Βασίλης Νόττας: Το Ιστολογοφόρο

Κοινωνία, Επικοινωνία, Φαντασία και άλλα

  • Βόλτα στο ιστολογοφόρο με μουσική του Μάουρο Τζουλιάνι

  • Περισσότερα για το ιστορικό μυθιστόρημα "Κύλικες και Δόρατα": Κλικ στην εικόνα

  • Δημοφιλή άρθρα και σελίδες

  • Οι καιροί που αλλάζουν...

  • Κυκλοφόρησε:

  • Εκδότης: Ι. Σιδέρης ISBN: 978-960-08-0850-6 Σελίδες: 646 Σχήμα: 17×24 Συγγραφέας: Β. Νόττας

  • *

  • ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΦΙΛΩΝ

  • LIBRI RECENTI DI AMICI

  • Κυκλοφόρησε από τις εκδ. Παπαζήση η νέα ποιητική συλλογή του Λευτέρη Μανωλά

  • Ποιήματα και ποιητικά κείμενα από τον Ηλία Κουτσούκο.

  • * Η νέα συλλογή ποιημάτων του Νίκου Μοσχοβάκου.

  • * Κυκλοφόρησε το νέο βιβλίο του Τηλέμαχου Χυτήρη ¨Ημερολόγιο μιας επιστροφής¨ από τις εκδόσεις ¨Μελάνι¨ .

  • * ¨Απριλίου ξανθίσματα¨. Κυκλοφόρησε η νέα ποιητική συλλογή του Νίκου Μοσχοβάκου, από τις εκδόσεις Μελάνι.

  • Αισθάνθηκε μια δαγκωνιά στη μνήμη. Ήταν το παρελθόν που σαν αδέσποτο σκυλί είχε επιτεθεί στο είναι του. Οι σταγόνες αίμα που έσταξαν κοκκίνισαν τις εικόνες. *** Η νέα ποιητική συλλογή του Νίκου Μυλόπουλου ¨Τέλος της Περιπλάνησης¨. Από τις εκδόσεις ¨Γαβριηλίδης¨

  • *** Κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ¨Μελάνι¨ η νέα ποιητική συλλογή του Νίκου Μοσχοβάκου ¨Αιφνίδια και διαρκή¨

  • Ο Θηβαίος στρατηγός Επαμεινώνδας οξυδερκής καθώς ήταν αλλά και θαρραλέος επινόησε πως έπρεπε να διορθώσει την ιστορία χωρίς αναβολές. Ασυμβίβαστος εκστράτευσε κατά της Σπάρτης με τον δαίμονα της υπερβολής κάτι σαν σαράκι να τρώει τα σωθικά του κι επέτυχε ν’ αλλάξει τον ρου τ’ αρχαίου κόσμου. Το πλήρωσε βέβαια στην Μαντίνεια πανάκριβα με τη ζωή του όμως διόρθωσε έστω για μια στιγμή την ανιαρή ιστορία. Δεν ήταν δα και λίγο αυτό. *****

  • Γράφει ο Ηλίας Κουτσούκος

  • ***** Γραφει ο Gianfranco Bettin

  • ***** Γράφει ο Νίκος Μοσχοβάκος

  • Η ΕΚΔΙΚΗΣΗ Τώρα που τάπαν όλα οι ποιητές εσύ τι θα γράψεις ; μου αντέτεινε η άπτερος Νίκη της Σαμοθράκης. Κι εγώ την αποκεφάλισα.

  • [Από τις ¨Ζωγραφιές μου¨ - Πορτρέτο του Νίκου - Λάδι] Η ΣΥΜΒΟΥΛΗ Πάντοτε μούδιναν την συμβουλή να γίνω τέλειος. Έτσι μίσησα την τελειότητα κι επιδόθηκα στην λατρεία των ατελειών. Έχω λοιπόν πολλά να κάνω αναζητώντας μέσα από ελλείψεις τον εαυτό μου σε πείσμα των τελειομανών που επαναπαύονται στον μοναδικό δρόμο τους με την σιγουριά του αλάθητου. Εγώ πορεύομαι μες τις αμφιβολίες και τον κίνδυνο του ατελέσφορου στόχου ποτέ παροπλισμένος αφού πάντα μάχομαι. *****

  • [Από τις ¨Ζωγραφιές μου¨ - Λάδι σε χαρτόνι - Γενάρης 2015] Tα πνευματικά δικαιώματα όλων των εικόνων και των μουσικών που αναδημοσιεύονται εδώ ανήκουν αποκλειστικά και μόνο στους δημιουργούς τους.

  • Σχόλια

    suriforshee1988's avatarsuriforshee1988 στη Οι κορασίδες και οι παραχ…
    Άγνωστο's avatarΑνώνυμος στη Οι χαρταετοί θα επιστρέψουν κα…
    Άγνωστο's avatarΑνώνυμος στη Σκηνές από τη δεκαετία του…
    Jude's avatarJude στη Ευτυχισμένους έρωτες δεν …
    Άγνωστο's avatarΑνώνυμος στη Ποιητικές παραβολές ή  Ο…
  • Βιβλία και άλλα κείμενα

    Κοινωνία, επικοινωνία, εξουσία: Από τον Βωμό και τον Άμβωνα στην οθόνη. Η περίοδος της προφορικότητας και οι επικοινωνητές της. Μια κοινωνιολογική προσέγγιση στην ιστορία της επικοινωνίας και των μέσων. Εκδότης: Ι. Σιδέρης. Συγγραφέας: Βασίλης Νόττας. Σειρά: Δημοσιογραφία και ΜΜΕ. Έτος έκδοσης: 2009 . ISBN: 960-08-0468-0. Τόπος Έκδοσης: Αθήνα Αριθμός Σελίδων: 302 Διαστάσεις: 24χ17 Πρόλογος: Κώστας Βεργόπουλος. Αποσπάσματα στο Ιστολογοφόρο: κλίκ στην εικόνα

  • Συλλογή κειμένων: ΜΜΕ, κοινωνία και πολιτική. Ρόλος και λειτουργία στη σύγχρονη Ελλάδα. Επιμέλεια: Χ. Φραγκονικολόπουλος Εκδόσεις Ι. Σιδέρης, 2005 Αριθμός σελίδων 846. ISBN 960-08-0353-6, Κείμενο Β. Νόττας: ¨Επικοινωνιακή και πολιτική εξουσία τον καιρό της επέλασης των ιδιωτών¨ (σελ. 49). Κείμενο στο Ιστολογοφόρο: κλικ στην εικόνα.

  • Β΄Έκδοση. Εκδόσεις Ι. Σιδέρης. NovelBooks. Έτος έκδοσης: 2012. Αριθμός σελίδων: 610. Κωδικός ISBN: 9609989640. Εισαγωγικό σημείωμα στη 2η έκδοση: Γιώργος Σκαμπαρδώνης. Αποσπάσματα στο Ιστολογοφόρο: κλικ στην εικόνα του εξώφυλλου.

  • Vivere pericolosamente Ανθολογία διηγημάτων: 26 ιστορίες από την Ιταλία. Εκδόσεις: Αντίκτυπος. Αθήνα: 2005 Σελίδες: 342. Κείμενο Β. Νόττας: ¨Το διαβατήριο¨. Ανάρτηση στο Ιστολογοφόρο: Κλικ στην εικόνα του εξώφυλλου

  • ΚΡΥΑ ΒΡΥΣΗ Κοινωνική και Οικιστική εξέλιξη: ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ.- Συγγραφείς: Βασίλης Νόττας, Πάνος Σταθακόπουλος. Δήμος Κρύας Βρύσης Εκδόσεις Δεδούση. Σελίδες: 154 Θεσσαλονίκη 1998.

  • Εκδότης: Αρχέτυπο. Συγγραφέας: ΒΑΣΙΛΗΣ ΝΟΤΤΑΣ. Κατηγορίες: Φανταστική Λογοτεχνία. ISBN 978-960-7928-83-2. Ημερομηνία έκδοσης: 01/01/2002. Αριθμός σελίδων: 512. Αναρτήσεις στο Ιστολογοφορο: κλίκ στην εικόνα του εξώφυλλου.

  • Η «κατασκευή» της πραγματικότητας και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Αθήνα 1998. Πρακτικά διεθνούς συνεδρίου που οργανώθηκε από το Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών. Συλλογικό έργο. Έκδοσεις: Αλεξάνδρεια. Διαστάσεις: 24Χ17. Σελίδες: 634. Κείμενο Β. Νόττας: Κοινωνιολογικες παρατηρησεις πανω στην οπτικοακουστικη αναπαρασταση της συγχρονης ελληνικης πραγματικοτητας. Κείμενο στο Ιστολογοφόρο: κλικ στην εικόνα

  • Α΄Έκδοση Εκδότης ΠΑΡΑΠΕΝΤΕ Θέμα ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ/ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ Συγγραφέας: Βασίλης Νόττας (Ανώνυμος Ένας)

  • Ενα κείμενο στο βιβλίο του Κώστα Μπλιάτκα ¨Εισαγωγή στο τηλεοπτικό ρεπορτάζ" . Εκδόσεις ¨Ιανός¨ με τίτλο ¨Αξιοπιστία και οπτικό ρεπορτάζ¨

  • Περιοδικό ¨Εξώπολις¨ Τεύχος 12-13. Κείμενο με τίτλο ¨Το ραδιόφωνο των ονείρων. Ένα δοκίμιο περί ήχων φτιαγμένο με επτά εικόνες¨. Στο Ιστολογοφόρο: κλικ στην εικόνα.

  • Συμμετοχή σε λογοτεχνικό παιχνίδι σχετικό με τον (υποτιθέμενο) συγγραφέα Άρθουρ Τζοφ Άρενς. Δημοσιευμένο στο περιοδικό ¨Απαγορευμένος πλανήτης" τεύχος 6 (εκδόσεις ¨Παραπέντε¨). Για το πλήρες κείμενο κλικ στην εικόνα.

  • ¨Το Δεντρο¨ Τεύχος: 17-18 . Βασίλης Νοττας: Συζήτηση για τον κοινωνικό χώρο της Θεσσαλονίκης.

  • Διδακτορική Διατριβή ¨Δημόσια μέσα μαζικής επικοινωνίας και συμμετοχική Πολεοδομία¨. Σελίδες:788. Ψηφιοποιημένη στη βιβλιοθήκη του Παντείου

  • *
  • Συγγραφικά φίλων

    Ποιήματα και ποιητικά κείμενα του Νίκου Μοσχοβάκου (κλικ στην εικόνα)

  • Ποιήματα και ποιητικά κείμενα του Ηλία Κουτσούκου (κλικ στην εικόνα)

  • Μοτο-ταξιδιωτικά από τον Βασίλη Μεταλλινό (κλικ στην εικόνα)

  • Κάποιες απόψεις και άρθρα…

    Η γυναίκα τανάλια * Όταν ο Χάρι Πότερ συνάντησε τα λόμπι * Ο μικρός ήρωας * Πώς έκοψα το κάπνισμα και άλλα

  • …και ένα θεατρικό κείμενο: Ο Λυσίστρατος

    Παρωδία σε επτά σκηνές (κλικ στην εικόνα)

  • Περιπέτειες καρδιάς

    Για τα σχετικά κείμενα, κλικ στην εικόνα

  • Περιπέτειες συγγραφής

    Σημειώσεις για την ερασιτεχνική συγγραφή

Archive for the ‘ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ’ Category

Μυθιστόρημα υπό εκπόνηση: το τελευταίο κεφάλαιο του Β΄ μέρους.

Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 27 Σεπτεμβρίου, 2015

Μέρος Β Κεφάλαιο ένατο

Αργά τη νύχτα της δεύτερης μέρας (σημειώσεις του Εύελπι)

 images (3)

…Η Νύχτα έχει προχωρήσει και η αυριανή μέρα προοιωνίζεται δύσκολη. Αισθάνομαι τα μάτια μου να τσούζουν και το κεφάλι μου έχει βαρύνει, ωστόσο νομίζω ότι τα βασικά σημερινά γεγονότα τα σημείωσα∙ ίσως και κάτι παραπάνω. Δε μένει παρά να συμπληρώσω ότι ο Καλλισθένης, όταν τον επισκέφτηκα πριν φύγω από τη ζώνη των ανακτόρων, ήταν βυθισμένος σε έναν αφύσικο βαθύ ύπνο που οφειλόταν στα βότανα του Φίλιππου και ήταν φασκιωμένος με επιδέσμους που εδώ κι εκεί είχαν κοκκινίσει, αν και δεν αιμορραγούσε πια.

Ο γιατρός ήταν ακόμη εκεί και προσπαθούσε να είναι καθησυχαστικός. Οι δύο βασικές πληγές βρίσκονταν στον αριστερό ώμο (εκείνη που είχαν προκαλέσει οι εισβολείς στην αρχή, καθώς ο Καλλισθένης έβγαινε από την ¨Αίθουσα των Ελλήνων¨) και στον μηρό (εκείνη που προκάλεσε ο δεύτερος εισβολέας πέφτοντας πάνω του, ύστερα από τη δική μου τρικλοποδιά), και οι δυο έξω από τις ζώνες που συνήθως κρύβουν τα πιο ευαίσθητα όργανα του σώματος. Οι πληγές είχαν καθαριστεί με αποσταγμένο παλιό κρασί και δεθεί σφιχτά, αλλά ο τραυματισμός, μου εξήγησε ο Φίλιππος, είχε ανατρέψει βίαια την εσωτερική ισορροπία του οργανισμού και το πόσο επικίνδυνη είναι αυτή η ανατροπή θα φανεί από τον πυρετό που θα ανεβάσει ή από άλλα ανησυχαστικά φαινόμενα που συνήθως παρουσιάζονται μετά τον τραυματισμό.

Αύριο θα είναι σε θέση να μου πει περισσότερα. Απόψε, ένας υπηρέτης είναι επιφορτισμένος να τοποθετεί στο μέτωπο του Καλλισθένη επιθέματα νοτισμένα σε μια υγρή ουσία που ο γιατρός είχε παρασκευάσει σε μια λεκάνη.

Ήμασταν τυχεροί που ο Φίλιππος ο Ακαρνάνας βρίσκεται εδώ. Είχε καθυστερήσει στη Βαβυλώνα, γιατί εκεί είναι συγκεντρωμένοι οι βαρύτερα τραυματισμένοι μαχητές και, επιστρέφοντας στα προελαύνοντα στρατεύματα, έχει σταματήσει για λίγο στα Σούσα, προκειμένου να επιβλέψει τη δημιουργία της τοπικής υγειονομικής υπηρεσίας. Παρά τα κατάλευκα μαλλιά και γένια του, είναι ένας ζωντανός και αεικίνητος άνθρωπος που έχει μυηθεί στην ιατρική στο ονομαστό Ασκληπιείο της Επιδαύρου.  

arxaia_farmaka_04-02-2012

Πριν σταματήσω αυτή την πρόχειρη καταγραφή, ας πω ακόμη ότι, πριν πάω να δω πως τα πάει ο Καλλισθένης, δέχτηκα δύο μηνύματα. Το πρώτο το μετέφερε ο Ευρυμέδοντας ο Θεσσαλός, ο οποίος κατέφτασε από την Περσέπολη με μια άμαξα γεμάτη κυλίνδρους παπύρων και βιβλία από διπλωμένες περγαμηνές. Το μήνυμα προέρχεται από τον Ευμένη τον Καρδιανό και δεν απευθύνεται σε εμένα, αλλά στον Καλλισθένη. Δεν το άνοιξα, αλλά μπορώ να υποθέσω σε τι αναφέρεται: Ο Ευμένης, αν και δεν έχει ακόμη λάβει τη δική μου επιστολή (που έφυγε για την Περσέπολη μόλις σήμερα το πρωί), πήρε πρωτοβουλία από μόνος του, και διέσωσε κάποια από τα γραπτά κείμενα που βρήκε εκεί. Ο Καλλισθένης, όπως και εγώ άλλωστε, θα χαρεί όταν το μάθει, ελπίζω αύριο.

Το άλλο είναι ένα μήνυμα για μένα και προέρχεται από την Θαΐδα. Το μετέφερε η μικρή Πουλχερία, μια από τις ακολούθους της. Αυτή τη στιγμή  ο μικρός κύλινδρος βρίσκεται εδώ δίπλα μου  και είναι ακόμη κλειστός.

Αναρωτιέμαι αν, ίσα με τώρα, γράφω και ξαναγράφω διάφορα πράγματα, γιατί θέλω να καθυστερήσω τη στιγμή που θα ξεσφραγίσω το γράμμα της. Καθυστερώ τη στιγμή που φοβάμαι ότι θα ανακαλύψω, με απογοήτευση, ότι δεν απευθύνεται σε εμένα παρά για κάποιο δευτερεύον, ασήμαντο θέμα, ή μήπως πάλι καθυστερώ τη στιγμή που θα ανακαλύψω με χαρά ότι η Θαΐδα απευθύνεται σε εμένα για κάτι σημαντικό, γιατί με χρειάζεται, γιατί, για κάποιο λόγο που δεν γνωρίζω, έπαψε να αδιαφορεί πανηγυρικά για την διακριτική μου παρακολούθηση, και το φανερό μου ενδιαφέρον γι αυτήν; 

Όπως και να ναι,  ήρθε η ώρα να διαβάσω το γράμμα της και να μάθω.

Τέλος του Β΄ μέρους

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , | Leave a Comment »

Μυθιστόρημα υπό εκπόνηση. Μέρος Β΄ κεφ. όγδοο. Σύσκεψη

Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 28 Αυγούστου, 2015

1238.w.600

Μέρος Β΄ κεφάλαιο όγδοο

Όπου οι επικεφαλής της ελληνικής διοίκησης συσκέπτονται

 

Τα Σούσα είναι μια μάλλον επίπεδη πόλη. Τα τείχη που την περικλείουν είναι χαμηλά, φτιαγμένα από τούβλα και κάπως παραμελημένα∙ είναι κατά κάποιο τρόπο ορατό πως δεν έχουν υποστεί επίθεση εδώ και καιρό. Τα σπίτια, μικρά τα περισσότερα,  είναι   κατασκευασμένα από πλίνθους ξεραμένους στον ήλιο και, κολλημένα το ένα στο άλλο, σχηματίζουν εσωτερικές αυλές αόρατες από το δρόμο. Αντίθετα η ακρόπολη της ¨πόλης των κρίνων¨, ταυτόχρονα φρούριο, ανάκτορα και ναός, έχει κτιστεί πάνω σε έναν τεχνητό λόφο που υψώνεται επιβλητικά πάνω από τον αστικό ιστό και αποτελεί σημείο αναφοράς και προσανατολισμού. Προς την οχυρωμένη ακρόπολη κατευθύνεται τώρα ο Οινοκράτης περπατώντας βιαστικά κάτω από τον ήλιο του απομεσήμερου.

Φτάνοντας στην πύλη του ανακτορικού συγκροτήματος, χαιρετά  κάποιους φρουρούς, γνωστούς του, οι οποίοι ανήκαν στο άγημα που συνόδευσε το καραβάνι με τους θησαυρούς από την Περσέπολη. Εκείνοι τον αναγνωρίζουν και του επιτρέπουν τη διέλευση χωρίς  πολλές διατυπώσεις. Πάντως, ο παρατηρητικός Οινοκράτης, κοιτάζει ανήσυχος γύρω του γιατί αντιλαμβάνεται ότι στην πύλη επικρατεί αναστάτωση κι ότι υπάρχει μια ασυνήθιστη κινητοποίηση.

Αν οι συνθήκες ήταν διαφορετικές θα έμενε ευχαρίστως για λίγο κοντά στους φρουρούς για να μάθει τι τρέχει, αλλά και για να πιάσει μαζί τους ένα γενικότερο κουβεντολόι. Όμως βιάζεται, και γι αυτό παίρνει αμέσως τον ανηφορικό περιστροφικό δρόμο προς την πίσω πλευρά των ανακτόρων και μετά, προς μια από τις εσωτερικές αυλές. Ξέρει ότι εκεί θα βρει τον Εύελπι είτε στον χώρο που του έχει παραχωρηθεί στα δώματα της εσωτερικής φρουράς, είτε στο θησαυροφυλάκιο.

Στην αυλή όμως η αναστάτωση είναι ακόμη πιο έντονη. Οι στρατιώτες περιφέρονται νευρικοί, υπάρχουν μερικοί έφιπποι που κάτι περιμένουν, ενώ ορισμένοι αξιωματικοί από διαφορετικές υπηρεσίες της φρουράς είναι μαζεμένοι σε ¨πηγαδάκι¨ και συζητούν χαμηλόφωνα, αλλά με  ένταση∙ υπάρχουν και κάποιοι άλλοι που κοντοστέκονται παρατηρώντας και κουβεντιάζοντας, οι οποίοι κανονικά δε θα ’πρεπε να είναι εκεί. Ο Οινοκράτης διακρίνει ανάμεσά τους τον Νικία, τον έλληνα λόγιο-μεταφραστή που ανήκει στην ομάδα των γραμματικών  και κατευθύνεται προς αυτόν. Εκείνος τον αναγνωρίζει.

«Τι έγινε Οινοκράτη; Ο κύριός σου σε φώναξε επειγόντως; Τον είδες;  Πώς είναι ο Καλλισθένης;»

«Όχι», απαντά ειλικρινής ο Οινοκράτης. «Μόλις έφτασα και τον κύριό μου δεν τον είδα ακόμη. Μήπως ευγενικέ κύριε Νικία ξέρεις που ακριβώς είναι;»

«Σίγουρα δεν είναι στα Θησαυροφυλάκια. Όπως βλέπεις έχουν και τα δύο προσωρινά σφραγιστεί. Πρέπει να είναι στα δώματα της φρουράς. Αλλά το πιθανότερο είναι να βρίσκεται σε σύσκεψη με τον επικεφαλής διοικητή, τον εταίρο Μάζαρο και, εάν αυτοί οι έφιπποι που περιμένουν εκεί στην άκρη είναι -όπως νομίζω- οι ακόλουθοι του στρατηγού Αρχέλαου, πρέπει να είναι κι αυτός εκεί.

Αν δε σε έχει καλέσει ο ίδιος ο Εύελπις σε συμβουλεύω να περιμένεις μέχρι να τελειώσουν».

«Μα, αν μου επιτρέπεις να σε ρωτήσω ευγενικέ Νικία, τι συνέβη εδώ;»

«Α, δεν ξέρεις τίποτα; Θα σου πω. Βλέπεις εκεί κάτω τους στρατιώτες που φρουρούν δύο μπόγους; Πρόκειται για ό ,τι απέμεινε από τους δύο τύπους που προσπάθησαν το πρωί να δολοφονήσουν τον Καλλισθένη».

f90cba0c57d59299e95a3c36838febba

Όπως σωστά ανέφερε ο λόγιος Νικίας, όχι πολλά βήματα μακριά από τα θησαυροφυλάκια, στο εσωτερικό της βόρειας, πίσω πλευράς του ανακτορικού συγκροτήματος και συγκεκριμένα στην αίθουσα όπου έχει εγκατασταθεί το αρχηγείο της φρουράς, ο φρούραρχος Μάζαρος, ο υπεύθυνος για την πόλη των Σούσων στρατηγός Αρχέλαος και ο Εύελπις, συσκέπτονται καθισμένοι γύρω από ένα κυκλικό τραπέζι. Ο τελευταίος παίρνει μέρος ως προσωρινός αντικαταστάτης του τραυματισμένου Καλλισθένη, αλλά και ως συμμέτοχος και αυτόπτης μάρτυρας των γεγονότων. Ο Εύελπις έχει αυτή την στιγμή το λόγο.

«…Αυτά που σας είπα ως εδώ, αποτελούν μια λεπτομερή περιγραφή των όσων συνέβησαν σήμερα, όπως ακριβώς διεξήχθησαν. Όπως σας είπα, ήμουν μαζί με τον Καλλισθένη από το πρωί».  

«Ευτυχώς!», παρατηρεί ο Αρχέλαος.

Ο ¨πολιούχος¨ είναι ένας εγκάρδιος τύπος με γκρίζα μαλλιά και γένια που κοντεύει τα πενήντα και ανήκει στη γενιά των στρατιωτών του Φιλίππου. Λέγεται πως είναι πιο καλός στο να διοικεί πολίτες παρά στρατιώτες και γι αυτό ο Αλέξανδρος τον άφησε στη διοίκηση της πόλης των Σούσων. Φοράει έναν γαλαζωπό χιτώνα χωρίς τα διακριτικά του στρατηγού.

«Εντάξει», συνεχίζει, «πες μας τώρα ποια είναι η άποψη σου για όλα αυτά;»

«Κατά τη γνώμη μου», απαντά ο Εύελπις, «ορισμένες πρώτες, απλές παρατηρήσεις μπορούμε ήδη να τις κάνουμε:

images (8)

Πρώτον. Ο προφανής στόχος των δύο εισβολέων ήταν ο Καλλισθένης, ο οποίος συνήθως αυτήν την πρωινή ώρα επιθεωρεί τις εργασίες στο παλιό θησαυροφυλάκιο, περιφερόμενος χωρίς συνοδεία από τη μια αίθουσα στην άλλη. Την δική μου παρουσία σίγουρα την αγνοούσαν. Πράγματι, βρισκόμουν εκεί επειδή ο Καλλισθένης με προσκάλεσε την τελευταία στιγμή, για να μου δείξει νέους τρόπους καταγραφής και ορισμένα αντικείμενα.

Πάντως δεν μπορούμε να αποκλείσουμε και το ενδεχόμενο να προσπάθησαν να μπουν στην ¨αίθουσα των Ελλήνων¨ νομίζοντας ότι είναι άδεια από προσωπικό και αγνοώντας ότι θα έπεφταν απάνω μας. Σε αυτή την περίπτωση πρέπει να δούμε τι μπορεί να υπάρχει εκεί που θα μπορούσε να ενδιαφέρει τους δύο εισβολείς.

Δεύτερον. Ο τρόπος με τον οποίο μπήκαν στον φρουρούμενο χώρο είναι κάτι που πρέπει να διερευνήσουμε άμεσα, αν και…»

«Διέταξα ήδη την ανάκριση των φρουρών της εισόδου του Θησαυροφυλακίου και εκείνων της Πύλης των Ανακτόρων», τον διακόπτει ο Μάζαρος.

Ο-ισχυρότεροσ-ήρωας-των-Αχαιών-Ἀχιλλεὺς-οἶος-ἐπὶ-Τρώεσσι-μαχεῖται-22

Ο φρούραρχος Μάζαρος, ένας από τους συνομήλικους του Αλέξανδρου εταίρους, είναι ένας κλασικός γεροδεμένος στρατιωτικός με τετράγωνο σαγόνι και κοντοκουρεμένα καστανά μαλλιά. Φοράει την ελαφριά πανοπλία του διοικητή (δερμάτινο θώρακα και κοντό σπαθί) και είναι ο πιο φανερά ανήσυχος από τους τρεις. Ξέρει ότι η  απόπειρα αποτελεί μια σοβαρή ένδειξη κακής φρούρησης του πιο ευαίσθητου σημείου των ανακτόρων, όπως ξέρει επίσης ότι η ασφάλεια των θησαυρών είναι πιο σημαντική ακόμη και από την προστασία της αρτιμέλειας των βασιλικών ομήρων-φιλοξενούμενων.  

«Η ανάκριση που ήδη διέταξες Μάζαρε είναι απαραίτητη», συγκατανεύει ο Εύελπις, «αν και φοβάμαι ότι δε θα αποδώσει. Ακόμη και αν οι εισβολείς δωροδόκησαν ή παραπλάνησαν τους φρουρούς και διείσδυσαν στο εσωτερικό μεταμφιεσμένοι σε καταγραφείς, το βρίσκω λίγο δύσκολο να άλλαξαν ενδυμασία, να μαυροφορέθηκαν  και να εξοπλίστηκαν με μάχαιρες μέσα στο Θησαυροφυλάκιο.  Πάντως ακόμη κι αυτό δεν αποκλείεται, γιατί την παλιά πτέρυγα δεν την έχουμε πλήρως αποτυπώσει και ενδέχεται να υπάρχουν μυστικοί χώροι που αγνοούμε, για να μη πω ότι είναι πιθανό να υπάρχουν ακόμη και μυστικά περάσματα που να την ενώνουν με το παλάτι».

«Θα αναθέσω αμέσως λεπτομερή έρευνα όλων των χώρων και των δύο πτερύγων», λέει ο Μάζαρος και κάνει να ανασηκωθεί.

«Μιλάμε για το θησαυροφυλάκιο», τον συγκρατεί με μια κίνηση του χεριού του ο Αρχέλαος. «Πρέπει να αναθέσεις την έρευνα σε απολύτως έμπιστα πρόσωπα που θα διαλέξεις προσεκτικά».

Ο Εύελπις ανακεφαλαιώνει: «Ψάχνουμε για χώρους που χρησιμοποιήθηκαν ως ορμητήριο από τους εισβολείς, σε περίπτωση που αυτοί διείσδυσαν απ’ έξω και ψάχνουμε επίσης για τυχόν μυστικά περάσματα που να οδηγούν ως εδώ από άλλα σημεία των ανακτόρων. Αυτά, εάν υπάρχουν, θα είναι σίγουρα παραλλαγμένα και θα είναι δύσκολο να τα βρούμε, αλλά σίγουρα πρέπει να προσπαθήσουμε. Εάν κρίνετε ότι κάτι τέτοιο μπορεί να είναι χρήσιμο, μπορώ να σας δώσω και έναν έμπειρο τέκτονα μηχανικό που να βοηθήσει στην έρευνα».

«Σύμφωνοι», αποδέχεται ο Μάζαρος.

Ο Αρχέλαος απευθύνεται στον Εύελπι: «Άλλο;»

«Ναι, ψάχνουμε την ταυτότητα των δολοφόνων. Ο γιατρός ο Φίλιππος, ο πιο αρμόδιος σ’ αυτά τα θέματα απ’ όσους διαθέτουμε, εξέτασε ήδη τα σώματα των νεκρών, αλλά δεν κατέληξε με σιγουριά σε ποια φυλή ανήκουν. Τα χαρακτηριστικά των προσώπων τους δεν παρουσιάζουν κάποια ιδιαιτερότητα. Σκούρα σπαστή κόμη με λευκό δέρμα βρίσκεις τόσο ανάμεσα στους Πέρσες όσο και ανάμεσα στους Έλληνες. Η ενδυμασία και τα όπλα που χρησιμοποίησαν είναι σίγουρα τοπικής κατασκευής, αλλά δεν είναι δύσκολο να προμηθευτεί κανείς τέτοια».

«Κατά τη διάρκεια της επίθεσης δεν άρθρωσαν λέξη;» ρωτάει ο Μάζαρος.

«Πέρα από κάποιες άναρθρες κραυγές και βογγητά, όχι».

«Μια στιγμή… Γιατί πρέπει να είναι Έλληνες; Υποπτεύεσαι συνωμοσία; » αντιδρά ο Αρχέλαος.

«Απλά δε νομίζω ότι, με τα λίγα που γνωρίζουμε αυτή την στιγμή, είμαστε σε θέση να αποκλείσουμε οτιδήποτε».

«Ίσως θα πρέπει να δείξουμε τα πρόσωπά τους, των λείψανων εννοώ, στους στρατιώτες της φρουράς πριν αλλοιωθούν. Να μάθουμε αν κάποιος τους γνωρίζει», λέει ο Μάζαρος.

«Όχι», διαφωνεί ο Αρχέλαος, «αν το κάνουμε, θα δημιουργηθεί η  εντύπωση ότι οι ένοχοι μπορεί να είναι έλληνες, το θέμα θα μεγαλοποιηθεί ακόμη περισσότερο και θα αρχίσουν να κυκλοφορούν διαβρωτικές φήμες  για έριδες και συνωμοσίες μέσα στο στράτευμα. Δε νομίζω ότι συμφέρει κάτι τέτοιο, τι λες Εύελπι;»

Ο Εύελπις κουνάει το κεφάλι του καταφατικά. Όμως τον απασχολεί κάτι άλλο.

images (11)

«Επειδή, πράγματι, το πιθανότερο είναι να έχουμε να κάνουμε με Πέρσες που αισθάνονται  προσβεβλημένοι και οργισμένοι γιατί οικειοποιηθήκαμε, όχι μόνο τους θησαυρούς της αυτοκρατορίας τους, αλλά ίσως και -όπως σωστά λέει ο Καλλισθένης- κάποια αντικείμενα που αποτελούν γι αυτούς ανεκτίμητα, ιερά σύμβολα, και επειδή αυτοί οι Πέρσες στην απεγνωσμένη εισβολή τους στο θησαυροφυλάκιο δε μπορεί παρά να είχαν βοήθεια και συμπαράσταση από τους συμπατριώτες τους που εξακολουθούν να διαμένουν στα ανάκτορα, νομίζω ότι πρέπει να ανακρίνουμε τους σημαντικότερους από τους ένοικους του βασιλικού Μεγάρου».

Οι δύο συνομιλητές του Εύελπι σιωπούν για λίγο.

«Ξέρεις ποιες είναι οι εντολές», λέει ο Μάζαρος. «Πλήρης σεβασμός, διακριτική περιφρούρηση, αλλά και συνεχής προστασία της ασφάλειάς τους».

«Για το εάν θα γίνουν οι ανακρίσεις, που κι εγώ θεωρώ απαραίτητες και, κυρίως, για το πώς θα γίνουν αυτές», παρατηρεί ο Αρχέλαος, «αρμόδιος να αποφασίσει είναι ο Καλλισθένης. Αυτός έχει αναλάβει την εποπτεία της οικογένειας του Δαρείου.  Θα ήθελα την άποψή του. Τι είπε ο Φίλιππος; Πότε θα είναι σε θέση να μας μιλήσει;»

«Ο Φίλιππος του έχει δώσει μια ισχυρή παυσίπονη ουσία. Φοβάμαι ότι για αρκετές ώρες δε θα συνέλθει. Το πιθανότερο είναι ότι δε θα μπορέσουμε να μιλήσουμε μαζί του πριν από αύριο».

«Εάν ο Καλλισθένης συμφωνήσει, αισθάνεσαι σε θέση να αναλάβεις αυτές τις ανακρίσεις;», επιμένει ο Αρχέλαος.

«Θα προσπαθήσω».

«Εντάξει. Και με τον Αβουλίτη, που τον έχουμε αφήσει να παίζει το ρόλο του σατράπη τι θα κάνουμε; Νομίζετε ότι πρέπει να τον ενημερώσουμε για τα συμβάντα ή να τον ανακρίνουμε κι αυτόν, όσο, τέλος πάντων, διακριτικά χρειάζεται;»

***

Η συζήτηση κράτησε αρκετή ώρα ακόμη. Η μέρα τελειώνει, όταν ο Εύελπις ξαναβγαίνει στην εσωτερική αυλή και κατευθύνεται προς το παρακείμενο διαμέρισμα του  προϊσταμένου του, όπου έχει μεταφερθεί ο τραυματίας Καλλισθένης. Η ατμόσφαιρα έξω έχει πάρει μια κοκκινωπή απόχρωση, αλλά η ορατότητα είναι ακόμη καλή.

Στην αυλή ο κόσμος έχει πια αισθητά αραιώσει. Οι περισσότεροι από τους ταξινομητές και τους εκτιμητές έχουν φύγει. Ο Αρχέλαος αποχωρεί τώρα έφιππος, συνοδευόμενος από την ένοπλη συνοδεία του. Ο Μάζαρος, που έχει επίσης βγει έξω, δίνει συμπληρωματικές οδηγίες στους επικεφαλής της φρουράς των θησαυροφυλακίων. Εκείνο που δεν υπήρχε νωρίτερα, αλλά τώρα κυριαρχεί στο κέντρο της αυλής είναι μια μεταφορική αρμάμαξα με δύο άλογα, δίπλα στην οποία μία γυναίκα και δύο άντρες κουβεντιάζουν, παρατηρώντας ταυτόχρονα την έξοδο από τα δώματα της φρουράς. Ένας από τους άνδρες, μόλις βλέπει τον Εύελπι τρέχει προς το μέρος του, ενώ, πιο συνεσταλμένα, πλησιάζει και το ζευγάρι.

Ο Εύελπις αναγνωρίζει πρώτα τον Οινοκράτη και αμέσως μετά και τους άλλους δύο. Πρόκειται για τον Ευρυμέδοντα, έναν ευσυνείδητο Θεσσαλό, συνεργάτη της ομάδας του Καλλισθένη και -μα τι στην ευχή μπορεί να κάνει εδωπέρα;- για μια από τις μικρές ακολούθους της Θαΐδας.   

images (1)

(συνεχίζεται…)

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , | Leave a Comment »

Ιστορικό μυθιστόρημα υπό εκπόνηση. Στο οινομαγειρείο της Βαβυλωνίου Πύλης

Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 22 Αυγούστου, 2015

Μέρος Β΄ Κεφάλαιο έβδομο. Όπου η αιρετική αυτοσχέδια χαχόμα επιδρά κάπως διαφορετικά από τη γνήσια.


3C91DAAFDECEB72731FD21EE1DC07A7B

Το ¨Οινοποτείον μετά Τραγημάτων[1] ¨Η Ωραία Πατρίς¨ βρίσκεται κοντά στα τείχη, στη βορειοδυτική άκρη της πόλης των Σούσων. Συγκεκριμένα η πρόσοψή του βλέπει σε μια μικρή πλατεία με κρήνη και περιστέρια, ακριβώς απέναντι από την Πύλη που οδηγεί προς τη Βαβυλώνα.

Ένας καπάτσος Κορίνθιος, αφού κατάφερε να πάρει τη σχετική άδεια στο άψε σβήσε, έχει μετατρέψει ένα εγκαταλειμμένο οίκημα (παλιότερα τμήμα του χώρου προσωρινής αποθήκευσης των εμπορευμάτων που μπαινοβγαίνουν στην πόλη) σε ένα κοινωφελές (αλλά κυρίως επωφελές για τον ίδιο) μη κυβερνητικό ίδρυμα, αφιερωμένο στον Διόνυσο τον Μετανάστη, τους πιστούς και τους συμπαθούντες του.

Απ’ ότι θα μπορούσε να συμπεράνει κανείς από την περιποιημένη είσοδο και τις έγχρωμες ζωγραφιές που την κοσμούν, το ¨Οινοποτείον¨ τα πάει εξαιρετικά καλά. Οι γαστρονομικές του δραστηριότητες έχουν απ’ ό, τι φαίνεται επεκταθεί και οι αλλεπάλληλες πρόσθετες επιγραφές κάτω από την επωνυμία του καταστήματος, δίνουν στους υποψήφιους πελάτες χρήσιμες συμπληρωματικές πληροφορίες, όπως:

¨Οίνοι ημέτεροι άρτι αφιχθέντες εξ Ελλάδος¨,

¨Και τοπικούς οίνους, επιλεγμένους έχομεν¨,

¨Διαθέτομεν πρωϊνόν Ακρατισμόν[2], μεσημβρινόν Άριστον[3] και εσπερινόν Δείπνον¨,

¨Γέυσεις ελληνικαί παραδοσιακαί¨,

¨Ποικιλία αρτυμάτων[4]¨,

¨Πεπλατισμένοι άρτοι μετά βραχέων οβελιδίων οπτού κρέατος δια τους ταξιδιώτας¨,

¨Μέλας ζωμός κατόπιν παραγγελίας¨,

¨Εις το βάθος εσωτερική αυλή θερινής χρήσεως μετά σκιάστρου¨.

¨Τιμαί ασυναγώνισται¨,

Σε μια γωνιά της πρόσοψης, έχει προστεθεί μία ακόμη επεξήγηση, αυτήν τη φορά σε σφηνοειδή γραφή, η οποία κρίθηκε απαραίτητη για να αποφεύγονται εγκαίρως τυχόν παρεξηγήσεις. Έλεγε πάνω κάτω τα ακόλουθα:

¨Πολυπολιτισμική πολιτική: Ευπρόσδεκτοι Πέρσες και λοιποί γηγενείς.

Απελεύθεροι: Δεκτοί εάν φέρουν τα κατάλληλα διακριτικά.

Δούλοι: Δεκτοί μόνον εάν συνοδεύονται¨.

9033

Περιττό να πούμε ότι οι άνδρες της ελληνικής φρουράς που υπηρετούν στην Πύλη προς την Βαβυλώνα, είναι ενθουσιασμένοι από το μαγαζί που λειτουργεί τόσο κοντά στις εγκαταστάσεις τους, και δεν παραλείπουν να το επισκέπτονται όσο συχνά τους επιτρέπει η άσκηση των λοιπών τους καθηκόντων.

Πολλοί είναι και οι ευκαιριακοί θαμώνες, δηλαδή οι ταξιδιώτες που προέρχονται από την Βαβυλώνα και άλλες πόλεις του Βορρά, οι οποίοι σταματούν εδώ για να ξαποστάσουν από την κούραση της διαδρομής και να μαζέψουν χρήσιμες πληροφορίες πριν μπουν στο εσωτερικό της πόλης.

Έτσι, όταν ο Οινοκράτης και ο στρογγυλός του συνεργάτης ο Χοντρόης φτάνουν στο ¨Οινοποτείον¨ γύρω στην ώρα του μεσημεριού, οι πάγκοι και τα υπόλοιπα καθίσματα της αίθουσας είναι ήδη γεμάτα πελάτες και με δυσκολία καταφέρνουν να βρουν δυο σκαμνιά και ένα μικρό τετράγωνο τραπέζι.

fishplate1

Εκείνο το πρωί οι δύο υπηρέτες είχαν αποφασίσει ότι σήμερα, προκειμένου να αποκρυπτογραφήσουν με ασφάλεια τις δυνατότητες του προϊόντος των πειραμάτων τους, θα υποδύονταν τους εξής ρόλους: Ο Οινοκράτης θα ήταν έμπορος προερχόμενος από την Μεγάλη Ελλάδα και ο Χοντρόης θα ήταν ο ντόπιος δούλος-διερμηνέας του. Με αυτές τις ιδιότητες θα επισκέπτονταν αυτόν τον δημοφιλή νέο ιδιωτικό ¨ναό του Διονύσου¨ που είχε ανοίξει στα βόρεια τείχη, όχι πολύ μακριά από το σπίτι.

Έβαλαν λοιπόν στους σάκους τους από ένα καλοταπωμένο γυάλινο φιαλίδιο έκαστος, (γεμάτο με την αιρετική Χαχόμα, που είχε πλέον κατακαθίσει και είχε πάρει μια διαυγή χρυσαφιά απόχρωση),  έβαλαν στα κεφάλια τους ο μεν Οινοκράτης έναν πλατύγυρο πέτασο κατεβασμένο ως τα φρύδια ο δε Χοντρόης ένα φρυγικό σκούφο και ξεκίνησαν σε αναζήτηση του κατάλληλου πότη/δοκιμαστή.

ancient_food_1.aspx

Στο εσωτερικό του οινοποτείου αιωρούνται βαριές μυρουδιές με αποτέλεσμα ο Χοντρόης να στραβομουτσουνιάσει, σε αντίθεση με τον Οινοκράτη που τις βρίσκει απολύτως του γούστου του και χαμογελάει κατευχαριστημένος. Μετά απλώνει το χέρι του και συλλαμβάνει μια διερχόμενη μελαχρινή σερβιτόρα.

«Ρεβίθια με ψιλοκομμένο φρέσκο κρεμμυδάκι, ελιές και δύο σκύφους άωτους[5] λευκό κρασάκι από τα νησιά. Γάρο[6] έχετε;»

«Οινόγαρο και ελαιόγαρο. Αλλά τα ψαράκια έχουν έρθει αλατισμένα από κάτω, από τον κόλπο των Περσών».

«Σίγουρα δεν είναι ποταμίσια;»

«Όχι, θαλασσινά».

«Τότε μία και μία. Καν’να πιτσουνάκι έχει;»

«Της πλατείας», η σερβιτόρα του δείχνει προς τη μικρή πλατεία έξω απ’ το κατάστημα, όπου φτεροκοπάει μια παρέα από συγγενείς του εδέσματος, «αλλά», συμπληρώνει, «μαγειρεμένα με παλιά Συβαρίτικη συνταγή».

«Περίφημα», ενθουσιάζεται ο Σικελός. «Βάλε κι απ’ αυτά∙ από δύο σε κάθε δίσκο».

image041

«Τρώγε Ευτραφή γιατί θα χάσεις το ¨εύσχημον¨, που στην περίπτωσή σου είναι το ¨σφαιρικόν¨ με αποφύσεις. Σήμερα κερνάω εγώ.

Κι αν ακόμα την έχουμε πατήσει με την Χαχόμα σου, να μας μείνει τουλάχιστον ένα καλό φαγοπότι εκτός υπηρεσίας».

Ο Χοντρόης περιφέρει το βλέμμα του στο θορυβώδες και ελαφρώς ομιχλώδες περιβάλλον.

«Άπαντα ταύτα άδειαν φέροντα εισί», αποφαίνεται συγκαταβατικά.

«Τι είπες;»

«Ένδειαν φέροντα;» τροποποιεί, όχι πολύ σίγουρος, ο Ασιάτης.

«Θα με τρελάνεις Χοντρόη. Σιγά μη φέρουν και μεταδοτικά νοσήματα. Εν-δι-α-φε-ρο-ντα  θέλεις να πεις, υποθέτω!»

«Ακριβώς! Οίτινα λέγεις ουκ διαφέροντα των υποθέτων λέγω και εγώ!», αποδέχεται ο ελληνομαθής Χοντρόης, που, όπου μπορεί, βάζει ολίγη από τελικόν νι.

«Καλά άσε», εγκαταλείπει ο Οινοκράτης.

dionisos

Οι δύο συνεργάτες (είναι κάπως πρόωρο να μιλήσουμε για φιλία, αλλά το μέλλον άδηλον), έχουν εκκαθαρίσει  πλέον το μεσημεριανό τους Άριστον, έχουν πιεί το περιεχόμενο των σκύφων τους (έτσι ώστε το ηθικό τους να πάρει την ανιούσα) και, ανταλλάσσοντας το κατάλληλο βλέμμα (πράγμα που στην περίπτωσή τους είναι μια μορφή επικοινωνίας αποτελεσματικότερη από τις άλλες), αποφασίζουν να προχωρήσουν στην (προσχεδιασμένη) δράση.

Μετά από αυτή την εξουθενωτική, όσο και κατατοπιστική πρόταση, δε μένει παρά να πούμε ότι τα δύο φιαλίδια με την απαστράπτουσα αιρετική χαχόμα έχουν ανασυρθεί από τους σάκους και έχουν τοποθετηθεί τώρα πάνω στο μικρό τραπέζι, ο δε Οινοκράτης ξεροβήχει, παίρνει βαθειά ανάσα και ετοιμάζεται να προκαλέσει το ενδιαφέρον των θαμώνων μιλώντας φωναχτά πάνω από τη γενική βαβούρα.

Τον εμποδίζει όμως η έλευση νέων πελατών που, ανασηκώνοντας το υφαντό παραπέτασμα της εισόδου, εισέρχονται τη στιγμή αυτή στο οινοποτείο. Είναι τρεις Έλληνες με ταξιδιωτική περιβολή, πιθανώς Μακεδόνες αν κρίνει κανείς από τις τεράστιες ¨καυσίες¨[7]που αφαιρούν από τα κεφάλια τους μπαίνοντας. Ο ένας είναι ογκώδης και προηγείται ανοίγοντας αυταρχικά δρόμο ανάμεσα στους πάγκους και τα τραπέζια, ο δεύτερος είναι νεότερος, ξανθωπός και κουτσαίνει ελαφρά παρά την ενισχυμένη σόλα στο αριστερό του σανδάλι και ο τρίτος, ένας κοντοκουρεμένος με μεγάλα αυτιά, τους ακολουθεί διερευνώντας ταυτόχρονα με το ανήσυχο βλέμμα του δεξιά κι αριστερά.

Ένας παχουλός αεικίνητος τύπος εμφανίζεται από την πόρτα που οδηγεί στην κουζίνα και απευθύνεται προς τους τρεις νεοφερμένους με ελαφρώς πελοποννησιακή προφορά.

«Από ’δω ευγενῐκοί μου πελάτες. Καλῐώς ήλθατε. Μικρέ, φέρε τρεις καρέκλῐες για τους κυρίους».

Οι τρεις βολεύονται σ’ ένα πρόσθετο τραπέζι, εκεί δίπλα, και παραγγέλνουν, ενώ στο μαγαζί επανέρχεται η συνηθισμένη βοή.

Ο Οινοκράτης ξεροβήχει, κορδώνεται ελαφρά για να αυξήσει την εμβέλεια της φωνής του και… ξαναμαζεύεται γιατί διαπιστώνει ότι η προσοχή του κοινού έχει τώρα προσελκυστεί από τρεις νεαρές, μια αυλητρίδα, μια κιθαρωδό και μια αοιδό, που περιβεβλημένες με κοντούς πτυχωτούς χιτώνες εμφανίζονται ως δια μαγείας σε μια μικρή εξέδρα στο βάθος της αίθουσας και αρχίζουν να εκτελούν τις τελευταίες αθηναϊκές μουσικές επιτυχίες.

minoan-ladies-in-blue-fresco-ca-1525-1450-bc

‘Όμως, ύστερα από λίγο, οι θαμώνες επιστρέφουν στις συζητήσεις τους και ο χαοτικός θόρυβος επιστρέφει στο σύνηθες μέσο επίπεδο, συν κάποιες αποχρώσεις από το μη περσικό μουσικό χαλί της τριάδας.

Αυτή τη φορά, η φωνή του Οινοκράτη ακούγεται δυνατή και μάλλον αγανακτισμένη πάνω από τη γενική βαβούρα.

«Μα όχι σου λέω, όχι. Αν αληθεύουν αυτά που μου λες είναι πολύ επικίνδυνο. Πρέπει να διαθέτεις όρχεις τετράγωνους και στόμαχο σιδηρούν για να το δοκιμάσεις!»

«Εν τούτοις λέγω υμίν ότι τούτο αποτελεί προϊόν διασταυρώσεως. Ούτω διαβεβαιούσασι ημάς οι παπαράξαντες γεωργοί», απαντά επίσης φωναχτά ο Ασιάτης. «Άμπελος εξ Ελλάδος υποποβληθείσα εις εμβόλιμον εμβολιασμόν γηγενούς φυτού!»

«Να τα λες όλα. Όχι απλώς ¨φυτού¨. ¨Μυστηριώδους φυτού¨, πες καλύτερα. Και δε ξέρουμε καν εάν είναι ντόπιο. Φημολογείται ότι προέρχεται από την μυστηριώδη Ινδία!»

Ο Οινοκράτης καθώς ξεφωνίζει τα παραπάνω, ρίχνει μια κλεφτή περιστροφική ματιά ολόγυρα και διαπιστώνει ότι εκτός από δυο-τρία κεφάλια που έχουν στραφεί ερωτηματικά προς  το μέρος τους με ύφος ¨τι έπαθαν αυτοί οι μαλάσσοντες και φωνασκούν;¨ οι υπόλοιποι μάλλον αδιαφορούν πανηγυρικά. Ωστόσο, παρατηρεί επίσης ότι τα ημικυκλικά φρύδια του συνδαιτυμόνα του ανεβοκατεβαίνουν, υποδεικνύοντας ότι, ακριβώς από πίσω, ο ένας από τους τρεις νεοφερμένους έχει στρίψει το κάθισμά του και τους παρατηρεί προσεκτικά.

Ο Οινοκράτης γυρίζει και αυτός πάνω στο στριμωγμένο του σκαμνί προς τον ξανθό Έλληνα της πλαϊνής συντροφιάς. «Καλά δε τα λέω αγαπητέ μου κύριε; Το εμπόριο έχει το ρίσκο του, δε λέω, αλλά το γουρούνι στο σακί καλό είναι να το αποφεύγουμε… έτσι δεν είναι;»

«Εσύ από πού είσαι;» Η ερώτηση προέρχεται από τον αυτιά με το ανήσυχο βλέμμα.

«Να σας συστηθώ», ανασηκώνεται ο Σικελός. «Κράτης, έμπορος Συρακούσιος. Από ’δω ο Ρόης, ο ντόπιος μεταφραστής μου∙ τον αγόρασα ευκαιρία αλλά κάνει αρκετά καλή δουλειά».

«Καλά το κατάλαβα», λέει ο αυτιάς στον ογκώδη, κάπως έτσι είναι η προφορά των ελληνικών στις Δυτικές Αποικίες. Βέβαια, μετράει και ποια είναι η μητρόπολη». Γυρίζει προς τον Σικελό: «Εσείς στις Συρακούσες  κατάγεστε από τους Κορίνθιους αν δεν κάνω λάθος, έτσι δεν είναι;»

«Ναι, βέβαια», λέει βιαστικά ο Οινοκράτης που δεν θέλει να χάσει τον έλεγχο της συζήτησης. Και προσθέτει:

«Με ποιους έχω την τιμή;»

«Έμποροι και εμείς», λέει κοφτά ο ξανθωπός, χωρίς να διευκρινίσει άλλο. Μετά προσθέτει: Αυτή η ιδέα της προσαρμογής της αμπέλου μέσω διασταυρώσεως είναι ενδιαφέρουσα. Και εάν οργανωθεί συστηματικά μπορεί να αποβεί…»

«Λίαν ποπωφελής» πάει να συμπληρώσει ο Χοντρόης, αλλά μια φάπα από τον Οινοκράτη του υπενθυμίζει ότι οι δούλοι δεν ανακατεύονται απρόσκλητοι στις συζητήσεις των αφεντικών.

«Όλα εξαρτώνται από τα αποτελέσματα των σχετικών προσπαθειών, ευγενικέ μου κύριε», λέει ο Σικελός στον ξανθωπό.

«Κι αν κατάλαβα καλά», επιμένει εκείνος, «αυτό που έχετε εκεί είναι το τελικό προϊόν ενός τέτοιου πειραματισμού των ιθαγενών γεωργών».

«Βεβαίως!»

«Καλά, πότε πρόλαβαν;», παρεμβαίνει δύσπιστος ο αυτιάς.

«Α, οι προσπάθειες άρχισαν πριν από την εκστρατεία», επινοεί ο επινοητικός Οινοκράτης. «Για να ικανοποιήσουν τη ζήτηση από τη μεριά των χιλιάδων Ελλήνων μισθοφόρων που υπηρετούσαν κατά καιρούς τους τοπικούς άρχοντες, βασιλιάδες και σατράπηδες».

«Δε μου λες ω Κράτη», παίρνει τώρα το λόγο ο ογκώδης, τον οποίο απ’ ό, τι φαίνεται οι χρυσαφιές ανταύγειες των φιαλιδίων  δεν αφήνουν αδιάφορο, «εγώ ξέρω ότι οι Κορίνθιοι δεν φτιάχνουν μόνον καλό κρασί, ξέρουν και να το πίνουν. Τώρα, εκεί στις Συρακούσες, την ξεχάσατε την τέχνη της πόσης; Τι είναι αυτά που ακούμε; -τι ¨ακούμε¨, μας ξεκούφανες- φοβάσαι να πιείς από αυτό το δειγματάκι που έχεις εκεί πέρα;»

«Να πιώ; Α πα πα! ευγενικέ μου κύριε».

«Και τι θα έλεγες αν το δοκιμάζαμε εμείς», παίρνει το λόγο ο ξανθωπός χαμογελώντας, ενώ δυο μικροί άσωτοι και ευτράπελοι δαιμονίσκοι εμφανίζονται στιγμιαία στο βλέμμα του.

«Σε αυτήν την περίπτωση, εξ ίσου αγαπητέ μου κύριε, θα πρέπει να δηλώσετε μεγαλοφώνως ότι το πίνετε με δική σας πρωτοβουλία και ευθύνη», διευκρινίζει ο προνοητικός Οινοκράτης.

Ο Ξανθός απλώνει το χέρι του και παίρνει τα δύο φιαλίδια από το τραπέζι των δύο, ας πούμε διστακτικών, εμπόρων και μετά δίνει το ένα στον μετρίως γιγαντιαίο συνοδό του.

«Κάνθαρε, για κάνε μια δήλωση».

image269

Ο ογκώδης σηκώνεται όρθιος, ενώ ο αυτιάς, που επίσης σηκώνεται, αρχίζει να χτυπάει παλαμάκια. Μερικοί από τους θαμώνες γυρίζουν προς το μέρος τους.

«Ο πατριώτης από ’δω», αρχίζει ο Κάνθαρος με βροντερή φωνή, «έχει κρασάκι ανάμικτο, ελληνικό και ντόπιο, και φοβάται να το δοκιμάσει γιατί του είπανε, λέει, κάτι για ασιατικά μυστήρια και τα τοιαύτα! Ας γελάσω, χα, χα, χα! Εγώ λέω να του το δοκιμάσουμε εμείς, τι λέτε;»

«Ναι», «ναι», «δώσε» «βάλε», απαντούν κάποιοι, ενώ όλο και περισσότεροι προσέχουν το εν εξελίξει χαριτωμένο επεισόδιο.

Ο ξανθωπός κάνει ένα παρακινητικό νεύμα στον σχεδόν τεράστιο και εκείνος σηκώνει το φιαλίδιο και πίνει μια γερή γουλιά.

Για μια στιγμή μένει ακίνητος. Μετά ανοίγει διάπλατα τα μάτια του όπου ένας προσεκτικός παρατηρητής θα διέκρινε δύο κοχλιοειδείς όφεις να περιστρέφονται βουστροφηδόν. (Ας σημειώσουμε όμως ότι οι προσεκτικοί παρατηρητές σπανίζουν αυτήν τη στιγμή στο οινοποτείο). Μετά, ένα όλβιο χαμόγελο απλώνεται στο πρόσωπό του.

 Ύστερα ομιλεί και λέει με πειστική μακαριότητα:

«Με λένε Κάνθαρο και είμαι καλά!»

Αυτές οι λέξεις και κυρίως το ευτυχές ύφος του συντρόφου του, οδηγούν τον αυτιά με το ανήσυχο βλέμμα στο να ξεπεράσει τους έμφυτους ενδοιασμούς του και να αρπάξει το φιαλίδιο από το χέρι του Κάνθαρου.

«Υγιαίνομεν», λέει και κατεβάζει μια επίσης ικανοποιητική δόση.

«Εις υγείαν», του απαντούν οι από κάτω.

