Μέρος Ε΄: Αποστολή στην Αθήνα

Αποσπάσματα από τα ανευρεθέντα κείμενα που αποδίδονται στον Ευέλπιδα τον Μεγαρέα, ιστορικό, στην υπηρεσία του Αλέξανδρου Γ΄ του Μακεδόνα : (μετάφραση ευανάγνωστων τμημάτων)
[…] Η επιστροφή μου στα Σούσα υπήρξε ομαλή. Ο Καλλισθένης τον οποίο έσπευσα να συναντήσω ήταν εμφανώς καλύτερα, αν και ακόμη κλινήρης.
Του αφηγήθηκα διεξοδικά τα όσα συνέβησαν στην Περσέπολη κατά την σύντομη παραμονή μου εκεί. […]
***
Κεφάλαιο πρώτο: Προετοιμασία για αναχώρηση
(αφηγείται ο Εύελπις)
Αφήνουμε στις πλάτες μας ό, τι έχει απομείνει από την Περσέπολη και καλπάζουμε πίσω, προς την πόλη των Κρίνων, μια διαδρομή που μου είναι πλέον γνωστή.
Αυτή τη φορά οι μέρες είναι γεμάτες με ήλιο που επιμένει να είναι μακρινός και χειμωνιάτικος. Βόρειοι άνεμοι φουσκώνουν την κίτρινη σκόνη που ξεσηκώνεται από τις οπλές των αλόγων, ενώ τις νύχτες η εντυπωσιακή αστροφεγγιά συνοδεύεται από τσουχτερό κρύο. Ευτυχώς οι σταθμοί για την εστίαση και την ξεκούραση των ταξιδιωτών και των ζώων είναι στη θέση τους και εξακολουθούν να λειτουργούν ικανοποιητικά.
Οι πάνοπλοι συνοδοί μου αυτή τη φορά είναι επτά. Στους δύο της έλευσης, έχουν προστεθεί άλλοι πέντε: ένας ακόμη Μακεδόνας, δύο Θεσσαλοί και, περίπτωση όχι συνηθισμένη, δύο Λακεδαιμόνιοι διαφορετικοί από τους άλλους, τουλάχιστον στον οπλισμό: χάλκινη περικεφαλαία που καλύπτει και τον αυχένα -διακοσμημένη με πορφυρό οριζόντιο λοφίο, ασπίδα μεγαλύτερη από τις μακεδονικές και, εκτός από το στερεωμένο στο σάγμα ακόντιο, η περίφημη λακωνική ξυήλη[1] κρεμασμένη με τελαμώνα στο αριστερό τους πλευρό. Όσο κι αν ξέρω ότι οι Σπαρτιάτες είναι τύποι που αγαπούν ενστικτωδώς την παράδοση, αυτοί εδώ μοιάζουν βγαλμένοι από τους παλιούς περσικούς πολέμους, αν όχι κατ’ ευθείαν από τα ομηρικά έπη. Μόνη, αλλά σημαντική καινοτομία, το ότι είναι έφιπποι.

Όπως έμαθα από τους υπόλοιπους -οι ίδιοι επιβεβαιώνουν το στερεότυπο: είναι απελπιστικά ολιγόλογοι- πρόκειται πιθανότατα για μόθακες[2] ή υπομείονες[3], που αν και είχαν βρεθεί στην Ασία ως μισθοφόροι των Περσών σατράπηδων, προσχώρησαν στη στρατιά του Αλέξανδρου και έχουν ήδη πολεμήσει με αξιοθαύμαστη γενναιότητα στα Γαυγάμηλα και στην Περσίδα Πύλη.
Αναρωτιέμαι -καθώς τους παρατηρώ να στέκονται επιβλητικοί, αν και κάπως άβολα, πάνω στα υψηλόκορμα άτια- πώς και δε τους είχα προσέξει πρωτύτερα, κατά τη διεξαγωγή των τελευταίων μαχών.
