[
*
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΠΑΝ
Όταν στ’ απάνω ήταν ο Παν
ως κι οι θεοί ήταν μερακλήδες
που ’ξέραν να γλεντοκοπάν’
και αγαπούσαν τους μπεκρήδες.
Κι αν κάποιος ήθελε να πιεί
για νά βγει απ’ των θνητών το νόμο
θεοί του φώτιζαν το δρόμο
για να απογειωθεί.
*
Το κάθε ξύδι ήταν / τότε ευλογητό
το κάθε κατακάθι / είχε τον θεό του
και κάθε φουκαρά / που έπιν’ απ’ αυτό
τον μέτραγε ο Βάκχος, / για παιδί δικό του.
*
Μα φτάνει ξαφνικά ορδή τεχνοκρατών
μαζί κι η κομπανία των εκσυγχρονιστών,
θέλουν να βάλουν τάξη σ’ όλους τους ουρανούς
να κυνηγήσουν τους θεούς
***
Ακόμη κάποιοι πίνουν / κι ας πέρασε καιρός
μα πλέον οι θεοί / δεν απαντούν στους πότες
άλλοι στη σύνταξη είναι / και άλλοι πεπτωκότες
αλκοολικός ο Βάκχος / κι ο Μέγας Παν νεκρός.
Κι αν κάποιοι παίζαν τα παιχνίδια
του έρωτα του κατεργάρη,
να σου τα Ξωτικά, αιφνίδια,
να τους κρατάνε το φανάρι!
Μόλις ακούγανε για αγάπες
φιλιά, καημούς και αγκαλιές
έτρεχαν για να κάνουν πλάτες
στις ερωτοδουλειές.
*
Κάθε αγάπη ήταν / τότε ευλογητή,
επέβλεπε τα πάντα / η Θεία Αφροδίτη,
οι ερωτευμένοι ήταν / της γης οι εκλεκτοί
κι ο Έρως ευτυχής / όργωνε τον πλανήτη.
*
Μα φτάνει ξαφνικά ορδή τεχνοκρατών
μαζί κι η κομπανία των εκσυγχρονιστών,
θέλουν να βάλουν τάξη σ’ όλους τους ουρανούς
να κυνηγήσουν τους θεούς.
***
Κάποιοι αγαπούν ακόμη / κι ας πέρασε καιρός
κι ισχύει που και που / του έρωτα ο νόμος
μα δεν υπάρχει πια / επάξιος κληρονόμος
του Έρωτα π’ αργεί, / του Πάνα που ’ν νεκρός
Κι όταν η ώρα η μοιραία
έφτανε για να αποδημήσεις,
θεοί σού κάνανε παρέα
στις τελευταίες συγκινήσεις.
Το τέλος έμοιαζε μ’ αρχή
κι όταν ερχόταν το βαρκάκι,
σου φάνταζε σαν παιχνιδάκι
η Ύστατη Πνοή.
*
Ήταν κάθε σορός / τότε ευλογητή
και σφράγιζε ο Χάρων / το κάθε πασαπόρτι,
ο κάθε φουκαράς / δικαιούταν μια ψυχή
και βίζα διαρκή / απ’ τον Μέγα Φωτοδότη
*
Μα φτάνει ξαφνικά ορδή τεχνοκρατών
μαζί κι η κομπανία των εκσυγχρονιστών,
θέλουν να βάλουν τάξη σ’ όλους τους ουρανούς,
να κυνηγήσουν τους θεούς.
***
Κάποιοι φεύγουν ακόμη / κι ας πέρασε ο καιρός
μα τώρα ο τάφος είναι / τ’ αδυσώπητο τέλος,
στου πνεύματος τη λέσχη / δεν γίνεσαι πια μέλος
ο Χάρος; φυσικός / κι ο Μέγας Παν: νεκρός!
*
Κι ένας απ τους στερνούς, ο μέγιστος Μεγάλος
πολύ καλά δεν νοιώθει, όπως και κάθε άλλος…
Και όπως το παρατραβούμε,
να φεύγει απ’ τον Γολγοθά, σύντομα, θα τον δούμε:
¨Γαμώτο, αυτούς εδώ άλλο δεν τους αντέχω,
στα έντομα ας δω τι άλλες λύσεις έχω!¨
Τον καιρό που έγραφε ο μεγάλος Γιώργης, οι κίνδυνοι από μια επιστήμη αποκομμένη από τη κοινωνία και αγκιστρωμένη στα συμφέροντα των πολυεθνικών, δεν ήταν τόσο ορατοί όσο σήμερα. Ωστόσο, ο Μπρασένς, όπως βλέπετε, είχε ήδη δει προς τα που πάει το πράγμα.
