Κυκλοφόρησε από τις εκδ. Παπαζήση η νέα ποιητική συλλογή του Λευτέρη Μανωλά
Ποιήματα και ποιητικά κείμενα από τον Ηλία Κουτσούκο.
*
Η νέα συλλογή ποιημάτων του Νίκου Μοσχοβάκου.
*
Κυκλοφόρησε το νέο βιβλίο του Τηλέμαχου Χυτήρη ¨Ημερολόγιο μιας επιστροφής¨ από τις εκδόσεις ¨Μελάνι¨
.
*
¨Απριλίου ξανθίσματα¨.
Κυκλοφόρησε η νέα ποιητική συλλογή του Νίκου Μοσχοβάκου, από τις εκδόσεις Μελάνι.
Αισθάνθηκε μια δαγκωνιά
στη μνήμη.
Ήταν το παρελθόν
που σαν αδέσποτο σκυλί
είχε επιτεθεί στο είναι του.
Οι σταγόνες αίμα που έσταξαν
κοκκίνισαν τις εικόνες.
***
Η νέα ποιητική συλλογή του Νίκου Μυλόπουλου ¨Τέλος της Περιπλάνησης¨. Από τις εκδόσεις ¨Γαβριηλίδης¨
***
Κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ¨Μελάνι¨ η νέα ποιητική συλλογή του Νίκου Μοσχοβάκου
¨Αιφνίδια και διαρκή¨
Ο Θηβαίος στρατηγός Επαμεινώνδας οξυδερκής καθώς ήταν αλλά και θαρραλέος επινόησε πως έπρεπε να διορθώσει την ιστορία χωρίς αναβολές. Ασυμβίβαστος εκστράτευσε κατά της Σπάρτης με τον δαίμονα της υπερβολής κάτι σαν σαράκι να τρώει τα σωθικά του κι επέτυχε ν’ αλλάξει τον ρου τ’ αρχαίου κόσμου. Το πλήρωσε βέβαια στην Μαντίνεια πανάκριβα με τη ζωή του όμως διόρθωσε έστω για μια στιγμή την ανιαρή ιστορία. Δεν ήταν δα και λίγο αυτό. *****
Γράφει ο Ηλίας Κουτσούκος
*****
Γραφει ο Gianfranco Bettin
*****
Γράφει ο Νίκος Μοσχοβάκος
Η ΕΚΔΙΚΗΣΗ
Τώρα που τάπαν όλα οι ποιητές
εσύ τι θα γράψεις ;
μου αντέτεινε
η άπτερος Νίκη της Σαμοθράκης.
Κι εγώ την αποκεφάλισα.
[Από τις ¨Ζωγραφιές μου¨ - Πορτρέτο του Νίκου - Λάδι]
Η ΣΥΜΒΟΥΛΗ
Πάντοτε μούδιναν την συμβουλή
να γίνω τέλειος.
Έτσι μίσησα την τελειότητα
κι επιδόθηκα στην λατρεία των ατελειών.
Έχω λοιπόν πολλά να κάνω
αναζητώντας μέσα από ελλείψεις
τον εαυτό μου σε πείσμα των τελειομανών
που επαναπαύονται στον μοναδικό δρόμο τους
με την σιγουριά του αλάθητου.
Εγώ πορεύομαι μες τις αμφιβολίες
και τον κίνδυνο του ατελέσφορου στόχου
ποτέ παροπλισμένος αφού πάντα μάχομαι.
*****
[Από τις ¨Ζωγραφιές μου¨ - Λάδι σε χαρτόνι - Γενάρης 2015]
Tα πνευματικά δικαιώματα όλων των εικόνων και των μουσικών που αναδημοσιεύονται εδώ ανήκουν αποκλειστικά και μόνο στους δημιουργούς τους.
Κοινωνία, επικοινωνία, εξουσία: Από τον Βωμό και τον Άμβωνα στην οθόνη. Η περίοδος της προφορικότητας και οι επικοινωνητές της. Μια κοινωνιολογική προσέγγιση στην ιστορία της επικοινωνίας και των μέσων. Εκδότης: Ι. Σιδέρης. Συγγραφέας: Βασίλης Νόττας. Σειρά: Δημοσιογραφία και ΜΜΕ. Έτος έκδοσης: 2009 . ISBN: 960-08-0468-0. Τόπος Έκδοσης: Αθήνα Αριθμός Σελίδων: 302 Διαστάσεις: 24χ17 Πρόλογος: Κώστας Βεργόπουλος. Αποσπάσματα στο Ιστολογοφόρο: κλίκ στην εικόνα
Συλλογή κειμένων: ΜΜΕ, κοινωνία και πολιτική. Ρόλος και λειτουργία στη σύγχρονη Ελλάδα. Επιμέλεια: Χ. Φραγκονικολόπουλος Εκδόσεις Ι. Σιδέρης, 2005 Αριθμός σελίδων 846. ISBN 960-08-0353-6, Κείμενο Β. Νόττας: ¨Επικοινωνιακή και πολιτική εξουσία τον καιρό της επέλασης των ιδιωτών¨ (σελ. 49). Κείμενο στο Ιστολογοφόρο: κλικ στην εικόνα.
Β΄Έκδοση. Εκδόσεις Ι. Σιδέρης. NovelBooks. Έτος έκδοσης: 2012. Αριθμός σελίδων: 610. Κωδικός ISBN: 9609989640. Εισαγωγικό σημείωμα στη 2η έκδοση: Γιώργος Σκαμπαρδώνης. Αποσπάσματα στο Ιστολογοφόρο: κλικ στην εικόνα του εξώφυλλου.
Vivere pericolosamente Ανθολογία διηγημάτων: 26 ιστορίες από την Ιταλία. Εκδόσεις: Αντίκτυπος. Αθήνα: 2005 Σελίδες: 342. Κείμενο Β. Νόττας: ¨Το διαβατήριο¨. Ανάρτηση στο Ιστολογοφόρο: Κλικ στην εικόνα του εξώφυλλου
Εκδότης: Αρχέτυπο. Συγγραφέας: ΒΑΣΙΛΗΣ ΝΟΤΤΑΣ. Κατηγορίες: Φανταστική Λογοτεχνία. ISBN 978-960-7928-83-2. Ημερομηνία έκδοσης: 01/01/2002. Αριθμός σελίδων: 512. Αναρτήσεις στο Ιστολογοφορο: κλίκ στην εικόνα του εξώφυλλου.
