Κυκλοφορεί όπου να ’ναι μια νέα συλλογή διηγημάτων του Ηλία Κουτσούκου. Οι ιστορίες αρθρώνονται γύρω από ένα ντελίβερι μπόι που αντί για πίτσες παραδίδει κατ΄ οίκον αφηγήματα…

Για να πάρετε μια ιδέα, σας έχω εδώ (με την άδεια του) σε προδημοσίευση, δύο από αυτά…

Τα μαχητικά στη μύτη….
Ο Γιώργος θέλει να βγάλει μερικές φωτό στη μύτη του Αγίου Όρους , στο αέτωμα του μοναχού Ιωσήφ που βρίσκεται στο ακραίο τμήμα της μεγίστης Λαύρας 300 μέτρα πάνω απ τη θάλασσα στη κορυφή των βράχων.
Πάμε με το τζιπ και το αφήνουμε διακόσια μέτρα πριν το μικρό κελί του γέροντα. Είναι καλοκαίρι, Ιούλιος και στις άκρες των βράχων ο αέρας σφυρίζει.
Το κελί έχει ένα μικρό αύλειο χώρο όπου βρίσκονται κι ανεμίζουν στα ψηλά κοντάρια τους δύο σημαίες. Μία ελληνική και μία του Βυζαντίου. Αυτές ανεμίζει ο γέροντας όταν περνούν τα κορσέρ και τα f16..από πάνω του χαμηλά..’ μου λέει ο Γιώργος, ενώ φωνάζει το όνομα του Ιωσήφ.
Ο Ιωσήφ εμφανίζεται χαμογελαστός κι όπως τον κόβω είναι τουλάχιστον 10 χρόνια μικρότερος μου, πράγμα που δεν είναι ότι καλύτερο για την εσωτερική διάσταση του σεβασμού μου ο οποίος δεν φημίζεται για τις καλύτερες διαθέσεις του απέναντι στους θρησκευτικούς ‘μύθους’..
Ωστόσο ο Ιωσήφ έχει ένα θερμό χαμόγελο στα χείλη και μας καλωσορίζει στο αέτωμα του λέει, περάστε παιδιά, περάστε για μια ρακή κι ένα γλυκό, έχω δικό μου γλυκό συκαλάκι, ελάτε, ελάτε μέσα…
Περνάμε στο κελί του γέροντα και το πρώτο που βλέπω είναι μια μεγάλη γύρω στο ένα μέτρο μινιατούρα μαχητικού f16 μέσα σε φάιμπεργκλας που γράφει στη βάση του ‘στον γέροντα Ιωσήφ από τους πιλότους της Τανάγρας’ και πάνω απ τη μινιατούρα μια στολή πιλότου μαχητικού με τον όνομά του κεντημένο στο δεξί στήθος ‘ιωσηφ’ και όλα τα διακριτικά της μοίρας.
Ο Γιώργος τον ρωτάει αν μένει μόνος του στο κελί κι ο γέροντας απαντάει με φυσικότητα πως μένει με άλλους δυο,,, που εμείς δεν τους βλέπουμε γιατί είναι οι άγγελοι του…
Είναι σίγουρο σκέφτομαι πως ο Ιωσήφ χάνει λάδια πλην όμως θέλω να τον ακούσω στις διηγήσεις του και τον ρωτάω πως κι έτσι έπιασε παρτίδες με τους πιλότους της πολεμικής αεροπορίας κι ενώ μας σερβίρει το συκαλάκι και τη ρακί και του λέμε ‘ευλόγησον’ μ’ ένα χαρούμενο πρόσωπο μας λέει…πως όταν άρχισαν πριν από χρόνια οι αερομαχίες στο Αιγαίο, οι περισσότερες παραβιάσεις του εναέριου χώρου μας γίνονταν λίγο πιο πέρα απ τη μύτη του Αγίου Όρους κι όταν οι δικοί μας κυνηγούσαν τους Τούρκους και τους έδιωχναν, μετά πετούσαν χαμηλά προς τη μύτη κι ο Ιωσήφ έβγαινε στην αυλή και κουνούσε τις σημαίες κι οι πιλότοι τις έβλεπαν και χαίρονταν και ξαναγυρνούσαν σε χαμηλή πτήση δυο και τρεις φορές για να τον χαιρετήσουν. Μετά ήρθαν για προσκύνημα στο Όρος και τον συνάντησαν και ξαναήρθαν και ξαναήρθαν και του έφεραν το αεροπλάνο και μετά του έφτιαξαν και τη στολή, πάνω από δέκα πιλότοι, όλοι βαθύτατα πιστοί, ανθυποσμηναγοί, υποσμηναγοί, σμηναγοί ,ο διοικητής τους ο σμήναρχος και ο γέροντας έγινε ο προστάτης της Μοίρας τους και τον κάλεσαν στην Τανάγρα και του κάναν γιορτή-κι όσο μας τα διηγείται, τόσο λάμπει το πρόσωπο του-κι ο γέροντας ξέρει απέξω κι ανακατωτά όλο το επιχειρησιακό πρόγραμμα της Μοίρας, ξέρει τα πάντα γύρω απ το μαχητικό f16 και μάλιστα κορυφώνει τη διήγησή του λέγοντας μας ‘όταν κυνηγάς τον άπιστο με 2 μαχ, όταν παίρνεις κλειστές στροφές στα 450 μέτρα με τέτοιες ταχύτητες κι αρχίζεις να τα βλέπεις όλα κόκκινα, δευτερόλεπτα πριν πάθεις βέρτιγκο, τότε οι Αρχάγγελοι Μιχαήλ και Γαβριήλ με εντολή της Παναγίας επεμβαίνουν, οδηγούν οι ίδιοι απ το κόκπιτ τ’ αεροπλάνο και το γυρνάνε ασφαλές στη βάση του αφού πρώτα πετάξει απ το ‘Ορος για να πάρει ευλογία….’
Λέω από μέσα μου πως δεν γίνεται να ακυρώσεις αυτή τη λαμπρή ιστορία με τις μεταφυσικές σου ανεπάρκειες κι ενώ ετοιμάζομαι να τον ρωτήσω αν ήθελε να γίνει πιλότος πριν γίνει Ιωσήφ στο Άγιο Όρος ο Γιώργος του κάνει την ερώτηση πως κουνούν τα μαχητικά τα φτερά τους για να τον χαιρετήσουν κι ο γέροντας σηκώνεται όρθιος απ το σκαμνάκι του, φέρνει τα χέρια σ έκταση και με τα μάτια γεμάτα γλυκιά έκσταση κάνει ‘να έτσι τα κουνούν’ και πάει πλάγια αριστερά και πλάγια δεξιά και με το στόμα του κάνει ‘βου, βου, βου, βου, βου’ τον ήχο απ τις τουρμπίνες…..

