Θεσσαλονίκη, Τρίτη, 13, τρεισήμισι το απόγευμα. Καιρός μουντός, με κίτρινα φώτα. Γύρω στους 4 βαθμούς κατά τον Κέλσιο. Πλατεία Αριστοτέλους, πίσω από τη στάση των λεωφορείων της Μητροπόλεως, προς τη θάλασσα όπου αχνοφέγγουν μεγάλα καράβια.
Φτάνω με τη γυναίκα μου και τον Φραγκονικολόπουλο, μαζί με τα πρώτα παιδιά.
Οι φοιτητές κρίνουν ότι μάθημα χωρίς πίνακα και χωρίς ένα τραπέζι όπου ο καθηγητής να εναποθέσει τα χαρτιά του, δεν γίνεται (τι να κάνουμε, μερικά σύμβολα αντέχουν στις αλλαγές –και μια συμβολική ενέργεια έχει ανάγκη από τα σύμβολά της).
Φέρνουν λοιπόν έναν φορητό πίνακα, ένα τραπέζι που να μεταφέρεται από δύο, μια τεράστια ντουντούκα με πολύ ευαίσθητο (λόγω συνεχούς χρήσης) κουμπί λειτουργίας, καθώς και μια απόπειρα μικροφωνικής που τελικά δε χρησιμοποιήθηκε γιατί δε βρέθηκε η κατάλληλη μπρίζα.
Μπήκε το τραπέζι με την πλάτη στη θάλασσα, αναγράφτηκε πάνω στον πίνακα με μαρκαδόρο: ¨Τμήμα Δημοσιογραφίας: Δημόσιο Μάθημα¨ κι απέναντι προς την μεριά της πόλης, όρθιοι, πήραν να μαζεύονται οι ακροατές.
Εγώ φοβόμουν ότι, δεδομένων των συνθηκών, θα ήμασταν καμιά δεκαριά, θα μιλούσαμε με λίγες κρυωμένες φράσεις για το ευγενές και το χρήσιμο των ανοικτών διαδικασιών και μετά, χουχουλιάζοντας, θα καταφεύγαμε στον πλησιέστερο κλειστό χώρο.
Έγινε αλλιώς. Τα παιδιά ήταν τέσσερεις, πέντε φορές τόσα, οι επιβάτες στις ουρές των γειτονικών στάσεων αναδεύονταν ακούγοντας από μια ντουντούκα έναν περίεργο, ασυνήθιστο λόγο, και μερικοί αποτολμούσαν να έρθουν πιο κοντά και να δουν τι γίνεται. Παράλληλα έσκασαν μύτη κάποιοι παλιοί συμφοιτητές των παιδιών, που σήμερα δουλεύουν στα μέσα, με τα μικρόφωνα και τα κασετόφωνά τους. Ήρθε και ο Ηλίας ο Κουτσούκος, και ο Γιώργος ο Εξαρχος.
Δύο ώρες αργότερα ήμασταν ακόμη εκεί, κουβεντιάζοντας, ενώ η πόλη σκοτείνιαζε και τα φώτα γίνονταν πιο κίτρινα και λαμπερά.
Μίλησα για την πρόοδο και τη λαθεμένη ιδέα που μπορεί να σχηματίσει κανείς σήμερά για αυτή, προσπάθησα να πω για την επιστήμη, που από μόνη της δε φτάνει, και ακόμη για το πανεπιστήμιο που δεν πρέπει να είναι κλειστό. Επειδή θυμάμαι τα δικά μας (της γενιάς μου) και το ξύλο που ρίχναμε μεταξύ μας οι δημοκρατικοί (στο εξωτερικό) επί χούντας, συμβούλεψα τα παιδιά να ενεργούν θετικά και να μην αναλώνονται σε διαμάχες μεταξύ τους για τις οποίες αργά ή γρήγορα θα μετανιώσουν.
Μίλησε και ο Χρήστος ο Φραγκονικολόπουλος, και πήραν το λόγο ο Ηλίας ο Κουτσούκος, ο Εξαρχος, και αρκετοί φοιτητές. Γύρω στις πεντέ και μισή, έξη παρά, τελειώσαμε. Ήμασταν όλοι ευχαριστημένοι. Φαινόταν.
Για μένα, η καλύτερη στιγμή της ημέρας, ήταν στην επιστροφή. Ανηφορίζοντας με τη Σόφη τον Χρήστο και τον Γιώργο την Βενιζέλου, διασταυρωθήκαμε με τους δύο που κουβαλούσαν πίσω στη σχολή (ένας μπρος κι ένας πίσω) το τραπέζι της ¨διάλεξης¨. Περπατούσαν με άνεση, σαν να μετέφεραν ένα έπιπλο στην αυλή του σπιτιού τους. Ο φοιτητής στην πίσω μεριά, περνώντας δίπλα μας είπε κάτι σαν : ¨Πόσο όμορφη πόλη είναι η Θεσσαλονίκη. Η πιο όμορφη!¨