Βασίλης Νόττας: Το Ιστολογοφόρο

Κοινωνία, Επικοινωνία, Φαντασία και άλλα

Archive for Απρίλιος 2016

Μυθιστόρημα υπό εκπόνηση. Μέρος Δ΄, κεφάλαιο έκτο: Το παρελθόν του Οινοκράτη

Posted by vnottas στο 26 Απριλίου, 2016

Μέρος Δ΄

Κεφάλαιο έκτο

Όπου ο Οινοκράτης προσπαθεί να ανασυγκροτήσει την ιστορία της ζωής του

 esopo

Ο Οινοκράτης κοιμάται υπό την επιρροή της αιρετικής (αυτοσχέδιας και πειραματικής) Χαχόμας. Ποιος ξέρει αν αυτά που θα περάσουν από το  μυαλό του απόψε θα τα θυμάται και αύριο, ή αν θα περάσουν κατ’ ευθείαν στο βασίλειο της Λήθης.

[Η Λήθη…; μα αυτή δεν είναι μια θεά που γνώρισε σε κάποιο πρόσφατο ταξίδι; Τέλος πάντων]. 

Άλλα τον απασχολούν αυτή την περίοδο, έτσι νομίζει. Του ζήτησαν να αφηγηθεί την ιστορία του. Αυτό αποτελεί μέρος του τυπικού της μύησής του στο σώμα των ¨αφανών¨. Η αφήγηση, του έχει πει ο Εύελπις χαμογελώντας με νόημα, πρέπει να είναι ειλικρινής και επαληθεύσιμη.

Να λοιπόν που ο Οινοκράτης πλέει σ’ έναν παράξενο κόσμο που ευνοεί (ευνοεί ή επιβάλλει;) τους αναστοχασμούς και τα ξεκαθαρίσματα. Ευκαιρία; Ίσως.

Μπορεί να ανασκοπήσει τις σχεδόν τέσσερεις δεκαετίες της ζωής του (αν δεν κάνει λάθος στους υπολογισμούς -δεν κάνει: αισθάνεται περίεργα διαυγής- πρέπει να είναι πλέον περίπου τριάντα εφτά ετών).

Έχει πολύ καιρό να κάνει τέτοιου είδους ανακεφαλαίωση. Ίσως, όταν ξεκίνησε ακολουθώντας τον Εύελπι στο ταξίδι για την Ανατολή και την Εκστρατεία, να είχε κάνει παρόμοιες σκέψεις, αλλά συνήθως τις αποφεύγει. Ξέρει ότι εάν ένας δούλος αρχίσει να κάνει είτε ¨αντικειμενικούς¨ αναλογισμούς του παρελθόντος είτε ¨εφικτά¨ σχέδια για το μέλλον, αυτό σημαίνει ότι θέλει να προκαλέσει την Ειμαρμένη και ότι πάει γυρεύοντας.

Οι δούλοι, σκέφτεται, ιδιαίτερα εκείνοι που δεν γεννήθηκαν στερημένοι, πρέπει να στήνουν από μόνοι τους το σκηνικό της ύπαρξής τους και να το πιστεύουν σαν να ήταν πραγματικό. Μόνο έτσι μπορούν -ίσως- να καταπιούν τις αντιξοότητες, τις αντιφάσεις και τα ζόρια της εξάρτησης.  Τα αντικειμενικά, τα ειλικρινή  και τα εφικτά ας τα αφήνουν για εκείνους που μπορούν να αποφασίζουν για τους εαυτούς τους και για τους άλλους.

Αν ένας δούλος -καταλήγει ο Οινοκράτης καθώς υπερίπταται της ζωής του- θέλει σώνει και καλά να κάνει κάτι, κάτι που να επιβεβαιώνει ότι υπάρχει, ή που να αφήνει κάποιο σημάδι ότι υπήρξε, πρέπει να το κάνει χωρίς στοχασμούς, σκέψεις και περιττά σχόλια.

Να το κάνει τελεία και παύλα! (…θα έλεγε αν τα σημεία στίξης είχαν ήδη επινοηθεί).

image002

Ωστόσο, τώρα που με τη βοήθεια του μαγικού υγρού μπορεί να ατενίσει την πορεία της ζωής του από ψηλά, αντιλαμβάνεται πως αυτή παίρνει πάλι στροφή.

…Και να που, ακόμη και εάν ο ίδιος θα προτιμούσε να το αποφύγει, του ζητούν να πει πράγματα για τον πρότερο βίο του!

Η κατάσταση ενέχει αναμφίβολα (εκτός από χρωματιστά χαχομικά νέφη) μια κάποια ειρωνεία: για να γίνει ένας από τους ¨αφανείς¨ του ζητούν να ανασύρει  από την ηθελημένη αφάνεια περασμένες περιόδους. Και μάλιστα με τρόπο ¨αντικειμενικό¨ και ¨επαληθεύσιμο!¨

Ας είναι.

images (6)

Ο Οινοκράτης αφήνεται να βυθιστεί για λίγο στον κόσμο του άλλοτε! Και προσπαθεί να μείνει στα σημεία που μοιάζουν στέρεα και δεδομένα.

Όπως, ας πούμε, ότι η πορεία της ζωής του ακολούθησε την κατεύθυνση Δύση – Ανατολή. Ξεκίνησε στις Συρακούσες, σε αυτή τη μεγάλη, τη μεγαλύτερη ίσως πόλη της Μέσης Δύσης, συνεχίστηκε στην Αθήνα των φιλοσόφων και των ρητόρων και, εδώ και τέσσερα χρόνια διασχίζει την Ασία με τεθλασμένο τρόπο, αλλά πάντα, εν τέλει, με κατεύθυνση εκ δυσμών προς ανατολάς.  

Ο Οινοκράτης γεννήθηκε στις Συρακούσες. Δεν μπορεί να πει πότε ακριβώς ούτε με βάση τις ολυμπιάδες, που πάντοτε τον μπέρδευαν,  ούτε με βάση τους άρχοντες της Αττικής που ουδέποτε απομνημόνευσε ποιοι ήταν∙ ξέρει πάντως ότι όταν γεννήθηκε δεν είχε περάσει πολύς καιρός από τότε που την εξουσία στην σικελική μεγαλούπολη είχε αναλάβει ο Διονύσιος ο Νεότερος (τι να κάνει άραγε σήμερα αυτή η τυραννισμένη ψυχή; Να αληθεύει ότι τον έχουν μεταφέρει στην Κόρινθο όπου επιβιώνει διδάσκοντας φιλοσοφία;) Τότε, ο επίσημος τίτλος του Συρακούσιου ηγέτη, όπως και του ομώνυμου πατέρα του, ήταν ¨Στρατηγός Αυτοκράτωρ¨, αλλά ο Οινοκράτης ξέρει ότι στην Αθήνα τους αποκαλούσαν και τους δυο, επιτιμητικά και υποτιμητικά, ¨τυράννους¨.

assets_large_t_420_54035522

Οι πρώτες του αναμνήσεις είναι γεμάτες από γυναίκες. Όμορφες γυναίκες που τον φροντίζουν, του μιλάνε, παίζουν μαζί του. Η μητέρα του και άλλες. Τις θυμάται απαλές, τρυφερές, να τιτιβίζουν γύρω του μιλώντας και τραγουδώντας σε μια εύηχη γλώσσα φτιαγμένη από λέξεις που προέρχονταν, άλλες από το σικελικό ιδίωμα και άλλες από τα δωρικά ελληνικά των Συρακούσιων.

Όχι, μόνιμη ανδρική παρουσία δεν υπάρχει σε αυτό το ιδιόμορφο γυναικείο κοινόβιο, αν και, αραιά και πού, οι γυναίκες μπαίνουν σε κατάσταση συναγερμού και τελικά εμφανίζονται κάποιοι άνδρες, μεγάλοι, με πολυτελή χρωματιστά ρούχα και αξιοσέβαστες γενειάδες.

Ένας από αυτούς μοιάζει να βρίσκεται στο κέντρο της προσοχής των γυναικών και ιδιαίτερα της μητέρας του περισσότερο από τους άλλους. Δεν τον συνάντησε πολλές φορές και τον θυμάται μόνον αμυδρά. Δεν ήταν ντόπιος και ντυνόταν με τον τρόπο που, όπως θα διαπιστώσει αργότερα, συνηθίζεται στο κλεινόν άστυ των Αθηνών. Ήταν ψηλός και ευρυτενής  και, αν και δεν έμοιαζε στρατιωτικός, όλοι, οι γυναίκες και οι υπηρέτες, τον αντιμετώπιζαν με σεβασμό και ίσως με κάποιο φόβο.

Από ένα σημείο κι ύστερα έπαψε να τους επισκέπτεται. Ο Οινοκράτης όμως ξέρει ότι εξακολούθησε να τους προστατεύει από μακριά, μέσω των πολλών φίλων που είχε στις σικελικές αποικίες. Η μητέρα του τού εξομολογήθηκε πριν πεθάνει ότι σε αυτόν τον άνδρα οφείλει τις σπουδές του. Ο δάσκαλος μάλιστα που του έμαθε τα ιωνικά ελληνικά όπως τα μιλούν στην Αθήνα ήταν ένας από τους φίλους αυτού του ψηλού καλοστεκούμενου γηραιού άνδρα των παιδικών του αναμνήσεων. 

Ίσως η μητέρα του είχε σκοπό να του πει περισσότερα, ίσως είχε σκοπό να του μιλήσει ακόμη και για τον πατέρα του και να πάψει να ισχυρίζεται ότι δεν είχε καμιά σημασία ποιος ήταν, αφού ο ίδιος ήταν ένα δώρο που της έστειλαν οι θεοί -έτσι τον διαβεβαίωνε στις στιγμές μητρικής τρυφερότητας-, αλλά ο θάνατός της ήταν πρόωρος και ξαφνικός. Σκοτώθηκε, μαζί με πολλές άλλες γυναίκες του κοινοβίου, στα αιματηρά επεισόδια  που συνόδευσαν τις εξεγέρσεις εκείνης της περιόδου.

Η ζωή στις Συρακούσες τον καιρό εκείνο σπαραζόταν από βίαιες συγκρούσεις ανάμεσα στους οπαδούς του Διονύσιου (του οποίου ο ομώνυμος πατέρας – προκάτοχος κυριάρχησε στην πόλη επί σχεδόν τέσσερεις δεκαετίες) και  άλλους διεκδικητές που είχαν σωρευτεί κατά τη διάρκεια της μακράς αυτής περιόδου εξουσίας του Πρεσβύτερου. 

Βέβαια, στο πολιτικό παιχνίδι έπαιζαν κι άλλοι παράγοντες, όπως η μητροπολιτική Κόρινθος, οι σύμμαχοι των Συρακουσίων απ’ την εποχή του πελοποννησιακού πολέμου και έκτοτε πανταχού παρόντες Λακεδαιμόνιοι, καθώς και οι πράκτορες των Καρχηδόνιων, των αιωνίων αντιπάλων (όσο κι αν ο πρεσβύτερος Διονύσης τους είχε περιορίσει στην δυτική άκρη της νήσου και όσο κι αν ο νεώτερος είχε συνάψει μαζί τους ειρήνη). 

aphrodite eros

Στο κοινόβιο, που τελούσε υπό την εποπτεία και την προστασία των αρχοντικών ανακτόρων, απ’ ό, τι θυμάται ο Οινοκράτης, οι γυναίκες δεν μιλούσαν πολύ για τις πολιτικές εξελίξεις. Ωστόσο του είχε δημιουργηθεί η εντύπωση ότι η μητέρα του προτιμούσε τον παλιό ηγέτη από τον καινούργιο (απ’ ό, τι φαίνεται, ο πατέρας Διονύσης  είχε ιδρύσει το κοινόβιο όπου διέμεναν με ασφάλεια οι γυναίκες που προσέφεραν ποικίλες μεν, πλην όμως άτυπες υπηρεσίες στην πόλη-κράτος), αλλά και ότι συμπαθούσε κατά κάποιο τρόπο τους εξεγερμένους. 

