Μπήκε χρόνος καινούργιος στολισμένος με ελπίδες που προμηνύεται, αν όχι άλλο, ενδιαφέρων και πιθανότατα εφοδιασμένος με ανατροπές και εκπλήξεις. Μάλλον δεν πρόκειται να πλήξουν παρά μόνον οι αθεράπευτα καταδικασμένοι σε αρτηριοσκληρωτικό σνομπισμό. Οι υπόλοιποι, δε θέλει πολύ, ενθουσιασμένοι, δαγκωμένοι, κοντοανασασμένοι, θα συμπάσχουμε…
Και ενώ η πραγματικότητα εξελίσσεται πιο ενδιαφέρουσα από οποιαδήποτε μυθιστορία, λέω να ασχοληθώ λίγο με το παρόν Ιστολογοφόρο, που τελευταία αργοπλέει τροφοδοτούμενο από παλιότερους ανέμους και καύσιμα δανεισμένα από λιγοστούς καλούς φίλους. Επομένως…
Επομένως λέω να σας κοινοποιήσω κάποιες από τις ιστορίες που συντάσσω τον τελευταίο καιρό, παρά το ότι είναι ακόμη ανολοκλήρωτες και η έκβασή τους αβέβαιη. Πρόκειται για τα πρώτα κείμενα του αφηγήματος με ιστορικές αναφορές για το οποίο σας έχω ήδη μιλήσει…
Σήμερα αναρτώ τις πρώτες σελίδες από την εισαγωγή. Εδώ προσπαθώ να δώσω το περίγραμμα μέσα στο οποίο θα διεξαχθεί η μυθοπλασία. Επειδή πρόκειται για κείμενα λίγο-πολύ πρωτόλεια, τίποτα δεν αποκλείει να αλλάξουν εάν και όταν η αφήγηση θα προχωρήσει και η πλοκή θα βρει τα τελικά της αυλάκια.
Σημείωση: Ο τίτλος καθώς και οι τίτλοι των επί μέρους ενοτήτων είναι προσωρινοί (πρόχειροι).
Μήνυμα προς τους εθελοντές αναγνώστες: Καλό διάβασμα!
(Απόψεις και συμβουλές ευπρόσδεκτες)
Β. Νόττας
Μυθιστόρημα υπό εκπόνηση
Κύλικες και Δόρατα (προσωρινός τίτλος)
Εισαγωγή
Όπου ο Εύελπις, έγκριτο μέλος της ομάδας των καταγραφέων – λογογράφων που ακολουθούν τον Αλέξανδρο τον Μακεδόνα, αποφασίζει να δημιουργήσει ιδιωτική συγγραφή και να περιγράψει τις προσωπικές του εντυπώσεις και σκέψεις σχετικά με τα εξαιρετικά περιστατικά που βιώνει.
Πρόκειται για την μετάφραση στη νεοελληνική γλώσσα ορισμένων ευανάγνωστων σπαραγμάτων από τις καταγραφές του Ευέλπιδος του Μεγαρέως[1] που ανεβρέθησαν πρόσφατα. Το ακόλουθο τμήμα εκτιμάται ότι συνεγράφη περί το 330 πΧ. στα Σούσα ή στην Περσέπολη.
Στη θέση των δυσανάγνωστων ή απολεσθέντων τμημάτων σημειώνεται το σύμβολο […]
Α.1 Ο Εύελπις παρουσιάζει τον εαυτό του στους αναγνώστες και περιγράφει συνοπτικά τις περιβάλλουσες την συγγραφή συνθήκες
Λέγομαι Εύελπις, γιος του Ευρύνου. Γεννήθηκα στη Μεγαρίδα Γη, και συγκεκριμένα στη Νίσαια το λιμάνι των Μεγάρων από το οποίο σήμερα βρίσκομαι αναρίθμητους παρασάγγες μακριά.
Η Μοίρα, που επιβλέπει την πορεία των ανθρώπων, όπως εξάλλου και των θεών, φρόντισε ώστε να γίνω μάρτυρας συγκλονιστικών γεγονότων, τα οποία είμαι βέβαιος ότι οι σοφοί θα καταγράψουν και οι αοιδοί θα τραγουδήσουν στις μελλοντικές γενιές.