Σκέφτομαι ότι, μετά την πρόσφατη ήττα στην Μεγαλόπολη και το θάνατο του λάκωνα βασιλιά Άγι[4], η παρουσία τους στην εκστρατεία ίσως πάψει να αποτελεί σπάνια και αξιοσημείωτη εξαίρεση και ότι την επόμενη φορά που θα αφιερώσουμε λάφυρα στους θεούς των Ελλήνων, θα μπορέσουμε επιτέλους να υπογράψουμε: ¨Άπαντες οι Έλληνες -των Λακεδαιμονίων συμπεριλαμβανομένων¨. Αυτή τουλάχιστον είναι η ευχή και η ελπίδα μου.
Μπαίνοντας στα Σούσα, άφησα τους παλιούς σωματοφύλακες να συνοδεύσουν τους καινούργιους ως τις εγκαταστάσεις της φρουράς όπου θα διανυκτέρευαν, αφού πρώτα τους αποχαιρέτισα και τους ευχήθηκα καλή επιστροφή. Ύστερα πήρα, χωρίς καθυστέρηση, τον κεντρικό ανηφορικό δρόμο προς την Ακρόπολη και το κατάλυμα του Καλλισθένη.

Ο προϊστάμενός μου, αν και ακόμη κρεβατωμένος, είναι σαφώς καλύτερα από όταν τον άφησα φεύγοντας γι αυτό το, τελικά σύντομο, ταξίδι ¨αναφοράς¨ στην Περσέπολη. Τον βρήκα ανασηκωμένο, στηριγμένο σε χοντρά περσικά μαξιλάρια, να παρατηρεί σκεφτικός ένα σχεδιάγραμμα χαραγμένο πάνω σε επεξεργασμένο δέρμα, από εκείνα που παράγει με επιτυχία τα τελευταία χρόνια η πόλη της Περγάμου.
Το χαμόγελό του, μόλις με είδε στο κατώφλι του δωματίου, ήταν πλατύ και πηγαίο. Το ίδιο και το δικό μου. Παραμέρισε τα έγγραφα που τον περιτριγύριζαν και μου έσφιξε δυνατά τα χέρια.
«Καλώς επέστρεψες νεαρέ Μεγαρέα».
«Πώς είσαι δάσκαλε;» Ήξερα πως, όσο κι αν στραβομουτσούνιαζε, κατά βάθος του άρεσε να τον αποκαλώ που και που ¨δάσκαλο¨.
«Όλα καλά. Μη βλέπεις που με βρήκες στο κρεβάτι. Σηκώνομαι όλο και συχνότερα. Ο Φίλιππος ο γιατρός λέει ότι πρέπει να γυμνάζω τα μέλη μου έτσι ώστε να ανακτήσουν σιγά σιγά την παλιά τους ευλυγισία».
«Όχι μόνο έχει αρχίσει να γυμνάζεται», λέει με αισιόδοξο ύφος ο Ακαρνάνας, που μπαίνει εκείνη τη στιγμή στο δωμάτιο του αναρρωνύοντος ασθενούς του, «αλλά και εφαρμόζει μερικές δικές του, πρωτότυπες, καινοτόμες, ασκήσεις που όχι μόνον εγκρίνω, αλλά και που νομίζω ότι θα πρέπει να προστεθούν στην αγωγή τέτοιου είδους τραυμάτων».
Χαιρετίζω τον ενθουσιώδη γιατρό, ο οποίος συνεχίζει απτόητος:
«Πρόκειται για ασκήσεις κατάλληλες για εκείνους που δεν μπορούν να μετακινηθούν εύκολα ως το γυμναστήριο. Ασκήσεις που δεν χρειάζονται κανένα βοηθητικό όργανο. Χρησιμοποιούν μόνο το βάρος του σώματος! Εξαιρετικές. Πρέπει ασφαλώς να καταγραφούν σε ιατρικό σύγγραμμα!»
Ο Καλλισθένης χαμογελάει.