Εάν έτσι είχαν τα πράγματα, αποτελεί ακόμη μια από της συνήθεις ειρωνείες της Μοίρας που η μητέρα του σκοτώθηκε όταν (ο Οινοκράτης ήταν τότε πάνω κάτω δέκα χρονών) οι εξεγερμένοι κατάφεραν να επιβληθούν, ενώ ο Διονύσιος αναγκάστηκε να αποσυρθεί στην πόλη  των  Επιζεφύριων Λοκρών, στις ανατολικές ακτές της ηπειρωτικής Ιταλίας,  παίρνοντας μαζί του ό, τι μπορούσε από αυτά που θεωρούσε δικά του. Ανάμεσά τους και ό, τι είχε απομείνει από το κοινόβιο των γυναικών όπου συμπεριλαμβανόταν και ο μικρός, τελείως ορφανός πλέον, Οινοκράτης.

Ο μικρός συρακούσιος κατάφερε να πάρει μαζί του ένα μόνο πράγμα: ένα δακτυλίδι που ανήκε στη μητέρα του, αν και θα μπορούσε να χωράει μόνο σ’ ένα ανδρικό δάκτυλο. Ένα δακτυλίδι μ’ ένα ελληνικό γράμμα σκαλισμένο επάνω του. Ο Οινοκράτης μπορούσε να κάνει βάσιμες εικασίες, (αλλά τώρα που υπερίπταται της ζωής του  γλιστρώντας πάνω στα χαχομικά σύννεφα, είναι απολύτως σίγουρος)  ότι το όνομα του πατέρα του αρχίζει με αυτό το γράμμα: το άλφα. 

Οι Επιζεφύριοι είναι αποικία των Λοκρών της κεντρικής Ελλάδας και είναι γνωστοί, τόσο  για την ομορφιά των κατοίκων τους, όσο και για μια κάποια μητριαρχική παράδοση που είναι φανερή στα ήθη τους. Σύμμαχοι του πρεσβύτερου Διονύση δέχτηκαν, στην αρχή φιλικά τον γιο του, ο οποίος όμως δε δίστασε (ούτε δυσκολεύτηκε) να τους επιβάλει την προσωπική του επικυριαρχία ενόψει της προετοιμασίας για την από κοινού  στρατιωτική ανάκτηση των Συρακουσών.

Το πέρασμα από την θαλπωρή του γυναικείου κοινόβιου,  στην σχεδόν δωρική αυστηρότητα του στρατοπέδου όπου τον τοποθέτησαν προκειμένου να μαθητεύσει στα όπλα και την πειθαρχία, δεν ήταν εύκολο για τον μικρό Συρακούσιο. Ωστόσο είχε καταφέρει τελικά να προσαρμοστεί και, μεγαλώνοντας, να αναλάβει κάποιες ευθύνες και καθήκοντα στο στράτευμα. 

Ναι, είχε όντως υπάρξει για ένα διάστημα σιτιστής υπαξιωματικός στο πεζικό, ενώ αργότερα, ανήσυχος νέος- λάτρης της περιπέτειας, όπως είχε εξελιχθεί, ζήτησε να ενταχθεί στο ναυτικό σώμα που περιπολούσε τις ακτές των Επιζεφυρίων, προκειμένου να εξασφαλίζεται ο απόπλους και η προσέλευση των πλοίων στον Λιμένα, καθώς και η καταπολέμηση των πειρατών (κυρίως Ιλλυρίων) που λυμαίνονταν την Αδριατική.

Δεν ήταν τελικά μια ευτυχής επιλογή. Κατά τη διάρκεια μιας τέτοιας περιπολίας η τριήρης στην οποία επέβαινε έπεσε σε ενέδρα ισχυρής ναυτικής δύναμης που περισσότερο από πειρατική ήταν μάλλον οργανωμένη από τους γνωστούς Καρχηδόνιους, και αιχμαλωτίστηκε. Πράγματι, ήταν Καρχηδόνιοι οι έμποροι που τον ανέλαβαν και που τελικά τον μετέφεραν στον  Πειραιά προς πώληση.

Ο Οινοκράτης τα σκέφτεται όλα αυτά, αλλά κατά βάθος άλλα, πιο συνοπτικά και κατά τη γνώμη του πιο περιεκτικά, είναι εκείνα που εκφωνεί δυνατά, σαν να ήταν αυτήν τη στιγμή μπροστά  στην επιτροπή που θα τον εξετάσει. Τους λέει υψηλόφωνα και αποφασιστικά (αλλά δεν τον ακούει ούτε καν ο Χοντρόης που μακάριος  κοιμάται λίγες σπιθαμές παραπέρα):

¨Κύριοι, είμαι ο Οινοκράτης, ο από λάθος της Ειμαρμένης δούλος, κατά βάθος όμως ελεύθερος∙ επιλέγοντάς με κερδισμένοι είστε εσείς! ¨

Αλλά αφού δεν ξέρει πόσο θα εκτιμούσαν μια τέτοια λιτή διατύπωση προερχόμενη από κάποιον γνωστό για την  αυθόρμητη ευφράδειά του, εξακολουθεί να προσπαθεί να βρει έναν άλλο τρόπο, συμβατό με το περίφημο ελληνικό μέτρο, για να εξωτερικεύσει τα (ενοχλητικά για τον ίδιο) βιογραφικά στοιχεία που του ζητούν αυτοί οι προνομιούχοι αφανείς των ¨υπηρεσιών¨.

Sxedio_04

***

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , | Leave a Comment »

Περιγραφικό

Posted by vnottas στο 22 Απριλίου, 2016

(Γράφει ο Ηλίας Κουτσούκος)

β

Απαγωγές

Πήρα τον εαυτό μου και έφυγα

για μία ώρα περπάτημα

να φύγει η κοιλιά -γαλοπούλα με λευχαιμία-

στ’ αυτιά μουσική ουρλιάζει η Callas

περνούν αστικά που μέσα τους

κουβαλούν κόσμο

πηγαίνουν σε στρατόπεδα εργασίας

αδειάζουν και γυρνούν για άλλους

μόλις φτιαχτεί το μετρό θα παίρνουν πιο πολλούς

χρόνια τώρα, μας έχουν πάρει εξωγήινοι

μας μεγαλώνουν, μας τρέφουν, μας σπουδάζουν

μας δίνουν άλλες γλώσσες κι άλλα έθνη

όσοι ζουν παραπάνω νιώθουν τυχεροί

μας έχουν σε πολυκατοικίες

άλλες καινούργιες άλλες παλιές

ανάλογα με το μαρκάρισμα που έχουμε

μερικοί έχουν περισσότερο από ένα σπίτι

-αυτούς θα τους τελειώσουν  αργότερα-

Έχουν  χωρίσει τα στρατόπεδα σε ζώνες επιρροής

τρώμε σαν ζώα, ζώα απ’ τον πλανήτη μας

Αγαπιόμαστε, κάνουμε στρατούς

κι έχουμε πολλές θρησκείες

πολλοί από μας -εντελώς βλαμμένοι-

πιστεύουν  και σε άλλη ζωή

Εγώ εντάσσομαι στους ‘αμφισβητίες’

εμάς, -να ξέρετε- μας έχουν εντελώς  χεσμένους

διότι γνωρίζουνε οι φύλακές τους

ότι δεν πρόκειται να κάνουμε Επανάσταση

έχουμε έναν αόρατο καναπέ με μικροτσίπ

καρφωμένο στον  κώλο

κι έτσι μας παρακολουθούν διαρκώς….

ρ

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ ΦΙΛΩΝ | Με ετικέτα: , , | Leave a Comment »

Ποιητές στη Σκάλα του Μοδιάνου…

Posted by vnottas στο 17 Απριλίου, 2016

3f529e6606703fe223436812fecf6c28

(γράφει ο Ηλίας Κουτσούκος)

Πήγα στις 3 το μεσημέρι στ’ αεροδρόμιο να πάρω δυο σπουδαίους ποιητές που έρχονταν απ την Αθήνα με τις γυναίκες τους και παρκάρισα το σαράβαλο μου στη θέση των vip σκεπτόμενος πως αν ερχόταν τροχονόμος θάλεγα τη ψεματάρα μου – πως θα παραλάβω το Σύμβουλο του Υπουργείου Πολιτισμού-  και τράβηξα προς το παγκάκι που είχε και κάδο καπνιστή- απέναντι απ την έξοδο των αφίξεων -να κάνω το τσιγάρο μου. Το αεροπλάνο είχε μια ώρα  καθυστέρηση άρα οριακά θα προλαβαίναμε την εκδήλωση -στη Διεθνή Έκθεση του Βιβλίου- όπου θα μιλούσα μ’ ένα φίλο μου για τον έναν απ τους δυο ποιητές και το βιβλίο του.

Έκανα το τσιγαράκι μου κι είπα σ’ έναν άλλον δίπλα μου που καθόταν και κάπνιζε συνομήλικο μου περίπου ‘πως στο τέλος θα μας πυροβολούν γιατί καπνίζουμε’ και συμφώνησε ενώ απ’ την πόρτα των πληρωμάτων είδαμε νάρχεται μια ομάδα ιπταμένων που περνούσε από μπροστά μας με επικεφαλής μια γυναικάρα 1,80 που είχε στα μπράτσα της 4 σιρίτια –μίλαγε βιαστικά γαλλικά στους άλλους πίσω της- του λέω ‘μεγάλε, σκέφτεσαι ό,τι σκέφτομαι γι αυτήν που είναι κυβερνήτης…’ απαντάει ‘αν σκέφτομαι  λέει’  και γελάμε.

Έρχονται οι ποιητάρες με τις γυναίκες τους στις 4 και 5΄ και τους βάζω στ’ αμάξι και τρέχω όσο τρέχει το κωλάμαξο να προλάβουμε να περάσουμε απ’ το σπίτι, να πάρουμε ένα αναψυκτικό και μετά πάμε στην εκδήλωση -οριακά  πάντα- κι ευτυχώς  βρίσκω να παρκάρω κι έχω την ηλίθια ιδέα να μπούμε στο ασανσέρ 5 άτομα, που μόλις κλείνει η πόρτα και πατώ όγδοο κατεβαίνει μισό μέτρο και μπλοκάρει.