Βέβαια, στην εποχή του, ο ¨εξορθολογισμός¨ και η τεχνοκρατία έμοιαζαν να εκπροσωπούνται καλύτερα από έναν ελαφρά γελοίο τρελό επιστήμονα των κόμιξ, τον δόκτορα Νιμπούς, (που αναφωνεί κάθε τόσο στο πρωτότυπο ρεφρέν: εύρηκα, εύρηκα), παρά από κάτι που να μοιάζει με τα σημερινά επιθετικά στίφη των εκσυγχρονιστών. Έτσι, στην προσαρμογή στα ελληνικά που σας έφτιαξα, έβγαλα τον γραφικό Νιμπούς και έβαλα στη θέση του ολίγη από επέλαση think tanks με τα τεχνοκρατικά τους λάβαρα ανυψωμένα!
[ακολουθεί σε σύνδεση με το you tube ο Brassens, καθώς και (προσοχή: δεν είναι το αδελφάκι του Ηλία) ο Yves Uzureau. Στο τέλος το πρωτότυπο γαλλικό κείμενο]
*
Le Grand Pan:
Du temps que régnait le Grand Pan,
Les dieux protégaient les ivrognes
Des tas de génies titubants
Au nez rouge, à la rouge trogne.
Dès qu’un homme vidait les cruchons,
Qu’un sac à vin faisait carousse
Ils venaient en bande à ses trousses
Compter les bouchons.
La plus humble piquette était alors bénie,
Distillée par Noé, Silène, et compagnie.
Le vin donnait un lustre au pire des minus,
Et le moindre pochard avait tout de Bacchus.
{Refrain:}
Mais en se touchant le crâne, en criant » J’ai trouvé »
La bande au professeur Nimbus est arrivée
Qui s’est mise à frapper les cieux d’alignement,
Chasser les Dieux du Firmament.
Aujourd’hui ça et là, les gens boivent encore,
Et le feu du nectar fait toujours luire les trognes.
Mais les dieux ne répondent plus pour les ivrognes.
Bacchus est alcoolique, et le grand Pan est mort.
Quand deux imbéciles heureux
S’amusaient à des bagatelles,
Un tas de génies amoureux
Venaient leur tenir la chandelle.
Du fin fond du champs élysées
Dès qu’ils entendaient un » Je t’aime «,
Ils accouraient à l’instant même
Compter les baisers.
La plus humble amourette
Etait alors bénie
Sacrée par Aphrodite, Eros, et compagnie.
L’amour donnait un lustre au pire des minus,
Et la moindre amoureuse avait tout de Vénus.
{Refrain}
Aujourd’hui ça et là, les cœurs battent encore,
Et la règle du jeu de l’amour est la même.
Mais les dieux ne répondent plus de ceux qui s’aiment.
Vénus s’est faite femme, et le grand Pan est mort.
Et quand fatale sonnait l’heure
De prendre un linceul pour costume
Un tas de génies l’œil en pleurs
Vous offraient des honneurs posthumes.
Et pour aller au céleste empire,
Dans leur barque ils venaient vous prendre.
C’était presque un plaisir de rendre
Le dernier soupir.
La plus humble dépouille était alors bénie,
Embarquée par Caron, Pluton et compagnie.
Au pire des minus, l’âme était accordée,
Et le moindre mortel avait l’éternité.
{Refrain}
Aujourd’hui ça et là, les gens passent encore,
Mais la tombe est hélas la dernière demeure
Les dieux ne répondent plus de ceux qui meurent.
La mort est naturelle, et le grand Pan est mort.
Et l’un des dernier dieux, l’un des derniers suprêmes,
Ne doit plus se sentir tellement bien lui-même
Un beau jour on va voir le Christ
Descendre du calvaire en disant dans sa lippe
» Merde je ne joue plus pour tous ces pauvres types.
J’ai bien peur que la fin du monde soit bien triste. »