Κυκλοφόρησε από τις εκδ. Παπαζήση η νέα ποιητική συλλογή του Λευτέρη Μανωλά
Ποιήματα και ποιητικά κείμενα από τον Ηλία Κουτσούκο.
*
Η νέα συλλογή ποιημάτων του Νίκου Μοσχοβάκου.
*
Κυκλοφόρησε το νέο βιβλίο του Τηλέμαχου Χυτήρη ¨Ημερολόγιο μιας επιστροφής¨ από τις εκδόσεις ¨Μελάνι¨
.
*
¨Απριλίου ξανθίσματα¨.
Κυκλοφόρησε η νέα ποιητική συλλογή του Νίκου Μοσχοβάκου, από τις εκδόσεις Μελάνι.
Αισθάνθηκε μια δαγκωνιά
στη μνήμη.
Ήταν το παρελθόν
που σαν αδέσποτο σκυλί
είχε επιτεθεί στο είναι του.
Οι σταγόνες αίμα που έσταξαν
κοκκίνισαν τις εικόνες.
***
Η νέα ποιητική συλλογή του Νίκου Μυλόπουλου ¨Τέλος της Περιπλάνησης¨. Από τις εκδόσεις ¨Γαβριηλίδης¨
***
Κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ¨Μελάνι¨ η νέα ποιητική συλλογή του Νίκου Μοσχοβάκου
¨Αιφνίδια και διαρκή¨
Ο Θηβαίος στρατηγός Επαμεινώνδας οξυδερκής καθώς ήταν αλλά και θαρραλέος επινόησε πως έπρεπε να διορθώσει την ιστορία χωρίς αναβολές. Ασυμβίβαστος εκστράτευσε κατά της Σπάρτης με τον δαίμονα της υπερβολής κάτι σαν σαράκι να τρώει τα σωθικά του κι επέτυχε ν’ αλλάξει τον ρου τ’ αρχαίου κόσμου. Το πλήρωσε βέβαια στην Μαντίνεια πανάκριβα με τη ζωή του όμως διόρθωσε έστω για μια στιγμή την ανιαρή ιστορία. Δεν ήταν δα και λίγο αυτό. *****
Γράφει ο Ηλίας Κουτσούκος
*****
Γραφει ο Gianfranco Bettin
*****
Γράφει ο Νίκος Μοσχοβάκος
Η ΕΚΔΙΚΗΣΗ
Τώρα που τάπαν όλα οι ποιητές
εσύ τι θα γράψεις ;
μου αντέτεινε
η άπτερος Νίκη της Σαμοθράκης.
Κι εγώ την αποκεφάλισα.
[Από τις ¨Ζωγραφιές μου¨ - Πορτρέτο του Νίκου - Λάδι]
Η ΣΥΜΒΟΥΛΗ
Πάντοτε μούδιναν την συμβουλή
να γίνω τέλειος.
Έτσι μίσησα την τελειότητα
κι επιδόθηκα στην λατρεία των ατελειών.
Έχω λοιπόν πολλά να κάνω
αναζητώντας μέσα από ελλείψεις
τον εαυτό μου σε πείσμα των τελειομανών
που επαναπαύονται στον μοναδικό δρόμο τους
με την σιγουριά του αλάθητου.
Εγώ πορεύομαι μες τις αμφιβολίες
και τον κίνδυνο του ατελέσφορου στόχου
ποτέ παροπλισμένος αφού πάντα μάχομαι.
*****
[Από τις ¨Ζωγραφιές μου¨ - Λάδι σε χαρτόνι - Γενάρης 2015]
Tα πνευματικά δικαιώματα όλων των εικόνων και των μουσικών που αναδημοσιεύονται εδώ ανήκουν αποκλειστικά και μόνο στους δημιουργούς τους.