Ντρέπομαι αφάνταστα που με τη μαλακία μου εγκλώβισα τους ποιητές μου και τις γυναίκες τους στο ασανσέρ -ευτυχώς πιάνει σήμα το κινητό- και περιμένουμε την Πυροσβεστική να μας απεγκλωβίσει, η εκδήλωση είναι στις 5, έρχονται τα παλικάρια της Πυροσβεστικής σ’ ένα δεκάλεπτο, μας βγάζουν απ’ το ασανσέρ και με τη ψυχή στο στόμα, ξαναμπαίνουμε στο σαράβαλό μου για την Διεθνή Έκθεση, όπου φτάνουμε με 5 λεπτά καθυστέρηση -πλην όμως- η προηγούμενη εκδήλωση θέλει 30 λεπτά για να τελειώσει και μου λέει η υπεύθυνη πως η καθυστέρηση οφείλεται σ’ έναν Αργεντινό συγγραφέα που άργησε ναρθεί κι αυτός κι έρχεται η καρδιά μου στη θέση της και όταν έρχεται η σειρά μας παρουσιάζουμε με άψογο τρόπο τον φίλο μας ποιητή και παίρνουμε χειροκροτήματα και το ίδιο βράδυ πηγαίνουμε σ ένα μαγαζί στη Μοδιάνο, όπου γινόμαστε μια μεγάλη παρέα κι ένας ψυχοπαθής δικηγόρος που παίζει όλα τα τραγούδια του κόσμου, φέρνει μια σκάλα μπογιατζή -διπλή δηλαδή, που την ονομάζει αυθαιρέτως κι επιτυχώς ‘Σκάλα του Μοδιάνου’, όπου αναβαίνουμε όλοι με τη σειρά -εγώ απήγγειλα Πούσκιν στα ρώσικα- και ο μέγιστος ποιητής Μάγιστρος της Ηπείρου τραγούδησε το ‘Γιάννη μου το μαντήλι σου’ και γενικά περνούμε μια καλοπέραση και γαμώ την ευχαρίστηση και σκεφτόμουν πως η ‘Σκάλα του Μοδιάνου’ είναι σαφώς πιο ειλικρινής από τη Σκάλα του Μιλάνου -όλο φρου φρου κι αρώματα- και πως οι φίλοι μου ήταν χαρούμενοι κι ευτυχισμένοι παρά το γεγονός πως στην αρχή όλα πήγαιναν στραβά κι εγώ -έστω για λίγο ήμουν ευτυχισμένος…

MODIANO kentriki

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ ΦΙΛΩΝ | Με ετικέτα: , , , | Leave a Comment »

Μυθιστόρημα υπό εκπόνηση. Μέρος Δ΄, κεφάλαιο πέμπτο: Συναπαντήματα

Posted by vnottas στο 14 Απριλίου, 2016

Μέρος Δ΄

Κεφάλαιο πέμπτο: Συναπαντήματα. (Στη μέση περίπου της απόστασης Σούσα – Περσέπολη, απομεσήμερο).

img15

Στις παρυφές της βασιλικής οδού η καταιγίδα έχει κοπάσει. Ο απογεματινός ήλιος, ορατός και πάλι, κατηφορίζει ανέμελος προς τα δυτικά, ενώ η πορεία του Εύελπι και των σωματοφυλάκων του προς τα νοτιο-ανατολικά, όχι μόνον έχει ανακοπεί, αλλά και κινδυνεύει με οριστικό, όσο και μοιραίο τέλος.

Μπορεί μεν να έχουν εξουδετερώσει τρεις – τέσσερεις από τους ένοπλους που τους επιτέθηκαν εξορμώντας από την αγροικία πάνω στον λόφο, αλλά τώρα βλέπουν πολύ περισσότερους να κατεβαίνουν από το ύψωμα και να προσπαθούν να τους περικυκλώσουν.

Και δεν είναι μόνον αυτό: Οι σκέψεις που περνούν (αστραπιαία-εννοείται) από το νου του Εύελπι, του υπενθυμίζουν ότι ορισμένα από τα  σημαντικά μηνύματα που μεταφέρει βρίσκονται σε γραπτή μορφή στον σάκο με τις αποσκευές, πάνω στο άλογό του. Σκέφτεται ότι προκειμένου να σώσει τις επιστολές, η ταχύτατη υποχώρηση είναι πλέον η μόνη ενδεδειγμένη λύση.

Ή μάλλον θα μπορούσε να είναι, αν τα άλογα βρίσκονταν ακόμη δίπλα τους. Όμως οι τρεις έλληνες, όταν αντιλήφτηκαν ότι είναι στόχος τοξοτών, ξεκαβαλίκεψαν, προκειμένου να τα προφυλάξουν τα πολύτιμα ζώα από τα βέλη. Τώρα, τα τρία άλογα ενοχλημένα από την φασαρία της συμπλοκής έχουν απομακρυνθεί και βρίσκονται στην άλλη μεριά του καλαμώνα, δίπλα στον δρόμο. Για να τα φτάσουν πρέπει να διασχίσουν και πάλι το στενό μονοπάτι ανάμεσα στα καλάμια.

Δεν θα είναι εύκολο. Μερικοί από τους άγνωστους ένοπλους έχουν ήδη καταφέρει να  φτάσουν ως το μονοπάτι και να το φράξουν προτείνοντας τα αιχμηρά τους ακόντια. Οι τρεις  προσπαθούν να μετακινηθούν προς τα κει με πλάγια βήματα και κρατώντας τις ασπίδες ψηλά, έτσι ώστε να εξουδετερώσουν τυχόν βολές δοράτων από την μεριά του λόφου. Αλλά, οι ανατολίτες έχουν πλέον συσπειρωθεί στους πρόποδες και τώρα επιτίθενται κραδαίνοντας ξίφη και δόρατα, και συγκλείνοντας με ορμή, εναντίον τους.

ηη

Οι θεοί που θα επέμβουν την κρίσιμη αυτή στιγμή δεν είναι ούτε από μηχανής, ούτε εκ προμελέτης. Δεν είναι καν θεοί. Είναι ταξιδιώτες επαρκώς περίεργοι και δεόντως γενναίοι, οι οποίοι έχοντας ξαναπάρει το δρόμο προς την Περσέπολη, ύστερα από μια παρατεταμένη διακοπή σε ένα χάνι (πρώτα για φαί και μετά λόγω της ξαφνικής μπόρας), παραξενεύονται όταν βλέπουν τα τρία άλογα να στέκονται φορτωμένα με πλήρη ταξιδιωτικό εξοπλισμό, αλλά χωρίς καβαλάρηδες, στο ρείθρο του βρεμένου δρόμου.  

Οι ταξιδιώτες είναι τέσσερεις: Δύο οπλισμένοι ιππείς και άλλοι δύο πάνω σε μια πολυτελή  τρίιππο αρμάμαξα: ο ένας επιβάτης και ο άλλος ηνίοχος. Ένα ακόμη άλογο ακολουθεί δεμένο χαλαρά πίσω απ’ την καρότσα.

Σε μια στιγμή, ο προπορευόμενος ιππέας, τραβάει τα χαλινάρια, και κάνει νόημα στον άλλο.   Ο άλλος, ένας μεγαλόσωμος καβαλάρης κάνει με την σειρά του νεύμα ότι, ναι, τα είδε κι αυτός τα εγκαταλειμμένα άλογα  και πλευρίζει την άμαξα για να αναφέρει σχετικά στον επιβάτη. «Τα δύο είναι σίγουρα θεσσαλικά…» ακούγεται να λέει. Ο επιβάτης κάτι του απαντάει και ο σωματώδης γνέφει στον ηνίοχο να κάνει κράτει.

Ο αμαξάς σταματάει το όχημα, και μετά σηκώνει το χέρι δείχνοντας έναν  μικρό λόφο στα δεξιά τους, λίγο παρακάτω. Κάποιες φιγούρες κινούνται εκεί πέρα, ενώ τώρα που σταμάτησε ο θόρυβος της άμαξας, φτάνουν ως εδώ απόηχοι από κραυγές.

 Ο σωματώδης ξεκαβαλικεύει και ξεκινάει, προφανώς για αναγνώριση, προς τις καλαμιές που χωρίζουν τον δρόμο από τον λόφο. Ο άλλος ιππέας κατεβαίνει κι αυτός απ’ το άτι του και φέρνει το άλογο, που ως τώρα ακολουθούσε, δίπλα στην άμαξα. Έπειτα, αφού βοηθήσει τον επιβάτη που εμφανίζεται στην πόρτα να το καβαλήσει, ακολουθεί τον προηγούμενο στα καλάμια. Ο αμαξάς κάτι ψάχνει πίσω του και μετά ανασηκώνεται, πάντα στην υπερυψωμένη του θέση κρατώντας ένα μικρό, αλλά όπως σύντομα θα αποδειχθεί θαυματουργό, θρακιώτικο τόξο.

images (6)

Ο Εύελπις (που μάχεται χρησιμοποιώντας όλα τα τεχνάσματα που έχει μάθει όταν εκπαιδευόταν στην εκ του σύνεγγυς μάχη, στα γυμναστήρια της Αθήνας) όσο κι αν είναι θανάσιμα αφοσιωμένος στην σωστή εκτέλεση των σωστών κινήσεων, έχει ξαφνικά την εντύπωση ότι από πάνω του ξανάρχισαν να ίπτανται βέλη, και μάλιστα, αν είναι δυνατόν(!), αυτή την φορά με ανάποδη φορά!

Και πριν προλάβει να συνειδητοποιήσει τις επιπτώσεις αυτής της διαπίστωσης, αντιλαμβάνεται ότι ένας από τους αντιπάλους (στην δεξιά του πλευρά, εκείνη στην οποία είναι ακάλυπτος αφού οι δύο άλλοι έλληνες μάχονται στα αριστερά του) πέφτει ακαριαία από καίριο χτύπημα προερχόμενο από άγνωστο ξίφος. Ρίχνει μια λοξή ματιά και συνειδητοποιεί ότι ένας εύσωμος πολεμιστής έχει εμφανιστεί δίπλα του και προχωρεί ακάθεκτος αποδεκατίζοντας τους επιτιθέμενους. Παρακάτω, ένας ακόμη μάχεται με αποτελεσματικότητα, ενώ ένας τρίτος, έφιππος, τους καθοδηγεί από την πλευρά του δρόμου, χωρίς να είναι άμεσα αναμειγμένος στη μάχη.  Κάποιος πρέπει επίσης να βοηθάει ρίχνοντας απανωτά  εύστοχα βέλη από μακριά.   

Ε ναι! Έστω και αν, αριθμητικά, ο συσχετισμός ανάμεσα στους πολλούς επιτιθέμενους και τους σχετικά λίγους αμυνόμενους δεν άλλαξε δραματικά, στην ουσία η παρουσία των απρόσμενων ενισχύσεων δίνει τώρα στην σύγκρουση άλλη τροπή. Όσοι από τους ανατολίτες δεν έχουν ακόμη πλησιάσει, αποφασίζουν τελικά να κάνουν μεταβολή και, παρακάμπτοντας τον μικρό λόφο, να εξαφανιστούν πίσω του. Προφανώς εκεί έχουν αφήσει τα άλογά τους, πράγμα που επαληθεύεται από τα ποδοβολητά που θα ακουστούν να απομακρύνονται από εκείνη την κατεύθυνση, αμέσως μετά. Αλλά και εκείνοι που βρίσκονται πλησιέστερα δεν αργούν να πετάξουν τα όπλα τους για να καταφέρουν καλύτερα μια άτακτη αλλά ταχύτατη υποχώρηση/φυγή προς την ίδια κατεύθυνση. Όσοι δεν προλαβαίνουν, εξουδετερώνονται με ευκολία από τους (τώρα πέντε) μαχητές.

bactria_cretan_archer

Ο Εύελπις θηκαρώνει το ξίφος του και απλώνει το χέρι προς τον εύσωμο πολεμιστή:

«Αναρωτιέμαι ποιος καλός Θεός σας έστειλε, φίλε.  Εύχαρεις στώμεν για την παρέμβαση και την βοήθειά σας».

«Πέρα από τους θεούς, απευθύνσου στον κύριό μας», απαντά εκείνος, προτείνοντας την δεξιά παλάμη, ενώ με τον δείκτη της αριστερής δείχνει προς τον δρόμο από όπου ατενίζει τις εξελίξεις, ο (τώρα έφιππος) τέως επιβάτης της πλούσιας κλειστής άμαξας. «Αυτός αποφάσισε να σας δώσουμε ένα χέρι».

Ο Εύελπις σφίγγει το στιβαρό άκρο και στρέφει το βλέμμα του προς τον καβαλάρη, αλλά ο ήλιος που έχει γείρει αποφασιστικά πλέον προς τα εκεί τον εμποδίζει να τον δει καθαρά.

«Βέβαια», συμφωνεί με τον γιγαντόσωμο. «Μόνο πες μου πως ονομάζεται ο κύριός σου».

