Κεφάλαιο τρίτο: Εν τω μεταξύ, ο Οινοκράτης…
Όπου ο (αισιόδοξος) Οινοκράτης προσπαθεί να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα, αλλά δεν προλαβαίνει…
Ναι είμαι ο Οινοκράτης. Όνομα κατοχυρωμένο και καταγραμμένο πλέον στα μητρώα της Αθηναϊκής πολιτείας. Είμαι ο Οινοκράτης πατρός γνωστού και διασήμου, όπως τουλάχιστον πρεσβεύει ο πλέον έγκριτος μεταξύ των κατοίκων της Αττικής Γης, ο φιλόσοφος Αριστοτέλης.
Ναι, τον συνάντησα. Να πω μάλιστα ότι ήταν εκείνος που ζήτησε να με δει. Ήταν χαμογελαστός, με κοίταζε με συμπάθεια και φαίνεται ότι η ιστορία μου τον διασκέδαζε -με την καλή έννοια. Μου έδωσε και μερικές συμβουλές, ίδιες με εκείνες που, όπως είπε, δίνει και στο γιο του, το νεαρό Νικόμαχο. Εγώ του χαμογέλασα επίσης και τον ευχαρίστησα τόσο για τη βοήθειά του στην έρευνα για τις ρίζες μου, όσο και για τις συμβουλές του.
Είμαι ο Οινοκράτης ο εκ Συρακουσών και δεν νομίζω πως τα μυαλά μου έχουν πάρει πολύ αέρα. Αυτοσυγκρατούμαι και αυτοελέγχομαι. Εκείνο που μου επιτρέπω, μετά την κατάληξη της έρευνας που με αφορά, είναι το να θέτω κι άλλα ερωτήματα, χωρίς αναστολές. Έχω φυσική κλίση στα ερωτήματα και τώρα ξέρω πια και έναν από τους λόγους: αυτόν που το όνομά του αρχίζει από Άλφα, κι ας του άρεσαν τα παρανόμια και τα καλόβολα παρατσούκλια.
Είμαι ο Οινοκράτης ο ταξιδεμένος∙ και αυτόν τον καιρό, ανάμεσα στα πολλά καινούργια της νέας φάσης της ζωής μου, διαβάζω και γράφω. Διαβάζω στη βιβλιοθήκη του οίκου του Ευρύνου, αλλά και σε εκείνη του Λυκείου στην οποία ο Αριστοτέλης μου επέτρεψε ελεύθερη πρόσβαση, τιμής ένεκεν (προς τον ευρύστερνο Δάσκαλό του), πράγμα που σημαίνει διπλή τιμή για τον Οινοκράτη, τον διατελέσαντα έως και δούλο.
Γράφω. Αυτή τη φορά όχι μόνον προς το αγαπημένο μου Πουλχερίδιον. Αν και, όπου να ‘ναι, θα της γράψω μια μεγάλη επιστολή, με λεπτομέρειες για όλα αυτά τα αναπάντεχα που μου συμβαίνουν. Γράφω για να βάλω λίγη τάξη σε αυτά (τα φύσει αντιφατικά) που προσλαμβάνω επειδή ζω και σ’ αυτά (τα επίσης ανακατεμένα) που μαθαίνω επειδή διαβάζω. Γι αυτό να μην παραξενευτείς άγνωστέ μου αναγνώστη και να με συγχωρήσεις που βασικά απευθύνομαι σε εμένα τον ίδιο.
Έτσι λοιπόν φίλτατε, ο νέος Οινοκράτης διαβάζει, γράφει, παρακολουθεί με αυξημένο ενδιαφέρον τη συντροφιά των σκύλων, ή κυνικών, και κάνει μακρές συνομιλίες εκεί κάτω, στου Κυνοσάργους, με τον Κράτη τον Θηβαίο και την όμορφη Ιππαρχία, τη γυναίκα του. Αυτοί οι δύο είναι οι αγαπημένοι μου συνομιλητές πάνω σε θέματα όπως η αναζήτηση της Ευτυχίας, ή η σχέση αυτής της τελευταίας με την Αρετή, ή εάν -αυτή η τελευταία- είναι θέμα ιδιωτικό ή δημόσιο, και ένα σωρό άλλα, παρόμοια. Αλλά, επίσης, ο νέος μου εαυτός Οινοκράτης, περνάει εξ ίσου καλά με τον παλιό όταν είναι μαζί με τον καλό του φίλο, τον Φιλήμονα και, τον πιο πρόσφατο, τον εξωτικό Χοντρόη, κάνοντας επισκέψεις στα αξιοθέατα της Αθήνας, συμπεριλαμβανομένων ορισμένων γνωστών σημείων πόσης, εστίασης και γενικότερης ευδαιμονίας.