Η «κατασκευή» της πραγματικότητας και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Αθήνα 1998. Πρακτικά διεθνούς συνεδρίου που οργανώθηκε από το Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών. Συλλογικό έργο. Έκδοσεις: Αλεξάνδρεια. Διαστάσεις: 24Χ17. Σελίδες: 634. Κείμενο Β. Νόττας: Κοινωνιολογικες παρατηρησεις πανω στην οπτικοακουστικη αναπαρασταση της συγχρονης ελληνικης πραγματικοτητας. Κείμενο στο Ιστολογοφόρο: κλικ στην εικόνα
Ενα κείμενο στο βιβλίο του Κώστα Μπλιάτκα ¨Εισαγωγή στο τηλεοπτικό ρεπορτάζ" . Εκδόσεις ¨Ιανός¨ με τίτλο ¨Αξιοπιστία και οπτικό ρεπορτάζ¨
Περιοδικό ¨Εξώπολις¨ Τεύχος 12-13. Κείμενο με τίτλο ¨Το ραδιόφωνο των ονείρων. Ένα δοκίμιο περί ήχων φτιαγμένο με επτά εικόνες¨. Στο Ιστολογοφόρο: κλικ στην εικόνα.
Συμμετοχή σε λογοτεχνικό παιχνίδι σχετικό με τον (υποτιθέμενο) συγγραφέα Άρθουρ Τζοφ Άρενς. Δημοσιευμένο στο περιοδικό ¨Απαγορευμένος πλανήτης" τεύχος 6 (εκδόσεις ¨Παραπέντε¨). Για το πλήρες κείμενο κλικ στην εικόνα.
¨Το Δεντρο¨ Τεύχος: 17-18 . Βασίλης Νοττας: Συζήτηση για τον κοινωνικό χώρο της Θεσσαλονίκης.
Διδακτορική Διατριβή ¨Δημόσια μέσα μαζικής επικοινωνίας και συμμετοχική Πολεοδομία¨. Σελίδες:788. Ψηφιοποιημένη στη βιβλιοθήκη του Παντείου
*
Συγγραφικά φίλων
Ποιήματα και ποιητικά κείμενα του Νίκου Μοσχοβάκου (κλικ στην εικόνα)
Ποιήματα και ποιητικά κείμενα του Ηλία Κουτσούκου (κλικ στην εικόνα)
Μοτο-ταξιδιωτικά από τον Βασίλη Μεταλλινό (κλικ στην εικόνα)
Κάποιες απόψεις και άρθρα…
Η γυναίκα τανάλια * Όταν ο Χάρι Πότερ συνάντησε τα λόμπι * Ο μικρός ήρωας * Πώς έκοψα το κάπνισμα και άλλα
Ακόμη ένα κλασικό, τρυφερό τραγουδάκι, για τους ερωτευμένους που αγκαλιάζονται στα δημόσια παγκάκια, από το άλμπουμ Les Amoureux Des Bancs Publics (Brassens 1954). Ακούστε επίσης την εξαιρετική διασκευή του Daniele Sepe, μια εκτέλεση στα ρώσικα και την Πατασού. Ακολουθεί η προσαρμογή στην ελληνική γλώσσα που σας έφτιαξα.
Ο Brassens ζωντανά, σε τηλεοπτική εκπομπή, συνοδεία ορχήστρας
Η προσαρμογή/διασκευή του Daniele Sepe (βάζει κι άλλες νότες στη χύτρα)
Επίσης μια ρώσικη εκδοχή
…και η Πατασού
Η απόδοση στα Ελληνικά:
Και τα σχετικά κείμενα:
Les Amoureux Des Bancs Publics
Les gens qui voient de travers Pensent que les bancs verts Qu’on voit sur les trottoirs Sont faits pour les impotents Ou les ventripotents Mais c’est une absurdité Car à la vérité Ils sont là, c’est notoire Pour accueillir quelque temps Les amours débutants
Les amoureux qui s’bécotent sur les bancs publics Bancs publics, bancs publics En s’foutant pas mal du r’gard oblique Des passants honnêtes Les amoureux qui s’bécotent sur les bancs publics Bancs publics, bancs publics En s’disant des Je t’aime pathétiques Ont des p’tites gueules bien sympathiques
Ils se tiennent par la main Parlent du lendemain Du papier bleu d’azur Que revêtiront les murs De leur chambre à coucher Ils se voient déjà, doucement Elle cousant, lui fumant Dans un bien-être sûr Et choisissent les prénoms De leur premier bébé
Les amoureux qui s’bécotent sur les bancs publics Bancs publics, bancs publics En s’foutant pas mal du r’gard oblique Des passants honnêtes Les amoureux qui s’bécotent sur les bancs publics Bancs publics, bancs publics En s’disant des Je t’aime pathétiques Ont des p’tites gueules bien sympathiques
Quand la sainte famille machin Croise sur son chemin Deux de ces malappris Elle leur décoche hardiment Des propos venimeux N’empêche que toute la famille Le père, la mère, la fille, Le fils, le Saint-Esprit Voudrait bien, de temps en temps Pouvoir s’conduire comme eux
Les amoureux qui s’bécotent sur les bancs publics Bancs publics, bancs publics En s’foutant pas mal du r’gard oblique Des passants honnêtes Les amoureux qui s’bécotent sur les bancs publics Bancs publics, bancs publics En s’disant des Je t’aime pathétiques Ont des p’tites gueules bien sympathiques
Quand les mois auront passé Quand seront apaisés Leurs beaux rêves flambants Quand leur ciel se couvrira De gros nuages lourds Ils s’apercevront, émus, Qu’c’est au hasard des rues Sur un d’ces fameux bancs Qu’ils ont vécu le meilleur Morceau de leur amour
Les amoureux qui s’bécotent sur les bancs publics Bancs publics, bancs publics En s’foutant pas mal du r’gard oblique Des passants honnêtes Les amoureux qui s’bécotent sur les bancs publics Bancs publics, bancs publics En s’disant des Je t’aime pathétiques Ont des p’tites gueules bien sympathiques
Οι ερωτευμένοι στα δημόσια παγκάκια
Τα παγκάκια μερικοί, λένε πως είναι εκεί, σε πάρκα και πρασιές
μόνο για τους κουρασμένους, και καν’ά χοντρό
Μα η αλήθεια είναι αυτή, οι πάγκοι είναι εκεί, στις πόλης τις γωνιές
για να στηρίζουν των ερώτων κάθε νέο ανθό
Οι ερωτευμένοι πάντα στο παγκάκι εκεί, πάντα εκεί, κολλητοί
που καμιά δε δίνουν προσοχή, στον κόσμο που περνάει
Οι ερωτευμένοι πάντα στο παγκάκι εκεί, κολλητοί, τρυφεροί
για αγάπες σα μιλούν παντοτινές, τι φάτσες συμπαθητικές!
