Βασίλης Νόττας: Το Ιστολογοφόρο

Κοινωνία, Επικοινωνία, Φαντασία και άλλα

Archive for Αύγουστος 2011

Ημερολογιακό (περιμένοντας το Φθινόπωρο)(*) συν ένα ακόμη τραγουδάκι

Posted by vnottas στο 29 Αυγούστου, 2011

Το καλοκαίρι, φέτος, είχα μαζί μου τον μικρό Ανυστερόβουλο (υπολογιστή), αλλά όχι πάντα τη δυνατότητα να τον συνδέω στο διαδίκτυο. Πάντως είχα (είχε) απομνημονεύσει υλικό για διάφορες χρήσεις, ανάμεσα στο οποίο υπήρχαν τα λόγια από μερικά τραγούδια υποψήφια για επεξεργασία και λεκτική προσαρμογή στα καθ’ ημάς. Μεταξύ αυτών Le vent, Ο άνεμος: το γαλλικό κείμενο, οι άγνωστες λέξεις και ό, τι από σχόλιο είχα βρει στις περιηγήσεις μου στην κυβερνοθάλασσα (φυσικά κι αυτό γραμμένο από τον μουστακοφόρο φίλο).

Η προσωπική μου γνώμη είναι ότι ο Άνεμος ενέπνευσε πρώτα τον καλλιτέχνη μουσικά: το αποτέλεσμα ήταν μια μελωδία πεταχτή, αεράτη, στριφογυριστή, ανοδική, γρήγορη, ορμητική και αποκαλυπτική. Μετά (υποθέτω πάντα) αυτός ο (χορευτικός) άνεμος, με ήδη αποκτημένη τη μουσική του υπόσταση, για να γίνει τραγούδι θα έπρεπε να αποκτήσει λόγια. Και για να αποκτήσει λόγια έπρεπε να καταγραφεί μέσα/πάνω σε έναν τόπο.

Θα μπορούσε, ας πούμε, να σφυρίζει σε ερήμους, σε βουνοκορφές, ανάμεσα σε κλαδιά, ανάμεσα σε κατάρτια ή όπου αλλού. Ο καλλιτέχνης προτίμησε ένα γεφύρι. Κι όχι όποιο κι όποιο. Le pont des Arts, Το Γιοφύρι των Τεχνών, στον παρισινό Σηκουάνα. Γεφύρι Ναπολεόντειο και προορισμένο για πεζούς, αποκτά τώρα την ποιητική του διάσταση: γίνεται ανεμοδρόμιο.

Και αφού προσδιορίστηκε ο τόπος, μπορεί πλέον να εμφανιστεί και η δράση. Να ‘τος λοιπόν ο Άνεμος που, γενικά, μπορεί να κάνει  τις δουλειές που ξέρει καλά, να ξεσηκώνει κύματα, να ξεριζώνει δέντρα, να ξεκαρφώνει κουφώματα και στέγες, αλλά αν τον στριμώξεις σε ένα γεφύρι, τότε βέβαια μάλλον περιορίζεται στο να διασκεδάζει με το να σηκώνει φούστες, να παρασύρει  καπέλα, να χαλάει χτενίσματα.

Εγώ λέω λοιπόν, ότι κάπως έτσι θα πρέπει να άρχισαν να πλέκονται οι στίχοι πάνω στην αεράτη μουσική. Το μόνο που θα έπρεπε τώρα να προστεθεί, για να ενταχθεί το πόνημα στο συγκεκριμένο ύφος του δημιουργού του, είναι μια κάποια έστω υπαινικτική, έστω αλληγορική, έστω μεταφορική ή, στο κάτω κάτω, γιατί όχι, ρητή και κατηγορηματική ¨θέση¨. (οι ποιητές του νεωτερισμού το ‘χουν αυτό το χούι, σε αντίθεση με μερικούς αλτσχαμέριους ρεϊβόρυθμους κατοπινούς τους).

Ελάτε λοιπόν εδώ αντιπαθητικοί τύποι, και των δύο άκρων. Πάρτε θέση στόχου: από τη μια μεριά ιδού οι ¨Ωχ αδελφέ¨, οι επιλεγόμενοι και ¨Δε βαριέσαι!¨, ανέκαθεν και πανταχού παρόντες, και από την άλλη, να ‘τοι και οι ¨Καθώς πρέπει¨,  να αποτελούν το εξ ίσου αντιπαθές, στημένο και ποζάτο, αντίβαρο στους ¨Ωχ¨.

Και  να ‘τος και ο πρωταγωνιστής Άνεμος, να τους περιπαίζει αμφότερους αποδίδοντας εναέρια δικαιοσύνη.

Πάντως, για την ώρα, ο Άνεμος θα είναι επιεικής και παιχνιδιάρης ακόμη και μ’ αυτούς: θα περιοριστεί να τους σηκώνει τις φούστες, να τους παίρνει τα καπέλα, άντε και να τους χαλάει την κόμμωση. Μέχρι να ολοκληρωθεί και το τελευταίο ρεφρέν δεν θα έχει πετάξει κανέναν στο ποτάμι.

Και τώρα αδέλφια ας πάρουμε αυτόν τον φυσσαλέο τιμωρό και ας επιχειρήσουμε να τον μεταφέρουμε νοτιότερα, σε μια πόλη χωρίς ποτάμια, σε μια γλώσσα με πολυσύλλαβες λέξεις, (και πολύλεξες υποτακτικές), όπου όμως οι άνεμοι, όλων των τάσεων, ειδών και χαρακτήρων ευδοκιμούν.

Και όπου, βέβαια, δεν λείπουν ούτε οι ¨Ωχ αδελφέ!¨ (κάθε άλλο, υπάρχει μάλιστα άφθονη τοπική παραγωγή Προστατευμένης Ονομασίας και Κατοχυρωμένης Προέλευσης)  ούτε οι ¨Καθώς πρέπει¨. Μόνο που αυτοί οι τελευταίοι τα ‘χουν ολίγον παίξει, γιατί αλλιώς τους τα λέγανε οι συντηρητικοί (στα πάνω τους έως πριν λίγο καιρό) και αλλιώς τους τα ζήτησαν οι ¨εκσυγχρονιστές¨ (πρόσφατα). Για να μη πούμε τι τραλαλά παθαίνουν λόγω κρίσης (τώρα). Γιατί άλλο να είσαι ένας καθώς πρέπει ¨Καθώς πρέπει¨ τον καιρό της σεμνότητας και της αποταμίευσης, άλλο τον καιρό της φουντωτής επιδεικτικής (ξέκωλης) κατανάλωσης και άλλο στα συλλογικά ζόρια. Αλλά, όπως λέγαμε και στα προηγούμενα τραγούδια, «Ο ¨Καθώς πρέπει¨ μένει πάντα ¨Καθώς πρέπε騻 -και για να το πετύχει συχνά εντάσσεται στους γνωστούς ΟΦΑ –Όπου Φυσάει ο Άνεμος .

Και τώρα νομίζω ότι χρειαζόμαστε ένα γεφύρι, λέω στα παιδιά (καλοκαίρι, Μάνη, στο σπίτι του Νίκου).

Όχι, το γεφύρι της Άρτας δεν μας κάνει. Παραείναι βουκολικό. Ας το αφήσουμε για όταν θα ασχοληθούμε με πρωτομάστορες και κωμειδύλλια. Εμείς αναζητάμε κλίμα πρωτευουσιάνικο, όπου να χωράει άνετα η πολυπληθής ποικιλία των ενοχλητικών.

