(Εδώ σας διαβάζω την προσαρμογή στα ελληνικά που σας έφτιαξα)
Η ΜΙΚΡΗ ΜΑΡΙΓΩ
Η Μαριγώ, η μικρή βοσκοπούλα,
καθώς τριγυρνούσε στην εξοχή,
βρήκε μια τόση δα γατούλα
ορφανή.
Τον γιακά της ευθύς ξελασκάρει,
στο στήθος της μέσα την τοποθετεί,
ήταν το μόνο απαλό μαξιλάρι
που ’χε σκεφτεί.
Η γάτα, περνώντας την για την μαμά της,
να την βυζαίνει αρχίζει ευθύς
κι η Μαριγώ, με την καλή καρδιά της,
είναι ευτυχής.
Μα ένας χωριάτης που απ’ εκεί περνάει,
βρίσκει το θέαμα συναρπαστικό,
στο χωριό όλα τα μαρτυράει,
και γι αυτό…
Σαν το μπούστο η Μαρ’γώ ξεκουμπώνει,
για να δώσει στη γάτα τροφή,
κάθε μάγκας στο χωριό ξεσαλώνει
κι είναι εκεί και κεί κατασκηνώνει
κι ειν’ εκεί, και θα μείνει εκεί.
Κι η Μαρ’γώ, απλή και μυαλωμένη,
υποθέτει πως κοιτούν το γατί,
καθώς οι αρσενικοί μαζεμένοι
είναι εκεί , όλοι συγκεντρωμένοι,
είναι εκεί και θα μείνουν εκεί.
*
Ως κι οι δάσκαλοι κι οι μαθητές τους
και του δήμου το προσωπικό
εγκατέλειψαν τις δουλειές τους
για να δουν αυτό.
Και ας πούμε πως κι ο ταχυδρόμος
δεν εμοίραζε γράμματα πια,
δεν νοιαζότανε κανένας, όμως,
για όλα αυτά.
Κι ο Θεός ας τα συγχωρέσει,
τα παπαδάκια, που προσευχή
και κατήχηση αφήναν στη μέση
για να πάνε εκεί.
Και ακόμη κι οι χωροφυλάκοι,
συμμαζεμένοι συνήθως πολύ,
κρυφοκοίταζαν με το ένα μάτι
της Μαριγώς το γατί.
Σαν το μπούστο η Μαρ’γώ ξεκουμπώνει
για να δώσει στη γάτα τροφή,
κάθε μάγκας στο χωριό ξεσαλώνει
κι είναι εκεί ρίκι κίκι ρίκι,
κι ειν’ εκεί κίκι ρίκι κί.
Κι η Μαρ’γώ, απλή και μυαλωμένη,
υποθέτει πως κοιτούν το γατί,
καθώς οι αρσενικοί μαζεμένοι
είναι εκεί, ρίκι κίκι ρίκι,
είναι εκεί κίκι ρίκι κί.
*
Μα του χωριού οι γυναίκες οι άλλες,
χωρίς άντρα, χωρίς εραστή,
συσσωρεύανε ως τις προάλλες,
την οργή.
Και στη μέθη, μετά, της μανίας,
με μπαστούνια και φούρκα πολλή,
θυσιάσανε στο βωμό της ζήλιας,
το γατί.
Η βοσκοπούλα, είναι αλήθεια,
αφού έκλαψε πρώτα πολύ,
σε έναν σύζυγο από δω και πέρα,
θα αφιερωθεί.
Από τότε πέρασαν χρόνια,
πολλά απ’ αυτά έχουν πια ξεχαστεί…
Μόνο κάποιος παππούς στα εγγόνια
ίσως εξιστορεί:
Σαν το μπούστο η Μαρ’γώ ξεκουμπώνει
για να δώσει στη γάτα τροφή,
κάθε μάγκας στο χωριό ξεσαλώνει,
κι είναι εκεί και κεί κατασκηνώνει
κι ειν’ εκεί και θα μείνει εκεί.
Κι η Μαρ’γώ απλή και μυαλωμένη,
υποθέτει πως κοιτούν το γατί,
καθώς οι αρσενικοί μαζεμένοι,
είναι εκεί , όλοι συγκεντρωμένοι
είναι εκεί και θα μείνουν εκεί,
είναι εκεί μαζεμένοι και θα μείνουν ακόμη εκεί!
Σήμερα, Καθαρή Δευτέρα, μια έμμετρη, χαριτωμένη, βουκολική, χιλιοτραγουδισμένη ιστοριούλα του Μπρασένς που σας μετέφρασα / απέδωσα / προσάρμοσα / άλλο ….(διαλέγετε).
Πρώτα με τον τροβαδούρο
Εδώ μια «δημοτική» ανάγνωση στα ελληνικά
Μια αφρικανική εκδοχή
Στα ρωσικά
Από τους ¨Ο Μπρασένς ποτέ δεν πεθαίνει¨
Brav’ Margot
Margonton la jeune bergère
Trouvant dans l’herbe un petit chat
Qui venait de perdre sa mère
L’adopta
Elle entrouvre sa collerette
Et le couche contre son sein
C’était tout c’quelle avait pauvrette
Comm’ coussin
Le chat la prenant pour sa mère
Se mit à téter tout de go
Emue, Margot le laissa faire
Brav’ Margot
Un croquant passant à la ronde
Trouvant le tableau peu commun
S’en alla le dire à tout l’monde
Et le lendemain
[Refrain] :
Quand Margot dégrafait son corsage
Pour donner la gougoutte à son chat
Tous les gars, tous les gars du village
Etaient là, la la la la la la
Etaient là, la la la la la
Et Margot qu’était simple et très sage
Présumait qu’c’était pour voir son chat
Qu’tous les gars, tous les gars du village
Etaient là, la la la la la la
Etaient là, la la la la la
L’maître d’école et ses potaches
Le mair’, le bedeau, le bougnat
Négligeaient carrément leur tâche
Pour voir ça
Le facteur d’ordinair’ si preste
Pour voir ça, n’distribuait plus
Les lettres que personne au reste
N’aurait lues
Pour voir ça, Dieu le leur pardonne
Les enfants de cœur au milieu
Du Saint Sacrifice abandonnent
Le saint lieu
Les gendarmes, mêm’ les gendarmes
Qui sont par natur’ si ballots
Se laissaient toucher par les charmes
Du joli tableau
[Refrain]
Mais les autr’s femmes de la commune
Privées d’leurs époux, d’leurs galants
Accumulèrent la rancune
Patiemment
Puis un jour ivres de colère
Elles s’armèrent de bâtons
Et farouches elles immolèrent
Le chaton
La bergère après bien des larmes
Pour s’consoler prit un mari
Et ne dévoila plus ses charmes
Que pour lui
Le temps passa sur les mémoires
On oublia l’évènement
Seul des vieux racontent encore
A leurs p’tits enfants
[Refrain]