Αυτή τη φορά δεν είναι αναγκαίοι οι τυχόν προσεκτικοί παρατηρητές. Οποιοσδήποτε μπορεί να δει τα ώτα του αυτιά, τα οποία, αφού πρώτα πέσουν σαν μαραμένα φύλλα, αρχίζουν να ανασηκώνονται αργά, ως ιστία αποπλεούσης τριήρους, κοκκινίζοντας όλο και πιο έντονα.

«Είμαι ο Σωσίβιος», αναφωνεί το άλικο ιστιοφόρο. «Μέχρι στιγμής ήμουν ανήσυχος και ανιχνευτικός σωματοφύλακας. Τώρα είμαι απλώς αλλού!»

Οι καταπόσεις έχουν πλέον τραβήξει το ενδιαφέρον ολόκληρης της αίθουσας.

Μερικοί χειροκροτούν, άλλοι ποδοκροτούν, άλλοι απλώς επιδοκιμάζουν, άλλοι πάλι, θέλουν να δοκιμάσουν κι αυτοί. Μια παρέα νεαρών στο βάθος αρχίζει να φωνάζει χορηδόν: «Κέ-ρα-σμα, κέ-ρα-σμα!»

Ο ανοιχτόχρωμος νεαρός μοιάζει να έχει μια ιδέα. Κάνει νόημα στον κάπελα που έχει εμφανιστεί στην πόρτα της κουζίνας για να δει τι τρέχει, και καθώς αυτός πλησιάζει του παραγγέλνει μια μεγάλη γαβάθα κρασί, την πιο μεγάλη που διαθέτει, και μια κουτάλα.

«Έγινῐε», απαντάει εκείνος και εξαφανίζεται προκειμένου να επιστρέψει σε λίγο κρατώντας με τη βοήθεια ενός σερβιτόρου ένα είδος γαλατικής χύτρας γεμάτης με αραιωμένο κοκκινέλι.

Ο ξανθωπός στηρίζεται στο τραπέζι και σηκώνεται όρθιος. Ύστερα κάνει δύο πράγματα στη σειρά:

Πρώτα απευθύνεται στο κοινό του οινοποτείου.

«Κέρασμα θέλετε; Εντάξει, κάτι μπορεί να γίνει!»

Ξεταπώνει το φιαλίδιο που κρατάει ο ίδιος και το σηκώνει ψηλά, έτσι ώστε να θαυμάσουν όλοι τις χρυσαφιές του ανταύγειες∙ μετά το αναποδογυρίζει στη χύτρα. «Πιάσε την κουτάλα, ανακάτεψέ το καλά και γέμισέ τους τα ποτήρια», λέει στον κάπελα.

Από κάτω σηκώνεται αν όχι μια θύελλα, τουλάχιστον μία βροχή επιδοκιμασιών και εγκρίσεων.

Ύστερα ο νεαρός παίρνει από τα χέρια του αποσβολωμένου Σωσίβιου το φιαλίδιο με την εναπομείνασα αιρετική Χαχόμα και το κατεβάζει μονοκοπανιά, σα να ήταν σκυθική ¨βότακα¨.

Αισθάνεται τα μάτια του να διαστέλλονται. Για μια στιγμή αισθάνεται κάτοχος του απώτερου νοήματος της Ζωής και του Σύμπαντος και των Πάντων, αλλά δυστυχώς δεν διαθέτει τις κατάλληλες λέξεις για να κοινοποιήσει αυτήν την στιγμιαία ενόραση στους συνανθρώπους του. Ωστόσο τον καταλαμβάνει μια έντονη ανάγκη να δηλώσει κάτι, οτιδήποτε, ο, τι του έρχεται πρώτο στο στόμα:

«Είμαι ο Άρπαλος και από μένα μπορείτε να τα περιμένετε όλα» λέει. «Πράγματι, είμαι εδώ, στα Σούσα για να συμμετάσχω σε μία συνομωσία!»

Εάν οι συνθήκες που επικρατούν αυτήν τη στιγμή στο εσωτερικό του οινοποτείου ήταν φυσιολογικές, ίσως κάποιος να αντιδρούσε σε αυτές τις δηλώσεις και να υπέβαλε στον δηλωσία κα’να διευκρινιστικό ερώτημα, του τύπου:

¨Συγγνώμη κύριε Άρπαλε, για ποια συνομωσία είπατε;¨

ή ακόμη και:

¨Μα, είστε ο Άρπαλος του Μαχάτα; το γνωστό μέλος του στενού κύκλου του βασιλιά Αλέξανδρου;¨

Όμως οι θαμώνες είναι απασχολημένοι, άλλοι να σχηματίζουν μια διεκδικητική θορυβώδη ουρά μπροστά στη χύτρα και άλλοι να γεμίζουν και να καταναλώνουν ήδη το μείγμα που τους προσφέρει ο εστιάτορας με την κουτάλα. Αυτοί οι τελευταίοι δεν αποσβολώνονται, δεδομένου ότι η Χαχόμα που καταπίνουν είναι αρκούντως αραιωμένη (θα πέσουν ξεροί λίγο αργότερα), αλλά επιδίδονται σε μια σειρά απρόβλεπτων όσο και αυθόρμητων συμπεριφορών που επαυξάνει κατακόρυφα το γνωστό χάος του οινοποτείου.

Ωστόσο, υπάρχει τουλάχιστον ένας που παρατηρεί εξεταστικά τις εξελίξεις. Πρόκειται φυσικά για τον Οινοκράτη, ο οποίος δεν παρατηρεί μόνον, αλλά και κρατάει σημειώσεις. Για να τα καταφέρει χρησιμοποιεί μια πλακέτα αλειμμένη με κερί γραφής (που έβγαλε απ’ το σάκο του) και το μικρό στιλέτο με τη βοήθεια του οποίου ξεκοκάλιζε πριν λίγο τα πιτσουνάκια.

Στην πλακέτα έχει ήδη αναγράψει τα εξής:

Κατάποση αμιγούς αιρετικής χαχόμας από τρεις εθελοντές:

Ποσότης: Λίγοι κυβικοί δάκτυλοι έκαστος (περίπου ένα τρίτο του φιαλιδίου).

Ορατές  επιπτώσεις:

α. Αποσβόλωση; ναι

β. Απουσία από τα εδώ δρώμενα και προσωρινή μετάβαση σε άγνωστες σφαίρες της ύπαρξης; πιθανόν

γ. Παραληρηματικές ανακοινώσεις; μάλλον

δ. Επαληθ…

Σε αυτό ακριβώς το σημείο συνειδητοποιεί τις δηλώσεις του τρίτου εθελοντή πότη, που μόλις άκουσε. Ανασηκώνει το κεφάλι του και κοιτάζει τον προσωρινά αποχαυνωμένο.

Μα ναι, αυτό το όνομα το έχει ξανακούσει. Άρπαλος! Το αναφέρει που και που ο Εύελπις. Συχνά με απέχθεια και ακόμη πιο συχνά με περιφρόνηση. Μα δεν είναι ο χωλός φίλος του Αλέξανδρου, αυτός που ήταν μπλεγμένος σε ένα μεγάλο οικονομικό σκάνδαλο;

Μα ναι, αυτός είναι!

Τι θέλει άραγε εδώ πέρα και μάλιστα υποδυόμενος τον έμπορο;

Αλλά… είπε, (δεν είπε;) και κάτι για μια συνομωσία που εξυφαίνεται…

Ο Οινοκράτης μαζεύει βιαστικά τα πράγματά του και λέει ψιθυριστά στο αυτί του Χοντρόη: «Δικέ μου, πρέπει να φύγω αμέσως. Συμβαίνει κάτι σημαντικό και πρέπει να ειδοποιήσω τον Εύελπι. Πληρώνω το λογαριασμό και έφυγα. Εσύ μείνε και παρατήρησε προσεκτικά τι θα γίνει στη συνέχεια. Θα μου τα πεις αναλυτικά στο σπίτι».

«Έσο ήσυχος» του απαντά καθησυχαστικά ο Ασιάτης. «Παπαρατηρήσω πάπαντα»

king-of-wine1

Όπως θα έχετε παρατηρήσει και εσείς, ιστοριόφιλοι αναγνώστες, ο Χοντρόης έχει μια προφανή αδυναμία στις συλλαβές πα, και πο και πι, τις οποίες, ποιος ξέρει για ποιο λόγο, θεωρεί ως απαραίτητες συνιστώσες της ελληνικής γλώσσας. Δεν χάνει λοιπόν ευκαιρία να τις αρθρώνει, συνήθως ως διακοσμητικό αναδιπλασιασμό μπροστά από λέξεις που περιέχουν ένα τουλάχιστον πι και που τον εμπνέουν. (Ο Οινοκράτης πιθανολογεί ότι ο παλιότερος έλληνας αφέντης του Σφαιροειδούς, εκείνος κοντά στον οποίο έμαθε τα ελληνικά(;), πρέπει κατά κάποιο τρόπο να τραύλιζε).

Απόψε όμως ο Χοντρόης δεν έχει ανάγκη από τέτοιες λέξεις-αφορμή προκειμένου να εκφέρει μια ολόκληρη ακολουθία από πιποφόρα επιφωνηματικά, όπως:

«Πα πα πα πά!!!»,

«Πω πω πω πω!!!»,

καθώς και άλλα παραπλήσια.

Το θέαμα-ακρόαμα που μπορεί να απολαύσει όποιος, μη έχοντας υποστεί την επιρροή της αιρετικής Χαχόμα, είναι σε θέση να παίξει το ρόλο του (νηφάλιου) θεατή-ακροατή, είναι ομολογουμένως απολαυστικό!

Συγκεκριμένα:

Ορισμένοι θαμώνες, μόλις καταπιούν γουλιές από το κέρασμα, παρουσιάζουν την τάση να εξομολογηθούν αυθορμήτως τις στιγμιαίες έλξεις ή απωθήσεις που τους εμπνέει ο πλησιέστερος άλλος (ενδιαφέρον- αδιαφορία, συμπάθεια-αντιπάθεια, έλξη-απώθηση, κλπ. ). Όλα αυτά εκφέρονται ως επί το πλείστον με επιφωνήματα, τα οποία ως ευκόλως εννοούμενα, λέω να παραλείψω.

Αυτός ο άλλος όμως, ούτε κολακεύεται ούτε θυμώνει, αλλά διατυπώνει με τη σειρά του, όσο πιο φωναχτά μπορεί, την αντίστοιχη άποψή του στον προηγούμενο, εάν βέβαια αυτός είναι ακόμη εκεί και δεν έχει μετακινηθεί  ώστε να βρει κάποιον τρίτο για να του την πει κι αυτουνού με ειλικρίνεια και αυθορμητισμό.

Βέβαια η επιλογή του καθένα δεν είναι τελείως τυχαία, δεδομένου ότι, για παράδειγμα, οι απλοί φαλαγγίτες, προτιμούν να την πουν στους λοχίες και τους λοχαγούς τους.

Πάντως, σιγά σιγά, το πολυπληθές ανδρικό κοινό του οινοποτείου (με κάποιες βέβαια εξαιρέσεις) καταλήγει να εκφράζει τον ενδόμυχο και απαλλαγμένο αναστολών θαυμασμό του, συγκεντρωμένο γύρω από τις σχετικά λίγες σερβιτόρες και καλλιτέχνιδες του προσωπικού. Αυτές, αν και δεν έχουν πιει από τη χύτρα, ενθουσιάζονται από την αποψινή ανταπόκριση στην γοητεία τους και επιδίδονται σε ακραίους ακκισμούς και τσαλιμάκια.

Οι λικνιστικές αυτές κινήσεις δεν αργούν να μετατραπούν σε χορό, ο οποίος επίσης δεν αργεί να εξελιχθεί σε συλλογικό κωμικό χορόδραμα με τη συνοδεία αυτοσχέδιων κρουστών οργάνων (τραπέζια, σκαμνιά, πλάτες, γλουτοί ή κεφαλές παρακειμένων συνδαιτυμόνων).

Οι μόνοι που δεν συμμετέχουν είναι οι τρεις έλληνες που έχουν πιει την αναραίωτη Χαχόμα, οι οποίοι έχουν μεν καταρρεύσει  εξαντλημένοι στα καθίσματά τους, αλλά κάθε τόσο αναδεύονται και εξαπολύουν ψιθυριστά κάποια επιπλέον εξομολόγηση που δεν ακούγεται.

Σε μια στιγμή ένας αξύριστος σωματώδης οδοιπόρος πλησιάζει τον Χοντρόη και αρχίζει να του εκφράζει τον ανυπόκριτο θαυμασμό για την έλξη που ασκούν οι τέλειες ομόκεντρες καμπύλες του.

«Πα πα πα!» αντιδρά εκείνος και αποδρά ολοταχώς από το οινοποτείο, χάνοντας έτσι την τελική φάση του επεισοδιακού συμβάντος, η οποία δεν θα αργήσει να επέλθει:  Ενώ όλα δείχνουν ότι το παράξενο γλέντι θα εξελισσόταν σε ένα μεγαλοπρεπές αυτοσχέδιο όργιο, οι συμμετέχοντες αρχίζουν να πέφτουν ένας ένας σε ξαφνικό, βαθύ, ληθοφόρο λήθαργο, με τελικό αποτέλεσμα οι θηλυκές πρωταγωνίστριες να απομείνουν  ολομόναχες, μάλλον απογοητευμένες και επιπλέον με τον Κορίνθιο να τους φωνάζει ότι κάποτε επιτέλους πρέπει να μπει κάποια τάξη εκεί μέσα!

snap

[1] Τραγήματα: Μεζέδες, προσφάγια.

[2] Πρωϊνός Ακρατισμός: Ψωμί βουτηγμένο σε άκρατο (μη αραιωμένο) κρασί, συνηθισμένο ελληνικό πρωϊνό.

[3] Άριστον: Το μεσημεριανό γεύμα.

[4] Άρτυμα: Καρύκευμα, μυρωδικό.

[5] Σκύφοι άωτοι: Ευρύχωρα κωνικά ποτήρια χωρίς αυτιά-λαβές.

[6] Γάρος ή γάρον: Δημοφιλής κατά την αρχαιότητα σάλτσα, με βάση μικρά ψάρια διατηρημένη στο αλάτι και αραιωμένη με νερό, ή κρασί, ή λάδι.

[7] Καυσία: Ένα είδος αρχαιοελληνικού ¨σομπρέρο¨ (με την ίδια εξάλλου λειτουργία, την προστασία από τον ήλιο και τον καύσωνα) στο οποίο είχαν αδυναμία οι Μακεδόνες. Εξ αιτίας αυτού του καπέλου οι Πέρσες αποκαλούσαν τους Μακεδόνες  Yauna takabara , δηλαδή Έλληνες με καπέλα σε μέγεθος ασπίδας.

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , , | Leave a Comment »

Ιστορικό μυθιστόρημα υπό εκπόνηση. Άρπαλος

Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 17 Αυγούστου, 2015

Μέρος Β, Κεφάλαιο έκτο           

Όπου ενώ μια ακόμη άμαξα φτάνει στα Σούσα, ο Άρπαλος συλλογιέται…

 view_33_87035749

Αργά το πρωί εκείνης της ίδιας μέρας, καθώς ο Καλλισθένης και ο Εύελπις περιηγούνται τα άδυτα του θησαυροφυλακίου, καθώς ο Οινοκράτης και ο Χοντρόης εκτελούν τα χαχομικά τους πειράματα και καθώς η μεταφορική άμαξα με τον Ευρυμέδοντα και το Πουλχερίδιον κατευθύνεται με καθυστέρηση μόλις μιας νύχτας στην νότια είσοδο της πόλης των Κρίνων, στην βορειοδυτική πύλη, εκείνη στην οποία καταλήγει  η ¨βασιλική οδός¨ που έρχεται από την Βαβυλώνα, πλησιάζει ακόμη μια αρμάμαξα[1]. Είναι μια μεγάλη και καλοφτιαγμένη περσική κατασκευή, που την σέρνουν τρεις εύρωστοι ίπποι ζεμένοι με τον σκυθικό τρόπο.

Τρείς είναι και οι επιβάτες.

Ο ηνίοχος, κάτω από ένα υπερμέγεθες ψάθινο καπέλο στηριγμένο σε δυο επίσης τεράστια αυτιά, ξεφωνίζει παροτρύνσεις που, αν κρίνει κανείς από την αντίδραση των αλόγων, πρέπει να είναι αρκούντως εκνευριστικές. Τα άλογα εν τέλει εκτονώνονται καλπάζοντας προς τα μπρος, ενώ το κιτρινωπό τοπίο φεύγει γλιστρώντας γοργά προς τα πίσω.

Δίπλα του, αδιαφορώντας για τους θορύβους και τα σκαμπανεβάσματα,  λαγοκοιμάται ένας γίγαντας μετρίου (για γίγαντες) μεγέθους . 

Στο τμήμα των επιβατών της καρότσας βρίσκεται ο τρίτος της παρέας, ο νεότερος, με μαλλιά ανοιχτόχρωμα και μάτια επίσης κλειστά. Μόνο που αυτός δεν κοιμάται. Σκέφτεται. Τα ταξίδια του δημιουργούν πάντοτε σκέψεις, κυρίως απολογιστικές, ανασκοπητικές, αυτό-εξομολογητικές. Όταν ταξιδεύει τις αντέχει περισσότερο.

21-7

Είπα αυτό το ταξίδι να το κάνω ως άγνωστος μεταξύ αγνώστων. Στην περίπτωσή μου μαθαίνεις περισσότερα όταν οι άλλοι δεν ξέρουν ποιος είσαι…

Ποιος είσαι άραγε Άρπαλε;

Είσαι ο Άρπαλος ο γιος του  Μαχάτα, ο Ελιμιώτης από την Αιανή; Αυτός που ο Μαχάτας τον ήθελε Μαχάτα κι αυτόν, ένα μικρό είδωλο του εαυτού του, κι όταν είδε ότι  το βρέφος είχε το ένα ποδάρι κοντύτερο από τ’ άλλο και ούτε δρομέας, ούτε άλτης, ούτε παλαιστής, ούτε βέβαια καβαλάρης μαχητής θα γινόταν ποτέ, τον ξέχασε κι αδιαφόρησε ολότελα γι αυτόν;

Είσαι ο Άρπαλος, που αν δεν ήταν ο Αλέξανδρος, πιτσιρίκος κι αυτός τότε -μόλις λίγο μεγαλύτερός σου-, αν δεν ήταν ο Αλέξανδρος να σε προστατεύει από τις καζούρες και τα άγρια αστεία των άλλων αρχοντο- πιτσιρικάδων, αν δεν ήταν ο Αλέξανδρος να πατήσει πόδι και να πει: χωρίς αυτόν εδώ το μικρό μου φίλο, ούτε κι εγώ εντάσσομαι στους ¨βασιλικούς παίδες¨, αν δεν ήταν ο Αλέξανδρος, είναι σίγουρο πως θα σε εξαιρούσαν απ’ την αυλή του Φίλιππου και θα σ’ έδιωχναν χωρίς πολλές κουβέντες και δίχως βέβαια ο Μαχάτας να διαμαρτυρηθεί για την προσβολή! Αυτός ο Άρπαλος είσαι;

Την προσβολή! Χα! Τώρα που δεν είσαι πια ούτε παιδί ούτε αφελές μειράκιον, ξέρεις ότι οι ¨παίδες¨ της αυλής των βασιλέων δεν είναι μόνο προνομιούχα τέκνα των αρχόντων της επαρχίας που ανατρέφονται μαζί με τους διαδόχους για να προετοιμάσουν την αυριανή αυλή, αλλά, κυρίως, είναι όμηροι του άρχοντα που το παίζει βασιλιάς, έτσι ώστε οι ήσσονες  ισχυροί της περιφέρειας να μη του κουνιούνται και να μην τον αμφισβητούν.    

1270645791465_3

Μα όχι δικέ μου, εσύ είσαι ο Άρπαλος ο Μακεδόνας, ο ευπατρίδης, ο ταξιδεμένος, ο κολλητός του βασιλιά Αλέξανδρου!

Κολλητός; Δε θα ’λεγα. Όχι πια. Εκείνος δεν είναι πλέον εδώ, εκείνος είναι αλλού, εκείνος έχει πάει να κατακτήσει την οικουμένη. Δεν έχει καιρό πια για τον μικρό του φίλο. Τι κι αν φροντίζει να σου αναθέτει αρμοδιότητες και καθήκοντα. Χωρίς καν να σε ρωτήσει.

Παραπονιέσαι; Ναι, όταν είσαι μόνος σου, ή ακριβέστερα όταν ξεμένεις με τα χλωμά σου φαντάσματα, αυτά που, απρόσκλητα, σε συνοδεύουν και σε περιγελούν και σφυρίζουν σα φίδια στα αυτιά σου, τότε μπορεί και να παραπονιέσαι.

Κι όμως, εκείνος σου έδωσε τη μεγαλύτερη εξουσία μετά από τη δική του. Ίσως, στο μέλλον, ακόμα μεγαλύτερη κι απ’ τη δική του. Εκείνος είναι πολεμιστής και βασιλιάς, έχει στρατεύματα και υπουργούς και συμβούλους. Εσένα σου έδωσε το χρήμα, τον πλούτο, τον αμύθητο πλούτο της Ασίας. Ο Άρπαλος ο επί των χρημάτων!

Χρήματα! Θυμάμαι, έχουν περάσει μόλις λίγα χρόνια κι ας μοιάζουν αιώνες, που ήμουν στην Αθήνα, πριν ακόμη ξεκινήσει η εκστρατεία. Θυμάμαι ότι είχα βρεθεί εκεί ακολουθώντας την παραίνεση του Αριστοτέλη ότι  ¨η άγρα της γνώσης απαιτεί  κίνηση, θέλει ταξίδια¨. Κι εγώ είχα βαλθεί να σπουδάσω τη ζωή ταξιδεύοντας, έστω κούτσα κούτσα∙ και όπως είναι λογικό, ¨εξ Αθηνών άρξασθαι¨.

Οι Αθηναίοι είναι εκείνοι που περισσότερο από κάθε άλλον Έλληνα ξέρουν τη δύναμη και τα όρια του πλούτου. Θυμάμαι πόσο είχα γελάσει και πόσο είχα προβληματιστεί όταν στο θέατρο του Διονύσου είχα παρακολουθήσει ένα έργο για τον Πλούτο, γραμμένο από αυτόν τον παλιό θεομπαίχτη, τον Αριστοφάνη. Ο Πλούτος δεν ήταν παρά ένας θεός θεόστραβος, που καταλήγει πάντα στα χέρια των κακών και των ανάξιων.

Κάτι τέτοιο εξάλλου πιστεύαμε και όλοι εμείς (όλοι εσείς είναι ορθότερη διατύπωση), εμείς, η συντροφιά των ¨βασιλικών παίδων¨ του Φιλίππου, όταν συζητούσαμε για τη ζωή που μας περιμένει και τη στάση μας απέναντί της. Εσείς τον κόσμο θα τον κατακτούσατε με την τόλμη και την γενναιότητα στο πεδίο της μάχης, όπως οι ανένδοτοι Σπαρτιάτες τους οποίους ενδόμυχα θαυμάζετε. Εμένα οι Σπαρτιάτες θα με έριχναν στον Καιάδα και θα ξεμπέρδευαν. Το Χρήμα ήταν δευτερεύον. Το πολύ πολύ να μπουκώναμε μ’ αυτό τους μέτοικους των πόλεων για να κάθονται ήσυχοι και να μην συνωμοτούν.

Και όμως, τι ειρωνεία! Εδώ στην Ασία, ο τριφηλός πλούτος, το προϊόν, όπως και να το κάνουμε, της τόλμης και της γενναιότητάς σας, έρχεται να κατακάτσει στην αγκαλιά του Άρπαλου του Χωλού!

Θα έπρεπε να υποκλιθώ εδαφιαία όταν ο Αλέξανδρος με όρισε Ύπατο διαχειριστή των χρημάτων;  Θα έπρεπε να πέσω χάμω γονυπετής; Ή μήπως θα έπρεπε να ευχαριστήσω με τον περσικό τρόπο έρποντας στο δάπεδο; Δεν έκανα τίποτα απ’ όλα αυτά.. Ήμουνα συνεπής με τις δικές σας απόψεις για τον Πλούτο. Δεν τον υπερεκτιμούσα.

Θα έπρεπε ίσως να αρνηθώ; Δεν έκανα ούτε αυτό.

Έπρεπε να δοκιμάσω, να πειραματιστώ. Τι σόι εξουσία, τι σόι ικανοποίηση, τι σόι  πλήρωση και ευτυχία σου δίνει η κατοχή και η κατανάλωση του μεγάλου πλούτου.

Αποδέχτηκα το διορισμό, ενώ οι εσείς οι άλλοι ξεκινούσατε και πάλι ακάθεκτοι κυνηγώντας την ουρά της ιπτάμενης πτερωτής Νίκης στα πέρατα του κόσμου.

Έφερα εταίρες, έφερα κρασιά, έφερα ζώα και φυτά από τα πάτρια  εδάφη για να δω αν πιάνουν εδώ, έφερα και βιβλία, γιατί εκείνος, όταν θέλει να διαβάσει, σ’ εμένα απευθύνεται. Δεν αντέδρασε κανείς.

Έκανα συμπόσια και γλέντια και όργια που θα μείνουν ιστορικά, αλλά και πάλι, εκτός από κάτι πιστούς σκύλους, φανατικούς και αιθεροβάμονες σαν τον Καλλισθένη, που κάτι άρχισαν να σχολιάζουν και να διαμαρτύρονται, οι άλλοι μιλιά! Μερικοί χωριάτες της φάλαγγας με χειροκρότησαν κιόλας. Αυτός ναι, ξέρει να είναι κατακτητής, σιγανο-ψιθύριζαν μεταξύ τους.

Λένε ότι, όταν πήρα όσα τάλαντα μπόρεσα και την κοπάνισα για τα Μέγαρα, κι από κει -φυσικά- για την Αθήνα, ήταν το φιλαράκι μου ο Ταυρίσκος[2], ο κακός που με παρέσυρε.

Δεν είναι αλήθεια. Εγώ τον παρέσυρα γιατί χρειαζόμουν ένα βοηθό κι έναν παθιασμένο  συνένοχο που να κρατάει το ηθικό μου ψηλά. Γιατί, μα τον Δία, ο Ταυρίσκος όντας εκ γενετής  φτωχός και κακομοίρης λατρεύει το Χρήμα ανεπιφύλακτα. Να το έχει και να το ξοδεύει. Χωρίς φιλοσοφικές απορίες, ταλαντεύσεις και αμφιβολίες. Ελπίζω να το γλεντάει το μερίδιό του, αν και, εδώ που τα λέμε, άλλο η Ήπειρος, όπου έχει καταφύγει και άλλο η Αθήνα, όπου βρέθηκα τελικά εγώ.

Στην Αθήνα επιτέλους και πάλι. Στο κλεινόν άστυ, όπου γλεντούσα και γελούσα, καθώς σκεφτόμουν τα ¨επιγραμματικά¨ των ιστορικών του μέλλοντος: Αλέξανδρος ο μέγας Κατακτητής, Άρπαλος ο μέγας Άρπαγας! Ποια η διαφορά; Λίγοι δάκτυλοι μείον στο πόδι του δεύτερου.

Στην Αθήνα, γελώντας σαρκαστικά και περιμένοντας τις αντιδράσεις τους, την αντίδραση εκείνου…

Και μα τους Αρχιδαίμονες και τα μικρά δαιμόνια μαζί, εκείνος αυτή τη φορά αντέδρασε… Αλλά πώς;

Σάμπως επικήρυξε τον μεγάλο κλέφτη Άρπαλο που άρπαξε τα τάλαντα κι έφυγε; Σάμπως ζήτησε την έκδοσή του από τους άσπονδους φίλους του, τους Αθηναίους; Μήπως με εξόρισε δια παντός;

Τίποτα από όλα αυτά. Η τιμωρία που μου επέβαλε ήταν πρωτότυπη.

Με συγχώρεσε! Και όχι μόνον αυτό. Μου επέτρεψε να γυρίσω στα κατακτημένα βασίλεια. Σαν να μην συνέβαινε τίποτα… ή σαν να αδιαφορούσε πλήρως, ό, τι κι αν έκανα!

Μα τι, μα τον Ερμή τον Παμπόνηρο, πρέπει να κάνει κανείς για να τραβήξει επιτέλους την προσοχή; Ή εγώ την προσοχή δεν την αξίζω;

Αμ’ κάνετε λάθος φιλαράκια εταίροι, κι εσύ αλλοπαρμένε Καλλισθένη, αν νομίζετε ότι επιτηρώντας με θα με εξουδετερώσετε, Είμαι πάλι εδώ, με μεγαλύτερη όρεξη αυτή τη φορά. Να είστε σίγουροι ότι αργά η γρήγορα θα σας κάνω και πάλι να εκπλαγείτε.07dechirico

Την προηγούμενη νύχτα έβρεξε κι εδώ κι εκεί λούμπες νερό αντανακλούν τον πρωινό ήλιο. Πάντως, το τρί-ιππο αμάξι κυλάει γοργά προς τα Σούσα. Κατά πάσα πιθανότητα το μεσημέρι θα είναι εκεί.

*****

[1] Αρμάμαξα: Κλειστή άμαξα για επιβάτες ή φορτία.

[2] Η μόνη αναφορά στον Ταυρίσκο που βρήκα, βρίσκεται στην Αλεξάνδρου Ανάβαση του Αριανού (3ο βιβλίο, παρ.6η) και είναι η ακόλουθη: «ὀλίγον δὲ πρόσθεν τῆς μάχης τῆς ἐν Ἰσσῷ γενομένης ἀναπεισθεὶς πρὸς Ταυρίσκου ἀνδρὸς κακοῦ Ἅρπαλος φεύγει ξὺν Ταυρίσκῳ. καὶ ὁ μὲν Ταυρίσκος παρ᾿ Ἀλέξανδρον τὸν Ἠπειρώτην ἐς Ἰταλίαν σταλεὶς ἐκεῖ ἐτελεύτησεν».

(Συνεχίζεται… Στο επόμενο Μέρος Β΄ Κεφάλαιο έβδομο. Στο οινομαγειρείο της Βαβυλωνίου Πύλης)

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , | Leave a Comment »

Μυθιστόρημα υπό εκπόνηση. Μέρος Β, κεφάλαιο πέμπτο: Τα μάρμαρα , η εισβολή

Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 27 Ιουλίου, 2015

images (24)

Μέρος Β΄ Κεφάλαιο πέμπτο

Αφηγείται ο  Εύελπις (συνέχεια): Μάρμαρα, άλλα κλοπιμαία και μια ένοπλη εισβολή

Προχωρώντας προς την ¨Αίθουσα των Ελλήνων¨ είχα την ευκαιρία να ρωτήσω τον Καλλισθένη για κάτι άλλο, μια απορία που μου είχε δημιουργηθεί το πρωί, αλλά δεν είχα μέχρι στιγμής την ευκαιρία να του ζητήσω να μου την διευκρινίσει.

«Γιατί είπες στη Σισύγαμβρη ότι μπορεί να φύγεις; Υπάρχει τέτοιο ενδεχόμενο;»

Κοντοστάθηκε, έριξε μια ματιά γύρω, στο διάδρομο που αυτή τη στιγμή ήταν άδειος,  με κοίταξε προσεκτικά και έμεινε για λίγο σιωπηλός.

«Σήμερα το πρωί», μου είπε τελικά, «έλαβα μια επιστολή από τον Αριστοτέλη. Απαντά σε μια προγενέστερη δική μου, όπου τον ενημέρωνα για τα τελευταία γεγονότα, την προέλαση του στρατεύματος, την πτώση των περσικών μητροπόλεων και τη γενικότερη κατάσταση που επικρατεί εδώ. Ο Αριστοτέλης κρίνει ότι οι εξελίξεις έχουν επιταχυνθεί και ότι επίκεινται επιπτώσεις στη ζωή και τηνιστορία των ελλήνων. Το να είναι οι επιπτώσεις αυτές θετικές και γόνιμες εξαρτάται από όλους εμάς.

Καταλήγοντας μου ζητάει να συναντηθούμε και ρωτάει αν θα μπορούσα να βρω κάποιο τρόπο να επισκεφτώ την Αθήνα το συντομότερο.  Να συζητήσουμε και να ανταλλάξουμε πληροφορίες και απόψεις».

«Ναι, όμως…»

«Έχεις δίκιο, με τις τρέχουσες συνθήκες δε μπορώ να μετακινηθώ, εκτός και…». Είχαμε φτάσει μπροστά σε μία ακόμη πόρτα. «Θα σου εξηγήσω», είπε και την έσπρωξε.

Βρεθήκαμε σε μια μεγάλη αίθουσα, όπου απ’ ότι φαίνεται οι τακτοποιήσεις είχαν ολοκληρωθεί, με αποτέλεσμα ο χώρος να είναι μεν γεμάτος αντικείμενα, αλλά άδειος από ανθρώπους. Άναψα μερικούς πυρσούς για να βελτιώσω την ορατότητα και πήρα μια βαθειά ανάσα. Ένα μαγικό σκηνικό που μύριζε πατρίδα αναδύθηκε μπροστά μου. Αγάλματα, κοσμήματα, κομψά κεραμικά παντός είδους, μια γωνιά της Ελλάδας φυλακισμένη μέσα στο περσικό παλάτι.

Με συνεπήρε μια γλυκόπικρη αίσθηση νοσταλγίας, την οποία ανέκοψε ο Καλλισθένης οδηγώντας με σε ένα συγκεκριμένο σημείο στο βάθος της αίθουσας. Εκεί, πάνω σε μαρμάρινα βάθρα ύψους πέντε περίπου ποδών, ήταν τοποθετημένες, πλάι πλάι, δύο ευμεγέθεις χάλκινες προτομές. Δύο άνδρες, ένας νεότερος κι ένας πρεσβύτερος. Καλαίσθητη αθηναϊκή γλυπτική, τίποτα παραπάνω.

«Τους αναγνωρίζεις;», με ρώτησε.

Κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά.

«Αυτό σημαίνει ότι στα μεταγενέστερα αγάλματά τους, τα οποία σίγουρα γνωρίζεις, χρησιμοποιήθηκαν διαφορετικά μοντέλα, πιθανώς πιο όμορφα».

Πήρε έναν πυρσό από τον τοίχο και τον πλησίασε στις προτομές, έτσι μπόρεσα να διαβάσω τις επιγραφές στη βάση τους: ¨Αρμόδιος¨ στη μια και ¨Αριστογείτων¨ στην άλλη.

«Μη μου πεις! Οι τυραννοκτόνοι!»

«Ε, ναι! Πρόκειται για ό, τι το πιο συμβολικό από τα λάφυρα που πρόλαβε να πάρει μαζί του ο Ξέρξης, όταν τελικά έφυγε κυνηγημένος από τα μέρη μας[1]».

«Νόμιζα ότι τα αρχικά αγάλματα έμοιαζαν με εκείνα που έφτιαξαν ο Κριτίας και ο Νησιώτης μετά τη νικηφόρα ναυμαχία στη Σαλαμίνας∙ βρίσκονται σε περίοπτο σημείο της Αγοράς της Αθήνας και τα θαυμάζουν όλοι όσοι περνούν από εκεί».

350px-Die_Ermordung_des_Hipparchos

«Εκείνο που είναι σίγουρο είναι ότι αυτά εδώ είναι τα αρχικά, και επομένως απεικονίζουν πιστότερα τα χαρακτηριστικά των  τιμώμενων ανδρών.

»Τα αγάλματα που ξανάφτιαξαν οι Αθηναίοι σε πείσμα του Ξέρξη και με τα οποία αντικατέστησαν αυτά εδώ, τα έχω δει. Είναι όντως εξαιρετικής ομορφιάς. Συμβολίζουν κυρίως τις νίκες επί των εισβολέων: μας τα κλέψατε; εμείς φτιάξαμε ωραιότερα και μεγαλοπρεπέστερα!

»Αυτά εδώ φιλοτεχνήθηκαν πολύ πιο παλιά για να τιμήσουν κυρίως τη νεότευκτη ή μάλλον την υπό δημιουργία, τότε, Δημοκρατία, το αγαπημένο πολίτευμα των Αθηναίων, αν και, μεταξύ  μας, πολλά και αντιφατικά λέγονται για τους πραγματικούς λόγους που δολοφονήθηκε ο εν λόγω τύραννος, πριν έρθει η εποχή του Κλεισθένη και αργότερα του Περικλή. 

«Για πες μου, τι ακριβώς έγινε;», η περιέργειά μου είχε εξαφθεί.

«Γι αυτό το θέμα υπάρχουν πολλές μαρτυρίες στη βιβλιοθήκη του Αριστοτέλη, στην Αθήνα. Όταν βρεθείς πάλι εκεί είμαι βέβαιος ότι θα χαρεί να σου επιτρέψει να ψάξεις. Όμως…»

Έγινε πάλι σκεπτικός.

«Όμως Εύελπι, νομίζω ότι αυτές οι προτομές μπορεί να μου δώσουν την ευκαιρία να υλοποιήσω το ταξίδι που λέγαμε πριν.

»Μόλις εντοπίστηκαν, πριν ο Αλέξανδρος αναχωρήσει για την Περσέπολη, έσπευσα να του τις δείξω. Αντιλήφτηκε αμέσως και σωστά ότι είχε στα χέρια του μια καλή ευκαιρία για να κάνει μια γενναιόφρονη κίνηση απέναντι στους Αθηναίους. Να τους επιστρέψει τις προτομές. Δεν έχουμε πει, άλλωστε, τόσες φορές ότι η εκστρατεία δικαιώνεται και μέσα από την αποκατάσταση των αδικιών και των ταπεινώσεων του παρελθόντος; Έδωσε λοιπόν ήδη την συγκατάθεσή του για την επιστροφή, αλλά δεν είχαμε χρόνο να αποφασίσουμε τις λεπτομέρειες. Θα μπορούσαμε να τις παραδώσουμε στους πρέσβεις των Αθηναίων που ακολουθούν την εκστρατεία, αλλά νομίζω ότι αυτό θα περιόριζε τη σημασία της χειρονομίας.

»Σκέφτομαι όμως τώρα, ότι εάν τις προτομές τις συνοδεύσει στην Αθήνα ένας ανώτερος αξιωματούχος, ο αντίκτυπος θα είναι διαφορετικός. Άσε που εάν ο αξιωματούχος αυτός διαθέτει τις κατάλληλες ικανότητες θα έχει την ευκαιρία  να ελέγξει εκ του σύνεγγυς τι κάνουν οι άνθρωποί μας στην Αθήνα, καθώς και πως λειτουργούν εκεί οι άνθρωποι των Περσών και των Λακεδαιμονίων».

Ο Καλλισθένης έχει δίκιο, οι δικές μου εμπειρίες το επιβεβαιώνουν. Τα τελευταία χρόνια, ήδη πριν φύγω, αλλά απ’ ότι μαθαίνω και μετά, η Αθήνα έχει γίνει άντρο κατασκόπων, καθώς και διεκπεραιωτών των συμφερόντων όλων των μεγάλων δυνάμεων της οικουμένης.

Παράλληλα, η ελευθερία που επικρατεί εκεί επιτρέπει στην πολιτική σκέψη να ωριμάζει με μεγαλύτερη άνεση από οπουδήποτε αλλού. Και ο πολιτικός στοχασμός δεν είναι απαραίτητος μόνον στις εποχές κρίσης και δυσπραγίας, αλλά κάθε φορά που οι συνθήκες αλλάζουν. Όπως τώρα.

Πάντως η ιδέα ότι ο Καλλισθένης ενδέχεται να φύγει, έστω για λίγο, με αφήνει κυριολεκτικά άναυδο.

«Θα ειδοποιήσεις τον Αλέξανδρο;»

«Ναι, βέβαια, μετά τα όσα μου είπες χτες για τις δολοπλοκίες των άλλων, οτιδήποτε γίνει πρέπει να έχει την ρητή έγκρισή του». 

«Να δούμε τι θα βρει να πει ο Ανάξαρχος άμα δει τον ¨μεγάλο συνωμότη¨, όπως θέλει να σε παρουσιάζει, να απομακρύνεται από το προσκήνιο οικειοθελώς».

«Δε θα δυσκολευτεί πολύ. Θα πει, να μου το θυμηθείς, ότι πάω να βρω και να συνασπίσω συμμάχους για την υποτιθέμενη ανταρσία μου.  Και να δεις ότι αν καταφέρει να δημιουργήσει τελικά το κλίμα καχυποψίας που επιδιώκει, δεν αποκλείεται να γίνει πιστευτός».

«Χτες ήσουν πιο αισιόδοξος».

«Χτες δεν περνούσε απ’ το κεφάλι μου, ούτε κατ’ ελάχιστον, η ιδέα να φύγω. Σε κάθε περίπτωση θεωρώ ότι εσύ εδώ στα Σούσα και ο Ευμένης στην Περσέπολη ή οπού αλλού θα βρίσκεται ο Αλέξανδρος, θα τα καταφέρετε μια χαρά. Αυτό άλλωστε έχω σκοπό να διαβεβαιώσω και τον Βασιλέα».

Ο Καλλισθένης παίρνει έναν πυρσό και στρέφεται προς την πόρτα. Εγώ σβήνω τους υπόλοιπους βυθίζοντάς τους στο βαρέλι με το νερό που υπάρχει εκεί γι αυτόν το σκοπό. Ο Καλλισθένης ανοίγει την πόρτα αλλά δεν προλαβαίνει να βγει. Ακούγεται ένας συγκεχυμένος ήχος, ένα επιφώνημα πόνου, ένα βογκητό.

Ο Ολύνθιος παραπατάει και κάνει αμέσως ένα βήμα πίσω, αφήνοντας τον πυρσό να πέσει στο έδαφος. Το αριστερό του χέρι βρίσκεται τώρα στο δεξί μέρος του στήθους του, όπου κάτι σκούρο εξαπλώνεται πάνω στη λευκή εσθήτα. Το δεξί ψάχνει στη ζώνη του.

Ο Καλλισθένης σπάνια οπλοφορεί. Έχει όμως πάντοτε περασμένο στη ζώνη ένα μικρό εγχειρίδιο, που τον βοηθάει συχνά ως εργαλείο γραφής. Χαράζει σημειώσεις πάνω σε πλάκες με κερί ή νωπή άργιλο, κόβει, αν χρειαστεί, τους άγραφους πάπυρους και τις περγαμηνές. Τώρα τα δάχτυλά του βρίσκουν  και αδράζουν αυτό το στιλέτο.

greek1

Από την ανοιχτή πόρτα εισβάλει στην ¨Αίθουσα των Ιώνων¨ ένας τύπος ντυμένος στα μαύρα, με ένα επίσης μαύρο κεφαλόδεσμο να του σκεπάζει ολόκληρο το πρόσωπο εκτός από τα μάτια. Κρατά και με τα δύο του χέρια μια μεγάλη ασιατική μάχαιρα. Τη σηκώνει απειλητικά πάνω από τον Καλλισθένη, που δεν έχει βρει ακόμη την ισορροπία του. Πίσω απ’ τον μαυροφορεμένο πιέζει για να μπει στην αίθουσα κι ένας δεύτερος.

Τραβώ το κοντό αθηναϊκό μου σπαθί, και ορμώ πάνω στον πρώτο. Το φως που φτάνει ως εδώ από τους φεγγίτες είναι έτσι κι αλλιώς ανεπαρκές. Ο πυρσός που καίει ακόμη πεσμένος στο πέτρινο πάτωμα σκορπά λιγοστές μίζερες ανταύγειες φωτός. Στοχεύω το στήθος του, αλλά δεν τον πετυχαίνω. Το ξίφος μου προσκρούει στη μάχαιρα που ο μελανός έχει κατεβάσει, κάνοντας ταυτόχρονα ένα βήμα αριστερά.  Εγώ παρασυρμένος από την ορμή μου προσκρούω στον απέναντι τοίχο και βρίσκομαι μισοκαθισμένος δίπλα στην ανοιχτή πόρτα, από όπου ένας δεύτερος, εξ ίσου σκοτεινός και μαυροφορεμένος εισβολέας μπαίνει τώρα με φόρα στην αίθουσα.  Ο νεοφερμένος με αγνοεί και ετοιμάζεται να χτυπήσει τον Καλλισθένη που υποχωρώντας πληγωμένος, έχει βρεθεί κι αυτός ανάσκελα στο έδαφος. Ενάντια στον Ολύνθιο στρέφεται ξανά και ο πρώτος.

Κάνω το μόνο που μπορώ να κάνω. Απλώνω το μακρύ μεγαρικό μου κανί εγκάρσια μπροστά στην πόρτα.

Συμβαίνει το μοιραίο. Ο δεύτερος εισβολέας μπουρδουκλώνεται και πέφτει, τελείως άχαρα, πάνω στον Καλλισθένη. Εκεί τον περιμένει το στιλέτο του Ολύνθιου, έχοντας πάρει την κατάλληλη για την περίσταση όρθια θέση. Αλλά του συμβαίνει και κάτι άλλο: Η μάχαιρα του πρώτου μαυροφορεμένου που κατεβαίνει αδυσώπητη στοχεύοντας το λαιμό του Καλλισθένη καταλήγει αναπόφευκτα στην πλάτη του συνεταίρου του, ανοίγοντάς τη στα δύο.

Ο μελανός που απόμεινε βγάζει μια ζωώδη κραυγή και στρέφεται προς τα ‘μένα. Εγώ όμως έχω προλάβει να ανασηκωθώ, και είμαι αυτήν τη φορά έτοιμος.

Στη μάχη σώμα με σώμα, το κοντό ελαφρό σπαθί που το χειρίζεσαι με το ένα χέρι, ενώ το άλλο σε βοηθάει να κρατήσεις την ισορροπία σου ακόμη κι αν αναγκαστείς να χορέψεις πυρρίχιο, παρουσιάζει τεράστια πλεονεκτήματα απέναντι σε μια βαριά μάχαιρα που την κραδαίνει κανείς και με τα δύο χέρια μαζί.   Αυτό όμως είναι κάτι που ο αντίπαλός μου, κατά τα φαινόμενα, δεν το έχει ακόμη πληροφορηθεί. Έτσι, αντί να παραδοθεί, -εγώ, είναι αυτονόητο ότι θα τον προτιμούσα ζωντανό- μου επιτίθεται με πρωτοφανές μένος.

Η σύγκρουση διαρκεί λίγες μόνο στιγμές. Ύστερα ο εισβολέας πάει να συναντήσει τον σύντροφό του στα τάρταρα ή σε, ποιος ξέρει ποια, άλλη, αγύριστη μεριά του σύμπαντος.

Σκύβω προς τον Καλλισθένη και τραβώ από πάνω του το μαυριδερό κουφάρι. Ένα στωικό χαμόγελο έχει ανασηκώσει τις άκρες των χειλιών του. Βλέπω ότι εκτός από την πληγή στο στήθος, η μάχαιρα του έχει σακατέψει τον μηρό.

Επιστρέφω στον Καλλισθένη μια γκριμάτσα που μοιάζει με χαμόγελο και βάζω τις φωνές. Σε λίγο φαίνεται στην πόρτα το πρόσωπο ενός δικού μας καταγραφέα. Πίσω του καταφθάνουν κι άλλοι.

«Τον Φίλιππο, τον γιατρό, αμέσως!» τους φωνάζω.

όπλα

[1] Μετά την μάχη των Θερμοπυλών και πριν την ήττα του στη Σαλαμίνα, ο Ξέρξης πρόλαβε να λεηλατήσει την Αθήνα και να πάρει μαζί του, μεταξύ άλλων, τα ολόσωμα αγάλματα ή προτομές (δεν έχουν διασωθεί ούτε τα πρωτότυπα ούτε τυχόν αντίγραφά τους) των ¨τυραννοκτόνων¨ Αριστογείτονα και Αρμόδιου, φονέων του παλαιότερου τύραννου Ίππαρχου. Οι Αθηναίοι στη θέση τους τοποθέτησαν νέα αγάλματα των οποίων έχουν διασωθεί ρωμαϊκά αντίγραφα. Για την ανεύρεση των αρχικών γλυπτών από τον Αλέξανδρο στα Σούσα, ο Αρριανός γράφει: ¨πολλὰ δὲ καὶ ἄλλα κατελήφθη αὐτοῦ, ὅσα Ξέρξης ἀπὸ τῆς Ἑλλάδος ἄγων ἦλθε, τά τε ἄλλα καὶ Ἁρμοδίου καὶ Ἀριστογείτονος χαλκαῖ εἰκόνες. καὶ ταύτας Ἀθηναίοις ὀπίσω πέμπει Ἀλέξανδρος, καὶ νῦν κεῖνται Ἀθήνησιν ἐν Κεραμεικῷ αἱ εἰκόνες, ἧ ἄνιμεν ἐς πόλιν, καταντικρὺ μάλιστα τοῦ Μητρῴου, μακρὰν τῶν Εὐδανέμων τοῦ βωμοῦ. [Αρριανός, Αλεξάνδρου ανάβασις (3. 16.8.)]

(συνεχίζεται… Στο επόμενο: Μέρος Β Κεφάλαιο έκτο.  Μια ακόμη άμαξα φτάνει στα Σούσα. Άρπαλος)

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , , | Leave a Comment »

Μυθιστόρημα υπό εκπόνηση. Μέρος Β, κεφάλαιο τέταρτο: Το Πουλχερίδιον προ των πυλών

Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 20 Ιουλίου, 2015

Σας υπενθυμίζω ότι, σύμφωνα με τα όσα έχουμε ήδη πει, στη μικρή εκπαιδευόμενη εταίρα Πουλχερία (αποκαλούμενη χαϊδευτικά και Πουλχερίδιον) έχει ανατεθεί από την κυρία της, την Θαΐδα, να μεταφέρει στα Σούσα δύο επιστολές. Η μία απευθύνεται στην Ωραία των Αθηνών Φρύνη (μέσω του επαναπατριζόμενου αθηναίου πολεμιστή Παλαμήδη) και η άλλη, πιο επείγουσα, ενημερώνει τον Εύελπι για τις δολοπλοκίες που εξυφαίνονται στην αυλή κατά του Καλλισθένη και της ομάδας του. Ωστόσο, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες του Ευρυμέδοντα (του Θεσσαλού αξιωματικού που έχει πάρει μαζί του το Πουλχερίδιο, καθώς μεταφέρει στα Σούσα βιβλία που πρέπει να περισωθούν από τις φλόγες της προέλασης), η αρμάμαξα καθυστερεί…

carro1

Μέρος Β΄ Κεφάλαιο τέταρτο

Πρωί. Αφηγείται το Πουλχερίδιον, καθώς η αρμάμαξα του Ευρυμέδοντα πλησιάζει στα τείχη των Σούσων

Θα ’πρεπε να φτάσουμε στα Σούσα χτες το βράδυ, αλλά μια ξαφνική δυνατή βροχή μας αναχαίτισε. Ο Ευρυμέδοντας ήθελε να συνεχίσει, αλλά κατάφερα να τον πείσω ότι τάχα δεν αισθανόμουν καλά και ότι θα έπρεπε να σταματήσουμε έστω για λίγο. Τελικά περάσαμε τη νύχτα στριμωγμένοι ο ένας πλάι στον άλλον μέσα στο όχημα. Η απρόβλεπτη καθυστέρηση είχε τα καλά της. Η βροχή να χτυπάει στο καραβόπανο της άμαξας και η ζεστή αγκαλιά του Θεσσαλού λοχαγού αρκούν για να φτιάξουν μια απολύτως υπέροχη νύχτα!

ContentSegment_15463375$W1000_H0_R0_P0_S1_V1$Jpg

Ο Ευρυμέδοντας όμως θέλει να εκπληρώσει την αποστολή του το συντομότερο. Τώρα τον βλέπω συγκεντρωμένο και μάλλον τεντωμένο να τινάζει τα ηνία και να παροτρύνει τα άλογα να επιταχύνουν μεσ’ στις λάσπες. Στο βάθος της πεδιάδας, αχνά στη πρωινή  αχλή διακρίνονται πια τα χαμηλά τείχη των Σούσων και η νοτιοανατολική τους πύλη.

Λέω να του πιάσω κουβέντα μπας και χαλαρώσει λίγο.

«Αν έβαζα με τη σειρά τις τρείς μεγάλες πόλεις της Ασίας που γνωρίσαμε τελευταία» του λέω, «όχι όμως με βάση το μέγεθος, ούτε τον πλούτο…»

«Αλλά;» με ρωτάει καθώς τινάζει το καμτσίκι στον αέρα.

«Με βάση την λαγνεία που εκπέμπουν», του απαντώ γελώντας. Πρώτη θα έβαζα τη Βαβυλώνα, μετά τα Σούσα και τελευταία θα άφηνα την Περσέπολη. Καλά δε τα λέω Δάκη μου; Δεν συμφωνείς κι εσύ; »

«Τι θες να πεις;» μου λέει, γιατί σε αυτά τα θέματα είναι λιγάκι στουρνάρι.

«Να», τα γυρίζω, «αυτή η Περσέπολη δε μου πολυάρεσε».

«Μη κάνεις συγκρίσεις. Την Περσέπολη την λεηλατήσαμε.  Πάλι καλά που το παλάτι στέκει ακόμη στα πόδια του. Έπειτα, οι Πέρσες είναι αλλιώτικοι από τους Μεσοποτάμιους».

Βλέπω πως το θέμα δεν τον χαλαρώνει, γι αυτό το αφήνω και τον ρωτάω κάτι άλλο.

«Ξέρεις σε ποιο σημείο των Σούσων βρίσκονται οι τραυματισμένοι αξιωματικοί που πρόκειται να επιστρέψουν στην Ελλάδα;  Πρέπει να βρω κάποιον εκεί».

«Ναι, ξέρω. Έχω καναδυό φίλους ανάμεσά τους. Νομίζω ότι δεν μένουν πια στο στρατόπεδο της φρουράς, πρέπει να στεγάζονται όλοι μαζί σε ένα δημόσιο οίκημα στο κέντρο. Μόλις ο καιρός καλυτερέψει για τα καλά, αφού πρώτα γίνει γιορτή και τελετή προς τιμήν τους, θα ξεκινήσουν για την Τύρο όπου και θα επιβιβαστούν σε πλοία, ο καθένας για την πόλη του».

Τον κοιτάζω με τον κατάλληλο τρόπο, ξέρω εγώ!

«Εντάξει», μου λέει. «Θα σε συνοδεύσω εγώ ως τους επαναπατριζόμενους. Όμως θα περιμένεις μέχρι να παραδώσω τα βιβλία στην υπηρεσία του Καλλισθένη».

«Ω, μην ανησυχείς» του απαντώ, «έχω κι εγώ να κάνω μια δουλειά εκεί».

1Old-Sidon_3043212k

(συνεχίζεται…)

Στο επόμενο: Κεφάλαιο πέμπτο. Αφηγείται ο  Εύελπις (συνέχεια): Μάρμαρα, άλλα κλοπιμαία και μια ένοπλη εισβολή.

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , | Leave a Comment »

Μυθιστόρημα υπό εκπόνηση: Οι νόμοι του αρχαίου Βασιλιά

Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 18 Ιουλίου, 2015

Μέρος Β΄ Κεφάλαιο τρίτο  

Οι σημειώσεις του Εύελπι (συνέχεια). Οι νόμοι του αρχαίου Βασιλιά

 hammurabi02

Περιδιαβαίνοντας στους δαιδαλώδεις διαδρόμους της ¨παλιάς¨ πτέρυγας της θησαυραποθήκης, ο Καλλισθένης μου εξήγησε ότι επειδή ο θησαυρός των Σούσων δεν έχει μετακινηθεί, τα προβλήματα εδώ, περισσότερο από την καταγραφή, αφορούν στην αποτίμηση.

Εντάξει, τα ατόφια πολύτιμα μέταλλα και οι πολύτιμοι λίθοι δεν είναι πρόβλημα, ούτε και τα νομίσματα που πρέπει απλώς να ελεγχθούν όσον αφορά στην περιεκτικότητά τους σε χρυσό και ασήμι και να καταγραφούν με βάση την τοπική τους αξία και τις τρέχουσες ισοτιμίες.

Με τα καλλιτεχνήματα και τα τιμαλφή η κατάσταση είναι  λίγο πιο περίπλοκη. Σ’ αυτά, πέρα από την αξία του υλικού από το οποίο είναι κατασκευασμένα, πρέπει να συνυπολογιστεί και η επιδεξιότητα και η τέχνη που έχει επενδυθεί πάνω τους. Δε θα πρέπει όμως, επέμενε ο Ολύνθιος, να τα αποτιμούμε βασιζόμενοι στο δικό μας δυτικό γούστο, όπως συχνά κάνουμε. Ενδέχεται, πράγματα που σε μας φαίνονται τερατώδη να αποτελούν για τους Πέρσες το άκρον άωτον της ομορφιάς και, γιατί όχι, το αντίστροφο. Για τα σημαντικότερα απ’ αυτά, καλό θα είναι να χρησιμοποιηθούν εκτός από τους δικούς μας και ντόπιοι ειδικοί εκτιμητές και μάλιστα ει δυνατόν δύο, οι οποίοι να αποφαίνονται χώρια ο ένας απ’ τον άλλο. Συγκρίνοντας περισσότερες γνώμες θα ξέρουμε καλύτερα τι έχουμε στα χέρια μας.

 «Τέλος», κατάληξε ο Καλλισθένης και κοντοστάθηκε μπροστά σε μια πόρτα από τις πολλές που έβλεπαν στον διάδρομο, «υπάρχουν και πράγματα που μπορεί να μην είναι φτιαγμένα από χρυσό ή πολύτιμες πέτρες ούτε και να δηλώνουν άμεσα κάποια υψηλή αισθητική, πράγματα που, εάν δεν έχεις την κατάλληλη παιδεία ή εάν δεν προσέξεις αρκετά, μπορεί να τα προσπεράσεις χωρίς να τους δώσεις καμιά σημασία, αλλά παρά ταύτα είναι κατά βάθος ανεκτίμητα.

 Πρόκειται, Εύελπι, για αυτά που αποκαλούμε ¨κειμήλια¨ ή ¨σύμβολᨻ.

