Βασίλης Νόττας: Το Ιστολογοφόρο

Κοινωνία, Επικοινωνία, Φαντασία και άλλα

Archive for Απρίλιος 2017

Blues in sedici – Η μπαλάντα της πόλης που πονάει. Μέρος δεύτερο, Μονόλογος ένα: ο Μάντης

Posted by vnottas στο 28 Απριλίου, 2017

Σήμερα αναρτώ την απόδοση στα ελληνικά του πρώτου μονόλογου του δεύτερου μέρους (secondo movimento) του Blues in sediciΗ μπαλάντα της πόλης που πονάει του Στέφανου Μπέννι.[1] 

Πρόκειται για ακόμη οκτώ ποιητικά κείμενα με τους ίδιους ήρωες του πρώτου μέρους. Αυτή τη φορά μονολογούν με διαφορετική σειρά: προηγείται πάντα ο τυφλός Μάντης και ακολουθούν η Πόλη (οι εποχές), ο Γιος, η Λίζα, η Νεκροκεφαλή, ο Κίλερ, η Μητέρα και, τελευταίος, ο Πατέρας.

Κατά τη μεταφορά στην ελληνική γλώσσα συνάντησα κάποιες δυσκολίες. Τα κείμενα κάνουν δέουσα χρήση της ¨ποιητικής άδειας¨ και συχνά απογειώνονται σε νοηματικές σφαίρες των οποίων οι σημασίες και οι συμβολισμοί είναι γνωστοί μόνο στον συγγραφέα. Για να λύσω το πρόβλημα ακολούθησα το πιο απλό δρόμο: απευθύνθηκα στον ίδιο (διατηρεί έναν ενδιαφέροντα ιστότοπο,  εδώκαι είχα μια ευγενική και κατατοπιστική απάντηση μέσα σε λίγες μέρες (από τη συνεργάτιδά του Viviana Dominici την οποία και ευχαριστώ).

Οι σύνδεσμοι για τους μονολόγους του πρώτου μέρους είναι οι εξής:

 Μπλουζ 1 (Ο τυφλός μάντης), Μπλουζ 2 (Ο Πατέρας), Μπλουζ 3 (Η Μητέρα), Μπλουζ 4 (Ο Γιος), Μπλουζ 5 (Η Λίζα), Μπλουζ 6, (Η Πόλη), Μπλουζ 7 (Ο Κίλερ), Μπλουζ 8(Η Νεκροκεφαλή)

………………………..

[1] Ο ίδιος γράφει το επίθετό του με δύο ¨ν¨ και δεδομένου ότι οι ιταλοί τα διπλά σύμφωνα τα προφέρουν, αποφάσισα να το μεταγράψω κι εγώ στα ελληνικά με δύο ¨ν¨ -αποφεύγοντας έτσι τη σύγχυση με το γελοιογραφικό ¨Μπένυ¨ που κυκλοφορεί τελευταία.

…………………………

images (46)

ΜΠΛΟΥΖ σε Δεκάξι

Δεύτερη Κίνηση

Ο ΜΑΝΤΗΣ

Τις πολλαπλές φωνές εγώ δεν τις φοβάμαι

γιατί έχω μάθει ανάμεσά τους να διακρίνω

εκείνη που μου μοιάζει

κι εκείνη που φωνάζει τ’ όνομά μου.

Εγώ δεν είναι πως την πόλη την φοβάμαι

μα ξέρω πως μπορεί ν’ αλλάξει σχήμα

σπηλιά να γίνει ή και δάσος μαύρο

και ξέρω ότι θα με κυνηγήσει

ανήλεη και γοργή

σαν λαίλαπα.

Εγώ τα όνειρα δεν τα φοβάμαι

είναι εκείνα όμως

που με προκαλούνε.

*

Είδα στον ύπνο μου

τράπεζες αδειανές και φωτισμένες

όπου, τη νύχτα, κάποιοι παρελαύνουν∙

φέρετρα ξεφορτώνουν πλαστικά

γεμάτα κόκαλα.

Χώρο δεν έχει πια στα κοιμητήρια

και έτσι οι πεθαμένοι

πρέπει να βολευτούν με κάποιο τρόπο

κάτω απ’ το πράσινο χαλί των μοκετών.

Έτσι κάθε πρωί θα περπατάμε

πάνω στα κόκαλα των σκελετών.

Έτσι τα σπόρια βλέπω να πετάγονται

από τα έγκλειστα φυτά

στις εσοχές των τοίχων.

Έτσι θ’ αποκοιμιούνται τα παιδάκια

γεμάτα μ’ ακατάβλητη, τυραννισμένη, ελπίδα.

.

Και κάπως έτσι θα ‘λεγα πως φθείρεται

-και αναπαύεται-

η πόλη αυτή που ενίοτε

λέω πως ειν’ δική μου

αφού ο καθένας απ’ τους άλλους

-κακόβουλα μιλώντας-

την κατηγορεί

έκπληκτος με των άλλων την κακία

ο κάθε πάσχων προσπαθώντας να διαγνώσει

τον πυρετό στων αλλονών τα μάτια.

*

Εγώ γέρος, τυφλός κι αναμενόμενος

βλέπω πάνω στη γέφυρα

δυο αγκαλιασμένους νέους

δεν καθρεφτίζει την εικόνα το νερό

-είν’ μαύρο-

μα ξέρω εγώ πόσο βαθιά είναι τα όνειρά τους

και πόσο πόνο ένα φιλί σε μια στιγμή γιατρεύει.

*

Βλέπω έναν άντρα να  μοντάρει ένα πιστόλι

σιγά σιγά, με ιερή ευλάβεια

κάποιος δεν πλήρωσε και πρέπει να πληρώσει

και είναι αυτό το μόνο πάθος

π’ ακόμα μας ανάβει.

Κρυμμένον βλέπω εκείνον που φοβάται.

*

Βλέπω έναν άντρα να προβάλλει τρέχοντας

πάει προς το βασίλειο του Raiden

κι είναι μια προφητεία που τον κυνηγά

δε θα ‘χει τις αμφιβολίες τ’ Αβραάμ

όμως το αίμα του

θα το υπερασπιστεί.