«Τα βλέπεις Εύελπι; Περνάει κανείς μια ζωή να παρατηρεί και να καταγράφει την Ιστορία, να συγγράφει κείμενα προορισμένα για τις επόμενες γενεές, ελπίζοντας ότι έτσι θα μπορέσει να κερδίσει κάποια εύφημη μνεία, κάποια αναγνώριση στο απώτερο μέλλον. Όμως η πραγματικότητα είναι εντέλει τόσο παράδοξη και τόσο απρόβλεπτη που, αν λάβουμε υπ’ όψιν όλα αυτά που λέει ο φίλος μας ο Ακαρνάνας, καθόλου δεν αποκλείεται στο μέλλον εμένα να με θυμούνται, όχι ως ιστορικό, αλλά ως επινοητή γυμναστικών ασκήσεων[5], εκείνον τον ίδιο όχι για τις ιατρικές, αλλά για τις συνταγές μαγειρικής που ξέρω ότι σκαρώνει που και που και εσένα, ας πούμε, ως τον ¨παράξενο ταξιδιώτη¨, μια που μετακινείσαι πολύ τον τελευταίο καιρό και θα μετακινηθείς κι άλλο στο επικείμενο μέλλον».
Ο Ακαρνάνας γελάει καταφάσκοντας στις παρατηρήσεις του ασθενούς του, και έπειτα αφήνει στο τραπέζι την αλλαξιά των επιδέσμων και τις αλοιφές που έχει φέρει μαζί του, λέει ότι δεν πειράζει, η αλλαγή μπορεί να γίνει και αργότερα και μας αφήνει μόνους να τα πούμε.
Ο Καλλισθένης τραβάει κοντά του την ¨περγαμηνή¨ που παρατηρούσε πρωτύτερα. Το σχεδιάγραμμα είναι ένας χάρτης του κορμού της Ελλάδας και των κατακτημένων περιοχών με σημειωμένα πάνω του τα βουνά, τα ποτάμια και τις κυριότερες πόλεις. Μόνο που τώρα τα γνωστά μας ελληνικά εδάφη βρίσκονται στο κάτω μέρος του γραφήματος∙ στο επάνω έχουν προστεθεί οι πρόσφατα και οι επικείμενα κατακτημένες περιοχές[6].
«Πρέπει να προετοιμάσουμε το ταξίδι σου», μου λέει. «Εδώ έχω σημειώσει μια εφικτή διαδρομή από τα Σούσα ως την Αθήνα, αλλά καλό είναι να τη δούμε και μαζί. Θα πρέπει να στείλουμε εγκαίρως τα κατάλληλα μηνύματα στις ενδιάμεσες πόλεις που θα υποδεχτούν την αποστολή και να φροντίσουμε για την προετοιμασία του θαλάσσιου τμήματος του ταξιδιού. Αλλά πρώτα θα μου διηγηθείς με λεπτομέρειες πως πήγε το ταξίδι σου στην Περσέπολη».

Του παρέδωσα την επιστολή του Ευμένη που την ακούμπησε δίπλα του για να τη διαβάσει με άνεση αργότερα. Ύστερα του τα αφηγήθηκα όλα με το νι και με το σίγμα.
Είχε ήδη μάθει για τη πυρκαγιά, για την αναχώρηση του στρατεύματος και την έγκριση της μετάβασής μου στην Αθήνα μαζί με τα αγάλματα και τους πρέσβεις. Δεν εξεπλάγη ούτε με τα κολακευτικά σχόλια που ακούστηκαν για την υπηρεσία μας στην Περσέπολη ούτε με τις παραπέρα επιβεβαιώσεις για τις πλεκτάνες του Ανάξαρχου. Το μόνο που έδειξε να τον εκπλήττει κάπως, ήταν ότι η αποστολή μου στην Αττική δεν θα ήταν σύντομη, αλλά θα διαρκούσε για το απροσδιόριστο εκείνο χρονικό διάστημα που θα χρειαζόταν για να συντάξω μια πλήρη, αναλυτική αναφορά για τις πολιτικές που διαμορφώνονται στις πόλεις του ελληνικού κορμού.