Έσπρωξε την πόρτα και συμπλήρωσε, «Εύχομαι να βρεις τέτοια και στην άλλη πτέρυγα. Εγώ θέλω να σου δείξω δύο από αυτά.  Εδώ βρίσκεται το αρχαιότερο».

p1050763_louvre_code_hammurabi_face_rwk-144AE362274763CF9AE

Βρεθήκαμε σε μια αίθουσα περιορισμένων διαστάσεων που φωτιζόταν από έναν φεγγίτη ψηλά, κοντά στην οροφή, από συμπληρωματικούς φανούς αναρτημένους στους τοίχους και από ένα λυχνάρι  που δε ξέρω τι στην ευχή έκαιγε, αλλά φώτιζε έντονα έναν μικρό κύκλο γύρω του. Το κρατούσε ένας Πέρσης που, μόλις μας είδε το τοποθέτησε σ’ ένα τραπέζι, όπου βρίσκονταν ανοικτοί πάπυροι και γραφίδες, προκειμένου να εκτελέσει τη χορογραφική του χαιρετούρα.

«Χαίρε Καλλισθένη, χαίρε Εύελπι», μας προσφώνησε ο μεσήλικας έλληνας λόγιος που ήταν επίσης εκεί. Τον ήξερα, τον έλεγαν Ηρακλείδη, ήταν γνώστης γλωσσών και καταγόταν από την Αμφίπολη. Στεκόταν όρθιος μπροστά σε μια στήλη από μελανή πέτρα που τράβηξε αμέσως την προσοχή μου, τοποθετημένη καθώς ήταν στο κέντρο της μικρής αίθουσας. Δυο κεφάλια πιο ψηλή από τον Ηρακλείδη, ίσως δεν έφτανε την άκαινα[1], αλλά σίγουρα έπιανε τα οκτώ πόδια, ενώ το  ημικυλινδρικό της σχήμα πρέπει να ήταν περί τα δύο πόδια φαρδύ. Στο πάνω μέρος ήταν σκαλισμένο το περίγραμμα ενός ασιάτη μονάρχη που έδινε κάτι σε έναν υποτακτικό  του, κι εκείνος το σκεφτόταν, να το πάρω, να μη το πάρω∙ έτσι μου φάνηκε, αλλά μπορεί να κάνω λάθος. Ο φωτισμός δεν βόηθαγε πολύ. Η υπόλοιπη σκούρα πέτρα ήταν γεμάτη ανατολίτικα γράμματα, απ’ αυτά που μοιάζουν με αποτύπωμα σφήνας -ή με ίχνη όρνιθας πάνω σε μαλακό χώμα.

hammurabi-1  

«Χαίρετε» απάντησε χαμογελώντας ο Καλλισθένης, «Πώς πάει η μετάφραση; Τα καταφέρνετε; Προχωράει;»

«Χάρη στον ιερέα Μαρτούκη» απάντησε ο Ηρακλείδης, «ή μάλλον χάρη στην ευφυή ιδέα σου να τον φέρεις εδώ από την Βαβυλώνα, έχουμε ξεσκαλώσει και όπου να ’ναι το κείμενο θα είναι ολόκληρο στη διάθεσή σου».

«Βλέπεις Εύελπι», συνέχισε ο λόγιος απευθυνόμενος σ’ εμένα, «οι εγγραφές πάνω στον βασάλτη δεν είναι γραμμένες ούτε στη γνήσια γλώσσα των Περσών ούτε στην Ελαμική που είναι η ντόπια  γλώσσα των Σουσιανών, ούτε καν στην σύγχρονη Ακκαδική που είναι κι αυτή μια από τις τρεις επίσημες γλώσσες της Αυτοκρατορίας. Είναι γραμμένες στην Αρχαία Ακκαδική. Ευτυχώς υπάρχουν ακόμη κάποιοι που τη γνωρίζουν ικανοποιητικά  στη Βαβυλώνα, όπως ο ιερέας Μαρτούκης αποδώ. Μου μεταφράζει στα περσικά, οπότε μπορώ να βρω την ελληνική εκδοχή. Άσε που ο ιερέας ξέρει και λίγα ελληνικά».

Ο Καλλισθένης χαμογέλασε στον Πέρση  και αυτός βρήκε την ευκαιρία, παρά την στενότητα του χώρου, να επιχειρήσει ακόμη μια ακροβατική υπόκλιση.

Ευτυχώς, σκέφτηκα, που ένα από τα πρώτα πράγματα που έκανε ο Αλέξανδρος με το που μπήκαμε στην Βαβυλώνα, ήταν να άρει την απαγόρευση της λατρείας των γηγενών θεών που είχαν επιβάλει οι Πέρσες. Αυτό μας εξασφάλισε την συμπάθεια και τη συνεργασιμότητα του παλιού κλήρου, ο οποίος, συσπειρωμένος γύρω από τον αρχαίο θεό Μαρντούκ, είναι ακόμη ισχυρός σε όλη τη Μεσοποταμία.

Τώρα που, καθώς καταγράφω τα γεγονότα της σημερινής μέρας, το ξανασκέφτομαι, όταν μιλάμε για ιερατείο εδώ, στην πεδιάδα των δίδυμων ποταμών, μιλάμε για κάτι που διαφέρει αρκετά από τους δικούς μας ιερωμένους.

Οι δικοί μας, στις περισσότερες περιπτώσεις εξαρτώνται από τις πόλεις και τις εξουσίες που διαμορφώνονται σε αυτές. Σε μας, αυτοί που  ασχολούνται με τους θεούς και τα θρησκευτικά θέματα, είναι είτε αιρετοί άρχοντες είτε περιφερόμενοι, αλλά ανοργάνωτοι μάντεις, ή, στην πιο ακραία περίπτωση, μαντεία και ναοί σε διαρκή διαπραγμάτευση με τις  αρχές των ισχυρών πόλεων.

k2bd-pic2

Στο μυαλό μου έρχεται ο Φίλιππος, που για να μην τον ενοχλούν οι νότιοι με τους Δελφούς τους, ενίσχυσε σε αντιπερισπασμό το Δίον, την μακεδονική πόλη που είχε ήδη μετατρέψει σε πνευματικό και θρησκευτικό κέντρο ο παλιότερος βασιλιάς Αρχέλαος.  Έτσι μπορούσε να έχει αμεσότερη σχέση με θεούς και προγόνους, και, εδώ που τα λέμε, του στοίχιζε και πολύ φθηνότερα. Αντίθετα εδώ, όπως εξάλλου και στην Αίγυπτο, φαίνεται πως ο μόνος τρόπος για να ελέγξεις τους οργανωμένους ιερείς είναι να τους καταφέρεις να σε ανακηρύξουν ως θεό εσένα τον ίδιο!

Ο Καλλισθένης μου έχει εκμυστηρευτεί ότι κατά την άποψή του το γεγονός ότι εμείς οι Έλληνες δημιουργήσαμε φιλοσόφους, ρήτορες, επιστήμονες, καλλιτέχνες και διάσημους ποιητές, οφείλεται μεταξύ άλλων στο ότι δεν υπάρχει ισχυρός και επίφοβος ανταγωνισμός ανάμεσα στους πολίτες που νοούνται και έχουν κάτι να πουν -θα μπορούσα να τους πω και διανοούμενους-  και τους επικοινωνητές που μιλούν αποκλειστικά στο όνομα των Θεών.

Αν προσέξεις, μου είπε, θα δεις πως όλα αυτά που εμείς, οι λόγιοι, διερευνούμε στο όνομα του ¨κοινού των ανθρώπων¨ και του ¨ανθρώπινου νου¨, εκεί όπου υπάρχει οργανωμένο ιερατείο, τα έχουν αναλάβει μονοπωλιακά οι ιερείς. Απόψεις πάνω στα ήθη, την οργάνωση της κοινωνίας και της πολιτείας,  την από κοινού και την προσωπική αναζήτηση της ευτυχίας, τα κοσμογονικά ερωτήματα, την εσχατολογία, όλα αυτά που τυραννάνε εμάς, αυτοί τα αντιμετωπίζουν φτιάχνοντας πειστικά αφηγήματα με πρωταγωνιστές δημοφιλείς θεούς και δαίμονες. Δεν είναι ότι δεν ασχολούνται και με την έρευνα του φυσικού κόσμου∙ ασχολούνται. Όμως κατά κανόνα το πράττουν για τη δόξα και την αέναη εξουσία του ιερατείου, συντρίβοντας κάθε προσπάθεια που γίνεται έξω από τα επτασφράγιστα τείχη των ναών και των ανακτόρων.

Όχι βέβαια πως στην Ελλάδα, οι δικοί μας ιερείς, δεν αντιδρούν στον ανταγωνισμό που τους κάνουμε εμείς οι φιλοσοφούντες∙ όποτε μπορούν, αντιδρούν. Η περίπτωση του Σωκράτη, του Πρωταγόρα και άλλων το αποδεικνύει. Όμως οι δικοί μας, για να τα καταφέρουν, πρέπει να επικαλεστούν τους ανθρώπινους νόμους των πόλεων και όχι αποκλειστικά τους θείους νόμους, των οποίων εκείνοι οι ίδιοι είναι εισηγητές και ερμηνευτές. Κι αυτή είναι μια διαφορά που μετράει.

*

Ξέφυγα! Η νύστα έχει υποχωρήσει, αλλά η νύχτα προχωράει και καλό θα είναι να επικεντρωθώ στα σημερινά. Μιλούσα για τη στήλη.

Στη μελανή στήλη λοιπόν, η οποία έχει ενθουσιάσει τον Καλλισθένη, είναι χαραγμένοι οι νόμοι ενός βασιλιά και νομοθέτη της Βαβυλώνας που έζησε παλιά, πολύ παλιά και τον αποκαλούσαν Χαμουραμπί. Η φήμη του, σύμφωνα με τον Μαρτούκη, είναι ακόμη ζωντανή ανάμεσα στους κατοίκους της Μεσοποταμίας. Και όταν μιλάμε για παλιά, εννοούμε, σύμφωνα πάντα με τον Βαβυλώνιο, πάνω από χίλια χρόνια πριν από σήμερα, ίσως και χίλια πεντακόσια.

Κρίνω, βέβαια, κάπως υπερβολικούς τους ισχυρισμούς του, πολύ περισσότερο που, όπως ο ίδιος λέει, κάποιοι από τους νόμους του Χαμουραμπί που έχει ήδη μεταφράσει, ισχύουν στη πόλη του ακόμη και σήμερα.

Πάντως, οι δύο λόγιοι έχουν ακόμη να μεταγλωττίσουν ένα μεγάλο μέρος του κειμένου. Ουσιαστικά έχουν ολοκληρώσει τη μετάφραση μόνον του προοιμίου και λίγων από τους πρώτους νόμους.

Στην εισαγωγή, ο αρχαίος βασιλιάς αυτοπαρουσιάζεται και αυτοκολακεύεται με χαρακτηρισμούς όπως, Εγώ – ο εκλεκτός των θεών, Εγώ – ο προστάτης του λαού, Εγώ – ο εγγυητής της δικαιοσύνης, Εγώ – ο φόβος και τρόμος των εχθρών μου και άλλα τέτοια.

Ο Καλλισθένης δεν αποφεύγει να σχολιάσει: «Αυτές οι διατυπώσεις σε πρώτο πρόσωπο είναι ενδιαφέρουσες. Αυτός ο τύπος δε φοβόταν να χειριστεί προσωπικά  το ρίσκο της φήμης και της υστεροφημίας του. Πάντως, προσέξτε ότι διατείνεται ότι είναι απ’ όλα, εκτός από Θεός».

¨…Και ο νοών νοείτω¨ σκέφτηκα εγώ.

Ήξερα ότι, όντας πεισμένος ότι η θεοποίηση του Αλέξανδρου θα μπορούσε να είναι καταστροφική για τους απώτερους στόχους της εκστρατείας, ο Καλλισθένης αναζητεί επιχειρήματα που θα μπορούσαν να πείσουν για την ορθότητα της άποψής του και όλους τους άλλους. Ο αρχαίος βασιλιάς, ο περιβεβλημένος με τη φήμη του ¨δίκαιου¨ και του ¨δικαιωμένου από την Ιστορία¨, ο οποίος όμως δεν διανοείται να ανακηρυχθεί Θεός, θα μπορούσε να του δώσει μερικά.

«Σε κάθε περίπτωση» προσθέτει ο Ολύνθιος, «η στήλη θα μας βοηθήσει να καταλάβουμε καλύτερα την ιστορία και τη νοοτροπία αυτών των λαών. Έτσι η επικοινωνία μας μαζί τους θα είναι ευχερέστερη και αποτελεσματικότερη».

*

Αφήσαμε τους δύο γλωσσομαθείς να συνεχίσουν απερίσπαστοι τη δουλειά τους και ξαναβρεθήκαμε στους διαδρόμους κατευθυνόμενοι αυτή τη φορά στον τομέα που είναι αφιερωμένος στα λάφυρα τα αρπαγμένα από τους λαούς των Γιουνάν∙  αυτή είναι η λανθασμένη ονομασία που οι ασιάτες, έχοντας γνωρίσει πρώτα τους Ίωνες, χρησιμοποιούν για όλους εμάς τους Έλληνες.

Το δεύτερο σημαντικό αντικείμενο που θέλει να μου δείξει ο Καλλισθένης προέρχεται από την Ελλάδα.

images (1)

[1] Ο αρχαιοελληνικός πους ήταν ίσος με 0,3083μ. Η Άκαινα ήταν ίση με 10 πόδες (η οργιά 6 πόδες). Η συγκεκριμένη στήλη, που  σήμερα βρίσκεται στο μουσείο του Λούβρου στο Παρίσι, έχει ύψος 2,25μ και πλάτος 55εκατοστά.

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , | Leave a Comment »

Μυθιστόρημα υπό εκπόνηση, Μέρος Β, Φτιάχνοντας Χαχόμα (αιρετική)

Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 14 Ιουνίου, 2015

Μέρος Β΄Κεφάλαιο δεύτερο.

Η αιρετική Χαχόμα

 εικ

Μετά την αναχώρηση του κυρίου του και με τη βοήθεια κάποιων από τα παρασκευάσματα των οποίων ήταν όντως απαράμιλλος συνθέτης, ο Οινοκράτης, πολύ πιο νηφάλιος πλέον, έσπευσε να βρει τον Χοντρόη, τον οποίο είχε βολέψει στο πιο απομακρυσμένο από τις υπόλοιπες κρεβατοκάμαρες  δωματιάκι. Λόγω της ησυχίας που επικρατεί εκεί, συμπεραίνει (ορθώς) ότι ο Ασιάτης είναι ήδη ξύπνιος.

«Σήκω Χοντρόη», του λέει και εκείνος ανταποκρίνεται με κυκλοτερή χάρη αν και λίγο μαχμουρλίδικα.

Λίγο αργότερα ο Οινοκράτης και ο σφαιρικός ομόλογός του βρίσκονται αμφότεροι στα υπόγεια της αρχοντικής κατοικίας που τους φιλοξενεί και βρίσκονται επίσης σε ένα είδος συλλογικής έξαψης, σε συντετμημένη έκδοση για μόνον δύο.

Συγκεκριμένα, έχουν εγκατασταθεί σ’ ένα χώρο δίπλα στην οινοθήκη (η οποία αποτελεί πλέον γι αυτούς μόνιμη πηγή έμπνευσης, αν όχι διακτινιζόμενης ενέργειας) και τον έχουν μετατρέψει σε εργαστήριο αλκοολικών ή, καλλίτερα, χαχομικών πειραμάτων.

Η κατάσχεση της φιάλης και του περιεχομένου της από τον Εύελπι δεν έχει προκαλέσει ούτε κατ’ ελάχιστον ανάσχεση των χαχομοπαραγωγικών προθέσεων του Οινοκράτη. Βέβαια ο ασιάτης υπηρέτης από την πλευρά του, έχει υποβάλει όλες τις ενστάσεις και τις αντιρρήσεις που επιβάλλει η αφοσίωσή του στις παραδόσεις και στις μεταφυσικές προεκτάσεις της χαχομοποιίας.  

Τελικά όμως, επινόησε τον κατάλληλο για την περίπτωση συμβιβασμό: έχει θεωρήσει τον εαυτό του ως ¨καθοδηγητή¨ και τον Οινοκράτη ως έναν ¨υποψήφιο μύστη¨ στα (ρευστά) εσωτεριστικά μυστήρια της Ανατολής.  Άρα, αποφάσισε και παρηγορήθηκε: δεν πρόκειται παρά για μια (έγκριτη) περίπτωση προσηλυτισμού.

Ο αποκαλούμενος πλέον και  Χοντρόης, έχει λοιπόν ενδώσει και, παρά τις διαρκείς προειδοποιήσεις του για το ¨πιπικίνδυνον¨ του εγχειρήματος, προσπαθεί φιλότιμα να συνεργαστεί…

 Έχει μάλιστα ανεβεί, πάντα υπό την στενή επιτήρηση του Οινοκράτη, στα δωμάτια όπου φυλάσσονται οι περγαμηνές και οι πάπυροι του φυγά οικοδεσπότη και, παραβιάζοντας ένα κλειδωμένο συρτάρι (πράγμα σαφώς ευφυέστερο από το να παραβιάζει κανείς ανοιχτές πόρτες) έχει ανακαλύψει το εγχειρίδιο οδηγιών ασφαλούς παρασκευής και χρήσης, όχι ακριβώς της αυθεντικής ιερής χαχόμα, αλλά μιας αιρετικής προσομοίωσής της,  ορνιθοσκαλισμένο σε καθαρεύουσα σκωληκοειδή γραφή.

Είπε αποφθεγματικά: ¨Εκλείψει αυθεντικού, παπαρόμοιον αρκετόν!¨ και έπειτα έκανε μια κάθοδο  στο κελάρι του σπιτιού από όπου προμηθεύτηκε διάφορες ουσίες, κατά τεκμήριο βρώσιμες, αλλά κανείς δε ξέρει…

Με σχεδόν όλα τα υλικά παρατεταγμένα στο μεγάλο ξύλινο τραπέζι και με αρκετό χώρο διαθέσιμο για τις απαιτούμενες τελετουργικές χορογραφικές κινήσεις, οι δύο είχαν αρχίσει τα πειράματα.

Ο παράπλευρος στην οινοθήκη υπόγειος χώρος του σπιτιού είχε εκείνο το πρωί  την σπάνια ευκαιρία να φιλοξενήσει εξαιρετικές επιδόσεις στην χορευτική και  την απαγγελτική τέχνη, άλλοτε σε σόλο σφαιρική εκτέλεση και άλλοτε,  για να έχουμε ένα ισχυρότερο αποτέλεσμα, σε έκδοση ζεύγους.

¨Ω τι συγχρονισμός!, Ω τι ευελιξία! Ω τι δεξιοτεχνία και αριστεροτεχνία ομού!¨ θα αναφωνούσε ασφαλώς τυχόν τρίτος σε ρόλο αμερόληπτου παρατηρητή. Ελλείψει όμως ενθουσιασμένου παρατηρητή, οι δύο χορευτές δεν παραλείπουν να συγχαρούν αλλήλους με χειραψία και αμοιβαία υπόκλιση στο τέλος κάθε επιτυχούς εκτέλεσης.

Εκείνη τη νύχτα επινοήθηκαν ορισμένες τερψιχορικές φιγούρες από τις πλέον φημισμένες στις κατοπινές εποχές, όπως: ¨Ο ταύρος εν χοροδιδασκαλείω¨, ¨Ο Οινοκράτης μαινόμενος¨, ¨Το πιπικίνδυνον άλμα με τρεις περιστροφές και άγγιγμα μύτης¨, ¨Η επίκυψη της Εταιρείας¨, Η αβάσταχτη ελαφρότητα του Χοντρόη¨, ¨Ο λόξυγκας του κύκνου¨ και άλλες.

vase

Είναι αλήθεια ότι δεν καταλάβαιναν τίποτα από τον Χρόνο που περνούσε. Αυτός ο τελευταίος, προφανώς κάτω από τις ανώμαλες συνθήκες των (ακατονόμαστων) μαγικών πράξεων που επιχειρούσε το ζεύγος, είχε εμπλακεί σε έναν βρόγχο και μιμούμενος τις χορευτικές τους επιδόσεις είχε υιοθετήσει βήμα σημειωτόν, εναλλασσόμενο με ελαφρό τροχάδην επί τόπου. 

Παρά ταύτα, κάποια στιγμή, όπως ήταν αναπόφευκτο, παρουσιάστηκε αυτοπροσώπως το Πλήρωμα του Χρόνου, οπότε ο Χοντρόης, που επιτηρούσε τα  επιχειρούμενα με τη συνταγή ανά χείρας, ανέκραξε: «Αρκεί!»

Ο Οινοκράτης σταμάτησε να ανακατεύει με τη μεγάλη ξύλινη κουτάλα το περιεχόμενο της γαβάθας, στην οποία αυτή τη στιγμή ήταν συγκεντρωμένο το αποτέλεσμα των συγχρονισμένων προσπάθειών τους και πήρε μια βαθειά ανάσα από τους αναδυόμενους έγχρωμους ατμούς.

«Μμμμμ!» είπε -ήταν μια από τις αγαπημένες του διεθνείς λέξεις- και με το πρακτικό πνεύμα που τον χαρακτηρίζει έκανε να φέρει την κουτάλα ως τα χείλη του προκειμένου να επιβεβαιώσει ότι το ποτό είχε ζυμωθεί επαρκώς από το εξαγιασμένο πυρ που έκαιγε από κάτω του.

 «Μη, ουκ, ουχί…» ούρλιαξε ο Χοντρόης και του τράβηξε την κουτάλα από το χέρι. Οι σταγόνες που ξεπετάχτηκαν εξάντλησαν τις καμπύλες πορείες τους ολόγυρα ανάβοντας στο τραπέζι και το πάτωμα μικρές φλογίτσες  που τσιτσίριξαν και έσβησαν με μια μικρή αναλαμπή και μ’ ένα  «τσαφ».

«Τούτο δέον όπως κατακάθηται. Είτα δοκιμάζειν αυτό.»

«Ξέρω, ¨πιπικίνδυνον¨…» ειρωνεύεται ο Οινοκράτης.

«Κάλλιον όμως,  έτερός τις δοκιμάζειν…»

«Κάλιον και ποτάσιον!», ξυπνούν στον Οινοκράτη κάποιες μνήμες από την εποχή που ήταν σιτιστής με -μπερδεμένες- αλχημικές γνώσεις. Αλλά αμέσως μετά συνέρχεται. «Και που θα τον βρούμε τώρα τον άλλο;»

Ο Χοντρόης ανασηκώνει τους στρογγυλούς του ώμους, πράγμα που εκτός από διεθνές σημάδι άγνοιας, αποτελεί και ένδειξη ότι μπροστά στην ανώτερη βία, εγκαταλείπει ευχαρίστως την προσπάθεια παρασκευής της αιρετικής ¨Χαχόμα¨.

Αλλά ο Οινοκράτης έχει έμπνευση. «Μα ναι, μα ναι!» αναφωνεί. «Ασ’ το σε μένα. Εσύ, μόλις κατακαθίσει, βάλτο σε υάλινα φιαλίδια.  Ύστερα, θα πάμε μια βόλτα εδώ παρακάτω, όπου οι Έλληνες έχουν ανοίξει ένα καινούργιο ¨οινοποτείον¨  και να δεις που θα σου τον βρω εγώ τον κατάλληλο δοκιμαστή» .

thoth

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , | Leave a Comment »

Μυθιστόρημα υπό εκπόνηση ( Μέρος δεύτερο: νέα κεφάλαια)

Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 7 Ιουνίου, 2015

images

Ξανά μυθιστόρημα εν τη γενέσει: Η  απόπειρα μυθοπλασίας με ¨ιστορικές¨ νύξεις, μέρος δεύτερο. Προσωρινός τίτλος ¨Κύλικες και δόρατα¨, αλλά όπως ξέρετε ο οριστικός τίτλος επινοείται έσχατος. Υλικό ακόμη ¨αμοντάριστο¨  (βασική προϋπόθεση για να  συναρμολογηθεί και να συμμαζευτεί δεόντως είναι το να ολοκληρωθεί, ακόμη είμαστε στα προκαταρκτικά σκίτσα -αυτά τα λέει ο αρχιτέκτονας που ακόμη φωλιάζει κάπου μέσα μου).

Συμπληρωματικές πληροφορίες: Όπως και το πρώτο μέρος, το δεύτερο περιλαμβάνει τα όσα συμβαίνουν μια συγκεκριμένη μέρα. Την επόμενη της προηγούμενης, αν μου επιτρέπετε να εκφραστώ έτσι. Τα αφηγείται κυρίως, αλλά όχι μόνο, ο Εύελπις.

Για όποιον θέλει να δει μαζεμένες και με τη σειρά τις προηγούμενες σχετικές αναρτήσεις, τις έχω μαζέψει σε μία σελίδα, επομένως αρκεί ένα κλικ είτε κάτω από τον τίτλο του ιστολόγιου πάνω στην επιγραφή ¨Ιστορικό μυθιστόρημα: Εισαγωγή, πρώτο μέρος, ιντερμέδιο¨ είτε στην αριστερή στήλη, κάτω. Πρόσθεσα επίσης εκεί, το ποίημα που η Θαΐδα ενέπνευσε στον Νίκο (Μοσχοβάκο).

Μέρος Β.

Τρίτο δεκαήμερο του Ανθεστηριώνα. Δύο μέρες πριν το τέλος του Μήνα

Κεφάλαιο πρώτο. Βράδυ. Όπου ο Εύελπις κρατάει σημειώσεις για όσα συνέβησαν σήμερα, προκειμένου να έχει υλικό όταν θα αποφασίσει ότι έφτασε ο καιρός να συνθέσει το ιστορικό του σύγγραμμα.

Αν σήμερα δεν είχαν συμβεί τόσα πολλά κι απρόβλεπτα θα παρέκαμπτα αυτή τη βραδινή γραφή και θα πήγαινα κατ’ ευθείαν για ύπνο. Κι αυτό γιατί, παρά την ένταση που έχει σωρευθεί κάτω από το δέρμα μου, η κούραση έχει πάρει τη μορφή ενός σαγηνευτικού Μορφέα που διεκδικεί την προσοχή και παρενοχλεί τη συγκέντρωσή μου.

Hypnos-God-of-Sleep-Study

Πάντως, έστειλα τον Οινοκράτη να κοιμηθεί, γιατί σήμερα του συνέβησαν κι εκείνου κάμποσα, κι αν σκεφτεί κανείς ότι ήδη από το πρωί κουτούλαγε σαν μεθυσμένο κοτόπουλο, είναι απορίας άξιον πώς άντεξε ίσαμε τώρα.

Πράγματι, σήμερα το πρωί είχε μια απορημένη φάτσα σαν να προσπαθούσε να καταλάβει πού ακριβώς βρίσκεται και τί του συμβαίνει, αλλά χωρίς μεγάλη επιτυχία. Αυτό είναι κάτι το τελείως ασυνήθιστο γιατί ο Οινοκράτης είναι γνωστό ότι αντέχει το κρασί καθώς και άλλες γνωστές αποδραστικές ουσίες. Αλλιώς τι Οινοκράτης θα ήταν;

Ωστόσο, όταν μου παρέδωσε την φιάλη με το περίφημο αστραφτερό, υγρό εύρημά του, άρχισα να κατανοώ ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με άλλα, αταξινόμητου είδους ποτά, και είχα κατά νου, όταν θα συνέλθει, να του εκφωνήσω έναν γερό ¨Φιλιππικό¨ κατά των παντός είδους ¨φτιαξιμάτων¨ εν ώρα υπηρεσίας, που τύφλα να ’χει ο Δημοσθένης.

Όμως ο αμφορίσκος  με το ποτό δεν ήταν η μόνη έκπληξη που μου επιφύλασσε ο υπηρέτης μου. Σαν τον είδα το πρωί, καθώς ξυπνούσα από έναν μάλλον ανήσυχο ύπνο,  να περιφέρεται σκουντουφλώντας γύρω από το κρεβάτι μου, αναρωτήθηκα πόσους εντέλει Οινοκράτες διαθέτω. Έναν που προσπαθούσε να με περιποιηθεί παραπατώντας και ψευδίζοντας ακατανόητες λέξεις περί ποτών και ονείρων, έναν που δεν είχε σταματήσει από χτες το βράδυ να ροχαλίζει και που το ροχαλητό του ακουγόταν ακόμη και τώρα, από κάπου εδώ τριγύρω, και έναν που διατείνομαι ότι τον ξέρω και ότι δεν έχει για μένα εκπλήξεις, μας κάνουν, αν δεν κάνω λάθος, τρεις!

Σιγά σιγά όμως η τάξις και ο αριθμός των προσώπων που με περιβάλλουν αποκαταστάθηκε, μια που ο υπηρέτης μου, κεκεδίζοντας, κατάφερε να μου δώσει μια ιδέα για το τι του συνέβη χτες.

Το γεγονός ότι είχε ανακαλύψει έναν ντόπιο με κάποιες γνώσεις ελληνικών και κατά πάσα πιθανότητα διατεθειμένο να συνεργαστεί  μαζί μας αυτοβούλως, ήταν κάτι χρήσιμο, για το οποίο μάλλον οφείλω να τον συγχαρώ -πράγμα που σκόπευα επίσης να κάνω μόλις θα τον έβλεπα νηφαλιότερο και θα σιγουρευόμουν ότι καταλαβαίνει τι του λέω. Εκείνο όμως που είχε άμεση προτεραιότητα, ήταν να πάει να σταματήσει αυτή την ενύπνια αντήχηση των Τατάρων, πριν η υπομονή μου θρυμματιστεί εντελώς.

Όταν το έκανε και οι ακατονόμαστοι ήχοι σταμάτησαν, εν αναμονή λεπτομερέστερων εξηγήσεων κατέσχεσα το επικίνδυνο υγρό, το κλείδωσα σε ένα ντουλάπι και μετά έκρυψα το κλειδί ανάμεσα στις γραφίδες και τα μελάνια γιατί ήταν πολύ βαρύ για να το πάρω μαζί μου.

Όλα αυτά όμως δεν ήταν παρά το πρωινό προοίμιο μιας μέρας που έκρυβε κι άλλες, σοβαρότερες εκπλήξεις.

Πριν φύγω για τα Ανάκτορα έγραψα ένα επείγον μήνυμα προς τον Ευμένη, υπενθυμίζοντάς του πόσο σημαντικό είναι να περισωθούν τα βιβλία της Περσέπολης, καθώς και κάθε μορφή καταγραμμένης γνώσης που θα βρεθεί εκεί. Αυτή ήταν η τυπική διατύπωση, δεδομένου ότι όλα αυτά ο Ευμένης τα γνωρίζει ήδη καλά και είναι γνωστό ότι συμφωνεί. Στην ουσία του μετέφερα τη διαβεβαίωση του Καλλισθένη ότι θα έχει την πλήρη κάλυψη της ομάδας εάν κάνει ό, τι μπορέσει για μην υπάρξουν στην Περσέπολη άλλες επώδυνες απώλειες βιβλίων, γνώσεων και πληροφοριών.

Πήρα το μήνυμα μαζί μου και ξεκίνησα έφιππος για το κέντρο των Σούσων, όπου έχουμε εγκαταστήσει την υπηρεσία των Ημεροδρόμων, πάνω στα χνάρια του ¨αγγαρήιου¨[1], του αποτελεσματικού περσικού συστήματος ¨αποστολής εντολών και περιφερειακού ελέγχου¨.

Παρά το γεγονός ότι το συγκεκριμένο μήνυμα δεν έχει τίποτα το μεμπτό, προτίμησα να το στείλω με τον ¨εμπιστευτικό¨ τρόπο, δηλαδή αναθέτοντάς το σε έμπιστους φίλους ημεροδρόμους. Στις σημερινές ημέρες δεν βλάπτει να είναι κανείς προνοητικός. Καθώς οι κατακτήσεις αυξάνονται, το οργανωτικό μας σύστημα βρίσκεται σε φάση απότομης διαστολής, επομένως οι απρόοπτοι, οι απρόβλεπτοι παράγοντες, ενδέχεται να βρίσκονται κρυμμένοι σε κάθε γωνία.  Εξ άλλου, όπως λέμε και στα Μέγαρα ¨κάλλιον όνον προσδένειν ή όνον αενάως αναζητείν¨.

μ

Μετά κατευθύνθηκα προς τον τεχνητό λόφο τον περίκλειστο από το μεγάλο κάστρο της Ακρόπολης, όπου εκτός από το συγκρότημα των Ανακτόρων υπάρχει ο μεγαλοπρεπής ναός που παλιά ήταν αφιερωμένος στις εντόπιες θεότητες άλλα τώρα φιλοξενεί τους θεούς των Περσών καθώς και το  θησαυροφυλάκιο της πόλης.

Ήδη πριν ξεκινήσει η μεταφορά του θησαυρού από την  Περσέπολη, στο θησαυροφυλάκιο των Σούσων είχαν γίνει εργασίες που διπλασίασαν την έκταση και χωρητικότητά του. Συγκεκριμένα, ένα παρακείμενο τμήμα των ανακτόρων έχει τροποποιηθεί έτσι ώστε να  δημιουργηθούν νέοι χώροι φύλαξης, όπου έχουμε εναποθέσει, ακόμη αταξινόμητα, τα όσα μεταφέραμε πρόσφατα.

Πάντως, τα δύο τμήματα που προέκυψαν, το παλιό και το νέο, διατηρούν την αυτοτέλειά τους και δεν υπάρχει άμεση σύνδεση μεταξύ τους, αλλά ούτε και εσωτερική απ’ ευθείας σύνδεσή με τις υπόλοιπές ανακτορικές εγκαταστάσεις. Για λόγους ασφαλείας το κάθε τμήμα διαθέτει μία μόνο είσοδο/ έξοδο που τα συνδέει με μία από τις εσωτερικές αυλές των ανακτόρων. Εκεί εγκαταστάθηκε φρουρά που καταγράφει κάθε εισερχόμενο και ελέγχει λεπτομερώς κάθε εξερχόμενο από τις δύο πύλες των θησαυρών. Ειδικά ξύλινα παραπετάσματα κρύβουν τις εισόδους από τα αδιάκριτα βλέμματα και δημιουργούν μια στοά που οδηγεί από την αυλή στον εξωτερικό κήπο. Λόγω των ταξινομήσεων και των εκτιμήσεων, οι -απολύτως έμπιστοι- που εργάζονται εκεί, είναι αρκετοί.

Εκεί κατευθύνθηκα κι εγώ, προκειμένου να εποπτεύσω τις εργασίες και να λύσω τυχόν προβλήματα των καταγραφέων λογιστών, αλλά όπως ήταν σωστό, έκανα πρώτα μια μικρή παράκαμψη για να πω μια καλημέρα στον Καλλισθένη.

Το διαμέρισμα που είχε καταλάβει προσωρινά ο Ολύνθιος, από τη μία πλευρά έβλεπε στον υπερυψωμένο ¨κρεμαστό¨ κήπο όπου είχαμε καθίσει χτες το βράδυ και από την άλλη, την διαμπερώς αντίθετη, κατέληγε στην ίδια εσωτερική αυλή όπου και οι πύλες των θησαυρών. Αυτό το διαπίστωσα όταν ένας ντόπιος υπηρέτης, ακολουθώντας προφανώς οδηγίες που του είχε δώσει ο Καλλισθένης -φαίνεται ότι ο Ολύνθιος περίμενε αυτή την πρωινή μου επίσκεψη- με οδήγησε μέσω του διαμερίσματος πρώτα στην πίσω αυλή, όπου διακριτικά κρυμμένη από το ξύλινο παραπέτασμα η φρουρά ελέγχου του θησαυροφυλακίου λειτουργούσε ήδη κανονικά, και από κει σε μια άλλη πόρτα που αυτή τη φορά με έφερε κατ’ ευθείαν στο πίσω μέρος των διαμερισμάτων της περιφρουρούμενης οικογένειας του φυγάδα βασιλέα.

Ο Καλλισθένης ήταν εκεί. Ξεχώρισα τη λευκή του εσθήτα στο βάθος της μεγάλης ψηλοτάβανης αίθουσας στην οποία είχαμε μπει από ένα δευτερεύον πίσω πέρασμα. Εδώ επικρατούσε ημίφως που έκανε τις σκούρες εκατέρωθεν  κολόνες ακόμη πιο σκούρες, την οροφή ακόμη πιο απομακρυσμένη και τα μελανά τερατόμορφα αγάλματα ακόμη πιο αποκρουστικά. Προς στιγμήν νόμισα ότι βρισκόμουν στην περίφημη Απάδανα[2], αλλά το σκέφτηκα καλλίτερα και κατέληξα ότι η κύρια αίθουσα υποδοχής των ανακτόρων πρέπει να ήταν κάπου βορειότερα, και ότι αυτή ήταν κάποια άλλη από τις επιβλητικές αίθουσες του παλατιού. Ο Ολύνθιος ύψωσε το χέρι κάνοντάς μου νόημα να πλησιάσω.

Δεν ήταν μόνος. Δύο τηβεννοφόρες φιγούρες στέκονταν πλάι του. Η μία ήταν ψιλόλιγνη και γυναικεία, η άλλη είχε το χαρακτηριστικό άτσαλο σουλούπι που διευκόλυνε τη αναγνώριση από μακριά και που το μακρύ και φαρδύ ένδυμα δεν κατάφερνε να συμμαζέψει. Ήταν ο Αζάρης ο Αρχιερέας των ανακτορικών ναών∙ πάντα με το ιερατικό του μπαστούνι ανά χείρας και με την πανύψηλη τιάρα να μακραίνει ακόμη περισσότερο το αλογίσιο του πρόσωπο. Αναγνώρισα επίσης έναν αθηναίο λόγιο, γνωστό μου,  που βρισκόταν  λίγο πιο πίσω και προφανώς διερμήνευε.

Πλησιάζοντας διέκρινα καλλίτερα την ψηλή γυναικεία φιγούρα: ήταν η Σισίγαμβρις η μητέρα/πεθερά του Δαρείου (το συγγενικό σύστημα των ηγεμόνων της Περσίας εξακολουθεί να με μπερδεύει). Την είχα ξαναδεί, αλλά μόνον από μακριά κατά τη διάρκεια τελετών, κυρίως τότε που πέθανε η σύζυγος/αδελφή του Δαρείου, η Στάτειρα.

wpid-photo-dec-18-2013-143-pm

Κοιτάζοντάς την προσεκτικότερα διαπίστωσα ότι οι όροι ¨όμορφη¨ και ¨ηλικιωμένη¨ δεν ήσαν κατ’ ανάγκην τόσο αντιφατικοί. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου της είχαν τη συμμετρία και την λεπτότητα που εμείς οι έλληνες θεωρούμε ενδείξεις ¨αριστοκρατικότητας¨.  Φορούσε ποδήρη ασιατικό χιτώνα, από εκείνους που οι μακεδόνες περιπαικτικά ονομάζουν ¨σάκους¨ σε γκρίζες και ασημιές αποχρώσεις. Η κόμμωσή της ήταν κρυμμένη από ένα περίτεχνο είδος τιάρας, φαίνεται ότι αυτό το υπερβολικό κάλυμμα της κεφαλής δεν το φορούν μόνον οι αρσενικοί Πέρσες.

«Πες της Νικία, ότι αυτός εδώ είναι ο συνεργάτης μου ο Εύελπις».

Έκανα με το κεφάλι ένα μικρό περιληπτικό τμήμα από την ατελείωτη υπόκλιση με την οποία οι Πέρσες χαιρετούν τους άρχοντές τους. Η Σισίγαμβρη με κοίταξε αλλά δεν είμαι σίγουρος ότι με πρόσεξε κιόλας.

«Πες της ότι αν τυχόν χρειαστεί να λείψω, μπορεί να απευθυνθεί στον Εύελπι για οποιοδήποτε πρόβλημα προκύψει, σαν να ήμουν εγώ».

Η περσίδα είπε κάτι ψιθυριστά και ο Νικίας μετέφρασε:

«Σε ευχαριστεί ω Καλλισθένη».

Ο Ολύνθιος γύρισε προς τα μένα. «Εύελπι, η βασίλισσα-μητέρα των Περσών, η Σισίγαμβρις κι ο Αρχιερέας των ανακτόρων, ο Αζάρης, τον Νικία τον γνωρίζεις».

Επανέλαβα το περιληπτικό μου χαιρετισμό αυτή τη φορά πιο ευρυγώνια.

Ο Αζάρης είπε κάτι με λαρυγγώδη αντήχηση. Σύμφωνα με τον Νικία ήταν: ¨Ο Ωρομάσδης να σ’ έχει καλά και ο Αριμάνειος να ’ναι μακριά από σένα, φτου!¨.

Έφερα τη γροθιά του δεξιού χεριού στο ύψος της καρδιάς και ακούμπησα μια δυο φορές το στήθος. Ήταν ένα νεύμα που φαίνεται ότι αντικαθιστά το ¨ευχαριστώ¨ σε πολλές γλώσσες.

«Πες στην βασίλισσα», είπε ο Καλλισθένης, «ότι τα αιτήματά της που αφορούν στη διαμονή της οικογένειας εδώ, θα ικανοποιηθούν άμεσα, γιατί αυτή είναι η εκφρασμένη επιθυμία του βασιλέα Αλέξανδρου. Η δε παράκλησή της για ευνοϊκή μεταχείριση των ανταρτών ορεινών Ουξίων θα μεταβιβαστεί στους αρμόδιους στρατηγούς, αν και πρόκειται για αίτημα με πολιτικές προεκτάσεις και απαιτεί, αν όχι άλλο, πληρέστερη αιτιολόγηση από την πλευρά της».

Ο Νικίας μετέφρασε. Η Σισίγαμβρη δεν απάντησε. Το πρόσωπο της διατήρησε το αδιόρατο χαμόγελο σφίγγας που ήταν εγκατεστημένο εκεί και δεν εξέφρασε καμία άλλη αντίδραση. Ο Αζάρης εξακολούθησε να μουρμουρίζει, ίσως λίγο πιο δυνατά τώρα, κάτι που έμοιαζε με ευχετική  υμνωδία.

«Ευγενέστατη βασίλισσα και σεβάσμιε αρχιερέα, θα μας επιτρέψετε τώρα να επιστρέψουμε στα καθήκοντά μας», έκλεισε τη συζήτηση ο Καλλισθένης.

«Αυτή την φορά μου κουβάλησε μαζί της και τον Αρχιερέα. Ποιος ξέρει γιατί. Δεν το χει ξανακάνει… Δεν ήξερα καν ότι του έχει εμπιστοσύνη, αν και θα έπρεπε να περιμένω ότι οι περιπέτειες και τα βάσανα του οίκου των Αχαιμενιδών θα την έστρεφαν μοιραία προς τους θεούς και τους ιερείς τους.

Κατά τα άλλα, ζητά να χαλαρώσουμε την εποπτεία της φρουράς στις εσωτερικές μετακινήσεις της οικογένειας στο παλάτι. Θαρρώ ότι αυτό μπορούμε να της το παραχωρήσουμε χωρίς να μειώσουμε την ουσιαστική επίβλεψη».

Ο Καλλισθένης με έχει πιάσει από το μπράτσο καθώς επιστρέφουμε στην εσωτερική αυλή κατευθυνόμενοι προς το διπλό θησαυροφυλάκιο, αλλά δεν είμαι σίγουρος αν απευθύνεται σε μένα ή αν μονολογεί προσπαθώντας να βάλει σε τάξη τις σκέψεις του. «Το αίτημά της για τους Ούξιους, αφού ενημερώσουμε τον Αλέξανδρο θα πρέπει να το στείλουμε στον Πτολεμαίο του Λάγου, αυτός δεν είπες ότι έχει αναλάβει το θέμα των ορεσίβιων ανταρτών;» Του έγνεψα ¨ναι¨ και εκείνος κοντοστάθηκε και με κοίταξε ερωτηματικά.

«Εν τάξει», τον διαβεβαίωσα, «τον Πτολεμαίο θα τον ενημερώσω εγώ».

Είχαμε φτάσει μπροστά στις φρουρούμενες πόρτες των θησαυρών και οι επικεφαλής των ομάδων ασφαλείας μας χαιρέτισαν με τον εμφαντικό τρόπο των στρατιωτικών. Έκανα να κατευθυνθώ προς την πόρτα που οδηγούσε στα νεοφερμένα πλούτη, προκειμένου να δείξω στον Καλλισθένη τα σημαντικότερα αντικείμενα από εκείνα που μεταφέραμε από την Περσέπολη, αλλά ο Ολύνθιος με σταμάτησε.

«Αυτά θα τα δούμε μετά», μου είπε. «Πρώτα έλα να δεις πως χειριζόμαστε το θησαυρό των Σούσων, ώστε να υιοθετήσεις παρόμοια μέθοδο και με αυτόν που μεταφέρατε από την Περσέπολη. Έχουμε βελτιώσει τη μέθοδο της Βαβυλώνας, όπου οι εκτιμήσεις και οι καταμετρήσεις έγιναν βιαστικά και όπου είχαν ανακατευτεί πολλοί άσχετοι»

Πράγματι θυμόμουν, δεν είχε περάσει δα πολύς καιρός. Τι εταίροι, τι σωματοφύλακες, τι επικεφαλής των συμμάχων! Όλοι είχαν παρελάσει προκειμένου να ρίξουν μια, έστω συνοπτική, ματιά στο θησαυρό της θρυλικής πόλης. Περισσότερο από όλους θυμάμαι τον κυριολεκτικά ενοχλητικό Άρπαλο του Μαχάτα, που παρά την (επώδυνη για όλους) υπεξαίρεση και δραπέτευσή του από την εκστρατεία, έχει επιστρέψει χάρη στην επιείκεια του Αλέξανδρου, αλλά δεν παύει να δείχνει ανάρμοστο αν όχι προκλητικό ενδιαφέρον για τον συγκεντρωμένο πλούτο

«Εξάλλου», συνέχισε ο Καλλισθένης, μπαίνοντας στο παλιό θησαυροφυλάκιο, «θέλω να σου δείξω δύο πολύ σημαντικά ευρήματα».

images (2)

[1] ¨Αγγαρήιον¨, από την αρχαία περσική λέξη Αγγάρ (έφιππος αγγελιοφόρος), ονομαζόταν, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο (Η΄ 98) το περσικό σύστημα κυκλοφορίας γραπτών μηνυμάτων, κυρίως διοικητικών εντολών και αναφορών. Από εκεί και η λέξη ¨αγγαρία¨.

[2] Απάδανα: Μεγαλοπρεπής αίθουσα υποδοχής των περσικών ανακτόρων. Υπάρχουν αναφορές στην Απάδανα των ανακτόρων της Περσέπολης και των Σούσων.

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , | Leave a Comment »

Μυθιστόρημα (υπό εκπόνηση) Μέρος Α, Κεφάλαιο 9 Όπου (την ίδια εκείνη μέρα) το Πουλχερίδιον ταξιδεύει ευχαριστημένο

Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 16 Απριλίου, 2015

img1_21 (1)

Αυτό είναι το τελευταίο κεφάλαιο του πρώτου μέρους της (υπό εκπόνηση) απόπειρας συγγραφής ενός ιστορικού μυθιστορήματος (σύμφωνα, βέβαια, με την προσωρινή πρώτη κατάταξη). Όπως ενδεχομένως παρατηρήσατε, το πρώτο μέρος  εξιστορεί τα όσα συνέβησαν μια συγκεκριμένη μέρα: την τρίτη ημέρα πριν την λήξη του Ανθεστηρίωνα μήνα του έτους που αντιστοιχεί στο 330 πΧ. Ακολουθεί ένα ¨ιντερμέδιο¨ με την επιστολή της Θαίδας προς τη Φρύνη, που το έχω ήδη αναρτήσει και βρίσκεται εδώ. . Το δεύτερο μέρος, προσεχώς.

εικόνα

Κεφάλαιο ένατο

Βασιλική οδός: Διαδρομή Περσέπολη – Σούσα

Η κυρία μου είναι μεγάλη πουτάνα και δε λέει ποτέ ψέματα.  Τέλος πάντων μπορεί και να λέει εκεί που πρέπει, αλλά σ’ εμάς τις δούλες της λέει τα αληθινά, γιατί μας αγαπάει όπως την αγαπάμε κι εμείς. Κι επειδή την αγαπάμε, το ξαναλέω επειδή την αγαπάμε, και όχι γιατί δε μπορούμε να κάνουμε αλλιώς (η αλήθεια είναι ότι δε μπορούμε, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία) της κάνουμε όλα τα χατίρια.

Μου λέει λοιπόν κάμποσες μέρες πριν: «Πουλχερίδιον, θα μου κάνεις μια χάρη;»

«Μετά χαράς αφέντρα», της λέω και το εννοώ.

Σηκώνει το φρύδι, σαν να μη περίμενε αυτή την απάντηση, σας είπα είναι μεγάλη πουτάνα, και μας αγαπάει, και συνεχίζει:

«Τι θα έλεγες για ένα ταξιδάκι;»

«Πετάω τη σκούφια μου» της λέω, και συμπληρώνω γιατί είμαι κι εγώ μικρή πουτάνα, ακόμη εκπαιδευόμενη: «Αυτήν που δεν έχω!»

«Καλά θα σου πάρω» μου χαμογελάει. Και θα σου πάρω κι άλλα, ρούχα και μπιχλιμπίδια, άμα θα κάνεις -σωστά- αυτά που θα σου πω.

 «Λέγε, αφέντρα, είμαι όλη αυτιά, κοίτα με», κάνω και βάζω τις χούφτες γύρω από τα μικρά χαριτωμένα μου αυτάκια, για να τα μεγαλώσω.

«Τον Ευρυμέδοντα τον ξέρεις, αν δε κάνω λάθος. Λέω τον ψηλό Θεσσαλό ίλαρχο. Πρέπει να τον έχεις περιποιηθεί προσωπικά».

«Τον ξέρω» της απαντώ ντροπαλά αλλά με νόημα.

«Φεύγει αύριο το πρωί, αποστολή για τα Σούσα, με άμαξα.

«Αποστολή; Τι αποστολή;» την ρωτάω γιατί είμαι περίεργη εκ γενετής, και πάντα!

«Α», μου κάνει. «Πρόσεξέ με: Θα σου πω δυο πράγματα. Πολύ σημαντικά αν θες να τα πάμε καλά. Πρώτον: δεν θα ρωτάς. Ότι χρειάζεται θα στο πω εγώ. Είναι πολύ καλλίτερα για όλους μας αν ξέρεις μόνον τα απαραίτητα. Δεύτερον: οτιδήποτε δεις ή ακούσεις σ’ αυτό το ταξίδι το λες μόνο σε ένα άτομο.

«Σε εσένα!» την προλαβαίνω επειδή έχω μια φαεινή.

«Σου κόβει Πουλχερίδιον», με επιβραβεύει. «Αλλά για την αποστολή του Ευρυμέδοντα θα σου πω: Τον στέλνει ο Ευμένης στον Καλλισθένη μαζί με ένα σωρό παπύρους, περγαμηνές και βιβλία. Δε ξέρω γιατί, αλλά φαίνεται ότι μαζεύουν τα συγγράμματα στα Σούσα. Γι αυτό θα χρησιμοποιήσει άμαξα. Τον είδα πριν λίγο, και μου υποσχέθηκε ότι θα πάρει κι έναν επιβάτη: εσένα. Ο Δρόμος είναι καλός, τον είδες στον ερχομό, υπάρχουν σταθμοί για να αλλάξετε τ’ άλογα και να πάρετε μια ανάσα. Σε λίγες μέρες θα είστε στην Πόλη των Κρίνων.

«Και τι θες να κάνω εκεί;»

«Θα παραδώσεις δύο επιστολές που θα σου δώσω».

«Σε ποιόν;»

«Τη μία θα τη δώσεις στον Παλαμήδη τον Αθηναίο. Έχει πληγωθεί στο δεξί χέρι και έμαθα ότι πρόκειται να επιστρέψει ως απόμαχος στην Αθήνα.  Θα του πεις ότι τον παρακαλώ θερμά, μόλις φτάσει στο Άστυ, να παραδώσει αυτή την επιστολή στην Φρύνη. Θα υπακούσει. Μου χρεωστάει μερικές χάρες».

Στο άκουσμα του ονόματος της Φρύνης, της μεγάλης Κυράς των Αθηνών χαμογελάω ως τα μικρά, χαριτωμένα μου αυτιά.

«Θα τον βρεις εκεί όπου έχουν στεγάσει τους αξιωματικούς που θα επαναπατριστούν», συνεχίζει η κυρά μου.

«Και την άλλη επιστολή;» ρωτάω.

«Η άλλη είναι πιο επείγουσα και θα την παραδώσεις πρώτη. Στον Εύελπι τον Μεγαρέα».

«Τον ξέρω», της λέω και ξαναχαμογελάω με νόημα.

Είναι ένας από τους πιστούς θαυμαστές της. Λες να ήρθε επιτέλους η σειρά του να απολαύσει την εύνοια της Κυράς; Λες να τον πεθύμησε, τώρα που δεν τον έχει συνεχώς στα πόδια της;

«Δε θα δυσκολευτείς να τον βρεις», μου λέει. «Ακολούθησε τον Ευρυμέδοντα όταν θα παραδώσει τα βιβλία στον Καλλισθένη. Σίγουρα κάπου εκεί γύρω θα είναι και ο Εύελπις».

 

Η κυρία μου, η Θαΐδα, μας αγαπάει. Και είναι η καλύτερη σε τέχνη και η μεγαλύτερη σε λάμψη απ’ τις εταίρες της Ασίας. Θα έλεγα και της Ευρώπης, αλλά αυτό θα το ξεστομίσω μόνον όταν η Κυρά Φρύνη αποσυρθεί. Γιατί, όπως λένε και οι πιο παλιές,  πρέπει να είμαστε δίκαιες και να σεβόμαστε τη μεγάλη μας παράδοση και εκείνες που ήδη ανήκουν σ’ αυτήν.

Η κυρά μου διάλεξε εμένα γι αυτό το θέλημα-ταξίδι και αυτό σημαίνει ότι μου έχει εμπιστοσύνη και μετά πάει να πει ότι μου έκανε ήδη ένα δώρο, γιατί περνάω υπέροχα. Μπορεί, δε λέω, να είμαι ευκολομπούχτιστη, αλλά τα απανωτά συμπόσια και τα όργια που ακολούθησαν την κατάληψη της Περσέπολης, τα έχω ελαφρώς βαρεθεί. Ήθελα λίγο καθαρό αέρα και η παρέα μ’ αυτό το αγαθό μεγάλο παιδί, τον Ευρυμέδοντα, δε με χαλάει καθόλου.

Αλλά, τι να κάνουμε, ταξιδεύουμε γρήγορα και, από ότι φαίνεται, αν ο Ταχυδρόμος Ερμής εξακολουθήσει να ευνοεί το ταξίδι, σήμερα το βράδυ θα είμαστε στα Σούσα.

γ

Τέλος Α΄ μέρους

(Συνεχίζεται, ακολουθεί το ιντερμέδιο με την επιστολή της Θαίδας προς την Φρύνη)

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , | Leave a Comment »

Μυθιστόρημα (υπό εκπόνηση) Μέρος Α, Κεφάλαιο 8, Το όνειρο του Οινοκράτη

Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 10 Απριλίου, 2015

Αργά τη νύχτα

Όπου ο Οινοκράτης ξυπνά αναστατωμένος και διηγείται το όνειρό του στον γλαρωμένο Χοντρόη.

Άκου χοντρέ, είδα ένα περίεργο όνειρο. Υποψιάζομαι ότι φταις εσύ και το μπουκάλι σου.

Σταμάτα το ροχάλισμα κι άκου. Θα σου το πω τώρα που είναι φρέσκο και το θυμάμαι. Το θυμάμαι καλά, σα να το έζησα στ’ αλήθεια.

Σιωπή!!! Δε θέλω αντιρρήσεις.

 Άκου.

Ήμουνα λέει στη δύση. Στη δύση – δύση, πιο πέρα από τα μέρη που γεννήθηκα, ίσως κοντά στη δυτική άκρη του Κόσμου. Είχα παρέα έναν προφήτη ντυμένο παράξενα, κάπως αστεία, με περισκελίδα στενή και χιτώνα σκούρο, στενάχωρο επίσης, όπου τα χέρια ήσαν βαλμένα μέσα σε υφασμάτινους σωλήνες, να αναρωτιέσαι πως κατάφερνε και τα έστριβε πέρα δώθε με φαινομενική άνεση.

Ήξερα ότι είναι προφήτης ή κάτι μυστηριακά ανάλογο, ωστόσο τον ρώτησα: «Ποιός είσαι και από πού κατάγεσαι γέροντα;»

Μου απάντησε ότι είναι από τα ψηλά βουνά του Κέντρου και ότι τον λένε …Ούγκ;, για Χιουνγκ;, για Γιουνγκ;, …δε θυμάμαι.

«Έλα, και θα σου δείξω πράγματα αξιομνημόνευτα», μου είπε και κροτάλισε τα λεπτά δάχτυλά του.

jung

Οπότε έξαφνα, όσο έξαφνα μπορεί να είναι τα πράγματα στο βασίλειο των ονείρων, μπροστά μου είδα να ξεσπάει μια μάχη. Μάχη φοβερή και θεαματική. Ακούγονταν αλαλαγμοί, αντηχούσαν  ήχοι κεραυνών, άστραφταν φωτιές, στρογγυλά σύννεφα καπνού γεννιόντουσαν απ’ το τίποτα και ανηφόριζαν ψηλά. Αυτοί που μάχονταν θα έμοιαζαν άνθρωποι σαν και μας, αν δεν διέθεταν όπλα θεών και δεν ήσαν ήταν ντυμένοι  με τρόπο γελοίο.

Από τη μια μεριά ήτανε λίγοι. Φορούσαν στενάχωρα χρωματιστά ιμάτια και μεγάλα περίεργα καπέλα, όλοι τους όμως είχαν σπάθες μακριές και κρατούσαν μπαστούνια που έβγαζαν φλόγες κι αστραπές.

Από την άλλη μεριά οι μαχητές ήσαν πολλοί. Όμως τα όπλα των περισσότερων  έμοιαζαν με εργαλεία γεωργών, όχι, δεν έμοιαζαν, ήταν εργαλεία γεωργών.

«Πρόσεξέ τους», μου είπε ο Ουνγκ.

Τους πρόσεξα, και ξαφνικά κατάλαβα ότι οι πολλοί ήταν σαν κι εμένα χοντρέ. Όπως, όσο κι αν σου φαίνεται παράδοξο, έμοιαζαν και σε σένα. Ήταν δούλοι χοντρέ. Οργισμένοι δούλοι.

img1_9

Και ξέρεις ποιο είναι το πιο περίεργο;   Νικήσαμε! Δηλαδή πρέπει να νικήσαν οι πολλοί, γιατί ο προφήτης δακτυλοκρότησε ξανά και μια νέα ζωντανή εικόνα σχηματίστηκε μπροστά μου.