Τα γεγονότα αυτά σημαίνουν την έναρξη νέων εποχών, και μάλιστα όχι μόνο για τις χώρες των Ελλήνων και των γειτόνων τους. Όλα δείχνουν ότι ο ρους της Ιστορίας έχει επιταχυνθεί και ότι οι επιπτώσεις των τρεχουσών εξελίξεων αποκτούν ήδη ευρύτερη, οικουμενική διάσταση.
Ευχαριστώ την Ειμαρμένη που με έκρινε άξιο, αν και ακόμη σε ηλικία που οι άλλοι κρίνουν νεανική[2], να ζήσω όλα αυτά από κοντά. Αλλά είναι πιο σωστό να πω ¨ηλικία που έκριναν ως νεανική¨ άλλοτε. Γιατί ποιος τολμά τώρα πια να χαρακτηρίσει οποιονδήποτε πολύ νέο για οτιδήποτε, όταν ο άρχοντας βασιλιάς που ηγείται των Μακεδόνων και των λοιπών Ελλήνων σ’ αυτήν την πρωτόφαντη νικηφόρο ¨ανάβαση¨ δεν έχει ακόμη φτάσει τα τριάντα έτη ζωής;
Ο Αλέξανδρος ο του Φιλίππου, επικεφαλής των στρατευμάτων των ¨αεί παίδων¨[3], βρίσκεται σήμερα θριαμβευτής στο κέντρο της αυτοκρατορίας των Περσών, εκείνων δηλαδή που κατά τη διάρκεια αμνημόνευτων χρόνων αποτέλεσαν την κύρια απειλή ενάντια στην ανεξαρτησία των ελληνικών πόλεων.
Όμως και πάλι τον λόγο μου θα πρέπει να διορθώσω: Εχθροί μέγιστοι, περισσότερο καταστροφικοί ακόμη και από την Αυτοκρατορία των Περσών, υπήρξαν για τους Έλληνες η Έριδα και η Διχόνοια, δαιμόνια που εύκολα παρεισφρέουν και επηρεάζουν τον ¨παιδιώδη¨ χαρακτήρα ημών των Ελλήνων.
Δαιμόνια όμως που εν κατακλείδει υποχωρούν και ηττώνται, εάν όχι από τις παραινέσεις των σοφών ανδρών όπως ο Ισοκράτης ο Αθηναίος, ασφαλώς από τα ξίφη και τον ενθουσιασμό των ακριτικών ελληνικών λαών, οι οποίοι άνοσοι στα παλαιά πάθη αποδεικνύονται ικανοί να ανοίξουν νέους κοινούς δρόμους. Σε αυτούς έλαχε εν τέλει η τιμή να ξεπεράσουν την παρακμή και την αδυναμία που επέφεραν οι ανηλεείς εμφύλιοι πόλεμοι.
[…]
Ευελπιστώ ότι κάποτε οι λόγοι που καταγράφω εδώ ενδέχεται να αντιγραφούν και να φτάσουν με αυτόν τον τρόπο σε περισσότερους αναγνώστες, που θα βρίσκονται αλλού ή ακόμη και άλλοτε, στην δυσδιάκριτη χώρα του μέλλοντος.
Γιατί αυτή είναι ακριβώς η δύναμη της γραφής: όσα απαθανατίζει είναι δυνατό να ξεπερνούν τα όρια που θέτουν τόσο οι αποστάσεις, όσο και ο χρόνος.
Κι επειδή οι αναγνώστες που ίσως προσλάβουν τα όσα γράφω μου είναι άγνωστοι, όπως πιθανότατα θα τους προκύπτω άγνωστος κι εγώ, θεωρώ πρέπον να αναφέρω εδώ, καθώς αρχίζω την αφήγησή μου, ορισμένες κατατοπιστικές πληροφορίες. Σκοπός μου είναι να γίνει πιο κατανοητή η ανάγνωση των όσων διηγούμαι σε εκείνους που είτε στο χώρο είτε στον χρόνο βρίσκονται μακριά από εμένα.
Α.2 Ο Εύελπις διευκρινίζει τα σχετικά με την οικογένεια, την καταγωγή, και την παιδεία του, κάνοντας νύξεις στις αιώνιες εντάσεις ανάμεσα στους Μεγαρείς και τους Αθηναίους
Ανάφερα ήδη πως με αποκαλούν ¨φορέα καλής ελπίδας¨, ανάγραψα επίσης το όνομα του Ευρύνου, του γεννήτορα και τον τόπο καταγωγής μου. Όμως, θα πρέπει να διευκρινίσω πως παρά το ότι αποτελώ καρπό της Γης των Μεγάρων, ανατράφηκα στην γειτονική Αττική Γη και έλαβα αθηναϊκή παιδεία. Αυτό συνέβη διότι ο Ευρύνους, υπέρμαχος των ειρηνικών σχέσεων ανάμεσα στις όμορες πόλεις, αναγκάστηκε να μετοικήσει με ολόκληρη την οικογένεια από τη Νίσαια στο άστυ των Αθηνών, σε μία περίοδο κατά την οποία στα Μέγαρα κυριαρχούσαν οι φίλοι των Λακεδαιμονίων.