Την απάντηση δίνει ο άλλος πολεμιστής που πλησιάζει κι αυτός τον Εύελπι, αφαιρώντας το κράνος του και επιτρέποντας έτσι σε ένα ευμέγεθες ζεύγος ακουστικών πτερυγίων να αναπτυχθεί πλήρως στην απογευματινή αύρα. «Είναι ο Άρπαλος, ο Άρχοντας Εταίρος από την Αιανή της Μακεδονίας», λέει. «Εγώ είμαι ο Σωσίβιος, όνομα και πράγμα θα έλεγα, και αυτός από δω ο μικρούλης, λέγεται Κάνθαρος».

***

ρρ2

Ο Άρπαλος του Μαχάτα, ζορίζοντας κάπως τον εαυτό του, είχε καταφέρει να παραμείνει, σχεδόν ως το τέλος, στην Σύσκεψη των Ανησυχούντων Αυτοκρατορικών.  Πήρε όμως την απόφαση να εγκαταλείψει, το ίδιο εκείνο βράδυ, το βαρύ και δυσάρεστο περιβάλλον του ναού του Μαρδούκ και, πάντα υπό την (υποτιθέμενη) ιδιότητα του εμπόρου, μετακόμισε σε έναν πολυτελή παλιό ξενώνα των Σούσων.  Ήθελε να αφιερώσει τις επόμενες μέρες στο να περιηγηθεί αυτή την μεγάλη παλιά πρωτεύουσα του βασιλείου του Ελάμ, η οποία του φάνηκε σαγηνευτικά μυστηριώδης.

Εντούτοις δεν κατάφερε να αποφύγει μία (εδώ που τα λέμε αναμενόμενη) επίσκεψη του Ανάξαρχου. Το μόνο που -όχι εύκολα- κατόρθωσε απέναντι στον επίμονο και πονηρό Αβδηρίτη, ήταν  να μην πάρει συγκεκριμένες δεσμεύσεις σχετικά με τις (σύμφωνα με εκείνον) δελεαστικές του προτάσεις.

Πάντως, αυτές  οι μέρες των  νυχτερινών περιηγήσεων τον βοήθησαν να ξεκαθαρίσει κάπως τις ιδέες του σχετικά με το άμεσο μέλλον. Τελικά αποφάσισε να ξαναπάρει την ταυτότητα του Μακεδόνα Άρχοντα και, χωρίς να ζητήσει τη βοήθεια του επίσημου στρατεύματος, αρκέστηκε στο να προσλάβει έναν ικανό ιπποκόμο/ηνίοχο -παλιό φίλο του σωματοφύλακα Σωσίβιου, να αγοράσει μερικούς ακόμη ίππους και να ξεκινήσει και πάλι το ταξίδι. Αυτή τη φορά με προορισμό την Περσέπολη και τον Αλέξανδρο.

Στα μισά περίπου του δρόμου, συνάντησε τρία αδέσποτα αλλά φορτωμένα άλογα. Οι αναβάτες πρέπει να ήταν έλληνες και προφανώς κινδύνευαν. Ήταν μια μέρα που είχε ξεκινήσει αισιόδοξα. Η ιδέα να ανεβεί στο άλογό του και να ρίξει τους στρατιώτες του στη μάχη, του άρεσε.

mom-aggeio

 

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , , | Leave a Comment »

Ένας απηυδισμένος Αμλετ και λίγος Μπρελ (σε επανάληψη)

Posted by vnottas στο 10 Απριλίου, 2016

Για τον  απηυδισμένο Άμλετ γράφει ο Ηλίας και από τους ¨Μπουρζουάδες¨ του Μπρελ (εδώ) επαν-αναρτάται η ανάγνωση της απόδοσης στα ελληνικά, γιατί κατά κάποιο (άγνωστο) τρόπο είχε εξαφανιστεί από την παλιά ανάρτηση. [Η βλάβη προς το παρόν αποκαταστάθηκε]

images (5)

O  άγριος Άμλετ

(Γράαφει ο Ηλίας Κουτσούκος)

Ο Τάκης Στημένος τάχει παίξει. Έχει κλείσει τα 36 κι  ενώ ήταν τρία χρόνια άνεργος, τώρα καλείται να παίξει «Άμλετ» στον πρωτοποριακό θίασο το «άλλο όνειρο» ενός  σαρανταπεντάρη σκηνοθέτη ο οποίος είναι – κατά τον Τάκη και το σινάφι  των ηθοποιών- ‘πυροβολημένη αδερφή’ και θεατρική  ψωνάρα.

Επίσης ο Τάκης έκανε το λάθος να επιτρέψει στον σκηνοθέτη -πριν ένα εξάμηνο- να τον ‘ακουμπήσει’ μέσα σ ένα μπαρ και τώρα, είναι υποχρεωμένος να βρίσκει δικαιολογίες ώστε να μη του την ‘πέφτει’ μπροστά στους άλλους ηθοποιούς στις πρόβες, ούτε να τον χουφτώνει κάθε τόσο με τη δικαιολογία ,της ‘σκηνοθετικής κατεύθυνσης’ πάνω στον μονόλογο του Άμλετ, ενώ οι συνάδελφοί του το έχουν μυριστεί και το πείραγμα πέφτει σύννεφο.

Απόψε έχουν πρεμιέρα κι ο Τάκης στο καμαρίνι του προσπαθεί να συγκεντρωθεί, ξέρει πως στην πλατεία δεν έχει ούτε πενήντα θεατές -οι περισσότεροι με προσκλήσεις- ξέρει πως το έργο δεν θα κρατήσει ούτε βδομάδα, μέσα σ αυτή την κρίση των πάντων και πασών, ξέρει πως θα ξαναμείνει  άνεργος, ξέρει πως θα πρέπει να παραμείνει-άγνωστο για πόσο- στη θεία του την Αμαλία, στο δυάρι  του Κολωνού, ξέρει πως έχει αρχίσει να σιχαίνεται  όλο τον κόσμο, αλλά τελευταία και τον εαυτό του.

Κι ενώ ο ηθοποιός όταν ‘παίζει’ ,πρέπει να παραμένει απερίσπαστος απ’ όλα τα καθημερινά του προβλήματα, ο Τάκης Στημένος βρίσκει τον εαυτό του ξαφνικά περικυκλωμένο  από αφόρητους ηλίθιους, στους οποίους  ο  Σαίξπηρ  σίγουρα θα απαγόρευε την είσοδο στα έργα του κι ενώ αρχίζει στη Τρίτη πράξη, σκηνή πρώτη, να απαγγέλει τον μονόλογο του  «να ζει κανείς ή να μη ζει -αυτό είναι το ζήτημα- τι είναι ανώτερο στο πνεύμα, να υποφέρεις πετριές και βέλη άδικης τύχης, ή να κάνεις επανάσταση ενάντια σ’ ένα πέλαγο βάσανα και με την άρνηση τους να τους δώσεις τέλος..» σ’ αυτό το σημείο, μένει το χέρι του μετέωρο, κρατώντας την πλαστική νεκροκεφαλή, νιώθει εγκλωβισμένος στο ηλίθιο στενό μπλουτζίν [άποψη του βλάκα  σκηνοθέτη, γιατί που ακούσθηκε  Άμλετ  με μπλουτζίν και άρβυλα..] και σαν υπνωτισμένος απ’ ιερό καθοδηγητή τρομοκράτης, συνεχίζει τον Μονόλογο με δικά του λόγια όμως, που φεύγουν απ το στόμα του βροντώδη και πεντακάθαρα δηλαδή « ακούστε καθυστερημένοι και της πλατείας όλοι εσείς οι κοιμισμένοι, η  Επανάσταση δεν θα  έρθει με κλανιές και τα αβγά δεν βάφουν με  πορδές,  εσείς  θα μένετε διαρκώς  υπνωτισμένοι και στον ηλίθιο τον κόσμο σας κλεισμένοι…» κι εδώ σταματάει, μένει ακίνητος κοιτώντας την νεκροκεφαλή, και ξαφνικά σηκώνονται δύο απ την πρώτη σειρά φωνάζοντας υστερικά ‘μπράβο, μπράβο, μπράβο’ κι αμέσως σηκώνονται κι οι πενήντα θεατές όρθιοι φωνάζοντας και χειροκροτώντας ‘μπράβο, μπράβο, μπράβο..’ κι ο Τάκης Στημένος νιώθει πια, πως δεν έχει ελπίδα, με ό,τι τον περιβάλλει και φεύγει απότομα  απ τη σκηνή, ενώ στα παρασκήνια πέφτουν επάνω του και τον αγκαλιάζουν, ο  Πολώνιος  απ το Γαλάτσι, ο Κλαύδιος απ το Περιστέρι κι η Οφηλία απ τα Πετράλωνα, ο ηλίθιος πρωτοποριακός σκηνοθέτης που φωνάζει «μπράβο μωρό μου, τους   έσκισες  αγάπη μου κι ο Τάκης σαν χτυπημένος από άγριο θεριό λέει ψιθυριστά « ρε άντε γαμηθείτε όλοι σας βλαμμένοι..»

amlet-seminario-ket

***

Οι Μπουρζουάδες του Ζακ Μπρελ

Ανάγνωση της προσαρμογής στα Ελληνικά

Posted in Μπρελ στα ελληνικά, ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ ΦΙΛΩΝ, ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ - ΣΤΙΧΟΙ | Με ετικέτα: , , , , , | Leave a Comment »

Μυθιστόρημα υπό εκπόνηση. Μέρος Δ΄, κεφάλαιο τέταρτο: Ω Χαχόμα!

Posted by vnottas στο 8 Απριλίου, 2016

Μέρος Δ΄

Κεφάλαιο τέταρτο: Ω Χαχόμα! (δοκιμές)

20071030145259E312_8402

Ο Οινοκράτης είναι κάπως αλλιώτικος αυτές τις μέρες, ο Χοντρόης το αντιλαμβάνεται και διατυπώνει την ανησυχία του:

 «Τεταμένην την υμετέραν όψιν φέρεις ω Οίνον Εκράτα. Τις ουν η της εντάσεως ταύτης αίτια εστί;»

Ο Οινοκράτης του στέλνει μισό χαμόγελο, αλλά δεν του απαντάει.

Πράγματι, παρά την (γνωστή) ¨φιλοσοφική¨ του προδιάθεση, δεν μπορούμε να πούμε ότι αυτές τις μέρες είναι απολύτως ήρεμος.

Κοίτα κάτι μυστήρια πράγματα: η ενδεχόμενη ριζική αλλαγή της ζωής του τον απασχολεί λίγο, ενώ αυτή, η μόνον μία, ¨ημέρα της κρίσεως-μυήσεως¨ τον  ανησυχεί περισσότερο. Αλλά για όλα αυτά δε μπορεί να μιλήσει στον Χοντρόη, που στριφογυρίζει σαν σβούρα γύρω του, γιατί το πρώτο σίγουρο πράγμα που ξέρει για τις ¨υπηρεσίες¨ είναι ότι απαγορεύεται αυστηρώς και δια ροπάλου (αν όχι δια μαχαίρας) να μιλάει γι αυτές με τους μη μυημένους. Εάν  ο Εύελπις ήταν εδώ, εντάξει, με αυτόν θα μίλαγε… και εκείνος θα του έδινε σίγουρα κάποιες συμπληρωματικές  διευκρινίσεις και θα τον καθησύχαζε. Αλλά πού ‘ντος; 

«Χοντρόη, πάψε να περιφέρεσαι και φέρε κάτι να πιούμε».

Ο Ασιάτης κουνάει το κεφάλι του επιδοκιμαστικά και κατευθύνεται προς τα ράφια με τα οινοδοχεία, ανάμεσα στα οποία και μια μικρή λήκυθος  γεμάτη με την (οικιακής κατασκευής) «αιρετική χαχόμα».