Η εικόνα από εδώ
O Tολστόι κατακέφαλα….

Ο Σίμος Αραμπατζής συνταξιούχος σιδηροδρομικός στα 82 κάθεται και διαβάζει τον πρώτο από τους τέσσερις τόμους ‘πόλεμος και ειρήνη’ του Λέοντος Τολστόι, απ’ τις εκδόσεις του Γκοβόστη, εδώ στη παραγκούπολη της Καλλικράτειας, στο μικρό δυαράκι με μικρό κήπο, κοντά στη θάλασσα, πούφτιαξε με κόπους τα τελευταία δέκα χρόνια, ενώ η γυναίκα του μέσα τηγανίζει γάβρους και μιλάει μοναχή της στα διάφορα κουζινικά της.
Κάποια στιγμή ο μπαρμπα-Σίμος την ακούει να λέει στη βρύση ‘αντε τώρα και συ μη σου πω τίποτα και σένα μια λίγο μια πολύ πανάθεμά σε..’ και σχεδόν αμέσως τη βλέπει να βγαίνει έξω με τα χέρια στη μέση -στάση για παρατήρηση που θα τούρθει- όπως και γίνεται..
‘εσύ διάβαζε τη γκουμούτσα του Ρώσου κι άσε τη βρύση να στάζει, που στόχω πει δυo μέρες τώρα να τη δεις.. ε μ’ αυτά τα βιβλία σου που θα τα πετάξω καμιά ώρα…’
Ο μπάρμπα Σίμος την κοιτάζει ανέκφραστος γιατί έτσι όπως έχει γίνει η συμβία του μόνο ανέκφραστος μπορεί να είναι διότι, τι μπορεί ν’ απαντήσει σ’ αυτό το παλαιό τριαξονικό με τη ρόμπα.
Παρ’ όλα αυτά της εξηγεί ήρεμος πως γι αυτό βρίσκεται εδώ για να διαβάσει τα βιβλία που δεν διάβασε, κληρονομιά απ τον παππού του, γιατί αν δεν τα διαβάσει τώρα πότε θα τα διαβάσει…
Η κυρά του με μια γκριμάτσα τύπου ‘αντε χέσου’ κάνει μεταβολή και ξαναπάει στη κουζίνα της.
Αυτό γίνεται τρία καλοκαίρια τώρα κι ο μπαρμπα-Σίμος είναι σίγουρος πως θα τελειώσει μες στο καλοκαίρι τους δυό πρώτους τόμους του Τολστόι γιατί έχει για μετά καβάτζα την Αννα Καρένινα.
Είναι νύχτα Αυγούστου κι ο μπαρμπα-Σίμος κοιμάται σ’ ένα βαθύ πηγαδίσιο ύπνο αναλογιζόμενος σ’ ένα φευγαλέο όνειρο αν θα γνώριζε σήμερα τον Τολστόι προσωπικά γιατί στ’ όνειρο ήταν μουζίκος στα κτήματα του, κι ο Τολστόι θαρχόταν για επιθεώρηση των αγρών του, όταν ξαφνικά ξυπνάει απ’ τις φωνές της γυναίκας του απ τη κουζίνα ‘βοήθεια, βοήθεια’ και σηκώνεται παίρνοντας απ το κομοδίνο ενστικτωδώς τον τόμο του ‘Πόλεμος και Ειρήνη’, μπαίνει στη κουζίνα και βλέπει τη συμβία του να παλεύει μ’ ένα καχεκτικό λαθρομετανάστη εισβολέα και χωρίς να το σκεφτεί ρίχνει μ’ όση δύναμη έχει το τεράστιο βιβλίο κατακέφαλα από πίσω στον φουκαρά κλέφτη, που πέφτει σαν άδειο σακί στο πάτωμα.
Λέει στην έντρομη γυναίκα του ΄θα τον δέσω, πάρε το 100’ κι αφού την βλέπει ταραγμένη να σηκώνει τα ακουστικό, συμπληρώνει με περηφάνια…’ για να ξέρεις, πού θελες να πετάξεις τον Τολστόι’…