Ναι, αλλά η πόλη που έχουμε στη διάθεσή μας έχει στραβοκαταπιεί τα ποτάμια της, κι από γεφύρια, το πολύ καμιά πεζογέφυρα, πάνω από λεωφόρο ταχείας θρόμβωσης.

Γιατί όχι!

Μια αερο-πεζογέφυρα.

Άρα;

Άρα το υστερόγραφο του σενιόρ Καλατράβα, το Καλατραβάκι.

Το Καλατραβάκι πάει μια χαρά, κι ας μην ανακαλεί τον Ναπολέοντα (πλην εκείνου του πάλαι ποτέ Δρομοκαϊτείου, όταν το παίζει ολυμπιονίκης), έχει μήκος και (πρέπει να) έχει εκ των κάτωθεν ανοδική θέα (υποθέτω, δεν πήγε ακόμη κανείς απ’ την παρέα να το επαληθεύσει).

Όμως υπάρχει ένα μικρό πρόβλημα: οι συλλαβές. Κοίτα το πρωτότυπο: Si, par hasard (4 συλλαβές), Sur l’Pont des Arts (κι εδώ, εν τέλει, 4συλλαβές)  Η λέξη ¨Καλατραβάκι¨ έχει 5, μαζί με το απαραίτητο (πρόθεση + άρθρο) ¨στο¨, μας κάνουν 6 (έξι). Ζόρικο. Μήπως όμως οι έξι συλλαβές χωράνε στις νότες, έστω με γρηγορότερη εκφορά, γιά όλοι μαζί: Στο Καλατραβάκι/ πρόσεχε λιγάκι… πάει; Πάει.

Ξανά: Πρόσεχε λιγάκι/ στο Καλατραβάκι

Όταν φυσάει δυνατά/ κράτα τη φούστα σου σφικτά…

Και τώρα χρειαζόμαστε κάτι να ομοικαταληκτεί (ριμάρει) με ¨καπέλο¨ . Δε βγαίνει; Είναι που το καπέλο είναι και παροξύτονο. Κι αν τον βάζαμε να χαλάει τα μαλλιά; παρατηρεί εύστοχα η Ιωάννα. Γιατί όχι! Και ποιος σε ¨ –ιά¨ θα τα ανακατεύει; Μα ο παιχνιδιάρης ο Βοριάς, ξαναλύνει τον βρόγχο η Ιωάννα. Σωστό!

Άρα έχουμε: Πρόσεχε λιγάκι/ στο Καλατραβάκι

Τον παιχνιδιάρη τον βοριά / που σου χαλάει τα μαλλιά.

Κάπως έτσι άρχισε να πλέκεται η παρακάτω εγχώρια προσαρμογή των στίχων του Μπρασένς. Σας τους παραθέτω μαζί με το αρχικό κείμενο και ό, τι από μουσική (αρχική και διασκευές) βρήκα.
…………

(*)Όπως θα παρατήρησαν οι τακτικοί επισκέπτες της παρούσας ιστοσελίδας, αυτό το καλοκαίρι, το κύριο  θέμα των αναρτήσεων ήταν παλιά ξένα τραγούδια που ανασύρθηκαν  ξανά στην επιφάνεια, ψαχουλεύτηκαν, παρουσιάστηκαν και έγινε ερασιτεχνική προσπάθεια να μεταφραστούν(;), αποδοθούν(;) προσαρμοστούν(;) στην τρέχουσα ελληνική. Αυτό το παιχνίδι άρχισε όταν το παρόν ιστολογοφόρο απόκτησε τη δυνατότητα μεταφοράς προφορικού λόγου και μουσικών ήχων.

Τώρα, το καλοκαίρι τελειώνει και μαζί του ο (ικανός για τέτοιες ενασχολήσεις) ελεύθερος χρόνος. Έτσι, όπου να ’ναι, πάμε γι άλλα.  (Εκτός, βεβαίως, απρόοπτης θυμικής εμμονής, που δεν είναι να την αποκλείεις κι αυτήν, γιατί, που και που, σκάει μύτη απρόσκλητη και απαιτητική). Πάντως, έτσι κι αλλιώς, έχω ακόμη δυο τρία Μπρασένεια άσματα στο δισάκι μου, επεξεργασμένα σε περίοδο θερινής ραστώνης, πακεταρισμένα και  έτοιμα για ανάρτηση.

Επομένως… ιδού ένα από αυτά:

Πρώτα οι ήχοι:

1. Από τον δημιουργό (στίχοι, μουσική, τραγούδι) Μπρασένς
2. Από το κουαρτέτο Plein Jazz
3. Από τους Pierre et Willy
4. Εκτέλεση στο παγκόσμιο πρωτάθλημα των Μπρασένς
5. Ισπανικά
6. Ανάγνωση της προσαρμογής στα ελληνικά (από κάτω το Duo Brassens Jazz)

Και τα κείμενα: 1. Οι στίχοι στα γαλλικά 2. Η προσαρμογή στα ελληνικά

Le vent

Georges Brassens

Si, par hasard
Sur l’Pont des Arts
Tu croises le vent, le vent fripon
Prudenc’, prends garde à ton jupon
Sur l’Pont des Arts
Tu croises le vent, le vent maraud
Prudent, prends garde à ton chapeau

Les jean-foutre et les gens probes
Médis’nt du vent furibond
Qui rebrouss’ les bois, détrouss’ les toits, retrouss’ les robes
Des jean-foutre et des gens probes
Le vent, je vous en réponds
S’en soucie, et c’esαιt justic’, comm’ de colin-tampon

Si, par hasard
Sur l’Pont des Arts
Tu croises le vent, le vent fripon
Prudenc’, prends garde à ton jupon
Si, par hasard
Sur l’Pont des Arts
Tu croises le vent, le vent maraud
Prudent, prends garde à ton chapeau

Bien sûr, si l’on ne se fonde
Que sur ce qui saute aux yeux
Le vent semble une brut’ raffolant de nuire à tout l’monde
Mais une attention profonde
Prouv’ que c’est chez les fâcheux
Qu’il préfèr’ choisir les victimes de ses petits jeux

Si, par hasard
Sur l’Pont des Arts
Tu croises le vent, le vent fripon
Prudenc’, prends garde à ton jupon
Si, par hasard
Sur l’Pont des Arts
Tu croises le vent, le vent maraud
Prudent, prends garde à ton chapeau

Ο άνεμος

Πρόσεξε λιγάκι

Στο Καλατραβάκι

Όταν φυσάει δυνατά

Κράτα τη φούστα σου σφικτά

Προσοχή λιγάκι

Στο Καλατραβάκι

Στον  παιχνιδιάρη τον βοριά

Που ανακατεύει τα μαλλιά

Οι ¨ωχ αδελφέ¨ κι οι ¨καθώς πρέπει¨

για τον άνεμο ρωτούν

που δέντρα ρίχνει, στέγες παίρνει  και φούστες σηκώνει

¨Ωχ αδελφέ¨ και ¨καθώς πρέπει¨

θα σας απαντήσω εγώ

πως ο άνεμος σας έχει

γραμμένους και τους δυο

Πρόσεξε λιγάκι

Στο Καλατραβάκι

Όταν φυσάει δυνατά

Κράτα τη φούστα σου σφικτά

Πρόσεξε λιγάκι

Στο Καλατραβάκι

Τον  παιχνιδιάρη τον βοριά

Που ανακατεύει τα μαλλιά

Έτσι βέβαια κι αρκεστείς

σε ό, τι μοιάζει προφανές

ο αέρας ίδιος είναι για όλους τους ανθρώπους

αλλά αν προβληματιστείς

περισσότερο θα δεις

πώς να ενοχλεί του αρέσει στριμμένους και εμπαθείς

Πρόσεξε λιγάκι

Στο Καλατραβάκι

Όταν φυσάει δυνατά

Κράτα τη φούστα σου σφικτά

Προσοχή λιγάκι

Στο Καλατραβάκι

Στον  παιχνιδιάρη τον βοριά

Που ανακατεύει τα μαλλιά

Posted in ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ, Μπρασένς στα ελληνικά ΙΙ, ΤΑ ΤΡΕΧΟΝΤΑ | Με ετικέτα: , , , , , , , | Leave a Comment »

Εξετάσεις Σεπτεμβρίου. Παράταση προθεσμίας.