Δες πως πιάνονται απ’ το χέρι και με πόση χάρη για τ’ αύριο μιλούν
τι κουρτίνες θα ταιριάξουν, με πουά ή με καρό
κι έτσι τακτοποιημένοι, στ’ όνειρο δεμένοι, στα ψηλά πετούν
κι αποφασίζουν πως θα λεν’ το πρώτο τους μωρό.
Οι ερωτευμένοι πάντα στο παγκάκι εκεί, πάντα εκεί, κολλητοί
που καμιά δε δίνουν προσοχή, στον κόσμο που περνάει
Οι ερωτευμένοι πάντα στο παγκάκι εκεί, κολλητοί, τρυφεροί
για αγάπες σαν μιλούν παντοτινές, τι φάτσες συμπαθητικές!
Κι όλοι εκείνοι οι δίχως πάθος, την αγάπη λάθος, που νομίζουνε
και που στους ερωτευμένους ρίχνουνε χολή
είναι γιατί τους ζηλεύουν κι ίσως κατά βάθος να ελπίζουνε
πως θα ζήσουν κάτι τέτοιο κάποτε κι αυτοί.
Οι ερωτευμένοι πάντα στο παγκάκι εκεί, πάντα εκεί, κολλητοί
που καμιά δε δίνουν προσοχή, στον κόσμο που περνάει
Οι ερωτευμένοι πάντα στο παγκάκι εκεί, κολλητοί, τρυφεροί
για αγάπες σα μιλούν παντοτινές, τι φάτσες συμπαθητικές!
Κι όταν ο καιρός γυρίσει κι έχουν πια ξεφτίσει οι πρώτες προσμονές
και χοντρά και μαύρα νέφη θα ‘χει ο ουρανός
Τότε θα αναπολήσουν κι ίσως ξαναζήσουν ‘κείνες τις στιγμές
Στο παγκάκι να ανάβει πόθος φλογερός
Οι ερωτευμένοι πάντα στο παγκάκι εκεί, πάντα εκεί, κολλητοί
που καμιά δε δίνουν προσοχή, στον κόσμο που περνάει
Οι ερωτευμένοι πάντα στο παγκάκι εκεί, κολλητοί, τρυφεροί
για αγάπες να μιλούν παντοτινές, φατσούλες συμπαθητικές!
Κατά τη διάρκεια του περασμένου (20ου ) αιώνα, ορισμένοι Ευρωπαίοι λαϊκοί καλλιτέχνες, συχνά σε αντιπαράθεση με τη ραγδαία αναπτυσσόμενη πολιτισμική βιομηχανία, κατάφεραν να αναδειχτούν σε σημεία αναφοράς για μεγάλες κοινωνικές ομάδες, ξεπερνώντας τα συνήθη πολιτισμικά όρια και τις ήδη υπάρχουσες ¨ετικέτες¨.
Ιδιαίτερα στην (αυτονόητα) λαϊκή τέχνη του τραγουδιού (που αποτελεί και το συνηθέστερο φορέα της λαϊκής ποίησης), μερικοί από αυτούς τους καλλιτέχνες αναδείχτηκαν σε ενοποιητικά κοινωνικά σύμβολα με τεράστια απήχηση, παρά την συνήθως αρνητική ή αδιάφορη στάση, τόσο της καθεστωτικής, όσο και της εμπορευματικής επικοινωνιακής εξουσίας (η απόλυτη ταύτιση αυτών των δύο μορφών επικοινωνιακής εξουσίας είναι σχετικά πρόσφατο φαινόμενο -στο παρελθόν κρατούσαν μια αμοιβαία απόσταση, έστω για τα ¨μάτια του κόσμου¨).
Ένας τέτοιος καλλιτέχνης υπήρξε πχ για τον ελληνόφωνο χώρο ο Στέλιος Καζαντζίδης ή ο Βασίλης Τσιτσάνης, για τον γαλλόφωνο ο Ζωρζ Μπρασένς και άλλοι, στην Ιταλία μπορούσες (και μπορείς ακόμη) να συναντήσεις αποκόμματα περιοδικών με την εικόνα του Αντριάνο Τσελεντάνο κολλημένα σε παρμπρίζ φορτηγών, σε ενοριακές λέσχες, σε κομμωτήρια και συνεργεία, ενώ τις λίγες φορές που παρουσιάζεται, θυμοσοφώντας, στα μεγάλα μέσα γίνεται χαμός θεαματικοτήτων.
Πέρα από την διαχρονικότητα, την εμβέλεια και την γνήσια λαϊκή τους καταγωγή, ένα άλλο κοινό σημείο ανάμεσα σε τέτοιου είδους καλλιτέχνες είναι ο μη ¨πολιτικά ορθός ¨ (συχνά σατυρικός ή σαρκαστικός, ενίοτε μελοδραματικός) τρόπος με τον οποίο χειρίζονται τα θέματά τους.
Θα μου πείτε, και θα έχετε δίκιο, ότι η πολιτική ορθότητα είναι ένα ξενέρωτο, αλλά όχι για αυτό το λόγο λιγότερο ιδιοτελές κίνημα της εποχής της παγκοσμιοποίησης, του νεοφιλελευθερισμού και του μεταμοντερνισμού, επινοημένο για να προφυλάξει από την επιδιωκόμενη γενική αποδόμηση, κάποιους τομείς γενικότερης χρήσεως, όπως κάποιες -ακόμα χρήσιμες για τις νέες εξουσίες- ανθρώπινες ευαισθησίες, πριν τις διοχετεύσει σε (ελεγχόμενες) ¨μη κυβερνητικές¨ οργανώσεις ή ¨Αρχές¨.