«Όχι, όχι απ’ αυτό. Δεν είδες τι παρενέργειες προκάλεσε στο οινοποτείο; Δεν θέλεις να με δεις τέζα, να παραμιλάω, έτσι δεν είναι; Ή μήπως πονηρέ ασιάτη αυτό ακριβώς θέλεις; Μην αρχίζεις τα άπαπα, και τα πωπωπω! και φέρε κανονικό ελληνικό κρασάκι».

king-of-wine1

Ο Οινοκράτης και ο Χοντρόης, δεν έχουν ακόμη προλάβει να κουβεντιάσουν με ηρεμία (έπεσε πολλή αναμπουμπούλα τις τελευταίες μέρες) σχετικά με τα οινοποιητικά-χαχομοπαραγωγικά τους πειράματα, ούτε κάθισαν να βγάλουν τα απαραίτητα καταληκτικά συμπεράσματα από τα όσα (θεαματικά) συνέβησαν τις προάλλες στο οινοποτείον ¨Η ωραία Πατρίς¨.

Ο Οινοκράτης, για να ξεκολλήσει το μυαλό του από τη δοκιμασία στην οποία πρόκειται να υποβληθεί αύριο, στρέφει τώρα τις σκέψεις του σ’ αυτό το θαυματουργό ποτό, ή μάλλον στα θαυματουργά ποτά, μια που οι χαχόμες είναι δύο.

Η πρώτη, η γνήσια, δηλαδή εκείνη που βρήκαν στο κελάρι του σπιτιού εγκαταλειμμένη από τους πρώην ενοίκους και την οποία είχε -έως πρόσφατα- κατάσχει ο Εύελπις, εκτός από την απαράμιλλη γεύση της και την ικανότητά της να σε μεταφέρει ¨εν εξάρσει¨ σε αλλόκοτες σφαίρες της αισθητής πραγματικότητας, δεν έχει ακόμη επαρκώς αναλυθεί σχετικά με τυχόν άλλες επιπτώσεις και παρενέργειες. Έτσι κι αλλιώς, εκτός από τον Χοντρόη, μαζί με τον οποίο την είχαν δοκιμάσει όταν την ανακάλυψαν (τηρώντας μάλιστα όλες τις τελετουργικές προφυλάξεις), την έχει πιει μόνον ο ίδιος ο Οινοκράτης. Τώρα που τα ξαναφέρνει στο νου του όλα αυτά, του δημιουργείται η υποψία ότι η κατάποσή της δεν είναι άσχετη με τα παράξενα όνειρα που αναστατώνουν τις νύχτες του τον τελευταίο καιρό.

«Εσύ Χοντρόη, μετά που ήπιαμε Χαχόμα στο κελάρι, είδες κανένα όνειρο;» ρωτάει τον στρογγυλό του φίλο.

kreas-arxaia-ellada-509

«Παπαράδοξον!», κάνει απορημένος ο Πέρσης καθώς αφήνει στο τραπέζι μία μικρή οινοχόη και δύο κύλικες και τοποθετεί το ομόκεντρο σώμα του στον πάγκο απέναντι από τον Σικελό. «Ομοίαν ήθελον ερώτησιν υποποποβάλλη υμίν!»

«Γιατί; Είδες κάτι; Τι είδες;»

«Ενύπνιον ολοσχερώς μέλαν! Και δύσοσμον ώσπερ αι δάδαι αι κατακαίουσαι το έλαιον, το αυτοφυώς αναδυόμενον».

«Δηλαδή; Γίνε σαφέστερος».

 «Γιγνώσκεις την Ναφάθα; το μελανόν έλαιον;

«Νομίζω ότι ξέρω για ποιο πράγμα μιλάς. Είδα ότι εδώ το χρησιμοποιούν στους φανούς και τις δάδες. Έχουμε και ‘μείς στη Σικελία. Αναβλύζει μαζί με κατράμι σε ορισμένα σημεία στις παρειές της Αίτνας, και βρωμάει. Οι ιερείς λένε ότι πρόκειται για τα απόβλητα ύδατα από τα εργαστήρια του Ηφαίστου».

«Άκουσόν με, ω Οίνον Εκράτα.  Ήτο η νυξ της καταποπόσεως. Ότε, εν μέσω της νυκτός, ιδού το ενύπνιον όπερ είδον: Απάπαντα μελανά εγεγόνεσαν! Επί ίσης ρευστά!  Και δύσοσμα! Μελανή ρυπαπαρότης προς Ναφάθα ομοιάζουσα την υφήλιον γαία πεπλημμύρησεν. Μελανός ο αήρ, μελανόν το ύδωρ, μελανόν το έδαφος.

Ανέμενον ότι ανησυχούντες οι άνθρωποι αντιδρώσιν… Πλην όμως ουδεμία αντίδρασις! Τουναντίον! Απαπάντες έχαιρον∙ τυφλοί τε  και αγνοούντες την ρύπανσιν, την δύσοσμον ελαιώδη ουσίαν ώσπερ χρυσόν ελάτρευον.

Αναπνέειν ου δυνάμενος αφύπνησον, ηγέρθην τε ανακουφισθείς ότι ουκ αληθή ταύτα έσονται ».

 «Περίεργο!» αναλογίζεται φωναχτά ο Οινοκράτης. «Κι εγώ, όταν με επισκέφτηκε ο Όνειρος εκείνο το βράδυ, αλλά και τις άλλες φορές που δοκίμασα τη Χαχόμα τη γνήσια, κάτι τέτοια ανακόλουθα όνειρα είδα. Αρχίζω να πιστεύω ότι τα προκαλεί αυτό το ποτό που βρήκαμε στο υπόγειο. Λες να θέλουν να πουν κάτι όλα αυτά; Λες να προφητεύουν πράγματα…;»

Ο Χοντρόης ακούγεται τώρα φοβισμένος.

«Λέγω, λέγω, τα μάλα λέγω, ω Οινον Εκράτα!» συγκατανεύει.  «Ποποτόν ιερόν τε θαυματουργόν εστί. Επί ίσης πιπικίνδυνον αποβεί δύναται».

138.256

«Αλλά και η άλλη Χαχόμα, εκείνη που φτιάξαμε μόνοι μας τις προάλλες, είδες τι χαμό προκάλεσε στο οινοποτείο! Φαίνεται ότι κάνει τους πότες να μιλάνε, να λένε ακόμα και εκείνα που μάλλον δε θα θέλανε να πουν.  Και μετά τους αποστέλλει αυτόματα στο βασίλειο του Μορφέα. Το μόνο που δεν ξέρουμε είναι αν θυμούνται τίποτε από όλα αυτά όταν ξυπνάνε…».

Ο Οινοκράτης ρίχνει ένα επίμονο βλέμμα, πρώτα στον Χοντρόη και μετά στο ράφι με τα οινοδοχεία, «…αλλά μπορούμε να το μάθουμε» συμπληρώνει, καθώς μια ιδέα ωριμάζει μέσα του.

Ο Πέρσης την διαισθάνεται (την ιδέα).

«Ουχί!» λέει.

«Ναι. Φερ την. Άλλαξα γνώμη».

«Αλλά, σοβαρήν τινά εργασίαν ες αύριον έξεις. Σύ είπας».

«Γι αυτό και θα χρειαζόμουν έναν καλό ύπνο. Αλλά, δυστυχώς δεν πρόκειται για μένα, εσύ θα πιείς. Εγώ θα είμαι ο παρατηρητής. Μη φοβάσαι, θα ρίξουμε μόνον ένα δακτυλάκι στο κρασί που έφερες. Εξάλλου είδες, ο Άρπαλος και οι δικοί του μια χαρά ήταν την άλλη μέρα».

«Ορθόν ουκ έσοιτο!», διαμαρτύρεται ο Χοντρόης.

«Είπα και ελάλησα!», κλείνει δημοκρατικά το ζήτημα ο Οινοκράτης.

dionisos

Ύστερα από λίγο.

Ο Οινοκράτης παρατηρεί και μετανιώνει που δε φρόντισε να μάθει επαρκώς τη γλώσσα των Περσών.

Και αυτό γιατί ο Χοντρόης ανεβασμένος τώρα πάνω στο τραπέζι αγορεύει ακατασχέτως (τύφλα να ‘χει ο Δημοσθένης). Και μάλιστα υπογραμμίζει τα λόγια του με άφθονες χειρονομίες που ούτε της ιταλικής σχολής να ήτανε, εγκαινιάζοντας έτσι μία νέα χειρονομούσα ρητορική που αγγίζει τα όρια της Τερψιχορείου Ορχήσεως. Ως εκ τούτου μοιάζει να λέει πράγματα ενδιαφέροντα, μόνον που τα αρθρώνει στην περσική γλώσσα, την οποία, αντίθετα με την ελληνική, φαίνεται να την μιλάει (κυριολεκτικώς) φαρσί.

Ο Σικελός προσπαθεί να παρέμβει φωνάζοντάς του: «Στα ελληνικά Χοντρόη, στα ελληνικά», αλλά ο Πέρσης δε του δίνει καμία σημασία. Μόνον όταν ο Οινοκράτης απηυδισμένος τον τραβάει από την ρόμπα και κινδυνεύει να κατρακυλήσει από το τραπέζι, αντιδρά παραπατώντας και λέει: «Ποι-ποι-ποι-ποίος εμέ πα-πα-παρενοχλείν;» και, πριν ο Οινοκράτης προλάβει να του απαντήσει, εκπέμπει ένα απροσδιόριστης σημασίας και γλωσσικής προέλευσης «Ουγκ!!!», και πέφτει, πρώτα στο τραπέζι και μετά στο πάτωμα, όπου μετατρέπει την χορογραφημένη του αγόρευση σε ένα υψηλής συχνότητας ροχαλητό.

Ο Οινοκράτης μένει για λίγο σκεφτικός. Η ένταση δεν τον έχει εγκαταλείψει. Κοιτάζει μια την οινοχόη και μια τον Χοντρόη που κοιμάται θορυβωδώς και μακαρίως…

Ύστερα, απλώνει το χέρι, πιάνει από το λαιμό το αγγείο, το αναστρέφει και ρίχνει μια γουλιά στον κύλικά του. Μετά τον σηκώνει ψηλά, προφέρει μια ευχή στο σικελικό ιδίωμα, και κατεβάζει με μιας το μείγμα. 

Ελπίζει, αν όχι άλλο, σε έναν γερό, βαθύ, αναζωογονητικό ύπνο.

images (2)

(Συνεχίζεται. Στο επόμενο: Συναπαντήματα)

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , | Leave a Comment »

Μια πολύ όμορφη παράσταση (που πρόλαβα στο τσακ…)

Posted by vnottas στο 5 Απριλίου, 2016

12717334_1119003904785337_4678843012904512983_n

Τις προάλλες βρέθηκα σε μια ακόμη θεατρική παράσταση στο Δήμο Πυλαίας. Αυτή τη φορά στο θέατρο Ανατολή, από την ομάδα ¨Θεατρική Πύλη¨. Ήταν η τελευταία παράσταση της ¨Αυλής των θαυμάτων¨. Νόμιζα ότι τα θεατρικά κείμενα του Καμπανέλλη δε μπορεί παρά να είναι πλέον κάπως ξεπερασμένα. Έκανα λάθος. Όταν το ανέβασμα γίνεται με έμπνευση και πάθος από μια ομάδα εραστών της θεατρικής τέχνης όπως αυτή, το αποτέλεσμα μπορεί να είναι εκρηκτικά καλό.  Μπράβο τους. Ελπίζω η παράσταση να επαναληφθεί.

