Βασίλης Νόττας: Το Ιστολογοφόρο

Κοινωνία, Επικοινωνία, Φαντασία και άλλα

Archive for Νοέμβριος 2017

Κύλικες και δόρατα. Μέρος Ζ΄, Κεφάλαιο έκτο: Περιμένοντας τη δίκη

Posted by vnottas στο 21 Νοεμβρίου, 2017

Ιστορικό μυθιστόρημα υπό εκπόνηση: Μέρος Ζ.

Κεφάλαιο 6ο Περιμένοντας τους δικαστές

 

Agora-Athens

Κεντρική Αγορά των Αθηναίων. Χαράματα. Η μέρα προοιωνίζεται ανέφελη και ζεστή, αν και ακόμη κυριαρχεί μια ευχάριστη πρωινή δροσιά.  Ο ήλιος δεν έχει ακόμα ξεπροβάλει για τα καλά πάνω από τον Υμηττό∙ είναι η ώρα της ροδοδάκτυλης Ηούς.  

Να που καταφτάνουν οι καταστηματάρχες και  οι προμηθευτές με τα καρότσια και τα κάρα τους. Το πλάτωμα της Αγοράς βρίθει από πάγκους, μαγαζιά, αποθήκες, στοές,   ναούς, αγάλματα και μνημειακά δημόσια κτίρια. Σιγά σιγά, καθώς ο ήλιος παίρνει ν’ ανυψώνεται ροδαλός κι ελπιδοφόρος, ο τόπος ζωντανεύει.  

Στη βορεινή πλευρά υπάρχει ήδη μαζεμένος πολύς κόσμος. Εδώ βρίσκεται το Τετράγωνο Περιστύλιο, ένας μεγάλος νεόδμητος χώρος, αφιερωμένος στην Θέμιδα. Το κτίσμα είναι περίκλειστο, σχηματίζοντας τέσσερεις ανοιχτές περίπλευρες στοές που ¨βλέπουν¨ προς το εσωτερικό, όπου υπάρχει ένας μεγάλος ασκεπής χώρος συνελεύσεων. Η επικοινωνία με την εξωτερική πλατεία γίνεται μέσω δέκα πυλών. Μία για κάθε φυλή.

Σήμερα είναι μια από τις ημέρες που το ημερολόγιο επιτρέπει τη διεξαγωγή δικών[1] και, εκτός από τις συνήθεις ιδιωτικές υποθέσεις, εκδικάζεται και μια ¨γραφή παρανόμων¨, η οποία έχει ήδη προκαλέσει το έντονο ενδιαφέρον των πολιτών. Το αποτέλεσμα είναι πως πολλοί Αθηναίοι έχουν σπεύσει προκειμένου να δηλώσουν έτοιμοι να αναλάβουν το λειτούργημα των δικαστών. Υπάρχουν και άλλοι, πολίτες και μη, που ήρθαν εδώ νωρίς για να βρουν μια καλή θέση, από την οποία να μπορέσουν να παρακολουθήσουν με άνεση την προβλεπόμενη σύγκρουση ανάμεσα σε δύο από τους πιο γνωστούς και ικανούς Αθηναίους ρήτορες: τον Δημοσθένη και τον Αισχίνη.

Ανάμεσά τους ο Οινοκράτης, που έχει πάνω από έναν λόγο να ενδιαφέρεται για τις πολιτικές εξελίξεις στην Αθήνα, ο Χοντρόης ο οποίος μαθαίνει πώς λειτουργεί αυτή η αξιοπερίεργη πόλη της εξωτικής Δύσης και ο Φιλήμονας, που έχει σκοπό να κρατήσει σημειώσεις από την διεξαγωγή της δίκης, προκειμένου  να τις χρησιμοποιήσει στη συγγραφή του προσεχούς (διασκεδαστικού) θεατρικού του έργου.

Ένας από τους Αθηναίους που περιμένουν στην ουρά μπροστά σε μια από τις δέκα πύλες, (σύμφωνα με την αναρτημένη πινακίδα, προορίζεται για την Λεοντίδα φυλή) τους αναγνωρίζει και τους κάνει νεύμα από μακριά.  Τον πλησιάζουν.

«Φίλτατε Παλαμήδη, υγίαινε», του λέει ο Οινοκράτης, ενώ και οι δύο άλλοι γέρνουν μπροστά τα κεφάλια σε ένδειξη φιλικού χαιρετισμού.

«Χαίρε Οινοκράτη, χαίρε Χοντρόη…»

«Αυτός εδώ είναι ένας παλιός φίλος μου από τις Συρακούσες. Τον λένε Φιλήμονα και γράφει κωμωδίες για το θέατρο», συστήνει ο Οινοκράτης τον έτερο Συρακούσιο.

Ο Παλαμήδης δηλώνει ότι χαίρεται για τη γνωριμία κι ότι ένα από εκείνα που του έλειψαν πολύ στην εκστρατεία ήταν ακριβώς μια επιμελημένη θεατρική παράσταση.

«Ήρθες για να δικάσεις;» τον ρωτάει ο Οινοκράτης.

Ο Παλαμήδης βγάζει από το θυλάκιο και του δείχνει μια μικρή ξύλινη πινακίδα, όπου αναγράφεται το όνομα, το  πατρώνυμο και ο Δήμος στον οποίο ανήκει.

«Ναι, ιδού το πινάκιό μου… αλλά βλέπω ότι υπάρχει καθυστέρηση. Όχι πως έχει πολλές δίκες σήμερα, -άλλωστε μέσα υπάρχουν συσκευές που διευκολύνουν τις διαδικασίες κλήρωσης. Εκείνο που μάλλον παίρνει χρόνο είναι η ορκωμοσία όσων δηλώνουν ότι επιθυμούν να δικάσουν για πρώτη φορά.

Παλιότερα είχαμε προκαταρκτική κλήρωση του συνολικού σώματος των δικαστών, και ορκιζόταν όλη η Ηλιαία μαζί, στην αρχή του χρόνου.   Δηλαδή και οι έξι χιλιάδες μαζί με τους αναπληρωματικούς. Τώρα άλλαξε το σύστημα. Κάθε πολίτης πάνω από τα τριάντα μπορεί να πάρει μέρος σε δίκη ως δικαστής. Όμως, όποιος δεν έχει ορκιστεί άλλη φορά στο παρελθόν, και επομένως δεν κατέχει το εγκεκριμένο πινάκιο-ταυτότητα, πρέπει να ορκιστεί επί τόπου. Αυτό φοβάμαι πως θα μας κάνει να περιμένουμε κάμποσο. Κι αν αργήσουμε εμείς, θα αργήσουν να ανοίξουν και οι πύλες για το κοινό!»

«Δεν το παρακάνουν όμως με τους όρκους οι Αθηναίοι;» παρατηρεί, όχι χωρίς κάποια σκωπτική διάθεση, ο Φιλήμονας. «Θα έλεγε κανείς πως παραείναι θρήσκοι, αφού κάθε τόσο επικαλούνται τους θεούς. Αλλά πώς συμβιβάζεται αυτό με τις φήμες που τους κατηγορούν ότι όχι μόνον ανέχονται, αλλά και αγαπούν τους φιλοσόφους, οι οποίοι τους Θεούς δεν κάνουν άλλο παρά να τους αμφισβητούν;»

«Οι φήμες είναι φήμες αγαπητέ Συρακούσιε», ¨τσιμπάει¨ ο Παλαμήδης. «Εδώ στην Αθήνα πράγματι οι φιλόσοφοι μπορούν να σκέπτονται και να λένε ό, τι θέλουν, γι αυτό και μας προτιμούν και μας επισκέπτονται. Αλλά εάν τα βάλουν με τους Θεούς αντιμετωπίζουν τόσες δυσκολίες, όσες σε  οποιαδήποτε άλλη ελληνική πόλη. Υπάρχουν παραδείγματα.