Πράγματι, άλλα ήταν τα ζόρια τον καιρό που στην Ευρώπη ανθούσαν, έξω από τα εμπορικά κυκλώματα, οι παραπάνω καλλιτέχνες. Ωστόσο παρατηρώ ότι, αν όχι αυτά καθαυτά (όχι όλα) τα μηνύματα και οι προβληματισμοί του καιρού εκείνου, τουλάχιστον ο αυθόρμητος και μη υποκριτικός, μη κυνικός, μη πραγματιστικός, λόγος τους, λειτουργεί ακόμη.
Σήμερα, βέβαια, η¨ γενική αναγνώριση¨ μερικών από αυτούς έχει τρόπον τινά επέλθει. Έτσι κι αλλιώς, τέτοιους καλλιτέχνες κουβάλησε μαζί της μια γενιά που αναρριχήθηκε στην εξουσία τραγουδώντας τους, για να τους εγκαταλείψει αμέσως μετά, με δύο τρόπους: είτε προσπαθώντας να τους μετατρέψει σε αποστειρωμένους θεσμούς είτε επιλέγοντας αυστηρά και προωθώντας μόνο τμήματα της δουλειάς τους.
Γι αυτό, λέω, εδώ να εξακολουθήσουμε να ψάχνουμε για πηγαία λόγια και νότες, παλιών ή πρόσφατων καιρών (έστω για παρηγοριά στον άρρωστο…) και για σήμερα bien sûr
έχουμε Μπρασένς και Misogynie a part (Μισογυνισμού εξαιρουμένου).
Σημείωση 1. Ο Μπρασένς αρχίζει ορμώμενος από μία ρήση του Πολ Βαλερί ¨Il y a trois sortes de femmes: les emmerdantes, les emmerdeuses et les emmerderesses¨.
Σημείωση 2. Στη θέση του Claudel, ίσως όχι επαρκώς γνωστού στην Ελλάδα ως εκπρόσωπου του ακαδημαϊκού ύφους, προτίμησα τους αρχαίους τραγικούς. Ενίοτε έχουν κι αυτοί τα θύματά τους.
Σημείωση 3. Το ανέβασμα στο ιστολογοφόρο, οι ηχογραφήσεις και το ραπ ψάλσιμο, έγιναν σε συνθήκες εκδρομής, κάπως (πολύ) άτσαλα. Ανεβαίνοντας στη Θεσσαλονίκη θα τα συμμαζέψω κατά το δυνατόν.
Σημείωση 4. Στην ελληνική απόδοση έβαλα τελευταία την 6η στροφή, γιατί καταλήγει πιο αποφατικά από την 8η.
Οπότε, ακούστε και διαβάστε:
Σε ήχο:
1. O Brassens στο Misogynie apart
2. Την απόδοση που σας έφτιαξα: Μισογυνισμού εξαιρουμένου
3. Την απόδοση στα ιταλικά του Nanni Svampa : Lei mi rompe
4. Κάτι το ανάλογο, χιουμοριστικό και ελληνικό της ιδίας περιόδου Σερσέ λα φαμ (1948 Βασίλης Τσιτσάνης και Ε. Λαμπίρη)
5. Επίσης: των Παπαδόπουλου, Γιαννακόπουλου, Σακελλάριου
Η Γυναίκα είναι ζημιά (Φ. Πολυμέρης 1953)
Και τα κείμενα
1. Του Βρασένς: Misogynie a part
2. Η απόδοση στα ελληνικά: Μισογυνισμού εξαιρουμένου
Το γεγονός ότι από τα λατινογενή αλφάβητα λείπει ο φθόγγος χι, δημιούργησε στην Δύση, ήδη από την εποχή του κλασικισμού και της λατρείας για τους ελληνικούς μύθους, μια μικρή παρεξήγηση.
Μπέρδεψαν (όχι μόνο το πλατύ κοινό, αλλά και μερικοί λόγιοι), τον Κρόνο (ταυτισμένο με τον ρωμαϊκό Saturnus) με τον Χρόνο (Chronos). Έτσι στον Κρόνο/Σατούρνο αποδόθηκε η αρμοδιότητα να ελέγχει, ως ο αρμόδιος θεός, τα της ροής των καιρών που αλλάζουν, εξοπλισμένος με κλεψύδρα και δρεπάνι.
Αυτή η ιστορία, που κρατάει τώρα πια μερικούς αιώνες, έχει επηρεάσει διάφορα καλλιτεχνήματα. Ένα από αυτά και ο ¨Σατούρνος¨ του Μπρασένς, ο μεγαλοπρεπής και αδυσώπητος θεός-Χρόνος, του οποίου σας έφτιαξα (ακόμη μία) ελεύθερη απόδοση στα ελληνικά.
Σημείωση 1. Επειδή η ελληνική γλώσσα είναι περισσότερο περιφραστική από τη γαλλική, επωφελήθηκα από την επανάληψη του δεύτερου δίστιχου της κάθε στροφής, διαφοροποιώντας τo στην απόδοση, έτσι ώστε να προσθέσω κάποιες αποχρώσεις που αλλιώς δεν θα χώραγαν.
Σημείωση 2. Η γιορτή του Άγιου Μαρτίνου -11 Νοεμβρίου συμπίπτει (για τους ιθαγενείς) με ένα μετεωρολογικό «μικρό καλοκαιράκι», κάτι ανάλογο με τις αλκυονίδες ημέρες των δικών μας τόπων.
Σημείωση 3. Το «κατουρλού» είναι αρκετά πιστό στο «pisseuse», αν και οι Γάλλοι φαίνεται ότι το χρησιμοποιούν γενικότερα για την μικρή άγουρη γυναίκα, (πιτσιρίκα, πιπίνι; γκομενάκι;)
Η ¨Καταιγίδα¨ ηχογραφήθηκε στις 4 Μαρτίου 1960 στις 10 το πρωί (τι μπορείς να βρεις άμα ψάξεις!) από το ίδιο τον συνθέτη, στιχουργό και εκτελεστή, αυτοπροσώπως.