Κοινωνία, επικοινωνία, εξουσία: Από τον Βωμό και τον Άμβωνα στην οθόνη. Η περίοδος της προφορικότητας και οι επικοινωνητές της. Μια κοινωνιολογική προσέγγιση στην ιστορία της επικοινωνίας και των μέσων. Εκδότης: Ι. Σιδέρης. Συγγραφέας: Βασίλης Νόττας. Σειρά: Δημοσιογραφία και ΜΜΕ. Έτος έκδοσης: 2009 . ISBN: 960-08-0468-0. Τόπος Έκδοσης: Αθήνα Αριθμός Σελίδων: 302 Διαστάσεις: 24χ17 Πρόλογος: Κώστας Βεργόπουλος. Αποσπάσματα στο Ιστολογοφόρο: κλίκ στην εικόνα
Συλλογή κειμένων: ΜΜΕ, κοινωνία και πολιτική. Ρόλος και λειτουργία στη σύγχρονη Ελλάδα. Επιμέλεια: Χ. Φραγκονικολόπουλος Εκδόσεις Ι. Σιδέρης, 2005 Αριθμός σελίδων 846. ISBN 960-08-0353-6, Κείμενο Β. Νόττας: ¨Επικοινωνιακή και πολιτική εξουσία τον καιρό της επέλασης των ιδιωτών¨ (σελ. 49). Κείμενο στο Ιστολογοφόρο: κλικ στην εικόνα.
Β΄Έκδοση. Εκδόσεις Ι. Σιδέρης. NovelBooks. Έτος έκδοσης: 2012. Αριθμός σελίδων: 610. Κωδικός ISBN: 9609989640. Εισαγωγικό σημείωμα στη 2η έκδοση: Γιώργος Σκαμπαρδώνης. Αποσπάσματα στο Ιστολογοφόρο: κλικ στην εικόνα του εξώφυλλου.
Vivere pericolosamente Ανθολογία διηγημάτων: 26 ιστορίες από την Ιταλία. Εκδόσεις: Αντίκτυπος. Αθήνα: 2005 Σελίδες: 342. Κείμενο Β. Νόττας: ¨Το διαβατήριο¨. Ανάρτηση στο Ιστολογοφόρο: Κλικ στην εικόνα του εξώφυλλου
Εκδότης: Αρχέτυπο. Συγγραφέας: ΒΑΣΙΛΗΣ ΝΟΤΤΑΣ. Κατηγορίες: Φανταστική Λογοτεχνία. ISBN 978-960-7928-83-2. Ημερομηνία έκδοσης: 01/01/2002. Αριθμός σελίδων: 512. Αναρτήσεις στο Ιστολογοφορο: κλίκ στην εικόνα του εξώφυλλου.
Η «κατασκευή» της πραγματικότητας και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Αθήνα 1998. Πρακτικά διεθνούς συνεδρίου που οργανώθηκε από το Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών. Συλλογικό έργο. Έκδοσεις: Αλεξάνδρεια. Διαστάσεις: 24Χ17. Σελίδες: 634. Κείμενο Β. Νόττας: Κοινωνιολογικες παρατηρησεις πανω στην οπτικοακουστικη αναπαρασταση της συγχρονης ελληνικης πραγματικοτητας. Κείμενο στο Ιστολογοφόρο: κλικ στην εικόνα
Ενα κείμενο στο βιβλίο του Κώστα Μπλιάτκα ¨Εισαγωγή στο τηλεοπτικό ρεπορτάζ" . Εκδόσεις ¨Ιανός¨ με τίτλο ¨Αξιοπιστία και οπτικό ρεπορτάζ¨
Περιοδικό ¨Εξώπολις¨ Τεύχος 12-13. Κείμενο με τίτλο ¨Το ραδιόφωνο των ονείρων. Ένα δοκίμιο περί ήχων φτιαγμένο με επτά εικόνες¨. Στο Ιστολογοφόρο: κλικ στην εικόνα.
Συμμετοχή σε λογοτεχνικό παιχνίδι σχετικό με τον (υποτιθέμενο) συγγραφέα Άρθουρ Τζοφ Άρενς. Δημοσιευμένο στο περιοδικό ¨Απαγορευμένος πλανήτης" τεύχος 6 (εκδόσεις ¨Παραπέντε¨). Για το πλήρες κείμενο κλικ στην εικόνα.