Ούτε ευτυχία υπάρχει

ούτε αυτοθυσία

θα υπάρξει όμως κάτι που τους μοιάζει.

Κάποιος θα πρέπει να το κάνει, γιε μου

τις προσβολές χρόνων πολλών

για να ξεπλύνει.

Γρήγορα τρέξε ω μικρό μου χέρι

των ημερών τράβηξε την αυλαία

ως τη σκηνή όπου εγώ δε βλέπω

μα εμένα με θωρούν οι άλλοι όλοι.

αρχείο λήψης2

1 Μάντης α χ

2 Μάντης β χ

2 Μάντης β χ β

Posted in ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , , , , | Leave a Comment »

Η ροδακινιά μετά τη μάχη

Posted by vnottas στο 25 Απριλίου, 2017

(Δύο ακόμη ποιήματα του Νίκου Μοσχοβάκου)

writing-quill-with-ink-blot_small

ΩΔΗ ΣΤΗ ΝΕΚΡΗ ΡΟΔΑΚΙΝΙΑ

Ροδακινιά που άνθιζες το Μάρτη

και γέμιζε χαμόγελα η αυλή μου

ξεράθηκες ναυάγιου κατάρτι

κατάντησες και χλόμιασε η ψυχή μου.

.

Κλαδιά νεκρά και φύλλα μαραμένα

οι πεταλούδες πια δεν σ’ ακουμπάνε

ούτε πουλάκια κάθονται σ’ εσένα

ακόμα και οι σφήκες προσπερνάνε.

.

Μια αράχνη μόνο πλέκει τον ιστό της

κι αποτυπώνει της σοφίας της το στίγμα

λεπτομερώς δεν λείπει ούτε σίγμα

απ’ τον πικρό ανεξιχνίαστο χρησμό της.

Τα βλέπεις πια στης μοίρας σου το χάρτη

ροδακινιά που άνθιζες τον Μάρτη.

***

Battaglia-di-Waterloo

ΜΕΤΑ ΤΗ ΜΑΧΗ

 «…και μόνο

λίγα πόδια και χέρια

ακόμη σπάραζαν κάτω απ’ τα δέντρα…» Μίροσλαβ Χόλουπ

*

Πάνω στην κόκκινη λάσπη

που είχε περάσει το ιππικό

λίγες μόνο μέρες μετά τη μάχη

άρχισε ελαφρά να πρασινίζει.

Τα σπαρμένα δόντια

έγιναν ρίζες θάμνων και δενδρυλλίων

τα θραύσματα οστών

έθρεψαν παπαρούνες

και στα νύχια βλάστησαν ξεράγκαθα.

Οι αφέγγαρες νύχτες

έκρυβαν κάτι

από τη μοναξιά της ήττας

και μόνο του ήλιου το φως έδειχνε

που θα βοσκήσουν τα όρνια.

Ούτε χρυσός ούτε ασήμι

μόνο μπρούτζος από τα βόλια

και των παγουριών ψευδάργυρος

ξεχώριζαν που και που

μέσα στην κόκκινη λάσπη.

Σιγά-σιγά σκεπάζονται όλα από τη βλάστηση

και σε λίγο θα λησμονηθεί εντελώς

ότι εδώ η επανάσταση πνίγηκε στο αίμα.

 

Posted in ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ ΦΙΛΩΝ, ΤΑ ΤΡΕΧΟΝΤΑ | Με ετικέτα: , , | Leave a Comment »

Μυθιστόρημα υπό εκπόνηση. Μέρος Ε΄, Κεφάλαιο ένατο. Στο βάθος: αι Αθήναι

Posted by vnottas στο 17 Απριλίου, 2017

[Προσωρινός τίτλος: Κύλικες και δόρατα.

Προσωρινός υπότιτλος: Ημέρες και έργα του Εύελπι του Μεγαρέα, λόγιου στην ακολουθία του Αλέξανδρου του Γ΄ του Μακεδόνα, κατά την μεγάλη ασιατική εκστρατεία.]

212643

Κεφάλαιο όγδοο: Στο βάθος Αθήναι

Είναι μια όμορφη καλοκαιρινή μέρα, πρωί. Η νηοπομπή έχει πάρει το τριγωνικό σχήμα της αιχμής του βέλους και στοχεύει τη στεριά που έχει φανεί στο βάθος, βορειοδυτικά. Το άσπρο σημάδι πάνω στη κορυφή των βράχων δε μπορεί παρά να είναι ο ναός του Ποσειδώνα στο Σούνιο. Η εμφάνισή του σημαίνει ότι ο Ιχθυόφιλος Τριαινοφόρος τους έχει συμπαρασταθεί ως το τέλος και ότι, όπου να ‘ναι, το ταξίδι ολοκληρώνεται αισίως.

Η πρώτη επιτροπή υποδοχής που συναντούν μπαίνοντας στον Σαρωνικό κόλπο είναι μια παρέα γλάροι, ασυντόνιστοι και ατομικιστές, που παίρνουν να στριφογυρίζουν  ανάμεσα στους ιστούς και τα, στραβοφουσκωμένα απ’ το βορειοδυτικό αεράκι,  ιστία. Οι κρωγμοί τους καλύπτουν  για μια στιγμή τους παφλασμούς των κυμάτων πάνω στα σκάφη και το ρυθμικό ήχο των κουπιών που βυθίζονται στα γαλάζια νερά για να βοηθήσουν κι αυτά την πλεύση. Τα κρωξίματα συναγωνίζονται για λίγο, με τρόπο χλευαστικό θα ‘λεγε κανείς, τους ήχους των τυμπανιστών που παροτρύνουν και συντονίζουν τους κωπηλάτες και μετά, οι γλάροι, ο ένας μετά τον άλλο, απομακρύνονται ακολουθώντας ένα κοπάδι σαρδέλες που κατευθύνεται προς τις ακτές της Αίγινας.