Αν και κατάγεται από το νότο (η μητέρα του ήταν Ιταλίδα) ή ακριβώς γι αυτόν το λόγο, ο Μπρασένς, αντιπαθεί τον πολύ ήλιο. Εδώ μας δίνει έναν επί πλέον λόγο για να προτιμά κανείς την καταιγίδα.
Παρακάτω, έχουμε και λέμε:
Ηχος:
1. Η αρχική εκτέλεση
2. Στα ισπανικά
3. Στα Γεωργιανά (άμα ψάξεις, είπαμε, βρίσκεις)
4. Ανάγνωση εκδοχής στα ελληνικά (Θάνος και Σόφη)
και σε κείμενο
1. Η καταιγίδα στα γαλλικά
2. Η απόδοση στα ελληνικά που σας έφτιαξα
L’orage
Parlez-moi de la pluie et non pas du beau temps,
Le beau temps me dégoûte et me fait grincer les dents,
Le bel azur me met en rage,
Car le plus grand amour qui me fut donné sur terre
Je le dois au mauvais temps, je le dois à Jupiter,
Il me tomba d’un ciel d’orage.
Par un soir de novembre, à cheval sur les toits,
Un vrai tonnerre de Brest, avec des cris de putois,
Allumait ses feux d’artifice.
Bondissant de sa couche en costume de nuit,
Ma voisine affolée vint cogner à mon huis
En réclamant mes bons offices.
«Je suis seule et j’ai peur, ouvrez-moi, par pitié,
Mon époux vient de partir faire son dur métier,
Pauvre malheureux mercenaire,
Contraint de coucher dehors quand il fait mauvais temps,
Pour la bonne raison qu’il est représentant
D’une maison de paratonnerre.»
Enbénissant le nom de Benjamin Franklin,
Je l’ai mise en lieu sûr entre mes bras câlins,
Et puis l’amour a fait le reste!
Toi qui sèmes des paratonnerres à foison,
Que n’en as-tu planté sur ta propre maison?
Erreur on ne peut plus funeste.
Quand Jupiter alla se faire entendre ailleurs,
La belle, ayant enfin conjuré sa frayeur
Et recouvré tout son courage,
Rentra dans ses foyers faire sécher son mari
En me donnant rendez-vous les jours d’intempérie,
Rendez-vous au prochain orage.
A partir de ce jour je n’ai plus baissé les yeux,
J’ai consacré mon temps à contempler les cieux,
A regarder passer les nues,
A guetter les stratus, à lorgner les nimbus,
A faire les yeux doux aux moindres cumulus,
Mais elle n’est pas revenue.
Son bonhomme de mari avait tant fait d’affaires,
Tant vendu ce soir-là de petits bouts de fer,
Qu’il était devenu millionnaire
Et l’avait emmenée vers des cieux toujours bleus,
Des pays imbéciles où jamais il ne pleut,
Où l’on ne sait rien du tonnerre.
Dieu fasse que ma complainte aille, tambour battant,
Lui parler de la pluie, lui parler du gros temps
Auxquels on a tenu tête ensemble,
Lui conter qu’un certain coup de foudre assassin
Dans le mille de mon coeur a laissé le dessin
D’une petite fleur qui lui ressemble.
Η καταιγίδα
Μίλα μου για βροχή κι όχι για ξαστεριά
τη λιακάδα μισώ και την καλοκαιριά
Δεν πέφτω στου ήλιου την παγίδα.
Τη μεγάλη αγάπη που ζητούσα στη γη
μου την έφερε η αντάρα και του Δία η οργή
την έφερε μια καταιγίδα.
Μια βραδιά του Νοέμβρη, μαύρος ο ουρανός
μες τις στέγες ξεσπά λάμψη και κεραυνός,
χρυσός της νύχτας φωτοδότης
Τότε ήταν π’ εκείνη, η πλαϊνή μου, η μικρή,
στο κατώφλι μου ήρθε, φόβος και συστολή,
σκιές στ’ ωραίο πρόσωπό της.
¨Έξω αστράφτει, ανοίξτε, σας παρακαλώ
και ο άντρας μου λείπει, -είμαι μόνη εδώ-
για τη δουλειά έξω γυρνάει,
αντιπρόσωπος είναι και στα γύρω χωριά,
μ’ όποιο να ’ναι καιρό, με βοριά, με νοτιά,
αλεξικέραυνα πουλάει».
Ευλογώντας τον μπάρμπα Βενιαμίν Φραγκλίνο
της ανοίγω την πόρτα και στα μπράτσα την κλείνω
κεραυνοβόλος ήταν έρως!
Πως στο σπίτι σου, φίλε, έπρεπε να ’χεις βάλει
τ’ αλεξίκεραυνά σου, και ας είσαι τσακάλι,
αυτό δε το ’μαθες εγκαίρως.
Άλλα όταν ο Δίας κι οι κεραυνοί του μαζί
την εκάναν για αλλού, η ωραία μικρή
-πολύ πιο ήρεμη πια τώρα-
ετοιμάστηκε σπίτι, να ξάναγυρίσει
το σύζυγο να στεγνώσει, μα πριν εμένα μ’ αφήσει
είπε:
θα ξαναρθώ στην άλλη μπόρα!
Από εκείνη τη μέρα μου εκόλλησε ο νους,
με τα μάτια ψηλά ψάχνω τους ουρανούς,
μεσ’ του καιρού είμαι τη δίνη,
μελανίες, σωρείτες και τα σύννεφα τ’ άλλα,
τα ικετεύω να ρθούν, χοντρά μαύρα μεγάλα,
μα δεν εφάνηκε εκείνη.
Πούλησε ο δικός της, τότε τόσα κομμάτια,
απ’ τα αλεξίκεραυνά του σ’ όλη την έπι-κράτεια
που έγιν’ εκατομμυριούχος
και την πήρε και πήγαν στις ηλίθιες τις χώρες,
που ποτέ δεν αστράφτει, και τώρα γεύεται τις ώρες
ως της ωραίας ο δικαιούχος.