Posted by vnottas στο 26 Αυγούστου, 2011

Αφού εν τέλει οι ημερομηνίες των εξετάσεων των μαθημάτων που κάνουμε μαζί ορίστηκαν προς το τέλος του μήνα, μπορούμε να παρατείνουμε κατά μία εβδομάδα το χρόνο υποβολής των σχετικών εργασιών ή ασκήσεων (όπου απαιτούνται). Δηλαδή αντί για την Παρασκευή 2  Σεπτεμβρίου, η (ανυπέρθετη) λήξη της προθεσμίας θα είναι η Παρασκευή 9 Σεπτεμβρίου 2011

Με την ευκαιρία σας θυμίζω ότι οι (προφορικές) εξετάσεις (και παρουσιάσεις εργασιών) θα γίνουν, σύμφωνα με το πρόγραμμα, ως ακολούθως:

Ραδιόφωνο: Γλώσσα και κοινωνική διάσταση, Πέμπτη 22 Σεπτεμβρίου, ώρα 00:09 Αιθ. 2.

Κοινωνική Ιστορία των Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας, Παρασκευή 23 Σεπτεμβρίου ώρα 00:09, Αιθ. 2.

Κοινωνιολογία της Μαζικής Επικοινωνίας, Δευτέρα 26 Σεπτεμβρίου, ώρα 00:90 Αιθ. 2.

Σημείωση: Για μαθήματα που δεν αναφέρονται στο πρόγραμμα θα ορίσω ημερομηνίες μόλις πάρω από τη γραμματεία τα ονόματα όσων έχουν κάνει τις απαραίτητες δηλώσεις.

Posted in ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ - ΜΑΘΗΜΑΤΑ | Με ετικέτα: , , , | Leave a Comment »

Περιπέτειες συγγραφής V (Αυγουστιάτικες σκέψεις)

Posted by vnottas στο 25 Αυγούστου, 2011

Σχετικά με ¨περιπέτειες συγγραφής¨ έχω ήδη αρχίσει να σας παραθέτω αποσπάσματα από εμπειρίες του παρελθόντος, σε παλιότερες καταχωρήσεις.

Αυτή τη φορά λέω να σας καταστήσω κοινωνούς των αποπειρών και των φάσεων της συγγραφής καθώς αυτές γέννιουνται και καθώς εξελίσσονται. Και το καλοκαιρινό περιβάλλον, πιο ανάλαφρο και πιο αισιόδοξο, προσφέρεται κατ’ εξοχήν (βουνό ή θάλασσα) για κάτι τέτοιο.

Δεν μιλάω για τις συγγραφές κατά παραγγελία. Αυτές έχουν άλλη, δική τους λογική. Μιλάω για τις προαιρετικές. Τις αμιγώς ερασιτεχνικές. Τις «γράφω για μένα και ανταμείβομαι περνώντας καλά».

Σε αυτές τις περιπτώσεις, όπως καταλαβαίνετε εκείνο που προέχει είναι να υπάρχει ρητή η σχετική επιθυμία. Ας πούμε μια ακαταμάχητη νοσταλγία για το λευκό φύλλο καθώς γεμίζει με μικρά ακανόνιστα μαύρα σημαδάκια, που με τη σειρά τους παραπέμπουν σε κόσμους άγνωστους, ενδεχομένως συναρπαστικούς, τουλάχιστον για τον συγγραφέα…

Ή που διατυπώνουν απόψεις που ούτε που είχες φανταστεί ότι τις είχες στην κασέλα. Και καμιά φορά αλήθειες (προς επαλήθευση). Και καμιά φορά άλλα πράγματα, απρόσμενα και αποκαλυπτικά…

Αλλά για το ξεκίνημα η επιθυμία δε φτάνει.

Χρειάζονται και ιδέες. (Οι ιδέες-εμπνεύσεις, έτσι και έχεις την τύχη να σου καταφτάσουν απρόσμενα και με το έτσι θέλω, γενούν αυτομάτως όρεξη για καταγραφή, όμως η επιθυμία για γράψιμο σπανίως γεννάει ταυτόχρονα ιδέες. Και εάν δεν διαθέτεις ένα σεντούκι με εμπνεύσεις αποταμιευμένες, αλλά σε καλή κατάσταση, μπαίνεις σε διαδικασίες ψαξίματος).

Αρχίζεις λοιπόν να αναζητάς ιδέες. Έτσι μπορείς που και που να απομονώνεσαι και (εν ανάγκη) να (κάνεις ότι) γράφεις έχοντας κάποιες συγκεκριμένες απαντήσεις στο (θεμιτό) ερώτημα (των άλλων): «Τι κάνεις εσύ εκεί;» «Γράφω!» (αφήγημα, ιστορία, παραμύθι, δοκίμιο, κάτι άλλο, κάτι σαν κι εκείνο, κάτι για τους προηγούμενους, κάτι για τους επερχόμενους, κοκ).

Σπανιότατα όμως οι ιδέες καταφτάνουν με ολοκληρωμένη μορφή. Συνήθως εμφανίζονται ως αρχικές ιδέες και έχουν ατέλειωτες (πολλαπλές) αλλά και ατελείωτες (μισές) μορφές. Σε αυτό το σημείο από τα δύο το ένα:

Είτε μπλοκάρεσαι ανάμεσα στις μισές ιδέες και εξακολουθείς να ψάχνεις για την καλύτερη έως ότου  βαρεθείς και παραπέμψεις την όλη συγγραφή σε μια άλλη παραγωγικότερη εποχή

είτε πιάνεις την άκρη ενός από τα νήματα (η επιλογή μπορεί να είναι εντελώς συγκυριακή) και αρχίζεις να πλέκεις, ευελπιστώντας ότι πλοκές και νοήματα θα ολοκληρωθούν και θα ¨στρώσουν¨ καθ’ οδόν.

Στη δεύτερη περίπτωση, ενδέχεται:

α. Να πάνε όλα καλά. Οι ιδέες να απλώνονται χωρίς βρόγχους και ανεπίλυτους κόμπους πάνω στον αφηγηματικό κάμπο και να καταλήγουν μετά τη δέουσα  πορεία σε ανεκτά συμπεράσματα και λύσεις. Και ύστερα από μια σειρά τελικών διορθωτικών μικροεπεμβάσεων που είναι απαραίτητες, όσο και κατά βάση ευχάριστες, η προσπάθεια να καταλήγει αίσια.

β. Όλα να πάνε στραβά και λίγο μετά να ανακαλύπτεις ότι η ιδέα δεν ήταν επαρκώς γόνιμη, ότι σκουντουφλάς σε ανυπέρβλητες δίνες και νοηματικούς υφάλους, οπότε, όσο πιο γρήγορα την εγκαταλείψεις, τόσο το καλύτερο.