Ύστερα από λίγο στρίβουν και τα πλοία για να πάρουν πορεία παράλληλη με την νοτιοδυτική ακτή της Αττικής χερσονήσου.

δ

Ο Οινοκράτης είναι καθισμένος πάνω σε μια κουλούρα καραβίσιο σκοινί και επιθεωρεί την ακτή που παρελαύνει.

«Δεν φαίνεται από εδώ», λέει στον Χοντρόη, «αλλά πίσω από το ναό του Ποσειδώνα βρίσκεται ο τόπος στον οποίο οι Αθηναίοι οφείλουν πολλά, και κυρίως τον στόλο τους».

Ο Πέρσης είναι ακουμπισμένος στην κουπαστή και ατενίζει κι αυτός τη στεριά. «Εστί ουν εκεί δάσος πιπυκνόν και δένδρα υψηλόκορμα;» ρωτάει με θαυμασμό. «Αρέσκομαι των δασών, προποτιμητέα των ερημικών εκτάσεων ταύτα εισίν!»

«Όχι, δεν έχει δάσος. Την ξυλεία για την κατασκευή των σκαφών την παίρνουν  από τα δασωμένα βουνά της Αττικής ή την εισάγουν από αλλού∙ εκεί πίσω έχει κάτι πολυτιμότερο. Εκεί, σε μικρή απόσταση από το ναό, βρίσκονται τα περίφημα δημόσια μεταλλεία του Λαυρίου. Ασήμι και μόλυβδος! Από εκεί προέρχονται οι δημοφιλείς αθηναϊκές δραχμές και από εκεί χρηματοδοτούνται σε μεγάλο βαθμό οι ναυπηγήσεις των πλοίων της Δημοκρατίας.

«Τι ουν εστί ¨δημόσια¨ μεταλλεία;» ξαναρωτάει ο ασιάτης.

«Το ¨δημόσια¨ σε μπερδεύει; Καταλαβαίνω, εσείς δεν έχετε τέτοια. Σε σας τα πάντα ανήκουν σε κάποιον και ο, τι περισσεύει ανήκει στο Μεγάλο Βασιλέα, έτσι δεν είναι; Ή μάλλον δεν το είπα καλά, διορθώνω: Όλα ανήκουν στο Μεγάλο Βασιλέα και αυτός ό, τι του περισσεύει μπορεί να το παραχωρεί στους ιδιώτες». Ο Οινοκράτης χαμογελάει. «Εδώ δεν είναι ακριβώς έτσι. Εδώ ό, τι δεν ανήκει στους ιδιώτες ανήκει σε όλους. Όταν λέμε ¨όλοι¨ εννοούμε βεβαίως τους ελεύθερους πολίτες, οι οποίοι αποτελούν το Δήμο. Ό, τι ανήκει στο Δήμο είναι Δημόσιο. Τα μεταλλεία του Λαυρίου, εκεί πίσω είναι ένα καλό παράδειγμα».

«Και οίτινες εκεί εργάζονται τι θέλει εισίν;» απορεί ο Χοντρόης.

«Στα λατομεία έχει απ’ όλα. Από φτωχούς αλλά ελεύθερους πολίτες που εργάζονται με μισθό, κυρίως ως επόπτες, έως ανελεύθερους που δουλεύουν στις στοές. Από αυτούς τους τελευταίους άλλοι ανήκουν στο δημόσιο και άλλοι σε ιδιώτες που έχουν αναλάβει συγκεκριμένα έργα σε σύμβαση με την πολιτεία. Και οι μεν και οι δε είναι οι πιο τυραννισμένοι δούλοι. Περισσότερο και από τους ερέτες και τους υπ’ ερέτες  στα εμπορικά πλοία, οι οποίοι υποφέρουν μεν αλυσοδεμένοι, αλλά μπορούν τουλάχιστον να χαρούν το φώς της ημέρας».

«Άρα ουκ επ’ αγαθώ τω δημοσίω ανήκειν;».

«Εξαρτάται. Υπάρχουν περιπτώσεις που είναι πολύ καλύτερα να ανήκεις στην κοινότητα παρά σε έναν οποιονδήποτε ιδιώτη. Για παράδειγμα πάρε τους τοξότες -θα τους γνωρίσεις σύντομα, είναι κάτι θεόρατοι ξανθοί Θράκες- που οι Αθηναίοι χρησιμοποιούν για την επιτήρηση της εφαρμογής των νόμων και των κανόνων στο κέντρο της πόλης. Αυτοί, ανάμεσα στα άλλα προνόμια που έχουν, οπλοφορούν κιόλας (με αυτά τα ¨δόλια όπλα¨, όπως αποκαλούν τα τόξα οι Δωριείς κύριοί μου). Πρέπει να ξέρεις ότι η οπλοφορία είναι απαγορευμένη, όχι μόνο στους δούλους αλλά και στους απελεύθερους και, συχνά, ακόμη και στους μέτοικους, οι οποίοι μπορούν μερικές φορές να φέρουν όπλα, αλλά μόνον κατ’ εξαίρεση και με ειδική άδεια. Βέβαια σε περίπτωση που η πόλη βρίσκεται σε θανάσιμη απειλή, όπως όταν είχαν εισβάλει οι δικοί σας, τότε τα όπλα δίνονται σε όλους».

minoan_410_310_8

Ο Χοντρόης έχει ένα σωρό απορίες,  και ο Οινοκράτης ανασύρει από το παρελθόν τις γνώσεις και τις εμπειρίες του από τη γη των Αθηναίων και του απαντάει ευχαρίστως.

«Αι λευκαί εν ταις παπαραλίαις γραμμαί τινί τρόπω γεγόνασιν;»

«Τι στην ευχή, δενς έχεις ξαναδεί αλυκές; Αλλά έχεις δίκιο, εσείς το αλάτι το βγάζετε από τη γή, ως ορυκτό, και μετά το πουλάτε πανάκριβο. Ποιο ακριβό κι από τα ινδικά καρυκεύματα… Εμείς εδώ το βγάζουμε από τη θάλασσα. Όμως, αν μείνουμε αρκετά εδώ, θα έχεις την ευκαιρία να διαπιστώσεις ότι το ¨αττικόν άλας¨ δεν είναι μόνο ευχάριστο στη γεύση, αλλά κάνει καλό και στο πνεύμα…»

Ο Χοντρόης τον κοιτάζει ερωτηματικά.

