Κυκλοφόρησε από τις εκδ. Παπαζήση η νέα ποιητική συλλογή του Λευτέρη Μανωλά
Ποιήματα και ποιητικά κείμενα από τον Ηλία Κουτσούκο.
*
Η νέα συλλογή ποιημάτων του Νίκου Μοσχοβάκου.
*
Κυκλοφόρησε το νέο βιβλίο του Τηλέμαχου Χυτήρη ¨Ημερολόγιο μιας επιστροφής¨ από τις εκδόσεις ¨Μελάνι¨
.
*
¨Απριλίου ξανθίσματα¨.
Κυκλοφόρησε η νέα ποιητική συλλογή του Νίκου Μοσχοβάκου, από τις εκδόσεις Μελάνι.
Αισθάνθηκε μια δαγκωνιά
στη μνήμη.
Ήταν το παρελθόν
που σαν αδέσποτο σκυλί
είχε επιτεθεί στο είναι του.
Οι σταγόνες αίμα που έσταξαν
κοκκίνισαν τις εικόνες.
***
Η νέα ποιητική συλλογή του Νίκου Μυλόπουλου ¨Τέλος της Περιπλάνησης¨. Από τις εκδόσεις ¨Γαβριηλίδης¨
***
Κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ¨Μελάνι¨ η νέα ποιητική συλλογή του Νίκου Μοσχοβάκου
¨Αιφνίδια και διαρκή¨
Ο Θηβαίος στρατηγός Επαμεινώνδας οξυδερκής καθώς ήταν αλλά και θαρραλέος επινόησε πως έπρεπε να διορθώσει την ιστορία χωρίς αναβολές. Ασυμβίβαστος εκστράτευσε κατά της Σπάρτης με τον δαίμονα της υπερβολής κάτι σαν σαράκι να τρώει τα σωθικά του κι επέτυχε ν’ αλλάξει τον ρου τ’ αρχαίου κόσμου. Το πλήρωσε βέβαια στην Μαντίνεια πανάκριβα με τη ζωή του όμως διόρθωσε έστω για μια στιγμή την ανιαρή ιστορία. Δεν ήταν δα και λίγο αυτό. *****
Γράφει ο Ηλίας Κουτσούκος
*****
Γραφει ο Gianfranco Bettin
*****
Γράφει ο Νίκος Μοσχοβάκος
Η ΕΚΔΙΚΗΣΗ
Τώρα που τάπαν όλα οι ποιητές
εσύ τι θα γράψεις ;
μου αντέτεινε
η άπτερος Νίκη της Σαμοθράκης.
Κι εγώ την αποκεφάλισα.
[Από τις ¨Ζωγραφιές μου¨ - Πορτρέτο του Νίκου - Λάδι]
Η ΣΥΜΒΟΥΛΗ
Πάντοτε μούδιναν την συμβουλή
να γίνω τέλειος.
Έτσι μίσησα την τελειότητα
κι επιδόθηκα στην λατρεία των ατελειών.
Έχω λοιπόν πολλά να κάνω
αναζητώντας μέσα από ελλείψεις
τον εαυτό μου σε πείσμα των τελειομανών
που επαναπαύονται στον μοναδικό δρόμο τους
με την σιγουριά του αλάθητου.
Εγώ πορεύομαι μες τις αμφιβολίες
και τον κίνδυνο του ατελέσφορου στόχου
ποτέ παροπλισμένος αφού πάντα μάχομαι.
*****
[Από τις ¨Ζωγραφιές μου¨ - Λάδι σε χαρτόνι - Γενάρης 2015] Tα πνευματικά δικαιώματα όλων των εικόνων και των μουσικών που αναδημοσιεύονται εδώ ανήκουν αποκλειστικά και μόνο στους δημιουργούς τους.
Κοινωνία, επικοινωνία, εξουσία: Από τον Βωμό και τον Άμβωνα στην οθόνη. Η περίοδος της προφορικότητας και οι επικοινωνητές της. Μια κοινωνιολογική προσέγγιση στην ιστορία της επικοινωνίας και των μέσων. Εκδότης: Ι. Σιδέρης. Συγγραφέας: Βασίλης Νόττας. Σειρά: Δημοσιογραφία και ΜΜΕ. Έτος έκδοσης: 2009 . ISBN: 960-08-0468-0. Τόπος Έκδοσης: Αθήνα Αριθμός Σελίδων: 302 Διαστάσεις: 24χ17 Πρόλογος: Κώστας Βεργόπουλος. Αποσπάσματα στο Ιστολογοφόρο: κλίκ στην εικόνα
Συλλογή κειμένων: ΜΜΕ, κοινωνία και πολιτική. Ρόλος και λειτουργία στη σύγχρονη Ελλάδα. Επιμέλεια: Χ. Φραγκονικολόπουλος Εκδόσεις Ι. Σιδέρης, 2005 Αριθμός σελίδων 846. ISBN 960-08-0353-6, Κείμενο Β. Νόττας: ¨Επικοινωνιακή και πολιτική εξουσία τον καιρό της επέλασης των ιδιωτών¨ (σελ. 49). Κείμενο στο Ιστολογοφόρο: κλικ στην εικόνα.