γ. Αρχικά όλα να μοιάζουν πως εξελίσσονται κατ’ ευχήν, ώσπου μια κάποια στιγμή ανακαλύπτεις ότι για άλλα άρχισες να γράφεις και με άλλα ασχολείσαι τώρα, άλλες οι αρχικές σου προθέσεις και αλλού σε σπρώχνει η φουσκοθαλασσιά των επί μέρους καταγραφών.

Μη τρομάζεις, αυτή η τρίτη είναι μια συνηθισμένη περίπτωση που αντιμετωπίζεται συνήθως με παλινδρομικές επεμβάσεις και με λιγότερο ή περισσότερο ριζικά κοψίματα που απομένουν σε παλιά τετράδια ως χαρακτηριστικές «αδιέξοδες ιστορίες» Ασ’ τες εκεί. Ενδέχεται κάποτε να γεννοβολήσουν κάποια καλή ιδέα για μια άλλη συγγραφή.

(συνεχίζεται)

Υστερόηχοι:  πρόκειται για ορισμένες ακόμη εκτελέσεις (ενδιαφέρουσες) από μουσικές που παρουσιάσαμε ήδη.

1.

2.
3.

4.

5.

6.

7.

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , | Leave a Comment »

Περί βλακείας κεφάλαιον δεύτερον (χρηματιστηριακόν)

Posted by vnottas στο 22 Αυγούστου, 2011

Μια που είναι ακόμη Αύγουστος, κάνει ζέστη, και το Πνεύμα των Διακοπών ως εξωτικό ξωτικό εξακολουθεί απτόητο, ανέμελο και ηλιοκαμένο να κόβει βόλτες πάνω από πόλεις και εξοχές, βγάζοντας γλώσσα στην κρίση, την ανησυχία, την αμφιβολία, το άγχος, και την (προσωρινά καταλαγιασμένη) οργή, λέω να μην αλλάξουμε θέμα και να μείνουμε (με καλή θερινή διάθεση) στα όσα (διαπιστωτικά και αυτοκριτικά) λέγαμε στο προηγούμενο δημοσίευμα.

Πολύ περισσότερο που ξετρύπωσα ακόμα ένα σχετικό τραγουδάκι του φίλου Μπρασένς. [Λέω φίλου και τον φαντάζομαι γεννημένο κανα παράλληλο πιο κάτω(*), σε κάποιο  ελληνικό νησί, να τον λένε (ας πούμε) Γιώργη Μπρασένη, να έχει τα ίδια μουστάκια, την ίδια κιθάρα (ίσως κι ένα μπουζούκι στο πλάι) και να μιλάει λίγο πολύ για τα ίδια πράγματα (τον έρωτα, τις γυναίκες, τους καλούς απλούς ανθρώπους, την ενδημική ανθρώπινη βλακεία) με το χιούμορ που μπορεί να αναπτύξει εν τέλει μόνο ο παθών (από τον έρωτα, τις γυναίκες, την ανθρώπινη βλακεία) και με την συμπάθεια που μπορεί να νοιώσει μόνον ο συμπάσχων (με τους απλούς καλούς ανθρώπους)].

Το τραγουδάκι αυτό ο Μπρασένς δεν πρόλαβε να το ηχογραφήσει, και έτσι κυκλοφόρησε τελικά, μαζί με μερικά άλλα, μετά την αναχώρησή του (προς εκείνον τον κατά τεκμήριο καλόβολο θεό, μια που ανεχόταν τις ενστάσεις, αντιρρήσεις και διαμαρτυρίες που ο ποιητής του απηύθυνε απανωτά).

Ο τίτλος του τραγουδιού είναι Quand les cons sont braves (Όταν οι βλάκες/μαλάκες είναι καλοί, ικανοί, εν τάξει) και το ερμηνεύει ο φίλος του Μπρασένς Jean Bertola. Εδώ η ανάλυση της ανθρώπινης βλακείας προχωρεί στον εντοπισμό  της πρώτης μεγάλης διχοτόμησης: τους απλούς (μέσους, κοινούς, καλούς) βλάκες και τους βλάκες που χειρίζονται εξουσία. Το συμπέρασμα της ανάλυσης, εδώ που τα λέμε, δεν εκπλήττει: οι πρώτοι (οι απλοί βλάκες) αν και πλειονότητα, είναι πολύ λιγότερο επικίνδυνοι από τους δεύτερους (τους βλάκες με την περικεφαλαία της Εξουσίας) και αξίζουν αν μη τι άλλο, ένα τραγούδι!

(*) Ο Μπρασένς γεννήθηκε στη μεσογειακή παραθαλάσσια γαλλική πόλη Cette  (Sète) από πατέρα γάλλο εργοδηγό οικοδομών και μητέρα νοτιοιταλίδα μετανάστρια.

 Σημείωση 1. Σας παραθέτω επίσης μια πρόσφατη ιταλική εκδοχή. [Είναι πολλοί οι νεαροί Ευρωπαίοι τραγουδοποιοί που τελευταία έδειξαν ενδιαφέρον (και πάλι) για τον Μπρασένς. Θα είναι που η εποχή, μπαϊλντισμένη από σλόγκαν, μότο, και λοιπές κερδοσκοπικές αερολογίες, έχει ανάγκη από απλό, ειλικρινή, ανεπιτήδευτο λόγο;]

 Σημείωση 2. Βρήκα στο διαδίκτυο ένα κολάζ από Μπρασένς τραγουδισμένο από διάφορους ετεροεθνείς τραγουδιστές. Έχει ενδιαφέρον.

Σημείωση 3. Στην απόδοση/προσαρμογή στα ελληνικά, είναι προφανές (και σχεδόν αναπόφευκτο) ότι διολίσθησε μια σταλιά  από το προσωπικό μου άχτι, λίγο πολύ σχετικό με τα τρέχοντα, που το περιιπτάμενο   Πνεύμα των Διακοπών δεν κατάφερε να εξορκίσει.

Έχουμε λοιπόν: Σε ήχο

1.     Quand les cons sont braves. Στίχοι μουσική του Μπρασένς, τραγουδάει ο  Jean Bertola.

.

.

2.     ¨I bravi coglioni¨, τραγουδάει ο Alessio Lega

.

3.     Ανάγνωση της απόδοσης στα ελληνικά.

.

4.     Κολάζ εκδοχών ¨Μπρασένς¨ από γωνιές της γης.

.

Και σε κείμενο

  1. Οι αρχικοί γαλλικοί στίχοι
  2. Η προσαρμογή στα ελληνικά
  3. Η προσαρμογή στα ιταλικά.

 

 

Quand les cons sont braves.  1982  Georges Brassens – Les dernières chansons inédites par Jean Bertola

Sans être tout à fait un imbécile fini,
Je n’ai rien du penseur, du phénix, du génie.
Mais je n’suis pas le mauvais bougre et j’ai bon coeur,
Et ça compense à la rigueur.

(Refrain)
Quand les cons sont braves
Comme moi,
Comme toi,
Comme nous,
Comme vous,
Ce n’est pas très grave.
Qu’ils commettent,
Se permettent
Des bêtises,
Des sottises,
Qu’ils déraisonnent,
Ils n’emmerdent personne.
Par malheur sur terre
Les trois quarts
Des tocards
Sont des gens
Très méchants,
Des crétins sectaires.
Ils s’agitent,
Ils s’excitent,
Ils s’emploient,
Ils déploient
Leur zèle à la ronde,
Ils emmerdent tout l’monde.