¨Το Δεντρο¨ Τεύχος: 17-18 . Βασίλης Νοττας: Συζήτηση για τον κοινωνικό χώρο της Θεσσαλονίκης.
Διδακτορική Διατριβή ¨Δημόσια μέσα μαζικής επικοινωνίας και συμμετοχική Πολεοδομία¨. Σελίδες:788. Ψηφιοποιημένη στη βιβλιοθήκη του Παντείου
*
Συγγραφικά φίλων
Ποιήματα και ποιητικά κείμενα του Νίκου Μοσχοβάκου (κλικ στην εικόνα)
Ποιήματα και ποιητικά κείμενα του Ηλία Κουτσούκου (κλικ στην εικόνα)
Μοτο-ταξιδιωτικά από τον Βασίλη Μεταλλινό (κλικ στην εικόνα)
Κάποιες απόψεις και άρθρα…
Η γυναίκα τανάλια * Όταν ο Χάρι Πότερ συνάντησε τα λόμπι * Ο μικρός ήρωας * Πώς έκοψα το κάπνισμα και άλλα
Να κι ένα κλασσικό ναπολιτάνικο τραγούδι. Από τα πιο όμορφα. Η Reginella (νεαρή βασίλισσα). Γράφτηκε στη ναπολιτάνικη διάλεκτο από τον Libero Bovio και μελοποιήθηκε από τον Gaetano Lama το 1917. Σε αντίθεση με την μεταγενέστερη Reginella Campagnola (που μεταφράστηκε και τραγουδήθηκε στα ελληνικά, τόσο ως ¨Χωριατοπούλα Ρετζινέλα¨, όσο και παραφρασμένη ως ¨Κορόιδο Μουσολίνι¨), η ναπολιτάνικη Ρετζινέλα δεν μου προκύπτει μεταφρασμένη ή προσαρμοσμένη στα ελληνικά. Τουλάχιστον από μια πρώτη διαδικτυακή έρευνα. Σας έφτιαξα λοιπόν μια προσαρμογή (υπό τις συνήθεις προϋποθέσεις)…
Αλλά πρώτα οι μουσικές εκτελέσεις:
Από τον Roberto Murolo
Από την Gabriela Ferri
Από τον Diego Moreno
Με ακορντεόν
Η εκδοχή στα ελληνικά που σας ετοίμασα
Ρήγισσά μου
Ανοιχτό ήταν το ντεκολτέ σου
και καπέλο με άνθη φορούσες
με αρτίστες παρέα γυρνούσες
και μιλούσες, θαρρώ, γαλλικά.
Μόλις χτες
κατά τύχη σε είδα,
μόλις χτες
σ’ είδα, στα ξαφνικά…
Τι κι αν σ’ αγάπησα πολύ
Τι κι αν μ’ αγάπησες κι εσύ.
Αφηρημένα πια,
καμιά φορά,
σ’ εμένα η σκέψη σου γυρνά.
Τότε, ήσουνα η ρήγισσά μου,
συ μου χάριζες γέλιο και δάκρυ
τα φιλιά μας δεν είχανε άκρη,
τ’ άλλα ήταν για μας περιττά.
Κι η καρδερίνα
μ’ εσέ κελαηδούσε,
πως η ρήγισσα
τον ρήγα αγαπά!
Τι κι αν σ’ αγάπησα πολύ
Τι κι αν μ’ αγάπησες κι εσύ.
Αφηρημένα πια,
σποραδικά,
σ’ εμένα η σκέψη σου γυρνά…
Καρδερίνα, σαν τι περιμένεις;
του κλουβιού σου την πόρτα έχω ανοίξει
πέτρα πίσω έχει η ρήγισσα ρίξει
φύγε, πέταξε τώρα και συ.