Ας υπενθυμίσω στο σημείο αυτό, ότι οι εναλλαγές στον τρόπο που οι συμπολίτες μου αντιμετώπισαν τις άλλες ελληνικές πόλεις και ιδιαίτερα την ισχυρή γειτονική πόλη των Αθηνών, υπήρξαν αλλεπάλληλες.
Συχνά οι περίοδοι θανάσιμης έχθρας διακόπτονταν από περιόδους προσπαθειών αποκατάστασης των σχέσεων καλής γειτονίας. Οι εναλλαγές δε αυτές συνεχίζονται αέναα, από την εποχή του ιδρυτή ήρωα Μεγαρέα έως και σήμερα.
Οι λόγοι για την δημιουργία και την εμμονή του εριστικού κλίματος μεταξύ Μεγαρέων και Αθηναίων υπήρξαν πολλαπλοί. Μεταξύ των προφανέστερων το ότι τα Μέγαρα δημιούργησαν αποικίες και κατά συνέπεια ανάπτυξαν στόλο και εμπορικές δραστηριότητες ανταγωνιστικές με εκείνες των Αθηνών, καθώς επίσης ότι οι Μεγαρείς είμαστε απόγονοι Δωριέων και όχι Ιώνων και αυτό μας εντάσσει εγγύτερα στους έτερους ισχυρούς Έλληνες, τους Λακεδαιμόνιους.
Για τους πολίτες της Σπάρτης, ηγήτορες των Λακεδαιμονίων, δεν ήμασταν άλλο παρά προχωρημένο φυλάκιο της Δωρικότητας στα σύνορα με τις ¨μαλθακές¨ χώρες των Ιώνων. Οι Αθηναίοι πάλι, μας θεωρούσαν άλλοτε πολύτιμους φίλους, κατόχους ασφαλών λιμανιών στο Σαρωνικό, αλλά και στον Κορινθιακό κόλπο, άρα θυροφύλακες των δυτικών θαλασσών, και άλλοτε ετεροκινούμενους προξενητές άγους[4] και διαρκών ανασφαλειών. Οι αμαθέστεροι δε των Αθηναίων δεν δίσταζαν να λοιδορήσουν τον ¨μεγαρίζοντα¨ τρόπο ζωής.
Η αντιδικία με την πόλη των Αθηνών κατέληξε να έχει καταστροφικές συνέπειες για την χώρα των Μεγάρων. Είναι δε πιθανό να συνεισέφερε στην έναρξη του μεγάλου αδελφοκτόνου πολέμου που ακολούθησε τις παλιές ένδοξες μέρες, τότε που οι Έλληνες απέκρουσαν από κοινού τους εξ ανατολών αυτοκρατορικούς εισβολείς.
Α.3 Ο Εύελπις κάνει μνεία στις φιλικές σχέσεις ανάμεσα στον γεννήτορα Ευρύνου και τον αθηναίο διδάσκαλο Ισοκράτη.
Ο Ευρύνους, ζώντας στην εποχή που ακολούθησε την κοινή κατάρρευση της ισχύος των Αθηναίων και των Λακεδαιμονίων, που είχαν άπαντες εξαντληθεί από την πολύχρονη αλληλοκαταστροφή, θεώρησε πρέπον να υποστηρίξει ενεργά την αποκατάσταση της πνευματικής και πολιτικής ενότητας όλων των απογόνων του προπάτορα Έλληνα. Ασφαλώς γνώριζε και συμμεριζόταν σε μεγάλο βαθμό τις θέσεις για τη δημιουργία μιας πανελλήνιας δύναμης, που ένθερμα διακήρυσσε ο Ισοκράτης των Αθηνών.