Ο Φιλήμονας γράφει κι αυτός. Και, επιτέλους, δίδαξε και ανέβασε με επιτυχία τα πρώτα του ¨αθηναϊκά¨ έργα. Μπορώ να πω ότι θεωρείται το ανερχόμενο αστέρι των αττικών θεάτρων. Και, ας προσθέσω, πως οι κωμωδίες του βγάζουν πολύ γέλιο, και πως μπορεί μεν να μην ασκούν άμεση κριτική στους Πολίτες και στην Πολιτεία, όπως συνέβαινε με τις αθηναϊκές κωμωδίες του παρελθόντος, αλλά τώρα, που η Πολιτεία μοιάζει αδύναμη και είναι υποχρεωμένη να δρα κάτω από την επίβλεψη εξωγενών παραγόντων, τα κείμενα του δικού μου εστιάζουν και περιγράφουν με σπαρταριστό τρόπο τους νέους τύπους που κυκλοφορούν γύρω μας: κυρίως κάτι λάτρεις του Νάρκισσου, κάτι χαζοχαρούμενους ψηλομύτες, κάτι αδιόρθωτους φιγουρατζήδες, κάτι αδίστακτους καταφερτζήδες, κάτι ανενδοίαστους κουτοπόνηρους, κάτι παράταιρους ερωτύλους, και κάτι άλλους παρόμοιους τύπους, από αυτούς που ευημερούν σε καιρούς κρίσης ή σε καιρούς που εγκυμονούν εκρήξεις. Ξωπίσω του τρέχει και σημειώνει ακούραστος τις διασκεδαστικές αντιφάσεις της εποχής μας, ο ταλαντούχος μικρός -σχεδόν έφηβος πια- Μένανδρος, ο οποίος κρίνοντας από αυτά που τον βάζουν να απαγγέλει τις βραδιές στου Κυνοσάργους, μπορώ να πω πως είμαι σίγουρος ότι σύντομα θα είναι ένα ακόμη δημοφιλές ¨όνομα¨ για τους φίλους της κωμικής συγγραφής.
Υπάρχουν βέβαια και τα καθημερινά μου καθήκοντα τα οποία προσπαθώ να διεκπεραιώνω με συνέπεια. Αφού λοιπόν παρατηρώ πως η συντροφιά των κυνικών έχει περιορίσει τις παρεμβάσεις της σε θέματα κοινού ήθους και πως το τελευταίο καιρό περισσότερο φιλοσοφεί και φιλολογεί παρά δρα με απτό τρόπο, έχω στρέψει την προσοχή μου σε άλλα σημεία, τα οποία, αν και εκ πρώτης όψεως δεν μοιάζουν σχετικά με την επίσημη γνώση, είναι τόποι όπου μπορεί να μάθει κανείς πολλά, τόσο για όσα συμβαίνουν στον υπερπόντιο κόσμο, όσο και για τις τάσεις που διαρρέουν αφανώς την πολυσύνθετη Αττική Γη. Ένα τέτοιο σημείο είναι, για παράδειγμα, το λιμάνι και η περιβάλλουσα αγορά του Πειραιά, όπου καταφτάνουν ενδιαφέρουσες πληροφορίες, τις οποίες πρέπει να βρει και να αξιολογήσει κανείς έγκαιρα, δηλαδή προτού επηρεαστούν από τα φίλτρα των εμπόρων μετοίκων που είναι εγκατεστημένοι εκεί. Ένα άλλο είναι οι προθάλαμοι και οι βοηθητικοί χώροι των μεγάρων των εταιρών, όπου πολλές μικρές κι ελαφρόμυαλες μαθητευόμενες διασκεδάζουν σχολιάζοντας ό, τι τους φαίνεται εντυπωσιακό ή περίεργο από αυτά που λένε και κάνουν οι μεγαλόσχημοι πελάτες των κυράδων τους.
Έχω λοιπόν φροντίσει, με τη βοήθεια μερικών έξυπνων ανθρώπων με τους οποίους συναναστρέφομαι, ή μάλλον διατηρώ ¨τακτική επαφή¨, να έχω πρόσβαση σε αυτούς τους χώρους, και να μαθαίνω ενδιαφέροντα πράγματα.
Έτσι έμαθα έγκαιρα τους ψίθυρους ότι οι Λακεδαιμόνιοι, μετά την ήττα τους στη Μεγαλόπολη και παρά την απόφασή τους να ενδώσουν και να στείλουν εν τέλει στράτευμα στην εκστρατεία, παράλληλα αποφάσισαν να έχουν μυστικές επαφές με τμήμα της αθηναϊκής ηγεσίας, έτσι ώστε να έχουν κάποιο κοινά επεξεργασμένο σχέδιο για την περίπτωση που για οποιονδήποτε λόγο μειωθεί η μακεδονική επιρροή στον ελληνικό κορμό.