Μια κυρά ψάξε
να βρεις καινούργια
απ’ την άλλην
να ’ναι πιο αληθινή.
Τι κι αν σ’ αγάπησα πολύ
Τι κι αν μ’ αγάπησες κι εσύ.
Αφηρημένα πια,
καμιά φορά,
σ’ εμένα η σκέψη σου γυρνά…
Reginella
Te si’ fatta na vesta scullata,
nu cappiello cu ‘e nastre e cu ‘e rrose…
stive ‘mmiez’a tre o quatto sciantose
e parlave francese…è accussí?
Fuje ll’autriere ca t’aggio ‘ncuntrata
fuje ll’autriere a Tuleto, ‘gnorsí…
T’aggio vuluto bene a te!
Tu mm’hê vuluto bene a me!
Mo nun ce amammo cchiù,
ma ê vvote tu,
distrattamente,
pienze a me!…
Reginè’, quanno stive cu mico,
nun magnave ca pane e cerase…
Nuje campávamo ‘e vase, e che vase!
Tu cantave e chiagnive pe’ me!
E ‘o cardillo cantava cu tico:
«Reginella ‘o vò’ bene a stu rre!»
T’aggio vuluto bene a te!
Tu mm’hê vuluto bene a me!
Mo nun ce amammo cchiù,
ma ê vvote tu,
distrattamente,
pienze a me!…
Oje cardillo, a chi aspiette stasera?
nun ‘o vvide? aggio aperta ‘a cajóla!
Reginella è vulata? e tu vola!
vola e canta…nun chiagnere ccá:
T’hê ‘a truvá na padrona sincera
ch’è cchiù degna ‘e sentirte ‘e cantá…
T’aggio vuluto bene a te!
Tu mm’hê vuluto bene a me!
Mo nun ce amammo cchiù,
ma ê vvote tu,
distrattamente,
pienze a me!…
Ένας φτωχοδιάβολος στο άνθος της ηλικίας του, αλαφροπόδης και πονηρομάτης, με το στόμα γεμάτο χαρωπά κελαηδήματα, ξεκινούσε για το κυνήγι της πεταλούδας.
Καθώς έφτασε στην άκρη του χωριού είδε μια σταχτοπούτα να γνέθει το κουβάρι της. Της λέει: Γεια σου. Ο θεός να σε έχει καλά. Πάμε να πιάσουμε πεταλούδες;
Η σταχτοπούτα ενθουσιασμένη που θα άφηνε το καλύβι της, βάζει το καινούργιο φουστάνι και τα μποτάκια της, τον πιάνει αγκαζέ και πάνε στα δροσερά λιβάδια να κυνηγήσουν πεταλούδες.
Δεν ήξεραν πως στις σκιές κρυβόταν ο έρωτας με τη βουκέντρα του και ότι διαπερνούσε τις νεανικές καρδιές όσων τις πεταλούδες κυνηγούν…
Κάπως έτσι, εάν θέλουμε να είμαστε (κατά το δυνατό) πιστοί στο αρχικό κείμενο, αρχίζει ¨Το κυνήγι των πεταλούδων¨ (ένα από τα πιο γνωστά τραγουδάκια του Μπρασένς). Αλλά δεν θέλουμε. Προτιμάμε να το προσαρμόσουμε με τρόπο που να ¨χωράει¨ στις νότες του τραγουδοποιού. Με (ομολογημένο) στόχο να μπορούμε να το ψιλο-τραγουδήσουμε στα ελληνικά (στο μπάνιο). Και επειδή Μπρασένς ίσον ρίμα, θα πρέπει να έχει και τις απαραίτητες ομοιοκαταληξίες.
Το βάζουμε λοιπόν στον τόρνο και αρχίζει η επεξεργασία.