«Άσε» λέει ο Οινοκράτης «κάθε πράγμα στην ώρα του». Ύστερα συνεχίζει τη ξενάγηση: «Οι δύο πύργοι που βλέπεις πίσω από τις αλυκές ανήκουν στο ναό του Απόλλωνα Ζωστήρα,  σε λίγο θα δούμε και το μεγάλο άγαλμα του Απόλλωνα που είναι στημένο ανάμεσά τους. Τώρα που τους κοιτάμε, σίγουρα μας παρατηρούν κι αυτοί, δηλαδή οι ιερείς που εδρεύουν εκεί, γιατί εκτός των άλλων, δουλειά τους είναι να επιτηρούν τη κίνηση στο Σαρωνικό.

Τις ξέρες μπροστά από ναό τις βλέπεις; Ξέρεις τι λένε οι Αθηναίοι γι αυτές; Λένε ότι ο στόλος του Μεγάλου Βασιλιά σας, ύστερα από την ήττα στη Σαλαμίνα, είχε τέτοιο φόβο που νόμιζε ότι τα βράχια ήταν αθηναϊκά πλοία που τους κυνηγούσαν…»

scan0033

Έχει μεσημεριάσει, τα πλοία πλέουν ανεμπόδιστα και οι κωπηλάτες με τη βοήθεια του αυλητή έχουν  πιάσει ένα παλιό θαλασσινό τραγούδι.

Ο Οινοκράτης δείχνει τα στρογγυλά υψώματα στο βάθος, «Αυτό το καταπράσινο βουνό που άρχισε να υψώνεται στα δεξιά μας το λένε Υμηττό. Όταν θα είμαστε στο Άστυ, θα βλέπουμε τον ήλιο να ανατέλλει από την κορυφή του. Εκείνο εκεί το κτίσμα που ξεχωρίζει στην ακτή είναι ένα από τα πιο παλιά θέατρα της Αττικής. Είναι αφιερωμένο στον Διόνυσο και ανήκει στο δήμο του Ευωνύμου. Ξέρεις τι είναι τα θέατρα, έτσι δεν είναι;»

«Ο ημέτερος τέως κύριος, ο εξ Ελλάδος, ο παπάσχων το άλγος του νόστου, σφόδρα τα επεπεθύμει»

«Το πιστεύω και τον κατανοώ. Τέλος πάντων, αφού φτάσαμε ως εδώ σημαίνει ότι όπου να ‘ναι θα είμαστε στο Φάληρο, τον παλιό λιμάνι της Αθήνας. Αλλά απ’ ότι ξέρω δε θα αποβιβαστούμε εκεί. Οι Αθηναίοι έχουν ειδοποιηθεί για την άφιξή μας και μια επιτροπή θα μας περιμένει στο λιμάνι της Ζέας, ένα από τα λιμάνια του Πειραιά.  Αλλά για κοίταξε προς τα εκεί…»

Ο Οινοκράτης δείχνει προς τα βορειοδυτικά. «Τα βλέπεις τα υψώματα που διαγράφονται στο βάθος; Ε, ναι, το τριγωνικό είναι ο λόφος του Λυκαβηττού,  το άλλο, πιο αριστερά, είναι ο Λόφος των Μουσών, αλλά οι λάμψεις που βλέπεις στη κορυφή του προέρχονται από τον Παρθενώνα που βρίσκεται πάνω στην Ακρόπολη, ακριβώς από πίσω.

Ο Χοντρόης γυρίζει προς τα κει και προσπαθεί να διακρίνει τον περίφημο ναό της παρθένου Αθηνάς.

«Καλά, μη ξελαιμιαστείς κιόλας», του λέει ο Οινοκράτης «Μια απ’ αυτές τις μέρες θα σε πάω να τον δεις από κοντά».

Το σκέφτεται για λίγο και μετά προσθέτει:

 «Και όχι μόνον εκεί. Θα τα εξερευνήσουμε για τα καλά τα αθηναϊκά πεδία οι δυο μας Χοντρόη. Έχουμε να διαλευκάνουμε πολλών λογιών μυστήρια: εκείνα που θα μας αναθέσουν και άλλα, που μας τα φόρτωσε η ζωή. Μη με κοιτάς με ανησυχία όταν λέω ¨μας¨, εμένα εννοώ, αλλά να είσαι σίγουρος ότι όλα τα κουβάρια θα τα ξεμπλέξουμε.  Εσύ αρκεί να είσαι εν τάξει με τον φίλο σου τον Οινοκράτη κι όλα θα πάνε κατ’ ευχή. Να δεις που τελικά η Αθήνα θα σου αρέσει. Ε, τι λες αείκυκλε και πεπεριστρεφόμενε;» ρωτάει ο Οινοκράτης και γελάει. «Συμφωνείς;»

«Μετ’ επιπιτάσεως!», συμφωνεί ο Χοντρόης… και ανησυχεί: «Εξεφράσθην ορθώς;»

«Η ¨επίταση[1]¨ πάει μια χαρά, και η ¨πρόταση¨ και η ¨κατάστασ稻, απαντά ο Οινοκράτης καθώς ο νους του σκαλώνει στους όρους ανάλυσης της θεατρικού δράματος με την οποία είχε ασχοληθεί για κάποιο διάστημα κατά το απώτερο νεανικό συρακούσιο παρελθόν του. «Αρκεί, ευτραφέστατε, να αποφύγουμε την ¨καταστροφή¨».