Si le sieur X était un lampiste ordinaire,
Il vivrait sans histoire avec ses congénères.
Mais hélas ! Il est chef de parti, l’animal :
Quand il débloque, ça fait mal !

(Refrain)

Si le sieur Z était un jobastre sans grade,
Il laisserait en paix ses pauvres camarades.
Mais il est général, va-t-en-guerre, matamore.
Dès qu’il s’en mêle, on compte les morts.

(Refrain)

Mon Dieu, pardonnez-moi si mon propos vous fâche
En mettant les connards dedans des peaux de vaches,
En mélangeant les genres, vous avez fait d’la terre
Ce qu’elle est : une pétaudière !

(Refrain)

 

Οι απλοί μαλάκες

 

Χωρίς να είμαι κι ένας βλάκας και μισός

Δεν θα έλεγα πως είμαι ο μέγιστος σοφός

Μα στην παρέα είμαι καλός κι έχω καλή καρδιά

Κι αυτό [εν μέρει] με αποκαθιστά

 

Οι απλοί μαλάκες

Σαν κι εμένα, κι εσένα, κι ετούτους, κι εκείνους

Κι όταν κάνουνε γκάφες

Κι αν φωνάζουν, ταράζουν, κουράζουν, γκρινιάζουν

Πολύ δεν πειράζει

Και κανείς δεν τους κράζει

Όμως στην οικουμένη

Στους ζαβούς ειν’ πολλοί, οι κακοί, οι μοχθηροί, οι εμπαθείς

 κι οι στριμμένοι

που παράγουν, προάγουν, αλλά κι όλα τα αποδομούν με μανία

έρημη κοινωνία

 

Εάν ο μίστερ Χι ήτανε ταξιτζής

Να αυξάνει την ταρίφα θα ‘ταν ευτυχής

Μα γούσταρε, το ζώο, για  πρωθυπουργός

Κι όταν τα χώνει γίνεται χαμός

 

Οι κοινοί μαλάκες

Σαν κι εμένα, κι εσένα, κι ετούτους, κι εκείνους

Κι αν κάνουν «πατάτες»

Κι αν φωνάζουν, γκρινιάζουν, ταράζουν, κουράζουν,

Πολύ δεν πειράζει

Και κανείς δεν τους κράζει

Όμως στην οικουμένη

Στους ζαβούς είν’ πολλοί οι κακοί, οι μοχθηροί, οι εμπαθείς

 Κι οι στριμμένοι

Που παράγουν, προάγουν, μολύνουν, διευθύνουνε και Συντονίζουν

Και σε όλους τα πρήζουν

 

Εάν ο Ψι ήταν της σειράς καραβανάς

Χωρίς βαθμούς κι αστέρια, μέσος γαλονάς

Τις γκάφες του θα τις  πληρώναν λιγοστοί

Και θα γλυτώναν άμαχοι αρκετοί

 

Οι μέσοι μαλάκες

Σαν κι εμένα, κι εσένα, κι ετούτους, κι εκείνους

(σαν δεν έχουνε πλάτες)

Κι αν φωνάζουν, ταράζουν, γκρινιάζουν, κουράζουν,

Πολύ δεν πειράζει

Και κανείς δεν τους κράζει

Όμως στην οικουμένη

Στους ζαβούς είν’ πολλοί οι κακοί, οι μοχθηροί, οι εμπαθείς

 Κι οι στριμμένοι

Που διαπλέκουν εμπλέκουν, σκευωρούν, αλλά κι απορυθμίζουν 

Και σε όλους τα πρήζουν

 

Ήμαρτον Θεέ μου για τη σκέψη μου αυτή

Μα εάν στους μαλάκες έδωσες χοντρό πετσί

Μαζί με πόστα, θώκους, πλούτη και εξουσία

Τι φταίω εγώ που χάνω την ουσία;

 

Οι καλοί μαλάκες

Σαν κι εμένα, κι εσένα, κι ετούτους, κι εκείνους

Κ αν κάνουνε γκάφες

Κι αν φωνάζουν, ταράζουν, κουράζουν, γκρινιάζουν

Πολύ δεν πειράζει

Και κανείς δεν τους κράζει

Όμως στην οικουμένη

Στους ζαβούς είν’ πολλοί οι κακοί, οι μοχθηροί, οι εμπαθείς

 Κι οι στριμμένοι

Που παράγουν, προάγουν, λανσάρουν κι όλα τα’ αποδομούν με μανία

Έρημη κοινωνία!

I BRAVI COGLIONI

Senza esser definibile
un perfetto idiota,
non sono uno scienziato, un genio,
una cometa,
ma son di buon carattere,
di compagnia
e ciò compensa tuttavia…

I bravi coglioni,
come me come te come noi come voi,
se non stanno buoni
s’arrabattano, sbattono, fanno casino, non è poi grave
fra pagliuzza e trave,
ma statisticamente
i tre quarti dei matti son capi di stato malati di mente
hanno zelo, denari, mostrine e alamari
e per questo fanno
il massimo danno.

Se il signor Tizio fosse solo un ragioniere
ragionerebbe in ogni caso col sedere,
ma è quadro di partito
è capo gabinetto
fa una cazzata
e salta tutto!

I bravi coglioni,
come me come te come noi come voi,
se non stanno buoni
s’arrabattano, sbattono, fanno casino, non è poi grave
fra pagliuzza e trave,
ma statisticamente
i tre quarti dei matti son capi di stato malati di mente
hanno zelo, denari, mostrine e alamari
e per questo fanno
il massimo danno.

Se il generale Caio non avesse gradi
un paio di stronzate avrebbero rimedi
ma è capo divisione
gioca con le bombe
lui sbaglia e accade un’ecatombe!

I bravi coglioni,
come me come te come noi come voi,
se non stanno buoni
s’arrabattano, sbattono, fanno casino, non è poi grave
fra pagliuzza e trave,
ma statisticamente
i tre quarti dei matti son capi di stato malati di mente
hanno zelo, denari, mostrine e alamari
e per questo fanno
il massimo danno.

O dio del cielo hai fatto proprio un bel casino
hai messo i ciechi alla guida del destino
se non ci fossi stato
o fossi un po’ più sveglio
non t’incazzare, ma era meglio!

I bravi coglioni,
come me come te come noi come voi,
se non stanno buoni
s’arrabattano, sbattono, fanno casino, non è poi grave
fra pagliuzza e trave,
ma statisticamente
i tre quarti dei matti son capi di stato malati di mente
hanno zelo, denari, mostrine e alamari
e per questo fanno
il massimo danno.


Posted in Μπρασένς στα ελληνικά ΙΙ | Με ετικέτα: , , , , , , , , | Leave a Comment »

Όταν είναι κανείς Βλαξ (Το χάσμα των γενεών)

Posted by vnottas στο 19 Αυγούστου, 2011

Περί βλακείας έχουν γραφτεί πολλές εξυπνάδες. Και βλακείες επίσης. Θα αποτολμούσα, ίσως, να πω ότι η βλακεία αποτελεί προνομιούχο πεδίο για τη διατύπωση «εξυπνακισμών», δηλαδή μιας εννοιολογικής κατηγορίας που ακροβατεί ανάμεσα στο μέτριο/κακό χιούμορ και την αμιγή βλακεία. Δεν το λέω όμως γιατί διαισθάνομαι ότι το πεδίο είναι ναρκοθετημένο από την ίδια τη ζωή. Ο μπάρμπα Φιοντόρ (Ντοστογιέφσκι) εμπλούτισε τη λογοτεχνία με την περιγραφή ενός υπέροχου ηλίθιου, ενώ, αντίστροφα,  αν επιχειρήσετε μια (ας πούμε κοινωνιολογική) διερεύνηση γύρω από το  ποια είναι η μέση εικόνα του ¨μη βλάκα¨ [ξύπνιου, καπάτσου, καταφερτζή, σπίρτου, γατονίου, σαϊνίου, ανοικτομάτη, αετονύχη, ευέλικτου, πονηρού-με-την–καλή(!)-έννοια],  στη σημερινή κοινωνία, θα εκπλαγείτε από την τάση για αυτοχειριασμό της εν λόγω κοινωνίας, η οποία προκρίνει ως πιο ¨έξυπνα¨ (άρα έγκριτα)  τα αντικοινωνικότερα από τα στοιχεία (στοιχειά) που διαθέτει.