Un bon petit diable à la fleur de l’âge
La jambe légère et l’oeil polisson
Et la bouche pleine de joyeux ramages
Allait à la chasse aux papillons
Comme il atteignait l’orée du village
Filant sa quenouille, il vit Cendrillon
Il lui dit : «Bonjour, que Dieu te ménage
J’t’emmène à la chasse aux papillons»
Cendrillon ravie de quitter sa cage
Met sa robe neuve et ses botillons
Et bras d’ssus bras d’ssous vers les frais bocages
Ils vont à la chasse aux papillons
Il ne savait pas que sous les ombrages
Se cachait l’amour et son aiguillon
Et qu’il transperçait les coeurs de leur âge
Les coeurs des chasseurs de papillons
Quand il se fit tendre, elle lui dit : «J’présage
Qu’c’est pas dans les plis de mon cotillon
Ni dans l’échancrure de mon corsage
Qu’on va à la chasse aux papillons»
Sur sa bouche en feu qui criait : «Sois sage !»
Il posa sa bouche en guise de bâillon
Et c’fut l’plus charmant des remue-ménage
Qu’on ait vu d’mémoir’ de papillon
Un volcan dans l’âme, ils r’vinrent au village
En se promettant d’aller des millions
Des milliards de fois, et mêm’ davantage
Ensemble à la chasse aux papillons
Mais tant qu’ils s’aim’ront, tant que les nuages
Porteurs de chagrins, les épargneront
Il f’ra bon voler dans les frais bocages
Ils f’ront pas la chasse aux papillons
Οι επί πτυχίω φοιτητές που εμπίπτουν στα προβλεπόμενα από το άρθρο 34, παρ. 17, του Ν. 4115/30-1-2013 και επιθυμούν να εξεταστούν στα μαθήματα:
Κοινωνιολογία της μαζικής επικοινωνίας, Κοινωνική ιστορία των μέσων μαζικής επικοινωνίας ή άλλο μάθημά μου,
καλούνται να προσέλθουν στο γραφείο μου την Δευτέρα 4 Μαρτίου 2013 ώρα 11:00. Οι απαιτούμενες ασκήσεις (με θέμα αυτό που ίσχυε όταν παρακολούθησαν το μάθημα) θα πρέπει να κατατεθούν στη θυρίδα μου έως την Δευτέρα 25 Φεβρουαρίου ώρα 12:00 το μεσημέρι.
Δεν έχει πλοία στην παραλία, μήτε κατάρτια μήτε φουγάρα, μόνο στ’ αλάργα, χοντρά καράβια είναι αραγμένα, δω – κει σπαρμένα, που αδιαφορούνε, πέρα κοιτούνε, ώσπου να αδειάσουν, να ξαλαφρώσουν, να ξαναφορτώσουν κι απέ να στρίψουν, να ξαναφύγουν.
Ήταν προχτές. Ο Ηλίας και η Μαρία με τα μαλλιά στο χρώμα του χαλκού, είχαν φορέσει τα κράνη τους, είχαν ιππεύσει τη 1200άρα στρίγκλα τους και είχαν ανηφορίσει στη πάνω Πόλη, να τα πούμε. Είχαμε τσίπουρο και κρασάκι και η Σόφη είχε σκαρώσει την μακαρονάδα των αγανακτισμένων καρβουνιάρηδων. Και τα ήπιαμε. Και ο Ηλίας έλεγε πως η νοσταλγία κατά κάποιο τρόπο δεν τον αφορά, και ρωτούσε εμένα τι κυρίως νοσταλγώ από τις χώρες του πέρα και του τότε. Και εγώ του έλεγα: τις επιθυμίες! Κι εκείνος έκανε ότι δεν καταλαβαίνει. Και οι γυναίκες κοίταγαν με τρόπο που υποδήλωνε ότι θα έπρεπε να φανεί ως κατανόηση. Και αφού είπαμε πολλά, την άλλη μέρα ο Ηλίας μου έστειλε τους (εκπληκτικούς και αδημοσίευτους) στίχους του που ακολουθούν… (πείτε μου τώρα εσείς…)
Φύλλα του χαλκοπράσινου μέσα μου
από δάση που περπάτησα μικρούλης
χωρίς διόλου να φοβάμαι
μέσα σε όνειρα πως ήμουν άλλος
και δήθεν έφευγα σε χώρες μαγικές
όπου φυσούσαν άνεμοι ασημένιοι και μιναρέδες είχανε
φτιαγμένους από κατακόκκινα φιλιά
Φύλλα πεσμένα που σας βλέπω
που προσπαθείτε με απόγνωση
στο γκρίζο μίζερων πεζοδρομίων
να δώσετε ελεημοσύνη μάταια,
αχ, νάσασταν ιπτάμενα χαλιά,
αντί να σας μαζεύουν το πρωί
εργάτριες του δήμου με φραπέ στο χέρι…
Πώς πέφτετε ξερά γαμώ τη τύχη μου;
ε, πώς;
Μου λέτε δήθεν
να περιμένω κι άλλη άνοιξη
αφού σας το ‘χω πει χίλιες φορές:
τίποτα δεν ανοίγει μπρος μου, τόσες Άνοιξες,
κι οι άλλοι γύρω μου έχουν παραιτηθεί.