Κάνε Θεέ μου να πάει, ο καημός μου ως εκεί
να της πει πως η αντάρα, η βροντή κι η βροχή
κι η καταιγίδα μας ταιριάζει,
να της πει πως τα’ αγέρι, η καταχνιά κι η άγρια φύση
Δεν είπα πως κλείνω (προσωρινά) τον κύκλο Μπρασένς; Είπα. Κι όταν το είπα, δεν εννοούσα τόσο προσωρινά. Αλλά λέω να υπαναχωρήσω. Το ¨Εχω ραντεβού μαζί σας¨, απλή και εύηχη μελωδία με τέσσερεις μόνο στροφές (μετά ανακάλυψα πως υπάρχει και πέμπτη), με έκαναν στην αρχή να κοντοσταθώ, μετά να πω: α, μπορεί και να πάει κάπως έτσι, μετά να τυπώσω τους γαλλικούς στίχους, να πάρω μολύβι και να αρχίσω να σημειώνω στο λευκό περιθώριο φράσεις που να μπορούν να καθίσουν στις νότες χωρίς να προδίδουν τελείως την (όμορφη) αίσθηση που προκαλεί το πρωτότυπο κείμενο. Βέβαια, έστω κι αν όλα γίνονται χάριν παιδιάς, θα πρέπει να πω ότι είμαι εν γνώσει του ότι άλλο ¨j’m’en fous¨ και άλλο ¨αδιαφορώ¨, άλλο ταβερνιάρισσα και άλλο ταβερνιάρης, και τα λοιπά, και τα λοιπά, αλλά τι να κάνουμε, αν μείνουμε πιστοί στις λέξεις δύσκολα θα προκύψει κάτι που να τραγουδιέται. Άσε που μπορεί να χάσουμε και σε ατμόσφαιρα.
Αυτά.
Α ναι. Η παραπανίσια στροφή, η πέμπτη, δεν υπάρχει στην ηχογράφηση του Μπρασένς, αλλά σε εκείνη της Πατασού. Ετσι τουλάχιστον προέκυψε από τη σχετική έρευνα στο διαδίκτυο.
Εδώ έχουμε:
Σε ήχο:
1. Τον Ζορζ Μπρασένς να τραγουδά J’ai rendez-vous avec vous.
2. Την ανάγνωση της απόδοσης στα ελληνικά
Και σε κείμενο: 1.Την πλήρη (5 στροφές) εκδοχή του τραγουδιού και 2. Την απόδοση στα ελληνικά
J’ai rendez-vous avec vous
Monseigneur l’astre solaire
Comm’ je n’l’admir’ pas beaucoup
M’enlèv’ son feu, oui mais, d’son feu, moi j’m’en fous
J’ai rendez-vous avec vous
La lumièr’ que je préfère
C’est cell’ de vos yeux jaloux
Tout le restant m’indiffère
J’ai rendez-vous avec vous !
Monsieur mon propriétaire
Comm’ je lui dévaste tout
M’chass’ de son toit, oui mais, d’son toit, moi j’m’en fous
J’ai rendez-vous avec vous
La demeur’ que je préfère
C’est votre robe à froufrous
Tout le restant m’indiffère
J’ai rendez-vous avec vous !
Madame ma gargotière
Comm’ je lui dois trop de sous
M’chass’ de sa tabl’, oui mais, d’sa tabl’, moi j’m’en fous
J’ai rendez-vous avec vous
Le menu que je préfère
C’est la chair de votre cou
Tout le restant m’indiffère
J’ai rendez-vous avec vous !
Sa Majesté financière
Comm’ je n’fais rien à son goût
Garde son or, or, de son or, moi j’m’en fous
J’ai rendez-vous avec vous
La fortun’ que je préfère
C’est votre cœur d’amadou
Tout le restant m’indiffère
J’ai rendez-vous avec vous !
Mon patron, le vieux notaire,
Comme je n’en fiche pas un clou,
M’vire du bureau, mais du bureau, moi, j’m’en fous,
J’ai rendez-vous avec vous,
Le travail que je préfère,
C’est chanter rien que pour vous,
Tout le restant m’indiffère,
J’ai rendez-vous avec vous.
Έχω ραντεβού μαζί σας
Ο Ήλιος ο κατεργάρης
π’ ακτίνες μου στέλνει καυτές,
με σιγοψήνει, [ναι,] μα εγώ αδιαφορώ,
με σας απόψε θα βγω.
Η αύρα που μου ταιριάζει; Το πρόσωπό σας το αβρό.
Για τα λοιπά δεν με νοιάζει,
με σας απόψε θα βγω
Μα κι ο σπιτό-νοικοκύρης
που όλα του τα χαλώ,
έξωση μου ’κανε, μα εγώ αδιαφορώ,
με εσάς απόψε θα βγω.
Το σπίτι που μου ταιριάζει; Η φούστα σας, το φουρό.
Για τα λοιπά δεν με νοιάζει,
με σας απόψε θα βγω.
Ακόμα κι ο ταβερνιάρης
που κάμποσα του χρωστώ,
το τζάμπα μου ’κοψε, μα εγώ αδιαφορώ
με σας απόψε θα βγω.
Το γεύμα που μου ταιριάζει; Είν’ στον λευκό σας λαιμό.
Για τα λοιπά δε με νοιάζει,
με σας απόψε θα βγω.
Να κι ο λεφτάς παρταόλας
που του ’κατσα στο λαιμό,
δε με χωνεύει, ναι, μα εγώ αδιαφορώ
με σας απόψε θα βγω.
Ο πλούτος που μου ταιριάζει; Πάθος για σας φλογερό.
Για τα λοιπά δεν με νοιάζει,
με σας απόψε θα βγω.
Ως και το αφεντικό μου
-που δεν πεθαίνω για αυτό-
χτες με απόλυσε, μα εγώ αδιαφορώ,
με σας απόψε θα βγω.
Το έργο που μου ταιριάζει; Για σας είν’ να τραγουδώ.
Λέω στο Θάνο: Μάλλον είμαι σε φάση. (Δηλαδή προσωρινά κολλημένος σε μια δραστηριότητα που με διασκεδάζει).