3821_1119005811451813_4983266806329329184_n

12115656_854624184652688_9208031732715884305_n

 

12122650_854623717986068_2684640476343017996_n

[Οι συντελεστές: Η σκηνοθεσία είναι του Ηλία Λουκάτου.
Παίζουν με σειρά εμφάνισης: Χρήστος Δελτσίδης – Γιάννης * Άντα Φαρμάκη – Βούλα * Πάτρα Μπαμπαράτσα – Μαρία * Ελίζα Ισαακίδου – Αννετώ * Κώστας Πλασταράς – Ιορδάνης * Πόλυ Κάζη – Αστά * Δέσποινα Ρετσινά – Ντόρα * Τάσος Παπαγεωργίου – Μπάμπης * Αντώνης Κακαμούκας – Στράτος * Εύη Αρβανιτίδου – Όλια *  Ηλίας Λουκάτος – Στέλιος * Γιάννης Καραβασίλης – Χαρτοπαίκτης * Νάσος Ισπιρούδης – Α’ Μηχανικός * Δάνης Παπαγεωργίου – Β’ Μηχανικός * Κώστας Τζούρτζιας – Ταχυδρόμος * Αντώνης Βασιλειάδης – Αστυνόμος

Posted in ΘΕΑΤΡΙΚΑ, ΤΑ ΤΡΕΧΟΝΤΑ | Με ετικέτα: , | 1 Comment »

Μυθιστόρημα υπό εκπόνηση. Μέρος Δ’, κεφάλαιο τρίτο. Ιππεύοντας προς την Περσέπολη

Posted by vnottas στο 4 Απριλίου, 2016

Μέρος Δ΄

Κεφάλαιο τρίτο: Ενέδρα στην Βασιλική Οδό

 γγ

Ο Εύελπις  διασχίζει έφιππος τη νότια Σουσιανή συνοδευόμενος από δύο μακεδόνες ιππείς που του παραχώρησε ο φρούραρχος των Σούσων, ο Μάζαρος. Το ταξίδι της επιστροφής στην Περσέπολη πάει μέχρι στιγμής μια χαρά, ο καιρός φαίνεται  καλός και στους σταθμούς η κατάσταση είναι πιο λειτουργική από το πως ήταν όταν πέρασε από κει, με αντίστροφη φορά, όχι πολύ καιρό πριν. 

Βέβαια, ο κύριος παράγοντας αναστάτωσης την τελευταία φορά ήταν το τεράστιο καραβάνι με τους θησαυρούς, τα εκατοντάδες υποζύγια, τους αγωγιάτες και τους συνοδούς οπλίτες, που ο ίδιος συνόδευε προς τα Σούσα. Τώρα, που η κατάσταση είναι πιο ομαλή μπορεί να αντιληφθεί καλύτερα το πόσο καλά οργανωμένοι είναι οι περσικοί δρόμοι, καθώς και κατά πόσο οι δημόσιες οδοί αποτελούν την ραχοκοκαλιά των μεγάλων αυτοκρατοριών.

Ακόμη και όταν η φύση έχει φροντίσει ώστε να υπάρχουν πλωτά ποτάμια ή προσιτές ακτοπλοϊκές διαδρομές, χρειάζονται βατοί και ασφαλείς δρόμοι, αλλιώς είναι ανώφελο να μιλάει κανείς για ¨μεγάλες χώρες¨ κι ακόμη περισσότερο για ¨αυτοκρατορίες¨.  

Ευτυχώς η πολεμική αναταραχή δεν έχει επηρεάσει καταλυτικά την περσική διοίκηση των οδών, καθώς οι μακεδόνες έχουν περιοριστεί στο να εγκαταστήσουν μικρές φρουρές στα κομβικά σημεία και έχουν, για την ώρα, επιβεβαιώσει στη θέση του το ντόπιο προσωπικό. Άλλωστε, απ’ ό, τι φαίνεται, η τεράστια διοικητική μηχανή των περσών έχει τη δική της ¨αδράνεια¨ και μπορεί να λειτουργεί για αρκετό χρονικό διάστημα χωρίς να είναι πολύ ευαίσθητη σε εξωτερικούς τρανταγμούς και ανισορροπίες.

assets_LARGE_t_420_54362327

Οι τρεις ιππείς δεν ζορίζουν τα άλογά τους, παρά τα αφήνουν να τρέξουν αβίαστα στα λιθόστρωτα τμήματα του δρόμου, ενώ τριγύρω το έδαφος έχει ήδη αρχίσει να πρασινίζει προοιωνίζοντας την επερχόμενη άνοιξη. Στο βάθος στα αριστερά διαγράφεται, χιονοσκεπές, το νότιο τμήμα της οροσειράς του Ζάγκρου. Πάνω από τις λευκές κορυφές, σε οριζόντια παράταξη εμφανίζονται τώρα κάποια μελανά σύννεφα, που προς το παρόν μοιάζουν μακρινά και ακίνδυνα.

Ο Εύελπις θέλει να πιστεύει ότι και πίσω, στα Σούσα, όλα θα πάνε καλά: ότι ο Καλλισθένης σύντομα θα αναρρώσει και ότι ο ίδιος, πριν από την αναχώρησή του, έπραξε όλα τα απαραίτητα ώστε οι εκκρεμότητες να αντιμετωπιστούν με τον καλύτερο τρόπο. Ο Καλλισθένης, ο οποίος εν τω μεταξύ είχε λάβει μια νέα εκτενή επιστολή του Αριστοτέλη, του είχε δώσει, εκτός από έναν γραπτό χαιρετισμό που απευθυνόταν προσωπικά στον Βασιλέα,  μια μακρά επιστολή προορισμένη για τον Ευμένη τον Καρδιανό. Οι δύο πάπυροι βρίσκονται τώρα, συσκευασμένοι με προσοχή μαζί με τον λοιπό ταξιδιωτικό εξοπλισμό, μέσα στον σάκο που κρέμεται στο αριστερό πλευρό του αλόγου του, εξισορροπώντας την ασπίδα, που είναι στερεωμένη στο δεξί.

Ο Εύελπις έχει ακόμη φροντίσει πριν φύγει από τα Σούσα για τη δημιουργία μιας ομάδας ¨ειδικών καθηκόντων¨,  με επικεφαλής τον έμπιστο λόγιο μεταφραστή Νικία. Η ομάδα αυτή θα πρέπει, όχι μόνο να συλλέξει το συντομότερο ακριβείς και έγκυρες  πληροφορίες για τις διαδικασίες που έφεραν στον περσικό θρόνο τον σημερινό φυγά-αυτοκράτορα Δαρείο τον Κοδομανό (έξη χρόνια πριν, το ίδιο έτος που στη Μακεδονία ανέλαβε τα ηνία ο Αλέξανδρος), αλλά και να καταγράψει επείγουσα λεπτομερή έκθεση για τους τυχόν ακόμη ενεργούς διεκδικητές του θρόνου: ποιοι είναι, πού βρίσκονται αυτή την στιγμή, πόσο εκτιμάται η πραγματική δύναμη/εξουσία/κύρος που ενδεχομένως  ακόμη κατέχουν ανάμεσα στους ντόπιους ευγενείς και τους πληθυσμούς της περιοχής… και τα λοιπά. Η αλήθεια είναι ότι για όλα αυτά υπάρχουν πληροφορίες, μερικές απ’ αυτές ήδη συλλεγμένες από την εποχή του Φίλιππου, αλλά τώρα που οι Μακεδονικές υπηρεσίες έχουν ασύγκριτα καλύτερη επιτόπια πρόσβαση, μπορούν να τα ξαναδούν όλα με ακριβέστερη οπτική και να βγάλουν ασφαλέστερα συμπεράσματα.

Exopli6

Ο Εύελπις χαμογελάει γιατί του έρχεται στο νου μια ακόμη ¨επαφή¨ που είχε πριν αφήσει τα Σούσα. Ήταν η συνάντησή του με τον βαβυλώνιο ιερέα Μαρτούκη που, μαζί με τον λόγιο Ηρακλείδη από την Αμφίπολη, ασχολείται με την μετάφραση της στήλης του Χαμουραμπί (όπου είναι χαραγμένοι οι νόμοι του παλιού βασιλιά), στην παλιά πτέρυγα του θησαυροφυλακίου∙ τον  βαβυλώνιο, που όλοι θεωρούσαν ως έναν αφοσιωμένο και άξιο εμπιστοσύνης μελετητή, αλλά που ο Οινοκράτης είχε εντοπίσει ανάμεσα στους συμμετέχοντες στην ύποπτη συγκέντρωση στο ναό του Μαρδούχ, μαζί με τον Ανάξαρχο, τον Άρπαλο και ποιος ξέρει ποιους άλλους.

Ο Μαρτούκης προσπάθησε για λίγο, στην αρχή, να κάνει τον άσχετο και το κουρεμένο γίδι (κορόγιδο), αλλά αμέσως μετά, χωρίς καν να χρειαστούν ιδιαίτερες απειλές ή υποσχέσεις από την πλευρά του Εύελπι,  κατάλαβε ότι τον συνέφερε να παραδεχτεί τη συμμετοχή του στη συγκέντρωση του ναού.

Είπε ότι τον είχαν προσκαλέσει λόγω των ειδικών νομικών του γνώσεων και θεώρησε καλό να συμμετάσχει, όσο κι αν ψιλοκαταλάβαινε ότι η σύσκεψη είχε μάλλον πολιτικό παρά επιστημονικό περιεχόμενο.

Πάντως, όσο κι αν αρχικά θεωρούσε ότι τέτοιες συναντήσεις βοηθούν στην κατανόηση και τη συνεργασία ανάμεσα στους ντόπιους και τους έλληνες, τώρα που ξέρει ότι η ελληνική διοίκηση τις δεν τις εγκρίνει, δεν πρόκειται, ά πα πα, να ξαναπατήσει σ’ αυτές.

Από τους συμμετέχοντες γνώριζε μόνο τους βαβυλώνιους ιερείς και -μόνον εξ ονόματος- μερικούς από τους οικονομικούς παράγοντες που προέρχονται από τα μέρη του, απ’ τη μεγάλη μεσοποτάμια πρωτεύουσα, τη Βαβυλώνα.

Ο Εύελπις θυμήθηκε τις ¨προειδοποιήσεις¨ του πέρση ανακτορικού ιερέα Αζάρη. Ίσως του παρουσιαζόταν μια ευκαιρία να επαληθεύσει προς τα που το πάει το βαβυλωνιακό ιερατείο. ¨Ας βάλουμε μπρος το παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι¨, σκέφτηκε.

«Δεν χρειάζεται να πάψεις να συμμετέχεις σε αυτού του είδους τις συγκεντρώσεις», είπε με μειλίχιο ύφος στον Μαρτούκη.   «Αρκεί, πριν και μετά από κάθε μια από αυτές, να ειδοποιείς και να ενημερώνεις διεξοδικά τον άνθρωπο που θα σου υποδείξω. Εάν το πράξεις με συνέπεια οι σχέσεις σου με την διοίκηση θα παραμείνουν θετικές, εάν όχι, δεν μπορώ να σου εγγυηθώ τίποτα. Όλα μπορούν να σου συμβούν».

Ο Εύελπις συνόδευσε τις προειδοποιήσεις του μ’ ένα δυσερμήνευτο χαμόγελο, αλλά όταν παρατήρησε το χαμόγελο με το οποίο ο βαβυλώνιος αποδέχτηκε την πρότασή του, αναρωτήθηκε ποιος άραγε από τους δύο θα είναι τελικά ο γάτος και ποιος το ποντίκι.

Πάντως συμπλήρωσε: «Ο άνθρωπος στον οποίο θα δίνεις λεπτομερή αναφορά λέγεται Οινοκράτης και θα τον γνωρίσεις σύντομα».

Μια σκιά περνάει πάνω από τους καβαλάρηδες χλομιάζοντας την μέχρι τώρα φωτεινή μέρα. Οι μελανίες έχουν ταξιδέψει γοργά από την ανατολική άκρη του ορίζοντα ως τα εδώ και, φουσκωμένοι και μαυριδεροί, αρχίζουν να παρεμβάλλονται ανάμεσα στους ιππείς και το άρμα του Φοίβου. Τους συνοδεύουν εδώ και ’κει ριπές ανατολικού ανέμου.