Όσο για τους δημόσιους όρκους δεν νομίζω πως είναι πολλοί. Στην ουσία είναι μόνον τρεις:

Στην αρχή είναι ο όρκος των εφήβων, όταν τελειώνουμε την διετή εκπαίδευση στα όπλα και πρόκειται να γίνουμε πλήρεις πολίτες: ¨ουκ καταισχύνω τα όπλα¨ και τα παρόμοια.

Στο τέλος, και μόνον εφόσον τα καταφέρουμε να φτάσουμε στο αξίωμα των ηγετών, δίνουμε τον όρκο των δέκα αρχόντων: στην ουσία ορκιζόμαστε ότι θα φυλάξουμε τους νόμους και ότι δε θα δωροδοκήσουμε ούτε θα δωροδοκηθούμε κατά τη διάρκεια της θητείας μας.

Ενδιάμεσα, δίνουμε αυτόν εδώ τον όρκο των δικαστών. Όλοι, από τους θήτες μέχρι τους αριστοκράτες, μπορούμε να δικάσουμε αρκεί να ορκιστούμε ότι θα είμαστε αμερόληπτοι: ¨Ψηφιούμαι κατά τους νόμους¨ και ¨ακροάζομαι του τε κατηγόρου και του απολογουμένου ομοίως αμφοίν¨… Α, ναι: ορκιζόμαστε και πως δεν θα επιτρέψουμε επ’ ουδενί να τρωθεί το δημοκρατικό καθεστώς της Αθήνας[2] και, για να τα λέμε όλα, υπάρχουν στον όρκο και κάτι άλλες υποχρεώσεις που προστέθηκαν πρόσφατα και που δεν υπήρχαν στους νόμους του Σόλωνα[3]».

Στο σημείο αυτό ο Παλαμήδης στρέφει την προσοχή του προς το τραπέζι που είναι τοποθετημένο κάτω από την πύλη, από όπου φαίνεται πως του κάνουν νόημα να πλησιάσει.

«Με συγχωρείτε φίλοι μου, νομίζω πως ήρθε η σειρά μου. Ελπίζω να κληρωθώ στην εκδίκαση της ¨γραφής παρανόμων¨ και όχι στη δίκη κανενός κλεφτοκοτά! Πάντως χαίρομαι που θα ξαναπάρω τη δικαστική βακτηρία. Τα λέμε…»

Τους αποχαιρετά υψώνοντας το χέρι που κρατάει το πινάκιο και απομακρύνεται προς την είσοδο.

«Για κοίτα ο Παλαμήδης! Νομίζω πως περισσότερο από το θέατρο πρέπει να έχει πεθυμήσει τα δικαστήρια», σχολιάζει ο Οινοκράτης.

«Τι μου θυμίζεις εσύ όμως!» λέει ο Φιλήμονας.

«Τι

«Αθάνατο Αριστοφάνη, φυσικά!»

«Για λέγε».

«Λοιπόν: Σφήκες. Μιλάει ο Bδελυκλέωνας:».

«Πάμε

Ο Φιλήμονας υποκλίνεται και αρχίζει:

«Θα πρέπει τώρα να σας πω  τ’ αφέντη μου το  ψώνιο:

στης Ηλιαίας τ’ έδρανα τ’ αρέσει να συχνάζει

μπροστά μπροστά να κάθεται∙

και βαριαναστενάζει

όταν δε βγαίνει δικαστής από την κληρωτίδα∙

μένει τη νύχτα άγρυπνος

μα κι αν κλείσει τα βλέφαρα

ο νους του στην κλεψύδρα

θα φτερουγίζει συνεχώς

κι όταν από τη κλίνη του σηκώνεται ορθός

τα δάχτυλά του είναι κλειστά

να, έτσι-

σαν να κρατούν την ψήφο

τόσο που λες τι να ‘παθε απόψε ο φτωχός;

Αγκύλωση; Ή από λιβάνι μια χεριά

πάει στο βωμό να κάψει

 λες κι έχουμε πρωτομηνιά;[4]»

«Μεγάλος!» αναφωνεί ο Οινοκράτης

«Μέγιστος!» υπερ(πε)θεματίζει ο Χοντρόης.

images (22)

***

[1] Υπήρχαν όντως πολλές ημέρες που δεν ετελούντο δίκες στην Αθήνα του 4ου αιώνα π.Χ, είτε λόγω εορτών και άλλων δημόσιων εκδηλώσεων είτε επειδή συνεδρίαζαν την ημέρα εκείνη η εκκλησία του δήμου ή άλλα πολυπληθή όργανα της δημοκρατίας

[2] Ο όρκος των Αθηναίων δικαστών έχει ως εξής (Εκδοχή που ανάγεται στην περίοδο του μυθιστορήματος: τέλη 4ου αιώνα π.Χ.):

«Θα δικάζω (ψηφίζω) σύμφωνα με τους νόμους και τα ψηφίσματα του δήμου της Αθήνας και της Βουλής των Πεντακοσίων. Δεν θα ψηφίσω για την εγκαθίδρυση τυραννίδας ή ολιγαρχίας και, εάν κάποιος επιχειρεί την κατάλυση της δημοκρατίας στην Αθήνα, προτείνει η θέτει σε ψηφοφορία μέτρο που συγκρούεται με τη δημοκρατία, δεν θα τον ακολουθήσω. Δεν θα ψηφίσω για την απόσβεση των ιδιωτικών χρεών, ούτε για την αναδιανομή της γης των Αθηναίων και των οικιών τους. Δεν θα επαναφέρω τους καταδικασμένους σε εξορία, ούτε τους καταδικασθέντες σε θάνατο, ούτε θα απελάσω από την πόλη τους διαμένοντες ξένους αντίθετα με τους ισχύοντες νόμους και τα ψηφίσματα του Δήμου των Αθηναίων και της Βουλής, ούτε εγώ ο ίδιος ούτε θα επιτρέψω σε άλλον. Δεν θα αφήσω να οριστεί άρχων κάποιος που δεν έχει ακόμη λογοδοτήσει για την άσκηση άλλου αξιώματος, είτε αυτός είναι ένας από τους εννέα άρχοντες, είτε ιερομνήμων ή άλλος άρχων που κληρώνεται την ίδια μέρα με τους εννέα άρχοντες, ή κήρυκας, ή μέλος πρεσβείας ή συμβουλίου. Δεν θα επιτρέψω σε κανέναν να ασκήσει δυο φορές το ίδιο αξίωμα, ούτε να ασκήσει δύο αξιώματα μέσα στο ίδιο έτος. Δεν θα δωροδοκηθώ λόγω της δικαστικής μου ιδιότητας, ούτε εγώ προσωπικά, ούτε άλλος ή άλλη για λογαριασμό και εν γνώσει μου κατ’ ουδένα τρόπο και με κανένα πρόσχημα. Έχω συμπληρώσει την ηλικία των τριάντα ετών. θα ακούσω και τον κατήγορο και τον κατηγορούμενο εξί­σου και τους δύο, και θα ψηφίσω αποκλειστικά για το ζήτημα το οποίο αφορά η δίωξη. Ορκίζομαι στο όνομα του Δία, του Ποσειδώνα, της Δήμητρας. Συμφορά σε μένα και την οικογένειά μου αν παραβώ τις δεσμεύσεις αυτές, κάθε καλό αν τηρήσω τον όρκο».

Επιμέλεια της μετάφρασης από την Εταιρεία Ιστορίας του Δικαίου. ¨Πηγές Ιστορίας του Δικαίου¨, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2008.