Ο Ισοκράτης, διδάσκαλος της ρητορικής τέχνης και συγγραφέας δεοντολογικών διατριβών, δεν είχε απ’ ευθείας ανάμιξη στην πολιτική ζωή του Αθηναϊκού Άστεως. Δεν επιχείρησε ποτέ την άμεση εκλογή του σε δημόσιο αξίωμα, και εθεωρείτο υπεράνω των καθέκαστα πολιτικών παρατάξεων. Αυτό δεν εμπόδιζε, αλλά μάλλον ενίσχυε την μεγάλη επιρροή που ασκούσε μέσω των λόγων του, οι οποίοι καταγράφονταν και κυκλοφορούσαν όχι μόνο εντός των Αθηνών, αλλά σε ένα ευρύτερο, πανελλήνιο κοινό. Οι λόγοι αυτοί ήταν επικεντρωμένοι στην επείγουσα αναγκαιότητα για ενότητα και συσπείρωση όλων των Ελλήνων, ούτως ώστε να ξεπεραστούν οι αυτοκαταστροφικές τάσεις των τελευταίων δεκαετιών, αλλά και για να αντιμετωπιστεί η πάντοτε επικρεμάμενη ασιατική απειλή.
Ο Ευρύνους γνώριζε προσωπικά τον γέροντα διδάσκαλο της ρητορικής της γειτονικής μητροπόλεως, διατηρούσε φιλικές σχέσεις μαζί του και προμηθευόταν τακτικά τις Ισοκράτειες συγγραφές.
Αν και οι μνήμες μου από την περίοδο της μετοίκησης της οικογένειας του Ευρύνου από την Μεγαρίδα στην Αττική είναι συγκεχυμένες λόγω της τότε μικρής μου ηλικίας, γνωρίζω από τις αφηγήσεις των οικείων ότι ο σεβάσμιος Ισοκράτης και οι συννοούντες, ήταν εκείνοι που φρόντισαν να διευκολύνουν την εγκατάσταση του Ευρύνου στο Άστυ των Αθηνών, και μάλιστα όχι με την ιδιότητα του παροίκου, αλλά με εκείνη του επιφανούς φιλοξενούμενου.
[…]
Είχα λοιπόν την ευκαιρία να σπουδάσω κοντά στον γηραιό μεν, πλην όμως ευθαλή Ισοκράτη, ο οποίος συμπεριφέρθηκε απέναντί μου με τρόπο ανάλογο της εκτίμησης και της φιλίας που έτρεφε προς τον πατέρα Ευρύνου.
Ο Ισοκράτης, όπως άλλωστε και ο Πλάτων, ο επώνυμος ιδρυτής της αθηναϊκής φιλοσοφικής Ακαδημίας, έχοντας αμφότεροι παρακολουθήσει στο παρελθόν τη διδασκαλία του αείμνηστου Σωκράτη του Σοφρωνίσκου, συνέχιζαν, ο καθένας με τον τρόπο του, την παιδαγωγική προσπάθεια εκείνου. Ο Πλάτωνας όμως, αν και λίγο νεότερος απ’ τον Ισοκράτη απεβίωσε πρώτος, όταν εγώ ήμουν μόλις εννέα ετών και έτσι δεν πρόλαβα να παρακολουθήσω προσωπικά τις ενδιαφέρουσες διαλέξεις του. Μπορώ πάντως να μαρτυρήσω ότι αυτές είχαν ευρύ αντίκτυπο ανάμεσα στους λόγιους Αθηναίους και ότι συχνά γίνονταν αφορμή για μακρές και έντονες συζητήσεις, τόσο ανάμεσα στον πατέρα μου τον Ευρύνου και ους φίλους του, όσο και ανάμεσα σε εκείνους που σύχναζαν στην σχολή ρητορικής του Ισοκράτη. Ακόμη και ο ίδιος ο Ισοκράτης, ο οποίος συχνά περιέπαιζε τους περί την Ακαδημία ως ¨θεωρητικολογούντες και επιστημολογούντες, πλην όμως τυρβάζοντες μακράν της πραγματικότητος¨, έδειχνε ενδιαφέρον για τα όσα λέγονταν εκεί σχετικά με την ¨ιδανική πολιτεία¨, τους ¨φιλοσοφούντες πολιτικούς¨ και τους ¨πολιτευόμενους φιλοσόφους¨.
Ένας από εκείνους που μαθήτευσαν επί μακρόν κοντά στον Πλάτωνα, και μάλιστα ένας από εκείνους που ο Πλάτων θεωρούσε από τους πλέον διαυγείς, ευρυμαθείς και διορατικούς νέους φιλοσόφους, ήταν ο Αριστοτέλης ο του Νικομάχου. Ο Αριστοτέλης προέρχεται από τα Στάγειρα, μια από τις βόρειες αποικίες της νήσου Άνδρου και των Χαλκιδαίων.