Τους είδα ξανά όλους  αυτούς, τους φτωχούς, τους δούλους, τους κατατρεγμένους. Μόνο που τώρα είναι καλοοπλισμένοι και με αρχηγό έναν κοντό με αστείο τριγωνικό πίλο και με ανυψωμένα κάτι χρωματιστά πανιά που μοιάζουν με τις κορδέλες που δένουν στις σάρισες οι εταίροι, νάτους που εκστρατεύουν για την κατάκτηση του κόσμου. Καλή ώρα όπως εμείς τώρα.

Καθώς αυτοί οδεύουνε, οι συνακολουθούντες, οι έμποροι, οι τραπεζίτες και ο συρφετός δεν είναι πια πίσω τους αλλά βαδίζουν παράλληλα με τη στρατιά των καταραμένων. Μάλιστα μερικές φορές τρέχουν πιο γρήγορα, τους προσπερνάνε, μπαίνουν μπροστά τους  και τους καθοδηγούνε.

Δεν καταλαβαίνω τι γίνεται χοντρέ, αλλά δεν προλαβαίνω να ρωτήσω τον προφήτη, γιατί αυτός κάνει ακόμη μια στράκα με τα δάκτυλα και να που βρίσκομαι σε έναν ψηλοτάβανο ναό γεμάτο κόσμο με ενδύματα πολυτελή. Στο κέντρο του ναού βλέπω τον κοντό κι έναν τύπο που σίγουρα είναι ιερέας.

ναπ

Ο ιερέας κρατά ένα αυτοκρατορικό στέμμα. Πού το ξέρω ότι είναι αυτοκρατορικό; Το διαισθάνομαι! Ο κοντός του το παίρνει και το βάζει στο κεφάλι του, απομόνος του. Ακούω ιαχές και χειροκροτήματα, και ενώ έχω στο νου να ρωτήσω τον προφήτη τι τρέχει, ξυπνάω.

Από τις ιαχές;

Από τα χειροκροτήματα;

Όχι πιπικίνδυνε. Από το ροχαλητό σου.

Εγώ φταίω, που πείστηκα ότι μπορεί να κινδυνέψεις αν σε βρουν οι στρατιώτες προτού σε παρουσιάσει επίσημα τ’ αφεντικό και σου επέτρεψα να κοιμηθείς εδωπέρα.

Και το ποτό, έχεις δίκιο, είναι τελείως πιπικίνδυνο. Αύριο το παραδίδω στον Αφέντη.

 Εμείς, άμα λάχει, φτιάχνουμε άλλο!

 

 Ο νυχτερινός μονόλογος του Οινοκράτη αποδείχτηκε επικοινωνιακά ανώφελος. Το μόνο ορατό αποτέλεσμα ήταν ότι ο στρογγυλός υποτιθέμενος συνομιλητής του, με έναν μορφασμό κοιμισμένης ευδαιμονίας γύρισε από την άλλη μεριά και συνέχισε τον θορυβώδη (έως παταγώδη) ύπνο του.

6207

 (συνεχίζεται, στο επόμενο: Κεφ. 9ο: Η κυρία μου είναι μεγάλη πουτάνα και δε λέει ποτέ ψέματα.)

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , | Leave a Comment »

Μυθιστόρημα (υπό εκπόνηση) Μέρος Α, Κεφάλαιο 7. Καθώς οι οπλές του αλόγου μου κροτούν ρυθμικά πάνω στις πλάκες του δρόμου…

Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 1 Απριλίου, 2015

Μέρος Α΄: Σούσα

Κεφάλαιο έβδομο: Καθώς οι οπλές του αλόγου μου κροτούν ρυθμικά πάνω στις πλάκες του δρόμου…

?????????????????????????????????????????????????????????????????????????

 Το λεπτό φεγγαράκι είχε πια εξαφανιστεί και το δίχτυ των αστεριών είχε γίνει ακόμη πιο σπινθηροβόλο  πάνω στο παχύ μαύρο τ’ ουρανού, όταν αποχαιρέτισα τον Καλλισθένη.

Η συνάντησή μας είχε ολοκληρωθεί με την κατανάλωση ενός λιτού δείπνου που μας σέρβιραν εκεί, στο περίπτερο του υπερυψωμένου κήπου, οι ντόπιοι υπηρέτες. Τρώγοντας, πέρα από την αφήγηση από μέρους μου των τελευταίων γεγονότων της εκστρατείας στην Περσέπολη, μιλήσαμε για ένα σωρό άλλα θέματα.

Επέστρεψα στο κατάλυμά μου ιππεύοντας με οδηγό τους αναρτημένους φανούς, που με το ασθενικό τους φως υπεδείκνυαν τον κατηφορικό κεντρικό δρόμο από την ανακτορική Ακρόπολη ως την συνοικία των ευπόρων. Ο δρόμος αυτή την προχωρημένη ώρα ήταν εντελώς έρημος, αντίθετα, στο μυαλό μου στριφογύριζαν χίλιες σκέψεις που προσπαθούσαν να κατασταλάξουν  σε συγκεκριμένες απόψεις και συμπεράσματα.

Τα νυχτοπούλια έσπαζαν τη νυχτερινή σιγή με τα εκνευριστικά τους κρωξίματα, κι εγώ, ανάμεσα σ’ όλα τ’ άλλα, αναρωτιόμουν αν είναι ασφαλές να κυκλοφορώ μόνος, νυχτιάτικα, στην σκοτεινή, πρόσφατα κατακτημένη πόλη.

Για μια στιγμή μάλιστα νόμισα ότι κάτι συμβαίνει ανάμεσα στις σκιές γύρω μου, τράβηξα τα χαλινάρια  και τέντωσα τ’ αυτιά μου προσπαθώντας να εντοπίσω τυχόν ύποπτους ήχους. Εν τέλει όμως, το μόνο που έφτασε ως εμένα ήταν κάποια καθησυχαστικά αποσπάσματα ελληνικής γλώσσας από μια ομάδα στρατιωτών που περιπολούσε στο βάθος του δρόμου.

 images (10)

Οι σκέψεις μου επέστρεψαν στη συνάντηση με τον Καλλισθένη.

Αντίθετα με ό, τι συνέβη σ’ εκείνον, εγώ είχα εκτιμήσει θετικά τον ψηλό Ολύνθιο, από την πρώτη στιγμή που τον είδα στην Άβυδο. 

Δέκα χρόνια περίπου πρεσβύτερος από εμένα, είχε διαβάσει, θυμάμαι, προσεκτικά την επιστολή  του Αριστοτέλη που του παρέδωσα και, χωρίς σχόλια και παραινέσεις, μου είχε δώσει τις πρώτες οδηγίες.

Από τότε έχουν περάσει τέσσερα χρόνια. Ήμουν κοντά του καθώς η στρατιά προχωρούσε ακάθεκτη, από μάχη σε μάχη, από πολιορκία σε πολιορκία, από την Μικρασία ως την Αίγυπτο και από εκεί πάλι πίσω στην καρδιά της Ασίας όπου βρισκόμαστε τώρα. Τέσσερα χρόνια πυκνά σε αναπάντεχα γεγονότα, σε πιεστικά προβλήματα, σε  αντίξοες αλλά και ενθουσιαστικές εμπειρίες που, υπό ομαλές συνθήκες, θα απαιτούσαν πολύ περισσότερο χρόνο για να σωρευθούν. Έτσι είχα την ευκαιρία να επιβεβαιώσω αυτές τις πρώτες θετικές εντυπώσεις και μπορώ να πω ότι η εμπιστοσύνη που εμπνέει η ήρεμη φυσιογνωμία του Ολύνθιου δεν είναι απατηλή.

 -αυ-ός-32749886

Ωστόσο, για κάποιον που δεν τον γνωρίζει από κοντά, ο Καλλισθένης πρέπει να μοιάζει αντιφατικός άνθρωπος.

Από τη μια μεριά, ως ιστορικός έχει τον έλεγχο της ¨προς τα έξω¨ αλήθειας. Της κατασκευασμένης, ως ένα σημείο, αλήθειας που χρειάζεται ένας πόλεμος.

Ο Καλλισθένης ξέρει τα μυστικά της ρητορικής τέχνης και έχει την ικανότητα να τα εφαρμόζει.  Το  γεγονός ότι κατά την καταγραφή των γεγονότων φροντίζει ώστε να αποφεύγονται οι έντονες  υπερβολές -εκείνες που συνήθως υποδεικνύουν  οι πιο κόλακες απ’ τους γραφείς- κάνει τις παρεμβάσεις του περισσότερο αποτελεσματικές.

Ο Ολύνθιος όμως, δεν πιστεύει ότι τα σοφίσματα μπορούν να αντικαταστήσουν με άνεση την αλήθεια, είτε επειδή αυτή απλώς δεν υπάρχει, είτε επειδή κι αν ακόμη υπάρχει, επηρεάζει την εξέλιξη των πραγμάτων πολύ λιγότερο από ένα καλό σόφισμα. Δεν πιστεύει δηλαδή σ’ αυτά που ισχυρίζονται με εμμονή οι διάφοροι σοφίζοντες σχετικιστές. Λέω γι αυτούς που, αν και είναι κατανοητό πως μπόρεσαν να ακμάσουν  στην Ελλάδα των χρόνων της παρακμής, είναι δυσερμήνευτο το πως ήδη κατάφεραν να διεισδύσουν σε επίκαιρα πόστα της Εκστρατείας.

Από την άλλη πλευρά, ο Καλλισθένης δεν καταδικάζει συνολικά την χρήση των ¨απατηλών¨ συγκινησιακών εξωραϊσμών, όπως κάνουν, ας πούμε, ορισμένοι οπαδοί του Πλάτωνα του Αθηναίου.  Απ’ όσο ξέρω, τόσο ο ίδιος, όσο και ο δάσκαλός του ο Αριστοτέλης, θεωρούν ότι ο εμπλουτισμός του λόγου και της λογικής με στοιχεία που αφορούν στην εμπλοκή των συναισθημάτων είναι επιτρεπτός, αλλά με την προϋπόθεση ότι αυτά τα ¨εντυπωσιακά¨ ή ¨μη ορθολογικά¨ ή ¨καλλιτεχνικά¨ στοιχεία πρέπει τελικά να εξυπηρετούν τη διάδοση και τη κατανόηση της Αλήθειας. Και εδώ μιλάμε για μια Αλήθεια η οποία  όχι μόνον είναι υπαρκτή, αλλά και, εν κατακλείδι, οι άνθρωποι μπορούν να την προσεγγίσουν χάρη στις νοητικές τους ικανότητες.

Για να στηρίξει, λέω εγώ,  κανείς μια τέτοια άποψη είναι αυτονόητο ότι πρέπει να διαθέτει ολοκληρωμένες ιδέες, συγκεκριμένες αρχές, σαφή ιδανικά, αν όχι την καθοδήγηση εκείνων των ¨θεών του ορθού λόγου¨ στους οποίους ο Καλλισθένης κάνει συχνά νύξη. Μόνον έτσι θα μπορούσε να έχει κάποιος ένα μέτρο και έναν οδηγό όταν επιχειρεί να επηρεάσει τους άλλους μέσω της πειθούς και των τεχνασμάτων της. Εγώ είμαι σίγουρος πλέον ότι ο Ολύνθιος είναι επαρκώς εξοπλισμένος με όλα αυτά.

Υπάρχει όμως ακόμη ένας Καλλισθένης, ο οποίος ενδιαφέρεται έντονα για την ανεύρεση των χειροπιαστών γνώσεων, εκείνων που οδηγούν σε μια αλήθεια στα μέτρα του Ανθρώπου. Μια αλήθεια που επιβεβαιώνεται μέσα από συγκεκριμένες χρηστικές εφαρμογές. Μια αλήθεια εργαλείο επίγειας ευτυχίας. Θα έλεγα ότι αυτή η ¨αλήθεια των ανθρώπινων ανακαλύψεων και επινοήσεων¨ αποτελεί τον άξονα της σκέψης του και την εστία της, κατά βάθος αισιόδοξης, άποψής του για τη ζωή.

 Thessalikos Ippeas 750 πχ (1)

Παράλληλα συνειδητοποιώ πόσο δύσκολο είναι το έργο που έχει αναλάβει. Και δεν μιλώ μόνο για τα επίσημα καθήκοντά του, που είναι σύνθετα και γεμάτα ευθύνες, αλλά και εκείνα που του επιβάλει ο τρόπος με τον οποίο ο ίδιος αντιμετωπίζει την εκστρατεία.

Διότι, όπως είπα ήδη ο Καλλισθένης έχει μια ολοκληρωμένη άποψη γι αυτά που συμβαίνουν. Οπτική που δεν απέχει πολύ από τον τρόπο που σκέπτομαι εγώ και αρκετοί άλλοι, όσοι, τέλος πάντων, δεν αρκούνται στο να αιτιολογούν αυτή την εκστρατεία μόνο με τα κριτήρια της λαφυραγωγίας και της εκδίκησης.

Γύρω του έχει δημιουργηθεί μια άτυπη ομάδα που θέλει να προστατέψει τον Αλέξανδρο από επιρροές ζημιογόνες για τον ίδιο, αλλά και φθοροποιές για τους απώτερους ¨ ιστορικούς¨ ή ¨ιδεώδεις¨, αν μπορώ να εκφραστώ έτσι, στόχους της Εκστρατείας.

Με αυτόν, λίγο πολύ, τον τρόπο σκέφτονται οι περισσότεροι στο επικοινωνιακό επιτελείο όπως επίσης και ο Ευμένης ο Καρδιανός, ο οποίος έχει επιτελικές και επικοινωνιακές αρμοδιότητες.

Σκέφτομαι ότι δεν θα ήταν εντελώς παράδοξο εάν ανάμεσα στον Ευμένη και τον Καλλισθένη υπήρχε ένταση ή και αντιζηλία ακόμη, μια που τα καθήκοντά τους αλληλεπικαλύπτονται και το κύρος τους είναι σχεδόν ισοδύναμο. Ο λίγο νεώτερος Ευμένης -που και αυτός κατάγεται από ιωνική αποικία στο βορρά, την Καρδία της θρακικής Χερσονήσου- υπήρξε γραμματέας του βασιλέα Φιλίππου και, αν και μη Μακεδόνας, είναι τώρα ενταγμένος μεταξύ των εταίρων ως ισοδύναμο μέλος.

 Όμως, οι δύο άνδρες είχαν την εντιμότητα να αναγνωρίσουν ο ένας τις ικανότητες του άλλου και να αναπτύξουν μεταξύ τους μια σχέση αμοιβαίου σεβασμού και εκτίμησης. Και όχι μόνον αυτό. Φαίνεται ότι συμπίπτουν και στις γενικότερες εκτιμήσεις για την σημερινή συγκυρία και τις μελλοντικές προοπτικές.

Έπειτα έχουμε τον Έφιππο, ολύνθιος κι αυτός, που αν και φωνακλάς, είναι αφοσιωμένος στον Καλλισθένη και στις ιδέες που αυτός πρεσβεύει. Από τότε που επέστρεψε από την Αίγυπτο όπου μετά την κατάληψη ο Αλέξανδρος τον είχε ορίσει για ένα διάστημα ¨επόπτη της διοίκησης¨, έχει ενταχθεί στην ομάδα μας.

Τις γενικές γραμμές των απόψεών μας συμμερίζονται επίσης ορισμένοι από τους μηχανικούς, κάποιοι  καλλιτέχνες και κάποιοι από τους ειδήμονες σε ποικίλους τομείς, όπως για παράδειγμα ο Φίλιππος, ο γιατρός από την Ακαρνανία, που έσωσε τον Αλέξανδρο στην Ταρσό πριν τρία χρόνια. Τότε που όλοι θεωρούσαν τον βασιλιά ετοιμοθάνατο, ενώ οι περισσότεροι, παρά τις αρνητικές εισηγήσεις της ομάδας μας, θεωρούσαν τον γιατρό προδότη εξαγορασμένο από τους Πέρσες.

 Όμως δεν είμαι σίγουρος ότι ο  στενός κύκλος των μακεδόνων ηγητόρων συμμερίζεται στο σύνολό του τις απόψεις του Καλλισθένη για την υψηλή αποστολή και τα πανανθρώπινα ζητούμενα αυτής εδώ της εκστρατείας.

Μερικοί ίσως ναι. Μερικοί τον συμπαθούν γιατί τον βλέπουν κατά κάποιο τρόπο ως αυθεντικό ερμηνευτή, αν όχι συνεχιστή του Αριστοτέλη, του αγαπητού κοινού δάσκαλου από τον καιρό των μαθημάτων στο Νυμφαίο της Μίεζας και στην Πέλλα.images (13)

Ο Αριστοτέλης δεν ήταν δάσκαλος μόνον του Αλέξανδρου. Τα περισσότερα μαθήματά του τα είχαν παρακολουθήσει ταυτόχρονα σχεδόν όλοι οι συνομήλικοι γιοι των ευγενών  της αυλής του Φιλίππου και στενοί φίλοι του τότε διαδόχου. Επομένως η επιρροή που ασκεί, ενισχυμένη από τα νεότερα συγγράμματά του που εξακολουθούν να φτάνουν -με προτεραιότητα- ως εδώ, εξακολουθεί να είναι υπαρκτή και διάχυτη στον πυρήνα των εταίρων.

Ο Καλλισθένης εκπροσωπεί εκ των πραγμάτων τον μεγάλο δάσκαλο, όχι μόνο γιατί θεωρείται συγγενής του -είναι ανιψιός του θετού πατέρα του Αριστοτέλη- αλλά και γιατί είναι σε θέση να επεξηγήσει τις σημερινές απόψεις του Σταγειρήτη.

Άλλοι όμως εταίροι διαφωνούν ή αδιαφορούν ή επηρεάζονται από κακόβουλους τρίτους.

Γι αυτό υπάρχει πάντοτε ο κίνδυνος τα λόγια ή οι πράξεις του Καλλισθένη να παρεξηγηθούν. Όχι γιατί δεν είναι επαρκώς σαφής και πειστικός, αλλά γιατί στους βασιλικούς κύκλους έχουν διεισδύσει άνθρωποι με εντελώς διαφορετικές απόψεις από τις δικές του. Άνθρωποι των οποίων η επιρροή στον νεαρό βασιλέα αυξάνεται διαρκώς.

Αυτοί είναι οι ¨άλλοι¨, οι οποίοι έχοντας ακολουθήσει την ¨κάτω διαδρομή¨ της προέλασης έχουν φτάσει τώρα αμαχητί  στην Περσέπολη. Εκεί, όλοι αυτοί, λόγω της απουσίας του Καλλισθένη, έχουν αναθαρρέψει και τα τελευταία δεκαήμερα ¨αλωνίζουν¨.

Πρόκειται κυρίως για τον Ανάξαρχο από τα Άβδηρα, τον επιλεγόμενο και ¨Ευδαιμονικό¨ -εγώ θα τον έλεγα απλώς καλοπερασάκια, μια που δε χάνει ευκαιρία να παραστεί, καλεσμένος ή αυτόκλητος, σε γιορτές και συμπόσια.

Ο Ανάξαρχος θεωρεί τον εαυτό του μεγάλο φιλόσοφο, εγώ όμως νομίζω ότι το επίθετο μέγας θα ταίριαζε μόνο στην άλλη του ιδιότητα, στην οποία όντως  διαπρέπει, εκείνη του κόλακα. Ελάχιστα διαλεκτικός και κατά συνέπεια ελάχιστα διαλλακτικός ¨κολλάει¨ σε κάποιες ιδέες οι οποίες, εκθειάζουν οτιδήποτε το αυτοκρατορικό, το μεγαλειώδες, το εκτός ελληνικού μέτρου.

Ισχυρίζεται ότι είναι οπαδός του συμπατριώτη του, του Δημόκριτου, αλλά νομίζω ότι έχει παρεξηγήσει την έννοια που εκείνος απέδιδε στην ¨ευθυμία¨. Η ¨ευθυμία¨ του Δημόκριτου περιλαμβάνει την ψυχική γαλήνη, την σταθερότητα και την επάρκεια, όχι τις υπερβολές και την άγρα κλέους και χρημάτων.

Ο ¨Ευδαιμονικός¨ έχει καταφέρει να διεισδύσει στον στενό κύκλο του Βασιλιά αφού πρώτα εξασφάλισε την εύνοια του εταίρου Άρπαλου του Μαχάτα.

Ο Άρπαλος είναι περίπτωση: έχει περίπου τις ίδιες ¨ευδαιμονικές¨ απόψεις με τον Αβδηρίτη, έχει ήδη αποδειχθεί αναξιόπιστος δημιουργώντας ένα μεγάλο οικονομικό σκάνδαλο και όμως, παρ’ όλα αυτά, ο Αλέξανδρος τον συγχώρεσε και, απ’ ότι φαίνεται του επιτρέπει ακόμη να έχει λόγο στα οικονομικά της εκστρατείας.

Λέω ¨αναξιόπιστος¨, αλλά νομίζω ότι λέω λίγα. Ο άνθρωπος αυτός πριν τρία χρόνια, λίγο πριν τη μάχη της Ισσού και ενώ ήταν προϊστάμενος των εποπτών επί των χρημάτων, δηλαδή γενικός υπεύθυνος για τα οικονομικά θέματα, υπεξαίρεσε ένα μεγάλο ποσό και διέφυγε κατ’ αρχήν στα Μέγαρα (αλλά το κλίμα της πατρίδας μου δεν τον σήκωσε) και μετά στην Αθήνα. Τώρα, μετά την ¨άφεση¨ που κατάφερε να πάρει από τον Βασιλέα, βρίσκεται στη νεοκατακτημένη Βαβυλώνα και οι πληροφορίες λένε ότι προσπαθεί να ανακτήσει τα προνόμια που είχε πριν τη φυγή του.

Τον Αλέξανδρο νομίζω ότι μπορώ να τον καταλάβω, ο Άρπαλος είναι παιδικός του φίλος. Όταν συγκρούστηκε με τον Φίλιππο, ο γιος του Μαχάτα, αν και χωλός από μικρός, τον ακολούθησε στην εξορία μαζί με λίγους αφοσιωμένους.  Οι δεσμοί ανάμεσα στα μέλη αυτής της ομάδας εξακολουθούν να είναι πανίσχυροι. Εκείνος που ειλικρινά δεν καταλαβαίνω είναι ο ίδιος ο Άρπαλος, όσο κι αν η σχέση του με τον Ανάξαρχο μπορεί να είναι ενδεικτική για τον τρόπο που σκέφτεται.

Παρατρεχάμενοι του Ανάξαρχου είναι κι ο Κλέωνας ο Σικελός, καθώς κι ο Ονησίκριτος από την Αστυπάλαια, ένας ακόμη  αμετροεπής και μυθολάγνος, ο οποίος ακολουθώντας το συρμό, τελευταία δηλώνει ¨κυνικός¨.

Και, παραπίσω, μια ορδή από διάφορους φιλόδοξους, δοκησίσοφους, άνευ αρχών και άνευ έρματος, που προσπαθούν να αναρριχηθούν σε επίκαιρες θέσεις του νέου πολιτικού μορφώματος που προκύπτει από τις κατακτήσεις. Αυτό το νέο μόρφωμα, υποστηρίζουν, δεν μπορεί παρά να είναι ένα είδος παγκοσμιοποιημένης αυτοκρατορίας, βασισμένης στα δοκιμασμένα ασιατικά πρότυπα με επικεφαλής έναν θεοποιημένο δυνάστη. 

 

Ενημέρωσα τον Καλλισθένη για την τελευταία υποβολιμαία φήμη σε βάρος της ομάδας μας, αλλά και εκείνου προσωπικά, που οι ¨άλλοι¨ κυκλοφορούν ψιθυριστά ανάμεσα στους βασιλικούς κύκλους.

Λένε ότι ο Καλλισθένης έχει φτάσει σε τέτοιο σημείο κομπασμού, ώστε να ισχυρίζεται ότι όχι μόνο η θεοποίηση, αλλά και η υστεροφημία του Αλεξάνδρου εξαρτάται λιγότερο από τον ίδιο τον βασιλέα και τα επιτεύγματά του και περισσότερο από αυτά που οι ιστορικοί, δηλαδή ο ίδιος και η ομάδα του, καταγράφουν. Άρα ο Καλλισθένης ισχυρίζεται ότι είναι κραταιότερος του βασιλέα, άρα ο Καλλισθένης είναι ύποπτος για ανυπακοή και προσβολή του βασιλικού θεσμού.

Ο Καλλισθένης γέλασε πηγαία.

«Δηλαδή για τον ¨Ευδαιμονικό¨ έχουμε γίνει ταυτόχρονα πανίσχυροι και ανόητοι. Τόσο ισχυροί που να απειλούμε τον βασιλιά και τόσο ανόητοι που να κομπορρημονούμε για την ισχύ μας αυτή! »

«Έτσι λέει».

«Ας τον να λέει. Θα το αντιμετωπίσουμε». Μετά, χωρίς να αλλάξει την χαμογελαστή του διάθεση, άλλαξε θέμα αιφνιδιάζοντάς με:

 «Τώρα πες μου τι γίνεται με τη Θαΐδα»

Ξερόβηξα χια να κερδίσω μια δυο στιγμές και του απάντησα:

«Η Θαΐδα, φυσικά, ακολούθησε την κάτω διαδρομή προς την Περσέπολη και μάλιστα συνοδευμένη από τη δική της ακολουθία και φρουρά, πολύ πίσω από το κυρίως σώμα. Εγώ όπως σου είπα ήμουν με τον Αλέξανδρο στον ορεινό δρόμο. Όταν συγκεντρωθήκαμε πάλι όλοι στην Περσέπολη, εγώ χρειάστηκε να ασχοληθώ με  την προετοιμασία της μεταφοράς του θησαυρού στα Σούσα -δε φανταζόμουν ότι θα χρειαζόμασταν τόσο πολλούς ημίονους και καμήλες- και έτσι δεν βρήκα τον απαιτούμενο χρόνο για να ασχοληθώ προσωπικά με την επιτήρησή της».

 Δεν είπα στον Καλλισθένη ότι την Θαΐδα την είχα συνεχώς βιδωμένη στο μυαλό μου. Ομολογώ: ένα είδος εμμονής.

Μετά τον καθησύχασα: «Από τις σχετικές αναφορές δε προκύπτει κάτι το ανησυχητικά ιδιαίτερο. Εξακολουθεί να είναι παρούσα στα συμπόσια του στενού κύκλου, εξακολουθεί να είναι κολλητή με τον Πτολεμαίο του Λάγου, εξακολουθεί να είναι σαγηνευτική με τον τρόπο που μόνο μια εταίρα με τα δικά της προσόντα μπορεί».

Ο Καλλισθένης με κοίταξε μ’ ένα τρόπο διαπεραστικό και εγώ έσπευσα να συμπληρώσω: «Ωστόσο ούτε και τώρα διαπιστώσαμε κάποια ιδιαίτερη επαφή είτε με τους Πέρσες είτε με τους Αθηναίους».

 

Ο κρότος των οπλών του αλόγου πάνω στον πλακοστρωμένο δρόμο έδινε ρυθμό στις σκέψεις μου, κι αφοσιωμένος σ’ αυτές ούτε που κατάλαβα ότι έφτασα στο οίκημα  που φιλοξενεί εμένα και τον πολυπράγμονα υπηρέτη μου.

Ξεπέζεψα, κι οδήγησα το άλογο στο στάβλο. Για μια στιγμή είπα να ξυπνήσω τον Οινοκράτη, αλλά άλλαξα γνώμη όταν, περνώντας έξω από τα δωμάτια του προσωπικού, τον άκουσα να ροχαλίζει με πρωτοφανή τρόπο. Σκέφτηκα ότι θα είναι πολύ κουρασμένος και τον άφησα να κοιμηθεί απερίσπαστος.

images (39)

(συνεχίζεται Στο επόμενο: Κεφάλαιο 8. Το όνειρο του Οινοκράτη)

 

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , , | Leave a Comment »

Μυθιστόρημα (υπό εκπόνηση) Μέρος Α, Κεφάλαιο 6. Χαχόμα ένα κυλικάκι

Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 25 Μαρτίου, 2015

  1. Μέρος Α΄: Σούσα

Κεφάλαιο έκτο. Ο Οινοκράτης και ένας στρογγυλός ντόπιος (συνέχεια)

images (22)

Χαχόμα ένα κυλικά -ά-κι

χαχόμα ένα ασματά-ά-κι…

Ο Οινοκράτης, τελείως φτιαγμένος και άλλο τόσο φευγάτος, τραγουδάει παιανιστί, παραφράζοντας ένα παλιό αθηναϊκό τραγουδάκι των συμποσίων. Κρατάει στην αγκαλιά του και λικνίζει με τρυφερότητα την φιάλη με το απαστράπτον υγρό, το οποίο αντίθετα με ό, τι θα υπέθετε κανείς έχει ελαττωθεί ελάχιστα.  Πάντοτε στην οιναποθήκη του αρχοντικού, μαζί με τη νέα του γνωριμία, τον στρογγυλοπρόσωπο στρουμπουλό ανατολίτη, κάθονται σε έναν πάγκο στους πρόποδες ενός τεράστιου πιθαριού.

Ο σφαιρικός έχει βγάλει το μελιτζανί του σαρίκι αποκαλύπτοντας το στρογγυλό του κεφάλι, επικαλυπτόμενο τώρα από μαύρο κοντό μαλλί με χωρίστρα στη μέση και ¨αφελείς¨ φούντες που διακοσμούν το επίσης κοντό του κούτελο. Προσπαθεί να υφαρπάξει, αλλά με τακτ, την ιερή φιάλη από την αγκαλιά του Οινοκράτη, πράγμα που του  προκύπτει μάλλον ακατόρθωτο.

«Ελθέ φίλτατε, ομιλήσωμεν», επιμένει.

«Ομιλήσωμεν, συμφωνήσωμεν», τραγουδάει ακάθεκτος ο πρώην σιτιστής και νυν πιστός υπηρέτης, τραβώντας ταυτοχρόνως το υπογένειο του συνομιλητή του. Υπογένειο μάλλον άχρηστο μια που ματαίως προσπαθεί να διαταράξει την απηνή κυκλικότητα του προσώπου του.

«…Ιώδη φορεσιά, μη ξαναβάλεις πια…», συνεχίζει ο αυτοσχέδιος αοιδός, αντλώντας τώρα από τη λαϊκή μουσική παράδοση.

«Δως εμοί την φιάλην ταύτην ήτις πιπικίνδυνος δια μη μύστας εστί. Εγώ δε τω ιερώ πυρί ομνύω,  ότι οσονούπω τα ημέτερα ιμάτια άπαντα αλλάσσω».

«Φιάλη ταύτη επιτάσσεται, κατάσχεται, επιστρατεύεται, δεσμεύεται, δημεύεται, από-ιδιωτικοποιείται, αμ’ πως!» τον ενημερώνει ο Οινοκράτης.

«Εν τούτοις, ποίος γιγνώσκει οδηγίας χρήσεως ε;»

«Ποίος;»

«Ο υμέτερος δούλος Βακχέ»

«Βακχέ;»

«Σύ είπας»

«Άκου να δεις πεπλατυσμένε. Όχι Βακχέ ούτε Βάκχε, αυτός είναι άλλος. Θεός μεγάλος και μερακλής. Χικ! Εγώ θα σε λέω μμμ… Πιπικίνδυνο… όχι είναι μακρύ. Θα σε λέω Χοντρόη!»

Εγώ ξέρεις ποιος είμαι;»

«Ποίος;»

«Ο όχι τυχαίως ονομαζόμενος Οινοκράτης!»

«Καλώς. Τις ουν γιγνώσκει οδηγίας χρήσεως ιερού καταποτήματος;»

«Ποίος;»

«Ο υμέτερος δούλος Χονδρόης!»

«Τότε κατάσχεσαι κι εσύ! Και οι δύο. Τώρα βοηθήστε με να ανέβω στα διαμερίσματα του κύρη μου. Και από αύριο αρχίζουμε μαθήματα. Θέλω να μου μάθετε ο ένας τις οδηγίες χρήσεως και ο άλλος τις οδηγίες παραγωγής. Ομίλησα!»

ω

(Συνεχίζεται. Στο επόμενο: Κεφάλαιο έβδομο: Καθώς οι οπλές του αλόγου μου κροτούν ρυθμικά πάνω στις πλάκες του δρόμου)…

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , | Leave a Comment »

Μυθιστόρημα (υπό εκπόνηση) Μέρος Α, Κεφάλαιο 5. Ο Εύελπις συνεχίζει την αφήγησή του: Η σφαγή

Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 15 Μαρτίου, 2015

 Ο Εύελπις συνεχίζει την αφήγησή του: Η σφαγή

 Alexander the Great suppressing a rebellion in Greece

Ο ουρανός πάνω από τον εξωτικό κήπο έχει σκουρύνει αρκετά ώστε να είναι πια ορατό το λαμπερό  δίχτυ  των αστεριών καθώς και ένας ασημένιος μηνίσκος σελήνης που κρέμεται μπλεγμένος ανάμεσά τους. Οι δύο Έλληνες, ο Ολύνθιος και ο Μεγαρέας, εξακολουθούν να συζητούν καθισμένοι στις καλαμένιες πολυθρόνες.

Ο Εύελπις συνεχίζει την αφήγησή του.

«…Στη συνέχεια η πορεία άρχισε να γίνεται κατηφορική, η μεγάλη οροσειρά τελείωνε… Φτάσαμε στον ποταμό Αράξη όπου οι μηχανικοί είχαν ήδη δημιουργήσει ασφαλές πέρασμα. Ανάμεσα σε μας και την Περσέπολη υπήρχε μόνο η πόλη των Πασαγάρδων που μας παραδόθηκε χωρίς καμία αντίσταση.

Ο Αριοβαρζάνης, ο σατράπης της Περσίδας που είχε οργανώσει την γενναία αντίσταση στα βουνά, προφανώς γύρισε κοντά στον φυγάδα βασιλιά του, ψηλά στον βορρά στην άλλη άκρη του Ζάγκρου».

Ο Εύελπις σιωπά για μια στιγμή, και μετά συνεχίζει: «Ξέρω πως υπερβάλουμε κάπως με όλες αυτές τις ¨πρωτεύουσες πόλεις¨ αλλά και εκεί, στις Πασαγάρδες, βρήκαμε βασιλική παρουσία, συγκεκριμένα το μαυσωλείο  του παλιού βασιλιά – ήρωα Κύρου, γεμάτο αφιερώματα και πολύτιμα αντικείμενα.

Όμως υπάρχει και κάτι άλλο που θα σε ενδιαφέρει».

Ο Καλλισθένης κατεβάζει το βλέμμα του από τον σπινθηροβόλο έναστρο ουρανό και το στρέφει προς τον συνομιλητή του. «Α, ναι; Και τι είναι αυτό;»

«Ανακρίνοντας διακριτικά το χαμηλόβαθμο προσωπικό του ναού που είναι προσαρτημένος στο μαυσωλείο -όπως ξέρεις οι μεγαλόσχημοι ιερείς αποφεύγουν να μιλήσουν χωρίς ειδική μεταχείριση, αυτοί θέλουν είτε κολακείες και υποσχέσεις είτε απειλές,  και εγώ βιαζόμουν- οι μικροί λοιπόν ιερωμένοι, μου παινεύτηκαν για την ευστάθεια του ναού και του μαυσωλείου στις ταλαντεύσεις του εδάφους. Βέβαια, κατά την γνώμη τους, η αντοχή αυτή οφείλεται αποκλειστικά στις μαγικές ικανότητες του υψηλού ιερατείου.

Είπα στους μηχανικούς να ρίξουν μια πρώτη ματιά, στα θεμέλια της κατασκευής, αλλά αυτό βέβαια δεν αρκεί. Πρέπει να οργανώσουμε μια αποστολή ειδημόνων. Στην Ελλάδα έχουμε διαρκή αγώνα ενάντια στον Εγκέλαδο και αυτά τα κατασκευαστικά μυστικά μπορεί να αποβούν εξαιρετικά ωφέλιμα.

Ο Καλλισθένης ανακάθεται και του χαμογελάει. «Έχεις δίκιο και σε συγχαίρω γι αυτήν σου την πρωτοβουλία»,  και συνεχίζει. «Τι θεούς λατρεύουν εκεί;»

«Κάτι ανάμεσα στο ιερό πυρ και τους προγόνους. Απ ό, τι κατάλαβα είναι θρησκευτικά ήθη που προέρχονται από την Ινδία, όπου φημολογείται ότι οι ιερείς αποτελούν την ισχυρότερη τάξη.

«Κι αυτό είναι ενδιαφέρον».

Ο Καλλισθένης θέλει να πει κάτι ακόμη και μάλλον δυσκολεύεται στη διατύπωση: «Μεγαρέα, ομολογώ ότι παρά το εύθυμο του ύφους και του χαρακτήρα σου, έχεις αποδειχθεί ένας αποτελεσματικός συνεργάτης.

Θα πρέπει ίσως να σου πω ότι όταν σε πρωτοείδα στην Άβυδο, η αθηναϊκή σου κομψότητα δεν είναι ότι με ενθουσίασε ιδιαίτερα.

Όμως η επιστολή και τα καλά λόγια του Αριστοτέλη ήταν ισχυρό κίνητρο για να σε αποδεχτώ ανάμεσά μας. Χαίρομαι που ο Σταγειρίτης Δάσκαλος έχει δίκιο για μια ακόμη φορά».  

«Σε ευχαριστώ Καλλισθένη» ανταποκρίνεται εύχαρις ο Εύελπις. Αλλά αμέσως αλλάζει διάθεση και σοβαρεύει. «Σου προλέγω όμως ότι, όσο και αν θα το επιθυμούσα, το επόμενο τμήμα της αφήγησής μου, αυτό που αφορά τα όσα συνέβησαν μετά την παράδοση της Περσέπολης, δεν έχει τίποτα το εύθυμο».

«Καταλαβαίνω για τι πράγμα μιλάς. Οι άσχημες ειδήσεις και μάλιστα αυτές που περιέχουν άφθονη, αδικαιολόγητη ροή αίματος,  ταξιδεύουν γρήγορα».

«Ο κυβερνήτης Τυριδάτης μας παρέδωσε την Περσέπολη και τους θησαυρούς της ελπίζοντας ότι, όπως συνέβη έως τώρα με όλες τις πόλεις που δεν πρόβαλαν αντίσταση, δεν θα υπήρχε δήωση και εξανδραποδισμός.  Όμως αυτή τη φορά τα πράγματα εξελίχτηκαν διαφορετικά. Η πόλη λεηλατήθηκε, οι κάτοικοι, όλοι οι κάτοικοι που δεν την εγκατέλειψαν εγκαίρως, ανεξάρτητα από φύλο και ηλικία είτε κατασφάχτηκαν είτε μετατράπηκαν σε δούλους.

Persepolis_T_Chipiez

Ο ίδιος ο Αλέξανδρος ούτε απαγόρευσε ούτε επαίνεσε την λαφυραγώγηση και τη σφαγή στην πόλη. Δεν μπορώ επομένως να σου πω με απόλυτη σιγουριά εάν ήταν μια προειλημμένη απόφασή του, ή εάν ήταν κάτι το συγκυριακό που δεν μπόρεσε να ελέγξει. Δεν μπορώ καν να εικάσω τι ρόλο μπορεί να έπαιξε η ομάδα των κολάκων ¨αυτοκρατορικών¨ που, όπως σου ανέφερα, έχουν αυξήσει την επιρροή τους πάνω του».

Ο Εύελπις, με μια κίνηση του κεφαλιού προσπαθεί να διώξει τις φρικτές εικόνες που η μνήμη του επιμένει να ανακαλεί. Για λίγο σιωπά. Μετά συνεχίζει.

«Πάντως, έδωσε ρητή εντολή να μη τολμήσει κανείς να πλησιάσει τα ανάκτορα και φυσικά το θησαυροφυλάκιο.

Ύστερα από μια πρώτη, μάλλον πρόχειρη, εκτίμηση του τεράστιου πλούτου που υπήρχε στα ανάκτορα της Περσέπολης, αποφασίστηκε ένα μεγάλο μέρος του να αποσταλεί εδώ, στα Σούσα, όπου θα καταγραφεί και θα εκτιμηθεί λεπτομερώς μαζί με τον εντόπιο θησαυρό, ενώ το υπόλοιπο θα παραμείνει εκεί και θα χρησιμοποιηθεί κυρίως για τη συνέχιση της εκστρατείας».

Ο Καλλισθένης σηκώνεται και αρχίζει να βαδίζει πέρα δώθε μπροστά από το τραπέζι.

«Αυτό σημαίνει ότι αφετηρία της προσεχούς εξόρμησης θα είναι η Περσέπολη και όχι τα Σούσα. Και, πιθανότατα,  η στρατιά θα στραφεί προς βορρά, ακολουθώντας την ανατολική πλευρά της οροσειράς προκειμένου να κυνηγήσει και να εξουδετερώσει τον Δαρείο», συμπεραίνει. «Αλλά εάν αληθεύει ότι το κλίμα από την άλλη πλευρά του Ζάγκρου είναι ανυπόφορα ψυχρό και βίαιο, ο Αλέξανδρος θα χρειαστεί να περιμένει μέχρι το τέλος της άνοιξης».

Μετά αλλάζει θέμα. «Πες μου οι βιβλιοθήκες σώθηκαν;»

«Οι πάπυροι και τα βιβλία των ανακτόρων και του κεντρικού ναού σώθηκαν, προς το παρόν τουλάχιστον. Εκείνα που υποθέτω ότι θα υπήρχαν σε άλλους, περιφερειακούς ναούς, όχι».

«Πρέπει να ειδοποιήσουμε τον Ευμένη να προστατέψει τα βιβλία με κάθε τρόπο. Προσφεύγοντας εν ανάγκη στον ίδιο τον Αλέξανδρο, αλλά και σε όποιους εταίρους κρίνει ότι μπορεί να επηρεάσει». 

«Θα το αναλάβω εγώ. Αύριο νωρίς θα του στείλω μήνυμα με έμπιστο ημεροδρόμο».

Ο Καλλισθένης  σταματά μπροστά στον Μεγαρέα και τον κοιτάζει με ένταση.

«Όσο για τη σφαγή, θέλω να σου πω το εξής:

Μπορώ, θέλοντας, να βρω κάποιες δικαιολογίες γι αυτή την απόφαση. Ξέρω τι πίεση ασκούν ορισμένοι πολεμιστές αλλά και ο συρφετός που τρέχει ξωπίσω μας και που δεν ονειρεύεται άλλο από πλιάτσικο. Σου είπα ότι έμαθα πως δυσανασχέτησαν επειδή τους απαγορέψαμε να λεηλατήσουν την πάμπλουτη Βαβυλώνα και τα Σούσα.

Ξέρω επίσης, αν όχι γι άλλο λόγο επειδή εμείς οι ίδιοι χρησιμοποιήσαμε αυτό το επιχείρημα, ότι η αποστολή μας υποτίθεται ότι ολοκληρώνεται μόνον όταν οι παλιοί εισβολείς ξεπληρώσουν με το ίδιο νόμισμα τις ωδίνες που προξένησαν στις ελληνικές πόλεις στο παρελθόν.

Τα πράγματα μοιάζουν απλά:  Ήρθαν πριν εκατόν πενήντα χρόνια οι πρόγονοί τους στα μέρη μας, κατέστρεψαν ό, τι μπόρεσαν, έσφαξαν και δήωσαν και τώρα εμείς τους επιστρέφουμε στα ίσα την καταστροφή. Για το στράτευμα, αν όχι όλοι οι θεοί, τουλάχιστο η Νέμεση είναι σε κάθε περίπτωση με το μέρος μας.

Achaemenian Susian, Persian & Median Palace Guards at Persepolis

Θα πρόσθετα επίσης ότι εάν ο Αλέξανδρος κυνηγήσει στο βορρά τον Δαρείο θα πρέπει να διασχίσει πολύ λιγότερο εύφορες περιοχές από αυτές της Μεσοποταμίας. Εδώ, οι καλομαθημένοι άρχοντες μπορεί να μας παραδίνουν αμαχητί τείχη και πολύτιμα αντικείμενα, αλλά να δεις ότι οι ορεσίβιοι και οι αγρότες της άλλης πλευράς δεν πρόκειται να συμμετάσχουν οικειοθελώς στον ανεφοδιασμό του στρατεύματός με τρόφιμα και ζώα. Επομένως, σε τέτοιες περιπτώσεις, ο εκφοβισμός αποτελεί μια κλασική τακτική.

Ωστόσο, απέναντι σε όλα αυτά τα επιχειρήματα υπάρχει μια βασική ένσταση».

Η φωνή του Καλλισθένη γίνεται βαθμιαία όλο και πιο έντονη.

«Γιατί είμαστε εδώ Εύελπι;

Ξέρω, επειδή σε γνωρίζω, ότι δεν θα μου απαντήσεις ¨για να αρπάξουμε πλούτη¨ ως τυχεροί  και ικανοί τυχοδιώκτες.

Είναι πιθανότερο να μου πεις ότι βρεθήκαμε εδώ ¨για να αποδείξουμε ότι ενωμένοι μπορούμε να πάμε παντού¨.  Μια τέτοια απάντηση, μετά από αιώνες εμφύλιων πολέμων και την απώλεια πολλών πόλεων που υποτάχτηκαν στην αυτοκρατορία, έχει μια αδιαμφισβήτητη λογική.

Όμως, αν δεις ευρύτερα τα πράγματα θα καταλήξεις ότι δεν πρόκειται μόνο γι αυτό.

Είμαστε εδώ Εύελπι, γιατί στα μέρη μας γεννήθηκε μια διαφορετική οπτική, ένας νέος τρόπος για να αντιλαμβάνεται κανείς τον άνθρωπο, τη φύση και τους θεούς.

Μια νέα κοσμοθεωρία, στο εσωτερικό της οποίας ανθούν, συγκρούονται και γεννοβολούν διαφορετικές απόψεις.

Που όμως όλες δίνουν εξ ίσου μεγάλη σημασία στον άνθρωπο και στην ικανότητά του να νοείται.

Κοσμοθεωρία, στο σύνολό της αισιόδοξη, πολυποίκιλη και δυναμική. Κοσμοθεωρία που ασφυκτιά κάτω από την πίεση και την διαρκή ανάμιξη που ασκεί πάνω της, μια άλλη πολύ αρχαιότερη θεώρηση: η αυτοκρατορική.

Εμείς Εύελπι καταφέραμε να βγούμε από τα σκοτάδια της άγνοιας όχι για να φτιάξουμε τεράστια μνημεία προς όφελος και προς δόξα των μοναρχών και των ιερατείων, αλλά για να επινοήσουμε νέους τρόπους του κυβερνάν και του κυβερνάσθαι και για να δώσουμε στους καθέκαστα ανθρώπους νέες προοπτικές.

 Και όλα αυτά χωρίς ακαμψίες και δογματισμούς.

Σε άλλες πόλεις  καταφέραμε να μετατρέψουμε τους υπηκόους σε πολίτες, σε άλλες να αναδιανείμουμε τον πλούτο και να φτιάξουμε πιο δίκαιες κοινωνίες. Παντού εκτιμήσαμε ως θετική την ευστροφία των ανθρώπων και την προσπάθειά τους να γνωρίσουν την περιβάλλουσα φύση, ακόμη  και να εξερευνήσουν τα σκοτεινά βάθη του ίδιου τους του εαυτού.

Εάν Εύελπι είχαμε παραμείνει εσωστρεφείς, εξακολουθώντας να ξοδεύουμε αλόγιστα την πλεονάζουσα ενεργητικότητα στις αναμεταξύ μας συγκρούσεις, υπήρχε σοβαρός κίνδυνος να επέλθει πρόωρη οριστική παρακμή. Ήταν ενδεχόμενο να κακοφορμίσουν  οι μειονεξίες και οι ανεπάρκειες που αναπόφευκτα συνοδεύουν την εμφάνιση κάθε νέας νοοτροπίας. Μειονεξίες και ανεπάρκειες που ήδη είχαν γίνει αισθητές σε οιονδήποτε προσεκτικό παρατηρητή».

Η φωνή του Καλλισθένη παίρνει ένα τόνο ειρωνικό και ταυτόχρονα θλιμμένο. «Κοίτα για παράδειγμα τους Λακεδαιμόνιους, που έχοντας, γενναιόφρονη, δε λέω, εμμονή στην μόνον ¨μεταξύ ΄ίσων΄¨ ισότητα,  έχουν ήδη φτάσει στο σημείο να αντιμετωπίζουν πρόβλημα λειψανδρίας και χαμηλού ενεργού πληθυσμού.

Κοίτα τις εξαρτημένες από τους Πέρσες πόλεις της Μικρασίας και ορισμένων νησιών που βαθμηδόν εθίστηκαν στις αυτοκρατορικές πρακτικές και γεννοβολάν ανθρώπους ικανούς μεν, αλλά δεμένους στο άρμα των δυναστών. Δες ως που έφτασε ο Μέμνων ο Ρόδιος[1].

Κοίτα ακόμα και την πρωτοπόρο πόλη των Αθηνών. Η διαφθορά των πολιτικών και ο σχετικισμός ορισμένων διανοούμενων, εκείνων που σοφίζουν κυρίως χάριν του θυλακίου τους, έχει ήδη φθείρει σοβαρά τη Δημοκρατία».

Ο Καλλισθένης κοιτάζει για λίγο τις ανταύγειες πύρινου φωτός που ξεχωρίζουν το περίγραμμα της πόλης από την σκοτεινή πεδιάδα, και μετά στρέφεται πάλι στον συνομιλητή του.

«Είναι άραγε δυνατό, απέναντι σε αυτούς τους κινδύνους η απάντηση, η λύση, να είναι ο Συνασπισμός των Ελλήνων και η οριστική εξουδετέρωση της Περσικής επικυριαρχίας;

Η απάντηση είναι ναι, με μία μόνον βασική προϋπόθεση: Ότι δεν θα πολεμήσουμε τους παρωχημένους αυτοκρατορικούς για να γίνουμε κι εμείς μια αυτοκρατορία, δε θα νικήσουμε τους ¨Μεγάλους Βασιλείς¨ για να υιοθετήσουμε κι εμείς τις ξεπερασμένες αυτοκρατορικές, ασιατικές μεθόδους διακυβέρνησης, νοοτροπίας και σκέψης.

Να γιατί Εύελπι, ακόμη και στις στρατιωτικές πρακτικές δεν πρέπει να είμαστε ίδιοι με αυτούς. Δεν θα είναι φιλάνθρωποι οι νέοι θεοί αν εμείς αποδειχθούμε απάνθρωποι. Να γιατί θλίβομαι για τις αναιτιολόγητες σφαγές.

Να γιατί Εύελπι πρέπει να επαγρυπνούμε ώστε ο Βασιλιάς, που είναι νέος, ενθουσιώδης, που στον τόπο του θεωρείται πρώτος μεταξύ ίσων και που υπήρξε άλλωστε μαθητής του Αριστοτέλη, να μη παρασυρθεί από τους διάφορους κόλακες που θα επιθυμούσαν και εν  μέρει το έχουν καταφέρει, να τον μετατρέψουν είτε σε αφρικανό είτε σε ασιάτη θεό».

 horse1

 (συνεχίζεται: Στο επόμενο: Χαχόμα ένα κυλικάκι)

[1] Μέμνων ο Ρόδιος: Ικανός στρατηγός στην υπηρεσία του Δαρείου Γ΄, προξένησε αρκετές δυσκολίες στην ¨ανάβαση¨ του Αλέξανδρου.

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , | Leave a Comment »

Μυθιστόρημα (υπό εκπόνηση) Μέρος Α, Κεφάλαιο 4. Ο Οινοκράτης και ένας στρογγυλός ντόπιος

Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 7 Μαρτίου, 2015

Amforeis_Agora

 Ο Οινοκράτης και ένας στρογγυλός ντόπιος

 «Πρόσεχε! Ουκ καθεύδειν», λέει ο στρουμπουλός σαρικοφόρος ανατολίτης, σηκώνοντας ψηλότερα τη δάδα που κρατάει. «Κλιμάκια γλίστρες εισί.  Σκότος δε πιπικίνδυνον».

«Και γαμώ τα ελληνικά σου φιλαράκο!», παρατηρεί με λοιδορούντα  θαυμασμό ο υπηρέτης του Εύελπι.

Πρόκειται για μια νέα γνωριμία του Οινοκράτη. Τον βρήκε εξερευνώντας το σπίτι που τους έχει δοθεί, κρυμμένον στα δωμάτια του προσωπικού.

Με έκπληξη διαπίστωσε ότι αυτό το απροσδιόριστης ηλικίας στρογγυλωπό εύρημα, τα καταφέρνει -ως ένα βαθμό- να επικοινωνεί σε ένα ιδίωμα κατά προσέγγιση ελληνικό.

Ο μπουλούκος του έδωσε τσατρα-πατριστί τις απαραίτητες εξηγήσεις: Ανήκει στο οικιακό προσωπικό του γαιοκτήμονα που  διέφυγε με την οικογένειά του πριν την είσοδο των ελλήνων στην πόλη. Τον άφησαν εδώ με εντολή να εποπτεύει, με όποιο τρόπο μπορέσει, την ακίνητη περιουσία που εγκατέλειψαν πίσω, την οποία, περιουσία, «αγαπούσασι φόδρα».

images (26)

Είχαν διαλέξει εκείνον, ακριβώς επειδή τον θεωρούσαν ξεφτέρι στη γλώσσα τόσο του Γιουνάν όσο και των περιχώρων, όπως ο ίδιος ισχυριζόταν. Η αλήθεια είναι ότι τον είχαν αγοράσει κελεπούρι, από κάποιον έλληνα μισθοφόρο που ξεπουλούσε τον ντόπιο εξοπλισμό του, προκειμένου να επιστρέψει στη πατρίδα του, στην Εγγύς Δύση.

Τώρα οι δυο τους, ο Οινοκράτης και ο σφαιρικός, ο οποίος φοράει έναν ολόσωμο ανατολίτικο βυσσινί σάκο, κατηφορίζουν προς ένα υπόγειο σημείο κοινού ενδιαφέροντος: την οιναποθήκη της πολυτελούς κατοικίας.

«Μμμμ!!!» ονοματοποιεί ο Οινοκράτης  την απόλαυση που του δημιουργεί το όλο και πιο έντονο άρωμα αλκοολικής ζύμωσης που αναδύεται από τον υπόγειο χώρο.

«Μμμμ!!!», συγκατανεύει κι ο σαρικοφόρος.

Φθάνουν στο τέλος της γλιστερής σκάλας, σηκώνουν την αμπάρα που ασφαλίζει την πόρτα και μπαίνουν σε μια χαμηλοτάβανη, αλλά κατά τα άλλα ευρύχωρη, δροσερή αίθουσα, γεμάτη πίθους και ξύλινους κλειστούς κάδους ποικίλων μεγεθών.

«Χαίρε Βάκχε απανταχού παρόντα!» ενθουσιάζεται ο Οινοκράτης.

«Χαίρε εσύ ομοίως» απαντάει ο συνοδός του. «Πλην όμως, ουχί ¨Βάκχε¨ ονομάζειν εμέ. Εμέ ονομάζειν   ┴►ζ≠ν! 

«Καλά άσε» στωϊκοποιεί τη συζήτηση ο ελληνομαθέστερος των δύο. Και μετά απευθύνεται στον άλλο, δείχνοντάς του τις σφηνοειδείς επιγραφές πάνω στα δοχεία: «Πες μου χοντρέ, τι γράφουν αυτές οι χαρακιές;»

Ό άλλος δείχνει να καταλαβαίνει την ερώτηση και κάνει μια προσπάθεια να εκφραστεί προσεκτικότερα.

«Πατήρ άρχων οίκου τούτου συλλέκτης εστί. Οίνους παράγει, πλην όμως και άλλα τινά προς πόσιν συλλέγει». Και προσθέτει με στρογγυλό χαμόγελο, όσο πιο καλόβολο μπορεί. «Ελθέ, εγώ εσέ εκ πλήττειν»

«Σιγά μη μας δείρεις κιόλας», μουρμουρίζει ο Οινοκράτης που κατά βάθος διασκεδάζει με τον τρομαγμένο ιθαγενή. Τον ακολουθεί μπροστά σε ένα μικρό πιθάρι που βρίσκεται όμως σε περίοπτη θέση. Εκείνος συγκεντρώνεται και μεταφράζει την χαραγμένη στον πηλό σκουλικογραμμή:

«Οίνος… λευκός… άρωμα… πεύκη!»

«Μη μου πεις! Ρητινίτης στα Σούσα! Εγώ δεν τον πάω ιδιαίτερα, αλλά το αφεντικό μου θα τρελαθεί απ’ τη χαρά του!»

Ο ευτραφής κρίνει τον ενθουσιασμό του Οινοκράτη μικρότερο του αναμενομένου γι αυτό και τον παρασύρει παρακάτω μπροστά σε έναν ογκώδη κυλινδρικό κάδο.

«Ενταύθα κρίθος, ουχί άμπελος. Βούλεσαι πίνειν;».

«Α, ζυμωτό κριθαροζούμι με λυκίσκο…, έχουμε και ’μεις. Το πίνουν οι άρρωστοι, καμιά φορά και οι αθλητές. Το λέμε ζύθο. Το είδα και στην Αίγυπτο, απ’ όπου περάσαμε τις προάλλες για να την κατακτήσουμε», πουλάει μούρη ο Οινοκράτης.

krasi

 Ο ανατολίτης γυρίζει το κεφάλι του ένα γύρο αναζητώντας κάτι πιο εντυπωσιακό.  Το βλέμμα του σταματάει σε ένα ράφι, και συγκεκριμένα σε  μια μεγάλη ξύλινη κασέτα που είναι τοποθετημένη εκεί. Πάνω της είναι χαραγμένη μια εικόνα. Ένας γενειοφόρος με φτερά.

Μοιάζει έκπληκτος κι ο ίδιος. Του ξεφεύγουν κάποια σχόλια στην ακατανόητη γλώσσα του. «Αδύνατον!», αυτομεταφράζεται.

«Τι είναι αδύνατο», απορεί ο Οινοκράτης.

«Αναχωρούντες, έχουσι λησμονήσει τούτο!»

«Τι είναι; Άνοιξέ το»

«Ουχί, ουχί άνευ καταλλήλου ευχής».