Β΄Έκδοση. Εκδόσεις Ι. Σιδέρης. NovelBooks. Έτος έκδοσης: 2012. Αριθμός σελίδων: 610. Κωδικός ISBN: 9609989640. Εισαγωγικό σημείωμα στη 2η έκδοση: Γιώργος Σκαμπαρδώνης. Αποσπάσματα στο Ιστολογοφόρο: κλικ στην εικόνα του εξώφυλλου.
Vivere pericolosamente Ανθολογία διηγημάτων: 26 ιστορίες από την Ιταλία. Εκδόσεις: Αντίκτυπος. Αθήνα: 2005 Σελίδες: 342. Κείμενο Β. Νόττας: ¨Το διαβατήριο¨. Ανάρτηση στο Ιστολογοφόρο: Κλικ στην εικόνα του εξώφυλλου
Εκδότης: Αρχέτυπο. Συγγραφέας: ΒΑΣΙΛΗΣ ΝΟΤΤΑΣ. Κατηγορίες: Φανταστική Λογοτεχνία. ISBN 978-960-7928-83-2. Ημερομηνία έκδοσης: 01/01/2002. Αριθμός σελίδων: 512. Αναρτήσεις στο Ιστολογοφορο: κλίκ στην εικόνα του εξώφυλλου.
Η «κατασκευή» της πραγματικότητας και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Αθήνα 1998. Πρακτικά διεθνούς συνεδρίου που οργανώθηκε από το Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών. Συλλογικό έργο. Έκδοσεις: Αλεξάνδρεια. Διαστάσεις: 24Χ17. Σελίδες: 634. Κείμενο Β. Νόττας: Κοινωνιολογικες παρατηρησεις πανω στην οπτικοακουστικη αναπαρασταση της συγχρονης ελληνικης πραγματικοτητας. Κείμενο στο Ιστολογοφόρο: κλικ στην εικόνα
Ενα κείμενο στο βιβλίο του Κώστα Μπλιάτκα ¨Εισαγωγή στο τηλεοπτικό ρεπορτάζ" . Εκδόσεις ¨Ιανός¨ με τίτλο ¨Αξιοπιστία και οπτικό ρεπορτάζ¨
Περιοδικό ¨Εξώπολις¨ Τεύχος 12-13. Κείμενο με τίτλο ¨Το ραδιόφωνο των ονείρων. Ένα δοκίμιο περί ήχων φτιαγμένο με επτά εικόνες¨. Στο Ιστολογοφόρο: κλικ στην εικόνα.
Συμμετοχή σε λογοτεχνικό παιχνίδι σχετικό με τον (υποτιθέμενο) συγγραφέα Άρθουρ Τζοφ Άρενς. Δημοσιευμένο στο περιοδικό ¨Απαγορευμένος πλανήτης" τεύχος 6 (εκδόσεις ¨Παραπέντε¨). Για το πλήρες κείμενο κλικ στην εικόνα.
¨Το Δεντρο¨ Τεύχος: 17-18 . Βασίλης Νοττας: Συζήτηση για τον κοινωνικό χώρο της Θεσσαλονίκης.
Διδακτορική Διατριβή ¨Δημόσια μέσα μαζικής επικοινωνίας και συμμετοχική Πολεοδομία¨. Σελίδες:788. Ψηφιοποιημένη στη βιβλιοθήκη του Παντείου
*
Συγγραφικά φίλων
Ποιήματα και ποιητικά κείμενα του Νίκου Μοσχοβάκου (κλικ στην εικόνα)
Ποιήματα και ποιητικά κείμενα του Ηλία Κουτσούκου (κλικ στην εικόνα)
Μοτο-ταξιδιωτικά από τον Βασίλη Μεταλλινό (κλικ στην εικόνα)
Κάποιες απόψεις και άρθρα…
Η γυναίκα τανάλια * Όταν ο Χάρι Πότερ συνάντησε τα λόμπι * Ο μικρός ήρωας * Πώς έκοψα το κάπνισμα και άλλα
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 28 Ιανουαρίου, 2014
Όταν το περασμένο καλοκαιράκι έλαβα μήνυμα με καλά λόγια από τον Παναγή Αντωνόπουλο, οφείλω να ομολογήσω ότι απάντησα και ευχαρίστησα χωρίς να έχω εντοπίσει τον αποστολέα. Μόνο στη συνέχεια ανακάλυψα ότι πρόκειται για έναν ιδιαίτερα αγαπητό ταξιδευτή-λογοτέχνη που ανάμεσα στ’ άλλα έχει χαρίσει ελληνικούς στίχους σε μουσικές που κι εγώ αγαπώ. Καπετάνιε συγγνώμη.