Α.4 Ο Εύελπις αναφέρεται στις σχέσεις ανάμεσα στον Ισοκράτη και τον Αριστοτέλη τον Σταγειρήτη
Όταν ο γηραιός πλην όμως οξύνους Ισοκράτης πείστηκε ότι το ιδανικό της ενότητας των ελλήνων θα μπορούσε να υλοποιηθεί όχι μόνον υπό την ηγεσία των Αθηναίων ή έστω μιας από τις άλλες γνωστές παλιές ελληνικές πόλεις, αλλά ότι σημείο εστίασης θα μπορούσε να είναι η ανερχόμενη Μακεδονική δύναμη, φρόντισε να απευθύνει επιστολές και παραινέσεις απ’ ευθείας στον βασιλέα Φίλιππο, προς τον οποίο εξ άλλου προσέβλεπε ήδη ανεπιφύλακτα η φιλομακεδονική μερίδα των συμπολιτών του. Όμως, εκτός από αυτό, ο Ισοκράτης φρόντισε να έρθει σε ιδιαίτερη επαφή με τον βορειοελλαδίτη διανοητή Αριστοτέλη.
Αυτός ο τελευταίος, μετά τον θάνατο του Πλάτωνα είχε αποχωρήσει από την Αττική και αφού προσπάθησε να εφαρμόσει τις αρχές της Πλατωνικής Ακαδημίας στη Άσσο[5] και στη Μυτιλήνη, στη συνέχεια αποδέχτηκε πρόσκληση του Φιλίππου του Μακεδόνα και ανάλαβε την διαπαιδαγώγηση του δεκατριετούς γιου του, του σημερινού βασιλέα Αλεξάνδρου.
Από ό, τι υπέπεσε στην αντίληψή μου – διότι ο Ισοκράτης δεν δίσταζε να μιλάει χωρίς επιφυλάξεις για όσα τον απασχολούσαν, ιδιαίτερα όταν βρισκόταν στο οικείο περιβάλλον του οίκου του Ευρύνου – ο Αριστοτέλης του είχε απαντήσει, διαβεβαιώνοντάς τον μεταξύ άλλων ότι η παιδεία του νεαρού διαδόχου είχε ήδη ως άξονα το ελληνικό φρόνημα[6], όπως αυτό περιγράφεται στα Ομηρικά Έπη. Και ότι η δική του καθοδήγηση δεν θα μπορούσε παρά να εστιάζεται στις κοινές αξίες των ελλήνων.
Θυμάμαι επίσης ότι ο Ισοκράτης αναφερόταν συχνά στην υπόσχεση του Αριστοτέλη να επιστρέψει στην πόλη των Αθηνών, μόλις θα ολοκλήρωνε τα παιδαγωγικά του καθήκοντά στην Μακεδονία.
Είναι πιθανό ότι ο γηραιός διδάσκαλος θεωρούσε τον Σταγειρίτη φιλόσοφο ως ενδεχόμενο συνεχιστή της δικής του προσπάθειας για την πνευματική ενίσχυση της συνοχής των Ελλήνων. Ο Αριστοτέλης διέθετε όλα τα απαραίτητα προσόντα για κάτι τέτοιο: διέθετε σπάνιες νοητικές ικανότητες, βορειοελλαδική προέλευση και μάλιστα από πόλη που είχε υποστεί τις συνέπειες της Μακεδονικής επέκτασης[7] -για τις οποίες εν τούτοις ο ίδιος δεν έδειξε μνησικακία- και επιπλέον είχε ήδη διαμείνει επί μακρόν στην πόλη των Αθηνών και ήταν μέτοχος της αθηναϊκής παιδείας.