«Προχώρα!»

Ο χονδρός περιφέρει αργά, τελετουργικά και αυτονοήτως κυκλικά τον πυρσό πάνω από το κυτίο. Μετά τον αφήνει σε μια εντοιχισμένη υποδοχή και μένει για λίγο συγκεντρωμένος, ακίνητος. Μετά κάνει δύο χορευτικές κινήσεις: μία προς τα αριστερά -δεξί πόδι σηκωμένο ψηλά και μικρά πηδηματάκια με το αριστερό, ενώ τα χέρια του διαγράφουν περιστροφικές κινήσεις- και μία ίδια, αλλά αντεστραμμένη, προς τα δεξιά.   Μετά υποκλίνεται δις. Μετά λέει μια τελετουργική φράση από εκείνες που έτσι κι αλλιώς είναι ακαταλαβίστικες. Μετά ξαναυποκλίνεται άπαξ. Μετά απλώνει και τα δύο χέρια και προσπαθεί να ανεβάσει το καπάκι, αλλά εκείνο αντιστέκεται. Ο ευτραφής δυσανασχετεί, αλλά επαναλαμβάνει τη χορογραφία και την απαγγελία με μεγαλύτερη προσοχή.

Αυτή τη φορά το κουτί ενδίδει.

Μία διαφανής φιάλη γεμάτη απαστράπτον υγρό αποτελεί το μοναδικό περιεχόμενο της κασέτας.«Χαχόμα!!!», ανακράζει ο ολοστρόγγυλος θριαμβευτικά! «Ιερή  Χαχόμα!»

 dio-nysos

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , | Leave a Comment »

Μυθιστόρημα (υπό εκπόνηση) Μέρος Α, Κεφάλαιο 3. Η μάχη στην Περσίδα πύλη

Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 1 Μαρτίου, 2015

Μέρος Α΄. Σούσα

Κεφάλαιο τρίτο.  Όπου ο Εύελπις εξιστορεί στον Καλλισθένη τη μάχη της Περσίδας Πύλης

aae5b0d8f9f7036f393ceddae12ce3a9 Οι σκιές μακραίνουν και συγχέονται, ο εξωτικός κήπος βαθμιαία σκουραίνει, το νότιο αεράκι κάνει τις μυρωδιές που αναδύονται στην λεπτή ατμόσφαιρα ακόμη πιο έντονες.

Σε κεντρικό υπερυψωμένο σημείο του κήπου υπάρχει μια περίτεχνη περίπτερη κατασκευή. Κάτω από το σκίαστρό της είναι τοποθετημένα πολυτελή καθίσματα φτιαγμένα από ένα χοντρό, άγνωστο στην Ελλάδα, είδος καλαμιού, καθώς και ένα επίμηκες χαμηλό μαρμάρινο τραπέζι.

Εκεί κατευθύνεται τώρα ο Καλλισθένης λέγοντας στον Εύελπι που τον ακολουθεί θαυμάζοντας την απεριόριστη θέα:  «Αφού ο καιρός το επιτρέπει ας καθίσουμε εδώ».

Ο Καλλισθένης κάθεται σε μια από τις καλαμένιες πολυθρόνες και ο Εύελπις, αφού πρώτα βγάλει απ’ τον ώμο τον μεγάλο δερμάτινο σάκο και τακτοποιήσει στο πλάι το κοντό αθηναϊκό του ξίφος, κάθεται προσεκτικά σε μιαν άλλη.

Εμφανίζεται ένας υπηρέτης ντυμένος με τοπικό ιματισμό. Είναι εξοπλισμένος μ’ ένα αναμμένο λυχνάρι με το οποίο ανάβει τους φανούς του περιπτέρου και απέρχεται.

138.256

«Και μια που ο λόγος το ’φερε στον καιρό,  αν δεν κάνω λάθος, ήμαστε ακόμη στον Ανθεστηριώνα μήνα, τουλάχιστον σύμφωνα με το αττικό ημερολόγιο, έτσι δεν είναι;» παρατηρεί ο Καλλικράτης.

«Ναι, έτσι λένε αυτόν τον μήνα στην  Αττική. Όταν πρωτοπήγα πολύ μικρός στην Αθήνα νόμιζα ότι οι αισιόδοξοι αθηναίοι ήθελαν τα λουλούδια να ανθίζουν πριν την ώρα τους. Γι αυτό, μεσοχείμωνα, έχουν αυτόν τον μήνα και, στην αρχή του, μια τριήμερη γιορτή που τη λέγαν ¨Ανθεστήρια¨. Μετά, όταν άκουσα στο τέλος της γιορτής τον ιερέα να διώχνει τα κακά πνεύματα από την πόλη φωνάζοντας ¨Έξω από την πύλη, δυνάμεις του θανάτου, το ανθεστήρια τελείωσαν¨[1] κατάλαβα  ότι η λέξη προέρχεται από το ρήμα ¨ανθεστιώ¨, ανταλλάσσω φιλοξενία, κι ότι οι Αθηναίοι δεν είναι τόσο αισιόδοξοι, όσο απροκατάληπτοι. Πρώτα φιλοξενούν τα δαιμόνια και τις σκοτεινές ψυχές και μετά, με μια ωραία γιορτή, τα διώχνουν!».

Ο Καλλισθένης γελάει και ο Εύελπις παίρνει κουράγιο και συνεχίζει, «Οι Μακεδόνες προτιμούν να καταγράφουμε αυτόν τον μήνα στο βασιλικό ημερολόγιο ως ¨Δύστρο¨, που δεν αμφιβάλω ότι στα μέρη τους θα είναι ένας δύστροπος χειμωνιάτικος μήνας. Εμείς στα Μέγαρα τον ονομάζουμε όπως οι Λακεδαιμόνιοι, ¨Ελευσίνιο¨, αλλά σε διαβεβαιώ ότι παρά το εξαιρετικό κλίμα που έχουμε εκεί, αυτόν τον μήνα υπάρχουν μέρες που κάνει γερό κρύο. Για να φτάσουμε σε ζέστη σαν τη σημερινή πρέπει να μπει για τα καλά η εαρινή περίοδος».

Ο Καλλισθένης ατενίζει τον δυτικό ουρανό στον οποίο είναι ακόμη διακριτές οι τελευταίες πορφυρές ανταύγειες. «Μη παραπονιέσαι. Θυμήσου μόνο τι καύσωνα αντιμετωπίσαμε μετά τα Γαυγάμηλα, εξ άλλου μου είπανε ότι η χειμωνιάτικη ζέστη σ’ αυτά τα μέρη είναι προάγγελος βροχής».

Ο υπηρέτης επανέρχεται κρατώντας αυτή τη φορά έναν χάλκινο δίσκο με αλαβάστρινη οινοχόη και πολυτελείς σκύφους[2]. Τον τοποθετεί πάνω στο τραπέζι, υποκλίνεται και φεύγει.

images (3)

Οι άκρες των χειλιών του Καλλισθένη ανασηκώνονται σχηματίζοντας ένα λεπτό μειδίαμα  «Χαίρομαι που σε βλέπω Μεγαρέα».

Ο Εύελπις ανταποδίδει εγκάρδια το χαμόγελο. «Είμαι ευτυχής που είμαι πάλι εδώ Καλλισθένη. Και είμαι έτοιμος να σου διηγηθώ διεξοδικά τα όσα συνέβησαν τα τελευταία δεκαήμερα». 

Ο Ολύνθιος ακουμπάει αναπαυτικότερα στην πλάτη της πολυθρόνας. «Σε ακούω».

«Ξεκινήσαμε, όπως ξέρεις, ακολουθώντας την Βασιλική Οδό προς τα νοτιοανατολικά. Δεξιά μας η αχανής εύφορη πεδιάδα των δίδυμων ποταμών και αριστερά μας ο Ζάγκρος. Προχωρούσαμε με ρυθμό ταχύ, όπως πάντα, πολύ περισσότερο τώρα που ο δρόμος είναι αμαξιτός και σε αρκετά καλή κατάσταση. Οι ανιχνευτές, επιστρέφοντας από τις προωθημένες περιπολίες τους, μας διαβεβαίωναν ότι δεν υπήρχαν ορατές παγίδες και ενέδρες.

Πίσω μας, θα τους είδες όταν ξεκινήσαμε, έτρεχαν πλήθος οι ¨συνακολουθούντες¨. Είχαν μάθει ότι στην πορεία μας υπάρχει ακόμη μία πρωτεύουσα πόλη της αυτοκρατορίας, άρα πλούτη από τα οποία θα μπορούσαν να τσιμπολογήσουν, ή τόποι όπου θα τους δινόταν η άδεια να εγκατασταθούν».

«Έμαθα ότι κάποιοι αναμεταξύ τους υποδαυλίζουν τη δυσαρέσκεια γιατί δεν τους επιτρέψαμε να πλιατσικολογήσουν ούτε στη Βαβυλώνα ούτε στα Σούσα», παρατηρεί ο Καλλισθένης.   «Είναι επίσης αλήθεια ότι ανάμεσά τους κυκλοφορούν φήμες ανεξέλεγκτες». Σκέπτεται για μια στιγμή και προσθέτει: «Από την άλλη είναι γεγονός ότι συχνά καταφέρνουν να πληροφορούνται πράγματα που ίσως δεν θα ’πρεπε. Είναι ένα θέμα που πρέπει να το δούμε».

69

Ο Εύελπις έχει ήδη ανοίξει το σάκο του και τώρα βγάζει μερικούς κυλίνδρους που τους ακουμπάει προσεκτικά στο μαρμάρινο τραπέζι. Διαλέγει έναν  και τον ανοίγει.

«Εδώ είναι η Βασιλική Οδός» δείχνει. «Είχαμε συμπληρώσει πορεία τεσσάρων ημερών και ήμασταν σε αυτό ακριβώς το σημείο, όταν εμφανίστηκε… αντιπροσωπεία, ας την πούμε έτσι, από ντόπιους ορεσίβιους, που ούτε λίγο ούτε πολύ μας ζήτησαν να πληρώσουμε τέλη διέλευσης!»

Ο Καλλισθένης σηκώνεται για να δει καλλίτερα τον χάρτη και με την ευκαιρία γεμίζει τα ποτήρια με το περιεχόμενο του κρατήρα «Α, ναι;»

«Μα το Δία! Ισχυρίζονταν ότι ακόμη και οι Πέρσες τους προσφέρουν δώρα, έτσι ώστε αυτοί με τη σειρά τους να εγγυώνται  ασφαλή διέλευση».

Ο Καλλισθένης πίνει και αφήνει το ποτήρι του στην άκρη του τραπεζιού. «Ποια φυλή ήταν;»

«Ήταν Ούξιοι, όχι όμως εκείνοι που καλλιεργούν την πεδιάδα, οι πλούσιοι. Αυτοί παραδόθηκαν εύκολα. Ήταν τα ξαδέλφια τους που μένουν στα βουνά και ζουν ελέγχοντας τα περάσματα». Στο άκουσμα του ονόματος της φυλής ο Καλλισθένης έχει μια αδιόρατη αντίδραση. Ο Εύελπις την αντιλαμβάνεται. «Τους έχεις ακουστά;»

«Μαθαίνω ότι τους αναφέρει συχνά η  Σισύγγαμβρις. Φαίνεται ότι τους συμπαθεί. Θα πρέπει να ελέγξουμε αν διατηρεί μυστικές επαφές μαζί τους.

Λοιπόν, πώς αντέδρασε ο Αλέξανδρος; »

«Κατ’ αρχήν χαμογελώντας.

Έπειτα ανηφόρισε τα βουνά μαζί με τον Κρατερό και μερικές ίλες ιππέων και κυριολεκτικά τους διέλυσε. Ο Πτολεμαίος του Λάγου διαπραγματεύεται τώρα μαζί τους τι αποζημίωση θα πληρώσουν. Μου έλεγε ότι επειδή ούτε έχουν ούτε ξέρουν από νομίσματα, θα τους βάλει να πληρώσουν σε είδος. Άλογα, τρόφιμα και τέτοια. Σου έχω σημειώσει ορισμένα στοιχεία εδώ». Ο Εύελπις δείχνει έναν άλλο κύλινδρο, και μετά έναν ακόμη. «Την επίσημη εκδοχή την έχει καταγράψει ο Ευμένης στο Ιστορικό της Εκστρατείας, νάτη».

«Είναι καλά ο Ευμένης;»

«Μια χαρά. Σου στέλνει εγκάρδιους χαιρετισμούς  Μου είπε ότι αδημονεί να αναλάβεις πάλι τον συντονισμό της ομάδας. Γιατί -αυτό μπορώ να σου το επιβεβαιώσω κι εγώ- οι ¨άλλοι¨ έχουν πάρει τ’ απάνω τους τελευταία.

«Αυτά θα μου τα πεις αναλυτικά στη συνέχεια. Πες μου τώρα πως τα πήγαν οι οδηγοί που είχαμε επιλέξει;»

«Μια χαρά. Αν και, όπως θα δεις, σπουδαίο ρόλο αυτή τη φορά έπαιξε ένας περίεργος δίγλωσσος βοσκός που παρουσιάστηκε επί τόπου μόνος του».

  «Δίγλωσσος βοσκός; Μιλούσε και τη γλώσσα των προβάτων;»

Ο Εύελπις γελάει. «Ήταν ένας καλλιεργημένος βοσκός που μιλούσε Περσικά και Ελληνικά παρακαλώ! Αλλά περίμενε, αυτός εμφανίζεται αμέσως μετά».

«Εντάξει. Συνέχισε».

«Μετά τη συμμόρφωση των βουνίσιων, ο Αλέξανδρος αποφάσισε να χωρίσει τη στρατιά στα δύο. Με τη συνοδεία του θεσσαλικού ιππικού, οι βαριά οπλισμένοι, οι σύμμαχοι, οι μισθοφόροι και βέβαια οι σκευοφόρες άμαξες και οι ασύνταχτοι εξακολούθησαν την πορεία τους στην κάτω πεδινή διαδρομή. Το πρόσταγμα, γι αυτό το μέρος της στρατιάς, ο Αλέξανδρος το ανέθεσε στον Παρμενίωνα.

Ο ίδιος, μαζί με το ιππικό των εταίρων, τους πεζεταίρους, μεγάλο αριθμό τοξοτών  και αρκετούς μηχανικούς εξειδικευμένους στις διαβάσεις, αποφάσισε να ακολουθήσει την ορεινή διαδρομή. Εκείνη που ήταν χαραγμένη στο σχεδιάγραμμα που του παραδώσαμε πριν την αναχώρηση.  Όχι γιατί  αυτή είναι συντομότερη, αλλά μάλλον γιατί ήθελε να εξασφαλίσει την στρατιά από τυχόν πλευρική επίθεση από τη μεριά των βουνών. Ίσως πάλι να ήθελε να εξακριβώσει πόσο στρατηγικά σημαντικό  ήταν το ορεινό πέρασμα που στον χάρτη αναφερόταν ως ¨Περσίδα Πύλ稻.

«Τους ακολούθησες κι εσύ;»

«Ναι, με τη σύμφωνη γνώμη του Ευμένη, ο οποίος παρέμεινε με τον κορμό της στρατιάς».

«Λοιπόν;»

«Λοιπόν η διαδρομή έως το στενό αυτό πέρασμα ήταν σχετικά εύκολη. Λέω ¨σχετικά¨ γιατί μερικά πράγματα άλλαζαν ραγδαία καθώς σκαρφαλώναμε στο βουνό. Πρώτα ο καιρός. Ο χειμώνας επέστρεφε δριμύς. Συναντήσαμε ως και χιόνια και πάγους.

Από ψηλά ήταν ορατή στα δεξιά μας, πέρα από την πεδιάδα, στο βάθος, η θάλασσα των Περσών. Αυτό σήμαινε ότι είχαμε φτάσει κοντά στο νότιο άκρο της οροσειράς και όπου να ’ναι τα βουνά θα τελείωναν, αλλά μέχρι να φτάσουμε στην Περσίδα Πύλη κινούμασταν σε δύσβατα παγωμένα ορεινά μονοπάτια.

10

Έπειτα, οι ντόπιοι που συναντούσαμε μας φάνηκαν αλλιώτικοι από εκείνους που μας είχαν υποδεχθεί ως τα τώρα. Φανερά εχθρικοί, μας επιτηρούσαν από μακριά. Είμαι σίγουρος ότι ενημέρωναν τους Πέρσες για τις κινήσεις μας».

 «Μέχρι τώρα, Εύελπι, είχαμε να κάνουμε με χώρες και πληθυσμούς που οι Πέρσες είχαν υποτάξει.  Έστω κι αν μερικούς απ’ αυτούς τους έχουν ενσωματώσει, άλλους περισσότερο και άλλους λιγότερο, υπάρχουν πάντα εκείνοι που δυσανασχετούν κάτω από τον περσικό ζυγό. Λάβε υπ’ όψιν σου ότι για  αυτούς εμείς δεν είμαστε περισσότερο ξένοι απ’ ό, τι οι Πέρσες. Έτσι λοιπόν, πολλοί ως τα τώρα προτίμησαν να μας δουν ως ελευθερωτές.

Τώρα πάντως εισερχόμαστε στην Περσία καθαυτή. Από δω και πέρα τα πράγματα θα αλλάξουν, οι αντιστάσεις θα ενταθούν, θα έχουμε να αντιμετωπίσουμε τον εθνικό πυρήνα της αυτοκρατορίας τους».

«Νομίζω ότι ο Αλέξανδρος έχει την ίδια άποψη. Ίσως αυτός να είναι ο λόγος που η πολιτική του ήδη άλλαξε. Φαίνεται ότι περνάμε σε μια φάση εκφοβισμού και επίδειξης δύναμης».

Ο Εύελπις πήρε μια βαθειά ανάσα. «Βέβαια, δεν είμαι ακόμη σίγουρος τι ρόλο μπορεί να έχουν παίξει σε αυτή την αλλαγή οι ¨άλλοι¨…»

 5790776758_9043980a36_z

Το σκοτάδι μιας νύχτας που δεν έμοιαζε σε τίποτα με χειμωνιάτικη είχε απλωθεί ανάλαφρο πάνω απ’ τον κήπο. Το φως των πυρσών τρεμόπαιζε. Ο Εύελπις συνέχισε.

«Αλλά άκουσε τι συνέβη στην Περσίδα Πύλη.

Πρόκειται για μια στενή διάβαση, όπου συναντήσαμε απρόβλεπτη, έντονη αντίσταση και είχαμε πολλούς νεκρούς και πληγωμένους.

Κατ’ αρχήν είχαν κλείσει το τέλος του περάσματος με τείχος. Όταν η εμπροσθοφυλακή έφτασε εκεί αποκλείστηκε, ενώ οι Πέρσες άρχισαν να πετούν από τα γύρω υψώματα ακόντια, βέλη και βράχους. Αναγκαστήκαμε να υποχωρήσουμε εσπευσμένα.  Ο απεγκλωβισμός υπήρξε δύσκολος και βαρύς σε απώλειες.

Ο Αλέξανδρος, ο Κρατερός, ο Φιλώτας, ο Αμύντας και άλλοι εταίροι ήταν μαζεμένοι στη βασιλική σκηνή για να εξετάσουν ποιες εναλλακτικές λύσεις ήταν εφικτές, όταν ζήτησε ακρόαση ο βοσκός που σου έλεγα προηγουμένως. Τον ανέκρινα εγώ ο ίδιος. Ισχυριζόταν ότι γνώριζε ένα μονοπάτι που παρέκαμπτε την τειχισμένη Πύλη και οδηγούσε στο πίσω μέρος του στρατοπέδου των Περσών.

Όπως είναι φυσικό φοβήθηκα παγίδα. Τον ρώτησα που έμαθε ελληνικά και μου είπε ότι καταγόταν από τη μικρασιατική περιοχή της Λυκίας, όπου ακόμη και όταν ήταν υπό περσική κατοχή, η πιο διαδεδομένη γλώσσα ήταν τα ελληνικά. Υποστήριξε ότι επειδή, χρόνια πριν, είχε κάποια προβλήματα με τις τοπικές αρχές, είχε περιπλανηθεί  στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας και είχε καταλήξει κτηνοτρόφος στα βουνά του Ζάγκρου».

Ο Καλλισθένης του ρίχνει μια διερευνητική ματιά «Σε έπεισε;»

«Όχι. Υπήρχε βέβαια μια μικρή πιθανότητα να είναι αυτό που ισχυριζόταν, δηλαδή ένας φιλάργυρος ριψοκίνδυνος βοσκός με γνώσεις ελληνικής, αλλά κάτι μέσα μου έλεγε ότι είναι βαλτός.

Μόνο που δεν μπορούσα να καταλήξω από ποιόν.

Αν τον είχαν βάλει οι νομιμόφρονες Πέρσες που ήθελαν να μας παρασύρουν σε μία ακόμη ενέδρα, θα έπρεπε να καταλήξει στον πυθμένα του πλησιέστερου γκρεμού. 

Αλλά θα μπορούσε να δρα για λογαριασμό κάποιας από τις φατρίες που εχθρεύονται τον τωρινό Πέρση βασιλιά και που θεωρούν ότι μια ακόμη ήττα των στρατευμάτων του θα επέσπευδε την ανατροπή του…

 Ή ακόμη να είναι σταλμένος από κάποιον αντιπέρση τοπικό ηγεμόνα που θα ήθελε να μας βοηθήσει χωρίς να εκτεθεί ακόμη προσωπικά…»

«Τι ανταλλάγματα ζήτησε;»

«Τριάντα τάλαντα. Αργυρά».

« Όχι λίγα. Λοιπόν;»

«Επειδή, παρά τους ενδοιασμούς μου, ο Λύκιος δεν μου φάνηκε τελικά ένας τύπος που θα αυτοκτονούσε υπέρ οποιουδήποτε ιδανικού, ενημέρωσα τους εταίρους για την προσφορά του, αλλά και για τις ανησυχίες μου. Αποφάσισαν  να το διακινδυνέψουν και τελικά έπραξαν σωστά».

Ο Εύελπις σηκώνεται όρθιος προκειμένου να γίνει πιο παραστατική η αφήγησή του: «¨Αν ψεύδεσαι θα πεθάνεις και μάλιστα με τον πιο επώδυνο τρόπο. Αν λες αλήθεια θα ανταμειφτείς¨,  του είπε ο Κρατερός και ανέθεσε τη φρούρησή του σε έναν τεράστιο αγριωπό Μακεδόνα.

Ο Αλέξανδρος χώρισε και πάλι το στράτευμα.

Ένα τμήμα υπό τον Κρατερό θα παρέμενε στο στρατόπεδο έως την επομένη το πρωί, οπότε και θα επιτιθόταν και πάλι στο τείχος της Περσίδας.

Ένα άλλο τμήμα υπό τον Φιλώτα και με τους μηχανικούς μαζί, ξεκίνησε αμέσως κατηφορίζοντας προς την πεδιάδα με εντολή να γεφυρώσει τον ποταμό Αράξη, το τελευταίο φυσικό κώλυμα πριν την Περσέπολη, και να περιμένει εκεί.

Ο ίδιος ο Αλέξανδρος, με το που νύχτωσε, ξεκίνησε ακολουθώντας την στενή, δυσδιάκριτη, επικίνδυνη διαδρομή που υποδείκνυε ο Λύκιος. 

Το μονοπάτι πότε χωνόταν στο δάσος και πότε κρεμόταν στην παρειά του βουνού και οι ιππείς έβρισκαν  με δυσκολία ασφαλή πατήματα. Τους ακολούθησα ενταγμένος στην οπισθοφυλακή. Μετά από, ευτυχώς, όχι ιδιαίτερα μακρά πορεία, ανασυνταχτήκαμε σιωπηλά σε ένα πλάτωμα λίγο πάνω από περσικό στρατόπεδο.

Οι Πέρσες που φύλαγαν με τόση επιμέλεια και τόσο πάθος την Περσίδα Πύλη, δεν είχαν δείξει την ίδια πρόνοια για το στρατόπεδό τους. Προφανώς δεν περίμεναν αυτό που τελικά συνέβη. 

Οι φρουρές τους εξουδετερώθηκαν εύκολα και ο αιφνιδιασμός πέτυχε απόλυτα. Όσοι κατάφεραν να οπλιστούν πολέμησαν με γενναιότητα, αλλά ειλικρινά δεν είχαν καμία πιθανότητα να καταφέρουν να μας αποκρούσουν. Τελικά οι απώλειές τους ήταν ολικές. Ελάχιστοι κατάφεραν να γλιτώσουν και μέσω της δασωμένης πλευράς του βουνού να κατηφορίσουν στην κοιλάδα για να μεταφέρουν τα νέα στην Περσέπολη. Οι δικές μας απώλειες -αν εξαιρέσεις τους πολεμιστές που χάσαμε κατά την αρχική επίθεση στην Πύλη- ήταν μικρές.

Το ξημέρωμα ο Κρατερός επιτέθηκε στο τειχισμένο πέρασμα και εξουδετέρωσε εύκολα τη φρουρά που μάταια περίμενε ενισχύσεις από το στρατόπεδο.

Ο Καλλισθένης μένει για λίγο σιωπηλός. Μετά παρατηρεί: «Μια νίκη που μοιάζει με την ήττα που υπέστησαν οι Έλληνες στις Θερμοπύλες.

Να που η Ιστορία μπορεί να αναστραφεί. Εμείς στα βάθη της Ασίας νικητές, οι Πέρσες να πολεμούν με ανδρεία για την πατρίδα τους και να προδίδονται από έναν ακόμη Εφιάλτη». Ο Ολύνθιος παίρνει μια βαθειά ανάσα: «Εφιάλτες, αυτό το χρήσιμο για τους νικητές, είδος ερπετών!»

«Με αυτήν ακριβώς την αναφορά στις Θερμοπύλες κατέγραψε ο Ευμένης τα γεγονότα στο Ημερολόγιο της Εκστρατείας. Θεία Δίκη, Ανθρώπινη Δικαιοσύνη, Νέμεσις...

 Ήταν πάντως μια πραγματικά μεγάλη νίκη. Χάρη σ’ αυτήν εξασφαλίσαμε την παράδοση της Περσέπολης».

IST11

Ο Καλλισθένης σηκώνεται κι αυτός «Ας πιούμε». Δείχνει στον Εύελπι το ακόμη γεμάτο ποτήρι του. «Πιες άφοβα. Είναι τοπικό κρασί ήδη αραιωμένο». Ξαναγεμίζει το δικό του και το υψώνει προκειμένου να κάνει πρόποση: «Στην επάνοδο των  Θεών του ορθού λόγου!»

Ο Εύελπις ανταποκρίνεται: «Στις νίκες των ενωμένων ελλήνων!»

Χαμογελούν και οι δύο και πίνουν.

 images (77)

[1]  «Θύραζε Κήρες, ουκ έτ’ Ανθεστήρια»

[2] Σκύφοι: Κωνικά επιτραπέζια ποτήρια

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , | Leave a Comment »

Μυθιστόρημα (υπό εκπόνηση) Μέρος Α, Κεφάλαιο 2. – Καλλισθένης ο Ολύνθιος

Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 21 Φεβρουαρίου, 2015

φαλαγγα

Μέρος Α΄

Κεφάλαιο δεύτερο.

Καλλισθένης ο Ολύνθιος

 

Ο Ήλιος έχει πάρει το χρώμα του κερασιού, έχει γίνει τεράστιος  και αιωρείται στο βάθος, πάνω από το δυτικό τμήμα του ορίζοντα. Όπου να ’ναι θα καταδυθεί στο λεπτό ροδαλό πάπλωμα που του έχουν ετοιμάσει οι υδρατμοί των ρεόντων θεών Τίγρη και Ευφράτη.

Ο Χοάσπης και, παρακάτω, ένας άλλος μικρός ποταμός του οποίου το ντόπιο όνομα προφέρεται δύσκολα, επωφελούνται για να εγκαταλείψουν το σύνηθες λαδί τους χρώμα και να αστράψουν σαν ασημένιες φιδωτές κορδέλες που απομακρύνονται από τα Σούσα προς τη απέραντη πεδιάδα.

Ένα αεράκι, που σίγουρα προέρχεται από τη θάλασσα, ανηφορίζει έως τα Σούσα, τη βασιλική ¨Πόλη των Κρίνων¨, μεταφέροντας ως εδώ μυρωδιές καλλιεργημένης γης  και αναδεύοντας τα αρώματα των κήπων.

Εάν ο Καλλισθένης ήταν περισσότερο ποιητής και λιγότερο ορθολογιστής παρατηρητής της φύσης, θα έλεγε ότι το πέταγμα των αλκυόνων, αυτών των αέναων φορέων χειμωνιάτικης καλοκαιρίας, φέτος περνάει σίγουρα από τη Νότια Μεσοποταμία.

Δεν το λέει. Πάντως σηκώνει ασυναίσθητα το κεφάλι ψηλά μην και, κατά τύχη, δει να περνάει από εκείνα τα μέρη καν’α ξεστρατισμένο γαλαζωπό πουλί.

images

Ο Καλλισθένης βρίσκεται σ’ έναν όμορφο υπερυψωμένο κήπο, έξω από το πολυτελές κατάλυμα  που του έχει αποδοθεί στο συγκρότημα των χειμερινών ανακτόρων, πάνω στην υπερυψωμένη και περιτειχισμένη Ακρόπολη.

Είναι μάλλον ψηλός, ευθυτενής, με μαύρα μαλλιά χαραγμένα εδώ κι εκεί από κάποιες πρώιμες λευκές τρίχες και κοντοκουρεμένα κοκκινωπά γένια. Φοράει έναν ποδήρη λευκό χιτώνα με φαρδιά μανίκια και ιμάντα στη μέση.

Περπατάει και συλλογίζεται. Το βλέμμα του, καθώς αγναντεύει τον εσπερινό ουρανό μπορεί να μην βλέπει ιπτάμενους μετεωρικούς οιωνούς, όμως ανάμεσα στις κορυφές των φοινικόδεντρων συναντάει στην ανατολική πλευρά του ορίζοντα τις λευκές βουνοκορφές της οροσειράς του Ζάγκρου και μαζί τα βαριά σύννεφα που κουρνιάζουν εκεί.

Ο Ζάγκρος, στους πρόποδες του οποίου βρίσκονται τα Σούσα, αποτελεί ένα απέραντο τείχος, που καλύπτει σχεδόν ολόκληρη την ανατολική πλευρά της Μεσοποταμίας και επεκτείνεται ακόμη πιο χαμηλά, στα ανατολικά του περσικού κόλπου. Απέραντος σε μήκος,  πανύψηλος,  μυστηριώδης και σχεδόν άβατος, εμποδίζει την πρόσβαση προς το ιρανικό οροπέδιο όπου βρίσκεται η κοιτίδα των Περσών και των Μήδων.

43802-004-CADC6FC8

Ο Καλλισθένης σκέπτεται πως, πέρα από τον επίσημο δρόμο που ενώνει τις μεγάλες πόλεις τις αραδιασμένες στα ριζά της οροσειράς, σίγουρα κάποια ορεινά περάσματα θα υπάρχουν, όπως θεωρεί βέβαιο ότι πρέπει να υπάρχουν χάρτες που να τα καταγράφουν.

Ήδη, πριν από την αναχώρηση του στρατεύματος από τα Σούσα προς την Περσέπολη, ο Καλλισθένης είχε εξασφαλίσει και παραδώσει στον Αλέξανδρο ένα σχεδιάγραμμα που υποδείκνυε μια εναλλακτική διαδρομή, μέσω της οποίας, αν κάτι τέτοιο κρινόταν χρήσιμο,  θα μπορούσε να παρακάμψει την αμαξιτή ¨Βασιλική Οδό¨. Το διάγραμμα αυτό ήταν σχεδιασμένο και σχολιασμένο στην ελληνική γλώσσα από μαχητές που παλιότερα είχαν συμμετάσχει  ως μισθοφόροι στις τοπικές εμφύλιες ενδοπερσικές συγκρούσεις.

Ο Ολύνθιος, και οι ¨συν αυτώ¨, μια μικτή ομάδα που απαρτίζεται  από λόγιους, καθώς και επιλεγμένους στρατιωτικούς με επικεφαλής τον εταίρο Λαομέδοντα (έναν Μυτιληνιό που γνωρίζει πολύ καλά την περσική γλώσσα), από την αρχή της εκστρατείας δεν έχουν σταματήσει να συλλέγουν τέτοιου είδους στρατιωτικές μαρτυρίες, που συχνά αποδεικνύονται πολύτιμες για τη διεξαγωγή των επιχειρήσεων.

Στην ομάδα των ειδημόνων του Καλλισθένη έχει επίσης ανατεθεί η ανάκριση και, στη συνέχεια, η επιλογή των απαραίτητων οδηγών, ανάμεσα σε ένα πλήθος αιχμαλώτων και αυτομόλων που ισχυρίζονται ότι ξέρουν καλά την περιοχή.

Ευτυχώς όλα έχουν καταλήξει αισίως: Η Περσέπολη έχει κυριευτεί.

page21

Την επιτυχία της νέας εξόρμησης την έχουν ήδη αναγγείλει πρώτα οι φλόγες των πυρσωρών  που η προελαύνουσα στρατιά άφηνε στα κατάλληλα σημεία πίσω της, και στη συνέχεια, με περισσότερη ακρίβεια, οι έφιπποι ημεροδρόμοι. Χτες κατέφτασε η πιο χειροπιαστή και πανηγυρική από όλες τις αποδείξεις:  ο θησαυρός.

Ο Καλλισθένης θα έπρεπε κανονικά να είναι εκεί, κοντά στις αιχμές των ελληνικών δοράτων καί σε αυτήν την προέλαση. Η εκτέλεση των καθηκόντων του απαιτεί το να βρίσκεται όσο πιο κοντά γίνεται στην πρωτογενή δράση της στρατιάς. Και τα καθήκοντά του αυτά δεν εξαντλούνται στην ανίχνευση και την αξιολόγηση χρήσιμων πληροφοριών, αλλά συμπεριλαμβάνουν την εποπτεία της καταγραφής των γεγονότων έτσι ώστε να υπάρξει -ελεγμένο- υλικό για τους μελλοντικούς ιστορικούς, καθώς επίσης -και αυτό τον γοητεύει περισσότερο από οτιδήποτε άλλο- την εξερεύνηση των μυστικών αυτής της τόσο αρχαίας και συνάμα τόσο μυστηριώδους γης.

Ο Ολύνθιος είναι σίγουρος ότι η Περσέπολη, όπως όλες οι μεγάλες πόλεις, πέρα από τα πολύτιμα αντικείμενα, διαθέτει εκείνο που πρώτιστα τον ενδιαφέρει: γνώσεις.

Γνώσεις ανεπεξέργαστες, ζηλότυπα φυλακισμένες σε ναούς  και σ’ ανάκτορα. Γνώσεις που θα έπρεπε να ξεπλυθούν από την ανατολίτικη μυστικοπάθεια και τις υστεροβουλίες ιερέων και μάγων και να υποστούν τη διύλιση του νου και του ορθού λόγου. Γνώσεις που ήρθε ο καιρός να ανθίσουν λιπασμένες από τη βάσανο  των δημόσιων φιλοσοφικών αναλύσεων. 

 Όμως ήταν ο ίδιος ο Αλέξανδρος που ζήτησε από τον Καλλισθένη να παραμείνει στα Σούσα και, όντως, υπήρχαν κάποια εύλογα αίτια γι αυτό.

Η κατακτημένη από τους Πέρσες παλιά Ελαμιτική πόλη είχε παραδοθεί αμαχητί -όπως άλλωστε προηγουμένως και η Βαβυλώνα. Ο βασιλιάς και το κύριο μέρος του στρατεύματος είχαν παραμείνει εδώ μόλις ένα δεκαήμερο. Ίσα ίσα για να πάρουν μια ανάσα, να διοργανώσουν μια γιορτή και να καταστρώσουν λεπτομερέστερα σχέδια για την συνέχιση της προέλασης. Ο Αλέξανδρος όρισε υπεύθυνο για την πόλη τον στρατηγό Αρχέλαο και επικεφαλής της φρουράς των περιτειχισμένων ανακτόρων τον εταίρο Μάζαρο. Οι δύο έμπειροι στρατιωτικοί  θα ήταν ίσως αρκετοί αν δεν υπήρχαν τουλάχιστον δύο θέματα που απαιτούσαν ιδιαίτερη προσοχή και επιτήρηση.

Το ένα ήταν ο Θησαυρός των Σούσων, στην ουσία ο θησαυρός που είχε σωρεύσει εδώ παλιότερα ο βασιλιάς Ξέρξης, μέρος του οποίου αποτελούσαν λάφυρα που είχαν αφαιρεθεί από την γη των Ελλήνων.

Μερικοί ισχυρίζονται ότι οι Πέρσες δεν μετακίνησαν εγκαίρως το θησαυρό από τα Σούσα για να καθυστερήσουν τον Αλέξανδρο, ο οποίος υπέθεσαν ότι δεν θα απέφευγε να τον θαυμάσει και να τον καταμετρήσει καταναλώνοντας δεκάδες ημερών αν όχι μήνες. Χρόνος που θα ήταν πολύτιμος για την ανασυγκρότηση των περσικών αυτοκρατορικών στρατευμάτων.

Ο Καλλισθένης δεν πιστεύει αυτή την εκδοχή. Ιδιαίτερα τώρα που βλέπει τον όγκο των θησαυρών και φαντάζεται την αναταραχή και την ηττοπάθεια που θα δημιουργούσε η μεταφορά τους αλλού: Όχι, η σωστή ερμηνεία είναι ότι οι Πέρσες εγκαταλείπουν τους θησαυρούς τους γιατί δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς.

Αυτό δεν σημαίνει ότι οι Μακεδόνες δεν πρέπει να τους καταγράψουν και να τους εκτιμήσουν το ταχύτερο. Και, βέβαια, να τους προστατέψουν από τυχόν νέες απειλές, από οπουδήποτε κι αν προέρχονται. Ακόμη και -δυστυχώς έχουν προκύψει τελευταία και τέτοια κρούσματα- από την επιβουλή ορισμένων ημετέρων.

Το άλλο ζήτημα που απαιτεί ειδική φροντίδα είναι η επιτήρηση της οικογένειας του Δαρείου που αυτή τη στιγμή βρίσκεται, περισσότερο φιλοξενούμενη παρά αιχμάλωτη, εδώ, στα ανάκτορα της πόλης.

alexander_and_barsine

Βέβαια, ούτε η  Σισύγγαμβρις, η μητέρα του Δαρείου, ούτε οι κόρες του ούτε και ο -εξάλλου μικρός στην ηλικία- γιος του, έχουν δημιουργήσει μέχρι στιγμής προβλήματα. Αντίθετα δείχνουν ευγνωμοσύνη για την καλή μεταχείριση που τους επιφυλάχτηκε.

Η μόνη απώλεια αφορά την Στάτειρα, τη σύζυγο -αλλά και αδελφή, σύμφωνα με τα περσικά ανακτορικά ήθη- του Δαρείου.

Την ώριμη ομορφιά της βασίλισσας είχαν θαυμάσει και επαινέσει όλοι οι φιλόκαλλοι Έλληνες, όταν, μετά τη μάχη στην Ισσό πριν δυο χρόνια περίπου, ο Δαρείος είχε τραπεί σε φυγή, αφήνοντας την οικογένειά του στο έλεος του Μακεδόνα. Δυστυχώς όμως, η Στάτειρα πέθανε εδώ και λίγους μήνες, γεγονός που προξένησε μεγάλη θλίψη στον Αλέξανδρο. Η κηδεία της υπήρξε μεγαλοπρεπής και οι τιμές που της αποδόθηκαν ξεχωριστές.

Όμως, στο επίσημο βασιλικό ημερολόγιο δεν αναγράφηκε η αιτία του θανάτου. Θα δημιουργούσε αμηχανία. Η Στάτειρα, ήδη υπό -πολυτελή- ομηρεία για περισσότερο από έναν χρόνο, είχε πεθάνει από επιπλοκές τοκετού.

Ορισμένα ζητήματα ας μείνουν ανοικτά στην ευθυκρισία των μελλοντικών ιστορικών, σκέφτεται ο Καλλισθένης και ένα αδιόρατο δυσερμήνευτο χαμόγελο εμφανίζεται στις άκρες των χειλιών του.

 Όμως το μυαλό του επιστρέφει στα τρέχοντα.

C3FAA982E54A74412420E7430F581247

Ο Αλέξανδρος έχει δώσει εντολή να παρασχεθούν μαθήματα ελληνικής γλώσσας στα μέλη της βασιλικής οικογένειας που το επιθυμούν και ο Καλλισθένης έχει δώσει με τη σειρά του εντολή στους Έλληνες  λόγιους γνώστες της περσικής που ανέλαβαν αυτό το έργο, να τον ενημερώνουν καθημερινά για οτιδήποτε το ενδιαφέρον περιπέσει στην αντίληψή τους κατά τη διάρκεια αυτών των μαθημάτων.

 Επίσης, έχει ήδη φροντίσει ώστε να επιτηρείται, με την απαιτούμενη διακριτικότητα, ο Αβουλίτης, ο σατράπης που παρέδωσε αμαχητί την πόλη των Σούσων στους Έλληνες και τον οποίο ο Αλέξανδρος δεν καθαίρεσε, αλλά τον επιβεβαίωσε στη θέση του διοικητή της Σουσιανής. Ας σημειωθεί  ότι οι εταίροι είχαν μεταφέρει το δύσκολο όνομα του Πέρση σατράπη στα ελληνικά με όλη τη νεανική, περιπαικτική τους διάθεση και έμοιαζαν να διασκεδάζουν όταν τον προσφωνούσαν Α-βουλίτη. Ο Κλεισθένης χαμογελάει.  Ο ίδιος δεν είχε καμία αντίρρηση να τον καταγράψει ως ¨στερούμενο βούλησης¨ στην Καταγραφή της Εκστρατείας.

 Γι όλα αυτά ο Ολύνθιος έχει στείλει τακτικές αναφορές στον Αλέξανδρο. Χτες, ο Εύελπις ο Μεγαρεύς, ο οποίος επέστρεψε συνοδεύοντας τον θησαυρό, του παρέδωσε επιστολή όπου ο βασιλιάς δηλώνει ευχαριστημένος για την πορεία των πραγμάτων και ζητά από τον Καλλισθένη να εξακολουθήσει να παραμένει στα Σούσα έως ότου τον ειδοποιήσει να πράξει διαφορετικά. Το αίτημα αυτό του Αλέξανδρου παραξενεύει και βάζει σε σκέψεις τον Καλλισθένη. Ωστόσο, όπου να ’ναι  ο Μεγαρεύς θα έρθει και θα του πει περισσότερα…

 Πράγματι, οι σκέψεις του διακόπτονται από το ποδοβολητό ενός αλόγου που πλησιάζει.

Thessalikos Ippeas 750 πχ

Ο Καλλισθένης κατεβάζει το βλέμμα στο κάτω διάζωμα του κρεμαστού κήπου, όπου ο νεαρός Εύελπις έχοντας ξεπεράσει την φρουρά της Πύλης, καταφτάνει, ξεπεζεύει και παραδίνει το θεσσαλικό καστανόχρωμο άλογό του στον ντόπιο υπηρέτη που τον περιμένει εκεί. Μετά στρέφει τη γαλανή ματιά του προς τα πάνω και χαιρετά τον Ολύνθιο. Εκείνος τον αντιχαιρετά και με ένα νεύμα του δείχνει την κλίμακα που οδηγεί στο άνω διάζωμα.

(συνεχίζεται… Στο επόμενο: Μέρος Α΄ Σούσα. Κεφάλαιο τρίτο.  Όπου ο Εύελπις εξιστορεί στον Καλλισθένη τη μάχη της Περσίδας Πύλης)

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , | Leave a Comment »

Μυθιστόρημα (υπό εκπόνηση) Μέρος Α, Κεφάλαιο 1

Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 17 Φεβρουαρίου, 2015

043fe-image010

Διευκρίνιση: Μετά την εισαγωγή (που ήδη ανάρτησα εδώ  κι εδώ) ιδού το πρώτο κεφάλαιο του πρώτου μέρους του υπό εκπόνηση μυθιστορήματος. Εδώ ο Εύελπις εξακολουθεί να είναι ο αφηγητής, όχι όμως πια ως ο συγγραφέας των υποτιθέμενων ανευρεθέντων αρχαίων κειμένων (όπως στην εισαγωγή), αλλά καθώς διηγείται σε πρώτο πρόσωπο τη δική του εκδοχή των όσων καθημερινά του συμβαίνουν. Επομένως το αφηγηματικό του ύφος παύει να μοιάζει με εκείνο των (μεταφρασμένων) αρχαίων ιστορικών και γίνεται περισσότερο βιωματικό. Από εδώ κι εμπρός και έως ότου ξαναχρειαστούμε την ευρυγώνιο και αποστασιοποιημένη προοπτική ενός ¨ιστορικού¨ ο Εύελπις θα μας τα λέει σε πρώτο πρόσωπο είτε γιατί θα κρατάει σημειώσεις προκειμένου να συγγράψει κάποτε το έργο που αναφέρουμε παραπάνω είτε επειδή απλώς έτσι θέλει (δηλαδή επειδή εγώ αποφάσισα να τον κάνω ήρωα -αφηγητή σε ορισμένα κεφάλαια της παρούσας μυθιστορίας).

Στο πρώτο κεφάλαιο τον βρίσκουμε στα Σούσα, την παλιά πρωτεύουσα του βασιλείου του Ελάμ, ήδη παραδομένη αμαχητί στην προελαύνουσα ελληνική στρατιά, και τώρα κέντρο συντονισμού και  ανεφοδιασμού των διεξαγόμενων επιχειρήσεων.

Συναντάμε τον Εύελπι την επόμενη μέρα της επιστροφής του στα Σούσα από την πρόσφατα κατακτημένη Περσέπολη (όπου επί του παρόντος βρίσκεται το κύριο μέρος της στρατιάς και ο βασιλιάς). Ο Μεγαρέας είναι ένας από τους επικεφαλής της ομάδας των στρατιωτικών και των λογίων που συνόδευσαν πίσω στα Σούσα ένα μεγάλο τμήμα του θησαυρού που ανευρέθηκε στην κυρίως περσική πρωτεύουσα, και που ο Αλέξανδρος αποφάσισε ότι πρέπει να μεταφερθεί, να εκτιμηθεί και αποθηκευτεί στα μετόπισθεν.

griffin-7

Μέρος Α΄: Τρίτο δεκαήμερο του Ανθεστηριώνα[1], ημέρα Τρίτη από το τέλος του Μήνα

GreekStudy

Κεφάλαιο πρώτο:  Σούσα [2]. Εύελπις

 Ξυπνάω με το κεφάλι βαρύ και το αίμα να κτυπάει παλμικά στους κροτάφους μου δημιουργώντας επίμονο διακεκομμένο πόνο. Σκιώδεις μορφές από πρόσφατο όνειρο τριγυρίζουν ακόμη στο μυαλό μου, αλλά δε μπορώ να τις εξιχνιάσω.

Ανασηκώνομαι στο παράξενα στολισμένο ανάκλιντρο στηρίζοντας το χέρι μου στην χαίτη ενός διακοσμητικού μπρούτζινου τέρατος, που δεν είναι σαφές αν προορίζεται για να διώχνει τα τρομαχτικά όνειρα ή για να τα δημιουργεί.

Για μια στιγμή δεν αναγνωρίζω την ψηλοτάβανη ψυχρή αίθουσα όπου βρίσκομαι. Σιγά σιγά όμως,  ο Μορφέας μου επιστρέφει τις χθεσινές μνήμες, τουλάχιστον τις βασικές.

Λέω να φωνάξω τον Οινοκράτη να δώσει ένα χέρι και να ετοιμάσει έναν από τους θαυματουργούς ζωμούς, για τους οποίους έχει ήδη κάνει όνομα ανάμεσα στους φίλους και τους συνδαιτυμόνες, αλλά η φωνή μου δεν ανταποκρίνεται επαρκώς. Βγαίνει κάτι σα γρύλισμα. Αρχίζω να βήχω δυνατά ελπίζοντας να καθαρίσω τον κολλημένο μου λαιμό, ενώ ταυτόχρονα κατεβαίνω προσεκτικά από το ανυψωμένο ανάκλιντρο και αρχίζω να αναζητώ τα σανδάλια μου.

 «Εδώ, εδώ είναι κύριε…» Ο Οινοκράτης μπαίνει φουριόζος κι εγώ δε ξέρω από που, κραδαίνοντας τα σανδάλια με το ένα χέρι, ενώ με το άλλο μεταφέρει μια κανάτα νερό κι ένα λευκό προσόψιο. Ακουμπάει την κανάτα και το προσόψιο σ’ ένα είδος λουτήρα εκεί παραδίπλα, και με το απελευθερωμένο του χέρι μού δείχνει κάτι παράξενες φουντωτές θήκες ακουμπισμένες στο πλακοστρωμένο δάπεδο.

  «Φόρεσέ τα αφέντη. Είναι υποδήματα άνετα, χωρίς λουριά και κορδόνια, που οι ντόπιοι τα χρησιμοποιούν μέσα στο σπίτι… Α, τι; Επιμένεις για τα σαντάλια; Εντάξει. Στα έχω έτοιμα και περιποιημένα. Κάθισε να σου τα δέσω.

 «Πονάει το κεφάλι μου Κράτη. Γι αυτό δώσε μου τα σανδάλια και πήγαινε να ετοιμάσεις ένα από τα βοτανομείγματά σου. Ξέρεις εσύ».

«Εγώ ξέρω, εγώ ξέρω», διαπιστώνει υπερήφανα ο υπηρέτης μου, ο οποίος έχει άποψη για όλα, γι αυτό και προσθέτει: «Μεταξύ μας αφεντικό, εάν οι Μακεδόνες ήξεραν να πίνουν όπως ξέρουν να πολεμάνε…»

Του ρίχνω μια απεγνωσμένη ματιά, αλλά το παίρνει στραβά. «Καλά, καλά, φεύγω, μην θυμώνεις και είναι ακόμη πρωί… Πρωί; όχι λάθος: μέρα μεσημέρι, …σχεδόν απόγευμα».

Έχει δίκιο. Από τα μακρόστενα κάθετα ανοίγματα στην άλλη άκρη της αίθουσας, φως ώριμου ασιατικού ήλιου μπαίνει λοξά και χαράζει τις έγχρωμες πλάκες του πατώματος.

Τον αποπαίρνω γιατί αλλιώς δε θα σταματούσε να μιλάει, κι αυτό είναι κάτι που ακόμη κι αν δεν έχεις πονοκέφαλο σου τον φέρνει, αλλά καθώς τον παρακολουθώ να αποσύρεται μουρμουρίζοντας, καταλήγω πως μάλλον τα λέει σωστά.  Οι Μακεδόνες λατρεύουν τον Διόνυσο με τρόπο συχνά καταχρηστικό. Οπότε, χάνουν τον έλεγχο και διακινδυνεύουν την επιδιωκόμενη ευφορία. Να πίνεις μαζί τους δεν είναι πάντα συνετό.

fresko_symposium

Αλλά, σκέφτομαι καθώς πλένω το πρόσωπό μου και το τρίβω με το λευκό ύφασμα, ας είμαι δίκαιος, μετά την ένταση, την προσπάθεια, το άγχος των ανηλεών συνεχών μαχών, υπάρχει καλλίτερος, ιαματικότερος συμπαραστάτης από τον αμπελοστεφανωμένο γιό της Σεμέλης;

Όχι, δεν υπάρχει, αποφαίνομαι.

Εξ άλλου, το βαρύ μου κεφάλι και ο μακρύς ληθαργώδης ύπνος δεν οφείλεται μόνο στην πλεοναστική χθεσινοβραδινή οινοποσία. Πρόκειται μάλλον για σωρευμένη κούραση.

Αλλά να που ο Οινοκράτης επανέρχεται εξ ίσου φουριόζος με πριν. Αυτή τη φορά κρατάει κάλυκα που αχνίζει, ενώ πίσω του σέρνει μια αλλόκοτη κατασκευή, κάτι σαν μικρό τροχοφόρο τραπέζι σκεπασμένο με αραχνοΰφαντο πανί.

«Εδώ το ίαμα του Οινοκράτη» διακηρύσσει. «Άμποτε να το είχαν όλοι οι πότες και όχι μόνον όσοι διαθέτουν Οινοκράτη διαθέσιμο και ευδιάθετο».

«Οινοκράτη κάνε κράτει και πάψε να αυτοδοξάζεσαι. Τουλάχιστον μέχρι να μου περάσει ο πονοκέφαλος».

«Αυτός; Να ’ταν κι άλλος!», λέει δίνοντάς μου τον κάλυκα. «Πιες εδώ δα και πάει έφυγε, …και μετά…»

Ο εξυπηρετικός υπηρέτης μου, με μια κίνηση αντάξια της καλλίτερης αθηναϊκής θεατρικής τεχνικής, τραβάει από το καρότσι το αραχνοΰφαντο πανί που προφανώς έχει εντομοαπωθητικό προορισμό και αποκαλύπτει κεραμικό δίσκο με διάφορα εδέσματα, άλλα αναγνωρίσιμα και άλλα όχι.

«Που τα βρήκες όλα αυτά;», απορώ.

«Ο κύριος ξεχνάει ότι ο εδώ παρών πιστός υπηρέτης του έχει διατελέσει στρατιώτης σιτιστής. Και τι κάνει ένας σιτιστής μόλις εγκαθίσταται σε νέο, μη γνώριμο τόπο;

Διερευνά εάν υπάρχει επάρκεια από τα απαραίτητα προς βρώσιν και προς πόσιν. Ήδη από χθες που η επιμελητεία παραχώρησε στην ομάδα των λογίων αυτό το συγκρότημα και σε εμάς αυτό το κτίριο φρόντισα να ανακαλύψω το κελάρι, το περιεχόμενό του και την εστία παρασκευής εδεσμάτων».

arhaia-ellada-diatrofi

Πράγματι, αν και ο λάλος Οινοκράτης δεν έδωσε ποτέ επαρκείς -ή τουλάχιστον συνεπείς μεταξύ τους- πληροφορίες για την πρότερη ζωή του, είναι γεγονός ότι ο Ευρύνους, ο πατέρας μου, τον αγόρασε ως τέως στρατιώτη που είχε αιχμαλωτιστεί στην Σικελία και μεταφερθεί προς πώλησιν στον Πειραιά. Το ότι έχει διατελέσει σιτιστής είναι κάτι που ακούω για πρώτη φορά. Πάντως, είναι γεγονός ότι μιλάει καλά -εκτός από πολύ- τα ελληνικά, αν και η προφορά του είναι κάπως περίεργη και του ξεφεύγουν που και που κάποιες παράξενες, δυσνόητες λέξεις.

Κατά τα άλλα είναι βραχύσωμος, μελαχρινός, αεικίνητος, και η πιθανή ηλικία του κυμαίνεται περί τα σαράντα έτη.

Όσο για το όνομά του, κάποτε, στην αρχή, είχε αναφέρει κάποια δυσπρόφερτη λέξη, αλλά σύντομα ακόμη και ο ίδιος έπαψε να τη χρησιμοποιεί. 

Προτιμάει το Οινοκράτης, το όνομα που του έχει δώσει ο Ευρύνους, είτε γιατί είχε κάποτε διαπιστώσει την αντοχή του υπηρέτη στο κρασί είτε γιατί είχε εκτιμήσει τα ενάντια στη μέθη ιαματικά ροφήματά του.

Καταπίνω το γιατροσόφι. Έχει στυφή γεύση, αλλά άρωμα μάλλον ευχάριστο.

Αρχίζω να αισθάνομαι κάπως καλλίτερα.

451

Καθώς η θολούρα υποχωρεί, οι χθεσινές μνήμες επιστρέφουν διαυγέστερες. Το συμπόσιο ήταν η κατακλείδα της γιορτής που οργάνωσε η μακεδονική φρουρά της πόλης για να μας υποδεχτεί. Δηλαδή, για να είμαι ακριβέστερος, η αιτία της διάχυτης χαράς  δεν ήταν κυρίως η επιστροφή ενός στρατιωτικού αγήματος που είχε συμμετάσχει στην τελευταία νικηφόρα εξόρμηση, ούτε βέβαια η δική μου, αλλά η άφιξη του τεράστιου καραβανιού που συνοδεύαμε και του κυριολεκτικά ανεκτίμητου φορτίου του.

Έστω κι αν ο Αλέξανδρος είναι ακόμη εκεί, στην κυριευμένη Περσέπολη, και κατά τα φαινόμενα θα παραμείνει εκεί έως ότου πάρει  οριστικές αποφάσεις για την συνέχιση της εκστρατείας, θέλησε να στείλει πίσω στα Σούσα ένα μεγάλο τμήμα του θησαυρού που βρήκε στα ανάκτορα.

Ένας ακόμη θησαυρός, μετά από εκείνον που βρέθηκε στη Βαβυλώνα και εκείνον που ο παλιός βασιλιάς Ξέρξης είχε σωρεύσει εδώ, στα Σούσα. Κανένας από αυτούς τους θησαυρούς δεν έχει ακόμη εξεταστεί και αποτιμηθεί πλήρως.

Πρέπει να πω ότι η απόφασή του αυτή με εξέπληξε, διότι ναι μεν τα Σούσα είναι αυτή τη στιγμή το κέντρο υποστήριξης των πολεμικών επιχειρήσεων, αλλά προσωπικά εκτιμώ ότι αυτόν το ρόλο θα τον αναλάβει σύντομα η μόλις κατακτημένη Περσέπολη, ή, το θεωρώ κι αυτό εξ ίσου πιθανό, η περιβόητη, πολύκοσμη, σαγηνευτική Βαβυλώνα, η οποία  πρώτη παραδόθηκε αμαχητί στα ελληνικά στρατεύματα.

 images (40)

Η μακρά ακολουθία από άμαξες, φορτωμένους όνους, ημίονους και αυτά τα αστεία αλλά ανθεκτικά ζώα που μοιάζουν με τις καμήλες της Αιγύπτου και της Αραβίας, αλλά έχουν δύο καμπούρες και φορτώνονται ευκολότερα, -ό, τι ζώο είχαμε μπορέσει να βρούμε και να επιτάξουμε- είχε μπει θριαμβευτικά στην πόλη των Σούσων χτες, νωρίς το πρωί.