Έτσι έμαθα επίσης ότι αρκετοί ανώτεροι αξιωματικοί του αντιβασιλέα Αντίπατρου έρχονται συχνά στην Αθήνα και ότι αποτελούν θαυμαστές των τοπικών εταιρών, στις οποίες αφηγούνται διασκεδαστικά επεισόδια για τις ατελείωτες διαμάχες ανάμεσα στον στρατηγό-τοποτηρητή και την Βασιλομήτορα Ολυμπιάδα. Ψιθυρίζεται μάλιστα, ότι αυτή η διαμάχη, σε περίπτωση που για οποιοδήποτε λόγο ο έλεγχος του Αλέξανδρου στον ελλαδικό χώρο εξασθενίσει, δεν αποκλείεται να φτάσει σε στρατιωτική σύγκρουση, δεδομένου ότι η Ολυμπιάδα διαθέτει άμεση στήριξη από τα στρατεύματα της χώρας των Μολοσσών στην Ήπειρο, από όπου κατάγεται και όπου συχνά καταφεύγει.
Έτσι έμαθα ακόμη ότι στην Αθήνα, αυτά τα τελευταία χρόνια έχουν καταφτάσει αρκετοί επισκέπτες από τις χώρες της Δύσης και του Βορρά, οι οποίοι, χωρίς να έχουν την επίσημη ιδιότητα του Πρέσβη, ενδιαφέρονται να μάθουν τις πληροφορίες που φτάνουν ως εδώ σχετικά με τις απώτερες βλέψεις του Αλέξανδρου και ιδιαίτερα με το εάν σκοπεύει, μετά τις επιτυχίες του στην Ανατολή, να στραφεί προς Δυσμάς.
Ήμουν λοιπόν, όπως βλέπετε, αρκετά απασχολημένος με τα νέα και τα παλαιότερά μου καθήκοντα, και εύλογα μοιρασμένος ανάμεσα στην προσπάθεια να φανώ αντάξιος της καλής μου μοίρας, αντάξιος της οικογένειας του Ευρύνου που μου είχε αμέριστα συμπαρασταθεί, αλλά και αντάξιος της Αθηναϊκής Πολιτείας που με είχε αποδεχθεί, όταν ο Εύελπις με ειδοποίησε ότι θα έπρεπε να ετοιμαστώ για άμεση αναχώρηση. Προς την επελαύνουσα εκστρατεία. Τον ρώτησα γιατί, και μου είπε: ο Καλλισθένης κινδυνεύει. Στόχος παλιών και νέων δολοπλοκιών, βρίσκεται σήμερα κατηγορούμενος για συνωμοσία ενάντια στον Βασιλέα. Ξέροντας τι συνέβη σε όσους υπέστησαν τις ίδιες κατηγορίες τον τελευταίο καιρό, ο Εύελπις ανησυχεί. Και όσο και αν ο Καλλισθένης του έχει ζητήσει να μην απομακρυνθεί από την Αθήνα μέχρις ότου ο ίδιος του στείλει σχετική εντολή, ο Εύελπις βλέποντας ότι δεν έχει ακόμα λάβει απάντηση από τον προϊστάμενό του στα επείγοντα απανωτά μηνύματα που του έστειλε πρόσφατα, αποφάσισε να ξεκινήσει για την Ασία. Ο Αριστοτέλης (ο Εύελπις τον είδε για πρώτη φορά οργισμένο, μου είπε) συμφώνησε.
Ήταν αρχές της Άνοιξης και είχαν συμπληρωθεί περίπου δυόμισι χρόνια από τότε που επιστρέψαμε στην Αθήνα. Αν και η πόλη αντιμετώπιζε δυσκολίες και είχαν προκύψει προβλήματα επισιτισμού, αν όχι σιτοδείας ήδη κατά τη δεύτερη χρονιά της παραμονής μας εδώ, αν πω πως την είχα βαρεθεί θα έλεγα ασύστολα ψέματα.
Ενώ ο Εύελπις συναντιόταν καθημερινά με τον Αριστοτέλη, εγώ ανέλαβα τις επείγουσες προετοιμασίες για το ταξίδι, με ανάμεικτα συναισθήματα. Ευχόμουν πολλά πράγματα, αρχίζοντας με την εύνοια του Αιόλου και του Ποσειδώνα, γιατί η Άνοιξη ήταν ακόμη άστατη και το θέρος μακριά, αλλά, όπως και να το κάνουμε, δεν κρύβω πως, πάνω απ’ όλα, ευχόμουν η Μοίρα να μου επιφυλάσσει τουλάχιστον μία ακόμη επιστροφή στην πόλη της Παλλάδας Αθηνάς.