Ας περάσουμε όμως στην γελοιογραφική μεγέθυνση της βλακείας, που, σε μία από της ελληνικές της εκδοχές έχει τις (ονοματοποιητικές) ρίζες στο αρχαιοελληνικό ρήμα ¨μαλάσσω¨.  Επί του προκειμένου θα πρότεινα το εξής πείραμα: πληκτρολογήστε στον Γκούγκλη (ή άλλη ανιχνεύουσα μηχανή) την πιο παγκοσμιοποιημένη από τις λέξεις του νεοελληνικού ρεπερτορίου  [¨μαλάκας¨(*)], περιδιαβείτε τα ευρήματα και θαυμάστε το πλήθος και την ποικιλία των καλλιτεχνικών και μη επιτευγμάτων που έχουν κατασκευαστεί/στηριχτεί  απάνω της.  Είναι περισσότερα από όσα φαντάζεστε.

Θα μου πείτε ότι κάτι τέτοιο είναι εντέλει απολύτως αναμενόμενο μια που η λέξη, στην εξελισσόμενη νεοελληνική, δεν σημαίνει απαραιτήτως ¨βλάκας¨, αλλά (ενίοτε) και ¨δικός μου¨, ¨έμπιστος¨, ¨δικαιολογημένος¨, ¨έντιμος¨, φορολογικώς εν τάξει¨, ¨φιλότιμος¨  και πιθανώς και άλλα, υπό διαμόρφωση. Συμφωνώ. Γι’ αυτό εξ άλλου η περιήγηση στην αυτοκρατορία Του  έχει ενδιαφέρον.

Ας σημειώσουμε επίσης ότι μερικά από τα βασισμένα στον περί ου ο λόγος όρο (¨μαλάκας¨) πονήματα διαθέτουν το σωσίβιο του χιούμορ και του αυτοσαρκασμού, επομένως αξίζουν επισήμανση και αναπροβολή.

Σε αυτό το σημείο οι πιο υποψιασμένοι από τους επισκέπτες του ιστολογοφόρου(**) θα έχουν ήδη ψυλλιαστεί ότι επίκειται η παρουσίαση ακόμη ενός τραγουδιού του Μπρασένς (ενός από τα κάμποσα επί του θέματος). Και έχουν δίκιο. Πρόκειται για το γνωστό ¨Quand on est  con¨ (1961), όπου ο όρος ¨con¨ έχει μεν διαφορετική ετυμολογία, αλλά ανάλογο εννοιολογικό περιεχόμενο.

Πρώτα όμως μερικές διευκρινιστικές σημειώσεις

  1. Ο Μπρασένς έχει μελοποιήσει  τμήμα δικού του ποιήματος δημοσιευμένου με τίτλο Le temps ne fait rien à l’affaire  Το ποίημα, όπως και το μελοποιημένο απόσπασμα αναφέρεται κυρίως στη βλακεία των ηλικιακών άκρων (νέοι, γέροι), στην αναμεταξύ τους ¨αντιπαράθεση¨  και τη δημιουργία του περιβόητου ¨χάσματος των γενεών¨.
  2. Το ποίημα έχει μεταφραστεί στα ελληνικά από τον ποιητή Γ. Βαρβέρη   (Georges Brassens «Ο Γορίλας και άλλα ποιήματα», εκδόσεις “Ύψιλον”, 1983) και προσαρμοστεί για της ανάγκες της (δικής του) μελοποίησης από τον  τραγουδοποιό Θόδωρο Αναστασίου ( δίσκος “Μικρή ζωή”, 1997). Το βιβλίο δεν κατάφερα να το βρω στα μεγάλα βιβλιοπωλεία της Θεσσαλονίκης, το παράγγειλα και ελπίζω να βρεθεί. Το τραγούδι και το κείμενο το παραθέτω όπως το βρήκα στο διαδίκτυο.

(*)Ο αυτόματος διορθωτής του word (κάνει ότι) αγνοεί τη λέξη ¨μαλάκας¨, σου τη βγάζει λάθος και σε προσκαλεί να την προσθέσεις στη λίστα με δική σου πρωτοβουλία και ευθύνη, πράγμα που σημαίνει ή ότι προέρχεται από άλλο πλανήτη (μια που η λέξη προκύπτει παγκοσμίως γνωστή) ή ότι είναι ένας ανεπανορθώτως σεμνότυφος ηλεκτροδιορθωτής.

(**) Χαίρομαι που η λέξη ¨ιστολογοφόρο¨ άρχισε να υιοθετείται και από άλλα ιστολόγια. Η λέξη πλάστηκε για να δηλώνει την προτεραιότητα του λόγου ακόμα κι όταν αυτός συνοδεύεται από εικόνες και ήχους

Ακολουθούν 1. Σε ήχο:

1. Το τραγούδι Le temps ne fait rien à l’affaire (Quand on est  con) από τον δημιουργό  του (1961)

2.  Quand on est eletrocon (διασκευή)

3. Σε διασκευή Τζαζ (κουαρτέτο Plein Jazz)

4. Ανάγνωση της απόδοσης των στίχων στα ελληνικά που σας έφτιαξα

5. Το τραγούδι ¨Οι μαλάκες¨  (Brassens, Γ.Βαρβέρης, Θόδωρος Αναστασίου ¨Μικρή Ζωή¨ 1997).  (Ο Γ. Βαρβέρης -χάθηκε πρόσφατα- είναι εξαιρετικός ποιητής, και ο Αναστασίου ευαίσθητος τραγουδοποιός, επομένως αργά ή γρήγορα θα επανέλθουμε).

 

Και σε κείμενο:

  1. Οι στίχοι του τραγουδιού (δεν βρήκα το συνολικό ποίημα στα γαλλικά)
  2. Η απόδοση των στίχων στα ελληνικά
  3. Οι στίχοι (Μπρασένς, Βαρβέρης) προσαρμοσμένοι από τον Αναστασίου.

Le temps ne fait rien à l’affaire (Quand on est  con)

Quand ils sont tous neufs,

Qu’ils sortent de l’œuf,

du cocon.

Tous les jeunes blancs becs

prennent les vieux mecs

pour des cons.

Quand ils sont venus les têtes chenues,

les grisons.

Tous les vieux fourneaux prennent les jeunots

pour des cons.

Moi qui balance entre deux âges Je leur adresse à tous un message.

Le temps ne fait rien à l’affaire.

Quand on est con, on est con!

Qu’on ait 20 ans, qu’on soit grand-père

Quand on est con, on est con!

Entre vous plus de controverses,

Cons caduques ou cons débutants.