Το προηγούμενο βράδυ, το καραβάνι, το ισχυρό στρατιωτικό σώμα που το συνόδευε και οι λόγιοι που συμμετείχαμε στην αποστολή με συγκεκριμένες αρμοδιότητες -ο υποφαινόμενος ανήκει σε αυτήν την ομάδα- είχαμε ήδη φτάσει στα περίχωρα. Προτιμήσαμε όμως να διανυκτερεύσουμε εκεί, διότι κρίναμε ότι η είσοδος στην πόλη θα έπρεπε να γίνει με το φως της ημέρας. Είχαμε μια καλή ευκαιρία να εντυπωσιάσουμε τον ντόπιο πληθυσμό και να του δώσουμε ακόμη μια χειροπιαστή απόδειξη ότι οι καιροί έχουν αλλάξει, έστω και αν ο φυγάς Δαρείος προσπαθεί ακόμη να οργανώσει κάποια αντίσταση.

Έδωσα εντολή να καλύψουν τα ως τότε παραλλαγμένα, σκονισμένα φορτία με πολύτιμα υφάσματα και να αφήσουν επίσης ακάλυπτα μικρά τμήματα των σάκων με τα πολυτελή αντικείμενα. Ήθελα να εξάψω την φαντασία των Σουσιωτών χωρίς να δώσω ακριβέστερες πληροφορίες σχετικά με το ύψος των λαφύρων. Άλλωστε ούτε και εμείς δεν τα είχαμε ακόμη αποτιμήσει με ακρίβεια και αυτό ήταν ένα από τα αμέσως προσεχή καθήκοντά μας. Ο πραγματικός θρίαμβος θα τελούταν όταν θα επέστρεφε ο νικητής Αλέξανδρος, η δική μας είσοδος στα Σούσα ήταν μια χρήσιμη υπαινικτική προαναγγελία.

 

Αυτά σκέφτομαι, καθώς τσιμπολογώ τα εδέσματα που βάζουν σε δοκιμασία τη γεύση μου. Αν είναι αλήθεια ότι η απόσταση από την Ελλάδα έως την Ινδία μπορεί να υπολογιστεί από την ένταση των χρησιμοποιούμενων καρυκευμάτων, τότε η χώρα του Ινδού ποταμού πρέπει να μην απέχει πολύ.

Ο Οινοκράτης επανεμφανίζεται, με παρατηρεί μάλλον ικανοποιημένος να καταναλώνω τα εδέσματα που μου ετοίμασε, και φυσικά παρεμβαίνει:

«Νομίζω ότι πρέπει να σου υπενθυμίσω ότι πριν δύσει ο ήλιος έχεις να συναντήσεις τον Καλλισθένη τον Ολύνθιο».

«Αυτό δε λησμονιέται Κράτη. Το θυμάμαι. Πού τακτοποίησες τα ¨εγγεγραμμένα¨;»

«Μαζί με τη γραφική ύλη, τους κυλίνδρους και τα βιβλία, σε εκείνον τον μεγάλο φωριαμό στο βάθος».

«Και από γραφείο;»

«Βρήκα κάτι που του μοιάζει στην διπλανή αίθουσα. Νομίζω ότι θα σε βολέψει».

 grafi iii

 

Πριν συναντήσω τον Καλλισθένη πρέπει να τακτοποιήσω τις σημειώσεις μου. Ευτυχώς η επιμελητεία έχει ανακατανείμει περισσότερο ορθολογικά τους διαθέσιμους χώρους κι έτσι, επιστρέφοντας, βρήκαμε αυτό το  νέο κατάλυμα στο ψηλοτάβανη αστική οικία ενός  φυγά γαιοκτήμονα.

Εδώ αρκεί να ψάξεις, και βρίσκεις. Και ο Οινοκράτης είναι καλός στο ψάξιμο. Η τράπεζα που ανακάλυψε είναι αρκετά μεγάλη ώστε να μπορώ να ανοίξω πάνω της τους κυλίνδρους χωρίς να τους προκαλέσω ζημιές, ενώ ο ήλιος –που στα μέρη μου αυτή την εποχή θα ήταν χειμωνιάτικος-  καταφέρνει και τρυπώνει ως εδώ εξασφαλίζοντας ικανοποιητικό φως.

Η αλήθεια είναι ότι συνάντησα για λίγο τον Καλλισθένη χτες το πρωί, αμέσως μετά την άφιξή του καραβανιού και του παρέδωσα το γραπτό μήνυμα του Αλέξανδρου. Όσο όμως αφορά σε μια λεπτομερέστερη αναφορά, ο ίδιος ο Ολύνθιος, αφού πρώτα έριξε μια ματιά στην επιστολή, με συμβούλεψε να τελειώσω πρώτα τις διαδικασίες παράδοσης του θησαυρού. Έπρεπε να δώσω τις κατάλληλες εντολές σε απολύτως έμπιστα άτομα, ώστε η καταγραφή να γίνει με άκρα επιμέλεια και προσοχή. Μετά θα τα λέγαμε με άνεση. Ορίσαμε τη συνάντηση για σήμερα, κατά τη δύση του ήλιου.

Ο Καλλισθένης, όπως ήταν αναμενόμενο, δεν ήταν παρών στο χθεσινοβραδινό συμπόσιο. Ο ίδιος ισχυρίζεται ότι όποιος μελετά και γνωρίζει τις σχέσεις και τις επικοινωνίες ανάμεσα στους ανθρώπους, αποφεύγει εκείνες που δεν θεωρεί επαρκώς δικαιολογημένες. Δε ξέρω αν αυτή του η άποψη είναι πιο κοντά στους νεωτεριστές σκεπτικιστές, η σε εκείνη τη γραφική ομάδα των νέων φιλοσόφων που αυτοαποκαλούνται κυνικοί. Θα τον ρωτήσω.

images (41)

Ελέγχω και στοιβάζω τις αποδείξεις παραλαβής, μετά επιθεωρώ τις πρόχειρες ημερολογιακές μου σημειώσεις του τελευταίου μήνα, βάζω μαζί και ένα αντίγραφο των καταγραφών των τελευταίων γεγονότων όπως συντάχθηκαν στην Περσέπολη υπό την επίβλεψη του φίλου Ευμένη του γιού του Ιερώνυμου, λίγο πριν από την αναχώρησή μου. Είμαι σχεδόν έτοιμος για τη συνάντηση με τον Καλλισθένη.

 

Στο μυαλό μου χωρίς φανερή αιτιολόγηση και συνειρμό σχηματίζεται μια εικόνα από το όνειρο του ταλαιπωρημένου μου ύπνου.

Μία γυναίκα με σαγηνευτικά χαρακτηριστικά: η Θαΐδα.

Μου χαμογελάει αινιγματικά κι εξαφανίζεται πάλι.


Καθώς τοποθετώ με προσοχή το υλικό σε μια φαρδιά δερμάτινη πήρα[3], επιστρέφει στη σκέψη μου η έμμονη ιδέα των τελευταίων ημερών: ότι είναι ίσως καιρός να επιχειρήσω μια προσωπική, δική μου καταγραφή όλων αυτών που συμβαίνουν. Νομίζω ότι ο Αριστοτέλης θα ενέκρινε κάτι τέτοιο.

 image001

(συνεχίζεται – Μέρος Α΄ Κεφάλαιο δεύτερο. Καλλισθένης ο Ολύνθιος)

[1] Ανθεστηριώνας Ο μήνας του αττικού ημερολογίου (του επικρατέστερου στις ιστορικές αναφορές αυτής της περιόδου) που αντιστοιχεί στο χρονικό διάστημα περίπου μεταξύ 16 Φεβρουαρίου–15 Μαρτίου ή σύμφωνα με άλλους μεταξύ  23 Ιανουαρίου και 20 Φεβρουαρίου. Οι μήνες των αρχαίων διαιρούνταν σε τρία δεκαήμερα (εκ των οποίων το τρίτο είχε δέκα ή εννιά μέρες). Η αρίθμηση –μόνο για το τρίτο δεκαήμερο- γινόταν συχνά ανάποδα. Π.χ. μία, ή δύο, ή τρεις κ.ο.κ. μέρες από το τέλος του μήνα.

[2] Σούσα: Παλαιά πρωτεύουσα του μεσοποτάμιου Βασίλειου του Ελάμ, το οποίο πριν την κατάκτηση από τον Αλέξανδρο ήταν υποταγμένο στους Πέρσες. Η λέξη σημαίνει ¨Η πόλη των κρίνων¨.

[3] Πήρα: σάκος σακίδιο, τσάντα

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , , | Leave a Comment »

Ο Εύελπις ο Μεγαρεύς γράφει… (ΙΙ)

Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 11 Φεβρουαρίου, 2015

Ακολουθεί το δεύτερο μέρος της ¨Εισαγωγής¨ στο μυθιστόρημα με ιστορικές αναφορές και (προσωρινό) τίτλο ¨Κύλικες και Δόρατα¨.

Σημείωση: Στην εισαγωγή αλλά και στην υπόλοιπη αφήγηση, παρουσιάστηκε το γνωστό πρόβλημα των υποσημειώσεων: Φτιαγμένες για να προσφέρουν συμπληρωματικές εξηγήσεις, (εδώ για να αγκυρώσουν τον μύθο στο ιστορικό πλαίσιο) συχνά κόβουν το νήμα της ανάγνωσης, μπερδεύουν και ενοχλούν. Σε ένα επιστημονικό δοκίμιο κάτι τέτοιο είναι συγχωρητέο αν όχι αναγκαίο κακό. Σε μια μυθοπλασία όχι. Ομολογώ ότι στα προηγούμενα μυθιστορήματα (Το πολυτεχνείο τρέμει, ΜΠΑ!) χρησιμοποίησα τις υποσημειώσεις κυρίως για να τις σατιρίσω. Τις έβαζα εδώ κι εκεί ως σουρεαλιστική γαρνιτούρα. Στην ειδική όμως περίπτωση του αφηγήματος με ιστορικές αναφορές (όπως φιλοδοξεί να γίνει αυτό εδώ) η χρήση των υποσημειώσεων απαιτεί (τουλάχιστον)  διευκρινίσεις.

Διευκρινίζω λοιπόν ότι ειλικρινά δεν ξέρω αν θα υιοθετήσω τελικά τις υποσημειώσεις για να συνδέσω την πλοκή με το ιστορικό πλαίσιο ή αν θα φτιάξω ένα ξεχωριστό ¨παράρτημα¨ με τις απαραίτητες συμπληρωματικές πληροφορίες. Πάντως, μάλλον θα κρατήσω μερικές στο κάτω μέρος της σελίδας για να δώσω την μετάφραση στη νεοελληνική ορισμένων ¨ξεχασμένων¨ λέξεων της αρχαίας ή της κοινής ελληνικής, λέξεις που μου χρειάζονται για να δώσω στις περιγραφές άρωμα ιστορίας. Δεν αποκλείω εξ άλλου το περιεχόμενο ορισμένων υποσημειώσεων να είναι εξ ολοκλήρου φανταστικό.

Β. Νόττας

  Μυθιστόρημα (υπό εκπόνηση)

Κύλικες και δόρατα

 (Η συνέχεια και το τέλος της εισαγωγής)

GreekStudy

 

Α.5 Ο Εύελπις κάνει μνεία στα τελευταία γεγονότα πριν την έναρξη της εξόρμησης κατά των Περσών

Στο τριετές χρονικό διάστημα ανάμεσα στην εκφώνηση των ύστατων δημόσιων ομιλιών του Ισοκράτη και την επιστροφή του Αριστοτέλη στην Αττική,  συνέβησαν αλλεπάλληλα γεγονότα, τα οποία είχαν αποφασιστικές επιπτώσεις στις μετέπειτα εξελίξεις. Θεωρώ ότι είναι χρήσιμο να αναφερθώ συνοπτικά στα σημαντικότερα από αυτά: Τη μάχη της Χαιρώνειας, την Πανελλήνια κοινή Συνεδρία  των Ελλήνων στην Κόρινθο και τη δολοφονία του βασιλέα Φιλίππου.

Κατ’ αρχήν, παρά τις παραινέσεις που περιέχονταν στους τελευταίους λόγους του Ισοκράτους και υπό τη σαγηνευτική επίδραση των αγορεύσεων του ρήτορα Δημοσθένη του Παιανιέα, οι Αθηναίοι συνασπισμένοι με το Κοινό των Θηβαίων και άλλες πόλεις, επιτέθηκαν κατά του Φιλίππου. Οι Μακεδόνες είχαν, βέβαια, ήδη προσπεράσει τις Θερμοπύλες, ανακαλώντας στους νότιους Έλληνες αμφίσημες μνήμες. Στο σημείο αυτό οφείλω να ομολογήσω ότι ο Δημοσθένης του Δημοσθένους ο Παιανιεύς, αν και υιοθετούσε απόψεις που αντιπολιτεύονταν τις δικές μας, και ήταν οπαδός διαφορετικής ρητορικής τεχνικής, ήταν και είναι ένας  ρήτορας πρωτοφανούς δεινότητας. Οι Αθηναίοι λοιπόν πείσθηκαν να επιτεθούν και η σύγκρουση έλαβε χώρα στη Χαιρώνεια. Στη μάχη θριάμβευσαν οι Μακεδόνες.

Όμως στη συνέχεια δεν ακολούθησαν ούτε σφαγές ούτε καταστρεπτικά μέτρα κατά των ηττημένων. Αντίθετα, συνέβη εκείνο που ο σχεδόν εκατοντάχρονος Ισοκράτης -ο οποίος διάβηκε τον Αχέροντα λίγο μετά τη μάχη της Χαιρώνειας- είχε σφόδρα επιθυμήσει, αλλά δεν πρόλαβε να δει: Σε πανελλήνιο συνέδριο στην Κόρινθο αφού πρώτα αναγνωρίζεται από τους νικητές η ανεξαρτησία των ηττημένων πόλεων, δημιουργείται πανελλήνιος συνασπισμός. Η ηγεσία των κοινών στρατευμάτων ανατίθεται στους ισχυρότερους των ελλήνων, τους Μακεδόνες, οι οποίοι αναλαμβάνουν να συντονίσουν την εκστρατεία για την απελευθέρωση των μικρασιατικών ελληνικών πόλεων από την περσική επικυριαρχία.

philippos

Μετά το συνέδριο, ο Φίλιππος επιστρέφει στην Πέλλα ως πανελληνίως αναγνωρισμένος ηγέτης[1], αλλά, προτού προλάβει να αρχίσει τις προετοιμασίες της εκστρατείας, δολοφονείται κατά τη διάρκεια της τελετής του γάμου της κόρης του Κλεοπάτρας.

Στη πόλη των Αθηνών κυκλοφόρησαν τότε διάφορες εκδοχές για την δολοφονία αυτή. Άλλοι μίλησαν για πολιτική σκευωρία, άλλοι για κίνητρα που ανάγονταν σε ζηλοτυπίες στο εσωτερικό της μακεδονικής αυλής, ενώ πολλοί απέδωσαν την ευθύνη σε περσικό δάκτυλο, υπενθυμίζοντας τις αναλογίες ανάμεσα στη δολοφονία του Φίλιππου και εκείνη του Θεσσαλού βασιλιά Αίσονα. Είναι σε όλους γνωστό ότι ο Αίσονας δολοφονήθηκε κατ’ εντολήν των Περσών όταν αυτοί πληροφορήθηκαν ότι σχεδίαζε πανελλήνια εκστρατεία κατά της Αυτοκρατορίας.

 Σε κάθε περίπτωση, φαίνεται ότι δεν υπήρξαν αξιοσημείωτες αμφισβητήσεις όσον αφορά στη διαδοχή. Ο Αλέξανδρος ανακηρύσσεται βασιλεύς και αμέσως, με ακόμη μεγαλύτερη ζέση, αναλαμβάνει την προετοιμασία της εκστρατείας προς την Ανατολή, αρχίζοντας με την εξασφάλιση των βορείων συνόρων.  Πράγματι, πλαισιωμένος και από τα νότια στρατιωτικά σώματα που προέβλεπε η συμφωνία της Κορίνθου, εκστρατεύει με επιτυχία ενάντια στις επικίνδυνες φιλοπόλεμες φυλές, από την ορεινή περιοχή των Ιλλυρίων  έως την νότια όχθη του μεγάλου πλωτού ποταμού Ίστρου.

Εν τω μεταξύ, ο Αριστοτέλης του Νικομάχου αποφάσισε ότι έφτασε ο καιρός να επιστρέψει στην  πόλη των φιλοσόφων. […]

aristotelis

Α.6 Ο ενήλικος πλέον  Εύελπις παίρνει αποφάσεις για το μέλλον

Όταν ο Αριστοτέλης έφτασε και πάλι στο Άστυ των Αθηνών ύστερα από απουσία δώδεκα χρόνων, ο Ευρύνους, συνομήλικος και οικείος του από παλιά,  τον συνάντησε, τον καλωσόρισε και είχε μαζί του μακρά συνομιλία.

Εγώ ήμουν τότε νεαρός άνδρας είκοσι και ενός ετών. Εκτιμούσα την κοινωνία των Αθηναίων, αν και, παρά το ότι είχα πολλούς φίλους ανάμεσα στους νέους γηγενείς ευπατρίδες,  δεν ήμουν πλήρως ενσωματωμένος σε αυτήν. Αυτό δεν οφειλόταν μόνο στο ότι ως Μεγαρεύς δεν θα μπορούσα να θεωρηθώ ο πιο κατάλληλος για αφομοίωση στην κυριότερη πόλη των Ιώνων, αλλά και στο ότι, ακόμη κι εγώ ο ίδιος –επηρεασμένος ενδεχομένως από τις παραινέσεις του Ευρύνου και του Ισοκράτους- ήθελα να πιστεύω ότι ανήκω σε μια νέα, πανελλήνια αριστοκρατία, ουσιαστικά ανώτερη από τις τοπικές, ακόμη και από τη αθηναϊκή, την τόσο σπινθηροβόλο και ποικιλόμορφη.

Μία άλλη αιτία για την σχετική απομόνωσή μου από την κοινή δημόσια ζωή της πόλης, αιτία που ως Δωριεύς κατανοούσα και κατά βάθος συμμεριζόμουν, ήταν ότι δεν μπορούσα να συμμετάσχω στις πολεμικές επιχειρήσεις των Αθηναίων με την ιδιότητα του πολίτη, αλλά μόνον, εάν το επιθυμούσα ιδιαίτερα, ως μισθοφόρος. Αλλά δεν το επιθυμούσα. Μπορεί να γυμναζόμουν και να ασκούμουν κανονικά στις τέχνες του πολέμου, αλλά αποστρεφόμουν την ιδέα ότι η συμμετοχή μου σε οποιαδήποτε πολεμική διένεξη -και πολύ περισσότερο στις μεταξύ ελλήνων, εμφύλιες συγκρούσεις, θα μπορούσε να έχει ως κίνητρο τη χρηματική αμοιβή.

 

Από την άλλη πλευρά τον καιρό εκείνο, -δεδομένου ότι, όπως οι παιδαγωγοί μου συχνά υποστήριζαν,  η ανθρώπινη φύση υφίσταται αντιφατικές ροπές- πρέπει να ομολογήσω ότι ήμουν απολύτως γοητευμένος από δύο πράγματα.

Το ένα ήταν η σαγήνη που ασκούσε πάνω μου η ανάγνωση. Όντως, παρά το ότι σπούδαζα ρητορική σε μια πόλη που εθεωρείτο μοναδική σε αυτό το είδος επικοινωνίας, και παρά το ότι βρισκόμουν πλάι σε ορισμένους από τους καλλίτερους χειριστές του προφορικού λόγου όλων των πόλεων και όλων των εποχών, εγώ ήμουν ερωτευμένος με τον ακινητοποιημένο γραπτό λόγο, που εντρυφούσε σε τόσο διαφορετικά θέματα, και που ήταν για μένα όχημα όχι μόνο γνώσεων, αλλά και ταξιδιών σε τόπους συναρπαστικούς, έως τότε άγνωστους.

Akrop1

Το άλλο που με γοήτευε τότε, ήταν  κι αυτό ένα σύνολο από υπερβάσεις. αναπόσπαστα συνδεδεμένες με την πόλη των Αθηνών. Υπερβάσεις σχετικές, όχι τόσο με τον νου, όπως η ανάγνωση των συγγραφών, όσο με την ικανότητα του να αισθάνεται και να συναισθάνεται κανείς ο, τι ενδεχομένως υπάρχει πέρα από τα κοινά καθημερινά βιώματα. Υπερβάσεις εφικτές με τη συνδρομή των τεχνών του κάλλους, της μίμησης και του θεάτρου. Υπερβάσεις σχετικές με την υποβλητικότητα των αθηναϊκών αρχιτεκτονημάτων, με την μέθεξη των εορταστικών τελετών και, ακόμη, έσχατον μεν, ουκ έλασσον δε, εφικτές χάρη στη συναναστροφή με εκείνη την σπάνια κατηγορία των ωραίων, καλλιεργημένων, και φιλόμουσων γυναικών, που οι Αθηναίοι αποκαλούν ¨εταίρες¨.  Υπερβάσεις που απ’ ο, τι γνωρίζω, μόνο η Αθηναϊκή Δημοκρατία προσέφερε τόσο απλόχερα και τόσο χειροπιαστά στους κοινωνούς της.

img1_22

Όσο όμως ελκυστικά κι ήσαν όλα αυτά, φτάνοντας στην πλήρη ανδρική ηλικία  έπρεπε να πάρω οριστικότερες αποφάσεις. Το είχα ήδη συζητήσει με τον γεννήτορα, αλλά να που είχα την ευκαιρία, όχι μόνο να έχω ακόμη μια έγκυρη γνώμη, αλλά, ίσως, και μια πολύτιμη συμβολή στην υλοποίηση μιας νέας πορείας. Παρακάλεσα λοιπόν  τον Ευρύνου να φροντίσει να συναντήσω κι εγώ τον παιδαγωγό του Αλεξάνδρου του Μακεδόνα, τον Αριστοτέλη.

[…] 

Α.7 Η αναχώρηση

[…] Ο Δημάδης είχε καταφέρει να απαλλαγεί από τα παλιά του χρέη[2] και η πόλη των Αθηνών είχε γλιτώσει από τις κυρώσεις για την τελευταία της παρασπονδία. Η πόλη των Θηβών όχι. Οι αγγελιοφόροι και οι κατάσκοποι μετέφεραν ότι στην πρωτεύουσα πόλη των Βοιωτών, το μόνο σπίτι που έστεκε ακόμη όρθιο χωρίς να καπνίζει, ήταν εκείνο του ποιητή Πινδάρου. ¨Οι Μακεδόνες εκτιμούν τουλάχιστον την υμνητική ποίηση¨, σχολίαζαν τώρα πικρόχολα ορισμένοι ευπατρίδες. Αλλά πλέον στο Άστυ η περιρρέουσα κατάσταση είχε αλλάξει και οι Αθηναίοι ξανάρχισαν εσπευσμένα τις προετοιμασίες για τη συμμετοχή τους στην κοινή  εκστρατεία.

[…]

2

Στον αμαξιτό δρόμο που παρέτρεχε το βόρειο σκέλος των Μακρών Τειχών συνωστίζονταν  οχήματα, ιππείς και πεζοί παντός είδους, ενώ στην πειραϊκή απόληξη των τειχών και στο Νεώριο λιμένα, επικρατούσε γενικός αναβρασμός. Ένας μεγάλος αριθμός ποικιλόμορφων πλοίων είχε ανασυρθεί  από τους νεώσοικους, ενώ ένα πλήθος από τεχνίτες, ναυτικούς και λιμενεργάτες ανεβοκατέβαινε στα κήτη, τα καταστρώματα και τους ιστούς, εκτελώντας έργα ανασκευής, όπου κάτι τέτοιο ήταν απαραίτητο, και φορτώνοντας τα πλοία που κρίνονταν ετοιμοπόλεμα με προμήθειες και πολεμικό υλικό. Κωπηλάτες και πεζοναύτες ετοιμάζονταν στην προκυμαία για την επιβίβαση.

Η πόλη της Παλλάδος ήταν ακόμη κυρίαρχη στις θάλασσες και ήταν απολύτως φυσικό η συμμετοχή της στην εκστρατεία να είναι κυρίως ναυτική. Ήταν άλλωστε γνωστό ότι οι Μακεδόνες δεν κατείχαν αξιόλογο στόλο και ότι ήδη, μετά τις συμφωνίες της Κορίνθου, είχαν ενισχυθεί με πλοία από τα νησιά και άλλες ναυτικές πόλεις, όπως -ας το υπογραμμίσω- η ευημερούσα μεγαρική αποικία που ίδρυσε στο Βορρά ο ήρωας Βύζας: το Βυζάντιο.

Ένα τμήμα των εμπορευόμενων παροικούντων, οι οποίοι κατά τα φαινόμενα διέθεταν δικές τους πληροφορίες για τα επικείμενα, καθώς και ένα τμήμα από τους ενδεέστερους των κατοίκων της Αττικής, οι οποίοι ήσαν πάντα έτοιμοι να ενδώσουν σε υποσχέσεις πλουτισμού, είχαν  ήδη αρχίσει να αναχωρούν πεζή προς βορράν, προκειμένου, πιθανώς μαζί με άλλους ομοίους που θα προσθέτονταν καθ’ οδόν, να συμμετάσχουν στην εκστρατεία ως ¨συνακολουθούντες¨. Είναι αυτονόητο ότι από τον αναχωρούντα συρφετό δεν έλειπαν οι αυλητές, οι κιθαρωδοί, οι ηθοποιοί, που θα διασκέδαζαν και θα ενίσχυαν το ηθικό του στρατεύματος,  ούτε, βεβαίως, οι πόρνες και οι πορνοβοσκοί επιχειρηματίες που τις εκμεταλλεύονταν.

Εγώ, χάρη στην ειδική άδεια που μου είχε παραχωρήσει το  Στρατηγείο, θα επιβιβαζόμουν σε ένα από τα πολεμικά πλοία που έσπευδαν στα στενά του Ελλήσποντου, προκειμένου να συμμετάσχουν στη διεκπεραίωση των στρατευμάτων από την ευρωπαϊκή στην ασιατική όχθη. Εκεί θα αποβιβαζόμουν για να παρουσιαστώ στον Καλλισθένη, τον γραμματέα και επίσημο εξιστορητή του βασιλέα, ενώ τα πλοία θα παρέπλεαν την μικρασιατική ακτή βοηθώντας στην απελευθέρωση  των παραλίων ελληνικών πόλεων.

Για τον Καλλισθένη προοριζόταν η εκτενής επιστολή του Αριστοτέλους, που αυτήν τη στιγμή βρισκόταν επιμελώς συσκευασμένη ανάμεσα στις αποσκευές μου.

 Όπως ήδη ανέφερα[3], ο Σταγειρήτης, όχι μόνο είχε συναινέσει με έκδηλη ικανοποίηση στο αίτημά μου να  συμμετάσχω στην πανελλήνια εκστρατεία, αλλά και είχε εκφράσει την επιθυμία να συμπαρασταθώ εκ του σύνεγγυς στον μαθητή του, όχι τον Αλέξανδρο -όπως προς στιγμήν ήλπισα, αλλά τον Καλλισθένη, ο οποίος θα κατέγραφε την αλληλοδιαδοχή των γεγονότων, καθώς και ό, τι άλλο έκρινε ενδιαφέρον και χρήσιμο από τις γνώσεις και τις συνήθειες των ανατολικών λαών. Όλα αυτά, για τον φιλόσοφο, δεν ήταν μόνο απλές καταγραφές που θα ενίσχυαν το νου των μελλοντικών αναγνωστών, αλλά κάτι πολύ σημαντικότερο: ¨Οι μεγάλες αλλαγές¨, είχε παρατηρήσει χαμογελώντας αινιγματικά, ¨υλοποιούνται, ίσως, από τα ξίφη, αλλά προετοιμάζονται, σίγουρα, από τις γραφίδες, ακόμη κι όταν αυτές μοιάζουν να αναφέρονται σε πράξεις που έχουν ήδη συντελεστεί¨.

 

Έτσι λοιπόν, εκείνη την ηλιόλουστη αττική ημέρα, αφού είχα αποχαιρετίσει νωρίς το πρωί στις προς τον Πειραιά πύλες των Αθηνών την συγκινημένη μητέρα και τις μικρότερες αδελφές μου, και αφού είχαμε, μαζί με τον πατέρα Ευρύνου και τον ακόλουθο υπηρέτη Οινοκράτη,  διανύσει έφιπποι τον δρόμο των βόρειων Μακρών τειχών, βρισκόμασταν επιτέλους στον σφύζοντα Νεώριο λιμένα αναζητώντας την τριήρη με τον  Ιχθυοκένταυρο ως επίσημον αναγνώρισης. Την ανακαλύψαμε στο βάθος του λιμενοβραχίονα σχεδόν έτοιμη προς απόπλου. Οι απαραίτητοι για τους ελιγμούς εξόδου ερέτες βρίσκονταν ήδη στις θέσεις τους, ο τυμπανιστής δοκίμαζε το ηχηρό όργανο συντονισμού με την συνεπικουρία του αυλητή, οι φωνές του κελευστή ήσαν σχεδόν ευδιάκριτες πάνω από τον γενικό αχό, ενώ μια μικρή ομάδα βαφέων έβαζε τις τελευταίες χρωματιστές πινελιές στη  διπλή, εκατέρωθεν της πλώρης, απεικόνιση του Ιχθυοκένταυρου.

Ο Οινοκράτης ανέλαβε να μεταφέρει τις αποσκευές από τον ημίονο που μας συνόδευε, στο κήτος. Το πλοίο δεν ήταν ιππαγωγό, οι ίπποι και ο ημίονος θα επέστρεφαν στο Άστυ με τον γεννήτορα, ενώ εγώ θα προμηθευόμουν τα απαραίτητα ζώα μετά την αποβίβαση στην απέναντι όχθη του Αιγαίου πελάγους.

 

Ο Ευρύνους ήταν συγκινημένος, όσο κι αν η δωρική του καταγωγή τον εμπόδιζε να το δείξει. Προσπαθούσε να με αποχαιρετίσει επαναλαμβάνοντας τις βασικότερες από τις παραινέσεις του, αλλά μια βουή αποτελούμενη από  θορύβους παράταιρους και αταίριαστους με το λιμενικό σκηνικό  τον διέκοψε. Ο Ευρύνους κατάλαβε πρώτος περί τίνος επρόκειτο, και μου έδειξε την καταφθάνουσα θορυβώδη πομπή με μια κίνηση της κεφαλής συνοδευόμενη από ένα μισό χαμόγελο.

¨Φαίνεται ότι θα έχεις ενδιαφέροντες συνεπιβάτες¨, μου είπε.

Το δικό μου χαμόγελο ήταν πλήρες. Πράγματι,  κατά τα φαινόμενα δεν ήμουν ο μόνος που διέθετε ειδική άδεια για να ταξιδέψει με το πολεμικό πλοίο.

Από το φορείο που είχε μόλις εναποτεθεί στην προκυμαία έβγαινε μια πασίγνωστη, πανέμορφη, απρόσμενη οπτασία. Πλαισιωμένη από μια ομάδα γυναικών και ευνούχων που τιτίβιζαν αδιάκοπα, προχώρησε αγέρωχη προς την τριήρη, ενώ μια νέα βοή από επιφωνήματα, θαυμασμού αυτή τη φορά, επικάλυψε τον ακραίο προβλήτα: Η εταίρα Θαΐδα, η Θεά!

[…]

(Στο επόμενο: Μέρος Α΄: Τρίτο δεκαήμερο του Ανθεστηριώνα, ημέρα Τρίτη από το τέλος του Μήνα. Κεφάλαιο πρώτο:  . Ο Εύελπις στα Σούσα)

χ

[1] Ας σημειωθεί ότι στο κείμενο δεν γίνεται αναφορά στις διαφωνίες και την μη συμμετοχή των Σπαρτιατών. Τουλάχιστον στα διασωθέντα τμήματα.

[2] Εδώ γίνεται αναφορά στη, μετά το θάνατο του Φιλίππου, νέα υπαναχώρηση της Αθηναϊκής πολιτικής και στην εκ νέου, από κοινού με τους Θηβαίους, εξέγερση, η οποία καταστάληκε με την ταχεία κάθοδο του Αλεξάνδρου και των συμμάχων και κατέληξε στην καταστροφή των Θηβών. Γίνεται επίσης νύξη στον ρήτορα Δημάδη (και αυτός Παιανιεύς όπως ο Δημοσθένης), ο οποίος αν και εκ των ηγητόρων του φιλομακεδονικού κόμματος είχε συμμετάσχει στην μάχη της Χαιρώνειας, όπου και συνελήφθη αιχμάλωτος από τους Μακεδόνες.  Ο Δημάδης, μεγαλόστομος και πνευματώδης, κατάφερε εν τέλει να γίνει συμπαθής στον τότε διάδοχο Αλέξανδρο.  Στη συνέχεια επέστρεψε στην Αθήνα, όπου όταν οι συμπολίτες του ζήτησαν να μεσολαβήσει ώστε η τύχη των Αθηνών να είναι διαφορετική από εκείνη των Θηβών, απαίτησε ως αντάλλαγμα την παραγραφή των σωρευμένων χρεών του. Εκείνοι συναίνεσαν.

[3] Δυστυχώς η λεπτομερέστερη εξιστόρηση της συνάντησης του Εύελπι με τον Αριστοτέλη δεν διασώθηκε.

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , , | 1 Comment »

Ο Εύελπις ο Μεγαρεύς γράφει…

Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 5 Φεβρουαρίου, 2015

Μπήκε χρόνος καινούργιος στολισμένος με ελπίδες που προμηνύεται, αν όχι άλλο, ενδιαφέρων και πιθανότατα εφοδιασμένος με ανατροπές και εκπλήξεις. Μάλλον δεν πρόκειται να πλήξουν παρά μόνον οι αθεράπευτα καταδικασμένοι σε αρτηριοσκληρωτικό σνομπισμό. Οι υπόλοιποι, δε θέλει πολύ,  ενθουσιασμένοι, δαγκωμένοι, κοντοανασασμένοι, θα συμπάσχουμε…

images (19)

Και ενώ η πραγματικότητα εξελίσσεται πιο ενδιαφέρουσα από οποιαδήποτε μυθιστορία, λέω να ασχοληθώ λίγο με το παρόν Ιστολογοφόρο, που τελευταία αργοπλέει τροφοδοτούμενο από παλιότερους ανέμους και καύσιμα δανεισμένα από λιγοστούς καλούς φίλους. Επομένως… 

terpsi

Επομένως λέω να σας κοινοποιήσω κάποιες από τις ιστορίες που συντάσσω τον τελευταίο καιρό, παρά το  ότι είναι ακόμη ανολοκλήρωτες και η έκβασή τους αβέβαιη. Πρόκειται για τα πρώτα κείμενα του αφηγήματος με ιστορικές αναφορές για το οποίο σας έχω ήδη μιλήσει…

images (23)

Σήμερα αναρτώ τις πρώτες σελίδες από την εισαγωγή. Εδώ προσπαθώ να δώσω το περίγραμμα μέσα στο οποίο θα διεξαχθεί η μυθοπλασία. Επειδή πρόκειται για κείμενα λίγο-πολύ πρωτόλεια, τίποτα δεν αποκλείει να αλλάξουν εάν και όταν η αφήγηση  θα προχωρήσει και η πλοκή θα βρει τα τελικά της αυλάκια.

 images (39)

Σημείωση: Ο τίτλος καθώς και οι τίτλοι των επί μέρους ενοτήτων είναι προσωρινοί (πρόχειροι).

 Μήνυμα προς τους εθελοντές αναγνώστες: Καλό διάβασμα!

(Απόψεις και συμβουλές  ευπρόσδεκτες)

 images (80)

Β. Νόττας

Μυθιστόρημα υπό εκπόνηση

 

Κύλικες και Δόρατα (προσωρινός τίτλος)

images (30)

Εισαγωγή

  Όπου ο Εύελπις, έγκριτο μέλος της ομάδας των καταγραφέων – λογογράφων που ακολουθούν τον Αλέξανδρο τον Μακεδόνα, αποφασίζει να δημιουργήσει ιδιωτική συγγραφή και να περιγράψει τις προσωπικές του εντυπώσεις και σκέψεις σχετικά με τα εξαιρετικά περιστατικά που βιώνει.

images (19)

Πρόκειται για την μετάφραση στη νεοελληνική γλώσσα ορισμένων ευανάγνωστων σπαραγμάτων από τις καταγραφές του Ευέλπιδος του Μεγαρέως[1] που ανεβρέθησαν πρόσφατα. Το ακόλουθο τμήμα εκτιμάται ότι συνεγράφη περί το 330 πΧ.  στα Σούσα ή στην Περσέπολη.

Στη θέση των δυσανάγνωστων ή απολεσθέντων τμημάτων σημειώνεται το σύμβολο […]

sel100

 

 Α.1 Ο Εύελπις παρουσιάζει τον εαυτό του στους αναγνώστες και περιγράφει συνοπτικά τις περιβάλλουσες την συγγραφή συνθήκες

 Λέγομαι Εύελπις, γιος του Ευρύνου. Γεννήθηκα στη Μεγαρίδα Γη, και συγκεκριμένα στη Νίσαια το λιμάνι των Μεγάρων από το οποίο σήμερα βρίσκομαι αναρίθμητους παρασάγγες μακριά.

Η Μοίρα, που επιβλέπει την πορεία των ανθρώπων, όπως εξάλλου και των θεών, φρόντισε ώστε να γίνω μάρτυρας συγκλονιστικών γεγονότων, τα οποία είμαι βέβαιος ότι οι σοφοί θα καταγράψουν και οι αοιδοί θα τραγουδήσουν στις μελλοντικές γενιές.

Τα γεγονότα αυτά σημαίνουν την έναρξη νέων εποχών, και μάλιστα όχι μόνο για τις χώρες των Ελλήνων και των γειτόνων τους. Όλα δείχνουν ότι ο ρους της Ιστορίας έχει επιταχυνθεί και ότι οι επιπτώσεις των τρεχουσών εξελίξεων αποκτούν ήδη ευρύτερη, οικουμενική διάσταση.

Ευχαριστώ την Ειμαρμένη που με έκρινε άξιο, αν και ακόμη σε ηλικία που οι άλλοι κρίνουν νεανική[2], να ζήσω όλα αυτά από κοντά. Αλλά είναι πιο σωστό να πω ¨ηλικία που έκριναν ως νεανική¨ άλλοτε. Γιατί ποιος τολμά τώρα πια να χαρακτηρίσει οποιονδήποτε πολύ νέο για οτιδήποτε, όταν ο άρχοντας βασιλιάς που ηγείται των Μακεδόνων και των λοιπών Ελλήνων σ’ αυτήν την πρωτόφαντη νικηφόρο ¨ανάβαση¨ δεν έχει ακόμη φτάσει τα τριάντα έτη ζωής;

Ο Αλέξανδρος ο του Φιλίππου, επικεφαλής των στρατευμάτων των ¨αεί παίδων¨[3], βρίσκεται σήμερα θριαμβευτής στο κέντρο της αυτοκρατορίας των Περσών, εκείνων δηλαδή που κατά τη διάρκεια  αμνημόνευτων χρόνων αποτέλεσαν την κύρια απειλή ενάντια στην ανεξαρτησία των ελληνικών πόλεων.  

Όμως και πάλι τον λόγο μου θα πρέπει να διορθώσω: Εχθροί μέγιστοι, περισσότερο καταστροφικοί ακόμη και από την Αυτοκρατορία των Περσών, υπήρξαν για τους Έλληνες η Έριδα και η Διχόνοια, δαιμόνια που εύκολα παρεισφρέουν και επηρεάζουν τον ¨παιδιώδη¨ χαρακτήρα ημών των Ελλήνων. 

Δαιμόνια όμως που εν κατακλείδει υποχωρούν και ηττώνται, εάν όχι  από τις παραινέσεις των σοφών ανδρών όπως ο Ισοκράτης ο Αθηναίος, ασφαλώς από τα ξίφη και τον ενθουσιασμό των ακριτικών ελληνικών λαών, οι οποίοι άνοσοι στα παλαιά πάθη αποδεικνύονται ικανοί να ανοίξουν νέους κοινούς δρόμους. Σε αυτούς έλαχε εν τέλει η τιμή να ξεπεράσουν την παρακμή και την αδυναμία που επέφεραν οι ανηλεείς εμφύλιοι πόλεμοι.

[…]

Ευελπιστώ ότι κάποτε οι λόγοι που καταγράφω εδώ ενδέχεται να αντιγραφούν και να φτάσουν με αυτόν τον τρόπο σε περισσότερους αναγνώστες, που θα βρίσκονται αλλού ή ακόμη και άλλοτε, στην δυσδιάκριτη χώρα του μέλλοντος.

Γιατί αυτή είναι ακριβώς η δύναμη της γραφής: όσα απαθανατίζει είναι δυνατό να ξεπερνούν τα όρια που θέτουν τόσο οι αποστάσεις, όσο και ο χρόνος.  

Κι επειδή οι αναγνώστες που ίσως προσλάβουν τα όσα γράφω μου είναι άγνωστοι, όπως πιθανότατα θα τους προκύπτω άγνωστος κι εγώ, θεωρώ πρέπον να αναφέρω εδώ, καθώς αρχίζω την αφήγησή μου, ορισμένες κατατοπιστικές πληροφορίες. Σκοπός μου είναι να γίνει πιο κατανοητή η ανάγνωση των όσων διηγούμαι σε εκείνους που είτε στο χώρο είτε στον χρόνο βρίσκονται μακριά από εμένα.

 Α.2 Ο Εύελπις διευκρινίζει τα σχετικά με την οικογένεια, την καταγωγή, και την παιδεία του, κάνοντας νύξεις στις αιώνιες εντάσεις ανάμεσα στους Μεγαρείς και τους Αθηναίους

 Ανάφερα ήδη πως με αποκαλούν ¨φορέα καλής ελπίδας¨, ανάγραψα επίσης το όνομα του Ευρύνου, του γεννήτορα και τον τόπο καταγωγής μου. Όμως, θα πρέπει να διευκρινίσω πως παρά το ότι αποτελώ καρπό της Γης των Μεγάρων, ανατράφηκα στην γειτονική Αττική Γη και έλαβα αθηναϊκή παιδεία. Αυτό συνέβη διότι ο Ευρύνους, υπέρμαχος των ειρηνικών σχέσεων ανάμεσα στις όμορες πόλεις, αναγκάστηκε να μετοικήσει  με ολόκληρη την οικογένεια από τη Νίσαια στο άστυ των Αθηνών, σε μία περίοδο κατά την οποία στα Μέγαρα κυριαρχούσαν οι φίλοι των Λακεδαιμονίων.

Ας υπενθυμίσω στο σημείο αυτό, ότι οι εναλλαγές στον τρόπο που οι συμπολίτες μου αντιμετώπισαν τις άλλες ελληνικές πόλεις και ιδιαίτερα την ισχυρή γειτονική πόλη των Αθηνών, υπήρξαν αλλεπάλληλες.

Συχνά οι περίοδοι θανάσιμης έχθρας διακόπτονταν από περιόδους προσπαθειών αποκατάστασης των σχέσεων καλής γειτονίας. Οι εναλλαγές δε αυτές συνεχίζονται αέναα, από την εποχή του ιδρυτή ήρωα Μεγαρέα έως και σήμερα.

Οι λόγοι για την δημιουργία και την εμμονή του εριστικού κλίματος μεταξύ Μεγαρέων και Αθηναίων υπήρξαν πολλαπλοί. Μεταξύ των προφανέστερων το ότι τα Μέγαρα δημιούργησαν αποικίες και κατά συνέπεια ανάπτυξαν στόλο και εμπορικές δραστηριότητες ανταγωνιστικές με εκείνες των Αθηνών, καθώς επίσης ότι οι Μεγαρείς είμαστε απόγονοι Δωριέων και όχι Ιώνων και αυτό μας εντάσσει εγγύτερα στους έτερους ισχυρούς Έλληνες, τους Λακεδαιμόνιους.

Για τους πολίτες της Σπάρτης, ηγήτορες των Λακεδαιμονίων, δεν ήμασταν άλλο παρά προχωρημένο φυλάκιο της Δωρικότητας στα σύνορα με τις ¨μαλθακές¨ χώρες των Ιώνων.  Οι Αθηναίοι πάλι, μας θεωρούσαν άλλοτε πολύτιμους φίλους, κατόχους ασφαλών λιμανιών στο Σαρωνικό, αλλά και στον Κορινθιακό κόλπο, άρα θυροφύλακες των δυτικών θαλασσών, και άλλοτε ετεροκινούμενους προξενητές άγους[4] και διαρκών  ανασφαλειών. Οι αμαθέστεροι δε των Αθηναίων δεν δίσταζαν να λοιδορήσουν τον ¨μεγαρίζοντα¨ τρόπο ζωής.

Η αντιδικία με την πόλη των Αθηνών κατέληξε να έχει καταστροφικές συνέπειες για την χώρα των Μεγάρων. Είναι δε πιθανό να συνεισέφερε στην έναρξη του μεγάλου αδελφοκτόνου πολέμου  που ακολούθησε τις παλιές ένδοξες μέρες, τότε που οι Έλληνες απέκρουσαν από κοινού τους εξ ανατολών αυτοκρατορικούς εισβολείς.

 Α.3 Ο Εύελπις κάνει μνεία στις φιλικές σχέσεις ανάμεσα στον γεννήτορα Ευρύνου και τον αθηναίο διδάσκαλο Ισοκράτη.

Ο Ευρύνους, ζώντας στην εποχή που ακολούθησε την κοινή κατάρρευση της ισχύος των Αθηναίων και των Λακεδαιμονίων, που είχαν άπαντες εξαντληθεί από την πολύχρονη αλληλοκαταστροφή, θεώρησε πρέπον να υποστηρίξει ενεργά την αποκατάσταση της πνευματικής και πολιτικής ενότητας όλων των απογόνων του προπάτορα Έλληνα. Ασφαλώς γνώριζε και συμμεριζόταν σε μεγάλο βαθμό τις θέσεις για τη δημιουργία μιας πανελλήνιας δύναμης, που ένθερμα διακήρυσσε ο Ισοκράτης των Αθηνών.

Ο Ισοκράτης, διδάσκαλος της ρητορικής τέχνης και συγγραφέας δεοντολογικών διατριβών, δεν είχε απ’ ευθείας ανάμιξη στην πολιτική ζωή του Αθηναϊκού Άστεως. Δεν επιχείρησε ποτέ την άμεση εκλογή του σε δημόσιο αξίωμα, και εθεωρείτο υπεράνω των καθέκαστα πολιτικών παρατάξεων. Αυτό δεν εμπόδιζε, αλλά μάλλον ενίσχυε την μεγάλη επιρροή που ασκούσε μέσω των λόγων του, οι οποίοι καταγράφονταν και κυκλοφορούσαν όχι μόνο εντός των Αθηνών, αλλά σε ένα ευρύτερο, πανελλήνιο κοινό. Οι λόγοι αυτοί ήταν επικεντρωμένοι στην επείγουσα αναγκαιότητα για ενότητα και συσπείρωση όλων των Ελλήνων, ούτως ώστε να ξεπεραστούν οι αυτοκαταστροφικές τάσεις των τελευταίων δεκαετιών, αλλά και για να αντιμετωπιστεί η πάντοτε επικρεμάμενη ασιατική απειλή.

Ο Ευρύνους γνώριζε προσωπικά τον γέροντα διδάσκαλο της ρητορικής της γειτονικής μητροπόλεως, διατηρούσε φιλικές σχέσεις μαζί του και προμηθευόταν τακτικά τις Ισοκράτειες συγγραφές.

Αν και οι μνήμες μου από την περίοδο της μετοίκησης της οικογένειας του Ευρύνου από την Μεγαρίδα στην Αττική είναι συγκεχυμένες λόγω της τότε μικρής μου ηλικίας, γνωρίζω από τις αφηγήσεις των οικείων ότι ο σεβάσμιος  Ισοκράτης και οι συννοούντες, ήταν εκείνοι που φρόντισαν να διευκολύνουν την εγκατάσταση του Ευρύνου στο Άστυ των Αθηνών, και μάλιστα όχι με την ιδιότητα του παροίκου, αλλά με εκείνη του επιφανούς φιλοξενούμενου.

[…]

gse_multipart56443

 Είχα λοιπόν την ευκαιρία να σπουδάσω κοντά στον γηραιό μεν, πλην όμως ευθαλή Ισοκράτη, ο οποίος συμπεριφέρθηκε απέναντί μου με τρόπο ανάλογο της εκτίμησης και της φιλίας που έτρεφε προς τον πατέρα Ευρύνου.

Ο Ισοκράτης, όπως άλλωστε και ο Πλάτων, ο επώνυμος ιδρυτής της αθηναϊκής φιλοσοφικής Ακαδημίας, έχοντας αμφότεροι παρακολουθήσει στο παρελθόν  τη διδασκαλία του αείμνηστου Σωκράτη του Σοφρωνίσκου, συνέχιζαν, ο καθένας με τον τρόπο του, την παιδαγωγική προσπάθεια εκείνου. Ο Πλάτωνας όμως, αν και λίγο νεότερος απ’ τον Ισοκράτη απεβίωσε πρώτος, όταν εγώ ήμουν μόλις εννέα ετών και έτσι δεν πρόλαβα να παρακολουθήσω προσωπικά τις ενδιαφέρουσες διαλέξεις του. Μπορώ πάντως να μαρτυρήσω ότι αυτές είχαν ευρύ αντίκτυπο ανάμεσα στους λόγιους Αθηναίους και ότι συχνά γίνονταν αφορμή για μακρές και έντονες συζητήσεις, τόσο ανάμεσα στον πατέρα μου τον Ευρύνου και ους φίλους του, όσο και ανάμεσα σε εκείνους που σύχναζαν στην σχολή ρητορικής του Ισοκράτη. Ακόμη και ο ίδιος ο Ισοκράτης, ο οποίος συχνά περιέπαιζε τους περί την Ακαδημία ως ¨θεωρητικολογούντες και επιστημολογούντες, πλην όμως τυρβάζοντες μακράν της πραγματικότητος¨, έδειχνε ενδιαφέρον για τα όσα λέγονταν εκεί σχετικά με την ¨ιδανική πολιτεία¨, τους ¨φιλοσοφούντες πολιτικούς¨ και τους ¨πολιτευόμενους φιλοσόφους¨.

 Ένας από εκείνους που μαθήτευσαν επί μακρόν κοντά στον Πλάτωνα, και μάλιστα ένας από εκείνους που ο Πλάτων θεωρούσε από τους πλέον διαυγείς, ευρυμαθείς και διορατικούς νέους φιλοσόφους, ήταν ο Αριστοτέλης ο του Νικομάχου. Ο Αριστοτέλης προέρχεται από τα Στάγειρα, μια από τις βόρειες αποικίες της νήσου Άνδρου και των Χαλκιδαίων.

 Α.4 Ο Εύελπις αναφέρεται στις σχέσεις ανάμεσα στον Ισοκράτη και τον Αριστοτέλη τον Σταγειρήτη

Όταν ο γηραιός πλην όμως οξύνους Ισοκράτης πείστηκε ότι το ιδανικό της ενότητας των ελλήνων θα μπορούσε να υλοποιηθεί όχι μόνον υπό την ηγεσία των Αθηναίων ή έστω μιας από τις άλλες γνωστές παλιές ελληνικές πόλεις, αλλά ότι σημείο εστίασης θα μπορούσε να είναι η ανερχόμενη Μακεδονική δύναμη, φρόντισε να απευθύνει επιστολές και παραινέσεις απ’ ευθείας στον βασιλέα Φίλιππο,  προς τον οποίο εξ άλλου προσέβλεπε ήδη ανεπιφύλακτα η φιλομακεδονική μερίδα των συμπολιτών του. Όμως, εκτός από αυτό, ο Ισοκράτης φρόντισε να έρθει σε ιδιαίτερη επαφή με τον βορειοελλαδίτη διανοητή Αριστοτέλη.

Αυτός ο τελευταίος, μετά τον θάνατο του Πλάτωνα είχε αποχωρήσει από την Αττική και αφού προσπάθησε να  εφαρμόσει τις αρχές της Πλατωνικής Ακαδημίας στη  Άσσο[5] και στη Μυτιλήνη, στη συνέχεια αποδέχτηκε πρόσκληση του Φιλίππου του Μακεδόνα και ανάλαβε την διαπαιδαγώγηση του δεκατριετούς γιου του, του σημερινού βασιλέα Αλεξάνδρου.

Από ό, τι υπέπεσε στην αντίληψή μου – διότι ο Ισοκράτης δεν δίσταζε να μιλάει χωρίς επιφυλάξεις για όσα τον απασχολούσαν, ιδιαίτερα όταν βρισκόταν στο οικείο περιβάλλον του οίκου του Ευρύνου – ο Αριστοτέλης του είχε απαντήσει, διαβεβαιώνοντάς τον μεταξύ άλλων ότι η παιδεία του νεαρού διαδόχου είχε ήδη ως άξονα το ελληνικό φρόνημα[6], όπως αυτό περιγράφεται στα Ομηρικά Έπη. Και ότι η δική του καθοδήγηση δεν θα μπορούσε παρά να εστιάζεται στις κοινές αξίες των ελλήνων.  

Θυμάμαι επίσης ότι ο Ισοκράτης αναφερόταν συχνά στην υπόσχεση του Αριστοτέλη να επιστρέψει στην πόλη των Αθηνών, μόλις θα ολοκλήρωνε τα παιδαγωγικά του καθήκοντά στην Μακεδονία.

Είναι πιθανό ότι ο γηραιός διδάσκαλος θεωρούσε τον Σταγειρίτη φιλόσοφο ως ενδεχόμενο συνεχιστή της δικής του προσπάθειας  για την πνευματική ενίσχυση της συνοχής των Ελλήνων. Ο Αριστοτέλης διέθετε όλα τα απαραίτητα προσόντα για κάτι τέτοιο: διέθετε σπάνιες νοητικές ικανότητες, βορειοελλαδική προέλευση και μάλιστα από πόλη που είχε υποστεί τις συνέπειες της Μακεδονικής επέκτασης[7] -για τις οποίες εν τούτοις ο ίδιος δεν έδειξε μνησικακία- και επιπλέον είχε ήδη διαμείνει επί μακρόν στην πόλη των Αθηνών και ήταν μέτοχος της αθηναϊκής παιδείας.

 Ίσως πάλι ο Ισοκράτης να αποσκοπούσε σε κάτι περισσότερο από αυτό. Έχω την εντύπωση ότι ο επίμονος γέροντας είχε καταστρώσει ένα πληρέστερο σχέδιο: δίπλα σε έναν ικανό άνδρα όπως ο Αριστοτέλης, θα μπορούσαν να συμπαραταχθούν  ορισμένοι από τους μαθητές της δικής του ρητορικής σχολής, επιλεγμένοι από τον ίδιο και άπαντες ομού να αποτελέσουν τον εναρκτήριο πυρήνα μιας νέας, πανελλήνιας ηγετικής τάξης.  Ένας από αυτούς, εάν συνέχιζα να είμαι επιμελής και αξιόπιστος ακόλουθός του, θα μπορούσα να ήμουν κι εγώ, ο Δωριεύς Εύελπις από τα Μέγαρα. Ο ίδιος ο διδάσκαλος, λίγο πριν από το θάνατό του, μου είχε πει ότι στις επιστολές του προς τον Αριστοτέλη είχε ήδη αναφέρει το όνομά μου με τρόπο επαινετικό.

Πράγματι, η υπόσχεση του Αριστοτέλη για επιστροφή στο Αθηναϊκό Άστυ υλοποιήθηκε ένα χρόνο μετά τον θάνατο του Φιλίππου και την ανάληψη της ηγεσίας των Μακεδόνων από τον Αλέξανδρο, δηλαδή μόλις πέντε έτη πριν από σήμερα. Δυστυχώς ο Ισοκράτης είχε ήδη αποβιώσει τρία χρόνια νωρίτερα, όταν εγώ ήμουν ακόμη δεκαοκτώ ετών.

[…]    

(συνεχίζεται)

fbfe3c002fabfff4dd336e5a58367a4b

[1]   Η παρουσία του Ευέλπιδος στην ακολουθία του Αλεξάνδρου επιβεβαιώνεται και σε κείμενα που εικάζεται ότι ανήκουν στον Καλλισθένη, συγγενή του Αριστοτέλη, ιστορικό και έμπιστο γραφέα  των επισήμων επιστολών του Μακεδόνα βασιλέα.

[2] Από τα αναγραφόμενα προκύπτει ότι Εύελπις πρέπει να είχε περίπου την ίδια ηλικία με τον Αλέξανδρο, επομένως όταν συντάχθηκε το παρόν τμήμα των κειμένων πρέπει να ήταν 26 ετών.

[3] Ο Εύελπις προφανώς γνωρίζει τα όσα αναφέρει ο Πλάτων  στον Τιμαίο, σχετικά με τον διάλογο ανάμεσα σε Αιγύπτιο ιερέα  και τον Σόλωνα τον Νομοθέτη. Ο ιερέας φέρεται να λέει στον Αθηναίο σοφό: Ὦ Σόλων, Σόλων, Ἕλληνες ἀεί παῖδές ἐστε, γέρων δέ Ἕλλην οὐκ ἔστιν. Νέοι ἐστέ τάς ψυχάς πάντες. Οὐδεμίαν γάρ ἐν αὐταῖς ἔχετε δι’ ἀρχαίαν ἀκοήν παλαιάν δόξαν οὐδέ μάθημα χρόνῳ πολιόν οὐδέν.

Δηλαδή: Σόλωνα, Σόλωνα, εσείς οι Έλληνες μένετε πάντα παιδιά και δεν υπάρχει κανένας γέροντας Έλληνας. Νέοι είστε στις ψυχές σας όλοι. Γιατί δεν έχετε πεποιθήσεις ριζωμένες σε κληρονομικές δοξασίες ούτε γνώσεις γερασμένες.

[4] Προφανώς εδώ γίνεται υπαινιγμός στην υπόθεση του Κυλώνειου Άγους,  που είχε ως πρωταγωνιστή τον Κύλωνα, αθηναίο μεν ευπατρίδη, αλλά υποκινούμενο από τον πεθερό του, τον τύραννο των Μεγάρων Θεαγένη.   