***

Ψηφιοῦμαι κατά τούς νόμους καί τά ψηφίσματα τοῦ δήμου τοῦ Ἀθηναίων καί τῆς βουλῆς τῶν πεντακοσίων. καί τύραννον οὐ ψηφιοῦμαι εἶναι οὐδ’ ὀλιγαρχίαν οὐδ’ ἐάν τίς καταλύῃ τόν δῆμον τόν Ἀθηναίων ἤ λέγῃ ἤ ἐπιψηφίζῃ παρά ταῦτα, οὐ πείσομαι· οὐδέ τῶν χρεῶν τῶν ἰδίων ἀποκοπάς οὐδέ γῆς ἀναδασμόν τῆς Ἀθηναίων οὐδ’ οἰκιῶν οὐδέ τους φεύγοντας κατάξω, οὐδέ ὧν θάνατος κατέγνωσται, οὐδέ τους μένοντας ἐξελῶ παρά τούς νόμους τούς κειμένους καί τά ψηφίσματα τοῦ δήμου τοῦ Ἀθηναίων καί τῆς βουλῆς οὐτ’ αὐτός ἐγώ οὐτ’ ἄλλον οὐδένα ἐάσω. οὐδ’ ἀρχήν καταστήσω ὥστ’ ἄρχειν ὑπεύθυνον ὄντα ἑτέρας ἀρχῆς, καί τῶν ἐννέα ἀρχόντων καί τοῦ ἱερομνήμονος καί ὅσοι μετά τῶν ἐννέα ἀρχόντων κυαμεύονται ταύτῃ τῇ ἡμέρᾳ, καί κήρυκος καί πρεσβείας καί συνέδρων οὐδέ δίς τήν αὐτήν ἀρχήν τόν αὐτίν ἄνδρα, οὐδέ δύο ἀρχάς ἄρξαι τόν αὐτόν ἐν τῷ αὐτῷ ἐνιαυτῷ. οὐδέ δῶρα δέξομαι τῆς ἡλιάσεως ἕνεκα οὔτ’ αὐτός ἐγώ οὔτ’ ἄλλος ἐμοί οὔτ’ ἄλλη εἰδότος ἐμοῦ, οὔτε τέχνη οὔτε μηχανή οὐδεμιά. καί γέγονα οὐκ ἔλαττον ἤ τριάκοντα ἔτη. καί ἀκροάσομαι τοῦ τε κατηγόρου καί τοῦ ἀπολογουμένου ὁμοίως ἀμφοῖν, καί διαψηφιοῦμαι περί αὐτοῦ οὗ ἄν ἤ δίωξις ᾖ. ἐπομνύναι Δία, Ποσειδώ, Δήμητρα, καί ἐπαρᾶσθαι ἐξώλειαν ἑαυτῷ καί οἰκίᾳ τῇ ἑαυτοῦ, εἰ τι τούτων παραβαίνοι, εὐορκοῦντι δέ πολλά κἀγαθά εἶναι.

[3] Πρόκειται για τα εδάφια του όρκου που αναφέρονται στην απαγόρευση έγκρισης αποφάσεων υπέρ των αναδασμών γης και υπέρ της κατάργησης των ιδιωτικών χρεών, που προστέθηκαν στον όρκο μετά το 333 π.Χ.

[4] Αριστοφάνης,  Σφήκαι, & 87-96, σε ελεύθερη απόδοση.

 

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , , | Leave a Comment »

Ένα βιβλίο για τον Νίκο

Posted by vnottas στο 20 Νοεμβρίου, 2017

Ένα βιβλίο για τον Νίκο Μοσχοβάκο από τον Θεοδόση Πυλαρινό (Μόλις κυκλοφόρησε. Εκδόσεις Κουκκίδα)

Εικόνα

Εικόνα (2η)

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ ΦΙΛΩΝ | Με ετικέτα: , | Leave a Comment »

Τηλέμαχος Χυτήρης: Ημερολόγιο μιας επιστροφής. Παρουσίαση

Posted by vnottas στο 10 Νοεμβρίου, 2017

ΧΥΤΗΡΗΣ3 ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

ΧΥΤΗΡΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ ΦΙΛΩΝ | Με ετικέτα: , , | Leave a Comment »

Μυθιστόρημα υπό εκπόνηση. ¨Κύλικες και Δόρατα¨ Μέρος Ζ΄, Κεφάλαιο πέμπτο: Όπου ο Αισχίνης λέει τα δικά του.

Posted by vnottas στο 5 Νοεμβρίου, 2017

Κεφάλαιο 5ο:  Συνάντηση με τον Αισχίνη.

(αφηγείται ο Εύελπις)

Aeschines_bust

Ο Αισχίνης βρίσκεται στον οίκο του Ευρύνου στο Λυκαβηττό, στο γραφείο που μου έχει παραχωρήσει ο πατέρας μου.  Ζήτησε να με δει επειγόντως και διακριτικά, αλλά του παράγγειλα ότι μπορεί να έρθει εδώ, και ότι δεν υπάρχει λόγος για μυστικότητες. Κάθεται λοιπόν σε μια πολυθρόνα απέναντί μου και με κοιτάζει με ένταση.

«Δεν είναι δική μου δουλειά αγαπητέ Αισχίνη», του λέω, «να υπαγορέψω τις κινήσεις και τις πρωτοβουλίες των Αθηναίων ηγετών. Ούτε βέβαια ενός ικανού ρήτορα και καλού γνώστη της αθηναϊκής πολιτικής σκηνής, όπως εσύ. Αφού όμως με επισκέφτηκες και εφόσον μου λες πως σε ενδιαφέρει η γνώμη μου, θα σου την πω: Πιστεύω ότι πριν προχωρήσεις τις δικαστικές πρωτοβουλίες σου, ίσως θα έπρεπε να λάβεις περισσότερο υπ’ όψιν το γενικότερο κλίμα.

Εγώ ναι, ενδιαφέρομαι οι σχέσεις ανάμεσα στην ηγεσία της πανελλήνιας εκστρατείας και τις Αρχές της  αθηναϊκής δημοκρατίας να είναι καλές και απρόσκοπτες. Και μπορούμε να πούμε ότι, σε γενικές γραμμές, η κατάσταση δεν είναι κακή. Ο άρχοντας Φωκίωνας που έχει σήμερα την ευθύνη της πόλης έχει την εκτίμηση και την εμπιστοσύνη του Αλέξανδρου. Ο Μακεδόνας βασιλιάς, από την πλευρά του, αν και βρίσκεται σε μια πρωτοφανή εξόρμηση, απ’ την οποία δεν λείπουν οι δυσκολίες και οι κίνδυνοι, φροντίζει να προωθεί τα στοιχεία εκείνα που εκφράζουν το σύνολο των Ελλήνων, κι ανάμεσά σε αυτά, πολλά από τα αθηναϊκά πρότυπα.

Ο λόγος για τον οποίο βρίσκομαι εδώ κουβαλώντας τα ανακτηθέντα παλιά σύμβολα της αθηναϊκής δημοκρατίας, αυτό ακριβώς θέλει να υπογραμμίσει. Αν και νομίζω ότι μπορώ να σου εκμυστηρευτώ ότι υπάρχουν και κάποιοι στην εκστρατεία που διαφωνούν με αυτή την πολιτική θέση και θα προτιμούσαν να δουν τον Αλέξανδρο να στηρίζεται στον -ακόμη ισχυρό- μηχανισμό της περσικής αυτοκρατορικής διοίκησης. Ίσως λοιπόν, αυτή την περίοδο δεν  πρέπει να αναμοχλεύσουμε τα πάθη της εποχής της μάχης στη Χαιρώνεια. Όμως δεν ξέρω κατά πόσο θα μπορέσουμε να αποφύγουμε κάτι τέτοιο αν εμπλακούμε σε μια δίκη πάνω σε γεγονότα που αφορούν εκείνη την εποχή και μάλιστα έχοντας πολέμιο έναν ικανό ρήτορα σαν τον Δημοσθένη, γνωστό για την ανένδοτη αντιπαλότητά του απέναντί μας.