Thessalikos Ippeas 750 πχ

Ο Εύελπις στερεώνει καλύτερα τον μανδύα στον ώμο του.

Οι σκέψεις του τώρα εστιάζονται στον πιστό του υπηρέτη. Πριν φύγει του είχε ανακοινώσει την πρόθεσή του να τον εντάξει -επάξια, αυτό δε χωράει συζήτηση- στις υπηρεσίες. Είχε οριστικοποιήσει αυτή την απόφαση τις προάλλες, μετά τις τελευταίες επιτυχείς παρακολουθήσεις του,  αλλά η αλήθεια είναι ότι ο Οινοκράτης έχει ήδη αποδείξει, από παλιά, ότι διαθέτει οξύνοια, ετοιμότητα και κυρίως ότι μπορεί να του έχει κανείς εμπιστοσύνη.  Ο Καλλισθένης είναι ενημερωμένος και δεν έχει αντίρρηση.

Ο Μεγαρέας είχε εξηγήσει στον Σικελό ότι πρόκειται για την οργανική του ένταξη στον τομέα που έχει ως κύρια αποστολή τη συλλογή των πληροφοριών που κρίνονται ωφέλιμες για την επίτευξη των στόχων της εκστρατείας. Δεν χρειάστηκαν πολλές λεπτομέρειες∙ ο Οινοκράτης είχε ήδη σχηματίσει από μόνος του μια αρκετά καλή εικόνα για αυτές  τις δραστηριότητες.

Όμως, βέβαια, η ένταξη κάποιου στις υπηρεσίες δεν είναι υπόθεση μιας απλής εντολής. Υπάρχουν κανόνες και διαδικασίες (ακόμη και κάποια τελετουργικά) που πρέπει να εφαρμοστούν. Έτσι τουλάχιστον επιβάλλει η παράδοση, η οποία ισχύει λίγο πολύ στα περισσότερα σύγχρονα στρατεύματα (αν εξαιρέσουμε τα τελείως βαρβαρικά που λειτουργούν ως αυθόρμητες ορδές), αν και, απ’ ό, τι ξέρει ο Εύελπις,  οι ρίζες των οργανωμένων κρυφών υπηρεσιών πρέπει να είναι λακεδαιμόνιες[1]

Τον κατατόπισε πάντως για μια σειρά τυπικές διαδικασίες που θα έπρεπε να ακολουθηθούν. Ύστερα του διευκρίνισε ότι η πρώτη του αποστολή θα ήταν το να εποπτεύει διακριτικά τα όσα θα έπρεπε να συμβούν μετά την αναχώρηση του Εύελπι για την Περσέπολη.

Ο Οινοκράτης του διατύπωσε μία μονάχα ανησυχία. Αναρωτιόταν κατά πόσο τα νέα του καθήκοντα θα του επέβαλαν να απομακρυνθεί από τον κύριό του. Έχει, είπε, αναλάβει κάποιες υποχρεώσεις απέναντι στον πατέρα Ευρύνου και δε θα ήθελε να τις αθετήσει.

Ο Εύελπις του απάντησε αρνητικά, αλλά και του εξήγησε πως αν όλα πάνε καλά από δω και πέρα, για ορισμένα βασικά πράγματα της ζωής του, ο Οινοκράτης, θα έπρεπε να παίρνει τις αποφάσεις από μόνος του.

akontismos2

 Στα νότια του κάτω Ζάγκρου η περιοχή έχει ξαφνικά σκοτεινιάσει,  πήρε να βρέχει, και η Βασιλική οδός έχει χάσει την κίτρινη ευθύτητά της. Σιγά σιγά, οι ρεματιές που φτάνουν ως εδώ από τα βουνά της οροσειράς, αρχίζουν να μετατρέπονται σε χειμάρρους και να βρυχώνται απειλητικά, ενώ σε πολλά σημεία τα νερά σκέπασαν ήδη την επιφάνειά του δρόμου, κρύβοντας τις ανωμαλίες και δυσκολεύοντας τον καλπασμό των τριών ιππέων.

Ο Εύελπις κάνει νόημα στους δύο καβαλάρηδες που τον ακολουθούν ότι θα πρέπει να σταματήσουν στο πρώτο κατάλυμα που θα βρουν, ανεξάρτητα αν αυτό είναι κανονικός σταθμός ανεφοδιασμού ή όχι. Ύστερα χαϊδεύει καθησυχαστικά τον λαιμό του αλόγου του, που απ’ ό, τι φαίνεται δεν είναι μαθημένο σε βροντές, νεροποντές και μουσκέματα.

Είναι ένα γκρίζο άτι που το απόκτησε σε αρκετά αλμυρή τιμή κάπου στη νότια Συρία κατά την επιστροφή της στρατιάς από την Αίγυπτο, ύστερα από επίμονες προτροπές του Οινοκράτη.  Ο υπηρέτης του, ισχυριζόταν ότι είχε μάθει από σίγουρες πηγές πως τα άλογα της περιοχής των Αράβων έχουν εξαιρετικές ικανότητες, αλλά ο Εύελπις δεν πείσθηκε παρά μόνον όταν συμφώνησαν και οι Θεσσαλοί φίλοι του, οι μόνοι έλληνες που θεωρούνται ειδικοί στα άλογα, ότι το συγκεκριμένο άτι ήταν καλό.  Ο Οινοκράτης ήταν και ο ονοματοδότης του ζωντανού,  το είχε αποκαλέσει ¨γοργόν ως βέλος¨ και το ¨Βέλος¨ του έμμεινε ως όνομα.

663004-lightning_strike_680_275061_34N231

Η λάμψη και  ο θόρυβος ενός κεραυνού κάπου εκεί κοντά επαναφέρουν τον Μεγαρέα στην ζόρικη (οδική) πραγματικότητα. Ο καιρός έχει αγριέψει ακόμη περισσότερο.

Ο Εύελπις διακρίνει στα δεξιά του δρόμου πίσω από μια συστάδα ψηλών καλαμιών ένα ύψωμα πάνω στο οποίο υπάρχει μια πλίνθινη αγροτική κατασκευή, πιθανότατα μια αγροικία, οπότε τραβάει τα ηνία του αλόγου του και σηκώνει το χέρι δείχνοντάς την στους ακόλουθούς του. Εκείνοι του κάνουν νεύμα ότι την είδαν κι αυτοί και έτσι, τώρα, η μικρή ομάδα εγκαταλείπει την κύρια οδό και παίρνει ένα παράπλευρο ανηφορικό μονοπάτι προς την κατεύθυνση του κτίσματος. Διασχίζουν με δυσκολία την συστάδα με τα καλάμια, ενώ οι ριπές του ανέμου που τους περιτρέχει τρυπώνουν ανάμεσα στα σπαθωτά φύλλα προκαλώντας περίεργα  σφυρίγματα που, μαζί με τους ήχους της απρόοπτης μπόρας, συνθέτουν αλλόκοτες άγριες μελωδίες. Οι τρεις ξεπερνούν τα καλάμια και, όντως, ένας μικρός λόφος ξεχωρίζει τώρα αδρά μέσα στη ομιχλώδη γκριζάδα. Στην κορυφή του, το κτίσμα δείχνει να είναι γερό και σε θέση να εποπτεύει το τμήμα εκείνο της Βασιλικής οδού.

Μια κραυγή που προέρχεται από έναν από τους δύο συνοδούς φτάνει ως τα αυτιά του Εύελπι, αλλά ο θόρυβος του ανέμου τον εμποδίζει να καταλάβει περί τίνος πρόκειται. Ευτυχώς όμως, υπάρχει κάποιος που την καταλαβαίνει, με τον τρόπο του βέβαια, και αντιδρά. Η αντίδραση αυτή  θα αποδειχθεί ευεργετική για τον λόγιο από τα Μέγαρα.

Εκ των υστέρων βέβαια, ξέρουμε ότι ο συνοδός κραύγασε τη λέξη  ¨βέλος!¨, ότι η κραυγή αυτή αποτελούσε προειδοποίηση προς τον Μεγαρέα και σήμαινε ¨πρόσεχε, ένα βέλος κατευθύνεται ίσια πάνω σου¨, ενώ τα αυτιά που την συνέλαβαν πλήρως ανήκαν στο ομώνυμο άλογο. Το αραβικό άτι θεώρησε ότι κάποιος το φωνάζει με ένταση και, ακούγοντας την κραυγή θεώρησε καλό, για μια τόση δα στιγμή, να ανακόψει τον ανηφορικό βηματισμό του. Έτσι, εκείνη ακριβώς τη στιγμή, μια φαρμακερή σαϊτιά έχασε κατ’ ελάχιστον το στόχο της και πέρασε ανάμεσα   στον Εύελπι και τον αυχένα του ζωντανού, για να καταλήξει άπραγη ανάμεσα στις καλαμιές.

Ο Μεγαρέας καταλαβαίνει σχεδόν αμέσως ότι υπήρξε στόχος εκηβόλου όπλου. Αφιππεύει αστραπιαία, τραβάει την ασπίδα από το πλευρό του αλόγου και σπρώχνει το ζώο μακριά του, πίσω στα καλάμια. Ένας ιππέας πρέπει να προστατεύει το άλογό του από τις ύπουλες, αλλά και από τις άστοχες, σαϊτιές των τοξοτών.  Τον ίδιο άγραφο κανόνα των καβαλάρηδων έχουν ακολουθήσει και οι δύο συνοδοί∙ έχουν ξεπεζέψει και τον πλησιάζουν τώρα σκυφτοί δημιουργώντας με τις μεγάλες κυκλικές ασπίδες τους ένα στοιχειώδες προκάλυμμα ενάντια στις σαίτες που εκτοξεύονται τώρα πυκνότερες από την μεριά του κτίσματος.  

«Ενέδρα, και δεν ξέρουμε πόσοι είναι»,  συνοψίζει την κατάσταση ο Εύελπις. «Πιθανότατα είχαν σκοπό να μας χτυπήσουν παρακάτω, στο σημείο που ο δρόμος πλησιάζει πολύ  στον λόφο, αλλά όταν μας είδαν να αλλάζουμε πορεία και μάλιστα να κατευθυνόμαστε προς το μέρος τους, μας επιτέθηκαν χωρίς καθυστέρηση». 

«Το κακό  είναι ότι από ‘κει πάνω μπορούν να ελέγχουν μεγάλο κομμάτι του δρόμου» παρατηρεί ένας από τους συνοδούς, ένα γεροδεμένο παλικάρι που είχε φτάσει στα Σούσα με την τελευταία φουρνιά ενισχύσεων από την Πιερία,  «οπότε, ακόμη κι αν καταφέρουμε να συμμαζέψουμε τα άλογα και να επιστρέψουμε στην βασιλική οδό, έτσι και εξακολουθήσουμε την πορεία προς την Περσέπολη, θα εκτεθούμε άμεσα στις βολές τους».

Ο νεαρός έχει δίκιο, σκέφτεται ο Εύελπις. Η μόνη σχετικά ασφαλής διέξοδος θα ήταν να γυρίσουν πίσω στο δρόμο και μετά ακόμη πίσω προς τα δυτικά, ελπίζοντας ότι οι τοξότες δεν θα τους ακολουθήσουν έφιπποι ή, τουλάχιστον, ότι έφιπποι δεν θα είναι αρκετά καλοί στο σημάδι.