Παναγής Αντωνόπουλος: Το μπάρκο
Συ θάλασσα
Έκλεψα τ’ ουρανού τη φορεσιά τη γιορτινή.
Στο στέρνο κάρφωσα την Κασσιόπεια, λαχταριστό πλουμίδι.
Συ θάλασσα μάγισσα μου ‘κλεψες την ψυχή
και μ’ έστειλες σα λάφυρο στου Ποσειδώνα την οργή παιχνίδι. […]
Εδώ παρακάτω οι στίχοι που εμπνεύστηκε ο Παναγής Αντωνόπουλος από ένα όμορφο φάντο (Nem as paredes comfeso) Στη συνέχεια η κλασική εκτέλεση της Αμαλίας Ροντρίγκες και μια εξαιρετική εκτέλεση σε φάντο-μπλουζ.
Γιατί μου λες Τραγούδι Amalia Rodrigues Mόυσική Ferrer Trindade (Port) 1939 Στίχοι Παν. Αντωνόπουλος Αθήνα 11/11/09
Γιατί μου λες σ’ αγαπώ
αφού φοβάσαι
πως θα ’ρθει κάποια στιγμή
και θύμα θα ’σαι.
Γιατί μου λες σ’ αγαπώ
χωρίς να νιώσεις
πόσο μεγάλο
είναι το “θέλω’
που θα μου δώσεις .
Γιατί με μπλέκεις
σ’ ένα αγαπώ που δεν βλέπεις
Γιατί ξεπέφτεις
σ’ αγαπώ προσποιητό.
Όταν μπορείς
ψάξε να βρεις
αυτό που φταίει , μα
πόνο μη φέρεις.
ενοχές μη μεταφέρεις .
Γιατί μου λες σ’ αγαπώ
δίχως να ξέρεις
η λέξη αυτή τι θα πει
πως την προφέρεις .
Γιατί μου λες σ’ αγαπώ
μιά και δεν διώχνεις
τις εμμονές σου
πόνο που κάνουν
αυτό που νιώθεις.
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 26 Ιανουαρίου, 2014
Κυριακή 26 του Γενάρη. 10:30 το πρωί. Το ’χει στρώσει. Όχι οριστικά, το σκέπτεται. Ρίχνει ακόμη. Είναι δυο τρεις ώρες που χιονίζει στην Πάνω Πόλη. Φωτογραφίζω τριγύρω απ’ το σπίτι. Πάω να δω τι κάνει η Νερατζιά που έχω σ’ ένα βαρέλι στην αυλή εδώ και μερικά χρόνια. Άλλοτε φουντώνει, άλλοτε μαραζώνει. Αντέχει. Η λεμονιά έχει τρία λεμονάκια…
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 23 Ιανουαρίου, 2014
Οι εργαζόμενοι στην Ερτ 3 (ραδιόφωνο και τηλεόραση) εξακολουθούν να αγωνίζονται ενάντια στον επικοινωνιακό σκοταδισμό με πολλούς τρόπους, ανάμεσα στους οποίους και η ζωντανή ροή εκπομπών μέσω διαδικτύου.
Αναμεταδόσεις μπορείτε να βρείτε εδώ ή εδώ καθώς και σε αρκετές άλλες παραπομπές που περιέχονται στις μηχανές αναζήτησης. Η ΕΡΑ Θεσσαλονίκης εκπέμπει εδώ, ενώ η προσωποσελίδα της Ερτ3 βρίσκεται εδώ. Περισσότερες πληροφορίες θα βρείτε εδώ.
Την περασμένη Κυριακή είχα την ευκαιρία να συμμετάσχω σε μια από αυτές τις εκπομπές με θέμα τη διαφθορά στα ΜΜΕ.
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 17 Ιανουαρίου, 2014
(Κάποτε στην Ηλιούπολη Αττικής)
Η μικρή παλιά ασπρόμαυρη φωτογραφία πρέπει να υπάρχει ακόμη κάπου. Ίσως στο πατρικό σπίτι, ίσως ανακατεμένη μ’ εκείνες που συντηρεί κατ’ αποκλειστικότητα το μικρό μου αδελφάκι, στην Αθήνα.