Επί πλέον μαθαίνω από έμπειρες πηγές, (όπως ισχυρίζεται πως είναι ο συνάδελφός σου, ο ρήτορας Δημάδης) ότι το κλίμα ανάμεσα σε εκείνους που αύριο θα είναι ένορκοι δικαστές σε μια ενδεχόμενη δίκη, δεν είναι αυτονόητα ευνοϊκό ούτε για εμάς αλλά ούτε για εσένα προσωπικά.

Επαναλαμβάνω λοιπόν ότι πριν προχωρήσεις σε κινήσεις με αβέβαια αποτελέσματα, καλό θα είναι να μελετήσεις προσεκτικά την ισχύουσα σήμερα πολιτική κατάσταση. Επαναλαμβάνω επίσης ότι αυτά στα λέω μόνο επειδή με ρωτάς. Υπεύθυνος για όποια απόφαση πάρεις, θα είσαι μόνο εσύ. Θα σου πω μόνον το αυτονόητο: Η προσωπική μου γνώμη είναι πως οι καλές σχέσεις της Αθήνας με το επιτελείο της εκστρατείας εξακολουθούν να έχουν προτεραιότητα».

Δεν τον βλέπω να ενθουσιάζεται ακούγοντας την άποψή μου. Τον καταλαβαίνω: απ’ ό, τι μαθαίνω έχει ήδη προχωρήσει στην επίσπευση των διαδικασιών και η εκδίκαση της ¨γραφής παρανόμων¨ που υπέβαλε κατά του Κτησιφώντα, δηλαδή κατά του Δημοσθένη, που πάει να πει κατά της αντιμακεδονικής μερίδας της Βουλής, είναι πλέον ζήτημα ημερών. Προφανώς σήμερα ήρθε εδώ περισσότερο για να με ενημερώσει τυπικά για την έναρξη της δίκης, παρά για να ζητήσει τη γνώμη μου, όπως ισχυρίζεται.

Το παραδέχεται.

image009

«Τη δίκη θα την κερδίσουμε, νεαρέ Μεγαρέα», με διαβεβαιώνει. «Θα είναι μια μεγάλη πολιτική νίκη. Και τότε οι σχέσεις ανάμεσα στην Αθήνα και τους Μακεδόνες δεν μπορεί παρά να βελτιωθούν αισθητά.

Και μη νομίσεις ότι δεν το σκέφτηκα αρκετά ή ότι παρασύρθηκα από την αντιπάθεια που μου προκαλεί αυτός ο αλιτήριος ο Δημοσθένης, όχι δεν είναι αυτό το κίνητρό μου. Αντίθετα, ήμουν εγώ που κατάφερα να αναβάλω την εκδίκαση, όσο υπήρχε φόβος να επικρατήσει εκείνος χάρη στις δυσμενείς για εμάς περιστάσεις και τη δύναμη που του δίνουν οι δημαγωγικές του ικανότητες. Όμως σήμερα η κατάσταση δεν είναι αυτή που ήταν πριν από οκτώ χρόνια, όταν υπέβαλα την ¨γραφή παρανόμων¨.

Σήμερα οι συμπατριώτες μου μπορούν να κρίνουν με ψυχραιμία εάν η πολιτική του Παιανέα είναι τυχοδιωκτική ή όχι. Η ήττα μας στη Χαιρώνεια δεν είναι πια πρόσφατη αιτία θλίψης όπως τότε. Μπορούμε πλέον να κρίνουμε τα γεγονότα με ψυχραιμία. Είναι προφανές ότι η δύναμη που είναι σε θέση να συσπειρώσει τους Έλληνες και να νικήσει τους Ασιάτες υπάρχει. Και πως η Αθήνα θα έχει μόνον να κερδίσει εάν σταθεί πλάι της. Θα νικήσουμε στη δίκη νεαρέ Μεγαρέα, με τον ίδιο τρόπο που τα ενωμένα στρατεύματά μας νικούν στο πεδίο της μάχης, θα δεις».

Βλέπω στο πυρετώδες βλέμμα του πως είναι έτοιμος να τα διακινδυνεύσει όλα. Και ότι δεν πρόκειται να μεταπειστεί.

Κοιτάζω τις σημειώσεις μου. Η αντιδικία Δημοσθένη – Αισχίνη είναι μια παλιά ιστορία. Κάποτε οι δυο τους ήταν στην ίδια παράταξη και ο Κοθωκίδης είχε τις ίδιες αντιμακεδονικές  ιδέες με τον Παιανέα. Αλλά είναι πάνω από δεκαπέντε χρόνια που ο Αισχίνης διαφοροποιήθηκε. Συγκεκριμένα δέκα επτά: όταν είδε ότι οι άλλες ελληνικές πόλεις, ακόμη και οι φιλικές προς την Αθήνα δεν πείθονταν να αντισταθούν ενεργά στους Μακεδόνες. Αλλά η προσωπική του διένεξη με τον Δημοσθένη άρχισε πριν δώδεκα, δεκατρία χρόνια όταν εκείνος τον κατηγόρησε πως χρηματίστηκε από τον Φίλιππο. Τότε ο Αισχίνης κατάφερε, έστω με μικρή διαφορά ψήφων, να αθωωθεί. Τώρα είναι έτοιμος να ανταποδώσει τα ίσα. Και θεωρεί τη συγκυρία ευνοϊκή.

«Ούτως ή άλλως, δεν υπάρχουν περιθώρια για υπαναχωρήσεις», μου λέει. «Τα προκαταρκτικά ολοκληρώθηκαν και η δίκη αρχίζει μεθαύριο».

Κοιτάζω πάλι τις σημειώσεις μου. Χρειάζομαι μερικές ακόμη αποσαφηνίσεις. «Το κατηγορητήριο που διατυπώνεις είναι το ίδιο με εκείνο που υπέβαλες παλιότερα, στην πρώτη σου έγκληση;» τον ρωτάω.

«Έχω αλλάξει κάπως μόνον τη σειρά των κατηγοριών. Τότε άρχιζα με τον Δημοσθένη τον ίδιο και ανέλυα διεξοδικά το γιατί η βράβευση που ζητούσε ο Κτησιφώντας δεν αιτιολογείτο ούτε από τα έργα ούτε από τον ήθος του Παιανέα. Το αντίθετο. Μια συνεπής με τον εαυτό της δημοκρατική πολιτεία, θα έπρεπε να τον τιμωρήσει για όσα έχει κάνει έως σήμερα.

Τώρα, αυτό το αφήνω για το τέλος. Προτιμώ το τμήμα της αγόρευσής μου που τον αφορά άμεσα, να βρίσκεται χρονικά κοντύτερα στην ώρα της απόφανσης των δικαστών. Πρώτα παρουσιάζω τους λόγους που η ίδια η πρόταση για τη στέψη του με χρυσό στεφάνι, αφενός όχι στο βουλευτήριο αλλά στο θέατρο και αφετέρου προτού δώσει λόγο για τα πεπραγμένα του ως άρχων διαχειριστής, δεν είναι σύμφωνη με τους ισχύοντες νόμους. Σε διαβεβαιώνω Μεγαρέα ότι από νομική άποψη αυτά τα σημεία μπορούν να αποδειχτούν μη σύννομα με αδιαμφισβήτητο τρόπο».

«Θα είναι η Ηλιαία που θα εκδικάσει την υπόθεση, έτσι δεν είναι;»

«Ναι, αυτό είναι το τμήμα της εκκλησίας του δήμου που επιλύει τέτοιου είδους δικαστικές διενέξεις Παλιότερα, όπως θα ξέρεις, αναδεικνύονταν με κλήρωση την αρχή κάθε χρόνου έξι χιλιάδες Ηλιαστές, ανάμεσα στους πολίτες με πλήρη δικαιώματα και ηλικία πάνω από τριάντα ετών. Οι δικαστές των επιμέρους δικών επιλέγονταν από αυτούς. Τώρα τελευταία δεν γίνεται πια αυτή η αρχική κλήρωση και κάθε πολίτης που πληροί τις προϋποθέσεις μπορεί να χρισθεί δικαστής, αρκεί να δηλώσει ότι ενδιαφέρεται και να κληρωθεί σε κάποια συγκεκριμένη δίκη».