Περίμενε, περίμενε, περίμενε
κοντεύω να γεράσω εξήντα χρόνια τώρα
με κοντό παντελονάκι και στα γόνατα πληγές
και να το παίζω πως μεγάλωσα
Πότε θα ’ρθει αυτός ο άνεμος
να με σκορπίσει σαν και σας,
ε πότε;
Κρυφτό να παίξουμε, κυνηγητό,
κλέφτες και αστυνόμοι,
Πότε στους ασημένιους μιναρέδες με τα κατακόκκινα φιλιά
Ήτανε Πάσχα και ήμασταν με τη Σόφη στη Βαρκελώνη. Λιγοήμερη επίσκεψη και θέλαμε να δούμε ό, τι περισσότερο. Παίρναμε λοιπόν τους δρόμους, καθώς και διάφορα μεταφορικά μέσα και τριγυρνάγαμε.
Στον καθεδρικό ναό της Σαγκράντα Φαμίλια έτυχε να φτάσουμε απόγευμα Κυριακής. Ανάμεσα στα ακόμη οικοδομούμενα τμήματα, ο διάδρομος ο αφιερωμένος στους επισκέπτες του βατού μέρους του καθεδρικού ναού, έκλεινε.
Κρίμα, λέει η Σόφη. Θα τη δούμε άμα θα τελειώσει το χτίσιμο, λέω εγώ. Με αγριοκοιτάζει. Καλά, ας κάνουμε έναν γύρο τριγύρω, να τραβήξουμε καμιά φωτογραφία απ’ έξω και για το εσωτερικό ερχόμαστε αύριο πρωί πρωί… συμβιβάζομαι.
Σε μια εξέδρα στην πίσω μεριά της τεράστιας φαντασμαγορικής εκκλησίας παίζει μια ορχήστρα κι ένα μικρό κοριτσάκι, ανεβασμένο από το μπαμπά του στο πάλκο, χορεύει.
Παρακάτω, κολλημένη πάνω στο φράχτη που προστατεύει τις εκτελούμενες εργασίες υπάρχει μια ανακοίνωση στα καταλωνικά. Λίγη περιέργεια, λίγη επιμονή και την αποκρυπτογραφούμε: Την Κυριακή Domenica in Albis θα τελεστεί στην προσβάσιμη πτέρυγα της αιωνίως κατασκευαζόμενης εκκλησίας, λειτουργία στην καταλανική γλώσσα.
Μα ναι, για τους καθολικούς η Domenica in Albis (παλιά, βάφτιζαν ομαδικά χριστιανούς το Πάσχα και οι νεόφυτοι φορούσαν λευκά έως και την Domenica in Albis) είναι ακριβώς μια βδομάδα μετά το καθολικό Πάσχα, για μας τους ανατολικούς σήμερα, Πάσχα ανήμερα!