«Είναι αλήθεια ότι στην επιστολή μου προς τον Ευμένη, πρότεινα το ταξίδι αυτό διατυπώνοντας την άποψη ότι πρέπει να έχουμε την μαρτυρία ενός δικού μας ανθρώπου για όσα τεκταίνονται στην Αθήνα, ύστερα από μια επιτόπια επίσκεψη. Όμως, δεν μιλούσα για την παραμονή σου εκεί πέρα από το απαραίτητο. Πολύ περισσότερο που θέλω να μου φέρεις το συντομότερο τις απόψεις του Αριστοτέλη για τα όσα συμβαίνουν εδώ.
»Βέβαια, δεν είχα την ευκαιρία να πληροφορήσω λεπτομερώς τον Ευμένη για το σκεπτικό αυτής της πρωτοβουλίας και αυτός φρόντισε, καλή τη πίστη, να χρησιμοποιήσει κάθε επιχείρημα που του φαινόταν αποτελεσματικό ώστε να επιτύχει την έγκριση της συμμετοχής σου στην αποστολή των αγαλμάτων. Εν πάση περιπτώσει, η διάρκεια της παραμονής σου στην Αθήνα είναι ένα θέμα που θα το αντιμετωπίσουμε στην πορεία, εν καιρώ», μου είπε κάπως σκεφτικός.
Και εκείνη και τις επόμενες μέρες μέχρι την αναχώρηση, είχα αλλεπάλληλες συναντήσεις με τον Καλλισθένη προκειμένου να ολοκληρώσουμε την προετοιμασία του ταξιδιού και να ενημερωθώ αναλυτικά για όσα εκείνος έκρινε χρήσιμα σχετικά με την αποστολή μου.
Μιλήσαμε για το τι θα πρέπει να προσέξω όταν θα μεταφέρω στον Αριστοτέλη τις τελευταίες εξελίξεις της εκστρατείας (ιδιαίτερα για εκείνα τα σημεία που ο Καλλισθένης κρίνει κρίσιμα ή ανησυχητικά), μιλήσαμε για τον αντιβασιλέα Αντίπατρο και την βασιλομήτορα Ολυμπιάδα (και για τους τσακωμούς τους ο απόηχος των οποίων φτάνει όλο και συχνότερα ως τα ‘δω), μιλήσαμε για όσα ήταν ως εκείνη τη στιγμή γνωστά για την ισχύουσα αθηναϊκή πολιτική (η οποία εσχάτως αλλάζει γρηγορότερα από όσο χρειάζονται οι ειδήσεις για να φτάσουν από εκεί ως την εκστρατεία), μιλήσαμε για τις πρόσφατες αναλαμπές της σπαρτιατικής ισχυρογνωμοσύνης (αληθεύει άραγε ότι ο Αντίπατρος δεν μπήκε τελικά στην Σπάρτη μετά την νίκη του στη Μεγαλόπολη για να επιδείξει υψηλόφρον ελληνικό πνεύμα, ή μήπως παρέκαμψε την πόλη επειδή την έκρινε απόρθητη;), και μιλήσαμε ακόμη για τους πειρατές και την τρέχουσα γεωπολιτική κατάσταση στο Αιγαίο πέλαγος, το οποίο θα πρέπει να διασχίσω.
Ύστερα ειδοποιήσαμε τους Αθηναίους της εκστρατείας να ορίσουν πόσοι και ποιοι θα συνοδέψουν την επιστροφή των χάλκινων ¨τυραννοκτόνων¨ και να τους στείλουν αμέσως στα Σούσα, επιλέξαμε τους ιππείς που θα φρουρήσουν την αποστολή έως τα ασιατικά παράλια και δώσαμε εντολή να μετατραπεί μία από τις καλοφτιαγμένες αρμάμαξες που διέθετε η τοπική επιμελητεία σε ειδικό όχημα για την μεταφορά των αγαλμάτων.