[5] Ο Εύελπις αναφέρεται εδώ στις πλατωνικές αντιλήψεις περί του ηγετικού ρόλου των φιλοσόφων στην ιδανική Πολιτεία, καθώς και στην προσπάθεια του Αριστοτέλη να συνεισφέρει στην διοίκηση της μικρασιατικής πόλης Άσσου από τους πλατωνικούς Ερμεία,  Έραστο και Κορίσκο

[6] Προφανώς στο σημείο αυτό γίνεται αναφορά στους προγενέστερους παιδαγωγούς του Αλέξανδρου,  όπως ο Λεωνίδας, Μολοσσός από την Ήπειρο και ο  Λυσίμαχος από την Ακαρνανία.

[7] Εδώ γίνεται μνεία στην πολιορκία και καταστροφή της πόλης των Σταγείρων από τον Φίλιππο το 349 π.Χ. Ο Φίλιππος επανοικοδόμησε την πόλη προς τιμήν του Αριστοτέλους.

 

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , , | 1 Comment »

Αφήγημα υπό κατασκευή (και ένα απόσπασμα)

Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 28 Νοεμβρίου, 2014

sme0005

Όπως σημείωνα σε προγενέστερη ανάρτηση, στις αρχές του καλοκαιριού είπα να βουτήξω στα βαθειά και άγνωστα νερά της συγγραφής ενός αφηγήματος με ιστορικές αναφορές. Θα ήταν μια μυθιστορηματική εκδοχή της ιστορίας των ¨τυραννοκτόνων¨. Η αφορμή που οδήγησε σ’ αυτή την επιλογή ήταν τα αγάλματά τους (ακριβέστερα τα ρωμαϊκά αντίγραφα των δεύτερων αγαλμάτων που ανάρτησαν προς τιμήν τους οι Αθηναίοι – μια που τα πρώτα τα είχε λαφυραγωγήσει ο Ξέρξης),  τα οποία, τις μέρες εκείνες,  οι Ιταλοί είχαν περιχαρείς επιδείξει στον πρωθυπουργό, ως ¨σύμβολα της Δημοκρατίας¨ κατά τη διάρκεια σε μιας επίσκεψής του στην γειτονική χώρα.

Και αφού η αφορμή ήταν οι ανδριάντες, είπα να αρχίσω την αφήγηση κατά την περίοδο που ο Αλέξανδρος βρίσκει τα αγάλματα (τα πρώτα) ανάμεσα στα αντικείμενα που αποτελούσαν τον ¨θησαυρό του Ξέρξη¨ στα Σούσα και αποφασίζει να τα επιστρέψει στους Αθηναίους.  Στη συνέχεια θα έκανα αναδρομή (φλας μπακ) στην Αθήνα πριν τον Κλεισθένη, την εποχή των γιών του Πεισίστρατου και θα εστίαζα στα γεγονότα της τυραννοκτονίας.

Έφτιαξα λοιπόν έναν φανταστικό ήρωα (τον είπα προσωρινά Εύελπι) και του ανέθεσα να παρακολουθεί την εκστρατεία του Αλέξανδρου με την ιδιότητα του γραμματικού-λογογράφου στην υπηρεσία του ιστορικού Καλλισθένη. Ο Εύελπις θα αναλάμβανε να συνοδέψει τα αγάλματα στο Αθηναϊκό Άστυ και εκεί, έχοντας πρόσβαση και στην βιβλιοθήκη του Αριστοτέλη, θα μπορούσε να διερευνήσει τι ¨πραγματικά¨ συνέβη με τους τυραννοκτόνους.

Όμως, ψάχνοντας την εποχή του Αλέξανδρου γοητεύτηκα από ορισμένα ιστορικά πρόσωπα (όχι κατ’ ανάγκην ηρωικά ή ηρωοποιημένα από την ¨επίσημη¨ ιστορία) που μου φάνηκαν πολύ ενδιαφέροντα για μια μυθιστορηματική παρουσίαση: Κυρίως ο Καλλισθένης, αλλά και ο Άρπαλος, και η Θαΐδα, ίσως ο και Ευμένης, και δε ξέρω ποιος άλλος μπορεί να προκύψει καθώς η αφήγηση συναρμολογείται και προχωράει.

Όσο αφορά ιδιαίτερα στον Καλλισθένη, μου δημιουργήθηκε  το εξής ερώτημα:  Τι θα μπορούσε να συμβεί εάν ο Ολύνθιος ιστορικός είχε προσλάβει τις εξελίξεις της εποχής του με τρόπο ανάλογο με εκείνον που σήμερα, γνωρίζοντας βέβαια τις κατοπινές εξελίξεις, θα αποκαλούσαμε πρώιμο αρχαιοελληνικό μοντερνισμό και εάν έβλεπε την εκστρατεία του Αλέξανδρου ως κάτι που να μοιάζει, ας πούμε, με την Ναπολεόντεια στρατιωτική επέκταση, ύστερα από την πρώτη μεγάλη μοντέρνα επανάσταση, τη γαλλική;

Έτσι ¨κόλλησα¨ στην εποχή της εκστρατείας, και μάλιστα σε μια μόνο χρονιά: το 330 πΧ, και μάλιστα, (ενώ έχω ήδη καταγράψει καμιά ογδονταριά σελίδες αφηγηματικό υλικό), σε γεγονότα που καλύπτουν (για την ώρα) μόνο τρεις μέρες: Τις τρεις τελευταίες μέρες του Ανθεστηριώνα μήνα (Αττικό ημερολόγιο). Βέβαια, έχω παραθέσει στην εισαγωγή και ορισμένα ¨ανευρεθέντα¨ κείμενα του Ευέλπι, που περιγράφουν τις   ευρύτερες συγκυρίες της εποχής.

Δεν έχω εγκαταλείψει την ιδέα με το ζεύγος  των τυραννοκτόνων, αλλά όπως εξελίσσεται αυτή εδώ η περιπέτεια γραφής, μέλλον θα τους περιορίσω σε ένα ένθετο παράπλευρο επεισόδιο.

Μετά από όλα αυτά, και με την παρότρυνση (και επιλογή αποσπάσματος) του φίλου Νίκου (Μοσχοβάκου) ο οποίος παρακολουθεί εκ του σύνεγγυς και εξ αρχής την παρούσα (αφηγηματική) περιπέτεια, σας παραθέτω ένα μικρό δείγμα γραφής. Πρόκειται για την επιστολή της εταίρας Θαΐδας (που ακολουθεί την εκστρατεία) προς την  εταίρα Φρύνη (που βρίσκεται στην Αθήνα). Επί του παρόντος, η επιστολή είναι τοποθετημένη, ως ιντερμέτζο, ανάμεσα στο πρώτο και το δεύτερο μέρος των ήδη γραμμένων σελίδων του αφηγήματος. Άλλες προδημοσιεύσεις (του εν συνθέσει κειμένου), προσεχώς.

image002(3360)

Ιντερμέτζο

Η επιστολή  της Θαΐδος της εξ Αθηνών προς τη Φρύνη των Αθηναίων

 Προσφιλέστατή μου Μνησαρέτη του Επικλή,

εκλεκτή ακόλουθε της Αναδυομένης Κύπριδος,

αλλά και υπό των Αθηναίων απάντων λατρευτή ως Φρύνη.

Χαίρε.

Εύχομαι να έχεις πάντα την εύνοια των Ολυμπίων, και η επιστολή μου να σε βρει γερή και ευτυχισμένη.

Δεν είχα συχνά την ευκαιρία να επικοινωνήσω μαζί σου, όχι τουλάχιστον όσο θα επιθυμούσα, και είμαι σίγουρη ότι καταλαβαίνεις τις αιτίες. Η παρακολούθηση μιας εκστρατείας -παραδέχομαι ότι είχες δίκιο όταν με προειδοποιούσες σχετικά πριν την αναχώρησή μου από την Αθήνα- δεν είναι μία συνηθισμένη περιπέτεια.

Πολύ περισσότερο το να ακολουθείς αυτή την συγκεκριμένη ¨ανάβαση¨, όπως την αποκαλούν πολλοί από τους πολεμιστές εδώ, η οποία επεκτάθηκε στις ηπείρους της οικουμένης και παρόλα αυτά δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί.

Ωστόσο, παρά τις διαρκείς μετακινήσεις, όποτε μπόρεσα δεν παρέλειψα να σου αποστείλω την αγάπη και τους χαιρετισμούς μου με προφορικά μηνύματα, χρησιμοποιώντας έμπορους και απόμαχους στρατιώτες που επέστρεφαν στο Αθηναϊκό Άστυ.

Φαντάζομαι ότι τα κυριότερα νέα για τις μάχες, τις νίκες, τις κατακυριεύσεις των πόλεων, τους κατακτημένους θησαυρούς, όλα αυτά τέλος πάντων  που χαρακτήρισαν την πορεία των ελληνικών στρατευμάτων τα τελευταία χρόνια, θα έχουν ήδη φτάσει ως την Πόλη της Παλλάδος και δεν χρειάζεται να τα αναφέρω εδώ διεξοδικά.

Μα ναι, τα βασικότερα από τα γεγονότα πρέπει να είναι γνωστά στην Αθήνα και, από όσο μπορώ να υποθέσω γνωρίζοντας αρκετά καλά τους Αθηναίους -εσύ βέβαια τους ξέρεις πολύ καλλίτερα-, πρέπει να έχουν ξεσηκώσει πλήθος συζητήσεων και προβληματισμών.

Σαν να τους βλέπω εδώ μπροστά μου, τώρα δα, αγαπητή μου Μνησαρέτη, να σκαρφαλώνουν ξαναμμένοι στην Πνύκα,  να σχολιάζουν, να αναλύουν, να κριτικάρουν, να αρπάζονται, να διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους, να ρητορεύουν, να αλληλοκατηγορούνται…

Ή ακόμη, να καταλήγουν στην αγκαλιά σου ζητώντας απεγνωσμένα κατανόηση…

Ω πόσο τους έχω επιθυμήσει αυτούς τους  διαρκώς ανήσυχους, διαρκώς τεντωμένους, αλλά και διαρκώς σε αναζήτηση της γαλήνης, της ηρεμίας και της στοργής, Αθηναίους…

Ναι, δεν επιθυμώ να στο κρύψω: υπάρχει το άλγος του νόστου στην ψυχή μου.

Θυμάσαι στ’ αλήθεια πόσο είχαμε διασκεδάσει κι οι δυο μας τότε, λίγο πριν φύγω, όταν είχαν καταλήξει όλοι τους χωρισμένοι στα δύο για χάρη  μας; Θυμάσαι τους  Φρυνικούς και του Θαϊδικούς; Έντονοι στις αντιπαραθέσεις τους σχεδόν όσο, για να μη πω παραπάνω, οι ¨φίλο¨ με τους ¨αντί¨ μακεδονικούς

Μα τι λέω, και βέβαια τους θυμάσαι, εσύ τους έχεις εκεί, στα πόδια σου όλους αυτούς, να σου θυμίζουν τα παλιά επεισόδια, τα παλιά παιχνίδια… Μήτε κι εγώ λησμονώ πως οι δικοί σου οι θαυμαστές ήτανε πιο πολλοί από τους δικούς μου, πράγμα εξάλλου που ήταν δίκαιο και σωστό, μια που ως μεγαλύτερη -λίγα μόνο χρόνια- ήσουν κοντά τους, αφιερωμένη σ’ αυτούς, μια στάλα περισσότερο καιρό από ό, τι εγώ.

Αχ, Μνησαρέτη μου!

Άραγε ¨οι εξήντα¨([1]), οι αστείοι ποιητές, εκείνοι που λέγανε τόσες χαριτωμένες κακίες εις βάρος μας, μαζεύονται πάντοτε στον ναό του Ηρακλή στη Διόμεια για να σκαρώσουν τις φάρσες και τα καλαμπούρια τους;

Θυμάσαι τον ¨Θαϊδο-Φρυνικό Πόλεμο¨ που είχαν οργανώσει; Θυμάσαι που μόλις άκουσαν την τιμή του βραβείου που ήθελαν να αθλοθετήσουν για το νικητή -μια νύχτα με μια από εμάς- αναγκάστηκαν να κάνουν έρανο ανάμεσα στους πεντακοσιομέδιμνους;

Ναι, το άλγος του νόστου υπάρχει, και που και που με τσιμπάει, αλλά να μη νομίζεις ότι αυτά στα γράφω για να σου παραπονεθώ.

Όχι. Δεν υπάρχει τίποτα που να μου προκαλεί το παράπονο ή τη στεναχώρια της αδικίας. Και την ευγνωμονώ την Αφροδίτη, και την Ουρανία και την Πάνδημη, μεγάλη η χάρη της!

Διάλεξα αυτή την πορεία έχοντας πλήρη συνείδηση για το τι κάνω, δεν μετανιώνω και είμαι ευχαριστημένη. Βαδίζω σε έναν παράδρομο ίσως, αλλά πάντως δίπλα στα χνάρια της Ιστορίας, όπως και εσύ άλλωστε, άνασσα στην πιο ένδοξη πόλη των Ελλήνων, όπως και η αείμνηστη Ασπασία, όπως ακόμη και η αμφιλεγόμενη Θαργηλία που κατάφερε να παντρευτεί τόσους επιφανείς άνδρες και τελικά να διοικήσει τη Θεσσαλία μόνη της! Λένε πως εργαζόταν για τους Πέρσες και μπορεί να είναι αλήθεια, συνέβη να κάνουν προτάσεις και σε μένα, όμως παρόλα αυτά εγώ λέω ότι η Θαργηλία απέδειξε πως, θέλοντας, εμείς οι γυναίκες μπορούμε να κάνουμε πράγματα μεγάλα και αξιομνημόνευτα. Ποια θα αποδειχθούν θετικά και ποια καταστροφικά ας το κρίνουν οι μεταγενέστεροι.

Μιλάω για εμάς, αγαπητή μου Μνησαρέτη, εμάς τις γυναίκες ¨συντρόφους¨ που, ό, τι κι αν λένε οι εχθροί μας,  διαφέρουμε από τις πόρνες που αγαπούν μόνο το χρήμα, διαφέρουμε από τις θεούσες ιερόδουλες που δε δουλεύουν παρά για τους θεούς και τους ιερείς τους, λέω για μας, που δε θα γινόμασταν ποτέ αντικείμενα λατρείας, εάν δεν είχαμε ένα εξαιρετικό και σπάνιο προσόν.

Όχι, φιλτάτη Μνησαρέτη, δεν μιλώ για την παιδεία, την εξυπνάδα ή η ευστροφία μας, όπως ίσως σκέπτεσαι. Αυτές μας βοηθούν απλώς στο να μπορούμε να επικοινωνούμε με τους ευφυέστερους.

Εκείνο που πραγματικά μας ξεχωρίζει είναι ότι τους άνδρες, κατά βάθος, τους αγαπάμε. Και  αγαπώντας τους άνδρες αγαπάμε ολόκληρο τον κόσμο των ανθρώπων και δε μισούμε κανένα.

Βλέπεις; Με συλλαμβάνεις να ¨φιλοσοφώ¨ κι αυτό είναι ίσως ένα ακόμη δείγμα της νοσταλγίας μου για την Αθήνα.

Ας έλθω λοιπόν σε ένα θέμα που θεωρώ φυσικό να κινεί το ενδιαφέρον σου, όπως και κάθε σημερινής γυναίκας. Όχι, καμία γενικότητα, καμία φιλοσοφία… Λέω για ¨εκείνον¨.

Ξέρω πώς και ο ίδιος και ο πατέρας του σου είχαν ζητήσει να ανεβείς ως την Πέλλα προσφέροντάς σου μυθώδες αντίτιμο, μα εσύ είχες αρνηθεί να μετακινηθείς. Μα ναι Φρύνη μου, σε καταλαβαίνω, ποια βασίλισσα θα άφηνε την Αθήνα για μια πόλη του Βορρά; Ωστόσο, λέω εγώ, ίσως, -τι ίσως, σίγουρα-, θα σου έμεινε μια θεμιτή  περιέργεια.

«Άσε τις φλυαρίες Θαΐδα» σε ακούω να μου λες, «και πες μου… πώς είναι εκείνος;» Πες την αλήθεια, αυτή δεν είναι η ερώτηση που ανεβαίνει από μόνη της στα χείλια σου;

Ε, λοιπόν θα σου πω.

Δεν είναι δύσκολο: είναι νέος, είναι όμορφος, είναι ενθουσιώδης, είναι γεννημένος ηγέτης αλλά αρκετά ευφυής ώστε να ακούει τους πεπειραμένους. Αγαπάει τους φίλους του, άνδρες και γυναίκες με πάθος, πάθος που καμιά φορά αναζητώντας άμεση και άνευ όρων ανταπόκριση, καταλήγει καταστροφικό και τραγικό. ¨Εκείνος¨ έχει ανάγκη από επιδοκιμασία τουλάχιστον όσο οι θεοί που αν δεν υμνηθούν μας ξεχνάνε.

Ο δάσκαλός του τού λείπει, θα τον ήθελε πλάι του, αλλά απορρίπτει κάθε ιδέα να τον φέρει εδώ με το ζόρι. Τη μάνα του, αν δεν ανακατευόταν τόσο έντονα στα πάντα, ακόμη και από μακριά, θα την είχε ήδη προσκαλέσει και θα την είχε εγκαταστήσει αρχόντισσα σε κάποια από τις κατεκτημένες πρωτεύουσες.

Να σου πω και κάτι άλλο; Επειδή κατάγεσαι από τις Θεσπιές, που αν και πόλη βοιωτική είχαν αλωθεί παλιότερα από τους Θηβαίους[2], καταλαβαίνω την αμφιθυμία που σου δημιούργησε η καταστροφή της πόλης των Θηβών από τους Μακεδόνες. Δεν ξέρω αν αληθεύει, αλλά έφτασε ως εδώ η φήμη πως προσφέρθηκες να αναστηλώσεις  με δικά σου έξοδα τα θηβαϊκά τείχη, αρκεί να αναγράψουν πάνω τους πως ¨ό, τι κατέστρεψε ο Αλέξανδρος ο Μακεδών το αποκατέστησε η Φρύνη η εταίρα¨ και πως οι Θηβαίοι, βέβαια, αρνήθηκαν.

Είτε αληθεύει στο ακέραιο αυτή η ιστορία είτε όχι, μου αρέσει που προσπάθησες να μπεις στη μύτη τόσο του Αλέξανδρου όσο και των Θηβαίων. Είναι αντάξιο της φήμης και της ισχυρής σου προσωπικότητας!

Πάντως, μα το Δία, δε ξέρω τι εντύπωση θα σου έκανε ο Βασιλέας αν τον ζούσες από κοντά. Μπορώ όμως να πω ότι εκείνου σίγουρα θα του άρεσες ω Φρύνη. Εκτιμά τόσο την ομορφιά όσο και την ειλικρίνεια. Άσε που νομίζω ότι έχει αδυναμία στις λίγο μεγαλύτερές του γυναίκες, έχω παραδείγματα. Αλλά αυτά θα τα πούμε διεξοδικά όταν ο Ταξιδιώτης Ερμής μας επιτρέψει να ξαναβρεθούμε κοντά η μια στην άλλη.

Για εκείνον έχω μόνο να προσθέσω ότι για να τον καταλάβει κανείς, πρέπει να λάβει υπ’ όψιν ότι μαζί του έχει έρθει στην εξουσία μια γενιά νέων. Τους βλέπεις: είναι μια μεγάλη συντροφιά από νέα παιδιά που όσο επιτυχώς και αν παίζουν τον πόλεμο, όσο κι αν μέσα σε λίγα χρόνια έχουν εξελιχθεί σε βετεράνους μεγάλων μαχών, εξακολουθούν να  αστειεύονται,  να γελάνε, να κάνουν φάρσες οι μεν στους δε, σαν να είναι μια μεγάλη παρέα που βγήκε κυνήγι. Και προ παντός,  διαισθάνονται ότι είναι οι πρώτοι σε κάτι καινούργιο. Αξίζουν, Μνησαρέτη μου, αξίζουν κάποιες ταλαιπωρίες προκειμένου να βρίσκεται κανείς κοντά τους.

¨Ταλαιπωρίες¨ γράφω κι έρχεται στο νου μου η προσπάθεια που κάθε γυναίκα κάνει, για να παραμείνει όσο γίνεται πιο επιθυμητή, ακόμη και όταν στην αγκαλιά της καταφεύγουν άντρες γεμάτοι από την έξαψη της μάχης, όπου το μόνο που αποζητούν είναι μια τελετή Ζωής που να ξορκίζει τον ανελέητο Θάνατο και να διαλύει τις Ερινύες και τα άλλα τέρατα που γεννοβολάει ο Πόλεμος.

Για να είμαστε επιθυμητές όμως – θυμάμαι πάντοτε τις συμβουλές και τις παραινέσεις σου- η εύνοια της Αναδυόμενης δεν αρκεί πάντα, κάποια βοήθεια δε βλάπτει, για αυτό σε παρακαλώ να έχεις το νου σου αγαπητή μου Μνησαρέτη: με το πρώτο πλοίο που θα φτάσει στον Πειραιά από την Τύρο, – υπολογίζω αμέσως μετά την ανοιξιάτικη ισημερία- σου στέλνω μαζί με την αγάπη  μου ένα κιβώτιο με καλλυντικές και αρωματικές ουσίες από την Αίγυπτο, τη Συρία και τη Βαβυλώνα. Όχι πως η Κόρινθος και η Χαιρώνεια  δεν τα καταφέρνουν μια χαρά στην αρωματοποιία, αλλά για δοκίμασε κι αυτά τα ¨εξωτικά¨ κατασκευάσματα. Αν όχι τίποτα άλλο θα έχουν τη γοητεία του καινούργιου και του ασυνήθιστου.

Τι άλλο να σου εξομολογηθώ Μνησαρέτη μου; Ότι θα ’θελα να ξέρω τι κάνει ο Μένανδρος που με έκανε τόσο να γελάω, αν με ξέχασε ή αν η απουσία μου έχει τυχόν εμπνεύσει κάποιο νέο θεατρικό του έργο[3];

Εσύ εμπνέεις γλύπτες, και με το υπέροχο κορμί σου αυτό είναι δίκαιο, εγώ έναν κωμικό ποιητή είχα θαυμαστή, να μη ξέρω τι κάνει;

Ζητάω πολλά, ε; Άστο!

5

Α, τον θυμάσαι τον Εύελπι; Εκείνον το νεαρό Μεγαρέα που μάλλον συνεσταλμένος περιτριγύριζε στα αθηναϊκά συμπόσια πριν την εκστρατεία;

Είναι εδώ. Ταξιδέψαμε μαζί, πριν τέσσερα χρόνια, με το ίδιο πολεμικό πλοίο. Ο χρυσός μου, είχε νομίσει ότι κατά τη διάρκεια του ταξιδιού  θα έπρεπε να με προστατέψει, -να σου πω την αλήθεια κάτι τέτοιο είχα στο μυαλό μου και εγώ, να τον προστατέψω, έτσι άβγαλτο που τον έβλεπα. Βέβαια το ταξίδι ήταν ομαλό και πειθαρχημένο και κανείς μας δε χρειάστηκε προστασία, ωστόσο μου έκανε εντύπωση η ευγενική αν και δωρικά πειθαρχημένη συμπεριφορά του.

Ε, λοιπόν πού να τον δεις τώρα. Κολλητός με τον ισχυρό Καλλισθένη, τον ανιψιό του Αριστοτέλη, που εδώ ασκεί υψηλά καθήκοντα  -και που αν πιστέψω αυτά που λένε οι εχθροί του μας επιτηρεί όλους-, έχει αναδειχθεί σε σημαντικό πρόσωπο. Τόσο σημαντικό που ενάντιά του και, φυσικά, ενάντια στον Ολύνθιο Καλλισθένη εξυφαίνεται συνομωσία από κάτι μοχθηρούς τύπους. Μοχθηρούς και ανόητους: τους ξεφεύγουν λόγια νομίζοντας ότι οι γυναίκες δίπλα τους είναι όντα χωρίς μυαλό και χωρίς παρατηρητικότητα.  Έπαθλο της πλεκτάνης τους; η επιρροή που εικάζουν ότι, εξουδετερώνοντάς τον Ολύνθιο και τους φίλους του, μπορούν να αποκτήσουν πάνω στον Μακεδόνα Βασιλέα. Είχα σκοπό να ειδοποιήσω τον Εύελπι, αλλά του ανέθεσαν αποστολές που τον ανάγκασαν να επιστρέψει βιαστικά στα Σούσα. Ελπίζω να μπορέσω να τον ενημερώσω έγκαιρα.

Ε, να. Νομίζω ότι στα είπα όλα και ξανάσανα!

Όλα; Όχι ακριβώς. Δε σου είπα τίποτα, ας πούμε,  για τον Πτολεμαίο.

Μη γελάς, το ξέρω ότι τους μισούς Μακεδόνες τους λένε Πτολεμαίους! Εντάξει, αφήνω μερικά πράγματα για όταν θα τα ξαναπούμε.

Εν τω μεταξύ

Σε ασπάζομαι με αγάπη και αφοσίωση

Το Θάϊον -όπως με προσφωνούσες χαϊδευτικά- από την Περσέπολη.

mosaico

[1] Σύμφωνα με τον Αθήναιο (Δειπνοσοφισταί, XIV, 614e) οι κυριότεροι από τους ¨πλακατζήδες¨ της παρέας των εξήντα ήσαν οι ο Καλλιμέδων, ο Κάραβος και ο Δεινίας, ο Μνασιγείτων και ο Μέναιχμος.  Ο Αθήναιος σημειώνει επίσης ότι ο Φίλιππος τους είχε χρηματοδοτήσει με ¨ένα τάλαντο¨ προκειμένου να του στέλνουν τα αστεία τους, ειδικότερα όσα τον αφορούσαν.

[2] Αν και πόλη της Βοιωτίας, οι Θεσπιές αλώθηκαν και καταστράφηκαν από τους Θηβαίους μετά την μάχη των Λεύκτρων (371πΧ).  Πιθανολογείται ότι μετά από αυτή την καταστροφή ο φτωχός Επικλής, πατέρας της Μνησαρέτης/Φρύνης, μετακόμισε στην Αθήνα.

[3] Φημολογείται ότι ο Μένανδρος είχε γράψει και παρουσιάσει το κωμικό έργο Θαίς, (δεν διασώθηκε) εξυμνώντας τις χάρες της τότε ερωμένης  του Θαΐδας

350px-Hetaere_Kallipygos

Posted in ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ, ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , | 1 Comment »

Περιπέτειες συγγραφής (πάλι)

Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 8 Σεπτεμβρίου, 2014

imagesW

 

Ας πούμε ότι οι συγκυρίες το επιτρέπουν.

Ας πούμε ότι βρίσκεστε υπό την σαγηνευτική επιρροή μιας λευκής κόλλας χαρτιού, που αναζητά γράμματα και ιστορίες.

Ας πούμε ότι θέλετε να ζήσετε την περιπέτεια της γραφής και αναρωτιέστε από ποια πόρτα να μπείτε στον συναρπαστικό της κόσμο.

Από την λιτή, σοβαρή πύλη της διατύπωσης σκέψεων, προβληματισμών και απόψεων; Από την φαντασμαγορική ¨πορτάρα¨ (έτσι λέμε στη Θεσσαλονίκη τις πύλες των κάστρων)  των μπριόζικων φανταστικών μυθοπλαστικών αφηγήσεων; Από την σκηνογραφική είσοδο των θεατρικών διαλόγων; Ή από κάποια άλλη, καινούργια πύλη, από εκείνες που μέχρι στιγμής δεν έχετε επιχειρήσει να παραβιάσετε;

Εγώ λέω ότι αυτή η τελευταία επιλογή μοιάζει η πιο δελεαστική. Αυτή που υπόσχεται τις περισσότερες εκπλήξεις.

Όμως ας μην το παρακάνουμε σε προσδοκίες.

Θέλω να πω ότι όσο κι αν ζορίζεται ο συγγραφέας, όσο κι αν επιθυμεί να καινοτομήσει, όσο κι αν επιχειρεί να προσεγγίσει νέα είδη γραφής, κατά βάθος από το ίδιο καπέλο βγάζει πάντοτε τους λαγούς, τα περιστέρια και τα φανταχτερά του φουλάρια.

Πάντως, ας δεχτούμε ότι κάθε απόχρωση γραφής έχει τις ιδιαιτερότητές της. Μερικά θέματα, ας πούμε, απαιτούν έρευνα. Έτσι δίνουν την ευκαιρία της αναζήτησης που, από μόνη της,  είναι κι αυτή μια περιπέτεια.

Άλλα πάλι, σε αφήνουν αχαλίνωτο να νομίζεις ότι τα φτιάχνεις όλα εξ αρχής. Πρόκειται φυσικά για μια ψευδαίσθηση, αλλά παραμένει μια γοητευτική πλάνη (νομίζω ότι οι συγγραφείς είναι πάντα έτοιμοι να αυτο-πλανηθούν).

Υπάρχει και ένα είδος, που ενώ απαιτεί επαρκή τεκμηρίωση,  επιτρέπει παράλληλα μυθοπλαστικές απογειώσεις: το ιστορικό μυθιστόρημα. (Ε, ναι. Αν θέλεις, στην ίδια αφήγηση, να συμπεριλάβεις μυθοπλαστικά και τεκμηριωμένα στοιχεία, πρέπει να το πάρεις απόφαση ότι δεν αρκεί η χωρητικότητα ενός, έστω εκτεταμένου, διηγήματος, πιθανώς ούτε και εκείνη της νουβέλας: θα πρέπει να βουτήξεις στη βαθειά, έως άπατη, σελιδοπαραγωγή του μυθιστορήματος).

images22

Έκανα τις παραπάνω σκέψεις καθώς έμπαινε το καλοκαίρι και προβληματιζόμουν, τόσο για το είδος της γραφής, όσο και για το συγκεκριμένο θέμα που θα μπορούσε να με ¨απογειώσει¨, γιατί, μεταξύ μας, ήθελα να προσπεράσω περίκλειστα τείχη που απομονώνουν εμένα.

Μια μέρα, με τον Νίκο που ήταν εδώ, συζητούσαμε για διάφορα θέματα της επικαιρότητας, με αυτόν  τον νέο τρόπο (νέο για τη γενιά μας –οι πιτσιρικάδες το έχουν στο αίμα τους), που η σύγχρονη τεχνολογία επιτρέπει. Δηλαδή σκάβοντας με τη βοήθεια του φορητού ή του τάμπλετ, γύρω τριγύρω από ειδήσεις που μας πλασάρει η εφημερίδα ή η τηλεόραση. Συζήτηση, ψάξιμο, νέα στοιχεία, πάλι συζήτηση, ψάξιμο… Είναι ένα παιχνίδι που -αν αγνοήσεις προς στιγμήν τον εκνευρισμό που προκαλεί το χάσμα ανάμεσα σε αυτά που ξεφουρνίζουν τα Μέσα και αυτά που προκύπτουν από μια, έστω αβαθή, πρώτη διερεύνηση στο διαδίκτυο- μπορεί να αποβεί πρωτότυπο και ενδιαφέρον.

Η είδηση που αναμασούσε η τηλεόραση δεν ήταν ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα και ίσα ίσα που την προσέξαμε. Ο πρωθυπουργός βρισκόταν στην Ιταλία και οι οικοδεσπότες, διπλωματικά ευγενικοί, τον πήγαν σε μια έκθεση αφιερωμένη στη Δημοκρατία (της οποίας μας αναγνωρίζουν το -ληγμένο- κόπι ράιτ), όπου το κύριο έκθεμα ήταν τα ρωμαϊκά αντίγραφα των αγαλμάτων των ¨τυραννοκτόνων¨.

Ας θυμηθούμε, είπαμε, λίγο περισσότερα για τον Αριστογείτονα και τον Αρμόδιο. Άρα: Γκούγκλης, Βικιπέντια, και μετά ένας λαβύρινθος από αποδεκτούς και απαράδεκτους (αισθητικά) ¨τόπους¨.

 Ενώ ξεκινήσαμε αναζητώντας συμπληρωματικές πληροφορίες για την εποχή που έδρασαν οι απεικονιζόμενοι αγαλματοποιηθέντες, το ερώτημα που άρχισε να διαγράφεται, όλο και πιο έντονα γύρω από τους δύο, ήταν: Ήρωες της (πρώιμης ή υπό κατασκευή) Δημοκρατίας, όπως κατέγραφαν  μερικοί, ή ¨απολιτικοί κίναιδοι¨, όπως ενίσταντο άλλοι;. Πολιτική δολοφονία, συνωμοσία των Λακεδαιμονίων ή μελοδραματικό έγκλημα πάθους;  Ή για να γενικεύσουμε: κατά πόσο η Δημοκρατία για να επικρατήσει ή να διατηρηθεί έχει ανάγκη από μύθους;

¨Να ένα ωραίο θέμα για ιστορικό μυθιστόρημα¨, λέει ο Νίκος.

Εγώ τσιμπάω αμέσως.

Γιατί όχι, λέω.

(συνεχίζεται)

harmodiusaristogeiton

Posted in ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ, ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , | Leave a Comment »

Σιγκουάπα ή ένα σχεδόν αυτοτελές απόσπασμα με τα όλα του…

Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 4 Ιουλίου, 2013

images (11)

Να μια μικρή, σχεδόν αυτοτελής, ιστορία, παρμένη κι αυτή από το ΜΠΑ!!!, πέμπτο μέρος (¨Διακόπτουμε για αποδομήσεις, απορυθμίσεις, αποσυνθέσεις και αποσαρθρώσεις¨), δηλαδή εκεί που οι δύο δαιμονικές κλίκες, οι Νεοδαίμονες και οι Παλαιοδαίμονες, χωρίς να αμελήσουν τις μεταξύ τους τρικλοποδιές, (αν έγραφα σήμερα το ΜΠΑ!!! μάλλον θα τους έβαζα να στήσουν συγκυβέρνηση), αγωνίζονται να επιφέρουν, επιτέλους, το Τέλος. 

Συγκεκριμένα βρισκόμαστε στο 6ο κεφάλαιο του 5ου μέρους, όπου ο πράκτορας Σος Μορς  επισκέπτεται την αποσυρμένη δαιμόνισσα Σιγκουάπα και επιχειρεί να την πείσει να ενταχθεί με το μέρος των Νεοδαιμόνων (μεταξύ των οποίων έχει διαπιστωθεί έλλειψη επαρκούς πάθους).

Εδώ μια απόπειρα ανάγνωσης μετά μουσικής και ήχων
Στην υπόκρουση χρησιμοποίησα, μεταξύ άλλων, το Φάντο Chuva τραγουδισμένο από τη Mariza

και το Frenetico-tango-argentino

Porto-01

Μέρη μαγικά, καταραμένα

Στη Μπαία ντε Λος Σερπέντες στη νότια άκρη του μεγάλου εμπορικού λιμα­νιού σουρουπώνει.

Η ένταση του τροπικού ήλιου έχει ήδη μειωθεί στο ελάχιστο και ο όρμος με το νεκροταφείο των πλοίων σταμάτησε να φλέγεται.

Τώρα, ο ουράνιος προβολέας, τεράστιος, βυσσινής και ανώδυνος κατρακυ­λάει προς του χαμηλούς δασωμένους λόφους στα δυ­τικά.

Οι οδοντωτές στέγες των Φαβέλας  γύρω από τον όρμο μπαίνουν σιγά σιγά στη ζώνη της σκιάς και το ξυσμένο μίνιο στα πλευρά των παροπλισμένων καραβιών αποκτά, για μια φευγαλέα στιγμή, την ευκαιρία να λάμψει με την τελευταία κοκκινωπή ανταύγεια της μέρας.

Απέναντι, στον ουρανό της Ανατολής, μια παράξενη σκοτεινιά με κίτρινες και ερυθρές ραβδώσεις παίρνει να φουσκώνει και ετοιμάζεται να απλωθεί πάνω απ’ τη θάλασσα.

Σηκώνεται αέρας.

Ένας αέρας άλλοτε αδύναμος και παραχωρητικός κι άλλοτε απειλητικός και ζόρικος που αρχίζει να στριφογυρίζει ταρακουνώντας τα ξάρτια και τις σπασμένες αντένες των πλοίων.

Μεταλλικά σφυρίγματα, ραπίσματα χαλαρών σχοινιών και ντενεκεδένιοι ήχοι ανακατεύονται με αποσπάσματα από καθημερινές κραυγές που ο άνεμος αρπάζει από τη λιμανίσια φτωχογειτονιά -ίσως και απ’ το τροπικό δάσος πάρα έξω- φτιάχνοντας μηνύματα παράξενα, σε κώδικες εξωτικούς και δυσεπίλυτους.

Ένα ουρλιαχτό παρατεταμένο, αγωνιώδες,  υψώνεται για λίγο πάνω από τις στέγες με τις λαμαρίνες και ύστερα εξαερώνεται και εξαφανίζεται χωρίς να τραβήξει την προσοχή κανενός. Οι ναύτες και οι καταβροχθιστές δασών που κατηφορίζουν ως εδώ από το γειτονικό εμπο­ρικό λιμάνι και από τη ζούγκλα ψάχνουν για φτηνό ποτό και γι ανήλικα ευκαιρίας (που και τα δυο παράγονται άφθονα στις γύρω παράγκες) και δεν ενδιαφέρονται  για  τα αδέσποτα ουρλιαχτά.

Ούτε οι πόρνες που παίρνουν σιγά σιγά τη θέση τους μπροστά στις πόρτες με τις χρωματιστές κουρτίνες και με τις σήτες για τα κουνούπια, ενδιαφέρονται.

DSCN0716

Ύστερα από λίγο, σε ένα από τα παραπήγματα που είναι αραδιασμένα στην προκυμαία, ανοίγει μια παράπλευρη πόρτα.  Ένα ζευγάρι μικρόσωμων όντων -παιδιά, ίσως νάνοι-, βγαίνει κουβαλώντας έναν τεράστιο σακί. Δυσκολεύονται καθώς προσπαθούν να το μετακινήσουν σέρνοντάς το στο στενό χωμάτινο πέρασμα ανάμεσα στην «Ταβέρνα της Μεθυσμένης Γοργόνας» από όπου βγήκαν και το διπλανό υπόστεγο όπου, εδώ και καιρό, ένα μεγάλο κομμάτι βαπόρι αποσυναρμολογείται σε σιδερένια τεμάχια ανεξακρίβωτης χρησιμότητας και άγνωστου προορισμού.

Οι δύο μικρούληδες κατευθύνονται αγκομαχώντας προς τη θάλασσα, περνούν τον παράλιο τσιμεντένιο δρόμο και  κατεβαίνουν στην αποβάθρα. Τραβώντας και σπρώχνοντας καταφέρνουν να ρίξουν το τσουβάλι σε μια μικρή μαύρη βάρκα που λικνίζεται εκεί μπροστά.

Ύστερα, το ένα από τα δύο  μικροκαμωμένα όντα ψάχνει λίγο τριγύρω και βρίσκει μια μαυριδερή αλυσίδα. Ο άλλος κοντούλης ξετρυπώνει έναν τσιμεντόλιθο.

Τα ρίχνουν κι αυτά στη βάρκα και αποπλέουν γλιστρώντας στη ταραγμένη επιφάνεια των νερών προς την έξοδο του όρμου και τον Ωκεανό.

images (7)

Καθώς προσπερνούν το φάρο που έχει κιόλας αρχίσει τον νυκτερινό του λόξυγκα, ένα άλλο πλεούμενο διαγράφεται απέναντί τους με φόντο την κίτρινο­κόκκινη σκοτεινιά της ανατολής και μεγαλώνει ραγδαία καθώς έρχεται γοργά προς το μέρος τους. Είναι ένα κομψό, μικρό σκάφος που τους φτάνει γρήγορα και τους προσπερνά αγέρωχα κάνοντας τη βαρκούλα να τρικλίσει και σχεδόν να μπατάρει.

Οι δύο μικρούληδες προλαβαίνουν να δουν στο τιμόνι του σκάφους έναν ψηλό άνδρα. Δεν μπορούν, βέβαια, στο ημίφως του δειλινού να προσέξουν ούτε το άψογο βραδινό του κουστούμι που δεν έχει τίποτα το ναυτικό, ούτε το παράξενο κοροϊδευτικό χαμόγελο που κρέμεται από τα λεπτά, σχεδόν ανύπαρκτα χείλη του, ούτε το παράξενα χλωμό του δέρμα, ούτε τα μάτια του που έτσι κι αλλιώς κρύβονται πίσω από ένα ζευγάρι μαύρα γυαλιά.

Την ώρα που οι δυο κοντοί πετούν τον σάκο στη θάλασσα, αφού πρώτα τον δέσουν γερά με την αλυσίδα στον τσιμεντόλιθο, έχει πια σκοτεινιάσει για τα καλά και ο άνδρας με το μαύρο γυαλιστερό κουστούμι, το δαντελωτό πουκάμισο και τα μαύρα γυαλιά έχει ήδη αποβιβαστεί στην κεντρική αποβάθρα του Όρμου.

Η παρουσία του καλοντυμένου τύπου κάτω από τα βρώμικα  φανάρια της προκυμαίας δεν φαίνεται να παραξενεύει κανέναν. Στη Μπαία ντε Λος Σερπέντες έρχονται συχνά  πλούσιοι σικάτοι  τύποι κυνηγώντας απολαύσεις που να είναι ακόμα απαγορευμένες (πράγμα αρκετά δύσκολο την εποχή εκείνη).

Οπωσδήποτε, το να σου τύχει ένα τέ­τοιο φρούτο για ξεζούμισμα είναι μάννα εξ ουρανού για τους προξενητές της Μπαία. Γι αυτό καμιά ντουζίνα απ’ αυτούς τον περιτριγυρίζουν  αμέσως, προσφέροντάς του υποσχέσεις που θα ικανοποιούσαν και τους πιο εξεζητημένους διδάκτορες Περιπεπλεγμένης Διαστροφι­κής. Ο ψηλός όμως τους παραμερίζει και κατευθύνεται με σιγουριά προς τη ¨Μεθυσμένη Γοργόνα¨.

Οι προξενητές δεν επιμένουν. Τον τελευταίο καιρό στην πιάτσα του λιμανιού έχει βγει βρώμα ότι στη «Γοργόνα» συμβαίνουν πράγματα καινούργια, πρωτότυπα, ακατονόμαστα. Λεπτομέρειες δεν κυκλοφόρησαν ακόμη, όμως τα σαΐνια του λιμανιού κάτι ξέρουν. Και αυτό το κάτι είναι ότι ένα πανέμορφο σούπερ θηλυκό πολλών οκτανίων, έχει εγκατασταθεί στο μαγαζί  της προκυμαίας. Και μια έλξη που σχεδόν την μυρίζεις τρα­βάει όλους τους αρσενικούς προς τα ‘κει.

Η γκόμενα όμως φαίνεται πως ξέρει απέξω κι ανακατωτά όλα τα μυστικά και τ’ απόκρυφα της γοητείας και δε δίνεται ούτε με τη πρώτη ούτε σ’ όποιον κι όποιον. Ούτε καν βγαίνει ποτέ από το παράπηγμα της Ταβέρνας.

Το αποτέλεσμα είναι ότι όλοι οι άντρες της Ακτής έχουνε τρελαθεί μαζί της, αλλά κανένας δεν έχει ακόμη μπορέσει να διηγηθεί στη πιάτσα λεπτομέρειες για τις μυστικές χάρες της Όμορφης. Και τώρα -ήτανε να το περιμένουνε οι μάγκες της Προκυμαίας- να που άρχισαν να ενδιαφέρονται και οι Απέξω.

Mauritania2005FOTON.21

Μια ριπή τ’ ανέμου ταρακουνάει το καλώδιο και τα πολύχρωμα λαμπάκια που κρέμονται γύρω από την είσοδο της «Γοργόνας» αναβοσβήνουν για μια στιγμή σπινθηρίζοντας. Ο  άνδρας περ­νάει κάτω από τη χρωματιστή ηλεκτρική γιρλάντα και σπρώχνει το πορτόφυλλο της ταβέρνας.

Μέσα, οι λιγοστοί λαμπτήρες που φωτίζουν την αίθουσα κρέμονται μελαγχολικά από το ταβάνι, γύρω από τον πάγκο του μπαρ. Από τους πελάτες του μαγαζιού διακρίνονται μόνο τα σκοτεινά  περιγράμματα ανάμεσα στους πηχτούς καπνούς που αναβλύζουν από τα τραπέζια και που μαρτυρούν το κάψιμο λογής λογής ουσιών.

Μόνο στο βάθος, πίσω από έναν τραβηγμένο μπερντέ, ένας ασθενικός προβολέας φωτίζει τρεις μουσικούς που με κιθάρες διαφορετικού μεγέθους, μια κανονική μια τεράστια και μια τόση δα μικρούτσικη, παίζουν ένα νοσταλγικό φάντο.

Ο καλοντυμένος άντρας πλησιάζει το πάγκο. Ένα ξυρισμένο κεφάλι με σκουλαρίκι, που προφανώς ανήκει στον μπάρμαν, τέλεια καμουφλαρισμένο ανάμεσα στα μισοάδεια μπουκάλια, αποκτά ξαφνικά αυτοτέλεια και τον ρωτά τι επιθυμεί.

Ο μαυροφορεμένος (για να μη χαλάσει την ατμόσφαιρα) θέλει ρούμι. Ύστερα σκύβει και κάτι λέει στ’ αυτί του γλόμπου.

Τι άλλο θέλει; Δεν είναι μυστήριο. Αυτό που θέλουν όλοι αυτή τη στιγμή στη Μπαία ντε Λος Σερπέντες και πάρα πέρα σ’ όλη την Ακτή.

Ένα πρασινωπό χαρτονόμισμα μετακομίζει από το κροταλίσιο πορτοφόλι του ψηλού, στην κωλότσεπη του ξυρισμένου.

Ο μπάρμαν απαντάει κι αυτός ψιθυριστά. Ναι, η Γόησσα, αυτή για την οποία όλοι μιλάνε, είναι εδώ. Σε λίγο θα τραγουδήσει. Ναι, είναι καλύτερη από οποιαδήποτε περιγραφή.  Όμως, εκείνος δε μπορεί να υποσχεθεί τίποτα, η Όμορφη αποφασίζει από μόνη της.

Έπειτα, βγαίνει από το κουβούκλιό του και οδηγεί τον ασπριδερό Ψηλό σ’ ένα τραπέζι φυλαγ­μένο για τα δυνατά πουρμπουάρ.

FADO_baixa

Η ώρα ήρθε. Ο μπερντές που το παίζει αυλαία τραβιέται ξανά και από πίσω δε βρίσκονται τώρα μόνο οι τρεις μουζικάντηδες με τις ανισομεγέθεις κιθάρες, αλλά και ένας μικρός μαύρος μ’ ένα τουμπελέκι, καθώς και μια άλλη φιγούρα, ακίνητη, που σιγά σιγά φωτίζεται, καθώς ο προβολέας λες και καρδάμωσε ξαφνικά.

Μια γυναίκα.

Η γυναίκα!

Μέσα στην αίθουσα απλώνεται ξαφνική σιγή.

Ακόμα και οι γυμνόστηθες μελαψές κοπέλες που τριγυρνάν από τραπέζι σε τραπέζι παύουν να φλυαρούν και προσηλώνονται στο πάλκο μαζί με τους αρσενικούς.

Το ταμπούρλο δίνει το ρυθμό και η γυναίκα τραγουδάει. Δίχως να κινείται πολύ, στηριγμένη σε μια ψάθινη καρέκλα, με το κόκκινο φόρεμά της να φτάνει ως κάτω, στο σανίδι της εξέδρας, με τα σκούρα κόκκινα μαλλιά της να κυματίζουν απαλά σε κάθε της κίνηση.

Πίσω απ’ τη βαθιά, ίσως λίγο τραχιά φωνή της οι κιθάρες απλώνουν ένα χαλί  πλεγμένο με αισθησιακές ηδυπαθείς αρμονίες. Και μετά η φωνή εκείνης, παίρνει  τις μουσικές φράσεις και πότε τις πλέκει σε συνδυασμούς γεμάτους υπαινιγμούς άφατων ηδονών, πότε τις ανεβάζει σε ορμητικά, άγρια κρεσέντο που μαγεύουν και φοβίζουν.

Ωστόσο τα τσακάλια της Ακτής που μαζεύτηκαν απόψε στη «Γοργόνα» δεν είναι από τη φωνή της Ωραίας που ακινητοποιούνται και χαζεύουν.

Είναι η εικόνα της που ξυπνάει μέσα τους ό, τι το πιο άγιο και πιο αμαρτωλό. Η εικόνα της, που για τον καθένα είναι διαφορετική.

Οι πιο απίθανες επιθυμίες τους αγκιστρώνονται πάνω της.

Πάθη που ζητούν κορεσμό, ενοχές που θέλουν εξιλέωση, μοναξιές που θέλουν απάντηση. Οι πιο απίθανες φαντασιώσεις θέλουν τη Γυναίκα της ¨Γοργόνας¨ για ηρωίδα τους.

Ο μαυροφορεμένος είναι κι αυτός ακινητοποιημένος ή έτσι θα νόμιζε κανείς βλέποντας το πρόσωπό του, χλωμό στις αντανακλάσεις του προβολέα, με τα σκούρα γυαλιά και τα ίχνη απ’ το ειρωνικό χαμόγελο να εξακολουθεί να κρέμεται απ’ τα σχεδόν ανύπαρκτα χείλη του.

Η γυναίκα τραγουδώντας μετακινείται αργά προς το μέρος των θαμώνων. Η κίνησή της έχει κάτι το παράξενο, σαν κάτι να την τραβάει προς τη γη (άραγε μια μικρή γυναικεία αδυναμία ώστε να γίνει τέλεια η έλξη της πάνω στους αρσενικούς του λιμανιού; άραγε μια κρυφή σύνδεση με τη γυναικεία υπόσταση της μάνας Γαίας;), αλλά αυτή αντιστέκεται σ’ αυτό το κάτι, το ελέγχει  και, γλιστρώντας περισσότερο παρά περπατώντας, φτάνει στο κέντρο της αίθουσας.

Εκεί το τραγούδι της τελειώνει και πίσω του σβήνουν οι κτύποι του ταμπούρλου και το άρπισμα των χορδών.

Οι μάγκες του λιμανιού μένουν για λίγο άφωνοι, αλλά μετά σηκώνονται όρθιοι, χειροκροτούν, επευφημούν, παραδέχονται, ουρλιάζουν, συναινούν, εγκρίνουν επικροτούν, ποδοκροτούν, καθομολογούν, λένε καλά λόγια, μετανοούν (για ότι κακό έχουν πει μέχρι τότε για τις γυναίκες), επιδοκιμάζουν, δοξάζουν, θέλουν κι άλλο, τα θέλουν όλα, θέλουν εκείνη!

Εκείνη χαμογελάει, αλλά δεν υποκλίνεται, παρά μόνο κάνει να υποχωρήσει, πάντα με το συρτό της βήμα, σα ρωσίδα Πριγκίπισσα- Χορεύτρια, προς το βάθος της αίθουσας. Δεν προλαβαίνει. Καθώς βρίσκεται κοντά στον μαυροφορεμένο, αυτός με μια φιδίσια κίνηση την αρπάζει απ’ το λευκό μπράτσο και την τραβάει προς το μέρος του.

ciguapa (1)

Η Ωραία βρίσκεται τώρα στα γόνατά του.

Τα μάτια της αστράφτουν με μια στιγμιαία λάμψη θανάσιμης έχθρας.

Τα κόκκινα νύχια της στοχεύουν το χλωμό του πρόσωπο, αλλά εκείνος, πιο γρήγορος, την ακινητοποιεί.

Ανάμεσά τους λαμπυρίζουν αστραπές έντασης.

Αλλά αυτό δεν είναι τίποτα μπροστά στην ένταση που γιγαντώνεται στην αίθουσα.

Ο ξένος είναι απαράδεκτος, εγκληματίας, ιερόσυλος!

Οι θαμώνες θυμώνουν.

Βγάζουν χατζάρια, μασέτες, γιαταγάνια, μαχαίρια, στιλέτα, ο μπάρμαν βγάζει από τα έγκατα του πάγκου του ένα μπαλτά και ο μάγειρας εμφανίζεται στην πόρτα της κουζίνας μ’ ένα εγχειρίδιο (μαγειρικής).

Ο χλωμός άνδρας δεν δείχνει  να πτοείται.

Ανασηκώνεται κρατώντας με το ένα χέρι σφικτά στην αγκαλιά του τη γυναίκα.

Εκείνη σπαρταράει, αλλά αυτός πιέζει το πρόσωπό της στρίβοντάς το προς το στήθος του, έτσι ώστε να μη μπορεί να δει τι θα συμβεί στην αίθουσα.

Μετά κάνει μια κίνηση πολύ απλή, αλλά και άκρως αποτελεσματική -όπως θα αποδειχθεί αμέσως τώρα. Σηκώνει το άλλο ασπριδερό χέρι και βγάζει τα σκούρα γυαλιά.

Οι μάγκες της Μπαία ντε Λος Σερ­πέντες δεν συνηθίζουν να κοιτούν τα μελλοντικά τους θύματα στα μάτια. Τώρα όμως δεν μπορούν να το αποφύγουν.

Το βλέμμα τους μοιραία, αναπόφευκτα, μαγνητίζεται από αυτό που βρίσκεται κάτω από τα μαύρα κρύσταλλα του μαυροφορεμένου τύπου: δυο άδειες κόγχες  που εκπέμπουν κιτρινοκόκκινες γλώσσες φωτιάς.

Από κάποιον στο βάθος, πολύ μεθυσμένο για να καταλάβει τι ακριβώς γίνεται, ξεφεύγει μια κραυγή: «Φάτε τον το Μούργο», αλλά ξαφνικά βρίσκεται να κρατάει στο χέρι, αντί για το σπασμένο μπουκάλι που κράδαινε μια στιγμή πριν, το κεφάλι του, ενώ στην παραδοσιακή θέση του κεφαλιού του βρίσκεται τώρα ένα φιάσκο κρασιού και μάλιστα άδειο.

Ένας άλλος, που από κεκτημένη ταχύτητα ξαπόστελνε στον Χλωμό ένα μαχαίρι, αντιλαμβάνεται ξαφνικά ότι τόσο το μαχαίρι όσο και το χέρι του έχουν μεταβληθεί σε μια πρασινωπή οχιά που τώρα τον κοιτάζει με ύφος όχι και τόσο φιλικό.

Οι θαμώνες ξεθυμώνουν και κατακάθονται στα τραπέζια τους.

"fado"-playing a tradicional portuguese guitar

Ο δαίμονας χαλαρώνει τη λαβή και η γυναίκα γυρίζει προς την αίθουσα για να διαπιστώσει ότι το πλήθος έχει δαμαστεί, έστω κι αν δεν καταλαβαίνει πως ακριβώς έγινε αυτό.

Χαλαρώνει κι αυτή. Χώνει το γό­νατό της ανάμεσα στα σκέλια του μαυροντυμένου και  σφίγγεται πάνω του.

Μετά τον παρασέρνει μαζί της σε μια μικρή πόρτα, στο πίσω μέρος του μαγαζιού.

Στην Ταβέρνα της Γοργόνας φαίνεται ότι οι δαίμονες είτε ξορκίζονται γρήγορα και πάνε γι άλλα αλλού, είτε γίνονται αποδεκτοί κι ενσωματώνονται στον ανθρώπινο παραλογισμό του τόπου.

Το γεγονός είναι πάντως ότι στην αίθουσα όλα μοιάζουν να ‘χουν καταλαγιάσει.

Τα κορίτσια κυκλοφορούν και πάλι ανάμεσα στους μάγκες, δυο τρία παράταιρα σώματα που περίσσεψαν από το επεισόδιο με τον Χλωμό Δαίμονα έχουν ήδη σταλεί να κάνουν παρέα στα μεταλλαγμένα ψάρια του ωκεανού  και, στο πάλκο, οι κιθάρες συνοδεύουν τώρα έναν μυστακοφόρο δεξιοτέχνη ακορντεονίστα που επιδίδεται στην εκτέλεση ενός παθιασμένου ταγκό.

Στο μικρό δωματιάκι στο βάθος, οι ήχοι του ταγκό φτάνουν ανακατεμένοι με το βουητό του ανέμου που έχει σηκωθεί και πάλι σφοδρός και σαρώνει τα μαγαζιά της αποβάθρας.

Αλλά ούτε η γυναίκα ούτε ο δαίμονας προσέχουν τον άνεμο.

Η γυναίκα έχει πια διαλέξει και τώρα έχει πάρει την πρωτοβουλία της συνάντησης. Έχει τραβήξει το κορδόνι που σβήνει τη λάμπα και το δωματιάκι φωτίζεται ελάχιστα από τις χαραμάδες της πόρτας. Το κόκκινο φόρεμα βρίσκεται στο πάτωμα μαζί με τα δαντελένια εσώρουχα και εκείνη στέκεται τώρα γυμνή, όρθια, ακουμπισμένη στην σαραβαλιασμένη πολυθρόνα απέναντι από το κρεβάτι.

Ξέρει τη δύναμή της και ξέρει τη μοίρα της.

Ξέρει ακόμη τη μοίρα αυτού του άνδρα που τόλμησε να την προσβάλει, αλλά συνάμα να τη διεκδικήσει και που είναι τώρα εκεί, μπροστά της, ξαπλωμένος στο κρεβάτι, ακόμη ντυμένος και με το αδιόρατο σαρκαστικό του χαμόγελο να γίνεται αισθητό παρά το ημίφως.

Η γυναίκα τον πλησιάζει και αρχίζει να τον γδύνει με αισθησιακή σοφία που θα έκανε μια βετεράνα γκέισα να αισθανθεί αδέξια γράσο-πρωτάρα (debu­tante).

Κάτω από το σκούρο κουστούμι είναι άσπρος όσο και το νταντελωτό του πουκάμισο. Είναι πιο άσπρος από οποιονδήποτε έχει γνωρίσει ως τότε, αλλά η γυναίκα δεν έχει προκαταλήψεις και ξέρει από πείρα ότι οι άνθρωποι ξεφουρνίζονται σε πλήθος ράτσες και παραλλαγές.

Τα πλευρά του ξένου είναι στενά  και παρακάτω το πέος του, στο άγγιγμά της τινάζεται και ανασηκώνεται σαν ερπετό.

Η γυναίκα για μια στιγμή σταματά έκπληκτη. Δεν της έχει ξανατύχει τέτοια αντίδραση. Το όργανο του χλωμού άντρα είναι στενό και μακρύ και παρά τη σκληράδα του ευλύγιστο.