«Αυτό σημαίνει ότι στην εκδίκαση της δικής σου ¨γραφής¨, οι δικαστές πόσοι θα είναι ;»

«Υποθέτω, πάνω κάτω πεντακόσιοι. Πενήντα από κάθε φυλή που θα προκύψουν από κλήρωση. Αυτό θα το μάθουμε με σιγουριά αύριο».

«Και η απόφαση είναι αμετάκλητη;»

«Αμετάκλητη. Αν καταδικαστούν, ο Κτησιφώντας και ενδεχομένως ο Δημοσθένης, το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι να ισχυριστούν ότι οι κατηγορίες μου ήταν ψευδείς. Σε αυτή την περίπτωση, αν δεν αποδείξουν τον ισχυρισμό τους, ενδέχεται να διακινδυνεύσουν μια νέα δίκη με πιθανή επιβάρυνση της ποινής. Αλλιώς μόνο μια εκ των υστέρων αμνηστία θα μπορούσε να τους σώσει».

«Πού θα διεξαχθεί η δίκη;»

«Αυτό, όπως και τον ακριβή αριθμό των δικαστών θα το μάθουμε αύριο. Τα ονόματα των δικαστών θα κληρωθούν μεθαύριο τα χαράματα. Η κλήρωση γίνεται εσκεμμένα την τελευταία στιγμή. Είναι ένα από τα μέτρα που έχουν ληφθεί έτσι ώστε να αποτραπεί τυχόν προσπάθεια των διαδίκων να επηρεάσουν τους δικαστές. Όσο για το χώρο, πιθανότατα λόγω καλοκαιριού η συνεδρίαση θα γίνει σε κάποιο υπαίθριο αμφιθέατρο, ίσως στο Τετράγωνο Περιστύλιο[1], αλλά θα υπάρχει διαθέσιμος και κάποιος στεγασμένος χώρος για την απίθανη περίπτωση που θα βρέξει ».

«Θα είναι μια ανοιχτή διαδικασία, έτσι δεν είναι;»

«Πιο ανοιχτή δε γίνεται. Ακόμη και επισκέπτες από άλλες πόλεις θα μπορέσουν να την παρακολουθήσουν, αν καταφέρουν να βρουν μια κατάλληλη θέση. Και βέβαια, πέρα από τους πολυάριθμους δικαστές, θα είναι παρόντες και  πάμπολλοι άλλοι κάτοικοι της Αθήνας. Για σένα και για τον πατέρα σου θα φροντίσω να υπάρχει μια τιμητική θέση με ψάθα και σκιάδιο, κοντά στο προεδρείο».

«Μου φάνηκε ότι τις τελευταίες μέρες υπάρχει κάποιος ερεθισμός στα πλήθη…» παρατηρώ.

Ο Αισχίνης είναι πιο ήρεμος τώρα. Έχει χαλαρώσει: είπε ό, τι είχε να πει και έδειξε σε εμένα -ίσως και στον εαυτό του- πόσο έτοιμος είναι για την επικείμενη μάχη.

«Νομίζω ότι τους γνωρίζεις τους γηγενείς και πόσο την βρίσκουν με τις δίκες… Πρέπει -υποθέτω- να  ξέρεις και τη  σχετική ιλαρή ιστοριούλα…» μου λέει.

«Ποια;»

«Μάλλον δεν είναι ακριβώς σκωπτική αφήγηση, αλλά μια ατάκα από τις ¨Σφήκες¨ του γνωστού Αριστοφάνη… Λέει ένας μαθητευόμενος σοφιστής στον Στρεψιάδη δείχνοντάς του έναν χάρτη: ¨Κοίτα Στρεψιάδη, αυτός είναι ένας χάρτης της γης. Και κοίτα: εδώ είναι η Αθήνα¨.

¨Μωρέ τι μας λες: αποκλείεται!¨, απαντάει εκείνος ¨Δεν βλέπω πουθενά δικαστές να κάθονται στην έδρα!¨»

images (16)

(συνεχίζεται)

[1] Τετράγωνο Περιστύλιο: Βρισκόταν στον χώρο όπου αργότερα χτίστηκε η Στοά του Αττάλου.

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , | Leave a Comment »

Κύλικες και δόρατα. Μυθιστόρημα υπό εκπόνηση. Μέρος Ζ΄ Κεφάλαιο τέταρτο: Εμείς οι περιπατητικοί

Posted by vnottas στο 2 Νοεμβρίου, 2017

144

Εμείς οι περιπατητικοί…

(αφηγείται ο Οινοκράτης)

Περπατάμε πέρα δώθε στους δρόμους του Άστεως και ψιλοκουβεντιάζουμε (γιατί είπαμε να υιοθετήσουμε κι εμείς την τρέχουσα αθηναϊκή μανία) εγώ, ο Χοντρόης και ο παλιός μου φίλος από τις Συρακούσες, ο Φιλήμονας. Είμαστε στην Αγορά και κατευθυνόμαστε προς την Πνύκα για να δει και ο φιλομαθής ασιάτης το χώρο όπου  παίρνονται οι βασικές αποφάσεις εδώ στην Αθήνα. Από ‘κει λέω να τον ανεβάσω στον Παρθενώνα, να δει και κάτι που προέρχεται από την πατρίδα του: τις ασπίδες-λάφυρα που ο Αλέξανδρος ως εκπρόσωπος των Ελλήνων (πλην Λακεδαιμονίων, όπως αρέσκονται να τονίζουν συχνά οι Αθηναίοι) αφιέρωσε στην Παρθένο.

Με τον Φιλήμονα λέμε γι αυτά που συνέβησαν την μέρα της τελετής, όταν χάθηκαν (και ξαναβρέθηκαν -χάρη σε ‘μας) τα περίφημα αγάλματα των ¨τυραννοκτόνων¨. Που και που μας διακόπτει προς στιγμήν με κάποιο επιφώνημα  ή κάποιο σχόλιο σχετικό με αυτά που βλέπει γύρω του -και του κάνουν εντύπωση- ο  στρογγυλός  Πέρσης, σε άπταιστο ¨Χοντροη-ειδές¨ ιδίωμα.

Εδώ που τα λέμε, στην Αγορά υπάρχουν αρκετές  αφορμές για σχόλια: Υπάρχουν σημαντικά δημόσια κτίρια, εμπορικές στοές, αγάλματα που απεικονίζουν αθάνατους θεούς, πεθαμένους ήρωες, αλλά και  άξιους μνείας θνητούς που ζουν ακόμη. Ωστόσο τίποτα δε θυμίζει τα υπέρογκα, υπερβολικά μνημεία που εντυπωσιάζουν συνήθως τους ανατολίτες, αλλά και εμάς όταν επισκεπτόμαστε τα μέρη τους.

«Τι απέγιναν τελικά οι αυθεντικές προτομές», με ρωτάει ο Φιλήμονας. «Το πρόσεξες κι εσύ ότι δεν βρίσκονται πια μπροστά στο Λεωκόριο;»   

«Τις άφησαν εδώ περιφρουρούμενες για ένα διάστημα», τον πληροφορώ, «αλλά μετά τις απέσυραν μέχρις ότου αποφασίσουν εάν θα τοποθετηθούν τελικά σε ανοιχτό ή σε κλειστό χώρο όπως πρότειναν κάποιοι. Είπαν ότι μέσα σε μια στοά, για παράδειγμα, θα μπορούσαν να επιτηρηθούν καλύτερα και δεν θα υπάρχει φόβος να ξανακλαπούν.