Λίγο πιο πέρα, μια μικρή πόρτα στον φράχτη και κάμποσοι Καταλανοί στη σειρά. Δεν το συζητάμε, μπαίνουμε στην ουρά και έχουμε την ευκαιρία να παρευρεθούμε σε μια από τις πιο υποβλητικές θρησκευτικές τελετές που μας έτυχε ποτέ: Κάτω από τα πέτρινα βλέμματα των δαιμόνων και των αγγέλων του Γκαουντί, υπό το επισκοπικό βλέμμα ενός Καταλανού καρδιναλίου και μέσα στην ηχητική ανάταση που δημιουργεί μια γυναίκα ψαλμωδός πλαισιωμένη από νεανική χορωδία. Γύρω μας ιβηρικά πρόσωπα χαραγμένα από το φως των κεριών, καθώς, πάνω, οι γοτθικές καμάρες εξαφανίζονται στα σκοτεινά ύψη του ναού.
Σκέφτομαι ότι σε αντίθεση με την ορθόδοξη εκδοχή όπου η θεότητα, θέλει δε θέλει, προσλαμβάνεται ως οικεία και φιλική, στη δυτική καθολική εκδοχή πρέπει να κρατάει τη θέση της, ψηλά, επιβλητικά… και αδιερεύνητα.
(*) Συνοδευτική μουσικούλα (Αντόνιο Λάουρο)
Θυμήθηκα τη Βαρκελώνη και τη Σαγκράντα Φαμίλια, καθώς, περιδιαβαίνοντας στο διαδίκτυο, συνάντησα το παρακάτω (όμορφο) ποίημα του Θεοδόση Βολκώφ αφιερωμένο στους παλιούς υποβλητικούς καθεδρικούς ναούς.
(κι άλλος Ηλίας Κουτσούκος – εδώ σε μαγειρική έξαρση)
Συνταγή με μοσχάρι στο φούρνο…
Παίρνουμε 2 λίβρες κρέας πολιτών – που έτσι κι αλλιώς μοσχάρια είναι – φέτες λεπτές τους κόβουμε με τη λεπίδα σαν ξυράφι μαχαιριού που ‘χει γραμμένο στη λαβή του ‘1789’ [να μη ξεχνιόμαστε]…
Κατόπιν ρίχνουμε λάδι αδικημένων δίχως λόγο, που ‘χει οξύτητα μηδέν και βάζουμε μπαχαρικά στο κρέας, πιπέρι Ινδίας καυτερό απ τη Μομπάλ που τύφλωσε η πολυεθνική της μπαταρίας γύρω στους 100.000 φουκαράδες, μπούκοβο απ το Βούκαβαρ που σφάξανε πολλούς αθώους μόλις πριν λίγα χρόνια ήταν, αλείφουμε το κρέας με μια καυτερή κετσάπ φτιαγμένη από μολότοφ που παρασκευάσθηκε για δήθεν ‘άνδρες’ της εννόμου Τάξεως και δίπλα βάζουμε πατάτες προλετάριους λίγο χοντροκομμένες – γιατί τέτοιοι οι προλετάριοι είναι αφού τη φάγανε απ τους ενδιάμεσους αστούς στην Ιστορία -κι ύστερα ανοίγουμε το φούρνο στα 200.
Αφήνουμε να κάψει γι ένα εικοσάλεπτο – όσο χρειάζεται μια επιχείρηση τρομοκρατίας σ’ ένα χώρο μαζικό – και βάζουμε το κρέας να ψηθεί δυο ώρες….
Μόλις κτυπήσει καμπανάκι – ότι ψήθηκε – το αφήνουμε και άλλες δέκα ώρες, ώστε να γίνει κάρβουνο και να μη τρώγεται με τίποτα, γιατί τέτοια μαλακισμένη είναι η συνταγή, όπως αρμόζει σε αυτούς που το πιστεύουν πως γίνεται γκουρμέ αυτός ο κόσμος…
Αυτό είναι ένα τραγουδάκι χωρίς όνομα, έτσι για να τραγουδάμε, για να κάνουμε κάτι. Τίποτα το εξαιρετικό, είναι ένα τραγουδάκι ντόπιο που μπορείς να το πεις ακόμη κι αν δεν έχεις φωνή.