Στην φωτογραφία, αν τα θυμάμαι σωστά, ένα μικρό μέρος καταλαμβάνω εγώ, τόσος δα, και κρατάω μια ανθοδέσμη. Μιλάμε για τη δεκαετία του πενήντα, πρέπει να είμαι στις πρώτες τάξεις του δημοτικού.
Τριγύρω διάφοροι τύποι της εποχής: Μεγάλοι κύριοι, κουστουμάτοι, με τα παντελόνια φαρδιά και τις ζώνες ψηλά στη μέση, μεγάλες κυρίες ταγιεράτες και καπελοφόρες.
Πέρα από την ομάδα των καλοντυμένων, δε θυμάμαι αν φαινόταν στο φωτογραφικό πλάνο, αλλά σας διαβεβαιώνω ότι στο τοπίο κυριαρχούσε, η προαστιακή σχεδόν-ερημιά: εδώ κι εκεί τα μονόπατα, άντε δίπατα σπιτάκια, και τριγύρω άφθονα οικόπεδα-χωράφια. Όμως, κι ας μη το ξέραμε τότε (έξι χιλιόμετρα από την Ομόνοια), η Αθήνα ήδη κόχλαζε και εγκυμονούσε: όπου να ’ναι από τις αγκυλόμορφες (αλλά πανάσχημες) σιδερένιες ¨αναμονές¨ θα ξεπετάγονταν πανωσηκώματα, υπερβάσεις και λοιπές εξαμβλωματικές αυθαιρεσίες.
Μία ψηλή κυρία, στη μέση της φωτογραφίας σκύβει να πάρει τα λουλούδια και χαμογελά στον πιτσιρικά-εμένα, ο οποίος (πιτσιρικάς-εγώ) ντρέπεται λίγο, αλλά έχει αποφασίσει να τα βγάλει πέρα. Άλλωστε το καθήκον/ειδική αποστολή που μου έχει ανατεθεί δεν είναι ιδιαίτερα δύσκολο. Δεν έχει απαγγελία ούτε λόγια να τα θυμάσαι απ’ έξω. Το μόνο που μου είπανε είναι να παραδώσω τα άνθη στην ψηλή κυρία. Τα λόγια θα τα ‘λεγε, ή τα είχε ήδη πει -δεν θυμάμαι, ο κύριος Επίσημος.
Εγώ βρίσκομαι εκεί γιατί οι γονείς μου, και οι δύο, συμμετέχουν στα τοπικά κοινά, πάντα με την αντιπολίτευση, που μετά την εμφύλια αιματηρή ταραχή προσπαθεί κουτσά στραβά να ανασυγκροτηθεί. Εμένα αυτές οι συλλογικές ιστορίες μου αρέσουν και μπλέκομαι ευχαρίστως στα πόδια τους χωρίς να με νοιάζει πολύ που κατά κανόνα χάνουμε. Οι εκλογές, για παράδειγμα, μου φαίνονται πανηγύρι: οι μεγάλοι σε έξαψη κι εγώ μαζί να ξενυχτάμε για να καταγράψουμε και να αθροίσουμε (στην πίσω όψη ψηφοδελτίων που περίσσεψαν) τα αποτελέσματα που ξεφουρνίζει κάθε τόσο σε δυσκοίλια καθαρεύουσα το Εθνικόν Ίδρυμα Ραδιοφωνίας, Πρώτον Πρόγραμμα.
Εν πάση περιπτώσει, που και που υπάρχει και κάποια μικρή νίκη: κάποια πρόταση που περνάει στο συμβούλιο της κοινότητας, κάποιος δρόμος που ασφαλτοστρώνεται, μια στάση παραπέρα για το Λεωφορείο. Ή ακόμη, κάποια πλατεία να παίρνει ένα όνομα της προκοπής, κάποιου που να τ’ αξίζει.
Το Πρώτο Δημοτικό Σχολείο όπου φοιτώ στις πρώτες τάξεις, είναι μακριά από το σπίτι. Ένα χιλιόμετρο και κάτι ανηφόρα (στον πηγαιμό) και δύο ρέματα ανεβοκατέβασμα. Πάντως, αν και ο τόπος είναι ακόμη αδιαμόρφωτος και αγροτικός, εδώ είναι μία από τις σπάνιες περιοχές της Αττικής όπου οι συγκυρίες έχουν επιτρέψει την σύνταξη ενός ρυμοτομικού σχεδίου. Άρα, διαθέτει δρόμους και πλατείες, μη ορατές δια γυμνού οφθαλμού, αλλά σαφώς τοπογραφημένες στο εν λόγω σχέδιο. Απέναντι από το Πρώτο Δημοτικό έχει προβλεφτεί μια τέτοια μεγάλη πλατεία.