Αλλά δεν νομίζω ότι πρόκειται μόνο για θέμα ασφαλείας. Βλέπεις, μπροστά στο Λεωκόριο υπάρχουν πάντα  αυτά τα υπέροχα μπρούτζινα αγάλματα που φιλοτέχνησαν ο Κριτίας και ο Νησιώτης για να  αντικαταστήσουν τα αρχικά, μετά την υφαρπαγή τους από τον Ξέρξη. Το αποτέλεσμα είναι ότι συγκρινόμενα με αυτά, τα γνήσια χάνουν σε αίγλη και καταλήγουν να μοιάζουν άσχημα.

Όχι ότι ο Αντίνορας δεν ήταν καλός γλύπτης. Αντίθετα, πρέπει να προσπάθησε να είναι πιστός στην πραγματικότητα∙ άλλωστε μπορούσε να το κάνει γιατί είχε ζήσει τα γεγονότα και είχε γνωρίσει προσωπικά τους πρωταγωνιστές. Είναι που οι δύο μεταγενέστεροι γλύπτες εικονογράφησαν έναν μύθο που δημιουργήθηκε εκ των υστέρων, καμιά σαρανταριά χρόνια ύστερα από τα γεγονότα και μάλιστα μέσα στην ευφορία της νίκης στη Σαλαμίνα. Αυτή είναι η άποψη και του δικού μου, του Εύελπι, που του αρέσει να ψάχνει αυτά τα θέματα και που συνήθως είναι καλά ενημερωμένος.

αρχείο λήψης (1)

Τι να κάνουμε Φιλήμονα, εσύ που είσαι συγγραφέας ξέρεις καλά ότι οι μύθοι είναι πάντοτε πιο όμορφοι, πιο στολισμένοι και πιο ελκυστικοί από την πραγματικότητα… αλλιώς θα χρησίμευαν πολύ λιγότερο… ίσως και να μη χρησίμευαν καθόλου».

Μας διακόπτει ο Χοντρόης: «Τις ο λόγος δι’ όντινα  οι στρατιώται ούτοι κρατώσι  σχοινίον τοσούτω μακρύ, χρώματος δε ερυθρού;» απορεί.

«Και εγώ είχα προβληματιστεί όταν τους πρωτοείδα», λέει ο Φιλήμονας.

«Και εγώ επίσης», συμφωνώ. «Πάντως είναι μια από τις πιο χαρακτηριστικές εικόνες της Αθήνας, Χοντρόη. Αυτοί που βλέπεις είναι οι Σκύθες τοξότες που φροντίζουν για την τήρηση της τάξης στο κέντρο και για τους οποίους σου έχω ήδη μιλήσει νομίζω. Κοίταξέ τους, είναι όλοι ξανθοί και γεροδεμένοι. Τυπικά δεν είναι παρά δημόσιοι δούλοι, αλλά στην ουσία έχουν ένα σωρό προνόμια. Μερικές φορές συμπεριφέρονται σαν ψαράδες, και αυτό το μεμιλτωμένο[1] σκοινί δεν είναι παρά το δίχτυ τους…

«Τουτέστιν; Τι ούτω θέλουσι αλιεύσει;», ξαναρωτάει ο φιλομαθής.

«Θα σου πω. Όταν στην συνέλευση των πολιτών, εδώ παραπάνω στην Πνύκα -θα πάμε σε λίγο- πρέπει να παρθεί μια σοβαρή απόφαση και δεν υπάρχει η απαιτούμενη απαρτία, τότε οι Σκύθες είναι εξουσιοδοτημένοι να μεταφέρουν τους πολίτες εκεί ¨εκόντες ή άκοντες¨, που γράφει και ο σχετικός κανονισμός. Άμα θες μπορείς να τον δεις τον κανονισμό: είναι αναρτημένος μαζί με άλλες χρήσιμες ανακοινώσεις εκεί πέρα, μπροστά στο Βουλευτήριο, κάτω από τα αγάλματα των επωνύμων ηρώων».

«Έσονται ουν άπαντες αναγιγνώσκειν δυνάμενοι;» απορεί ξανά με μια δόση θαυμασμού ο Ασιάτης.

«Όχι ακριβώς όλοι, αλλά πολλοί.  Δεν ξέρεις ότι σε αυτή την πόλη υπάρχουν οι πιο πολλοί εγγράμματοι από οποιαδήποτε άλλη στον κόσμο; Αυτό τουλάχιστον ισχυρίζονται διάσημοι και αξιόπιστοι περιηγητές. Εδώ που τα λέμε, δύσκολα θα κατόρθωναν οι Αθηναίοι να αυτοδιοικηθούν αν δεν ήξεραν γράμματα. Πάντως, επειδή δεν είναι ακριβώς όλοι-όλοι που τα καταφέρνουν, τους βλέπεις εκείνους στο τραπέζι κάτω από τον πίνακα των ανακοινώσεων; Είναι γραφείς και αναγνώστες. Με ένα μικρό αντίτιμο σου γράφουν ό, τι θελήσεις, ακόμη και σε άλλες διαλέκτους ή γλώσσες  -εάν τυχόν αλληλογραφείς με τόπους μακρινούς, ενώ η ανάγνωση νόμων και κανονισμών είναι συνήθως δωρεάν».  

«Χρήσιμον γιγνώσκειν!» λέει ο δικός μου. «Και προς τι το ερυθρόν του σχοινίου χρώμα;» εξακολουθεί να απορεί.

Οπότε τον Φιλήμονα τον πιάνει το καλλιτεχνικό του, σταματάει και αρχίζει να απαγγέλει, συνοδεύοντας τον ποιητικό λόγο με τις απαραίτητες θεατρικές χειρονομίες:

«…και να που έρμη, απ’ το πρωί, η Πνύκα παραμένει

κι ας είν’ να γίνει η τακτική η σύναξη του Δήμου,

να που οι πολλοί στην Αγορά μένουν και φλυαρούνε

κι ενώ οι Αρχές με κόκκινο σκοινί τους περιζώνουν

αυτοί πασχίζουν από εκεί στη ζούλα να ξεφύγουν.

Μήτε φανήκαν έγκαιρα στην Πνύκα οι Αρχόντοι,

μα  καταφτάνουν ύστερα και σαν λωλό κοπάδι

ο ένας τον άλλον σπρώχνουνε θέση μπροστά να πιάσουν.

Κανείς όμως δε νοιάζεται, τη δόλια την Ειρήνη

Αχ τι τραβάς και δεν μιλάς, κακόμοιρη πατρίδα…»

Υποκλίνεται.

Arciere-e-Partenone-_3

Τον χειροκροτώ. «Αριστοφάνης;» τον ρωτάω.

«Ναι, αθάνατος Αριστοφάνης, από τους ¨Αχαρνής¨. Έχω παίξει τον ρόλο του Δικαιόπολη παλιά, στην πατρίδα», μου απαντά.

Στρέφομαι προς τον Ασιάτη. «Κατάλαβες Χοντρόη; Η Δημοκρατία είναι το πολίτευμα των πολλών, αλλά πολλοί απ’ τους πολλούς, πολλές φορές δεν συμπεριφέρονται σαν πολίτες αλλά σαν ανόητοι ευθυνόφοβοι ιδιώτες. Τότε η Πολιτεία αναγκάζεται να τους τσουβαλιάσει. Το σκοινί με το οποίο τους σπρώχνουν από την Αγορά στην Πνύκα είναι βουτηγμένο σε κόκκινη μπογιά για να μένουν τα κόκκινα ίχνη στις πλάτες των κοπανατζήδων και να τους στιγματίζουν, έστω προσωρινά».

«Οι Αγορές και οι Δημοκρατίες, φαίνεται πως δεν τα πάνε πάντοτε καλά μεταξύ τους», θυμοσοφεί ο Φιλήμονας. Μετά σταματάει ξανά και παρατηρεί: «Αλλά για να κυκλοφορούν οι Σκύθες με το σκοινί ανά χείρας, σημαίνει ότι στην Πνύκα έχει σήμερα συνέλευση και μάλιστα με σοβαρά θέματα. Αν είναι έτσι, εμείς οι μη αθηναίοι δύσκολα θα πλησιάσουμε. Πράγματι βλέπω ότι ανηφορίζει προς το λόφο πολύς κόσμος. Άρα οι τοξότες μάλλον δεν θα χρειαστεί να χρησιμοποιήσουν το μεμιλτωμένο, αλλά και εμείς μάλλον πρέπει να τροποποιήσουμε τη διαδρομή μας και να φέρουμε τον Πέρση να δει την Πνύκα μια άλλη μέρα».

