτασαν στο σπίτι, τον Εύελπι τον διεκδίκησαν οι συγγενείς, οι φίλοι και κυρίως οι γυναίκες, η Άνθεμη και η Δανάη. Νιώθει ότι τους χρωστάει κι άλλη, περισσότερη προσοχή. ¨Ευτυχώς, όπου να ‘ναι φτάνουν από το λιμάνι οι αποσκευές με τα δώρα¨, σκέφτεται και χαμογελάει. Γίνεται πάλι αισιόδοξος: Για όλα θα υπάρξει καιρός.

Σήμερα όμως όλα δείχνουν πως η μέρα θα είναι έντονη. Τις εσπερινές ώρες, όταν ο ήλιος πάψει να καίει ενοχλητικά, προβλέπεται η τελετή στο Λεωκόριο. Και εκτός αυτού,  τόσο η εθιμοτυπία, όσο και η αναγκαιότητα να εκτελέσει σωστά τις διάφορες επιταγές της αποστολής του, τού επιβάλλουν να επισκεφτεί τον ¨αρχηγεύοντα¨ του Δήμου, τον  άρχοντα στρατηγό Φωκίωνα.  

Ο Αισχύνης και ο Δημάδης, οι δύο σημαντικότεροι ηγέτες της φιλομακεδονικής παράταξης θα είναι σίγουρα παρόντες στην τελετή και πιθανότατα στο δείπνο που θα παρατεθεί μετά. Θα τους δει εκεί δημόσια και, επίσης δημόσια, σκοπεύει να δηλώσει ότι θέλει να συναντηθεί όχι μόνο με τους θεωρούμενους ως προσκείμενους στην ανερχόμενη Μακεδονική δύναμη, την οποία άλλωστε δεν εκπροσωπεί, αλλά με τους πάντες. Ακόμη και με τον ρήτορα Δημοσθένη εάν εκείνος το επιθυμεί.

Οι συναντήσεις αυτές ανάμεσα στην αθηναϊκή πολυαρχία και έναν εκπρόσωπο όχι των μακεδόνων, αλλά της κοινής προελαύνουσας εκστρατείας, δεν πρέπει να είναι κρυφές. Ξέρει ότι κάθε μυστική  επαφή μπορεί να προκαλέσει κακόβουλα σχόλια, ανοιχτές επικρίσεις και  ηθελημένες διαβολές που εν τέλει θα δυσκολέψουν την αποστολή του.

 Ξέρει επίσης ότι οι κινήσεις του ενδιαφέρουν πολλούς και ούτως ή άλλως θα παρακολουθούνται. Αποφασίζει λοιπόν ότι πρέπει να κάνει εκ των προτέρων γνωστή την πρόθεσή του να συναντήσει και να ενημερώσει όποιον ενδιαφέρεται για την επέλαση των  ελληνικών στρατευμάτων στην Ασία. Μένει να επαληθευτεί αν οι δικές του καλές προθέσεις θα αντιστοιχούν με εκείνες των άλλων. Στο κάτω κάτω, πρέπει να ‘χει κανείς κατά νου ότι βρισκόμαστε στην σημερινή ¨σοφιστική¨ Αθήνα, όπου το τι ¨φαίνεται ότι είσαι¨ μετράει ίσως περισσότερο από το τι ¨είσαι στην πραγματικότητα¨, άρα: προσοχή.

Από ό, τι του είπε ο Λυκούργος, είναι σίγουρο ότι ¨απόψε στο Λεωκόριο και μετά, στο Δείπνο, θα είναι παρών ο εντονότερος από τους ρήτορες που εχθρεύονται τους Μακεδόνες και την κοινή δράση μαζί τους, ο πασίγνωστος πλέον Δημοσθένης¨. Και όχι μόνο θα είναι παρών αλλά,  όπως υπαγορεύουν οι δημοκρατικές διαδικασίες, θα μιλήσει κιόλας.

¨Θα χαρώ να τον ακούσω¨, απάντησε ο Εύελπις και χαμογέλασε. Εκείνο που κάπως τον ανησυχεί δεν είναι η ομιλία  που θα εκφωνήσει ο Παιανέας,  είναι ότι ο Λυκούργος του ζήτησε να απευθύνει χαιρετισμό στους Αθηναίους και ο εκείνος ο ίδιος.

¨Κάτι τέτοιο θεωρείται μέγιστη τιμή¨, σκέφτεται, ¨και επί πλέον μου δίνει την ευκαιρία να ξεκαθαρίσω ευθύς εξ αρχής ορισμένα πράγματα, αλλά, κακά τα ψέματα, μπορεί να κρύβει απροσδόκητες παγίδες. Οι Αθηναίοι πολίτες είναι μαθημένοι σε πολύ καλύτερους ρήτορες από μένα, και, διαιρεμένοι όπως είναι αυτόν τον καιρό,  ασφαλώς αποτελούν ένα κοινό δύσκολο ¨.

Σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να πει όχι. Ζητάει όμως ορισμένα πράγματα. 

Πρώτο: Η εθιμοτυπική συνάντηση με τον Φωκίωνα να γίνει οπωσδήποτε πριν από την τελετή και την εκφώνηση των λόγων και όχι μετά. Θέλει να είναι έγκυρα και έγκαιρα κατατοπισμένος πριν μιλήσει δημόσια. «Δεν υπάρχει πρόβλημα» είπε  ο Λυκούργος, «έτσι το έχουμε προβλέψει. Θα σε δεχτεί στο Βουλευτήριο και από κει θα πάμε όλοι μαζί στο Λεωκόριο».

Δεύτερο: Να μιλήσει τελευταίος ώστε, αν χρειαστεί, να απαντήσει σε ενστάσεις και αμφισβητήσεις. Καμία αντίρρηση ούτε σ’  αυτό.

Τρίτο και τελευταίο, θέλει να μάθει ποιοι άλλοι θα μιλήσουν εκτός από τον Παιανέα και τον ίδιο. Η απάντηση ήταν: «Μόνον ένας, ο ίδιος ο στρατηγός Φωκίωνας. Θα μιλήσει πρώτος μόλις ολοκληρωθεί η θυσία. Μετά ο λόγος θα δοθεί στον Δημοσθένη και θα κλείσεις εσύ. Ύστερα θα αποκαλύψουμε τα αγάλματα και μετά θα πάμε στην Θόλο του Πρυτανείου για το δείπνο».

Φαίνεται ότι όλα όσα αφορούν στην τελετή της επανατοποθέτησης των αγαλμάτων έχουν οργανωθεί με επιμέλεια, σύμφωνα πάντοτε με τα αθηναϊκά ήθη. 

Ο Εύελπις αναρωτιέται προς στιγμήν αν, απόψε, θα καταφέρει να έχει μια πρώτη επαφή και με το δάσκαλο Αριστοτέλη. Μετά σκέφτεται ότι είναι πιθανό ο ¨φιλοξενούμενος¨ στην Αθήνα Σταγειρίτης να μην θεωρήσει απαραίτητο (ή και να μην έχει καν κληθεί) να παραστεί σε μια τελετή που αφορά ¨εσωτερικά¨ ιστορικά  θέματα της  Πόλης.

Όπως και να ‘χουν τα πράγματα, είναι ορθό να αναγγείλει την άφιξή του στον Δάσκαλο σήμερα κιόλας. Συντάσσει λοιπόν μια επιστολή όπου υποβάλλει τα σέβη του στον Αριστοτέλη και ζητάει να γίνει δεκτός στο Λύκειο αύριο το απόγευμα, προκειμένου να του μεταφέρει τους χαιρετισμούς του βασιλέα Αλέξανδρου και του επικεφαλής των Λογίων, ιστορικού Καλλισθένη.

Στέλνει την επιστολή με έναν υπηρέτη και παρακαλεί τον Ευρύνου να ετοιμαστεί για να τον συνοδέψει στην επίσκεψη στον Φωκίωνα. Η υπόλοιπη οικογένεια θα ξεκινήσει αργότερα και θα κατευθυνθεί στην Αγορά για να παρακολουθήσει την τελετή.

Δύο άλογα ζεύονται στο κομψό όχημα που ο οίκος των Μεγαρέων χρησιμοποιεί για τις  μετακινήσεις σε όσους  δρόμους της Αττικής έχουν λιθοστρωθεί, ο ηνίοχος παίρνει τη θέση του και, πατέρας και γιος, ξεκινούν για το κέντρο της Πόλης.

  Ένα ελαφρό αεράκι ανηφορίζει από το Φάληρο και σπάει την κάψα του θερινού απομεσήμερου. Ο Εύελπις χαλαρώνει. Δίπλα του υπάρχει το σημαντικότερο σύμβολο ασφάλειας: ο πατέρας. Είναι και πάλι σίγουρος ότι όλα θα πάνε καλά.

Ωστόσο, ο  Εύελπις δεν θα ήταν τόσο βέβαιος  για την αίσια έκβαση αυτής της ιστορικής μέρας αν ήξερε μερικά πράγματα που είχαν συμβεί στο κλεινόν άστυ τα τελευταία δεκαήμερα.

ddef0392980019d10dfa921b22c70b0e

(συνεχίζεται)

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , , , | Leave a Comment »