****

[1] επίτασις: ένα από τα πέντε μέρη στα οποία αναλύεται η πλοκή του κλασσικού αρχαίου δράματος: Πρόλογος, πρόταση, επίταση, κατάσταση, καταστροφή ή λύση. Οι Συρακούσες θεωρούνται πόλη πρωταρχικού ενδιαφέροντος για όποιον ασχολείται με την ιστορία του Θεάτρου αλλά και της Ρητορικής

88dd190597615cb4264c0b8a76a336b1

 

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , | Leave a Comment »

Μυθιστόρημα υπό εκπόνηση. Μέρος Ε΄, Κεφάλαιο έβδομο: Και να που ο Οινοκράτης γράφει κι αυτός!  

Posted by vnottas στο 8 Απριλίου, 2017

 

[Προσωρινός τίτλος: Κύλικες και δόρατα.

Προσωρινός υπότιτλος: Ημέρες και έργα του Εύελπι του Μεγαρέα, λόγιου στην ακολουθία του Αλέξανδρου του Γ΄ του Μακεδόνα, κατά την μεγάλη ασιατική εκστρατεία.]

images (2)

Κεφάλαιο έβδομο. Και να που ο Οινοκράτης γράφει κι αυτός

Ο Οινοκράτης αντιμετωπίζει αυτό το ταξίδι με την συνήθη ¨φιλοσοφική¨ του διάθεση. Ωστόσο η ζωή του έχει μπει τον τελευταίο καιρό σε νέα καλούπια, καθώς η ανέλπιστη προοπτική χειραφέτησης έχει φανεί στον ορίζοντα. Κατά συνέπεια μέσα του έχουν αρχίσει κάποιες διεργασίες που, όσο κι αν δεν τις συνειδητοποιεί πλήρως, παράγουν νέες σκέψεις και νέες συμπεριφορές. Για παράδειγμα, νοιώθει την ανάγκη να αλληλογραφήσει κι αυτός με κάποιον -κάτι που δεν του είχε συμβεί ποτέ στο παρελθόν- και έτσι να έχει την ευκαιρία να αφηγηθεί (και στον εαυτό του τον ίδιο)  τα όσα γίνονται γύρω και μέσα του. Καταγραμμένη σε μια επιστολή, η πραγματικότητα, θα μπορούσε να γίνει περισσότερο οικεία, ερμηνεύσιμη, και αποδεκτή. Η καταγραφή είναι σίγουρος ότι θα τον βοηθήσει να βάλει κάποια πράγματα στη θέση τους.

Για την επιλογή του αποδέκτη των επιστολών του δεν δυσκολεύτηκε ιδιαίτερα.  Υπάρχει ένα πρόσωπο για το οποίο νοιώθει ήδη μια διαπιστωμένη έλξη και το οποίο βρίσκεται αλλού: Το μικρό γοητευτικό Πουλχερίδιο.

Ή μήπως όλα τα παραπάνω (τα περί φιλοσοφίας της Ζωής, τα περί επανατοποθέτησής του απέναντι στον Κόσμο και τα επιχειρήματα υπέρ των θεραπευτικών ιδιοτήτων της Γραφής) δεν είναι τίποτα άλλο παρά η αναζήτηση μιας αφορμής, προκειμένου να υλοποιήσει την επιθυμία του να έρθει σε επαφή με τη μικρή εκπαιδευόμενη εταίρα που τον έχει καταφανώς γοητεύσει; Δε ξέρουμε. Θα δείξει.

Εκείνο που ξέρουμε είναι ότι ο Οινοκράτης έχει ήδη δημιουργήσει μια σχέση   ¨δι’ αλληλογραφίας¨    και εδώ παρακάτω υπάρχει το κείμενο της δεύτερης επιστολής του προς  το Πουλχερίδιον.

sagittarius_hev2

Αγαπητό Πουλχερίδιο χαίρε

Όπου να ‘ναι αποπλέουμε από το νησί της Τύρου με προορισμό την πατρώες χώρες των Ελλήνων και πριν αφεθούμε και πάλι στις βουλές του Ποσειδώνα σου στέλνω αυτή τη γραφή για να σου αφηγηθώ, όπως σου υποσχέθηκα, τις πιο πρόσφατες περιπέτειες του ταξιδιού.

Βλέπεις, δεν έχω ξεχάσει αυτό που μου εξομολογήθηκες, ότι δηλαδή από τότε που η κυρά σου, η Θαίδα, φρόντισε ώστε να γίνεις κάτοχος της τέχνης της ανάγνωσης και της γραφής, έχεις λατρέψει τη χαρά που μπορούν να προσφέρουν τα αφηγήματα. Για χάρη σου λοιπόν μετατρέπομαι σε αυτοσχέδιο συγγραφέα και σου στέλνω την παρούσα δεύτερη επιστολή με τα νεότερα απ’ όσα συμβαίνουν σ’ αυτή τη διαδρομή επιστροφής στην πατρίδα.

Αυτή τη φορά δεν έχω να σου περιγράψω ερήμους, οάσεις, εξωτικά παζάρια, αλλόκοτες ενδυμασίες και επιβλητικά μνημεία, όπως στην πρώτη γραφή που σου έστειλα, αλλά δυσκολίες και κινδύνους που παραλίγο να ανατρέψουν την πορεία μας, με απρόβλεπτα αποτελέσματα.

Αυτά συνέβησαν όταν φτάσαμε στο νησί της Τύρου, όπου οι Αρχές μας υποδέχτηκαν με ευγένεια και γενναιοδωρία,  αλλά όπου τα πλοία που θα κατέφταναν από την Κύπρο και με τα οποία θα διασχίζαμε την εσωτερική θάλασσα, όχι μόνο δεν ήταν ήδη εδώ, αλλά και καθυστερούσαν αδικαιολόγητα να καταπλεύσουν.

Και όχι μόνο: και η τελευταία νηοπομπή που ξεκίνησε από το νησί προκειμένου να μεταφέρει απόστρατους και τραυματίες πίσω στις ελληνικές πολιτείες, προτού προλάβει να απομακρυνθεί από τις ασιατικές ακτές, είχε πέσει σε πειρατική ενέδρα και είχε υποχρεωθεί να επιστρέψει άρον άρον στην ασφάλεια του λιμένα του νησιού. Όπως κι εμείς, περίμεναν τώρα και οι απόστρατοι να καταφτάσουν τα πλοία που θα τους ενίσχυαν ώστε να ξαναπάρουν το δρόμο του επαναπατρισμού.

