Βασίλης Νόττας: Το Ιστολογοφόρο

Κοινωνία, Επικοινωνία, Φαντασία και άλλα

Archive for 28 Απριλίου 2017

Blues in sedici – Η μπαλάντα της πόλης που πονάει. Μέρος δεύτερο, Μονόλογος ένα: ο Μάντης

Posted by vnottas στο 28 Απριλίου, 2017

Σήμερα αναρτώ την απόδοση στα ελληνικά του πρώτου μονόλογου του δεύτερου μέρους (secondo movimento) του Blues in sediciΗ μπαλάντα της πόλης που πονάει του Στέφανου Μπέννι.[1] 

Πρόκειται για ακόμη οκτώ ποιητικά κείμενα με τους ίδιους ήρωες του πρώτου μέρους. Αυτή τη φορά μονολογούν με διαφορετική σειρά: προηγείται πάντα ο τυφλός Μάντης και ακολουθούν η Πόλη (οι εποχές), ο Γιος, η Λίζα, η Νεκροκεφαλή, ο Κίλερ, η Μητέρα και, τελευταίος, ο Πατέρας.

Κατά τη μεταφορά στην ελληνική γλώσσα συνάντησα κάποιες δυσκολίες. Τα κείμενα κάνουν δέουσα χρήση της ¨ποιητικής άδειας¨ και συχνά απογειώνονται σε νοηματικές σφαίρες των οποίων οι σημασίες και οι συμβολισμοί είναι γνωστοί μόνο στον συγγραφέα. Για να λύσω το πρόβλημα ακολούθησα το πιο απλό δρόμο: απευθύνθηκα στον ίδιο (διατηρεί έναν ενδιαφέροντα ιστότοπο,  εδώκαι είχα μια ευγενική και κατατοπιστική απάντηση μέσα σε λίγες μέρες (από τη συνεργάτιδά του Viviana Dominici την οποία και ευχαριστώ).

Οι σύνδεσμοι για τους μονολόγους του πρώτου μέρους είναι οι εξής:

 Μπλουζ 1 (Ο τυφλός μάντης), Μπλουζ 2 (Ο Πατέρας), Μπλουζ 3 (Η Μητέρα), Μπλουζ 4 (Ο Γιος), Μπλουζ 5 (Η Λίζα), Μπλουζ 6, (Η Πόλη), Μπλουζ 7 (Ο Κίλερ), Μπλουζ 8(Η Νεκροκεφαλή)

………………………..

[1] Ο ίδιος γράφει το επίθετό του με δύο ¨ν¨ και δεδομένου ότι οι ιταλοί τα διπλά σύμφωνα τα προφέρουν, αποφάσισα να το μεταγράψω κι εγώ στα ελληνικά με δύο ¨ν¨ -αποφεύγοντας έτσι τη σύγχυση με το γελοιογραφικό ¨Μπένυ¨ που κυκλοφορεί τελευταία.

…………………………

images (46)

ΜΠΛΟΥΖ σε Δεκάξι

Δεύτερη Κίνηση

Ο ΜΑΝΤΗΣ

Τις πολλαπλές φωνές εγώ δεν τις φοβάμαι

γιατί έχω μάθει ανάμεσά τους να διακρίνω

εκείνη που μου μοιάζει

κι εκείνη που φωνάζει τ’ όνομά μου.

Εγώ δεν είναι πως την πόλη την φοβάμαι

μα ξέρω πως μπορεί ν’ αλλάξει σχήμα

σπηλιά να γίνει ή και δάσος μαύρο

και ξέρω ότι θα με κυνηγήσει

ανήλεη και γοργή

σαν λαίλαπα.

Εγώ τα όνειρα δεν τα φοβάμαι

είναι εκείνα όμως

που με προκαλούνε.

*

Είδα στον ύπνο μου

τράπεζες αδειανές και φωτισμένες

όπου, τη νύχτα, κάποιοι παρελαύνουν∙

φέρετρα ξεφορτώνουν πλαστικά

γεμάτα κόκαλα.

Χώρο δεν έχει πια στα κοιμητήρια

και έτσι οι πεθαμένοι

πρέπει να βολευτούν με κάποιο τρόπο

κάτω απ’ το πράσινο χαλί των μοκετών.

Έτσι κάθε πρωί θα περπατάμε

πάνω στα κόκαλα των σκελετών.

Έτσι τα σπόρια βλέπω να πετάγονται

από τα έγκλειστα φυτά

στις εσοχές των τοίχων.

Έτσι θ’ αποκοιμιούνται τα παιδάκια

γεμάτα μ’ ακατάβλητη, τυραννισμένη, ελπίδα.

.

Και κάπως έτσι θα ‘λεγα πως φθείρεται

-και αναπαύεται-

η πόλη αυτή που ενίοτε

λέω πως ειν’ δική μου

αφού ο καθένας απ’ τους άλλους

-κακόβουλα μιλώντας-

την κατηγορεί

έκπληκτος με των άλλων την κακία

ο κάθε πάσχων προσπαθώντας να διαγνώσει

τον πυρετό στων αλλονών τα μάτια.

*

Εγώ γέρος, τυφλός κι αναμενόμενος

βλέπω πάνω στη γέφυρα

δυο αγκαλιασμένους νέους

δεν καθρεφτίζει την εικόνα το νερό

-είν’ μαύρο-

μα ξέρω εγώ πόσο βαθιά είναι τα όνειρά τους

και πόσο πόνο ένα φιλί σε μια στιγμή γιατρεύει.

*

Βλέπω έναν άντρα να  μοντάρει ένα πιστόλι

σιγά σιγά, με ιερή ευλάβεια

κάποιος δεν πλήρωσε και πρέπει να πληρώσει

και είναι αυτό το μόνο πάθος

π’ ακόμα μας ανάβει.

Κρυμμένον βλέπω εκείνον που φοβάται.

*

Βλέπω έναν άντρα να προβάλλει τρέχοντας

πάει προς το βασίλειο του Raiden

κι είναι μια προφητεία που τον κυνηγά

δε θα ‘χει τις αμφιβολίες τ’ Αβραάμ

όμως το αίμα του

θα το υπερασπιστεί.

Ούτε ευτυχία υπάρχει

ούτε αυτοθυσία

θα υπάρξει όμως κάτι που τους μοιάζει.

Κάποιος θα πρέπει να το κάνει, γιε μου

τις προσβολές χρόνων πολλών

για να ξεπλύνει.

Γρήγορα τρέξε ω μικρό μου χέρι

των ημερών τράβηξε την αυλαία

ως τη σκηνή όπου εγώ δε βλέπω

μα εμένα με θωρούν οι άλλοι όλοι.

αρχείο λήψης2

1 Μάντης α χ

2 Μάντης β χ

2 Μάντης β χ β

Posted in ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , , , , | Leave a Comment »