Ίσως πάλι ο Ισοκράτης να αποσκοπούσε σε κάτι περισσότερο από αυτό. Έχω την εντύπωση ότι ο επίμονος γέροντας είχε καταστρώσει ένα πληρέστερο σχέδιο: δίπλα σε έναν ικανό άνδρα όπως ο Αριστοτέλης, θα μπορούσαν να συμπαραταχθούν ορισμένοι από τους μαθητές της δικής του ρητορικής σχολής, επιλεγμένοι από τον ίδιο και άπαντες ομού να αποτελέσουν τον εναρκτήριο πυρήνα μιας νέας, πανελλήνιας ηγετικής τάξης. Ένας από αυτούς, εάν συνέχιζα να είμαι επιμελής και αξιόπιστος ακόλουθός του, θα μπορούσα να ήμουν κι εγώ, ο Δωριεύς Εύελπις από τα Μέγαρα. Ο ίδιος ο διδάσκαλος, λίγο πριν από το θάνατό του, μου είχε πει ότι στις επιστολές του προς τον Αριστοτέλη είχε ήδη αναφέρει το όνομά μου με τρόπο επαινετικό.
Πράγματι, η υπόσχεση του Αριστοτέλη για επιστροφή στο Αθηναϊκό Άστυ υλοποιήθηκε ένα χρόνο μετά τον θάνατο του Φιλίππου και την ανάληψη της ηγεσίας των Μακεδόνων από τον Αλέξανδρο, δηλαδή μόλις πέντε έτη πριν από σήμερα. Δυστυχώς ο Ισοκράτης είχε ήδη αποβιώσει τρία χρόνια νωρίτερα, όταν εγώ ήμουν ακόμη δεκαοκτώ ετών.
[…]
(συνεχίζεται)
[1] Η παρουσία του Ευέλπιδος στην ακολουθία του Αλεξάνδρου επιβεβαιώνεται και σε κείμενα που εικάζεται ότι ανήκουν στον Καλλισθένη, συγγενή του Αριστοτέλη, ιστορικό και έμπιστο γραφέα των επισήμων επιστολών του Μακεδόνα βασιλέα.
[2] Από τα αναγραφόμενα προκύπτει ότι Εύελπις πρέπει να είχε περίπου την ίδια ηλικία με τον Αλέξανδρο, επομένως όταν συντάχθηκε το παρόν τμήμα των κειμένων πρέπει να ήταν 26 ετών.
[3] Ο Εύελπις προφανώς γνωρίζει τα όσα αναφέρει ο Πλάτων στον Τιμαίο, σχετικά με τον διάλογο ανάμεσα σε Αιγύπτιο ιερέα και τον Σόλωνα τον Νομοθέτη. Ο ιερέας φέρεται να λέει στον Αθηναίο σοφό: Ὦ Σόλων, Σόλων, Ἕλληνες ἀεί παῖδές ἐστε, γέρων δέ Ἕλλην οὐκ ἔστιν. Νέοι ἐστέ τάς ψυχάς πάντες. Οὐδεμίαν γάρ ἐν αὐταῖς ἔχετε δι’ ἀρχαίαν ἀκοήν παλαιάν δόξαν οὐδέ μάθημα χρόνῳ πολιόν οὐδέν.
Δηλαδή: Σόλωνα, Σόλωνα, εσείς οι Έλληνες μένετε πάντα παιδιά και δεν υπάρχει κανένας γέροντας Έλληνας. Νέοι είστε στις ψυχές σας όλοι. Γιατί δεν έχετε πεποιθήσεις ριζωμένες σε κληρονομικές δοξασίες ούτε γνώσεις γερασμένες.
[4] Προφανώς εδώ γίνεται υπαινιγμός στην υπόθεση του Κυλώνειου Άγους, που είχε ως πρωταγωνιστή τον Κύλωνα, αθηναίο μεν ευπατρίδη, αλλά υποκινούμενο από τον πεθερό του, τον τύραννο των Μεγάρων Θεαγένη.
[5] Ο Εύελπις αναφέρεται εδώ στις πλατωνικές αντιλήψεις περί του ηγετικού ρόλου των φιλοσόφων στην ιδανική Πολιτεία, καθώς και στην προσπάθεια του Αριστοτέλη να συνεισφέρει στην διοίκηση της μικρασιατικής πόλης Άσσου από τους πλατωνικούς Ερμεία, Έραστο και Κορίσκο
[6] Προφανώς στο σημείο αυτό γίνεται αναφορά στους προγενέστερους παιδαγωγούς του Αλέξανδρου, όπως ο Λεωνίδας, Μολοσσός από την Ήπειρο και ο Λυσίμαχος από την Ακαρνανία.
[7] Εδώ γίνεται μνεία στην πολιορκία και καταστροφή της πόλης των Σταγείρων από τον Φίλιππο το 349 π.Χ. Ο Φίλιππος επανοικοδόμησε την πόλη προς τιμήν του Αριστοτέλους.