Πριν απ’ όλα όμως, καθορίσαμε την κύρια και τις ενδεχόμενες εναλλακτικές διαδρομές έως τη θάλασσα και συντάξαμε ειδικό μήνυμα προς τις φρουρές των νεοκατακτημένων πόλεων κατά μήκος αυτών των διαδρομών, με εντολή να διευκολύνουν με κάθε τρόπο την προώθηση της αποστολής. Οι πόλεις σταθμοί της κύριας διαδρομής είναι η Βαβυλώνα, η Θάψακος, η Χαληβών, η Έμεσα, η Δαμασκός και η Τύρος. Στην τελευταία αυτή πόλη στείλαμε εντολή να ετοιμάσει την επιβίβασή μας στα κατάλληλα πλοία με τα οποία θα αποπλεύσουμε για την Αθήνα.
Εκτός όμως από αυτά, είχαμε να τακτοποιήσουμε ένα σωρό τρέχουσες εκκρεμότητες της υπηρεσίας, μια που εκτός από μένα, και ο ίδιος ο Ολύνθιος έχει κατά νου να αφήσει τα Σούσα και να επιστρέψει στην προελαύνουσα στρατιά αμέσως μόλις η υγεία του θα το επιτρέψει και, σε κάθε περίπτωση, μέσα στους επόμενους θερινούς μήνες. Ορισμένα από τα τρέχοντα θέματα, όπως τις εξελίξεις της ¨υπόθεσης των περσών πριγκίπων¨ θέλει να τις χειριστεί όντας κοντά στο κέντρο των αποφάσεων, όπου κι αν θα βρίσκεται αυτό φέτος το καλοκαίρι.

[1] Ξυήλη: Εγχειρίδιο των Λακεδαιμονίων (μήκος λεπίδας 30 έως 35 εκατοστά) προορισμένο για συμπλοκές ¨εκ του συστάδην¨. Σύμφωνα με άλλους η ¨ξυήλη¨ ήταν ένα είδος δρεπανοειδούς εργαλείου χρήσιμου για το τρόχισμα των αιχμών των άλλων όπλων.
[2] Μόθαξ: Τέκνο Σπαρτιάτη με γυναίκα είλωτα. Στην Σπάρτη, λόγω της μόνιμης λειψανδρίας, το νόθο παιδί σε ορισμένες περιπτώσεις ήταν δυνατό να εκπαιδευτεί και να ενταχθεί στο Λακεδαιμονικό στράτευμα
[3] Υπομείων: ¨Όμοιος¨ Λακεδαίμων που είχε πέσει σε δυσμένεια και έχασε το δικαίωμα να αποκαλείται πολίτης.
[4] Ο Βασιλιάς της Σπάρτης Άγις ο Γ΄ ενισχυμένος με χρήματα και πλοία από τους Πέρσες σατράπες Φαρνάβαζο και Αυτοφραδάτη, κατάφερε να συσπειρώσει τις περισσότερες πελοποννησιακές πόλεις σε αντιμακεδονικό κίνημα. Ηττήθηκε από τον αντιβασιλέα Αντίπατρο και σκοτώθηκε στη μάχη της Μεγαλόπολης στα τέλη του 331 πΧ.
[5] Ε, ναι. Υπάρχει όντως ο (ιστορικού χαρακτήρα) μύθος που θεωρεί τον Καλλισθένη επινοητή της (γνωστής;) ¨Καλλισθενείου γυμναστικής¨.
[6] Κατά την κλασική αρχαιότητα οι περισσότεροι χάρτες σχεδιάζονταν με την Ανατολή στο επάνω μέρος. Εξ ου και η πορεία του Αλέξανδρου ήταν ¨ανάβαση¨, ενώ η πορεία των μυρίων (μετά την συμμετοχή τους στην ¨Κύρου ανάβαση¨) ήταν μία ¨κάθοδος¨.