Φτάνει η υγεία.
Άμα έχεις υγεία τα έχεις όλα.
Φτάνει η υγεία κι ένα ζευγάρι γερά παπούτσια και μπορείς να γυρίσεις όλο τον κόσμο.
Και με συνοδεύω από μόνος μου.
Για να ιδώ την ζωή ωραία
κιθάρα πήρα για παρέα
κι όταν η μέρα φεύγει, πάει
να που η καρδιά μου τραγουδάει.
Μπορεί η φωνή μου να ‘ναι λίγη,
μα αρκεί τα βάσανα να πνίγει
κι αν για την όπερα δεν κάνει
για να ονειρεύομαι μου φτάνει.
Έτσι… τραγουδώ
μα απ’ την καρδιά το κάθε μου τραγούδι.
Στο όνειρό μου ζω
και να που ξεφυτρώνει ένα λουλούδι.
Λουλούδι πασχαλιάς
που με γυρνά στην πρώτη μου αγάπη,
που τα τραγούδια μου τα αγαπούσε,
αλλά εμένα με περιγελούσε.
Τραγούδια όμορφα, με πάθος
και νοσταλγία κατά βάθος,
που από εσένα έχουν κάτι
σου τραγουδάω με γινάτι.
Σου τραγουδώ, δεν σου φωνάζω
και τ’ άχτι μου καταλαγιάζω,
μα ο ουρανός σαν σκοτεινιάζει
καμιά, για μένα, δε την νοιάζει…
Κι έτσι… τραγουδώ
Κι απ’ την καρδιά το κάθε μου τραγούδι
Τα όνειρά μου ζω
και να που ξεφυτρώνει ένα λουλούδι
Λουλούδι πασχαλιάς
που με γυρνά στην πρώτη μου αγάπη
που τα τραγούδια μου τα αγαπούσε
αλλά εμένα με περιγελούσε.
Πρόκειται για το Tanto per cantare, ένα παλιό (1932) λαϊκό τραγουδάκι της Ρώμης γραμμένο από τους Ettore Petrolini και Alberto Simeoni εν μέρει στην τοπική διάλεκτο.
Εδώ παρακάτω θα το ακούσετε από
τον Νίνο Μανφρέντι
την Γκαμπριέλα Φέρι
και τους Ρέντζο Αρμπορε και Λουίτζι Προϊέτι σε ζωντανή ηχογράφηση
Εδώ η απόπειρα απόδοσης στα ελληνικά
Tanto per cantare…
È una canzone senza titolo,
tanto per cantare, per fare qualcosa.
Non è niente di straordinario,
è roba del paese nostro,
che si può cantare pure senza voce.
Basta la salute, quando c’è la salute c’è tutto. Basta la salute e un paio di scarpe nuove puoi girare tutto il mondo, e mi accompagno da solo.
Per fare la vita meno amara mi sono comprato questa chitarra, e quando il sole scende e muore mi sento un cuore cantatore.
La voce è poca ma intonata, non serve per fare una serenata, ma solamente a fare in maniera di farmi un sogno a prima sera.
Tanto per cantare, perchè mi sento un formicolio nel cuore, tanto per sognare, perchè nel petto mi nasca un fiore.
Fiore di lillà che mi riporti verso il primo amore, che sospirava le canzoni mie, e mi intontiva di bugie.
Canzoni belle e appassionate che Roma mia mi ricordate, cantate solo per dispetto, ma con una smania dentro il petto.
Io non vi canto a voce piena, ma tutta l’anima è serena, e quando il cielo se scolora di me nessuna si innamora.
Tanto per cantare, perchè mi sento un formicolio nel cuore, tanto per sognare, perchè nel petto mi nasca un fiore.
Fiore di lillà che mi riporti verso il primo amore, che sospirava le canzoni mie, e mi intontiva di bugie.