Petits cons de la dernière averse

Vieux cons des neiges d’antan

Vous les cons naissant, les cons innocents,

les jeunes cons,

Qui, ne le niez pas, prenez les papas pour des cons.

Vous les cons âgés, les cons usagés,

les vieux cons.

Qui, confessez-le, prenez les p’tits bleus pour des cons.

Méditez l’impartial message d’un qui balance entre deux âges.

Le temps ne fait rien à l’affaire.

Quand on est con, on est con!

Qu’on ait 20 ans, qu’on soit grand-père

Quand on est con, on est con!

Entre vous plus de controverses,

Cons caduques ou cons débutants.

Petits cons de la dernière averse

Vieux cons des neiges d’antan

Όταν είναι κανείς βλαξ (Το χάσμα των γενεών)

Πριν βγουν απ’ τ’ αυγό, το είδα και εγώ,

κάτι μικροί

λεν πως όλοι οι μεγάλοι έχουνε χάλι

κι είναι χαζοί.

Μα όταν θα ωριμάσουν, στάση θα αλλάξουν

κάποια στιγμή

θα λένε οι μπουνταλάδες: οι πιτσιρικάδες

πως ειν’ οι χαζοί

Μα εμένα ακούστε με ηρεμία, που είμαι στη μέση ηλικία

Το χάσμα των γενεών δεν φταίει

κι ας μην γκρινιάζετε εναλλάξ

είτε ξεκούτες είτε νέοι

ο βλάκας μένει πάντα βλαξ.

Μαλάκες νέας εσοδείας, μαλάκες της παλιάς γενιάς

κάντε μια νέα συμμαχία, γιατί ο καυγάς είναι μπελάς

κάντε μια νέα συμμαχία, κακός μπελάς  ο καυγάς.

Βλάκες περιωπής, βλάκες της στιγμής

νέοι ζαβοί

που να πουν για πλάκα, τον μπαμπά μαλάκα

ζητούν αφορμή.

Ηλικιωμένοι, ελαφρά φθαρμένοι

γέρο στραβοί

που δεν υποχωρείτε και για όλα θαρρείτε

πως φταιν’ οι μικροί.

Εγώ, της μέσης ηλικίας, σας στέλνω μήνυμα ομονοίας:

Αδέλφια κόψτε τις αηδίες,

βλάκες παλιοί ή του κουτιού,

μαλάκες  νέας εσοδείας,

μαλάκες του παλιού καιρού

Το χάσμα των γενεών δεν φταίει

κι ας μην γκρινιάζετε εναλλάξ

είτε ξεκούτες είτε νέοι

ο βλάκας μένει πάντα βλαξ

είτε ξεκούτες είτε νέοι

ο βλάκας θα μένει βλαξ

Οι Μαλάκες

Σαν είναι νέοι και σκάνε μύτη, από τις φάκες, από το σπίτι
βρίζουν, καπνίζουν και βλαστημάνε, στα καφενεία κωλοβαράνε

Φρέσκοι μαλάκες, νέοι κι ωραίοι, ζητάνε δόξα, γυρεύουν κλέη
γέροι μαλάκες, ανοίξτε δρόμο , τώρα οι νέοι, έχουν το λόγο

Όμως εγώ που ισορροπώ κι είμαι στη μέση
έχω ένα μήνυμα λίγο σκληρό, που δεν θ’ αρέσει:

Δεν παίζει ο χρόνος κανένα ρόλο, για τον μαλάκα που κάνει σόλο
είτε 20άρης, είτε 80άρης, ένας μαλάκας είναι μαλάκας

Νέοι αθώοι, γέροι με πείρα, μ’ άδειο κεφάλι, με σκέψη στείρα
μη μου τσακώνεστε, μη μου λυπάστε , όλοι με βούλα, μαλάκες θα ‘στε

Όμως εγώ που ισορροπώ κι είμαι στη μέση
έχω ένα μήνυμα πιο θετικό, θα σας αρέσει:

Πάρτε τα πλοία, τ’ αεροπλάνα, διακοπές κάντε για πάντα
τσάμπα κρασί, φαΐ και ξάπλες, τσάμπα γυναίκες που θέλουν βλάκες

Πληρώνω εγώ και κάτι φίλοι, μ’ ό,τι λεφτά μας έχουν μείνει
κι αν δεν μας βγαίνουν τα έξοδά μας , θα δανειστούμε για τη χαρά μας

Μόνοι στην πόλη, δίχως μαλάκες θα είναι ωραία
καλό κρασί, πέντ’-έξι φίλοι και λίγη θέα

Μα η χαρά μας, δεν πιάνει τόπο, γιατί οι μαλάκες έχουν τον τρόπο
Από τη στάχτη ξαναγεννιούνται κι όλους εμάς δεν μας λυπούνται

Δεν παίζει ο χρόνος κανένα ρόλο, για τον μαλάκα που κάνει σόλο,
είτε 20άρης, είτε 80άρης, ένας μαλάκας, είναι μαλάκας

Λίγο κι εγώ ανησυχώ μήπως τους μοιάσω
αν το τραγούδι μου το συνεχίσω και σας κουράσω

Posted in Μπρασένς στα ελληνικά Ι | Με ετικέτα: , , , , , , , , , , | Leave a Comment »

Στο δάσος της καρδιάς μου, παρέες παλιές

Posted by vnottas στο 11 Αυγούστου, 2011

«Στο δάσος του Clamart υπάρχουν αγριολούλουδα, στο δάσος της καρδιάς μου υπάρχουν οι παλιοί φίλοι». Έτσι τραγουδούσε ο Brassens στην ταινία του René Clair  «Porte des Lilas» (1957) στην οποία, εκτός από το ότι είχε γράψει τη μουσική, υποδυόταν έναν αναρχικό πλανόδιο τραγουδιστή. Στην ταινία πρωταγωνιστούσαν οι Pierre Brasseur,  Henri Vidal κα. Είναι πιθανό ότι τα τραγούδια του «Porte des Lilas» τον πρωτοέκαναν γνωστό και στην Ελλάδα, όταν η ταινία προβλήθηκε εδώ.

 Το «Au Bois De Mon Cœur» έχει μια εξαιρετικά απλή και εύηχη μελωδία και λόγια που μιλούν για νεανικές παρέες και παλιούς φίλους. Η προσπάθεια προσαρμογής των στίχων στα ελληνικά έχει εστιαστεί κυρίως στη θεματολογία (φίλοι, νεανικές παρέες), αλλάζοντας (προσαρμόζοντας) ως και το ευρύτερο σκηνικό: όχι τα περιαστικά δάση του Παρισιού, αλλά τοποθεσίες της μιας κάποιας Αθήνας (de mon cœur).