Εμένα προσωπικά, αξιαγάπητο Πουλχερίδιο, δεν είναι ότι με χάλαγε ιδιαίτερα αυτή η καθυστέρηση, όμως ο κύριός μου, ο Εύελπις, είχε κάπως δυσαρεστηθεί γιατί ήθελε να εκτελέσει τις εντολές του  μέσα στα προκαθορισμένα χρονικά όρια, άσε δε που οι Αθηναίοι πρέσβεις είχαν αρχίσει να γκρινιάζουν γιατί επιθυμούσαν να είναι εγκαίρως παρόντες στις μεγάλες θερινές αθηναϊκές γιορτές. Όσον αφορά τον κύριό μου θα πρέπει ίσως να σου πω ότι έτσι κι αλλιώς είναι κάπως τεντωμένος και παράξενος. Προφανώς κάτι του λείπει αυτή την περίοδο και το ταξίδι δεν αρκεί για να τον αποσπάσει από τις μελαγχολικές σκέψεις που φαίνεται πως τον πολιορκούν.

Τέλος πάντων, ενώ η ανησυχία για τη συνέχιση του ταξιδιού εντεινόταν, για μια στιγμή φάνηκε ότι θα μπορούσε να υπάρξει κάποια λύση, τουλάχιστο σχετικά με την προώθηση της δικής μας αποστολής προς την Αθήνα: Εδώ και λίγες μέρες είχε καταφτάσει στο λιμάνι μια εμπορική αποστολή από την μακρινή πόλη της Απώτερης Δύσης, την Καρχηδόνα, που όπως ίσως ξέρεις έχει χτιστεί από αποίκους της Τύρου, έτσι όπως κι εμείς οι Συρακούσιοι είμαστε απόγονοι αποίκων από την Κόρινθο. Οι έμποροι λοιπόν, οι οποίοι διέθεταν δύο φορτηγά και τρία συνοδευτικά πλοία, δηλαδή επαρκή χώρο και για εμάς, προσφέρθηκαν να μας πάρουν μαζί τους μέχρι τον Πειραιά.

Αυτή την πρόταση συζητούσαν στο Διοικητήριο, μόλις προχθές το απόγευμα, ο κύριός μου ο Εύελπις και οι  Αθηναίοι πρέσβεις που είχαν κληθεί να πουν τη γνώμη τους, ενώ ήταν επίσης παρών και ο Μένης ο Πελλαίος, ο νεοδιορισμένος Ύπαρχος για όλες τις χώρες εδώ γύρω. Και, αγαπητό μου Πουλχερίδιο, δεν μπορούμε να αποκλείσουμε την υπόθεση ότι θα αποφάσιζαν να αποδεχτούν την πρόταση των εμπόρων, εάν εκεί που συνεδρίαζαν προβληματισμένοι, δεν κατέφταναν ασθμαίνοντας απ’ το τρέξιμο τρία άτομα, τα οποία έφερναν νέες πληροφορίες που ανέτρεπαν την όλη κατάσταση.

Αυτά τα τρία πρόσωπα δεν σου είναι άγνωστα ω αξιαγάπητο Πουλχερίδιον. Το ένα είναι ένας φίλος της κυράς σου, εκείνος που έχει αναλάβει να μεταφέρει της επιστολή της στην κυρά Φρύνη των Αθηνών, ο Αθηναίος Παλαμήδης. Θα τον θυμάσαι υποθέτω, τον είχαμε συναντήσει στα Σούσα και του παράδωσες την επιστολή της Θαίδας όταν βρισκόσουν εκεί. Και το δεύτερο πρόσωπο πρέπει να το θυμάσαι γιατί κι αυτό το γνώρισες όταν επισκέφτηκες τα Σούσα: είναι ο αποκαλούμενος Χοντρόης, εκείνος ο ολοστρόγγυλος Πέρσης με την αξιοπερίεργη προφορά. Το τρίτο πρόσωπο άλλο δεν ήταν παρά ο υπογράφων φίλος και θαυμαστής σου: ο αποκαλούμενος και Οινοκράτης.

Σου εξηγώ τι είχε συμβεί: Προχτές το πρωί, ενώ σεργιάνιζα μαζί με τον Χοντρόη στα στενά του λιμανιού, χρειάστηκε να βοηθήσουμε έναν άνδρα στον οποίο είχαν επιτεθεί τρεις ντόπιοι μαχαιροβγάλτες. Ύστερα από μια επική συμπλοκή κατά την οποία στη σπάθα του  αμυνόμενου προστέθηκαν τα αυτοσχέδια όπλα (βαριά κατσαρολικά) που χρησιμοποιήσαμε με επιδεξιότητα και επιτυχία εγώ και ο παχουλός μου φίλος, οι ντόπιοι το έβαλαν στα πόδια. Ύστερα, με αρκετή έκπληξη ανακάλυψα ότι ο άνδρας που βοηθήσαμε δεν ήταν άλλος από τον Αθηναίο ευπατρίδη, τον Παλαμήδη.

Απ’ ό, τι μας είπε είχε χάσει την προηγούμενη, προτελευταία, αποστολή απόμαχων πίσω στην Ελλάδα  γιατί απ’ ό, τι φαίνεται κάπου είχε μπλέξει -αν κατάλαβα καλά πρέπει να έκοβε βόλτες στη γειτονιά με τους οίκους των τυχερών παιχνιδιών- αλλά είχε προλάβει την τελευταία. Ήταν λοιπόν παρών στη ναυμαχία με τους πειρατές, όμως κατά τη σύγκρουση είχε καταλήξει στη θάλασσα. Κολυμπώντας είχε καταφέρει να φτάσει στην ασιατική ακτή  και ενώ προσπαθούσε να προσανατολιστεί, είχε ανακαλύψει κρυμμένο σε έναν παρακείμενο όρμο έναν ολόκληρο στόλο από εχθρικά σκάφη.