Μου λέει ο Θάνος: Ωχ κατάλαβα! (ή κάπως έτσι).
Ο Θάνος είναι ο γιος μου και τα λέμε στο τηλέφωνο μια που αυτή την περίοδο βρίσκεται στην Αθήνα.
Ναι, του επαναλαμβάνω απτόητος. Και δέχομαι και ¨παραγγελιές¨.
Ά τόσο! μου κάνει. Τότε για δοκίμασε με το Next. Υπάρχει μια καταπληκτική εκτέλεση με την Sensational Alex Harvey Band.
Με τα αγγλοσαξονικά αποκλείεται του λέω, Το ξέρεις. Αυτά είναι δική σου αρμοδιότητα.
Είναι ένα τραγούδι του Brel, με διαβεβαιώνει…
Au suivant; απορώ.
Au suivant. μου απαντά.
Τα επακόλουθα της παραπάνω κουβεντούλας βρίσκονται εδώ παρακάτω.
Σε ήχο:
1. Au suivant στίχοι και μουσική του Brel (για εικόνα στο You tube εδώ)
2. Next με τους Sensational Alex Harvey Band (για εικόνα στο You tube εδώ)
Σε κείμενο:
1. Η απόδοση στα ελληνικά (αφιερωμένη φυσικά στον Θάνο)
2. Το γαλλικό πρωτότυπο (1964)
3. Η αγγλική απόδοση
Ο επόμενος
Τσίτσιδος στην πετσέτα που / φόραγα ως σκελέα,
κόκκινος ως το κούτελο, / σαπούνι ανά χείρας,
είκοσι ήμουνα χρονών / κι εμείς εκατόν είκοσι
που φτιάχναμε μακριά ουρά/ του επομένου [οι] επόμενοι
Ήμουνα μόνον είκοσι / και ξεπαρθενευόμουνα
σ’ ένα μπουρδέλο του στρατού / μπουρδέλο περιοδεύον
Εγώ πολύ θα ήθελα / μια στάλα τρυφερότητα
μονάχα ένα χαμόγελο / ή λίγο χρόνο ακόμα.
Δεν ήτανε το Βατερλώ / μήτε κι ο Μαραθώνας
ήτανε που βλαστήμησα / π’ άφησα το σχολείο
και τον λοχία π’ άκουσα /εκείνον τον μαλάκα.
Αυτά είναι κόλπα να φτιαχτούν/ στρατιές από ανικάνους.
Στ’ όνομα σας ορκίζομαι / της πρώτης μου βλεννόρροιας
συνέχεια στο κεφάλι μου / στραβή φωνή βαράει
φωνή με βρώμα από κρασί / κι ιδρώτα της μασχάλης
φωνή απ’ εχθρικούς λαούς / και δρόμους του θανάτου
Κι έτσι από τότε, κάθε μια / γυναίκα π’ αγκαλιάζω
νομίζω πως αδύναμα / στ’ αφτί μου ψιθυρίζει:
[ο επόμενος , ο επόμενος]
Οι επόμενοι στον κόσμο αυτό / ας δώσουνε τα χέρια
Έτσι στον εφιάλτη μου / φωνάζω και πετιέμαι
κι όταν ξυπνάω σκέπτομαι / κάλλιο να είσαι επόμενος
παρά ένα τσούρμο ανόητους / ακόλουθους να έχεις
Μήτ’ αρχηγός μήτ’ οπαδός / ουτ’ έσχατος ή πρώτος
Γκουρού θα γινώ στα βουνά / στο πουθενά ερημίτης
Μόνο να πάψει να αντηχεί / αυτή η κραυγή στα αυτιά μου
[ο επόμενος, ο επόμενος]
Au suivant
Tout nu dans ma serviette qui me servai de pagne J’avais le rouge au front le savon à la main Au suivant, au suivant, J’avais juste 20 ans, et nous étions 120 À être le suivant de celui qu’on suivait Au suivant, au suivant, J’avais juste 20 ans et je me déniésait Au bordel ambulant d’une armée en campagne Au suivant, au suivant.
Moi j’aurais bien aimé, un peu plus de tendresse Ou alors un sourire ou bien avoir le temps mais Au suivant, au suivant, Ce n’ fut pas Watterloo, mais ce n’fut pas Arcoles Ce fut l’heure où l’on r’grete d’avoir manqué l’école Au suivant, au suivant, Mais je jure que d’entendre, cet adjudent d’mes fesses, C’est des coups à vous faire, des armées d’impuissants Au suivant, au suivant.
Je jure sur la tête de ma 1ère vérole Que cette voix depuis je l’entends tout le temps Au suivant, au suivant, Cette voix qui sentait l’ail et le mauvais alcool C’est la voix des nations et c’est la voix du sang Au suivant, au suivant, Et depuis chaque femme à l’heure de succomber, Entre mes bras trop maigre semble me murmurer Au suivant, au suivant
Tous les suivants du monde devraient s’donner la main Voila ce que la nuit je cris dans mon délire Au suivant, au suivant, Et quand je n’ délire pas, j’en arrive à me dire Qu’il est plus humiliant d’être suivi qu’suivant Au suivant, au suivant, Un jour j’me ferai cul d’jatte ou bonne sœur ou mandiant, Enfin un d’ces machins ou je n’serai jamais plus Le suivant suivant suivant Jamais plus le suivant suivant suivant suivant
Sensational Alex Harvey Band
Next
Naked as sin an army towel, covering my belly Some of us weep, some of us howl Knees turn to jelly But Next! Next! I was just a child A hundred like me I followed a naked body a naked body followed me Next! Next! I was just a child when my innocence was lost in a mobile army whorehouse a gift of the army, free of cost Next! Next! Next! Me, I really would have liked a little bit of tenderness Maybe a word, maybe a smile, maybe some happiness But Next! Next! Oh it was not so tragic and heaven did not fall But how much at that time I hated being there at all Next! Next! I still recall the brothel trucks, the flying flags The queer lieutenant slapped our arses thinking we were fags Next! Next! Next!
I swear on the wet head of my first case of gonorrhea It is his ugly voice that I forever fear Next! Next! A voice that stinks of whiskey of corpses and of mud The voice of nations the thick voice of blood Next! Next! Since then each woman I have taken into bed they seem to lie in my arms and they whisper in my head Next! Next!