«Γαμώτο! Έχεις δίκιο!», διαπιστώνω. «Το ήξερα αλλά το ξέχασα. Ανάμεσα μάλιστα στα θέματα της σημερινής ημερήσιας διάταξης είναι και η έναρξη της εκδίκασης της ¨Γραφής παρανόμων¨ που υπέβαλε παλιά ο Αισχίνης κατά του Κτησιφώντα. Η προδικασία τελείωσε επιτέλους και σήμερα θα ορίσουν τον τόπο και τις άλλες λεπτομέρειες της τελικής φάσης. Άρα, απ’ ό, τι ξέρω για τις δικαστικές πρακτικές των Αθηναίων, η κυρίως δίκη πρέπει να αρχίσει αύριο ή μεθαύριο. Ο Εύελπις θέλει να την παρακολουθήσει, αλλά κι εγώ δε θα ήθελα να τη χάσω. Ελπίζω μόνο να ισχύει ακόμη η συνήθεια των Αθηναίων να διεξάγουν τις δίκες με τις θύρες ανοιχτές για όλους».

«Απ’ ό, τι άκουσα από τους φίλους μου στου Κυνοσάργους» λέει ο Φιλήμονας, «υπάρχουν επισκέπτες που έχουν καταφτάσει από τις γειτονικές πόλεις, πριν από την έναρξη των Παναθηναίων, μόνο και μόνο για να έχουν μια ευκαιρία να παρακολουθήσουν τη δίκη».

«Ωραία». Αλλάζω θέμα: «Φιλήμονα, έχεις λοιπόν φίλους στο Κυνόσαργες, έτσι δεν είναι; Τους βλέπεις ακόμη τους ¨Κυνοσαργίτες;¨ Ή να τους λέμε καλύτερα ¨κυνικούς¨ που είναι και πιο σύντομο;»

«Μπορείς να τους λες και απλώς ¨σκύλους¨, τους αρέσει. Ναι τους βλέπω. Είναι μια ομάδα που ενδιαφέρεται, ανάμεσα σε πολλά άλλα, και για τις τέχνες και ιδιαίτερα για την τέχνη του θεάτρου…»

«Θέλω να κουβεντιάσουμε λίγο γι αυτό Φιλήμονα. Αλλά αφού δεν θα πάμε στη Πνύκα, ας στρίψουμε και ας κάνουμε το γύρο της Ακρόπολης πριν ανεβούμε στον Παρθενώνα, και τα λέμε καθ’ οδόν», προτείνω εγώ.

images (13)

Αντί λοιπόν να πάρουμε τον ¨περίπατο¨ που γυροφέρνει την Ακρόπολη και που στη βορειοδυτική πλευρά είναι κολλημένος στους πρόποδες του βράχου, στρίβουμε πιο μπροστά αριστερά και παίρνουμε το δημοφιλή δρόμο με τους τρίποδες, που ξεκινώντας από την Αγορά παρακάμπτει κυκλικά την Ακρόπολη και φτάνει ως το θέατρο του Διονύσου. Τις προάλλες, όταν ήρθα στο κέντρο της πόλης μαζί με τον Εύελπι, πήραμε αυτό τον δρόμο από την άλλη άκρη του, αλλά σκαλώσαμε σε ένα κυλικείο και δεν πρόλαβα να δω τι το καινούργιο έχει τοποθετηθεί εδώ τα τελευταία χρόνια. Σήμερα είναι μια καλή ευκαιρία να ρίξω μια ματιά.

Αυτόν τον δρόμο θα μπορούσαμε και να τον πούμε ¨η οδός των φιλοτίμων¨, με την  έννοια της οδού της αφιερωμένης στους ¨φίλους των τιμών¨. Εντάξει, όλοι οι διαμένοντες εν Αθήναις αγαπάμε τις τιμές, ιδιαίτερα όταν τις απονέμουν οι άλλοι σε εμάς, αλλά μόνο εδώ ο τιμώμενος έχει δικαίωμα να αυτοτιμηθεί επιπρόσθετα και συμπληρωματικά. Πράγματι, όσοι είχαν την τύχη ή την ικανότητα να αξιωθούν κάποιο βραβείο, είτε ως καλλιτέχνες είτε και ως χορηγοί δημόσιων εκδηλώσεων, δικαιούνται όχι μόνο να εκθέσουν εδώ τα βραβεία τους (συνήθως πρόκειται για χάλκινους τρίποδες) αλλά και να τα τοποθετήσουν (για να φαίνονται καλύτερα) πάνω σε περίτεχνες μόνιμες κατασκευές, όπως διακοσμημένα  βάθρα, κολόνες και βωμοί. Έτσι κατά μήκος της οδού φτιάχτηκε ένα πολύπλοκο και πολυφορτωμένο σκηνικό, το οποίο βέβαια  αποτελεί σταθερό στόχο των περιηγητών που θαυμάζουν της αθηναϊκές ιδιορρυθμίες.

Προσπαθώ να τα εξηγήσω όλα αυτά στον Χοντρόη, ο οποίος όμως δυσκολεύεται να καταλάβει πώς είναι δυνατό να επιτρέπεται σε τόσους πολλούς αθηναίους να αυτοεκτιμώνται και να αυτοθαυμάζονται. Εγκαταλείπω την προσπάθεια και στρέφομαι προς τον Φιλήμονα.

«Φιλήμονα», του λέω, «οι φίλοι σου στο Κυνόσαργες δε θύμωσαν μαζί σου που κατά κάποιο τρόπο ανακατεύτηκες στην έρευνα για τα αγάλματα;»

«Όχι» μου λέει. «Κατά βάθος είναι καλά παιδιά. Και απ’ όσο είμαι σε θέση να υποθέσω, πρόθεσή τους δεν είναι να ανατρέψουν το δημοκρατικό καθεστώς, κάθε άλλο. Μάλλον να το βελτιώσουν επιθυμούν».

«Ήθελα να σε ρωτήσω αν τελικά έμαθαν ότι στη Θόλο και στην κρυψώνα μας οδήγησε, άθελά της, η νόστιμη ξανθούλα που συμμετείχε στα συμβάντα, αλλά δεν κατάλαβε ότι την παρακολουθούσα».

«Λες την Ιππαρχία. Το υποθέτουν, γιατί ήταν η μόνη που μετά την ¨παρέμβαση¨ ήρθε  κατευθείαν εκεί, αλλά δεν νομίζω ότι γνωρίζουν πώς ακριβώς συνέβησαν τα πράγματα. Πάντως έχω την εντύπωση ότι εκείνο για το οποίο παραξενεύονται και τους προβληματίζει περισσότερο, είναι που δεν έχει γίνει ακόμη καμιά κίνηση εναντίον τους. Νομίζω ότι περίμεναν να έχουν ήδη συλληφθεί την επόμενη μέρα, αν όχι το ίδιο το βράδυ της επεισοδιακής τελετής.  Πράγματι και για μένα αυτό είναι ένα από τα μυστήρια αυτής της υπόθεσης».

«Εγώ πάλι νομίζω ότι η ηγεσία της πόλης δε θέλει να μεγαλοποιήσει τα συμβάντα, γιατί υποπτεύεται ότι έτσι θα κάνει το παιχνίδι αυτής της αόρατης εξωβουλευτικής αντιπολίτευσης. Η οποία όμως, εκείνο που ίσως επιθυμεί, είναι ακριβώς το να γίνει γνωστή στο Δήμο και να αποκτήσει έτσι περισσότερους οπαδούς. Απ’ ότι έμαθα μόνο ο Δημοσθένης γκρίνιαξε, και ζήτησε άμεσο εντοπισμό και τιμωρία των υπαίτιων, αλλά και αυτός τελικά δεν επέμενε πολύ».