Προχτές το πρωί λοιπόν, ύστερα από περιπετειώδη διαδρομή ημερών, καβάλα σε έναν ημίονο που προμηθεύτηκε από τους ψαράδες ενός παράκτιου χωριού, κατάφερε να επιστρέψει στην Τύρο. Όταν τον συναντήσαμε ετοιμαζόταν να παρουσιαστεί στις αρχές και να αναφέρει την ύπαρξη αυτών των περίεργων πλοίων που δεν είχαν αναρτημένα σημάδια που να καταδείχνουν την προέλευσή τους, αλλά που είχαν ήδη δείξει τις εχθρικές τους προθέσεις. Όμως η επίθεση των νεαρών ίσως και να ‘χε μοιραία αποτελέσματα για τον γενναίο αθηναίο, αν δεν βρισκόμαστε κι εμείς οι δύο εκεί, εντελώς τυχαία.

Λίγο αργότερα, καθώς βαδίζαμε όλοι μαζί  κατά μήκος της προκυμαίας κατευθυνόμενοι προς το διοικητήριο, ό Παλαμήδης πρόσεξε ακόμη κάτι το σημαντικό: ένα από τα πλοία των Καρχηδόνιων ¨εμπόρων¨ που ήταν δεμένο εκεί, ανήκε -το αναγνώρισε αμέσως- στον περίεργο στόλο που είχε εντοπίσει!

01

Κατάλαβες λοιπόν αγαπητό μου Πουλχερίδιο; Εάν ο φίλος και θαυμαστής σου, ο υποφαινόμενος Οινοκράτης και, βεβαίως, ας μη τον ξεχνάμε κι αυτόν: ο παχουλός πλην όμως γενναίος Χοντρόης, δεν είχαν ¨ανακαλύψει¨ και βοηθήσει τον επίσης γενναίο Αθηναίο ευπατρίδη, ίσως αυτή την ώρα θα ήμασταν, εμείς και ολόκληρη η ¨αποστολή των ¨τυραννοκτόνων¨ -έτσι μας αποκαλούν εδώ και ομολογώ ότι μ’ αρέσει η προσωνυμία-  το λιγότερο αιχμάλωτοι των Καρχηδονίων και σήμερα, αντί για την Αθήνα, θα ταξιδεύαμε ως λάφυρα προς τη μακρινή αφρικανική τυρινή αποικία που, απ’ ό, τι ξέρω, τον τελευταίο καιρό μεγαλοπιάνεται.

Άσε που -μεταξύ μας- μπορεί και ο Αθηναίος που πάλευε μεν με γενναιότητα αλλά μόνο με το ευώνυμο χέρι, όντας τραυματισμένος στο δεξί, να μη τα κατάφερνε να εξουδετερώσει από μόνος του τους τρεις νεαρούς μαχαιροβγάλτες και να μας άφηνε χρόνους προτού προλάβει να ειδοποιήσει τις Αρχές και έτσι η πόλη-νησί να έπεφτε απροετοίμαστη στα χέρια του ακατονόμαστου τάχα πειρατικού  στόλου και του δήθεν ¨εμπορικού¨ του δούρειου ίππου.

Χάρη όμως στην παρέμβασή μας, αλλά και στα μέτρα που έλαβε αμέσως ο Μένης ο Ύπαρχος, όλα αυτά αποσοβήθηκαν. Μια ομάδα από ικανούς και καλο-οπλισμένους άνδρες, οι οποίοι υποτίθεται ότι ήταν μέλη της στρατιωτικής συνοδείας των ¨τυραννοκτόνων¨, δηλώνοντας ότι πρέπει να επιθεωρήσει τους χώρους πριν την επιβίβαση, μπήκε με άνεση στο πλοίο του αρχηγού των εμπόρων και συνέλαβε τον καπετάνιο και το πλήρωμα χωρίς να χυθεί αίμα, τουλάχιστον όχι πολύ. Την ίδια τύχη είχαν και τα πληρώματα των άλλων πλοίων της ¨εμπορικής¨ αποστολής.

Παράλληλα ο Μένης έδωσε εντολή τα τραβήξουν την χοντρή αλυσίδα που έκλεινε και ασφάλιζε το λιμάνι, έτσι ώστε να εμποδιστεί τυχόν αιφνιδιαστική επίθεση του ξένου στόλου. Δε χρειάστηκε όμως να συμβεί κάτι τέτοιο, γιατί εκείνη την ώρα στο βάθος στα νοτιοδυτικά φάνηκαν επιτέλους τα ελληνικά πλοία που περιμέναμε. 

Κανένας βέβαια δεν περίμενε να φανούν από αυτή την κατεύθυνση, κανονικά έπρεπε να φτάσουν παραπλέοντας τις ασιατικές ακτές από τα βόρια, οπότε και θα είχαν αναπόφευκτα συναντηθεί με τα εχθρικά σκάφη που καραδοκούσαν εκεί. Προφανώς τα πλοία που ανακάλυψε ο Παλαμήδης γνώριζαν ότι περιμένουμε ενισχύσεις από τους ναυστάθμους της Κύπρου και είχαν στήσει ενέδρα για να τις εξουδετερώσουν και μετά να επιτεθούν ανενόχλητοι στη πόλη-νησί.

 Όμως φέτος οι πρόδρομοι ετήσιοι θερινοί βόρειοι άνεμοι ήταν πολύ ισχυροί και τα πλοία μας είχαν αναγκαστεί να παρεκκλίνουν από τη συνήθη διαδρομή. Οι άνεμοι τα παράσυραν προς τα νότια σχεδόν ως την Αίγυπτο, και χρειάστηκε να περιμένουν να αποδυναμωθεί η ισχύς τους για να μπορέσουν να ξαναβρούν  την παράκτια πορεία, αυτή τη φορά από τα νότια, προς την Τύρο.