Να ’μαι λοιπόν στα βαφτίσια της πλατείας, ανάμεσα στα πόδια των μεγάλων, με την ανθοδέσμη αγκαλιά και την ψηλή κυρία (εμένα μου φαίνεται θεόρατη) να γέρνει προς τη μεριά μου. Ευτυχώς δε με τσιμπάει στο μάγουλο, πράγμα που αποτελεί μια από τις πιο ενοχλητικές συνήθειες των μεγάλων της εποχής, αλλά μου χαμογελάει!
Χαμογελάω επίσης κι εγώ και παραδίδω τα άνθη.
Όμως η κυρία δεν είναι το κυρίως τιμώμενο πρόσωπο. Το κατ’ εξοχήν τιμώμενο πρόσωπο, εκείνο που θα δώσει το όνομά του την πλατεία στέκεται εκεί δίπλα και προσπαθεί, μέσω διερμηνέως, να καταλάβει τα καλά λόγια που του αφιερώνουν οι ρήτορες κατά τη διάρκεια της τελετής.
Ο δωρητής του ονόματος της πλατείας δεν είναι στρατηλάτης, δεν είναι πολιτικός, δεν είναι καν καλλιτέχνης. Είναι εφευρέτης! Το έχουμε ήδη μάθει στο σχολείο και μοιάζει ακριβώς με αυτό που μάθαμε: ένας εφευρέτης ευεργέτης!
Είναι ηλικιωμένος, ασπρομάλλης και το μόνο στράτευμα που του ανήκει είναι ένα άγημα ενισχυμένων αντισωμάτων που ανακάλυψε κρυμμένο σε κάτι μούχλες (όπως μας διευκρίνισε η κυρία Ζωή, η δασκάλα μας, βιολίστρια, φίλη της μητέρας μου και κάπως σαν την κυρία Μιμ του Ντίσνεϊ)
Παραδίδω τα άνθη, κάνω μεταβολή και προκειμένου να αποφύγω τυχόν τσιμπήματα στο μάγουλο την κάνω διακριτικά. Δε θυμάμαι αν πήγα να παίξω ή να διαβάσω απαγορευμένη λογοτεχνία (¨Μικρό Ήρωα¨)
Ήταν η πρώτη και τελευταία φορά που συνάντησα τον Αλέξανδρο Φλέμιγκ. Την Αμαλία Φλέμιγκ θα τη συναντούσα ακόμη μία φορά καμιά εικοσαριά χρόνια αργότερα.
(συνεχίζεται…)
Υστερόγραφο: Μπορεί να μη βρήκα (ακόμη) τη φωτογραφία για την οποία σας μιλάω παραπάνω, ψάχνοντας όμως βρήκα μια επίσημη αναμνηστική φωτογραφία από το τέλος της τελετής. Βρίσκεται αναδημοσιευμένη στον επετειακό τόμο (Ηλιούπολη: Σελίδες Ιστορίας) που εξέδωσε ο Δήμος το 2006
Σε κάποιες σελίδες του ίδιου τόμου βρήκα απεικονισμένο τον πατέρα μου Θανάση Νόττα: πρώτος αριστερά στην πρώτη (προεκλογική συγκέντρωση σε καφενείο της Κάτω Ηλιούπολης) και όρθιος τρίτος από τα δεξιά στη δεύτερη. Πρέπει να ήταν τότε 34 χρονών.
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 9 Ιανουαρίου, 2014
Είμαι τηςάποψης που υποστηρίζει ότι γελάμε με ό,τι κατά βάθος φοβόμαστε: σε συλλογικό επίπεδο, για παράδειγμα, με τους τρελούς, τους γιατρούς, τις κακές πεθερές, τους βλάκες, και με τις κάθε λογής εξουσίες. Σε ατομικό επίπεδο τίποτα δεν εξορκίζει καλύτερα τον πόνο και το θάνατο, όσο το γέλιο. Αλλά και σε στοιχειωδέστερες καθημερινές καταστάσεις ισχύει το ίδιο: Ας πούμε πως βλέπεις κάποιον να σκουντουφλάει και να πέφτει. Το ¨μήνυμα¨ θα περάσει άμεσα από τους περίφημους νευρώνες ¨καθρέφτες¨ (εκείνους που αποτελούν τη βιολογική βάση της ταύτισης με τους άλλους, άρα και κάθε αλτρουισμού και κάθε κοινωνικής ή αισθητικής ¨συμμετοχής¨) που θα σε ταυτίσουν μαζί του και θα σε βάλουν αυτόματα σε κατάσταση στιγμιαίου συναγερμού (η γλίστρα μπορεί να απειλεί κι εσένα). Αλλά αμέσως μετά, όταν ο υπόλοιπος εγκέφαλος σε ειδοποιήσει ότι δεν κινδυνεύεις, τότε το γέλιο εκδηλώνεται ανακουφιστικά ιαματικό, βοηθώντας στην αποκατάσταση της ψυχραιμίας. Ίσως έτσι μπορέσεις να συντρέξεις αποτελεσματικότερα αυτόν που έπεσε.. Καταλήγω: το γέλιο κάνει καλό και το μαύρο είναι το πιο ιαματικό χιούμορ.