«Δεν συμφωνώ», μου λέει ο Φιλήμονας.  «Αν μιλάμε για τα παιδιά του Κυνοσάργους, δεν πρόκειται για οργανωμένη αντιπολίτευση. Ούτε κατ’ ελάχιστον! Άλλωστε αρκετοί από αυτούς κατάγονται από τις παλιές ισχυρές αθηναϊκές οικογένειες».

«Μια που το ανάφερες Φιλήμονα, δε μου λες, ο Φώκος, ο γιος του άρχοντα Φωκίωνα, ο οποίος το βράδυ που έγινε η ανταλλαγή των αγαλμάτων ήταν υπεύθυνος για τη φρουρά στη Θόλο, παρακολουθεί κι αυτός τις συγκεντρώσεις των κυνικών;»

«Δεν ξέρω αν ανήκει στο στενό πυρήνα, αλλά στην αριστερή  όχθη του Ιλισού τον έχει πάρει το μάτι μου κάμποσες φορές. Αλλά αυτό δεν σημαίνει τίποτα. Στου Κυνοσάργους δε συχνάζουν μόνο οι φιλοσοφούντες ¨σκύλοι¨, συχνάζουν κι άλλοι πολλοί, αρχίζοντας από εκείνους που τους αρέσει απλώς το πνεύμα, η ευθυμία κι η καλή καρδιά. Αλλά, απ’ ότι λένε, ακόμη και ο Σωκράτης εκεί σύχναζε κάποτε!»

«Και είδες που κατέληξε τελικά», γελάω εγώ.

«Έτερον εκάτερον» μου κάνει.

«Εν πάση περιπτώσει, θέλω μια ακόμη χάρη Φιλήμονα».

«Αν περνάει από το χέρι μου, ευχαρίστως».

«Θα ήθελα να τους μεταφέρεις ένα μήνυμα από μένα. Μπορείς να τους πεις ποιος ακριβώς είμαι, δηλαδή ένας βοηθός του επικεφαλής της ομάδας που μετέφερε τα αγάλματα από την Ασία. Μην τους κρύψεις ότι συνέβαλα να ξαναβρεθούν οι προτομές∙ αυτό έτσι κι αλλιώς θα μαθευτεί. Πες τους όμως ότι με ενδιαφέρει η φιλοσοφία, ότι έχω μερικές γνώσεις σχετικές με τα όσα δίδαξε ο μακαρίτης ο Αντισθένης και ο μαθητής του ο Διογένης, και θα ήθελα να αποκτήσω περισσότερες. Ζητώ λοιπόν να  μου επιτρέψουν να συμμετάσχω σε κάποιες από τις συγκεντρώσεις τους στου Κυνοσάργους».

Ο Φιλήμονας με κοιτάζει παραξενεμένος.

«Θέλεις να τους κατασκοπεύσεις;»

«Θέλω κυρίως να τους καταλάβω. Πιστεύω κι εγώ σ’ αυτά που μου είπες, δηλαδή ότι δεν είναι επικίνδυνοι ούτε για τη δημοκρατία της Αθήνας, αλλά ούτε για την κοινή προσπάθεια που καταβάλουν σήμερα οι Έλληνες. Και δεν είναι ψέμα ότι με ενδιαφέρει η φιλοσοφία τους. Δεν ξέρω πόσο θα μείνουμε τελικά στην Αθήνα, γι αυτό θα ήθελα να επωφεληθώ και όσο θα είμαστε εδώ να μάθω μερικά πράγματα παραπάνω. Δυστυχώς μου είπαν ότι ο Διογένης, που θα ήθελα πολύ να τον συναντήσω πριν διαβεί των Αχέροντα, τα καλοκαίρια τα βγάζει στην Κόρινθο και έτσι μάλλον δεν θα προλάβω τον δω.

 Εάν πάλι κάνουμε λάθος και οι δύο και οι τύποι είναι όντως επίφοβοι συνωμότες και διαφθορείς, τότε καλό είναι να έχουμε κάπως το νου μας και να τους έχουμε από κοντά».

Μένει για λίγο σκεφτικός και μετά μου λέει:

«Κοίτα, θα μεταφέρω το μήνυμά σου, αλλά δε θα εγγυηθώ προσωπικά για τίποτα». 

 «Το βρίσκω σωστό», του απαντώ.

Εν τω μεταξύ ο Χοντρόης έχει σταματήσει μπροστά σε ένα μνημείο που του μοιάζει κάπως, δεδομένου ότι αν και έχει τετράγωνη βάση, το κύριο μέρος του είναι κυκλοτερές σαν κι αυτόν.

Lysicraties

«Τι ο κύλινδρος ούτος εστί;» με ρωτάει απτόητος.

«Μα το Δία δεν έχω ιδέα. Δεν νομίζω ότι υπήρχε πριν φύγω. Αλλά έχει μια επιγραφή σκαλισμένη εκεί πέρα. Μπορείς να τη διαβάσεις ή θες να σου τη διαβάσω εγώ;»

Ο Χοντρόης πάει κοντά κι αρχίζει να συλλαβίζει.

«Λυ-σι-κρά-της Λυ-σι-θεί-δου Κι-κυ-νεύς…»

«Εντάξει», παρεμβαίνει ο Φιλήμων. «Μη ζορίζεσαι, θα σου πω εγώ περί τίνος πρόκειται. Λίγο προτού φτάσω στην Αθήνα, ήμασταν δηλαδή ακόμη στην 111η Ολυμπιάδα, σε έναν διαγωνισμό θεατρικών έργων ερμηνευμένων από τους νέους της κάθε αθηναϊκής φυλής, νίκησαν τα παιδιά της Ακαμαντίδας φυλής, παίζοντας έναν διθύραμβο. Ο χορηγός αυτής της καλλιτεχνικής προσπάθειας ήταν κάποιος που τον λένε Λυσικράτη. Σημειώστε πως για έναν καθώς πρέπει διθύραμβο, ακόμη κι αν οι ερμηνευτές είναι παιδιά, χρειάζονται τουλάχιστον πενήντα τραγοντυμένοι χορευτές, ένας τουλάχιστον καλός αυλητής κι ένας ταλαντούχος ερμηνευτής που να συνδιαλέγεται με τον χορό και να διηγείται τις περιπέτειες του γιου της Σεμέλης. Χρειάζεται επίσης κάποιος που να εμπνευστεί και να διδάξει το έργο. Ο Λυσικράτης λοιπόν κατάφερε να τα οργανώσει και να τα χρηματοδοτήσει όλα αυτά και κέρδισε έτσι το δικαίωμα να φτιάξει αυτόν εδώ τον ναΐσκο, που όπως βλέπετε από τα ανάγλυφα  που κοσμούν την ζωφόρο, είναι αφιερωμένος στο Διόνυσο, θεό που αγαπάει το θέατρο. Ο Διόνυσος κατά πως ισχυρίζονται οι Αθηναίοι τους αγαπάει κι αυτούς, για αυτό κι αυτοί με τη σειρά τους τον αγαπούν λατρεύοντας το θέατρο. Στην κορυφή βλέπετε τον χάλκινο τρίποδα, δηλαδή το βραβείο αυτό καθ’ αυτό».

images (12)

«Κατάλαβες Χοντρόη;» ρωτάω.

«Ουχί» μου λέει «Πλην όμως πεπεπεισμένος ειμί ως κατανοήσειν θέλει εν χρόνω βραχυτάτω!»

……

[1] Μεμιλτωμένον: εμβαπτισμένο σε ερυθρό μόλυβδο, μίλτος: κόκκινη χρωστική ουσία.

(συνεχίζεται)

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , , , | Leave a Comment »