Έχουμε λοιπόν και λέμε:

Au Bois De Mon Cœur. Σε ήχο:

Ο Georges Brassens:

Τα κείμενα

  1. Οι στίχοι του Μπρασένς
  2. Η προσαρμογή στα ελληνικά                                                               

Au Bois De Mon Cœur

Au bois d’Clamart y a des petit’s fleurs
Y a des petit’s fleurs
Y a des copains au, au bois d’mon cœur
Au, au bois d’mon cœur

Au fond de ma cour j’suis renommé
J’suis renommé
Pour avoir le cœur mal famé
Le cœur mal famé

Au bois d’Vincenn’s y a des petit’s fleurs
Y a des petit’s fleurs
Y a des copains au, au bois d’mon cœur
Au, au bois d’mon cœur

Quand y a plus d’vin dans mon tonneau
Dans mon tonneau
Ils n’ont pas peur de boir’ mon eau
De boire mon eau

Au bois d’Meudon y a des petit’s fleurs
Y a des petit’s fleurs
Y a des copains au, au bois d’mon cœur
Au, au bois d’mon cœur

Ils m’accompagn’nt à la mairie
A la mairie
Chaque fois que je me marie
Que je me marie

Au bois d’Saint-Cloud y a des petit’s fleurs
Y a des petit’s fleurs
Y a des copains au, au bois d’mon cœur
Au, au bois d’mon cœur

Chaqu’ fois qu’je meurs fidèlement
Fidèlement
Ils suivent mon enterrement
Mon enterrement

…des petites fleurs…
Au, au bois d’mon cœur…

Παρέες Παλιές  

Στης Πλά/κας τις/ ανη/φοριές,

θύμηση παλιά, θύμηση παλιά

Αγά/πες, ζή/λιες, ζα/βολιές,

με τα άλλα τα παιδιά, με τα άλλα τα παιδιά

Στης γειτονιάς μου τα στενά

με ξέρουν είμαι ονομαστός,

ονομαστός,

διαβόητος μ’ αγαπητός,

στους φίλους μου πιστός

 

Στου Φιλοπάππου τις γωνιές,

θύμηση παλιά, θύμηση παλιά

κορίτσια, χάδια, κι αγκαλιές,

με τα άλλα τα παιδιά, με τα άλλα τα παιδιά

Και στα καλά και στα στραβά,

οι φίλοι μου θα ‘ναι  κοντά,

πάντα κοντά,

για γλέντι, για παρηγοριά,

παρέα, συντροφιά


Στο δάσος της Καισαριανής

θύμηση παλιά, θύμηση παλιά,

έρως για πάντα ή της στιγμής,

με τα άλλα τα παιδιά, με τα άλλα τα παιδιά

Όσες φορές κι αν παντρευτώ

κι όσες κι αν νοικοκυρευτώ,

πάντα πιστοί,

με συνοδεύουνε γαμπρό,

στου γάμου το χορό

 

Στα ταβερνάκια της ακτής

θύμηση παλιά, θύμηση παλιά

παρέες μιας άλλης εποχής,

με τα άλλα τα παιδιά, με τα άλλα τα παιδιά

Κάθε φορά που αποδημώ,

που μετοικώ στον ουρανό,

νάτοι, όλοι εδώ,

τον ύστατο χαιρετισμό

μου δίνουν με καημό

 

…θύμηση παλιά..

Με τ’ άλλα τα παιδιά…

Ο Joël Favreau

Ο Charlelie (ηλεκτρική κιθάρα)

Ο Roland Dyens (κλασική κιθάρα)

Και τέλος μια εκδοχή Plein Jazz

Posted in Μπρασένς στα ελληνικά Ι | Με ετικέτα: , , , , , , , , | Leave a Comment »

Θερινή συγκομιδή

Posted by vnottas στο 7 Αυγούστου, 2011

           Ήμουνα στην Αθήνα, και μετά λίγες μέρες στη Μάνη.                       Στην Αθήνα είδα κάποιους από τους παλιούς καλούς φίλους, και απόλαυσα την πόλη άδεια, με την λεπτή τριζάτη αττική ατμόσφαιρά να ‘χει για λίγο ξαναγυρίσει, ακόμη πιστή στο καλοκαιριάτικο ραντεβού με το «κλεινόν άστυ».

Στη Μάνη κατεβήκαμε  μαζί με τον Νίκο και την Ιωάννα και μείναμε φιλοξενούμενοί τους στο παλιό πατρικό πυργόσπιτο, ξαναφτιαγμένο από τον Νίκο. Μάνη λακωνική, λιτή, απέριττη, ξερή, σε αποχρώσεις του γαλάζιου και του κίτρινου. Άνθρωποι που ενδιαφέρονται για τον τόπο τους σίγουρα παραπάνω από τον (χαμηλό) μέσο όρο των συνελλήνων. Άνθρωποι που παραμένουν και άνθρωποι που επιστρέφουν. Άνθρωποι που ξέρουν να μαζεύονται, να τα λένε να τα πίνουν. Μέρες όμορφες.

Γυρίζοντας έχω μαζί μου αδημοσίευτα ποιήματα του Νίκου των οποίων σκοπεύω να σας κάνω κοινωνούς. Στο ένα (Το ίχνος) ο Μοσχοβάκος αναστοχάζεται,  στο δεύτερο (Το τρίποντο της νίκης) δίνει την αισιόδοξη εκδοχή της ¨βολής¨, ενώ το τρίτο (Χωρίς έμπνευση) είναι ένα αριστοτεχνικό ομοιοκατάληκτο τρίστροφο, μορφή ποιητικής έκφρασης που κατά τη γνώμη μου στις μέρες μας αποκτά και πάλι ευρύτερο ενδιαφέρον.

Ιδού τα πονήματα:

  

Το Ίχνος

Ένα μεγάλο καρφί

ακριβώς στη μέση του τοίχου

Κάποτε εδώ κρεμάστηκαν

τα στέφανα του γάμου.

Μετά η φωτογραφία

όλης της οικογένειας

Λίγο αργότερα ήρθε φυσιολογικά

η γνωστή φιγούρα του Τσε

Ύστερα ακολούθησε το πτυχίο της νομικής

του μεγαλύτερου γιου.

Πέρασαν τα χρόνια κι έφτασε η ώρα

να κρεμαστεί το καπέλο του παππού. 

Πολύς καιρός πάει από τότε.

Σήμερα στο γυμνό τοίχο

ακριβώς στη μέση μια μεγάλη τρύπα υπάρχει

ίχνος του καρφιού που οξειδωμένο

έπεσε και χάθηκε

παρασύροντας μαζί του

μιαν ολόκληρη ζωή.

Το Τρίποντο της Νίκης

          Στους φίλους μου της Περικλέους

 Το παιχνίδι τελείωνε

όταν η μπάλα έφτασε στα χέρια μου.

Οι αντίπαλοι ανακουφίστηκαν

σχεδόν βέβαιοι πως ήταν ανέφικτο

από τόσο μακριά να ευστοχήσω

ούτε καν με εμπόδισαν να σουτάρω.

Με τη δαμόκλεια σπάθη του χρόνου

που έληγε στη σκέψη

έφυγε η μπάλα από μένα

και διαγράφοντας μία ουρανοπρεπή καμπύλη

κατευθύνθηκε στο αντίπαλο καλάθι.

 

Από τότε κάθε πανσέληνο

χρόνια τώρα το φεγγάρι

ακολουθώντας την ίδια ακριβώς τροχιά

θυμίζει στους απελπισμένους του κόσμου

πως πρέπει να επιχειρείται

το τρίποντο της νίκης  

Χωρίς έμπνευση

Το όμικρον το ύψιλον και το ωμέγα

ξεκίνησαν μια μέρα σαν κι αυτή

αράξανε σ’ ένα κεφάλι μέγα

που στέκοταν σε ώμους ποιητή.

Τριγύριζαν στους δρόμους του μυαλού του

σαν άκουσαν από μακριά ένα ου

φοβήθηκαν και κρύφτηκαν ωσότου

φανερώθηκαν με την μορφή ωού.

Ο νόστος της επιστροφής τα πνίγει

ανάθεμα σ’ αυτήν την κεφαλή

που έμπνευση δεν είχε ούτε λίγη

κι άναρθρα μόνο ξέρει να λαλεί.

Posted in ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ, ΠΟΙΗΜΑΤΑ | Με ετικέτα: , , , , | Leave a Comment »