All the naked and the dead could hold each other’s hands as they watch me dream at night in a dream that nobody understands and though I am not dreaming in a voice grown dry and hollow I stand on endless naked lines of the following and the followed Next! Next!
One day I’ll cut my legs off I’ll burn myself alive I’ll do anything to get out of life to survive not ever to be next Next! Next! not ever to be next, not ever
Από τη στιγμή που ανακάλυψα (πρόσφατα) ότι το να ψάχνεις λέξεις για να αποδώσεις στα ελληνικά ένα τραγούδι που σ’ αρέσει είναι πιο διασκεδαστική (και σίγουρα πιο δημιουργική) δραστηριότητα για τον ελεύθερο χρόνο από το να λύνεις σταυρόλεξα, έστω κι από τα δύσκολα, και, βέβαια, από τη στιγμή που βάλαμε ήχο και μουσική στο ιστολογοφόρο, έχουμε, όπως θα είδατε, συνεχή ροή έμμετρων μελοποιημένων κειμένων.
Μην ανησυχείτε, η ροή οσονούπω θα κοπάσει και θα πάμε γι άλλα.
Πάντως, προς το παρόν, σας έχω ετοιμάσει μερικά τραγούδια ακόμη.
Το σημερινό λέγεται Το Λούσιμο
Το λούσιμο (Lo Shampoo) είναι ένα τραγούδι του Τζιόρτζιο Γκάμπερ γραμμένο το 1973 και συμπεριλαμβάνεται στο άλμπουμ ¨Ας προσποιηθούμε ότι είμαστε υγιείς¨. Αποτελεί τμήμα της ομώνυμης θεατρικής παράστασης, τα κείμενα της οποίας ο Γκάμπερ έγραψε μαζί με τον Σάντρο Λουπορίνι. Εδώ σας έχω:
1. Το τραγούδι στα ιταλικά, Το β΄ τμήμα σε πεζό λόγο ποικίλει λίγο, ανάλογα με το αν είναι από το δίσκο ή την παράσταση. Εγώ, για την απόδοση στα ελληνικά πήρα λέξεις κι από τις δύο εκδοχές.
2. Η εκδοχή στα ελληνικά. έτσι που, άμα λάχει, να μπορείτε να το ψιθυρίσετε…
Lo Shampoo
Una brutta giornata,
chiuso in casa a pensare,
una vita sprecata,
non c’è niente da fare,
non c’è via di scampo,
quasi quasi mi faccio uno shampoo.
Uno shampoo?
Una strana giornata,
non si muove una foglia,
ho la testa ovattata,
non ho neanche una voglia,
non c’è via di scampo:
sì, devo farmi per forza uno shampoo.
Uno shampoo? Sì, uno shampoo.
schhh… scende l’acqua, scroscia l’acqua calda, fredda, calda… giusta!
Shampoo rosso, giallo, quale marca mi va meglio… questa!
Schiuma, soffice, morbida, bianca, lieve, lieve,
sembra panna, sembra neve…
La schiuma è una cosa buona, come la mamma,
che ti accarezza la testa quando sei triste e stanco,
una mamma enorme, una mamma in bianco!
Sciacquo, sciacquo, sciacquo…
Seconda passata.
Son convinto che sia meglio quello giallo senza… canfora!
I migliori son più cari perchè sono anti… forfora!
Schiuma, soffice, morbida, bianca, lieve, lieve,
sembra panna, sembra neve…
La schiuma è una cosa sacra, è una cascata di latte,
che assopisce questa smania tipica italiana,
è una cosa sacra: come una vacca indiana!
Sciacquo, sciacquo, sciacquo…
Fffffff… fon!
Σε άλλη εκδοχή (ζωντανή ηχογράφηση της παράστασης) La schiuma è una cosa pura, come il latte: purifica di dentro. La schiuma è una cosa sacra che pulisce la persona meschina, abbattuta, oppressa. È una cosa sacra. Come la Santa Messa.
Το λούσιμο
Μα τι άσχημη μέρα
μες το σπίτι κλεισμένος
η ζωή μου μια ξέρα
κι εγώ ναυαγισμένος
έχω ανάγκη [αδελφέ μου] ένα πλάνο
Μα! Ένα λούσιμο λέω να το κάνω.
Λούσιμο;
Μα τι μέρα γρουσούζα
δεν κουνιέται ένα φύλλο
το κεφάλι χαβούζα
κι ες-ο-ες πού να στείλω;
κάτι πρέπει [επιτέλους] να κάνω…
Ναι! ένα λούσιμο! Ίσως προκάνω…
Λούσιμο; Ναι λούσιμο!
Φςςςςς
Το νεράκι ρέει,
παγώνει, καίει, παγώνει, καίει…
Τέλειο!
Ποιο σαμπουάν να προτιμήσω;
αυτό; εκείνο; τ’ άλλο;
Ετούτο!
Αφ-ρος!
Ω τι αφράτος αφρός που επάνω σου λειώνει
μοιάζει κρέμα, μοιάζει χιόνι.
Είναι ωραίο πράγμα ο αφρός! Όπως η μαμά, που σου χαϊδεύει το κεφάλι σαν είσαι λυπημένος κι αποκαμωμένος: μια μαμά τεράστια, μια μαμά κατάλευκη.
Ξξξξέβγαλμα, ξξέβγαλμα, ξέβγαλμα.
Δεύτερο χέρι.
Προτιμώ το μπλέ γιατί δεν περιέχει διόλου κάμφορα
Τα καλύτερα κοστίζουν, φτάνουν ως τις ρίζες ευκολότερα
Αφ-ρος!
Ω τι αφράτος αφρός που επάνω σου λειώνει
μοιάζει κρέμα, μοιάζει χιόνι.
Ο αφρός είναι ένα πράγμα αγνό, όπως το γάλα: καθαρίζει από τα μέσα. Ο αφρός είναι ένα πράγμα ιερό που εξαγνίζει τους κακομοίρηδες, τους βαρεμένους, τους καταπιεσμένους. Είναι ένα πράγμα άγιο. Σαν μια Ινδική αγελάδα