Όταν τα πλοία των ενισχύσεων έδεσαν στο λιμάνι έπεφτε ήδη η νύχτα. Μία και μόνη νύχτα για να ξεκουραστούν τα πληρώματα και να ανεφοδιαστούν τα σκάφη. Και αυτό γιατί η ηγεσία, ύστερα από νυχτερινή σύσκεψη, αποφάσισε ότι καμιά αποστολή δεν μπορούσε να ξεκινήσει από το νησί προς την Ελλάδα, πριν εξουδετερωθούν τα πλοία που εντόπισε ο Παλαμήδης. Έτσι λοιπόν χτες το πρωί, ένα ισχυρό ναυτικό σώμα, απαρτιζόμενο από τα καλύτερα απ’ τα αφιχθέντα πλοία και ενισχυμένο με σκάφη και πεζοναύτες από τις τοπικές δυνάμεις, ξεκίνησε προς τα βόρεια για να ξετρυπώσει και να διαλύσει τον εχθρικό στόλο. Παράλληλα, ένα σώμα ιππικού ξεκινούσε προς το σημείο που υπέδειξε στους χάρτες ο Αθηναίος, προκειμένου να καλύψει τη ναυτική σύγκρουση από τη μεριά της στεριάς και να αποτρέψει οποιαδήποτε αποβίβαση των εχθρών στις ακτές.

Αυτά, αγαπητό Πουλχερίδιο, συνέβησαν χτες, αλλά τα νέα για την έκβαση των επιχειρήσεων έφτασαν μόλις σήμερα. Τα νέα δεν είναι άσχημα, άλλα ούτε τόσο καλά όσο ελπίζαμε. Από ό, τι φαίνεται οι Καρχηδόνιοι είχαν άμεση πληροφόρηση για το τι συμβαίνει στο νησί.  Γι αυτό, όταν έμαθαν ότι δεν μπορούσαν πλέον να αιφνιδιάσουν κανένα, ότι η καλυμμένη εμπροσθοφυλακή των ¨εμπόρων¨ είχε αποκαλυφτεί και ότι εναντίον τους κινιόταν ισχυρή ναυτική δύναμη μαζί με  τμήματα του ιππικού, προτίμησαν να αποπλεύσουν επειγόντως. Ο επικεφαλής ναύαρχος των δικών μας πλοίων ζήτησε την έγκριση να τους καταδιώξει, αλλά ο Μένης προτίμησε να δώσει εντολή να επιστρέψουν. Έτσι η μεν Ιστορία έχασε την ευκαιρία να καταγράψει μια ακόμη μεγάλη θαλασσινή σύγκρουση, εμείς όμως ¨η αποστολή των τυραννοκτόνων¨, καθώς και οι απόστρατοι με τους οποίους θα συνταξιδέψουμε, αποκτήσαμε μια αξιόλογη συνοδεία ικανή να αποτρέψει οποιοδήποτε κίνδυνο. 

Τα πλοία αναμένεται να επιστρέψουν το απομεσήμερο και η αναχώρησή μας προβλέπεται για αύριο το πρωί. Έτσι βρήκα τον απαραίτητο χρόνο για να σου γράψω αυτές τις αράδες που ελπίζω και εύχομαι να σε βρουν υγιή και ευτυχισμένη. Όπως εύχομαι ολόκαρδα να βρεις και εσύ το χρόνο και τον τρόπο να μου στείλεις λίγες γραμμές για το τι κάνεις και τι σκέφτεσαι αυτόν τον καιρό. Δε σου κρύβω ότι όλα όσα σε αφορούν με ενδιαφέρουν

Ο αφοσιωμένος σου φίλος, ο και Οινοκράτης αποκαλούμενος.

*

Υστερόγραφο. Μπορείς να καθησυχάσεις την κυρία σου. Ο Παλαμήδης ανέκτησε όλες του τις αποσκευές, συμπεριλαμβανόμενης της επιστολής της προς την Φρύνη. Θα υπάρξει, εκ των πραγμάτων, μια κάποια καθυστέρηση, αλλά η επιστολή θα παραδοθεί αμέσως μόλις φτάσουμε στην Πόλη των Αθηνών.   

15

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , , | Leave a Comment »

Ο Γουλιέλμος Τέλος και τ’ ανοιξιάτικα αγριολούλουδα

Posted by vnottas στο 1 Απριλίου, 2017

(γράφει ο Νίκος Μοσχοβάκος – και μια που σήμερα είναι Μία τ’ Απρίλη, Νίκο χρόνια πολλά)

Γουλιέλμος-Τέλος

ΑΣ ΗΤΑΝ ΠΟΡΤΟΚΑΛΙ

Μπροστά πηγαίνει με το τόξο επ’ ώμου

αγέρωχος ο Γουλιέλμος Τέλος

πίσω του ακολουθεί περιχαρής

ο μικρούλης γιος του

με κομμάτια μήλου

στα ξανθά του μαλλιά.

Από δω κι από κει

στον κεντρικό δρόμο

τους παρακολουθούν έντρομοι

ψυχαναλυτές, ζωγράφοι, ποιητές

έτοιμοι να τους κατασπαράξουν

μόλις συνέλθουν από το ξάφνιασμα.

Τ’ απρόοπτα κατά κανόνα

άλλους τους αιφνιδιάζουν

κι άλλους τους εκστασιάζουν.

Δεν θα υπήρχε καμιά διαφορά βέβαια

αν αντί μήλου, ο στόχος

ήταν πορτοκάλι, πρέπει να πούμε.

flowers-2082494__340

ΟΠΩΣ ΤΟΤΕ

Με λουλούδια ανοιξιάτικα

θα σου κεντήσω τη μνήμη

και μ’ ήχους φτερουγίσματος

θα ξαναγυρίσω από παλιά

για να γεμίσω τη μοναξιά σου

γαλάζιο τ’ ουρανού και της θάλασσας μπλε.

Θα ξαναπερνάω κάτω απ’ το παράθυρό σου

κι εσύ πίσω από τις κουρτίνες

θα κλαις όπως όταν σου κέντησα τη μνήμη

με λουλούδια ανοιξιάτικα.

Posted in ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ ΦΙΛΩΝ, ΤΑ ΤΡΕΧΟΝΤΑ | Με ετικέτα: , , | Leave a Comment »