Ύστερα θα μπορούσαν να αναζητήσουν βοήθεια στο πλησιέστερο μακεδονικό φυλάκιο -το τελευταίο το είχαν συναντήσει σχεδόν μια μέρα πορεία προς τα πίσω- και να επιστρέψουν εδώ με ενισχύσεις. Βέβαια, είναι πιθανό ότι τότε, οι τοξότες θα έχουν κάνει φτερά και εκείνο που θα μένει από την επίθεση δε θα είναι παρά μια σειρά εικασιών και υποθέσεων: καραούλι τυχαίων ληστών, έναρξη ένοπλης αντίστασης των ντόπιων ή ενέδρα κάποιων που τα έχουν συγκεκριμένα (και θανάσιμα) μαζί του;

Εν τέλει η ιδέα της υποχώρησης μπροστά στην πρώτη κακοτοπιά δεν του αρέσει καθόλου.

«Ας κάνουμε πίσω ως τα καλάμια ώστε να έχουμε προστατευμένα τα νώτα μας, και ας περιμένουμε», λέει. «Δε θα μας τοξεύουν επ’ αόριστον. Ίσως προτιμήσουν να αναμετρηθούν από κοντά∙ ας πάρουμε μια ιδέα για το πόσοι είναι». Οι δύο συνοδοί γνέφουν καταφατικά και η τριάδα συσπειρωμένη πίσω από τις μεγάλες κυκλικές ασπίδες υποχωρεί με μικρά βήματα ως τον καλαμώνα.

images (3)

Η θύελλα έχει  κάπως αποδυναμωθεί δίνοντας τη θέση της σε μια ψιλή σποραδική βροχή, ενώ εγκάρσιες χαρακιές ήλιου αρχίζουν να διασχίζουν τα σύννεφα αποδομώντας τα. Ύστερα  από λίγο οι σαϊτιές από τον λόφο σταματούν και  οι θύρες του κτίσματος ανοίγουν. Ένα μικρό κομμάτι ήλιου ανακλάται στις πανοπλίες των οπλιτών που εμφανίζονται εκεί πάνω. Οι ενδυμασίες και ο οπλισμός τους (έχουν αφήσει τα τόξα και κραδαίνουν τώρα σπάθες, ακόντια και μικρές ασπίδες) είναι σίγουρα ανατολίτικος. 

«Τέσσερεις, πέντε, έξη…» τους μετράει ο Εύελπις. «Δύο στον καθένα… Και δεν είναι παρά τοξότες».

«Δεν υπάρχει πρόβλημα», συμφωνεί και ο νεαρός από τα Πιέρια όρη, ενώ ο άλλος σωματοφύλακας, ένας ψηλός ψημένος στρατιώτης που απ’ ό, τι φαίνεται δεν έχει και τόση εμπιστοσύνη στις πολεμικές αρετές του λόγιου που συνοδεύουν, κάνει μερικά βήματα εμπρός, έτσι ώστε να αντιμετωπίσει πρώτος όποιον τολμήσει να πλησιάσει.

Circle of Spring Flowers

Οι επιτιθέμενοι προσπαθούν να εκμεταλλευτούν την κατηφόρα ώστε να αυξήσουν την ορμή της επίθεσής τους, αλλά τα βρεμένα χόρτα είναι γλιστερά και δυσκολεύουν την καλή επαφή με το έδαφος. Έτσι η κάθοδός τους επιταχύνεται πέραν του δέοντος και  οι ενστικτώδεις κινήσεις που κάνουν προκειμένου να διατηρήσουν την ισορροπία τους κουτρουβαλώντας, δημιουργεί ένα ελαφρώς κωμικό θέαμα.

Οι δύο πρώτοι που φτάνουν τους αμυνόμενους απωθούνται και εξουδετερώνονται εύκολα από την ασπίδα και το ξίφος του ψηλού σωματοφύλακα, ενώ  ο νεαρός Πιέριος παραμερίζει την τελευταία στιγμή (με μια κίνηση που θυμίζει Κρήτη και τους περίφημους χορούς με τους ταύρους)  αφήνοντας τον αντίπαλό του  να πέσει άτσαλα, πρώτα πάνω στις καλαμιές και μετά στο βρεμένο χώμα.

Ένας άλλος φτάνει μπροστά στον Εύελπι με το δόρυ του προτεταμένο, αλλά την τελευταία στιγμή  είναι υποχρεωμένος, αντί να το εξακοντίσει, να το ακουμπήσει στο έδαφος σαν να ήταν μπαστούνι, προκειμένου να μη γλιστρήσει. Ο Μεγαρέας επωφελείται και με μια καλοζυγισμένη σπαθιά κόβει το αυτοσχέδιο στήριγμα στα δύο, και μετά δίνει μια συμπληρωματική  σπρωξιά στον επιτιθέμενο που πέφτει τυλιγμένος στα δύο, όμοιος με τη σφαίρα του γνωστού παιδικού αθλήματος ¨λακτίζειν¨.  

Δύο από τους ανατολίτες που έχουν καταφέρει να αναχαιτίσουν την γλίστρα και βρίσκονται ακόμη αρκετά μακριά από τους έλληνες, κάνουν τώρα απεγνωσμένα νοήματα προς την αγροικία πάνω στο λόφο. Προφανώς ζητούν ενισχύσεις. Οι από πάνω δεν αργούν να αντιδράσουν. Σε λίγο, ένας ένας,  εμφανίζονται στην κορυφή καμιά δεκαριά ακόμη ένοπλοι, που με προσεκτικές, αργές κινήσεις αρχίζουν να κατεβαίνουν την πλαγιά σχηματίζοντας μια καμπύλη μέσα στην οποία, είναι φανερό ότι στοχεύουν να θηλυκώσουν τους ‘Ελληνες.

«Μα τον Δία τον Αστραποβρόντη, τα πράγματα σκουραίνουν», αποφαίνεται ο έμπειρος παλιός στρατιώτης.

«Μα τις εννέα κεχαριτωμένες κόρες του, έχεις δίκιο», συμφωνεί ο νεότερος.

Ο Εύελπις συνοφρυώνεται. Απεγνωσμένη άμυνα ή  εσπευσμένη φυγή; Τα ενδεχόμενα δεν είναι πολλά και ο χρόνος για να πάρει μια απόφαση ελάχιστος.

1238.w.600

[1] Όσο και αν πριν απ’ την επικράτηση των Σπαρτιατών στον πελοποννησιακό πόλεμο, πολλές πλευρές της ζωής, των ηθών και της πολιτειακής τους οργάνωσης ήταν καλυμμένες από τα πέπλα επικών μύθων (που διέπονταν από ανδρεία, δύναμη, γενναιότητα), όταν μετά τη νίκη χρειάστηκε να εξάγουν τα πρότυπά τους προς άλλες πόλεις, οι λοιποί Έλληνες ανακάλυψαν με έκπληξη ότι ο χαρακτήρας των Λακεδαιμονίων δεν απέκλειε, κάθε άλλο, την ύπαρξη μη ηρωικών θεσμών, όπως για παράδειγμα εκείνον της Κρυπτείας.  Όταν επρόκειτο για την επιβίωση της Πόλης και την διάσωση των πατροπαράδοτων αρχών που ρύθμιζαν τη ζωή των Ίσων, οι Σπαρτιάτες ήταν τελείως απροκατάληπτοι και οι μυστικές και εκτός κανόνων δραστηριότητες  ήταν απολύτως επιτρεπτές. Αρχικά, οι μυστικές δραστηριότητες της  ¨Κρυπτείας¨ είχαν ως στόχο την εξασφάλιση της υποταγής των ειλώτων, αλλά στη συνέχεια φαίνεται ότι έγιναν σημαντικό εργαλείο στην άσκηση της εξωτερικής πολιτικής της Σπάρτης.

(Συνεχίζεται. Στο επόμενο ¨Ω Χαχόμα!¨)

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , | Leave a Comment »

Χαλασμένος βρικόλακας

Posted by vnottas στο 3 Απριλίου, 2016

dracula

(Από τον Ηλία Κουτσούκο)

*

Όπου κι αν γύριζε το κεφάλι του

κανείς δεν του έδινε σημασία.

Όλοι μικροί-μεγάλοι μιλούσαν

σ’ ένα μαύρο ή ασημί γυαλιστερό κουτί.

Κάποιους που ακολούθησε  βάδιζαν βιαστικοί

κατεβαίνοντας μαγικές σκάλες

ακίνητοι σχεδόν, φθάνοντας  σε μεγάλο

φωτισμένο υπόγειο

κι ύστερα έμπαιναν στα σωθικά

ενός τεράστιου σκουληκιού

που έφευγε αθόρυβο και μετά ερχόταν άλλο

κ ι άλλο, κι άλλο.

Όπου κι αν γύριζε το κεφάλι του

κανείς δεν του έδινε σημασία.

Όλοι κάπου πήγαιναν

ή  έμπαιναν σε κομψές μεταλλικές άμαξες

δίχως άλογα.

Είδε γυναίκες ξεδιάντροπες

να πίνουν  ζουμιά σε πεζοδρόμια

χασκογελώντας

δίχως υπηρέτες ή αφέντες γύρω τους.

Ζαλισμένος στάθηκε

να πάρει μια ανάσα απ’ το μουχλιασμένο

αιώνες τώρα στήθος του

στην άκρη μιας εκκλησίας

δίπλα σε μια γριά με απλωμένο χέρι…

Τότε αυτή τον κοίταξε με μίσος

απ’ το ασπράδι του ματιού της

και του φώναξε:

«Να τσακιστείς να πας αλλού καταραμένε… εδώ είναι

το πόστο μου. Όταν περάσει ο  Ρομάν

 το βράδυ να με πάρει,

θα του το πω και θα σε κάνει φέτες…»

***

σσ

*

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ ΦΙΛΩΝ | Με ετικέτα: , , | Leave a Comment »

Αυτοβιογραφικό

Posted by vnottas στο 2 Απριλίου, 2016

Ο Νίκος ξεκίνησε χτες σε ανιχνευτική αποστολή στην νέα δεκαετία της γενιάς μας. Τον πήρα τηλέφωνο για να του ευχηθώ χρόνια καλά και αίσια έκβαση της αποστολής. Ακολουθούμε πλήρεις εμπιστοσύνης.

(Ανάμεσα στις σελίδες του Νίκου, μπροστά μου, υπάρχει και το ακόλουθο παλιότερο ποίημά του που συνταιριάζει και που νομίζω ότι δεν έχω αναρτήσει).

β

 

(Γράφει ο Νίκος Μοσχοβάκος)

 

Αυτοβιογραφικό

Μία Δευτέρα του 1946

πρωταπριλιά ήταν

έλαβα θέση κι εγώ

στην αφετηρία εκκίνησης

της λύσης του αινίγματος.

Πέρασαν τα χρόνια

κι ακόμα πορεύομαι αμήχανος

γεμάτος απορίες

καθώς οι ανισόπεδες διαβάσεις

δυσκολεύουν ακόμα περισσότερο

το περίπλοκο εγχείρημα.

Ξέρω μόνο πως αποφασίζουν άλλοι

για την τύχη μου

ίσως κι εγώ για κάποιους απ’ αυτούς.

Γνωρίζω ακόμα πως ο καθένας

τελικά είναι ακριβός και μόνος.

Τέλος έμαθα πως τα μυστικά

δεν κρύβονται στους ίσκιους

αλλά συνήθως στο ξετσίπωτο φως.

Γεννήθηκα εδώ

στα χαλάσματα που γράφω τώρα

και ταλανίζομαι από το μύθο

της αιώνιας αλήθειας.

Τα βυσσινί μάτια της βοκαμβίλιας

του κήπου μου

γεμάτα από ήλιο

απλώς μου επιβεβαιώνουν

καθώς λιγοστεύει ο χρόνος μου

πως το αίνιγμα του κόσμου

είναι αξεδιάλυτο

γι αυτό συναρπαστικό κι ωραίο

όπως ακριβώς της πρωταπριλιάς του 1946

που πήρα θέση στη γραμμή εκκίνησης.

γ

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ ΦΙΛΩΝ | Με ετικέτα: , , , | Leave a Comment »