Η έκπληξή της κρατά ένα τίποτα. Σκέφτεται: ¨Έ, και τι έγινε;¨, και το χέρι της μπαίνει κάτω από το στρώμα και ξαναβγαίνει αμέσως κρατώντας ένα μακρύ ξυράφι μπαρμπέρη.

ββ

Με μια κίνηση γρηγορότερη απ’ όσο χρειάζεται μια βρώμικη φήμη για να διαδοθεί παντού (ακόμη και χωρίς τη βοήθεια του Μουμουεδώνα) το ξυράφι επιτίθεται στο πέος και το κόβει σε δύο ισομεγέθη κομμάτια.

Ένα σιντριβάνι αίμα πλημμυρίζει το μικρό δωμάτιο.

Ή τουλάχιστον αυτή είναι η πρώτη εντύπωση, γιατί, ενώ το σιντριβάνι είναι πραγματικό, έχει δηλαδή τη συμμετρική τελειότητα μιας αναγεννησιακής φοντά­νας, το αίμα δεν είναι ακριβώς αίμα, άλλα ένα αμέτρητο πλήθος κατακόκκινες λαμπερές μύγες που αφού ολοκληρώσουν το ρόλο τους σαν σταγόνες, αρχίζουν να κάθονται παντού κατακοκκινίζοντας το μικρό χώρο.

Η γυναίκα δείχνει ξαφνικά απελπισμένη και άσχημη. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου της τραβιούνται σε μια φρικιαστική γκριμάτσα κακίας, ενώ τα νύχια της μακραίνουν και το δεξί της χέρι χώνεται στο αριστερό μέρος του άσπρου στήθους του δαίμονα.

Ψάχνει, κάτι βρίσκει, και τραβιέται ξανά έξω.

Αυτό όμως που πάλλεται στην παλάμη της δεν είναι η καρδιά του άνδρα, αλλά ένα σαραβαλιασμένο μηχανικό ξυπνητήρι που, μάλιστα, αρχίζει ξαφνικά να κουδουνίζει μ’ έναν εξοργιστικά κοροϊδευτικό ήχο.

«Πάκο, Πακίτα», φωνάζει υστερικά η γυναίκα.

Ο Δαίμονας έχει τώρα σηκωθεί και ξαναφοράει το παντελόνι του χώνοντας μέσα και το κομμάτι του πέους που περίσσεψε.

Η φωνή του είναι λεπτή, ένρινη, αλλά ήρεμη.

«Μη φωνάζεις άδικα», της λέει. «Οι δύο κοντοστούπηδες βοηθοί σου, γυρίζοντας από το θέλημα που τους έστειλες, παρασύρθηκαν από μια ριπή απροσδιοριστίας και τώρα υπολογίζω ότι πρέπει να έχουν εξοκείλει σε  κάποια βραχονησίδα στη μέση του ωκεανού».

«Πάκο, Πακίτα, θα σας γδάρω τέρατα», εξακολουθεί να ουρλιάζει η γυναίκα.

«Μη τα βάζεις μαζί τους Σιγκουάπα. Οι κοντοπίθαροι, σου είναι πάντα πιστοί. Μάλιστα, πριν τους τύχει αυτή η μικρή αναποδιά, πρόλαβαν και ξαπόστειλαν  στα βάθη του Ωκεανού το τελευταίο σου θύμα, τον καταβροχθιστή δασών από τη ζούγκλα».

Εκείνη ακινητοποιείται. Γυρίζει, τον παρατηρεί προσεκτικά. «Δεν ξέρω τι μου λες», λέει.

Ο Δαίμονας τραβάει το σκοινάκι και ο λαμπτήρας φωτίζει  και πάλι το δωμάτιο, ενώ οι κόκκινες μύγες εξαφανίζονται. Μετά την κοιτάζει από τη κορυφή ως τα νύχια.

Η γυναίκα είναι πάντα γυμνή και είναι και πάλι εκπληκτικά όμορφη.

Ο λαιμός της, τα στήθη της, η κοιλιά της, οι μηροί της, οι γάμπες της  δεν είναι απλά τέλειες. Τέλειες ανατομίες μπορείς να βρεις κάθε μέρα, σε κάθε φτηνό περιοδικό γεμάτο μοντελάκια των τρεις κι εξήντα.

Είναι κάτι παραπάνω: είναι ελκυστικές κι αυτό είναι που μετράει, για όλους, ακόμα και για το δαίμονα που την παρατηρεί με θαυμασμό.

Μετά τα μάτια του καρφώνονται στα πόδια της.

Εδώ υπάρχει το Σημάδι.

Της το δείχνει για να την κάνει να καταλάβει ότι αυτός ξέρει και ότι οι διαμαρτυρίες της είναι περιττές.

Η Όμορφη έχει δύο πόδια αριστερά, άρα η Όμορφη είναι η Σιγκουάπα.

Η Σιγκουάπα, η Δαιμόνισα που εκδικήθηκε για αιώνες τη θρασύτητα των ανδρών, η ακαταμάχητη Λάμια που μπορούσε να πάρει την όψη και τον ξεχωριστό χαρακτήρα της γυναίκας που ο κάθε άνδρας ονειρεύεται, πριν τον μακελέψει.

Η εκδικήτρα που όμως, μόλις πήραν το πάνω χέρι οι μοντέρνες μάγισσες, εκείνες που πάλευαν τους άντρες με τα δικά τους αρσενικά μέσα, αποσύρθηκε πεισμωμένη στα δάση του Αμαζόνιου.

Όμως δεν στέριωσε ούτε εκεί η Σι­γκουάπα. Πρόσφατα έφτασαν και στα τελευταία παρθένα δάση οι καταβροχθι­στές δασών με τις αδηφάγες μπουλντόζες τους.

Και η Σιγκουάπα κατηφόρισε στη παραλία πιο απελπισμένη κι οργισμένη από πριν.

Αυτήν αναζητούσε ο Σος Μορς, μεταμφιεσμένος σε κοσμοπολίτη μεγαλομέτοχο για να μην τον εντοπίσουν οι παλαι­οδαίμονες.

φγ

Η αποστολή του είναι να της εξηγή­σει την σοβαρότητα της κατάστασης, να  την προσηλυτίσει και να την πείσει να περάσει στο νεοδαιμονικό στρατόπεδο.

Στο γενικό επιτελείο των Νεοδαιμό­νων είχαν καταλήξει ότι οι τελευταίες επιχειρήσεις δεν πήγαιναν και τόσο καλά επειδή, όντως, από τους νεωτεριστές  έλειπε μια επαρκής δόση πάθους. Μετά έψαξαν στα αρχεία για να δουν αν υπήρχε κανένας παθιασμένος δαίμονας που να μην είχε ήδη προσχωρήσει στους αντίπαλους. Εκεί ο Μανατζέριους και ο Ελεκτρόνικους ανακάλυψαν τη Σι­γκου­άπα με τα δυο αριστερά πόδια.

Υπήρξαν βέβαια μερικές μουστακο­φόρες νεοδαιμόνισες, σπονσόρισες του τέταρτου και του πέμπτου φύλου, που είχαν κάποιες αντιρρήσεις και που δήλωσαν ότι θεωρούν τη Σιγκουάπα ξεπερασμένη, αν όχι κάπως ύποπτη για μανι­χαϊκό σεξιστικό αυθορμητισμό. Όμως οι ενστάσεις αυτές τελικά ξεπεράστηκαν, ο Μουμουεδώνας έδωσε τη συγκατάθεσή του, και ο Σος Μορς ξεκίνησε για το νότιο ημισφαίριο.

Νάτος λοιπόν τώρα που (ύστερα από ένα συνηθισμένο δαιμονικό σκέρτσο από εκείνα που συνηθίζονται ανάμεσα στα ξωτικά γιατί τα διασκεδάζουν και τους επιτρέπουν να αλληλοαναγνωρίζονται πέρα από κάθε αμφιβολία), προσπαθεί να εξιστορήσει στη Σιγκουάπα τις τελευταίες εξελίξεις, (σύμφωνα πάντα με τη νεοδαιμονική εκ­δοχή) και να της εξηγήσει γιατί θα έπρεπε να μπει στον αγώνα με το μέρος των Νεωτεριστών.

Ο Μορς επιμένει ιδιαίτερα στα νεώτερα στοιχεία, σύμφωνα με τα οποία η Ιστορική Πτώση και το κατρακύλισμα των δαιμόνων στα κάτω πατώματα, δεν οφειλόταν ακριβώς στην περίφημη Μεγάλη Παλαιά Ανταρσία! (ΜΠΑ!), αλλά ήταν το αποτέλεσμα της παρενόχλησης των θνητών γυναικών από τους ερωτύλους παλαιοδαίμονες.

Η κουβέντα ανάμεσα στην Σι­γκουάπα και τον Σος Μορς κράτησε μια ολόκληρη μακριά νύχτα, κατά τη διάρ­κεια της οποίας ο κιτρινοκόκκινος τυφώνας της Ανατολής έφτασε μέχρι την Μπαία και σάρωσε πέρα ως πέρα την Ακτή, μη αφήνοντας τίποτα όρθιο εκτός από το δωματιάκι όπου γινόταν η συνομιλία.

Το πρωί, η Σιγκουάπα ακολού­θησε τον Σος Μορς στις προστατευμένες περιοχές.

Νύχτα έκτη

… Τη νύχτα εκείνη όλες οι δευτερότοκες χελώνες καρέτα- καρέτα βγήκαν από τα αυγά τους και άρχισαν να κολυμπούν σε πελάγη ευτυχίας με το καύκαλό τους διακοσμημένο με φωτεινές διαφημιστικές επιγραφές σε ακατανόητη διάλεκτο…

Ίσως γι αυτό κανένας δεν έδωσε την απαιτούμενη προσοχή.

Την ίδια νύχτα, όσοι λέο­ντες επιζούσαν ακόμη, απέκτη­σαν χαίτη με χωρίστρα στη μέση και λαμέ μες, ενώ, χωρίς κανέ­νας να το προσέξει, οι χαμαι­λέοντες ανακηρύχτηκαν βασιλείς της ζούγκλας.

 

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , , | Leave a Comment »

Η Μπαλάντα της γενιάς των Οσίων – Εισαγωγή (σχεδίασμα)

Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 31 Ιουλίου, 2012

Εισαγωγή (ζουμερή)

Το λένε Ζούμ.

Πρώτα απομακρύνεσαι, όσο μπορείς, όσο να βρεις την αφετηρία όπου η θέα να είναι πανοραμική και το οπτικό πεδίο ευρυγώνιο.

Μετά λες στον χρόνο να κάτσει καλά, ακίνητος και να σ’ αφήσει απερίσπαστο να δουλέψεις με τον χώρο… Εντάξει, διορθώνω, με την εικόνα του χώρου.

Μετά στοχεύεις το σημείο που σ’ ενδιαφέρει.

Και αρχίζεις να ζουμάρεις…

Και εκεί που ήσουν, ας πούμε, καβάλα στην πλάτη ενός Άγγελου φύλακα-ξεναγού ή (αν έχεις λιγότερο υπερβατική διάθεση) καβάλα στον δορυφόρο υπηρεσίας, να τα βλέπεις όλα σφαιρικά και περιεκτικά, να που αρχίζεις να κατεβαίνεις κάθετα και σβουριχτά ίσα κάτω.

Ο στόχος, αργά στην αρχή, παίρνει να μεγαλώνει, ενώ τα περιθώρια όλο κατρακυλούν  έξω απ’ το οπτικό σου πεδίο, πέφτουν και εξαφανίζονται.

Πάει η σφαίρα με την θεωρητική της τελειότητα!

Τώρα έχεις να κάνεις με ένα χαλί, λίγο πολύ επίπεδο, αλλού μπλέ, αλλού κίτρινο ή καφετί, ή με λίγο πράσινο στις άκρες. Και κάτι ανέμελα στριφογυριστά βαρομετρικά χαμηλά να προσθέτουν εδώ και κει λευκά νεφελώματα.

Εσύ, είπαμε, απερίσπαστος, αξιόπιστος αφηγητής, στον στόχο σου!

Ίσα πάνω στην γκρίζα κηλίδα, εκεί όπου το γαλανό εφάπτεται με το καστανοκίτρινο, ακριβώς δίπλα στην ελισσόμενη γυαλιστερή κορδέλα που -αενάως- καταλήγει να χύνεται στο απέραντο αρχέγονο υγρό του πελάγους.

Η γκρίζα κηλίδα μεγαλώνει: είναι μια πόλη.

[Αν εσείς οι αναγνώστες συνέπεσε να είστε από Αλλού, να σας διευκρινίσω ότι έτσι ονομάζουν οι (αυτό-προσδιοριζόμενοι ως έμφρονες) κάτοικοι αυτής της σφαίρας, τις φωλιές τους, όταν είναι στριμωγμένες σε μεγάλα σύνολα].

 Ζουμ!

Τώρα φαίνονται καθαρά τα πλοκάμια της πόλης, καθώς απλώνονται στις κοιλάδες ανάμεσα στα γύρω βουνά ή σκαρφαλώνουν απειλητικά στα βουνά τα ίδια.

Για στάσου λίγο σε κλίμακα πόλης.

Παραθαλάσσια, με λιμάνι, γκρίζα, με λιγοστές πρασινωπές πινελιές εδώ κι εκεί.

Στις άκρες της, καμινάδες. Λίγες καπνίζουν ακόμη, οι πιο πολλές το ’κοψαν πρόσφατα λόγω κρίσης, όπως θα ανακαλύψουμε σε λίγο. Ωστόσο είναι αρκετές για να υφαίνουν το φαιό πέπλο που της σφίγγει το λαιμό.

Ας είν’ καλά οι απαστράπτουσες επιφάνειες της θάλασσας που την εξωραΐζουν κάπως.

Θες να την εξωραΐσεις κάπως και εσύ;

Σπρώξε τον μοχλό κι άσε το χρόνο να κυλίσει, λίγο. Καμιά δεκαριά ώρες φτάνουν.

Βλέπεις; είναι πια νύχτα. Από την πόλη, στο σκοτάδι, είναι ορατό μόνο ένα σπινθηροβόλο δίχτυ. Και η αντανάκλασή του στα νερά! Όμορφο.

Όχι, μην επαναφέρεις το μοχλό, άσε το χρόνο εδώ.

Η ιστορία μας ας αρχίσει νύχτα. Νύχτα βαθειά. Κοντά στο ξημέρωμα.

Κάνε μόνο λίγο ζουμ ακόμη. Στο κέντρο, στην παλιά Πόλη όπου οι δρόμοι διασταυρώνονται με τρόπο άτακτο και λαβυρινθώδη.

Φτάσαμε.

Κτίσμα παλιό. Στο ισόγειο. Κατεβασμένα ρολά πρώην καταστήματος. Μια τελευταία εστίαση στην τοιχοκολλημένη επιγραφή «Ενοικιάζεται-Πωλείται- Παραχωρείται» διαγραμμένη με μια μαρκαδοριά.

Τέλος του Ζούμ.

Ήρθε η ώρα να κάνουμε ένα άλμα στο εσωτερικό του οικήματος.

Μπορείς τώρα να ξεκουμπώσεις τον χρόνο και να τον αφήσεις να κυλήσει. Εδώ μέσα κατοικεί ένας από τους ήρωες αυτής της ιστορίας.

Ο εναρκτήριος Όσιος.

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , | Leave a Comment »

Περιπέτειες συγγραφής, (κι άλλες).

Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 31 Ιουλίου, 2012

Ας πούμε ότι μπαίνει καλοκαιράκι, ότι το λευκό χαρτί γίνεται μέρα με τη μέρα πιο ελκυστικό και ότι για να γράψεις σου λείπει μόνο μια ωραία, επεξεργασμένη, βασική ιδέα. Λέω καλοκαίρι γιατί ως γνωστόν στον τόπο μας γράφουν –με μεράκι- μόνον οι μερακλήδες ερασιτέχνες. Αυτούς τουλάχιστον ξέρω. Οι επαγγελματίες μου είναι άγνωστοι και τους θεωρώ κάπως εξωτικούς. Οι ερασιτέχνες όμως, έχουν ανάγκη από καλοκαίρι ή άλλες ανάλογες περιόδους σχετικής ελευθερίας.

Ας πούμε λοιπόν πως είναι καλοκαίρι, ότι κάτι το, εκ πρώτης όψεως, συγγραφικό σε διαγείρει και αρχίζεις να ψάχνεις  εναρκτήριες καλλιεργήσιμες ιδέες. Και ότι ύστερα τα βάζεις κάτω, τα παλιότερα και πιο τα πρόσφατα, τα ερωτηματικά και τα θαυμαστικά, τα υποθετικά και τα διαπιστωτικά, τα κάπως κατασταλαγμένα και αυτά που ακόμη ψάχνονται, τα στύβεις γερά, τα περνάς και μια πρώτη διύλιση, απόσταξη, επεξεργασία και, όσο να ‘ναι, όλο και κάτι μένει στον αποστακτήρα.

Κάτι με το οποίο να μπορέσεις να ξεκινήσεις.

Οπότε, παίρνεις αυτό το κάτι και αφού τα καταφέρεις να σταθείς απάνω του (θέλει κάποια ευελιξία και κάποια αίσθηση ισορροπίας), μπορείς να αρχίσεις το ταξίδι στον υπό κατασκευή κόσμο σου.

Επειδή οι περισσότερες και οι καλύτερες ιδέες θα σου έρθουν καθώς γράφεις, άρχισε το γράψιμο-γράψιμο (δηλαδή κάπως σαν να έχει ήδη ολοκληρωθεί η προεργασία και αισθάνεσαι πλήρως εξοπλισμένος για τη βουτιά στον ωκεανό της μυθοπλασίας), έστω κι αν μετά το τροποποιήσεις ή και το ανατρέψεις ριζικά. Παράλληλα, μπορείς πάντα να κρατάς σημειώσεις για ό, τι το ρηξικέλευθο σου κατέβει, ώστε να το εντάξεις στην πλοκή όταν θα ‘ρθει η ώρα του.

 Αυτά έλεγα στον εαυτό μου, προσπαθώντας να τον πείσω να πάρει πάλι τα μονοπάτια της Αφήγησης.

Βέβαια, θα μπορούσε να πει κανείς ότι τα παραπάνω είναι λίγο πολύ πάγια και γνωστά. Ή, -θα μπορούσε να διαφωνήσει κάποιος άλλος- ότι (πάντα τα παραπάνω) δεν είναι παρά μια από τις άπειρες εκδοχές συγγραφικής απόπειρας, οι οποίες εν τέλει προκύπτουν από μη προβλέψιμους συνδυασμούς συγκυριών, προσωπικών ιδιομορφιών, αρωγών από καλοθελήτρες  μούσες και παρεμβαλλόμενων ουρών λογοτεχνιζόντων διαβόλων.

Επομένως, ενίσταται ο εαυτός μου που προτιμά τις βόλτες και το ψάρεμα, το μόνο κάπως καινούργιο δεν είναι παρά το ότι, τώρα, έχεις τη δυνατότητα να εξιστορείς τα επεισόδια αυτής (της συγγραφικής) περιπέτειας σε ένα δημόσιο ημερολόγιο.

Δηλαδή, με άλλα λόγια, το να εκτίθεσαι στο τετράγωνο. Ευθέως και παραπλεύρως, επί σκηνής και εν τοις παρασκηνίοις.

Τι να κάνουμε! του ανταπαντώ.

Είναι οι καλές, οι στραβές και οι ακόμη μη πλήρως διερευνημένες δυνατότητες των νέων καιρών.

Βουτάμε; Βουτάμε!

 

Υστερόγραφο: Έγραψα τις αράδες αυτές για να σας προϊδεάσω για μερικά κείμενα που θα ακολουθήσουν και που θα είναι  ως επί το πλείστον προπαρασκευαστικά για κάτι το ευρύτερο (ας πούμε για την προαναγγελθείσα  Μπαλάντα της γενιάς των Οσίων) και κατά συνέπεια κάπως αποσπασματικά, κάπως ατελή και –βεβαίως- ανολοκλήρωτα. Το αμέσως επόμενο, για παράδειγμα, είναι ένα σχεδίασμα εισαγωγής.

Posted in ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ, ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , | Leave a Comment »

Από το ημερολόγιο καταστρώματος: αλλαγή πορείας

Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 18 Ιουλίου, 2012

Για να σας τα πω όλα, τα αρχικά σχέδιά μου για το προσεχές χρονικό διάστημα, συμπεριλαμβανομένου και (τμήματος) του καλοκαιριού, ήταν άλλα.

Έλεγα, είχα μάλιστα ήδη αρχίσει να μαζεύω τα σχετικά στοιχεία, να ασχοληθώ με την περιγραφή και την ανάλυση του μεσαιωνικού σταδίου της ¨πορείας¨  των ανθρώπων της επικοινωνίας, (των επικοινωνητών, όπως τους ονομάζω στο σχετικό σύγγραμμα) από τον Βωμό και τον Άμβωνα, στην Οθόνη.

Στο ομώνυμο βιβλίο, αφού περιέγραφα την βασική υπόθεση εργασίας([i]), ανέλυα διεξοδικά μόνο την πρώτη φάση αυτής της πορείας: την περίοδο που οι επικοινωνητές ήταν ¨μάγοι¨, μάντεις, σαμάνοι, και άλλα παρόμοια, δηλαδή την περίοδο της Προφορικότητας, η οποία συμπίπτει κατά αρχήν με την προϊστορική εποχή..

Αυτή τη φορά είχα επιλέξει την μεσαιωνική περίοδο, όχι γιατί οι άλλες ήταν λιγότερο ενδιαφέρουσες.

Είναι, για παράδειγμα, ελκυστικά ενδιαφέρουσα η τρέχουσα εποχή του ¨διαδικτύου¨: τηλεματική, ¨μετανεωτερική¨, μη ακόμη ολοκληρωμένη, άρα με δόσεις εκκρεμότητας και σασπένς.

Ή η παρεμβαλλόμενη στην Αρχαϊκότητα περίοδος του πρώιμου ελληνορωμαϊκού μοντερνισμού, όπου θα ήταν ενδιαφέρον να ψάξει κανείς, τώρα που υπάρχει εντονότερη ροή στοιχείων,  αντιστοιχίες και αντιστίξεις με τις εξελίξεις στην τότε Άπω Ανατολή.

Εν τέλει κατέληξα στην εποχή του μεσαίωνα γιατί, όπως είχα εικάσει σε ένα άλλο κείμενό μου,([ii]) υπάρχουν ορισμένες σημαίνουσες ομοιότητες ανάμεσα στη σημερινή και την τότε εποχή, με κυριότερη την αυξημένη εξουσία των Ιδιωτών .([iii])

Εξάλλου, από ό, τι φαίνεται, η παλιά διένεξη, έχθρα, αντιδικία, ανάμεσα στους Αρχαϊκούς (ιερατείο) και τους εκκολαπτόμενους τότε Νεωτερικούς επικοινωνητές (ιντελιγκέντσια), που θα πρωτοεμφανιστεί στο τέλος της μεσαιωνικής περιόδου, μοιάζει να επαναλαμβάνεται σήμερα (έστω ως φάρσα, μια που κανείς δεν είναι πια αυτό που ήταν) με χρήση νέων επικοινωνιακών όπλων, όπως, παραδείγματος χάριν, κωδίκων Ντα Βίντσι ή άλλων κινηματογραφικών Παθών.

Έχοντας λοιπόν αποσαφηνίσει τη γραμμή έρευνας, και αφού είναι καμιά εικοσαριά χρόνια που δεν κάνω χρήση της διευκόλυνσης που προβλέπεται για τους πανεπιστημιακούς, προκειμένου να συγγράψουν, ζήτησα να απαλλαγώ, για το νομίμως προβλεπόμενο χρονικό διάστημα, από το λοιπό διοικητικό και διδακτικό έργο, προκειμένου να αφιερωθώ σ’ αυτήν τη δουλειά.

Μου είπαν ναι, ευχαρίστως, αλλά αμέσως μετά ανακάλυψα (ένα βράδυ, καθώς πίναμε τσίπουρα στην Καλαμαριά και τα λέγαμε με παλιούς φίλους-καθηγητές, από την εποχή που ήμουν στην Αρχιτεκτονική), ότι ο (εν τω μεταξύ σε τυπική ισχύ) νέος αρχοντοχωριάτικος όσο και δυσεφάρμοστος νόμος, στερεί αυτή τη δυνατότητα σε όποιον είναι κοντά στη σύνταξη (τι είναι αυτό; υπάρχει ακόμη;), όπως ο υποφαινόμενος.

Άρα άκυρον και ελαφρά τροποποίηση των σχεδίων για το προσεχές μέλλον: Αποφάσισα να μην αφιερωθώ από τώρα στη συγγραφή της εν λόγω μελέτης, αλλά να την αφήσω για χρόνους πιο άνετους.

Και μια που για την ώρα διανύουμε αισίως εποχή θέρους, είπα ότι υπάρχει (ελεύθερος) χρόνος για να ασχοληθώ με κάτι λιγότερο δεσμευτικό, ας πούμε με μια ακόμη μυθοπλασία.

Έτσι δημιουργήθηκε η ιδέα για την ¨Μπαλάντα της γενιάς των Οσίων¨

Η ¨Μπαλάντα¨ τελεί ήδη υπό καθεστώς προκαταρκτικής προετοιμασίας. Στους φακέλους των εγγράφων μου υπάρχουν ήδη κείμενα με τίτλους όπως ¨Μπαλάντα: σημειώσεις για τη βασική πλοκή¨ ή ¨Μπαλάντα: ενδεχόμενοι ήρωες¨ ή ακόμη ¨Μπαλάντα: τραγούδια και άλλα λυρικά¨ και ούτω καθεξής.

Ήδη στην προηγούμενη ανάρτηση σας έδωσα κάποια ιδέα για τις υπό εκκόλαψη πλοκές και προθέσεις, με το σχεδίασμα ¨Πόσο στ’ αλήθεια αξίζει η Ιθάκη¨ μια που ο βασικός μου Όσιος θα είναι, κατά πάσα πιθανότητα, ένας Οδυσσέας στον ¨πηγαιμό¨.

Νεώτερα, οσονούπω.


([i]) Ένα τμήμα του βιβλίου μπορείτε να το βρείτε εδώ. Στο τέλος της καταχώρησης θα βρείτε και έναν -ελπίζω- διαφωτιστικό πίνακα.

Περισσότερο περιληπτικά η βασική θεώρηση είναι η εξής:

Η ιστορία της επικοινωνίας ή τουλάχιστον η κοινωνική της διάσταση, είναι δυνατό να διερευνηθεί και να γίνει εναργέστερα κατανοητή εξετάζοντας αναλυτικά  τις δραστηριότητες και την εξέλιξη διακριτών κοινωνικών ομάδων, οι οποίες αναλαμβάνουν κάθε φορά επικοινωνιακές κοινωνικές δραστηριότητες και ως εκ τούτου αποκτούν και ασκούν εκείνη την ιδιαίτερη μορφή θεσμοποιημένης (λιγότερο ή περισσότερο) εξουσίας που αποκαλείται ¨επικοινωνιακή¨.

Οι επικοινωνητές εξετάζονται θεωρούμενοι ως κύριοι χειριστές της  ¨φαντασιακής σφαίρας¨ των κοινωνιών, τόσο σε σχέση με τους εκάστοτε κατόχους των άλλων μορφών εξουσίας (οικονομικής, πολιτικής κλπ), όσο και σε σχέση με τις συγκρούσεις ή συμπλεύσεις ανάμεσα σε διαφορετικές ομάδες επικοινωνητών που συνυπάρχουν την ίδια εποχή.

Η διερεύνηση μπορεί να διεξαχθεί λαμβάνοντας υπ’ όψιν, πέρα από τις κλασικές ιστορικές περιόδους και εκείνες που προκύπτων από την     κατάτμηση της Ιστορίας με αμιγώς επικοινωνιακά κριτήρια,

δηλαδή:

προφορικότητα -κυρίαρχοι επικοινωνητές: μάγοι,

χειρογραφία-κυρίαρχοι επικοινωνητές: ιερείς,

τυπογραφία-κυρίαρχοι επικοινωνητές: διανοούμενοι,

οπτικοακουστικά μέσα -κυρίαρχοι επικοινωνητές: οι χειριστές των μαζικών μέσων και κυρίως αυτοί που χειρίζονται την μαζική εικόνα

διαδίκτυο -εμφάνιση και προοδευτική κυριάρχηση των μετανεωτερικών επικοινωνητών: χειριστές εικονικής πραγματικότητας, διαφημιστές, κα.

αλλά και εκείνες που προκύπτουν από την διαίρεση του ιστορικού συνεχούς με βάση τα εκάστοτε ευρέα πολιτισμικά ρεύματα, σε

αρχαϊκότητα (βασικός ενδιάμεσος συντελεστής για κάθε μορφή επικοινωνίας: οι υπερφυσικές οντότητες) με παρεμβαλλόμενη την περίοδο του πρώιμου ελληνορωμαϊκού μοντερνισμού (και εμφάνιση των πρώτων πρώιμων ανθρωποκεντρικών επικοινωνητών),

μοντερνισμό, (στροφή στον ανθρωποκεντρισμό, περικλεισμός του  απόλυτου με νέα όρια που θα αποκληθούν ¨λογική¨ και ¨επιστήμη¨) και

μεταμοντερνισμό (για μερικούς πρόκειται απλώς η για την περίοδο γήρατος του μοντερνισμού, ενώ για  άλλους είναι ο κύριος σημερινός αντίπαλός του, χαρακτηρισμένος από οξυμένο σχετικισμό, ατομικισμό, πραγματισμό, λατρεία της εικόνας).

([ii]) ¨Επικοινωνιακή και πολιτική εξουσία τον καιρό της επέλασης των ιδιωτών¨ (Στο βιβλίο ΜΜΕ, Κοινωνία και Πολιτική, εκδ. Ι. Σιδέρη) Το κείμενο και εδώ

([iii]) Σχετικά πρόσφατη μετάλλαξη του ηγετικού τμήματος των κλασικών καπιταλιστών. (Αλλαγή σχεδόν ανθρωπολογικής διάστασης). Στην νέα αυτή κατηγορία  κυριαρχούν νέα (μεταλλαγμένα) προτάγματα, με κυριότερο την ακυρωτική στάση απέναντι στο Κράτος.

Posted in ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ, ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , | Leave a Comment »

Στη Γιορτή του Βιβλίου, το Σάββατο…

Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 14 Μαΐου, 2012

Η πρόσκληση προέρχεται από τις Εκδόσεις Ι. Σιδέρης και NOVELBOOKS και λέει τα ακόλουθα:

35η Γιορτή Βιβλίου, στο Πεδίον του Άρεως, Περίπτερο 21

 

Σάββατο 19 Μαΐου
18:30 – 20:00

«Ελάτε να ταξιδέψουμε μαζί στον μαγικό χώρο της μυθοπλασίας»: οι εκδόσεις Ι. ΣΙΔΕΡΗΣ και NOVELBOOKS σας προσκαλούν να γνωρίσετε από κοντά τους συγγραφείς των νέων μυθιστορημάτων τους.

Οργάνωση: Εκδόσεις Ι. Σιδέρης & NOVELBOOKS

Posted in ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ, ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , | Leave a Comment »

Το Πολυτεχνείο (που τρέμει) ξανακυκλοφόρησε

Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 26 Απριλίου, 2012

Το ¨Πολυτεχνείο τρέμει¨ -μυθιστόρημα περιπετειώδες- δις εξαμαρτεί και ως εκ τούτου πήρε και πάλι δρόμο και κυκλοφορεί ανά τα βιβλιοπωλεία, αυτή τη φορά από την Novel Books (των εκδόσεων ¨Σιδέρης¨).

Εδώ παρακάτω σας έχω το σημείωμα του συγγραφέα που συνοδεύει τη Β΄ έκδοση, ενώ εδώ  θα βρείτε μια συνέντευξη στην Λένα Χουρμούζη της Athens Voice.

Διερωτώμενος αν έχει να προσθέσει κάτι σχετικά με τη δεύτερη έκδοση, ο συγγραφέας είπε τα ακόλουθα:

Στη  πρώτη έκδοση ήμασταν ένας!

Εγώ και ο Ανώνυμος Ένας σε μία ενιαία συσκευασία.

Αυτός μπροστά και εγώ πίσω, να μην φαίνομαι και να παρατηρώ (με μια ιδέα φόβο και μπόλικη περιέργεια) πως πάει το πράγμα.

Ο Ανώνυμος Ένας είχε προκύψει ως ιδανικό προκάλυμμα των μυθοπλαστικών συγγραφικών μου αβεβαιοτήτων. Τον έβαλα λοιπόν μπροστά και, αφού πρώτα τον αναγνώρισα ως το όχι απόλυτα νόμιμο τέκνο εμού του ιδίου και της Φαντασίας μου, τον εξαπέλυσα σε δοκιμαστική πτήση στο συγγραφικό Σύμπαν.

Στην πρώτη έκδοση, του είχα μάλιστα φτιάξει στο ¨αυτί¨ του εξώφυλλου (δίπλωμα όπου συνήθως φιλοξενούνται πληροφορίες για τους συγγραφείς), την απαραίτητη παρουσίαση που έλεγε τα εξής:

 «Ο Ανώνυμος Ένας στην αρχή ήταν ένας φυσιολογικός άνθρωπος.

Κάποτε όμως διαπίστωσε ότι -απροσδόκητα- τα πράγματα γύρω του είχαν αρχίσει να παίρνουν λάθος στροφές.

Στο παραπέντε συνειδητοποίησε ότι είχε έρθει ο καιρός να πάρει ριζοσπαστικές αποφάσεις.

Είχε κάνει κι άλλες φορές ριζικές ανακατατάξεις στη ζωή του.

Μόνο που τούτη  τη φορά του βγήκε κάπως αλλιώς.

Κάπως σαν μυθιστόρημα πανεπιστημιακής φαντασίας με αστυνομικές αποχρώσεις.

Έτσι πέρασε στην ανωνυμία».

 Ο Ένας, καβάλα στο ¨Πολυτεχνείο¨ (που έτρεμε) έριχνε τις διακριτικές βόλτες του ανάμεσα στα λόγο και τα παραλογο-τεχνικά παρασκευάσματα (που γυρόφερναν αλληλοσυγκρουόμενα στις μυστηριώδεις σκοτεινές λεκτικές εκτάσεις) χωρίς να ενοχλεί κυριολεκτικά κανένα, όταν νέες ανακατατάξεις πρόβαλαν στον ορίζοντα, ή μάλλον όχι στον ορίζοντα παρά στη Φαντασία μου, η οποία  προέκυψε και πάλι εγκυμονούσα!

Όχι έναν Ανώνυμο Άλλο, αλλά μια ακόμη ιστορία φαντασίας! 

Κι έτσι πριν να πεις ¨κύμινο¨ (πράγματι δεν το είπε κανείς), από το αυγό, με ένα μπαμ, βγήκε ένα ΜΠΑ!!! Σα να λέμε ένα μυθιστόρημα (αρκούντως προφητικό, όπως θα καταδειχθεί αργότερα) σχετικό με τη Μεγάλη Παλαιά Ανταρσία!

Πριν προλάβουμε να αποφασίσουμε ποιος θα διεκδικήσει την πατρότητα του νεογνού, εγώ ή ο Ανώνυμος, την απόφαση την πήρε, με ένα κτύπημα της επιχειρησιακής του ουράς, ο τότε εκδότης μας, που χωρίς καλά καλά να μας ενημερώσει πήγε και άρχισε τη διαφήμιση του πονήματος στις εφημερίδες, προβάλλοντάς μας και τους δυο, στα πλαίσια μιας υπερμεταμοντέρνας, ευρείας, διασταυρούμενης άνευ αναστολών, οικογενειακής συγγραφικής σχέσης! Ο ένας να γράφει δια χειρός του άλλου! Πρόσθεσε μάλιστα στις πρώτες σελίδες του βιβλίου ένα δικό μου βιογραφικό (αρκετά χαζογραμμένο) που δεν το είχα γράψει για να μπει στο βιβλίο, αλλά του το είχα αφήσει για να πάρει μια ιδέα για μένα ο ίδιος, μια που δεν γνωριζόμασταν.

 Πάντως αυτό ήταν.

Έκτοτε αποτελούμε συγγραφικό δίδυμο. Γράφω τα παραλογοτεχνικά μου πονήματα δια χειρός Ανωνύμου Ενός, ενώ του έχω παραχωρήσει και ειδική σελίδα στο ιστολογοφόρο μου (μπλογκ).

Στο αντίτυπο που κρατάτε στα χέρια σας θα τον βρείτε, αν δεν κάνω λάθος, κάπου στο οπισθόφυλλο, καθώς και στο σημείωμα που έγραψε για τη δεύτερη έκδοση ο φίλος Γιώργος Σκαμπαρδώνης.

Και έτσι ο καιρός παρήλθε και το ¨Πολυτεχνείο¨ εξαντλήθηκε εντελώς.

Αλλά, προς χαρά και τέρψη των συγγραφέων (και ενίοτε των αναγνωστών) υπάρχουν και οι επανεκδόσεις.  

 Ας αφήσουμε όμως τις νοσταλγικές ανασκοπήσεις κι ας έρθουμε στο ¨Πολυτεχνείο¨ που επανεκδίδεται.

Ποιο είναι το ερώτημα;

Αν η πρώτη του έκδοση άφησε κάποιο ανεξίτηλο σημάδι οπουδήποτε;

Ναι, αν δεν απατώμαι υπήρξε ένα (1): η περιγραφή της Πύλης του Σεπτού Ιδρύματος που κάνω στο δεύτερο κεφάλαιο του πρώτου μέρους συνετέλεσε (θέλω να ελπίζω) στην ανακατασκευή της κεντρικής Πύλης της Πολυτεχνικής Σχολής του Αριστοτελείου της Θεσσαλονίκης σε πιο αποδεκτές διαστάσεις, πράγμα που συνέβη κανα δυο χρόνια μετά την πρώτη δημοσίευση του Πολυτεχνείου. Είναι κάτι!

Άλλο;

Για τι πράγμα πρόκειται εν τέλει;

Πρόκειται για  μια φανταστική αφήγηση με  αστυνομική πλοκή σε ελαφρώς παραληρηματικό ύφος, που διαδραματίζεται σε μία (φανταστική) παραθαλάσσια πόλη. Θα έλεγα ότι διαθέτει όλα τα απαιτούμενα χαρακτηριστικά για να θωρηθεί ως Campus Novel (αστυνομικό σε πανεπιστημιακό περιβάλλον -ένα από τα πρώτα δείγματα του είδους στην ελληνική μυθοπλασία), αλλά αυτό μάλλον διέφυγε της προσοχής των αρμοδίων τακτοποιητών. Έτσι μπορεί να εξακολουθήσει ανενόχλητα να είναι ό, τι ήθελε προκύψει στην προσωπική εκτίμηση των αναγνωστών!

 Οδηγίες προς τους ¨ναυτιλλόμενους¨ στις σελίδες του βιβλίου;

Ναι, μία: Δεν χρειάζεται εξ αιτίας του ¨Πολυτεχνείου¨ να αναπτύξετε ιδιαίτερες σχέσεις με τον Μπαμπινιώτη. Η αλήθεια είναι ότι δεν τον έχω ακόμη ενημερώσει για την ακριβή σημασία των νεολογισμών που καραδοκούν στο κείμενο. Άλλωστε δεν προορίζονται τόσο για να αποδώσουν σημασίες, όσο για να αποπνεύσουν λεκτικά αρώματα. Απολαύστε λοιπόν ανέμελα την ατμόσφαιρα.

Αν και, εάν διαβάζετε τα βιβλία με τον τρόπο που τα διαβάζω εγώ, (πρώτα το κύριο μέρος και μετά οι εισαγωγές, οι πρόλογοι, τα προοίμια), τότε είναι αργά για να σας δώσω συμβουλές. Μάλλον θα πρέπει να μου δώσετε εσείς.

Καλή διασκέδαση.

Ο συγγραφέας

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , | Leave a Comment »

Περιπέτειες συγγραφής (περί Λυσίστρατου)

Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 17 Φεβρουαρίου, 2012

(όταν έχεις φίλους ειδήμονες, μπορεί να πάρεις και καμιά -πολύτιμη-  καλή κουβέντα)

Η Χαριτωμένη Σβαλίγκου είναι συνδέλφισσα στο Τμήμα Δημοσιογραφίας του ΑΠΘ, όπου μεταξύ άλλων διδάσκει ¨Σημειωτική του Θεάματος¨, ¨Θεατρικό Λόγο και Επικοινωνία¨ και ¨Θέατρο του 20ού αιώνα¨.

 Ήταν λοιπόν φυσικό να απευθυνθώ σ’ αυτήν και να της πω: ¨Χάρις, κοίτα, έχω εδώ ένα πρωτόλειο θεατρικό, ρίξε μια ματιά και πες μου τι γίνεται. Να το ξανακάνω ή να ασχοληθώ καλύτερα με οτιδήποτε άλλο;¨

Μου είπε ¨ευχαρίστως¨, της έδωσα τον Λυσίστρατο χειρόγραφο, και ενώ περίμενα (και θα ήμουν πολύ ευχαριστημένος) ότι μετά από λίγες μέρες μου θα έλεγε, ας πούμε: ¨Άντε καλά¨ ή ¨Προσπάθησε λίγο περισσότερο¨, ή ¨καλό¨ ή ¨κακό¨ ή εν πάση περιπτώσει μια προφορική απόφανση, η Χάρις μου έκανε τη τιμή να μου στείλει  τις απόψεις της γραπτά.

Να τες:   

Το θεατρικό έργο Ο Λυσίστρατος τον καιρό της ερ’μοποίησης του Βασίλη Νόττα είναι μια παρωδία, σε διακειμενική αντιστοιχία με τις παρωδίες ή σατιρικές κωμωδίες του Αριστοφάνη.  Γραμμένο με ρίμα, ρυθμό και ομοιοκαταληξία, ανακαλεί έργα του ευρωπαϊκού και του διεθνούς ρεπερτορίου, τα οποία διαθέτουν το στοιχείο αυτό του μέτρου, που επιπλέον συνηθίζεται ιδιαίτερα συχνά στον κωμικό θεατρικό λόγο καθώς τονίζει τη χιουμοριστική χροιά και τη χλευαστική διάθεση, τα κύρια χαρακτηριστικά της κωμωδίας.

Η εν λόγω παρωδία προσδιορίζεται εν πολλοίς από το φαινόμενο «θέατρο μέσα στο θέατρο», το οποίο αποτελεί την πεμπτουσία της θεατρικής τέχνης, συνιστά δηλαδή την κατ’ εξοχήν θεατρικότητα που δομείται πάνω στην πολυφωνία των πολλαπλών σημείων και δη των αισθητικών σημείων, τα οποία με τη σειρά τους ρυθμίζουν το συνολικό φάσμα της πλοκής του έργου. Εξάλλου το μήνυμα του κειμένου είναι απότοκο των δυνάμεων που εκπροσωπούν οι ήρωες-ρόλοι και τα πρόσωπα που αλληλεπιδρούν στις βαθείες δομές της πλοκής.

Επιπλέον, στο πλαίσιο του φαινομένου αυτού τα πρόσωπα, ο χρόνος και ο χώρος χαρακτηρίζονται επίσης από τη θεατρικότητα, ιδιότητα που δηλώνει την υπερ-αλήθεια του θεατρικού λόγου και κυρίως της παραστάσεως και της δια-παραστάσεως. Έχουμε δηλαδή πάνω στη σκηνή ηθοποιούς που γίνονται θεατές των ηθοποιών μιας άλλης παραστάσεως που εκτυλίσσεται μπροστά τους, ενώ οι ηθοποιοί απευθύνονται άμεσα στους θεατές καταργώντας τη θεατρική ψευδαίσθηση, π.χ. ο Θίασος «ό,τι ήθελε προκύψει» παρουσιάζει, απευθυνόμενος στους θεατές, το έργο που θα παιχθεί. Παρατηρείται δε η εισαγωγή θεατρολογικού λεξιλογίου κατά κόρον:  «Θίασος, μονό­πρακτη παροδία», «θεατροθεραπεία» κλπ., στα εσκεμμένα ορθογραφικά λάθη των οποίων υπάρχουν επεξηγήσεις στις ντιρεκτίβες του συγγραφέα.

Αυτό το θεατρικό παιχνίδι μπορεί να συνεχιστεί στο διηνεκές. Εδώ η δράση υπογραμμίζει τη διαλεκτική σχέση της με τη θέαση και δεν εκδηλώνεται πάντα το φαινόμενο της εξέλιξης καταστάσεων, καθώς δίνεται η εντύπωση του στατικού εν σχέσει προς το χρόνο της πλοκής· τονίζεται, ωστόσο, η υπερ-πραγματικότητα κάποιων προβληματισμών και αφορισμών: «εάν αναμείξω νέα μηχανολογία με αρχαίες πρακτι­κές, θεατρο-μιμητικές», «να θεατροποιήσουμε», «το φάρμακο είναι το θέατρο». Τα πρόσωπα του έργου που ειδοποιούν την πλοκή με εξάρχοντα τον Αφηγητή, ο οποίος αποτελεί ένα είδος συνδέσμου μεταξύ των ενοτήτων και των προσώπων, εμφανίζονται το ένα μετά το άλλο, διεκδικώντας τη θέση τους στο θεατρικό σύστημα, δηλαδή στην παράσταση, προκειμένου να σηματοδοτήσουν θεματικές όπως την αντιστροφή των ρόλων των δύο φύλων και την ουτοπική θα λέγαμε βελτίωση της θέσης της γυναίκας μετά την αλλαγή αυτή.

Παράλληλα με το αδιέξοδο των γυναικών στη σύγχρονη κοινωνική σκηνή, τα πρόσωπα του θεατρικού έργου «κατασκευάζουν» με κάποιο τρόπο την πλοκή θέτοντας με γλαφυρότητα προβληματισμούς, τόσο για τον άνθρωπο σε σχέση με το παντοδύναμο καθεστώς του Πλούτου, του Παρά, της Αφθονίας, όσο και για την αλλοιωμένη και παρηκμασμένη εικόνα του κόσμου.  Στη νέα πραγματικότητα επισημαίνεται η αντικατάσταση των ανδρών ως ηγετικών στελεχών από τις γυναίκες σε επιχειρήσεις και εταιρείες και η γενικότερη ανακατάταξη του κοινωνικού πλαισίου μέσω της διαφορο­ποίησης της ηθικής και ιδεολογικής αντίληψης στο πλαίσιο της πολυ-πολιτισμικότητας.

Ο Λυσίστρατος είναι η μετωνυμία της σύγχρονης μορφής κοινωνίας, που δεικνύει τον άνδρα να παραγκωνίζεται από τη γυναίκα εντός της νέας τάξης πραγμάτων, όπου επικρατούν η δύναμη του χρήματος, η ανακατανομή της εξουσίας και, παρεπόμενα, η πλασματική εικόνα των καταστάσεων του κόσμου στην οποία παραπέμπει η συμβολική αντιστροφή της μυθολογικής Λυσιστράτης στην αρσενική, επίκαιρη σε μας έκδοσή της. Τον ίδιο προβληματισμό στοιχειοθετεί και η παρουσία του μάντη «Τειρεσία-Τειρεζίνας», παρωδιοποίηση της διπλής φυλικότητας του αρχαίου μάντη Τειρεσία, προβληματισμό που αναδύεται μέσα από τη χιουμοριστική αποδόμηση του αρχαιοελληνικού θεατρικού μύθου.

Καθ’ όλη τη διάρκεια του έργου, που περιλαμβάνει το προοίμιο και επτά σκηνές, παρακολουθούμε τον Αφηγητή – ο οποίος μπορεί να ταυτιστεί με τη φωνή του συγγραφέα – να οργανώνει τις σκηνές μεταξύ τους, τη διαπλοκή των προσώπων αλλά και τους διαφορετικούς «χρόνους» που υπεισέρχονται στο έργο.  Πρέπει να τονίσουμε εδώ ότι δεν πρόκειται για γραμμική αφήγηση γεγονότων, αλλά για εναλλαγή χρονικοτήτων, για μια χρονική και χωρο-χρονική ας πούμε «διασάλευση» της δραματικής εξέλιξης που εκφράζεται με τον μηχανισμό της παλινδρομήσεως ή ανα-λήψεως. Παρατηρούμε δηλαδή μια χωρο-χρονική αμφιδρόμηση από τη σύγχρονη εποχή στη μυθολογική αρχαιοελληνική εποχή, από την αίθουσα συγκεντρώσεως της τεχνολογικής σημερινής εταιρείας στο Τροφώνειο μαντείο χρησμών του Τειρεσία, και από τον Όλυμπο, την κατοικία των θεών στην Ακρόπολη, στην Πλάκα και στην Πνύκα. Η αμοιβαία αυτή μετατόπιση που διενεργείται εκατέρωθεν του δομικού πυρήνα του έργου, καταφάσκοντας στην παρωδιοποίηση της σύγχρονης μεσολογικής και τεχνολογικής «ερ’μοποίησης» μέσω της αναφοράς (διαμεσολάβησης) στον αρχαίο κόσμο, αποτελεί την ουσία του θεατρικού παιχνιδιού.

Επομένως, καθώς με τις πρώτες «ατάκες» και προαναγγελίες αρχίζει να τίθεται σε λειτουργία το «θέατρο μέσα στο θέατρο», όλα τα επιμέρους στοιχεία του θεατρικού λόγου μετατρέπονται σε αισθητικά σημεία, ενώ η διάβρωση που σημειώνεται στον δραματικό χρόνο μεταλλάσσεται επί σκηνής σε εστία σημασιών που απορρέουν με τη σειρά τους από τη συνάφεια, τόσο των διανοητικών, όσο και των αισθητικών-συγκινησιακών στοιχείων.

Τέλος, η παρουσίαση των προσώπων-ηθοποιών εν είδει cartoons συμβάλλει, ταυτόχρονα με τα λόγια του Ερμή, στη δημιουργία μιας πλασματικής πραγματικότητας, η οποία εντούτοις φέρει ενισχυμένο φορτίο προθετικότητας εκ μέρους του συγγραφέα, καθώς επιτυγχάνει να αποκαλύψει τη «γυμνή» αλήθεια:  τη βιομηχανοποίηση των πάντων στην εποχή μας, τον προσδιορισμό του σύγχρονου πολιτισμού από το καθεστώς του κέρδους και της εμπορευματοποίησης, τη γεωπολιτική διεύρυνση του πεδίου της είδησης, με άλλα λόγια την αποδόμηση του μύθου γενικότερα, δια της απομυθοποίησης των παραδοσιακών μορφών και αντιλήψεων.

Πρέπει να επισημάνουμε ότι η μεσολογική εποχή μας – το όνομα του δαίμονα Παπαράσιο τα λέει όλα:  το «μέσον» (μεσολογικό, που μεσολαβεί) «δαίμων» (δαιμονική ισχύς), Παπαράσιο (παπαράτσι – δημοσιογράφοι που κυνηγούν την είδηση με κάθε τρόπο) συντελεί στην απομυθοποίηση των μέχρι τούδε παραδεδεγμένων αρχών εισάγοντας καινοτομίες ρηξικέλευθες και, εν πολλοίς, ανατρεπτικές, επιβάλλοντας νέες, θεσμικές ανακατα­τάξεις σε όλους τους τομείς του κοινωνικού γίγνεσθαι.

Ποια είναι η λύση;  Εμφανίζεται η ΟΥΤΟΠΙΑ που είναι, βέβαια, μια ψευδαί­σθηση.  Τελικά την απάντηση δεν δίνει η θρησκεία, ούτε η πολιτική, ούτε η φιλοσοφία, ούτε και ο πλούτος ή η εξουσία, αλλά η Τέχνη, ειδικότερα η θεατρική τέχνη μέσω της μαγικής επενέργειας της κάθαρσης που μπορεί να αποβεί ελπιδοφόρα ανοίγοντας προοπτικές για μια διαφορετική φυσιογνωμία του πλανήτη μας.

Posted in ΘΕΑΤΡΙΚΑ, ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ, ΤΑ ΤΡΕΧΟΝΤΑ | Με ετικέτα: , , , , , , | Leave a Comment »

Περιπέτειες συγγραφής (θεατρικού κειμένου)

Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 6 Ιανουαρίου, 2012

Μικρή προαιρετική συνοδευτική μουσική: Sidney Bechet Petite Fleur Ζωντανή ηχογράφηση στο Ολυμπιά. Παρίσι 8 Δεκεμβρίου 1954

Εξομολογήσεις ενός πρωτάρη…

Όλοι, λέω όλοι, και οι παλιοί, και οι πεπειραμένοι, και οι κωλοπετσωμένοι, και οι δόκιμοι, και οι καθιερωμένοι και οι (εν τέλει) έγκριτοι, είχαν αναπόφευκτα τη Πρώτη τους Φορά!

Την είχαν βεβαίως και οι άλλοι, οι αδόκιμοι, οι ήρθα είδα έφυγα, οι ερασιτέχνες χωρίς επιμονή, οι δοκιμαστές χωρίς μεράκι, οι απαισιόδοξοι πειραματιστές ή ακόμη και εκείνοι, οι απλώς άτυχοι, που το μεράκι τους, η Πρώτη Φορά, το πετσόκοψε ή το απόκοψε οριστικά.

Γιατί η Πρώτη Φορά, όπως και να το κάνουμε, αφήνει ίχνη.

(Γι αυτό, σχετικά με  τις πολλαπλές Πρώτες Φορές που σηματοδοτούν τη ζωή μας, θα πρέπει ίσως να μιλήσουμε εκτενέστερα μια άλλη φορά).

Η πρώτη μου (και προς το παρόν τελευταία) φορά στην οποία αναφέρομαι εδώ, έχει να κάνει με εκείνο το ιδιαίτερο είδος συν-γραφικής απόπειρας, όπου οι ιστορίες που φτιάχνεις απαρτίζονται από ήρωες/χαρακτήρες που μονολογούν, διαλέγονται, συνδιαλέγονται, ενίοτε συν-άδουν και που προσπαθούν να τα πουν όλα μόνοι τους, απευθυνόμενοι ο ένας στον άλλο, χωρίς ο συγγραφέας να πολυπαρεμβαίνει για να προσδιορίσει και να σχολιάσει.

 Όχι ότι δε μπορεί να πει δυο λόγια κι αυτός, δεν απαγορεύεται δια ροπάλου, αλλά όπως και να το κάνουμε το θεατρικό κείμενο -γι αυτό μιλάμε- είναι το συγγραφικό είδος που βασίζεται κυρίως στο διάλογο.

Ο διάλογος, τώρα, έχει τη δική του ακαταμάχητη γοητεία.

Θυμάμαι όταν ήμουν πιτσιρικάς και νεόφυτος αναγνώστης αφηγημάτων, με γοήτευαν ιδιαιτέρα εκείνες οι παυλίτσες που, η μια κάτω από την άλλη στα αριστερά της σελίδας, υποδήλωναν κουβεντούλα, όσο πιο ψιλή τόσο καλύτερα! Ξεφύλλιζα το βιβλίο και ακόμη περισσότερο από το τεστ εικονογράφησης με ενδιέφερε να περάσει  το τεστ των διαλόγων. (Για να τα λέμε όλα, εκείνη την εποχή υπήρχε τέτοια πενία αφηγημάτων –πού η τύχη των σημερινών παιδιών με τα οπτικοακουστικά τους!- που τελικά καταβρόχθιζες και το πιο άχρωμο και στερημένο από εικόνες και διαλόγους ανάγνωσμα).

Όμως ο διάλογος, να τον γράψεις, ακόμη και στα μυθιστορήματα, θέλει ειδική μαστοριά. Πολύ περισσότερο αν επιχειρήσεις να φτιάξεις θέατρο!

Και δεν είναι μόνο υπόθεση καλοδιατυπωμένης διαλεκτικής, είναι και οι ήρωες- χαρακτήρες, που δεν πρέπει να φιλοτεχνηθούν για να παραμείνουν ες αεί ανάμεσα στις χάρτινες (ή άλλου είδους) σελίδες, εικονογραφημένοι μόνο από την φαντασία των αναγνωστών την οποία θα πρέπει να υποδαυλίσεις με επαρκή δεξιοτεχνία, αλλά που τους φτιάχνεις για να αποκτήσουν αργά ή γρήγορα ενσάρκωση και εικόνα, την οποία ελέγχεις ελάχιστα έως καθόλου!

Θα μου πείτε: αυτά και άλλα παρόμοια είναι λεπτομέρειες για έναν ερασιτέχνη στο θεατρικό είδος. Αν αρχίσει να μπερδεύεται με τέτοιους προβληματισμούς πριν να καθίσει να γράψει, το ’καψε το φαί!

Έχετε δίκιο.

Κι εγώ μετά άρχισα να τα σκέφτομαι όλα αυτά.

Στην πραγματικότητα, τον Ιούλιο του 2009 απλά είχα όρεξη για γράψιμο…

…και είπα: καλύτερα όχι μυθιστόρημα, κάτι πιο σύντομο… Ίσως ένα ακόμη διήγημα  από εκείνα τα βιωματικά, όπως το ¨Διαβατήριο¨, που τα έχω στο συρτάρι ως σημειώσεις και που κάποτε θα πρέπει να γραφτούν…

Αλλά όχι, δεν είχα κέφι να αναστήσω αναμνήσεις από εκείνη την περίοδο. Έτσι κι αλλιώς, αυτό το καλοκαίρι είχα σκοπό να επισκεφτώ τον φίλο μου τον Κλάουντιο και την γυναίκα του την Λεονάρντα στην Φλωρεντία  και θέλοντας και μη θα έπαιρνα μια ισχυρή δόση από ξαναζωντανεμένες παλιές γλυκόπικρες εικόνες.

Γιατί όχι ένα θεατρικό; είπα.

Ναι, αλλά τι ακριβώς; ζήτησε να μάθει  ο άλλος μου εαυτός, που συνήθως έχει σοβαρότερες αντιρρήσεις στις πρωτοβουλίες μου, αλλά αυτή τη φορά μου φάνηκε κάπως συγκαταβατικός.

Θα βρούμε, του είπα, αλλά η αλήθεια είναι πώς είχα ήδη κάτι στο μυαλό μου.

(συνεχίζεται)

Posted in ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ, ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ, ΤΑ ΤΡΕΧΟΝΤΑ | Με ετικέτα: , , , , , | Leave a Comment »