Ωραία. Τώρα, μετά απ’ αυτή την μικρή θεωρητική παρένθεση, ας δούμε τι λέει ο Μπρασένς για τις κηδείες του παλιού καλού καιρού.
Σημείωση: Την ¨μακαρία¨ ομολογώ ότι δεν την ήξερα. Την βρήκα στο λεξικό. Υπάρχει, ως επιθανάτιο γεύμα (ρίξτε μια ματιά στον Μπαμπινιώτη).
[Μετά την απόδοση στα ελληνικά που σας έφτιαξα, ακολουθούν τα βίντεο με τον Μπρασένς, με τον Le Père Valdu (παπάς στην ενορία Notre Dame de Montcuq) το πρωτότυπο κείμενο στα γαλλικά και, για να μείνουμε στο πνεύμα, Θεοδωράκης και Μποστ από Χιώτη και Μπιθικώτση: Η Νήσος των Αζορών]
Μα πού πήγαν οι κηδείες οι παλιές;
Παλιά οι συγγενείς του κάθε τυχόν μακαρίτη
τους φίλους καλούσαν να κλάψουν παρέα στο σπίτι
«Αν θέλετε αντίο να πείτε στον πεθαμένο,
στη μνήμη του θα ‘χουμε απόψε τραπέζι στρωμένο».
Μα χάσανε πια οι ζωντανοί τη γενναιοδωρία
κι οι νεκροί του ξεπροβοδίσματος την ευκαιρία
Εδώ που τα λέμε αυτή βασικά ειν’ η αιτία
που για καιρό δεν πάτε / σε μια καθώς πρέπει κηδεία
και που δεν φάγατε εσχάτως / καμία καλή ¨μακαρία¨
*
Μα πού ‘ναι οι κηδείες οι παλιές;
Με (τις καρο- τις καρό-) τις καροτσες τους τις στολισμένες,
που ‘χαν λούσα, που ‘χαν μουσικές
και (μακαρί-) μακαρίτες με φάτσες ροζέ και θρεμμένες.
Με τους κληρονόμους να κερνάν:
τεθλιμμένους, παπάδες, σκαφτιάδες, ακόμη και τα κοράκια…
Πια δεν υπάρχουν, παν’,
πια ξεπεράστηκαν,
τελετές με πομπές, μ’ εμβατήρια και παπαδάκια…
Φύγαν για τα καλά,
δε θα γυρίσουν πια,
της νιότης τα μυστήρια
τα θεα-μα-τικά!
*
Όλες οι νεκροφόρες διαθέτουνε πια μηχανές
και τους μακαρίτες μπορούν να τους παν όπου θες,
αυτοί όμως τώρα δε βλέπουν, δεν χασκογελούν
με τους κληρονόμους στις λάσπες να παραπατούν…
Πατώντας τέρμα το γκάζι προχτές κάτι τύποι,
αντί τον δικό τους να παν στο στερνό του το σπίτι,
με φόρα στη θάλασσα βούτηξαν απ’ την προκυμαία
και στα θυμαράκια πήγαν / όλοι μαζί παρέα
και στα θυμαράκια έτσι / κατάληξαν όλοι παρέα
*
Μα πού ‘ναι οι κηδείες οι παλιές;
Με (τις καρο- τις καρό-) τις καροτσες τους τις στολισμένες,
που ‘χαν λούσα, που ‘χαν μουσικές
και (μακαρί-) μακαρίτες με φάτσες ροζέ και θρεμμένες.
Με τους κληρονόμους να κερνάν:
τεθλιμμένους, παπάδες, σκαφτιάδες, μ’ ακόμη και τα κοράκια…
Πια δεν υπάρχουν, παν’,
πια ξεπεράστηκαν,
τελετές με πομπές, μ’ εμβατήρια και με παπαδάκια…
Φύγαν για τα καλά,
δε θα γυρίσουν πια,
της νιότης τα μυστήρια
τα θεα-μα-τικά!
*
Αν είναι να με ξαποστείλουν χωρίς τσιριμόνιες
και χωρίς τελετές να βρεθώ στις μονές τις αιώνιες
τότε δεν ξέρω και τη ταφή, μου, τι να την κάνω
ας πνιγώ, ας καώ, ή, άμα λάχει, ας μην πεθάνω…
Ω, ας γυρίζανε οι καιροί των καλοπεθαμένων
των μακαρίων και των κατά-ευχαριστημένων
τότε που σκέπτονταν όλοι «αν είν’ εδώ να πεθάνω»
τουλάχιστον ας πάω / κάπου παραπάνω
τουλάχιστον ας πάω / κάπου από εδώ παραπάνω
*
Μα πού ‘ναι οι κηδείες οι παλιές;
Με (τις καρο- τις καρό-) τις καροτσες τους τις στολισμένες,
που ‘χαν λούσα, που ‘χαν μουσικές
και (μακαρί-) μακαρίτες με φάτσες ροζέ και θρεμμένες.
Με τους κληρονόμους να κερνάν:
τεθλιμμένους, παπάδες, σκαφτιάδες, μ΄ ακόμη και τα κοράκια…
Πια δεν υπάρχουν, παν’,
πια ξεπεράστηκαν,
τελετές με πομπές, μ’ εμβατήρια και με παπαδάκια…
Φύγαν για τα καλά,
δε θα γυρίσουν πια,
της νιότης τα μυστήρια
τα θεα-μα-τικά!
Georges Brassens – Les funérailles d’antan
Le Père Valdu – Les funérailles d’antan
Les funérailles d’antan
Jadis, les parents des morts vous mettaient dans le bain,
De bonne grâce ils en faisaient profiter les copains:
«Y a un mort à la maison, si le cœur vous en dit,
Venez le pleurer avec nous sur le coup de midi…»
Mais les vivants d’aujourd’hui ne sont plus si généreux,
Quand ils possèdent un mort ils le gardent pour eux.
C’est la raison pour laquelle, depuis quelques années,
Des tas d’enterrements vous passent sous le nez.
Des tas d’enterrements vous passent sous le nez.
*
Mais où sont les funérailles d’antan?
Les petits corbillards, corbillards, corbillards, corbillards,
De nos grands-pères,
qui suivaient la route en cahotant,
Les petits macchabées, macchabées, macchabées, macchabées,
Ronds et prospères…
Quand les héritiers étaient contents,
Au fossoyeur, au croque-mort, au curé, aux chevaux même,
Ils payaient un verre.
Elles sont révolues,
elles ont fait leur temps,
Les belles pom, pom, pom, pom, pom, pompes funèbres,
On ne les reverra plus,
et c’est bien attristant,
Les belles pompes funèbres de nos vingt ans.
*
Maintenant les corbillards à tombeau grand ouvert
Emportent les trépassés jusqu’au diable Vauvert,
Les malheureux n’ont même plus le plaisir enfantin
De voir leurs héritiers marron marcher dans le crottin.
L’autre semaine, des salauds, à cent quarante à l’heure,
Vers un cimetière minable emportaient un des leurs…
Quand sur un arbre en bois dur, ils se sont aplatis
On s’aperçut que le mort avait fait des petits.
On s’aperçut que le mort avait fait des petits.
*
Plutôt que d’avoir des obsèques manquant de fioritures,
J’aimerais mieux, tout compte fait, me passer de sépulture,
J’aimerais mieux mourir dans l’eau, dans le feu, n’importe où,
Et même à la grande rigueur, ne pas mourir du tout.
O, que renaisse le temps des morts bouffis d’orgueil,
L’époque des mas-tu-vu-dans-mon-joli-cercueil,
Où, quitte à tout dépenser jusqu’au dernier écu,
Les gens avaient le cœur de mourir plus haut que leur cul.
Αναρτήθηκε από τον/την: vnottas στο 3 Ιανουαρίου, 2014
Πρώτη:
Την ονομαστική μου γιορτή, τη γιορτάζω. Θέλω να πω ότι δεν έχω υποκύψει στην αυτό-αναφορική (για να μη πω αυτιστική) αγγλοσαξονική μόδα που υποβαθμίζει πρόγονους κι άγιους και γιορτάζει μόνο γενέθλια. Που πάει να πει ότι κάθε χρόνο, πρώτη του Γενάρη, δέχομαι ευχές και ευχαριστώ για αυτές.
Βέβαια, για να τα λέμε όλα, όταν ήμουν πιτσιρίκος θα προτιμούσα η ονομαστική μου να είναι μια γιορτή αυτόνομη, ανεξάρτητη, αυτοδιαχειριζόμενη, δεόντως μακριά απ’ τις άλλες και, κατά το δυνατό, όλη δική μου. (Στην ουσία: χώρια δώρα και χώρια ευχές και προσοχές). Όμως εμείς οι Βασίληδες (όπως εξάλλου και οι Χρήστοι, οι Φώτηδες, αλλά και οι Τάσοι, οι Λάμπροι και άλλοι) ¨πέφτουμε¨ μέσα σε περιόδους ευρύτερου εορταστικού πνεύματος, πράγμα που ίσως εξασφαλίζει καλύτερα την απαραίτητη εορταστική διάθεση, αλλά μας βάζει μια στάλα στην άκρη. Τι να κάνουμε;
Δεύτερη:
Το όνομά μου δεν ήταν επιλογή του νονού μου ούτε ακριβής εφαρμογή της οικογενειακής παράδοσης που επιβάλει για τον πρωτότοκο το όνομα του παππού από τη μεριά του πατέρα. Ήταν επιλογή της μητέρας μου που ας σημειώσω επί τη ευκαιρία ότι διέθετε όλα τα βασικά χαρακτηριστικά μιας πρώιμης φεμινίστριας, ικανής να περνάει τις απόψεις της. Η μάνα μου λοιπόν ήθελε για τον πρώτο γιο το όνομα του δικού της πατέρα: του παππού Βασίλη που είχε πρόσφατα πεθάνει.
Τα βαφτίσια έγιναν στο σπίτι, πράγμα όχι ασυνήθιστο την εποχή εκείνη και στην κολυμπήθρα είχα παρέα: το μεσαίο μου αδελφάκι που είχε στο μεταξύ σκάσει μύτη. Εγώ ήμουν ενός χρόνου και κάτι και εκείνο κάτι ακριβώς. Το μυστήριο τέλεσε ο παπα Θεόδωρος, που είχε την υπομονή εικοσιεννιά χρόνια αργότερα να με παντρέψει και οι νονοί ήταν δυο: τον δικό μου δεν τον θυμάμαι, γιατί ήταν αεροπόρος και έφυγε νέος σε αεροπορικό δυστύχημα. Ευτυχώς υπήρχε ο Αυρήλιος, ο νονός του Αλέκου (τ’ όνομα του πατρώου παππού) που εκτέλεσε εξαιρετικά για πολλά χρόνια, διπλά χρέη ανάδοχου.
Τρίτη:
Ομολογώ ότι δεν έχω επαρκώς εντρυφήσει στα έργα και τις ημέρες του ονοματοδότη άγιου Βασίλειου από την Καισαρεία. Ξέρω όμως ότι στα μέρη μας έχασε την επικοινωνιακή μάχη από τον παραφουσκωμένο ταρανδούχο καταναλωτή άγιο-προστάτη της Κόκα Κόλα. Στο εξωτερικό, βέβαια, τα δώρα τα φέρνει ο Άγιος Συλβέστρος, η γριά Μπεφάνα, ο μπάρμπα Νοέλ και διάφοροι άλλοι, σχεδόν όλοι ντυμένοι με Κοκακολίστικα ενδύματα. Επομένως, εκτός Ελλάδος δεν έχουν ιδέα για την ετυμολογία του ονόματος κι όταν ζούσα έξω με ρωτούσαν αν το ¨Βασίλης¨ είναι χαρακτηριστικό όνομα Ρώσου κατάσκοπου, όπως υποδείκνυε το Χόλυγουντ!
Πάντως μου συνέβη κι αυτό: Σε ένα συνέδριο για θέματα επικοινωνίας στην Ρώμη όπου είχα παραστεί εκπροσωπώντας την ελληνική πρεσβεία, καθώς έτρωγα παρέα με μια ομάδα Ιησουϊτών, ένας απ’ αυτούς εξέφρασε θαυμασμό για το εύηχο του ονόματός μου! Ποιο; του είπα. Και εκείνος σε άψογη εράσμια προφορά μου απάντησε: Μπαζιλέϊος!
Τέταρτη:
Δεν ξέρω κανέναν που να δίδαξε και να μη νοιώθει χαρά όταν διαπιστώνει ότι οι παλιοί μαθητές του τον θυμούνται. Δεν αποτελώ εξαίρεση. Κάθε άλλο. Θα ευχαριστήσω και από εδώ τους φοιτητές μου που μου έστειλαν τις ευχές τους. Θα μεταφέρω μάλιστα εδώ το μήνυμα του καλού παλιού μου φοιτητή Νίκου Καϊμακάμη γιατί, τι να κάνουμε, μου άρεσε ιδιαίτερα.
Γεια σου βασιλη μου και χρονιΑ σου πολλά. Μαζί με τις ευχές μου θέλω να σε ενημερώσω ότι το μυθιστόρημα σου «Μ.Π.Α.» είναι επισήμως το πρώτο ελληνικό βιβλίο στην Ανταρκτική. Το είχε μαζί του ο αδερφός μου στη βάση Concordia και το άφησε εκεί για τους μελλοντικούς Έλληνες ερευνητές που θα περάσουν χρόνο εκεί. Σε φιλώ και σου εύχομαι και πάλι τα καλύτερα.